Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Φώτης Κόντογλου - Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος. Ἡ Ζωὴ ἑνὸς Ὁσιομάρτυρα

 Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι πεθάνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, κηρύχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορες χῶρες. Στὴν Ἑλλάδα μαρτύρησε μοναχὰ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, δηλαδὴ ποὺ πῆγε πρῶτος κοντὰ στὸν Χριστό. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα. Πολὺ τιμημένη εἶναι ἡ Πάτρα μέσα στὸν κόσμο, γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ ποτισθεῖ τὸ χῶμα της μὲ τὸ αἷμα ἐκείνου ποὺ τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἕντεκα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀδερφό του τὸν Πέτρο. Ὁ Ἀνδρέας ἤτανε στὴν ἀρχὴ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μιὰ μέρα καθότανε ὁ Πρόδρομος μαζὶ μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, κ᾿ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Χριστὸ νὰ περπατᾶ, καὶ γυρίζει καὶ τοὺς λέει: «Νά, αὐτὸς εἶναι τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ». Καὶ σὰν ἀκούσανε οἱ μαθητὲς τὸ δάσκαλό τους νὰ μιλᾶ ἔτσι, πήγανε ξοπίσω ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ Κεῖνος γύρισε καὶ τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθᾶνε, καὶ τοὺς λέγει: «Τί ζητᾶτε;» Κι᾿ αὐτοὶ τοῦ εἴπανε: «Δάσκαλε, ποῦ κάθεσαι;» Κι᾿ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἐλᾶτε νὰ δῆτε». Πήγανε λοιπὸν κ᾿ εἴδανε ποὺ καθότανε, κι᾿ ἀπομείνανε μαζί του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἤτανε ὁ Ἀνδρέας. Ὁ ἄλλος εἶναι φανερὸ πὼς ἤτανε ὁ Ἰωάννης, γιατὶ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω τὰ γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του (Ἰω. α´ 35), καὶ λέγει «ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ» (Ἰω. α´ 41). Βλέπεις πὼς κρύβει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἤτανε μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα; Καὶ τὸ κάνει ἀπὸ σεμνότητα, ὄχι μοναχὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα. Κ᾿ ἐνῶ εἶναι πάντα λιγόλογος στὰ καθέκαστα τῆς ἱστορίας του, σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος γράφει καὶ τὴν ὥρα ποὺ πήγανε κοντὰ στὸν Χριστό, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ φαίνεται πόσο τυπώθηκε μέσα στὴν ψυχή του ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ πρωτογνώρισε τὸν ἀγαπημένο του δάσκαλο. Γράφει λοιπόν: «Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» (Ἰω. α´ 40). Ὕστερα, πηγαίνει ὁ Ἀνδρέας καὶ βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο ποὺ τὸν λέγανε τότε ἀκόμη Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει: «Βρήκαμε τὸν Μεσσία ποὺ θὰ πεῖ Χριστός». «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός». Καὶ τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Χριστό. Κι᾿ ὁ Χριστός, σὰν γύρισε καὶ εἶδε τὸν Σίμωνα, εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γυιὸς τοῦ Ἰωνᾶ· ἐσένα τὄνομά σου θὰ γίνει Κηφᾶς, ποὺ θὰ πεῖ Πέτρος».

Ὁ Ἀνδρέας γεννήθηκε στὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα ψαραδοχώρι χτισμένο στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κατὰ τὰ παραπάνω ποὺ εἴπαμε, ὁ Πέτρος ἤτανε ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα, κ᾿ οἱ δυὸ ἤτανε γυιοὶ τοῦ γέρο Ἰωνᾶ, ψαραδόσογο. Ὁ Πέτρος ἤτανε φουριόζος καὶ ἐνθουσιαζότανε εὔκολα, ἐνῶ ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἥσυχος καὶ λιγόλογος, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος: «Πέτρος θερμὸς τῷ πνεύματι ἦν πάνυ καὶ εἰς κοσμικῶν χρεῶν μέριμναν ἐπιτήδειος, ὁ δὲ Ἀνδρέας πραῢς καὶ ὀλιγόλαλος».

Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο φαίνεται πὼς ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἴχανε πιὸ πολὺ θάρρος μαζί του, σὰν τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Φίλιππο. Ὡστόσο τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε ἦταν πάντα λιγοστά. Τὴ μέρα ποὺ μαζεύθηκε πολὺς κόσμος κι᾿ ἄκουγε τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πεινάσανε, γύρισε ὁ Χριστὸς κ᾿ εἶπε στὸν Φίλιππο: «Ἀπὸ ποῦ θὲ ν᾿ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάει ὁ κόσμος;» Κι᾿ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε: «Διακόσια τάλληρα ψωμιὰ δὲν φτάνουνε γιὰ νὰ φάγει ὁ καθένας τους ἀπὸ μία μπουκιά». Τότε ὁ Ἀνδρέας λέγει στὸν Χριστό: «Εἶναι ἐδῶ πέρα ἕνα παιδάριο ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κριθαρένια καὶ δυὸ ψάρια» (Ἰω. στ´ 5-10).

Κι᾿ ἄλλη φορὰ πάλι, τὴ μέρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰ βάγια, κάποιοι Ἕλληνες θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, καὶ πήγανε στὸν Φίλιππο καὶ τοῦ εἴπανε: «Κύριε, θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ». Καὶ ὁ Φίλιππος πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, κ᾿ ὕστερα κ᾿ οἱ δυὸ μαζὶ τὸ εἴπανε στὸν Χριστό. Καὶ τότες ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. ιβ´ 23). «Ἔφταξε ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες θὰ κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ὁ Ἀνδρέας τοῦ μίλησε. Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα.

Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὴν τελευταία φορὰ ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε καὶ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαφτίζοντάς τα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντας τὰ νὰ κρατᾶνε ὅλα ὅσα σᾶς παράγγειλα. Κ᾿ ἐγὼ θἆμαι πάντα μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ λοιπὸν πήρανε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τραβήξανε ὁ καθένας κατὰ τὴ φώτιση ποὺ πῆρε, στόνα καὶ στ᾿ ἄλλο μέρος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τράβηξε, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ πῆγε κατὰ πρῶτο στὰ μέρη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Τραπεζοῦντα καὶ στὴν Ἀμισό, ἔχοντας μαζί του κάποιους ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, καὶ γύρισε στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες Ἕλληνες καὶ Ἰουδαίους. Ἀπὸ κεῖ τράβηξε στὴν Κολχίδα, δηλαδὴ στὸ σημερινὸ Λαζιστᾶν, ποὺ κατοικούσανε οἱ ἄγριοι κουρσάροι οἱ λεγόμενοι Κερκέτες. Κατόπι γύρισε πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ πάλι ξανάφυγε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ πήγανε στὴν Ἔφεσο. Στὴν Ἔφεσο εἶδε στόνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ πάγει στοὺς Σκύθες νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Πηγαίνοντας στὴ Σκυθία, πέρασε ἀπὸ τὴ Βιθυνία καὶ κήρυξε στὴ Νικομήδεια, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὴν Ποντοηράκλεια. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Παφλαγονία καὶ κήρυξε στὴν Ἄμαστρη καὶ στὴ Σινώπη, κ᾿ ἐκεῖ βάφτισε τοὺς πιὸ πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ κατόπι πῆγε πάλι στὴν Ἀμισὸ καὶ στὴν Τραπεζούντα. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὰ Σαμόσατα ποὺ βρισκότανε ἀπάνω στὸν ποταμὸ Εὐφράτη καὶ δίδαξε τοὺς Ἕλληνες, ποὺ κατοικούσανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος. Ἀπὸ τὰ Σαμόσατα ξαναγύρισε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τότες εἶδε τὸν Παῦλο. Μετὰ τὸ Πάσχα, ἔφυγε πάλι καὶ πέρασε τὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Λαζικὴ κ᾿ ἔφταξε στὸ Κίεβο τῆς Σκυθίας, ποὺ ἤτανε τὸ Πάνθεο τῆς σλαυωνικῆς πολυθεΐας, κι᾿ ἀπάνω σ᾿ ἕνα χαμοβούνι ἔστησε ἕναν πέτρινο σταυρό. Κατόπι πέρασε τὸν Καύκασο καὶ τὴν Κασπία Θάλασσα, καὶ κήρυξε στὴ Χορασμία, στὸ σημερινὸ Χορωσᾶν. Ὕστερα ἔστρεψε πίσω κατὰ τὸ βασίλεμα καὶ πῆγε στὴν Κριμαία, κι᾿ ἀφοῦ δίδαξε καὶ βάφτισε πολλούς, πέρασε στὴ Σινώπη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ποὺ ἤτανε τότες ἕνα χωριό, πρὶν χτιστεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, κι᾿ ἀφοῦ χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυν, ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, πῆγε στὴ Θράκη καὶ στὴ σημερινὴ Βουλγαρία καὶ Σερβία. Ἔπειτα κατέβηκε στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴ Ρούμελη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸν Μοριὰ καὶ πῆγε στὴν Ἀχαΐα ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀφεντεύανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπάνω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, κ᾿ ἤτανε στολισμένη μὲ ἐπίσημα χτίρια καὶ μὲ ἀγάλματα. Ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας ἤτανε τότες ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Αἰγεάτη. Σὲ λίγο ἀκούσθηκε πὼς ὁ Ἀνδρέας γιάτρεψε πολλοὺς ἀρρώστους μονάχα μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του κι᾿ ὁ κόσμος ἔτρεχε σ᾿ αὐτόν. Ἔτυχε τότε ν᾿ ἀρρωστήσει κι᾿ ἡ γυναίκα τοῦ Αἰγεάτη, λεγόμενη Μαξιμίλλα, κι᾿ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὴν ἕγιανε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔφυγε στὴ Ρώμη ὁ Αἰγεάτης γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα γιὰ κάποιες ὑποθέσεις, κι᾿ ἄφησε στὸ πόδι τοῦ τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ. Αὐτὸς ὁ Στρατοκλὴς ἤτανε σοφὸς καὶ φημισμένος μαθηματικὸς στὴν Ἀθήνα, κ᾿ εἶχε ἕνα δοῦλο ποὺ τὸν λέγανε Ἀλκαμανά, καὶ τὸν γιάτρεψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ σεληνιασμὸ ποὺ ὑπόφερνε. Ὁ Στρατοκλὴς κ᾿ ἡ Μαξιμίλλα πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτισθήκανε, κι᾿ ἄλλος πολὺς κόσμος μαζί τους. Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ. Πρὶν νὰ τὸν πιάσουνε, χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στρατοκλή. Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστῆ μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια». Τὸ σκήνωμά του τὸ ἔθαψε ὁ ἐπίσκοπος Στρατοκλῆς μὲ τὴ Μαξιμίλλα καὶ κόσμος πολύς, ἀφοῦ τὸ ἀλείψανε μ᾿ ἀκριβὰ ἀρώματα καὶ τὸ ἐνταφιάσανε σ᾿ ἕνα μνῆμα μαρμάρινο κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὁ τάφος τοῦ βρίσκεται ὡς τὰ σήμερα μέσα στὴν ἐκκλησιά του, ἀλλὰ τὸ ἅγιο λείψανο λείπει, γιατὶ 350 χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτύριό του τὸ ἀνακομίσανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ καταθέσανε στὴν ἐκκλησιὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων μαζὶ μὲ τῶν ἄλλων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Στὰ 1204 πήγανε στὴν Πόλη οἱ Φράγκοι, κι᾿ ἁρπάξανε ὅ,τι ἥβρανε. Ἕνας καρδινάλης Πέτρος, ἀπὸ τὴν Καπούα, πῆρε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα καὶ τὸ πῆγε στὸ Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας, καὶ κεῖ χτίσανε ἐκκλησία σὲ μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ βάλανε μέσα μὲ μεγάλη πομπὴ τὸ λείψανό του κλεισμένο σὲ ἀσημένια θήκη, στὶς 8 Μαΐου 1208. Στὴν Πάτρα ἀπόμεινε μοναχὰ ἡ ἁγία κάρα ποὺ τὴ δώρισε στοὺς Πατρινοὺς ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Μὰ στὰ 1460 ποὺ κατεβήκανε οἱ Τοῦρκοι στὸν Μοριά, ὁ Θωμᾶς ὁ Παλαιολόγος, ἀδελφός του Κωνσταντίνου καὶ τελευταῖος ἄρχοντας τῆς Πάτρας, πῆρε τὴν ἁγία κάρα καὶ μπαρκάρησε ἀπὸ τὴν Πύλο καὶ πῆγε στὴ Ρώμη καὶ τὴν πρόσφερε στὸν πάπα Πίο τὸ Β´. Ὁ σταυρός του βρίσκεται στὴ Μαρσίλια, στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Βίκτωρος.

Στὴν Πάτρα καὶ στὰ περίχωρα ὑπήρχανε πολλὲς ἐκκλησίες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, πλὴν τώρα δὲν σώζεται καμμιά. Ἡ σημερινὴ ἐκκλησιά του εἶναι βασιλικὴ κατὰ τὸ σχέδιο ποὺ συνηθιζότανε στὰ Ἐφτάνησα, καὶ χτίσθηκε στὰ 1845. Τὸ ταβάνι εἶναι ζωγραφισμένο ἀπὸ τὸν Δημήτριο Βυζάντιο ποὺ ἔγραψε τὴ Βαβυλωνία καὶ ποὺ ἤτανε ἁγιογράφος. Μ᾿ ὅλο ποὺ ἡ ἐκκλησία αὐτὴ δὲν εἶναι κανωμένη καὶ ζωγραφισμένη κατὰ τὸ βυζαντινὸ τρόπο, εἶναι ὡστόσο κατανυχτική. Ἐνῶ ἡ μισοτελειωμένη ἐκκλησία ποὺ φαίνεται κοντὰ τῆς εἶναι ἕνα ἔκτρωμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ γκρεμίσουνε οἱ Πατρινοί. Ξέρω πὼς παιδεύουνται χρόνια τώρα χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ κατασταλάξουνε σὲ μία ἀπόφαση γιὰ τὸ σχέδιο μιᾶς μεγάλης ἐκκλησιᾶς ποὺ θέλουνε νὰ χτίσουνε. Εἶδα τὸ σχέδιο ποὺ σκάρωσε ἕνας Φραντσέζος, ποὺ εἶναι ἴδια τούρτα. Μὰ ὑπάρχει πιὸ ἁπλὸ πρᾶγμα ἀπὸ τοῦτο: νὰ ἀναθέσουνε σ᾿ ἕναν καλὸν ἀρχιτέκτονα, ποὺ νὰ νογᾶ ἀπὸ βυζαντινά, νὰ κάνει μίαν ἐκκλησιά, ἀντιγράφοντας πιστὰ κάποια ἀπὸ τὶς πιὸ ἔμορφες βυζαντινὲς ἐκκλησιές, π.χ. τὸν ὅσιο Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς, τὸ Βροντόχι τοῦ Μυστρὰ ἢ μία ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἢ ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Πάτρα εἶναι τὸ λιμάνι τῆς Ἑλλάδας ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸ πέλαγο τῆς Εὐρώπης, κι ὅποιος ἔρχεται ἀπὸ κεῖ, εἶναι ντροπὴ νὰ πρωτοδεῖ μίαν ἐκκλησιὰ φράγκικη στὸ μέρος ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Πρέπει νὰ δεῖ μία ἐκκλησιὰ ἑλληνική, βυζαντινή. Τί καθόσαστε καὶ συζητᾶτε χρόνια τώρα, σὰν νὰ μὴν ἔχετε τὴν πιὸ σπουδαία τέχνη στὸν τόπο σας;

Ἐδῶ στὴν Ἀθήνα ζωγράφισα μία μικρὴ καὶ παλαιὰ ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ βρίσκεται στὴν ὁδὸ Λευκωσίας, κοντὰ στὴν πλατεία Ἀγάμων. Ἡ πιὸ πολλὴ δουλειὰ ἔγινε. Σὰν τελειώσει ἡ ἁγιογραφία, πιστεύω νὰ γίνει ἕνα μικρὸ μουσεῖο τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



   Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ πρωτοκλήτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, μιὰ μικρὴ πόλη στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μετωνομάσθηκε Πέτρος. Ὑπῆρξε πρῶτα μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη καὶ ὀνομάζεται πρωτόκλητος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἦταν βέβαια ψαρᾶς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἄκουσε τὸ βαπτιστὴ Ἰωάννη, ποὺ εἶπε κι ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἄλλος μαθητὴς πῆραν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε καὶ τοὺς ρώτησε· «Τί ζητεῖτε;». Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;».



Φαίνεται πὼς ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα ἦταν ὁ ὕστερα ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὸ συνηθίζει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ μὴ λέγη τὸ ὄνομά του. Στὴν ἐρώτηση λοιπὸν τοῦ Ἀνδρέα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Καὶ συνεχίζει τὴ διήγηση ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἦλθον σὺν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»· ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποὺ μένει καὶ ἔμειναν κοντὰ του ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα. Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί θὰ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν θεῖο Διδάσκαλο οἱ δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη μία ἥμερα ὁλόκληρη, ποὺ ἔμειναν μαζί του, καὶ ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἐντυπώσεις των.

Ἀλλὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ ὁλοήμερη ἀναστροφὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, τὴν βλέπομε στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ Ἀνδρέας, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «εὑρίσκει πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε τὸ Χριστό!». Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Χριστός, ὁ ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο περίμενε ὁ λαός. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα· ὁ βάπτισης Ἰωάννης ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔλεγε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε τώρα στοὺς δύο ψαράδες καὶ τοὺς ἔπεισε πὼς αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν. Δὲν ἔμενε λοιπὸν ἀμφιβολία, κι ὁ Ἀνδρέας γεμάτος χαρὰ καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ἔφερε τὴν ἀγγελία στὸν ἀδελφό του.

Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο συπληρώνει ὅτι ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κύτταξε τὸ Σίμωνα στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς»· ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθῆς Κηφᾶς. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι τὸ Κηφᾶς στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Πέτρος. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν εἶπε Κηφά, δηλαδὴ Πέτρο, μᾶς τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμολογία τὸ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν...». Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ κλήση του στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου. Ὅταν παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε ὁριστικά τους μαθητές, ποὺ θὰ γίνονταν Ἀπόστολοι καὶ τότε πρῶτον πάλι κάλεσε τὸν Ἀνδρέα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, ποὺ τοὺς βρῆκε «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν». Ἄλλες δυὸ φορὲς ὕστερα βλέπομε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Μία φορά, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κάποιους Ἕλληνες, ποὺ ζήτησαν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ δεύτερη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμιλοῦσε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ· τότε, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας ρώτησε· «Εἰπὲ ταῦτα πότε ἔσται;», πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτά;

Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ξέρομε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἡ ἱεραποστολική του δράση συνδέεται μὲ τὴ δική μας Βυζαντινὴ καὶ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριαρχικὸς ναὸς σήμερα στὴν Πόλη τιμᾶται στὸ ὄνομά του. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ μαρτύρησε, σταυρωμένος ἀνάποδα. Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναοὺς στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἁγία του κάρα τὸ 1460 ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος φεύγοντας τὴν κατάκτηση τῶν Τούρκων τὴν πῆρε μαζί του ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴ Ρώμη, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ Μητροπολίτης Πατρὼν τὴν ξαναπῆρε στὴν Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιομνημόνευτούς του Εὐαγγελίου· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Ἀμὴν

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης

Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:

+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ
A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω
ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ
ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ

Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.

Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.

Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».

Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Πρέπει να νηστεύουν τα παιδιά;

Του Πατρός Βασιλείου Βολουδάκη

Πρέπει να νηστεύουν τα παιδιά; Σ’ αυτό το ερώτημα δίδονται συνήθως απαντήσεις, των οποίων ή επιχειρηματολογία ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα, δηλαδή την αληθινή επιστήμη, άλλα πηγάζει από τη συναισθηματική «λογική» της άγνοιας, της φοβίας και του παθολογικού ενδιαφέροντος γιατα παιδιά.
Ή επιχειρηματολογία αυτού του είδους, καταλήγει, κατά κανόνα, στο εύκολο συμπέρασμα όχι τα παιδιά δεν πρέπει να νηστεύουν, γιατί βρίσκονται στην τρυφερή ηλικία τηςαναπτύξεώς τους.
Πρέπει δε ιδιαιτέρως να τονίσουμε, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν χρησιμοποιείται μόνο, για να αποτρέψει τη νηστεία των παιδιών, αλλά κατάλληλα τροποποιημένο χρησιμοποιείται και για να δώσει ψεύτικο άλλοθι στους ανθρώπους όλων των ηλικιών, οι όποιοι εντελώς αυθαίρετα και ελαφρά τη καρδία έχουν καταργήσει στους εαυτούς τους τη νηστεία. Έτσι, σύμφωνα με το πονηρό σκεπτικό του «επιχειρήματος» — λαστιχένιο παπούτσι (πού ταιριάζει δηλαδή «γάντι» σε όλες τις ηλικίες), τα παιδιά δεν πρέπει να νηστεύουν, γιατί είναι στηναρχήτηςαναπτύξεως χους, οιμαθηταίκαιοιφοιτηταί τοίδιο, γιατί ολοκληρώνουν την ανάπτυξη χους και δαπανούν θερμίδες διαβάζοντας, οι ώριμοι δεν αντέχουν να νηστεύουν λόγω των πολλών οικογενειακών και εργασιακών υποχρεώσεων χους, οι μεσήλικες έχουν αρχίσει να υποφέρουν από διάφορες παθήσεις και ζητούν να χους «έχουμε παρητημένους» από τη νηστεία, για να αντιμετωπίσουν… απερίσπαστοι τα προβλήματα υγείας χους, και, τέλος, οι γέροντες ως παντελώς καταβεβλημένοι καιεξαντλημένοι δεν είναι ανάγκη ναεπιχειρηματολογήσουνκαι πολύ, γιανα… αμνηστευθούν! Και μετά απότις τόσες παραιτήσεις από τη νηστεία, τίθεται από κάθε λογικό άνθρωπο τοερώτημα: Τότε, πότε είναι ό κατάλληλος καιρός, για να νηστέψει ό άνθρωπος;
«Ας επιστρέψουμε, όμως, στο αρχικό μας ερώτημα για τη νηστεία των παιδιών δίδοντας αδίστακτα καταφατική απάντηση: Ναι, πρέπει να νηστεύουν τα παιδιά. Και να, γιατί:
Ό Μ. Βασίλειος, που δεν ήταν μόνο, μέγας άγιος και μέγας Θεολόγος αλλά και μέγας πανεπιστήμων και εγνώριζε «την φύσιν των όντων» και ιδιαιτέρως του ανθρώπου, εμβαθύνοντας στην αληθή ιατρική, μας παραγγέλλει: «Οι παίδες, ώσπερ των φυτών τα ευθαλή, τω της νηστείας ύδατικαταρδευέσθωσαν»(Περί νηστείας, Λόγος Β.’). Δηλαδή, είναι τόσο απαραίτητη ή νηστεία για τα παιδιά, όσο απαραίτητο είναι το νερό γιανα διατηρούνται ανθηρά και καταπράσινα τα φυτά!
Πόσο δίκιο έχει ό άγιος! «Όντως, τίποτε δεν είναι τόσο αναγκαίο για τον παιδικό οργανισμό όσο τονα τον προφυλάξουμε από τις τοξίνες και τις άφθονες λιπαρές ουσίες, οι όποιες αποτελούν τροχοπέδη στην ομαλή και άνευ επιβαρύνσεων ανάπτυξη του. Και ό μόνος τρόπος νατο επιτύχουμε είναι ή νηστεία. Με τη νηστεία γίνεται διαρκής εναλλαγή τροφών και ό οργανισμός λαμβάνει όλα τα συστατικά, πού αυτές περιέχουν. Δεν καταδικάζεται το παιδί να εναλλάσσει  μόνο τρία ή τέσσερα φαγητά (μπριζόλα, μπιφτέκι, σουβλάκι και τα συναφή), όπως, δυστυχώς, γίνεται κατά κανόνα από τους ίδιους τους γονείς «τή προτροπή» ιατρών, οι όποιοι «την πάσαν ελπίδα των» γιατην υγεία των ανθρώπων έχουν εναποθέσει στο κρέας και στα λίπη όλων των κατηγοριών και αποχρώσεων!
Τα δύστυχα τα παιδιά υποφέρουν βεβαρημένα με τα τόσα λίπη και τις τοξίνες τωνκρεατικών καταχρήσεων, πού τους επιβάλλουν οι γονείς τους και τελικά σημαδεύονται απότα «γεννοφάσκια» τους με… γεροντικές(!) παθήσεις, οι όποιες τις τελευταίεςδεκαετίες μαστίζουν κυριολεκτικά τον παιδικό πληθυσμό.
0 παιδικός οργανισμός έχει υγεία, ακμή, αντοχή καιδύναμηαλλά επιβαρύνεται εύκολα απότη συνεχή λήψη λιπαρών τροφών και ιδίως από τις καταχρήσεις ζωικών πρωτεϊνών, οι όποιες, όπωςαποφαίνεται ή ιατρική, προκαλούν διούρηση (δηλαδή απώλεια δια των ουρών) ασβεστίου, καρδιοπάθειες, και προδιάθεση για νεφρικές και αγγειακές βλάβες. Ιδιαιτέρως πρέπει να προσεχθεί η παιδική παχυσαρκία, η οποία σημαδεύει τον άνθρωπο δια παντός, διότι συμβαίνει «σε περιόδους ζωής στις όποιες ο αριθμός των λιπωδών κυττάρων συνεχίζει να αυξάνεται»(PeterKarlson, Βιοχημεία, Αθήνα 1984, σ. 345)και ως εκ τούτου «οδηγεί (τα παιδιά) στην εφ’ όρου   ζωής  τάση   για  υπερβολικό    βάρος»(δ.ά)με αποτέλεσμα να υπάρξουν μακροπρόθεσμα  ή   μεσοπρόθεσμα «πολλές ανεπιθύμητες επιπτώσεις, αρτηριοσκλήρωση, ανεπάρκεια των στεφανιαίων και έμφραγμα του μυοκαρδίου»(δ.ά)!
Δυστυχώς, στον τομέα της διατροφής των παιδιών επικρατεί ακόμη και στους γιατρούς άπλετο σκοτάδι, παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη ιατρική έρευνα έχει κάνει εκπληκτικές ανακαλύψεις, οι όποιες επιβεβαιώνουν περίτρανα την αλήθεια της Αγίας Γραφής και της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας περί της αξίας της νηστείας. Τα πορίσματα αυτά της συγχρόνου ιατρικής ερεύνης αδυνατούν να τα αξιοποιήσουν σωστά ακόμη και χριστιανοί ιατροί, γιατί εγκλωβίζονται στα στενά όρια της ιατρικής αυτάρκειας, λησμονώντας ότι όλες οι λύσεις στα επιστημονικά προβλήματα είναι πρωτίστως θεολογικές! Μόνο μέσα από την ευρύτητα της θεολογίας όλες οι επιστήμες αξιοποιούνται στο έπακρο και παύουν να «στενοχωρούν» και να «στενοχωρούνται». Αυτό, προς το παρόν, λίγοι γιατροί το έχουν συνειδητοποιήσει. Οι περισσότεροι, όπως είπαμε, κινούνται μέσα σε «ιατρικό» σκοτάδι, στο όποιο, όπως είναι φυσικό, κυριαρχεί ο πανικός, απουσιάζει η ορθή κρίση, πού αυτή μόνο μπορεί να συνδυάσει αρμονικά τα σωστά πορίσματα της ιατρικής ερεύνης και τελικά επικρατεί η εύκολη «λύση» τού άφθονου και «εκλεκτού» φαγητού, ή οποία προτείνεται κατ’ εξοχήν από τους παιδίατρους και υιοθετείται ανεπιφύλακτα και πρόθυμα από τους γονείς ως πανάκεια.
Πρώτο στη λίστα των περισσοτέρων Ελλήνων γιατρών είναι το κρέας, το όποιο θεωρούν αναντικατάστατο και δεν δέχονται τη διακοπή του ούτε για τις περιόδους των νηστειών της Εκκλησίας (ή μεγαλύτερη των οποίων διαρκεί 50 ήμερες) αλλά ούτε και για μια Τετάρτη και μια Παρασκευή! Ισχυρίζονται πώς οι ζωικές πρωτεΐνες είναι αναντικατάστατες καιότι ό παιδικός οργανισμός δεν αναπτύσσεται φυσιολογικά, όταν τις στερείται και μάλιστα για διάστημα 40 ή 50 ήμερων. Κάτι ανάλογο και με πιο κατηγορηματικό τρόπο ισχυρίζονται καιγιαταζωϊκά λίπη καιτα γαλακτοκομικά.
«Ας δούμε όμως αν συμφωνεί  και η ιατρική με αυτούς τους γιατρούς, για να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας και να πάρουμε τις αποφάσεις μας.
Εν πρώτοις η ιατρική μας πληροφορεί ότι η βιταμίνη Β12, η τόσο απαραί¬τητη στο αίμα για την αποτροπή της αναιμίας,«προέρχεται από την τροφή και περιέχεται σε όλες τις τροφές ζωικής προέλευσης, από τις όποιες απορροφών¬ται κατά προσέγγιση 5 mg βιταμίνης Β12ανά 24ωρο»(S. Schroeder, L. Tietney, S. McPhee, Μ. Papadakis, Μ. Krupp, Σύγχρονη διαγνωστική και θεραπευτική, Αθήνα 1993, σελ. 576 κ. έξ).
Στη συνέχεια μας εξηγεί, πώς αν δεν υπάρχουν άλλες απώλειες (πλέον των 5 mg) βιταμίνης Β12από έκτα¬κτες αιτίες (όπως π.χ. χειρουργικές ε¬πεμβάσεις κ.λ.π.), τότε«το σώμα διαθέτει αρκετά αποθέματα βιταμίνηςΒ12έτσι ώστε ανεπάρκεια βιταμίνης Β12ανα¬πτύσσεται περισσότερο από τρία χρόνια μετά την παύση της απορρόφησης βιταμίνης Β12»Και καταλήγει:« Εφ’ όσον η βιταμίνηΒ12 υπάρχει σε όλες τις τροφές ζωικής προέλευσης, η διαιτητική ανεπάρκεια βιταμίνης Β12 είναι εξαιρετικά σπάνια και παρατηρείται μόνο σε φυτοφάγους —αυστηρά φυτοφάγους — που αποφεύγουν όλα τα γαλακτερά, καθώς επίσης το κρέας και το ψάρι».
Μετά από αυτά ερωτούμε: Ποιά νηστεία της Εκκλησίας μας διαρκεί 3 χρόνια (!) ώστε να δικαιολογείται η ανησυχία για έλλειψη από τον οργανισμό της βασικής βιταμίνης Β12;
Ο οργανισμός έχει πλασθεί από το Θεό να κατακρατεί τα χρήσιμα συστατικά, και κατά τις περιόδους της νηστείας να δαπανά τα πλεονάσματα, για να διατηρείται η ισορροπία του σώματος και να διασφαλίζεται η υγεία του. Ή υπερφόρτωσητου οργανισμού με συστατικά, τα όποια αδυνατεί αυτός όχι μόνο να καταναλώσει αλλά και να αποθηκεύσει, λόγω των περιορισμένων διαστάσεων των αποθηκών του, είναι ή βασική αιτία του κλονισμού της υγείας και της σταδιακής καταρρεύσεώς της, δεδομένου ότι ο οργανισμός δεν μπορεί να «οικοδόμηση μείζοναςαποθήκας» κάνοντας το χατήρι στους μιμητάς του άφρονος του Ευαγγελίου, που σκέφθηκε το «καθελώ μου τάςάποθήκας», για να ικανοποιήσει το άπληστο πάθος του!
Ως προς το θέμα των ζωικών πρω-τεϊνών, τις όποιες κάποιοι γιατροί χαρακτηρίζουν αναντικατάστατες ακόμη και για τις 40-50 ημέρες πού διαρκεί η  νηστεία, ή σύγχρονη ιατρική μετά από πολυετείς έρευνες και μελέτες κατέληξε σε εκπληκτικά συμπεράσματα, τα όποια διαψεύδουν τους γιατρούς αυτούς και επαληθεύουν με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ότι ή «Αγία μας Εκκλησία κατέχει όχι μόνο τη Θεία Αποκάλυψη αλλά και την τέλεια γνώση της ιδανικής λειτουργίας του ανθρωπίνου οργανισμού.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στα πορίσματα της συγχρόνου ιατρικής ερεύνης, διαβάζουμε: «Σχετικά με την προέλευση τους οι πρωτεΐνες διακρίνονται σε ζωικές και φυτικές, πού παλαιότερα χαρακτηρίζονταν αντίστοιχα ως πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Εν τούτοις ορισμένες φυτικές πρωτεΐνες, όπως π.χ. αυτές του ρυζιού ή της σόγιας, είναι πολύ καλής ποιότητος και ισάξιες με τις ζωικές. Μάλιστα είναι σημαντικό το γεγονός, ότι μίγμα ορισμένων φυτικών πρωτεϊνών δίνουν πρώτης κατηγορίας πρωτεΐνες, που χρησιμοποιούνται για την αύξηση ή τη διατήρηση στους ποντικούς ή στα παιδιά, περίπου τόσο καλά όσο και το γάλα, (π.χ. συνδυασμός σιτάλευρου ή ριζαλεύρου με σόγια πού χρησιμοποιείται συχνά από τούς φυτοφάγους)»!!!(Γ.Παπανικολάου, Σύγχρονη διατροφή και διαιτολόγια, Αθήνα 1993, σελ. 103)
Μεάπλα λόγια, ή επιστήμη της ιατρικής μας πληροφορεί ότι είναι δυνατόν να νηστέψουν τα νήπια ακόμη και το γάλα χωρίς να ανακοπεί ή αυξητική τους πρόοδος, αρκεί να το αντικαταστήσουν με φυτικούς συνδυασμούς θρεπτικών τροφών. «Αυτό οφείλεται ατό γεγονός ότι η σύνθεση των πρωτεϊνών από αμινοξέα διαφέρει στις διάφορες πρωτεΐνες, άλλα στο πρωτεϊνικό μίγμα ή συμπληρωματική άξια τους καλύπτει τις διαφορές και δίνει πρωτεΐνη καλής ποιότητος (λ.χ. μίγμα ριζαλεύρου και σόγιας, σιτάλευρου και σόγιας κ.λ.π.»)(Γ. Παπανικολάου, σελ. 115.)
Έτσι εξηγείται και το πώς κατώρθωνανοι παλαιές γυναίκες να έχουν κατά τη γαλουχία των βρεφών τους άφθονο γάλα, παρ’ ότι έκαναν αυτές αυστηρή νηστεία. Διότι έπιναν χυλό από σιτάρι και ξηρούς καρπούς αντί γάλακτος, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη αισθάνονται ατονία και αδυναμία αλλά και να υπεραφθονεί το γάλα τους τόσο, ώστε έκτος από το δικό τους μωρό να θηλάζουν συμπληρωματικά και άλλα, συγγενικά η φιλικά τους, βρέφη.
Με αυτές τις λίγες, ενδεικτικές άλλα και ιδιαιτέρως χαρακτηριστικές αναφορές μας στη σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία, έγινε σαφές, πιστεύω, ότι ή αληθινή ιατρική όχι μόνο συγκατατίθεται ανεπιφύλακτα στη νηστεία των παιδιών αλλά και διακηρύσσει ότι ή αποτοξίνωσητου οργανισμού των παιδιών μετην περιοδική αποχή τους από ζωικές πρωτεΐνες και λίπη (πού μετηνύπερ-κατανάλωση τους βαραίνουν, υπερφορτώνουν και κουράζουν τον παιδικό οργανισμό) αποτελεί την ιδανική θεμελίωση μιας υγείας ικανής ναανταποκριθεί στις δυσκολίες, πού αυξάνονται μετο πέρασμα τού χρόνου.
Κλείνοντας την ενότητα γιατη νηστεία των παιδιών αισθάνομαι τηνανάγκη να καταθέσω και την προσωπική μου μαρτυρία επί του θέματος αυτού, γιατί στις μέρες μας επλήθυναν, δυστυχώς, οι επίσημες εκκλησιαστικές φωνές που αποτρέπουν τα παιδιά από τη νηστεία, με κυρίαρχο επιχείρημα ότι άλλαξαν τάχα οι εποχές και είναι αδύνατον σήμερα να νηστέψουν παιδιά, που ζουν μέσα στα καυσαέρια και τη μόλυνση των πόλεων.
Θέλω, λοιπόν, να βεβαιώσω ότι τα αγαθά και ανεκτίμητα αποτελέσματα της νηστείας δεν τα διάβασα μόνο στα βιβλία των αγίων μας, ούτετα άκουσα μόνο από κάποιους σαν Ιστορίες του παρελθόντος, αλλάτα επαλήθευσα στην πράξη. Πρώτα στα σαρκικά μου παιδιά, τα όποια γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και ζουν στο κέντρο της Αθήνας, δηλαδή στην καρδιά της πιο μολυσμένης περιοχής. Τα παιδιά αυτά άρχισαν νανηστεύουν από ενός έτους (ίσως και μικρότερα) το γάλα και το κρέας κάθε Τετάρτη και Παρασκευή και το κρέας καθ’ όλητη διάρκεια των νηστειών της Εκκλησίας μας. ‘Από δε τριών ετών άρχισαν να κάνουν άλαδη (πλην Σαββάτου και Κυριακής) ολόκληρη τη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. Ίσως, μάλιστα, να άρχισαν και νωρίτερα την άλαδη νηστεία αλλά δεν θέλω να γράψω κάτι αβέβαιο. ‘Από τριών ετών μέχρι σήμερα, που είναι 22 ετών ό μικρότερος, ακολουθούν όλες τις νηστείες με την ακρίβεια που τις ορίζει ή Εκκλησία μας και με τη Χάρι του Θεού δεν έπαθαν το παραμικρό, έκτος από ελάχιστες παιδικές αρρώστιες και κάποιες γρίππες. Αυτή την τακτική εφάρμοσαν και εφαρμόζουν στα παιδιά τους πολλά πνευματικά μου παιδιά, που ξεπέρασαν την τρομοκρατία αδαών γιατρών και πίστεψαν στην πραγματικότητα, που ευλογεί και εγγυάται ό Θεός. Και βεβαιώθηκαν και αυτοί, όπως και μείς, όχι μόνο με λόγια ή με διηγήσεις άλλων, αλλάμετηναπτή πραγματικότητα, ότι ή νηστεία είναι το μεγαλύτερο δυναμωτικό των παιδιών, η μετάγγιση της υγείας, οφορεύς της ευλο¬γίας τουΘεού στις ψυχές και στα τρυ¬φερά σώματα τους.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από το να βλέπεις νήπια 3 ετών να έρχονται και να σου λένε:
—«Παππούλη,ή τσίχλα είναι νηστήσιμη;» και να μην αποφασίζουν να την ξετυλίξουν, ανδεν έχουν τη συγκατάθεση και την επιβεβαίωση.
Τα παιδιά έχουν έμφυτο τον πόθο για τη νηστεία. Τους είναι τόσο φυσική και αυθόρμητη όσο η αναπνοή τους. Δεν δυσκολεύονται καθόλου νατην τηρήσουν, παρεκτός αν οι γονείς τους έχουν δυσκολία να νηστέψουν. Αν οι γονείς έχουν πρόβλημα μετη νηστεία, τότε και τα παιδιά δυσκολεύονται. Ποτέ μόνο με δική τους ευθύνη!
Στην πρώτη έκδοση τού «Νηστειοδρομίου» έγραψα γιατηνπερίπτωση μιας μητέρας πού είχε χάσει τρία παιδιά και γι’ αυτό φοβόταν νανηστέψειτην τετράχρονη κόρη της. Τώρα, με την ευκαιρία τήςέπανεκδόσεως παρεκάλεσα αυτή τη μητέρα, την κ. Λαμπρινή Πολ…, να μου αποτύπωση γραπτώς τον διάλογο, που είχε για το θέμα αυτό, με τον Γέροντα μας, τον π. Σίμωνα.
Γράφει:«Τό 1975, κάποια μέρα της Μ. Τεσσαρακοστής, είχα πάει στον π. Σίμωνα για να εξομολογηθώ. Είχα μαζί μου και την κόρη μου, την Ειρήνη.. Μόλις τελείωσε ή εξομολόγηση μου, μίλησα στον Γέροντα και γιατην κόρη μου, πού ήταν τότε τεσσάρων ετών. Με ρωτάει εκείνος:
— Το νηστεύεις το παιδί;
— π. Σίμων, του απαντώ, το παιδί είναι πολύ μικρό, κακόφαγο και συνεχώς αρρωσταίνει. Ό γιατρός είναι κάθε βδομάδα στο σπίτι μας!
— Το παιδί θα νηστεύει χωρίς λάδι, μόνο Σαββατοκύριακο θα τρώει λάδι, μου απαντάμε κατηγορηματικό τρόπο.
— π. Σίμων, του λέω, φοβάμαι γιατί έχω χάσει τρία παιδιά. Ένα τριών χρονών, το δεύτερο οκτώ μηνών και το τρίτο έξι μηνών.
— Τότε θα χάσεις και ένα από μένα(!), μου λέει με έμφαση. Και συνεχίζει ρωτώντας με: — Τα άλλα, παιδί μου, τα παιδιά σου πήγαν στον ουρανό από νηστεία;
— Όχι, του λέω.
— Άκου παιδί μου. Αυτό το παιδάκι σου είναι μπαρμπουνάκι! Ήδη έχουμε περάσει τη μισή Σαρακοστή, προχωρεί και μη φοβάσαι.
Από τότε ή κόρη μου δυνάμωσε και έστιβε την πέτρα με το χέρι της. Αυτός ήταν ό π. Σίμων. Αύτη είναι και ή νηστεία!»
Γι’ αυτό είμαι αμετάθετος υπέρ της νηστείας των παιδιών και κανείς δεν μπορεί να με πείσει να αλλάξω γνώμη, ακόμη κι’ αν είναι Επίσκοπος, Πατριάρχης ήκαι άγγελος «φωτός». Διότι, για να γένη αυτό, πρέπει πρώτα να πετάξω τη λογική μου στα σκουπίδια και ν’ αρνηθώ την πραγματικότητα!
Από Το Βιβλίο : ΝΗΣΤΕΙΟΔΡΟΜΙΟΝ Του Π. Βασιλείου Βολουδάκη , Εκδόσεις ΥΠΑΚΟΗ

Εὐχαριστεῖς τὸ Θεό; (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

«Ὅταν λοιπὸν ἐρχόμαστε γιὰ προσευχή, πρῶτα ἃς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης καὶ τῶν κοινῶν ἀγαθῶν».
Γιατί, ἂν καὶ οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές, ἀλλὰ κι ἐσὺ σώθηκες μὲ τὴν κοινὴ εὐεργεσία. Ὥστε καὶ γιὰ τὴ δική σου σωτηρία ὀφείλεις κοινὴ χάρη, καὶ γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία θὰ ἐνεργοῦσες σωστὰ ἂν ἐξέφραζες πρὸς τὸ Θεὸ μιὰ ὅλως ἰδιαίτερη εὐχαριστία. Καθ’ ὅσον τὸν ἥλιο τὸν ἄναψε ὄχι μόνο γιὰ σένα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὅμως μέσα στὸ ἐπὶ μέρους ἔχεις τὸ ὅλο. Γιατί ἔγινε τόσο μεγάλος γιὰ τὸ κοινό. Καὶ βλέπεις ἐσὺ μόνος τόσο, ὅσο εἶδαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Ἑπομένως ὀφείλεις τόση εὐχαριστία, ὅση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ πρέπει νὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ κοινὰ ἀγαθά, καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν ἄλλων. Καθ’ ὅσον πολλὰ καλά τα δεχόμαστε ἐξ’ αἴτιας τῶν ἄλλων.
Καὶ πράγματι, ἂν βρίσκονταν στὰ Σόδομα δέκα μόνο δίκαιοι, δὲν θὰ πάθαιναν ἐκεῖνα ποὺ ἔπαθαν. Ὥστε πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴν παρρησία τῶν ἄλλων. Καθ’ ὅσον ὁ νόμος αὐτὸς εἶναι ἀρχαῖος, φυτεμένος στὴν Ἐκκλησία ἀπ’ τὴν ἀρχή.
Ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ ὑπὲρ τῶν Ρωμαίων, ὑπὲρ τῶν Κορινθίων, ὑπὲρ ὅλης της οἰκουμένης…».
(Ἀπ’ τὴν Β΄ Ὁμιλία τοῦ «ΕΙΣ ΤΗΝ Β’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ»)
«Ἀγρυπνώντας σὲ αὐτὴν μὲ εὐχαριστία». Αὐτὸ λοιπόν, λέγει, ἃς εἶναι τὸ ἔργο σας, νὰ εὐχαριστεῖτε στὶς προσευχές σας, καὶ γιὰ τὰ φανερὰ καὶ γιὰ τὰ κρυφά, καὶ γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς κάνει μὲ τὴ θέλησή μας καὶ χωρὶς τὴ θέλησή μας, καὶ γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ γιὰ τὴ γέεννα τοῦ πυρός, καὶ γιὰ τὶς θλίψεις καὶ γιὰ τὶς ἀνέσεις μας. Γιατί ἔτσι εἶναι ἡ συνήθεια στοὺς Ἁγίους νὰ προσεύχονται καὶ γιὰ τὶς κοινὲς εὐεργεσίες νὰ εὐχαριστοῦν.
Γνωρίζω ἐγὼ κάποιον ἅγιο ἄνδρα ποὺ προσεύχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Τίποτα δὲν ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, ἂλλ’ ὅτι,
Σ’ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Σου ποὺ ἀπ’ τὴν πρώτη ἡμέρα μέχρι σήμερα ἔγιναν σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ ὅσες γνωρίζουμε καὶ ὅσες δὲν γνωρίζουμε,
γιὰ τὶς φανερὲς καὶ γιὰ τὶς κρυφές,
γι’ αὐτὲς ποὺ ἔγιναν μὲ ἔργο,
γι’ αὐτὲς ποὺ ἔγιναν μὲ λόγο,
γι’ αὐτὲς ποὺ ἔγιναν ἑκούσια,
γι’ αὐτὲς ποὺ ἔγιναν ἀκούσια,
γιὰ ὅλες ποὺ ἔχουν γίνει σὲ μᾶς τοὺς ἀνάξιους.
Γιὰ τὶς θλίψεις,
γιὰ τὶς ἀνέσεις,
γιὰ τὴ γέεννα τοῦ πυρός,
γιὰ τὴν κόλαση,
γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Σὲ παρακαλοῦμε νὰ φυλάξεις τὴ ψυχὴ μᾶς ἁγία, μὲ καθαρὴ συνείδηση, μὲ τέλος ἄξιό της φιλανθρωπίας Σου.
Ἐσὺ ποὺ μᾶς ἀγάπησες, ὥστε νὰ παραδώσεις γιὰ χάρη μᾶς τὸ μονογενῆ Υἱό σου, ἀξίωσέ μας νὰ γίνουμε ἄξιοί της ἀγάπης Σου.
Δῶσε σοφία στὸ λόγο σου καὶ στὸ φόβο σου.
Χριστέ, ποὺ εἶσαι μονογενής, βάλε μέσα μας τὴ δύναμή Σου.
Ἐσὺ ποὺ ἔδωσες γιὰ χάρη μᾶς τὸ μονογενῆ Υἱό σου, καὶ ἐξαπέστειλες τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐὰν μὲ τὴ θέλησή μας ἢ χωρὶς τὴ θέλησή μας κάναμε κάποια ἁμαρτία, συγχώρησε τὴν καὶ μὴ τὴ λογαριάσεις.
Θυμήσου ὅλους ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά Σου ἀληθινά.
Θυμήσου ὅλους ποὺ θέλουν τὸ καλό μας ἢ καὶ τὸ κακό μας, γιατί ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι.
Ἔπειτα προσθέτοντας τὴν προσευχὴ τῶν πιστῶν, σταματοῦσε ἐδῶ, ἀφοῦ σὰν ἐπίλογο καὶ σύνδεσμο ἔδινε τὴν εὐχή του γιὰ ὅλους.
Γιατί ὁ Θεὸς μᾶς δίνει πολλὲς εὐεργεσίες καὶ χωρὶς τὴ θέλησή μας, πολλὲς φορὲς καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουμε, ποὺ εἶναι καὶ οἱ μεγαλύτερες. Κι ὅταν λοιπὸν προσευχόμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει κι Αὐτὸς κάνει τὰ ἀντίθετα, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε μᾶς εὐεργετεῖ».
(Ἄγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου,  ἀπὸ τὴν I’ ὁμιλία του «Πρὸς Κολασσαεῖς»)

Όσιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Χωρίς την παράθεση βιογραφικού υπομνήματος γίνεται η αναγραφή του ονόματος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νικολάου στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, καθώς και στα μηναία και τους μεταγενεστέρους εντύπους συναξαριστές, την 29η Νοεμβρίου («Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νι­κόλαος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται»).

Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.

Η ταύτισή του με τον αρχιεπίσκοπο Νικόλαο τον ομολογητή, το όνομα του οποίου αναγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, την οποία επιχειρεί δειλά ο Μ. Γεδεών, είναι παντελώς αστήρικτη και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.

Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου

Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν επίσκοπος Κορίνθου και έζησε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (περί το 160 μ.Χ.) στην εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Κατά τον Μελέτιο ο Διονύσιος αυτός, ήταν άνδρας λόγιος, πολυμαθής και θεοσεβής. Μεριμνούσε όχι μόνο για το ποίμνιό του, αλλά και για τις άλλες εκκλησίες με τις οποίες επικοινωνούσε με επιστολές. Αυτή την επικοινωνία ο ιστορικός Ευσέβιος τη χαρακτηρίζει ως θεία διδασκαλία. Λέγεται ότι μαρτύρησε δια ξίφους.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Φιλούμενος

Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν

Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης: Ἡ Παλαιά Διαθήκη τό λέει ξεκάθαρα: «Δέν ἐπιτρέπεται ὁ ἄνδρας νά φοράη γυναικεία στολή καί ἡ γυναίκα ἀνδρική»

– Γέροντα, πώς ν΄ αντιμετωπίσουμε τις γυναίκες που έρχονται στο Μοναστήρι με παντελόνι; Συχνά λένε ότι είναι πιο πρακτικό αλλά και πιο σεμνό από τα κοντά.

– Σήμερα θα φορούν ή κοντά ή παντελόνια! Άντε τώρα! Αφού ξεκάθαρα το λέει η Παλαιά Διαθήκη, και βλέπεις και με τί λεπτομέρειες! «Δεν επιτρέπεται ο άνδρας να φοράη γυναικεία στολή και η γυναίκα ανδρική».
Είναι νόμος και είναι και άπρεπο. Άνδρες που φορούν φουστάνια είναι ελάχιστοι, πολύ ελάχιστοι.
– Αυτές όμως που δουλεύουν στα χωράφια, λένε ότι δεν μπορούν να κινηθούν άνετα στην δουλειά, αν δεν φορούν παντελόνι.
– Αυτά είναι δικαιολογίες.
– Γέροντα, και για τα κοριτσάκια λένε οι μητέρες ότι τα φορούν παντελόνι, για να μην κρυώνουν.
– Άλλη λύση δεν υπάρχει; Δεν υπάρχουν κάλτσες μέχρι πάνω; Έ, ας φορέσουν κάλτσες μέχρι πάνω, για να μην κρυώνουν. Άμα θέλει κανείς, για όλα βρίσκει λύσεις.
– Και όταν, Γέροντα, έρχονται επίσημοι και έχουν μαζί τους και μία που φοράει παντελόνι;
– Να τους κάνετε μία εξήγηση: «Θέλετε να κάνουμε μία οικονομία και να χαλάσουμε μία τάξη και να γίνει μία αταξία στο Μοναστήρι;».
– Μία φορά, Γέροντα, ήρθαν τριάντα καθηγήτριες με παντελόνι και τις αφήσαμε να περάσουν.
– Κακώς, δεν ταιριάζει! Να τις λέγατε: «Μάς συγχωρείτε, είναι αρχή του Μοναστηριού να μην επιτρέπουμε να μπαίνει γυναίκα που φοράει παντελόνι». Αυτές θα πάνε και σε άλλα Μοναστήρια και θα πούν: «Στο τάδε Μοναστήρι μας άφησαν να περάσουμε με παντελόνι». Τις οικονομήσατε εσείς, για να μην τις προσβάλετε, και εκείνες θα προσβάλουν μετά εσάς. Βάλτε στην πύλη πινακίδα με το σχετικό χωρίο από την Παλαιά Διαθήκη. Φτιάξτε και πενήντα φούστες και να τις δίνετε με καλό τρόπο σ΄ αυτές που έρχονται με παντελόνι πρώτη φορά και δεν ξέρουν ή σ΄ αυτές που φορούν κοντά.
– Γέροντα, όταν έρθει ένα Λύκειο και όλα τα κορίτσια φορούν παντελόνια;

– Να τους κεράσετε έξω από την πύλη. Αυτό τους προβληματίζει. Ή, αν ειδοποιήσουν ότι θα έρθουν για προσκύνημα, πέστε από το τηλέφωνο: «Σάς παρακαλούμε να μη φορούν οι καθηγήτριες και οι μαθήτριες παντελόνι». Έτσι θα καταλάβουν ότι χρειάζεται να σεβασθούν τον χώρο. Εδώ δεν είναι ενορία. Στην ενορία οφείλει ο ιερέας να διαφωτίση τις γυναίκες, για να καταλάβουν γιατί δεν πρέπει να φορούν παντελόνια, και να συμμορφωθούν. Αν καμιά φορά πάνε στην Εκκλησία του γυναίκες από άλλη ενορία και φορούν παντελόνι, να φροντίση να βολέψη τα πράγματα. Η Εκκλησία είναι μητέρα· δεν είναι μητριά.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α’
ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

…Ἦταν ἄγγελος Κυριου…

Μιὰ χειροπιαστὴ βοήθεια ἁγίου Ἀγγέλου ἔζησε καὶ ὁ ἀγωνιστὴς μοναχὸς π. Γεράσιμος Μενάγιας (†1957), στὸ πρῶτο μισό του αἰώνα μας, ἐνῶ ἀσκήτευε στὸ Ἅγιο Ὅρος.
Τὸν ἔστειλε κάποτε ὁ γέροντάς του στὴ μονὴ τῆς Λαύρας γιὰ μιὰ ἐπείγουσα ὑπόθεση. Ὁ π. Γεράσιμος πῆρε τὴν εὐχή του καὶ ξεκίνησε. Ἡ ἀπόσταση Κατουνάκια-Λαύρα εἶναι 3-4 ὧρες, ἀλλὰ ἦταν χειμώνας καιρὸς καὶ εἶχε ρίξει χιόνι.
Ὅταν πέρασε τὴν Κερασιά, ξέσπασε τρομερὴ χιονοθύελλα. Τὸν τύλιξαν πυκνὲς νιφάδες καὶ δὲν διέκρινε σχεδὸν ποὺ βρισκόταν. Ἔχασε καὶ τὸ μονοπάτι, γιατί εἶχε σκεπαστεῖ ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει.
Βλέποντας τὸν κίνδυνο ποὺ δίετρεχε, ἄρχισε νὰ προσεύχεται θερμὰ στὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο. Δὲν πέρασαν λίγα λεπτά, καὶ ἦρθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ ἡ ἀπάντηση: Φανερώνεται μπροστά του ἕνα χαριτωμένο δεκάχρονο παιδάκι.
- Εὐλόγησον, γέροντα! Τοῦ λέει.
- Ὁ Κύριος.
- Ποῦ πηγαίνεις, γέροντα, μ’ αὐτὸ τὸν καιρό; Θὰ σὲ σκεπάσουν τὰ χιόνια. Θὰ χαθεῖς στὸ δάσος μὲ τέτοια χιονοθύελλα.
- Τί νὰ κάνω, παιδάκι μου; Μ’ ἔστειλε ὁ γέροντάς μου στὴ Λαύρα. Εἶναι ἀνάγκη νὰ πάω.
- Ἔλα τότε νὰ σὲ βοηθήσω νὰ προσανατολιστεῖς.
Κι ἀφοῦ τὸν ὁδήγησε ὡς ἕνα σημεῖο, τοῦ εἶπε:
- Θὰ πάρεις τὸν κάτω δρόμο καὶ θὰ βγεῖς στὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Λαύρα.
Ὁ π. Γεράσιμος εὐχαρίστησε. Μόλις ἔκανε μερικὰ βήματα, συνῆλθε. «Πῶς βρέθηκε μικρὸ παιδὶ ἐδῶ καὶ μέσα στὰ χιόνια;», ἀναρωτήθηκε. Γύρισε πίσω, ἀλλὰ δὲν βλέπει κανένα. Τὸ παιδάκι εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Ἴχνη βημάτων δὲν ὑπῆρχαν στὰ χιόνια. Ήταν ἄγγελος Κυρίου.


Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν ἀγγέλων»

Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες

Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων.

Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).

Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό.

Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού.

Γι' αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος - Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.) Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας.

Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος.

Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.

Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον Άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578 - 582 μ.Χ.) και ο δεύτερος αργότερα (689 - 705 μ.Χ.).

Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα».

Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913 μ.Χ. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (Άγιος Θεοφύλακτος).

Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων.

Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων».

Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;».

Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα.

Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους Άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας».

Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 μ.Χ. εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη».

Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 μ.Χ. η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.

Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.

Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 μ.Χ. με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 μ.Χ. να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.

Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 μ.Χ. ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Οἱ πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι, ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι, Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον, καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς ἐνδυσάμενοι.

Ὁ Οἶκος
Τοὺς Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας πυρσεύοντες

Μεγαλυνάριον
Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες ἀνυμνήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθω Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ὑμνείσθωσαν ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.

Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες

Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε την εποχή του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από την Σεβάστεια. Γεννήθηκε σε οικογένεια ειδωλολατρών και είχε μάθει να αισθάνεται μάλλον απέχθεια προς τους χριστιανούς. Υπηρετούσε τους βασανιστές των χριστιανών στους διωγμούς των. Όμως η συχνή προσέγγιση που είχε με τους μάρτυρες του Χριστού, φώτισε σταδιακά τον Ειρήναρχο. Έβλεπε τους ηρωικούς μάρτυρες πράους αλλά ταυτόχρονα δυνατούς και ακλόνητους εις την πίστη τους τις γυναίκες να υπομένουν τα φρικτά βασανιστήρια με καρτερικότητα και αυταπάρνηση και τους θαύμαζε για το μεγαλείο τους. Η βαθμιαία αυτή μεταβολή στην ψυχή του Ειρηνάρχου κατέληξε στην ομολογία του στο Χριστό, την ώρα που επτά χριστιανές γυναίκες υπέμεναν καρτερικότατα για την πίστη τους, όλες τις τιμωρίες και τα μαρτύρια. Η ομολογία αυτή του στοίχισε το θάνατο, τον οποίο βρήκε δια αποκεφαλισμού και τον οποίο υπέστη με πλήρη αγαλλίαση το 303 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι' ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ' ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος

Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.

Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.

Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Ο πλούσιος και η βασιλεία του Θεού

Πρωτ. θεμιστοκλή Μουρτζανού
                Ο πλούτος είναι αξιοζήλευτος για τα δεδομένα και τις αξίες του κόσμου, όχι μόνο στην εποχή μας, αλλά και ανέκαθεν. Εξασφαλίζει την άνετη ζωή και κάνει τον κάτοχό του να μην ασχολείται για την επιβίωσή του. Εξασφαλίζει την δυνατότητα κοινωνικών σχέσεων. Της ηδονής. Της αναγνώρισης από τους άλλους. Την παράταση της ζωής, καθώς ο πλούσιος μπορεί να κάνει χρήση της επιστήμης και των επιτευγμάτων της για να αναστείλει επάνω του τη φθορά του χρόνου. Ο πλούσιος νιώθει ένας μικρός θεός. Έχει την αλαζονεία ότι τα χρήματα και τα αγαθά του μπορούν να του εξασφαλίζουν λύσεις για όλα του τα προβλήματα.  Μπορεί να αγοράσει και τα αισθήματα και τις υπηρεσίες των άλλων. Ο πλούσιος είναι το όνειρο των πολλών.
                Δεν είναι συχνό το φαινόμενο ένας πλούσιος να έχει υπαρξιακές ανησυχίες. Να θέλει να έχει σχέση με τον Θεό. Να είναι βέβαιος ότι τα αγαθά του δεν επαρκούν για να δει τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας. Να συνειδητοποιήσει την ματαιότητα των κτημάτων και των χρημάτων, από τη στιγμή που η φθορά και ο θάνατος θα αγγίξουν και τον ίδιο. Να μη νικηθεί από την ευκολία του «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκωμεν». Να αγαπήσει, εκτός από το να χρησιμοποιήσει. Να νοιαστεί για τους άλλους αληθινά, από την καρδιά του, να πιστέψει ότι ο πλούτος του υπάρχει για να προσφέρει στους μη έχοντας. Συνήθως ο πλούσιος πάσχει από οίηση έναντι των πολλών. Παρασύρεται και από τον ανταγωνισμό που συνοδεύει τον πλούτο. Δεν ανέχεται οι άλλοι πλούσιοι να έχουν περισσότερα από αυτόν και κάνει ό,τι μπορεί ώστε ο δικός του πλούτος να αυξάνει. Διαγκωνισμός εγωισμών. Για όλα αυτά ο πλούσιος δεν είναι πάντοτε αξιοζήλευτος. Αν λησμονήσει, όπως συχνά γίνεται στο σύστημα διασημοτήτων της εποχής μας, ότι είναι άνθρωπος, ότι έχει όρια, τότε η δυστυχία τον περιμένει σ’  αυτή τη ζωή και αν δεν ζήσει την μετάνοια και στην άλλη.  
                Στο Ευαγγέλιο συναντάμε, εκτός από τους πλούσιους προς αποφυγήν, και έναν πλούσιο ο οποίος είναι η εξαίρεση. Ζητά να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Έχει τηρήσει τις εντολές του μωσαϊκού νόμου. Έχει δηλαδή επιλέξει να τηρεί τον λόγο του Θεού, ώστε να μπορεί να διεκδικεί το δικαίωμα στην κοινωνία μαζί Του.  Μέσα του διασώζεται η αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο πρέπει να συμφιλιώσει τον εαυτό του με τον Θεό. Να μη γίνει ο τρόπος ζωής του εμπόδιο στην αιωνιότητα. Όμως δεν είναι σίγουρος. Και ζητά από τον Χριστό την αλήθεια για την πνευματική του κατάσταση. Πώς μπορεί να κληρονομήσει, να προσθέσει στα αγαθά του δηλαδή, την βασιλεία του Θεού. Η απάντηση που λαμβάνει από τον Χριστό θα τον λυπήσει. Ο Κύριος του ζητά να εγκαταλείψει όλα τα αγαθά του. Να τα πουλήσει και να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς και να Τον ακολουθήσει. Ο λόγος του Χριστού κάνει τον πλούσιο να λυπηθεί. Ήταν τόσα πολλά όσα είχε, ώστε δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτά. Και ο Χριστός θα πει στους μαθητές Του, για να τα ακούσει και ο πλούσιος:  «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού» (Λουκ. 18, 24). «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα».
                Ο πλούσιος είναι εκφραστής του υλιστικού πνεύματος κάθε εποχής. Η συνάντησή του με τον Χριστό δείχνει τρία σημεία, τα οποία καθιστούν πολύ δύσκολη την είσοδο του υλιστή ανθρώπου στη βασιλεία του Θεού.  Είναι η απουσία ορίων και η αίσθηση της παντοδυναμίας, η αδυναμία διάκρισης και αποδοχής της αλήθειας και η ελπίδα στον Θεό για το αδύνατο.
Ο υλιστής άνθρωπος αισθάνεται παντοδύναμος.  Με γνώμονα τα χρήματα και τα αγαθά του δεν πιστεύει ότι κάτι τον απειλεί. Έτσι πορεύεται στη ζωή χωρίς να φοβάται για κάτι, εκτός από το να χάσει τα αγαθά του. και γι’ αυτό η κύρια φροντίδα του είναι η διατήρηση και η αύξησή τους. Η ελεημοσύνη δεν είναι στις προτεραιότητές του. Δυσκολεύεται να κατανοήσει γιατί δεν τον αγαπούνε, αλλά και δεν τον νοιάζει από ένα σημείο και μετά. Τα αγαθά είναι η προτεραιότητά του. Ακόμη και την σκέψη του θανάτου την μεταφέρει στο απώτερο μέλλον. Η ζωή του όλη είναι στο σήμερα, γιατί έχει ό,τι θέλει.
Ο υλιστής άνθρωπος δυσκολεύεται να διακρίνει και να αποδεχτεί την αλήθεια για το νόημα της ζωής του. Ακόμη κι όταν ενδιαφέρεται για το τι ζητά ο Θεός από αυτόν, ακόμη κι όταν στην ψυχή του έχει κάποια αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι, κατεβάζει τον Θεό στα δικά του μέτρα. Θέλει από Εκείνον αν του επιβεβαιώσει ότι η ζωή του είναι εντάξει. Και γι’  αυτό τηρεί τις εντολές της πίστης, συνήθως επιφανειακά. Δεν είναι όμως σε θέση να αποδεχτεί ότι πίστη σημαίνει ο Θεός να είναι η προτεραιότητα της ζωής και όχι τα αγαθά. Ότι το θέλημα του Θεού είναι πιο πάνω από τις δικές μας πεποιθήσεις.  Από τον τρόπο του  πολιτισμού. Και το θέλημα του Θεού συνίσταται στο δόσιμο του εαυτού μας σ’  Εκείνον. Είναι σκληρή η αλήθεια αυτή για τον υλιστή. Συνεπάγεται τον αναπροσανατολισμό της ζωής του. Την παραίτηση από την παντοδυναμία του και μάλιστα εκούσια. Την έξοδο από το εγώ. Το μοίρασμα των αγαθών. Και την ακολούθηση του Χριστού.  Ο υλιστής όμως δεν μπορεί να δεχτεί αυτόν τον δρόμο. Και λυπάται.
Ο υλιστής άνθρωπος επειδή ελπίζει στον εαυτό του και στα αγαθά του, δεν μπορεί να ελπίσει στον Θεό. Γι’  αυτόν η ζωή είναι άσπρο-μαύρο. Ο Θεός όμως δίνει ευκαιρίες στον άνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής του και θα συνεχίσει να δίνει και στον υλιστή, για να καταστήσει το αδύνατο δυνατό. Ο υλιστής όμως δυσκολεύεται να ελπίσει. Προτιμά να συνεχίσει τη ζωή του όπως την έχει προσανατολίσει, αφήνοντας τον Θεό στην άκρη. Έτσι το περιθώριο της μετάνοιας σμικρύνεται. Παρόλα αυτά, τίποτε δεν μπορεί να προδικασθεί. Η αγάπη του Θεού είναι τόση, ώστε ο υλιστής θα έχει τις ευκαιρίες του. Μόνο που ο χρόνος κυλά εις βάρος του. Και η εξάρτηση από τα αγαθά, τον τρόπο του κόσμου, το εγώ του στερούν την ευκαιρία τόσο της αλλαγής όσο και της χαράς της νέας ζωής. Της στράτευσης στον δρόμο που ζητά ο Χριστός. Αυτόν της αγάπης, της διακήρυξης του λόγου που οδηγεί στη σωτηρία, του προσανατολισμού στην αιωνιότητα.
Αυτός είναι ο πολιτισμός μας σήμερα. Έχει μεταφέρει το αίσθημα της παντοδυναμίας όχι μόνο στους πλούσιους, αλλά και στον κάθε άνθρωπο που γοητεύεται από τα υλικά. Κάνει τον άνθρωπο να ξημεροβραδιάζεται στα καταστήματα για να αποκτήσει τα περιττά. Δεν του επιτρέπει να κατανοήσει την μεγάλη αλήθεια:  ότι μόνο η αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο νοηματοδοτεί τη ζωή μας και μας κάνει να νικούμε τον θάνατο.  Ότι η ελπίδα μας έχει όνομα:  είναι η σχέση μας με τον Θεό και η εμπιστοσύνη στο θέλημά Του. Είναι ο δικός του δρόμος μέσα στην Εκκλησία. Και παρότι διαψευδόμαστε από τον υλισμό, επιμένουμε σ’  αυτόν. Για να μένουν τα υπαρξιακά «γιατί;» αναπάντητα.
Ας αγωνιστούμε για να αντιστρέψουμε την οδό του αδύνατου. Να βρούμε την αλήθεια που είναι ο Χριστός και να πάψουμε να λυπόμαστε για τα όσα υλικά δεν έχουμε. Να προσανατολίσουμε τη ζωή μας σ’  Αυτόν που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Και γνωρίζοντας τα όριά μας να βρούμε τελικά την Ελπίδα που μέσα από την μετάνοια και το δόσιμο θα μας κάνει όχι να κληρονομήσουμε, αλλά να δοθούμε στη χαρά της Βασιλείας, η οποία θα μας βοηθήσει να χαρούμε και τα απλά εκείνα της ζωής που δεν μπορούμε να τα εκτιμήσουμε: την ομορφιά του κάθε ανθρώπου, την απλότητα, τη ζεστασιά του δοσίματος, της παραίτησης από ό,τι μας κάνει να χρησιμοποιούμε τους άλλους, όχι όμως και να δενόμαστε αληθινά μαζί τους !

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

«Ἔτι ἕν σοι λείπει»

Δὲν εἶχε εὐτυχὴ κατάληξη ἡ συνάντηση τοῦ πλούσιου ἐκείνου νεανίσκου μὲ τὸν Κύριο, τὴν ὁποία μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἔφυγε λυπημένος ὁ νέος ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ ἀποχωριστεῖ αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ κρατοῦσε αἰχμάλωτη τὴν ψυχή του: τὸ χρῆμα.
Γιατί ὅμως νὰ συμβεῖ ἔτσι; Γιατί ὁ Κύριος νὰ μὴ δεχθεῖ κοντά του τὸν πλούσιο νέο, ἔστω μὲ αὐτὴν τὴν ἀδυναμία ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο; Μὰ ὁ Κύριος δὲν θέλει οἱ μαθητές του νὰ Τὸν ἀκολου­θοῦν μὲ ἐπιπολαιότητα ἀλλὰ μὲ ­στα­θερότητα καὶ ἀπόφαση θυσίας. Θέλει νὰ ἀγωνίζονται, ὥστε νὰ μὴν ὑστεροῦν σὲ τίποτε. Νὰ γίνονται τέλειοι! Αὐ­τὸς εἶναι ὁ τελικὸς στόχος γιὰ κάθε χριστιανό.

Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς κι ἐμεῖς μπο­ροῦ­με νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὴν τὴν τελειότητα.

1. Μὲ αὐτογνωσία καὶ ἀγώνα

Πρῶτον, ὀφείλουμε νὰ ἀποκτήσουμε καλὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Νὰ ἀνακρίνουμε τὴ ζωή μας καὶ νὰ βαθμολογήσουμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Κύριο ­Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ πλούσιος νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου νόμιζε ὅτι εἶναι κα­λὸς ἐπειδὴ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀποδείχθηκε ὅμως, ἡ θρησκευτικότητά του ἦταν μᾶλλον τυπικὴ καὶ ἐξωτερική. Νόμιζε ὅτι ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ καθορίζεται ἀπὸ ἕνα ­σύνολο καλῶν πράξεων. Ἀπέφευγε τὶς σοβαρὲς ­παραβάσεις τοῦ νόμου καὶ περίμενε νὰ μάθει ἂν χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο νὰ κάνει γιὰ νὰ εἶναι τελείως ἐντάξει. Γι’ αὐτὸ καὶ ρώτησε «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»· δηλαδή: Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Τὸ ἴδιο λάθος ἐπαναλαμβάνουν πολλοὶ ἄνθρωποι ­σήμερα. Σκέπτονται μὲ ἀφέλεια: «Ἐγὼ δὲν ἔχω σκοτώσει κανένα, δὲν κλέβω, δὲν λέω ψέματα, δὲν ἔχω βλάψει κανένα ἄνθρωπο. Τί χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἐξομολογηθῶ;». Τὰ πράγματα ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Κάθε ἄνθρωπος, ἂν ἐρευνήσει βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή του, θὰ ἀνακαλύψει πολλὰ ἀγκάθια ποὺ οὐσιαστικὰ τὸν κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό. Ἀγκάθια ποὺ ἂν δὲν τὰ ξεριζώσει, μεγαλώνουν λίγο-λίγο καὶ καταπνίγουν κάθε καλὸ σπόρο, κάθε καλὴ διάθεση καὶ προσπάθεια.

Ἂς κάνει λοιπὸν ὁ καθένας μας τὴν αὐτοκριτική του μὲ εἰλικρίνεια καὶ εἰς βάθος. Ὄχι ἐπιφανειακά. Ὄχι μόνο τί κάνουμε, ἀλλὰ καὶ τὸ τί σκεπτόμαστε, τί ἐπιθυμοῦμε. Ἂς ἐξετάζουμε σὲ κάθε μας ἐνέργεια ἂν εἶναι καθαρὰ τὰ κίνητρά μας. Μήπως αὐτὸ ποὺ ἔκανα κρύβει κάποια ζήλεια ἢ θυμό; Μήπως ἔχω μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μου; Μήπως ἐσωτερικὰ κατακρίνω ἢ ἀδικῶ τοὺς ἄλ­λους;

Ἔτσι θὰ ἐντοπίσουμε ὅτι ὄχι μόνο «ἓν» ἀλλὰ πολλά, πάρα πολλὰ μᾶς λεί­πουν γιὰ νὰ εἴμαστε τέτοιοι ποὺ μᾶς θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας. Καὶ μάλιστα νὰ ἀγωνιστοῦμε πολύ, διότι τὸ κακὸ εἶναι ριζωμένο βαθιὰ μέσα μας καὶ μᾶς κρατάει ὑποδουλωμένους, μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό.

2. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα δεύτερο ἀπαραίτητο στοιχεῖο, γιὰ νὰ γίνουμε ­τέλειοι καὶ πιστοὶ μαθητές του: ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς ζω­ῆς, ὁ δρόμος γιὰ τὴν τελειότητα δὲν εἶ­ναι εὔκολος. Ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ αὐταπάρνηση. Γιὰ τὸν πλούσιο ὁ Κύριος εἶπε ὅτι εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴ μικρὴ τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα παρὰ νὰ εἰσέλθει ὁ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι ὅταν οἱ μαθητὲς ρώτησαν μὲ ἔκπληξη «τότε λοιπὸν ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;», ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Δηλαδή: Ἐ­­­κεῖνα ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν μὲ τὶς ἀσθενικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατορθωτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐμεῖς λοιπὸν ἂς καταφεύγουμε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχή μας καὶ τὴ συμμετοχή μας στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἰδικὰ στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουμε τὴν εἰλικρινή μας μετάνοια καὶ νὰ καταθέσουμε στὸν Κύριο ὅ,τι ­νομίζουμε ὅτι στέκεται πρόσκομμα στὸ δρόμο γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε. Νὰ Τοῦ ἐμπιστευθοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ μὲ τὶς εὐχὲς καὶ συμβουλὲς τοῦ πνευματικοῦ μας καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ συνεχίσουμε τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελειότητα.

«Ἔτι ἕν σοι λείπει», μᾶς λέει ὁ ­Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι κα­λὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς θέλει ἁπλῶς «καλοὺς ἀνθρώπους» ἀλλὰ πιστοὺς καὶ ἀφοσιωμένους μαθητές του. Θέλει νὰ γίνουμε τέλειοι, διότι αὐτὲς εἶναι οἱ προδιαγραφὲς ποὺ μᾶς ἔδωσε, ὅταν μᾶς δημιούργησε. Μᾶς ἔπλασε «κατ’ ­εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» του. Ἔχουμε λοι­πὸν τὴ δυνατότητα γιὰ πολὺ περισσότερα. Ἔχουμε τὶς προϋποθέσεις ν’ ἀνεβοῦμε ψηλότερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀνακαλύψουμε αὐτὸ τὸ «ἓν» ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ κοντά του καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθειά του. Τότε θὰ εἴμαστε ἄξιοι μαθητές του!

Η ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΣΩΤΗΡΙΑ

1. Τί ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς

Πολλοὶ ἄνθρωποι διατηροῦν μέσα τους λανθασμένη εἰκόνα περὶ τοῦ Θεοῦ. Τὸν θεωροῦν αὐστηρὸ κριτὴ καὶ τιμωρὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ εἴτε ἀπομακρύνονται ἀπὸ Αὐτὸν εἴτε Τὸν πλησιάζουν μὲ φόβο γιὰ τὴν ἐνοχή τους. Ἔτσι ὅμως ἀδικοῦν τὸν Θεό, ἀδικοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους. Γι̕ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἔχει βαθὺ θεολογικὸ περιεχόμενο, μᾶς φανερώνει τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.

Ὁ Θεός, γράφει, «πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄν­τας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωο­ποίησε τῷ Χριστῷ». Εἶναι πλούσιος σὲ ἀγάπη, ἔλεος καὶ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ὁ πανάγαθος Θεός. Κι ἔγινε ὁλοφάνερη ἡ πολλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ ὅτι μᾶς βρῆκε νεκροὺς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς ἔδωσε ζωή! Μᾶς βρῆκε αἰχμάλωτους καὶ μᾶς ἔδωσε χάρη γιὰ νὰ ζήσουμε ἐλεύθεροι! Δὲν μᾶς ἄφησε νὰ βυθιστοῦμε στὴν αἰώνια ἀπώλεια, ἀλλὰ μᾶς ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία Του, ὅπου μᾶς ἑτοιμάζει ἀσύγκριτη τιμὴ καὶ δόξα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ἔγινε ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ζωοποίησε, μᾶς ἀνέστησε καὶ μᾶς ἀνύψωσε στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ καθίσουμε στὸ θρόνο Του καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε! Καὶ γιατί ὅλα αὐτά;... Γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τοῦ μέλλοντος ὁ ὑπερβολικὸς πλοῦτος τῆς Χάριτός Του κι ἡ ἀγα­θότητα ποὺ ἔδειξε σὲ μᾶς μέσῳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Στὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα θὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ μελετοῦν κι οἱ ἄγγελοι τὸ τί ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ θαυμάζουν, θὰ ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὴ θεία ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ ἀποκαλύπτονται συνε­­χῶς ἐνώπιόν τους νέες πτυχὲς τῆς πολυποίκιλης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πανσόφου Προνοίας Του γιὰ κάθε ἄν­θρωπο, θὰ ἀποτελεῖ ὄχι μόνο αἰτία δοξολογίας ἀλλὰ καὶ πηγὴ εὐτυχίας καὶ μακαριότητος.

Ὡστόσο ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ τώρα, ἔστω σὲ μικρότερο βαθμό, ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ μελετοῦμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Αὐτοὶ οἱ θεόπνευστοι λόγοι τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος μᾶς βοηθοῦν νὰ σκεφθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση ἀπελπιστικὴ εἴχαμε βρεθεῖ, καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἔσωσε καὶ μᾶς ἀνέβασε ἐκεῖ ποὺ κανεὶς ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄχι ἐπειδὴ ἐμεῖς Τὸν καλέσαμε ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη ἀνάγκη, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Ἡ ἄπειρη καὶ ἀνέκφραστη ἀγάπη Του Τὸν παρεκίνησε νὰ κάνει Αὐτὸς μόνος Του τὸ βῆμα γιὰ νὰ μᾶς πλησιάσει καὶ νὰ μᾶς καλέσει στὴ σωτηρία. Κι ὅλα αὐτὰ δωρεάν. Χωρὶς ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε τίποτε. Αὐτὸ ὅμως συνεπάγεται κάποια οὐσιαστικὴ ὑποχρέωση γιὰ μᾶς. Κι αὐτὸ μᾶς ἀνα­φέρει στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

2. Τί κάνουμε ἐμεῖς

Βέβαια, τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας μᾶς τὴν προσφέρει ἐξ ὁλοκλήρου ἡ Χάρις καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Θεοῦ τὸ δῶρον». Εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀποδεχθοῦμε αὐτὴ τὴ δωρεά. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος λέει: «χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως». Ἡ πίστη μας στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ ἀποτελεῖ τὴ δική μας ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας.

Καὶ πάλι ὅμως νὰ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ σωτηρία μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὄχι συνέπεια τῶν δικῶν μας καλῶν ἔργων, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ καυχηθοῦμε.

Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὁ καρπὸς τῆς συμμετοχῆς μας στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ προπάντων ὡς ἀνα­γεννημένοι Χριστιανοί, εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, «κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς»· ἡ ἀναδημιουργία καὶ ἡ ἀναγέννησή μας ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μένουμε ἐνω­μένοι μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς προετοίμασε ὁ Θεός, ὥστε νὰ πορευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ μας μ’ αὐτά.

Ὥστε λοιπὸν δὲν μᾶς ἀναγέννησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Δὲν μᾶς προσέφερε τὴ Χάρι καὶ τὴν ἀπολύτρωση γιὰ νὰ παραμένουμε αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν καὶ τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ ζωὴ ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος. Μᾶς καλεῖ νὰ ζοῦμε μὲ δικαιοσύνη καὶ εἰλικρίνεια, μὲ ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη, μὲ σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια, μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια. Αὐτὰ τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ἡ ἐπισφράγιση τῆς πίστεως, ἡ ἐγγύηση ὅτι πράγματι ἀποδεχόμαστε τὴ Χάρι ποὺ Ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης

Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.

Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας - κατά κόσμον ίσως Δημήτριος - μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶ», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».

Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».

Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).

Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».

Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 - 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.

Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».

Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) (βλέπε 14 Φεβρουαρίου), ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) (βλέπε 9 Ιουλίου), μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.

Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.


Άγιος Θεοδόσιος του Τυρνόβου

Νέος εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στη μονή Αγίου Νικολάου στο Βιδύνιο. Εκεί αποστήθισε ολόκληρο το Ψαλτήρι κι επιδόθηκε στην άσκηση των αρετών. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Ιώβ, μετέβη στη μονή της Οδηγητρίας στο Τύρνοβο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιον Όρος. Συχνά περιεφέρετο στα δάση του Σλίβεν, για ν' απολαύσει τη χάρη της ησυχίας. Από εκεί κατευθύνθηκε στη μονή της Θεοτόκου της Επικέρνους.

Όταν άκουσε πως ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης  ήλθε από το Άγιον Όρος με τους μαθητές του στα Παρόρια, «όπως ο μαγνήτης έλκει προς αυτόν το σίδηρον, ούτω και η είδησις περί του πατρός είλκυσε και τον ένθεον άνδρα». Μετά την κοίμηση του οσίου Γρηγορίου ήλθε στον Άθωνα με τον φίλο του Όσιο Ρωμύλο  και έζησε αρκετό χρόνο μελετώντας τη ζωή και τα έργα των πατέρων. Κατόπιν αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κωνσταντινούπολη, Παρόρια και Σλίβεν. Καταλήγει στο όρος Κελιφάρεβο, πλησίον του Τυρνόβου, όπου με τη βοήθεια του φίλου του βασιλέα Ιωάννου Αλεξάνδρου ιδρύει μονή, στην οποία συγκεντρώνονται αρκετοί μοναχοί. Η μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, που ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία.

Συχνά αναγκαζόταν ν' αφήνει την ησυχία του για να υπερασπίσει το Ορθόδοξο δόγμα, που κινδύνευε από τους ακολούθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Βογόμιλους, τους Αδαμιτιστές και τους Εβραίους. Στη Σύνοδο του 1359 μ.Χ. της Βουλγαρίας κατά των αιρετικών πρωτοστάτησε ο ίδιος κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για τη νίκη της Ορθοδοξίας.

Επί τριετία αποσύρθηκε σε σπήλαιο κι επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση. Κατά την εικοσάμηνη βαρειά ασθένεια που τον ακολούθησε παρέμεινε κλινήρης, αλλά αδιάκοπα ασχολούνταν με την προσευχή και τη μελέτη. Πριν το τέλος του επεθύμησε να επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη τον παλαιό συμμαθητή του, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Ο Πατριάρχης τον υποδέχθηκε φιλόφρονα και του παραχώρησε κελλί στο μοναστήρι του, του Αγίου Μάμαντος, για να ησυχάζει. Εκεί, σε μια επιδείνωση της ασθένειάς του, ήλθε το τέλος του. Αφού το προαισθάνθηκε, κάλεσε τους μαθητές που είχε μαζί του, για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Με αυστηρότητα τους μίλησε για το πόσο ακριβείς πρέπει να είναι στα δόγματα της Εκκλησίας και πόσο επίμονοι στην ενασχόλησή τους με τη θέα του Θεού και τη νοερά προσευχή. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές όταν οι μαθητές του ασπαζόταν τα χέρια του και τα πόδια του με δάκρυα. Τους ζήτησε να σταματήσουν και να τον ανασηκώσουν. Απήγγειλε το σύμβολο της πίστεως, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, δείχνοντας τους αγγέλους που παρευρίσκονταν εκεί, άφησε ένα μειδίαμα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το κελλί γέμισε από ευωδία. Ανεπαύθη στις 27 Νοεμβρίου 1362/3 μ.Χ., την ίδια ημερομηνία που εκοιμήθη και ο διδάσκαλός του όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη και τη σύνοδο.

Ο άγιος Θεοδόσιος απέκτησε πολλούς και σπουδαίους μαθητές, που συνέχισαν το έργο του. Γνωστότεροι είναι οι άγιοι Κυπριανός Κιέβου  και Ευθύμιος Τυρνόβου (βλέπε 20 Ιανουαρίου) και ο ασκητικότατος Ρωμύλος, ακόλουθος των πορειών του και άξιος διάδοχος της μονής του.

Ο βίος του γράφηκε «παρά του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Καλλίστου».