Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Η γερόντισσα Μακρίνα με τους Αγίους Πορφύριο και Παϊσιο

Η Γερόντισσα Μακρίνα ευλαβείτο πολύ και δύο άλλους συγχρόνους μερισματούχους Γέροντες, τους μακαριστούς π. Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη (1906- 1991) και π. Παΐσιο 'Αγιορειτη (1924-1994).

Τον π. Πορφύριο επισκέφτηκε το 1984 στην Αθήνα, με σκοπό να του ζητήσει να «σταυρώση» το χέρι της, όπου είχε πάθη κάταγμα, για να αποφυγή την επέμβαση, επικίνδυνη λόγω του διαβήτου της. Εκείνος δεν έδωσε σημασία στο θέμα της υγείας της, μόνο της ζήτησε τα ονόματα των αδελφών της συνοδείας της. Καθώς η Γερόντισσα τις κατονόμαζε, ο Γέρων Πορφύριος με το διορατικό του χάρισμα της ανέλυε την ψυχή της κάθε μιας μοναχής.

Τον χειμώνα του 1986 συνοδευομένη από την Γερόντισσα Φεβρωνία της Ιεράς Μονής Τίμιου Προδρόμου Σερρών και άλλες μοναχές, επισκέφτηκε το 'Ιερο Ησυχαστήριο του 'Αγιου Ίωάννου του Προδρόμου στην Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, για να πάρουν την ευχή του Γέροντος Παϊσίου.
Μόλις συναντήθηκαν, η Γερόντισσα Μακρίνα έβαλε στρωτή μετάνοια στον Γέροντα Παΐσιο και αμέσως και εκείνος έκανε το ίδιο. Ο Γέροντας δεν σηκωνόταν αν δεν προηγείτο η Γερόντισσα. Είχαν πνευματική επικοινωνία και ο καθένας αισθανόταν την πνευματική κατάσταση του άλλου. Η ταπεινοφροσύνη του Γέροντος Παϊσίου φάνηκε εξ άλλου και από τους λόγους, τους οποίους είπε λίγες στιγμές αργότερα αναφερόμενος στον Γέροντά μας, π. Έφραίμ: «Τι ήρθατε σε μένα, εσείς έχετε τον πρώτο λαχνό. Εγώ τι να σας πω; Εσείς έχετε τις νουθεσίες από τον Γέροντά σας».
Από το βιβλίο «Λόγια καρδιάς,Γερόντισσσα Μακρίνα Βλασσοπούλου.1921-1995»
 Εκδ.Ι.Μ.Παναγίας Οδηγητρίας Πορταριάς Βόλου 2013

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, επιστολή στο Νικόβουλο

Επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στο Νικόβουλο ο οποίος πήρε σύζυγό του την Αλυπιανή, ανιψιά του Γρηγορίου από την αδερφή του Γοργονία. Φαίνεται ότι σε κάποια προστριβή που παρουσιάστηκε στο ανδρόγυνο αναφέρεται η επιστολή. Γράφτηκε το 365 μ.Χ

Μου κατηγορείς την Αλυπιανή μου, επειδή τάχα είναι μικρόσωμη κι ανάξια για τα μεγαλεία σου, ω ψηλέ εσύ και γιγάντιε και πελώριε, στην εμφάνιση και στη δύναμη. Τώρα κατάλαβα ότι την ψυχή μπορεί να την μετρήσουμε κι ότι η αρετή ζυγίζεται, οι πέτρες είναι πολυτιμότερες από τα μαργαριτάρια και τα κοράκια ακριβότερα από τα αηδόνια.

Μπορείς λοιπόν εσύ να απολαμβάνεις το μέγεθος και τους πήχεις σου και να μην υστερείς σε τίποτα από εκείνους τους Αλωάδες(1). Καβαλικεύεις άλογο, τινάζεις κοντάρι κι ο νου σου είναι στα θηρία.

Ενώ αυτή δεν κάνει καμιά δουλειά, ούτε έχει πολλές δυνάμεις για να περνάει τη σαΐτα, να μεταχειρίζεται την ηλακάτη και να δουλεύει τον αργαλειό(2). Αυτό έχει δοθεί στις γυναίκες. Κι αν προσθέσεις και ετούτο ότι έχει καρφωθεί στη γη από τις προσευχές της, και είναι πάντα κοντά στο Θεό με τις μεγάλες εξάρσεις της ψυχής, τι το θέλεις εδώ το ύψος σου και τις διαστάσεις του σώματός σου; Πρόσεξε πως σωπαίνει την ώρα που πρέπει, άκουσέ την όταν μιλά, κοίταξε πόσο αδιαφορεί για τον καλλωπισμό της, πόσο στα γυναικεία μέτρα έχει σθένος ανδρικό, την ωφέλεια που προκαλεί στο σπίτι, την αγάπη στον άνδρα της. Και τότε θα πεις το λόγο του Λάκωνα, στα αλήθεια η ψυχή δεν έχει μέτρο και πρέπει ο έξω άνθρωπος να στρέφει το βλέμμα του προς τα μέσα.

Αν δεις το πράγμα από αυτή τη σκοπιά, θα παύσεις να παίζεις και να την περιπαίζεις σαν μικρή και θα μακαρίζεις τη συζυγία σου.

Άγιος Ιούλιος ο Πρεσβύτερος εξ Αιγίνης

Όπως αναφέρεται στο Συναξάρι του, ο Άγιος Ιούλιος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Αίγινα από εύπορους και ευσεβείς γονείς που τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα στην Αίγινα και στην συνέχεια σπούδασε στην Αθήνα, μαζί με τους Αγίους Βασίλειο  και Γρηγόριο . Αφού επανέκαμψε στην Αίγινα, αποφάσισε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, να μιμηθεί τον Απόστολο των εθνών Παύλο και να κηρύξει τον Χριστό. Έτσι οι δύο Άγιοι πήραν αποστολικές ράβδους και παρέδωσαν τον εαυτό τους στον Κύριο. Ο Επίσκοπος των Αθηνών χειροτόνησε τον Ιούλιο Πρεσβύτερο. Κοσμημένος με την χάρη της ιεροσύνης εξήλθε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και να βαπτίσει πολλούς Εθνικούς.

Στα τέλη του βίου του αναχώρησε στο Κούσιον της λίμνης Όρτα, όπου μετά από άσκηση και προσευχή κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 401 μ.Χ., σε ηλικία 71 ετών.

Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης

Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.

Μιλώντας κάποτε σ' αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.

Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.

Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.

Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.

Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.

Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Καλαμῶν θεῖος γόνος καὶ ἐγκαλλώπισμα, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἀξιοθαύμαστε, ἀνεδείχθης ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὃν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Αγία Τρυφαίνη

Η Αγία Τρυφαίνη καταγόταν από την Κύζικο και από ευσεβείς γονείς, τον συγκλητικό Αναστάσιο και την ενάρετη Σωκρατία που ήταν χριστιανή.

Η χριστιανική της ανατροφή και η γενναιότητά της φάνηκαν σ’ έναν διωγμό όπου για να ενδυναμώσει τους ασθενέστερους και λιπόψυχους ομολόγησε με παρρησία τη πίστη της στο Χριστό και το βέβαιο θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγεμόνας Καισάριος, εξοργίσθηκε και διέταξε να συλλάβουν την Αγία. Η διαταγή εκτελέσθηκε και άρχισαν τα βασανιστήρια. Πρώτα την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, η Αγία όμως διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και στην συνέχεια την κρέμασαν ψηλά και την άφησαν να πέσει πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα θηρία. Ένας άγριος ταύρος όρμησε και διαμέλισε το σώμα αυτής. Έτσι η Αγία έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.

Λένε ότι στον τόπο που χύθηκε το αίμα της, ανέβλυσε μία πηγή με καθαρό νερό. Από το νερό αυτό έπαιρναν και έπιναν οι γυναίκες που μετά τον τοκετό τους δεν είχαν γάλα. Έτσι, αμέσως, ο οργανισμός τους δημιουργούσε το γάλα που χρειάζονταν, για να θρέψουν τα νεογέννητα παιδιά τους.

Άγιοι Ουικτωρίνος, Ουίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίνος και Παπίας

Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σαραπίνου και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα.

Πιθανώς να είναι οι ίδιοι με αυτούς της 5ης Απριλίου.

Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.

Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.

Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.

Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.

Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.

Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.

Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.

Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Οι τρεις Ιεράρχες και η αίρεση

Οι τρεις “μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου θεότητος”, “τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου” και οι οικουμενικοί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής. Με φλόγα ψυχής, με ιερό και αμείωτο ενθουσιασμό εργάσθηκαν, με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου και την ψυχική καλλιέργεια των πιστών. Συγχρόνως με τα πύρινα κηρύγματά τους στηλίτευαν τις κοινωνικές αδικίες, την ασπλαχνία των πλουσίων και συνέβαλαν ουσιαστικά στην προστασία και ανακούφιση των αδυνάτων, των πτωχών και αναξιοπαθούντων συνανθρώπων. Μαζί με τα ιερά και λειτουργικά έργα τους φρόντιζαν και για την αντιμετώπιση των δυσκολιών και των προβλημάτων της καθημερινής ζωής των πιστών.

Μέλημα όμως και ενδιαφέρον ανύστακτο, μαζί με τις άλλες ιερές απασχολήσεις τους, είχαν και τη διατήρηση της πίστεως και την προφύλαξη των πιστών από παραχαράξεις της διδασκαλίας του θεόπνευστου Ευαγγελίου. Όπως φαίνεται από τα θαυμάσια συγγράμματά τους, συχνά μιλούσαν για τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, που με τη σατανική έμπνευσή τους επιχειρούσαν να αλλοιώσουν την Πίστη και να διαστρέψουν το περιεχόμενο του ιερού Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα την αιώνια καταστροφή των πιστών.

Εμπρός σ’ αυτόν τον κίνδυνο, που απειλούσε την Εκκλησία κατά την εποχή τους, όρθωσαν το πνευματικό τους ανάστημα και πολέμησαν τις αιρέσεις από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν αυτές.

Τα πνευματικά όμως βέλη τους δεν τα έστρεφαν εναντίον των ανθρώπων, αλλά της αιρέσεως που αυτοί δίδασκαν και διέδιδαν. Χαρακτηριστικά έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος: “Τω λόγω διώκω, ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αποστρέφομαι, αλλά την πλάνην μισώ και επισπάσασθαι βούλομαι” (ΕΠΕ 37, 296).

Δηλαδή: Χρησιμοποιώ ως άλλο όπλο τον λόγο και τον στρέφω όχι εναντίον των ανθρώπων, που είναι θύματα της αιρέσεως, αλλά εναντίον της αιρέσεως. Την αίρεση και πλάνη μισώ και με τον αγώνα μου ποθώ να αποσπάσω από τη διαβολική πλάνη τους ανθρώπους που έχουν παρασυρθεί.

Για τους καθοδηγούς όμως των αιρετικών δεν δίσταζαν να γράψουν και τους πιο βαρείς χαρακτηρισμούς, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να τους αντιληφθούν και να ξεφύγουν από τις πλεκτάνες τους. Έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει τους αιρετικούς “βαρείς λύκους… ληστάς και κλέπτας… αρπάζοντας αρπάγματα, ψυχάς κατεσθίοντας”. Σαν άλλοι σκληροί και άγριοι λύκοι, δηλαδή, και σαν ληστές και κλέφτες ορμούν εναντίον των πιστών, για να αρπάξουν τη λεία τους και να καταφάγουν τις ψυχές τους. Είναι “δεινοί θήρες… ημών μη φειδόμενοι”. Είναι τρομερά θηρία που δεν μας λυπούνται (ΕΠΕ 2, 156, 242).

Οι τρεις Ιεράρχες και η αίρεση

Πολύ εντυπωσιακά είναι τα όσα γράφει για τους δασκάλους των αιρετικών, τους βαμμένους αιρετικούς που μένουν πεισματικά στις κακοδοξίες τους, και ο Μέγας Βασίλειος.

“Ούτε Αιθίοψ αλλάξει ποτέ το δέρμα αυτού ούτε πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, ούτε ο εν διαστρόφοις δόγμασι συντραφείς αποτρίψασθαι δύναται το κακόν της αιρέσεως” (ΕΠΕ 2, 132).

Δηλαδή. Ούτε ένας Αιθίοπας μπορεί να αλλάξει το χρώμα του δέρματός του, ούτε μια λεοπάρδαλις τα πολύχρωμα στολίδια που υπάρχουν στο δέρμα της. Έτσι και αυτός που ανατράφηκε και ζυμώθηκε με τα διεστραμμένα δόγματα δεν μπορεί να καθαριστεί και να βγάλει από πάνω του το κακό της αιρέσεως. (Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι σαν να φωτογραφίζει μ’ αυτά ο Άγιος το πείσμα του πάπα της Ρώμης, που δεν αρνείται με κανένα τρόπο το επάρατο πρωτείο του και το αλάθητό του).

Αλλού ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η αίρεση είναι “ρίζα πικρά καρπόν ολέθριον αναδίδουσα” (ΕΠΕ 2, 14). Μοιάζει με πικρή ρίζα, που παράγει καταστρεπτικό, φαρμακερό καρπό.

Και τι συνιστούσαν οι μέγιστοι οικουμενικοί Διδάσκαλοι στους πιστούς ως πρέπουσα συμπεριφορά έναντι των αιρετικών; Μήπως να φέρονται με αβρότητα και να τους συναναστρέφονται άφοβα, όπως κάμνουν ορισμένοι σύγχρονοι Ορθόδοξοι; Όχι βέβαια! Αντίθετα, συμβούλευαν διακοπή κάθε σχέσεως. Ο ιερός Χρυσόστομος με τον χαρακτηριστικό του τρόπο έλεγε: “Φεύγε των τοιούτων τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δε αυτή τη σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται” (ΕΠΕ 30, 340). Απόφευγε, λέει ο θείος Χρυσόστομος, τις σχέσεις με τους αιρετικούς όπως και τα δηλητήρια. Οι αιρετικοί είναι χειρότεροι από τα δηλητήρια, διότι αυτά βλάπτουν το σώμα μόνο, ενώ αυτοί καταστρέφουν τη σωτηρία της ψυχής.

Και ο άγιος Γρηγόριος συμβούλευε: Αυτούς που έπεσαν θύματα της αιρέσεως “έως μεν αν ή δυνατόν προσλαμβανώμεθα και θεραπεύωμεν· ανιάτως δ’ έχοντας αποστρεφώμεθα, μη της νόσου μεταλάβωμεν πριν μεταδούναι της εαυτών υγείας” (ΕΠΕ 1, 268). Θα προσπαθήσουμε, δηλαδή, να βοηθήσουμε κάποιον, που παρασύρθηκε από αιρετικούς, να συνέλθει και να μετανοήσει. Όταν όμως κάποιοι αιρετικοί έγιναν και είναι ανίατα ασθενείς, να τους αποφεύγουμε. Διότι υπάρχει κίνδυνος, πριν προλάβουμε να τους θεραπεύσουμε και να τους μεταδώσουμε την υγεία μας, να κολλήσουμε εμείς την ασθένειά τους. (Ας τα ακούσουν οι σύγχρονοί μας οικουμενιστές που “κάθε λίγο και λιγάκι” έχουν συναντήσεις με τους αμετανόητους παπικούς, νομίζοντας ότι θα τους βοηθήσουν να συνέλθουν και να μετανοήσουν).

Ανάλογα συμβουλεύει και ο Μέγας Βασίλειος: Το να φροντίσουμε για τη μετάνοια των αιρετικών είναι καλή ενέργεια. Και είναι θεάρεστο να τους καλέσουμε και να μιλήσουμε “εις συνάφειαν” για να ενωθούν μαζί μας· “καν πείσωμεν, κοινώς αυτοίς ενωθήναι”, να ενωθούμε μαζί τους, αν τους πείσουμε να μετανοήσουν· “εάν δε αποτύχωμεν, αρκείσθαι ημάς αλλήλοις” να αρκεσθούμε στις σχέσεις μας μεταξύ μας οι πιστοί. Και συνεχίζει ο Άγιος στην ίδια επιστολή του προς τον Ευσέβιο, επίσκοπο Σαμοσάτων, γράφοντας συμπερασματικά: “Εάν μεν ουν πεισθώσιν σοι, ταύτα άριστον”. Εάν πεισθούν οι αιρετικοί στα λόγια σου, αυτό θα είναι επιτυχία, άριστη κατάληξη. “Ει δε μη, γνωρίσατε τους πολεμοποιούς”· διαφορετικά μάθετε ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν μάχες στην Εκκλησία, “και παύσασθε ημίν του λοιπού περί διαλόγων επιστέλλοντες”· και πάψτε στο εξής να μου στέλνετε επιστολές, ζητώντας να σας επιτρέψω διαλόγους και συμφιλίωση με τους αιρετικούς (ΕΠΕ 1, 274-276).

Απάντηση ξεκάθαρη, σαφέστατη. Χωρίς ίχνος συμβιβασμού με τους κακοδόξους.

Έτσι έβλεπαν την αίρεση οι κορυφαίοι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και έτσι αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς.

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ,

υπό Πανοσιολ. Αρχιμ. κ. Γρηγορίου Παπαθωμά, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πάλιν ημιν η ετήσιος μνήμη
Των του κόσμου φωστήρων εξέλαμψε
Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου
Και Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
Των πιστών τας καρδίας φωτίζουσα
Τοις υπέρ Χριστού διά Σταυρού αυτών αγωνίσμασι.

Με παρόμοια και ανάλογα λόγια,
Παναγιώτατε Δέσποτα και Σεπτή των Αρχιερέων Χορεία,
Εξοχώτατε κ. Υπουργέ,
Σεβαστοί πατέρες και Φιλέορτοι πάντες,
Αγαπητοί συνδιδάσκαλοι και Αγαπημένα μας παιδιά,

ονοματίζει σήμερα η Εκκλησία μας και τιμά τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών και Οικουμενικών Διδασκάλων. Στ' αλήθεια, γιατί τάχα οι τρεις αυτοί άγιοι να είναι τόσο σημαντικοί, ώστε να τους αποκαλούμε «Οικουμενικούς Διδασκάλους» και μάλιστα να διεκδικούν αυτοί την ιστορική αποκλειστικότητα ως προστάτες των Γραμμάτων και ολοκλήρου της Παιδείας; Η απάντηση θαρρώ πως είναι καθοριστική για την βαθύτερη και ουσιαστική κατανόηση του πολλαπλού μηνύματος της σημερινής εορτής. Και είναι ιδιαίτερα πολλαπλό το μήνυμα, γιατί φέρει μέσα του προοπτικές και ορίζοντες προσανατολισμού και βιοτής για μικρούς και μεγάλους, και ειδικότερα για όσους εμπλέκονται άμεσα στην επίπονη απόπειρα πραγματώσεως αυτής της Παιδείας, δηλ. τους εκπαιδευτικούς, τους ποιμένες, τους γονείς και τα παιδιά.

Πριν από όλα, το μυστικό της επιτυχίας του κολοσσιαίου έργου των Τριών Ιεραρχών ευρίσκεται στο γεγονός ότι επέτυχαν ένα τόλμημα που μέχρι τότε άλλοι δεν το αποτολμούσαν ή αποτύγχαναν. Και το τόλμημα συνίσταται στο ότι έφεραν σε αληθινή συνάντηση δύο κόσμους που μέχρι την εποχή τους ενυπήρχαν και συμπεριφέρονταν ως δύο κόσμοι διαμετρικά αντίθετοι: από τη μια μεριά του Ελληνισμού, που μεσουρανούσε από την αυγή ακόμα της αρχαιότητος, και από την άλλη του Χριστιανισμού, που μόλις τότε εξερχόταν από τους διωγμούς και τις γονικές κατακόμβες. Δεν εστάθηκαν όμως προκατειλημμένοι μπροστά στο γεγονός ότι οι θιασώτες και οι σαρκωτές των διωγμών κατά μυριάδων μαρτύρων ήταν φορείς του πνεύματος που ξεπηδούσε μέσα από τον Ελληνισμό της αρχαιότητος και της ειδωλολατρίας. Αντίθετα, ενέσκυψαν και θέλησαν να δουν βαθύτερα. Γιατί διαπίστωσαν με το οξύ πνεύμα που τους διέκρινε, πως μέσα και πίσω από την ανελέητη πολεμική των διωγμών κρύβονταν ασίγαστη η δίψα για την Αλήθεια και μια ακοίμητη λαχτάρα για την ζήση της. Γι' αυτό και τόλμησαν, προχώρησαν και νίκησαν. Εμελέτησαν σε βάθος και εμπεριστατωμένα την αρχαία φιλοσοφία και την αρχαιοελληνική κληρονομιά. Κάτοχοι οι ίδιοι της Ελληνικής παιδείας, εγνώριζαν από μέσα τις αδυναμίες του αρχέγονου Ελληνισμού, αλλά προ πάντων τις αναζητήσεις του. Και το εγχείρημα που επραγματοποίησαν ήταν να προσλάβουν και να βαπτίσουν τον Ελληνισμό στα νάματα του Χριστιανισμού. Και μέσα από εκείνη την κολυμβήθρα ξεπήδησε ένας καινούργιος κόσμος, του οποίου η ονομασία προδίδει τόσο την καταγωγή του όσο και τους δημιουργούς του, ή, ακριβέστερα, προέκυψε μια καινούρια σύνθεση – και επιτρέψτε μου τον όρο και τον νεολογισμό: η Εκκλησιακή Καθολικότητα και Ορθοδοξία, η Ορθοδοξία της Εκκλησίας. Αυτή είναι που στη συνέχεια μεγαλούργησε ως τρόπος υπάρξεως αλλά και ως τρόπος ζωής σε παγκόσμια κλίμακα και σε ολόκληρη την Οικουμένη. Οι Τρεις Ιεράρχες είναι εκείνοι που επέτυχαν οντολογικά η σύνθεση αυτή να είναι και Ορθοδοξία της ζωής και Ορθοδοξία της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, την Εκκλησιακή Ορθοδοξία την οφείλουμε στην Θεολογία τους και στην διδασκαλία τους. Εάν ερωτούσαμε όσους εμελέτησαν και όσους ενεβάθυναν στην διδακαλία τους, θα μας έλεγαν και ότι και οι τρεις έφθασαν στα απώτερα ύψη Θεολογίας και κανείς μεταγενέστερος δεν τους ξεπέρασε. Οι δύο πρώτοι, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, είναι οι δύο Καππαδόκες, που με τον άνωθεν φωτισμό διαφώτισαν και διασαφήνισαν σε κάθε της πτυχή την Τριαδικότητα του Θεού, και κανείς μετά από αυτούς δεν προσέθεσε κάτι καινούργιο. Το ίδιο ισχύει και με τον τρίτο άγιο των Τριών Ιεραρχών, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Κανείς μετά από αυτόν δεν τροποποίησε κάτι από την Θεία Λειτουργία του, ούτε αποπειράθηκε να φτιάξει κάποια άλλη. Αυτή η Θεία Λειτουργία που εκρυστάλλωσε ο Χρυσόστομος, παραμένει αξεπέραστη σε Ανατολή και Δύση, και φθάνει μέχρι τις ημέρες μας και μέχρι τους αιώνες, και είναι αυτή που μας χαρίζει τον αρραβώνα της Βασιλείας και μας εντάσσει ήδη και σωματικά σε αυτήν. Αυτά θα αποτελούσαν δύο από τα πάμπολλα παραδείγματα που θα μπορούσαμε ενδεικτικά να παραθέσουμε, και που συνιστούν αυτό που αποκάλεσα πιο πάνω: Εκκλησιακή Ορθοδοξία των Τριών Ιεραρχών.

Σήμερα όμως αυτή η Εκκλησιακή Καθολικότητα, η πατερική αυτή σύνθεση μετατράπηκε στους χώρους μας και στην παράδοσή μας σε ιδεολογία εθνική, σε ιδεολογία κρατική και στην πράξη σε ιδεολογία ατομικιστική ενώ είχαμε πανανθρώπινο χρέος να διατηρήσουμε ατόφια αυτήν την σύνθεση και αυτόν τον τρόπο υπάρξεως και ζωής μπροστά στα μάτια τόσων μυριάδων ανθρώπων και προ πάντων μπροστά στα μάτια της κάθε νέας γενιάς. Αν η Εκκλησιακή Ορθοδοξία γίνει ιδεολογία, όσο και αν αυτή αποτελεί συνεκτικό κρίκο μιας ομάδος ανθρώπων, δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι για πολύ και δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει καθολικό τρόπο ζωής. Να γιατί σήμερα, ενώ υποτίθεται ότι όλοι μας εμφορούμαστε από την ίδια στάση ζωής απέναντι στην Εκκλησία και την Ορθοδοξία της, δεν μπορούν αυτά τα δύο να μας ενώσουν, να μας συνδέσουν, να μας κάνουν ένα σώμα, μια ψυχή, έναν λαό, και να συνεχίσουμε έτσι το εκκλησιαστικό γίγνεσθαι που οι Πατέρες μας εκληροδότησαν σε εμάς. Αλλά αναλωνόμαστε σε προσωπικές ή ομαδικές διαμάχες ιδεολογικής καθαρά υφής με αποτέλεσμα τόσο η Εκκλησία όσο και η Ορθοδοξία της να μετατρέπονται σε ουτοπία και σε ζωή απηρχαιωμένη. Να γιατί σήμερα επίσης, ενώ όλοι μας απευθυνόμαστε προς τα έξω και προς τρίτους αγωνιζόμενοι ειλικρινά να φανερώσουμε στον κόσμο τους δύο αυτούς ταυτόσωμους σηματοδότες της πανανθρώπινης ζωής, οι άνθρωποι εύκολα τα απορρίπτουν ως ανεδαφικά, ως ουτοπία, ως μη έχοντα κανένα, μα κανένα μήνυμα για την σύγχρονη ζωή.

Πρώτοι εμείς, λοιπόν, αλλοτριώσαμε το μεγαλείο της κληρονομιάς των Πατέρων μας, των Τριών Ιεραρχών, που εορτάζουμε σήμερα, γιατί αλλοιώσαμε το περιεχόμενο του τρόπου ζωής που αυτοί εσμίλεψαν πνευματικά και πολιτισμικά και έθρεψαν τόσες και τόσες γενιές, αλλά και τόσους «λαούς, φυλές κα γλώσσες, με τα μεγαλεία του Θεού» . Και αυτή η αλλοτρίωση είχε μια διπλή συνέπεια: ούτε οι άλλοι να ζουν στην πνοή ενός νέου – εν Χριστώ – οντολογικού τρόπου ζωής, ούτε και εμείς να μένουμε ικανοποιημένοι, με αποτέλεσμα να αναζητούμε τους άλλους τρόπους ζωής που δεν ταιριάζουν ούτε στην κληρονομιά μας, ούτε στις αναζητήσεις μας. Εάν για παράδειγμα λάβουμε υπ' όψιν μας τα τεκταινόμενα τελευταίως στο ελλαδικό γίγνεσθαι, στο αναλογικά πρόσφατο αυτό κρατικό σχήμα του υπερτρισχιλιετούς Ελληνισμού, θα δούμε ότι μας δέρνει και μας ταλαιπωρεί ένας ανίατος μιμητισμός σε όλο το φάσμα της ζωής, γιατί εγκαταλείψαμε την δημιουργική πολιτισμική κληρονομιά των Πατέρων μας και το πρωτοπόρο τους γίγνεσθαι και δημιουργείν, και προσδεθήκαμε στο άρμα αλλά και στη συνεχή αναζήτηση ξένων οντολογικών προτύπων. Οι Τρεις αυτοί Άγιοι μας ανέδειξαν πρωτοπόρους, και σήμερα εμείς εφθάσαμε να είμαστε αποπροσανατολισμένοι και ουραγοί. Γι' αυτό και το μήνυμα της εορτής των Τριών Ιεραρχών είναι επίκαιρο, αφυπνιστικό, προσανατολιστικό και αλάνθαστος ενδείκτης της πορείας μας.

Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν πρωτίστως οι στυλοβάτες της Εκκλησιακής Ορθοδοξίας, η οποία Εκκλησιακή Ορθοδοξία, ας το επαναλάβουμε ακόμα μία φορά, δεν έχει καμία σχέση με εθνικισμούς και κρατισμούς που υποδουλώνουν το πνεύμα σε ενδοκοσμικές σκοπιμότητες. Είναι κατηγορία πνευματική, οντολογική, πολιτισμική και εσχατολογική. Αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. Δεν γνωρίζει φύλα, φυλές, χρώματα, θρησκευτικές ομολογίες («ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ» ). Γι' αυτό και έγκριτα η Ιστορία τους προσέφερε με παρρησία την εύστοχη ονομασία «Οικουμενικοί Διδάσκαλοι» και «Πόλου νοητού αστέρες σελασφόροι». Γιατί εχάρισαν στον κόσμο όχι μόνον το «ευ ζην», αλλά γιατί άνοιξαν κυρίως τον δρόμο του «εσχατολογικώς ευ ζην». Και αυτής της κληρονομιάς είμαστε κληρονόμοι. Μιας κληρονομιάς που δεν συγκρίνεται με τα πλούτη, με εξουσίες κα με όλα τα μεγαλεία του κόσμου. Να γιατί – και μόνον έτσι εξηγείται γιατί – όλοι οι μάρτυρες και όλοι οι άγιοι, που προβάλλει η Εκκλησία μας καθημερινά μέσα στο χρόνο ως πρότυπα και οδηγούς στη ζωή μας, έδιναν τα πάντα και στο τέλος την ζωή τους την ίδια, για να γίνουν μέτοχοι και κοινωνοί αυτού του μεγαλείου που ανθρώπινες λέξεις και ανθρώπινες γλώσσες αδυνατούν να περιγράψουν και να ορίσουν.

Αλλά οι Τρεις Ιεράρχες δεν εστάθηκαν σε θεωρητικά κατασκευάσματα, προχώρησαν κατ' αρχήν βαθύτερα. Πριν απ' όλα καθόρισαν την σχέση που μπορεί να διέπει τον δάσκαλο με τον μαθητή, μία πρακτική και μία διάσταση Παιδείας, που σήμερα δυστυχώς έχουν ατονίσει αρκετά. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πει χαρακτηριστικά: «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν, ως το φιλείν και το φιλείσθαι» . «Τίποτε καλύτερο δεν διέπει την διδασκαλία παρά μόνο η αγάπη, δηλ. να αγαπά ο δάσκαλος και να αγαπάται από τον μαθητή». Δεν βλέπει άλλο κίνητρο διδασκαλίας ο Χρυσόστομος παρά μόνον την αγάπη για το παιδί. Να που βρίσκεται η ιδιαιτερότητα του διδάσκοντα. Πρώτος ο διδάσκαλος αγαπά και αυτή η αγάπη του εστιάζεται στο να χειραγωγήσει το παιδί από την φυσική αμάθεια σε πλατείς ορίζοντες όχι μόνον γνώσεως αλλά και τρόπου ζωής. Και ο τρόπος ζωής στον οποίο θα εθίσει ο διδάσκων το παιδί δεν είναι άλλος παρά η αγάπη! Και όταν μάθουν τα παιδιά μας να αγαπούν, θα ξέρουν τότε και τις αποκτηθείσες γνώσεις να αξιοποιήσουν σωστά, και να ζήσουν ρεαλιστικά και αρμονικά στο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Συχνά πιστεύουμε πως ο διδάσκων μιλά από θέση υπεροχής και αυθεντίας. Οι Τρεις Ιεράρχες προτείνουν μίαν άλλη θέση, αυτήν της καρδιάς του παιδιού! Το παιδί αντιλαμβάνεται πολύ εύκολα την αγάπη του δασκάλου, όταν αυτός μπορεί να αγαπά, και τότε τον τοποθετεί μες στην καρδιά του, χωρίς να μπορεί να κρύψει την αγάπη του γι' αυτόν. Η αποδοχή του διδάσκοντα σημαίνει αυτόματα και αποδοχή αυτών που επαγγέλλεται. Γι' αυτό και η αγάπη προηγείται πάντοτε της παροχής των οποιωνδήποτε γνώσεων. Όσοι διδάσκοντες εξεκίνησαν αντίστροφα, ή δεν κατάφεραν να αγαπήσουν το παιδί ή απέτυχαν οικτρά στην εκπαιδευτική τους απόπειρα. Δεν υπάρχει ίσως ωραιότερη στιγμή για τον εκπαιδευτικό από αυτήν που θα νιώσει ότι η παιδαγωγική του σπορά είχε καρπούς γνώσεων αλλά και αγάπης. Όταν θα νοιώσει τους μαθητές του να τον αγαπούν. Και τα παιδιά ξέρουν να αγαπούν. Ίσως και τότε να είναι η στιγμή της συνειδητοποιήσεως για τον διδάσκοντα πως το παιδί, το κάθε παιδί, γίνεται μέρος του εαυτού του, νους εκ του νοός του και καρδία εκ της καρδίας του, μέρος της υπάρξεως του. Έτσι, λοιπόν, η σχέση που διέπει διδάσκοντες και μαθητές είναι σχέση αγαπητική, σχέση προσωπική και σχέση αμοιβαιότητος. «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν, ως το φιλείν και φιλείσθαι» .

Οι Τρεις Ιεράρχες πληθωρικά απευθύνουν μηνύματα και παραινέσεις και προς τους γονείς. Γονείς, λένε, μην ξεχνάτε πως τα παιδιά σας είναι πρόσωπα, ως εικόνες του Τριαδικού Θεού, τρυφερές υπάρξεις και ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Κάθε ενέργειά σας έχει βαθύ αντίκτυπο στην ευαίσθητη ύπαρξη τους. Πάνω από όλα όμως τα παιδιά προσβλέπουν προς τους μεγάλους, γονείς αλλά και διδάσκοντες, και η συμπεριφορά των μεγάλων είναι αυτή που καθορίζει το ήθος και την ψυχική διάπλαση, την διαμόρφωση οντολογικού φρονήματος αλλά και την μετέπειτα συμπεριφορά τους. Για να νοιώσουμε καλύτερα την βαρύτητα αυτών των λόγων, θα ήθελα να παραθέσω την χαρακτηριστική φράση του Γρηγορίου, όντας αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, για τον αδελφικό του φίλο τον Βασίλειο, σχολιάζοντας την μεγάλη αποδοχή που είχαν τα λόγια του, από τον λαό της Καππαδοκίας, αλλά και ολοκλήρου της Οικουμένης: «Βροντή σείο λόγος, αστεροπή δε βίος» . «είναι ο λόγος σου βροντή, γιατί η ζωή σου είναι αστραπή».

Έτσι, λοιπόν, και εμείς, αγαπητοί γονείς και αγαπητοί διδάσκαλοι, για να είναι ο λόγος μας βροντή και να ακούγεται από τα παιδιά μας, χρειάζεται η ζωή μας να είναι αστραπή, κρυστάλλινη, δυναμική και διάφανη. Απατώνται όσοι πιστεύουν ίσως ότι τα παιδιά μας ακούν μόνο τα λόγια μας και αγνοούν ή αδιαφορούν για το ήθος μας. Ο ιερός άμβων θέλει στο σημείο αυτό να καταθέσει ενώπιον Σας την εμπειρία του ως εκπαιδευτικού. Η βιοτή μας είναι αυτή που γίνεται κομιστής των λόγων μας μπροστά στα γεμάτα αναζήτηση μάτια των παιδιών και τον ανέγγιχτο ψυχικό τους κόσμο. Αυτή βεβαιώνει την αληθινότητά τους. Χωρίς βιοτή παιδαγωγική ενδεδειγμένη, το εκπαιδευτικό μας έργο δεν έχει κύρος μπροστά στα μάτια των παιδιών. Οι Τρεις Ιεράρχες εδώ δανείζονται έναν πολύ μικρό λόγο του Χριστού, όταν Εκείνος απέστειλε τους μαθητές Του να διδάξουν (σ)τον κόσμο, ο οποίος λέει λακωνικά: «του ποιήσαι και διδάξαι» . Να το θεμέλιο της διδαχής και της διδασκαλίας. Πρώτα θα ποιήσει ο διδάσκων και μετά θα διδάξει. Πρώτα θα ποιήσει ο γονιός και ύστερα το παιδί θα ακολουθήσει το παράδειγμά του. Πώς θα περίμενε κανείς να ενεργήσει θετικά το παιδί, όταν το παράδειγμα των μεγάλων που το χειραγωγούν, γονιών ή εκπαιδευτικών, είναι αρνητικό; Πώς το παιδί θα διάγει εν ειρήνη, όταν οι μεγάλοι με την αρνητική τους συμπεριφορά του διαταράσσουν τον αρμονικό του κόσμο; Πώς το παιδί θα αποδώσει δικαιοσύνη, όταν βλέπει τους μεγάλους τριγύρω του να αδικούν κατάφωρα, ασύστολα, σε βάρος των άλλων; Πώς τα παιδιά μας θα ασχοληθούν με τα μεγάλα και υψηλά, όταν βλέπουν τους μεγάλους να αναλώνονται σε μικρότητες και ανούσιος διαξιφισμούς; Πώς, τέλος, το παιδί θα καλλιεργήσει ενότητα και συνεργασία, όταν βλέπει τους μεγάλους να φατριάζουν, να διχάζονται, να υποβλέπει και να υποσκάπτει ο ένας τον άλλον, χωρίς να ομονοούν; «Βροντή σείο λόγος, αστεροπή δε βίος» .

Θεωρώντας ότι αναμεταδίδω τον απόηχο της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών με ένα σχήμα, θα μπορούσα να πω πως την κάθε χώρα στον κόσμο, δυο παράγοντες, δυο φορείς την κυβερνούν: οι πολιτικοί άρχοντες και οι διδάσκοντες εκπαιδευτικοί, αλλά με μία ...μικρή διαφορά: οι πολιτικοί άρχοντες κυβερνούν την κάθε χώρα του σήμερα, μα οι διδάσκοντες εκπαιδευτικοί την κάθε χώρα του αύριο. Όντας, λοιπόν, «κυβερνήτες» της νέας γενιάς που ανατέλλει στο νέο παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό ορίζοντα, καλούμαστε όλοι μας, να χαράξουμε πορεία, μέσα από την οποία θα περάσει το ιστορικό γίγνεσθαι του αύριο. Η δική μας στάση και οι δικές μας επιλογές θα είναι αυτά που θα εγκαλέσουν την μνήμη ή την λήθη της Ιστορίας. Οι Τρεις Ιεράρχες μας κληροδότησαν παράδειγμα: υπήρξαν Οικουμενικοί Διδάσκαλοι!...

Τέλος, σε εσάς, αγαπημένα μας Παιδιά, θα ήθελα να απευθύνω τον τελευταίο λόγο. Αν με ερωτούσατε τι τάχα θα είχα να σας προτείνω ως σηματοδότη στην προσωπική σας πορεία, θα σας απαντούσα ανεπιφύλακτα: τους τρεις Ιεράρχες!... Σας βεβαιώνω πως έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που επίμονα αναζητά ένα παιδί, ένας έφηβος, ένας νέος, και θα εκπληρώσουν απόλυτα τις αυγινές σας προσδοκίες. Σας καλώ να κάμετε κάτι που θέλω να πιστεύω ότι θα είναι σταθμός στην ζωή σας.

Βρισκόμαστε στο χώρο της Μητέρας μας Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Είναι αυτό που επί αιώνες ολόκληρους κράτησε άσβεστη τη δάδα της Παιδείας των Τριών Ιεραρχών. Είναι επίσης ο χώρος που συστήθηκε ιστορικά το Πανδιδακτήριο, το πρώτο Πανεπιστήμιο συνόλου του κόσμου, εκείνο της Μαγναύρας, ως απότοκο του Πνεύματος και της Παιδείας των Τριών Ιεραρχών. Το Πατριαρχείο μας αποδείχτηκε πρότυπο της καλλιέργειας των Γραμμάτων και της διαχρονικής Παιδείας, αναδεικνύοντας μεγάλους διδασκάλους, που υπηρέτησαν την Εκκλησία και το Γένος. Το ίδιο και σήμερα, στην ίδια προοπτική, διακρίνεται αυτό σε ολάκερη την Οικουμένη. Η Μητέρα αυτή Εκκλησία ιστορικά, και ελεύθερη αλλά και Σταυρωμένη, καλλιέργησε με συνέπεια τα Γράμματα και την Παιδεία. Και εσείς έχετε το ιστορικό προνόμιο να ζείτε, να σπουδάζετε και να κινείσθε στους κόλπους της. Να επιδοθείτε στις σπουδές σας συνολικά. Να μελετήσετε τους Πατέρες, να τους καταστήσετε σηματοδότες στην πορεία σας. Με οδηγό, αρωγό κα συνοδοιπόρο τον άρχοντα των Πατέρων του Πατριαρχείου μας, τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη, να πορευθείτε στη ζωή σας. Η Μητέρα Εκκλησία έχει φροντίσει, ώστε η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή να είναι ένα πρότυπο. Μαζί με τη Φυσική, τα Μαθηματικά, τη Φιλοσοφία, τα οποία ήταν τα θεμελιώδη μελετήματα των Αρχαίων Ελλήνων, η Σχολή αυτή και τα άλλα Ιστορικά Σχολεία της Πόλεως, το Ζάππειο και το Ζωγράφειο, τα οποία απέδωσαν και συνεχίζουν αταλάντευτα να αποδίδουν καρπούς, καλλιεργούν και τις νέες επιστήμες που προέκυψαν στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητος, όπως ακριβώς θα το ήθελαν οι Τρεις Ιεράρχες. Έτσι, θα αποδειχτείτε αληθινοί Ρωμιοί, διάδοχοι και συνεχιστές των Αγίων που τιμούμε σήμερα, εσείς, η ελπίδα και το καμάρι της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, της Μεγάλης Μάνας μας, η απαντοχή του Γένους και της πονεμένης Ρωμιοσύνης.

Εσείς, παιδιά μας αγαπημένα, που αποτελείται την παρηγοριά του σήμερα και την ελπίδα του αύριο, δώστε εσείς την βεβαιότητα της νιότης, του «άμες δε γ' εσόμεθα πολλώ κάρονες» του αρχαίου χορού των Σπαρτιατών, που στην απλή γλώσσα μεταφράζεται «εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας», στηριγμένοι στο αρχέτυπο Παιδείας και στην οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών. Πάρτε πυξίδα και προχωρείτε θαρρετά. Οι Τρεις Ιεράρχες είναι η πυξίδα σας, αυτοί είναι τα «πυξία του Πνεύματος» . Και να είστε σίγουροι πως θα γίνετε σηματοδότες, σηματοδότες ζωής, σηματοδότες πολιτισμού, σηματοδότες του νέου Ευρωπαϊκού και παγκοσμιοποιημένου οικουμενικού πολιτισμού, και πάνω απ' όλα, σηματοδότες της αενάου Εκκλησιακής Ορθοδοξίας.

Άγιος Πέτρος Βασιλέας των Βουλγάρων

Ο Άγιος Πέτρος ήταν τσάρος της Βουλγαρίας (927 - 967 μ.Χ.) και υιός του βασιλέως Συμεών. Είχε νυμφευθεί την εγγονή του βασιλέως Ρωμανού Λεκαπηνού (920 - 944 μ.Χ.), Μαρία, η οποία μετονομάσθηκε σε Ειρήνη, λόγω της ειρήνης που επικράτησε μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων.

Ο Άγιος αγωνίσθηκε εναντίον της αιρέσεως των Βογομίλων ακολουθώντας τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας . Μετά από έναν ανεπιτυχή πόλεμο με την Ουγγαρία και τη Ρωσία, κοιμήθηκε το έτος 967 μ.Χ.

Οσία Πελαγία του Ντιβέεβο

Η Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1809 μ.Χ. στο Αρζαμά της Ρωσίας. Οι γονείς της, Ιβάν Ιβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και η μητέρα της Παρασκευή Ιβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ο Ιβάν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Η τελευταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο - μια συμπεριφορά που ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναίκας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα η όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. Έβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως η ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο που τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια.

Μεγαλώνοντας η Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Η Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, που την καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου. Η εποχή όμως δεν προσφερόταν για ανταρσία. Έτσι στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε το Σεργκέι Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ. Ο γάμος έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Αρζαμά, στις 23 Μαΐου 1828 μ.Χ. Ο νεαρός σύζυγος της θέλοντας να την βοηθήσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, την πήρε μαζί με τη μητέρα της στον Άγιο Σεραφείμ (βλέπε 2 Ιανουαρίου) στο ερημητήριό του στο Σαρώφ. Ο Άγιος, αφού τους καλωσόρισε, τους έστειλε στο αρχονταρίκι κρατώντας την Πελαγία κοντά του για συνομιλία. Αργότερα όταν ο Σεργκέι με την πεθερά του πήγαν ξανά στο κελί να δουν γιατί αργοπορεί η Πελαγία, βρήκαν τον Άγιο Σεραφείμ να κάνει μια εδαφιαία μετάνοια στην Οσία και να της δίνει ένα κομποσχοίνι, αποκαλώντας την Ματιούσκα. Ο Ιβάν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης του Αγίου Σεραφείμ, που ήταν παρών, ανέφερε ότι όταν η Πελαγία έφυγε, τον πλησίασε ο Άγιος και του είπε ότι η γυναίκα αυτή θα γινόταν ένα αστέρι που θα φώτιζε όλη τη Ρωσία.

Η αλλόκοτη συμπεριφορά της εξόργιζε τον άντρα της. Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες, κοιμόνταν σε φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς, γυρνούσε ημίγυμνη στους δρόμους. Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις. Τα παιδιά του πατριού της τη μισούσαν και ο ίδιος ο Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ την έδερνε. Η μικρότερη του κόρη τη φθονούσε ιδιαίτερα και έβαλε κάποιο καλό σκοπευτή να τη σκοτώσει την ώρα που η όσια γυρνώντας στην πόλη έκανε τις «παλαβομάρες» της. Αστοχώντας όμως άκουσε την Πελαγία να του λέει ότι αντί αυτήν πυροβόλησε τον εαυτό του. Η προφητεία αύτη επαληθεύτηκε μετά από λίγο καιρό. Ο σκοπευτής αυτοκτόνησε με πυροβολισμό.

Μετά από όλα αυτά η μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφείμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ο γέροντας αφού άκουσε προσεχτικά όσα η πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. Όλες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν ολονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους όπου ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια. Το 1837 μ.Χ., όταν κοιμήθηκε ο όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο η γερόντισσα Ιουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, που διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Έτσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι η Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρήστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».

Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν, άλλες τη φοβούνταν, άλλες την κορόιδευαν, μερικές μάλιστα την χτυπούσαν.

Απ' όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα. Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ. Π. Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει. Έσβησε από μακριά μια φωτιά, ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε. Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β’ για τον οποίον έκλαιγε και προσεύχονταν ασταμάτητα. Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της, αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη. Τρέφονταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο έφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.

Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 1884 μ.Χ. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, η Πελαγία Ιβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και η πολύταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα που η ίδια αρεσκόταν να φορά. Μια άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.

Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ. Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.

Ανάμνησις ευρέσεως εν Τήνω της ιεράς εικόνος της Ευαγγελιστρίας

Κατά το έτος 1821 μ.Χ., η Θεοτόκος είχε χαρίσει την πρώτη φανέρωση της θέλησής Της με την εμφάνισή της στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, του μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη καθοδηγώντας τον να πάει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, να σκάψει και να βρει το εικόνισμά της. Η προσπάθεια όμως έμεινε άκαρπη και γρήγορα ήρθε η απογοήτευση και εγκαταλείφθηκε.

Δύο χρόνια αργότερα η Μοναχή Πελαγία  για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες (Κυριακή 9, 16 και 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ.), έβλεπε στον ύπνο της την Παναγία να της ζητά να οργανώσει ανασκαφές για να ξεθάψουν και να ανακαινίσουν τον Ναό Της που είναι θαμμένος στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά, στη Χώρα. Η Μοναχή συνοδεία της Ηγουμένης της Μονής ειδοποιεί τον Μητροπολίτη της Τήνου Γαβριήλ, ο οποίος προσκαλεί τους τοπικούς παράγοντες και το λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους να συνδράμουν, για το σκοπό αυτό, όπως ο καθένας μπορούσε.

Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν τα ερείπια παλαιού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας γεγονός που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος.

Οι εργασίες επαναλαμβάνονται με περισσότερη οργάνωση και πείσμα και στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ. η αξίνα του Δημ. Βλάσση, εθελοντή εργάτη από το χωριό Φαλατάδος, προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα του Ευαγγελισμού χωρίζοντας το στα δύο μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου.

Το Έθιμο «Φαναράκια»

Αστραπιαία η είδηση έφθασε σε κάθε σημείο του νησιού και αμέσως όλοι οι Τήνιοι παράτησαν κάθε ασχολία και κατευθύνθηκαν στην Χώρα να δουν και να προσκυνήσουν την εικόνα. Επειδή δε θα τους προλάβαινε η νύχτα στο δρόμο, όλοι πήραν μαζί τους και από ένα λαδοφάναρο.

Έτσι εκείνη τη νύχτα όλες οι στράτες και τα μονοπάτια του νησιού γέμισαν φώτα καθώς στη σειρά μέσα στο σκοτάδι – σε τριάντα χιλιάδες υπολογίζονται οι κάτοικοι της Τήνου μαζί με τους πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά εκείνα τα χρόνια - κατέβαιναν οι Τήνιοι από τα χωριά και τις εξοχές στη Χώρα, η οποία σημειωτέον είχε εγκαταλειφθεί λόγω επιδημίας.

Το γεγονός της πάμφωτης νύχτας αποτυπώθηκε βαθειά στη μνήμη των Τηνίων και έκτοτε, μαζί με τον εορτασμό της ευρέσεως της εικόνας και τις λαμπρές εκδηλώσεις της εκκλησίας καθιερώθηκε να εορτάζεται και με λαμπαδηφορία όπου συμμετέχουν όλοι οι Τήνιοι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαρὰν μεγάλην, καὶ πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Πληθὺς ἡ τῶν Τηνίων ἐν ᾠδαῖς, εὐφημήσωμεν, ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου Προστάτιδα· πηγὴ γὰρ ἰαμάτων ἐν ἡμῖν, ἡ πάνσεπτος ἀνεύρηται Εἰκὼν τῆς Ἀχράντου Θεοτόκου, δι όπερ ἃπαντες ταύτη ἀναβοήσωμεν, χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς. χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ ρυσαμένη τῆς κατάρας τὸ ἀνθρώπινον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴν θαυμαστήν σου καὶ ἁγίαν Εἰκόνα, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τὴν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς· χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες Τὰς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας. Ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον Καὶ παρέχεις καθ’ ἑκάστην τὰ ἰάματα Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τὴν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τὴν προστασίαν σου.

Άγιος Θεόφιλος ο Νέος

Ο Άγιος Θεόφιλος έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780 - 795 μ.Χ.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έγινε στρατηγός και τοποθετήθηκε στο «θέμα» των Κιβυραιωτών με έδρα την Κιβύρα της Μικράς Ασίας.

Σε μια ναυμαχία με τους Σαρακηνούς κοντά στην Κύπρο περί το 800 μ.Χ., οι δύο άλλοι στρατηγοί που τον συνόδευαν, επειδή τον φθονούσαν, τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους εχθρούς αιχμάλωτος. Τον μετέφεραν στα μέρη τους και τον έκλεισαν στη φυλακή. Κατόπιν τον έβγαλαν και με κολακείες και απειλές τον παρακινούσαν ν' αρνηθεί τον Χριστό. Επειδή όμως ο Θεόφιλος αρνήθηκε σταθερά να εγκαταλείψει την πίστη του, τον αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα, ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Θαλάσσης νοητῆς, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάισμα.

Άγιος Κενσουρίνος

Ο Άγιος Κενσουρίνος μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.).

Κατείχε το αξίωμα του μαγίστρου και του πρώτου της συγκλήτου. Μετά από διαβολές, συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή. Παρά τα βασανιστήρια εκείνος ομολογούσε με επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Άγιος Κενσουρίνος στη φυλακή, είκοσι στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό και αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Άγιο.

Άγιος Ιππολύτος Πάπας Ρώμης

Πάπας Ρώμης με το όνομα Ιππόλυτος ουδέποτε υπήρξε. Ισως ο Ιππόλυτος αυτός να ήταν τοποτηρητής του θρόνου προ της άναρρήσεως, στον θρόνο, του Φήλικος. Μαρτύρησε πάντως επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.) αφού τον έριξαν στη θάλασσα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Αγία Χρυσή

Η Αγία Μάρτυς Χρυσή καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, και μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου (περί το 269 μ.Χ.).

Όταν συνελήφθη απ' τους ειδωλολάτρες, στην αρχή άνοιξαν τις πλευρές της και έκαψαν τις πληγές της με αναμμένες λαμπάδες. Έπειτα έσπασαν με πέτρες τα σαγόνια της, και με μολύβδινα σφαιρίδια τη ράχη της. Αλλά αυτή, αν και κατατραυματισμένη και ενώ πέθαινε, ομολογούσε την πίστη της. Η δε θηριωδία των φονέων της ήταν τέτοια, που αφού έθεσαν στο λαιμό της μεγάλη πέτρα, την έριξαν στον βυθό της θάλασσας. Αλλά τί κι αν το σώμα της εξαφανίστηκε απ' τα νερά, η μνήμη της παρέμεινε αιώνια και αθάνατη, περισσότερο χρυσή από το λαμπρότατο όνομα της.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής ο Μυτιληναίος

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.

Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.

Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.

Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.

Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.

Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.

Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη  και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:

Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο , χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο  και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο , θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».

Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού».

Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.

Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.

Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.

Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Από κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγει… (Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης)

Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι, ενώ πίστευαν, έχασαν την πίστη τους;
Αν δεν προσέχει κανείς στα θέματα της πίστεως και της λατρείας, σιγά-σιγά ξεχνιέται και μπορεί να γίνει αναίσθητος, να φθάσει σε σημείο να μην πιστεύει τίποτε.
Μερικοί, Γέροντα, λένε ότι η πίστη τους κλονίζεται, όταν βλέπουν να υποφέρουν καλοί άνθρωποι.
Ακόμη κι αν κάψει ο Θεός όλους τους καλούς, δεν πρέπει να βάλει κανείς αριστερό λογισμό, αλλά να σκαφθεί πως ο Θεός ότι κάνει, από αγάπη το κάνει. Ξέρει ο Θεός πως εργάζεται.
Για να επιτρέψει να συμβεί κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγει.
Γέροντα, σήμερα ακόμη και τα πιστά παιδιά αμφιταλαντεύονται, γιατί στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν την αθεΐα.
Γιατί να αμφιταλαντεύονται; Η Αγία Αικατερίνη δεκαεννιά χρονών ήταν και διακόσιους φιλοσόφους τους αποστόμωσε με την κατά Θεόν γνώση και την σοφία της. Ακόμη και οι Προτεστάντες την έχουν προστάτιδα της επιστήμης.
Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δεν χωράνε υποχωρήσεις... πρέπει να είναι κανείς αμετακίνητος, σταθερός.
Γέροντα, παλιά προσευχόμουν με πίστη στον Θεό και ο,τι ζητούσα μου το έκανε. Τώρα δεν έχω αυτήν την πίστη. Που οφείλεται αυτό;
Στην κοσμική λογική που έχεις. Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθείτε, πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», είπε ο Κύριος. Όλη η βάση εκεί είναι. Στην πνευματική ζωή κινούμαστε στο θαύμα. Εάν συν δύο δεν κάνει πάντα τρία κάνει και πέντε χιλιάδες και ένα εκατομμύριο!
Χρειάζεται καλή διάθεση και φιλότιμο. Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν έχη καλή διάθεση, τίποτε δεν καταλαβαίνει. Να, και για την Σταύρωση του Χριστού, τόσες λεπτομέρειες είχαν πει οι Προφήτες- μέχρι και τι θα κάνουν τα ιμάτιά Του, τι θα κάνουν τα χρήματα της προδοσίας, ότι θα αγοράσουν μ’ αυτά τον αγρό του Κεραμέως, για να θάβουν τους ξένους-, αλλά, οι Εβραίοι πάλι δεν καταλάβαιναν. «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι»…


Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε  ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής: "Αγοράζεις τον Παράδεισο"

Η μετάνοια πρέπει να γίνεται όχι για τον φόβο της τιμωρίας αλλά διότι αμαρτήσαμε προς τον Θεό. Γλύκανε τη σκέψη σου με λογισμούς παραμυθίας και ελπίδας, τα λόγια σου πύρωσέ τα με τη θέρμη της αγάπης στον Νυμφίο σου. Θυμήσου τα δικά Του παθήματα τα οποία υπέστη για σένα για να μείνεις σταθερός, αφοσιωμένος και ταπεινός. Με ένα καλό λόγο για τον πλησίον σου, υπερασπίζοντάς τον, αγοράζεις τον Παράδεισο.
Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής

Όσιος Λαυρέντιος εκ Κιέβου

Ο Όσιος Λαυρέντιος γεννήθηκε στη Ρωσία και εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Δημητρίου. Αργότερα μόνασε στη Λαύρα του Κιέβου. Στον ασκητικό του βίο ακολούθησε και τον οσιακό τρόπο βίου των ασκητών Ισαάκ και Νικήτα. Το 1182 μ.Χ. ο Θεός τον αξίωσε να γίνει Επίσκοπος της πόλεως του Τουρώφ της περιοχής Μινσκ. Έτσι ασκητικά ζούσε και ως ποιμένας στην επαρχία του.

Ό Όσιος Λαυρέντιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1194 μ.Χ.

Άγιος Gildas ο σοφός

Ο Άγιος Gildas (Γκίλντας) γεννήθηκε περί το 500 μ.Χ. στην Ουαλία και μαθήτευσε κοντά στον Άγιο Iltud .

Ακολούθησε κατ’ αρχήν τον έγγαμο βίο και όταν πέθανε η σύζυγός του έγινε μοναχός. Ήταν από τους πολύ μορφωμένους άνδρες της εποχής του, γι’ αυτό και αποκαλείται «σοφός».

Θεωρείται ότι συνέγραψε έργο στο οποίο κατηγορεί τους άρχοντες της εποχής του, τον κλήρο και τον λαό, για την ασέβεια και την παρανομία τους. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του έζησε στη Βρετάνη.

Κοιμήθηκε οσίως περί το 570 μ.Χ.

Όσιος Αφραάτης

Ο Όσιος Αφραάτης καταγόταν από την Περσία και ήταν ειδωλολάτρης. Έγινε Χριστιανός στην Έδεσσα, από την οποία έφυγε, για να μονάσει σε ένα από τα ερημητήρια που ήταν έξω από την Αντιόχεια.

Όταν, επί του Αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη (364 - 378 μ.Χ.), εξορίσθηκε ο ορθόδοξος κλήρος της Αντιόχειας και με πολλές πιέσεις ανάγκαζαν τους Χριστιανούς να ασπάζονται τον Αρειανισμό, ο Όσιος άφησε το ερημητήριό του και ήλθε στην πόλη, όπου άφοβα και με ζήλο ενθάρρυνε και παρηγορούσε τα πλήθη και στήριζε αυτά στην Ορθόδοξη πίστη. Κατάπληξε μάλιστα τον ίδιο τον Ουάλη, τον οποίο συνάντησε στην αγορά της πόλεως, με τις εύστοχες απαντήσεις του σε θεολογικά ζητήματα.

Αφιέρωσε την ζωή του στη διακονία του Ευαγγελίου και αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη.

Άγιος Βαρσιμαίος Επίσκοπος Εδέσσης ο Oμολογητής

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βαρσιμαίος ήταν εκείνος που κατήχησε και βάπτισε τον Άγιο Σάρβηλο και την αδελφή του Αγία Βεβαία . Για τον λόγο αυτό καταγγέλθηκε στον ηγεμόνα Λυσία. Ενώπιον του ηγεμόνα ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό. Για την ομολογία του αυτή ο ηγεμόνας έδωσε εντολή στους στρατιώτες να χτυπήσουν ανηλεώς τον Άγιο και να τον φυλακίσουν. Λίγο αργότερα, με την προσωρινή κατάπαυση των διωγμών, ο Άγιος απελευθερώθηκε και επανήλθε στην Εκκλησία του δοξολογώντας το Όνομα του Αγίου Θεού.

Ο Άγιος Βαρσιμαίος, αφού έζησε θεοφιλώς το υπόλοιπο του βίου του, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 114 μ.Χ.

Άγιοι Σάρβηλος και Βεβαία οι εν Εδέσση Μάρτυρες

Οι Άγιοι Μάρτυρες Σάρβηλος και Βεβαία (ή Βαρβαία) έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.). Ο Άγιος Σάρβηλος ήταν προηγουμένως ιερέας των ειδώλων και προσήλθε στην πίστη του Χριστού κατηχηθείς και βαπτισθείς από τον Επίσκοπο της Εδέσσης Βαρσιμαίο . Μαζί δε με εκείνον ασπάσθηκε την αληθινή πίστη και η αδελφή του, η οποία ονομαζόταν Βεβαία.

Μόλις ο τοπικός άρχοντας Λυσίας πληροφορήθηκε την μεταστροφή των Αγίων στην πίστη του Χριστού, τους συνέλαβε και τους υπέβαλε σε φοβερά βασανιστήρια. Τους ράβδισαν ανηλεώς, έπειτα τους κτύπησαν με σπαθιά, τους ξέσκισαν το πρόσωπο με αιχμηρά όργανα. Τέλος, οι δήμιοι του έκοψαν τις τίμιες κεφαλές των Αγίων το έτος 110 μ.Χ. Έτσι οι Άγιοι εισήλθαν στη βασιλεία του Θεού και τη χαρά του Κυρίου τους.

Άγιοι Σιλουανός ο Επίσκοπος, Λουκάς ο Διάκονος και Μώκιος ο Αναγνώστης

Και οι τρεις Άγιοι κατάγονταν από την πόλη των Εμεσηνών της Κοίλης Συρίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Νουμεριανοϋ (284 μ.Χ.).΄Οταν λοιπόν τους είπαν να αρνηθούν τον Χριστό, αυτοί μεγαλόφωνα επανέλαβαν την ομολογία τους, με αποτέλεσμα να τους μαστιγώσουν σκληρά και να τους φυλακίσουν.

Όταν μετά από μέρες, εξαντλημένους, τους έβγαλαν από τη φυλακή και τους εξέτασαν για να δουν αν έχει καμφθεί το φρόνημα τους, αποδείχθηκε ότι οι τρεις Αγιοι παρέμειναν ακλόνητοι και αλύγιστοι. Τότε τα ίδια μαρτύρια επαναλήφθηκαν, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.

Τότε τους έφεραν στο αμφιθέατρο, όπου γίνονταν θηριομαχίες, για να βρουν εκεί τρομερό θάνατο από τα πεινασμένα θηρία. Τα λείψανα τους τα παρέλαβαν οι χριστιανοί και τα έθαψαν με πολλή ευλάβεια και αγάπη.

Αγίοι Επτά Μάρτυρες οι εν Σαμοσάτοις τελειωθέντες

Οι Άγιοι επτά Μάρτυρες Φιλόθεος, Υπερέχιος, Άβιβος, Ιουλιανός, Ρωμανός, Ιάκωβος και Παρηγόριος μόλις έγιναν στρατιώτες του Χριστού, με παρρησία και θάρρος στηλίτευσαν την πλάνη της ειδωλολατρείας. Για τον λόγο αυτό συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες και υποβλήθηκαν σε φρικώδη βασανιστήρια. Τέλος, τους κρέμασαν και διατρύπησαν τις τίμιες κεφαλές αυτών με σιδερένια καρφιά, ενώ οι Άγιοι σε κάθε νέο κτύπημα ομολογούσαν «είμαι Χριστιανός». Έτσι οι Άγιοι επτά Μάρτυρες παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό και έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

Άγιος Δημήτριος ο Χιοπολίτης

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε το 1780 μ.Χ. στο χωριό Παλιόκαστρο της Χίου από ενάρετους γονείς, τον Αποστόλη και την Μαρουλού. Σε νεαρή ηλικία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και εργαζόταν κοντά στον αδελφό του Ζαννή, ο οποίος ήταν έμπορος.

Όταν χωρίς την άδεια του αδελφού του αρραβωνιάστηκε κάποια νέα, ο Ζαννής τον έδιωξε από το κατάστημά του. Ευρισκόμενος σε μεγάλη φτώχεια θυμήθηκε ότι ο Σείχ - ουλ - Ιμαλήλ όφειλε στον αδελφό του κάποιο ποσό από αγορές υφασμάτων και πήγε στο σπίτι του για να το εισπράξει και να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Εκεί γνώρισε μία νεαρή μουσουλμάνα η οποία τον αγάπησε και του δήλωσε ότι για να τον παντρευτεί έπρεπε να αλλαξοπιστήσει. Ο Δημήτριος δέχθηκε την πρόταση και παρέμεινε στο σπίτι των Τούρκων για δύο μήνες.

Γρήγορα όμως συνήλθε, δραπέτευσε και κρύφθηκε προσωρινά σε μία χριστιανική οικογένεια στην περιοχή του Σταυροδρομίου. Εκεί τον συνάντησε ο αδελφός του Ζαννής. Ο Δημήτριος εξομολογήθηκε στον πνευματικό του αδελφού του και συγχρόνως έστειλε επιστολή στον πατέρα του εξιστορώντας τα έως τότε γεγονότα της ζωής του αλλά και τον πόθο του να μαρτυρήσει για το Χριστό. Αφού κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια παρουσιάσθηκε στον Τούρκο διοικητή και με παρρησία ομολόγησε την πίστη του. Παρά το γεγονός ότι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης συγκέντρωσαν χρήματα για την απελευθέρωσή του, ο Δημήτριος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του.

Έτσι, μετά από φρικτά βασανιστήρια τα οποία υπέμεινε αγόγγυστα, αποκεφαλίστηκε στις 29 Ιανουαρίου 1802 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και ενταφίασαν αυτό σε κάποιο μοναστήρι στο νησί Πρώτη.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.

Κάθισμα
Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.

Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.

Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.


Όσιος Ιγνάτιος ο Σιναΐτης εκ Ρεθύμνης

Ο Όσιος και Θεοφόρος Ιγνάτιος καταγόταν από την πόλη του Ρεθύμνου της Κρήτης και ασκήτεψε στο όρος Σινά. Τηρώντας τους όρους της μοναστικής πολιτείας, παρθενία, υπακοή και ακτημοσύνη, έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειότητας και καθοδήγησε πνευματικά πολλούς ασκητές.

Ο Όσιος Ιγνάτιος αξιώθηκε να βρει το άφθαρτο και μυροβλύζον λείψανο του υποτακτικού του Νικάνδρου, το οποίο αφού εναγκαλίσθηκε και ασπάσθηκε, ευχαρίστησε τον Θεό που τον πληροφόρησε για την δικαίωση του αγώνος του πνευματικού του τέκνου.

Ο Όσιος Ιγνάτιος κοιμήθηκε με ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ Ῥεθύμνης ὡς ἄστρον τὸν ἀνατείλαντα, πνευματοφόρον πατέρα, τῆς ἀρετῆς ἐραστήν, ἀκτησίας καὶ εὐχῆς φωστῆρα μέλψωμεν, ὅτι ἐφώτισεν αὐγαῖς, ἀπαθείας Ἀσκητάς, Σιναίου βοῶντες· ζόφον, τῆς ἁμαρτιας εὐχαῖς σου, ἡμῶν ἐκδίωξον Ἰγνάτιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἐγκρατῆ πνευματοφόρον καὶ ἀκτήμονα, Σιναίου ὄρους ἀσκητὴν ἐγκωμιάσωμεν, ἐκ Ῥεθύμνης τὸν βλαστήσαντα νησου Κρήτης, ὡς ἀζύγων ποδηγέτην ἀπλανέστατον, πρὸς χαρὰν τὴν ἐν τῷ πόλῳ ἀτελεύτητον, ἀνακράζοντες· Χαίροις μάκαρ Ἰγνάτιε.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ Ἄγγελος, ἐν τῷ Σιναίῳ, Κρήτης βλάστημα, σεπτὸν βιώσας, τὰ σκιρτήματα σαρκὸς κατεπράϋνας, καὶ τῶν δαιμόνων δεινὰ μηχανήματα, τῇ τῶν ἀγώνων καθεῖλες ἐνστάσει σου, ὅθεν στέφει σε, ἀφθάρτῳ Χριστὸς κατέστεψε, σεπτὲ Ἱερομόναχε Ἰγνάτιε.

Ὁ Οἶκος
Ἄστρον ἀκτημοσύνης, προσευχῆς καὶ νηστείας, Ἰγνάτιε τῷ κόσμῳ ἐπώφθης, καὶ κατηύγασας τῶν ἀρετῶν, ταῖς βολαῖς τὸ ὄρος τοῦ Σινᾶ Ὅσιε, καὶ πάντας εὐσεβόφρονας, τοὺς πίστει σοι βοῶντας ταῦτα·

Χαῖρε, τῆς Κρήτης εὐῶδες ἴον·
χαῖρε, τῆς δόξης τὸ ἐκμαγεῖον.

Χαῖρε, τῶν ἀζύγων Σιναίου ὡράϊσμα·
χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἀπάντων ἀγλάϊσμα.

Χαῖρε, ὄρθρος φαεινότατος, ἀσιγήτου προσευχῆς·
χαῖρε, στῦλος ἀκλινέστατος, ἐναρέτου βιοτῆς.

Χαῖρε, ὅτι ἐδείχθης, ἀσκητὴς θεοφόρος·
χαῖρε, ὅτι ὡράθης, ταπεινώσεως φάρος.

Χαῖρε, Χριστοῦ ἀγάπης τὸ ἔσοπτρον·
χαῖρε, ἐχθροῦ ἀπάτης τὸ θέριστον.

Χαῖρε, Σιναίου Πατέρων λαμπρότης·
χαῖρε, ὡραίου ἀγῶνος ἀκρότης.

Χαίροις, μάκαρ Ἰγνάτιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ῥεθύμνης τερπνὸς βλαστός· χαίροις τοῦ τοῦ Σιναίου, τῶν ἀζύγων ὁ φρυκτωρός· χαίροις ἀκτησίας, καὶ νήψεως λυχνία, Ἰγνάτιε φωσφόρε, πίστεως ἔρεισμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἰγνάτιε θαυμαστέ, τῶν ἐν τῷ Σιναίῳ, μοναζόντων κλέος λαμπρόν· χαίροις τῆς Ῥεθύμνης, ὁ θεοφόρος γόνος, καὶ ἀληθὴς προστάτης, τῶν προστρεχόντων σοι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιγνάτιος (τιμάται 20 Δεκεμβρίου) ήταν διάδοχος των Αποστόλων και χρημάτισε δεύτερος Επίσκοπος Αντιοχείας. Υπήρξε, μαζί με τον Επίσκοπο της Εκκλησίας της Σμύρνης Πολύκαρπο, μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.) στη Ρώμη, κατασπαραχθείς από τα θηρία.

Μετά το φρικτό μαρτύριο του Αγίου, κάποιοι Χριστιανοί μάζεψαν από τον ιππόδρομο τα εναπομείναντα άγια λείψανά του και τα μετέφεραν στην Αντιόχεια. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τὴ ποίμνη σου μετήγαγον ἐκ Ρώμης εὐσεβῶς, ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες ποθῶ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καί τήν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ Μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ Θεοφόρος καί θεῖος Ἰγνάτιος.

Ὁ Οἶκος
Ἱερεμίαν ὁ Θεὸς ἐκ μήτρας ἁγιάσας, καὶ πρὸ τοῦ γεννηθῆναι γινώσκων ὡς προγνώστης, δοχεῖον ἔσεσθαι αὐτὸν Πνεύματος Ἁγίου, ἐμπιπλᾷ τοῦτον εὐθύς, ἐκ νεαρᾶς βιώσεως, καὶ Προφήτην τοῦτον, καὶ κήρυκα πᾶσιν ἀποστέλλει, προαγγέλλειν τὴν ἁγίαν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ παρουσίαν. Τεχθεὶς οὖν ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐκ Παρθένου, πρός τὸ κήρυγμα ἐλθών, εὗρεν ἐκ βρέφους, ἄξιον αὐτοῦ τῆς χάριτος ὑποφήτην, τὸν θεοφόρον καὶ θεῖον Ἰγνάτιον.


Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Τι πρέπει να κάνουμε, όταν είμαστε πληγωμένοι - Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου

Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου η καμιά φορά με την θέληση σου για κακό σου, μη δειλιάσεις· ούτε να ταραχθείς γι  αυτό, αλλά αφού επιστρέψεις αμέσως στο Θεό, μίλησε έτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα σαν τέτοιος που είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτα άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα».
Και εδώ, ξευτελίσου στα μάτια σου αρκετή ώρα και λυπήσου με πόνο καρδιάς για την λύπη που προξένησες στον Θεό και χωρίς να συγχυσθείς, αγανάκτησε κατά των αισχρών σου παθών, ιδιαιτέρως δε και μάλιστα, εναντίον εκείνου του πάθους που έγινε αιτία να πέσης· έπειτα πες πάλι· «Ούτε μέχρι εδώ θα στεκόμουνα, Κύριέ μου, και θα αμάρτανα χειρότερα, εάν εσύ δεν με κρατούσες με την πολύ μεγάλη σου αγαθότητα».
Και ευχαρίστησε τον και αγάπησε τον περισσότερο παρά ποτέ θαυμάζοντας την τόση μεγάλη ευσπλαχνία του, ότι και παρόλο που λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία· τελευταία πες με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη ευσπλαχνία του· «Εσύ, Κύριέ μου, κάνε σαν εκείνος που είσαι και συγχώρεσε με και μην επιτρέψεις στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ, ούτε να σε λυπήσω πλέον».
Και κάνοντας έτσι, μη σκαφθείς αν σε συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχλησης του νου, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις.
Γι  αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερα στα ελεήμονα χέρια του Θεού, ακολούθησε την άσκησή σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβεί εξαιτίας της αδυναμίας σου να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα (65) και να μείνεις πληγωμένος, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη ελπίδα στο Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζεις με περισσότερη προφύλαξη.
Αυτή η εκγύμναση δεν αρέσει στο διάβολο· γιατί βλέπει πως αρέσει πολύ στο Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι  αυτό και διαφορετικούς απατηλούς τρόπους χρησιμοποιεί για να μας εμποδίσει να μη το κάνουμε.
 Και πολλές φορές πετυχαίνει τον σκοπό του εξαιτίας της αμέλειάς μας και της λίγης φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας.
 Γι  αυτό, όσο εσύ βρεις δυσκολία σε αυτό από τον εχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει να αγωνισθείς να το κάνης πολλές φορές, ακόμη και αν μία μόνο φορά έπεσες· μάλιστα πρέπει αυτό να κάνης, αν, αφού αμαρτήσεις, αισθάνεσαι ότι ενοχλείσαι και συγχύζεσαι και σε πιάνει απελπισία για να μπορέσεις έτσι με αυτό να αποκτήσεις ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά σου και θάρρος μαζί· και αφού οπαλισθείς με αυτά τα όπλα, να στραφείς στο Θεό.
Γιατί, αυτή η παρόμοια ενόχλησης και ταραχή που έχει κάποιος για την αμαρτία, δεν γίνεται επειδή με αυτό που έκανε λύπησε τον Θεό, αλλά γίνεται για τον φόβο της δικής του καταδίκης· και αυτό σημαίνει ότι, αυτή προέρχεται από την φιλαυτία, όπως πολλές φορές είπαμε.
Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσεις τελειωτικά την πτώση και την αμαρτία σου (66) και να παραδοθείς στην σκέψη της μεγάλης και άφατης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέσει κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι βαριά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθει σε συναίσθηση και να ενωθεί μαζί του σε αυτή την ζωή με την Χάρι του· στην δε άλλη, να τον αγιάσει με τη δόξα του και να τον κάνη αιώνια μακάριο.


 Και αφού με αυτές και παρόμοιες σκέψεις και στοχασμούς, γαληνέψεις το νου σου, τότε θα επιστρέψεις στην πτώση σου, κάνοντας όπως είπα πιο πάνω· κατόπιν, όταν έρθει η ώρα της εξομολογήσεως (την οποία σε προτρέπω να κάνης πολύ συχνά), θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, για την λύπη του Θεού, και με πρόθεση και απόφαση να μη τον λυπήσεις πλέον, φανέρωσε τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίσει.

Συμπαράσταση στον αδύνατο που πέφτει!

Πήγε κάποτε ένας αδελφός σε κάποιον Γέροντα και του λέει: «Ο αδελφός μου με βγάζει από τη σειρά μου πηγαίνοντας εδώ κι εκεί και στενοχωριέμαι». Κι ο Γέροντας τον παρηγόρησε συμβουλεύοντας τον: «Να τον υπομείνεις, αδελφέ, και ο Θεός βλέποντας τον κόπο της υπομονής σου, θα τον επαναφέρει. Γιατί με τρόπο σκληρό δεν είναι εύκολο να μεταστρέψεις κάποιον. Ούτε ένας δαίμονας διώχνει άλλον δαίμονα. Αλλά μάλλον με την καλοσύνη σου θα τον επαναφέρεις. Γιατί και ο Θεός μας ελκύει τους ανθρώπους προσφέροντάς τους την παρηγοριά».

Και του διηγήθηκε το εξής: Ήταν δύο αδελφοί στη Θηβαϊδα και ο ένας πολεμήθηκε από τον πειρασμό της πορνείας και είπε στον άλλο: «Θα γυρίσω στον κόσμο». Ο άλλος όμως με κλάματα του έλεγε: «Δεν σ’ αφήνω, αδελφέ μου, να φύγεις και να χάσεις τον κόπο σου και την παρθενία σου». Αλλ’ αυτός δεν πειθόταν και έλεγε: «Δεν μπορώ να μείνω άλλο, θα φύγω. ‘Η έλα μαζί μου και επιστρέφω πάλι μαζί σου η άφησε με και θα μείνω στον κόσμο».
Πήγε λοιπόν (ο άλλος) αδελφός και το ανέφερε σε κάποιον μεγάλο Γέροντα. Και ο Γέροντας του είπε: «Πήγαινε μαζί του. Και ο Θεός για τον κόπο σου δεν θα τον αφήσει να πέσει». Σηκώθηκαν λοιπόν και κατέβηκαν στον κόσμο. Μόλις όμως έφτασαν στο χωριό, ο Θεός βλέποντας τον κόπο της αγάπης του, πήρε τον πόλεμο από τον αδελφό. Και του λέει ο αδελφός: «Ας γυρίσουμε πίσω στην έρημο, αδελφέ. Να, πες ότι αμάρτησα, και τι κέρδισα;». Και γύρισαν στο κελί τους χωρίς να πάθουν ζημιά.
Από το Γεροντικό

Όσιος Εφραίμ ο εκ Κιέβου

Ο Όσιος Εφραίμ γεννήθηκε στο Κίεβο και ήταν οικονόμος του πρίγκιπα του Κιέβου Ιζιασλάβου, υιού του Γιαροσλάβου (1054 - 1068 μ.Χ.). Έγινε μοναχός και ασκήτεψε στη Μεγάλη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Αλλά ο μισόκαλος διάβολος εφρύαξε βλέποντας να πληθύνεται η οικογένεια των μοναχών. Έκανε, λοιπόν, τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο να οργισθεί και να προκαλέσει πολλές θλίψεις στους Πατέρες των Σπηλαίων. Όταν η δοκιμασία πέρασε, ο Όσιος επιδόθηκε με ιερό ζήλο στην άσκηση και την προσευχή. Η επιθυμία του να επισκεφθεί αγίους τόπους οδήγησε τα βήματά του στην Κωνσταντινούπολη και την Παλαιστίνη. Ήθελε να προσκυνήσει τα μέρη που αγωνίσθηκαν και έζησαν οι Άγιοι Απόστολοι, οι μεγάλοι Πατέρες και Ασκητές της ερήμου. Επιστρέφοντας στην Λαύρα του Κιέβου έφερε το μοναστικό τυπικό και την εκκλησιαστική τάξη των μοναχών της μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Όσιος Εφραίμ εξελέγη περί το 1090 μ.Χ., Επίσκοπος της πόλεως Περεγιασλάβ και χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Κιέβου Ιωάννη. Έτσι, αφού έζησε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1098 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα του Αγίου Αντωνίου του Κιέβου.

Όσιος Ιάκωβος ο Ασκητής

Ο Όσιος Ιάκωβος έγινε μοναχός και ασκήτεψε επί δέκα πέντε χρόνια σε ένα σπήλαιο, κοντά στην κωμόπολη Πορφυρεώνη. Κατά την διάρκεια του πνευματικού του αγώνα υπέβαλλε τον εαυτό του σε κάθε είδους άσκηση και κακουχία.

Κάποτε μερικοί ακόλαστοι και φθονεροί άνθρωποι οδήγησαν στον Όσιο μια πόρνη. Αυτή, αφού με δόλο κατόρθωσε να εισέλθει στο κελί του, τον προκαλούσε να διαπράξει αμαρτία μαζί της. Εκείνος όμως της υπενθύμισε την τιμωρία του μέλλοντος πυρός. Έτσι, την έκαμε να συναισθανθεί την αμαρτωλότητά της, να μετανοήσει, να αλλάξει τρόπο ζωής και να ακολουθήσει πλέον αναγεννημένη πνευματικά τον Χριστό.

Επειδή όμως κανένας δεν ξεφεύγει από τις ενέδρες του διαβόλου, συνέβη και ο Όσιος αυτός να πέσει σε μεγάλο παράπτωμα, για να γίνει παράδειγμα σε όλους τους αμαρτωλούς και οδηγός προς μετάνοια. Να, λοιπόν, τι συνέβη: Κάποιος άνθρωπος επιφανής είχε μια θυγατέρα δαιμονισμένη, την οποία πήγε στον Όσιο να την θεραπεύσει. Εκείνος προσευχήθηκε και αμέσως το δαιμόνιο έφυγε και άφησε ελεύθερη τη νέα. Ο πατέρας της όμως, επειδή φοβόταν μήπως και πάλι το δαιμόνιο ενοχλήσει την θυγατέρα του, την άφησε στο σπήλαιο του Αγίου. Για συντροφιά της άφησε εκεί και το νεότερο αδελφό της. Ο ασκητής όμως Ιάκωβος νικήθηκε από την επιθυμία και διέφθειρε τη νέα. Και στη συνέχεια, για να μη γνωστοποιηθεί η μυσαρή του πράξη και εξευτελισθεί, φόνευσε και τη νέα και τον αδελφό της και έριξε τα σώματά τους στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά.

Ύστερα από τα φοβερά αυτά εγκλήματα που διέπραξε, έχασε κάθε ελπίδα για σωτηρία και του δημιουργήθηκε η ακατάσχετη επιθυμία να αφήσει την ασκητική ζωή και να επανέλθει στον κόσμο. Στο δρόμο όμως τον συνάντησε κάποιος ευλαβής μοναχός, στις παραινέσεις του οποίου πειθάρχησε ο Όσιος, που αποφάσισε να κλειστεί μέσα σε ένα τάφο και να υπομείνει κάθε σκληραγωγία. Εκείνο τον χρόνο σημειώθηκε στη χώρα μεγάλη ξηρασία και ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο μήνυσε στον Επίσκοπο της πόλεως ότι, αν δεν προσευχηθεί ο Όσιος Ιάκωβος που διαμένει στον τάφο, δεν θα λάβει τέλος η ανομβρία. Αμέσως λοιπόν, τότε ο Επίσκοπος επισκέφθηκε τον Όσιο, μαζί με όλο τον λαό και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί, για να ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού. Ο Όσιος, μετά από την παράκληση του Επισκόπου, προσευχήθηκε με άκρα ταπείνωση και βαθιά πίστη στον Θεό. Και ο Θεός άκουσε την προσευχή του, διότι, αν και είχε διαπράξει βαρύτατα αμαρτήματα, είχε ειλικρινά μετανοήσει και έστειλε πλούσια την βροχή στη γη.

Το θαύμα αυτό έδωσε στον Όσιο την ελπίδα αλλά και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός τον συγχώρεσε. Και με την ελπίδα και τη βεβαιότητα αυτή συνέχισε τον επίπονο ασκητικό του βίο.

Έτσι αγωνιζόμενος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε την προσευχή που έλεγε ο Όσιος Ιάκωβος όσο ήταν στον τάφο:

«Πώς ατενίσω προς σε ο Θεός; ποίαν δε αρχήν της εξομολογήσεως εύροιμι; ποία καρδία ή ποίω θαρρήσας συνειδότι, γλώσσαν ασεβή, και χείλη μολυσμού γέμοντα, κινήσαι πειράσωμαι; ποίας δε αμαρτίας πρώτον άφεσιν αιτήσαι κατατολμήσω; φείσαι φιλάνθρωπε Κύριε! ίλεως γενού τω αναξίω, Δέσποτα αγαθέ, και μη συναπολέσης με ταις αισχραίς μου πράξεσιν. Ου γαρ μικρά μου τα δυσσεβήματα. Πορνείαν ετέλεσα. Φόνον ειργασάμην. Αίμα αθώον εξέχεα. Και προς τούτοις, τοις ύδασι, και θηρίοις, και πετεινοίς δέδωκα εις βοράν. Και νυν Κύριε, ειδότι σοι τα πάντα εξομολογούμαι, αγαθέ, την τούτων εξαιτούμενος άφεσιν. Μη παρίδης με Δέσποτα. Aλλά κατά την σοι πρέπουσαν ευσπλαγχνίαν, οικτείρησόν με τον ασεβή. Και κατάπεμψον εις εμέ το παρά σου πλούσιον έλεος, ελθόντα επί τα της αμαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισέ με γαρ, η του λυμεώνος εχθρού καταιγίς. Μη δη καταπίη με ο δράκων ο βύθιος». Και τα λοιπά.

Όσιος Παλλάδιος

Μέγας ασκητής ο Παλλάδιος, έκτισε ένα μικρό κελί σ' ένα βουνό που ονομαζόταν Ίμμαι (ή Ήμμη). Εκεί, με πολλή αγρυπνία, νηστεία και συνεχή προσευχή, αξιώθηκε από τον Θεό να θαυματουργεί.

Κάποτε, βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κάποιος έμπορος σφαγμένος, που τον είχε σφάξει και ληστέψει κάποιος ληστής. Τότε όλοι καταδίκασαν τον Παλλάδιο, σαν φονιά του εμπόρου. Ο Παλλάδιος, όμως, προσευχήθηκε και ανέστησε τον έμπορο που αμέσως έδειξε τον αληθινό φονιά, που ήταν μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς πού κατηγορούσαν τον Παλλάδιο. Το θαύμα αυτό έκανε ν' αποκτήσει ο Παλλάδιος φήμη αγίου ανδρός σ' όλα τα περίχωρα.

Έτσι λοιπόν, θεοσεβώς, αφού έζησε ο Παλλάδιος, ειρηνικά τελείωσε την επίγεια ζωή του.

Κατά τον Παρισινό Κώδικα 259, καθώς και σε ορισμένους Λαυριωτικούς, η μνήμη του φέρεται και κατά την 27η Νοεμβρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Ο Όσιος Εφραίμ καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337 μ.Χ.), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.) και των διαδόχων αυτού. Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 - 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το κάλλος των έργων του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.

Όταν, διά της συνθήκης του έτους 363 μ.Χ., που υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 - 364 μ.Χ.), η Νίσιβης παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.

Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου, κοντά στην αγορά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἐφραίμ Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον ἄυλον, ἐν τὴ ψυχή σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι, ὅθεν ἠμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοὶς ἱεροίς σου ρυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τήν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις πικρώς, Ἐφραίμ δάκρυα κατανύξεως· πρακτικός δέ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος ὅσιε· ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν θησαυρὸν τῆς σοφίας τῶν μυστηρίων Χριστοῦ, τὸν κρατῆρα τὸν θεῖον τῆς κατανύξεως, ἀνυμνήσωμεν πιστοί, ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· φερωνύμως γὰρ ἀεί, τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, εὐφραίνει ἔπεσι θείοις, Ἐφραίμ, ὡς πράκτωρ καὶ μύστης, τῶν τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεων.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Κυριακή του Ζακχαίου

Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))


Η Ορθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πριν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ο άνθρωπος πως πέρα από την αφοσίωσή του στις αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.

Αν είμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημαντική, ουσιαστική και θεμελιώδης είναι η φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό και μυστηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρίζουμε φυσικά το νόημα που έχει η τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές και θρεπτικές, άλλες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλίσουμε πως η τροφή που τρώμε είναι καλή για μας.
Και είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητορικό σχήμα όταν λέμε πως και η ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πως «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4,4). Όλοι μας ξέρουμε πως χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση, για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζουμε πολύ λίγο, τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη και από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελαφρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.
Δεν καταλαβαίνουμε πως η ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα απ’ ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, και πως οι συνέπειες μιας δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, και πολύ λίγος στην εσωτερική ζωή. Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους που η Εκκλησία μας κάλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου και να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον οποίο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου που μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη και μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Η Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, και μετάνοια είναι η επανεξέταση, η επανεκτίμηση, το να βαθύνει κανείς και να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκέπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου «εσωτερικού» ανθρώπου.
Η πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, η πρώτη υπενθύμιση προέρχεται από μία μικρή ευαγγελική ιστορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, «μικρόν τω δέμας», που το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα που εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την εποχή εκείνη και σ’ εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο και ανέντιμο.
Ο Ζακχαίος ήθελε να δει τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε η επιθυμία του τράβηξε την προσοχή του Ιησού. Η επιθυμία είναι η αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, «όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. 6,21). Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ο,τι επιθυμούμε είναι και αυτό που αγαπούμε, αυτό που μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο οποίο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πως ο Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, και κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πως για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ο Ζακχαίος ήταν πλούσιος και αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μια άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, και αυτή η επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.
Αυτή η ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τι αγαπάμε, τι επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά. Δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης δάσκαλος που να περπατά στην πόλη σας, που να περιβάλλεται από το πλήθος. Είναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση που περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· και κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αισθανεσθε κάποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό απ’ αυτό που γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας, αφουγκραστείτε το εσωτερικό σας, και θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώς παράξενη και όμορφη επιθυμία.
Ο Ζακχαίος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζήσει, είναι κάτι όμως που σχεδόν όλοι μας φοβούμαστε και το καταπιέζουμε με το θόρυβο και τη ματαιότητα όλων αυτών που μας περιστοιχίζουν. «Ιδού εστηκα επί την θύραν και κρούω» (Άποκ. 3,20). Ακούς το σιγανό κτύπημα; Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας, του Ευαγγελίου, και του Χριστού: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά αναπνοή από κάτι άλλο, θυμήσου κάτι άλλο. Και τη στιγμή ακριβώς που σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο και ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, και αρχίζει έτσι η αργή επιστροφή.
Επιθυμία. Η ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Όλα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ο ανθρωπάκος, με τα ματιά του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυμίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχίζει η νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται η αρχή, το πρώτο βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αυτή τη μυστηριώδη πατρίδα που όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν και επιθυμούν.