Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

H τελευταία παρακαταθήκη του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου

Στο τεύχος Απριλίου του γνωστού περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» δημοσιεύθηκε η τελευταία παρακαταθήκη του γέροντα λίγες μέρες προ της κοιμήσεώς του, την οποία μας παραδίδει ο μαθητής του μοναχός Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης και η οποία, κατά τη γνώμη μας, συνοψίζει άριστα και ανακεφαλαιώνει τη σύνολη θεολογική και εκκλησιολογική διδασκαλία του νεοφανούς Αγίου της Εκκλησίας:

«Εγώ, ο ταπεινός δούλος του Κυρίου μας ήμουν στον κόσμο και προσπαθούσα ο,τι μπορούσα να κάνω στον κόσμο, αλλά είδα τον κόσμο τι ήταν. Εγώ, ο ταπεινός δούλος του Κυρίου και Θεού μας, Ορθόδοξος, της Τρισυποστάτου Θεότητος πιστός δούλος και από μικρό παιδί στο Άγιον Όρος, για να σώσω την ψυχή μου και να ευχηθώ για όλο τον κόσμο, ο Θεός να τον φωτίσει, να ευνοήσει και όλοι να τραβήξουμε προς τον Θεό να ενωθούμε, διότι μόνο στον Θεό θα μπορέσουμε να σωθούμε. Γιατί καθένας σηκώνει μια δικιά του παντιέρα, να επιδράσει στον κόσμο και έτσι κάνουν όλοι και κανένας μας δεν θα σωθεί με αυτόν τον τρόπο. Πρέπει όλοι να ενωθούμε κοντά στον Θεό, να γίνουμε Ορθόδοξοι, να μας ενώσει η Αγία Τριάδα, ο αληθινός Θεός, γιατί μόνο σ’ Αυτήν υπάρχει η αλήθεια και αν δεν ενωθούμε όλοι με τον Θεό, να γίνουμε ένα, κανείς δεν θα σωθεί· και όλοι πρέπει να ενωθούμε μέσα στην Άκτιστη Εκκλησία του Χριστού. Και ενώ είδα τον κόσμο έτσι, απεφάσισα να φύγω από τον κόσμο και ήλθα εδώ να προσευχηθώ για τον κόσμο, γιατί είδα ότι μόνο έτσι θα σωθώ και εγώ και όσοι μαζί πιστέψουμε στην Αγία Τριάδα. Τώρα πολλοί θέλουν να έρθουν, να με δουν με μαγνητόφωνα στο χέρι, για να πάρουν τάχα σαν συνέντευξη. Εγώ είμαι ένας αγράμματος Ιερομόναχος, τι μπορώ να τους πω; Τίποτε δεν έχω να τους πω, παρά μόνο να προσευχηθώ, να τους φωτίσει ο Θεός, να ενωθούμε όλοι με την Αγία Τριάδα και να προσευχηθώ, ο Θεός να φωτίσει και εμάς και όλο τον κόσμο να Τον γνωρίσει. Και γι’ αυτό το λόγο να μην έρθει κανείς να με δει, ούτε προτεστάντες, ούτε Μασώνοι, δεν έχω να τους πω τίποτε». 

Αγίος Ιωάννη ο Χρυσοστόμος : Η μελέτη της Αγίας Γραφής διώχνει τη λύπη και ριζώνει την αρετή...

Ευχάριστο είναι το λιβάδι και ο κήπος, αλλά πολύ πιο ευχάριστη είναι η ανάγνωση των θείων Γραφών.

Γιατί εκεί υπάρχουν άνθη που μαραίνονται, ενώ εδώ νοήματα που πάντοτε είναι ακμαία.
Εκεί ζέφυρος που φυσάει, ενώ εδώ η αύρα του Αγίου Πνεύματος.
Εκεί τα αγκάθια που περιτειχίζουν, ενώ εδώ η πρόνοια του Θεού που ασφαλίζει.
Εκεί τζιτζίκια που τραγουδούν, ενώ εδώ οι προφήτες που κελαηδούν.
Εκεί τέρψη από την εμφάνιση, ενώ εδώ ωφέλεια από την ανάγνωση.
Ο κήπος βρίσκεται σε έναν τόπο, ενώ οι Γραφές σε όλα τα μέρη της οικουμένης.
Ο κήπος υποτάσσεται στις ανάγκες των καιρών, ενώ οι Γραφές και μέσα στο χειμώνα και μέσα στο καλοκαίρι έχουν πολλά φύλλα και είναι γεμάτες καρπούς.


Ας προσέχουμε λοιπόν στην ανάγνωση των Γραφών, γιατί εάν προσέχεις στην Γραφή, σου ξεριζώνει τη λύπη, σου φυτεύει την ευχαρίστηση, αναιρεί την κακία, ριζώνει την αρετή, δεν αφήνει μέσα στην αναταραχή των πραγμάτων να παθαίνεις όπως οι ναυτικοί στην τρικυμία. Η θάλασσα μαίνεται, αλλά εσύ πλέεις με γαλήνη, γιατί έχεις κυβερνήτη την ανάγνωση των Γραφών, επειδή αυτό το σκοινί δεν το σπάζει η δοκιμασία των περιστάσεων.


Προς Ευτρόπιον Β  επιστολή

Άγιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιερόθεος ο Νέος, Επίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περί το 1891 μ.Χ. Έφθασε, ως Επίσκοπος, στο Νικόλσκ την Κυριακή των Βαΐων του 1923 μ.Χ. Εκεί διακόνησε την Εκκλησία με ένθεο ζήλο και αυταπάρνηση. Το 1927 μ.Χ. μετετέθη στην Επισκοπή Βελίκυ Ούστιουνγκ, κοντά στην περιοχή Βολογκντά. Αυτή την περίοδο αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση του Μητροπολίτου Σεργίου περί υποταγής της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία. Για τον λόγο αυτό οι άνδρες της μυστικής ασφαλείας, κατά την περίοδο του Σοβιετικού καθεστώτος, τον κάλεσαν για ανάκριση αρκετές φορές. Τελικά τον συνέλαβαν, ενώ είχε πάει να λειτουργήσει σε κωμόπολη της επαρχίας του. Οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν, γιατί ένιωθαν ότι έχαναν τον πνευματικό τους πατέρα. Τό ατμόπλοιο έφθασε σύντομα στην πόλη Ούστγιουγκ. Επειδή ήταν ασθενής, τον οδήγησαν στο νοσοκομείο. Εκεί ο Άγιος Ιερόθεος κοιμήθηκε οσίως το 1928 μ.Χ. Αλλά η μνήμη του δεν εξαφανίσθηκε. Έγινε το αλάτι της ευσέβειας και ελπίδας του Ρωσικού λαού.

Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ορνάτσκιυ) έζησε το 19ο και 20ο αιώνα μ.Χ. Το 1885 μ.Χ. τελείωσε τη θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως και νυμφεύθηκε την Ελένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε ποιμαντικά αναπτύσσοντας ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Πατριάρχη Τύχωνα και κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο υιός του Νικόλαος υπηρετούσε με ανώτερο βαθμό στο 9ο τάγμα του Ρωσικού και ο υιός του Boris είχε διορισθεί ως αρχηγός της 23ης ταξιαρχίας πυροβολικού και πολέμησε ηρωικά στο αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.

Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ., ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στις 9 Αυγούστου 1918 μ.Χ., μαζί με τους υιούς του από άνδρες της κρατικής ασφάλειας, που τους μετέφεραν στις φυλακές της Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν διά τουφεκισμού, δίδοντας έτσι τη μαρτυρία της πίστεώς τους στον Κύριο και Θεό μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ερμείας

Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.

Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».

Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον
Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Ο Αγιος Παϊσιος μιλα για την απελπισια στα πνευματικα θεματα

Ήρθε κάποιος νεαρός αναστατωμένος και μου είπε: «Γέροντα, δεν πρόκειται να διορθωθώ. Μου είπε ο πνευματικός μου: ‘’αυτά είναι και κληρονομικά…’’». Τον είχε πιάσει απελπισία. Εγώ, όταν μου πη κάποιος ότι έχει προβλήματα κ.λπ., θα του πω: «Αυτό συμβαίνει γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο· για ν’ αλλάξης, πρέπει να κάνης εκείνο κι εκείνο». Έχει λ.χ. κάποιος έναν λογισμό που τον βασανίζει και δεν κοιμάται, παίρνει χάπια για το κεφάλι, για το στομάχι και με ρωτάει: «Να κόψω τα χάπια;». «Όχι, του λέω, να μην κόψης τα χάπια. Να πετάξης τον λογισμό που σε βασανίζει και ύστερα να τα κόψης. Αν δεν πετάξης τον λογισμό, έτσι θα πας· θα ταλαιπωρήσαι». Γιατί, τι θα ωφελήση να κόψη τα χάπια, όταν κρατάη μέσα του τον λογισμό που τον βασανίζει;
Καλά είναι ο πνευματικός να μη φθάνη μέχρι του σημείου να ανάβη κόκκινο φως· να ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει και ο άλλος να δουλεύη σωστά, για να βοηθηθή. Ένας νεαρός ζόρισε κάποια φορά την αρραβωνιαστικιά του – ποιος ξέρει τι της έλεγε; – και εκείνη από την αγανάκτησή της πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε και στον δρόμο σκοτώθηκε. Μετά ο νεαρός ήθελε να αυτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα.
Όταν ήρθε και μου το είπε, αν και στην ουσία είχε κάνει έγκλημα, τον παρηγόρησα και τον έφερα σε λογαριασμό. Έπειτα όμως το έρριξε τελείως έξω, έγινε τελείως αδιάφορος, βρήκε εν τω μεταξύ και μια άλλη. Όταν ξαναήρθε μετά από δύο-τρία χρόνια, του έδωσα ένα τράνταγμα γερό, γιατί τότε δεν υπήρχε κίνδυνος να αυτοκτονήση. Χρειαζόταν το τράνταγμα, αφού δεν υπήρχε αναγνώριση. «Δεν καταλαβαίνεις, του είπα, ότι έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα;». Αν δούλευε σωστά, θα συνέχιζε να υποφέρη, αλλά θα ανταμειβόταν με θεϊκή παρηγοριά· δεν θα έφθανε σ’ αυτήν την κατάσταση την αλήτικη της αδιαφορίας.
Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα και πέφτει στην απελπισία. Εκείνη την στιγμή μπορεί να τον παρηγορήσης, αλλά, για να μη βλαφθή, χρειάζεται και το δικό του φιλότιμο. Μια φορά είχε έρθει στο Καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγή από αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δύο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβη ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει.
Το παιδί απελπίσθηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό».όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου από αυτά που δεν μπορείς να κάνης, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνης
Για να δούμε τι μπορείς να κάνης, και να αρχίσης από αυτά. Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορώ», μου λέει. «Μπορείς να νηστεύης κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς να δίνης ελεημοσύνη το ένα δέκατο από τον μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». «Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι αν αμάρτησες, και να λες ‘’Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου’’;». «Θα το κάνω, Γέροντα», μου λέει. «Άρχισε λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνης όλα αυτά που μπορείς, και ο παντοδύναμος Θεός θα κάνη το ένα που δεν μπορείς». Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.

Τι ειπε ο Γεροντας Αμβροσιος Λαζαρης σε καποιον που εβριζε τους παπαδες;

Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορι­σμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέ­πουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο ή πίσω άπ’ το βουνό.
Και αυτό όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση, Και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη. Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο.
Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυ­ναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε Και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
– Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου! …
Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι Και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία Και φώ­ναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
– Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί Και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του.
Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Άλλα μια μέρα πού τον είχε πάρει να ζητήσει ευχή για τον ίδιο Και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
– Δεν μου λες, ποιος είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος;Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
– Κανένας, Γέροντα.
– Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυ­ρίου εσταυρωμένου.
– Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, άπ’ Αυτόν να ζητάς την ευχή Και την προστασία Και σ’ Αυτόν να γονατίζεις Και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, πού, εννοείται, δεν ήξερε τίποτε για το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ή για το πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν Και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέ­ροντα. Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας Και αμφισβη­τώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε άπ’ έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι Και βγήκαν γελού­σαν Και ειρωνεύονταν.
Αυτή απόρησε. Και μπήκε μέσα, να δείτε είχε συμβεί. Ό Γέροντας της είπε:
– Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν Και κούτσουρα έφυγαν.
– Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κα­τά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Μα περά­σουν;
– Όχι. Μα φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας Και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς,Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμει­νε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
– Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώ­ρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει.
Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοα­καρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευ­τες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζη­τούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τό­πος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ’ εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε Και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο Και επέστρεψε.
– Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο θεός, για να γεμί­σει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιό­ταν αν αυτά ήταν αληθινά ή του τα έλεγε για ευχές. Βγήκε έξω ζαλι­σμένος. Συνάντησε μια μοναχή Και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφι­βολία του:
– Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά ή τα λέει για να τα πει;
– Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
– Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός Και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
– Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετίσω Και να φύγω.
– Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
– τι ποιος είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν απόλίγο, είπε ο άνθρωπος Και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος
ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
– Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
– Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ’ ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζον­τας τον κατευθείαν στα μάτια. Μα ξέρεις πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου. Αυτός τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ. Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πο­νούσε ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί.
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάπο­τε μια οικογένεια, γύρισε στον 1 2χρονο γιο Και του είπε:
– Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
– Πάω.
– Εξομολογείσαι;
– Εξομολογούμαι.
– Ά, καλά. ‘Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς. Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας.
– Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται ΝΑ ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο είπε με συστολή:
-Έ… Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν…
– Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί Και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων.
«Εκεί ο διάολος είναι ακρά­τητος Και σκορπά θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά
Κάποια γυναίκα στο Ηράκλειο της Κρήτης εξομολογείτο στον Πνευ­ματικό της Και συχνά του εξέφραζε μια μεγάλη επιθυμία:
– Πώς θα γίνει, πάτερ, ν’ αγαπήσω τον πλησίον μου, όπως τον εαυτό μου; Αυτό είναι δύσκολο πράγμα. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω.
Και εκείνος τη συμβούλευε σχετικά για τον τρόπο πού έπρεπε ν’ ακο­λουθήσει, ώστε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Άλλα μια φορά, πού είχε πάει με τον άντρα της Και τον αδελφό της στο Δαδί, αφού είδαν τον Γέροντα, μίλησαν αρκετά Και ήρθε η ώρα να φύ­γουν, τον άκουσε να την αποχαιρετά, σχεδόν στο αυτί, με τα έξης λόγια:
– Άντε, Και σου εύχομαι ο Θεός να σε βοηθήσει ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου.
Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση Και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Πα­ναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετά­νοια, στην εξομολόγηση Και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως άπ’ τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους Ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
– Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε Και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα.
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος και του είπε έντονα:
– Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελ­φός σου Και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του Και βγαίνοντας άπ’ το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέ­χει Και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του Και να συνέλθει.
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε Και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορ­θώσεις. Και τον πήρε παράμερα Και τον συμβούλεψε.Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ’ ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
– Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε.Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτε­ρη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθά­νοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας Και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
– Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.Το 1990, στη διάρκεια μιας θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν Και ευλογηθούν – τους γνώριζε προσωπικά, «Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει.
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά Και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
– Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας Και αυτή ή μάνα έχουν με­γάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. ‘Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!
Κάποτε, ένα άλλο πνευματικό του παιδί είχε τα ονόματα πού επρό­κειτο να διαβαστούν γραμμένα σ’ ένα χαρτί, ζώντες Και κεκοιμημένους. Όταν βγήκε ο Γέροντας στην Ωραία Πύλη, επειδή δεν έβλεπε καλά, του έδωσε το χαρτί να διαβάσει. Εκείνος ξεκίνησε με τους ζώντες. Όταν όμως τελείωσαν Οι ζώντες, δεν έκανε μια παύση, ώστε να πει ο Ιερέας «έτι δεόμεθα υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών…», αλλά πήγε αμέσως στους κεκοιμημένους.
– Στοπ! του φώναξε τότε ο Γέροντας, πού Και δεν έβλεπε το χαρτί, ώστε να τους ξεχωρίζει, Και δεν γνώριζε κάτι για την κατάσταση του καθενός.
Κι αφού διάβασε τη δέηση υπέρ των κεκοιμημένων, έκανε νόημα στο πνευματικό του παιδί ν’ αρχίσει να διαβάζει τα ονόματα τους.Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθε­νά το παραμικρό για την ενέργεια του Και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
– Αυτά πού έδωσες ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαί­ρεται Και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρω­πος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ’ έναν εντελώς αναπάντεχο τρό­πο από ένα «τυχαίο» κέρδος.Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστε­ρούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.

Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατά­σταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
– Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος Και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, Και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέ­σως, χωρίς να φέρει εμπόδιο
Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, οπού αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρ­μένο Και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα Και Οι πειρα­σμοί» (Κεφ. 12 ‘ ). Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, του γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να πα­ρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας στα­μάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του Και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:

– Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι’ αυτούς τους λόγους.
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
– Την ευχή σου, Γέροντα.
– Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως Και τον ρώτησεεκείνος.
– Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
– Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
– Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τουςΠατέρες κ.λπ.
– Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστή­ρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλά­μη, βάζοντας την στον λαιμό του:
– Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν’ αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και ‘ίσα πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει:
– Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα Και κά­ποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
– Ποιος είναι αυτός;
– Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε Και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.

Αγία Εμμελεία

Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.

Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.

Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.

Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.

Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.

Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.

Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.


Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Γέροντας Παΐσιος: Ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείπεται από την Χάρη, γίνεται χειρότερος από τον διάβολο...

Πολύς δαιμονισμός υπάρχει σήμερα στον κόσμο. Ο διάβολος αλωνίζει, γιατί οι σημερινοί άνθρωποι του έχουν δώσει πολλά δικαιώματα και δέχονται δαιμονικές επιδράσεις φοβερές.
Έλεγε ένας πολύ σωστά: “Ο διάβολος παλιά ασχολείτο με τους ανθρώπους, τώρα δεν ασχολείται!
Τους έβαλε στον δρόμο και τους λέει: “Ώρα καλή!” και τραβάνε οι άνθρωποι!”
Είναι φοβερό! Βλέπετε, τα δαιμόνια στην χώρα των Γαδαρηνών (1), για να πάνε στα γουρούνια, ζήτησαν άδεια από τον Χριστό, γιατί τα γουρούνια δεν είχαν δώσει δικαίωμα στον διάβολο και αυτός δεν είχε δικαίωμα να μπη σ' αυτά.
Ο Χριστός επέτρεψε να μπη, για να τιμωρηθούν οι Ισραηλίτες, επειδή απαγορευόταν να τρώνε χοιρινό κρέας.
- Γέροντα, είναι μερικοί που λένε ότι δεν υπάρχει διάβολος.
- Ναι, κι εμένα μου είπε κάποιος:
“Να βγάλης από την γαλλική μετάφραση του βιβλίου “Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης” αυτά που αναφέρονται στους δαιμονισμένους, γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα τα καταλάβουν.
Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διάβολος”!
Τα εξηγούν, βλέπεις, όλα με την ψυχολογία.
Αν πήγαιναν εκείνους τους δαιμονισμένους του Ευαγγελίου στους ψυχιάτρους, θα τους τάραζαν στα ηλεκτροσόκ!
Ο Χριστός έχει αφαιρέσει από τον διάβολο το δικαίωμα να κάνη κακό.
Μόνον αν του δώση ο άνθρωπος δικαιώματα, μπορεί να κάνη κακό.
Όταν δεν συμμετέχη κανείς στα Μυστήρια της Εκκλησίας, δίνει δικαιώματα στον πειρασμό και δέχεται μια επίδραση δαιμονική.
- Γέροντα, πώς αλλιώς δίνει κανείς δικαιώματα;
Η λογική (2), η αντιλογία, το πείσμα, το θέλημα, η ανυπακοή, η αναίδεια είναι ιδιότητες του διαβόλου.
Ανάλογα με τον βαθμό που τα έχει ο άνθρωπος, δέχεται μια εξωτερική επίδραση.
Όταν όμως η ψυχή εξαγνισθή, κατοικεί στον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα και χαριτώνεται ο άνθρωπος.
Ενώ, όταν μολυνθή με θανάσιμα αμαρτήματα, κατοικεί το ακάθαρτο πνεύμα.
Όταν πάλι δεν είναι θανάσιμα μολυσμένη, τότε βρίσκεται υπό την επίδραση του πονηρού πνεύματος.
Στην εποχή μας, δυστυχώς, δεν θέλουν οι άνθρωποι να κόψουν τα πάθη τους, το θέλημά τους, δεν δέχονται συμβουλές.
Από εκεί και πέρα, μιλούν με αναίδεια και διώχνουν την Χάρη του Θεού.
Όπου να σταθή μετά ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κάνη προκοπή, γιατί δέχεται επιδράσεις δαιμονικές.
Είναι εκτός εαυτού πια, γιατί τον κάνει κουμάντο απ' έξω ο διάβολος.
Δεν είναι μέσα -Θεός φυλάξοι!- αλλά και απ' έξω ακόμη μπορεί και τον κάνει κουμάντο.
Ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείπεται από την Χάρη, γίνεται χειρότερος από τον διάβολο.
Γιατί μερικά πράγματα ο διάβολος δεν τα κάνει, αλλά βάζει ανθρώπους να τα κάνουν.
Δεν κάνει λ.χ. Εγκλήματα, αλλά βάζει τον άνθρωπο να κάνη εγκλήματα.
Έτσι δαιμονίζονται μετά οι άνθρωποι.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ A’

Οσίου Πορφυρίου: " Μέ τή σιωπή, τήν ἀνοχή καί τήν προσευχή ὠφελοῦμε τόν ἄλλον μυστικά "

Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Ούτε και με τις υποδείξεις.
Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό· αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσομε.
Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρη, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει, να τους διεγείρει προς το θείο έρωτα.
Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους. Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνομε όλους άξιους της αγάπης του Θεού.
Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουν στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα.
Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά μπαίνετε στο βάθος, στη ψυχή της.
Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.
Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλομε εμείς να γίνομε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ’ τους άλλους κι επιμένομε σ’ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της.
Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει, δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνον εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού, αλλιώς δεν μπορείς να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι’ αυτόν.
Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχθεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ. Θα βρει έτσι τη σωτηρία.

Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»
του ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

Άγιος Μαξιμίνος Επίσκοπος Τρεβήρων

Ο Άγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στο χωριό Σίλλυ κοντά στην πόλη Πουατιέ της Γαλλίας και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Το 332 μ.Χ. έγινε Επίσκοπος Τρεβήρων και αναδείχθηκε πολέμιος του Αρειανισμού. Ο Άγιος υποδέχθηκε και περιέθαλψε τον Μέγα Αθανάσιο και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλο. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343 μ.Χ., μαζί με τον Πάπα Ιούλιο Α' και τον Κορδούης Όσιο και υποστήριξε με ζήλο την Ορθοδοξία.

Ο Άγιος πρέπει να παραιτήθηκε από τον επισκοπικό θρόνο, αφού το 347 μ.Χ. τον είχε διαδεχθεί ο Παυλίνος.

Ο Άγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε με ειρήνη το 352 μ.Χ. και ο Άγιος Ιερώνυμος τον περιγράφει ως έναν από τους θαρραλέους Επισκόπους του καιρού του.

Άγιος Ιωάννης ο διά Χριστόν σαλός

Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε τον 15ο αιώνα μ.Χ. στο χωριό Πούκχοβο στη περιοχή του Ούστγιουγκ από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Σάββα και τη Μαρία. Από την παιδική του ηλικία διακρίθηκε για την ασκητικότητα του βίου του και την αυστηρή τήρηση της νηστείας. Την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτα, παρά μόνο λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου εγκαταβίωσε στη μονή της Αγίας Τριάδος του Ορλέτσκ και έγινε μοναχή. Ο νεαρός Ιωάννης άρχισε την άσκηση με τη σιωπή και τη σαλότητα και διήλθε το υπόλοιπο του βίου του με αδιάλειπτη προσευχή ζώντας σε μία καλύβα του Ούστγιουγκ.

Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1494 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε κοντά στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Άγιος Ευθύμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευθύμιος, κατά κόσμον Ευστράτιος Αγρίτης ή Αγριτέλλης, γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1876 μ.Χ. στα Παράκουλα της Λέσβου. Σε ηλικία μόλις εννέα ετών, ο Ευστράτιος εισέρχεται στην ιερά μονή Λειμώνος, όπου ο ηγούμενος, αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γεωργιέλλης, του έδωσε το όνομα Ευθύμιος.

Το 1889 μ.Χ. γράφεται στη Λειμωνιάδα Σχολή και για ένδεκα χρόνια παρακολουθεί τα μαθήματα και τη χριστομάθεια του υποδειγματικού αυτού αρρεναγωγείου. Το 1892 μ.Χ. αποφοιτά από τη Σχολή παίρνοντας το απολυτήριο με άριστα, πράγμα που του έδωσε την ευκαιρία να εγγραφεί το 1900 μ.Χ. στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ως υπότροφος της μονής Λειμώνος. Το 1906 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος στη μονή Χάλκου από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο και την επόμενη χρονιά υποβάλλει στη Σχολή για την απόκτηση του πτυχίου του διδακτορική διατριβή με θέμα: «Σκοπός του Μοναχικού βίου στην Ανατολή μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ.».

Αφού παίρνει το πτυχίο του με άριστα, επιστρέφει στη μονή Λειμώνος στη Λέσβο και διορίζεται ιεροκήρυκας από τον Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Από την θέση αυτή διακρίνεται για τη ρητορική του δεινότητα, το πλούσιο περιεχόμενο του λόγου του και επισκέπτεται τα χωριά και τις κωμοπόλεις της επαρχίας, ευαγγελίζοντας τον Χριστό και κηρύττοντας την αγάπη για την Πατρίδα. τον ίδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στη Σκόπελο, όπου και παραμένει ένα έτος.

Το 1910 μ.Χ. χειροτονείται πρεσβύτερος και αργότερα αναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Το 1911 μ.Χ. χειροτονείται στην Κωνσταντινούπολη Επίσκοπος και αναλαμβάνει να διαποιμάνει τη Επισκοπή Ζήλων. Από την Αμισό (Σαμψούντα), όπου εγκαθίσταται, επιδίδεται σε έναν ευγενή και σπάνιο αγώνα για την μόρφωση των Ελλήνων της περιοχής, έχοντας στην ευθύνη του 340 περίπου ενορίες και 150.000 Έλληνες. Το 1913 μ.Χ. ο Επίσκοπος Ευθύμιος τοποθετείται στην επαρχία Πάφρας. σε διάρκεια δέκα ετών, σημειώνει λαμπρή πνευματική τροχιά και ηγετική πορεία, κτίζοντας στην Πάφρα και σε πολλά χωριά, σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία και εκκλησίες, φροντίζοντας για την τοποθέτηση δασκάλων και ιερέων, απαραίτητων για την εθνική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής.

Το 1914 μ.Χ. πολλοί Παφρηνοί, με την προτροπή του Ευθυμίου, αρνήθηκαν να καταταγούν στον Τουρκικό στρατό και βγήκαν στα βουνά ως φυγόστρατοι, όπου αρχίζουν να δημιουργούνται τα πρώτα αντάρτικα τμήματα. Φοβερή γενοκτονία ξεσπά, ιδιαίτερα στην περιοχή της Πάφρας και Σαμψούντας, μεταβάλλοντας την δράση του Επισκόπου Ευθυμίου από προσπάθεια αναπτύξεως σε προσπάθεια περισσυλογής. Το 1917 μ.Χ. αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών κατευθύνοντάς τις κατά του Τουρκικού στρατού και των άλλων ενόπλων, που δρούσαν ως έμμισθοι των Τούρκων κατά των Ελλήνων.

Την περίοδο 1914 - 1916 μ.Χ. και 1918 - 1919 μ.Χ., με την υπογραφή της ανακωχής, παρότρυνε όλα τα σχολεία και τον λαό του Πόντου να παραστούν σύσσωμοι στην ετήσια τελετή της αναπαραστάσεως της αυτοκτονίας των τριάντα και πλέον νεαρών κοριτσιών του Ασάρ της Πάφρας. Η τελετή αυτή πραγματοποιείτο κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου, ως ανάμνηση της αυτοθυσίας των νεαρών κοριτσιών, που έπεσαν το 1860 μ.Χ. από το κάστρο του Άλυ και αυτοκτόνησαν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

Τον Απρίλιο του 1917 μ.Χ., μεγάλη δύναμη του Τουρκικού στρατού περικυκλώνει στο βουνό Νελτές τη μονή της Παναγίας, της Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα και 60 ένοπλους αντάρτες. Μετά από εξαήμερη αντίσταση, οι περισσότεροι έγκλειστοι σκοτώνονται ή αυτοκτονούν. Το 1919 μ.Χ., σε ανταπόδοση των προηγουμένων, ανήμερα της Παναγίας, ο Ευθύμιος συγκεντρώνει 12.000 αντάρτες έξω από την κωμόπολη Τσασούρ με γενικό αρχηγό τον Κυριάκο Παπαδόπουλο με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή της πόλεως και τον αφανισμό των Τούρκων ενόπλων. Από εκείνη την ημέρα οι Τούρκοι καταζητούν τον Ευθύμιο, θεωρώντας τον επίσημο αρχηγό των ανταρτών του Δυτικού Πόντου.

Το 1921 μ.Χ., με απόφαση της Κεμαλικής κυβερνήσεως, όλοι οι Μητροπολίτες, οι Επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου όφειλαν να εγκαταλείψουν τον Πόντο και να φύγουν από τις έδρες τους. Οι μόνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή αυτή ήσαν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο Επίσκοπος Ευθύμιος και ο Αρχιμανδρίτης Αμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Αϊβαζίδης. Στις 21 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, οι Κεμαλικοί συλλαμβάνουν τον Ευθύμιο, τον Αρχιμανδρίτη Αϊβαζίδη μαζί με προύχοντες της πόλης. Ο Άγιος Ευθύμιος οδηγείται στην Αμάσεια, όπου καταδικάζεται σε θάνατο και κλείνει στις φυλακές Σούγια της Αμασείας, που έχουν μετατραπεί σε τόπο κολάσεως από τις οδύνες και τον πόνο των βασανιστηρίων, ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευθύμιος υποκύπτει από το βάρος των πληγών του το 1921 μ.Χ. και λαμβάνει τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.

Το 1992 μ.Χ. ο Ευθύμιος κατατάσσεται στη χορεία των Αγίων από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1998 μ.Χ. ανοικοδομείται παρεκκλήσιο προς τιμήν του Αγίου στη μονή Λειμώνος, στην Ιερά Μητρόπολη Μηθύμνης.

Η μνήμη του εορτάζεται, επίσης, την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Άγιος Ιωάννης ο Νάννος από τη Θεσσαλονίκη

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ή Νάννος συνεπαρμένος από την μελέτη των Βίων των Αγίων και Μαρτύρων και κυριευμένος από ενθουσιασμό, που ενισχυόταν από το νεαρό της ηλικίας του, θέλησε να εισέλθει και αυτός στο χορό των Μαρτύρων. Ο μόνος τρόπος για την πραγματοποίηση της επιθυμίας του ήταν να αρνηθεί την πίστη του και κατόπιν να αποπλύνει την άρνησή του με τί αίμα του, καθιστώντας με αυτό τον ιδιότυπο τρόπο τον εαυτό του εξ αρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.

Ο πατέρας του, που ονομαζόταν και αυτός Ιωάννης, καταγόταν από το Γυναικόκαστρο, χωριό που βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, ενώ η μητέρα του Θωμαΐδα από το χωριό Κολόβι, που βρίσκεται κοντά στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Kαι οι δύο όμως ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, όπου νυμφεύθηκαν και έφεραν στον κόσμο τα δυο τους παιδιά, τον Θεόδωρο και τον Ιωάννη, που έλαβε αυτό το όνομα, διότι γεννήθηκε την παραμονή της εορτής του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου· για να διακρίνεται όμως από τον πατέρα του, τον φώναζαν Νάννο.

Ο πατέρας του Νάννου λοιπόν ήταν υποδηματοποιός. Προς εξοικονόμηση των αναγκαίων πραγμάτων έφυγε από την Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Όταν αργότερα οι δύο υιοί του μεγάλωσαν, τους πήρε κοντά του και τους έμαθε την τέχνη του.

Στη Σμύρνη ο νεαρός και ευσεβής Ιωάννης περνούσε τις ημέρες του εργαζόμενος, ενώ τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιέρωνε, με την βοήθεια του αδελφού του, γιατί ο ίδιος ήταν αγράμματος, στην μελέτη της αγίας Γραφής και βίων Αγίων και Μαρτύρων, με αποτέλεσμα να ανάψει μέσα στην καρδιά του ο πόθος του μαρτυρίου. Παρακινούμενος από αυτή του την επιθυμία προσποιήθηκε ότι θέλει να προσέλθει στο Μωαμεθανισμό, έχοντας ως απώτερο σκοπό το μαρτύριο. Έτσι, εντελώς ξαφνικά, στις 3 Μαΐου του 1802 μ.Χ., χωρίς να φανερώσει τίποτε σε κανέναν και ενώ είχε σταλεί από τον πατέρα του σε κάποια δουλειά, πήγε και παρουσιάσθηκε ενώπιον των Τούρκων και δήλωσε ότι θέλει να προσχωρήσει στη θρησκεία τους. Ο πατέρας του, ανησυχώντας για την αργοπορία του υιού του και φοβούμενος μήπως του συνέβη κάποιο κακό, άρχισε να τον αναζητά μαζί με μερικούς συγγενείς του, οπότε και πληροφορήθηκαν την εξωμοσία του. Έσπευσαν τότε όλοι μαζί να τον εύρουν, για να πληροφορηθούν τον λόγο που τον οδήγησε σ' αυτήν την πράξη και να προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν.

Δυστυχώς όμως μάταια κόπιασαν, διότι ούτε καν μπόρεσαν να τον πλησιάσουν, αφού οι Τούρκοι που τον περιτριγύριζαν, μόλις τους είδαν, τους απομάκρυναν βίαια από κοντά του. Ο Ιωάννης, του οποίου η σκέψη από την αρχή ήταν προσηλωμένη στο μαρτύριο, θεωρώντας την άρνηση ως το μόνο μέσο για την επίτευξη του σκοπού του, προσπάθησε επανειλημμένα να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στους συγγενείς του, χωρίς όμως να το καταφέρει, αφού αυτοί τον απέφευγαν πλέον ως αρνησίθρησκο. Όταν τέλος, μετά από πολλές προσπάθειες, ο πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του και κατάλαβε ότι σκόπευε να μαρτυρήσει, του έστειλε μήνυμα πως η δύναμη του Σταυρού αρκεί για να τον ενδυναμώσει στο έργο του.

Ύστερα από αυτό το περιστατικό, στις 25 Μαΐου και ημέρα Κυριακή, ενδύθηκε με χριστιανικά ενδύματα, φόρεσε στο κεφάλι του το τούρκικο κάλυμμα και παρουσιάσθηκε και πάλι στο κριτήριο των Τούρκων, για να ομολογήσει πλέον αυτή τη φορά τη Χριστιανική του ιδιότητα και ότι το όνομά του είναι Ιωάννης και όχι Μεχμέτ. Οι Τούρκοι έμειναν έκπληκτοι από τις δηλώσεις του και προσπάθησαν να τον μεταπείσουν. του παρουσίασαν μάλιστα για να τον δελεάσουν μία πολύτιμη στολή και πολλά χρήματα, που θα γίνονταν δικά του, εάν ομολογούσε τον Μωάμεθ ως Θεό. Έφθασαν δε στο σημείο να του προτείνουν να δηλώσει ενώπιόν τους πως παραμένει Τούρκος και κατόπιν ήταν ελεύθερος να φύγει και να πάει όπου θέλει πιστεύοντας οτιδήποτε ήθελε. Γι' αυτούς αρκούσε μόνο να εξέλθει από το δικαστήριο ως Μεχμέτης και όχι ως Ιωάννης. Παρ' όλες όμως τις ελκυστικές προτάσεις που του έκαναν, δεν κατάφεραν να κλονίσουν το γενναίο του φρόνημα και να τον παρασύρουν στη γνώμη τους.

Κάποιος Τούρκος αγάς, βλέποντας την υπομονή του Ιωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα με την οποία ο Ιωάννης θα παρέμενε Τούρκος είτε το ήθελε, είτε όχι· πρότεινε λοιπόν να τον στείλουν στο Αλγέρι μ' ένα πλοίο, το πλήρωμα του οποίου αποτελείτο μόνο από Τούρκους. Ο Ιωάννης, ακούγοντας αυτήν την εκδοχή και φοβούμενος μήπως ματαιωθεί κατ' αυτό τον τρόπο το μαρτύριο που τόσο επιθυμούσε, προφασίσθηκε ότι επιθυμεί να του δοθούν δύο ημέρες διορία, για να σκεφθεί τις προτάσεις τους. Οι Τούρκοι, πιστεύοντας πως τελικά θα υποχωρούσε ο Ιωάννης, του παραχώρησαν την διορία που τους ζήτησε για να αποφασίσει, χωρίς όμως να σκεφθούν ότι έτσι θα έχαναν και την ευκαιρία να τον στείλουν με το πλοίο στο Αλγέρι.

Μετά το τέλος της δεύτερης ημέρας τον κάλεσαν να παρουσιασθεί στη συνέλευσή τους, για να δώσει την τελική απάντηση. Ο Ιωάννης, ο οποίος είχε βεβαιωθεί νωρίτερα για την αναχώρηση του πλοίου, δήλωσε πως όχι μόνο δεν είχε μετανιώσει, αλλά επιθυμούσε τώρα ακόμα περισσότερο το μαρτύριο. μη έχοντας πλέον άλλη εκλογή οι Τούρκοι, αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Πριν όμως από αυτό θέλησαν να επιχειρήσουν άλλη μία φορά να τον μεταπείσουν. Γι' αυτό κάλεσαν τον πατέρα του, ο οποίος, επειδή φοβόταν, αρνήθηκε να παρουσιασθεί, λέγοντας πως δεν είχε πλέον καμία σχέση μαζί του.

Έτσι, στις 29 Μαΐου του 1802 μ.Χ. και ημέρα Πέμπτη, ο Ιωάννης οδηγήθηκε στο Σοάν Παζάρι, τόπο των θανατικών εκτελέσεων. Πλήθος λαού είχε συγκεντρωθεί, για να παρακολουθήσει το μαρτύριό του, όχι μόνο Χριστιανοί αλλά και πολλοί Τούρκοι, Φράγκοι και Αρμένιοι, που έμειναν έκπληκτοι από τη γενναιότητα και το θάρρος του Μάρτυρος.

Μετά τον αποκεφαλισμό του πολλοί Χριστιανοί προσπάθησαν να εξαγοράσουν κάτι δικό του, για να το έχουν ως φυλακτό. Κατ' αυτό τον τρόπο οι Τούρκοι συγκέντρωσαν πάνω από 3.000 γρόσια· έφθασαν μάλιστα στο σημείο να θέλουν να ακρωτηριάσουν τον Μάρτυρα, για να κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος ευλαβής Χριστιανός από την Μόσχα, ονομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, για να αποφευχθεί η κατατεμάχιση του τιμίου λειψάνου του Νεομάρτυρος, επιχείρησε να το εξαγοράσει, πράγμα που κατόρθωσε δωροδοκώντας τον κριτή, που ήταν φίλος του, και τον έπαρχο, και έτσι του επέτρεψαν να παραλάβει το ιερό λείψανο και να το ενταφιάσει.

Μαρτύριο του Αγίου αυτού, συνέγραψε ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Χίος.

Οσία Υπομονή

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.

Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.

Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.

Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.

Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.

Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.

Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».

Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' (1425 - 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 - 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.

Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.

Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού , στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.

Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:

«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».

Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».

Σύγχρονο θαύμα της Αγίας

Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.

«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.

Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».

Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».

Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες' Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.



Άγιος Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Είναι άγνωστος ο τόπος καταγωγής του Αγίου Αλεξάνδρου. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 - 337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αχιλλά και υπήρξε πνευματικός πατέρας του Μεγάλου Αθανασίου, του και διαδόχου αυτού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανήλθε το 313 μ.Χ. και διακρινόταν για τη βαθιά θεολογική μόρφωση, την πραότητα του χαρακτήρος και τις λοιπές αρετές του. Όταν το 319 μ.Χ. ο Άρειος δίδαξε για πρώτη φορά την αίρεσή του, ο Άγιος Αλέξανδρος προσπάθησε πατρικά να τον πείσει να μην διαδίδει τις πλανεμένες του δοξασίες, πλην όμως ο Άρειος, συνεπικουρούμενος και από άλλους ομόφρονές του, εξακολουθούσε να υποστηρίζει αυτές με τα δαιμονικά σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, αφού κλήθηκε δύο φορές σε απολογία ενώπιον του κλήρου της Αλεξανδρείας και δεν συμμορφώθηκε, αποκόπηκε από το σώμα της Εκκλησίας και αποκηρύχθηκε ως ασεβής και βλάσφημος.

Παρακάθισε ο Άγιος Αλέξανδρος, παρά το γήρας του, στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τον Άρειο διά των λόγων του, υπέγραψε με τους άλλους Πατέρες την καταδίκη αυτού.

Αφού επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, εξακολούθησε να αγωνίζεται για τη στερέωση της Ορθοδόξου πίστεως μέχρι της κοιμήσεώς του το 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου και θεοφιλούς ποιμαντορίας δεκατριών ετών και αφού επέβαλε ως διάδοχό του τον μαθητή και συμμαχητή του, Μέγα Αθανάσιο (τιμάται 18 Ιανουαρίου).

Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα

Η Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Αδραμυττηνού. Σε ηλικία επτά ετών, αφού έμεινε ορφανή από πατέρα, εισήλθε σε μοναστήρι, όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά το θάνατο και της μητέρας της, αφού πούλησε και διαμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της και απαλλάχτηκε έτσι από τις γήινες φροντίδες, επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στην απόκτηση της τελειότητας και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο «Σκοτεινόν φρέαρ» και ονομαζόταν «Άσπαρον στέρνην».

Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε άγριος διωγμός εναντίον των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο. Κατά την έναρξη του διωγμού διατάχθηκε η καθαίρεση και καταστροφή της εικόνας του Χριστού, η οποία βρισκόταν επί τής Χαλκής Πύλης.

Τότε η Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή σκάλα το σπαθάριο που ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και με πέτρες και ξύλα επιτέθηκαν κατά τού Πατριαρχείου. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο. Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες μεν από τις γυναίκες φόνευσε, άλλες δε, μεταξύ των οποίων και την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες έκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού την κακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του Βοός και την κατέσφαξαν, αφού διαπέρασαν το λαιμό της με κέρατο κριού (730 μ.Χ.). Το τίμιο λείψανό της περισυνελλέγει και ενταφιάσθηκε στη μονή Δεξιοκράτους, πολλά δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν με πίστη και ευλάβεια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδοσία η Παρθένος

Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω. Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.



Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Δοξαστικό Αγίων Πατέρων

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα.διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των.διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι̉ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).


Ναί, λέγει. ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον.διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς. μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας.διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ.«Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε.καθ̉ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ.διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ̉ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ̉ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό.καθ̉ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς.διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος.καθ̉ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους. Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν εξουσίαν ἐπ̉ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ.διότι λέγει.«δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ).ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει.«Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ , ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21), τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη.διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι̉ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον.διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν.ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα , μή θαυμάσῃς.διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς.«Ὅλα δι̉ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11).ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς.«Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς. καθ̉ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ̉ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός.καθ̉ ὅσον λέγει.«Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου.διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής; Ἀλλά δι̉ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς». διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι̉ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ.«Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω».μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ̉ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν.«Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του.τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά. Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν.«Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί πού εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας.διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά.διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν.δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)·ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι̉ αὐτά τά πράγματα; Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας.καί κατ̉ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι̉ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων.διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως.ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου.διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην τῶν ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς; Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι̉ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι̉ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει.ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι.διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου.καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους.«Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν.διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς.καθ̉ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα.
Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν.καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν.τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα. διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ

«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς»

Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τιμοῦμε τὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ συγκλήθηκε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μιὰ πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Τὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτή, εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τῆς προσ­ευχῆς ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Στὴν ἀρχή της ὁ Κύριος λέει ὅτι δόξασε τὸν ἐπουράνιο Πατέρα Του στὴ γῆ: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς». Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα πῶς δόξασε ὁ Κύριος τὸν Θεὸ Πατέρα, πῶς Τὸν δόξασαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ τιμοῦμε σήμερα, καὶ ποιὸ εἶναι τὸ δικό μας χρέος.

1. Ὁ Κύριος φανέρωσε τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει

Ὁ Κύριος δόξασε τὸν Πατέρα Του στὴ γῆ μὲ ὁλόκληρη ἀσφαλῶς τὴ ζωή Του. Τὸν δόξασε ὅμως καὶ μὲ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ λατρεύονταν καὶ δοξάζονταν πολλοὶ ψεύτικοι θεοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πάθη ἢ εἶχαν μορφὴ ζώου· πίσω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ψευδοθεοὺς κρύβονταν οἱ δαίμονες.

Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατήργησε τὴ δόξα τῶν ψεύτικων θεῶν ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἀνθρώπους ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ μόνος ἄξιος νὰ δοξάζεται. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἦλθε στὸν κόσμο, ὅπως διεκήρυξε ὁ Ἴδιος, «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ»· γιὰ νὰ ἀποκαλύψει καὶ κηρύξει τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ (Ἰω. ιη΄ [18] 37).

Ἀποκάλυψε δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶ­ναι Τριαδικός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ ἐν Τριάδι Θεός ἀγαπάει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ θέλει τὴ σωτηρία του· καὶ ὅτι γι᾿ αὐτὴ τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος γιὰ νὰ προσ­φέρει τὸν Ἑαυτό Του θυσία «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας», γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος.

Κι ὅταν κάποιοι σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια Του, δὲν θέλησε νὰ ἀλλάξει τὴ διδασκαλία Του, ἀλλὰ ρώτησε τοὺς μαθητές Του: «Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ φύγετε;» (Ἰω. Ϛ´ 67). Ἤθελε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, νὰ παραδώσει ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει, χωρὶς νὰ ἐπιζητεῖ ὀπαδούς.

2. Οἱ ἅγιοι Πατέρες φύλαξαν ἀπαραχάρακτη τὴν ἀλήθεια

Κατὰ τὸ τέλειο παράδειγμα τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόξασαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ θεόπνευστη διδασκαλία τους κατὰ τὴ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς.

Δὲν συγκεντρώθηκαν γιὰ τὴ δική τους δόξα. Μία ἦταν ἡ ἀγωνία τους: νὰ μείνει ἀπαραχάρακτη ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια· νὰ μὴν ἀλλάξει ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως· νὰ φυλαχθεῖ ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὴν κήρυξε ὁ Κύριος καὶ τὴν δίδαξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Γνώριζαν ὅτι μείωση τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ σήμαινε μείωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦταν ἡ γενιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς Κατακόμβες μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια. Καὶ ἔφεραν τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου στὸ σῶμα τους: Ἄλλος εἶχε κομμένη μύτη, ἄλλος ἀκρωτηριασμένο χέρι, καὶ γενικὰ εἶχαν ὑποστεῖ βασανιστήρια, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν θελήσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Εἶχαν δοξάσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σταθερὴ ὁμολογία τους· καὶ τώρα στὴ Σύνοδο δόξασαν τὸν Θεὸ διατυπώνοντας μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.

3. Νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας

Ποιὸ εἶναι τὸ δικό μας χρέος σήμερα; Σήμερα προωθεῖται παγκοσμίως μιὰ φοβερὴ πλάνη περὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ λεγόμενη Πανθρησκεία. Τί εἶναι ἡ Πανθρησκεία; Πανθρησκεία εἶναι ἡ δαιμονικὴ ἀντίληψη ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἀληθινές, καθεμιὰ ἔχει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας, καὶ ὅλες ἀποτελοῦν διαφορετικοὺς δρόμους, πού ὁδηγοῦν στὸν ἴδιο Θεό, καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἑνωθοῦν ὅλες καὶ νὰ γίνει μία Πανθρησκεία.

Φρικτὴ πλάνη! Ἐξομοιώνει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, πάει νὰ ἑνώσει τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι. Ἂν ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἀληθινές, τότε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ σταυρωθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου; Ὅποιος ἀποδέχεται τὴν Πανθρησκεία, ἀρνεῖται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ὅτι μᾶς ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια.

Χρέος μας λοιπὸν εἶναι νὰ κρατοῦμε ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐν Τριάδι Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Νὰ φυλάττουμε δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας ἀνόθευτη καὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε. Βεβαίως σεβόμαστε τοὺς ἑτερόδοξους καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου.

***

«Ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τῆς αὐτοῦ δόξης ἅπας ἡμῖν ὁ πόνος, μᾶλλον δὲ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 48, 719). Γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴ δόξα Του νὰ καταβάλλουμε κάθε κόπο· ἢ μᾶλλον γιὰ τὴ σωτηρία μας. Διότι ὁ Θεὸς οὔτε κερδίζει κάτι ὅταν δοξάζεται, οὔτε βλάπτεται ὅταν βλασφημεῖται. Ὅποιος δοξάζει τὸν Θεό, αὐτὸς κερδίζει. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ αἰώνια σωτηρία μας. Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νὰ τὴν γευθοῦμε.

Ὁ κίνδυνος τῶν αἱρέσεων

«Εἰσελεύσονται... λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου»

Τιμᾶ σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τοὺς 318 ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁ­­­ποῖοι συνῆλθαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. μὲ σκοπὸ νὰ καταδικάσουν τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ θεομάχου Ἀρείου καὶ νὰ ἀσφαλίσουν τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο στὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας.
Τὰ ἱερὰ Ἀναγνώσματα καὶ οἱ ὕμνοι τῆς ἡμέρας πρὸς τιμήν τους ἔχουν καθιερω­θεῖ. Εἶναι δὲ πολὺ ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὸ ­Ἀποστο­λικὸ ἀνάγνωσμα: ­«Προσέχε­τε», λέ­ει ὁ ἀκούραστος Ἀπόστολος ἀπευθυνόμενος γιὰ τελευταία φορὰ πρὸς τοὺς ­πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου‧ «ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσ­ελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ­ποι­μνίου»· ­γνωρίζω κα­­λὰ ὅτι μετὰ τὴν ἀν­α­χώρησή μου θὰ εἰσβάλουν ­ἀνάμεσά σας ψευδοδιδάσκαλοι σὰν ἄγριοι καὶ σκληροὶ λύκοι, ποὺ θὰ διαρπάζουν ἀλύπητα τὸ ποίμνιο βλάπτοντας καὶ ἀφανίζοντας τὶς ψυχὲς τῶν λογικῶν προβάτων.

Αὐτὸς ὁ θεόπνευστος ἀποστολικὸς λόγος μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ πρῶτον, νὰ ἐπισημάνουμε τὸν κίνδυνο τῶν αἱ­ρέ­σεων καὶ δεύτερον, νὰ ὑπογραμμί­σουμε τὸ δικό μας χρέος ἐνώπιον αὐ­τοῦ τοῦ κινδύνου.

1. «Λύκοι βαρεῖς»

Δὲν εἶναι ὑπερβολικὴ ἡ εἰκόνα τῶν ἄ­­­γριων λύκων ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἀ­­­πό­στολος Παῦλος, γιὰ νὰ ­παραστήσει τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τῶν αἱρετικῶν. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε χαρακτηρίσει «λύκους ἅρπαγες» τοὺς αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα εἶχε προειδοποιήσει τοὺς μαθητές του νὰ προσέχουν, διότι οἱ ἁρπακτικοὶ αὐτοὶ λύκοι ἐμφανίζονται «ἐν ἐνδύμασι ­προβάτων», δηλαδὴ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τῆς ἀθωότητας καὶ τῆς ἡμερότητας τοῦ προβάτου (Ματθ. ζ΄ 15)!

Πόσο ἀληθινοὶ καὶ ἐπίκαιροι ἀκούγον­­ται καὶ σήμερα αὐτοὶ οἱ λόγοι! Πλῆθος αἱ­­ρέσεων καὶ πλανεμένων παραθρησκευ­τικῶν ὁμάδων διεισδύουν μέσα στὴ σύγχρονη πολυπολιτισμικὴ καὶ ­συγκρητιστι­κὴ κοινωνία μας καὶ προβάλλουν τὶς διεστραμμένες ­διδασκαλίες τους μὲ ­τρόπο πειστικὸ καὶ ­ἑλκυστικό. Εἶναι οἱ Παπικοὶ καὶ Οὐνίτες, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὴν ἐμμονή τους σὲ σοβαρὲς αἱ­ρετικὲς ­πλάνες, διαδίδουν ὅτι δὲν ἔ­­­χουμε πολλὲς διαφο­­­ρὲς καὶ συμ­μετέχουν κάποτε καὶ σὲ θεῖ­ες Λειτουργίες τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ προσ­­έρχονται ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ κοινωνή­σουν! Εἶναι οἱ Προτεστάντες καὶ μάλιστα οἱ Πεντηκοστια­νοί, οἱ ὁποῖοι μὲ δωρεὰν δια­νομὴ ἐν­τύπων καὶ βιβλίων, μὲ ­ραδιοφω­­νικὲς ἐκπομπὲς καὶ ἄλλες συστηματικὲς μεθόδους προσ­παθοῦν ὕπουλα νὰ προσηλυ­τίσουν ἀνύποπτους συνανθρώπους μας. Ἀκόμη πιὸ ­ὕπουλοι εἶναι οἱ γνωστοὶ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχω­βᾶ» μὲ τὴν ἀντιχρι­στιανικὴ καὶ ἀντεθνι­κὴ προπαγάνδα τους, ἀλλὰ καὶ οἱ 500 καὶ πλέον νεοφανεῖς αἱρέσεις καὶ παραθρησκεῖες, ποὺ δροῦν ­ἀνενόχλη­τες στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ μορφὴ ἐπιστημονι­κῶν, φιλοσοφικῶν, ἀν­θρωπιστικῶν ἢ κοινωνικῶν ­σωματείων, καὶ δημιουργοῦν, πολλὲς ἀπ’ αὐτές, ὁλο­κληρωτι­κὴ ἐξάρτηση στοὺς ὀπαδούς τους...

Ὁ κίνδυνος εἶναι μεγάλος. Ὅποιος μπλεχτεῖ στὰ δίχτυα τῶν αἱρετικῶν ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ λυτρωτικὸ χῶρο τῆς χάριτός της. Διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Κυπριανός, «Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία»!

2. Γρηγορεῖτε!

Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ δικό μας χρέος ἀπέναντι στὸν ὁρατὸ αὐτὸ κίνδυνο τῶν αἱρέσεων;

Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ ἐ­­γρή­γορση. «Γρηγορεῖτε!», φώναζε τότε ὁ ἀ­­­πόστολος Παῦλος στοὺς ποιμένες τῆς Ἐ­­φέσου καὶ μέσῳ αὐτῶν σὲ ὅλους μας. Νὰ εἶστε ξύπνιοι, σὲ ἐπιφυλακή. Εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητο νὰ προσέχου­με καὶ μεῖς πο­λύ, γιὰ νὰ μὴ δεχόμαστε τίποτε αἱρετικό. Ὅπως ἐξετάζουμε τὶς τροφές, ὥστε νὰ μὴν εἶναι ἀλλοιωμένες ἢ δηλητηριασμένες, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ διαφυλάττουμε τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἦθος ἀπὸ κάθε ἀλλοίωση, νοθεία καὶ παραχάραξη. Μόνο ὅ,τι εἶναι γνήσιο κι ἀληθινό, ἔχει ἀξία. Ὁτιδήποτε ἄλλο εἶναι ψεύτικο, ἄχρηστο καὶ πολὺ βλαβερό!

Ἐπιπλέον εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίσουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας, νὰ μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ καθὼς καὶ βιβλία μὲ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νὰ εἴμαστε σέ θέση νὰ διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Μποροῦμε ἐπίσης νά βροῦμε κατάλληλα ἀντιαιρετικὰ βιβλία καὶ Ὀρθόδοξες ἱστοσελίδες, ποὺ ἐνημερώνουν γιὰ τὶς πλάνες τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ὕπουλη προσηλυτιστικὴ δράση τους, ὥστε κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἐνημερωμένοι καὶ ἄλλους νὰ μποροῦμε νὰ διαφωτίζουμε.

❁ ❁ ❁

Ὁ Κύριος μᾶς ζητᾶ νὰ ἀγαπᾶμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἂν κάτι ἀποστρεφόμαστε δὲν εἶναι οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ οἱ φρι­κτὲς αἱρέσεις ποὺ ὑποστηρίζουν καὶ ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητος τὴν ὁποία ἐπιφέρουν στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔδωσαν ἰδιαίτερη βαρύτητα στὸ θέμα «αἵρεση» καὶ ἀγωνίστηκαν μὲ τὴν «σφενδόνη τοῦ Πνεύματος» καὶ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, ὥστε νὰ διώξουν μακριὰ ἀπὸ τὴν ποί­μνη τοῦ Χριστοῦ τοὺς «βαρεῖς καὶ λοιμώδεις λύκους». Ἂς τοὺς παρακαλοῦμε νὰ πρεσβεύουν καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ὥστε νὰ μένουμε σταθεροὶ κι ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ ἄγρυπνοι θεματοφύλακες τῆς παραδό­σεώς της.

Άγιος Αγάθαρχος Επίσκοπος Λευκάδας και οι Άγιοι Πέντε Θεοφόροι Πατέρες

Στα μισά του ανηφορικού δρόμου, που συνδέει τον ερημωμένο πια Αλέξανδρο με την παραθαλάσσια και σφύζουσα από ζωή Νικιάνα, ο οδηγός ή ο πεζοπόρος θα συναντήσει το Ησυχαστήριο των Αγίων Πατέρων. Πλήθη προσκυνητών ανηφορίζουν μέχρις εκεί, στις βορειοανατολικές παρυφές του όρους των Σκάρων, του λευκαδίτικου «Αγίου όρους», την Κυριακή των Πατέρων (Ζ’ από το Πάσχα), οπότε η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των 318 Θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.

Όλοι θα ασπαστούν την εικόνα των Αγίων, θα αντλήσουν από το αγίασμα και θα προσευχηθούν στα «άγια κορμάκια».

Η παράδοση μας παρέχει πολλές πληροφορίες για τους Αγίους Πατέρες και την σχέση τους με το νησί της Λευκαδας.

Προτού προλάβει η Εκκλησία του Χριστού να βγει νικήτρια από τη δοκιμασία των Διωγμών, ένα νέο πρόβλημα προέκυψε και ταλαιπωρούσε τα μέλη Της. Ήταν οι αιρέσεις. Μία από αυτές και ο Αρειανισμός. Ένας κληρικός από την Αλεξάνδρεια, ο πρεσβύτερος Άρειος, άρχισε να διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν Θεός και ένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, αλλά κτίσμα (δημιούργημα) του Θεού Πατέρα. Αρκετοί, κληρικοί και λαϊκοί, ασπάστηκαν τη διδασκαλία του, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τα πιστεύω της Εκκλησίας μας.

Για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο αυτό πρόβλημα, ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Άγιος Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε Σύνοδο όλων των Χριστιανών επισκόπων. Αυτή έλαβε χώρα το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της μικρασιατικής Βιθυνίας. Απ’ όπου υπήρχαν χριστιανικές Εκκλησίες έφτασαν επίσκοποι μαζί με τους συνοδούς τους. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχώριζαν οι Άγιοι Σπυρίδων Τριμυθούντος, Νικόλαος Μύρων, Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως (πρεσβύτερος ακόμη), Πέτρος Αλεξανδρείας, Αθανάσιος Αλεξανδρείας ο Μέγας (διάκονος τότε) και άλλοι. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι ήταν συνολικά 318 στον αριθμό.

Ένας από τους 318 Πατέρες ήταν και ο επίσκοπος Λευκάδος Αγάθαρχος. Καταγόταν μάλλον από την Αχαΐα και ήταν εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Παλαιάς Ηπείρου. Η αγιότητα του βίου του και η χαριτωμένη από το Άγιο Πνεύμα προσωπικότητά του λειτούργησαν, απ’ ό,τι φαίνεται, σαν πόλος έλξης και για άλλους πέντε από τους Πατέρες που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο της Νίκαιας.

Έτσι, στην επιστροφή του στο νησί της Λευκάδας και την επισκοπή του, τον ακολούθησαν οι πέντε αυτοί Πατέρες. Το πλοίο τους αποβίβασε στον φυσικό όρμο, όπου βρίσκεται σήμερα ο οικισμός «Επίσκοπος», ενώ και η διπλανή περιοχή της Νικιάνας, ετυμολογείται πιθανόν από τις λέξεις «Νέα Νίκαια».

Οι τρεις από τους Πατέρες διάλεξαν μια σπηλιά στο βουνό των Σκάρων και αποφάσισαν να μείνουν εκεί για το υπόλοιπο της ζωής τους. Πράγματι, έμειναν εκεί, περνώντας τον καιρό τους με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Το τέλος τους ήταν ειρηνικό. Θάφτηκαν εκεί που σήμερα είναι το μικρό εκκλησάκι του ησυχαστηρίου των Αγίων Πατέρων.

Από τον τάφο ενός από τους Πατέρες αναβλύζει συνεχώς αγίασμα. Μάλιστα, η στάθμη του δεν ελαττώνεται χειμώνα‐καλοκαίρι, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Κι ακόμη, δεν στερεύει ούτε και την ημέρα της γιορτής, οπότε χιλιάδες προσκυνητών αντλούν από το αγιασμένο νερό. Η Αγία Τράπεζα του μικρού ναού είναι πάνω στον τάφο του δεύτερου από τους Πατέρες, ενώ ο τρίτος είχε ταφεί στο σημείο που σήμερα είναι αναμμένα τρία καντήλια.

Δεν είναι λίγα και τα θαύματα που γίνονται συνεχώς σε όσους με πίστη πίνουν από το αγίασμα και επικαλούνται τη δύναμη των Αγίων Πατέρων.

Για παράδειγμα, στα 1890 μ.Χ. παρουσιάστηκαν στο μικρό ησυχαστήριο οι φοβεροί ληστές της εποχής, Ψήλιας και Χούτας. Με αλαζονεία ζητούσαν επίμονα να πιουν «από ‘κείνο το νερό». Όταν πλησίασαν στο σημείο του αγιάσματος, προσπάθησαν οι ίδιοι να αντλήσουν... «νερό». Αλλά, μάταια! Το αγίασμα είχε εξαντληθεί. Και δεν εμφανίστηκε μέχρι να πάει η μοναχή Ακακία για να αντλήσει απ’ αυτό και να δώσει στους έντρομους ληστές να πιουν.

Κι όταν σμήνος ακρίδων κατέστρεφε τα όσπρια (λαθύρια και ρεβύθια) που ήταν σπαρμένα στο Λιβάδι της Καρυάς, οι ακρίδες εξαφανίστηκαν απ’ την περιοχή, μόλις η ίδια μοναχή Ακακία ράντισε με το αγίασμα τις σπαρμένες εκτάσεις.

Κάτοικος των κοντινών Πηγαδισάνων νοσηλευόταν σε κλινική της Αθήνας προκειμένου να εγχειρισθεί, μετά από αποκόλληση που είχε πάθει στο μάτι. Την προηγούμενη της εγχείρησης νύχτα αισθάνθηκε φοβερούς πόνους στο μάτι. Καθώς δεν μπορούσε να βρεθεί ο γιατρός, μόλις ησύχασε για λίγο από τους φριχτούς πόνους, κατόρθωσε να αποκοιμηθεί. Βλέπει τότε σε όνειρο ότι περιπλανιόταν στην περιοχή της Ακόνης, γύρω από το ησυχαστήριο των Αγ. Πατέρων. Μόλις αντίκρυσε το μοναστήρι, θυμήθηκε το αγίασμα και τότε ένοιωσε έναν πόνο φοβερό. Ξύπνησε αμέσως, αλλά... θεραπευμένος! Δίχως να πονάει καθόλου. Επιβεβαιώθηκε μάλιστα η θεραπεία από το επιστημονικό προσωπικό της κλινικής, για να δοξάζεται το όνομα του Θεού και των Αγίων Πατέρων.

Οι άλλοι δύο από τους Πατέρες, που ακολούθησαν τον επίσκοπο Αγάθαρχο, μόνασαν στον χώρο που υπάρχει σήμερα το μοναστήρι της Φανερωμένης. Υπήρχε τότε μικρός οίκος προσευχής στη θέση εκείνη, όπου - πριν έρθουν στο νησί οι Απόστολοι Ακύλας και Ηρωδίων - υψωνόταν ο ειδωλολατρικός ναός της Λευκαδίας Αρτέμιδος. Έζησαν και αυτοί ασκητικά και «εκοιμήθησαν εν ειρήνη».

Δυστυχώς, η παράδοση δε διέσωσε τα ονόματα των πέντε Αγίων Πατέρων. Γιορτάζεται όμως η μνήμη τους πανηγυρικά την Ζ’ Κυριακή από το Πάσχα, κάθε χρόνο.

Στο ησυχαστήριο των Αγίων Πατέρων φυλάσσεται και «η σφραγίδα των Αγίων», δηλαδή μια μολύβδινη κυκλική σφραγίδα με χαραγμένες τις μορφές των τριών Αγίων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ.δʹ.
Ὑπερδεδοξασμένος εἷ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ φωστήρας ἐπί γῆς τούς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας· καί διʹαὐτῶν, πρός τήν ἀληθινήν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε, δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ἀσκητῶν τήν τριάδα ἀνευφημήσωμεν, τήν ἐν Νικαίᾳ Τριάδος Πίστιν σαφῶς τήν ὀρθήν, ἐν συμβόλῳ ἱερῷ διακηρύξασαν· τούς ἐν παννύχοις προσευχαῖς σύν ἐδεσμάτων ἀποχῇ πραΰναντας ὁρμάς σαρκίου, τῶν Λευκαδίων ὁ δῆμος ἐν ἑνί στόματι ὑμνήσωμεν.