Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Λειτουργική και Ευχαριστιακή διάσταση της Εκκλησίας.

Η διαφοροποίηση κι η αμοιβαιότητα αυτή του Λόγου του Θεού και του Αγίου Πνεύματος θεμελιώνει την Εκκλησία στην ενότητά της και στην πολλαπλότητά της. Η λύτρωση είναι το θεμέλιο της ιεραρχικής ενότητας των μελών της Εκκλησίας σε σώμα μοναδικό του Χριστού. Η Πεντηκοστή είναι η βεβαίωση της πολλαπλότητας και της απόλυτης αξίας των προσώπων, που είναι ενωμένα με το Θεό «εν Αγίω Πνεύματι».
1. Η Εκκλησία του Υπερώου και της πρώτης περιόδου της Ιερουσαλήμ προσφέρει το πιο τέλειο παράδειγμα της ενότητας των πρώτων Χριστιανών. Το κέντρο αυτής της ενότητας είναι ο Χριστός, απών σωματικά απ’ την ώρα της Ανάληψης, αλλά παρών διά του αγίου Πνεύματος, το οποίο δίνει μαρτυρία γι’ Αυτόν και αρμόζει τα μέλη της Εκκλησίας στο ένα και μοναδικό σώμα. Αυτή η ενότητα των Χριστιανών είναι ευχαριστιακής φύσης. Γύρω απ’ την Ευχαριστία, στην οποία, κατά πάσα πιθανότητα, προΐστατο ο απόστολος Πέτρος, μαζεύονταν οι πρώτοι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων, πάντοτε ενωμένοι, με μια καρδιά και με μια ψυχή (Πράξ. β΄ 42-46, δ΄ 32-35). Το Άγιο Πνεύμα είναι, λοιπόν, αυτό, που ενοποιεί την Εκκλησία-Σώμα του Χριστού. Κι η Ενότητα αυτή πραγματοποιείται στην Ευχαριστία. Να μερικές αρχαίες «επικλήσεις», που δικαιώνουν καλά αυτή τήν αντίληψη.
«Σε ικετεύουμε, Κύριε, κάνε να κατεβεί το Άγιο Πνεύμα Σου στη θυσία της κοινότητας. Συγκέντρωσέ την, ένωσέ την και σύναψέ την με τους αγίους, που χαίρονται, γεμάτοι με το Πνεύμα το Άγιο»
«Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν» (Μ. Βασίλειος).
«Το Άγιο Πνεύμα έρχεται με την επίκληση των πιστών, όταν ευαρεστείται να δώσει ή να αυξήσει το δώρο της αγάπης και της ομοψυχίας. Σε αυτό του τον ρόλο, προ πάντων, είναι γνωστό το Άγιο Πνεύμα… Η αγία Εκκλησία, λοιπόν, όταν, κατά τη διάρκεια της θυσίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, παρακαλεί να της σταλεί το Άγιο Πνεύμα, ζητάει το δώρο της αγάπης, που θα της επιτρέψει να διατηρήσει την πνευματική ενότητα «εν τω συνδέσμω της ειρήνης».
2. Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας δε σημαίνει καθόλου ομοιομορφία. Αυτό το μοναδικό Σώμα της Εκκλησίας (Α’ Κορινθ. κεφ. 12. 13) με την κοινωνία, που έχουν τα μέλη του με το Πνεύμα του Χριστού, διατηρεί και θεμελιώνει την πολλαπλότητα και τον πλούτο των ανθρώπινων προσώπων, που το απαρτίζουν. Έτσι, το Άγιο Πνεύμα, μένοντας πάντα άγνωστο κι αναποκάλυπτο ως προς το πρόσωπό Του, πληθαίνει τα δώρα Του, ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, προκαλεί τις πιο διαφορετικές κλήσεις, καθορίζει τα λειτουργήματα, που σχετίζονται με την κοινότητα. Το Άγιο Πνεύμα δεν είναι μόνο υλικό ενότητας, αλλά, ταυτόχρονα, και δωρεά πληρότητας προς κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι η κάθε προσωπικότητα σφραγίζεται με «τη σφραγίδα της προσωπικής και μοναδικής σχέσης με την Τριάδα».
Αυτό, που λέχτηκε παραπάνω, για την Ευχαριστία, μας δίνει να κατανοήσουμε το ότι η Ευχαριστία αποτελεί την υπόσταση της Εκκλησίας. Όπου υπάρχει η Ευχαριστία, εκεί υπάρχει κι η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην Ευχαριστία, ώστε μόνο με την Ευχαριστιακή πράξη της κοινότητας αναδεικνύεται πραγματικά «Εκκλησία». Η Εκκλησία είναι παρούσα «εν πληρότητι», σ’ ολόκληρη την καθολικότητά της, εκεί, που πραγματοποιείται η Ευχαριστιακή θυσία. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι η Έκκλησιολογία της αρχαίας Εκκλησίας ήταν ειδικά Ευχαριστιακή».
Αυτή η Ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας καθορίζει την αποστολή της Ιεραρχίας. Η Ευχαριστία δεν είναι μόνο ένα απ’ τα πολλά λειτουργήματα της Ιεραρχίας. Ο κλήρος δε μοιράζει την Ευχαριστία, ασκώντας μια, ανάμεσα στις πολλές του υποχρεώσεις, τις ποιμαντορικές, τις λειτουργικές και τις διοικητικές. Αντίθετα, η Ευχαριστία είναι εκείνη, που καθορίζει, σαν πρωταρχική κι ουσιαστική πράξη της Εκκλησίας, την ιερατική διακονία.
Η Ευχαριστία, λέει ο π. Βου είναι μια «λειτουργία», μια κοινή πράξη, μια κοινή υπηρεσία. Σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης λειτουργίας, στο οποίο ενώνονται, συμπλέκονται κι εναλλάσσονται οι προσευχές του λειτουργού και των πιστών, το μυστήριο «τελειούται» απ’ την κοινότητα, από ολόκληρο τον λαό, μαζί με τον λειτουργό κι η δύναμη, που πραγματοποιεί τη μεταβολή, δεν ενεργεί με μια πράξη μαγική, χωρίς να το ξέρουν οι πιστοί και χωρίς τη συμμετοχή τους, γενικά, χωρίς σχέση με την Εκκλησία, αλλά σα μια «λειτουργία», σαν ένα κοινό έργο. Η Εκκλησία είναι εκείνη, που, από την πληρότητα της αδιάκοπης Πεντηκοστής της, γέννησε την Ιεραρχία, σε απόλυτη συμμόρφωση προς το Άγιο Πνεύμα του Θεού, που κατοικεί σ’ Αυτήν. Όλα τα δώρα, μαζί και τα ιερατικά, έχουν δοθεί σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, με την καθολικότητά της κι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η Εκκλησία έγινε αρμόδια ν’ αναδεικνύει τα διάφορα όργανα, για τα ποικίλα λειτουργήματα και να οργανώνει την Ιεραρχία.Το Άγιο Πνεύμα δεν έχει εκχυθεί μονάχα, αλλά κι ενεργεί. Είναι παρόν προσωπικά και δίνεται ελεύθερα και προσωπικά. Η διάκριση μέσα στις αποστολικές κοινότητες, ανάμεσα σε λειτουργούς της ιεραρχίας και χαρισματούχους, ανταποκρίνεται σε μια βαθειά και σταθερή πραγματικότητα της Εκκλησίας, που είναι Σώμα Χριστού και Ναός του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα τάξεως, αλλά δεν είναι υποταγμένο στην Ιεραρχία. Αυτό, σε ενότητα με τους πιστούς, μορφοποιεί ένα μοναδικό λαό, εκλεκτό, αγιασμένο απ’ το Πνεύμα και συναγμένο απ’ Αυτό σε Σώμα Χριστού… Ο προφητισμός είναι ένα δώρο της Πεντηκοστής, μια χρίση του Πνεύματος του Θεού σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Όταν η Ιεραρχία απομακρύνεται απ’ την προφητική κλήση της,  της εξαγγελίας του λόγου, το Πνεύμα ενεργεί και δίνει χαρίσματα έξω απ’ την Ιε­ραρχία, πάντοτε για την οικοδομή του λαού του Θεού.
Το Άγιο Πνεύμα στο Μυστήριο της Ευχαριστίας.
Όμως, αν και το Άγιο Πνεύμα αναπαύεται μ’ ένα τρόπο σταθερό στην Ευχαριστιακή κοινότητα, αν και τα ζωοπάροχα δώρα Του χύνονται σαν ένα αδιάκοπο κύμα σ’ αύτη, η κίνηση του ρεύματος δεν έχει τίποτα το αυτόματο. Πάντα, είναι ο καρπός της ικεσίας της Εκκλησίας, της φλογερής «επικλήσεώς» της, που υπάρχει σ’ όλα τα μυστήρια. Μ’ αυτή την έννοια, το Πνεύμα είναι κυρίαρχο των δώρων Του, κι ή Εκκλησία βρίσκεται πάντα σε προσμονή, όπως ακριβώς βρίσκονταν οι απόστολοι στη μοναδική περίοδο, που ε­κτεινόταν απ’ την Ανάληψη ίσαμε την Πεντηκοστή. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι «επικλητική», ικετευτική. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αντίθεση ανάμεσα στην ενέργεια της Χάρης (Ευχαριστία) και στην Ικεσία (επίκληση). Ο χωρισμός των δύο αυτών δεν είναι παρά τυπικός. Η κατάφαση κι ή ευχή αλληλοσυμπλη­ρώνονται. Η αφήγηση κι η επίκληση ενώνονται στη Λειτουργία της Εκκλησίας, η οποία προχωρεί πάντοτε απ’ την πληρότητα, που δόθηκε μια για πάντα κατά το ιστορικό Πάσχα και κατά την ιστορική Πεντηκοστή, προς τη νοσταλγημένη κι αναμενόμενη πληρότητα της τελικής Παρουσίας.
Έτσι, ολόκληρη η Ευχαριστία είναι μια πράξη Χάρης, μια προκήρυξη των ευεργεσιών, που παρέχονται απ’ τον Θεό. Κι είναι, ακόμα, όχι λιγότερο, στο σύνολό της, μια επίκληση, μια φλογερή προσευχή» της Ευχαριστιακής κοινότητας.
(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ὁ Ξενοδόχος

Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη, ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐσπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία καὶ ἰατρική. Μεταχειρίσθηκε ὅμως τὴν ἰατρικὴ ὄχι σὰν ἐπικερδὲς ἐπάγγελμα, ἀλλὰ γιὰ εὐεργετικοὺς καὶ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς. Ὁδηγὸς στὸ βίο του ἦταν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν οἰκτίρμων ἐστί». Ἔτσι ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἦταν προστάτης ἰατρὸς τῶν φτωχῶν. Τὴν οἰκία του τὴν εἶχε μετατρέψει σὲ νοσοκομεῖο καὶ περιέθαλπε πάσχοντες ἀστέγους.
Ὅταν ἀπέθαναν οἱ γονεῖς του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Σαμψὼν συνέχισε τὴν ζωή του στὴν Κωνσταντινούπολη προσευχόμενος στοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων Προφητῶν. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶς (536 – 552 μ.Χ.), βλέποντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Σαμψών, τὸν ἐχειροτόνησε ἱερέα.
Μὲ ὅση περιουσία τοῦ ἀπέμεινε, ὁ Ὅσιος ἔκτισε νοσοκομεῖο, ποὺ ἀναδείχθηκε σὲ φημισμένο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα. Ἡ φήμη του προσείλκυσε τὴν εὔνοια καὶ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (541 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ἐθεράπευσε ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀνακαίνισε τὸν ξενώνα, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαγιὰ τὸ 532 μ.Χ., δίνοντάς του τὸ ὄνομα τοῦ ἰατροῦ ποὺ τὸν ἐθεράπευσε.
Ὁ ξενώνας τοῦ Ὁσίου Σαμψὼν κατεῖχε ξεχωριστὴ θέση ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ νοσηλευτικὰ ἱδρύματα τῆς ἐποχῆς του. Εὑρισκόταν μεταξὺ τῶν ναῶν τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, σύγχρονοι δὲ μελετητὲς τὸν τοποθετοῦν στὰ βόρεια τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 536 μ.Χ. καταστράφηκε πάλι ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ξανακτίσθηκε. Ἡ «Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν» στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. ὅριζε πὼς ὅλα τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν δοθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸν ξενώνα τοῦ ἀειμνήστου Σαμψὼν πρέπει νὰ διατηρηθοῦν. Ὁ Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος γράφει στὸ ἔργο του «Περὶ Βασιλείου Τάξεως», ὅτι ὁ διευθυντὴς τοῦ ξενῶνος τοῦ Σαμψὼν ἐκρατοῦσε στὴ λιτανεία τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τὸ ἕκτο λάβαρο. Ὁ ξενώνας ἐλειτούργησε ἄριστα μέχρι τὸν 13ο αἰώνα καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Μανουὴλ Φιλῆ (1275 – 1345), ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου νὰ γίνει δεύτερος Σαμψών.Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, στὸν ξενώνα του. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐτοποθετήθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτίρμων, ἐνθέου χρηστότητος, ἀναβλυσταίνεις κρουνούς, Σαμψὼν ἱερώτατε· σὺ γὰρ θεομιμήτῳ, ἐλλαμφθεὶς συμπαθείᾳ, ὤφθης τῶν τεθλιμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἑνὶ ἑκάστῳ, ῥῶσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ λειτουργὸν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ του τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν, παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ἀσθενούντων ὁ ἰατρός· χαίροις θλιβομένων, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις τῶν πενήτων, καὶ ξένων ἀντιλήπτωρ, Σαμψὼν Χριστοῦ θεράπον, ἀξιοθαύμαστε.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Η σκέψη μου είναι πολύ απλή (+Γερ. Σωφρονίου)


Αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε εμείς μένουμε στο σκοτάδι και είναι αδύνατο να δικαιώσουμε τον Θεό βλέποντας τα ατελείωτα παθήματα του κόσμου. Αν όμως πραγματικά ο Χριστός είναι Θεός, όπως εμείς αδίστακτα πιστεύουμε, τότε κανένας δεν μπορεί να μεμφθεί τον Θεό για τα κακά που διαδραματίζονται στον κόσμο. Χάρη στην εμφάνιση του Χριστού γνωρίζουμε τώρα ποιός είναι ο Θεός. Τον αγαπούμε και δεν επιρρίπτουμε σε Αυτόν καμία μομφή. Ο Χριστός μας φανέρωσε τον Θεό, ο οποίος είναι Φως «και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία».
    Ομολογούμε ταυτόχρονα τον Χριστό ως αυθεντικό άνθρωπο. Ο Πατέρας, βλέποντας έναν τέτοιο άνθρωπο, του έδωσε θέση στην αιωνιότητα, στα δεξιά Του. Τον απέδειξε τελείως ίσο με τον Εαυτό Του. Αν αυτός είναι ο άνθρωπος, τότε πια δεν χρειάζεται να μεταμεληθεί ο Θεός Πατέρας διότι δημιούργησε τον άνθρωπο, όπως έχει λε­χθεί στη Γραφή: «Μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς (δηλαδή τους ανθρώπους)». Ίσως ιδιαίτερα στις ημέρες μας η κακία των ανθρώπων είναι σαφώς αισθητή, διότι το κακό εμφανίζεται οργανωμένο περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
    Είμαι πλέον γέρος αλλά ήδη από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια δέχθηκα τις εντυπώσεις της ειρήνης και του φωτός. Από την αρχή του ρωσοϊαπωνικού πολέμου(1904­1905) ως τις ημέρες μας βλέπω όλη την ανθρωπότητα βυθισμένη σε αδελφοκτόνους πολέμους, και ακόμη δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα. Αντιθέτως μάλιστα, κάλυψαν τον ουρανό πρωτοφανή μαύρα σύννεφα, έτοιμα να προκαλέσουν αποκαλυπτική καταιγίδα… Και εγώ, βλέποντας τήν θηριώδη αυτή κατάσταση από τα νεανικά μου χρόνια, ήμουν έτοιμος να βγω στους δρόμους και τις πλατείες με αναμμένο φανάρι, όπως ο Διογένης, για να αναζητήσω άνθρωπο… Βλέποντας όμως τον Χριστό, χάρηκα για το θαυμάσιο αυτό εύρημα και ποτέ πια δεν μπορώ να ξεχάσω το γεγονός αυτό της ιστορίας του κόσμου μας. Στην πραγματικότητα μόνο Αυτός, ο Χριστός, είναι και τέλειος Άνθρωπος. Εμείς όμως όλοι διερχόμαστε την περίοδο της επίγειας περιπλανήσεώς μας με την έφεση να ομοιωθούμε προς Αυτόν. Ο άνθρωπος αρχίζει πραγματικά να υπάρχει από τη στιγμή που συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως υιό του αιωνίου Πατρός και προφέρει την προσευχή «Πάτερ ημών» με τη συνείδηση αυτή. Εμείς όμως δεν έχουμε αισθανθεί ακόμη πλήρως την αξία αυτή του ανθρώπου, και γι’ αυτό παρακάμπτουμε τον δρόμο της διαμορφώσεως μας, της αυξήσεως μας εν Πνεύματι Αγίω. Χωρίς τον Χριστό είναι αδύνατο να δικαιώσουμε την ανθρωπότητα… Και με τον τρόπο αυτό ο Χριστός, ταυτόχρονα Θεός και Άνθρωπος, δικαιώνει τον Θεό μπροστά στον κόσμο, φανερώνοντας στον κόσμο την άπειρη αγάπη του Πατέρα, ενώ δικαιώνει και τον άνθρωπο μπροστά στον Θεό, δείχνοντας στον Θεό Πατέρα τη γνήσια μορφή του ανθρώπου.  Η  δικαίωση όμως αυτή δεν είναι “νομική”, όπως πολλοί χριστιανοί τείνουν να νομίζουν, αλλά εντελώς άλλης τάξεως.
     Μετά από τόσα πολλά χρόνια αδιάκοπης σχεδόν αλληλοεξοντώσεως των ανθρώπων επάνω στη γη, για την οποία δικαιολογούνται όλοι αδιάκοπα μπροστά στον ίδιο τον εαυτό τους, είναι αδύνατο να περιμένουμε ότι αυτοί θα τολμήσουν να ατενίσουν το ύψος του Ουρανού και να ονομάσουν τον Θεό Πατέρα τους. Στις ημέρες μας η “αποκτήνωση” του κόσμου έλαβε φοβερές διαστάσεις.

 

    Η έκπτωση από την αυθεντική χριστιανική πίστη έχει γίνει καθολικό φαινόμενο. Η λέξη που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας είναι η «αποστασία». Φοβάμαι λοιπόν ότι μόνο η αύξηση των συμφορών μπορεί τώρα να οδηγήσει τους ανθρώπους στα παθήματα εκείνα που θα φανούν πραγματικά κρίσιμα, και τα οποία θα διεγείρουν σ’ αυτούς πάλι την ικανότητα να αντιληφθούν την πρωταρχική τους φύση κατ’ εικόνα Θεού. Τότε θα βασιλεύσει η ειρήνη στη γη. Όσο όμως οι άνθρωποι παραμένουν όμοιοι με τα άγρια θηρία, δεν πρέπει να αναμένουμε ειρήνη επάνω στη γη. Είναι μάταιες όλες οι προσπάθειες με τις οδούς της διπλωματίας και με άλλα παρόμοια μέσα για την αποτροπή της συμφοράς του πολέμου. Είναι πρωτίστως απαραίτητη η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, απαραίτητη η “ανθρωποποίηση” του θηριώδους αυτού κόσμου.
    Καταλαβαίνεις ότι τα γραφόμενά μου είναι μόνο μικροί υπαινιγμοί, σύντομα αποσπάσματα από την εικόνα που παρουσιάζεται στον νου μου, ιδιαίτερα κατά τις ώρες της Λειτουργίας, της αιώνιας αυτής θυσίας για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Βέβαια θα ήθελα να συνομιλώ μαζί σου επί ώρες για τα ζωτικά αυτά θέματα, άλλα να που δεν μας δόθηκε αυτό στις ημέρες μας.

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία», εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, σ.133-136)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ἡ Μάρτυς

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Βύβλο ἢ Βίβλο τῆς Παλαιστίνης, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐπιφανοῦς ἄρχοντος Εὐτολμίου καὶ ἄθλησε, τὸ 298 μ.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν βαπτισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθαλίου, τόσον ἀφοσιώθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὥστε δωδεκαετὴς ἐδίδασκε τοὺς ὁμηλίκους της νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἔνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῆς δράσεώς της, καταγγέλθηκε στὸν ἀνθύπατο Οὐολοσιανό, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον αὐτοῦ, ὁμολόγησε τὴ Χριστιανικὴ πίστη της. Ὁ ἀνθύπατος διέταξε ἀμέσως τὴ διὰ σκληρῶν βασάνων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς καὶ τῆς ἐτρύπησαν τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένη σούβλα, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ἐτελεῖτο στὸ ἁγιώτατο αὐτῆς Μαρτύριο, ποὺ ἦταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλοξένου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντὰ στὸ Φόρο καὶ τὸ Περιτείχισμα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Τχὺ προκατάλαβε.Παρθένος ἀκήρατος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, ἐδείχθης τοῖς πέρασι, τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον, νοητὸν τεθηλυῖα, ἔπνευσας ἐν ἀθλήσει, τῆς ἁγνείας τὴν χάριν, πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθεῖσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς Νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων, ζωὴν αἰώνιον.

Μεγαλυνάριον.Μύρων αἰσθομένη τῶν νοητῶν, Μάρτυς Ἀκυλίνα, ὡς νεᾶνις πανευπρεπής, κόσμου τὸ δυσῶδες, ἐμφρόνως ὑπερεῖδες, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, Χριστῷ νενύμφευσαι.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ο Χερουβικός ύμνος

«Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες, και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον προσάδοντες, πάσαν την βιοτικήν αποθώμεβα μέριμναν, ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι, ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφόρουμενον τάξεσιν.» Αλληλούια.

(Εμείς, που εικονίζουμε μυστικά τα χερουβείμ και ψάλλουμε στη ζωοποιό Τριάδα τον τρισάγιο ύμνο, ας αφήσουμε κάθε βιοτική φροντίδα για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούια.)

Η ατμόσφαιρα όσο πάει γίνεται πνευματικά πιο πυκνή και πιο βαρειά. Μα και για μας, που επιχειρούμε να εξηγήσουμε τη Θεία Λειτουργία, το έργο γίνεται πιο δύσκολο. Είμαστε υποχρεωμένοι τώρα εδώ να σταθούμε για πολύ, γιατί πρέπει σ’ αυτό το σημείο να εξηγήσουμε πολλά πράγματα. Και πρώτα-πρώτα να τα βάλουμε σε μια σειρά, γιατί όλα μαζί δεν είναι  τρόπος να τα αναπτύξουμε καθώς πρέπει και να τα καταλάβουμε σωστά και όσο πρέπει. Είναι μερικά πράγματα εδώ, που με το πέρασμα του χρόνου έχουν χάσει τη θέση τους κι έχουν αλλάξει σειρά μέσα στη θεία Λειτουργία. Αλλά ας πούμε πρώτα  για τον Χερουβικό Ύμνο.
Ο Χερουβικός Ύμνος είναι από τους επίσημους ύμνους της θείας Λειτουργίας. Ονομάζεται έτσι, καθώς γίνεται και με άλλους ύμνους της Εκκλησίας, από τις πρώτες λέξεις με τις οποίες αρχίζει «Οι τα Χερουβείμ…». Ένας βυζαντινός εξηγητής της θείας Λειτουργίας γράφει τα εξής για τον Χερουβικό Ύμνο· «Ο δε αδόμενος χερουβικός ύμνος προτρέπεται πάντας εντεύθεν και μέχρι τέλους της ιερουργίας προσεκτικώτερον έχειν τον νουν, πάσαν βιοτικήν μέριμναν κάτωθεν αφιεμένους, ως Βασιλέα μέγαν μέλλον­τας δέχεσθαι διά της κοινωνίας». Δηλαδή, ο Χερουβικός Ύμνος προτρέπει όλους τους πιστούς που είναι στη σύναξη από τώρα ως το τέλος της ιερουργίας να προσέξουν περισσότερο και να αφήσουν κάθε βιοτική μέριμνα, γιατί με τη θεία Κοινωνία μέλλουν να υποδεχθούν τον μεγάλο Βασιλέα.
Ένας άλλος εξηγητής προσθέτει· «εν δε τω λέ­γειν τους ψάλτας τον αυτόν ύμνον άμα τω λαώ, σημαίνεται ότι και οι άγγελοι συμψάλλουσιν εν τοις υψίστοις». Δηλαδή, ο Χερουβικός Ύμνος, καθώς ψάλλεται από τους ψάλτες και από το λαό, φανερώνει πως μαζί με τους ανθρώπους ψάλλουν και οι Άγγελοι στον ουρανό.
Όταν στα προηγούμενα ο λόγος, ήταν για τη Μικρά Είσοδο, είπαμε ότι στη θεία Λετουργία προσευχόμαστε και ψάλλουμε οι άνθρωποι μαζί με τις ουράνιες Δυνάμεις. Τότε ζητήσαμε «συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι»· τώρα οι άνθρωποι μαζί με τους Αγγέλους τελούμε τη θεία Λειτουργία, εκείνη που γίνεται και στον ουρανό. Γιατί, καθώς γράφει ο άγιος Συμεών ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης, «διά του Χριστού μία γέγονεν Εκκλησία αγγέλων και ανθρώπων»· ο Ιησούς Χριστός ένωσε την ουράνια και την επίγεια Εκκλησία. Αυτό το λέμε πάντα, κι ίσως πολλοί να το ακούνε σαν παράξενο λόγο, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός δεν ίδρυσε καμμιά θρησκεία ούτε καν την Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει πριν από τον κόσμο, κι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, και το έργο του είναι ότι εφανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο της Εκκλησίας, κι όπως γράφει  ο άγιος Συμεών, ένωσε τον ουρανό και τη γη σε μια Εκκλησία· «διά γαρ του Χριστού μία γέγονεν Εκκλησία».

Ο Χερουβικός Ύμνος δεν είναι από τους ύμνους της αρχέγονης Εκκλησίας. Άρχισε να ψάλλεται πεντακόσια χρόνια υστερότερα αυτή την ώρα και σ’ αυτή τη θέση της θείας Λειτουργίας, σαν ένας εισαγωγικός ύμνος, τώρα που πλησιάζουμε και φτάνουμε όλο και πιο κοντά στις μεγάλες στιγμές του θείου Μυστηρίου. Όλα όσα προηγήθηκαν στην ιερή ακολουθία ήσαν η αρχή και σαν μια κλιμακωτή προετοιμασία, αλλά τώρα φτάσαμε πια στην τελευταία ώρα. Ο Χερουβικός Ύμνος μας φέρνει στο νου τί είμαστε τώρα, τί κάνουμε αυτή τη στιγμή και πώς και με ποιους λογισμούς πρέπει να στεκόμαστε μέσα στο ναό και στη λειτουργική σύναξη. Εικονίζουμε μυστικά τους Αγγέλους, και σαν εκείνοι κι εμείς ψάλλομε στην Αγία Τριάδα τον Τρισάγιο Ύμνο, γι’ αυτό και πρέπει να αφήσουμε κάθε σκέψη μας και έγνοια, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα Χριστό, που έρχεται με τιμητική συνοδεία τις αόρατες αγγελικές στρατιές.

Στη θέση του Χερουβικού Ύμνου είναι ακόμα άλλοι τρεις ύμνοι που ψάλλονται στη θεία
Λειτουργία σε ορισμένες ημέρες. Είναι πρώτα ο ύμνος, που ψάλλεται αντί για Χερουβικό στη Λειτουργία των Προηγιασμένων. «Νυν αι Δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν ιδού γαρ εισπορεύεται ο Βασιλεύς της δόξης· ιδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορείται. Πίστει και ττόθω ηροσέλθωμεν, ίνα μέτοχοι ζωής αιω­νίου γενώμεθα. Αλληλούια». Τώρα, μαζί μας, χωρίς να τις βλέπουμε, λειτουργούν οι ουράνιες Δυνάμεις· να, ανάμεσά μας περνάει ο Βασιλέας της δόξας· να, τελειωμένη μυστική Θυσία περιστοιχίζεται τιμητικά από Αγγέλους. Με πίστη και με πόθο ας πλησιάσουμε για να κοινωνήσουμε την αιώνια ζωή. Αλληλούια.
Αυτό που ψάλλουμε σ’ αυτό τον ύμνο είναι μια ιερή πραγματικότητα· μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο είναι ήδη το σώμα και το αίμα του Κυρίου, πραγματικά «ο Βασιλεύς της δόξης». Αλλά δεν είναι βέβαια το ίδιο, όταν στο Χερουβικό ψάλλουμε· «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι». Τότε δεν αποδίδουμε τον τίτλο του Βασιλέα «εις τα μήπω τελειωθέντα και καθαγιασθέντα δώρα», στον άρτο δηλαδή και στον οίνο, που ακόμα δεν είναι σώμα και αίμα του Κυρίου, αλλά στον Βασιλέα που θα υποδεχθούμε ύστερα, «διά μεταλήψεως του αγίου σώματος αυτού».

Ένας δεύτερος ύμνος ψάλλεται αντί για Χερουβικό στη Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. «Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. Ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριο, είπω ου φίλημα σοι δώ­σω καθάπερ ο Ιούδας. Αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ σοι· μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Ο ύμνος, όπως βλέπομε, αναφέρεται στο μυστικό δείπνο του Κυρίου με τους Αποστόλους, στην προδοσία του Ιούδα και στην ομολογία του ληστή. Είναι ο αντιπροσωπευτικός ύμνος της Μεγάλης Πέμπτης, όπου ο Ιησούς Χριστός σύστησε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και η Εκκλησία, σαν από την αρχή ενός κύκλου για όλο το χρόνο, αρχίζει να τελεί την αναίμακτη ιερουργία Είναι ύμνος αρχαίος, της εποχής εκείνης των διωγμών, που η Εκκλησία φυλαγότανε από τους εχθρούς της και δεν τελούσε αδιάκριτα τη θεία Λειτουργία μπροστά σε όλα τα μάτια.
Ένας τρίτος ύμνος, αντί για Χερουβικό, είναι ο πολύ ποιητικός ύμνος που ψάλλεται στη Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου. Είναι ο ύμνος που εκφράζει το βαθύ μυστήριο της σιωπής και της προσδοκίας της ανάστασης. «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου, και μηδέν γήϊνον εν εαντή λογιζέσθω· ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς· προηγούνται δε τούτου οι χοροί των Αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον Αλληλούια». Αυτός ο ύμνος είναι από τους πιο ιεροτελεστικούς ύμνους της Εκκλησίας, σε αληθινά ιερή ποιητική γλώσσα, που αν επιχειρούσαμε δεν θα μπορούσαμε, μα και θα ήταν κρίμα, να τον μεταφράσουμε. Με το πρόσχημα για να το καταλάβουμε, δεν είναι σωστό να καταστρέφουμε κάθε καλό που υπάρχει.
*
      Το Χερουβικό ψάλλεται μεγαλόπρεπα και σε πολύ αργό χρόνο, που ταιριάζει στην επισημότητα του ύμνου, αλλά και γιατί πρέπει να δοθεί καιρός να ετοιμασθεί ο λειτουργός, καθώς θα δούμε στα επόμενα. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε πολλά, σχετικά με τη μουσική του Χερουβικοί Ύμνου, και μάλιστα στις ελληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά θα ήμαστε έξω από το θέμα. Γενικά δεν θα πρέπει να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από τον τρόπο, με τον οποίο ψάλλεται ο Χερου­βικός Ύμνος από τους ψάλτες ή από τις διάφορες χορωδίες. Συμβαίνει εδώ τις περισσότερες φορές η ψαλμωδία να χάνει τον ιερό της χαρακτήρα και να ξεπέφτει ή σε θεατρικό άσμα ή σε τούρκικο αμανέ.
Στα βιβλία βυζαντινής μουσικής υπάρχουν αμέτρητα Χερουβικά, όλα βέβαια πολύ νεώτερα, στα οποία μάταια προσπαθεί κανείς να ανακαλύψει κάποιο νόημα και κάποια μορφή τέχνης. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τί ακριβώς έψαλλαν στην καλή βυζαντινή εποχή, ούτε κι έχομε κάποια ένδειξη πως αυτή η μουσική μέσα στις εκατοντάδες σελίδες των μουσικών συλλογών είναι μουσική παλαιότερης εποχής. Όλα τα Χερουβικά αυτά έχουν τα ονόματα ανθρώπων πριν από διακόσια το πολύ χρόνια, και ελάχιστα από αυτά είναι κατάλληλα για να ψάλλωνται στη θεία Λειτουργία, Όταν οι πιστοί ψάλλουν μαζί με τους Αγγέλους και προτρέπονται αλλήλους,«πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν». Αμήν,

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)

Καλημέρα Χριστέ μου…


Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στο Πειραιά σε μια  παραγκούλα και εκεί  μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακάρια απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυό παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νίκαια.
     Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του. Περνούσε όμως κάθε μέρα, το πρωί, από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».
    Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα». Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να  καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας τη βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.
     Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε:
-Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει.  Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. –Και τί σου λέει, παππού; «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση. Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών.
     Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
-Μήπως είναι φαντασία σου; – Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
-Ήρθε και σήμερα; – Ήρθε. –Και τί σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρείς ημέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωί-πρωί.
     Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για τη ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωί-πρωί πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου…

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2008).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ ἐν Ἱερουσαλήμ

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐγεννήθηκε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Αἴγυτπο καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀριστικρατικὴ οἰκογένεια. Ὁ βιογράφος του, Ὅσιος Παφνούτιος, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ Ὀνουφρίου τὴν Περσία, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν μνημονεύεται οὔτε στὰ Συναξάρια, οὔτε καὶ στὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σὲ κοινόβιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Ἑρμούπολη τῶν Θηβῶν. Τὸ κοινοβιακὸ σύστημα, ποὺ εἶναι αὐστηρότερο ἀπὸ τὸ Λαυρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου ( 15 Μαΐου) τὸν 4ο αἰώνα στὴν Αἴγυπτο. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε περὶ τὸ 320 μ.Χ. στὴνΤαβεννίσιδα κοντὰ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομαζόμενο Σμαούν, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τὰ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὴν ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωὴ δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἐρημικὸ βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτὴν (=δέρμα προβάτου) καὶ ζώνην δερμάτινην περιζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» καὶ τὸ μιμητὴ αὐτοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ προετοιμαστὴ τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ Ἠλιού, φέροντας ἀσκητικὸ ἔνδυμα καὶ ἀκολουθώντας τὸν ἐρημικὸ βίο ἐκήρυξε στὸ λαὸ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας.
Μετὰ τὰ ὅσα ἄκουσε στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιὰ τὸν ἐρημικὸ βίο καὶ τὸν ἀναχωρητισμὸ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὕστερα ἀπὸ μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, ποὺ εἶχε πολλὴ πείνα καὶ κόπο, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μὲ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Ὀνούφριο τὸ βίο του καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.
Ὅταν πιὰ ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μὲ προσευχὲς καὶ θεῖες διηγήσεις, δίχως νὰ νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητὴς εἶπε στὸν Ὅσιο νὰ πάρουν τὸν δρόμο «ἐπὶ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρὸ σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νὰ καθήσουν, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καὶ ἐψήλωσε καὶ τοὺς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στὸν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο νὰ δώσει τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς μέλη» καὶ ὑπέμεινε «τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας τὸν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τὴν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τὸ ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τὸ πράγματι «ἐφετόν» διὰ τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καὶ κατόρθωσε τὴν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στὴν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καὶ εἶχε ὡς τροφὴ τὴν ἐγκράτεια καὶ ὡς πλοῦτο τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως στοὺς πειρασμούς, ὤστε τὴν ἡδυπάθεια, τὴ σκληραγωγία καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγκράτειας νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τὸν Ὅσιο στὸν πνευματικὸ καὶ ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καὶ ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικὰ ψωμὶ καὶ νερὸ κάθε ἡμέρα, καὶ ὁ φοίνικας, ποὺ εἶχε βλαστήσει μπροστὰ στὸ σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκὺ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δὲ τοῦ μετέδιδε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἐμελέτησε στὴν ἔρημο τὸ Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στὴν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στὴν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ ἐντρυφοῦσε στὸ ἅγιο καὶ φωτεινὸ κάλλος Του. Ἐγέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς καὶ θείας γνώσεως καὶ ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο τῆς ἀπαθείας.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεὸ καὶ ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Δημιουργό του διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μὲ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας.
Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τὴν ἀμέριστη πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὲρ Αὐτοῦ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, πρὸς τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τὸν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ φίλο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νὰ δεῖ τὴν πνευματικὴ καταξίωση τοῦ Ὁσίου καὶ νὰ μεριμνήσει καὶ ἐπιληφθεῖ τὰ τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.
Πρὸ τῆς τελευτῆς του καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τὴν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεὲ καὶ ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καὶ ἡ δόξα ἀκατανόητος καὶ ἀνέκφραστος, καὶ τὸ ἔλεος ἄπειρον καὶ ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καὶ Σοὶ ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρὸς Σὲ γὰρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μὴ ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλὰ παράλαβε αὐτὴν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καὶ κατάτακον αὐτὴν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καὶ Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καὶ ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμὸν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ στενοχωρίαν, καὶ Σὲ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διὰ πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τὴν βασιλείαν Σου, καθὼς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον  τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».
Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἔνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του.Ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ δεξιὰ τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφὰτ καὶ τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονὴ εἶναι κτισμένη στὸν ἀγρὸ τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καὶ ἀγοράσθηκε διὰ τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδὴ ἐτιμήθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπὶ τοῦ σπηλαίου, στὸ ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας
Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,
Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·
Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,
Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Νέφος Μαρτύρων » (Κυριακή των Αγίων Πάντων)


Μετά την Ανάσταση, μαζί με άλλα, ο Ιησούς Χριστός είπε στους Αποστόλους και τα εξής· «λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες έως εσχάτου της γης». Θα λάβετε δύναμη, όταν θα έλθει σ’ εσάς το Άγιο Πνεύμα και θα είσαστε μάρτυρές μου, ως την άκρη της γης. Η Εκκλησία λοιπόν, αφού εόρτασε τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, εορτάζει σήμερα τη μνήμη όλων των Αγίων της, που η αγιοσύνη τους είναι καρπός της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Για όλους λοιπόν τους Αγίους, που μαρτύρησαν «τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού», και που δεν είναι λίγοι, αλλά ένα ολόκληρο σύννεφο, θα μιλήσουμε σήμερα.
    Χριστιανός είναι ο άνθρωπος, που κάθε ημέρα δίνει «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού», για την οποία λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Αυτό βέβαια δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά γίνεται με την προαίρεση και τη θέληση του ανθρώπου και με τη χάρη και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, «δι’ ον προφήται άπαντες και Θεού Απόστολοι μετά Μαρτύρων εστέφθησαν», καθώς ψάλλομε στον ύμνο της Πεντηκοστής. Αυτή η μαρτυρία είναι στ’ αλήθεια ένας αγώνας και μια πάλη, καθώς γράφει ο Απόστολος, όχι «προς αίμα και σάρκα», εναντίον δηλαδή φυσικών έχθρων και εναντιοτήτων, αλλά «προς τας αρχάς… του σκότους», ένας αγώνας και μια πάλη πνευματική. Γι’ αυτό και τα όπλα, που μεταχειρίζεται ο Χριστιανός για τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού είναι όπλα πνευματικά. Αυτό εννοεί ο Απόστολος, όταν γράφει· «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος». Όσα υπέφεραν κι όσα κατόρθωσαν οι Άγιοι για τη μαρτυρία Ιησού Χριστού δεν ήταν και ποτέ δεν είναι άξιος να τα κατορθώσει ο κόσμος, με όλες τις φυσικές δυνάμεις και τα μέσα που μπορεί να διαθέσει. Αυτά είναι παθήματα και κατορθώματα, που ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα, και οι Άγιοι τα κατόρθωσαν μόνο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.



Έτσι, ως αποτέλεσμα της θείας δύναμης, που χορηγείται στους ανθρώπους ανάλογα με την προαίρεση και την πίστη τους, τα παθήματα και τα κατορθώματα των Αγίων αξίζουν περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο. Και πραγματικά ό,τι θα μείνει και θα σταθεί κάποτε μπροστά στο Θεό, σαν πολύτιμο και ένδοξο έργο μέσα σε όσα πράττουν οι άνθρωποι θα είναι μόνο η μαρτυρία Ιησού Χριστού, το αίμα και το δάκρυ κι ο ιδρώτας των Αγίων «εν ονόματι Ιησού Χριστού».
      Αλλά στο γεγονός της μαρτυρίας συμβαίνει μεγάλο μυστήριο του Θεού, που είναι μυστήριο αγάπης και δεσμού μεταξύ όλων των Αγίων, και εκείνων που μαρτύρησαν και εκείνων που μαρτυρούν. Εκείνοι που μαρτύρησαν και βρίσκονται τώρα «εν χειρί Θεού», «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν»· δεν είδαν να εκπληρώνεται η υπόσχεση του Θεού, δεν άκουσαν ακόμα το «Δεύτε οι ευλογημένοι», γιατί περιμένουν εκείνους που μαρτυρούν τώρα στη γη. Ο Θεός πρόβλεψε κάτι καλύτερο για μας· δεν θέλησε να είναι χωριστή η τελείωση εκείνων, που ο αγώνας τους ήταν κοινός με τον δικό μας. Όλοι μαζί θα δοξαστούν οι Άγιοι που δίνουν τη μαρτυρία Ιησού Χριστού, κι αυτό είναι το μέγα μυστήριο του Θεού, το μυστήριο της αγάπης και του δεσμού των πιστών μέσα στην Εκκλησία, την Εκκλησία που είναι τώρα στον ουρανό κι εκείνη που βρίσκεται ακόμα στη γη. Δεν θα ήσαν τέλειοι οι Άγιοι, αν δεν περίμεναν να φτάσουμε κι εμείς στη δική τους τελειότητα· «του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν». Ο Θεός κάτι καλύτερο πρόβλεψε για μας, να μας περιμένουν δηλαδή οι Άγιοι, για να λάβουμε όλοι μαζί το βραβείο.
     Το μεγάλο αυτό μυστήριο του Θεού είδε και άκουσε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, όπως το γράφει στην Αποκάλυψη. Είδα, λέγει, κάτω από το ουράνιο θυσιαστήριο τις ψυχές εκείνων που σφάχθηκαν «διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου». Και άκουσε ο Ευαγγελιστής τη φωνή των αθώων θυμάτων, που φώναζαν κι έλεγαν προς το Θεό· «έως πότε, Δέσποτα άγιε και αληθινέ, δεν κάνεις κρίση και δεν εκδικείσαι το αίμα των μαρτύρων που χύθηκε και χύνεται στη γη από τους εχθρούς σου;». Και στο δίκαιο αυτό παράπονο των αγίων Μαρτύρων δόθηκε η απάντηση του Θεού· να αναπαυθούν ακόμα και να περιμένουν λίγο, ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός των αδελφών μαρτύρων, όλων εκείνων που μέλλουν μέχρι τη συντέλεια των αιώνων να δώσουν την καλή ομολογία και τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού.
      Η φωνή των Μαρτύρων βοά προς το Θεό, καθώς βοούσε η φωνή του δικαίου Άβελ και η απάντηση του Θεού προς τους δικαίους στον ουρανό είναι να αναπαύονται και να περιμένουν. Από το άλλο μέρος η παραγγελία του Αποστόλου προς τους δικαίους στη γη είναι να αγωνίζονται και να υπομένουν να μη λησμονούν το σύννεφο των μαρτύρων, που πριν από αυτούς έδωσαν την καλή ομολογία· να πετάνε από πάνω τους κάθε μάταιο κοσμικό βάρος· να φυλάγονται από την αμαρτία, που ενεδρεύει σε κάθε περίσταση και να τρέχουν τον αγώνα του βίου τους με υπομονή· «…τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν δι’ υπομονής τρεχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» .
      Και δεν είναι μόνο το σύννεφο των μαρτύρων που πριν από μας αγωνίσθηκαν κι έδωσαν τη μαρτυρία Ιησού Χριστού, αλλά πρώτος απ’ όλους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο αρχηγός και θεμελιωτής της πίστεως μας· εκείνος που πήγε μπροστά απ’ όλους, τέλειωσε νικητής τον αγώνα και μας δείχνει τον τρόπο και μας δίνει τη δύναμη να τον τελειώσουμε κι εμείς το ίδιο. Επάνω του να είναι τα μάτια μας και στ’ αχνάρια του να περπατάμε. Ο ίδιος καλεί τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, ελεύθερα και με τη θέλησή τους, όταν λέγει· «όστις θέλει…». Κι ο ίδιος τους προτρέπει να τον μιμούνται, όταν τους διδάσκει· «…ίνα, καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε».
     Πρέπει να προσέξουμε πως αυτό, που η θεία Γραφή λέγει μαρτυρία κι αυτό, που η Εκκλησία ονομάζει μαρτύριο, είναι το ίδιο. Η μαρτυρία Ιησού Χριστού φτάνει ως το μαρτύριο·  μαρτύριο του σώματος, που σφραγίζεται με αίμα και μαρτύριο της συνειδήσεως χρονιότερο και επιπονότερο, που ποτίζεται με ιδρώτα και δάκρυ. Η πείνα και η δίψα για τη δικαιοσύνη είναι πείνα και δίψα των αγίων, εκείνων που κάθε ημέρα μαρτυρούν και δίνουν την καλή ομολογία. Γι’ αυτούς είναι γραμμένο «ώδε έστιν η υπομονή και η πίστις των αγίων», γιατί οι άγιοι δεν κάνουν επανάσταση και δεν γκρεμίζουν για να φτιάξουν τον κόσμο, αλλά εργάζονται και χτίζουν για να γίνει καλύτερος ο κόσμος. Ο κόσμος δεν γίνεται καλύτερος με τη δική μας αδικία επάνω στους άδικους, αλλά με περισσότερη δικαιοσύνη και υπομονή των αγίων. Γιατί σκοπός δεν είναι να γίνει καλύτερος ο κόσμος, αλλά να γίνει πρώτα καλύτερος ο άνθρωπος, για να μπορέσει έτσι να φτιάξει τον κόσμο. Δεν είναι τα πράγματα που φτιάχνουν τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που φτιάχνει τα πράγματα. Μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο και βρώμικο, η φωνή του Θεού λέγει· «ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι». Όλο πιό δίκαιοι κι όλο πιό άγιοι, για να μπορέσουμε να φτιάξουμε τον κόσμο. Εδώ βέβαια ο λόγος δεν έχει τελειωμό. Υπάρχει τόση αντίθεση και σύγχυση στις γνώμες των ανθρώπων, που ό,τι και να πεις κινδυνεύεις να δεχθείς σφοδρή επίθεση από κάθε πλευρά. Όμως εμείς δεν λέμε δική μας γνώμη, αλλά ό,τι λέγει ο Θεός· «ο άγιος αγιασθήτω έτι».
      Ο κόσμος παρουσιάζει την εικόνα της Αποκάλυψης· είναι η αμαρτωλή γυναίκα, που πίνει και μεθά «εκ του αίματος των αγίων και εκ του αίματος των μαρτύρων Ιησού…». Και η Εκκλησία μέσα στον κόσμο, που προσπαθεί να τον προσλάβει και να τον μεταμορφώσει, εορτάζει σήμερα τη χριστιανική αγιοσύνη· την αγιοσύνη όχι σαν μια αφηρημένη έννοια και θεωρητική ιδέα, αλλά ως ζωντανή αρετή και προσωπική πείρα όλων των Αγίων. Αυτοί οι Άγιοι, οι με κάθε τρόπο «πεπελεκισμένοι διά την μαρτυρίαν Ιησού», όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη,  είναι ένα ολόκληρο σύννεφο, μέσα στο οποίο ζούμε και αναπνέουμε. Είναι ο ιερός κόσμος της Εκκλησίας, με τη ζωή και την παράδοσή της, μέσα στην οποία γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και γινόμαστε «κατά δύναμιν Θεού» μάρτυρες των παθημάτων και της ανάστασης Ιησού Χριστού, καθώς και ελπίζουμε να γίνουμε «και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνοί». Και ο κόσμος αυτός δεν είναι διανοητικό κατασκεύασμα, φτιαχτός και ιδεολογικός, αλλά πραγματικός και ζωντανός· ένα ολόκληρο «περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων». Αμήν.

(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης +Διονυσίου, «Ο Λόγος του Θεού», τ. Β΄, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ.642-646)

Οἱ Ἅγιοι Πάντες

Πραγματικὰ εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους του. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πὼς μὲ ἀσθενὴ σάρκα καταντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὴ κακία, πὼς ἔμειναν ἀναίσθητοι στὶς ὀδύνες καὶ στὰ τραύματα, καθὼς ἀγωνίζονταν μὲ σώματα πρὸς φωτιά, πρὸς τὸ ξίφος, πρὸς ποικίλα καὶ θανατηφόρα εἴδη βασάνων καὶ ἀντιπαρατάσσονταν μὲ καρτερία, ἐνῶ τοὺς ἔκοβαν τὶς σάρκες, τοὺς διάλυαν τοὺς ἁρμοὺς καὶ τοὺς συνέτριβαν τὰ ὀστά, ὅμως διαφύλαξαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ σώα καὶ ἀδιάσπαστη, ἀκεραία καὶ ἀκλόνητη, ποὺ γι’ αὐτὸ τοὺς χαρίσθηκε καὶ ἡ ἀναντίρρητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων.
Ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ ἐπίσης τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πὼς ὑπέφεραν μὲ τὴ θέλησή τους σὰν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες ἀσιτίες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς ἄλλες ποικίλες κακώσεις τοῦ σώματος, καὶ ἀντιτάχθηκαν ἕως τὸ τέλος πρὸς τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ τόσα εἴδη ἁμαρτίας, πρὸς τὸν ἐσωτερικό μας ἀόρατο πόλεμο, πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἐνῶ ἔλειωναν καὶ ἀχρηστεύονταν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀνανεώνονταν καὶ ἐθεώνονταν ἐσωτερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ χαρίσματα τῶν θεραπειῶν καὶ δυνάμεων.
Ὅταν λάβει αὐτὰ κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ ἐπὶ πλέον ἐννοήσει ὅτι ὑπερβαίνουν τὴ φύση μας, θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὴν τόση ἄφθονη χάρη καὶ δύναμη. Γιατί ἂν καὶ εἶχαν ἀγαθὴ καὶ καλὴ προαίρεση, χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατόρθωναν νὰ ὑπερβοῦν τὴ φύση καὶ ἔχοντας σῶμα, νὰ κατανικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, ἀφοῦ εἶπε: «Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς θὰ δώσει δύναμη καὶ κραταίωση στὸ λαό του». (Ψαλμ. ξζ’, 36).
Ἀπολαύουν δὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλοι γενικά, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη καὶ πίστη. Αὐτὸ φανερώνεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέγει: «ὅποιος ὁμολογήσει σ’ ἐμένα ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ σ’ αὐτὸν ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ι’, 32).
Δὲν εἶπε «ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ «ὅποιος ὁμολογήσει μέσα σ’ ἐμένα» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ προβάλει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια, δι’ ἐκείνου καὶ διὰ τῆς βοηθείας ἐκείνου. Ἔτσι πάλι «θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγώ» καὶ δὲν εἶπε «αὐτόν» ἀλλὰ «μέσα σ’ αὐτόν», δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀντιστάσεως καὶ ὑπομονῆς.
Αὐτὸ δηλώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἂν καὶ εἶναι δοῦλοι Θεοῦ.
Ἀντίθετα «ὅποιος μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς».
Δὲν εἶπε ἐδῶ «ὅποιος ἀρνηθεῖ μέσα σὲ μένα», γιατί;
Διότι ὁ ἀρνούμενος ἀρνεῖται τὸ Θεὸ ἂν στερηθεῖ τὴ Θεϊκὴ βοήθεια. Γιατί δὲ ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτα πρόλαβε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ γήινα πράγματα περισσότερο, παρὰ τὰ ἐπαγγελμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά.
Ἔτσι οἱ θεῖες ἀντιδόσεις ἔχουν μαζί τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρουν ἀπὸ τὴ ὁμοίωση τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐνῶ οἱ ὁμολογήσαντες τὸ Θεὸ στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο τὸ ἔκαναν παρουσία λίγων ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς θὰ τοὺς ὑποστηρίξει ἐνώπιον τοῦ Πατρός, τῶν ἀγγέλων, ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων καὶ μὲ παρουσία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντέλειας. Καὶ θὰ στεφανώσει καὶ θὰ δοξάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σὲ αὐτόν.
Ἀλλὰ καὶ τώρα δοξάζονται κάποιοι ἅγιοι μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ποὺ εὐωδιάζουν, ποὺ χαρίζουν ἰάσεις καὶ διάφορα ἐνεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους καὶ γονατίζοντας στὶς εἰκόνες τους βασιλεῖς, ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.
Ἄλλωστε τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πιστοὺς ὅτι: «ὅποιος ἀφήσει οἰκία, συγγενεῖς ἢ ἀγροὺς γιὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ τὰ λάβει ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήσει αἰώνια ζωή». (Ματθ. ι’, 37).
Καὶ τὴν ἴδια του ζωὴ εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ τὴν ἀφήσει ὁ πιστός, ἂν τὸν καλέσει ὁ καιρὸς σὲ περιόδους διωγμῶν, γιὰ νὰ πετύχει τὴν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας. Ἀλλὰ καὶ σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς ὁ πιστὸς λαμβάνει τὸ σταυρό του, σταυρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας.
Διότι λέγει: «ὅποιος βρῆκε τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, καὶ ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μου, θὰ τὴ βρεῖ». (Ματθ. ι’, 39).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἐκτός δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὁ μέσα μας, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο κατὰ τὸν ἐκτὸς ἄνθρωπο, χάνει τὴ ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴ βρίσκει στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ γίνεται οὐράνιος καὶ αἰώνιος.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ λοιπὸν καὶ μετὰ θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ Θεό, κάθε μέρα τοῦ ἔτους τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ποὺ μετέστησαν καὶ ἀπεδήμησαν ἀπὸ τὴ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή.
Συγχρόνως δὲ προβάλλει τὸ βίο καθενὸς χάρη τῆς ὠφελείας μας καὶ ὑποδεικνύει τὸ τέλος τους, εἴτε εἰρηνικὸ εἴτε μαρτυρικό.
Τώρα δὲ μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους ἁγίους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους μαζί, ἀναπέμπει κοινὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς ὕμνο, ὄχι μόνο διότι ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸ ζήτησε ὁ Κύριος: «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πάτερ, μὲ σένα καὶ σὺ μὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μὲ ἐμᾶς ἕνα στὴν ἀλήθεια», (Ἰω. ιζ’, 20), ἀλλὰ καὶ γιατί φροντίζει νὰ φανερώνει καὶ νὰ ἀνυμνεῖ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς, φωτισμοῦ καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἃς τιμήσουμε λοιπὸν ὅλους τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Πῶς; Ἂν κατὰ μίμησή τους καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ ἔτσι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ κακὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, θὰ φερόμεθα πρὸς τὴν ἁγιοσύνη παρουσιάζοντας τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές μας εὐάρεστες στὸ Θεό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πάντων ὥστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ἀπέραντης ἐκείνης πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐξ ὕψους κατῆλθες, ὁ εὔσπλαγχνος, ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ’.
Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός· Τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δωρήσαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Ἁγίων Ἁπάντων τὰ μύρια συστήματα, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις Προφήτας, Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὁσίων καὶ Δικαίων τοὺς χορούς, καὶ ἄθροισμα Ἁγίων Γυναικῶν, καὶ σὺν πᾶσιν ἀνωνύμοις τε καὶ γνωστοῖς, ὑμνήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ τὴν Ἐκκλησίαν δι’ ὑμῶν πυρσεύοντι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως, τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι Κύριε, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς ἀπ’ αἰῶνος τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντας
Ἐν εὐσεβείᾳ καὶ ἁγίοις κατορθώμασι
Σὺν Δικαίοις Πατριάρχας καὶ τοὺς Προφήτας,
Ἀποστόλους Ἱεράρχας καὶ τοὺς Μάρτυρας
Καὶ Ὁσίων τοὺς χοροὺς ὕμνοις τιμήσωμεν,Τούτοις λέγοντες, Πάντες Ἅγιοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀποστόλων δῆμος σεπτός, Προφῆται Κυρίου, καὶ Μαρτύρων στερροὶ χοροί, θεῖοι Ἱεράρχαι, καὶ Ὅσιοι Πατέρες, καὶ Δίκαιοι καὶ πάντες, χαίρετε Ἅγιοι.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Των Αγίων Πάντων

Κατά Ματθαίον (ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄ 27-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος· πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ

οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.

Απόδοση στη νεοελληνική:Εἶπε ὁ Κύριος: «Καθέναν ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ υἱόν ἢ θυγατέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὸν σταυρόν του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος.»
Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Νὰ, ἐμεῖς ποὺ ἀφήκαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε· τὶ λοιπὸν θὰ ἀπολαύσωμεν;».
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς, οἱ ὁποίοι μὲ ἀκολουθήσατε, ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του εἰς τὴν Νέαν Δημιουργίαν, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους, διὰ νὰ κρίνετε τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ καθένας ποὺ ἀφῆκε σπίτια ἢ ἀδελφούς ἢ ἀδελφές ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιά ἢ χωράφια διὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ πάρῃ ἑκατὸ φορὲς περισσότερα καὶ θὰ κληρονομήσῃ ζωὴν αἰώνιον. Πολλοὶ δέ, οἱ ὁποίοι εἶναι πρῶτοι, θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι τελευταῖοι, θᾶ γίνουν πρῶτοι».

Ο Απόστολος της Κυριακής Των Αγίων Πάντων

Προς Εβραίους επιστολή Παύλου (ια΄33 – ιβ΄2)
Ἀδελφοί, οι πατέρες ἡμῶν διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα

λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
Τοιγάρουν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.

Απόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί, οι πατέρες μας μὲ τὴν πίστιν ἀνέτρεψαν βασίλεια, ἔκαναν ἔργα δικαιοσύνης, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβησαν τὴν δύναμιν φωτιᾶς, διέφυγαν τὴν σφαγήν, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι δυνατοί, ἔγιναν ἰσχυροὶ σὲ καιρὸν πολέμου, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν παρατάξεις τῶν ἐχθρῶν. Γυναῖκες ἔλαβαν τοὺς νεκρούς των δι’ ἀναστάσεως, ἄλλοι δὲ ἐβασανίσθησαν καὶ δὲν ἐδέχθησαν νὰ ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι, διὰ νὰ ἐπιτύχουν μίαν ἄλλην καλυτέραν ἀνάστασιν. Ἄλλοι ἐδοκιμάσθησαν μὲ ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστίγωσιν, ἀκόμη δὲ καὶ μὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν. Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ὑπέστησαν πολλὰς δοκιμασίας, ἐθανατώθησαν μὲ μάχαιραν, περιπλανῶντο φοροῦντες δέρματα προβάτων καὶ δέρματα αἰγῶν, ἐστεροῦντο, ὑπέφεραν θλίψεις καὶ κακουχίας, (ἄνθρωποι διὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἦτο ἄξιος ὁ κόσμος), ἐπλανῶντο σὲ ἐρήμους καὶ σὲ βουνὰ, σὲ σπήλαια καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι αὐτοί, ἂν καὶ εἶχαν καλὴν μαρτυρίαν διὰ τὴν πίστιν τους, δὲν ἔλαβαν ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, διότι εἶχε ὁ Θεὸς προβλέψει κάτι καλύτερον ἀναφορικῶς μ’ ἐμᾶς διὰ νὰ μὴ φθάσουν ἐκεῖνοι εἰς τὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.
Ἑπομένως, ἀφοῦ ἔχομεν γύρω μας ἕνα τόσον μεγάλο σύννεφο ἀπὸ μάρτυρας, ἂς ἀποτινάξωμεν κάθε βάρος καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου ποὺ εἶναι ἐμπρός μας, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας προσηλωμένους πρὸς τὸν ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς μας, τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος, χάριν τῆς χαρᾶς ποὺ τὸν ἀνέμενε, ὑπέμεινε σταυρόν, περιφρονήσας τὴν αἰσχύνην, καὶ κάθησε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Στὸν Κώδικα 227 Πετρουπόλεως κατὰ τὴν 9η Ἰουνίου σημειώνεται ἡ «μνήμη ἀνακομιδῆς τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου». Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα δίστιχα:
«Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον
καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου».

«Θανὼν Κύριλλος τῆς Ἀλεξάνδρου Πάπαςπρὸς Κύριον μετῆλθε πάντων Κυρίων».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κῦρος οὐράνιον, θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν Πνεύματι, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, τὴν χάριν τὴν ἔνθεον· σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου, καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ’ ἧς λαμπρῶς δεδόξασαι, Ἱεράρχα Κύριλλε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Τῇ σοφίᾳ τῇ θείᾳ καλλωπιζόμενος, τῆς Συνόδου τῆς τρίτης ἐδείχθης ἔξαρχος, καὶ καθεῖλες τὸν δεινὸν Πάτερ Νεστόριον, καὶ Θεοτόκον τὴν Ἁγνήν, ἀνεκήρυξας λαμπρῶς, ὦ Κύριλλε Ἱεράρχα, Ἀλεξανδρέων ἡ δόξα, τῆς Ἐκκλησίας ὁ διδάσκαλος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς τῶν αἱρέσεων πλοκὰς διαρρήξας, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις, τὴν Ἐκκλησίαν Κύριλλε ἐπλούτισας, πάντα τὰ ζιζάνια, Νεστορίου ἐκκόψας· ὅθεν καὶ παρίστασαι, σὺν Ἀγγέλων χορείαις, Χριστῷ πρεσβεύων μάκαρ ἐκτενῶς, πᾶσι πταισμάτων, δωρήσασθαι ἄφεσιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἱρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν· τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σοφῶν.

Μεγαλυνάριον.Ρήτωρ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, δογμάτων τὸν λόγον, θεηγόρως διατρανοῖς, καὶ τὴν τοῦ Σωτῆρος, πανάφθορον Μητέρα, κηρύττεις Θεοτόκον, πάνσοφε Κύριλλε.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Το Ευαγγέλιο στη Θ. Λειτουργία.

«Σοφία. Ορθοί. Ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου.»
(Σοφία. Ορθοί.  Ας ακούσουμε το άγιο Ευαγγέλιο!.)


Μετά τον Απόστολο, λέγεται το Ευαγγέλιο. Αλλά στο σημείο αυτό τα πράγματα σήμερα έχουν πολύ συντομευτεί, κι αυτό βέβαια γίνεται για να οικονομηθεί χρόνος. Πάντα η Εκκλησία, για να προλάβει τη ραθυμία των ανθρώπων, αναγκάζεται να συντομεύει σε πολλά σημεία την τάξη της θείας λατρείας, αν κι αυτό δεν είναι πάντα το καλύτερο. Σήμερα μάλιστα, που οι άνθρωποι είναι πολύ βιαστικοί και ανυπόμονοι, αν ακολουθήσουμε αυτή την αρχή, θα καταστρέψουμε όλες τις ιερές ακολουθίες. Κάποιες, όπως είπαμε, μακρόσυρτες ψαλμωδίες μπορεί και πρέπει να λείψουν, μα με κανέναν τρόπο να παραλείπονται αρχαία και ουσιώδη στοιχεία της θείας Λειτουργίας, σαν κι αυτά, για τα οποία θα πούμε τώρα, μετά τον Απόστολο και πριν από το Ευαγγέλιο. Νομίζουμε πως εδώ πρέπει να αποκατασταθεί η τάξη.
*
Όταν τελειώσει ο Απόστολος, ο λειτουργός ιερέας λέει στον αναγνώστη «Ειρήνη σοι». Ο χορός τότε ψάλλει τρεις φορές το Αλληλούια. Αλλά εδώ τώρα πρέπει να εξηγήσουμε πλατύτερα όσα γίνονται και καθώς πρέπει να γίνονται. Στο βιβλίο του Αποστόλου κάθε Κυριακή και εορτή το Αλληλούια είναι τυπωμένο μαζί με δύο ψαλμικούς στίχους. Αλλά και κάθε μέρα το Αλληλούια έχει τους στίχους του, που θα πει πως διαβάζονται οι στίχοι και το Αλληλούια ψάλλεται σαν εφύμνιο. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Λειτουργία του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο ιερέας «Ειρήνη σοι». Ο χορός ψάλλει το Αλ­ληλούια τρεις φορές. Ο αναγνώστης λέει τον πρώτο στίχο. «Συ Κύριε, αναστάς οικτειρήσεις την Σιών». Ο χορός ψάλλει Αλληλούια τρεις φορές. Έπειτα ο αναγνώστης λέει το δεύτερο στίχο. «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος επί την γην». Και ο χορός πάλι το Αλληλούια τρεις φορές.
Ο χρόνος, που απαιτείται για να ψάλει ο χορός το Αλληλούια με τους στίχους, είναι όσος χρειάζεται για να θυμιάσει ο ιερέας. Γιατί εδώ ακριβώς είναι η θέση του θυμιάματος κι όχι την ώρα που διαβάζεται ο Απόστολος. Η συντομία, με την οποία τώρα ψάλλεται το Αλληλούια, έγινε η αιτία για να μετατεθεί το θυμίαμα στον Απόστολο, πράγμα που ζημιώνει πολύ· αντί να προσέχουν οι πιστοί στα λόγια του Αποστόλου, παρακολουθούν χωρίς να θέλουν τον ιερέα που θυμιάζει, θα μπορούσαμε εδώ να πούμε για τη σημασία γενικά, που έχει το θυμίαμα στη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά κρίνομε πως τώρα είναι αρκετό να επαναλάβουμε τη γνώμη των βυζαντινών εξηγητών της θείας Λειτουργίας, οι οποίοι μάλιστα στο σημείο αυτό συνδυάζουν το θυμίαμα με το Αλληλούια’ «Ο δε θυμιατός ο εν τω καιρώ του Αλληλούια μετά θυμιάματος κινούμενος την χάριν του Αγίου Πνεύματος δηλοί».
Και το Αλληλούια και το θυμίαμα είναι προετοιμασία, για να υποδεχθούμε την ανάγνωση του αγίου Ευαγγελίου. Αλλά η προετοιμασία αυτή συμπληρώνεται με μια ωραιότατη ευχή, που κι αυτή έχει χάσει τη θέση της και λέγεται μυστικά πολύ πιο πρώτα, την ώρα δηλαδή που ψάλλεται το «Άγιος ο Θεός…». Αφήνοντας το θυμιατό, ο λειτουργός λέει «Του Κυρίου δεηθώμεν» και διαβάζει την ευχή· «Έλλαμψον εν ταις καρδίαις ημών, φιλάνθρωπε Δέσποτα, το της σης θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς εις την των ευαγγελικών σου κηρυγμάτων κατανόησιν….». Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε στη σημερινή μας γλώσσα τα λόγια αυτής της ευχής· «Λάμψε μέσα στις καρδιές μας, φιλάνθρωπε Δέσποτα, το καθαρό φως της θεογνωσίας σου κι άνοιξε τα μάτια του λογισμού μας, για να καταλάβουμε τα ευαγγελικά σου λόγια. Ρίζωσε μέσα μας και το φόβο των αγίων εντολών σου, για να καταπατήσουμε όλες τις σαρκικές επιθυμίες και να ζήσουμε ζωή πνευματική, και να φρονούμε δηλαδή και να κάνουμε όσα αρέσουν σε σένα». Η εκφώνηση στο τέλος, όπως όλες οι εκφωνήσεις, είναι δοξολογία της Αγίας Τριάδος.
*
Όλα πια είναι έτοιμα και ο λειτουργός, μετά το «Αμήν» του χορού, φωνάζει δυνατά για να ακούσουν όλοι· «Σοφία. Ορθοί. Ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου!». Η αρχαιότατη τάξη της θείας Λειτουργίας ορίζει όλοι να ακούν ορθοί το Ευαγγέλιο. Αλλά το «ορθοί» έχει και βαθύτερη σημασία. Ορθοί ας ακούσουμε, δηλαδή, ας υψώσουμε τους λογισμούς μας και τα έργα μας από τα γήινα κι ας ακούσουμε το καλό μήνυμα. Κι ας δούμε την παρουσία του Υιού του Θεού μεταξύ μας, που μιλάει σε μας όχι σαν τότε στο Μωϋσή με βροντές και αστραπές και με ομίχλη επάνω στο βουνό ούτε με ενύπνια σαν παλιά στους Προφήτες, αλλά καθώς πραγματικά φάνηκε άνθρωπος και μίλησε σε μας. Έτσι οι παλαιοί ερμηνευτές της θείας Λειτουργίας εξηγούν το «Σοφία. Ορθοί…». Αλλά ο λειτουργός δεν μένει μόνο σ’ αυτό, αλλά και προσθέτει, δίνοντας την ευλογία με τη χειρονομία του Σταυρού’ «Ειρήνη πάσι», ειρήνη σε όλους. Και ο λαός άπαντα1 «Και τω πνεύματί σου». Όχι μόνο ορθοί σωματικά και ψυχικά να ακούσουμε το άγιο Ευαγγέλιο, αλλά και με ειρήνη μέσα μας· αυτό εύχεται ο ιερέας στο λαό, κι ο λαός το ίδιο στον ιερέα.
Σχετικά με την ιερατική αυτή ευλογία, που πολλές φορές επαναλαμβάνεται στη θεία Λειτουργία, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ένας από τους πιο σεβάσμιους Πατέρες της Εκκλησίας, γράφει το εξης· «Ειρήνην… ο Ιερεύς επιφθέγγεται τον Κύριον… μιμούμενος». Η ιερατική ευλογία είναι πραγματικά η ευλογία του Ιησού Χριστού· η τελευταία ορατή εικόνα του στον κόσμο είναι όταν αναλαμβανόταν κι ευλογούσε τους Αποστόλους. Μέχρι την ημέρα που θα έρθει για να κρίνει τον κόσμο, ο Ιησούς Χριστός θα ευλογεί τον κόσμο· θα συνεχίζεται μέχρι τότε η ευλογία της Αναλήψεως και η μεσιτεία του Υιού, που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα. Ο ιερέας από την πύλη του ιερού βήματος ή ο διάκονος από τον άμβωνα διαβάζουν την ευαγγελική περικοπή, αφού πρώτα αναγγείλουν στη σύναξη τον Ευαγγελιστή· «Εκ του κατά Ματθαίον» ή «κατά Μάρκον» ή «κατά Λουκάν» ή «κατά Ιωάννην αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα». Και καλούνται οι πιστοί ακόμα για μια φορά να προσέξουν·  «Πρόσχωμεν!». Πώς πρέπει, σύμφωνα με την τελετουργική παράδοση της Εκκλησίας, να διαβάζεται το Ευαγγέλιο; Ένας παλαιός εξηγητής της θείας Λειτουργίας λέει το εξής, κι αυτό είναι αρκετό για να καταλάβουμε μαζί με τα άλλα και πώς πρέπει να λέγεται το Ευαγγέλιο· «Η δε των σεπτών και θείων Ευαγγελίων εκφώνησις αυτού του Χριστού και Θεού ημών δηλοί τους λόγους, τας εντολάς, τους νόμους αυτούς, ους έθετο, τα πάθη, την ταφήν, την ανάστασιν και την ανάληψιν». Δηλαδή, το Ευαγγέλιο είναι όσα είπε, όσα έπραξε, κι όσα έπαθε ο Ιησούς Χριστός από τη γέννησή του ως την ανάληψη.
*
Αλλ’ όμως το Ευαγγέλιο δεν είναι μόνο αυτό. Αυτό είναι το ιστορικό μέρος του Ευαγγελίου, αλλά το Ευαγγέλιο δεν είναι μόνο ιστορία. Το Ευαγγέλιο δεν μας οδηγεί προς τα πίσω, αλλά μας προάγει στη βασιλεία των ουρανών, καθώς γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης· «Ταύτα δε γέγραπται, ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς έστιν ο Χριστός ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού». Το Ευαγγέλιο δηλαδή είναι ιστορία, αλλά και πολύ περισσότερο και πιο πέρα από ιστορία· η ζωή στο όνομα του Ιησού Χριστού δεν είναι πια ιστορία, αλλά μεταιστορία. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι η Εκκλησία με την ανάγνωση του αγίου Ευαγγελίου κηρύττει «την του χοϊκού φρονήματος ώσπερ αισθητού κόσμου συντέλειαν»· φανερώνει τη συντέλεια του αισθητού κόσμου. Γιατί, καθώς άλλος εξηγητής λέει. «Η ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν γίνεται για να μας διδάξει απλώς τι έγινε «τω καιρώ εκείνω», αλλά για να μας μηνύσει τη συντέλεια του κόσμου και τη δεύτερη παρουσία του Χριστού». Αλλά ας μην ξεχάσουμε τώρα εδώ στο τέλος και τους ωραίους στίχους του νεοέλληνα ποιητή· «Τώρα που ανοίγουν οι κρουνοί του Λόγου  ωσάν υ­δρίες πιθώστε τις ψυχές σας  στους κρουνούς να γεμίσουνε αποκάτου». Είναι το ίδιο το λειτουργικό παράγγελμα της Εκκλησίας· «Σοφία. Ορθοί. Ακούσωμεν του αγίου Ευαγγελίου!». Αμήν.

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)

Η ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (Τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ)

Ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, ἀπέκτησε τήν εὔνοιά του καί ἀξιώθηκε νά συζητήση πολύ μαζί του γύρω ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τή συζήτησί του αὐτή κατέγραψε σέ σημειώσεις, οἱ ὁποῖες παρέμειναν στή μονή Ντιβέγιεβο περισσότερο ἀπό ἑξῆντα χρόνια. Τό 1902 τίς παρέλαβε ὁ Σ.Α. Νεῖλος ἀπό τή γερόντισσα Ἑλένα Νικαλάεβνα, χήρα τοῦ Μοτοβίλωφ, καί μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης Μαρίας τίς ἔφερε στό φῶς τῆς δημοσιότητος τό 1903 στά «Μοσχοβίτικα χρονικά» τοῦ Ἰουλίου μέ τόν τίτλο: «Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόταν φανερά στόν πατέρα Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στή συζήτησί του γιά τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».
Ἀργότερα οἱ σημειώσεις αὐτές ἀναδημοσιεύθηκαν ἀπό τόν Λ. Ντενίσωφ στό βιβλίο του «Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» καί ἀπό τόν πατέρα Π. Φλορένσκυ στό ἔργο του «Στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας».
Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας

Ἦταν Πέμπτη, γράφει ὁ Μοτοβίλωφ. Ἡμέρα συννεφιασμένη. Τό χιόνι στή γῆ εἶχε ἀνεβῆ στούς 25 πόντους, ἐνῶ ἀπό τόν οὐρανό ἐξακολουθοῦσαν νά πέφτουν πυκνές νιφάδες, ὅταν ὁ πατήρ Σεραφείμ ἄρχισε νά συζητᾶ μαζί μου. Μέ ἔβαλε νά καθήσω στόν κορμό ἑνός δένδρου πού μόλις εἶχε κόψει, καί ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν μέσα στό δάσος, κοντά στό ἐρημητήριό του, πάνω στόν λόφο πού κατέληγε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.
— Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπό τά παιδικά σας χρόνια ἐπιθυμούσατε πολύ νά μάθετε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καί εἴχατε ρωτήσει πολλές φορές μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες.
— Πράγματι, ἀπάντησα, ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν μέ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτός ὁ λογισμός καί εἶχα ἀπευθυνθῆ σέ πολλούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν μέ ἱκανοποιοῦσαν.
— Μάλιστα, συνέχισε ὁ πατήρ Σεραφείμ. Κανείς σέν σᾶς εἶχε δώσει ὁριστική ἀπάντησι. Νά ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἔλεγαν: Νά πηγαίνεις στήν ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι στόν Θεό, νά τηρῆς τίς ἐντολές Του, νά κάνεις τό καλό. Ὡρισμένοι δυσανασχετοῦσαν μαζί σας καί σᾶς ἔλεγαν ὅτι ἀσχολεῖσθε μέ μία περιέργεια πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. «Μή ζητᾶς πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου», συμπλήρωναν. Κανείς ὅμως δέν σᾶς ἔδωσε τή σωστή ἀπάντησι. Ὁρίστε λοιπόν, ἐγώ ὁ πτωχός Σεραφείμ θά σᾶς ἐξηγήσω τώρα ποιός εἶναι πράγματι αὐτός ὁ σκοπός:
Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί κάθε χριστιανικό ἔργο, ὅσο κι ἄν εἶναι καλό καθ᾽ ἑαυτό, δέν ἀποτελεῖ τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ἀλλά χρησιμεύει σάν μέσο γιά τήν ἐπιτυχία του. Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 

Τά καλά ἔργα

 Πρέπει νά γνωρίζετε, ἀγαπητέ, πώς μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ἕνα καλό ἔργο φέρνει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό καλό βέβαια, κι ἄν ἀκόμη δέν ἔχει γίνει γιά τόν Χριστό, δέν παύει νά εἶναι καλό. Ἡ Γραφή λέει: «Ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι» (Πράξ. ι´ 35). Πόσο εὐάρεστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐργάζεται τή δικαιοσύνη, φαίνεται στήν περίπτωσι τοῦ ἑκατοντάρχου Κορνηλίου στήν εὐαγγελική ἱστορία. Ὁ Κορνήλιος ἦταν θεοφοβούμενος καί πολύ ἐλεήμων. Σ᾽ αὐτόν λοιπόν, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Πέμψον εἰς Ἰόππην καί μετακάλεσαι Σίμωνα ὅς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως… ὅς παραγενόμενος λαλήσει σοι» (Πράξ. ι´ 32). Ὁ Πέτρος μίλησε στόν Κορνήλιο γιά τήν αἰώνια ζωή καί πίστεψε κι αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του.
Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὅλα τά θεϊκά Του μέσα, γιά νά δώση τήν εὐκαιρία σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, σάν ἀμοιβή γιά τά καλά του ἔργα, νά μή στερηθῆ τήν αἰώνια μακαριότητα.
Ἀπό τήν εὐαγγελική αὐτή διήγησι συμπεραίνουμε πώς ὁ Κύριος, ὅσον ἀφορᾶ τά καλά ἔργα πού δέν γίνονται γι᾽ Αὐτόν, περιορίζεται στό νά μᾶς δώση τά μέσα γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε. Καί ἀπό ἐμᾶς πλέον ἐξαρτᾶται, ἄν θά τά ἀξιοποιήσουμε ἤ ὄχι. Νά γιατί εἶπε ὁ Κύριος στούς Ἑβραίους: «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. θ´ 41).
Ὅταν λοιπόν κάποιος ἀγαθοεργῆ σάν τόν Κορνήλιο ὄχι γιά τόν Χριστό, ἀλλά κατόπιν πιστέψη σ᾽ Αὐτόν, τότε τά καλά του ἔργα εἶναι σάν νά ἔγιναν γιά τόν Χριστό. Ἄν ὅμως δέν πιστέψη στόν Χριστό, δέν ἔχει δικαίωμα νά παραπονεθῆ ὅτι τά καλά του ἔργα δέν καρποφόρησαν. Γιατί τό καλό ἔργο ἀποβαίνει ὠφέλιμο μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ὁπότε καί στή μέλλουσα ζωή μᾶς ἐξασφαλίζει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά καί στήν παροῦσα μᾶς γεμίζει μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί καθώς ἔχει γραφῆ:«Οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα» (Ἰωάν. γ´ 34).
Ἔτσι εἶναι φιλόθεε. Ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἡ ἐλεημοσύνη καί τά ἄλλα καλά ἔργα, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μόνο μέσα γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Τί σημαίνει ἀπόκτησις; ρώτησα τόν στάρετς. Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω. 
— Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Γνωρίζω τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζεις τή σημασία τῆς λέξεως «ἀποκτῶ» μέ τή κοσμική ἔννοια; Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἀπόκτησις χρημάτων, ἐνῶ τῶν εὐγενῶν — ἐκτός ἀπό τά χρήματα — καί ἡ ἀπόκτησις τιμῶν, διακρίσεων, καί ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιά τίς ὑπηρεσίες τους στό κράτος.
Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάτι παρόμοιο, μόνο πού εἶναι εὐλογημένο καί αἰώνιο. Ἀποκτᾶται μέ τούς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τό χρηματικό κεφάλαιο ἤ τά διάφορα ἀξιώματα.
Ὁ Θεός Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, παρωμοίασε τή ζωή μας μέ ἀγορά καί τά ἔργα μας μέ ἐμπορευόμενα πράγματα καί μᾶς λέει: «Πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι»(Λουκ. ιθ´ 13), «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. ε´16). Δηλαδή, ἐκμεταλλευθῆτε τό χρόνο σας, ὥστε μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά νά ἀποκτήσετε τά οὐράνια. Ἐπίγεια ἐμπορεύματα εἶναι τά καλά ἔργα πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί μᾶς ἐξασφαλίζουν τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς Αὐτό δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐγκαθίσταται μόνο Του στίς ψυχές μας. Γιά νά κατοικήση ὅμως καί νά συμπαραμείνη μέ τό δικό μας πνεῦμα, πρέπει προηγουμένως νά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά τό ἀποκτήσουμε. Τότε ἐκεῖνο θά προετοιμάση στήν ψυχή καί στό σῶμα μας τήν κατοικία Του, σύμφωνα μέ τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐνοικήσω ἐν ὑμῖν καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (πρβλ. Λευϊτ. κστ´ 12).
Ἡ προσευχή
 Κάθε ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό μᾶς δίνει τή χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Περισσότερο ὅμως ἀπ̉ ὅλες μᾶς τή δίνει ἡ προσευχή, γιατί αὐτή τήν ἔχουμε πάντοτε στά χέρια μας σάν ἕνα εὔχρηστο πνευματικό ὅπλο. Θά θέλατε π.χ. νά πᾶτε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ ἡ ἀκολουθία νά ἔχη τελειώσει. Θά θέλατε νά δώσετε κάτι στόν ἐπαίτη, ἀλλά ἐπαίτης δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ νά μήν ἔχετε νά τοῦ δώσετε. Θά θέλατε ἴσως νά φυλάξετε παρθενία, ἀλλά εἴτε ἡ ἰδιοσυγκρασία σας εἴτε ἡ πίεσις τῶν τεχνασμάτων τοῦ ἐχθροῦ ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ἀδυναμία σας δέν σᾶς ἀφήνουν νά ἀντισταθῆτε καί νά ἐκπληρώσετε αὐτή τήν ἐπιθυμία σας. Θά θέλατε ἀκόμη νά κάνετε καί κάποια ἄλλη ἀρετή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ἔχετε δυνάμεις ἤ δέν δίδεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία.
Μέ τήν προσευχή ὅμως δέν συμβαίνει τό ἵδιο. Γι᾿ αὐτή ὑπάρχει πάντοτε καί γιά τόν καθένα ἡ δυνατότης: γιά τόν πλούσιο καί τόν πτωχό, τόν ἰσχυρό καί τόν ἀδύνατο, τόν διάσημο καί τόν ἄσημο, τόν ὑγιῆ καί τόν ἀσθενῆ, τόν δίκαιο καί τόν ἁμαρτωλό. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς. Αὐτή περισσότερο ἀπ̉ ὅλα μᾶς παρέχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτήν εὐκολώτερα ἀπ̉ ὅλα μπορεῖ καθένας νά τήν ἐπιτελέση. Μέ τήν προσευχή ἀξιωνόμαστε νά συζητᾶμε μέ τόν Πανάγαθο Θεό καί Σωτῆρα μας. Πρέπει ὅμως νά προσευχώμαστε μόνο μέχρις ὅτου ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς ἐπισκεφθῆ μέ τή χάρι Του στό μέτρο πού Αὐτός γνωρίζει. Καί ὅταν Αὐτός εὐδοκήση νά μᾶς ἐπισκεφθῆ, τότε πρέπει νά σταματήσουμε τήν προσευχή. Γιατί νά τοῦ λέμε «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν», ἀφοῦ ἤδη βρίσκεται μέσα στίς ψυχές μας;

Οἱ ἄλλες ἀρετές

— Μέχρι τώρα, μπάτουσκα, μιλήσατε μόνο γιά τήν προσευχή. Τί θά λέγατε γιά τίς ἄλλες ἀρετές πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
— Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖτε νά τήν ἀποκτήσετε καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπορευθῆτε ἀπό τίς ἀρετές ἐκεῖνες ποῦ σᾶς δίνουν περισσότερο κέρδος. Συγκεντρῶστε κεφάλαιο ἀπό τά εὐλογημένα κέρδη τῆς θείας χάριτος καί νά τά καταθέσετε στό αἰώνιο ταμιευτήριο, πού θά σᾶς ἀποφέρη τόκο σέ κάθε πνευματικό ρούβλι ὄχι 4 ἤ 6%, ἀλλά 100%, καί ἀναρίθμητες φορές περισσότερο.
Ἄν π.χ. σᾶς δίνη περισσότερη χάρι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Ἄν σᾶς δίνη περισσότερη ἡ νηστεία, νηστεύετε. Ἄν σᾶς δίνη ἡ ἐλεημοσύνη, δῶστε ἐλεημοσύνη. Παρόμοια σκεφθῆτε καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό.
Ἔτσι νά ἐμπορεύεσθε πνευματικά μέ τίς ἀρετές. Κι ἀφοῦ ἀποκτήσετε μ̉ αὐτόν τόν τρόπο τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά τή μοιράσετε σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, παίρνοντας παράδειγμα ἀπό τό ἀναμμένο κέρι. Αὐτό, ἄν καί εἶναι ἀναμμένο μέ γήϊνο φῶς, ἀνάβει καί ἄλλα κεριά, φωτίζει καί ἄλλα μέρη, χωρίς νά λιγοστεύη τό δικό του φῶς. Ἄν γίνεται ἔτσι μέ τό γήϊνό φῶς, τί νά ποῦμε τότε γιά τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ;

Προσέγγισις μέ τίς αἰσθήσεις

 — Mπάτουσκα, μιλᾶτε διαρκῶς γιά τήν ἀπόκτησι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Πῶς ὅμως καί ποῦ μπορῶ νά τό δῶ; Τά καλά ἔργα φαίνονται. Θά μποροῦσα ἄραγε νά δῶ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα; Πῶς μπορῶ νά γνωρίζω, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μαζί μου ἤ ὄχι;
— Στίς ἡμέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενική ψυχρότης πρός τήν ἁγία πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἀδιαφορία πρός ὅσα ἐνεργεῖ ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μᾶς φέρη κοντά Του. Ἡ ψυχρότης καί ἡ ἀδιαφορία αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μᾶς ἀπεμάκρυναν σχεδόν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή. Μᾶς φαίνονται τώρα κάπως παράξενα τά λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως π.χ. ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ προφήτης Μωϋσῆς γιά τούς πρωτοπλάστους: «Ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ…» (Γεν. γ´ 8), ἤ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Κωλυθέντες ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τόν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς » (Πράξ. ιστ´ 7-10).
Συχνά ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί ὑποστηρίζουν καί λένε: «Τά χωρία αὐτά εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἴδια τους τά μάτια νά δοῦν τόν Θεό;» Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δέν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπό τό ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς πρωταρχικῆς χριστιανικῆς γνώσεως, καί μέ τήν πρόφασι τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως μπήκαμε σέ τέτοιο σκοτάδι ἀγνοίας, ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ἐκεῖνα πού γιά τούς παλαιούς ἦσαν τόσο κατανοητά. Καί στίς καθημερινές ἀκόμη συζητήσεις τους ἡ ἔννοια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν γι̉ αὐτούς κάτι παράξενο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ἔβλεπαν τόν Θεό καί τή χάρι τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος στόν ὕπνο καί στούς ρεμβασμούς τους οὔτε σέ μία φανταστική καί ἀρρωστημένη ἔκστασι, ἀλλά φανερά καί ἀληθινά.
Σήμερα δυστυχῶς γίναμε πολύ ἀδιάφοροι γιά τή σωτηρία μας, μέ ἀποτέλεσμα νά δίνουμε λανθασμένη ἑρμηνεία σέ πολλά ἁγιογραφικά χωρία. Αὐτό συμβαίνει γιατί δέν ζητᾶμε τή χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν τῆς ἐπιτρέπουμε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ νά κατοικήση στήν ψυχή μας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἔχουμε τόν πραγματικό φωτισμό. Ὁ Κύριος στέλνει τόν φωτισμό Του μόνο στίς καρδιές πού μέ ὅλη τους τή δύναμι καρτεροῦν καί διψοῦν τήν ἀλήθεια.

Ἡ θεία χάρις στά μυστήρια
Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος, ὅταν σφραγίζωνται στά κυριώτερα μέλη τοῦ σώματος, καθώς ὁρίζει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάριτος.
Στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος ἀναφέρεται: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐμεῖς οἱ χοϊκοί, φιλόθεε, βάζουμε τή σφραγῖδα μας σέ σκεύη πού κρύβουν κάτι πολύτιμο. Τί πολυτιμότερο ὅμως ὑπάρχει ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μᾶς δίνονται ἄνωθεν κατά τό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος;
Ἄν δέν ἁμαρτάναμε ποτέ μετά τή βάπτισί μας, θά παραμέναμε αἰωνίως ἅγιοι, ἄσπιλοι, ἀπηλλαγμένοι ἀπό κάθε σωματικό καί ψυχικό μολυσμό καί εὐάρεστοι στόν Θεό. Δυστυχῶς ὅμως αὐξανόμενοι στήν ἡλικία δέν αὐξανόμεθα καί στή σοφία ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντιθέτως σιγά‑σιγά διαφθειρόμεθα, χάνουμε τή θεία χάρι καί ἁμαρτάνουμε μέ ποικίλες καί βαρειές ἁμαρτίες.
Ἄν παρακινηθῆ κάποιος ἀπό τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀποφασίση νά ἀφιερώση τή ζωή του σ̉ Αὐτόν, πρέπει νά μετανοήση εἰλικρινά γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί νά ἐπιδοθῆ στίς ἀντίθετες ἀρετές. Μέ τήν ἐξάσκησι τῶν ἀρετῶν αὐτῶν θά ἀποκτήση τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα μας καί θεμελιώνει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δίδεται κατά τό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάμπει στήν καρδιά μας σάν ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Λάμπει παρ̉ ὅλες τίς ἁμαρτωλές μας πτώσεις, παρ̉ ὅλο τό σκοτάδι πού περιβάλλει τήν ψυχή μας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν ὁ ἁμαρτωλός ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς μετανοίας, ἐξαλείφει ἐντελῶς καί τά ἴχνη ἀκόμη τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἐνδύει τόν πρώην ἔνοχο πάλι μέ τήν ἄφθαρτη στολή, τήν ὑφασμένη μέ τή χάρι Του, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὁποίας—σάν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς—σοῦ μιλῶ τόση ὥρα.

Τό ἄκτιστο φῶς

Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φῶς πού φωτίζει τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Κύριος συχνά φανέρωνε ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ̉ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶχε ἁγιάσει καί φωτίσει. Θυμήσου τόν Μωϋσῆ μετά τή συζήτησι πού εἶχε στό Σινᾶ μέ τό Θεό. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν, γιατί ἀκτινοβολοῦσε μέ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς πού τόν περιέβαλλε. Ἀναγκαζόταν λοιπόν νά ἐμφανίζεται στούς Ἰσραηλῖτες μέ τό πρόσωπο καλυμμένο.
Θυμήσου ἀκόμη τή θεία Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος στό ὄρος Θαβώρ. «Καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών» (Μαρκ. θ´ 3), καί «ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ´ 6). Ὅταν ἐμφανίσθηκαν κοντά στόν Κύριο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, «ἐπεσκίασεν αὐτούς νεφέλη φωτεινή». Ἡ χάρις λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερώνεται μέ ἕνα ἀνέκφραστο φῶς.
— Πῶς εἶναι δυνατόν, ρώτησα τόν μπάτουσκα, νά καταλάβω ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
— Εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, μοῦ ἀπήντησε. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλᾶ σ̉ ἐκείνους πού ἀποκτοῦν τή γνῶσι. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν αὐτή τή γνῶσι, γι᾿ αὐτό πάντοτε καταλάβαιναν ἄν βρισκόταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μαζί τους ἤ ὄχι. Ποτισμένοι λοιπόν μέ τή γνώσι καί βλέποντας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους, ἔλεγαν μέ βεβαιότητα ὅτι τό ἔργο τους εἶναι ἅγιο καί κατά πάντα εὐάρεστο στόν Θεό. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἔγραφαν στίς ἐπιστολές τους: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»(Πράξ. ιε´ 28), καί μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις συνιστοῦσαν τίς ἐπιστολές τους σάν ἀδιάψευστη ἀλήθεια γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔνοιωθαν αἰσθητά μέσα τους τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Βλέπεις λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλό;
— Παρ̉ ὅλα ταῦτα δέν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νά εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς μπορῶ νά ἀντιλαμβάνωμαι τήν πραγματική Του ἐπιφοίτησι;
— Σᾶς εἶπα ἤδη, φιλόθεε, ὅτι εἶναι κάτι πολύ ἁπλό καί σᾶς διηγήθηκα λεπτομερῶς πῶς οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πῶς πρέπει νά καταλαβαίνουμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τί ἄλλο θέλεις λοιπόν;
— Θέλω νά τό κατανοήσω αὐτό πολύ καλά, ἀπήντησα.
Τότε ὁ πατήρ Σεραφείμ μέ ἔπιασε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί μοῦ εἶπε: 
— Τώρα βρισκόμαστε καί οἱ δύο μέσα στό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί δέν μέ κοιτᾶς;
— Δέν μπορῶ νά κοιτάξω, γιατί ἀπό τά μάτια σας βγαίνουν λάμψεις. Τό πρόσωπό σας ἔγινε λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο καί τά μάτια μου πονοῦν.
— Μήν ταράζεσαι. Εἶσαι τώρα κι ἐσύ φωτεινός σάν κι ἐμένα. Βρίσκεσαι κι ἐσύ στήν πληρότητα τοῦ θείου Πνεύματος, διαφορετικά δέν θά μποροῦσες νά μέ δῆς σ̉ αὐτή τήν κατάστασι.
Καί σκύβοντας ἀργά μοῦ εἶπε στό αὐτί:
— Εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τό ἀνέκφραστο σ̉̉ ἐσένα ἔλεός Του. Θά πρόσεξες ὅτι οὔτε κἄν σταυροκοπήθηκα, παρά μόνο προσευχήθηκα νοερά μέ τήν καρδιά μου καί εἶπα: «Κύριε, ἀξίωσέ τον νά δῆ φανερά καί μέ τά σωματικά του μάτια τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Πνεύματος Σου, μέ τήν ὁποία ἀξιώνεις τούς δούλους Σου, ὅταν εὐδοκήσης νά τούς φανερωθῆς μέ τό φῶς τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης Σου».Καί νά, ἀγαπητέ ὁ Κύριος ἱκανοποίησε ἀμέσως τήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νά μήν τόν εὐγνωμονοῦμε καί οἱ δύο γιά τήν ἀνέκφραστη δωρεά Του! Μέ τή μορφή αὐτή σπανίως φανερώνει ὁ Κύριος τό ἔλεος Του καί στούς μεγάλους ἀκόμη ἐρημῖτες. Αὐτή ἡ θεία χάρις σάν φιλόστοργη μητέρα εὐδόκησε νά παρηγορήση τή συντετριμμένη καρδιά σου ὕστερα ἀπό τή μεσιτεία τῆς ἴδιας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως, ἀγαπητέ μου, δέν μέ κοιτᾶς στά μάτια; Κοίταξέ με χωρίς νά φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας!
Ὕστερα ἀπό τά λόγια αὐτά ἔρριξα μία ματιά στό πρόσωπό του καί μέ κατέλαβε ἀκόμη μεγαλύτερο δέος. Φαντάσου πώς συζητᾶς μέ κάποιον τό μεσημέρι, ἐκτεθειμένος στίς πιό καυτερές ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καί τόν κοιτάζεις στό πρόσωπο. Βλέπεις τά χείλη του νά κινοῦνται, βλέπεις τήν ἀλλοιωμένη ἔκφρασι τῶν ματιῶν του, ἀκοῦς τή φωνή του, αἰσθάνεσαι ὅτι κάποιος σέ κρατᾶ ἀπό τούς ὤμους, ἀλλά δέν βλέπεις οὔτε τά χέρια οὔτε τό σχῆμα του, μά οὔτε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Βλέπεις μόνο ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς, ποῦ ξεχύνεται μερικά βήματα τριγύρω καί χαρίζει τή λάμψι του στό πέπλο τοῦ χιονιοῦ πού καλύπτει τό ξέφωτο, καί στίς νιφάδες πού πέφτουν πάνω σ̉ ἐμένα καί στόν μεγάλο στάρετς. Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ κανείς ἐκείνη τήν κατάστασι, στήν ὁποία βρισκόμουν τότε!

Οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος

          — Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μέ ρώτησε ὁ πατήρ Σεραφείμ.

— Πολύ εὐχάριστα!
— Πές μου συγκεκριμένα τί νοιώθεις.
— Nοιώθω τέτοια γαλήνη καί εἰρήνη στήν ψυχή μου πού μέ κανένα λόγο δέν μπορῶ νά τήν ἐκφράσω
— Αὐτό, φιλόθεε, εἶναι ἐκείνη ἡ εἰρήνη γιά τήν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος στούς μαθητάς Του: «Εἰρήνη τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν∙ οὐ καθώς ὁ κόσμος  δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ´ 27). «Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ̉ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰωάν. ιε´ 19). «Ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ´ 33). Σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μισητοί στόν κόσμο, ἀλλά ἐκλεκτοί ἀπό τόν Χριστό, δίνει ὁ Κύριος αὐτή τήν εἰρήνη πού νοιώθεις τώρα ἐσύ μέσα σου. Αὐτή εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ´ 7) σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τί ἄλλο ασθάνεσαι;
— Ἀσυνήθιστη χαρά σ᾿ ὅλη τήν καρδιά μου.
— Ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, συνέχισε ὁ μπάτουσκα, κατέρχεται στόν ἄνθρωπο καί τόν περιβάλλη μέ τήν πληρότητα τῆς ἐνεργείας Του, τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μέ μία ἀνέκφραστη χαρά, γιατί τό Ἅγιον Πνεῦμα κάνει τά πάντα χαροποιά, ὅπου κι ἄν ἐγγίση. Αὐτή εἶναι ἡ χαρά, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος λέει στό Εὐαγγέλιο: «Ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε· πάλιν δέ ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ´ 21- 22). Μά ὅσο καί ἄν εἶναι παρήγορη ἡ χαρά αὐτή, πού τώρα νοιώθεις στήν καρδιά σου, δέν εἶναι τίποτε συγκριτικά μ᾿ ἐκείνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Κύριος «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α´ Κορινθ. β´ 9). Τώρα σ᾿ ἐμᾶς δίδεται ἡ πρόγευσις αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Κι ἄν τώρα νοιώθουμε τόση γλυκύτητα καί εὐφροσύνη στήν καρδιά μας, τί θά ποῦμε τότε γιά τή χαρά ἐκείνη, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ στόν οὐρανό γι᾿ αὐτούς πού κοπιάζουν ἐδῶ στή γῆ; Ἀλλά κι ἐσύ, ἀγαπητέ μου, ἀρκετά ὑπέφερες στή ζωή σου. Κοίταξε ὅμως τώρα μέ ποιά χαρά σέ παρηγορεῖ ὁ Κύριος στήν παροῦσα ἀκόμη ζωή! Τί ἄλλο νοιώθεις;
— Ἀσυνήθιστη θερμότητα, ἀπήντησα.
— Μά πῶς ἀγαπητέ μου; Εἴμαστε καθισμένοι χειμῶνα καιρό στήν αὐλή τοῦ κελλιοῦ μέσα στό δάσος, πατᾶμε στό χιόνι, ἀπό τόν οὐρανό συνεχίζουν νά πέφτουν νιφάδες καί μᾶς ἔχουν σκεπάσει πάνω ἀπό ἕνα βερσόκ. [Ἕνα βερσόκ=4,4 ἑκατοστά.] Τί θερμότητα μπορεῖ νά αἰσθάνεσαι;
— Αἰσθάνομαι τέτοια θερμότητα, σάν κι ἐκείνη πού δημιουργεῖται μέσα σ᾿ ἕνα λουτρό, ὅταν ρίξουν νερό στήν πέτσκα κι ἀρχίση νά βγαίνη σάν στῦλος ὁ ἀτμός.
— Μήπως αἰσθάνεσαι καί τή μυρωδιά του; ρώτησε ὁ στάρετς.
— Ὄχι, ἀπήντησα. Ἐπάνω στή γῆ δέν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ μητέρα μου, ἐπειδή μοῦ ἄρεσε ὁ χορός καί πήγαινα στίς χοροεσπερίδες, μέ ράντιζε μέ ἀρώματα, τά ὁποῖα ἀγόραζε ἀπό τά καλύτερα καταστήματα μόδας τῆς πόλεως Καζάν. Ἀλλά κι ἐκεῖνα δέν ἀνέδιδαν τέτοια εὐωδία.
— Τό γνωρίζω. Εἶναι ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς τό λές. Σέ ρώτησα ὅμως ἐπίτηδες γιά νά δῶ ἄν αἰσθάνεσαι κι ἐσύ τό ἴδιο. Πράγματι. Ἡ πιό εὐχάριστη εὐωδία πάνω στή γῆ δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή πού νοιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ποιά ἐπίγεια εὐωδία μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή;
Μοῦ εἶπες ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότης ὅπως καί στό λουτρό. Κοίταξε ὅμως! Τό χιόνι ἐπάνω μας δέν ἔχει λειώσει, ἐνῶ ἀπό τό οὐρανό ἐξακολουθεῖ νά πέφτη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θερμότης δέν βρίσκεται στόν ἀέρα, ἀλλά μέσα μας. Εἶναι ἐκείνη ἡ θερμότης, γιά τήν ὁποία μᾶς προτρέπει τό Ἅγιον Πνεῦμα νά ἀναφωνοῦμε πρός τόν Κύριο: «Μέ τή θερμότητα τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου θέρμανέ με»!
Μ᾿ αὐτή θερμαίνονταν οἱ ἐρημῖτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί ἀψηφοῦσαν τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος. Ἔνοιωθαν σάν νά ἦσαν ντυμένοι μέ ζεστές γοῦνες. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί σ᾿ ἐμᾶς, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρις, καθώς εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21). Λέγοντας ἐδῶ βασιλεία, ὑπονοεῖ ὁ Κύριος τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
 Νά λοιπόν! Αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας καί μᾶς φωτίζει ἐξωτερικά, μᾶς θερμαίνει καί γεμίζει μέ κάθε εἴδους εὐωδία τόν ἀέρα πού μᾶς περιβάλλει. Ἐπίσης εὐφραίνει τίς αἰσθήσεις μας μέ τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί γεμίζει τήν καρδιά μας μέ ἀνέκφραστη χαρά. Γιά τήν κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε τώρα, ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐ γάρ ἐστιν βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ´ 17). Ἡ πίστις μας συνίσταται «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως» (Α´ Κορινθ. β´ 4).
Σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάστασι βρισκόμαστε τώρα κι ἐμεῖς. Γι᾿ αὐτή κυρίως ὁ Χριστός εἶπε:« Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μαρκ. θ´ 1).
Νά λοιπόν, ἀγαπητέ μου, κοίταξε τί ἀνέκφραστη χαρά μᾶς ἀξίωσε νά δοκιμάσουμε τώρα ὁ Κύριος! Νά τί σημαίνει νά βρισκώμαστε στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει κάπου τό ἑξῆς: «Βρισκόμουν ὁ ἴδιος στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μέ αὐτή τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερπλήρωσε τώρα ὁ Κύριος κι ἐμᾶς τούς πτωχούς. Νομίζω λοιπόν πώς δέν ὑπάρχει πλέον λόγος νά ρωτᾶς περισσότερα γιά τό πῶς βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Θά θυμᾶσαι ἄραγε τό ἀνέκφραστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε σήμερα σ᾿ ἐμᾶς;
— Δέν γνωρίζω, μπάτουσκα, ἄν θά μέ ἀξιώση ὁ Θεός νά τό θυμᾶμαι τόσο ζωντανά καί καθαρά, ὅπως τό αἰσθάνομαι τώρα.
— Ἐγώ νομίζω, παρετήρησε ὁ στάρετς, ὅτι ὁ Κύριος θά σέ βοηθήση νά συγκρατήσης γιά πάντα αὐτή τή φανέρωσι στή μνήμη σου.
Διαφορετικά, δέν θά ἀπαντοῦσε ἡ ἀγαθότης Του τόσο ἀστραπιαῖα στήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πολύ περισσότερο, γιατί ἡ γνῶσις αὐτή δέν δόθηκε σ᾿ ἐσένα μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ὥστε κι ἐσύ νά στερεωθῆς στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί τούς ἄλλους νά ὠφελήσης.
Ὅσον ἀφορᾶ τό γεγονός ὅτι ἐγώ εἶμαι μοναχός, ἐνῶ ἐσύ λαϊκός, αὐτό δέν πρέπει νά τό σκέπτεσαι. Ὁ Θεός ζητᾶ ὀρθή πίστι σ᾿ Αὐτόν καί στόν μονογενῆ Του Υἱό. Καί τότε προσφέρει ἀπό τόν οὐρανό πλούσια τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.
«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του. «Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18).
Ὁ Κύριος εἰσακούει ἐξ ἴσου τόν μοναχό καί τόν λαϊκό, ἀρκεῖ νά εἶναι καί οἱ δύο ὀρθόδοξοι, νά ἀγαποῦν τόν Θεό ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους καί νά ἔχουν πίστι σ᾿ Αὐτόν, ἔστω σάν τόν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ. Ἄν συμβαίνουν αὐτά, τότε καί οἱ δύο θά μετακινήσουν ὄρη. «Διώξεται εἷς χιλίους καί δύο μετακινήσουσι μυριάδας» (Δευτερ. λβ´ 30).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ´ 23), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ´ 12). Ὁ Κύριος λέει γιά ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. ιδ´ 12). Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Ἰωάν. ιστ´ 24).
Ὅσα λοιπόν, φιλόθεε, ζητήσης ἀπό τόν Κύριο, ὅλα θά τά λάβης, ἀρκεῖ μόνο αὐτό πού θά ζητήσης νά εἶναι γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον, γιατί καί τήν ὠφέλεια πρός τόν πλησίον ὁ Θεός πρός δόξαν Του τή δέχεται. Γι᾿ αὐτό καί λέει: «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40). Μήν ἀμφιβάλλης καθόλου γιά τό ἄν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τά αἰτήματά σου, ἀρκεῖ, ὅπως εἴπαμε, νά γίνωνται πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ζητήσης κάτι γιά προσωπική σου ἀνάγκη ἤ ὠφέλεια, πολύ σύντομα καί πρόθυμα θά σοῦ τό στείλη ὁ Κύριος, ἀρκεῖ νά σοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ὅσους τόν ἀγαποῦν καί εἶναι ἀγαθός σέ ὅλους. «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ´ 19). 

‘Απόσπασμα ἀπό τό βιβλίο
ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

Ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου

Ὠρωπός Ἀττικῆς 1991