Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο κόσμος μας σήμερα θυμίζει έντονα μία φράση του Αποστόλου Παύλου, που την απευθύνει στους Κολοσσαείς. Έχουμε μετατραπεί οι άνθρωποι σε «υιούς απειθείας» (Κολ. 3, 6) έναντι του Θεού και έναντι της Εκκλησίας. Δεν ακούμε, δεν πειθόμαστε, δεν υπακούμε οι άνθρωποι στο λόγο του Θεού και στον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία μας προτρέπει να ζούμε εντός της, δηλαδή ως νέοι, αναγεννημένοι άνθρωποι, και, μάλιστα, αφού έχουμε λάβει στη ζωή μας το Βάπτισμα, το οποίο μας εισάγει στην Εκκλησία, μας ανακαινίζει εσωτερικά, καθώς μετέχουμε στο Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού, που σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον παλαιό άνθρωπο, την κυριαρχία του κακού εντός μας και ντυνόμαστε τον νέο άνθρωπο, δηλαδή αυτόν που υπάρχει και λειτουργεί ως εικόνα του Χριστού που μας δημιούργησε. Το παράδοξο είναι ότι ενώ έχουμε λάβει, και δια του μυστηρίου του Χρίσματος, τα δώρα της νέας κατά Χριστόν ζωής, εντούτοις με τη ζωή μας επιλέγουμε να αρνούμαστε στην πράξη αυτά τα δώρα ή να τα θεωρούμε ιδιαίτερα δύσκολο να τα ζήσουμε. Έτσι, ο παλαιός άνθρωπος επανέρχεται στη ζωή μας δυναμικά και μας υποτάσσει τόσο στο σαρκικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή μας αλλοτριώνει από το Χριστό και στη σχέση μας μαζί Του, αλλά και στις αντίστοιχες σχέσεις με τους ανθρώπους.
Γινόμαστε «υιοί της απειθείας». Σα να μην μας αγάπησε ο Χριστός. Σα να μην έγινε άνθρωπος για μας. Μοιάζουμε με εκείνους που λένε στο Θεό ότι δεν μας ενδιαφέρει η ύπαρξή Του, αλλά και δεν μας ενδιαφέρει το τι έκανε για μας και, κυρίως, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς γι’ Αυτόν, που είναι ελάχιστο σε σχέση μ’ εκείνα που ο Ίδιος πραγματοποίησε για τον κόσμο. Μοιάζουμε με τα παιδιά εκείνα, τα οποία, επειδή αναζητούν ταυτότητα και πρόσωπο, αρνούνται τη σχέση με τους γονείς, αρνούνται τον διάλογο και την κοινωνία μαζί τους, δεν πείθονται, ακόμη κι όταν ακούνε τις σκέψεις και τις προτάσεις τους, και κάνουν πράξη το ίδιον θέλημα, μολονότι στο βάθος της ύπαρξής τους δεν είναι εύκολο να δεχτούν ότι οι γονείς τους δεν τους αγαπούνε. Απλά θέλουν την ελευθερία τους, με τέτοιο τρόπο που δεν πείθονται.
Κι αν στην πορεία της ζωής της οικογένειας είναι πιθανόν να ισχύουν και άλλοι νόμοι, όπως ο σεβασμός προς τους γονείς ή η δύναμη που έχει η εμπειρία της ζωής και οι πληγές που ο άνθρωπος λαμβάνει, με αποτέλεσμα ενίοτε να υπάρχει επανεξέταση της απείθειας, στην πνευματική μας πορεία και κατάσταση, πιστεύοντες και μη, διαρκώς βομβαρδιζόμαστε από το πνεύμα της απείθειας στη σχέση μας με το Θεό, με αποτέλεσμα η μετάνοια, δηλαδή η αλλαγή του τρόπου της σκέψης και της ζωής μας, να φαίνεται μία απόμακρη κατάσταση από τη ζωή μας και όχι μόνο. Βρισκόμαστε συνεχώς υπό την επήρεια ενός κύματος λογισμών, το οποίο μας κάνει να έχουμε τον εαυτό μας ως το κέντρο του κόσμου, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να προσανατολίσουμε τη ζωή μας προς άλλες κατευθύνσεις, παρεκτός του «εγώ» μας.
Είμαστε υιοί της απειθείας διότι δεν ακούμε τι μας λέει ο Θεός στη ζωή μας. Ο λόγος και το θέλημα του Θεού υπάρχουν στη ζωή της Εκκλησίας: στο Ευαγγέλιο και την Αγία Γραφή, στα μυστήρια, στη ζωή των Αγίων, στα κείμενα των Πατέρων, στη φωνή των πνευματικών μας πατέρων, που είναι ο Επίσκοπος και οι ιερείς, αλλά και μας αποκαλύπτονται όταν είμαστε προσευχόμενοι άνθρωποι, όταν αναζητούμε «τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπον» (Α’Πέτρ. 3,4) που ενυπάρχει εντός μας και που μπορεί είτε δια της συνειδήσεως είτε δια του φωτισμού του νου είτε δια της αποθέσεως της καρδιάς στο θέλημα του Θεού, να βρει τι μας λέει ο Θεός στη ζωή μας.
Είμαστε υιοί της απειθείας διότι δεν πειθόμαστε σ’ αυτά που μας λέει ο Θεός και η Εκκλησία, ακόμη κι αν γνωρίζουμε ή ακούμε τον λόγο. Δεν αφήνουμε δηλαδή τον λόγο να γίνει Λόγος στην καρδιά μας, με αποτέλεσμα να πορευόμαστε με βάση το τι ζητούνε τα μέλη μας τα επί της γης. Φοβόμαστε ότι αν πεισθούμε στο Θεό, θα χάσουμε την ελευθερία μας. Και είναι όλος ο πολιτισμός μας στηριγμένος σε μία ψευδαίσθηση ελευθερίας, διότι μας αφήνει να νομίζουμε ότι το δικαίωμα ικανοποίησης των επιθυμιών μας, ασχέτως αν είναι ηθικά καλές ή όχι, είναι η βάση της ελευθερίας. Την ίδια στιγμή, ο πολιτισμός μας ασκεί μία τέτοια ψυχολογική προπαγάνδα υπέρ των επιθυμιών, ενώ αποκρύβει συστηματικά το τίμημα για την ικανοποίηση τους, που είναι η αποστασία μας από τη σχέση με το Θεό, αλλά και η υποταγή στο πνεύμα του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου, κάτι που συνεπάγεται την πλήρη ανελευθερία μας. Διότι όταν στον άνθρωπο γεννιούνται συνεχώς ανάγκες, ενώ από την άλλη αισθάνεται ανήμπορος να τις ικανοποιήσει λόγω των συνθηκών της ζωής ή ξοδεύει όλο το χρόνο της ζωής του μόνο γι’ αυτές, χωρίς να αφήνει περιθώρια να μπορεί να δει το αληθινό του πρόσωπο, τότε η ελευθερία του δεν υπάρχει.
Γινόμαστε υιοί της απειθείας όταν τελικά δεν υπακούμε στο θέλημα του Θεού. Δεν αποδεχόμαστε την αγάπη Του για μας ή εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας γι’ αυτήν μόνο στα όσα μας συμφέρουν, με αποτέλεσμα να την αρνούμαστε στη ζωή μας. Προσπερνούμε το Θεό και κάνουμε το θέλημά μας. Εγκαταλείπουμε το πατρικό μας σπίτι, που είναι η Εκκλησία, αισθανόμενοι ότι έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε χωρίς αξίες, χωρίς αγάπη, χωρίς ουρανό. Και επειδή είμαστε υιοί, δηλαδή παιδιά Του, ο Θεός μας αφήνει ελεύθερους στο δρόμο που έχουμε επιλέξει, αν και ενίοτε αναρωτιέται: «Οι δε εννέα πού;» (Λουκ. 17, 17).
Ο κόσμος μας θυμίζει συνεχώς «υιόν απειθείας» έναντι του Θεού. Αλλά κι εμείς, ακόμη κι αν ζούμε μέσα στην Εκκλησία, ταλανιζόμαστε από τους λογισμούς μας, από την άγνοια του Λόγου του Θεού, από τον πόλεμο του εγωκεντρισμού, από την πρόταξη του συμφέροντος στη σχέση και με το Θεό και με τον πλησίον. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει ότι θα έρθει η «οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας». Η οργή στην παρούσα ζωή δεν είναι κατ’ ανάγκην τιμωρητική. Είναι πρωτίστως πρόκληση μετανοίας. Όπως ο Χριστός έβγαλε έξω από το Ναό των Ιεροσολύμων τους εμπόρους, οργισμένος για το ότι είχαν τον οίκο του Πατρός Του «οίκον εμπορίου» (Ιωάν. 2, 16), χωρίς όμως να τους δώσει άλλη τιμωρία, μόνο για να τους προβληματίσει ώστε να μετανοήσουν, έτσι και η οργή του Θεού «επί τους υιούς της απειθείας», όπως εκφράζεται μέσα από τις δοκιμασίες της ζωής και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αποτελεί αφορμή μετανοίας, συνειδητοποιήσεως της σχετικότητας του πολιτισμού και των αγαθών, αλλά και αφορμή να επιστρέψουμε στο πατρικό σπίτι, το οποίο πάντοτε μας αναγνωρίζει ως υιούς. Άλλωστε, κοντά στο Θεό βρίσκεται το αληθινό νόημα της ελευθερίας, δηλαδή της αγάπης και της εμπιστοσύνης που δίνει χαρά και πληρότητα. Κοντά στο Θεό καταξιώνεται το πρόσωπό μας και μπορούμε να χαρούμε αληθινά ό,τι μας δίδεται, δηλαδή το παν.
Γινόμαστε «υιοί της απειθείας». Σα να μην μας αγάπησε ο Χριστός. Σα να μην έγινε άνθρωπος για μας. Μοιάζουμε με εκείνους που λένε στο Θεό ότι δεν μας ενδιαφέρει η ύπαρξή Του, αλλά και δεν μας ενδιαφέρει το τι έκανε για μας και, κυρίως, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς γι’ Αυτόν, που είναι ελάχιστο σε σχέση μ’ εκείνα που ο Ίδιος πραγματοποίησε για τον κόσμο. Μοιάζουμε με τα παιδιά εκείνα, τα οποία, επειδή αναζητούν ταυτότητα και πρόσωπο, αρνούνται τη σχέση με τους γονείς, αρνούνται τον διάλογο και την κοινωνία μαζί τους, δεν πείθονται, ακόμη κι όταν ακούνε τις σκέψεις και τις προτάσεις τους, και κάνουν πράξη το ίδιον θέλημα, μολονότι στο βάθος της ύπαρξής τους δεν είναι εύκολο να δεχτούν ότι οι γονείς τους δεν τους αγαπούνε. Απλά θέλουν την ελευθερία τους, με τέτοιο τρόπο που δεν πείθονται.
Κι αν στην πορεία της ζωής της οικογένειας είναι πιθανόν να ισχύουν και άλλοι νόμοι, όπως ο σεβασμός προς τους γονείς ή η δύναμη που έχει η εμπειρία της ζωής και οι πληγές που ο άνθρωπος λαμβάνει, με αποτέλεσμα ενίοτε να υπάρχει επανεξέταση της απείθειας, στην πνευματική μας πορεία και κατάσταση, πιστεύοντες και μη, διαρκώς βομβαρδιζόμαστε από το πνεύμα της απείθειας στη σχέση μας με το Θεό, με αποτέλεσμα η μετάνοια, δηλαδή η αλλαγή του τρόπου της σκέψης και της ζωής μας, να φαίνεται μία απόμακρη κατάσταση από τη ζωή μας και όχι μόνο. Βρισκόμαστε συνεχώς υπό την επήρεια ενός κύματος λογισμών, το οποίο μας κάνει να έχουμε τον εαυτό μας ως το κέντρο του κόσμου, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να προσανατολίσουμε τη ζωή μας προς άλλες κατευθύνσεις, παρεκτός του «εγώ» μας.
Είμαστε υιοί της απειθείας διότι δεν ακούμε τι μας λέει ο Θεός στη ζωή μας. Ο λόγος και το θέλημα του Θεού υπάρχουν στη ζωή της Εκκλησίας: στο Ευαγγέλιο και την Αγία Γραφή, στα μυστήρια, στη ζωή των Αγίων, στα κείμενα των Πατέρων, στη φωνή των πνευματικών μας πατέρων, που είναι ο Επίσκοπος και οι ιερείς, αλλά και μας αποκαλύπτονται όταν είμαστε προσευχόμενοι άνθρωποι, όταν αναζητούμε «τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπον» (Α’Πέτρ. 3,4) που ενυπάρχει εντός μας και που μπορεί είτε δια της συνειδήσεως είτε δια του φωτισμού του νου είτε δια της αποθέσεως της καρδιάς στο θέλημα του Θεού, να βρει τι μας λέει ο Θεός στη ζωή μας.
Είμαστε υιοί της απειθείας διότι δεν πειθόμαστε σ’ αυτά που μας λέει ο Θεός και η Εκκλησία, ακόμη κι αν γνωρίζουμε ή ακούμε τον λόγο. Δεν αφήνουμε δηλαδή τον λόγο να γίνει Λόγος στην καρδιά μας, με αποτέλεσμα να πορευόμαστε με βάση το τι ζητούνε τα μέλη μας τα επί της γης. Φοβόμαστε ότι αν πεισθούμε στο Θεό, θα χάσουμε την ελευθερία μας. Και είναι όλος ο πολιτισμός μας στηριγμένος σε μία ψευδαίσθηση ελευθερίας, διότι μας αφήνει να νομίζουμε ότι το δικαίωμα ικανοποίησης των επιθυμιών μας, ασχέτως αν είναι ηθικά καλές ή όχι, είναι η βάση της ελευθερίας. Την ίδια στιγμή, ο πολιτισμός μας ασκεί μία τέτοια ψυχολογική προπαγάνδα υπέρ των επιθυμιών, ενώ αποκρύβει συστηματικά το τίμημα για την ικανοποίηση τους, που είναι η αποστασία μας από τη σχέση με το Θεό, αλλά και η υποταγή στο πνεύμα του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου, κάτι που συνεπάγεται την πλήρη ανελευθερία μας. Διότι όταν στον άνθρωπο γεννιούνται συνεχώς ανάγκες, ενώ από την άλλη αισθάνεται ανήμπορος να τις ικανοποιήσει λόγω των συνθηκών της ζωής ή ξοδεύει όλο το χρόνο της ζωής του μόνο γι’ αυτές, χωρίς να αφήνει περιθώρια να μπορεί να δει το αληθινό του πρόσωπο, τότε η ελευθερία του δεν υπάρχει.
Γινόμαστε υιοί της απειθείας όταν τελικά δεν υπακούμε στο θέλημα του Θεού. Δεν αποδεχόμαστε την αγάπη Του για μας ή εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας γι’ αυτήν μόνο στα όσα μας συμφέρουν, με αποτέλεσμα να την αρνούμαστε στη ζωή μας. Προσπερνούμε το Θεό και κάνουμε το θέλημά μας. Εγκαταλείπουμε το πατρικό μας σπίτι, που είναι η Εκκλησία, αισθανόμενοι ότι έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε χωρίς αξίες, χωρίς αγάπη, χωρίς ουρανό. Και επειδή είμαστε υιοί, δηλαδή παιδιά Του, ο Θεός μας αφήνει ελεύθερους στο δρόμο που έχουμε επιλέξει, αν και ενίοτε αναρωτιέται: «Οι δε εννέα πού;» (Λουκ. 17, 17).
Ο κόσμος μας θυμίζει συνεχώς «υιόν απειθείας» έναντι του Θεού. Αλλά κι εμείς, ακόμη κι αν ζούμε μέσα στην Εκκλησία, ταλανιζόμαστε από τους λογισμούς μας, από την άγνοια του Λόγου του Θεού, από τον πόλεμο του εγωκεντρισμού, από την πρόταξη του συμφέροντος στη σχέση και με το Θεό και με τον πλησίον. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει ότι θα έρθει η «οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας». Η οργή στην παρούσα ζωή δεν είναι κατ’ ανάγκην τιμωρητική. Είναι πρωτίστως πρόκληση μετανοίας. Όπως ο Χριστός έβγαλε έξω από το Ναό των Ιεροσολύμων τους εμπόρους, οργισμένος για το ότι είχαν τον οίκο του Πατρός Του «οίκον εμπορίου» (Ιωάν. 2, 16), χωρίς όμως να τους δώσει άλλη τιμωρία, μόνο για να τους προβληματίσει ώστε να μετανοήσουν, έτσι και η οργή του Θεού «επί τους υιούς της απειθείας», όπως εκφράζεται μέσα από τις δοκιμασίες της ζωής και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αποτελεί αφορμή μετανοίας, συνειδητοποιήσεως της σχετικότητας του πολιτισμού και των αγαθών, αλλά και αφορμή να επιστρέψουμε στο πατρικό σπίτι, το οποίο πάντοτε μας αναγνωρίζει ως υιούς. Άλλωστε, κοντά στο Θεό βρίσκεται το αληθινό νόημα της ελευθερίας, δηλαδή της αγάπης και της εμπιστοσύνης που δίνει χαρά και πληρότητα. Κοντά στο Θεό καταξιώνεται το πρόσωπό μας και μπορούμε να χαρούμε αληθινά ό,τι μας δίδεται, δηλαδή το παν.
themistoklismourtzanos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου