Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Νέος χρόνος με θεοστρατηγική, όχι με συνθήματα!

Πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Ἤδη ὁ καινούριος χρόνος ἔφθασε καί εἶναι ἕτοιμος νά τεθῆ στή διάθεση τοῦ καθενός μας γιά νά δείξουμε πάνω στή ροή του τίς ἐνέργειές μας, τόν χαρακτῆρα μας, τό ποιοί εἴμαστε, τί ζητᾶμε στή ζωή μας, ποῦ θέλουμε νά ἀνήκουμε καί σέ ποιόν ἐπιζητοῦμε νά μοιάσουμε.
Ὁ χρόνος, δέν εἶναι αὐθυπόστατος, οὔτε ἐνεργεῖ μόνος του, ἁπλῶς καταγράφει τίς ἐνέργειές μας. Ἐπειδή, ὅμως, δέν ἐνεργοῦμε μόνο ἐμεῖς ἀλλά, κυρίως, ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα στό χρόνο, γι’ αὐτό ὁ κάθε χρόνος διχοτομεῖται σέ ἔτος ἀνθρώπων καί σέ Ἐνιαυτόν Κυρίου, ὥστε νά ἔχη ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τήν δυνατότητα νά ὑπάρχη μέ τόν τρόπο τῆς ἐπιλογῆς του, εἴτε ἀνήκοντας στούς χωρίς Χριστό ἀνιαρούς, καταθλιπτικούς καί ἐπικίνδυνους χωρίς ἀγάπη ἀνθρώπους, εἴτε ἀνήκοντας στήν οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
Συνεπῶς, ὁ κάθε χρόνος δέν κυλάει σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς οὔτε στό κάθε σπίτι, οὔτε γιά κάθε ἄνθρωπο μέ τόν ἴδιο τρόπο, οὔτε δίνει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια αἴσθηση, ἀλλά ἔχει τόσες μορφές καί πρόσωπα, ὅσοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι πού τόν ζοῦν.
Ἔχει, ὅμως, ὁ χρόνος καί τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» καί, βεβαίως δέν θά κάνη ἐξαίρεση φέτος, ἐγκαταλείποντας τόν κόσμο Του «στά χέρια» αὐτοῦ πού ἦταν «ἀνθρωποκτόνος ἀπ’ ἀρχῆς» καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι. Ὁ Χριστός δέν θά παύση νά εἶναι Ἡ Ὁδός, Ἡ Ἀλήθεια καί Ἡ Ζωή, ὅλων ἐκείνων πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἐπικαλοῦνται.
Ὡστόσο, ἐνῶ ὑποκειμενικά ὁ χρόνος βιώνεται ἀπό τόν καθένα μας «κατά τήν καρδίαν» καί «κατά τά ἔργα» μας καί γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀδικήση στό βαθύτερο «εἶναι» τῆς ψυχῆς μας –ἰδίως ἄν βιώνουμε τόν χρόνο «ὡς Ἐνιαυτόν Κυρίου» καί ὄχι ἁπλῶς «περνῶντας τήν ὥρα μας» – ἀπό τήν ἄλλη, ὅμως, μεριά, εἶναι ἀδύνατον νά μή μᾶς ἐπηρεάζη ἀρνητικά ἡ κακή πνευματική καί ψυχική κατάσταση τῆς πλειοψηφίας τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὅλοι ζοῦμε στήν ἴδια κοινωνία καί εἶναι ἀπόλυτα φυσικό ὁ ἕνας νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς ἐνέργειες καί τά ἐνεργούμενα τοῦ ἄλλου καί ὅλοι μας νά ἐπηρεαζόμεθα ἀπό ὅλους. Οἱ τυχόν ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι σπάνιες καί, βεβαίως, δέν μποροῦμε νά συμπεριλάβουμε τούς ἑαυτούς μας στίς ἐξαιρέσεις αὐτές.
Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο βρίσκεται καί ἡ προσωπική μας εὐθύνη σάν Χριστιανῶν. Εὐθύνη γιά τήν προστασία τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό τίς πολλές καί ποικίλες «ἑτεροδιδασκαλίες» καί ἀθεότητες, ἀπό τίς πλανερές κοσμικές συνήθειες καί ἀμοραλιστικές πρακτικές, πού ὁλοένα καί περισσότερο –χωρίς πολλές φορές νά τό καταλαβαίνουμε– εἰσχωροῦν στά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας καί γίνονται συμπεριφορά καί χαρακτήρας μας. Ἀλλά καί ἡ ευθύνη μας γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού ἔχουμε χρέος καί αὐτούς νά προστατεύουμε καί, ἰδίως, ἐκείνους πού εἶναι ψυχικά εὐπαθέστεροι καί εὐάλωτοι στίς ἐπιρροές τῶν «στοιχείων τοῦ κόσμου».
Ἔχουμε χρέος καί εὐθύνη γι’ αὐτά πού συμβαίνουν γύρω μας καί στήν Πατρίδα μας. Ἔχουμε εὐθύνη πολύ μεγάλη πού ἐγκαταλείψαμε ὅλους τούς τομεῖς τῆς Δημόσιας ζωῆς σέ χέρια ἀμοραλιστῶν καί «μισούντων τόν Κύριον» καί ἀσχοληθήκαμε ὅλοι μέ τό μικροσυμφεροντίδιό μας σάν γνήσιοι ἀτομιστές!
Οὔτε κἄν γιά τήν οἰκογένειά μας δέν φροντίσαμε, ἀλλά «ξεφορτωθήκαμε» ἐντελῶς ἀδιάφοροι τά παιδιά μας σέ ἕνα περιβάλλον διαφθορᾶς, ἀνηθικότητος καί χυδαίας καί ἀπροκάλυπτης ἀθεΐας, πού κατ’ εὐφημισμόν λέγεται ἀκόμα Σχολεῖο, σάν νά ζοῦμε σέ ἀπολυταρχικό καθεστώς πού δέν μποροῦμε πιά νά κάνουμε τίποτα ἀντίθετο στά κελεύσματά του!
Ἀκόμη καί σήμερα πού εἴδαμε πιά «τό Χάρο μέ τά μάτια μας», πού παριστάμεθα μάρτυρες ἑνός ἄγριου καί ἀπηνοῦς διωγμοῦ τῆς Πίστεως ἀπό τόν μαρτυρικό καί ἁγιασμένον Τόπο μας δέν ἀφυπνισθήκαμε, ἀλλά περιοριζόμεθα στό νά ἐκτονωθοῦμε μέ γενικόλογους «ἀφορισμούς» καί ρητορικές κορῶνες, ἐπαναλαμβάνοντες ἐν χορῷ –κληρικοί καί λαϊκοί– τά ἴδια καί τά ἴδια ἀνιαρά καί ἀνούσια, τάχα πατριωτικά καί νταηλίδικα: «Νά ἐξεγερθοῦμε! Νά ἐπαναστατήσουμε! Γρηγορεῖτε! Ὑπάρχει κρίση ἠθική! Οἱ πολιτικοί μας εἶναι ἄθεοι, μασῶνοι! Ἄς ἐνεργήσουν πρός τό συμφέρον τοῦ λαοῦ! Πρέπει νά κάνουμε πνευματική ἐπανάσταση»!... καί ἄλλα τέτοια βαρύγδουπα, πού λέγονται μέ τόσο “προφητικό” καμάρι, σάν νά μήν τά ἔχη εἰπεῖ κανείς ἄλλος μέχρι σήμερα, σάν νά ἀνακάλυψαν μόλις τώρα τήν Ἀμερική ἤ τόν Διάβολο!
Ὅλα αὐτά τά τόσο …ἀποτελεσματικά καί …τελέσφορα(!), ὁ μέν διάβολος τά γράφει στά “παληά του τά παπούτσια”, γιατί δέν εἶναι χαζός νά φοβᾶται τά παχειά λόγια, πού ποτέ δέν ὑλοποιοῦνται, οἱ δέ πολιτικοί μας, διαπιστώνοντας ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τόσο “κοιμισμένοι” ζῶντες τό δικό τους …ἡρωϊκό παραλήρημα, εὐφραίνονται καί συνεχίζουν ἀπτόητοι νά “πίνουν εἰς ὑγείαν τοῦ κορόϊδου” Ἑλληνικοῦ λαοῦ!
Ἀλλοίμονο ἄν οἱ Πατέρες μας τό 1821 ἐξαντλοῦντο σέ τέτοιου εἴδους ἀνόητες καί ἀφελεῖς κορῶνες καί δέν ἔπιαναν τά ὅπλα νά διώξουν ἀπό κάθε γωνιά τῆς Πατρίδος μας τόν βάρβαρο Ἀντίχριστο! Ἀλλοίμονο ἄν οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Ἡγούμενοι τῶν Μοναστηριῶν καί οἱ Ἱερεῖς δέν ἀσχολοῦντο μέ τά …“ἀντιχριστιανικά” καί …“ἁμαρτωλά” ὅπλα –καί μάλιστα νά τά ἀποθηκεύουν στά Μοναστήρια τους καί νά κάνουν οἱ ἴδιοι οἱ Μοναχοί τή διανομή τους στούς πολεμιστές(!)– καί περιορίζονταν στό τάχα πνευματικό τους ἔργο “νά σώσουν καμμιά ψυχούλα”, ὅπως ἀκοῦμε σήμερα ἀπό καλούς ἀλλά ἀφελεῖς κληρικούς, πού δέν εἶναι οὔτε τώρα ἀκόμη (ὄχι πρό ἑξαετίας πού τούς τά λέγαμε) εἰς θέσιν νά καταλάβουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας καί ἡ Πίστη μας ἀλλά καί ὁ εὐσεβής –κυρίως– λαός μας εἶναι ὑπό ἀπηνῆ διωγμόν ἀπό τούς πολιτικούς!
Καί νά φαντασθῆ κανείς ὅτι τά ὅπλα πού χρειάζονται σήμερα δέν εἶναι τόσο …“ἁμαρτωλά”, ὅπως τό 1821! Σήμερα δέν χρειάζεται νά …ἁμαρτήσουμε ἀλλά ἁπλῶς νά διεκδικήσουμε τό Κοινοβούλιο. Νά μποῦμε μέσα στή Βουλή μέ νόμιμες καί δημοκρατικές διαδικασίες καί νά διώξουμε ἀπό τήν διακυβέρνηση τῆς Πατρίδος μας ὅλους τούς ξενοκίνητους ἰδιότυπους κατα κτητές. Νά πάψουμε νά κλαιγόμαστε σάν φτωχοί συγγενεῖς ἤ ἐπαῖτες, ἀλλά μέ τήν ψῆφο μας σέ ἀληθινά πιστούς ἀνθρώπους, γνήσιους στρατιῶτες τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ Παναγίας μας, νά κάνουμε τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ νά κλαῖνε μέ μαῦρο δάκρυ, γιατί θά διαπιστώσουν στήν πράξη ὅτι μέ τόν Χριστιανό δέν μπορεῖ κανείς νά “παίζη”!
Αὐτή εἶναι ἡ στρατηγική πού μᾶς χρειάζεται. Οὔτε φωνές, οὔτε κραυγές, οὔτε κορῶνες. Ὁ Χριστιανός δέν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ “ἀέρα” ἀλλά τῆς Πράξεως. Τό δύσκολο εἶναι νά βρῆς πραγμα τικούς Χριστιανούς!
Οἱ ἐλπίδες μας πλέον εἶναι μόνο στόν Θεό, στήν Ὑπεραγία Θεοτόκον καί σ’ αὐτούς πού θά ἐπιλέξουν ἀπό τή νέα χρονιά νά ζήσουν πραγματικά τόν «Ἐνιαυτόν Κυρίου» καί ὄχι σ’ ἐκείνους πού θεωροῦν πνευματική ζωή τό νά χάνουν ἄσκοπα τόν καιρό τους «ἀέρα δέροντες»!
Καλή καί εὐλογημένη Χρονιά!

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία

Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τὴν περίμεναν. Τὴν μητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καὶ ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγμὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴν θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.
Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθώντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: «...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστειον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαὶς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καὶ διανομὴν τῶν προσόντων εἰς μονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ μονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανώσα, μικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ".

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ Ἅγιος Γεδεὼν ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δημητριάδος (Νομὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὀνομάζονταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα.
Ὁ Γεδεών, κατὰ κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονῶν μὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερμὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστῖνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸν θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅμως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάμισε μὲ τὸ ὄνομα Ἰμπραήμ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραμίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόμους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλήσι του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεδεών.
Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἔμεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅμως τοῦ μαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου μέσα στὴν ἀγορὰ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυϊά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόμπευσαν στοὺς δρόμους τοῦ Τιρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια.
Ἐκεῖ, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὶς 30 Δεκεμβρίου 1818. Ἡ τίμια κάρα τοῦ μάρτυρα, ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.

Μετά τα Χριστούγεννα (Αλέξανδρου Σμέμαν)

Δεν προλαβαίνουμε να χαρούμε τα Χριστούγεννα, αυτή τη γιορτή της ειρήνης και της καλωσύνης που ακτινοβολεί το Παιδί της Βηθλεέμ, και τότε το ευαγγέλιο μάς προσκαλεί να παρασταθούμε μάρτυρες της έκρηξης μιας τρομακτικής μοχθηρίας απέναντι σ’ Αυτό, μιας μοχθηρίας που ποτέ δε θα τελειώσει ή θα αδυνατίσει.[...]
Ιστορικά γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης βασίλευε στην Παλαιστίνη με τη σύμφωνη γνώμη και υπό την προστασία των Ρωμαίων κατακτητών, και πως ήταν ένας απάνθρωπος και άδικος τύραννος. Στην αντίδραση του στη γέννηση του Χριστού, το ευαγγέλιο μάς δίνει το αιώνιο πορτραίτο της επίγειας εξουσίας που ο μοναδικός σκοπός και η ενέργειά της εξαντλούνται στη διατήρηση, χρησιμοποίηση και υπεράσπιση της δύναμης που κατέχει ενάντια σε ο,τιδήποτε πιθανώς απειλεί την ύπαρξή της. Mήπως δεν το ξέρουμε τόσο καλά εμείς οι ίδιοι; Πάνω απ’ όλα ο Ηρώδης είναι τρομαγμένος και φιλύποπτος. Πιθανώς να αναρωτηθούμε πώς ήταν δυνατό ένα παιδί να αποτελεί απειλή, ένα παιδί για το οποίο δε βρέθηκε κανένα άλλο κατάλυμα παρά μια σπηλιά για να γεννηθεί; Για τον Ηρώδη όμως ήταν αρκετό το ότι κάποιος –και στην περίπτωσή μας αυτοί οι μάγοι από την Ανατολή- ονόμασε «βασιλιά» αυτό το άγνωστο φτωχικό και αβοήθητο παιδί. Τίποτε άλλο δε χρειάστηκε για να μπει σε λειτουργία ο μηχανισμός της εγκληματικής αναζήτησης, έρευνας, ανάκρισης και εκτέλεσης.
«Τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους...». Έπρεπε να γίνει μυστικά, επειδή αυτού του τύπου η εξουσία γνωρίζει ότι μπορεί να λειτουργεί μόνο όταν η δουλειά της γίνεται μυστικά, που σημαίνει παράνομα και άδικα. Και τότε, «πορευθέντες», είπε ο Ηρώδης στους Μάγους «ακριβώς εξετάσατε περί του παιδίου.» Διατάζει να διερευνήσουν, να «κατασκευάσουν μιαν υπόθεση», να την προετοιμάσουν πολύ προσεκτικά έτσι, ώστε να μην υπάρχει καμιά διαφυγή ή σφάλμα καθώς ετοιμάζονται τα αντίποινα. Κατόπιν έρχεται το ψέμα: «επάν δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ.» Πόσο συχνά δεν έχουμε δει αυτό το είδος του ψέματος να διαμορφώνεται τόσο μεθοδικά καθώς προετοιμάζεται να εκτοξευθεί. Και τελικά η παράλογη και αιματοβαμμένη αντεκδίκηση: για να καταστραφεί ο ένας, δολοφονούνται εκατοντάδες. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, δε σταματά σε τίποτε. Και όλα αυτά για να προστατευθεί η άπληστη εξουσία, που δεν έχει κανέναν άλλο τρόπο για να υπερασπίσει τον εαυτό της από τη βία, την απανθρωπιά και την ετοιμότητα να δολοφονήσει.
Το φως των Χριστουγέννων συναντά το σκοτάδι της κακόβουλης εξουσίας που την έχει διαφθείρει ο φόβος και η καχυποψία. Από τη μια πλευρά: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.» Από την άλλη μια τρομακτική, συνεχώς κακή βούληση, ο ρόγχος ενός μισοπεθαμένου καθεστώτος που μισεί το φως, τον κόσμο, την ελευθερία, την αγάπη και επιθυμεί διακαώς να τα ξεριζώσει χωρίς έλεος. Γιατί να νοιαστεί αυτή η κακόβουλη εξουσία για τις κραυγές και το κλάμα των μητέρων που δε θα βρουν καμιά παρηγοριά; Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά οι ίδιες δύο εξουσίες εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες η μια απέναντι στην άλλη στον πολυβασανισμένο πλανήτη μας: η εξουσία της γυμνής δύναμης, η τυφλωμένη από το φόβο και τρομακτικά απάνθρωπη και η ακτινοβόλα εξουσία του παιδιού της Βηθλεέμ. Φαίνεται όμως πως όλη η εξουσία, όλη η δύναμη βρίσκεται στα χέρια αυτής της γήινης αρχής, στα χέρια της αστυνομίας της, των ανακριτών της, στα χέρια αυτού του αθάνατου συστήματος των νυκτερινών επιχειρήσεων. Μόνο όμως φαινομενικά: επειδή ποτέ δεν παύουν να λάμπουν το αστέρι και η εικόνα της Μητέρας με το Βρέφος, ο ύμνος «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» δεν έχει σιγήσει, και η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη ζουν. Τα Χριστούγεννα ήρθαν και έφυγαν, αλλά η λάμψη τους μένει.
 
 

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ἡ Ἁγία Ἀνυσία ἡ Ὁσιομάρτυς

Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (298 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἐαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε τὴν μέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ μαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο.
Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μιὰ φορὰ λοιπόν, ἐνῶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε μέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωμένος, ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Οι πειρασμοί στις γιορτές

Γέροντας Παΐσιος- Γέροντα, γιατί στις γιορτές συνήθως συμβαίνει κάποιος πειρασμός;
- Δεν ξέρεις; Στις γιορτές ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι έχουν χαρά και κερνούν, δίνουν ευλογίες, δώρα πνευματικά στους ανθρώπους. Εδώ οι γονείς κερνούν, όταν γιορτάζουν
τα παιδιά, η οι βασιλείς χαρίζουν ποινές, όταν γεννιέται κανένα βασιλόπουλο, οι Άγιοι γιατί να μην κεράσουν;
Μάλιστα η χαρά που δίνουν κρατάει πολύ και βοηθιούνται πολύ οι ψυχές. Γι’ αυτό ο διάβολος, επειδή το ξέρει αυτό, δημιουργεί πειρασμούς, για να στερηθούν οι άνθρωποι τα θεία δώρα και να μη
χαρούν ούτε να ωφεληθούν από την γιορτή. Και βλέπεις, μερικές φορές στην οικογένεια, όταν σε μια γιορτή ετοιμάζονται όλοι να κοινωνήσουν, τους βάζη ο πειρασμός να μαλώσουν, και όχι μόνο δεν
κοινωνούν, αλλά ούτε στην εκκλησία πηγαίνουν.

Τα φέρνει έτσι τα πράγματα το ταγκαλάκι, ώστε να στερηθούν όλη την θεία βοήθεια.

Αυτό παρατηρείται και στην δική μας, την καλογερική ζωή. Πολλές φορές το ταγκαλάκι, επειδή γνωρίζει εκ πείρας ότι θα βοηθηθούμε πνευματικά σε κάποια γιορτή, εκείνη την ημέρα, ή μάλλον από την
παραμονή, δημιουργεί έναν πειρασμό- σαν πειρασμός που είναι- και μας χαλάει όλη την διάθεση.

Μπορεί λ.χ. να μας βάλη να φιλονικήσουμε με ένα αδελφό, και ύστερα μας θλίβει, μας τσακίζει ψυχικά και σωματικά. Έτσι, δεν μας αφήνει να ωφεληθούμε από την γιορτή με τον χαρούμενο τρόπο της
δοξολογίας. Ο Καλός Θεός όμως, όταν δη ότι δεν δώσαμε εμείς αφορμή, αλλά αυτό έγινε μόνον από φθόνο του πονηρού, μας βοηθάει.

Και ακόμη πιο θετικά μας ωφελεί, όταν εμείς παίρνουμε ταπεινά το σφάλμα επάνω μας και δεν κατηγορούμε όχι μόνον τον αδελφό μας αλλά ούτε και τον μισόκαλο διάβολο, διότι η δουλειά του αυτή
είναι: να δημιουργή σκάνδαλα και να σκορπάη κακότητα, ενώ ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού πρέπει να σκορπάη ειρήνη και καλωσύνη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Τὰ Ἅγια Νήπια (περίπου 14.000) ποὺ ἐσφάγισαν μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρώδη

Ὅταν οἱ Μάγοι δὲν ἐπέστρεψαν στὸν Ἡρώδη νὰ τοῦ ποῦν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πονηρὸς αὐτὸς βασιλιὰς μηχανεύθηκε ἄλλο σχέδιο γιὰ νὰ ἐξοντώσει τὸ Θεῖο Βρέφος.
Εἶχε ἀκούσει ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, τόπος γέννησης τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ἡ Βηθλεέμ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς ἂν βρισκόταν μέσα στὴ Βηθλεὲμ ἢ στὰ περίχωρά της καὶ ἐπειδὴ συμπέρανε ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρονῶν, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δύο ἐτῶν.
Ἡ σφαγὴ ἔγινε ξαφνικά, ὥστε νὰ μὴ μπορέσουν οἱ οἰκογένειες νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ τὰ βρέφη τους. Καὶ οἱ δυστυχισμένες μητέρες εἶδαν νὰ σφάζονται τὰ παιδιά τους μέσα στις  ἴδιες τὶς ἀγκαλιές τους.
Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σωστὰ ἀνακήρυξε Ἅγια τὰ σφαγιασθέντα αὐτὰ παιδιά, διότι πέθαναν σὲ μία ἀθώα ἡλικία καὶ ὑπῆρξαν κατὰ κάποιο τρόπο οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μπορεῖ βέβαια νὰ μὴ βαπτίσθηκαν ἐν ὕδατι, βαπτίσθηκαν ὅμως, μέσα στὸ ἴδιο εὐλογημένο αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς θύματα δεκτά, ὡς νεόδρεπτα ῥόδα, καὶ θεία ἀπαρχή, καὶ νεόθυτοι ἄρνες, Χριστῷ τῷ ὥσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, ἁγνὰ Νήπια, τὴν τοῦ Ἡρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα, καὶ δυσωποῦντα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Οἱ Ἅγιοι Δισμύριοι (20.000) Μάρτυρες οἱ ἐν Νικομηδείᾳ καέντες

Τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας ἦταν ἀρκετὰ πολυπληθείς. Ὁ ἐπίσκοπος Ἄνθιμος, ἄνδρας ἄξιος καὶ μὲ αὐταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα – μέρα γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πρόοδος αὐτὴ τῶν χριστιανῶν κέντρισε τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων καὶ θέλησαν νὰ ἐξοντώσουν τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία, προπάντων στὰ μεγαλύτερα καὶ πολυπληθέστερα κέντρα της.
Σχεδίασαν λοιπόν, ἀνήμερα Χριστούγεννα νὰ κάνουν γενικὴ σφαγὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας. Οἱ χριστιανοὶ εἶχαν μαζευτεῖ καὶ πανηγύριζαν τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς εἶχαν περικυκλώσει στρατὸς καὶ ὄχλος εἰδωλολατρῶν μὲ ὄπλα καὶ ρόπαλα, διέταξε νὰ γίνει γρήγορα ἡ κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔπειτα, βάπτισε τοὺς κατηχουμένους, γιὰ νὰ ἔχουν ἀσφαλὴ ἐφόδια στὴν αἰώνια σωτηρία.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καοῦν χιλιάδες πιστοί. Τὸ τραγικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀντὶ νὰ μειώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀντίθετα τὸν πολλαπλασίασε καὶ χαλύβδωσε ἀκόμα περισσότερο τὸ ἠθικὸ τῶν πιστῶν.
Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀποδείχθηκε περίτρανα αὐτὸ ποὺ εἶπε ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «καὶ πύλαι ἅδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὁ θάνατος δηλαδὴ καὶ οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ, δὲ θὰ ὑπερισχύσουν, οὔτε θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη.
(Συναξαριακὴ πηγή, μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῶν πιὸ πάνω Μαρτύρων, ἀναφέρει καὶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους καὶ Δημοκρίτου. Ἡ ὕπαρξη ὅμως τῶν Ἁγίων αὐτῶν εἶναι ἀμφίβολη, διότι τὰ ὀνόματά τους καθὼς καὶ βιογραφικὰ στοιχεῖα γι’ αὐτοὺς δὲν ἀναφέρονται ἀπὸ καμία Ἁγιολογικὴ πηγή. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι καὶ συγχέονται μὲ τοὺς ὁμώνυμούς τους Μάρτυρες τῆς 10ης Ἀπριλίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον στράτευμα, πόλις ἁγία, περιούσιος λαὸς Κυρίου, ἀνεδείχθητε Δισμύριοι Μάρτυρες· τῇ γὰρ ἀγάπῃ αὐτοῦ δροσιζόμενοι, διὰ πυρὸς τὸν ἀγώνα ἠνύσατε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, ἐλέους σοφοὶ τὸν πρύτανιν, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Ομιλία περί της κατά σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Οικονομίας, του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά

Σχετικὰ μὲ τὴ συγκαταβατικὴ ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὅσα προσφέρθηκαν ἐξαιτίας τῆς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύτηκαν ἀληθινὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ ὁ Θεός, ἂν καὶ μποροῦσε νὰ ἐλευθερώσει μὲ ποικίλους ἄλλους τρόπους τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὸ διάβολο, προτίμησε νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὴ τὴ συγκαταβατικὴ τακτική.  

Μποροῦσε, ὁπωσδήποτε, ὁ προαιώνιος καὶ ἀπεριόριστος καὶ παντοκράτορας Λόγος καὶ παντοδύναμος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ περιβληθεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ ἀπαλλάξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια στὸ θάνατο καὶ τὴν ὑποδούλωση στὸ διάβολο, γιατὶ ὅλα ὑπακούουν στὶς ἐντολές του καὶ τὸ καθετὶ ἐξαρτιέται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐξουσία του, ὅλα ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ ἐνεργεῖ καί, σύμφωνά με τὸν Ἰώβ, τίποτε δὲ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητές του, ἄλλωστε, ἀπέναντι στὴν ἀπόλυτη ὑπεροχὴ τοῦ δημιουργοῦ, ἡ δύναμη ἀντίστασης τῶν δημιουργημάτων χρεοκοπεῖ, κανένα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα.
Ὅμως, αὐτὴ ἡ τακτικὴ σωτηρίας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ πιὸ προσαρμοσμένη στὴ δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας κι ἀκόμα ἦταν ἡ πιὸ ἀντάξια του Θεοῦ ποὺ τὴν ἐφάρμοζε μία καὶ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς δικαιοσύνης, χωρὶς τὸ ὁποῖο καμιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν πραγματοποιεῖται. «Δίκαιος γὰρ ὁ Θεός, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησε, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ», ὅπως λέει κι ὁ ψαλμῳδὸς Προφήτης.
Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸ Θεὸ πρῶτος καί, κατὰ συνέπεια, δίκαια ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸ Θεό· τότε κατέφυγε, μὲ τὴ θέλησή του, στὸν ἀρχηγὸ τῆς κακίας, ποὺ τὸν εἶχε παρασύρει μὲ τὶς δόλιες ἀντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατὰ συνέπεια, παραδόθηκε σ᾿ αὐτόν, ἔτσι εἰσχώρησε στὸν κόσμο ὁ θάνατος, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τοῦ πονηροῦ καὶ μὲ τὴν ἄδεια, τὴ δίκαιη, τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ θάνατος, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβάλλουσας κακότητας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας διπλασιάστηκε, κοντὰ σὲ κεῖνον ποὺ προσκολλήθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ὁ ἄλλος ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ διάβολος βίαια τὸν προξενεῖ.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ὑποταγὴ στὸ διάβολο καὶ ἡ παράδοση στὸ θάνατο ἐπῆλθε ὡς δίκαιη συνέπεια, ἔπρεπε καὶ ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπινου γένους στὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωὴ νὰ συντελεστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ πάλι ὡς δίκαιη συνέπεια. Καὶ δὲν ἦταν μόνο ἡ παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στὸ φθονερὸ ἐχθρό του, ποὺ πρόκυψε ὡς συνέπεια τῆς θείας δικαιοσύνης, ἦταν καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπεδίωξε ἄδικα νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ μὴν ὑπακούει πουθενὰ καὶ νὰ καταπιέζει, βρισκόμενος σὲ διάσταση μὲ τὴ δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τὴ δύναμή του ἐνάντια στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Θεός, λοιπόν, θεώρησε ὅτι προεῖχε νὰ νικηθεῖ πρῶτα ὁ διάβολος μὲ τὴ δικαιοσύνη, μὲ τὴν ὁποία ἔχει ἀνοιχτὴ διαμάχη, καὶ κατόπιν νὰ νικηθεῖ μὲ τὴ θεϊκὴ ὑπεροχή, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μέλλουσα κρίση. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ σειρά, νὰ προηγεῖται ἡ δικαιοσύνη ἀπὸ τὴ δύναμη, αὐτὸ ἁρμόζει ἀληθινὰ στὴ θεϊκὴ ἀγαθὴ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου, ὄχι στὴν καταπιεστικὴ ἐπιβολή: νὰ ἀκολουθεῖ ἡ δύναμη, ἀφοῦ πρῶτα ἐπιβληθεῖ ἡ δικαιοσύνη.
Καί, ὅπως ὁ διάβολος, ὁ παμπάλαιος φονιὰς τοῦ ἀνθρώπου, ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας ἀπὸ φθόνο καὶ μίσος, ἔτσι κι ὁ ζωοδότης μπῆκε στὴ μάχη μὲ τὸ μέρος μιᾶς ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα κι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ τοῦ ἔχει παρασχεθεῖ τὸ δικαίωμα, ἔβαλε σκοπό του νὰ καταστρέψει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ὁ πλάστης, ἔχοντας ἀντίθετα, κάθε δικαίωμα, ἀποφάσισε νὰ σώσει τὸ δημιούργημά του. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος πέτυχε μὲ τὴν ἀδικία καὶ τὴ δολιότητα νὰ καταγάγει νίκη καὶ νὰ γκρεμίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θεοδώρητο ἀξίωμά του, ἔτσι κι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφὸ σχέδιο ἐπέφερε τὴν πανωλεθρία τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς κακίας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου.
Λοιπόν, ὁ Θεὸς ἀπέφευγε νὰ χρησιμοποιήσει, πράγμα ποὺ μποροῦσε, τὴ δύναμη, ὥσπου νὰ προχωρήσει στὴν ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης, πράγμα ποὺ ἦταν ἀναγκαῖο. Ἔτσι ἄλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα ἡ δύναμη τῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ προτιμήθηκε ὡς τακτικὴ ἀπὸ τὸν παντοδύναμο ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει. Ἀπ᾿ αὐτὸ μάλιστα θά ῾πρεπε καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ παραδειγματιστοῦν, ὥστε νὰ ζοῦν μὲ δικαιοσύνη τὴν ἐπίγεια ζωή τους, ὥστε στὴν αἰώνια ζωὴ τῆς ἀθανασίας ν᾿ ἀναλάβουν τὴ δύναμη καὶ νὰ μὴ τὴ χάσουν ποτέ.
Κι ἀκόμα ἔπρεπε ὁ διάβολος ποὺ τότε νίκησε τὸν ἄνθρωπο, νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὴ νικημένη ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ κατατροπωθεῖ αὐτὸς ποὺ μὲ τόση πανουργία παγίδευσε τὸν ἄνθρωπο. .......Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ χρειαζόταν ἀπαραίτητα νὰ ὑπάρξει ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Ὅμως κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο. «Οὐδεὶς γάρ, λέει ἡ Γραφή, ἀναμάρτητος, οὐδ᾿ ἂν μία ἡμέρα ἡ ζωὴ αὐτοῦ» καὶ «τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν;»
Μονάχα ὁ Θεός, κανένας ἄλλος, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀναμάρτητος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ γεννημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ εὐθὺς ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής του, καὶ πάντοτε ἑνωμένος μ᾿ Αὐτὸν (δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει ἡ νὰ ἐννοηθεῖ ποτὲ Θεὸς στερημένος λόγου) καὶ οὐδέποτε διαχωρισμένος ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ἕνας ὑπαρκτὸς Θεὸς (τὸ ἀντιφέγγισμα τοῦ ἥλιου δὲν εἶναι ἄλλον φῶς διαφορετικὸ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ οἱ ἡλιακὲς ἀκτίνες δὲν εἶναι ἄλλοι ἥλιοι), γὶ αὐτό, λοιπόν, ὁ μόνος ἀναμάρτητος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καθίσταται γιὸς ἀνθρώπου, χωρὶς βέβαια, νὰ ἀλλάζει τίποτε ὡς πρὸς τὴ θεότητά του, μένοντας, ὅμως, ἀκηλίδωτος ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινή του ἰδιότητα.
«Ὅς, ὅπως προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας, ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ κεῖνος ποὺ δὲ «συνελήφθη ἐν ἀνομίαις» καὶ δὲν «ἐκυήθη ἐν ἁμαρτίαις» καθὼς διαπιστώνει, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἢ μᾶλλον γιὰ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁ Δαβὶδ στοὺς Ψαλμούς. Γιατὶ ἡ ἐπανάσταση τῆς σάρκας ἔχει ὡς αὐτόματη συνέπεια τὴν καταδίκη ποὺ εἶναι καὶ λέγεται φθορά.
Αὐτὴ ἡ ἐπανάσταση ἂν καὶ δὲ γίνεται μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ φανερὰ βρίσκεται σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νόμους τῆς νόησης καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τιθασεύεται ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους καὶ προσανατολίζεται μόνο πρὸς τὸν τομέα δημιουργίας παιδιῶν, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴ φθορὰ καὶ δὲν εἶναι παρὰ ἔφεση γιὰ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν αὐτοῦ ποὺ δὲ συνειδητοποίησε τὴν τιμὴ ποὺ ἀξιώθηκε ἡ φύση μας ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἐξομοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ γεννήθηκε, ἁπλῶς Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Παρθένο ἐπίλεκτη καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ βρώμικους σαρκικοὺς λογισμούς, σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες, γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο στὴ μήτρα τῆς ὁποίας ἐπέφερε τὴ σύλληψη ὄχι κάποια σαρκικὴ ὄρεξη, ἀλλ᾿ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε ἦταν ἡ ὑποδοχὴ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ οὐράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, ὄχι ὑπόκυψη καὶ δοκιμὴ στὴ γεμάτη πάθος σαρκικὴ ἐπιθυμία.
Μακριὰ ἀπὸ κάθε τέτοια ἐμπειρία, ἡ σύλληψη ἔγινε μέσα στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. «Ἰδοὺ γὰρ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου», ἀπάντησε ἡ ἄσπιλη Παρθένος στὸν ἄγγελο ποὺ τῆς ἔφερε τὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς, συνέλαβε καὶ γέννησε. Προκειμένου ἔτσι ὁ νικητὴς τοῦ διαβόλου, ὄντας ἄνθρωπος - θεάνθρωπος νὰ κατάγεται, βέβαια, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, νὰ μὴ μετέχει ὅμως στὴν κληρονομούμενη ἁμαρτία. Αὐτὸς μόνος ἀπ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους νὰ συλληφθεῖ χωρὶς νὰ συντρέχει τὸ γεγονὸς τῆς παρακοῆς, μόνος αὐτὸς νὰ μπεῖ στὴ μήτρα τῆς μητέρας τοῦ χωρὶς νὰ μεσολαβήσει ἡ ἐμπαθὴς ἡδονὴ τῆς σάρκας καὶ οἱ βρώμικες ἐπιθυμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ μιασμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ ἀνθρώπινη φύση.
Προκειμένου ἔτσι ὁ Χριστὸς νὰ ὑπάρξει τέλεια ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε μόλυνση ποὺ μεταδίδεται στοὺς ἀπογόνους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη κάθαρσης ὁ ἴδιος, καὶ νὰ δέχεται τὰ πάντα μὲ σοφία γιὰ χάρη μας. Καὶ ἔτσι νὰ γίνει ὁ ὁλοκληρωτικὰ νέος Ἄνθρωπος καὶ νὰ παραμείνει νέος πραγματικὰ κι ἀταλάντευτα, χωρὶς καθόλου νὰ παλιώνει πάλι, καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει, προσφερόμενος ὁ ἴδιος ὡς θεμέλιο καὶ ὡς ὄργανο, τὸν παλαιὸ Ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν διατηρήσει πάντα νέο, μιὰ καὶ μπορεῖ νὰ διώξει μακριὰ κάθε στοιχεῖο παλιὸ καὶ φθαρμένο.
Γιατὶ καὶ κεῖνος, ὁ πρῶτος Ἄνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχὴν πεντακάθαρος καὶ ἦταν νέος ὡσότου μὲ τὴ θέλησή του ἀκολούθησε τὸ διάβολο καὶ ἐκτράπηκε στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ ξέπεσε μὲς τὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παλιωθεῖ καὶ νὰ κατρακυλήσει στὴν παραφθορὰ τῆς φυσικῆς του κατάστασης.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης τοῦ κόσμου δὲν ἀνακαινίζει τὸν ἄνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια ἐξωτερικὴ ἐνέργειά του, ἀλλὰ τὸν προσλαμβάνει καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Καὶ δὲν ἀνορθώνει μόνο καὶ ξαναστεριώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν περιβάλλεται μὲ τρόπο ἀπερίγραπτο καὶ ἑνώνεται καὶ ταυτίζεται μαζί της, καὶ γεννιέται συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα βέβαια, ὥστε νὰ πάρει πίσω τῆς φύση του ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε κι ὁ πονηρὸς μὲ τὴ συμβουλή του τοῦ ἔκλεψε, παρθένο ὅμως, γιὰ νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο νέο, γιατὶ ἂν γεννιόταν μὲ σπέρμα ἀνδρός, θὰ ἔφερνε τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲ θὰ ἦταν καινούριος ἄνθρωπος, δὲ θὰ ἦταν ὁ ἀρχηγὸς καὶ χορηγὸς τῆς ζωῆς ἐκείνης ποὺ ποτὲ δὲν παλιώνει, δὲ θὰ κατάφερνε, ἂν ἀνῆκε στὴν παλιὰ ξεπεσμένη κατάσταση, νὰ προσλάβει ὁλόκληρη τὴ διαφανῆ θεότητα καὶ νὰ καταστήσει τὴ σάρκα ἀνεξάντλητη πηγὴ ἁγιασμοῦ τόσο, ὥστε νὰ ξεπλύνει καὶ νὰ καθαρίσει πλέρια τὸ μολυσμὸ τῶν προπατόρων καὶ νὰ ἐπαρκέσει γιὰ τὸν ἐξαγιασμὸ καὶ ὅλων τῶν ἐπιγόνων. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, νικημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ μᾶς, θέλησε νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, μὲ τὸ νὰ γεννηθεῖ τέλειος ἄνθρωπος ὅπως καὶ μεῖς, μένοντας ὅμως συγχρόνως ἀναλλοίωτα Θεός».

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Πρωτομάρτυρας καὶ Ἀρχιδιάκονος

Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριμένους μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων, ποὺ ἐξέλεξαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ γιὰ νὰ ἐπιστατοῦν στὶς κοινὲς τράπεζες τῶν ἀδελφῶν, ὥστε νὰ μὴ γίνονται λάθη. Ἂν καὶ κουραστικὴ ἡ εὐθύνη τοῦ ἐπιστάτη γιὰ τόσους ἀδελφούς, παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Στέφανος ἔβρισκε καιρὸ καὶ δύναμη γιὰ νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ» (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων στ’ 8 – 15, ζ’ 1 – 60). Δηλαδὴ ὁ Στέφανος, ποὺ ἦταν γεμάτος πίστη καὶ χάρισμα εὐγλωττίας, ἔκανε μεταξὺ τοῦ λαοῦ μεγάλα θαύματα, ποὺ προκαλοῦσαν κατάπληξη καὶ ἀποδείκνυαν τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως, καθὼς ἦταν προκατειλημμένοι, ἐξαπέλυσαν συκοφάντες ἀνάμεσα στὸν λαό, ποὺ διέδιδαν ὅτι ἄκουσαν τὸν Στέφανο νὰ βλασφημεῖ τὸ Μωϋσῆ καὶ τὸν Θεό. Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὲς τὶς συκοφαντίες, ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἐνσπείρει, ἅρπαξαν μὲ μίσος τὸν Στέφανο καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸ Συνέδριο, τάχα γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου ὑπῆρξε πρότυπο τόλμης καὶ θάρρους. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου, ἐξαπέλυσε λόγια – κεραυνοὺς ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἀπὸ ὑπόδικος, ὀρθώθηκε θυελλώδης ἐλεγκτὴς καὶ κατήγορος. Τότε, ἀκράτητοι ἀπὸ τὸ μίσος οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου τὸν θανάτωσαν μὲ λιθοβολισμό.
Ἐκεῖ φάνηκε καὶ ἡ μεγάλη συγχωρητικότητα τοῦ Στεφάνου πρὸς τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὴν φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε, μὴ λογαριάσεις σ’ αὐτοὺς τὴν ἁμαρτία αὐτή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδές σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Καθίσματα Όρθρου Χριστουγέννων

Η αλήθεια για τα Χριστούγεννα και η μυθοποίηση των Χριστουγέννων

Ο σκοπός της ενανθρωπήσεως είναι η θέωση του ανθρώπου. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αυτός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος). «Άνθρωπος γαρ εγένετο ο Θεός και Θεός ο άνθρωπος» (Ι. Χρυσόστομος). Στη λογική ενός ηθικιστού ο όρος «θεοποιηθώμεν», που χρησιμοποιούν Πατέρες, όπως ο Μ. Αθανάσιος, είναι σκάνδαλο. Γι’ αυτό μιλούν για «ηθική θέωση». Διότι φοβούνται να δεχθούν ότι με τη θέωση μεταβάλλεται «κατά χάριν» αυτό που ο Τριαδικός Θεός είναι «κατά φύσιν» (άκτιστος, άναρχος, αθάνατος). Τα Χριστούγεννα είναι, γι’ αυτό, άμεσα συνδεδεμένα και με τη Σταύρωση και την Ανάσταση, αλλά και την Ανάληψη και την Πεντηκοστή.

Ο Χριστός-Θεάνθρωπος χαράζει το δρόμο, που καλείται να βαδίσει κάθε σωζόμενος άνθρωπος, ενούμενος μαζί Του. Ο Ευαγγελισμός και τα Χριστούγεννα οδηγούν στην Πεντηκοστή,, το γεγονός της θεώσεως του ανθρώπου εν Χριστώ, μέσα δηλαδή στο σώμα του Χριστού. Αν τα Χριστούγεννα είναι η γέννηση του Θεού ως ανθρώπου, η Πεντηκοστή είναι η τελείωση του ανθρώπου ως Θεού κατά χάριν. Με το βάπτισμά μας μετέχουμε στη σάρκωση, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ζούμε και μεις τα «Χριστούγεννά μας», την ανά-πλασή μας. Οι Άγιοι δε, που φθάνουν στην ένωση με το Χριστό, τη θέωση, μετέχουν στην Πεντηκοστή και φθάνουν έτσι στη τελείωση και ολοκλήρωση του αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου. Αυτό σημαίνει εκκλησιαστικά πραγμάτωση του ανθρώπου, εκπλήρωση δηλαδή του σκοπού της υπάρξεώς του.

Όσο και αν είναι κουραστικός ο θεολογικός λόγος, και μάλιστα στον αμύητο θεολογικά σύγχρονο άνθρωπο, δεν εκφράζει παρά την πραγματικότητα της εμπειρίας των Αγίων μας. Μέσα από αυτήν την εμπειρία και μόνο μπορούν να κατανοηθούν εκκλησιαστικά, δηλαδή Χριστοκεντρικά, τα Χριστούγεννα. Αντίθετα, η αδυναμία του μη αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου να νοηματοδοτήσει τα Χριστούγεννα έχει οδηγήσει σε κάποιους γύρω απ’ αυτά μύθους. Οι άγευστοι της αγιοπνευματικής ζωής, μη μπορώντας να ζήσουν τα Χριστούγεννα, μυθολογούν γι’αυτά, στα όρια της φαντασίας και μυθοπλασίας, χάνοντας το αληθινό νόημά τους. Όπως μάλιστα θα δούμε, ο αποπροσανατολισμός αυτός δεν συνδέεται πάντοτε με την άρνηση του μυστηρίου, αλλά με αδυναμία βιώσεώς του, που οδηγεί αναπόφευκτα στην παρερμηνεία του.

Μία πρώτη μυθολογική απάντηση στο ερώτημα των Χριστουγέννων δίνεται από την αίρεση, τη στοχαστική και ανέρειστη –ανεμπειρική δηλαδή- θεολόγηση. Ο δοκητισμός, η φοβερότερη αίρεση όλων των αιώνων, δέχθηκε κατά φαντασίαν νάρκωση του Θεού Λόγου (δοκείν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία του Θεού στην ενδοκοσμική πραγματικότητα. Για ποιο λόγο θα μπορούσε να ερωτήσει κανείς. Οι Δοκήται ή Δοκηταί κάθε εποχής δεν μπορούν να ανεχθούν, στα όρια της λογικής τους, τη σάρκωση και τη γέννηση του Θεού ως ανθρώπου.

Μεταβαλλόμενοι σε αυτόκλητους υπερασπιστές του κύρους του Θεού, ντρέπονται να δεχθούν κάτι που ο ίδιος ο Θεός επέλεξε για τη σωτηρία μας. Το δρόμο της μητρότητας. Να γεννηθεί δηλαδή από μια Μάνα, έστω και αν αυτή δεν είναι άλλη από το καθαρότερο πλάσμα όλης της ανθρώπινης ιστορίας, την Παναγία Παρθένο. Όλοι αυτοί μπορούν να καταταχθούν στους «υπεράγαν» Ορθοδόξους (κατά τον άγ. Γρηγόριο το Θεολόγο). Γιατί ο Δοκητισμός οδήγησε στο Μονοφυσιτισμό, στην άρνηση της ανθρωπότητας του Χριστού. Είναι οι συντηρητικοί, οι τυποκράτες, οι ευσκανδάλιστοι. Γι’ αυτούς όλους είναι σκάνδαλο η αλήθεια, η πραγματικότητα, η ιστορικότητα. Ενώ άλλοι απορρτίπτουν τη θεότητα του Χριστού, αυτοί αρνούνται την ανθρωπότητά του. Και όμως, η Ορθοδοξία ως Χριστιανισμός στην αυθεντικότητά του, είναι η «ιστορικότερη θρησκεία», κατά τον αείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζει στην πραγματικότητα των ενεργειών του Θεού για τη σωτηρία μας και τις δέχεται με το ρεαλισμό της Θεοτόκου: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1,38)! «Και ο Πιλάτος στο Σύμβολο» λέγει μια ωραία σερβική παροιμία. Διότι ο Πιλάτος, ο πιο άβουλος αξιωματούχος της ιστορίας, ως υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, βεβαιώνει την ιστορικότητα του Ευαγγελίου. Εις πείσμα όμως των Δοκητών ο Θεός-Λόγος «σαρξ εγένετο -δηλαδή άνθρωπος- και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού (το άκτιστο φως της θεότητάς Του)» (Ιωάνν. 1, 14). Διότι «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2,9), είναι δηλαδή τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.

Η σάρκωση και γέννηση του Θεανθρώπου είναι σκάνδαλο για την ανθρώπινη σοφία, που αυτοκαταργούμενη και αυτοαναιρούμενη σπεύδει να χαραχτηρίσει «μωρία» το μυστήριο του Χριστού, που κορυφώνεται στον σταυρικό του θάνατο (Α’ Κορ. 1,23). Είναι δυνατόν ο Θεός να φθάσει σε τέτοιο όριο κενώσεως, ώστε να πεθάνει πάνω στο σταυρό ως Θεάνθρωπος; Αυτό είναι το σκάνδαλο για τους σοφούς του κόσμου. Γι’ αυτούς οι «θεοί» του κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τους ανθρώπους γι’ αυτούς, δεν θυσιάζονται αυτοί για τους ανθρώπους.

Πώς θα δεχθούν το μυστήριο της Θείας Ανιδιοτέλειας; «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν (θυσίασε) … ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωανν. 3, 16. 17). Στα όρια της «λογικής» ή «φυσικής» θεολογήσεως χάνεται τελικά το θείο στοιχείο στο πρόσωπο του Χριστού και μένει το ανθρώπινο, παρανοημένο και αυτό και παρερμηνευόμενο. Διότι δεν υπάρχει ιστορικά άνθρωπος-Χριστός, αλλά Θεάνθρωπος. Η ένωση Θεού και ανθρώπου στο πρόσωπο Θεού-Λόγου είναι «ασύγχητη» μεν, αλλά και «αδιαίρετη». Οι «λογικές» ερμηνείες του Προσώπου του Χριστού αποδεικνύονται παράλογες, διότι αδυνατούν να συλλάβουν με τη λογική το «υπέρλογο».

Η νομική-δικανική συνείδηση ζει και αυτή στο Χριστό το σκάνδαλό της. Αναζητεί σκοπιμότητα κοινωνική στη Σάρκωση και καταλήγει και αυτή στο μύθο, όταν δεν αυτοπαραδίδεται στον Θείο Λόγο. Οι Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσω του διακεκριμένου σχολαστικού τους Ανσέλμου (11ος αι.), το μύθο της «ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης». Ο Θεός-Λόγος σαρκούται, διά να σταυρωθεί-θυσιασθεί και δώσει έτσι ικανοποίηση στην προσβλή που προξένησε στο Θεό η ανθρώπινη αμαρτία! Τα κρατούντα τότε στη φραγκική φεουδαρχική κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικά) στο Θεό, που παίρνει τη θέση στη φραγκογερμανική φαντασία ενός υπεραυτοκράτορα. Ας φωνάζει ο Ιωάννης: «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν…» (3,16), ή ο Παύλος: «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην προς ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Όχι! «Για να πάρει εκδίκηση» και «ζητώντας ικανοποίηση» θα μάθει να φωνάζει ο δυτικός (ή δυτικοποιημένος) άνθρωπος.

Έτσι πλάσθηκε ένας «Χριστιανισμός» άλλου είδους, που δεν διαφέρει από μυθοπλασία, αφού προβάλλει στο Θεό τη φαντασία και τις προλήψεις μας. Η εκλογίκευση και η εκνομίκευση του μυστηρίου του Θεανθρώπου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος του Χριστιανισμού στην ιστορία.

Η θρησκευτική (τυπολατρική) συνείδηση ζει το «σκάνδαλο» της ενανθρωπήσεως καταφεύγοντας στη θρησκειοποίηση της Πίστεως. Εξαντλεί το νόημα των Χριστουγέννων στις τελετές και χάνει τον αληθινό σκοπό τους, που είναι η «υιοθεσία» (θέωση). «Ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν…» (Γαλ. 4,5). Είναι το σκάνδαλο του φαρισαϊσμού, έστω και αν λέγεται Χριστιανισμός.

Είναι όμως οι εχθροί του «παιδίου» που βιώνουν το σκάνδαλο της εξουσίας. Ο Ηρωδισμός! Οι κρατούντες ή μάλλον «δοκούντες άρχειν…» (νομίζοντες ότι κυβερνούν) (Μαρκ. 10,42), όπως ο Ηρώδης, βλέπουν στον νεογέννητο Χριστό κάποιον ανταγωνιστή και κίνδυνο των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό «ζητούσι την ψυχήν του παιδίου» (Ματθ. 2,20). Παρερμηνεύουν έτσι τον αληθινό χαραχτήρα της βασιλικής ιδιότητας του Χριστού, της οποίας «ουκ έσται τέλος». Ο Χριστός ως Βασιλεύς όλης της κτίσεως είναι ο μόνος αληθινός Κύριός της, ο δημιουργός και σωτήρας της και όχι ως οι Ηρώδες του κόσμου τούτου, που αδίστακτοι δολοφονούν, για να κρατήσουν την εξουσία τους.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ορθής προσεγγίσεως των Χριστουγέννων, δηλαδή αγιοπνευματικής: «Τοίνυν εορτάζομεν μη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς. μη κοσμικώς, αλλά υπερκοσμίως . μη τα ημέτερα, αλλά τα του ημετέρου (=όχι δηλαδή τους εαυτούς μας, αλλά τον Χριστόν ας τιμάμε…). μάλλον δε τα του Δεσπότου. μη τα της ασθενείας, αλλά τα της ιατρείας. μη τα της πλάσεως, αλλά τα της αναπλάσεως.



Από το βιβλίο «Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές», έκδ. «Διήγηση», Αθήνα 1998.

Ἡ Φυγὴ Στὴν Αἴγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ὅταν οἱ μάγοι προσκύνησαν τὸν Χριστό, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους, χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη. Τότε ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάρει τὸ παιδὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ νὰ φύγει στὴν Αἴγυπτο (Εὐαγγέλιο Ματθαίου, Β’ 13 – 18).
Καὶ ἔμειναν ἐκεῖ, μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ὠσηέ:  «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ὠσ. ια’ 1). Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἡρώδης ἔστειλε στρατιῶτες καὶ θανάτωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ περίχωρά της, ἀπὸ ἡλικίας δύο ἐτῶν καὶ κάτω. Διότι τόσο εἶχε ὑπολογίσει τὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ὁποῖο φοβόταν ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν βασιλεία.
Ἐπίσης, ἡ φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, φράσσει καὶ τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅπως λέει, ἂν δὲν ἔφευγε ὁ Κύριος καὶ φονευόταν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη , θὰ εἶχε ἐμποδιστεῖ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἂν πάλι τὸν συνελάμβαναν καὶ δὲν φονευόταν, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ ὅτι δὲν φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ μόνο κατὰ φαντασία. Ἔπειτα, ἡ φυγὴ φανερώνει ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ματαιώσει τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ.


Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Μυστήριο ξένον

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ μεγάλο καὶ ἀνερμήνευτο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ ἐνῶ πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ τελειώσουν οἱ ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν παρθενική της μήτρα, ὁ Καίσαρ Αὔγουστος διέταξε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους.
Τότε ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Βηθλεέμ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε πλησιάσει ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει ἡ Παρθένος καὶ δὲν ἔβρισκαν κατοικία νὰ καταλύσουν, διότι εἶχε μαζευτεῖ πολὺς λαὸς στὴν Βηθλεέμ, μπῆκαν σὲ ἕνα φτωχικὸ σπήλαιο. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος γέννησε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σπαργάνωσε σὰν βρέφος τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων. Ἔπειτα Τὸν ἔβαλε ἐπάνω στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἀπὸ τότε, ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ μὲ χαρὰ ψάλλουν τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων ἐκείνης τῆς νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ». Δόξα δηλαδή, ἂς εἶναι στὸν Θεό, ποὺ βρίσκεται στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν γῆ ὁλόκληρη, ποὺ εἶναι ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων καθιερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν 25η Δεκεμβρίου τοῦ 397 ἐπὶ πατριαρχείας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Κατ’ ἄλλους ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος, χώρισε τὶς δύο ἑορτὲς τῶν Φώτων καὶ τῶν Χριστουγέννων, οἱ ὁποῖες παλιότερα γίνονταν τὴν ἴδια μέρα, δηλαδὴ τὴν 6η Ἰανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἡ Γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους Ἀνατολήν. Κύριε δόξα σοι.

Ὑπακοή. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν, ὁ οὐρανός σοι προσεκόμισε, τῷ κειμένῳ Νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι’ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας· οὓς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ’ ἐσχάτη πτωχεία· τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος. Κύριε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Αὐτόμελον. Ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν Ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι, μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δέ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Μεγαλυνάριον.
Δόξα ἐν ὑψίστοις πᾶσα πνοή, ἐν χαρᾷ βοάτω, τῷ τεχθέντι ἐν Βηθλεέμ· ἐπὶ γῆς γὰρ ὤφθη, δωρούμενος εἰρήνην. Τὴν τούτου προσκυνήσωμεν, θείαν Γέννησιν.

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Αυγούστου Μοναρχήσαντος Δοξαστικό Εσπερινού Χριστουγέννων

Τα ομορφότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα!

Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται με δεκάδες έθιμα και παραδόσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Συγκεντρώσαμε μερικά από αυτά και σας τα παρουσιάζουμε.
Κεντρική Ελλάδα: Το τάισμα της βρύσης
Στην Κεντρική Ελλάδα τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το “τάισμα” της βρύσης. Περίπου τα χαράματα οι κοπέλες πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση και παίρνουν το αμίλητο νερό, αφού αφήσουν προηγουμένως εκεί βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς…


Γρεβενά: Τα δαιμονικά
Στα Γρεβενά ανάβουν ένα μεγάλο κούτσουρο σε μια γωνιά από την παραμονή των Χριστουγέννων και η φωτιά καίει συνέχεια μέχρι τα Φώτα για να προστατεύει την οικογένεια από τα δαιμονικά
Μάνη: Οι τηγανίδες
Στα χωριά έξω από τη Μάνη, πλάθουν και ψήνουν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι, η μητέρα και τα κορίτσια πλάθουν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι και το διπλώνουν στα τέσσερα.
Κρήτη: Η ζύμη
Σε χωριά της επαρχίας Αμαρίου, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων βάζουν λίγη κοινή ζύμη σ’ ένα πιάτο και κάποια στιγμή, ενώ βεγγερίζουν (ξενυχτούσαν συζητώντας) περιμένοντας, η ζύμη ανέβαινε και γινόταν προζύμι. Τότε, κατά την πίστη των ανθρώπων, ήταν η ώρα που γεννάται ο Χριστός.
Ηπειρος: Το «αναμμένο πουρνάρι»
Στην Ήπειρο έχουν μια ωραία συνήθεια. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, στα χωριά της Άρτας και των Ιωαννίνων, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να πει χρόνια πολλά, κρατάει ένα δεντρικό που καίει τρίζοντας.
Μακεδονία: Το Χριστόξυλο
Στα χωριά της Μακεδονίας, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια τις παραμονές των γιορτών και διαλέγει το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του με σκοπό να καίει συνέχεια στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Ο λαός πιστεύει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ.
«Πάντρεμα της φωτιάς»
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας “παντρεύουν”, τη φωτιά. Παίρνουν δηλαδή ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλλικάντζαρους.
Θεσσαλία: «Η γουρουνοχαρά»
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γίνεται με εξαιρετική φροντίδα, ενώ ακολουθεί γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Δράμα: «Οι Μωμόγεροι»
Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου έχει τις ρίζες της στις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια άγριων ζώων ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν ευχετικούς στίχους. Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια.


 

Ο Ευαγγελισμός των ποιμένων

Του Αρχιμ. Σεραφείμ Παπακώστα
Είναι άξιο πολλής προσοχής, ότι κατά την κοσμοϊστορική εκείνη νύκτα, κατά την οποία αποκαλύφθηκε το μέγα της βουλής του Θεού μυστήριο, κανείς άλλος δεν κρίθηκε άξιος να ευαγγελισθεί τη χαρά τη μεγάλη, «ότι ετέχθη υμίν Σωτήρ», παρά μόνο οι ποιμένες της Βηθλεέμ!Ο δε θελκτικός και θεόπνευστος ιστορικός της γεννήσεως και της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος, ο ευαγγελιστής Λουκάς, διαθέτει δέκατρεις ολόκληρους στίχους, για να περιγράψει την εμφάνιση του αγγέλου στους ποιμένες, τον ευαγγελισμό της μεγάλης χαράς, την υμνωδία «πλήθους στρατιάς επουρανίου», που είδαν και άκουσαν οι μακάριοι αυτοί άνδρες.
Υπήρχε βεβαίως στο κατάλυμα πλήθος ταξιδιωτών, που κατέλαβαν όλο το χώρο, ώστε να μην υπάρχει για την Παρθένο άλλος τόπος τοκετού, παρά μόνο το σπήλαιο του σταύλου και η φάτνη των αλόγων ζώων. Υπήρχε και στη Βηθλεέμ ο συνήθης πληθυσμός των κατοίκων της. Αλλ’ ούτε οι μεν ούτε οι δε κρίθηκαν άξιοι να ευαγγελισθούν τη χαρά τη μεγάλη, διότι τόσο αφιλόξενοι και άσπλαχνοι αποδείχθηκαν, ώστε να παραπέμψουν στο σταύλο τη λεχώνα και, καθόσον εξαρτιόταν από αυτούς, να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του γεννηθέντος βρέφους. Υπήρχαν στην Παλαιστίνη σοφοί νομοδιδάσκαλοι, πλούσιοι και βασιλείς και μεγιστάνες, αρχιερείς και πρεσβύτεροι και λευίτες. Αλλά κανείς δεν κρίθηκε άξιος να ευαγγελιστεί τη γέννηση του Μεσσία, διότι όλοι αυτοί ήταν ξένοι προς το πνεύμα του Μεσσία και προς τη σωτηρία, που προσέφερε ο Σωτήρας, ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ. Και κρίθηκαν άξιοι οι ποιμένες της Βηθλεέμ, σαν να ήταν εξαιρετικές φυσιογνωμίες. Και ήταν πράγματι τέτοιες, όχι βέβαια κατά το μέτρο της κρίσεως που κρίνουμε εμείς οι άνθρωποι τις προσωπικότητες, αλλά κατά το μέτρο της εκτιμήσης του Θεού.
Πρώτον μεν, διότι ήταν άνθρωποι ταπεινοί και ευσεβείς. Έμεναν μακριά από τις πόλεις και από τη φιλαρχία που αναπτύσσεται στους κατοίκους των πόλεων για τη κατάληψη των αξιωμάτων, μακριά από τη φιλαρχία που χρησιμοποιεί συχνά μέσα παράνομα και εγκληματικά, όσα οι άρχοντες των Ιουδαίων της εποχής εκείνης είχαν να παρουσιάσουν, αναπτύσσει δε έχθρες και μίση αδιάλλακτα, όσα τα περί την εξουσία μαχόμενα κόμματα της εποχής μας έχουν να επιδείξουν. Έμεναν μακριά από τις πόλεις, όπου οι κάτοικοι τους κατεξαντλούνται στη μανία εκείνη της επιδείξεως, που απαιτεί νέα πάντοτε φορέματα και καλλωπισμούς και αντιζηλίες και μάταιους διαγωνισμούς και ανομολόγητους συμβιβασμούς, μακριά από την επιτήδευση και την υποκρισία και τα κατά συνθήκη ψεύδη των δήθεν πολιτισμένων. Άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, ανεπιτήδευτοι, ήσυχοι, έτοιμοι να δεχθούν την αλήθεια σε καρδιά που δεν διέφθειρε ο σκεπτικισμός, «η φιλοσοφία και κενή απάτη», η απιστία των «συζητητών του αιώνος τούτου». Αυτός άλλωστε ο Θεός δεν είχε προείπει δια του προφήτη Ησαΐα: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;» (ξστ’ 2). Αυτούς πάντοτε ο Θεός θεωρεί προσωπικότητες άξιες του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του, οσοδήποτε χαμηλή κι αν είναι μεταξύ των ανθρώπων η κοινωνική θέση τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, τώρα επιβλέπει και στους ποιμένες κατά τρόπο εξόχως τιμητικό, αποστέλλων αγγέλους, «περιλάμπων δια δόξης Κυρίου», ευαγγελιζόμενος «χαράν μεγάλην, ότι ετέχθη αυτοίς Σωτήρ».
Αλλ’ ότι οι ποιμένες ήταν άξιοι τέτοιου ευαγγελισμού αποδεικνύεται δεύτερον εκ του ότι, μόλις άκουσαν την αγγελία αυτή, ούτε δυσπίστησαν, ούτε ανέβαλαν την απόλαυση του γεγονότος. Αλλ’ «ως απήλθον απ’ αυτών στον ουρανό οι άγγελοι, οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους, διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο Κύριος εγνώρισεν ημίν». Και όχι απλώς ήλθαν, αλλ’ «ήλθον σπεύσαντες» (β’ 15, 16), λέει ο ιερός ευαγγελιστής, ήλθαν με σπουδή και ταχύτητα ανάλογα προς το μέγα γεγονός, με τη φανέρωση του οποίου ο Θεός τους τίμησε.
Άκουσε και ο Ηρώδης από τους μάγους τη γέννηση του Σωτήρα, αλλ’ αντί να χαρεί και να σπεύσει να τον προσκυνήσει –όπως οι ποιμένες – «εταράχθη, εθυμώθη λίαν», εκινήθη εις φονική εκστρατεία και εξετέλεσε το φρικτό εκείνο κακούργημα της σφαγής των νηπίων. Άκουσαν «πάντες οι αρχιερείς και γραμματείς του λαού», συγκλιθέντες υπό του Ηρώδου. Και απαντούν μεν ορθώς, ότι κατά τις προφητικές βεβαιώσεις ο Χριστός γεννάται εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, δεν ενδιαφέρονται όμως να εξακριβώσουν το γεγονός και να σπεύσουν να υποδεχθούν το Σωτήρα. Κι έτσι πολιτικοί και θρησκευτικοί άρχοντες του λαού, η ιθύνουσα τάξη των Ιουδαίων, μένουν ξένοι προς τη χαρά τη μεγάλη της σωτηρίας και ετοιμάζονται προς επίθεση κατά του Σωτήρα. Υπάρχουν βεβαίως και εξαιρέσεις, οι μάγοι τώρα, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος κατόπιν, ο Παύλος μετέπειτα, που εκπροσωπούν τις αξιέπαινες εξαιρέσεις των πλουσίων, των αρχόντων, των διανοουμένων, που σπεύδουν προς το Σωτήρα εν πάση γενεά. Αλλ’ είναι λυπηρό, ότι συνήθως, εκτός των εξαιρέσεων, μένει ξένη προς τον Σωτήρα η ιθύνουσα τάξη πολλών χριστιανικών λαών, όχι δε λίγοι από αυτούς επιτίθενται με τα λόγια και τα έργα τους κατά της χριστιανικής πίστεως και γίνονται πολέμιοί της.
Ότι οι ποιμένες ήταν άξιοι της τιμής, που τους έκαμε ο Θεός, αποδεικνύεται τρίτον από το ότι ιδόντες το Παιδίον πίστευσαν, δόξασαν τον Θεό, διελάλησαν το γεγονός. Αν και στο σπήλαιο δεν είδαν τίποτε το εξαιρετικό αλλ’ απλώς «το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη», εν τούτοις «ιδόντες διεγνώρισαν περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου τούτου» διεγνώρισαν ότι «ετέχθη αυτοίς Σωτήρ» διεσθάνθηκαν ότι το μάτι εκείνο, που έβλεπε την προσκύνησή τους, δεν ήταν απλώς ματάκι νηπίου, αλλ’ ο Οφθαλμός «ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν», ότι το χέρι που απλώθηκε εις ευλογία, δεν ήταν απλώς χεράκι νηπίου, αλλά «χειρ Κυρίου», η ποιήσασα τον κόσμον. Χάρηκαν «χαράν μεγάλην», ότι διεγνώρισαν τον Σωτήρα τους. Όπου υπάρχει χαρά τέτοια, δεν είναι δυνατόν να μην εκδηλωθεί και να μη μεταδωθεί. Ιδού οι ταπεινοί ποιμένες αφ’ ενός μεν «υπέστρεψαν δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον» αφ’ ετέρου μετέδωσαν τα ευαγγέλια της χαράς της μεγάλης στον κύκλο των γνωρίμων τους. Τα μετέδωσαν δε με τέτοια πεποίθηση και πειστικότητα, ώστε «πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των ποιμένων προς αυτούς»!
Πράγματι, εκπληκτικό γεγονός, ότι οι πτωχοί ποιμένες αξιώθηκαν της μεγίστης τιμής ν’ ακούσουν πρώτοι τη χαρά τη μεγάλη, «ότι ετέχθη Σωτήρ». Αλλά όταν βλέπουμε με πόση προθυμία πιστεύουν, με πόσο ζήλο ευγνωμονούν και δοξάζουν τον Θεό για την τιμή και τη δωρεά αυτή, με πόση φιλάδελφον απλότητα σπεύδουν να μεταδώσουν την είδηση και τη χαρά και να χρηματίσουν έτσι οι πρώτοι ευαγγελιστές του μεγίστου στον κόσμο γεγονότος, πειθόμεθα, ότι ήταν άξιοι τέτοιας εκ μέρους του Θεού τιμής. Διότι αποδεικνύεται όντως άξιος της τιμής και της δωρεάς να γνωρίσει τον Σωτήρα και να βρει τη σωτηρία εκείνος, ο οποίος ακούει τα ευαγγέλια της σωτηρίας, ακούει τον λόγο του Θεού, μελετά την αλήθεια την ευαγγελική, την περί του Σωτήρος ευαγγελιζομένην, και πιστεύει, δοξάζει το Θεό, λατρεύει το Χριστό. Επί πλέον θεωρεί ανάγκη εσωτερική, που τον ωθεί να μεταδώσει και σε άλλους την ευλογία και ευεργεσία αυτή, που αξιώθηκε αυτός να λάβει ως φάρμακο μεν σωτήριον για τον εαυτό του, ως παρακαταθήκη δε και τάλαντον εκμεταλλεύσιμο επ’ αγαθώ και του πλησίον.
Εάν, λοιπόν, φίλε αναγνώστη, δεν αισθάνθηκες ακόμα τη χαρά τη μεγάλη, αυτό οφείλεται στο ότι δεν θέλησες ακόμα να γνωρίσεις τον Χριστό ως Σωτήρα σου, να ακούσεις το ευαγγέλιό του, να πιστεύσεις στην αλήθεια του, να δοξάσεις τον Θεό, να διαλαλήσεις το γεγονός. Και όμως ο Κύριος σου διανοίγει και πάλι την ευκαιρία της σωτηρίας. Θα θελήσεις να την επωφεληθείς; Το ευχόμεθα ολοψύχως.
 

Ο ρόλος της Παναγίας στην ενανθρώπιση (Κάλλιστου Γουέαρ)

Στην Καινή Διαθήκη διατυπώνεται με σαφήνεια ότι η Μητέρα του Ιησού Χριστού ήταν παρθένος (Ματθ. 1: 18,23,25). Ο Κύριός μας έχει έναν αιώνιο ουράνιο Πατέρα αλλά όχι πατέρα επίγειο. Γεννήθηκε έξω από το χρόνο από τον Πατέρα δίχως μητέρα και γεννήθηκε μέσα στο χρόνο από τη Μητέρα του δίχως πατέρα. Αυτή η πεποίθηση στην Παρθενική Γέννηση όμως δεν μειώνει καθόλου την πληρότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Αν και η μητέρα ήταν Παρθένος, έγινε μια πραγματική ανθρώπινη γέννηση ενός γνήσια ανθρώπινου βρέφους.
Όμως γιατί- ρωτάμε- η γέννησή του σαν ανθρώπου θα ‘πρεπε να ‘χει πάρει αυτή την ιδιαίτερη μορφή; Σ’ αυτό ίσως θα μπορούσε να δοθεί ως απάντηση το ότι η παρθενία της Μητέρας εξυπηρετεί σαν ένα «Σημείο» της μοναδικότητας του Υιού. Αυτό γίνεται με τρεις στενά συνδεδεμένους τρόπους. Πρώτο, το γεγονός ότι ο Χριστός δεν έχει επίγειο πατέρα σημαίνει ότι είναι στραμμένος πάντα πέρα απ’ την κατάστασή του μέσα στο χώρο και το χρόνο προς την ουράνια και αιώνια προέλευσή του. Το παιδί της Μαρίας είναι αληθινά άνθρωπος, αλλά δεν είναι μόνο άνθρωπος είναι μέσα στην ιστορία αλλά είναι και πέρα από την ιστορία. Η γέννηση του από μια παρθένο τονίζει το ότι αν και περιχωρούμενος είναι επίσης υπερβατικός αν και τέλειος άνθρωπος είναι και τέλειος Θεός.
Δεύτερο, το γεγονός ότι η Μητέρα του Χριστού ήταν παρθένος δείχνει ότι η γέννησή του πρέπει ν’ αποδοθεί με μοναδικό τρόπο σε θεία πρωτοβουλία. Αν και είναι τέλειος άνθρωπος, η γέννησή του δεν ήταν το αποτέλεσμα της σεξουαλικής ένωσης ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά ήταν μ’ ένα τρόπο ιδιαίτερο το άμεσο έργο του Θεού.
Τρίτο, η γέννηση του Χριστού από μια παρθένο υπογραμμίζει ότι η Ενσάρκωση δεν έχει καμιά σχέση με τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου. Όταν γεννιέται ένα παιδί από δυο ανθρώπινους γονείς με το συνηθισμένο τρόπο, αρχίζει να υφίσταται μια καινούρια ύπαρξη. Αλλά το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού δεν είναι άλλο από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Επομένως, στη γέννηση του Χριστού δεν άρχισε να υφίσταται ένα νέο πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του Υιού του Θεού που προϋπήρχε άρχισε τώρα να ζει όχι μόνο με θεϊκό αλλά και με ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης. Έτσι η Παρθενική Γέννηση αντανακλά την αιώνια προΰπαρξη του Χριστού.
Επειδή το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού ταυτίζεται με το πρόσωπο του Λόγου, η Παρθένος Μαρία δίκαια μπορεί να πάρει τον τίτλο Θεοτόκος. Είναι μητέρα όχι ενός ανθρώπινου γιου που έχει ενωθεί με το θείο Υιό, αλλ’ ενός ανθρώπινου γιου που είναι ο μονογενής Υιός του Θεού. Ο γιος της Μαρίας είναι το ίδιο πρόσωπο με το θείο Υιό του Θεού κι έτσι, χάρη στην Ενσάρκωση, η Μαρία είναι πραγματικά «Μητέρα του Θεού».
Αν και δεν δέχεται το Λατινικό δόγμα για την άμωμη Σύλληψη, η Ορθοδοξία στη λειτουργική της λατρεία καλεί τη Μητέρα του Θεού «άχραντο», «παναγία», «πανάμωμο». Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι μετά το θάνατό της αναλήφθηκε στον ουρανό, όπου τώρα κατοικεί- με το σώμα της, και με την ψυχή της- μέσα σ’ αιώνια δόξα με τον Υιό της. Για μάς είναι «η χαρά πάσης της κτίσεως» (Λειτουργία του Μ. Βασιλείου), «άνθος του ανθρώπινου γένους και πύλη του ουρανού» (Δογματικόν του α’ ήχου), «πολύτιμος θησαυρός όλου του κόσμου (αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας). Και μαζί με τον αγ. Εφραίμ το Σύρο λέμε κι εμείς:
Εσύ μόνε, ω Ιησού, μαζί με τη Μητέρα σου
είστε ωραίοι με κάθε τρόπο
Γιατί δεν υπάρχει σε Σένα κανένα ψεγάδι, Κύριέ μου,
και καμιά κηλίδα στη Μητέρα Σου.
Από αυτό μπορεί να φανεί πόσο υψηλή θέση τιμής, εμείς οι Ορθόδοξοι, αποδίδουμε στην Αγία Παρθένο μέσα στη θεολογία μας και στην προσευχή μας. Αυτή είναι για μας η ύψιστη προσφορά του ανθρώπινου γένους προς το Θεό. Με τα λόγια ενός ύμνου των Χριστουγέννων ψάλλουμε:
Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ,
ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς;
Έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων
την ευχαριστίαν σοι προσάγει
οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα,
οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα,
η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην,
ημείς δε μητέρα Παρθένον...
(Εσπερινός Χριστουγέννων)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὁσιομάρτυς

Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸν Σέργιο. Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια.
Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔμαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ μία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ. Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραμμές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα.
Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούμενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη. Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸν χριστιανισμό.
Ἀπὸ μίσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερματίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως», μαζὶ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου πνεύματος, τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν Ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

TΙ ΣΟΙ ΠΡΟΣΕΝΕΓΚΩΜΕΝ ΧΡΙΣΤΕ

Το γιατί και το πώς τη Σαρκώσεως του Θεού (Αγ.Ι. Χρυσοστόμου)

Βλέπω ταυτόχρονα έναν μαραγκό και μια φάτνη και ένα Βρέφος και σπάργανα και λεχώνα Παρθένο που στερείται τα πλέον απαραίτητα, βλέπω τα πάντα να είναι φτωχικά, τα πάντα πλημμυρίζουν από ανέχεια. Είδες πλούτος που υπάρχει μέσα σε τόσο μεγάλη φτώχεια; Είδες πως, ενώ ο Χριστός ήταν πλούσιος, φτώχευσε για χάρη μας;Δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα και γι’ αυτό τοποθετήθηκε σε μια ξερή φάτνη.
Ω φτώχεια που είσαι πηγή πλούτου! Ω πλούτε αμέτρητε που κρύβεσαι από τη φτώχεια! Είναι ξαπλωμένος μες στη φάτνη και συνταράσσει την οικουμένη. Τυλίγεται με σπάργανα και διασπά τα δεσμά της αμαρτίας. Ακόμη δεν μίλησε και δίδαξε τους μάγους και τους παρακίνησε σε μετάνοια και μεταστροφή. Τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Να, ένα Βρέφος σπαργανώνεται και τοποθετείται στη φάτνη. Κοντά του είναι η Μαρία που είναι Παρθένος και μητέρα μαζί. Κοντά του και ο Ιωσήφ, που λεγόταν, χωρίς να είναι, πατέρας. Εκείνος, χωρίς να είναι, λεγόταν άνδρας της Μαρίας, κι εκείνη, χωρίς να είναι, λεγόταν γυναίκα του Ιωσήφ. Νόμιμες ονομασίες αλλά χωρίς περιεχόμενο συζυγικού δεσμού. Μπορείς να κατανοήσεις τα λόγια μου, όχι όμως και τα γεγονότα. Ο Ιωσήφ μνηστεύτηκε μόνο τη Μαρία και το Άγιο Πνεύμα την σκέπασε με τη χάρη του. Γι’ αυτό και βρισκόταν σε απορία ο Ιωσήφ και δε γνώριζε πως να χαρακτηρίσει το Βρέφος. Δεν τολμούσε να πει πως ήταν καρπός μοιχείας και δεν μπορούσε να προφέρει λόγια βλάσφημα σε βάρος της Παρθένου, δεν είχε όμως και τη δύναμη να παραδεχθεί ως δικό του το παιδί, γιατί γνώριζε καλά, πως δεν είχε ιδέα για τον τρόπο που γεννήθηκε, ούτε ποιος έκανε το παιδί. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε απορία, ήρθε από τον ουρανό μήνυμα με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβάσαι Ιωσήφ, γιατί εκείνο που γεννήθηκε μέσα της προέρχεται από Πνεύμα Άγιον».
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν σκέπασε την Παρθένο. Αλλά γιατί γεννάται ο Χριστός από την Παρθένο και διατηρεί ακέραιη την παρθενία της; Επειδή πριν από πολλούς αιώνες ο διάβολος εξαπάτησε την Εύα, που ήταν κι εκείνη παρθένος, γι’ αυτό πήγε ο Γαβριήλ τη χαρμόσυνη είδηση στη Μαριάμ που ήταν Παρθένος. Αλλά η Εύα όταν εξαπατήθηκε, προκάλεσε με τα λόγια της το θάνατο στο ανθρώπινο γένος, ενώ η Μαρία, αφού δέχτηκε τη χαρμόσυνη είδηση, γέννησε με ανθρώπινη μορφή το Θεό Λόγο που έγινε σε μάς φορέας αιώνιας ζωής. Ο λόγος της Εύας υπέδειξε το ξύλο, με το οποίο εκδιώχθηκε ο Αδάμ από τον Παράδεισο, ο Λόγος όμως που γεννήθηκε από την Παρθένο έδειξε το σταυρό με τον οποίο μπροστά στα μάτια του Αδάμ οδήγησε το ληστή στον Παράδεισο.
Επειδή λοιπόν δεν πίστευαν οι ειδωλολάτρες ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι αιρετικοί, ότι ο Θεός γέννησε χωρίς καμιά μεταβολή και χωρίς να πάθει τίποτε, γι’ αυτό γεννήθηκε σήμερα με φθαρτό σώμα και διατήρησε άφθαρτο το φθαρτό, για να δείξει ότι όπως δεν έφθειρε την παρθενία όταν γεννήθηκε από την Παρθένο, έτσι και ο Θεός, χωρίς να πάθει οποιαδήποτε μεταβολή και ρεύση η άγια ουσία του, γέννησε ως Θεός με τρόπο θαυμαστό Θεό. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι αδιαφορούσαν για Εκείνον και κατασκεύαζαν ανθρωπόμορφα είδωλα, τα οποία λάτρευαν περιφρονώντας τον Δημιουργό, γι’ αυτό και σήμερα ο Λόγος του Θεού, ενώ είναι Θεός, εμφανίστηκε με ανθρώπινη μορφή για να καταργήσει το ψεύδος και να επαναφέρει με μυστικό τρόπο τη λατρεία στον Εαυτό Του. Ας δοξάσουμε λοιπόν Εκείνον, το Χριστό, που μάς άνοιξε δρόμο μέσα από αδιάβατο τόπο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
 
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου

«Χριστός γεννάται...» (Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου)

Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφίμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν Εκείνον που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται κάτω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού.
Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ’ αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη.
Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την παράδοξη γέννησή του και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές».
Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν πως ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στον υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς να βγάζουν μόνοι τους άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ’ Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμα θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρες Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ’ Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ’ Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ’ Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ’ Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ’ Εκείνον που ανέδειξε έναν από τους τελώνες σε ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ’ Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου, οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευθεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη.
Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι’ αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη».
 
 
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Ἀπὸ αὐτούς, οἱ μὲν Θεόδουλος, Σατορνῖνος, Εὔπορος, Γελάσιος καὶ Εὐνικιανός, ἦταν ἀπὸ τὴ Γορτυνία τῆς Κρήτης. Ὁ Ζωτικός, ἀπὸ τὴν Κνωσό. Ὁ Ἀγαθόπους ἀπὸ τὸ λιμένα Πανούρμου. Ὁ Βασιλειάδης (ἢ Βασιλείδης) ἀπὸ τὴν Κυδωνία. Ὁ Εὐάρεστος καὶ ὁ Μόβιος (ἢ Πόμπιος, ἢ Πόντιος) ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο.
Ὅλοι μαρτύρησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Καὶ οἱ δέκα μὲ πολὺ ζῆλο ἐργάζονταν γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὸ νησί. Καταγγέλθηκαν στὸν ἔπαρχο Κρήτης, ποὺ ἦταν συνώνυμος τοῦ αὐτοκράτορα, ὀνομαζόταν δηλαδὴ καὶ αὐτὸς Δέκιος. Ὁ ἔπαρχος, ὅταν εἶδε τὴν ἀνθηρὴ νεότητά τους καὶ τὸ ἀρρενωπό τους παράστημα, προσπάθησε νὰ τοὺς παρασύρει μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις ἐγκόσμιων ἀπολαύσεων καὶ ἡδονῶν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι τίποτα δὲν πετύχαινε, διέταξε νὰ τοὺς μαστιγώσουν, καὶ κατόπιν τοὺς λιθοβόλησαν.
Οἱ γενναῖοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὑπέμειναν ἡρωικὰ τὰ βασανιστήρια, ἐνθυμούμενοι τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιούσθω ἡ καρδίᾳ ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον». Δηλαδή, νὰ ἔχετε γενναῖο καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα, καὶ ἡ καρδιά σας ἂς γίνεται κραταιὰ καὶ ἀτρόμητη, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐλπίζετε στὸν Κύριο.
Κατόπιν, μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου, οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν μὲ τὰ ξίφη τους τὶς τίμιες κεφαλὲς τῶν δέκα χριστιανῶν Ἁγίων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Κρήτης τὰ εὔοσμα, ἄνθη τιμήσωμεν, τὰ διαπνέοντα, ὀσμὴν τὴν ἔνθεον, Θεόδουλον καὶ Ζωτικόν, Γελάσιον Σατορνῖνον, Εὔπορον Εὐάρεστον, Ἀγαθόποδα Πόμπιον, Εὐνικιανὸν ὁμοῦ, Βασιλείδην τε ἔνδοξον, βοῶντες πρὸς αὐτοὺς ὁμοφρόνως· χαῖρε Δεκὰς ἡ τῶν Μαρτύρων