Σήμερα ἡ πανήγυρις εἶναι τὰ Θεοφάνεια, δηλαδὴ ἡ Γέννησις. Διότι λέγονται καὶ τὰ δύο, ἐπειδὴ δι᾿ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα ὑπάρχουν δύο ὀνόματα. Διότι ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς γεννήσεως. Καὶ ὑπῆρχε μὲν πρίν, καὶ ὑπῆρχε πάντοτε, προερχόμενος ἀπὸ τὸν πάντοτε ὑπάρχοντα, πάνω ἀπὸ κάθε αἰτίαν καὶ λογικὴν (ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε λόγος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Λόγον), ἀλλὰ μετὰ ἔλαβε σῶμα πρὸς χάριν μας, διὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν εὐτυχῆ ὕπαρξιν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε τὴν ὕπαρξιν ἢ καλύτερα, διὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρει μὲ τὴν σάρκωσίν του εἰς τὴν εὐτυχῆ ὕπαρξιν ἀπὸ τὴν ὁποία εἴχαμε ἀπομακρυνθεῖ ἐξ αἰτίας τῆς κακίας μας. Καὶ εἰς μὲν τὴν ἐμφάνισιν δίδεται τὸ ὄνομα Θεοφάνεια, εἰς δὲ τὴν γέννησιν, Γενέθλια.
Δ´. Αὐτὸ εἶναι δι᾿ ἡμᾶς τὸ νόημα τῆς πανηγύρεως καὶ αὐτὸ ἑορτάζομεν σήμερα: Τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθώπους, διὰ νὰ ἔλθωμεν νὰ κατοικήσωμεν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ ἐπανέλθωμεν (διότι ἔτσι νομίζω ὅτι εἶναι σωστότερον νὰ εἰπωθῇ), διὰ νὰ ἐνδυθῶμεν τὸν νέον ἄνθρωπον, ἀφοῦ ἐγκαταλείψωμεν τὸν παλαιόν. Καὶ ὅπως ἔχομεν ἀποθάνει μαζὶ μὲ τὸν Ἀδάμ, ἔτσι ἂς ζήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἂς γεννηθῶμεν μαζί του, ἂς συσταυρωθῶμεν καὶ ἂς ταφῶμεν μαζί του, διὰ ν᾿ ἀναστηθῶμεν μὲ τὴν ἀνάστασίν του. Διότι πρέπει νὰ ὑπομείνω τὴν ἀντίστροφον πορείαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀγαθόν. Καὶ ὅπως ἀπὸ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἦλθαν τὰ δυσάρεστα, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυσάρεστα νὰ ἐπανέλθουν τὰ πιὸ εὐχάριστα. «Διότι ἐκεῖ ποὺ ηὐξήθη σημαντικὰ ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ἐδόθη πλουσιοπάροχα καὶ ἡ χάρις». Καὶ ἂν ἡ γεῦσις ἐπέφερε τὴν καταδίκην, δὲν ἐδικαίωσε, πολὺ περισσότερο τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; Ἂς ἑορτάζομεν ἑπομένως ὄχι μὲ δημοσίας πανηγύρεις, ἀλλὰ κατὰ τρόπον θεϊκόν. Ὄχι κατὰ τρόπον κοσμικόν, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ὑπερκόσμιον. Ὄχι τὰ ἰδικά μας ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τὰ τοῦ Κυρίου. Ὄχι τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀσθένειαν, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μὰ τὴν θεραπείαν. Ὄχι τῆς δημιουργίας ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναδημιουργίας.
Δ´. Αὐτὸ εἶναι δι᾿ ἡμᾶς τὸ νόημα τῆς πανηγύρεως καὶ αὐτὸ ἑορτάζομεν σήμερα: Τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθώπους, διὰ νὰ ἔλθωμεν νὰ κατοικήσωμεν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ ἐπανέλθωμεν (διότι ἔτσι νομίζω ὅτι εἶναι σωστότερον νὰ εἰπωθῇ), διὰ νὰ ἐνδυθῶμεν τὸν νέον ἄνθρωπον, ἀφοῦ ἐγκαταλείψωμεν τὸν παλαιόν. Καὶ ὅπως ἔχομεν ἀποθάνει μαζὶ μὲ τὸν Ἀδάμ, ἔτσι ἂς ζήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἂς γεννηθῶμεν μαζί του, ἂς συσταυρωθῶμεν καὶ ἂς ταφῶμεν μαζί του, διὰ ν᾿ ἀναστηθῶμεν μὲ τὴν ἀνάστασίν του. Διότι πρέπει νὰ ὑπομείνω τὴν ἀντίστροφον πορείαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀγαθόν. Καὶ ὅπως ἀπὸ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἦλθαν τὰ δυσάρεστα, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυσάρεστα νὰ ἐπανέλθουν τὰ πιὸ εὐχάριστα. «Διότι ἐκεῖ ποὺ ηὐξήθη σημαντικὰ ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ἐδόθη πλουσιοπάροχα καὶ ἡ χάρις». Καὶ ἂν ἡ γεῦσις ἐπέφερε τὴν καταδίκην, δὲν ἐδικαίωσε, πολὺ περισσότερο τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; Ἂς ἑορτάζομεν ἑπομένως ὄχι μὲ δημοσίας πανηγύρεις, ἀλλὰ κατὰ τρόπον θεϊκόν. Ὄχι κατὰ τρόπον κοσμικόν, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ὑπερκόσμιον. Ὄχι τὰ ἰδικά μας ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τὰ τοῦ Κυρίου. Ὄχι τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀσθένειαν, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μὰ τὴν θεραπείαν. Ὄχι τῆς δημιουργίας ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναδημιουργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου