Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Η εμπιστοσύνη μας στο Θεό δοκιμάζεται «σκληρά»

Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.

Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».

Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις που μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό.

Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ' όλες τις δεήσεις.

Για το θερμό χριστιανό όλα στη ζωή του γίνονται δύσκολα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του χειροτερεύει, παύουν να τον εκτιμούν αυτό που ανέχονται σ' άλλους, σ' αυτόν δεν το συγχωρούν, η εργασία του πληρώνεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω από το νόμιμο, το σώμα του εύκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Η φύση, οι άνθρωποι, όλα στρέφονται εναντίον του.

Παρότι τα φυσικά του χαρίσματα δεν είναι κατώτερα από τα χαρίσματα των άλλων, δεν βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες να τα χρησιμοποίηση. Επί πλέον υπομένει πολλές επιθέσεις από τις δαιμονικές δυνάμεις και το αποκορύφωμα είναι η ανυπόφορη θλίψη από τη θεία εγκατάλειψη.

Τότε κορυφώνεται το πάθος του, γιατί πλήττεται ο όλος άνθρωπος σ' όλα τα επίπεδα της υπάρξεως του.

Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο; Είναι δυνατό αυτό;

Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πως Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. H ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.

Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. H ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πως βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.

Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πως η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ' όλες τις πτυχές της ζωής του.

Χιλιόχρονη πείρα, που παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πως, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι' Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη που είναι απρόσιτα σ' άλλους.

Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, που μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.

Τότε γίνεται ολοφάνερο πως έφτασε στα όρια, που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.

Μη φοβάσαι τίποτα... Ο Χριστός είναι κοντά σου!

Κάπου διάβασα πως ο χειρότερος θάνατος είναι όταν χάσεις την ελπίδα σου...

Η ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Είναι γεμάτη δυσκολίες, εμπόδια, αδιέξοδα, θλίψεις, δοκιμασίες τρομερές. Είναι αντίστροφη πορεία. Πορεία φθοράς...

Εκεί, όμως, που όλα οδηγούν στο θάνατο, στο μηδέν, εκεί τότε έρχεται Εκείνος που είναι πανταχού παρών.Τότε, όταν θα νιώσεις πως όλα χάνονται, όταν νιώσεις τον πόνο και τα δάκρυα να πνίγουν την ψυχή σου, έρχεται ο Χριστός με το βλέμμα Του γεμάτο αγάπη. Και σου απλώνει το χέρι, όπως στον Πέτρο στην φουρτουνιασμένη θάλασσα... Και σε κοιτάζει γεμάτος στοργή και σε γεμίζει ειρήνη και σιγουριά.

Είσαι παιδί Του. Και Αυτός πατέρας σου.

Άσε λοιπόν, την ελπίδα σου στον Χριστό. Προχώρα μπροστά και μη φοβάσαι! Όρθωσε το βλέμμα σου στο γεμάτο φως πρόσωπό Του και μη λυγίζεις! Αυτός θα σε σηκώνει, όταν πέφτεις. Αυτός θα σε παρηγορεί, όταν θλίβεσαι. Είναι ο παντοδύναμος Θεός. Ο Ων. Το Α και το Ω.

Τι έχεις, λοιπόν, να φοβηθείς;

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

Οι Απόστολοι του Χρίστου θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος
Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Πέτρος, ο Αρνητής που Αγάπησε

Η άρνηση του Χριστού από τον απόστολο Πέτρο και η επιστροφή του σ' Αυτόν με συγκλονίζουν ιδιαίτερα, επειδή κι εγώ, Κύριε, σε αρνιέμαι καθημερινά.

Σε αρνιέμαι όταν σε βλαστημάω ή όταν ακούω να σε βλαστημάνε και δε μιλάω.
Σε αρνιέμαι όταν εξευτελίζω ή πληγώνω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Όταν ταπεινώνω τους υπαλλήλους μου. Όταν κάνω κακό (έστω και με τη σκέψη) στο συνάνθρωπό μου (δηλ. στην εικόνα σου), που τόσο αγαπάς.
Σε αρνιέμαι όταν απατάω τη γυναίκα μου. Όταν βλέπω έναν άνθρωπο (εικόνα σου) σαν αντικείμενο για εκμετάλλευση ή για εξαπάτηση ή κοροϊδία, όταν βλέπω μια γυναίκα σαν ένα κομμάτι κρέας που λαχταράω να το χρησιμοποιήσω για την ηδονή μου...


Σε αρνιέμαι όταν γυρίζω την πλάτη μου στην Εκκλησία σου (που θεμέλιωσες πάνω στο αίμα Σου), όταν κοροϊδεύω ή απλά δεν εφαρμόζω όλα όσα μου προσφέρει για να σε πλησιάσω: δεν εξομολογούμαι, δε νηστεύω, δεν πάω εκκλησία, παρά μόνο από υποχρέωση, δε μεταλαβαίνω, δεν προσεύχομαι, δεν κάνω το σταυρό μου...
Ναι, σε αρνιέμαι, γιατί είμαι αδύναμος (δήθεν δυνατός, ψευτοεγωιστής), και με κάνει μπαλάκι ο εχθρός μου, ο διάβολος, που φυσικά κάνω πως δεν υπάρχει και λέω πως είναι παραμύθια των παπάδων & των γιαγιάδων - λες κι οι γιαγιάδες, τουλάχιστον (αλλά και μερικοί παπάδες), δεν έχουν σοφία, γνώση των πνευματικών θεμάτων και πολλές φορές μεγάλη αγιότητα. Όχι, αν δεν ξέρουν να χειρίζονται pc και να μπαίνουν στο Internet, για μένα δε μετράνε...


Έτσι, σήμερα που γιορτάζει ο Πέτρος σου, θυμήθηκα την άρνησή του και συγκινήθηκα (σα να είδα καθρέφτη), αλλά πρόσεξα και κάτι που δεν είχα προσέξει ώς τώρα στην επιστροφή του (είδες; δεν τολμάω να πω τη "σιχαμερή" λέξη "μετάνοια")...


Να η ιστορία της τριπλής άρνησής του, όπως τη διηγείται το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο τέλος του κεφ. 26 (τα καφέ είναι δικές μου επεξηγήσεις):
Ο Πέτρος καθόταν έξω, στην αυλή [του σπιτιού όπου δίκαζαν και έδερναν το Χριστό]. Και τον πλησίασε μια υπηρέτρια και είπε: "Και συ ήσουν μαζί με τον Ιησού το Γαλιλαίο". Εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: "Δεν ξέρω τι λες". Και βγαίνοντας έξω, στην πύλη, τον είδε μια άλλη και τους λέει: "Κι αυτός εκεί ήταν με τον Ιησού το Ναζωραίο". Και πάλι αρνήθηκε, με όρκο, λέγοντας: "Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο". Σε λίγο όμως, πλησίασαν αυτοί που στέκονταν εκεί [υπηρέτες και μπράβοι] και είπαν στον Πέτρο: "Αλήθεια, κι εσύ απ' αυτούς είσαι· σε φανερώνει και η ομιλία σου" [με προφορά από την περιοχή της Γαλιλαίας, απ' όπου ήταν ο Χριστός]. Τότε άρχισε να ορκίζεται και να καταριέται λέγοντας "δεν τον ξέρω". Και αμέσως φώναξε ο πετεινός. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια του Ιησού, που του είχε πει "πριν φωνάξει ο κόκορας θα με αρνηθείς τρεις φορές", και βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.


Να και το αρχαίο κείμενο:
Ο δε Πέτρος έξω εκάθητο εν τη αυλή· και προσήλθεν αυτω μία παιδίσκη λέγουσα· και συ ήσθα μετά Ιησού του Γαλιλαίου. ο δε ηρνήσατο έμπροσθεν αυτών πάντων λέγων· ουκ οίδα τι λέγεις. εξελθόντα δε αυτόν εις τον πυλώνα είδεν αυτόν άλλη και λέγει αυτοίς· εκεί και ούτος ην μετά Ιησού του Ναζωραίου. και πάλιν ηρνήσατο μεθ’ όρκου ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. μετά μικρόν δε προσελθόντες οι εστώτες είπον τω Πέτρω· αληθώς και συ εξ αυτών ει· και γαρ η λαλιά σου δήλόν σε ποιεί. τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον· και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε. και εμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτω ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με· και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.

*****
Δες τώρα, ψυχή μου, πώς ο Χριστός ισοφάρισε τις τρεις αρνήσεις του Πέτρου, μετά την ανάστασή Του. Διαβάζω στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 21 (λίγους στίχους πριν το τέλος του ευαγγελίου):


Κι όταν έφαγαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: "Σίμωνα, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς πιο πολύ απ' αυτούς;". Του λέει: "Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σ' αγαπώ". Του λέει: "Βόσκε τα αρνάκια μου". Και του ξαναλέει δεύτερη φορά: "Σίμωνα, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς;". Του λέει: "Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σ' αγαπώ". Του λέει: "Βόσκε τα πρόβατά μου". Και του λέει τρίτη φορά: "Σίμωνα, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς;". Λυπήθηκε ο Πέτρος που τον ρώτησε τρίτη φορά "μ' αγαπάς", και του λέει: "Κύριε, εσύ τα ξέρεις όλα, εσύ ξέρεις ότι σ' αγαπώ". Του λέει ο Ιησούς: "Βόσκε τα πρόβατά μου. Αλήθεια σου λέω, όταν ήσουν νεότερος ντυνόσουν μόνος σου και πήγαινες όπου ήθελες. Όταν γεράσεις όμως, θ' απλώσεις τα χέρια σου και θα σε ντύσει άλλος και θα σε πάει εκεί που δε θέλεις". Αυτό το είπε εννοώντας με τι θάνατο θα δοξάσει το Θεό [σταύρωση, όπως ο Χριστός, αλλά με το κεφάλι προς τα κάτω].


Να το και στ' αρχαία:
Οτε ουν ηρίστησαν, λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτω· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτω· βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτω πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτω· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτω· ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτω το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτω το τρίτον, φιλείς με, και είπεν αυτω· Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτω ο Ιησούς· βόσκε τα πρόβατά μου. αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ης νεώτερος, εζώννυες σεαυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες· όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείράς σου, και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις. τούτο δε είπε σημαίνων ποίω θανάτω δοξάσει τον Θεόν...


Αυτό που με συγκίνησε σήμερα λοιπόν σ' αυτή την ιστορία, που την ήξερα κι από πριν, είναι πως ο Ιησούς, για να ισοφαρίσει την άρνηση του Πέτρου και να τη μετατρέψει σε αποδοχή (κι έτσι ο Πέτρος να ξαναγίνει και τυπικά πλέον απόστολος του Χριστού, αφού ποθούσε στ' αλήθεια να γυρίσει κοντά Του), δεν τον ρώτησε "με πιστεύεις;", αλλά τον ρώτησε: "Μ' αγαπάς;".


Αυτό λοιπόν, Χριστέ μου, θεωρείς αποδοχή: το να σ' αγαπάμε. Όχι απλά "να σε πιστεύουμε", αλλά να σ' αγαπάμε. Άλλωστε, στο Μυστικό Δείπνο, είπες: "Αν με αγαπάτε, εφαρμόστε τις εντολές μου" (κατά Ιωάννην, κεφ. 14, στίχος 15).
Λοιπόν, Χριστέ μου, σ' αγαπώ. Ναι, σ' αγαπώ. Αλλά ντρέπομαι να τ' ομολογήσω, γιατί είμαι δειλός και φοβάμαι πως θα με κοροϊδεύουν. Δώσ' μου, αν θέλεις, λίγη δύναμη να προσπαθήσω... Σ' αγαπώ! Κάνε με δικό σου και, όταν έρθει η Ώρα, πάρε με κοντά σου.


Ψυχή μου, κάνε τον αγώνα σου. Ας κοάζουν τα βατράχια - εσύ τη δουλειά σου. Να, βρες ένα ευαγγέλιο και διάβασε. Βρες βίους αγίων (ιδιαίτερα της εποχής μας) και δες πώς έζησαν αυτοί, ώστε να κάνεις έστω ένα βήμα κι όχι 100, όπως έκαναν εκείνοι... Βρες την Ιερά Σύνοψη και διάβασε την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, με τις 10 προσευχές αγίων προς το Χριστό, να δεις τι θα πει αγώνας και αληθινή μετάνοια. Τότε θά 'χεις κάνει το 1ο βήμα - και τότε θα ελπίζεις...

Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: Ὁ πραγματικὰ Σοφὸς ἄνθρωπος.

Σοφία εἶναι το νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ εὐαγγελικὴ «εὐταξία», μὲ εὐαγγελικὴ «ἀκρίβεια». Ἀφροσύνη πάλι εἶναι το νὰ ζεῖ κάποιος διασκεδάζοντας ἀτάκτως, ἀναλώνοντας τὴν ψυχή του σὲ ἁμαρτίες καὶ πάθη. Σοφὸς ἐκεῖνος ποῦ χτίζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς του στὴν τήρηση τῶν ἱερῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄφρων εἶναι ἐκεῖνος ποῦ πράττει τὸ ἀντίθετο. Γιατί ὅλα ὅσα οἰκοδομοῦνται ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀντέχουν σὲ ὅλες τὶς καταιγίδες καὶ φουρτοῦνες καὶ στὰ δεινά των πειρασμῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου. Ὅτι πάλι οἰκοδομεῖται δίχως Χριστὸ καὶ ἐρήμην του Χριστοῦ καὶ ἐνάντια στὸν Χριστό, εὔκολα καταρρέει καὶ συντρίβεται μόλις φανοῦν οἱ φουρτοῦνες τῶν πειρασμῶν, τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν, μὰ κυρίως ὅταν φανοῦν ὁ ἄνεμος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ δαιμονισμοῦ.
Γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς, τοὺς φωτισμένους καὶ διαφωτισμένους ἐν Χριστῷ, τὰ πάντα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ἔχουν νόημα καὶ ἀξία ἐφόσον ἀποτελοῦν μέσον καὶ ὁδὸ πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ἐπειδὴ ἐμεῖς, βλέπουμε ἐκεῖνο ποῦ δὲν φαίνεται καὶ ἀτενίζουμε τὸ ἀόρατο.
Ρυθμίζουμε ὅλη μας τὴν ζωὴ μέσα στὸν χρόνο μὲ βάση ἐκεῖνο ποῦ εἶναι αἰώνιο, τὸ ἀνθρώπινο μὲ βάση τὸ Θεανθρώπινο. Ὅσο ὑπάρχει κάτι τὸ αἰώνιο μέσα στὰ ὅρια τοῦ χρονικοῦ, συντηρούμαστε μὲ αὐτό. Ὅταν ὅμως αὐτὸ ἐκλείπει, τὸ ἀναζητοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, στὸ Βασίλειο τοῦ ἀτελεύτητου καὶ ἀοράτου. Ἀτενίζουμε τὰ πάντα ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητας, δηλ. ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὃ αἰώνιος Θεὸς καὶ Κύριος.
Ὃ ἀγώνας μᾶς εἶναι ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς της αἰωνιότητας καὶ τῆς ἀθανασίας μας. Αὐτοὶ εἶναι: οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ πόθοι μας, τὰ πνευματικά της πονηρίας (Ἔφ. 6, 12). Κάθε ἁμαρτία κλέβει καὶ λίγη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητά μας καὶ ἀπονεκρώνει τὴν ἀθανασία μας. Ἃς μὴ γελιόμαστε: ἢ φιλία μὲ τὴν ἁμαρτία εἶναι ἔχθρα μὲ τὸν Θεό, ἔχθρα μὲ τὸν Κύριο καὶ Χριστό.
Δίχως τὴν πίστη στὸν Κύριο καὶ Χριστό, δίχως τὴν ἀναγέννηση ἐν Χριστῷ τῷ Κύριο, δίχως τὴν ζωὴ ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίω ὃ ἄνθρωπος εἶναι καὶ παραμένει ἐργαστήριο δαιμόνων.

Πῶς μπορεῖ ὃ ἄνθρωπος νὰ ἀποδείξει πῶς σήμερα εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἐνῶ μέχρι χτὲς δὲν ἦταν δικός Του; Δίχως ἀμφιβολία, μὲ καινὲς σκέψεις στὴν θέση τῶν παλαιῶν, μὲ καινὰ αἰσθήματα στὴν θέση τῶν παλαιῶν, μὲ καινὲς ἐπιθυμίες στὴν θέση τῶν παλαιῶν, μὲ μιὰ λέξη: μὲ καινὴ ζωὴ στὴν θέση τῆς παλαιᾶς καὶ μάλιστα ζωὴ εὐαγγελικὴ καὶ Θεανθρώπινη.

Ὁμιλία στήν ἑορτή τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς) Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2016/06/blog-post_29.html#ixzz4CxVjBPAN

Περίληψη 28ης Ομιλίας, στην περικοπή Ματθ. 16,13-19. Οι δύο απόστολοι είναι λαμπροί φωστήρες, λαμπρύνοντας την Εκκλησία με τη συνάντησή τους κατά την εορτή της 29ης Ιουνίου, η οποία δεν προκαλεί έκλειψη, αλλά έκλαμψη. Υπενθυμίζοντας τις πράξεις τους τίποτε δεν προσθέτομε στα αγαθά τους, αλλ’ αυξάνομε αντίθετα τα δικά μας αγαθά. Κεντρικό σημείο της ομιλίας είναι η περιγραφή της αντιθετικής κινήσεως του πειρασμού και της μετάνοιας. Ο πειραστής έπεισε τον Πέτρο να επιδιώκει περισσότερο ζήλο από τον αναγκαίο, αλλ’ ενώ αυτός έφθασε στο σημείο όπου αρχίζει η πτώση, νίκησε τον πειραστή με την αυτοκατάγνωση, την αυτο­κριτική του. Κατέστη υπόδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας για την πτώση του στην άρνηση του Χριστού και πατέρας του γένους των θεοσεβών. Ο Παύλος πάλι με τη μετάνοιά του για την καταδίωξη της χριστιανικής πίστεως και την μετέπειτα δραστηριότητά του κατέστη υπόδειγμα καρτερίας. Οι δύο απόστολοι είναι ισάξιοι σε λαμπρότητα, γι’ αυτό και η Εκκλησία «μίαν και την αυτήν αμφοτέροις νέμει τιμήν».


ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
1. Η μνήμη καθενός από τους αγίους ερχόμενη κατά την εόρτιο ημέρα αυτής, είναι κοινή αφορμή ευφρο­σύνης και στα πλήθη και στις πό­λεις και στους πολίτες και στους πολιτάρχες και γίνεται πρόξενος μεγάλης ωφέλειας σε όλους τους εορτάζοντες. Γιατί λέγει ο σοφός Σο­λομών «η μνήμη του δικαίου συνο­δεύεται από εγκώμια, και όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος ευφραίνονται οι λαοί» (Παροιμ. 10, 7). Γιατί, όπως κατά τη νύχτα, όταν αναφθεί λαμπάδα το φως φέγγει για την ανάγκη και την από­λαυση όλων των παρόντων, έτσι και ο θεάρεστος βίος κάθε αγίου και το μακάριο τέλος του και η δοσμένη χάρη σ’ αυτόν από τον Θεό λόγω της καθαρότητας του βίου, προβαλλόμενος στο μέσον με τη μνήμη σαν κάποιος ολόλαμπρος πυρσός, προσ­φέρει κοινή την πνευματική ευφροσύνη και την ωφέλεια στους συναθροισμένους. Και όπως ακριβώς όταν γίνει ευφορία στη γη δεν ευχαριστούνται μόνον οι γεωργοί, αλλά και όλοι οι άν­θρωποι (γιατί η απόλαυση από τους καρπούς της γης είναι κοινή σε όλους), έτσι και η προς τον Θεό καρποφορία των αγίων με την αρετή δεν ευφραίνει μόνο τον γεωργό των ψυχών, αλλά και όλους εμάς, αφού βρίσκεται μπροστά μας ως κοινή τρυφή και απόλαυση των ψυχών μας. Αλλωστε και όταν είναι ακόμη παρόντες σ’ αυτόν τον βίο οι άγιοι είναι όλοι προτροπή προς την αρετή για όλους εκείνους που τους ακούουν και τους βλέπουν με σύνεση· γιατί είναι έμψυχες εικόνες της αρετής, αυτοκίνητες στήλες κάθε καλού, βιβλία ζωντανά που ομιλούν γι’ αυτά που οδηγούν στα ανωτέρα, και όταν μεταβούν από αυτόν τον βίο με τη μνήμη των καλών σε εκείνους συντηρούν για χάρη μας αθάνατη την από αυτούς ωφέλεια. Η μνήμη επίσης των αγαθών έργων εκείνων είναι εγκώμιο εκείνων, που χρεωστείται βέβαια από εμάς σε εκείνους για την προγενέστερη ωφέλεια, είναι όμως χρήσιμο σε μας και τώρα, για το όφελος που προξενείται σ’ εμάς και τώρα από αυτούς.
2. Δεν προσθέτομε βέβαια κάτι στα αγαθά εκείνων υπενθυμίζοντας τις πράξεις τους. Πώς δηλαδή θα μπορούσαμε να το κάνομε αυτό εμείς που δεν είμαστε ικανοί ούτε την αρετή τους να παραστήσομε ολόκληρη; Γιατί φιλοτιμήθηκαν παρακινούμενοι από τις πάνω από το λόγο αμοιβές που είχε υποσχεθεί ο Θεός, να δεί­ξουν, όσο επέτρεπε η φύση, και τρόπο ζωής που υπερβαίνει κάθε λόγο. Δεν αυξάνομε λοιπόν τα προσόντα αυτών εγκωμιάζοντάς τους, μακριά μια τέτοια σκέψη! αλλά αυξάνομε τα από εκείνους προξενούμενα σε μας αγαθά ανυψώνοντας τους εαυτούς μας προς εκείνους σαν θεοφεγγείς λυχνίες και κατανοώντας και προσδεχόμενοι περισσότερο την από εκείνους προερχόμενη καλλοποιό δύναμη.
3. Αν η μνήμη κάθε αγίου τελείται, για τους λόγους που είπα­με, από εμάς με ύμνους και τα εγκώμια που ταιριάζουν σ’ αυτούς, πόσο περισσότερο πρέπει του Πέτρου και του Παύλου, της κορυ­φαίας ακρότητας του κορυφαίου χορού των Αποστόλων; Αυτοί είναι κοινοί πατέρες και καθοδηγητές όλων εκείνων που φέρουν το όνομα του Χριστού, αποστόλων, μαρτύρων, οσίων, ιερέων, ιεραρχών, ποιμένων και διδασκάλων, και όλων των ποιμαινομένων και διδασκομένων, ως αρχιποιμένες ή και αρχιτέκτονες της κοινής όλων ευσέβειας και αρετής, και «ως φωστήρες στον κόσμο που επέχουν θέση ζωής» (Φιλ. 2, 16), που τόσο πολύ ξεπερνούν σε λάμψη εκείνους που διέλαμψαν με την ευσέβεια και την αρετή τους, όσο υπερβαίνει τους άλλους αστέρες ο ήλιος, ή όσο οι ουρανοί τους ουρανούς, διηγούμενοι την ανώτατη δόξα του Θεού· τόσο πολύ ξεπερνούν το μέγεθος των ουρανών και το κάλλος των αστέρων και την ταχύτητα και των δύο και την τάξη και τη δύναμη, όσο αυτοί φανερώνουν και τα πάνω από την αίσθηση προς αυτά τα υπερουράνια και υπερκόσμια, και αναπέμπουν φως, «στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ή αποσκίασμα μετατροπής» (Ιακ. 1, 17), όχι μόνο εξάγοντας από το σκότος στο θαυμαστό αυτό φως, αλλά καθι­στώντας με τη μετάδοση αυτούς που μετέχουν φως και γεννήμα­τα τέλειου φωτός, ώστε και ο καθένας από αυτούς κατά τη μελλο­ντική ένδοξη παρουσία και επιφάνεια του αρχίφωτου και θεάν­θρωπου Λόγου να λάμψει σαν ήλιος.
4. Τέτοιοι φωστήρες έχοντας ανατείλει σήμερα σε μας ο ένας μαζί με τον άλλο λαμπρύνουν την Εκκλησία· γιατί η σύνοδος αυτών δεν προκαλεί έκλειψη, αλλά περίσσεια φωτός· γιατί δεν συμβαίνει, περιπολώντας ο ένας επάνω, να είναι εδραιωμένος στα ύψη, και ο άλλος να είναι χαμηλότερα για να υποσκιάσει τον άλλο, ούτε ο ένας να ηγείται της ημέρας και ο άλλος της νύχτας, ώστε φερόμενος αντίκρυ να πέσει στη σκιά, ούτε ο ένας να εκπέμπει το φως και ο άλλος να παίρνει το φως από εκεί, ώστε να παθαίνει από αυτό αλλοίωση, δεχόμενος άλλοτε αλλιώς τον φωτι­σμό ανάλογα με την απόσταση, αλλά, αφού και οι δύο κατέστη­σαν εξίσου μέτοχοι του Χριστού, της αστείρευτης πηγής, του αιώ­νιου φωτός, απέκτησαν ίσο και το ύψος και τη δόξα και τη λαμπρότητα. Γι’ αυτό και είναι αλληλουχία η σύνοδος των φω­στήρων αυτών, που χορηγεί διπλάσια έλλαμψη στις ψυχές των πιστών.
5. Αλλ’ ο πρώτος αποστάτης που οδήγησε σε αποστασία από τον Θεό και τον πρώτο άνθρωπο, βλέποντας ήδη εκείνον που έπλασε τον Αδάμ πατέρα του γένους των ανθρώπων, να αναπλά­θει ύστερα τον Πέτρο πατέρα του γένους των αληθινά θεοσεβών, και όχι μόνο βλέποντας, αλλά και ακούοντας αυτόν να λέγει προς αυτόν, «συ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδο­μήσω την Εκκλησία μου» (Ματθ. 16, 18)· αφού έμαθε αυτό ο αρχέκακος από τη φθονερή κακία του πειράζει και τον Πέτρο τον αρχηγό του γένους των θεοσεβών, όπως άλλοτε και τον Αδάμ τον αρχηγό του γένους των ανθρώπων. Γνωρίζοντας όμως ότι αυτός ήταν στολισμένος με σύνεση και πυρωμένος από την αγάπη προς τον Χριστό, δεν τολμά βέβαια την κατά πρόσωπο επίθεση, αλλά παραπλανώντας τον με δόλο κατά κάποιο τρόπο από πλάγια, και μάλιστα από δεξιά, τον πείθει να πράττει πέρα από τα αναγκαία, και κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους, λέγοντας ο Κύριος προς τους μαθητές, «αύτη τη νύχτα όλοι θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς εμένα» (Ματθ. 26, 31), αυτός πρόβαλε με απείθεια αντίρρηση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έθετε και τον εαυτό του πάνω από όλους, λέγοντας ότι, και αν όλοι σκανδαλισθούν, αλλ’ εγώ όχι. Εγκαταλείπεται λοιπόν περισσότερο από τους άλλους, επειδή κυριεύθηκε από αλαζονεία, ώστε, αφού ταπεινωθεί περισσότερο από τους άλλους, να παρουσιασθεί στον κατάλληλο καιρό λα­μπρότερος, όχι όπως ο Αδάμ που πειράσθηκε και συγχρόνως νικήθηκε και καταποντίσθηκε τελείως, αλλά, αφού πειράσθηκε και παρασύρθηκε για λίγο, νίκησε τον πειράζοντα. Πώς; Με την απευθείας κατάκριση του εαυτού του και τη σφοδρή λύπη και μετάνοια, και με το δραστικό προς εξιλέωση φάρμακο, τα δά­κρυα· γιατί λέγει· «καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την εξουθενώσει» (Ψαλμ. 50, 12), και η αρεστή στον Θεό λύπη προκαλεί μετάνοια αμετάτρεπτη προς σωτηρία, και «αυτός που σπέρνει την παράκληση με δάκρυα, θα θερίσει με αγαλλίαση τη συγ­χώρηση» (Ψαλμ. 125, 5).
6. Θα μπορούσε όμως κανείς να δει εξετάζοντας αυτόν, ότι όχι μόνο θεράπευσε με τη μετάνοια και το οδυνηρό πένθος την άρνη­ση στην οποία παρασύρθηκε, αλλά και ότι ξερρίζωσε τελείως από την ψυχή του το πάθος εξαιτίας του οποίου εγκαταλείφθηκε περισσότερο από τους άλλους. Και αυτό θέλοντας να δείξει σε όλους ο Κύριος, μετά το σαρκικό πάθος του για χάρη μας και την από τους νεκρούς τριήμερη ανάστασή του, χρησιμοποίησε προς τον Πέτρο τα λόγια που αναγνώσθηκαν σήμερα στο ευαγγέλιο, λέγοντας προς αυτόν «Σίμων υιέ του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς», δηλαδή από τους μαθητές μου. Και πρόσεχε την προς το ταπεινότερο μεταβολή αυτού. Αυτός δηλαδή που πρωτύτερα, και χωρίς να ερωτηθεί, τοποθέτησε πάνω από τους άλλους τον εαυτό του και είπε, «και αν όλοι σε αρνηθούν, όμως όχι εγώ», τώρα ερωτώμενος, εάν τον αγαπά περισσότερο από τους άλλους, συμφωνεί βέβαια ότι τον αγαπά, το περισσότερο όμως παραλείπει να το πει, λέγοντας· «ναι, Κύριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ».
7. Τί λέγει λοιπόν ο Κύριος; Επειδή έδειξε αυτόν ότι ούτε από την προς αυτόν αγάπη εξέπεσε και ότι απέκτησε την ταπείνωση, εκπληρώνει την από παλαιά προς αυτόν υπόσχεση και λέγει προς αυτόν, «ποίμαινε τα αρνιά μου». Πραγματικά, όταν ονομά­ζει οικοδομή το σύνολο αυτών που πιστεύουν σ’ αυτόν υπόσχεται ότι θα τον τοποθετήσει θεμέλιο, λέγοντας «συ είσαι Πέτρος και επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου» (Ματθ. 16, 8). Όταν ο λόγος γίνεται για την αλιεία τον κάμνει αλιέα ανθρώ­πων, λέγοντας «από τώρα θα αλιεύεις ανθρώπους» (Λουκά 5, 10). Όταν πάλι κάνει πρόβατα τους δικούς του τοποθετεί τον Πέτρο ποιμένα, λέγοντας «ποίμαινε τα αρνιά μου, ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21, 15-16). Μπορούμε όμως αδελφοί, να αντιληφθούμε και από εδώ, ότι όσο ποθεί τη σωτηρία μας ο Κύριος τόσο περισσότερο και από αυτούς που τον αγαπούν δεν ζητεί τίποτε άλλο, παρά να μας οδηγούν προς τη βοσκή και τη σωτήρια μάνδρα.
8. Ας ποθήσομε λοιπόν και εμείς τη σωτηρία μας και ας δείξομε υπακοή σ’ αυτούς που με έργο και λόγο μας οδηγούν προς αυτήν· γιατί αρκεί να θελήσει καθένας από εμάς να πορευθεί τον δρόμο που οδηγεί προς τη σωτηρία, και ο καθηγητής έφτασε ετοιμασμέ­νος από τον κοινό Σωτήρα, και ο χορηγός της σωτηρίας είναι ετοι­μότατος εξαιτίας της υπερβολικής φιλανθρωπίας του ως αυτό­κλητος, ή μάλλον όντας αυτοπαράκλητος. Και ερωτά τρεις φορές, ώστε αποκρινόμενος εκείνος τρεις φορές, να δώσει την καλή ομο­λογία και με την τριπλή ομολογία να θεραπεύσει την τριπλή άρνηση· και τρεις φορές τον ορίζει επικεφαλής στα αρνιά και τα πρόβατά του, τοποθετώντας κάτω από τον Πέτρο και τις τρεις τάξεις των σωζομένων, τη δουλεία, την μισθοφορία και την υιότητα, ή την παρθενία, τη χηρεία με σωφροσύνη και τον τίμιο γάμο. Αλλά ο Πέτρος, ερωτώμενος πάλι και πάλι αν αγαπά τον Χριστό, στενοχωρήθηκε, λέγει, από τις επανειλημμένες ερωτήσεις επειδή νόμισε ότι δεν τον πίστευε. Γνωρίζοντας όμως τον εαυτό του, ότι τον αγαπά και μη αγνοώντας ούτε και αυτό, ότι γνωρίζεται από αυτόν που τον ερωτά περισσότερο από όσο ο ίδιος γνωρίζει τον εαυτό του, περισφιγμένος κατά κάποιο τρόπο από παντού, δεν ομολογεί μόνο ότι τον αγαπά, αλλά και κηρύττει, ότι ο αγαπώμενος από αυτόν είναι ο Θεός των όλων, λέγοντας· «συ, Κύριε, γνω­ρίζεις τα πάντα, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ» (Ιω. 21, 17)· γιατί το να γνωρί­ζει τα πάντα είναι γνώρισμα του Θεού των πάντων.
9. Ο Κύριος όμως αφού αυτός έκαμε αυτή την ομολογία από την ψυχή του, όχι μόνο τον χειροτονεί ποιμένα και αρχιποιμένα όλης της Εκκλησίας του, αλλά υπόσχεται ότι θα τον περιζώσει με τόση δύναμη, ώστε να δείξει υπομονή και μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, αυτός που πριν από την υπόσχεση αυτή δεν άντεξε ούτε στην ερώτηση και λαλιά ενός κοριτσιού. «Σε διαβεβαιώνω αληθινά», είπε προς αυτόν, «ότι όταν ήσουν νεώ­τερος» και στη σωματική και στην πνευματική ηλικία, «έζωνες τον εαυτό σου», δηλαδή χρησιμοποιούσες τη δύναμή σου και περ­πατούσες όπου ήθελες, όντας αυτοκίνητος και ζώντας σύμφωνα με την προαίρεση που είχες από τη φύση σου, όταν όμως θα γε­ράσεις φθάνοντας στο άκρο της σωματικής και της πνευματικής ηλικίας, «θα απλώσεις τα χέρια σου»· με τα λόγια αυτά προδηλώνει το δια του σταυρού τέλος του και μαρτυρεί ότι το δέσιμό του πάνω σ’ αυτόν δεν θα γίνει χωρίς τη θέληση του Πέτρου. Θα απλώσεις λοιπόν ο ίδιος τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώσει, δη­λαδή θα σε ενδυναμώσει και θα σε φέρει όπου δεν θέλεις φεύγο­ντας από τους ανθρώπους επειδή η φύση δεν θέλει τη διάλυσή της με το θάνατο· γιατί το υπερφυσικό μαρτύριο του Πέτρου δεί­χνει τη σχέση της φύσεώς μας εδώ προς τη ζωή· γιατί εκείνα, λέγει, θα υπομείνεις με καρτερία και με τη θέλησή σου για μένα και τη μαρτυρία μου παίρνοντας δύναμη από μένα, τα οποία επειδή είναι πάνω από τη φύση δεν τα θέλει ως από τη φύση της η φύση.
10. Αλλά ο Πέτρος βέβαια τέτοιος ήταν, όσο μπορούμε από αυτά τα λίγα να γνωρίσομε. Τί ήταν όμως ο Παύλος και ποιά γλώσσα, ή μάλλον ποιές και πόσες θα μπορέσουν να παραστήσουν ακόμα και μέτρια την μέχρι θανάτου καρτερία εκείνου για χάρη του Χριστού; Αυτός καθημερινά πέθαινε, ή καλύτερα ζούσε όντας παντοτινά πεθαμένος αφού δεν ζούσε αυτός πλέον, όπως ο ίδιος λέγει, αλλ’ είχε μέσα του ζώντα τον Χριστό (Γαλ. 2, 20). Για την αγάπη του Χριστού όχι μόνο θεώρησε όλα τα παρόντα σκύβαλα, αλλά και τα μέλλοντα τα τοποθετούσε δεύτερα συγκρίνοντάς τα προς αυτόν γιατί λέγει· «είμαι πεπεισμένος, ότι ούτε ο θάνατος, ούτε η ζωή, ούτε τα παρόντα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ύψωμα ούτε βάθος θα μπορέσει να μας χωρήσει από την αγάπη του Θεού που μας έδειξε μέσω του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 8, 38). Και είχε ζήλο Θεού, ώστε και να ζηλεύει εμάς με ζήλο Θεού. Και σε ποιόν άλλο θα παραχωρήσει τα ίσα, παρά μόνο στον Πέτρο; Ποιός πάλι ήταν ως προς την ταπεί­νωση άκουσε αυτόν πάλι να λέγει για τον εαυτό του· «εγώ είμαι ο ελάχιστος από τους Αποστόλους, τέτοιος που δεν είμαι ικανός να ονομάζομαι απόστολος» (Α’ Κορ. 15, 9).
11. Τί λοιπόν; Αφού είναι ίδιος με τον Πέτρο στην ομολογία, τον ζήλο, την ταπείνωση, την αγάπη, άραγε δεν επέτυχε και τα ίδια έπαθλα από αυτόν που τα πάντα τα χορηγεί με δικαιότατο ζυγό και μέτρο και σταθμά; Γι’ αυτό στον Πέτρο βέβαια λέγει, «συ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», ενώ για τον Παύλο τί λέγει προς τον Ανανία; «Αυτός είναι σκεύος εκλογής μου για να μεταφέρει το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων» (Πράξ. 9, 15). Ποιό όνομα; Οπωσδήποτε αυτό με το οποίο ονομασθήκαμε εμείς, την Εκκλησία του Χρι­στού, την οποία ως θεμέλιο βαστάζει ο Πέτρος. Βλέπετε πόση είναι η λαμπρότητα και η ομοτιμία του Πέτρου και του Παύ­λου, και ότι και από τους δύο βαστάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Γι’ αυτό και αυτή τώρα απονέμει μία και την ίδια τιμή και στους δύο, εορτάζοντας σήμερα και τους δύο μαζί ομότιμα. Αλλά εμείς, εξετάζοντας το τέλος αυτών, ας μιμηθούμε τον τρόπο ζωής των και αν όχι τα άλλα, τουλάχιστο την από την ταπείνωση και μετάνοια διόρθωση· γιατί τα άλλα βέβαια είναι μεγάλα και υψηλά και ταιριάζουν σε μεγάλους και είναι κατάλ­ληλα προς μίμηση από μεγάλους, μερικά ίσως είναι τελείως αμί­μητα από όλους, η διόρθωση όμως από τη μετάνοια ταιριάζει σε μας περισσότερο παρά σε εκείνους, αφού και καθημερινά διαπράττομε ο καθένας πολλά πταίσματα (Ιακ. 3, 2) και από πουθενά αλλού δεν υπάρχει για μας ελπίδα σωτηρίας, αν δεν αποσπάσομε αυτήν από τη διαρκή μετάνοια.
12. Προηγείται όμως της μετάνοιας η αναγνώριση και κατανόη­ση των δικών μας πταισμάτων, η οποία είναι μεγάλη αφορμή προς εξιλέωση· γιατί λέγει ο Ψαλμωδός προφήτης προς τον Θεό «ελέησέ με, γιατί εγώ γνωρίζω την ανομία μου» (Ψαλμ. 50, 1-2), αποσπώντας με την επίγνωση το έλεος και με την εξαγόρευση και αυτομεψία απο­κομίζοντας τέλεια τη συγχώρηση· γιατί λέγει· «είπα, θα εξαγορεύσω εναντίον μου την ανομία μου προς τον Κύριο, και συ συγχώρη­σες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 6)· γιατί την επίγνωση των αμαρτημάτων μας ακολουθεί η αυτοκατάκριση, και αυτήν η λύπη για τα αμαρτήματα, την οποία ο Παύλος ονόμασε «λύπη κατά Θεόν» (Β’ Κορ. 7, 10). Αυτήν πάλι την κατά Θεόν λύπη ακολουθεί η με συντριμμέ­νη καρδιά εξομολόγηση και παράκληση προς τον Θεό, και η υπό­σχεση της αποχής στο εξής από τις κακίες· και αυτό είναι η μετά­νοια.
13. Και εξαιτίας αυτού ο Μανασσής εκείνος απαλλάχθηκε από την τιμωρία για τα αμαρτήματά του, αν και βέβαια περιέπεσε σε πλήθος και μέγεθος και βάθος παραπτωμάτων και κυλιόταν σ’ αυτά για περίοδο πολλών ετών (Δ’ Βασ. 21, 1-18). Του Δαβίδ πάλι όχι μόνο εξά­λειψε ο Κύριος το αμάρτημα εξαιτίας της μετάνοιάς του, αλλά και δεν του αφαίρεσε την προφητική χάρη. Αυτήν χρησιμοποιώντας και ο Πέτρος, όχι μόνο σηκώθηκε από την πτώση και επέτυχε τη συγχώρηση, αλλά και του ανατέθηκε η προστασία της Εκκλη­σίας του Χριστού. Αυτήν την προστασία θα βρεις να έχει επιτύχει και ο Παύλος μετά την επιστροφή και την προκοπή και την παρα­πάνω από τους άλλους οικείωση με τον Θεό· γιατί η μετάνοια αν είναι αληθινή και βγαίνει αληθινά από την καρδιά, πείθει τον κάτοχό της να μη συνεχίζει τις αμαρτίες, να μη προσηλώνεται πια στα φθειρόμενα, να μη χάσκει πλέον στις μη καλές ηδονές, αλλά να καταφρονεί τα παρόντα, να αφοσιώνεται στα μέλλοντα, να αγωνίζεται εναντίον των παθών, να επιδιώκει τις αρετές, να δεί­χνει εγκράτεια σε όλα, να επαγρυπνεί με τις προς τον Θεό προσευχές, να απέχει από το κέρδος από αδικίες, να είναι συγχωρητικός προς εκείνους που πταίουν σ’ αυτόν, να είναι ευμενής προς όσους τον ικετεύουν, να είναι προθυμότατος και να κάμπτεται μέσα από την ψυχή του προς όλους εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά του, παρέχοντας από όσα έχει, λόγια, έργα, χρήματα, ώστε με τη φιλανθρωπία να κερδίσει τη φιλανθρωπία και αντί της προς τον πλησίον αγάπης να λάβει την εκ μέρους του Θεού αγάπη και να αποσπάσει την προς τον εαυτό του θεία ευμένεια και να επιτύχει το αιώνιο έλεος και τη θεία ευλογία και χάρη που παραμένει στον αιώνα.
14. Αυτήν εύχομαι να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη του μονογενούς Υιού του Θεού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)


Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2016/06/blog-post_29.html#ixzz4CxVoyJdY

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.

Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Αγωνιστείτε να μπείτε από τη στενή πύλη!

Όλα τα αντίθετα, αν θέλουμε, γίνονται για εμάς κέρδη

Η αμμά Θεοδώρα ρώτησε τον πάπα Θεόφιλο τι σημαίνει ο λόγος του αποστόλου Παύλου «τον καιρόν εξαγοραζόμενοι». Αυτός της απάντησε: «Η φράση δείχνει το κέρδος. Ας πούμε, ήρθε η στιγμή που σε προσβάλλουν;

Εσύ με την ταπεινοφροσύνη και τη μακροθυμία αξιοποίησε την ευκαιρία της προσβολής και βγάλε κέρδος. Ήρθε η στιγμή που σε εξευτελίζουν; Εκμεταλλεύσου την ευκαιρία με την ανεξικακία και κέρδισε. Και όλα τα αντίθετα, αν θέλουμε, γίνονται για εμάς κέρδη».

Είπε η αμμά Θεοδώρα: «Αγωνιστείτε να μπείτε από τη στενή πύλη. Τα δέντρα, αν δεν περάσουν κακοκαιρίες και βροχές, δεν μπορούν να καρποφορήσουν. Έτσι και για εμάς, η ζωή αυτή είναι περίοδος κακοκαιρίας, και αν δεν περάσουμε μέσα από πολλές δυσκολίες και πειρασμούς, δεν θα μπορέσουμε να γίνουμε κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών».

Γιατί δεν καταλαβαίνουμε τη βοήθεια του Θεού

Του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη
Παλιά, θυμάμαι, πήγαιναν οι γονείς στα χωράφια και πολλές φορές μας άφηναν στην γειτόνισσα να μας προσέχη μαζί με τα παιδιά τα δικά της. Αλλά τότε ήταν ισορροπημένα τα παιδιά.
Μια ματιά έριχνε η γειτόνισσα και έκανε τις δουλειές της και εμείς παίζαμε ήσυχα. Έτσι και ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι παλιά με μια ματιά παρακολουθούσαν τον κόσμο. Σήμερα και ο Χριστός και η Παναγία και οι Άγιοι τον έναν πιάνουν από ΄δω, τον άλλον από ΄κει, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ισορροπημένοι.
Τώρα είναι μια κατάσταση…; Θεός φυλάξοι! Σαν μια μητέρα να έχη δυό-τρία προβληματικά παιδιά, το ένα λίγο χαζούλικο, το άλλο λίγο αλλοίθωρο, το άλλο λίγο ανάποδο, να έχη και κανά-δυό της γειτόνισσας να τα προσέχη, και το ένα να ανεβαίνη ψηλά και να κινδυνεύη να πέση κάτω, το άλλο να παίρνη το μαχαίρι να κόψη τον λαιμό του, το άλλο να παή να κάνη κακό στο άλλο, και αυτή συνέχεια να βρίσκεται σε εγρήγορση, να τα παρακολουθή, και εκείνα να μην καταλαβαίνουν την αγωνία της.

Έτσι και ο κόσμος δεν καταλαβαίνη την βοήθεια του Θεού. Με τόσα επικίνδυνα μέσα πού υπάρχουν σήμερα θα είχε σακατευθή, αν δεν βοηθούσε ο Θεός. Αλλά έχουμε και Πατέρα τον Θεό και Μάνα την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους και τους Αγγέλους, πού μας προστατεύουν.
Πόσο μισεί ο διάβολος το ανθρώπινο γένος και θέλει να το εξαφανίση! Και εμείς ξεχνούμε με ποιόν παλεύουμε. Να ξέρατε πόσες φορές ο διάβολος τύλιξε την γη με την ουρά του, για να την καταστρέψη! Δεν τον αφήνει όμως ο Θεός, του χαλάει τα σχέδια. Και το κακό που πάει να κάνη το ταγκαλάκι, ο Θεός το αξιοποιεί και βγάζει μεγάλο καλό. Ο διάβολος τώρα οργώνει, ο Χριστός όμως θα σπείρη τελικά”.

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).

Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.

Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ κομποσκοίνι καὶ την ευχὴ

Στὴν ἴδια Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὃ Μοναχὸς Προκόπιος ἀπὸ τὴν Καλύβα «Εἴσοδια της Θεοτόκου» εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ μάθει μουσικά, γιὰ νὰ δοξολογεῖ κι αὐτὸς τὸ Θεό, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί.Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν λίγο παράφωνος ἀποφεύγανε οἱ Πατέρες νὰ τὸν μάθουν μουσικά.
O ἀδελφὸς Προκόπιος εἶχε λάβει ὡς χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ λέει ἀκατάπαυστα τὴν εὐχὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ» καὶ στὸ ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε πάντα το κομβοσχοίνι του, τὸ ὅποιο δὲν ἀποχωριζόταν ποτέ.
Μιὰ μέρα, ἦταν πολὺ λυπημένος, ποῦ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ κανένα γιὰ νὰ τὸν μάθει μουσικὴ καὶ συλλογιζόμενος αὐτὸ τὸ πράγμα, ἀπὸ τὴν πολύ του λύπη, εἶχε σταματήσει νὰ λέει τὴν εὐχή.
Ξαφνικὰ παρουσιάζεται μπροστά του ἕνας σεβάσμιος, ἀλλὰ ἄγνωστος σ’ αὐτὸν γέροντας ὁ ὅποιος τοῦ εἶπε: «Ἀδελφὲ Προκόπιε, τί ἔχεις κι εἶσαι τόσο λυπημένος; τί σὲ ἀπασχολεῖ; Ὁ Προκόπιος τοῦ ἀπάντησε: «τί νὰ ἔχω γέροντα, νά, θέλω κι ἐγὼ νὰ μάθω λίγα μουσικὰ καὶ δὲ βρίσκεται κανένας νὰ μὲ μάθει, γιατί μου λένε πῶς εἶμαι λίγο φάλτσος». Ὁ ἀσπρογένης γέροντας τότε τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ κάθεσαι καὶ στενοχωριέσαι καημένε, ἐγὼ θὰ σὲ μάθω μουσικὰ καὶ θὰ σὲ κάνω νὰ γίνεις ὃ καλύτερος ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους, θὰ κελαηδᾶς σὰν τὸ καλύτερο ἀηδόνι, ἀλλὰ θέλω κι ἐσὺ νὰ μοῦ κάνεις μιὰ χάρη».
«Δηλαδὴ τί ζητᾶς ἀπὸ μένα, τοῦ εἶπε ὃ Προκόπιος, θέλεις νὰ σὲ πληρώσω; Ἐγὼ ὅτι θέλεις θὰ σοῦ δώσω!». Τότε ὃ ἀσπρογένης τοῦ εἶπε: «Ἡ πληρωμὴ ἢ δική μου εἶναι νὰ πετάξεις ἀπὸ τὰ χέρια σου αὐτὸ ποῦ λέτε κομποσχοίνι καὶ νὰ πάψεις νὰ λὲς αὐτὸ ποῦ λέτε εὐχὴ καὶ θὰ σὲ μάθω ἐγώ, ὅτι θέλεις».
Ὁ Μοναχὸς Προκόπιος μολις ἄκουσε αὐτὰ κατάλαβε πῶς ὃ φαινόμενος δὲν ἦταν Μοναχός, ἄλλα ὃ παμπόνηρος Δαίμονας, ποῦ ἤθελε νὰ τὸν κάνει νὰ σταματήσει τὴν προσευχή, καὶ ἀμέσως ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ παμπόνηρε, δὲ μοῦ χρειάζονται τὰ μουσικά σου καὶ οἱ πονηρὲς καὶ οἱ καλοσύνες σου» κι ὁ Δαίμονας ἔγινε ἄφαντος.

Ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ μαθαίναμε πόσο ὃ Διάβολος φοβᾶται τὸ κομποσχοίνι, γιὰ τὸ ὁποῖο καλὰ λένε οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι τὸ ὅπλο τοῦ χριστιανοῦ κατὰ τοῦ Διαβόλου,καθὼς καὶ τὴν εὐχή, ἡ ὁποία καίει τὸν Δαίμονα. Ἐνῶ τοὺς ψάλτες δὲν τοὺς φοβᾶται τόσο καὶ δὲν τοὺς ὑπολογίζει πολύ, γιατί, εὔκολα μὲ τὸ ψάλσιμο ἀφαιροῦνται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ πέφτουν στὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια.Προσοχὴ λοιπόν!

Ἅγιος Πορφύριος: Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ὁ ἔρωτας μας…

 Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, Αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.
Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματικὴ τρέλα, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίω τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον μὲ ὡσεὶ κράτιστον» (Ψάλ. 22, 5). Ὁ πνευματικὸς οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολὺ δυνατὸς κι ὅταν τὸν πίνεις, σὲ μεθάει. Αὐτὴ ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίδεται στοὺς «καθαροὺς τὴ καρδία» (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).
Ὅσο μπορεῖτε νὰ νηστεύετε, ὅσες μετάνοιες μπορεῖτε νὰ κάνετε, ὅσες ἀγρυπνίες θέλετε ν’ ἀπολαμβάνετε, ἀλλὰ νὰ εἶστε χαρούμενοι. Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ποὺ ἔχει αἰώνια εὐφροσύνη. Εἶναι χαρὰ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δίνει τὴν ἀσφαλῆ γαλήνη, τὴ γαλήνια τερπνότητα καὶ τὴν παντερπνὴ εὐδαιμονία. Ἡ χαρὰ ἡ πασίχαρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε χαρά. Ὁ Χριστὸς θέλει κι εὐχαριστεῖται νὰ σκορπάει τὴ χαρά, νὰ πλουτίζει τοὺς πιστούς Του μὲ χαρά. Εὔχομαι, «ἴνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ἡ πεπληρωμένη» (Ἃ’ Ἰω. 1,4).
Αὐτὴ εἶναι ἡ θρησκεία μας. Ἐκεῖ πρέπει νὰ πᾶμε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Παράδεισος, παιδιά μου. Τί εἶναι Παράδεισος; Ὁ Χριστὸς εἶναι. Ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ὅσοι ἐδῶ στὴ γῆ ζοῦν τὸν Χριστό, ζοῦν τὸν Παράδεισο. Ἔτσι εἶναι, ποὺ σᾶς τὸ λέγω. Εἶναι σωστό, ἀληθινὸ αὐτό, πιστέψτε μέ! Ἔργο μᾶς εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο νὰ μποῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι νὰ κάνει κανεὶς τὰ τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Νὰ ξυπνήσει ἡ ψυχὴ καὶ ν’ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, νὰ γίνει ἁγία. Νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θὰ μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θὰ εἶναι τότε ἡ χαρὰ ἀναφαίρετη. Αὐτὸ θέλει πιὸ πολὺ ὁ Χριστός, νὰ μᾶς γεμίζει ἀπὸ χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς. Αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ χαρὰ θὰ γνωρίσομε τὸν Χριστό. Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίσουμε, ἂν Ἐκεῖνος δὲν μᾶς γνωρίσει. Πῶς τὸ λέγει ὁ Δαβίδ; «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήση οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξη πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψάλμ. 126, 1).
Αὐτὰ ἡ ψυχὴ μᾶς θέλει νὰ ἀποκτήσει. Ἂν προετοιμασθοῦμε ἀνάλογα, ἡ χάρις θὰ μᾶς τὰ δώσει. Δὲν εἶναι δύσκολο. Ἂν ἀποσπάσουμε τὴν χάρι, ὅλα εἶναι εὔκολα, χαρούμενα κι εὐλογία Θεοῦ. Ἡ θεία χάρις διαρκῶς κρούει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καὶ περιμένει ν’ ἀνοίξουμε, γιὰ νὰ ἔλθει στὴν διψώσαν καρδίαν μας καὶ νὰ τὴν πληρώσει. Τὸ πλήρωμα εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μας, ἡ Ἁγία Τριάς. Τί ὡραία πράγματα!
Ἅμα ἀγαπάεις, ζεῖς στὴν Ὁμόνοια καὶ δὲν ξέρεις ὅτι βρίσκεσαι στὴν Ὁμόνοια. Οὔτε αὐτοκίνητα βλέπεις, οὔτε κόσμο βλέπεις, οὔτε τίποτα. Εἶσαι μέσα σου μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάεις. Τὸ ζεῖς, τὸ εὐχαριστιέσαι, σ’ ἐμπνέει. Δὲν εἶναι ἀληθινὰ αὐτά; Σκεφθεῖτε αὐτὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶτε νὰ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς στὸ νοῦ σου, ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σου, ὁ Χριστὸς σ’ ὅλο σου τὸ εἶναι, ὁ Χριστὸς παντοῦ.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς, ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ, τὸ πᾶν. Ὅποιος ἀγαπάει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ζεῖ τὴ ζωή. Ζωὴ χωρὶς Χριστὸ εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δὲν εἶναι ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μὴ ἀγάπη. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἢ θὰ εἶσαι στὴ ζωὴ ἢ στὸ θάνατο. Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται νὰ διαλέξεις.
Ἕνας νὰ εἶναι ὁ στόχος μας, ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία, στὸν πλησίον. Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπὶ γῆς Παράδεισος. Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ εἶναι κι ἀγάπη στὸν πλησίον, σ’ ὅλους, καὶ στοὺς ἐχθρούς. Ὁ χριστιανὸς πονάει γιὰ ὅλους, θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν, ὅλοι νὰ γευθοῦν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ χριστιανισμός. Μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφὸ θὰ κατορθώσουμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό. Ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦμε, ἐνῶ τὸ θέλουμε, ἐνῶ εἴμαστε ἄξιοι, ἡ θεία χάρις ἔρχεται μέσω τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἄρα τὸν Χριστό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ἄρα ὅταν ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶμε καὶ τὸν ἑαυτό μας.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.

Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.

Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.

Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.

Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.

Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.

Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.

Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.

Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.

Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.

Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.

Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.

Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (βλέπε 5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Κάθισμα
῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.

Ὁ Οἶκος
῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·
χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.
Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·
χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.
Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·
χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.
Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·
χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.
Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·
χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.
Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·
χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.
Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Οι άγιοι και η ευπερίστατος αμαρτία

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Όταν ένας άνθρωπος φέρει στους ώμους του ένα βαρύ φορτίο, μία δοκιμασία, έναν σταυρό, οι υπόλοιποι συνηθίζουμε να λέμε ότι αυτός «αγίασε». Έχουμε ταυτίσει τους αγίους με εκείνους του ανθρώπους που κουβαλάνε φορτία και μάλιστα δυσβάσταχτα. Η αγιότητα θεωρείται σταυρός. Θεωρείται επιλογή των λίγων. Αυτών που δε θέλουν να ζήσουν τη χαρά της κοσμικής ζωής, αλλά οραματίζονται έναν κόσμο εκτός χρόνου και μετά θάνατον, στον οποίο ο Θεός που πιστεύουν θα τους δώσει ανάπαυση. Έτσι εμείς οι άνθρωποι τους τιμούμε ακριβώς διότι δε χάρηκαν σ’  αυτή τη ζωή, αλλά άφησαν τα πάντα για τον ουρανό.

Ο λόγος όμως του αποστόλου Παύλου, όταν αναφέρεται στους αγίους, μας δείχνει κάτι άλλο. Μας προτρέπει,«τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’  υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. 12, 1). Έχοντας γύρω μας μια τόσο μεγάλη στρατιά μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο και την αμαρτία που εύκολα μας εμπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου που έχουμε μπροστά μας.  Ο απόστολος δεν μας ζητά να σηκώνουμε φορτία, αλλά να τινάξουμε φορτία. Δεν βλέπει τη ζωή της πίστης ως βάρος. Αντίθετα, βλέπει τις μέριμνες αυτής της ζωής, την αγωνία μας να πετύχουμε, την επιδίωξη της ικανοποίησης κάθε επιθυμίας ως βάρος. Την θεοποίηση του εγώ μας. Την αίσθηση ότι υπάρχουμε για να περνάμε καλά. Αυτά μας παγιδεύουν, μαζί με τη αμαρτία, που εύκολα μας μπλέκει στον χρόνο, και δεν μας αφήνουν να έχουμε υπομονή για να τρέξουμε στον αγώνα προς τον Αρχηγό της πίστης μας που είναι ο Χριστός.

Ο Παύλος  μιλά για μια αλλιώτικη θέαση του κόσμου. Η σχέση με τον Χριστό είναι η χαρά. Η αγάπη που αυτή η σχέση δίνει είναι που νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Το πρόσωπο του Χριστού αίρει τα φορτία μας. Και την ίδια στιγμή οι εντολές της πίστης δεν είναι βάρος και όγκος, αλλά ό,τι μας κάνει να βρίσκουμε ελπίδα. Αυτή η στάση δεν μπορεί να αγγίξει βέβαια εύκολα την εποχή του πρόσκαιρου και εφήμερου. Αν μπορείς να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες σου και τα θελήματά σου «εδώ και τώρα», πώς να μη σου είναι βάρος η υπομονή; Αν ο πειρασμός σου έχει να κάνει με το να χρησιμοποιείς τους άλλους για να περνάς καλά, πώς να μη σου είναι βάρος η αγάπη, στην οποία χρειάζεται να μοιραστείς, να παραιτηθείς από το εγώ, να συγχωρέσεις, να αντέξεις, να αφιερωθείς; Αν ο πολιτισμός σου λέει ότι έχεις δικαιώματα τα οποία είναι η βάση για να είσαι καταξιωμένος και επιτυχημένος, πώς να μη σου είναι βάρος το να παραιτηθείς από αυτά, να τα αφήσεις κατά μέρος, να πεις ότι χάριν της αγάπης, χάριν του πλησίον, χάριν της ταπεινής καρδιάς, θα δείξεις μακροθυμία και θα παραιτηθείς από ό,τι δικαιούσαι ή θα το μοιραστείς με τον άλλο;   Θα παραιτηθείς ακόμη και από τον χρόνο σου, από τη δυνατότητα να ξοδεύεις τα πάντα όπως θέλεις, χάριν της συνάντησης με τον Θεό και τον πλησίον, ακόμη και και με εκείνον που δεν σε αναπαύει;

Οι άγιοι νίκησαν την αμαρτία που μας κρατά παγιδευμένους στις περιστάσεις της ζωής, σε αυτό που φαντάζει ανίκητο, που δίνει στιγμιαία χαρά και σε κάνει να μη νοιάζεσαι για τη διάρκεια. Μεταμόρφωσαν τον αυθορμητισμό σε συνειδητή επιλογή πίστης. Τον φόβο του θανάτου σε ελπίδα ανάστασης. Την ήττα σε νίκη.  Την περιφρόνηση και την απόρριψη σε εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του. Τον ιδρώτα, τον πόνο και το αίμα σε ολοκαύτωμα αγάπης. Είπαν μέσα τους ότι αξίζει ακόμη και ο θάνατος, παρά ο χωρισμός από τον Χριστό. Και αξιώθηκαν της αιώνιας κοινωνίας μαζί Του, αλλά και της τιμής των ανθρώπων εν τη Εκκλησία.

Φοβόμαστε να σηκώσουμε τον σταυρό μας. Παρακαλούμε τον Θεό να μας απαλλάξει από το φορτίο του να μην έρχονται τα πράγματα όπως τα ζητάμε. Η αληθινή γενναιότητα όμως στη ζωή βρίσκεται εκεί όπου εμπιστευόμαστε Αυτόν που μας αγαπά και όταν αποτινάσσουμε κάθε βάρος που μας οδηγεί στην απόγνωση. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί υπάρχει η αγιότητα. Στην Εκκλησία. Όταν στρέφουμε τον νου και την καρδιά μας τόσο στον Θεό όσο και σε όσους προηγήθηκαν στον δρόμο αυτό, τότε διαπιστώνουμε ότι η αγιότητα έχει χαρά. Γιατί είναι στερεωμένη στην αλήθεια που νικά τον χρόνο. Στο μυστήριο της Ευχαριστίας που μας ενώνει με τον Θεό και τον πλησίον. Στην μετάνοια που μας ξεκουράζει από την επενέργεια των παθών. Στον αγώνα να είναι η συνείδησή μας καθαρή από έργα που νεκρώνουν. Η Εκκλησία γίνεται ο δρόμος και ο τρόπος δια των οποίων το Άγιο Πνεύμα μας κάνει να ελπίζουμε και να ησυχάζουμε.

Ναι, είναι δύσκολο να αποτινάξουμε τα φορτία. Γιατί άλλα είναι τα πραγματικά και άλλα νομίζουμε ότι κουβαλούμε.  Η ζωή των αγίων είναι η διάλυση των ψευδαισθήσεων και η οικείωση της αλήθειας που βρίσκεται στη σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού. Γιατί ο άγιος έχει βρει την αλήθεια. Τον πολύτιμο μαργαρίτη. Και αγαπώντας Τον, δε φοβάται. Με τα χαρίσματά του προσεγγίζει τον Θεό και αποπνέει τη χάρη Του. Ας δώσουμε λοιπόν στον εαυτό μας την ευκαιρία να βρει νόημα δια της αγιότητας και να ξεπεράσει την κάθε μορφής αμαρτία, αποτινάσσοντας τα φορτία που τον εμποδίζουν από το να ζήσει την Αλήθεια. Και το παράδοξο είναι ότι δε θα είμαστε μόνοι μας, αλλά όσοι προηγήθηκαν θα μας στηρίζουν με τις προσευχές και την αγάπη τους ενώπιον του Θεού.  Ας καγχάζει ο κόσμος. Δεν είναι άξιος των αγίων. Αλλά Θεός θέλει πάντας σωθήναι! Μπορούμε να διαλέξουμε την αγαθή μερίδα Του.

Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων

Ο Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.

Σε ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα, ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια Ιερά Μονή της περιοχής.

Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους, και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε, κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.

Πολύ γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του.

Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον Πατέρα και Πλάστη του.

Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

Σήμερα, στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.

Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λακεδαίμονος γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν, τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χαλινώσας Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.

Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.

Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.

Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.

Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.

Αγίων Πάντων

Σήμερα, εορτάζουμε, όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους και όλες γενικά τις άγιες Γυναίκες και τους υπόλοιπους ανώνυμους Αγίους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
(Ποίημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου)
Βλαστοὺς εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, χοροὺς ἁγίων Πάντων εὐφημήσωμεν πάντες, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς, καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξα τῷ ἁγιάσαντι· δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
(Ποίημα Κυρίλλου πατριάρχου Κων/πόλεως)
Τῶν ἁγίων Πάντων οἶκος ὁ πάνσεπτος, οὐρανὸς ὥς τις ἄλλος ἀστράπτει αἴθριος, ἐν μέσῳ ἔχων τὸν Χριστόν, ὥς περ ἥλιον λαμπρόν, τὴν παρθένον Μαριάμ, σελήνην ὡς πλησιφαῆ, καὶ κύκλῳ καθάπερ ἄστρα, χορούς τε πάντων ἁγίων, ἀεὶ πρεσβεύοντας σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἁγίων σύμπαντες, τῶν ἀπ’ αἰῶνος τὴν μνήμην, Προφητῶν Δικαίων τε, καὶ Ἀποστόλων Μαρτύρων, ἅμα τε, σὺν Ἱεράρχαις καὶ τοῖς Ὁσίοις, σήμερον, ἐγκωμισάσωμεν θεοφρόνως, αὐτοὶ γὰρ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ἀκαταπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.

Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ πανθαύμαστοι Ἀθληταί, Προφητῶν ὁ δῆμος, Ἱεραρχῶν Ὁσίων, ποιήσατε πρεσβείαν, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Θεόν.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Των Αγίων Πάντων

Κατά Ματθαίον (ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄ 27-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος· πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ

οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.


Απόδοση σε απλή γλώσσα:

Εἶπε ὁ Κύριος: «Καθέναν ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ υἱόν ἢ θυγατέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὸν σταυρόν του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος.»
Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Νὰ, ἐμεῖς ποὺ ἀφήκαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε· τὶ λοιπὸν θὰ ἀπολαύσωμεν;».
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς, οἱ ὁποίοι μὲ ἀκολουθήσατε, ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του εἰς τὴν Νέαν Δημιουργίαν, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους, διὰ νὰ κρίνετε τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ καθένας ποὺ ἀφῆκε σπίτια ἢ ἀδελφούς ἢ ἀδελφές ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιά ἢ χωράφια διὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ πάρῃ ἑκατὸ φορὲς περισσότερα καὶ θὰ κληρονομήσῃ ζωὴν αἰώνιον. Πολλοὶ δέ, οἱ ὁποίοι εἶναι πρῶτοι, θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι τελευταῖοι, θᾶ γίνουν πρῶτοι».

Ο Απόστολος της Κυριακής Των Αγίων Πάντων

Προς Εβραίους επιστολή Παύλου (ια΄33 – ιβ΄2)

Ἀδελφοί, οι πατέρες ἡμῶν διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Τοιγάρουν καὶἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.



Απόδοση σε απλή γλώσσα:

Ἀδελφοί, οι πατέρες μας μὲ τὴν πίστιν ἀνέτρεψαν βασίλεια, ἔκαναν ἔργα δικαιοσύνης, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβησαν τὴν δύναμιν φωτιᾶς, διέφυγαν τὴν σφαγήν, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι δυνατοί, ἔγιναν ἰσχυροὶ σὲ καιρὸν πολέμου, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν παρατάξεις τῶν ἐχθρῶν. Γυναῖκες ἔλαβαν τοὺς νεκρούς των δι’ ἀναστάσεως, ἄλλοι δὲἐβασανίσθησαν καὶ δὲν ἐδέχθησαν νὰἀφεθοῦν ἐλεύθεροι, διὰ νὰ ἐπιτύχουν μίαν ἄλλην καλυτέραν ἀνάστασιν. Ἄλλοι ἐδοκιμάσθησαν μὲ ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστίγωσιν, ἀκόμη δὲ καὶ μὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν. Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ὑπέστησαν πολλὰς δοκιμασίας, ἐθανατώθησαν μὲ μάχαιραν, περιπλανῶντο φοροῦντες δέρματα προβάτων καὶ δέρματα αἰγῶν, ἐστεροῦντο, ὑπέφεραν θλίψεις καὶ κακουχίας, (ἄνθρωποι διὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἦτο ἄξιος ὁ κόσμος), ἐπλανῶντο σὲἐρήμους καὶ σὲ βουνὰ, σὲ σπήλαια καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι αὐτοί, ἂν καὶ εἶχαν καλὴν μαρτυρίαν διὰ τὴν πίστιν τους, δὲν ἔλαβαν ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, διότι εἶχε ὁ Θεὸς προβλέψει κάτι καλύτερον ἀναφορικῶς μ’ ἐμᾶς διὰ νὰ μὴ φθάσουν ἐκεῖνοι εἰς τὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἑπομένως, ἀφοῦ ἔχομεν γύρω μας ἕνα τόσον μεγάλο σύννεφο ἀπὸ μάρτυρας, ἂς ἀποτινάξωμεν κάθε βάρος καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἡὁποία εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου ποὺ εἶναι ἐμπρός μας, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας προσηλωμένους πρὸς τὸν ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς μας, τὸν Ἰησοῦν, ὁὁποῖος, χάριν τῆς χαρᾶς ποὺ τὸν ἀνέμενε, ὑπέμεινε σταυρόν, περιφρονήσας τὴν αἰσχύνην, καὶ κάθησε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.

Άγιος Γεώργιος ο εν Κρήνη

Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη της Αττάλειας από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Νήπιο ακόμα, ο Γεώργιος, αρπάχτηκε από τον Αγά Προύσαλη, κατά τις συνηθισμένες αρπαγές χριστιανόπουλων από τους Τούρκους, εξισλαμίστηκε και ονομάστηκε Μεχμέτ.

Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε την κόρη του Αγά αυτού. Με την προτροπή των θεοσεβών γονέων, μια χριστιανή υπηρέτρια του Γεωργίου, ονομαζόμενη Μαρία, αποκάλυψε σ' αυτόν για την καταγωγή του και τον τρόπο του εξισλαμισμού του. Με την πρόφαση ότι θα πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, ο Γεώργιος μαζί με τη Μαρία, ήλθε στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια. Κατόπιν έφτασε στην πόλη Κρήνη της Μικράς Ασίας, όπου παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρογιάννη.

Επιζητώντας το μαρτύριο ο Γεώργιος, πήγε στο Διοικητήριο και βοήθησε να κατέβει από το άλογο, ο διερχόμενος από την Κρήνη, πρώην πενθερός του, στον όποιο μετά από λίγο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.

Τότε οι Τούρκοι τον έριξαν στη φυλακή, όπου τον έδειραν σκληρά και έβαλαν στα πόδια του φάλαγγα, και στη συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεύος στο κεφάλι του. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1823 μ.Χ., τον κρέμασαν στον τοίχο του σπιτιού του επισήμου Παντελάκη Φαρμάκη και τον απαγχόνισαν.

Όσιος Διονύσιος κτήτορας της Μονής Τιμίου Προδρόμου Αγίου Όρους

Ο Όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στο χωριό Κορησσό της Καστοριάς, από γονείς ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία, πήγε στο Άγιο Όρος, κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Ο Διονύσιος, με δάσκαλο τον ίδιο του τον αδελφό, έμαθε να μελετά την Αγία Γραφή και γρήγορα διακρίθηκε για το ταπεινό του φρόνημα και για τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα του.

Μετά λίγα χρόνια, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Γ' (1350 - 1390 μ.Χ.) ο Θεοδόσιος έγινε Μητροπολίτης στην Τραπεζούντα. Ο Διονύσιος, όταν το έμαθε χάρηκε πολύ, πρώτα από αδελφική αγάπη και δεύτερο διότι θα μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει πιο εύκολα ένα δικό του σχέδιο.

Μετά την χειροτονία του σε Πρεσβύτερο, ο Διονύσιος μετέφερε τον τόπο της ασκήσεώς του σ' ένα απότομο βουνό του μικρού Άθωνος ή Αντιάθωνος, το ονομαζόμενο Παλαιός Πρόδρομος και Παναγία. Και λίγο πιο κάτω ήθελε να κτίσει Ναό και ευπρεπή Μονή. Πράγμα που τελικά, με τη χάρη του θεού, κατόρθωσε. Έτσι, το 1375 μ.Χ. ο Αλέξιος Γ, με τη μεσιτεία του αδελφού του Μητροπολίτη Θεοδοσίου, ενέκρινε την ανέγερση της Μονής με το όνομα του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Έδωσε για το έργο αυτό ο αυτοκράτορας στον Διονύσιο, 50 σώμια (400.000 γρόσια) και μετά τρία χρόνια 1.000 Κομνηνάτα. Έτσι ο μοναχός Διονύσιος έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου, γνωστή κατόπιν με αυτό το όνομα που της έδωσε ο κτήτοράς της.

Ο Διονύσιος πέθανε στην Τραπεζούντα, όπου είχε πάει για να ζητήσει και άλλο βοήθημα από τον αυτοκράτορα για την αγιογράφηση του ναού της Μονής.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς οὐράνιον, ἐν σοῖ σκηνώσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοὶς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σὲ ἀνέδειξε, σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῶ ἀνεγείρεις περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας, ὅν περ γάρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης Κήρυξ ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Φεβρωνία

Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).

Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.

Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.

Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως τῷ κόσμῳ ἔπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ δραμοῦσα ἀσχέτῳ πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σὲ καὶ ὁσίαν καὶ μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε Φεβρωνία ὁ Κύριος, ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ ὁσιομάρτυς.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ κομποσκοίνι καὶ την ευχὴ

Στὴν ἴδια Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὃ Μοναχὸς Προκόπιος ἀπὸ τὴν Καλύβα «Εἴσοδια της Θεοτόκου» εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ μάθει μουσικά, γιὰ νὰ δοξολογεῖ κι αὐτὸς τὸ Θεό, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί.Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν λίγο παράφωνος ἀποφεύγανε οἱ Πατέρες νὰ τὸν μάθουν μουσικά.
O ἀδελφὸς Προκόπιος εἶχε λάβει ὡς χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ λέει ἀκατάπαυστα τὴν εὐχὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ» καὶ στὸ ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε πάντα το κομβοσχοίνι του, τὸ ὅποιο δὲν ἀποχωριζόταν ποτέ.
Μιὰ μέρα, ἦταν πολὺ λυπημένος, ποῦ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ κανένα γιὰ νὰ τὸν μάθει μουσικὴ καὶ συλλογιζόμενος αὐτὸ τὸ πράγμα, ἀπὸ τὴν πολύ του λύπη, εἶχε σταματήσει νὰ λέει τὴν εὐχή.
Ξαφνικὰ παρουσιάζεται μπροστά του ἕνας σεβάσμιος, ἀλλὰ ἄγνωστος σ’ αὐτὸν γέροντας ὁ ὅποιος τοῦ εἶπε: «Ἀδελφὲ Προκόπιε, τί ἔχεις κι εἶσαι τόσο λυπημένος; τί σὲ ἀπασχολεῖ; Ὁ Προκόπιος τοῦ ἀπάντησε: «τί νὰ ἔχω γέροντα, νά, θέλω κι ἐγὼ νὰ μάθω λίγα μουσικὰ καὶ δὲ βρίσκεται κανένας νὰ μὲ μάθει, γιατί μου λένε πῶς εἶμαι λίγο φάλτσος». Ὁ ἀσπρογένης γέροντας τότε τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ κάθεσαι καὶ στενοχωριέσαι καημένε, ἐγὼ θὰ σὲ μάθω μουσικὰ καὶ θὰ σὲ κάνω νὰ γίνεις ὃ καλύτερος ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους, θὰ κελαηδᾶς σὰν τὸ καλύτερο ἀηδόνι, ἀλλὰ θέλω κι ἐσὺ νὰ μοῦ κάνεις μιὰ χάρη».
«Δηλαδὴ τί ζητᾶς ἀπὸ μένα, τοῦ εἶπε ὃ Προκόπιος, θέλεις νὰ σὲ πληρώσω; Ἐγὼ ὅτι θέλεις θὰ σοῦ δώσω!». Τότε ὃ ἀσπρογένης τοῦ εἶπε: «Ἡ πληρωμὴ ἢ δική μου εἶναι νὰ πετάξεις ἀπὸ τὰ χέρια σου αὐτὸ ποῦ λέτε κομποσχοίνι καὶ νὰ πάψεις νὰ λὲς αὐτὸ ποῦ λέτε εὐχὴ καὶ θὰ σὲ μάθω ἐγώ, ὅτι θέλεις».
Ὁ Μοναχὸς Προκόπιος μολις ἄκουσε αὐτὰ κατάλαβε πῶς ὃ φαινόμενος δὲν ἦταν Μοναχός, ἄλλα ὃ παμπόνηρος Δαίμονας, ποῦ ἤθελε νὰ τὸν κάνει νὰ σταματήσει τὴν προσευχή, καὶ ἀμέσως ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε: «Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ παμπόνηρε, δὲ μοῦ χρειάζονται τὰ μουσικά σου καὶ οἱ πονηρὲς καὶ οἱ καλοσύνες σου» κι ὁ Δαίμονας ἔγινε ἄφαντος.

Ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ μαθαίναμε πόσο ὃ Διάβολος φοβᾶται τὸ κομποσχοίνι, γιὰ τὸ ὁποῖο καλὰ λένε οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι τὸ ὅπλο τοῦ χριστιανοῦ κατὰ τοῦ Διαβόλου,καθὼς καὶ τὴν εὐχή, ἡ ὁποία καίει τὸν Δαίμονα. Ἐνῶ τοὺς ψάλτες δὲν τοὺς φοβᾶται τόσο καὶ δὲν τοὺς ὑπολογίζει πολύ, γιατί, εὔκολα μὲ τὸ ψάλσιμο ἀφαιροῦνται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ πέφτουν στὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια.Προσοχὴ λοιπόν!

Ἅγιος Πορφύριος: Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ὁ ἔρωτας μας…

Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, Αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.
Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματικὴ τρέλα, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίω τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον μὲ ὡσεὶ κράτιστον» (Ψάλ. 22, 5). Ὁ πνευματικὸς οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολὺ δυνατὸς κι ὅταν τὸν πίνεις, σὲ μεθάει. Αὐτὴ ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίδεται στοὺς «καθαροὺς τὴ καρδία» (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).
Ὅσο μπορεῖτε νὰ νηστεύετε, ὅσες μετάνοιες μπορεῖτε νὰ κάνετε, ὅσες ἀγρυπνίες θέλετε ν’ ἀπολαμβάνετε, ἀλλὰ νὰ εἶστε χαρούμενοι. Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ποὺ ἔχει αἰώνια εὐφροσύνη. Εἶναι χαρὰ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δίνει τὴν ἀσφαλῆ γαλήνη, τὴ γαλήνια τερπνότητα καὶ τὴν παντερπνὴ εὐδαιμονία. Ἡ χαρὰ ἡ πασίχαρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε χαρά. Ὁ Χριστὸς θέλει κι εὐχαριστεῖται νὰ σκορπάει τὴ χαρά, νὰ πλουτίζει τοὺς πιστούς Του μὲ χαρά. Εὔχομαι, «ἴνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ἡ πεπληρωμένη» (Ἃ’ Ἰω. 1,4).
Αὐτὴ εἶναι ἡ θρησκεία μας. Ἐκεῖ πρέπει νὰ πᾶμε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Παράδεισος, παιδιά μου. Τί εἶναι Παράδεισος; Ὁ Χριστὸς εἶναι. Ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ὅσοι ἐδῶ στὴ γῆ ζοῦν τὸν Χριστό, ζοῦν τὸν Παράδεισο. Ἔτσι εἶναι, ποὺ σᾶς τὸ λέγω. Εἶναι σωστό, ἀληθινὸ αὐτό, πιστέψτε μέ! Ἔργο μᾶς εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο νὰ μποῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι νὰ κάνει κανεὶς τὰ τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Νὰ ξυπνήσει ἡ ψυχὴ καὶ ν’ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, νὰ γίνει ἁγία. Νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θὰ μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θὰ εἶναι τότε ἡ χαρὰ ἀναφαίρετη. Αὐτὸ θέλει πιὸ πολὺ ὁ Χριστός, νὰ μᾶς γεμίζει ἀπὸ χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς. Αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ χαρὰ θὰ γνωρίσομε τὸν Χριστό. Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίσουμε, ἂν Ἐκεῖνος δὲν μᾶς γνωρίσει. Πῶς τὸ λέγει ὁ Δαβίδ; «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήση οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξη πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψάλμ. 126, 1).
Αὐτὰ ἡ ψυχὴ μᾶς θέλει νὰ ἀποκτήσει. Ἂν προετοιμασθοῦμε ἀνάλογα, ἡ χάρις θὰ μᾶς τὰ δώσει. Δὲν εἶναι δύσκολο. Ἂν ἀποσπάσουμε τὴν χάρι, ὅλα εἶναι εὔκολα, χαρούμενα κι εὐλογία Θεοῦ. Ἡ θεία χάρις διαρκῶς κρούει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καὶ περιμένει ν’ ἀνοίξουμε, γιὰ νὰ ἔλθει στὴν διψώσαν καρδίαν μας καὶ νὰ τὴν πληρώσει. Τὸ πλήρωμα εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μας, ἡ Ἁγία Τριάς. Τί ὡραία πράγματα!
Ἅμα ἀγαπάεις, ζεῖς στὴν Ὁμόνοια καὶ δὲν ξέρεις ὅτι βρίσκεσαι στὴν Ὁμόνοια. Οὔτε αὐτοκίνητα βλέπεις, οὔτε κόσμο βλέπεις, οὔτε τίποτα. Εἶσαι μέσα σου μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάεις. Τὸ ζεῖς, τὸ εὐχαριστιέσαι, σ’ ἐμπνέει. Δὲν εἶναι ἀληθινὰ αὐτά; Σκεφθεῖτε αὐτὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶτε νὰ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς στὸ νοῦ σου, ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σου, ὁ Χριστὸς σ’ ὅλο σου τὸ εἶναι, ὁ Χριστὸς παντοῦ.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς, ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ, τὸ πᾶν. Ὅποιος ἀγαπάει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ζεῖ τὴ ζωή. Ζωὴ χωρὶς Χριστὸ εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δὲν εἶναι ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μὴ ἀγάπη. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἢ θὰ εἶσαι στὴ ζωὴ ἢ στὸ θάνατο. Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται νὰ διαλέξεις.
Ἕνας νὰ εἶναι ὁ στόχος μας, ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία, στὸν πλησίον. Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπὶ γῆς Παράδεισος. Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ εἶναι κι ἀγάπη στὸν πλησίον, σ’ ὅλους, καὶ στοὺς ἐχθρούς. Ὁ χριστιανὸς πονάει γιὰ ὅλους, θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν, ὅλοι νὰ γευθοῦν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ χριστιανισμός. Μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφὸ θὰ κατορθώσουμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό. Ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦμε, ἐνῶ τὸ θέλουμε, ἐνῶ εἴμαστε ἄξιοι, ἡ θεία χάρις ἔρχεται μέσω τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἄρα τὸν Χριστό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ἄρα ὅταν ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶμε καὶ τὸν ἑαυτό μας.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ