Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

(᾿Ιω. α´ 44-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. ῏Ην δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.

Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ᾿Απεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· ᾿Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.



Απόδοση στη νεοελληνική

Τόν καιρό ἐκεῖνο ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει· «῎Ελα μαζί μου». ῾Ο Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ ᾿Ανδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει· «Αὐτὸν ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στὸν νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε· εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;» τὸν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «῎Ελα καὶ δὲς μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος.

῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει καὶ λέει γι’ αὐτόν· «Νά ἕνας γνήσιος ᾿Ισραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του». «᾿Απὸ ποῦ μὲ ξέρεις;» τὸν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀπάντησε· «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νὰ ᾿ρθεῖς, σὲ εἶδα ποὺ ἤσουν κάτω ἀπ’ τὴ συκιά». Τότε ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ». Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε· «᾿Επειδὴ σοῦ εἶπα πὼς σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, γι’ αὐτὸ πιστεύεις; Θὰ δεῖς μεγαλύτερα πράγματα ἀπ’ αὐτά». Καὶ τοῦ λέει· «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε νὰ ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ᾿Ανθρώπου».

Ο Απόστολος της Κυριακής

(῾Εβρ. ια´ 24-26, 32-40)

Αδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ᾿Επιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆ-λθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς.

Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Αδελφοί, μὲ τὴν πίστη ὁ Μωυσῆς, ὅταν πιὰ μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νὰ ὀνομάζεται γιὸς τῆς κόρης τοῦ Φαραώ· προτίμησε νὰ ὑποφέρει μαζὶ μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρὰ ν’ ἀπολαμβάνει τὴν πρόσκαιρη ἁμαρτωλὴ ζωή. Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ἐξευτελισμό, σὰν ἐκεῖνον ποὺ ὑπέφερε ὁ Χριστός, γιατὶ ἀπέβλεπε στὴν ἀνταπόδοση. Χρειάζεται νὰ συνεχίσω; Δὲν θὰ μὲ πάρει ὁ χρόνος νὰ διηγηθῶ γιὰ τὸν Γεδεών, τὸν Βαράκ, τὸν Σαμψών, τὸν ᾿Ιεφθάε, τὸν Δαβίδ, τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες. Μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὣς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατὶ πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀναστηθοῦν σὲ μιὰ καλύτερη ζωή. ῎Αλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν μὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες - ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νά ᾿χει τέτοιους ἀνθρώπους - πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.

῞Ολοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιὰ μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς

Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.

Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.

Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.

Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Παρθενομάρτυς Κυράννα πανάθλιε, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον.

Κάθισμα
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ' του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.

Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 27 Φεβρουαρίου). Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία. Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.

Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.

Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι' ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Βασίλειε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τήν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καί μονάσας ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τήν ἐνέργειαν, καί τάς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.



Ανάμνηση Θαύματος κολλύβων Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος

Ο Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.

Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Ετσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.

Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ύμνοι Χαιρετισμών

Χαίρε βλαστού αμαράντου κλήμα, χαίρε καρπού ακηράτου κτήμα

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Ο άνθρωπος στη ζωή του αναζητά την χαρά μέσα από τους κόπους του. Δεν είναι μόνο οι επιλογές που έχουν να κάνουν με την οικογένεια και τη εργασία του, αλλά και όλες οι σχέσεις τις οποίες ο καθένας επιλέγει να έχει, αποσκοπούν στη χαρά. Και αυτή επιτείνεται με όσα ο άνθρωπος έχει, αποκτά χάρις στον κόπο του, αλλά και χάρις στις συγκυρίες της ζωής. Το ίδιο συμβαίνει και στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Επιζητούμε την χαρά μέσα από την κοινωνία με το Θεό. Μπορεί μία τέτοια σχέση να είναι ανισομερής, διότι ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο, ωστόσο η ανταπόκριση από την πλευρά μας στην αγάπη του Θεού και η προσφορά του εαυτού μας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία εσωτερική χαρά όχι γιατί αξίζουμε την ευλογία και τις δωρεές του Θεού, αλλά γιατί κατανοούμε ότι Εκείνος μας αγαπά. Την ίδια στιγμή η σχέση μας με το Θεό αποτελεί ένα κεκτημένο μοναδικής αξίας. Μας οδηγεί στην αθανασία και την αιωνιότητα, δηλαδή στην υπέρβαση της δύναμης του θανάτου επάνω μας, που είναι η ελπίδα του καθενός.

                Στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μας δίδεται η ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε την αξία της πνευματικής χαράς και της αιωνιότητας ως της προοπτικής στη ζωή μας. Δεν είναι μόνο η νηστεία, η προσευχή και η εν γένει πνευματική προσπάθεια. Είναι και τα πρόσωπα τα οποία φέρνει στο προσκήνιο της ζωής μας η Εκκλησία. Κορυφαίο είναι το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία έχει θέση τόσο στις ιερές ακολουθίες καθημερινά, αλλά ιδιαίτερα τις Παρασκευές της Σαρακοστής, στις οποίες απευθύνουμε προς Αυτήν τους Χαιρετισμούς. Και συρρέουμε στους ναούς ακόμη κι αν δεν κατανοούμε πάντοτε το πνευματικό βάθος της προοπτικής την οποία ανοίγει στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό η Παναγία, διότι μέσα μας μία φωνή μας υποδεικνύει ότι μπορούμε να αντλήσουμε δύναμη όποια κι αν είναι τα κίνητρά μας στην μετοχή στην υμνωδία προς τιμήν του προσώπου της. Και είναι τέτοιος ο πλούτος των μηνυμάτων που λαμβάνουμε, που διαπιστώνουμε ότι όχι απλώς ξεπερνούν την πτωχεία της ύπαρξής μας, αλλά γίνονται η πρόσκληση να ζήσουμε κι εμείς ένα μικρό θαύμα στις καρδιές μας, ως μίμηση του μεγάλου που έζησε η Παναγία.

Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι, σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο, το κλήμα το οποίο προέρχεται από αμάραντο βλαστό και την ίδια στιγμή το κτήμα που δίνει αθάνατο καρπό. Αμάραντος και Αθάνατος είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και την ίδια στιγμή ο Υιός της Παρθένου. Και στο πρόσωπο της Παναγίας μάς δίδεται η δυνατότητα να δούμε μέχρι πού έχει κληθεί να φτάσει η ανθρώπινη φύση, δηλαδή ο καθένας από εμάς. Να γίνουμε κλήμα από το οποίο βγαίνει το κρασί το οποίο ευφραίνει την καρδία του πλησίον, και τη ίδια στιγμή εκείνη η εύφορη γη στην οποία σπείρεται ο καρπός της αθανασίας για όλους.  Πρώτη η Παναγία βίωσε αυτή την κατάσταση, χάρις στην ευλογία της χάριτος του Θεού, αλλά και ως σημείο δόξας για τον κόπο της. Εύφρανε τις καρδιές όλων των ανθρώπων και συνεχίζει να τις ευφραίνει γεννώντας τον Χριστό, ο οποίος προσφέρει το Αίμα Του για να γλιτώσει τον άνθρωπο από τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο. Για να δώσει την γνήσια χαρά που πηγάζει στον κόσμο από την σχέση με τον Χριστό. Για να αλλάξει τον τρόπο της ζωής μας, ο οποίος περνά από την πανήγυρη της Βασιλείας των Ουρανών, στην οποία δια της αγάπης νικιέται ο θάνατος. Και όλα αυτά στην μήτρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία έγινε «γη αγαθή», δηλαδή ο Παράδεισος στον οποίο χώρεσε ο Αχώρητος και έκανε τον άνθρωπο με τη θέλησή του, στην περίπτωσή μας την Παναγία,  κτήμα του Θεού το οποίο δίδει Θεό στον κόσμο.

Παραδομένοι όπως είμαστε στις μέριμνες της ζωής μας, στον τρόπο με τον οποίο ο πολιτισμός μας μάς ζητά να ξοδεύουμε το χρόνο, αδύναμοι να δούμε τον πραγματικό εαυτό μας έχουμε μετατρέψει την ζωή μας, ακόμη και σε ό,τι αφορά στην σχέση μας με το Θεό σε ζωή αιτημάτων, συμβιβασμών, απαιτήσεων από τους άλλους, προγραμμάτων, χωρίς μνήμη θανάτου  αλλά και αιωνιότητας. Χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι δεν πρέπει να περιμένουμε από τους άλλους τη χαρά, αλλά να γίνουμε εμείς οι δοτήρες της. Αρκεί να βιώσουμε το βαθύτερο νόημά της που περνά από την ανταπόκρισή μας στην αγάπη του Θεού. Είναι μία προτεραιότητα την οποία δεν θα την συναντήσουμε στις δομές του κόσμου και της πραγματικότητάς μας, οι οποίες είναι στηριγμένες στην απόκτηση του «άρτου της οδύνης» (Ψαλμ.   ), αλλά και στο ξεγέλασμά μας με τις ηδονές που δεν στηρίζονται στην κοινωνία της αγάπης, στην ευλογία του Θεού.

Γι’ αυτό και η προσευχή μας στην Παναγία, η αναζήτηση του δικού της τρόπου αποτελεί ελπίδα ζωής. Να γίνω κι εγώ το κλήμα του αμάραντου βλαστού. Κοινωνώντας το Χριστό μέσα από την πίστη, την τήρηση του θελήματός Του, τη ζωή της Εκκλησία να ζήσω τη χαρά να μπορώ να ευφραίνω την καρδία του πλησίον. Και την ίδια στιγμή να αισθάνομαι κτήμα του Θεού. Όχι δούλος, ούτε εταίρος, αλλά παιδί Του. Μέλος της οικογένειας που δίδει τον αθάνατο καρπό της αγάπης  που μοιράζει Θεό στον κόσμο. Όχι μόνο υλικά, αλλά κυρίως ως ελπίδα.  Η παρουσία μας στους ναούς αυτή την περίοδο ας είναι η δική μας καταφατική απάντηση και συνέχεια της οδού της Παναγίας. Με τον τρόπο μας, τον πτωχό και λίγο. Αλλά και την προαίρεση της καρδιάς μας, την οποία εκείνη θα ενισχύει μεσιτεύοντας για μας στον Υιό και Θεό της.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης ο Ομολογητής

Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) και διακρίθηκε για την πνευματική γενναιότητά του ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Αν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι' αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.

Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ κατ' άλλους υπέμεινε μαρτυρικό θάνατο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός, μεθ' ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνούντι διὰ σοῦ, πασιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Προκόπιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τήν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα Προκόπιε ἔνδοξε.

Α' Χαιρετισμοί

Ακάθιστος Ύμνος - Α' Στάσις

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ό­ταν α­δι­κεί­σαι να μη λες: « Να το βρει α­πό τον Θε­ό», για­τί τό­τε κα­τα­ριέ­σαι με εύ­γέ­νεια.

Ό­ταν α­δι­κεί­σαι να μη λες:
« Να το βρει α­πό τον Θε­ό», για­τί τό­τε κα­τα­ριέ­σαι με εύ­γέ­νεια.
Ο άν­θρω­πος πού σου ζη­τά ειλι­κρι­νή συγ­χώ­ρε­ση, ό­ταν σφά­λει, να τον συγ­χω­ράς, κά­θε φο­ρά πού σφάλ­λει, με κα­λο­σύ­νη και να τον α­γα­πάς και α­πό κο­ντά.
Τον δε πο­νη­ρό πού σου ζη­τά δή­θεν συγ­χώ­ρε­ση, για να κά­νει τη δου­λειά του και συ­νέ­χεια να σε μπλέ­κει στις υ­ποθέ­σεις του, πού βλά­πτουν ψυ­χι­κά και άλ­λους αν­θρώ­πους, συγ­χώ­ρε­σέ τον ε­βδομή­ντα ε­πτά φο­ρές μα­ζε­μέ­νες και στο ε­ξής να τον α­γα­πάς α­πό μα­κριά και να εύχε­σαι γι’ αυ­τόν.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου !!!

Α­πό το βι­βλί­ο «Α­γιο­ρεί­ται Πα­τέ­ρες και Α­γιο­ρεί­τι­κα» του π. Παϊ­σί­ου, σελ. 156-157.

Πατερικές διδαχές περί τῆς ἀρετῆς τῆς σιωπῆς

Ὁ ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι σέ ἔργο του λέγει γιά τήν σιωπή «Ὅποιος χαλιναγωγεῖ καί συγκρατεῖ τήν γλῶσσα του, αὐτός μπορεῖ, ξέρει καί χαλιναγωγεῖ καί ὁλόκληρο τό σῶμα του. Ὅποιος κρατάει τήν γλῶσσα του, ἀποφεύγει τό κάθε κακό, πού πηγή του ἔχει τήν γλῶσσα.

Τήν γλῶσσα λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος “κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν εἰμπορεῖ νά τήν δαμάσει. Εἶναι κακό ἀσυγκράτητο, γεμάτη ἀπό δηλητήριο θανατηφόρο” Ἰακ. 3,8. Πολλοί ἐπῆγαν ἀπό κοφτερό μαχαίρι. Μά πιό πολλοί χάθηκαν ἀπό την γλῶσσα τους. Γιατί ἡ γλῶσσα εἶναι μία μάχαιρα δίστομος, πού ἔστω καί ἄν αὐτό δέν γίνεται αἰσθητό μέ τά σωματικά μάτια, κυριολεκτικά σφάζει και τήν ψυχή καί τό σῶμα ἐκείνων, πού τό ρίχνουν στήν ἀργολογία καί στίς μάταιες λογομαχίες. Ὤ γλῶσσα, ἐχθρέ τῆς δικαίωσής μου! Ὤ γλῶσσα, καταστροφή μου, πνεῦμα σατανικό! Καί πῶς ὄχι; Ὁ ἄνθρωπος χτίζει μέ κόπο πολύ τό πνευματικό του οἰκοδόμημα! Καί νά σύ, γλῶσσα, μέ μία σου μόνο λέξη καί σέ μία στιγμή, τό γκρεμίζεις καί τό ἰσοπεδώνεις! Γι᾽ αὐτό ἡ Γραφή λέγει: “Ἀνήρ δέ φρόνιμος ἡσυχίαν ἄγει” Παρ. 11,12».

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος τῆς Ἐδέσσης τονίζει σχετικά μέ τήν σιωπή «Διῶχνε μακριά σου τό πνεῦμα τῆς πολυλογίας. Γιατί σ᾽ αὐτή βρίσκονται φοβερότατα πάθη, τό ψεῦδος, ἡ θρασύτητα, οἱ ἀστειότητες, ἡ αἰσχρότητα, ἡ μωρολογία καί γενικῶς ὅπως ἔχει λεχθεῖ: “Ἀπό τήν πολυλογία δέν θά ξεφύγεις τήν ἁμαρτία”. Ὁ σιωπηλός ὅμως ἄνθρωπος εἶναι θρόνος τῆς ἐπιγνώσεως. Ἀλλά καί λόγο θά δώσουμε γιά κάθε περιττό καί ἀνωφελῆ λόγο, εἶπε ὁ Κύριος. Ἑπομένως ἡ σιωπή εἶναι πολύ ἀναγκαία καί ὠφέλιμη».

Στήν ἐρώτηση πρός τόν Γέροντα Παΐσιο “Μπορεῖ νά μή καταλαβαίνω τήν πραγματική μου πνευματική κατάσταση καί νά νομίζω ὅτι ἔχω ἀρετή” ὁ Γέροντας εἶχε ἀπαντήσει «Μπορεῖ, ἀλλά, ἄν προσέξης θά δῆς ὅτι δέν ἔχεις ἐσωτερική γλυκύτητα, ὁπότε θά καταλάβης ποῦ βρίσκεσαι πνευματικά. Καμμιά φορά μπορεῖ νά νομίζη κανείς ὅτι ἔχει ἀρετή, ἐπειδή ἔμαθε ἁπλῶς κάποια ἐξωτερικά γνωρίσματα καί συμμορφώνεται με αὐτά, γιά νά φαίνεται ἐνάρετος. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι πραγματική ἀρετή καί δέν μπορεῖ νά μείνη ἔτσι· θά κοσκινισθῆ καί κάποτε θά φανῆ ἡ πραγματικότητα. Ἄλλο εἶναι, ἄς ὑποθέσουμε, νά ἀγωνίζεται κανείς νά μή μιλάη, γιά νά μή πληγώνη τούς ἄλλους, καί σιγά σιγά νά ἀποκτήση τήν ἀρετή τῆς σιωπῆς, καί ἄλλο νά μή μιλάη, γιά νά φαίνεται ὅτι ἔχει τήν ἀρετή τῆς σιωπῆς. Τότε μπορεῖ νά σιωπᾶ, ἐνῶ μέ τούς λογισμούς του συνέχεια νά φλυαρῆ καί νά ἔχη μέσα του ἕνα σωρό πάθη. Ἡ ἐξωτερική συμπεριφορά μπορεῖ νά παρουσιάζη ἕνα τέλειο ἅγιο καί, ὅταν ἀποκαλυφθῆ ὁ ἐσωτερικός του ἄνθρωπος, νά εἶναι…».
Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς σημειώνει σχετικά μέ τήν σιωπή «Ὅπως ὅταν αἱ θύραι τῶν λουτρῶν ἀνοίγωνται συνεχῶς, ἡ ἐσωτερική θέρμη ὠθεῖται ταχύτατα πρός τά ἔξω, ἔτσι συμβαίνει καί στήν ψυχή· ὅταν θέλη νά ὁμιλῆ ἔξω τοῦ μέτρου, ἔστω καί ἄν λέγη μόνον πνευματικούς λόγους, ἐξατονεῖ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ διά τῆς πύλης τοῦ στόματος. Γι᾽ αὐτό μάλιστα χάνει ἐν συνεχείᾳ τούς δυνατούς πνευματικούς λογισμούς, περιπίπτουσα σέ πλῆθος κατωτέρων ἐννοιῶν καί ὁμιλοῦσα χωρίς τάξιν καί ἀμέτρως στούς τυχόντας, ἐπειδή ἔχασε τήν ἐνέργειαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία συντηρεῖ τήν διάνοιαν φωτεινήν χωρίς φαντασίες. Γιατί τό ἀγαθόν Πνεῦμα ἀποφεύγει πάντοτε τήν πολυλογίαν, ὡς ἄσχετον καί ἀντίθετον σέ κάθε ταραχήν λογισμῶν καί φαντασιῶν ἔστω εὐπρεπῶν. Εἶναι καλή λοιπόν ἡ σιωπή στόν καιρό της, ἡ ὁποία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μητέρα σοφωτάτων ἐννοιῶν».
Ὁ ἅγιος Βασίλειος μᾶς λέγει «Ὅταν ἐρωτᾶσαι, δίνε ἀπάντηση μέ τήν πρέπουσα καί ταπεινή φωνή. Ὅταν δέν ἐρωτᾶσαι, σιώπα».

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ . Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (Δ' 1 - 38).

Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και εγέμιζε την στάμνα της. Εκεί, μια ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος εφανέρωσε σ' αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι « τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το «πνευματικό ὕδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία εβαπτίσθηκε Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της Σαμάρειας και ονομάσθηκε Φωτεινή.

Από τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα Νέρωνα (54 - 68), όταν αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή έκανε Χριστιανές τη θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της.

Μαζί με την Αγία Φωτεινή εμαρτύρησαν οι υιοί της και οι πέντε αδελφές της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ, τοὶς προστρέχουσι τὴ σκέπη σου τὴ σεπτή, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, χάριν ἠμὶν καὶ ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.




Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Πορφύριος επίσκοπος Γάζης

Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Αφού εγκατέλειψε και γονείς και πλούτη, στα χρόνια της βασιλείας του Αρκαδίου και Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε μοναχός σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα και κήρυσσε στους Ιουδαίους και τους Έλληνες το Ευαγγέλιο του Χριστού. Εκεί ασθένησε σοβαρά από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως και τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα από την Ασία στα Ιεροσόλυμα και από τότε συνδέθηκαν διά βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μια σοβαρή εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος ληστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα οποία ήταν πολύ πτωχά.

Εκεί χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Β' (386 - 417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου Γάζης Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος της Γάζης και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς εοδωλολάτρες και αιρετικούς στην αληθινή θεογνωσία.

Για να προστατεύσει ο Άγιος το ποίμνιό του από τις αδικίες των Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει την συνδρομή των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) και Ευδοξίας. Εκεί συνάντησε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου), ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο και στους βασιλείς και στήριξε με θέρμη το αίτημά του να καταστήσει γνωστή στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας επείσθη και χορήγησε στον Άγιο Πορφύριο βασιλικό διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική χορηγία ανήγειρε εκκλησίες εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Κατάφερε δε ο Άγιος τα κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Αδριανό το έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε για τον σκοπό αυτό στην Γάζα τον Αντιοχέα αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από καρυστινό μάρμαρο και τα εγκαίνιά του έγιναν το Πάσχα του 407 μ.Χ.

Κατά τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος του Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Το έτος 415 μ.Χ. έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Διοσπόλεως, υπό την προεδρία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β'. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που είχε στην Αφρική με τον ιερό Αυγουστίνο, Επίσκοπο Ιππώνος (τιμάται 15 Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού αμαρτήματος και της θείας χάριτος. Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῳ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ, λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας, πάσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύση δεόμενος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Πορφύριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καί ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν πέτρᾳ τῆς πίστεως, ἐρηρεισμένος σοφέ, τὴν πέτραν ἐπόθησας, ἣν εἶδε πρὶν Δανιήλ, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν· ὕψωσας τὴν φωνήν σου, καὶ τὸν νοῦν πρὸς τὸν Κτίστην, ἔβαλες τοὺς ὀχλοῦντας, τῇ σαρκὶ πολεμίους, τῇ σῇ σφενδόνῃ Γάζης ὁ σεπτός, πρόβολος Πάτερ Πορφύριε.

Ὁ Οἶκος
Ὑπεραστράπτει πλέον ἡλίου, Πορφυρίου ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ, ἀστραπαῖς θαυμάτων πᾶσαν τὴν κτίσιν φωταγωγοῦσα, καὶ διώκουσα πλάνην τὴν τῶν εἰδώλων, καὶ τοὺς πιστούς σελαγίζουσα, πάντας εὐφραίνει· Θεῷ γὰρ εὐαρεστήσας ἐπὶ γῆς, τῶν σημείων ἀπείληφε τὴν χάριν, πάντας ἰᾶσθαι, παρεστὼς τῇ Τριάδι ὁλόφωτος, καὶ πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Οι Μακαρισμοί – Στοχασμοί της Σαρακοστής

Εκείνες οι μεγαλειώδεις λέξεις, που όλες ξεκινούν με τη λέξη «Μακάριοι», Blessed, блаженн, Gwyn en byd, είναι όλες ιδιαίτερα οικείες στους Ορθόδοξους πιστούς, αφού ψάλλονται τις περισσότερες Κυριακές κατά τη Μικρή Είσοδο, όταν ο διάκονος εισοδεύει το Ευαγγέλιο. Προέρχονται από την επί του Όρους Ομιλία και εντοπίζονται στα Ευαγγέλια, Αγ. Ματθαίου 5, 3-12 και Αγ. Λουκά 6, 20-23.«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Στου Αγ. Λουκά είναι μόνο «πτωχοί», αλλά εν πάσει περιπτώσει σημαίνει πως είμαστε μακάριοι όταν αναγνωρίζουμε ότι χωρίς Χριστό είμαστε πτωχοί. Ο Χριστός είπε προς την Εκκλησία της Λαοδικείας: «ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι… καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ” ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς» (Αποκ. 3, 17-18). Όταν αναγνωρίζουμε τον Χριστό σαν τον πλούτο μας και γνωρίζουμε πως χωρίς Αυτόν είμαστε πτωχοί, τότε είμαστε πραγματικά μακάριοι.
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται». Στους μετανοούντες που πενθούν για τις αμαρτίες τους και είναι συμπονετικοί προς άλλους, που παρηγορούν χωρίς να κρίνουν, που υποστηρίζουν χωρίς να καταδικάζουν, θα εξαλειφθούν τα δάκρυά τους, αφού κι εκείνοι με τη σειρά τους εξαλείφουν τα δάκρυα από τα μάτια άλλων.

«Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». Λίγο πιο κάτω, στο Ματθαίου 11, 29 ο Χριστός περιγράφει τον εαυτό Του ως «πρᾷο καὶ ταπεινὸ τῇ καρδίᾳ». Διακρίνει την ταπεινότητα ως προσωπικό Του χαρακτηριστικό. Και πραγματικά είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικότητας και η βάση όλων των αρετών, αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να συγχέεται με την μετριοφροσύνη, που είναι το στολίδι των πολύπειρων, έξυπνων αλλά ψευδο-πνευματικών καθοδηγών.

«Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται». Ο Αμώς (8, 11) γράφει τα εξής: «Ἐξαποστελῶ λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, οὐ λιμὸν ἄρτων οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι τὸν λόγον Κυρίου». Μακάριοι όντως είναι εκείνοι που αισθάνονται αυτή την πείνα και τη δίψα και αρχίζουν την αναζήτησή τους για την Αλήθεια, και την βρίσκουν στον Λόγο Του – Ενσαρκωμένο, Γεγραμμένο και Ζώντα στην Εκκλησία Του.

«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Η παραβολή του αγνώμονος δούλου (Ματθ. 18, 21-35) αποτελεί μια ζοφερή υπενθύμιση ότι θα αντιμετωπισθούμε από τον Θεό όπως έχουμε αντιμετωπίσει κι εμείς τον πλησίον μας. Το έλεος ρέει από τον Θεό προς εμάς και μέσω ημών: θα πρέπει να είμαστε ένα κανάλι ελέους, όχι μια δεξαμενή για δική μας χρήση.

«Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Το υπέρτατο όραμα προορίζεται για αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά. Αυτοί και μόνο βλέπουν καθαρά και το όραμα τους καθαρίζει ακόμα περισσότερο, καθώς συνεχίζουν να ατενίζουν Αυτόν στον οποίο αντανακλάται το πλήρωμα της ζωής.

«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται». Υπάρχουν πολλοί “εραστές της ειρήνης” λίγοι όμως “ειρηνοποιοί”. Η ειρήνη που πραγματοποιείται με οποιοδήποτε τίμημα δεν είναι εκ Θεού, βλέποντας πως κόστισε στον Χριστό το ίδιο Του το αίμα για να κάνει να επικρατήσει ειρήνη μεταξύ του δημιουργήματος και του Δημιουργού. Η ειρήνη είναι πολύτιμη και θυσιαστική, αλλά είναι η ειρήνη του Θεού η πάντα νουν υπερέχουσα, η οποία μετέχει στο συμφιλιωτικό έργο του Χριστού στον σημερινό κατακερματισμένο και πεπτωκότα κόσμο.

«Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Οι πραγματικά δίκαιοι δεν μπορούν ποτέ να περάσουν αλώβητοι μέσα από τη ζωή. Ο Κύριός τους διέσχισε την οδό των παθών με χαρά κι έτσι το ίδιο θα πρέπει να κάνουν κι αυτοί. Αλλά αυτοί βαδίζουν στο δρόμο Του, συμμερίζονται τον Σταυρό Του και μετέχουν στη χαρά Του όταν η νύχτα της θλίψης συγχωνεύεται στην αυγή του αιωνίου φωτός.

«Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τα κακά πράγματα που ειπώθηκαν εναντίον μας πρέπει να είναι ψεύτικα. Αλίμονό μας αν υπάρχει αλήθεια στις κατηγορίες των εχθρών μας. Αν η συνείδησή μας είναι καθαρή ενώ μας έχουν συκοφαντήσει, θα πρέπει να υποφέρουμε με ευχαρίστηση και να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας, όπως και ο Κύριός μας έπραξε πάνω στο Σταυρό.

Είθε αυτή η Σαρακοστή να μας φέρει πιο κοντά στην εκτίμηση της αληθινής μακαριότητας, όπως Αυτός την βίωσε και την δίδαξε στην επί του Όρους Ομιλία.

Η Θεία Κοινωνία τη Μεγάλη Σαρακοστή

Το γνώρισμα της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι μόνο η νηστεία αλλά και η προσευχή και η συχνότερη συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία. Πώς αλλιώς θα γινόταν άλλωστε, αφού είναι το «στάδιο των αρετών»; Όταν κανείς αγωνίζεται για να πετύχει κάτι μεγάλο, χρειάζεται εφόδια, δυνάμεις. Κι όσο πιο σπουδαίος και σημαντικός είναι ο στόχος, τόσο και οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι σημαντικές.

Την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής καλούμαστε να πορευτούμε πιο δυναμικά από το θάνατο τής αμαρτίας στη ζωή του Θεού. Αυτή η αλλαγή, η μετάβαση, ονομάζεται, στη γλώσσα της Εκκλησίας, μετάνοια. Άλλο η μεταμέλεια κι άλλο η μετάνοια. Το πρώτο σημαίνει συνειδητοποίηση του λάθους, το δεύτερο αλλαγή νοοτροπίας. Το πρώτο αναγκαίο για το δεύτερο αλλά δεν σημαίνει ότι πάντα οδηγεί στη μετάνοια, που είναι μια συνεχής πορεία προς την ατέλευτη τελειότητα, που είναι το γνώρισμα κάθε χριστιανού για όλη τη ζωή του και κυρίως για την Εκκλησιαστική περίοδο που διανύουμε.

Επειδή στην πορεία της Μεγάλη Σαρακοστής είναι απαραίτητη η συμπόρευση του Θεού μας, η συμμετοχή μας στη Θεία Κοινωνία γίνεται πηγή Ζωής. Γιατί η Θεία Κοινωνία δεν είναι βραβείο για την όποια πιθανή αρετή μας, δεν είναι επιβράβευση του αγώνα μας, αλλά είναι «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον». Γι’ αυτό, όσο πιο συχνά συμμετέχει κανείς τόσο πιο πολλή αίσθηση έχει της αφέσεως των αμαρτιών του και της αιωνίου ζωής, εφόσον η «αιώνια ζωή» είναι, κατά το λόγο του Κυρίου, η εμπειρική γνώση του Θεού (Ιω. 17,3).

Την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής τελούνται τρεις λειτουργίες: Του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και των Προηγιασμένων Δώρων. Η πρώτη, που είναι η πιο γνωστή, τελείται κάθε Σάββατο και την Κυριακή των Βαΐων. Η δεύτερη, τις πέντε Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής, τη Μεγάλη Πέμπτη και το Μεγάλο Σάββατο. Των Προηγιασμένων Δώρων, τελείται συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή αλλά μπορεί και να τελεστεί από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή μόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή.

Ο λόγος που τελείται η λειτουργία των Προηγιασμένων, είναι γιατί η περίοδος αυτή έχει πένθιμο χαρακτήρα – γι’ αυτό και η νηστεία. Η κανονική Λειτουργία, όπως του Χρυσοστόμου και του Βασιλείου, έχει χαρούμενο χαρακτήρα, εφόσον επαναλαμβάνεται η ζωή του Χριστού. Ενώ στην Προηγιασμένη, είναι αγιασμένος ο άρτος και ο οίνος από την προηγούμενη κανονική Λειτουργία, γι’ αυτό και λέγεται των Προηγιασμένων Δώρων.

Έτσι τη Μεγάλη Σαρακοστή, που ’ναι κατεξοχήν περίοδος μετάνοιας, ο Χριστός, με τη συχνή Θεία Κοινωνία, γίνεται συνοδοιπόρος, «βοηθός και σκεπαστής», οικείος και Κύριός μας, ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη μετάνοια του καθενός.

Αλήθεια, μέσα στον κυκεώνα που ζούμε, με τις αντιπαλότητες, τα συμφέροντα, τα πάθη και τα μίση του κόσμου, δεν είναι σημαντικό να έχουμε το Χριστό μέσα μας; Δεν είναι ωραίο το Φως Του να γεμίσει την ύπαρξή μας και να γινόμαστε και ’μεις για τους γύρω μας ένα κερί που θα δείχνει την εικόνα Του; Το εύχομαι!

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Άγιος Ρηγίνος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Σκοπέλου

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στην Λεβαδιά της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν να λάβει την θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδας.

Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος συνειδητά είχε αποδεχθεί τις αρχές του Αρειανισμού, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ' ενός με την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως συνέπεια όχι μόνο την συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος μ.Χ.

Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από τον θείο του Αχίλλειο (15 Μαΐου, πολιούχο της πόλεως της Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εξορίστους που βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Άγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ. μαζί με τον Αγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι καταδικάστηκε ομόφωνα από τους Αγίους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές κακοδοξίες τους. Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα. Τελικά οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μια νέα Σύνοδος στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι η Σύνοδος συγκλήθηκε το 343 μ.Χ. Έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος ανασκεύασε όλες τις αιρέσεις με τον λόγο και την τόλμη της γνώμης του.

Μετά την λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού εκλυδωνίσθηκε και ταράχθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

Στη διάρκεια των διωγμών που διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στην Σκόπελο ο Έπαρχος της Ελλάδος και των Σποράδων. Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Όμως ο Αγιος περιφρόνησε την υπόδειξή του και ενέμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα στην πατρώα ευσέβεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον του Επάρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση «Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του. Τη νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ταράσιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, τον Γεώργιο, κριτή και πατρίκιο και την Ευκρατία και ήταν θείος του Αγίου Φωτίου . Λόγω της μεγάλης του μορφώσεως ανυψώθηκε στο αξίωμα του πρωτασηκρίτου.

Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν αρκετά σοβαρές. Υπήρχε ακόμα ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση των Ορθοδόξων έγινε ακόμη πιο δύσκολη διά του θανάτου του Πατριάρχου Παύλου Δ' του Κυπρίου (30 Αυγούστου). H βασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία, η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο υιό της Κωνσταντίνο ΣΤ' (780 - 798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και τα προβλήματα. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους λαϊκούς ο Άγιος Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού έλαβε υπόσχεση από τους βασιλείς, ότι θα συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα αντιμετωπίσει τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά θέματα. Η χειροτονία του νέου Πατριάρχου έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.

Κατά την διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άγιος μερίμνησε για την αποκατάσταση των σχέσεων με την Δυτική Εκκλησία επί Πάπα Αδριανού Α' (771 - 795 μ.Χ.) και την σύγκλιση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο του έτους 754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού τα σχετικά συγγράμματα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (τιμάται 4 Δεκεμβρίου). Η όγδοη συνεδρία της Συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όποι οι βασιλείς Ειρήνη και Κωνσταντίνος υπέγραψαν τους Όρους της Συνόδου.

Στην ευσέβεια και το εκκλησιαστικό ήθος του Αγίου οφείλεται και η μέριμνα που έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή για την απόκτηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και διακρίθηκε για την ελεημοσύνη του προς τους πτωχούς.

Η αγάπη του προς τον μοναχισμό εκφράστηκε και με την ίδρυση Μονής στο στενό του Βοσπόρου, στην οποία και ενταφιάσθηκε μετά την οσιακή κοίμησή του την Τετάρτη της Α' εβδομάδας των Νηστειών, το έτος 806 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές (811 - 813 μ.Χ.) τον Μάρτιο του έτους 813 μ.Χ. ενέδυσε τον τάφο του Αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του Αγίου.

Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδω ἐν τὴ Ἕβδομη, προσκυνεὶν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος, διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαυμάτων λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τήν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καί Χριστοῦ μακάριε, τήν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καί προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διά τοῦτο σοι βοῶμεν, Ὦ Πάτερ χαίροις, σοφέ Ταράσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’.Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Κατὰ παθῶν βασιλεύσας τῶν τῆς σαρκός, Ἱεράρχης ἐχρίσθης θεοπρεπῶς, καὶ τὴν βασιλεύουσαν, ὀρθοδόξως ἐποίμανας, ἀπελάσας θῆρας, αἱρέσεων θεόπνευστε, τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων, τρανώσας προσκύνησιν· ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἀξίως κεκλήρωσαι, Ἱεράρχα Ταράσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὴν σκοτισθεῖσάν μου ψυχὴν τῷ σκότει τῶν πταισμάτων, φωτὶ τοῦ σοῦ ἐλέους καταύγασον Σωτήρ μου, καὶ λογισμὸν ἐπ' ἀγαθοῖς δώρησαί μοι Χριστέ μου, ἐκκαθάρας τὴν ἀχλὺν τῶν φαύλων ἐνθυμήσεων, ἵν' ὅπως κατ' ἀξίαν ἰσχύσω τὸν σὸν Ἱεράρχην ἀνυμνῆσαι, καὶ φθάσαι τὸν βίον, καὶ τὰς πράξεις τὰς λαμπράς, καὶ τὴν ἔνθεον πίστιν, καὶ τὸν ζῆλον, ὃν ὑπὲρ τῆς σῆς ἐκτήσατο, Ἐκκλησίας, ἥτις κατὰ χρέος αὐτὸν εὐφημοῦσα κραυγάζει· Οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Τῆς Προηγιασµένης τό πανίερο θάµβος

«Σοφία, Ὀρθοί! Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι.»
Tό φῶς τό ἱλαρό πού ἁπλώνει ἡ λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης τό νοιώθεις ὅτι εἶναι ἡ φωτεινή ματιά τοῦ Θεοῦ, πού μεγαλύνει τόν Κόσμο. Εἶναι ἡ ἀπαστράπτουσα παρουσία Του ἀπό τότε, ἀπό τόν καιρό τῆς Δημιουργίας, μέ κεῖνο τό κορυφαῖο πρόσταγμα: «Καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3). Φωτεινή παρουσία πού δέν ἔπαψε νά εἰσέρχεται σέ ὅλα μας τά σκότη καί νά τά φωτίζει, δίχως νά ἐξετάζει ποιά. Ἀρκεῖ τίς θύρες τῆς ψυχῆς νά βρεῖ ἀνοικτές.
Στό μυρωμένο ἀνοιξιάτικο πρωϊνό ἀνεβαίνει τό εὐῶδες θυμίαμα κι ἀπό τό Πρόσωπό Του κατεβαίνει Φῶς Χριστοῦ καί καταυγάζει τήν Ἐκκλησιά, τούς πιστούς, τήν οἰκουμένη ὁλάκερη.
Αὐτό τό Φῶς πού αἰῶνες προσφέρεται, καί θά προσφέρεται ἕως τῆς συντελείας, γίνεται τό μέσον διά τοῦ ὁποίου καί οἱ Γραφές καί οἱ Λόγοι καί ἡ Ἀνάγνωση τοῦ Σύμπαντος Κόσμου κατανοεῖται, ἐμβιώνεται, ὁδηγεῖ εἰς ὁδούς σωτηρίας.

Αἰῶνες στέκει στήν Ὡραία Πύλη ὁ ἀρχαῖος ὁ παπᾶς, ἀκίνητος, εὐσχήμων, ἱεροπρεπής καί κατενυγμένος. Κρατᾶ τήν ἀκοίμητα ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης καί τό θυμιατό, γιά νά ὁρίσει τήν Προσευχή τῶν πιστῶν, νά συμμαζέψει τούς καημούς τους, τίς μετάνοιες καί τίς ἱκεσίες τους καί νά τά τυλίξει σέ νοητά ὀθόνια γκρίζου θυμιάματος. Νά συμμαζέψει τήν Πίστη τους στή χρυσογάλανη φλόγα τοῦ κεριοῦ κι ὕστερα, ἤρεμα, ἁπλᾶ καί σέ ἦχο λιτό, ὑφασμένο στόν ἀργαλιό τῆς ταπείνωσης, ἀνοίγει τή θύρα τοῦ Θεοῦ μέ τό «Κατευθυνθήτω».

Οἱ μετάνοιες εἶναι ἀσκήσεις πού δέν ἀποδεικνύουν μόνο τή συμμετοχή τοῦ σώματος, ἀλλά κυρίως τή συντριβή τῆς ψυχῆς. Γιατί ἐκεῖ πρέπει νά ἐπικεντρωθεῖ ἡ ὅλη διαδικασία μέ ἀπότοκο τή θεραπεία... Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτό «αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀοράτως» μέν, ἀλλά μαζί μας ἀτενίζουν καί διαπιστώνουν ὅτι, «ἰδού, εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης». Γιά ποῦ, ἄραγε; Τό ἐρώτημα δυναμικό μεγαλειῶδες, οὐσιαστι­κό.... Διότι εἰσπορεύεται, εἰσοδεύει ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης, μέσα στό Ἅγιο Δισκάριο, μέ τήν ἡσυχία καί τή σιωπή τοῦ Ναοῦ νά τήν καταλύει, ν᾿ ἀνοίγει ρωγμές σωτήριες, τό ρυθμικό κουδούνισμα τοῦ θυμιατοῦ.

«Ἰδού θυσία...», Θυσία Μυστική, ἀλλά καί Τελειωμένη, πού μόνο οἱ Δυνάμεις τῶν Οὐρανῶν μέ τά παρθένα, τά φωτισμένα ἀπό τόν Θεῖο Του Γνόφο Μάτια, μέ φρίκη βλέπουν καί κατανοοῦν, πασχίζοντας νά μᾶς εἰσάγουν ὅλους σ' αὐτό τό Μάθημα τῆς Θυσίας καί τῆς Προσφορᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον....» ( Ἰω. 3, 15) ἀντίθετα μέ τόν κόσμο πού συνεχίζει, ὄχι μονάχα νά μήν ἀγαπᾶ, ἀλλά ν᾿ ἀμφισβητεῖ καί νά ζητᾶ τίς ἔτι καί ἔτι θυσίες Του.... πού τίς ἀντιπροσωπεύουν, εὐτυχῶς, τά τῶν Ἁγίων Μαρτύρια... Τά ὁποῖα ἀσφαλῶς σήμερα ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἶναι μέν ἀναίμακτα, ἀλλά μουσκεμένα ἀπό δάκρυα, ἱδρῶτες, ἀγωνία καί μεγάλη Σιωπή πού γιά νά τήν ἀντέξεις ἀπαιτεῖται νά μαθητεύσεις στή ἄλλη Σιωπή. Ἐκείνη, πού ἐκφράζεται μέ διαφορετικά ρήματα καί πού ἐκκινεῖται ἀπό μιάν ἄλλη Σιωπή. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Ματθ.26, 63).

Εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης, λοιπόν. Κι ἐμεῖς βυθίζουμε τήν ὕπαρξή μας στά βάθη τῶν αἰώνων καί ψηλαφοῦμε τίς ἀρετές τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι «Πίστει καί πόθῳ» προσέρχονταν γιά νά καταστοῦν « μέτοχοι ζωῆς ἀθανάτου». Ἐκεῖνοι.... Ἐμεῖς;
Οἰ λέξεις αὐτές, «πίστις», δηλαδή, πού δηλοῖ τήν ἐμπιστοσύνη καί κάτι παραπάνω, καί «πόθος», πού φανερώνει τήν ἐπιθυμία, τή λαχτά­ρα τῆς παρουσίας κάποιου, διαπλέουν τίς θάλασσες τοῦ Χρόνου καί μᾶς ἀνταμώνουν· λέξεις χλωρές, νεοφερμένες, πού ἐπιμένουν νά μᾶς εἰσοδεύσουν, ὄχι μονάχα στό νόημά τους, ἀλλά καί στόν κόσμο τους..... Τόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του. Μιά θύρα τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ Προηγιασμένη.....

Σκόπελος π. Κων. Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀπρίλιος 2013
Ἀρ. Τεύχους 128α

Η ζωή στο σπίτι την Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου

Στις Σαρακοστές καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο. Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι. Τί θα κάνεις εκεί; Θα αγωνιστείς μ’ όλη σου τη δύναμη να διατηρήσεις την προσήλωση του νου και της καρδιάς στον Κύριο. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέξε στο δωμάτιό σου και κάνε αρκετές μετάνοιες, ζητώντας ευλαβικά από τον Θεό να σε βοηθήσει, ώστε να αξιοποιήσεις το χρόνο της παραμονής σου στο σπίτι με τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή σου.

Ύστερα κάθισε και ξεκουράσου για λίγο. Αλλά και τότε μην αφήνεις τους λογισμούς σου να ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, επαναλάμβανε νοερά την ευχή : “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!”. Αφού ξεκουραστείς πρέπει ν’ ασχοληθείς με κάτι, είτε προσευχή είτε εργόχειρο. Τί εργόχειρο θα κάνεις δεν έχει σημασία∙ ξέρεις ήδη τί σου αρέσει.

Είναι, βλέπεις, αδύνατο να ασχολείσαι όλη την ώρα με πνευματικά πράγματα∙ χρειάζεται να έχει και κάποιο ευχάριστο εργόχειρο. Μ’ αυτό θα καταπιάνεσαι, όταν η ψυχή σου είναι κουρασμένη, όταν δεν έχεις τη δύναμη να διαβάσεις ή να προσευχηθείς. Αν, βέβαια, οι πνευματικές σου ενασχολήσεις πηγαίνουν καλά, το εργόχειρο δεν είναι απαραίτητο. Εκπληρώνει μόνο την ανάγκη αξιοποιήσεως του χρόνου, που αλλιώς θα σπαταλιόταν σε απραξία. Και η απραξία είναι πάντα ολέθρια, πολύ περισσότερο όμως στον καιρό της νηστείας.

Πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς στο σπίτι; Σωστά σκέφθηκες ότι τη Σαρακοστή οφείλουμε να προσθέτουμε κάτι στον συνηθισμένο κανόνα προσευχής. Νομίζω, ωστόσο, πως αντί να διαβάζεις περισσότερες προσευχές από το Προσευχητάρι, είναι καλύτερο ν’ αυξήσεις τη διάρκεια της άμεσης επικοινωνίας σου με τον Κύριο. Κάθε μέρα, πριν αρχίσεις και αφού τελειώσεις την ορθρινή και βραδυνή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τον φύλακα άγγελό σου, ευχαριστώντας τους για την προστασία τους και παρακαλώντας τους για την ικανοποίηση των πνευματικών σου αναγκών.

Ζήτα τους να σε βοηθήσουν, ώστε, πρώτα απ’ όλα να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία  και, όταν την αποκτήσεις, να σου χαρίσουν ζήλο και δύναμη, ώστε να θεραπεύσεις τις πληγές της ψυχής σου. Ζήτα τους, ακόμα, να γεμίσουν την καρδιά σου  με το αίσθημα της ταπεινώσεως και της συντριβής. Η ταπείνωση είναι η πιο ευάρεστη στον Θεό θυσία. Έτσι να προσεύχεσαι. Μην επιβάλεις, όμως, στον εαυτό σου έναν προσευχητικό κανόνα μακρύ και βαρύ, έναν κανόνα που θα υπερβαίνει τα μέτρα των ψυχοσωματικών σου δυνάμεων και θα σε καταβάλλει. Καλύτερα είναι να προσεύχεσαι συχνότερα στη διάρκεια της ημέρας και, όταν ασχολείσαι μ’ οποιαδήποτε άλλη εργασία, να έχεις το νου σου στο Θεό.

Μετά την προσευχή, διάβαζε για λίγο με αυτοσυγκέντρωση. Η μελέτη δεν αποσκοπεί στο φόρτωμα του μυαλού σου με διάφορες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά στην ψυχική σου ωφέλεια και εποικοδομή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να διαβάζεις πολλά. Διάβαζε όμως με προσοχή μεγάλη και με καρδιακή συμμετοχή.

“Τί να διαβάζω;”, θα με ρωτήσεις. Μόνο πνευματικά βιβλία, φυσικά. Η προσεκτική ανάγνωση τέτοιων βιβλίων εμπνέει την ψυχή περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Αν πάντως, στη διάρκεια της μελέτης γεννιέται ο πόθος της προσευχής, ν’ αφήνεις το βιβλίο και να προσεύχεσαι.

Θα διαβάζεις, λοιπόν, θα προσεύχεσαι, θα κάνεις μετάνοιες. Και μ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις το νου και την καρδιά σου σε κατάσταση συνεχούς και έντονου αγώνα. Είναι αναπόφευκτο να κουράζεσαι. Τότε, όπως σου είπα, θα ασχολείσαι με κάποια πρακτική εργασία.

Σκέφτεσαι, καθώς μου γράφεις, να μειώσεις την  ποσότητα του καθημερινού σου φαγητού. Σωστή κι ωφέλιμη η σκέψη σου∙ σωστή, γιατί το σώμα, που με τις παρεκτροπές του σε αναγκάζει να μετανοείς, οφείλει να καταβάλει στη διάρκεια της Σαρακοστής τους μόχθους  που του αναλογούν∙ και ωφέλιμη, γιατί με τη νηστεία το σώμα δουλαγωγείται, ο νους καθαρίζεται, η καρδιά μαλακώνει, τα πάθη νεκρώνονται. Μόνο μην το παρακάνεις. Ήδη τρως τόσο λίγο. Πρέπει να έχεις δυνάμεις  για να στέκεσαι στην εκκλησία και για ν’ αγωνίζεσαι στο σπίτι. Κοίτα να τρως τόσο, όσο χρειάζεται για να μην εξασθενήσεις.

Καλό θα ήταν επίσης, να μείωνες λίγο το χρόνο του ύπνου και της αναπαύσεώς σου. Είναι μία θυσία για σένα, αλλά κάθε λογής θυσία ταιριάζει σ’ αυτή την περίοδο.

Και με τις συζητήσεις τί θα γίνει; Τη Σαρακοστή τουλάχιστον, οι συζητήσεις με τους άλλους ας περιοριστούν σε πνευματικά θέματα. Ακόμα καλύτερες είναι οι κοινές πνευματικές αναγνώσεις, που δίνουν αφορμές για την ανταλλαγή εποικοδομητικών σκέψεων και  για την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Κατάλληλοι γι’ αυτό τον σκοπό είναι οι Βίοι των Αγίων. Αρκετά έγραψα. Θα προσθέσω ό,τι άλλο χρειάζεται αργότερα.

Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο Δρόμος της Ζωής, Γράμματα σε μια Ψυχή

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Α' και Β' Εύρεση Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη

Όταν αποκεφαλίσθηκε από τον Ηρώδη ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η τιμία κεφαλή αυτού τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο και κρύφθηκε στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου, αγγέλλοντας σε αυτούς που βρίσκεται η τιμία κεφαλή του. Κι εκείνοι, αφού την βρήκαν, την είχαν με τιμές. Από αυτούς την παρέλαβε κάποιος κεραμεύς και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, για να καταλήξει στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος και εφύλαξε την τιμία κάρα σε σπήλαιο. Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος (364 - 378 μ.Χ.), στο Παντείχιον της Βιθυνίας μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379 - 395 μ.Χ.) ανεκόμισε αυτή στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ανέγειρε μέγα και περικαλλέστατο ναό.

Βεβαίως, περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν και άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατ' άλλη εκδοχή η τιμία κάρα βρέθηκε στην Έμεσα το 458 μ.Χ., επί βασιλείας Λέοντος Α΄ (457 - 474 μ.Χ.), ενώ άλλοι δέχονται ότι αυτή βρέθηκε το 760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄ (842 - 867 μ.Χ.) και πατριαρχίας Ιγνατίου.

Περί των ιερών λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις και σε διαφόρους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι το 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα κόμισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Βέροια της Συρίας, περί τον Απρίλιο του 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».

Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που βρισκόταν στην τοποθεσία την ονομαζομένη Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα ἡ τοῦ Προδρόμου κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς ἀφθαρσίας, πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τήν πληθύν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τό γένος, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προφήτα Θεοῦ, καί Πρόδρομε τῆς χάριτος, τήν Κάραν τήν σήν, ὡς ῥόδον Ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τάς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καί γάρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τήν μετάνοιαν.


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Ύμνοι μεγάλου αποδείπνου

Μη αποστρέψης το πρόσωπο σου από του παιδός σου

π. Αλέξανδρος Σμέμαν

Μη αποστρέψης το πρόσωπο σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι∙ ταχύ επάκουσόν μουʹ πρόσχες τη ψυχή μου, και λύτρωσαι αυτήν.

Ακούστε τη θαυμάσια μελωδία του στίχου τούτου, αυτή την κραυγή που ξαφνικά γεμίζει την εκκλησία «... ότι θλίβομαι!» – και θα καταλάβετε το σημείο από το οποίο ξεκινάει η Μεγάλη Σαρακοστή: το μυστηριώδες μίγμα της ελπίδας με την απογοήτευση, του φωτάς με το σκοτάδι. Η όλη προετοιμασία έφτασε πια στο τέλος. Στέκομαι μπροστά στο Θεό, μπροστά στη δόξα και στην Ομορφιά της Βασιλείας Του. Συνειδητοποιώ ότι ανήκω σʹ αυτή, ότι δεν έχω άλλη κατοικία, ούτε άλλη χαρά, ούτε άλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ακόμα ότι είμαι εξόριστος από αυτή μέσα στο σκοτάδι και στη λύπη της αμαρτίας γιʹ αυτό «θλίβομαι»! Τελικά παραδέχομαι ότι μόνο ο Θεός μπορεί να με βοηθήσει σʹ αυτή τη θλίψη, ότι μόνον σʹ Αυτόν μπορώ να πω «πρόσχες τη ψυχή μου».

Μετάνοια πάνω απ' όλα, είναι το απελπισμένο κάλεσμα για τη Θεία βοήθεια.

Πέντε φορές επαναλαμβάνουμε αυτό το Προκείμενο. Και τότε να! η Μεγάλη Σαρακοστή αρχίζει. Τα φωτεινά χρωματιστά άμφια και καλύμματα του ναού αλλάζουν τα φώτα σβήνουν. Ο ιερέας εκφωνεί τις αιτήσεις, ο χορός απαντάει με τα «Κύριε ελέησον» την κατʹ εξοχήν σαρακοστιανή απάντηση. Για πρώτη φορά διαβάζεται η προσευχή του Αγίου Εφραίμ που συνοδεύεται από μετάνοιες. Στο τέλος της ακολουθίας όλοι οι πιστοί πλησιάζουν τον ιερέα και ο ένας τον άλλο, ζητώντας την αμοιβαία συγχώρεση.

Αλλά καθώς γίνεται αυτή η ιεροτελεστία της συμφιλίωσης, καθώς η Μεγάλη Σαρακοστήεγκαινιάζεται μʹ αυτή την κίνηση της αγάπης, της ενότητας και της αδελφοσύνης, ο χορός ψάλλει πασχαλινούς ύμνους. Πρόκειται τώρα πια να περιπλανηθούμε σαράντα ολόκληρες μέρες στηνέρημο της Μεγάλης Σαρακοστής. Όμως από τώρα βλέπουμε να λάμπει στο τέλος το φως της Ανάστασης, το φως της Βασιλείας του Θεού.

Η σιωπή της Σαρακοστής

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Στο τρέξιμο της ζωής, με τα προβλήματα και τις έγνοιες να συντρίβουν την ύπαρξή μας, έρχεται η Μ. Σαρακοστή να δείξει το «ἑτέρως ζῆν».

Σε όσους θελήσουν να πορευτούν, καθώς η Εκκλησία προτείνει την περίοδο αυτή, θα διαπιστώσουν ότι η δυσκολία της νηστείας ευκολύνει την καθαρότητα του νου, οι συχνές ακολουθίες στο ναό ρυθμίζουν το λίγο χρόνο για τις πολλές δουλειές, οι ποικίλοι πειρασμοί και απροσδόκητοι υπερβαίνονται με τη Χάρη που κυριαρχεί.

Είναι παρατηρημένο ότι στην εποχή μας έχει αυξηθεί η πολυλογία και η αργολογία. Τα τηλέφωνα κτυπούν, οι τηλεοράσεις μιλούν, τα ραδιόφωνα δεν σταματούν. Η απουσία ανθρώπων από κοντά μας δεν σημαίνει και σιωπή. Γι’ αυτό και οι πολλές κουβέντες οδηγούν στη διάσπαση του νου που δυσκολεύει την προσευχή, τη μελέτη, την περισυλλογή.

Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, γνωρίζοντας από πείρα ότι «ἄνευ ἡσυχίας ἀδύνατον καθαρθῆναι» μας λένε ότι η σιωπή από τους λογισμούς ευκολύνεται και αντιμετωπίζεται από τη σιωπή των λόγων. Γι’αυτό και την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, που πιο πολύ ο εσωτερικός αγώνας αυξάνεται, η Εκκλησία, ως μέσο θεραπείας από τα πάθη και ενδυνάμωση του αγώνα της προσευχής, μας προτείνει τη σιωπή.

Ζώντας, βέβαια, με ανθρώπους όπου χρειάζεται να επικοινωνούμε για τις καθημερινές μας ενασχολήσεις, δεν είναι δυνατό να εφαρμόσουμε την απόλυτη σιωπή, που μπορεί να εκληφθεί και ως απόρριψη. Μπορούμε όμως να λέμε τα αναγκαία, αποφεύγοντας τα άσκοπα, την αργολογία και κυρίως την κατάκριση θα διαπιστώσουμε τότε ότι μια άλλη δυναμική της καρδίας αναπτύσσεται. Θα κατανοήσουμε το πόσο η προσευχή γίνεται δύναμη και απόλαυση, καθώς θα μαζεύεται με τη σιωπή ο νους μας. Κι ακόμα, θα δούμε πως η περισυλλογή θα οδηγεί στην αυτογνωσία, τη θέα του μέσα μας κόσμου που θα γίνεται η θεά της «ἐντός ἡμῶν Βασιλείας».

Η σιωπή της Μ. Σαρακοστής, όταν γίνεται με σύνεση και διάκριση, ελκύει τη χάρη του Θεού που φέρνει την εσωτερική ισορροπία. Βιώνεται η χαρμολύπη των ημερών και προχωρούμε τη δύσκολη πορεία της Μ. Σαρακοστής πιο εύκολα και ελεύθερα.

Σήμερα, περισσότερο από άλλες εποχές, χρειάζεται να μαζέψουμε τις εσωτερικές δυνάμεις της ψυχής, για να μπορέσουμε να ζήσουμε την πνευματική ζωή. Η άσκηση αυτή, ασφαλώς, είναι πιο δύσκολη από εκείνη των φαγητών, πιο αποτελεσματική και πιο ουσιαστική. Άλλωστε, η νηστεία συνδυασμένη με προσευχή προς τα εκεί τείνουν να βοηθήσουν, ώστε ο άνθρωπος να βρει το χαμένο εαυτό του και να χαρεί το δώρο της ύπαρξής του.

Η σιωπή της Μ. Σαρακοστής αποκαλύπτει μέσα μας ένα άλλο κόσμο που έχουμε κρυμμένο. Μας δείχνει το «ἕνα οὗ ἐστι χρεία», τη ματαιότητα των πολλών και άχρηστων λόγων, μας εισάγει στη γλώσσα του ουρανού. Τότε, ακούμε το λόγο των αδελφών μας, την αγωνία και τον πόνο τους, μα κυρίως ακούμε το λόγο του Λόγου.

ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΙΚΟ

Γράφει ὁ Ἀθ. Κοτταδάκης

Ὅταν οἱ στρατηγοί παρατάσσουν τό στράτευμα γιά μάχη... ἀπευθύνουν στούς στρατιῶτες λόγο ἐνθαρρυντικό, τέτοιο πού ἡ παραινετική του δύναμη κάνει πολλούς νά καταφρονοῦν καί τό θάνατο... Ἀνάλογα καί οἱ προπονητές τῶν ἀθλητῶν... πρίν τούς ὁδηγήσουν στό στάδιο τοῦ ἀγώνα, ἐπισημαίνουν ὅτι χρειάζεται νά κοπιάσουν πολύ, γιά νά φτάσουν στό στεφάνι τῆς νίκης. Ἔτσι κι ἐγώ πού εὐλογήθηκα ἀπό τό Θεό νά παρατάσσω τούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ γιά μάχη ἐναντίον ἀοράτων ἐχθρῶν, νά προετοιμάζω μέ ἄσκηση στήν ἐγκράτεια τούς ἀθλητές τῆς πίστης γιά τό στεφάνι τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά σᾶς πῶ λόγο ἐνισχυτικό...


Ὅσοι ἐκπαιδεύονται γιά πολεμικές ἐπιχειρήσεις καί ὅσοι ἀσκοῦνται στά γυμναστήρια ἔχουν ἀνάγκη ἀπό καλή καί ἄφθονη τροφή, γιά νά δυναμώσει τό σῶμα τους καί νά ἔχουν τήν ὅσο γίνεται πιό μεγάλη ἀντοχή στίς κακουχίες καί καταπονήσεις. Ἐμεῖς ὅμως πού ῾῾δέν ἔχουμε νά παλέψουμε μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τίς ἀρχές καί ἐξουσίες, τίς κυρίαρχες αὐτοῦ τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου, τά πονηρά πνεύματα πού κινοῦνται ἀνάμεσα σέ γῆ καί οὐρανό", ὀφείλουμε νά προετοιμαζόμαστε μέ ἐγκράτεια νηστευτική... πού εἶναι ὠφέλιμη σέ κάθε περίπτωση καί ἐποχή. Γιατί, ὅσους ἀποφασίζουν νά τήν ἀκολουθήσουν, δαιμονική ἐπίθεση ἐναντίον τους δέν τολμᾶ νά ἐκδηλωθεῖ, οἱ φύλακες ἄγγελοι τῆς ζωῆς μας στέκονται πιό πρόθυμα πλάι στό νηστευτή...
Ἄν λοιπόν εἶσαι πλούσιος, μήν περιφρονήσεις τή νηστεία, μήν ἀπαξιώσεις νά τή βάλεις στό τραπέζι σου, μήν τήν ξαποστείλεις ἀπ' τό σπίτι σου ἀτιμασμένη ἀπό τήν ἡδονική ἀπόλαυση τῆς πλησμονῆς τῶν ἀγαθῶν, μήπως ὁ ἄγγελός σου σέ καταγγείλει στό νομοθέτη τῶν νηστειῶν καί τιμωρηθεῖς μέ τήν πιό μεγάλη φτώχεια, εἴτε ἀπό ἀρρώστια σωματική, εἴτε ἀπό ἄλλο δυσάρεστο πολύ. Ἄν πάλι εἶσαι φτωχός, μήν ἀντιμετωπίζεις τή νηστεία μέ διάθεση εἰρωνική, ἐπειδή τήν ἔχεις συγκάτοικο στό σπίτι καί συνδαιτυμόνα στό τραπέζι καθημερινά... Ἰδιαίτερα τώρα πού γυρίζει ὁ χρόνος καί μπαίνουμε πάλι στίς ἱερές ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε μέ χαρά πολλή...
Προκειμένου ν' ἀρχίσεις νά νηστεύεις, μή νομίσεις πώς πρέπει νά ἀλλάξεις ἐξωτερικά, νά γίνεις κατσούφης, σκυθρωπός, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι – "μή σκυθρωπάσῃς ἰουδαϊκῶς". Τό Εὐαγγέλιο λέει νά ἔχεις πρόσωπο λαμπερό – "ἀλλ' εὐαγγελικῶς σεαυτόν καταφαίδρυνον" – νά μήν ἀφήνεις οὔτε ὑποψία πώς πενθεῖς πού τήν κοιλιά ἀπό ὁρισμένα φαγητά στερεῖς. Τό ἀντίθετο, νά δείχνεις ὅτι πραγματικά εὐχαριστιέσαι πού ἀσκεῖς τήν ψυχή νά κοινωνεῖ καί νά χαίρεται μέ ἀπολαύσεις καί ἀγαθά πνευματικά. Πώς γνωρίζεις πού γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι "οἱ ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἶναι ἀντίθετες μέ τό πνεῦμα, καί τό πνεῦμα ἀντίθετο μέ τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες". Καί ἐπειδή αὐτά "ἀντιμάχονται τό ἕνα μέ τό ἄλλο", ἐπιβάλλεται νά μειώσουμε στό ἐλάχιστο τήν εὐαισθησία στίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί ν' αὐξήσουμε ὅσο μποροῦμε πιό πολύ τή δύναμη τῆς ψυχῆς. Αὐτό ἐπιδιώκουμε μέ τή νηστεία, ἀγωνιζόμαστε νά νικήσουμε τά πάθη μας, ὥστε νά λάβουμε τά στεφάνια πού ἀνήκουν στούς νικητές αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, πού εἶναι κυρίως ἀγώνας ἐγκράτειας καί αὐτοκυριαρχίας – "ἵνα διά τῆς νηστείας κατά τῶν παθῶν λαβόντες τά νικητήρια, τούς τῆς ἐγκρατείας στεφάνους ἀναδησώμεθα".
Ἡ νηστεία ὡς ἄσκηση πνευματική... πέρα ἀπό τά μέλη μιᾶς οἰκογένειας, ὠφελεῖ καί ἐκεῖνα μιᾶς εὐρύτερης κοινωνικῆς ὁμάδας, μιᾶς πόλης. Τό κυρίαρχο πνεῦμα της, ἡ ἐγκράτεια καί ἡ αὐτοκυριαρχία, μπορεῖ ν' ἀλλάξει τήν ἀτμόσφαιρα ζωῆς, νά κάνει τούς ἀνθρώπους της πιό ἤρεμους, νά καταλαγιάσει τά πάθη τους, ν' ἀποδιώξει διαμάχες, ν' ἀποτρέψει χλευασμούς καί χυδαιότητες... Θά πρόσθετα ἐδῶ, πώς, ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν μιά τέτοια νηστεία σύμβουλο καί ὁδηγό ζωῆς, τίποτε δέ θά ἐμπόδιζε νά ἐπικρατεῖ ἀπέραντη εἰρήνη παντοῦ, οἱ λαοί ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο νά μήν πολεμοῦν. Ἄν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἐπικρατοῦσε ἡ αὐτοκυριαρχία, ἡ αὐτοσυγκράτηση, ὡς τό κυρίαρχο πνεῦμα, δέ θά κατασκευάζονταν ὅπλα, δέ θά γίνονταν δίκες, δέ θά ὑπῆρχαν κατάδικοι στίς φυλακές, κακοῦργοι στίς ἐρημίες, συκοφάντες στίς πόλεις, στίς θάλασσες πειρατές....
Ἡ νηστεία ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τούς ἀγγέλους, τόν κάνει συγκάτοικο τῶν δικαίων, ἀποτελεῖ τόν καλύτερο σωφρονιστή τῆς ζωῆς. Βέβαια ὑπό τόν ὅρο ὅτι δέν τήν ἐκλαμβάνει κανείς σάν μιά γυμνή ἀποχή ἀπό ὁρισμένα φαγητά... ἀλλά ἀκολουθεῖ ἀληθινή νηστεία, δεκτή ἀπό τό Θεό. Καί "νηστεία ἀληθινή, δεκτή ἀπό τό Θεό, εἶναι ἐκείνη πού συνοδεύεται μέ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, αὐτοσυγκράτηση τῆς γλώσσας, ἀποχή ἀπό τό θυμό, ἀποκοπή τῶν πονηρῶν ἐπιθυμιῶν, τῆς καταλαλιᾶς, τοῦ ψεύδους, τῆς ἐπιορκίας. Ἡ φτώχεια μέσα μας ὅλων αὐτῶν ἀποτελεῖ νηστεία ἀληθινή" .
– "Ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής".
Τήν ἱερή αὐτή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὀφείλουμε νά γνωρίσουμε πιό καλά τό Χριστό, νά τόν νιώσουμε κοντά μας, μελετώντας τήν Ἀλήθειά του, πού ἔχει ἀποθησαυρίσει τό Ἅγιο Πνεῦμα στή Γραφή, νά ἐφαρμόσουμε τίς θεῖες διδαχές καί σωτήριες ἐντολές του, πού ἀνακαινίζουν τήν ψυχή... Τίς μέρες πού ἀκολουθοῦν, τό Ἅγιο Πνεῦμα θά παραθέσει τραπέζι πνευματικό, θά σᾶς καλέσει σέ πρωινή εὐφροσύνη καί χαρά ἑσπερινή... Ἄς κοινωνήσουμε ὅλοι ἀπό τό Ποτήρι πού χαρίζει ἐγρήγορση πνευματική. Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ γεμάτο τό προσφέρει στόν καθένα, ν' ἀντλήσει καί νά πιεῖ ἀνάλογα μέ τήν πνευματική νηστεία πού θά ἔχει κάνει, ἰδιαίτερα τήν περίοδο αὐτή... Ὁ Θεός προσφέρει... τή θεία τροφή, ἐξηγεῖ ἡ πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή, σέ ὅσους "μέ ἐπίμονο ἀγώνα καί συνεχή ἔμαθαν νά διακρίνουν σωστά τό ὄντως καλό ἀπό τό κακό".
Αὐτῶν τό παράδειγμα ἄς ἐμπνέει, ἄς δυναμώνει καί τή δική μας ψυχή, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά παρακαθίσουμε στό τραπέζι τῆς χαρᾶς τῶν γάμων τοῦ Χριστοῦ, μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ δόξα καί ἡ δύναμη μένει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης

Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε περί το 80 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Παγκράτιο και τη Θεοδώρα, που είχαν εγκλειστεί στη φυλακή για την πίστη του Χριστού, και βαπτίσθηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία. Υπήρξε μαζί με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο  μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Λίγο πριν αναχωρήσει από τον πρόσκαιρο αυτό βίο ο Άγιος Βουκόλος, Επίσκοπος Σμύρνης , χειροτόνησε μετά των Αγίων Αποστόλων, ως διάδοχό του, τον Άγιο Πολύκαρπο και μετά κοιμήθηκε με ειρήνη.

Ο Άγιος παρακολούθησε με αγωνία και προσευχή τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας και τα μαρτύρια αυτού. Η αγάπη του προς τον θεοφόρο Πατέρα μαρτυρείται και από την Επιστολή την οποία έγραψε προς τους Φιλιππησίους. Σε αυτή την επιστολή τους συγχαίρει για την φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο Ιγνάτιο, όταν αυτός διήλθε από την πόλη τους. Το κείμενο αυτό του Αγίου Πολυκάρπου διακρίνεται για τον αποστολικό, θεολογικό και ποιμαντικό χαρακτήρα του.

Ο Άγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για την σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, καθώς μιλούσε πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν ο γνησιότατος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας. Ο Άγιος Ειρηναίος  παρέχει την πληροφορία ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλούς από τις αιρέσεις του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνος στην Εκκλησία του Θεού. Διηγείται μάλιστα και ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρεσιάρχης αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απηύθυνε την παράκληση: «ἐπεγίνωσκε ἠμᾶς», δηλαδή αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σὲ τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».

Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου. Όπως είναι γνωστό, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του μηνός Νισσάν, σε οποιαδήποτε ημέρα και αν τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά αρκούνταν στον εβδομαδιαίο κατά Κυριακή εορτασμό της Αναστάσεως, τονίζοντας ασφαλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή λόγω της διαφοράς αυτής η Εκκλησία της Ρώμης τηρούσε αυστηρή στάση έναντι των Μικρασιατών, ο Άγιος Πολύκαρπος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Ρώμη, για να διευθετήσει το ζήτημα και άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο .

Μετά την επιστροφή του από την Ρώμη, υπέργηρος πλέον, συνέχισε την αποστολική δράση του με τόση επιτυχία, ώστε προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών. Αυτή η προδιάθεση ήταν φυσικό να προκαλέσει το μαρτύριό του, που ακολούθησε την εξής πορεία. Ο Κόιντος, ζηλωτής Χριστιανός, ο οποίος ήλθε στη Σμύρνη από τη Φρυγία, παρακίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο Στάτιο Κοδράτο, για να δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά τους και την πίστη τους στον Χριστό, πράγμα το οποίο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά μαρτύρησαν όλοι, εκτός από τον Κόιντο, ο οποίος δειλιάσας την τελευταία στιγμή, θυσίασε στα είδωλα. Ο όχλος, αν και θαύμασε την γενναιότητα των Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Τελικά ο Άγιος συνελήφθη το έτος 167 μ.Χ. και οδηγήθηκε ενώπιον του ανθυπάτου.

Ο γηραιός Επίσκοπος δεν ταράχθηκε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και λαμπερό. Ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι υπηρετεί τον Χριστό επί 86 έτη χωρίς καθόλου να Τον εγκαταλείψει. Πως μπορούσε λοιπόν τώρα να Τον βλασφημήσει και να Τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στην φωτιά. Ο Γέρων Πολύκαρπος αποδύθηκε μόνος τα ιμάτιά του και περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι’ Οὐ τὴν περὶ Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, καὶ παντὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἱ ζώσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσας μὲ ἧς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν μὲ μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἲς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτή, καθὼς προητοίμασας καὶ προσεφανέρωσας καὶ ἐπλήρωσας ὁ ἀφευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σὺν τῷ αἰωνίῳ καὶ ἐπουρανίω Ἰησοῦ Χριστό....».

Η φωτιά σχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίζει. Τότε στρατιώτης εκτελεστής τελείωσε τον Άγιο Μάρτυρα διά του ξίφους. Έπειτα το Ιερό λείψανο ρίφθηκε στην φωτιά, οι δε πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού.

Η Σύναξη του Αγίου Πολυκάρπου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τήν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε∙ σύ γαρ ως Ἱεράρχης, καί στερρός Ἀθλοφόρος, τρέφεις τήν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Πολύκαρπε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Καρπούς τούς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι᾽ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε· ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τήν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεόν μεγαλύνοντες.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὸν τῆς χάριτος βότρυν ἐν τῇ ψυχῇ, ἀληθῶς γεωργήσας Πάτερ σοφέ, ὡς οἶνον ἐξέβλυσας, τὸν τῆς πίστεως λόγον, τὸν εὐφραίνοντα πάντων, Πιστῶν τὴν διάνοιαν, καὶ θαυμάτων ὤφθης ἀπέραντον πέλαγος· ὅθεν καὶ Μαρτύρων, καλλονὴ ἀνεδείχθης, πυρὶ τελειούμενος, καὶ φωτὸς ἀξιούμενος, ἀϊδίου Πολύκαρπε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν Μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὴν τῆς σοφίας χρηστότητα ἀρυσάμενος, ἐξ αὐτῆς Πάτερ ἔπλησας θεογνωσίᾳ τὴν ποίμνην σου, καὶ τῆς παναγίας καὶ ἀρρήτου Θεότητος τὸ τρισήλιον ἤστραψας, τοῦ Πατρος τὸ ἀγέννητον, Υἱοῦ δὲ τὴν γέννησιν καὶ ἐκπόρευσιν Πνεύματος, μίαν Θεότητα, μίαν δόξαν τρανῶς ἐκδιδάξας, καὶ εἰδώλων ἀθεΐαν ἐκ ποδῶν ἀποποιήσας, καρπούς δὲ ὡρίμους, ψυχὰς πιστευόντων προσάγων τούτῳ ἔνδοξε, ἐν ᾧ βεβαπτίσμεθᾳ, εἰς ὃν καὶ πιστεύομεν, δοξάζοντες Κύριον.

Καθαρά Δευτέρα

Με την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημάνει το τέλος των Απόκρεω. Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί «καθαρίζονταν» πνευματικά και σωματικά. Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς. Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.

Την Καθαρά Δευτέρα συνηθίζεται να τρώγεται λαγάνα (άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα), και άλλα νηστίσιμα φαγώσιμα, κυρίως λαχανικά, όπως και φασολάδα χωρίς λάδι. Επίσης συνηθίζεται το πέταγμα χαρταετού.

Η Καθαρά Δευτέρα εορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή του Πάσχα.

Η κυρά Σαρακοστή

Ένα έθιμο που έχει σχεδόν χαθεί είναι αυτό της Κυρά Σαρακοστής. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο ημερολόγιο με το οποίο μετρούσαν τις εβδομάδες της νηστείας (Σαρακοστής).

Η κυρά Σαρακοστή στις περισσότερες περιοχές ήταν μια χάρτινη ζωγραφιά. Απεικόνιζε μια γυναίκα με σταυρωμένα χέρια, λόγω προσευχής, σαν καλόγρια, χωρίς στόμα, λόγω νηστείας, και με εφτά πόδια που αναπαριστούσαν τις επτά εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν ένα πόδι και έτσι ήξεραν πόσες βδομάδες νηστείας απέμεναν μέχρι το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο, έκοβαν και το τελευταίο πόδι.

Αυτό το κομμάτι χαρτί το δίπλωναν καλά και το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο. Τοποθετούσαν το σύκο αυτό μαζί με άλλα, και σε όποιον το έβρισκε θεωρούνταν ότι του έφερνε γούρι.

Σε άλλα μέρη της Ελλάδας η Κυρά Σαρακοστή δεν ήταν φτιαγμένη από χαρτί, αλλά από ζυμάρι. Το ζυμάρι φτιαχνόταν με αλεύρι, αλάτι και νερό. Η διαδικασία ήταν κι εδώ η ίδια όπως και με την χάρτινη. Μια παραλλαγή του εθίμου της Κυράς Σαρακοστής είναι φτιαγμένη από πανί και γεμισμένη με πούπουλα.

Για την Κυρά Σαρακοστή έχουν γραφτεί και οι εξής στίχοι:

Την Κυρά Σαρακοστή που ‘ναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας την φτιάχναν με αλεύρι και νερό.

Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι έναν σταυρό
μα το στόμα της ξεχνούσαν γιατί νήστευε καιρό.

Και τις μέρες της μετρούσαν με τα πόδια της τα επτά.
Έκοβαν ένα την βδομάδα μέχρι ‘νάρθει η Πασχαλιά.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Ιδιόμελο Κυριακής Τυρινής Εσπέρας

Δοξαστικό αίνων Κυρ.Τυρινής

Κυριακή της συγχώρησης

ου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σουρόζ κ. Anthony Bloom
από το βιβλίο «Στο φως της Κρίσης του Θεού», Εν πλω, 2009
Το σημερινό Ευαγγέλιο, καθώς απόψε ξεκινά η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μας μιλάει με λόγια θείας ελπίδας αλλά και προειδοποιεί: Συγχωρείτε εκείνους που σφάλουν ενώπιον σας, συγχωρείτε, διότι διαφορετικά δεν θα συγχωρηθείτε. Η Βασιλεία του Θεού είναι βασιλεία αμοιβαίας αναγνώρισης, αμοιβαίας αποδοχής και αγάπης, στοιχείων που συμπίπτουν με τη χαρά της κοινωνίας, αλλά και της ετοιμότητας να σηκώνουμε ο ένας τα βάρη του άλλου.
Να συγχωρούμε, αλλά πώς; Από πού ξεκινά η συγνώμη; Θα ήταν τόσο εύκολο, πραγματικά θαυμάσιο, αν η συγνώμη μπορούσε να αρχίσει με μία τέτοια αλλαγή της καρδιάς, ώστε εκείνοι που μας είναι απεχθείς να γίνουν αγαπητοί, αυτά που μας πόνεσαν να ξεχαστούν και να μπορούμε να αρχίζουμε απ’ την αρχή σαν τίποτε να μην έχει συμβεί.
Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει! Τον πόνο του παρελθόντος τον νιώθουμε, δεν ξεχνιέται, δεν μπορούμε απλώς να ξαναρχίσουμε σαν να μην υπήρξε τίποτε προηγουμένως. Αλλά το νόημα της συγνώμης δεν είναι αυτό. Συγνώμη δεν σημαίνει λήθη· η λήθη δεν οδηγεί πουθενά. Αν ξεχάσουμε πως, για ποιό λόγο, κάτω από ποιές συνθήκες, λόγω ποιάς αδυναμίας, σε ποιό σημείο ήταν ευάλωτος εκείνος που έσφαλε, τότε τον αφήνουμε απροστάτευτο. Εκείνος που έκανε το λάθος πρέπει να προστατευθεί από ενδεχόμενη νέα πτώση. Αυτό που έκανε, οι λόγοι και οι συνθήκες της πτώσης του δεν θα πρέπει να ξεχαστούν, διότι από δω και πέρα έχει ανάγκη από τη δική μας στοχαστική, αγαπητική μέριμνα, ώστε να μη γλιστρήσει, να μην αμαρτήσει και πάλι.
Εδώ ακριβώς αρχίζει η συγνώμη: τη στιγμή κατά την οποία, αναγνωρίζοντας το εύθραυστο των άλλων, όπως αναγνωρίζω και το δικό μου, την ανάγκη τους για προστασία και βοήθεια, για ευσπλαχνία, είμαι προετοιμασμένος να φέρω μαζί τους το φορτίο της αδυναμίας τους, το ευάλωτο της αμαρτωλότητάς τους. Η συγνώμη αρχίζει τη στιγμή που αποφασίζω να ανέχομαι τους αδελφούς μου, χωρίς να περιμένω να αλλάξουν, να τους ανέχομαι όπως είναι, να κάνω ελαφρότερο το φορτίο τους, ώστε κάποτε η αλλαγή τους να καταστεί εφικτή.
Η προϋπόθεση πάντως της συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: είναι η προθυμία μου να αναλάβω αυτόν τον σταυρό, αυτό το φορτίο, ώστε οι άλλοι να θεραπευθούν ή τουλάχιστον να προστατευ­θούν απέναντι στο κακό. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο καθένας, δεν χρειάζεται παρά μία στιγμή κατανόησης, αποφασιστικότητα και καλή θέληση. Όλοι μας έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που δύσκολα ανεχόμαστε, που είναι αιτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας και θυμού· μπορούμε να ακυρώσουμε αυτό το θυμό και να ξεπεράσουμε τη δυστυχία αν κάνουμε το καθήκον μας, το καθήκον της ζωής μας, το έργο μας, που είναι να κουβαλάμε μαζί τους το φορτίο, να είμαστε αυτοί που, πληγωμένοι και προσβεβλημένοι και αποδιωγμένοι, θα στραφούμε στον Κύριο και θα πούμε: «Κύριε, συγχώρησε, γιατί δεν μνησικακώ, θέλω να γίνω και να παραμείνω στέρεος μ’ αυτόν τον άνθρωπο στην αδυναμία του και στην αμαρτωλότητά του. Δεν θα σταθώ κριτικά απέναντι του, κι αν εγώ δεν είμαι ακόμη ικανός να το κάνω, κάνε το Εσύ για μένα: μη μου καταλογίσεις την κρίση, μη μου καταλογίσεις την κατάκριση που με τραχύτητα πρόφερα, μην υποστηρίξεις τον θυμό μου. Στάσου δίπλα σ’ αυτόν που έσφαλε, επειδή αυτός ή αύτη έχει ανάγκη βοηθείας, συγχώρησης και θεραπείας γι’ αυτό ακριβώς το λόγο».
Εκεί αρχίζει η συγνώμη, κι αν δεν αρχίσει εκεί δεν θα μπορέσει να εξελιχθεί σε τίποτα άλλο. Σηκώνουμε το φορτίο ο ένας του άλλου, αποδεχόμαστε την αλληλεγγύη με εκείνους που έσφαλαν και σφάλλουν, τους αγαπούμε «εν καινότητι» ζωής και μόνον τότε η συγχώρηση γίνεται αυτή που πρέπει να είναι: μια πράξη μεσιτείας ενώπιων του Θεού, μια πράξη που γιατρεύει και μεταμορφώνει. Αυτή την αρχή της συγνώμης όλοι μπορούμε να την κάνουμε, είναι μέσα στις δυνάμεις μας να αναλάβουμε αυτό το έργο. Ας κάνουμε λοιπόν ό,τι μπορούμε, και ας αφήσουμε το Θεό να πραγματοποιήσει μέσα μας, για μας, καταμεσής της ζωής μας, αυτό που ξεπερνά τη καλή μας θέληση, ώστε να χτίσουμε σιγά-σιγά τη βασιλεία της αμοιβαίας αγάπης, μια βασιλεία που είναι αληθινά Βασιλεία του Θεού.
Μετά από τις εβδομάδες της προετοιμασίας που προηγήθηκαν, κατά τις οποίες εξετάσαμε την ψυχή μας, τη ζωή μας, όλες τις σχέσεις μας ενώπιον του βλέμματος και της κρίσεως του Θεού, μπαίνουμε σήμερα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή – στη χαρά της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή συμπίπτει με την άνοιξη – είναι μια αρχή ζωής, μια αρχή καινότητας, μια νέα εποχή. Είναι μια περίοδος κατά την οποία δεν θέλουμε πια να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας, δεν θέλουμε πια να φέρνουμε στο νου μας εικόνες από παραβολές για την πίστη και τη μετάνοια, αλλά να ατενίζουμε τους Αγίους που άρχισαν τη ζωή τους όπως κι εμείς: εύθραυστοι, αδύναμοι, αμφιταλαντευόμενοι, αλλά με τη χάρη του Θεού και τη δύναμή Του έγιναν αυτό που έγιναν : άνδρες, γυναίκες, παιδιά που εμείς τώρα μπορούμε να τιμούμε, με τους οποίους μπορούμε να ευφραινόμαστε, να τους έχουμε ως παράδειγμα και να απευθυνόμαστε σε αυτούς ζητώντας τους να προσεύχονται για τη σωτηρία μας.
Απόψε, αρχίζουμε ένα ταξίδι· ένα ταξίδι που θα μας οδηγήσει από την αμαρτωλή μας κατάσταση -την αναγνωρίσαμε, μετανοούμε γι’ αυτήν-σε μια νέα εποχή, στην Ανάσταση του Χριστού που για μας σηματοδοτεί την έναρξη της αιώνιας ζωής μας. Ξεκινάμε το ταξίδι μας απόψε όπως ο λαός του Ισραήλ ξεκίνησε από τη γη της Αιγύπτου προς τη Γη της Επαγγελίας: είμαστε ακόμη ευάλωτοι, βαρυφορτωμένοι, όχι απόλυτα ελεύθεροι. Το θάρρος όμως και την έμπνευση για να φτάσουμε στην τελική νίκη, στην καινότητα της ζωής που είναι η κλήση μας και η υπόσχεση του Θεού, δεν θα το βρούμε κοιτάζοντας πίσω τον εαυτό μας, αλλά ατενίζοντας τον Ζώντα Θεό, που είναι η Ζωή και η σωτηρία, και τους Αγίους που νίκησαν με τη δική Του δύναμη. Θα πρέπει να ταξιδέψουμε μαζί και ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις: θα είμαστε δύσκολοι συνοδοιπόροι ο ένας για τον άλλο, αλλά θα στηριζόμαστε ο ένας στον άλλον αν θέλουμε να φθάσουμε τελικά στο σκοπό μας – κατά τον ίδιο τρόπο που oι Ισραηλίτες διάβηκαν την έρημο: δεν ήταν πάντα υπάκουοι στο Θεό, ούτε πάντα «εντάξει» μεταξύ τους, ωστόσο, χρειάζονταν τον κάθε άλλον για να φθάσουν στο υπεσχημένο τέλος.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τώρα· ας σκεφθούμε τί γιορτάζουμε την επόμενη Κυριακή: τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Όχι τον θρίαμβο των Ορθοδόξων επί άλλων ανθρώπων, αλλά τον θρίαμβο του Θεού επί των ανθρώπων. Τον θρίαμβο της Αλήθειας Του, τον θρίαμβό Του στη ζωή μας.
Και στη συνέχεια, ας δούμε τον έναν άγιο μετά τον άλλον, κι ας ακούσουμε τί έχουν να μας πουν: Γρηγόριος Παλαμάς, Ιωάννης της Κλίμακος, Μαρία η Αιγυπτία και όλοι όσοι ακολούθησαν τα ίχνη του Χριστού. Και τέλος θα φθάσουμε στο σημείο που θα πρέπει να ξεχάσουμε όλους και όλα, δεν θα θυμόμαστε τίποτε, κανέναν, παρά μόνον τον Κύριο Ιησού Χριστό: Ποιός είναι, τί έχει κάνει για μας, τί κάνει για μας; Ας μάθουμε όλες αυτές τις εβδομάδες να ξεχνάμε τον εαυτό μας, χαρούμενοι και ευγνώμονες που μπορούμε τώρα να το κάνουμε, και να κοιτάζουμε μόνο προς το Θεό. Και όταν για άλλη μία φορά, έρθει η εβδομάδα του Πάθους, μ’ ένα καινούριο τρόπο , με καινούρια απόφαση, με καινούρια παραίτηση από τον εαυτό μας θα στραφούμε και θα κοιτάζουμε το Θεό που έγινε άνθρωπος για να σωθούμε· με ευγνωμοσύνη ας θυμόμαστε μόνον Αυτόν και Εκείνος θα μας θυμηθεί για τη σωτηρία μας.

Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται...

Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου

«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται· οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε» (στιχηρὸν ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς).

Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐγκεντρίζει ἡμᾶς εἰς τὸ σῶμα Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνωμεν ἅγιοι «ὅτι ἐγώ», λέγει, «ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πέτρ. α΄, 16). Ἐπιθυμεῖ ὁ Πλάστης μας νὰ ἔχωμεν κοινωνίαν μαζί Του καὶ νὰ γευθῶμεν τῆς χάριτός Του, νὰ μετάσχωμεν δηλαδὴ τῆς ἁγιότητός Του. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ζωὴ μετανοίας καὶ ἁγιότητος, ἡ δὲ ἀπομάκρυνσις ἐξ Αὐτοῦ, ἡ ἁμαρτία, ταυτίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν «κακίαν τῆς καρδίας». Ἡ «ἁμαρτία οὐκ ἔστι τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς κακῆς προαιρέσεως» (Θεοδωρήτου Κύρου, Διάλογος Α΄- Immutabilis, P.G. 83, 40D) ἢ τοῦ κακοῦ πνεύματος καὶ «οὐδεὶς πίστιν ἐπαγγελλόμενος ἁμαρτάνει», κατὰ τὸν Θεοφόρον Ἰγνάτιον.

Ἡ ἁγιότης εἶναι ἰδιότης τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ὁ κατὰ χάριν ἱερουργὸς τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας προσφέρει εἰς τοὺς πιστοὺς «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, καὶ λαμβάνει ἀμέσως παρὰ τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων τὴν ἀπόκρισιν εἰς τὴν προσφορὰν ὅτι: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός», ὁ «ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας ἁγιάζων».

Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιτύχῃ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μὲ τὸν Θεόν, διὰ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη, τὴν ἁγιότητα δηλαδή, ἡ ἀποβλέπουσα ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «θεοπρεπῶς ἐδογμάτισε» μίαν περίοδον τοῦ ἔτους ὡς περίοδον ἰδιαιτέρας προσευχῆς καὶ δεήσεως πρὸς κατευνασμὸν τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Ἡ περίοδος αὕτη εἶναι ἡ ἀρχομένη ἀπὸ τῆς αὔριον σωτήριος προετοιμασία διὰ τὸ «Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον Χριστοῦ». Εἶναι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ βιώσωμεν «δέησιν προσάγοντες καὶ ἄφεσιν αἰτοῦντες», ὥστε νὰ γευθῶμεν ἀληθῶς τὸ Πάσχα «μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων», γινόμενοι «ἅγιοι», διὰ τῆς ὁμολογίας ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ὅτι εἴμεθα «σκεύη κεραμέως» συνθλιβόμενα ὑπὸ τοῦ πονηροῦ καθ᾿ ἡμέραν, «πίπτοντες καὶ ἀνιστάμενοι». Νὰ ὁμολογήσωμεν δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν καὶ ἀδυναμίαν μας καὶ τὴν ἐνώπιον Θεοῦ μηδαμινότητά μας, μετανοοῦντες καὶ ἐπαναλαμβά-νοντες ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωὶ καὶ μεσημβρίᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ, καίτοι «ἅγιοι» διὰ τοῦ βαπτίσματος, ὅτι «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».

Καλοῦμεν, λοιπόν, πάντας τοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ μοναχάς, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, νὰ μεταβάλωμεν τὴν ζωήν μας, πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἰς ἀγαπητικὴν πρὸς τὸν πλησίον προσπάθειαν προπαρασκευῆς διὰ τὴν μετοχὴν ἐκτυπώτερον ἀπὸ τοῦδε εἰς τὴν ἀνέσπερον Βασιλείαν τοῦ Κυρίου, τὸ «καινὸν Πάσχα». Προσκαλοῦμεν τοὺς πάντας εἰς ζωὴν ἁγιότητος καὶ πνευματικοῦ ἀγῶνος διὰ νὰ χαρισθῇ εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς ἡμᾶς ὡς «δόσις ἀγαθὴ» καὶ ὡς «δώρημα τέλειον» ἡ δυνατότης τῆς ὑπερβάσεως τῆς ἁμαρτίας, διότι «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ [...] καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α ́  Ἰωάν. γ΄, 9-10).

Ἂς εἰσέλθωμεν, λοιπόν, μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μας, μὴ σκυθρωπάζοντες, ἀλλὰ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι, εἰς τὸ πνευματικὸν τοῦτο στάδιον τῶν ἀρετῶν καὶ ἂς καθοπλισθῶμεν «ἀγάπης τὴν λαμπρότητα, προσευχῆς τὴν ἀστραπήν, ἁγνείας τὴν καθαρότητα, εὐανδρίας τὴν ἰσχύν», καὶ ἂς συνοδοιπορήσωμεν μὲ τὸν Κύριον, δεόμενοι Αὐτοῦ νὰ μὴ «παρίδῃ ἡμᾶς κινδυνεύοντας τὴν ἀπ᾿ Αὐτοῦ διάστασιν» (Δοξαστικὸν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως), ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ «ὅπως λαμπροφόροι προφθάσωμεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ τριήμερον Ἀνάστασιν, τὴν καταλάμπουσαν ἀφθαρσίαν τῷ κόσμῳ» (ποίημα Θεοδώρου, ἀκολουθία Δευτέρας Α΄ Ἑβδομάδος Νηστειῶν).

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Χριστῷ,

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ὡς περίοδος προετοιμασίας καὶ μετανοίας φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας, ἡ ὁποία, ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστος, εἶναι προσωπικὴ κρίσις. Ὅταν μᾶς εὑρίσκῃ σφάλλοντας διαμαρτύρεται ἐντονώτατα, καθότι «οὐδὲν αὐτῆς βιαιότερον ἐν κόσμῳ», κατὰ τὸν βιωματικὸν κήρυκα τῆς μετανοίας Ἅγιον Ἀνδρέαν Κρήτης. Ὅθεν, πρέπει νὰ εἰρηνεύῃ μὲ τὴν συνείδησίν του ἕκαστος, διὰ τῆς μετανοίας, ὥστε «ἐν τῷ πυρὶ τῆς συνειδήσεως νὰ προσφέρωμεν μυστικὴν ὁλοκάρπωσιν», θυσιάζοντες τὰ πάθη μας καὶ προσφέροντες αὐτὰ θυσίαν ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον, ὅπως ὁ Κύριος ἑαυτὸν ὑπὲρ «τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Τότε μόνον θὰ ἀνατείλῃ καὶ δι᾿ ἡμᾶς ἐκ τοῦ τάφου ἡ συγγνώμη καὶ θὰ ζήσωμεν ὡς ἀνθρωπότης ἐν ἀλληλοσεβασμῷ καὶ ἀγάπῃ μακρὰν τῶν ὅσων βλέπομεν κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας φρικτῶν ἐγκλημάτων νὰ πλήττουν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν. Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἔχομεν συμμάχους καὶ πρεσβευτὰς πάντας τούς Ἁγίους καὶ μάλιστα τὴν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τὴν διὰ τῶν ἱκεσιῶν της ὡς ἄλλος λουτὴρ «ἐκπλύνουσαν συνείδησιν».

Ὅθεν, προτρεπόμεθα καὶ παρακαλοῦμεν, ὡς πνευματικὸς Πατὴρ τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξων πιστῶν μας, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, νὰ δράμωμεν μετὰ σπουδῆς εἰς τὸ ἀπὸ τῆς αὔριον ἀρχόμενον στάδιον τῶν ἀρετῶν, «μὴ ἄτοπα λογιζόμενοι, μὴ παράνομα πράττοντες», ἀλλὰ πορευόμενοι ἐν Χάριτι νὰ ἐκπλύνωμεν τὰς συνειδήσεις «γνώμῃ ἀγαθῇ» διὰ τῆς μετανοίας, ἔχοντες τὴν βεβαιότητα ὅτι οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ καὶ πάντα «τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα» θὰ καταυγασθοῦν ἐν τέλει ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Ἡμεῖς δέ, «πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου» ἱστάμενοι, ἐὰν ἀξίως πολιτευθῶμεν, θὰ περιβληθῶμεν χιτῶνα φωτεινὸν μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀξιωθῶμεν τοῦ «καινοῦ πόματος» ἐκ τῆς Πηγῆς τῆς ἀφθαρσίας, γευόμενοι τῆς χαρᾶς τοῦ ὀλβίου τάφου τοῦ Κυρίου καὶ συνωθούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου», ἐν τόπῳ ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται». Γένοιτο.

                                                                     Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ,βιε´

         † Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

«᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτών, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 15)

α. Στο τελευταίο σκαλοπάτι για την είσοδό μας στην Μεγάλη Σαρακοστή η Εκκλησία μας έρχεται διά του ευαγγελικού αναγνώσματος – τμήματος της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – να επιτείνει ό,τι ετόνισε στις προηγούμενες εισαγωγικές Κυριακές του Τριωδίου: ότι δεν είναι δυνατόν να πορευτούμε την ευλογημένη αυτήν περίοδο, που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, ότι δεν μπορούμε να έχουμε δηλαδή πραγματική σχέση με τον Θεό μας, αν δεν πετάξουμε από πάνω μας τις «μάσκες» της υποκρισίας και δεν σταθούμε έναντι Αυτού με το αυθεντικό πρόσωπό μας, αυτό που δημιουργεί η αληθινή μετάνοια: χωρίς τις επακαλύψεις της μνησικακίας, με αληθινή νηστεία που γίνεται για εμάς τους ίδιους, με συναίσθηση ότι το κέντρο βάρους της ζωής μας, ο αληθινός θησαυρός μας, βρίσκεται όχι στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου του παρερχομένου, αλλά στη Βασιλεία του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι η Μεγάλη Σαρακοστή λειτουργεί ως τύπος όλης της ζωής μας, αφού ο καθημερινός αγώνας του χριστιανού είναι πώς να διατηρηθεί ακέραιο το αυθεντικό του πρόσωπο, εκείνο που βγήκε από την αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας μας ως μέλος Χριστού. Ο Κύριος λοιπόν τονίζει: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό και να διατηρεί το δώρο της χάρης Του, χωρίς  πρώτα από όλα να δίνει αδιάκοπα τη συγγνώμη του στον συνάνθρωπό του. Κατά τη διατύπωση του Ίδιου: «᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν».

β. 1. Κι είναι αλήθεια ότι η επισήμανση του Κυρίου είναι καίριας και αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι η μνησικακία, ως μνήμη της κακίας των άλλων και αδυναμία συνεπώς προσφοράς της συγγνώμης μας για τα τυχόν παραπτώματά τους απέναντί μας, αποτελεί ένα από τα βασικά και μόνιμα σχεδόν προβλήματα στις σχέσεις μας με αυτούς. Λόγοι προσβλητικοί, κακές συμπεριφορές, στάσεις αδιαφορίας του άμεσου ή ευρύτερου περίγυρού μας, έρχονται πολλές φορές να προκαλέσουν τον υπάρχοντα εγωισμό μας, ο οποίος απαιτεί την αποδοχή και τον έπαινο, ίσως μάλιστα και την κυριαρχία επί των άλλων, ακυρώνοντας έτσι τη μοναδική και αποκλειστική σχεδόν προϋπόθεση παρουσίας του Θεού στη ζωή μας: την αγάπη. Με άλλα λόγια η μνησικακία αποτελεί το μεγαλύτερο φράγμα για να παραμένουμε εν τω Θεώ, αφού «ο Θεός αγάπη εστί», ενώ αποκαλύπτει περίτρανα τον εγωισμό που έχει θρονιαστεί ως βασιλιάς στην καρδιά μας, συνεπώς και την κατίσχυση της αμαρτίας πάνω μας.

2. Ο Κύριος λοιπόν είναι σαφής: αν δεν αποτινάξουμε από την καρδιά μας, δηλαδή από τον βαθύτερο εαυτό μας, την όποια μνησικακία μας, αν δεν αγωνιζόμαστε να είμαστε ανεξίκακοι με αγάπη μέσα μας, πρόσωπο Θεού δεν πρόκειται να δούμε, ούτε εν τω νυν ούτε εν τω μέλλοντι αιώνι. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο αγώνας αυτός δεν είναι μία απομείωσή μας: χάνουμε κάτι,  αλλά ο κατεξοχήν εμπλουτισμός μας: διώχνουμε αυτό που συνιστά δηλητήριο της ψυχής μας και ενέργεια δαιμονική και κρατάμε και αυξάνουμε τη χάρη του Θεού. Την αλήθεια αυτή ο Κύριος δεν την κήρυξε μόνον με τα παραπάνω λόγια, με θετική και αρνητική διατύπωση, που και μόνον αυτά ήταν βεβαίως υπεραρκετά για τη συνειδητοποίηση της φοβερής σημασίας της ανεξικακίας, αλλά και με τα λόγια της προσευχής που μας έμαθε να λέμε, στην Κυριακή λεγόμενη προσευχή, στο γνωστό «Πάτερ ημών»: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»: συγχώρησε τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων. Η συγγνώμη του Θεού προς εμάς έχει ως μοναδική προϋπόθεση τη συγγνώμη τη δική μας προς τους συνανθρώπους μας. Ο Κύριος δηλαδή «έδεσε» τη σωτηρία μας με την καλή σχέση μας προς τους άλλους. Αυτό που τόνισε το ευαγγέλιο της κρίσεως της προηγουμένης Κυριακής, έρχεται σήμερα να τονιστεί και με έναν άλλον τρόπο.

3. Εκεί όμως που ο Κύριος έδωσε το συγκλονιστικότερο «μάθημα» της ανεξικακίας ήταν με την ίδια τη ζωή Του, όταν βρισκόταν μάλιστα πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του, που περικλείει όλη την τελειότητα (όσιος Μάρκος ο ασκητής),  ήταν η αποκάλυψη της άπειρης αγάπης Του και της ανεξικακίας Του, απέναντι μάλιστα σε μία ανθρωπότητα, η οποία τόσο είχε εκτροχιαστεί, ώστε θέλησε να σκοτώσει τον ίδιο τον Δημιουργό και Ευεργέτη της. «Πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» είναι τα λόγια προσευχής Του υπέρ των σταυρωτών Του. Και το παράδειγμα αυτό συγγνώμης και ανεξικακίας συνέχισαν, με τη βοήθεια και τη χάρη βεβαίως του Ίδιου, και οι απόστολοι και οι μάρτυρες και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας. Ο άγιος Στέφανος για παράδειγμα: τι άλλο κάνει όταν την ώρα που λιθοβολείται από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους επαναλαμβάνει, απλώς παραλλαγμένα, τα ίδια λόγια του Κυρίου; «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»; Το ίδιο και ο νεώτερος άγιος, για να μνημονεύσουμε και έναν ακόμη, Διονύσιος Αιγίνης: κρύβει και καλύπτει από το απόσπασμα που τον κυνηγά, τον φονιά του αδελφού του και στη συνέχεια τον φυγαδεύει.

Έτσι όρος, προϋπόθεση για να είναι κανείς Χριστιανός, είναι η βίωση της ανεξικακίας και της συγγνώμης. Δεν μπορεί κανείς να λέγεται Χριστιανός, χωρίς να συγχωρεί τους πάντες, έστω κι αν αυτοί είναι εχθροί του. Κι αυτό άλλωστε, ως γνωστόν, είναι το διακριτικό που ξεχωρίζει τον χριστιανό μάρτυρα από οποιοδήποτε άλλο είδος μάρτυρα: ο χριστιανός πεθαίνει προσευχόμενος υπέρ των διωκτών του, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη γνησιότητα της πίστης του στον Χριστό.

4. Βεβαίως η απόκτηση της ανεξικακίας δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί αγώνα διαρκή και επίπονο. Χρειάζεται να «ματώσει» κανείς εσωτερικά, για να μπορέσει να σταθεί με καθαρή καρδιά απέναντι στον συνάνθρωπό του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ασκητή εκείνου στο Γεροντικό, που έφτυνε αίμα τη στιγμή που τον πλησίασε ένας άλλος αδελφός. Και στην ερώτηση του αδελφού τι συνέβη, εκείνος απάντησε: Πριν από λίγο ένας αδελφός με πίκρανε. Και παρακάλεσα τον Θεό να μου βγάλει την πίκρα από μέσα μου. Και να, ο Θεός με άκουσε και έκανε αίμα την πίκρα μου και την έβγαλα.

Θα πρέπει μάλιστα να διέλθει ο πιστός από ορισμένα στάδια, που μας τα έχουν υποδείξει και καθορίσει οι ασκητικοί Διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, για παράδειγμα, ο επονομαζόμενος της Κλίμακος, μας μιλάει για τρεις βαθμίδες στην ανεξικακία. Πρώτη βαθμίδα, γράφει, είναι να αποδέχεται κανείς τις προσβολές και τις ατιμίες, έστω με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται  για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. Πρόκειται για στάδιο τελείωσης που χαρακτηρίζεται από το σύγχρονο λογικοκρατούμενο και αυτονομημένο άνθρωπο ως τρέλα. «Αρχή ανεξικακίας– λέει επακριβώς –εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».

5. Ο ίδιος μάλιστα άγιος προβαίνει και σε άλλα σημεία των λόγων του και σε συγκεκριμένες συμβουλές, που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να ξεπεράσει τη μνησικακία. Μερικά παραδείγματα.

- Αν αισθάνεσαι πικρία και μίσος απέναντι σε κάποιον αδελφό και δεν έχεις τη δύναμη να τον αγαπήσεις με την καρδιά σου, τουλάχιστον να μετανοείς απέναντί του και να τον πλησιάζεις με τα λόγια, με το στόμα. Ίσως έτσι ντραπείς τα λόγια σου και τον αγαπήσεις πραγματικά.

- Αν ακούσεις ότι κάποιος αδελφός σε κατηγόρησε, μην αφεθείς εσύ στο πάθος της μνησικακίας, αλλά ξεπέρασέ το λέγοντας γι’ αυτόν επαινετικά λόγια.

- Αν δεις ή ακούσεις κάτι που σου κινεί το πάθος της κατακρίσεως (καρπού της μνησικακίας), μη λες ότι από αγάπη κατακρίνεις, διότι η αγάπη οδηγεί σε κρυφή προσευχή υπέρ αυτού που έσφαλε, και όχι σε κατηγόρια. Αυτός ο τρόπος αντιδράσεως μάλιστα – προσευχή υπέρ αυτών που μας φταίνε – αποτελεί κατά τον άλλον μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο όσιο Μάρκο τον ασκητή, «κτύπημα και πληγή των δαιμόνων».

γ. Η ανεξικακία, ενόψει μάλιστα της Σαρακοστής που μας ωθεί με όλες τις εκφράσεις της στην αποκάλυψη του γνήσιου εαυτού μας, όπως είπαμε, παρ’ όλες τις δυσκολίες αποκτήσεως και βιώσεώς της, είναι ό,τι πιο απαραίτητο για την πορεία μας ως χριστιανών. Δεν θα σωθούμε από τις τυχόν νηστείες ή τις ελεημοσύνες ή τις προσευχές μας, αν όλα αυτά δεν βρίσκουν την κατάληξή τους στην ανεξικακία ή και δεν την έχουν ως προϋπόθεσή τους. Διότι, και πάλι θα το πούμε, η αρετή αυτή είναι έκφραση της αγάπης και η αγάπη είναι και θα είναι το απόλυτο κριτήριο της ζωής μας.