Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Κύριε, ελέησον (†Μωυσής μοναχός Αγιορείτης)

Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νου.
Έρχεται ένα φως. Τότε έχεις μια άλλη αίσθηση. Τότε το κατανοείς καλά. Όχι προς το ετυμολογικό. Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή.
Και λές: «Τι αλλο να λέω;» Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: «Κύριε ελέησον!»
Δίχως να βαριέσαι. Δίχως να κουράζεσαι. Αυτό τα λέει όλα. Δεν θέλει άλλα και πολλά. Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφραστεί. Η προσευχή είναι ποίηση. Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.
Οι ποιητές νιώθουν τους συναθρώπους τους και τους παρηγορούν, όπως οι άγιοι. Είναι μεγάλη ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο. Οι άγιοι δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τους ίχνη. Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ' αχνάρια της κακίας τους. Κύριε ελέησε τους, δεν ξέρουν τι χάνουν και τι κάνουν.
Λυπάμαι οταν δεν μπορώ να προσευχηθώ. Και τούτο προσευχή είναι, μου 'πε ένας διακριτικός γέροντας. Όπως χαίρομαι όταν με τόση ικετευτική στάση μου ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.
Πιστεύω πως για την ταπείνωση τους θα τους ελεήσει ο Κύριος.

Προτιμώ, έλεγε ένας άλλος γέροντας, την προσευχή από τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες. Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλά λόγια δεν αναπαύουν.
Η προσευχή για τους άλλους επηρεάζει θερμότερα. Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.
Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, μα περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.
Κύριε, συγχώρεσε με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δείλιαζα γιατί δεν είχα μετανοήσει.
Κύριε, ελέησον.

Μη παροργίζουμε την φιλανθρωπία του Θεού!

(Μηνύματα προς τον λαό από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου)


Αδελφοί μου, αμαρτήσαμε και στη συνέχεια εξαγνιστήκαμε. Προσβάλαμε τον Παντοδύναμο Θεό μας, και γι' αυτό τιμωρηθήκαμε. Σπιλώσαμε τις ψυχές μας και ξεπλύναμε την κάθε αμαρτία μας, με το αίμα και με τα δάκρυά μας.

Ποδοπατήσαμε κάθε τι, που ήταν ιερό για τους πατέρες μας, και γι' αυτό στη συνέχεια ποδοπατηθήκαμε εμείς οι ίδιοι.

Η καταστροφή μας ήταν αναμενόμενη αφού τα σχολεία μας ήταν χωρίς πίστη στο Θεό, οι πολιτικοί μας δεν ήταν έντιμοι, ο στρατός μας δεν είχε πατριωτισμό και οι κυβερνήτες μας δεν είχαν την ευλογία του Θεού. Έτσι καταστράφηκαν τα σχολεία, ο στρατός και όλο το κράτος μας.

Είκοσι χρόνια δεν σεβόμασταν τις παραδόσεις μας, και τώρα οι αλλοεθνείς μας στέρησαν το φως με το σκοτάδι τους.

Είκοσι χρόνια χλευάζαμε τους προγόνους μας, που με την ευσέβειά τους κατέκτησαν τη βασιλεία των Ουρανών. Με το μέτρο όμως που κρίναμε το Θεό και τους προγόνους μας, με το ίδιο μέτρο και εμείς κριθήκαμε.

Παρ' όλα αυτά, ο Θεός μας συγχώρεσε.

Οι υβριστικές σκέψεις μας, τα υβριστικά λόγια και οι πράξεις μας, οι ατελείωτες προσβολές στον Μεγαλοδύναμο Θεό, κατά την περίοδο των δύο παγκοσμίων πολέμων, καταδίκασαν το λαό μας αρχικά σε θάνατο. Η ποινή επιβλήθηκε και ένας στους οκτώ Σέρβους εκτελούνταν στα πρώτα δύο χρόνια της κατοχής της χώρας μας από τους Γερμανούς.

Στη συνέχεια οι εκτελέσεις σταμάτησαν και η ποινή μειώθηκε, σε ισόβια σκλαβιά. Καταδικαστήκαμε να είμαστε αιώνια υπόδουλοι των Γερμανών.

Μόνον όταν ο φτωχός λαός μας, με τα εξασθενημένα χέρια του, άρχισε να ανάβει κεριά, να προσεύχεται, τότε οι προσευχές του συγκίνησαν τους αγγέλους και τους αγίους ώστε να μεσιτεύσουν για το έλεος του Θεού. Τότε ο Παντελεήμων Θεός πάλι μείωσε την ποινή της ισόβιας σκλαβιάς σε δύο χρόνια. Ο σέρβικος λαός καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης ενώ είκοσι χρόνια ζούσε αμαρτωλή ζωή. Δεν είναι άραγε αυτό ελεημοσύνη; Υπάρχει άραγε κανείς επίγειος βασιλιάς ο οποίος θα ανεχόταν είκοσι χρόνια να τον βρίζουν, να τον χλευάζουν και να συγχωρεί το λαό του; Ποτέ και πουθενά. Τέτοια ελεημοσύνη έχει μόνο ο Θεός μας.

Αδελφοί μου, τι λοιπόν να πράξουμε τώρα; Ας πράξουμε οτιδήποτε άλλο, εκτός από αυτό που πράτταμε στη διάρκεια αυτών των είκοσι χρόνων.

Ας μην αμαρτάνουμε, για να μην υποφέρουμε πάλι.

Ας μην προσβάλουμε πάλι τον Παντοκράτορα Θεό, και υποστούμε μεγαλύτερη τιμωρία.

Ας μη σπιλώνουμε τις ψυχές μας με αμαρτίες, για να μη χρειασθεί πάλι να τις εξαγνίζουμε με το αίμα και τα δάκρυά μας.

Ας μην ποδοπατάμε τα όσια των προγόνων μας, για να μην ποδοπατηθούμε οι ίδιοι.

Ας χτίσουμε σχολεία με πίστη, ας αποκτήσουμε κυβερνήτες τίμιους, ας αποκτήσουμε στρατό με πατριωτισμό, και κράτος που να έχει την ευλογία του Θεού.

Ας επιστρέψουμε ο καθένας μας στο Θεό και στον εαυτό του. Ας μη μείνει κανένας μακριά από το Θεό, για να μη χάσει το φως του από την επέλαση του τρομακτικού σκοταδιού των αλλοεθνών με τα «ωραία» ονόματα και τα «φανταχτερά» ρούχα.

Ας προσπαθήσει ο καθένας μας να κατακτήσει τη βασιλεία των Ουρανών. Έτσι μόνο θα επιβιώσει το κράτος μας πάνω στη γη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αν είμαστε δίκαιοι ο ουρανός θα προσέχει το κράτος μας. Στην ουράνια Βασιλεία βασιλεύουν η δικαιοσύνη, η πίστη, η αγάπη, η αλήθεια, η ελεημοσύνη, η σοφία, η καθαρότητα....

Ας σκεφτείτε αν έχετε αυτές τις αρετές, και αν όχι καλύτερα να αγωνιστείτε να τις αποκτήσετε όλες. Έτσι θα γίνετε τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο μεγάλος Πατέρας σας, ο ουράνιος.

Έτσι θα αντέξετε τις σκοτεινές δυνάμεις του Άδη, που κτύπησαν το κράτος μας και σαν εφιάλτης μας ταλάνισαν και θα μας ταλανίζουν για πολλά χρόνια.

Οπλισμένοι με τις αρετές θα δικαιώσετε την αγάπη σας για την πατρίδα σας, και θα δικαιώσετε το όνομα του Ορθόδοξου χριστιανού. Ας σας βοηθάει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Ιωνάς ο Λέριος

Από το «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Λεροί τους πέντε προηγούμενους αιώνες άφησαν τη Λέρο και πήγαν σττη Μονή της Πάτμου , δια να μονάσουν. Ενας από αυτούς ήταν και ο μοναχός Ιωνάς δια τον οποίον στο «ΒΡΑΒΕΙΟ» αναφέρονται:

«αφξα (1561) Φεβρουαρίου κη (28)
εφονεύθη εις την Λειψόν ο δούλος
του Θεού Ιωνάς μοναχός ο Λέριος».

Ατομικά για τον Οσιομάρτυρα αυτόν της Εκκλησίας δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Οσα ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του Αρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου, εφημερίου των Λειψών «Μακαριστοί γέροντες και πέντε οσιομάρτυρες στη νήσο Λειψώ της Δωδεκανήσου». Οι Αγιες αυτές ψυχές ανεκυρήχθησαν οσιομάρτυρες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο , εορτάζοντες και οι πέντε μαζί την Α’ Κυριακή μετά τη 10η Ιουλίου.

Ο Οσιομάρτυς Ιωνάς μαζί με άλλους ασκητές - αναχωρητές έφυγαν από το μοναστήρι της Πάτμου και έφθασαν στη νήσο Λειψώ το 1550 μ.Χ. Ζητούσαν να βρούν ένα τόπο που δεν θα τους ενοχλούσε ο κόσμος, που μόνοι θα υμνούσαν και θα συνομιλούσαν με το Θεό. Ετσι διάλεξαν ένα χώρο έρημο και αφιλόξενο για να εγκατασταθούν. Πρώτο τους μέλημα να χτισθεί ο ναός του Ησυχαστηρίου, ψηλά από τη θάλασσα σε δύσβατο σημείο, για το φόβο των πειρατών. Εκεί πάλεψαν με τους βράχους, για να φτιάξουν μονοπάτια, πάλεψαν με τη έλλειψη του νερού και της τροφής. Μα τι κι αν δεν είχαν τίποτα από αυτά; Είχαν και τους αρκούσε, η Χάρις του Θεού. Εφτιαξαν την Εκκλησία επ’ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μικρά κελιά για τους ίδιους.

Πότισαν τον άγονο χώρο του ασκηταριού περισσότερο με τον ιδρώτα τους και λιγότερο με το νερό. Σεβάστηκαν τη φύση, λάτρευσαν, εδόξασαν και υμνολόγησαν το Θεό, που επέτρεψε στο διάβολο να πειράζει τους ανθρώπους, αλλά έδωσε και στους ανθρώπους την δύναμη να τον νικούν. Εγιναν «άγγελοι τω βίω» ενώ ήταν «άνθρωποι τη φύσε » .Πολλοί από αυτούς θυσιάστηκαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία.

Οσο ψηλά όμως και αν ήταν το ασκηταριό, το επισκέπτονταν με τις άγριες διαθέσεις τους οι πειρατές. Σε μια επιδρομή εφόνευσαν το μοναχό Ιωνά από τη Λέρο. Ηταν 28 Φεβρουαρίου του 1561 μ.Χ. Ετσι ο Μοναχός Ιωνάς έγινε νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας.

Δεν ήταν ο μόνος. Πρίν από αυτόν το 1558 μ.Χ. είχαν φονεύσει το μοναχό Νεόφυτο τον Αμοργινό. Το 1609 μ.Χ. ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός εφονεύθη από τους αγαρινούς με σκεπάρνι. Το 1635 μ.Χ. ο Πεκήρ Πασάς από δαρμό εφόνευσε το μοναχό Ιωνά τον Νισύριο και το 1696 μ.Χ. ο αναχωρητής μοναχός Παρθένιος εφονεύθη με καμάκι που του τρύπησε το λαιμό. Και οι πέντε αδικοσκοτωμένοι μακαριστοί γέροντες κηδεύτηκαν με δάκρυα από τους συνασκητές τους και τους θρήνησαν οι ευσεβείς Λειψώτες και οι συμπατριώτες τους. Και όλοι μας τους διατηρούμε στη μνήμη μας με ευγνωμοσύνη και σεβασμό θεωρώντας τους καταξιωμένους οσιομάρτυρες.

Οσίες Μαράνα και Κύρα

Τον βίο των Οσίων αυτών γυναικών, συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο Ιστορία του.

Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέρροια (τωρινό Χαλέπιο) της Συρίας και έζησαν στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η καταγωγή τους ήταν επίσημη και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν τον κόσμο και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν με πηλό, για να μην εισέρχεται κανένας σε αυτόν και άφησαν μόνο μια μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα και να νικήσουν τους πειρασμούς.

Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ' όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη και αγαθοεργίες τη ζωή τους.

Έτσι, αφού έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Νυμφίο Χριστό.

Άγιος Προτέριος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας

Ο Άγιος Προτέριος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ήταν πρεσβύτερος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας και έλαβε μέρος στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε το έτος 451 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας.

Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετά την καθαίρεση του Διοσκούρου, εξελέγη Πατριάρχης ο Άγιος Προτέριος (452 - 457 μ.Χ.), ο οποίος διέπρεψε στη Σύνοδο και έφραξε τα στόματα των δυσσεβών αιρετικών.

Όταν ο Άγιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια οι οπαδοί του Ευτυχούς και του Διοσκούρου προκαλούσαν στάσεις και ρήξεις και εμπόδιζαν να κατέρχεται το σιτάρι στην Αλεξάνδρεια μέσω του Πηλουσίου, με σκοπό να πεινάσουν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και να στραφούν κατά του Αγίου. Όμως ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως του Αγίου, διέταξε την διέλευση του σιταριού διά της Αλεξάνδρειας και έτσι σώθηκε η πόλη από την πείνα.

Μετά το θάνατο του Μαρκιανού οι αιρετικοί θρασύνθηκαν και κατέφυγαν σε σατανικές επινοήσεις, για να εκπληρώσουν τα ασεβή σχέδιά τους και αν εκθρονίσουν τον Άγιο. Επικεφαλής αυτών τέθηκε ο ιερεύς Τιμόθεος ο Αίλουρος, ο οποίος με μύρια τεχνάσματα κατόρθωσε να διεγείρει κατά του Αγίου Προτερίου τους απλοϊκούς μοναχούς της Αλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατά τη διάρκεια της νύχτας τα κελιά των μοναχών, λέγοντας ότι είναι άγγελος και προτρέποντας αυτούς να μην έχουν κοινωνία με τον Άγιο.

Οι μοναχοί παρασύρθηκαν και προκάλεσαν μεγάλη ταραχή με τους αιρετικούς, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του στρατιωτικού διοικητού της πόλεως Διονυσίου. Ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και κρύφθηκε μέσα στην κολυμβήθρα ενός ναού. Οι διώκτες του τον ανακάλυψαν και τον κατάσφαξαν με οξείς καλάμους, ενώ ανακηρύξαν Πατριάρχη τον Τιμόθεο. Το ιερό λείψανό του το έδεσαν με σχοινί και το έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Τέλος, το παρέδωσαν στα ζώα και το επίλοιπο το κατέκαψαν. Και ο νέος Πατριάρχης τολμούσε όλα αυτά κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να τελεί τις Ακολουθίες των Παθών του Κυρίου.

Όταν πληροφορήθηκε τα γενόμενα ο διάδοχος του Μαρκιανού, αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας ο Θραξ διέταξε να δικασθεί ο Τιμόθεος ο Αίλουρος κανονικά και να εξορισθεί στη Γάγγρα. Ομοίως τιμωρήθηκαν και όλοι εκείνοι που έλαβαν μέρος στο φόνο του Αγίου Προτερίου. Αντί δε του καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης εξελέγη ο Ορθόδοξος Τιμόθεος ο Σαλοφακίολος (460 - 482 μ.Χ.). Ο Λέων επέβαλε τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, εξεδίωξε τους μονοφυσίτες Επισκόπους Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και διόρισε Ορθοδόξους στη θέση αυτών.

Έτσι έζησε και μαρτύρησε ο Άγιος Προτέριος και η μνήμη αυτού ανθεί στο βίο των Αγίων της Εκκλησίας.

Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς

Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.

Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.

Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.

Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Παρθενομάρτυς Κυράννα, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον.

Κάθισμα
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Ο Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Η γνωριμία και η συναναστροφή του, από την παιδική του ηλικία, με Αγίους ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε την επιστήμη της φιλοσοφίας και της αστρονομίας και μελέτησε ιδιαίτερα τα συγγράμματα των Πατέρων και την Αγία Γραφή.

Ο Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σε μία σκήτη και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της Ασίας και της Καππαδοκίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τᾶς ἀρετᾶς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἐαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».

Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι του Οσίου Κασσιανού, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» και «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και το ορθόδοξο φρόνημά του και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο δε Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος πλεέκι δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο του.

Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγοιν Πάτερ τοὶς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα, σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ' του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.

Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 27 Φεβρουαρίου). Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία. Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.

Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.

Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι' ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Βασίλειε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τήν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καί μονάσας ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τήν ἐνέργειαν, καί τάς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.




Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Άγιος Πορφύριος: "Πρέπει να φοβόμαστε τον Χριστό;"

«Η τέλεια αγάπη βγάζει έξω τον φόβο• επειδή, ο φόβος έχει κόλαση• και εκείνος που φοβάται δεν έχει τελειωθεί στην αγάπη» (Α  Ἰωάννου 4, 18)


Όταν αγαπάς τον Χριστό, παρόλες τις αδυναμίες και τη συναίσθηση που έχεις γι’ αυτές έχεις τη βεβαιότητα ότι ξεπέρασες τον θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στην κοινωνία της αγάπης του Χριστού.



Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας. Το βεβαιώνει ο ίδιος, όταν λέει: «Εσείς είστε φίλοι μου…» (Ιω. 15,14). Σαν φίλο να τον ατενίζομε και να τον πλησιάζομε. Πέφτομε; Αμαρτάνομε; Με οικειότητα, με αγάπη κι εμπιστοσύνη να τρέχομε κοντά του· όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει αλλά με θάρρος, που θα μας το δίδει η αίσθηση του φίλου. Να του πούμε: «Κύριε, το έκανα, έπεσα, συγχώρεσέ με». Αλλά συγχρόνως να αισθανόμαστε ότι μας αγαπάει, ότι μας δέχεται τρυφερά, με αγάπη και μας συγχωρεί. Να μη μας χωρίζει απ’ τον Χριστό η αμαρτία. Όταν πιστεύουμε ότι μας αγαπάει και τον αγαπάμε, δεν θα αισθανόμαστε ξένοι και χωρισμένοι απ’ Αυτόν, ούτε όταν αμαρτάνουμε. Έχουμε εξασφαλίσει την αγάπη Του κι όπως και να φερθούμε, ξέρομε ότι μας αγαπάει.


Το Ευαγγέλιο, βέβαια, λέει με συμβολικές λέξεις για τον άδικο ότι θα βρεθεί εκεί, όπου υπάρχει «ο τριγμός και ο βρυγμός των οδόντων», διότι μακράν του Θεού έτσι είναι. Και από τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας πολλοί ομιλούν για φόβο θανάτου και κολάσεως. Λένε: «Έχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αυτές οι λέξεις, αν τις εξετάσομε βαθιά, δημιουργούν τον φόβο της κολάσεως. Ο άνθρωπος προσπαθώντας ν’ αποφύγει την αμαρτία, κάνει αυτές τις σκέψεις, για να κυριευθεί η ψυχή του απ’ το φόβο του θανάτου, της κολάσεως και του διαβόλου.

Όλα έχουν τη σημασία τους, το χρόνο και την περίστασή τους. Η έννοια του φόβου είναι καλή για τα πρώτα στάδια. Είναι για τους αρχάριους, γι’ αυτούς που ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο αρχάριος, που δεν έχει ακόμη λεπτυνθεί, συγκρατείται απ’ το κακό με το φόβο. Και ο φόβος είναι απαραίτητος, εφόσον είμαστε υλικοί και χαμερπείς. Αλλ’ αυτό είναι ένα στάδιο, ένας χαμηλός βαθμός σχέσεως με το θείον. Το πάμε στη συναλλαγή, προκειμένου να κερδίσομε τον Παράδεισο η να γλιτώσομε την κόλαση. Αυτό, αν το καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ιδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Εμένα δε μου αρέσει αυτός ο τρόπος. Όταν ο άνθρωπος προχωρήσει και μπει στην αγάπη του Θεού, τι του χρειάζεται ο φόβος; Ο,τι κάνει, το κάνει από αγάπη κι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία αυτό. Το να γίνει καλός κάποιος από φόβο στον Θεό κι όχι από αγάπη δεν έχει τόση αξία.

Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του.

Κανείς να μη σας βλέπει, κανείς να μην καταλαβαίνει τις κινήσεις της λατρείας σας προς το θείον. Όλ’ αυτά κρυφά, μυστικά, σαν τους ασκητές. Θυμάστε που σας έχω πει για τ’ αηδονάκι; Μες στο δάσος κελαϊδάει. Στη σιγή. Να πει πως κάποιος τ’ ακούει, πως κάποιος το επαινεί; Πόσο ωραίο κελάηδημα στην ερημιά! Έχετε δει πως φουσκώνει ο λάρυγγάς του; Έτσι γίνεται και μ’ αυτόν που ερωτεύεται τον Χριστό. Άμα αγαπάει, «φουσκώνει ο λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει η γλώσσα». Πιάνει μια σπηλιά, ένα λαγκάδι και ζει τον Θεό μυστικά, «στεναγμοίς αλαλήτοις». Περιφρονήστε τα πάθη, μην ασχολείσθε με τον διάβολο. Στραφείτε στον Χριστό.

Η θεία χάρις μας διδάσκει το δικό μας χρέος. Για να την προσελκύσουμε, θέλει αγάπη, λαχτάρα. Η χάρις του Θεού θέλει θείο έρωτα. Η αγάπη αρκεί, για να μας φέρει σε κατάλληλη «φόρμα» για προσευχή. Μόνος Του θα έλθει ο Χριστός και θα εγκύψει στην ψυχή μας, αρκεί να βρει ορισμένα πραγματάκια που να Τον ευχαριστούν· αγαθή προαίρεση, ταπείνωση και αγάπη. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» Ο παραμικρός γογγυσμός κατά του πλησίον επηρεάζει την ψυχή σας και δεν μπορείτε να προσευχηθείτε. Το Πνεύμα το Άγιον, όταν βρίσκει έτσι την ψυχή, δεν τολμάει να πλησιάσει.

Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού. αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα. Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του. Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.

Να μην γίνεται η ευχή αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μία αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία. αλλά δεν είναι υγιές.

Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα. Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μία ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.

Για τον Αββά Παύλο που πλανήθηκε ...

Ζούσε κάποτε στη Θηβαΐδα κάποιος που τον έλεγαν Παύλο και ήταν ευλαβής και φιλακόλουθος. Μέρα και νύκτα παρακολουθούσε την εκκλησία κι έκανε με προθυμία και τις υπόλοιπες διατεταγμένες ακολουθίες. Βλέποντας τον έτσι οι γνωστοί του ευλαβείς και φιλακόλουθοι του λένε: «Κυρ-Παύλε, αφού ούτε γονείς έχεις ούτε γυναίκα θέλεις να πάρεις, γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;» Κι αυτός τους απάντησε: «Καλά λέτε. Θα πάω να γίνω μοναχός». Έφυγε λοιπόν και ησύχασε σε κελλί μόνος του και δόθηκε στην άσκηση και τους λοιπούς κόπους και ήταν στο φρόνημα ακμαιότερος.
Βλέποντας τον ο πονηρός δαίμονας έτσι αγωνιστή, άρχισε να του παρουσιάζεται κατά φαντασίαν ως άγγελος, να του προλέγει κάποια πράγματα και να τον εμπαίζει. Κι όταν ο δαίμονας κατάλαβε ότι τον έχει υποχείριο, του λέει: «Ο Χριστός αγάπησε υπερβολικά την αγία βιοτή σου και αύριο θα σε επισκεφθεί για να σου δώσει ένα χάρισμα ασκητικής διαγωγής. Εσύ λοιπόν βγες από το κελλί σου και προσκύνησε τον και, αφού λάβης το χάρισμα, μπαίνεις πάλι στο κελλί σου.
Την επομένη λοιπόν βγαίνει από το κελλί του και βλέπει μία…
παράταξη, τάχα, από αγγέλους λαμπαδηφόρους και ένα πύρινο τροχό και στο μέσον του τροχού να φαίνεται το σχήμα κάποιου, τον οποίο υπέθεσε ότι είναι ο Χριστός. Και μόλις επρόκειτο να κλίνη τον αυχένα για να τον προσκύνησει, τότε ένα χέρι, που φάνηκε μέχρι τον καρπό, τούδωσε ένα ράπισμα και τον έσπρωξε προς τα πίσω, για να μη προσκύνησει. Και πέφτοντας στη γη κοιτάζει προσεκτικά και δεν βλέπει ούτε τους λαμπαδηφόρους αγγέλους ούτε τον πύρινο τροχό. Κατάλαβε τότε τον εμπαιγμό του δαίμονος και έμεινε σ’ εκείνη την θέσι κλαίγοντας επί δύο μερόνυχτα και λέγοντας ενώπιόν του Θεού: «Αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, αμάρτησα και έχασα όλους τους κόπους της ζωής μου και τι να κάμω δεν ξέρω».
Είχε ακούσει λοιπόν ότι στην ανώτερη (νοτιώτερη) Θηβαΐδα ζούσε από πολλά χρόνια μόνος σ’ ένα αγρό ένας γέροντας αναχωρητής. Σκέφθηκε λοιπόν να πάει σ’ αυτόν και να του εμπιστευθεί αυτά που του συνέβησαν. Όταν λοιπόν έφτασε κοντά στον τόπο του αγίου έπεσε με το πρόσωπο στη γη και έκλαιγε λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρεσε με και προσευχήσου για μένα». Ο γέροντας όμως του φώναζε: «Δεν μπορείς να έλθης εδώ, χλεύη των δαιμόνων. Μη πλησίασης προς τα ‘δω». Και τον επέπληττε. Αυτός όμως παρέμενε πεσμένος στο έδαφος κλαίγοντας. Τον συμπάθησε λοιπόν ο άγιος και του λέει: «Αν είχες ξεκινήσει να μάθεις μία οποιαδήποτε τέχνη, δεν θα έπρεπε πρώτα να βρεις ένα τεχνίτη και να μάθεις από αυτόν τα μυστικά της; Εσύ όμως έφυγες και κατοίκησες μόνος σου χωρίς να εμπιστευθής τους λογισμούς σου σε κανέναν. Κι αν δεν σε βοηθούσε ο Θεός και η δεξιά του αγίου αγγέλου, θα προσκυνούσες τον δαίμονα και θάχανες τα λογικά σου και θα τριγύριζες στις πόλεις σαν τους δαιμονισμένους. Αλλά από ‘δω και στο εξής ευχαρίστησε τον Θεό που σε βοήθησε και έλα να μπεις μέσα στο κοινόβιο».
Και τον πήρε ο γέροντας σ’ ένα απ’ τα κοινόβια της Θηβαΐδος και τον παρέδωσε στον Ηγούμενο λέγοντας: «Δος του το μαγειρείο για επτά χρόνια, για να δουλεύσει στην εντολή του Χριστού και να υπηρετήση τους αδελφούς». Στον δε Παύλο είπε: «Μετά από επτά χρόνια έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν συμπλήρωσε τα επτά χρόνια, έρχεται ο γέροντας και λέγει στον αββά: «Δος του ένα κελλί έξω από το κοινόβιο». (Γιατί τα μοναστήρια της Θηβαΐδος έχουν μικρά αναχωρητικά κελλιά, ώστε όταν γεράσουν κάποιοι στην άσκηση, να περνούν σ’ αυτά τις πέντε μέρες της εβδομάδος· το Σαββατοκύριακο όμως έρχονται μέσα στο κοινόβιο με τους αδελφούς). Και του λέει ο γέροντας: «Κάθισε επτά χρόνια στο αναχωρητικό κελλί και μετά έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν εξεπλήρωσε κι αυτή την εντολή, ήλθε ο γέροντας και του λέει ο αββάς Παύλος: «Τι ορίζεις να κάμω»; Τότε του λέει ο γέροντας: «Δεν με χρειάζεσαι πια· το άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα σου θα σου τα διδάξει όλα».
Επειδή λοιπόν τον τίμησαν πολύ εξ αιτίας αυτού του λόγου, έφυγε στη Σκήτη. Και ήλθαν εκεί οι πατέρες του κοινοβίου και τον παρεκάλεσαν και τον πήραν πίσω. Και αφού επέστρεψε και είδε ότι αυξάνεται πολύ η τιμή που του γίνεται από την αδελφότητα, έφυγε πάλι στη Σκήτη. Αφού λοιπόν έμεινε στην έρημό της Σκήτεως, συνέβη να τον επισκεφθούμε εγώ κι άλλοι τρεις πατέρες, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Γέροντάς μου που ήταν σε προχωρημένη ηλικία. Δεν είχε ούτε ψωμί ούτε χύτρα ούτε τίποτε άλλο για τις ανάγκες του σώματος, αλλά καθώς μας επληροφόρησε ο γείτονας του ασκητής (γιατί σ’ εκείνον διανυκτερεύσαμε λόγω του κόπου της οδοιπορίας), ο αββάς Παύλος, όπου πήγαινε, δεν είχε τίποτε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ούτε εργόχειρο ούτε βιβλίο ούτε γευόταν τίποτε τις πέντε μέρες της εβδομάδος —και ήταν και μεγαλόσωμος. Είπαμε λοιπόν στον αδελφό: «Κάνε εσύ αγάπη και πάρε από το κελλί σου ο,τι χρειαζόμαστε για να έχουμε κάτι να βάλουμε στο στόμα μας, όταν φθάσουμε στο κελλί του καλόγηρου». Πήρε λοιπόν τα αναγκαία και ήλθε μαζί μας προς αυτόν. Μας έλεγε δε ότι ούτε νερό δεν είχε ποτέ στο κελλί του. Κι όταν κάποτε τον επισκέφθηκαν σε καιρό καύσωνος κάποιοι που είχαν διασχίσει την πανέρημο και διψούσαν πολύ, μη έχοντας νερό τους σπλαχνίσθηκε και σηκώθηκε και προσευχήθηκε- και, ω του θαύματος, ο Θεός έδωσε νερό εκεί όπου προσευχόταν και ήπιαν και ξεδίψασαν.
Πήγαμε λοιπόν και τον χαιρετήσαμε και χαρήκαμε με τις συμβουλές του και τα κατορθώματά του, κι αφού πήραμε την ευχή του, επιστρέψαμε ευχαριστώντας τον Θεό, που δοξάζει όσους Τον λατρεύουν με καθαρότητα. Αυτός ας αξιώση και μας να κερδίσουμε την αιώνια ζωή ακολουθώντας στα ίχνη εκείνων που τον ευηρέστησαν.

Από τις εμπειρίες των αρχαίων Πατέρων της ερήμου
Κείμενον βλ. F. Nau – L. Glugnet, Vies et Recits d’Anachoretes, Revue de 1′ Orient Chretien, τομ. 10 (1905), σ. 47-49.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Όσιος Τίτος ο Πρεσβύτερος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου

Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερατική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.

Τότε ζούσε στη Λαύρα και ένας διάκονος, που ονομαζόταν Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφθασαν τώρα να μην θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θυμίαζε ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει.

Έχοντας βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου που λέγει: «Εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίων σου, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και τότε αφού έλθεις πρόσφερε το δώρο σου».

Κάποτε ο Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχα μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά να κλαίει και να θρηνεί για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν τον Ευάγριο, για να συγχωρεθούν. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλά άρχισε να τον καταριέται. Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν διά της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις τον είδε ο Όσιος Τίτος ανασηκώθηκε με δυσκολία και τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί του ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τον λόγο του και έπεσε κάτω! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και την θαυματουργική ίαση του Αγίου.

Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190 μ.Χ.

Όσιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν

Ο Όσιος Ραφαήλ γεννήθηκε στη Συρία το έτος 1860 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ και τη Μάριαμ, θυγατέρα του ιερέως της Δαμασκού. Την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων του 1861 μ.Χ. βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Ραφαήλ.

Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος στις 8 Δεκεμβρίου του 1885 μ.Χ. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου. Με την ευλογία του Πατριάρχη Αντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντή της ακαδημίας και ένα μήνα αργότερα έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε καθήκοντα εξάρχου του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Ρωσία.

Ο ιεραποστολικός ζήλος οδήγησε τα βήματά του στην Αμερική. Έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895 μ.Χ. και ανέλαβε ως βοηθός του Επισκόπου Νικολάου. Ανέλαβε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών βιβλίων καθώς και με την ανέγερση νέων ναών.

Το έτος 1903 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον εξέλεξε Επίσκοπο Μπρούκλυν και του ανέθεσε το ιεραποστολικό έργο στη Βόρειο Αμερική.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1915 μ.Χ.

Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης

Ο Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν από βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Βησιγότθων.

Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε για την μόρφωση και τις αρετές του. Γι' αυτούς τους λόγους η Εκκλησία τον κατέστησε Επίσκοπο το έτος 579 μ.Χ. Ίδρυσε θεολογική σχολή με σκοπό τη διάδοση της Ορθοδοξίας, αλλά και την καλλιέργεια των επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι δυο βασιλόπαιδες Χερμενεγκίλντ και Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκίλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην ευσεβή σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου.

Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμός κατά των Ορθοδόξων. Ο αιρετικός Λέβεγκίλντ ήλθε σε σύγκρουση με τον Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν τέτοια η ένταση του διωγμού και της μανίας των αιρετικών, που όπως γράφεται δεν έβλεπε κανείς πουθενά ελεύθερο άνθρωπο και η ίδια η γη έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε την ημέρα του Πάσχα του 586 μ.Χ.

Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο τον Μέγα, τον Διάλογο, και συνδέθηκε μαζί του με δυνατή φιλία. Όταν ο διωγμός κατά των Ορθοδόξων έφθασε στα άκρα, ο βασιλιάς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ προς την αληθινή Ορθόδοξη πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτής της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ' αρχήν, αλλά και με τα εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο (βλέπε 4 Απριλίου), να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι' αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της Εκκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβικῆ».

Ο Άγιος Επίσκοπος της Σεβίλλης, αφού υπέμεινε πολλές αντιξοότητες και δοκιμασίες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο το 600 ή 601 μ.Χ. (πιθανώς στις 13 Μαρτίου).

Όσιος Θαλλελαίος

Ο Όσιος Θαλλελαίος καταγόταν από την Κιλικία και ασκήτευε έξω από την πόλη Γάβαλα της Συρίας. Εκεί υπήρχε ειδωλολατρικός ναός, που συνέρρεαν πολλοί. Ο Θαλλέλαιος αυτό το εκμεταλλεύτηκε, εργαζόμενος για τη διαφώτιση και την προσέλκυση στη χριστιανική πίστη πολλών ειδωλολατρών.

Ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη και ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα πνευματικά του κατορθώματα. Ήταν όμως και φοβερά πολυμήχανος, προκειμένου να φέρει ψυχές κοντά στο Χριστό. Κάποτε μάλιστα, είχε κατασκευάσει ένα ιδιόρρυθμο κρεμαστό κρεβάτι. Αυτό διαδόθηκε σ' όλη την περιοχή, με αποτέλεσμα να τον επισκέπτονται πολλοί ειδωλολάτρες. Από 'κει ψηλά λοιπόν ο Θαλλέλαιος, άρχιζε συζήτηση μαζί τους και έτσι έριχνε τα πνευματικά του δίχτυα, που έπιαναν πολλές ψυχές και τις έσωζε. Μ' αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να εκχριστιανίσει μια ολόκληρη πόλη, τα Γάβαλα, και να γίνει πνευματικός της πατέρας με τη χάρη του Ιησού Χριστού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης ο Ομολογητής

Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) και διακρίθηκε για την πνευματική γενναιότητά του ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Αν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι' αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.

Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ κατ' άλλους υπέμεινε μαρτυρικό θάνατο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός, μεθ' ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνούντι διὰ σοῦ, πασιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Προκόπιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τήν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα Προκόπιε ἔνδοξε.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Δοξαστικό Αίνων Κυριακής Ορθοδοξίας

Κυριακή του θριάμβου της Ορθοδοξίας

Κάθε βδομάδα, σ’ αυτή την περίοδο της προετοιμασίας για την Σαρακοστή, έχουμε ήδη δει τις παραβολές στις οποίες η κατάστασή μας φαίνεται τόσο ξεκάθαρα, με τέτοια σαφήνεια, τόσο καυστικά απεικονισμένη, και ταυτόχρονα με τόσο αυστηρές προοειδοποιήσεις, που δεν υπάρχει μέση οδός, ανάμεσα στην οδό της ζωής και στην οδό του θανάτου, ότι μπορεί να ζούμε στη γη στο λυκόφως του ασυνείδητου, αλλά θα έρθει κάποια στιγμή που το φως θα λάμψει μπρος μας και θα γίνει ξεκάθαρο αν εμείς είμασταν παιδιά του φωτός η αιχμάλωτοι του σκότους. Και κορυφαίο σημείο σ’ αυτή την διαδικασία είναι η ανάγνωση του Κανόνα του Αγ. Ανδρέα Κρήτης στον οποίο η αμαρτία και η μετάνοια τόσο δυνατά απεικονίζονται.

Αλλά τώρα μπαίνουμε σε μία καινούργια φάση της προετοιμασίας για το Πάσχα, μπαίνουμε στην Σαρακοστή που είναι μια παλιά λέξη που σημαίνει «άνοιξη», η αρχή της ζωής· μία περίοδος όπου δεν μπορούμε πια να ζούμε στο ημίφως που έχει ακόμα δύναμη πάνω μας, αλλά με το φως του Θεού, το φως που διαλύει το σκοτάδι, το φως που κάνει όλα ν’ αστράφτουν, να είναι τα ίδια φως σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού.

Σήμερα θυμόμαστε τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, την ημέρα που η Εκκλησία ομολόγησε στην τελευταία Οικουμενική Σύνοδο, τον 9ο αιώνα, και διεκήρυξε όλα εκείνα που είναι ουσιώδη για την Χριστιανική πίστη. Κι αυτά που διακηρύχθηκαν ήταν η ελπίδα, η απόλυτη, αδιάσειστη ελπίδα, γιατί αυτό που διακηρύχθηκε ήταν ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος· ο Θεός επέλεξε, σε μία πράξη αγάπης για μας, αλληλεγγύης προς εμάς, παρότι είμαστε αμαρτωλοί, παρότι πεπτωκότες, παρότι αμαυρωμένοι, διάλεξε το να γίνει άνθρωπος σαν μέσο για να πάρει την ευθύνη, ναι την ευθύνη! Με την κίνηση της δημιουργίας που συντελέστηκε χωρίς την δική Του κάθοδο, και την ελευθερία, μας έδωσε την απόλυτη προϋπόθεση να μπορούμε ν’ αγαπήσουμε και να επιλέξουμε την ζωή από τον θάνατο, αλλά την ίδια στιγμή και την ..τρομακτική προϋπόθεση για την πτώση μας.

Σήμερα διαβάσαμε στο Ευαγγέλιο, στο οποίο ο Αγ Ιωάννης διακηρύσσει, με τα λόγια του Ναθαναήλ, ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο Βασιλιάς του Ισραήλ, ο Σωτήρας που ήλθε, ο Θεός σαν το μέσο μας, κι όλα είναι δυνατά, αν μόνο αν πιστεύουμε.

Διαβάσαμε η ακούσαμε σήμερα στην Επιστολή πως πριν από μας χιλιάδες άνθρωποι πίστεψαν στο απίστευτο: ότι ο Χριστός μπορεί να μας αγαπά μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ότι ο Θεός μπορεί ν’ αγαπά τον καθένα κι όλους μας με την Ζωή Του και τον Θάνατό Του, ότι ο Θεός μπορεί να μας αγαπά όσο ανάξιοι αγάπης κι αν νοιώθουμε και μοιάζουμε στους άλλους. Κληθήκαμε να πιστέψουμε το απίστευτο, να είμαστε βέβαιοι ότι ο Θεός έχει μια καρδιά βαθειά και πλατειά αρκετά ώστε να μας χωράει, αν το προτιμάτε, ότι η αγάπη του Θεού είναι θυσιαστική· ότι Εκείνος έγινε άνθρωπος για να μοιραστεί την κατάστασή μας, περιλαμβάνοντας και τον φόβο του να ’χουμε χάσει τον Θεό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;…» αλλά Εκείνος προετοίμαζε μέρα την μέρα για να μας ζητήσει, να μας πάρει στους ώμους Του όπως παίρνει ο βοσκός το χαμένο πρόβατο, η αν χρειαστεί να μας πάρει στους ώμους με τον τρόπο που την Μ. Εβδομάδα πήρε τον Σταυρό Του, έπεσε κάτω απ’ το βάρος του, και σταυρώθηκε πάνω του, και επειδή μας χαρίζει τον εαυτό Του, δωρεάν, μπορεί να βρει την δύναμη να μας συγχωρεί: «..Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι ..»

Και τώρα προσβλέπουμε στην Μ. Εβδομάδα, βήμα-βήμα· αλλά αυτή η Μ.Εβδομάδα δεν είναι μία περίοδος φόβου: ξέρουμε ότι αυτή η Μ. Εβδομάδα θα σκορπιστεί από την δόξα του Αναστημένου Χριστού, ότι η Μ. Εβδομάδα είναι η βδομάδα που ερχόμαστε αντιμέτωποι, όλοι μας κι ο καθένας ατομικά, με την Θεία αγάπη, το βάθος της Θείας αγάπης, μιας προσωπικής αγάπης, μιας αγάπης που απευθύνεται στον καθένα από μας.

Και θα δούμε στην διάρκεια αυτών των εβδομάδων 2 πράγματα: σήμερα, αυτός ο Θεός έχει έρθει σαν μέσο δικό μας, Εκείνος, το Φως, είναι στο μέσο του λυκόφωτος της ιστορίας, η στο σκοτάδι της πιο σκοτεινής ψυχής και της απαίσιας και σκοτεινής κατάστασης!

Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε όλα είναι δυνατά! Τότε λοιπόν μπορούμε να πιστεύουμε το απίστευτο! Κι ακόμα περισσότερο: μπορούμε να δεχτούμε βδομάδα την βδομάδα ότι ο Θεός μπορεί να το κάνει. Την επόμενη εβδομάδα, την ημέρα του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, θ’ ακούσουμε να διακηρύσσεται από κείνον το γεγονός ότι ο Θεός όχι μόνο μας αγαπά όπως είμαστε, απ έξω, όχι, αλλά δίνει και την Χάρη Του που μας διαποτίζει σαν φωτιά, κάνοντάς μας σταδιακά, αν το δεχτούμε, να γίνουμε σαν την Καιομένη Βάτο στην έρημο που καιγόταν χωρίς να καταναλώνεται, διότι ο Θεός δεν δαπανάται, δεν καταστρέφει, εκτός αν στραφούμε εναντίον Του. Ναι είναι η φωτιά που κατακαίει, εκτός και μέχρι να Τον αποδεχτούμε. Αλλά εκείνος μας αποδέχεται, μας κάνει συμμέτοχους της Θείας Φύσης Του, μας γεμίζει με την ζωή Του, Εκείνος είναι η ίδια η ζωή μέσα μας, κι εμείς είμαστε Εκείνος.

Αυτά είναι τα δύο μηνύματα που προκύπτουν τώρα· κι ακόμα θα δούμε ότι ο Αγ, Ιωάννης της Κλίμακος μας διδάσκει πως να κινηθούμε προς τον Θεό, πως να ξεπεράσουμε το μισόφωτο η το σκοτάδι που βρίσκεται μέσα μας. Και θα μπορέσουμε να δούμε το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα, απ’ την κραυγή της ψυχής, από την πείνα για ζωή και φως, στο πρόσωπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας κι άλλων αμαρτωλών που δέχτηκαν τον Χριστό και μεταστράφηκαν, μεταμορφώθηκαν, σώθηκαν.

Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί βήμα-βήμα να φθάσουμε στη Μ. Εβδομάδα, μία βδομάδα τόσο ιερή όπου η αγάπη του Θεού έχει εκφραστεί όχι με λέξεις, όχι με ευχές, όχι με τρυφερότητα, αλλά με την μορφή του τιμήματος της αγάπης του ίδιου του Θεού, το τίμημα να έχει γίνει ο Υιός του Θεού, υιός του Ανθρώπου, επειδή έχουμε φύγει μακριά Του.

Πως μπορούμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό; Ποιό είναι το μήνυμα αυτής της περιόδου; Την περίοδο στην οποία αναφέρθηκα, θα ’ρθουμε αντιμέτωποι με την κακία μέσα μας, θα έχουμε την πρόκληση να δεχτούμε: αυτό είσαι! Κι αυτό είναι βέβαιο ότι θα συμβεί. Αλλά τώρα θα έρθουμε αντιμέτωποι και με την ανέκφραστη ομορφιά και ελπίδα: πως θ απαντήσουμε σ’ αυτό;

Μ’ ευγνωμοσύνη! Ευγνωμοσύνη είναι ο επόμενος σταθμός· ευγνωμοσύνη είναι αυτό που μας φέρνει σ’ όλη την διάρκεια αυτής της εβδομάδας: ευγνωμοσύνη, κι ένα αίσθημα κατάπληξης: πως μπορεί ο Θεός να είναι όπως Εκείνος είναι; Πως μπορεί να μ’ αγαπά, ενώ ξέρω αυτό που είμαι, και παρότι, φρίκη(!) με ξέρουν κι οι άλλοι!

Αν το κατανοήσουμε, μετά η μόνη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε στον Θεό είναι η ευγνωμοσύνη. Κι εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας, λέγοντας «Κύριε, παρότι είμαι αδύναμος, παρότι ατελής, αμαρτωλός, ανάξιος, μ’ όλο το βάθος της ευγνωμοσύνης μου για ο,τι Είσαι κι ο,τι έκανες για μένα, θα ’θελα να κάνω κι εγώ μ’ όλη μου την δύναμη-που ωστόσο ασθενική κι αδύναμη- θα ’θελα να κάνω τα πάντα για να δείξω ότι έχω κατανοήσει το μήνυμα της αγάπης, το μήνυμα του Σταυρού, το μήνυμα του ελέους, ότι έχω καταλάβει μ’ όλο μου το είναι και θέλω να το αποδείξω ζώντας με τέτοιο τρόπο που ν’ αποδεικνύει το τι κατάλαβα, να ζήσω μ’ ένα τρόπο που να ’ναι χαρά για Σένα, χαρά του Θεού, μια ένωση με τον Θεό!

Ω Θεέ μου! Ας σκεφτούμε τι κάνουμε γι’ αυτό! Ας μπούμε σ’ αυτές τις βδομάδες της Σαρακοστής πραγματικά σαν κάποιος που ζει μία άνοιξη! Ας μπούμε στην φρεσκάδα της ζωής και κατά την διάρκεια όλων αυτών των εβδομάδων, μ’ ευγνωμοσύνη στο Θεό, δίνοντάς Του χαρά. Και κατόπιν θα ’μαστε σε θέση να δούμε την Μ. Εβδομάδα, όχι με τον απόλυτο τρόμο για καταδίκη, ενός αχάριστου, ενός δολοφόνου του Χριστού, όχι: σαν μία Βδομάδα που είναι πλήρης και τέλεια αποκάλυψη μιας αγάπης που κατανοήσαμε, αποδεχτήκαμε, και βάλαμε μέσα μας όσο εξαρτιόταν από μας.

Ω, ας μαζέψουμε όλη μας την δύναμη, κι όταν η δύναμή μας δεν είναι αρκετή, ας θυμηθούμε την υπόσχεση του Χριστού: «η γαρ δύναμίς μου, εν ασθενεία τελειούται,…». όλα είναι δυνατά σε μένα…όπως το έθεσε ο Παύλος, «…είναι η δύναμη του Χριστού που με στηρίζει...» Και τα λόγια του Χριστού: «…τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις, δυνατά εστι τω Θεώ..». Ας παραδοθούμε στον Θεό για να Του δώσουμε χαρά! Κι όσα θα είναι του Θεού, θα είναι καλά. Αμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

1. Ἡ Ἐκκλησία «πολεμουμένη νικᾷ»!

Πανηγυρικὴ καὶ λαμπρὴ ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἑορτάζουμε τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα τῆς πίστεως, τὸν θρίαμβο γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῆς πλάνης τῶν αἱρέσεων.

2.000 χρόνια τώρα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «πολεμουμένη νικᾷ» (ἱερὸς Χρυσόστο­μος)! Καταδιώκεται, ἀλλὰ δὲν σταματᾶ νὰ ἐξαπλώνεται‧ σπιλώνεται, ἀλλὰ διατηρεῖ καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια‧ φυλακίζεται, καὶ μένει πάντα ἐλεύθερη‧ φαίνεται ὅτι πεθαίνει, ἀλλὰ ἀνασταίνεται. Διω­γμοὶ καὶ μαρτύρια, αἱρέσεις καὶ συκοφαντικὲς ἐ­­­πιθέσεις, κύματα ἀθεΐας καὶ πολεμικῆς τοῦ διαβόλου δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ ἀκυρώσουν τὸν σωστικὸ λόγο καὶ τὴν ἁγιαστικὴ δύναμή της. Κι ἐπαληθεύεται ἔτσι ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ις΄ 18)· δηλαδή, ὁ θάνατος καὶ οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ ποτὲ δὲν θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησία!

Ἂς δοξάζουμε λοιπὸν τὸν παντοδύναμο Κύριο, διότι μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε μέλη τῆς ἁγίας Του Ἐκκλησίας, κι ἂς ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ διατηρήσουμε ἀκέραιο τὸ θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἱεράρχες, τοὺς Μάρ­­­τυρες καὶ τοὺς Ἀσκητὲς καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ποὺ ἔζησαν ὡς πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι μαθητὲς Ἐκείνου.

2. Τὸ χρέος τῆς ἱεραποστολῆς

Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ «Πιστεύω» μὲ τὴ λέξη «Ἀποστολική». Ἡ Ὀρ­θόδοξη Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο κατὰ τὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἡμέρα μᾶς με­ταφέρει στὴν κλήση τῶν πρώτων μαθη­τῶν τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶχε ἤδη ἀπευθύνει στὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη τὴν πρόσκληση νὰ Τὸν ­ἀκολουθήσουν, κι ἔπειτα στὸν Πέτρο, ποὺ ὁδηγήθηκε στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἀνδρέα. Τώρα ὁ Κύριος καλεῖ τὸν Φίλιππο. Κι ἐ­­­κεῖνος τρέχει ἀμέσως νὰ βρεῖ τὸν φίλο του τὸν Ναθαναὴλ καὶ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴν εὐχάριστη εἴδηση: «Ὃν ἔγραψε Μωϋ­σῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, ­εὑρήκαμεν, Ἰη­­­­σοῦν»· Αὐ­τὸν γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στὸ Νόμο καὶ προφήτευσαν οἱ προφῆτες, Τὸν βρήκαμε! Εἶναι ὁ Ἰησοῦς!

Ἡ αὐθόρμητη αὐτὴ κίνηση τοῦ Φιλίππου φανερώνει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸν πλησίον. Αὐτὸ ἀποτελεῖ οὐσιῶδες γνώρισμα καὶ κάθε συνειδητοῦ χριστιανοῦ. «Οὐδὲν ψυχρότερον χριστιανοῦ ἑτέρους μὴ σώζοντος», σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 60, 162). Τίποτε πιὸ ψυχρὸ δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸν χριστιανὸ ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων.

Ἀποτελεῖ χρέος ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας νὰ τοὺς διαφωτίζουμε σχετικὰ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή. Νὰ τοὺς συστήσουμε ἕνα κατάλληλο βιβλίο ἢ περιοδικό, κάποια ὁμιλία πνευματικοῦ καταρτισμοῦ· νὰ τοὺς βοηθήσουμε γιὰ τὴ συνειδητὴ συμμετοχή τους στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας‧ νὰ τοὺς ὑποδείξουμε μὲ διάκριση ποιὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ τοὺς διδάσκουμε μὲ τὸ παράδει­γμά μας, τὸ ὁποῖο, ἂν εἶναι σωστό, ἀποτελεῖ τὴν πιὸ πειστικὴ ἀπόδειξη ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἐφαρμόζεται καὶ σήμερα, καὶ φωτί­ζει, εἰρηνεύει καὶ ἁγιάζει τὴν ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου.

3. Προσωπικὴ ἐμπειρία πίστεως

Βέβαια ἡ ὀρθόδοξη πίστη δὲν κατακτᾶται ὡς θεωρητικὴ γνώση, οὔτε ἐξαντλεῖται στὴ διδασκαλία κάποιων δογμάτων. Στὴν οὐσία ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ βίωμα ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Φίλιππος πρότεινε στὸν φίλο του τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρθει ὁ ἴδιος καὶ νὰ γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Χριστό. «Ἔρχου καὶ ἴδε»! τοῦ εἶπε. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ πλησιάσουμε μόνοι μας νὰ γευθοῦμε, νὰ καταλάβουμε τί πιστεύουμε, τί εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή, τί μεγαλεῖα ζοῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν πίστη μας, ποὺ εἶναι ἀληθινὴ καὶ ὁλοζώντανη. Νὰ τὴ χαροῦμε καὶ νὰ τὴν ἀπολαύσουμε! Τί μπορεῖς νὰ καταλάβεις, ἂν σοῦ μιλᾶνε μόνο γιὰ τὴ γλυκύτητα ποὺ ἔχει τὸ μέλι, κι ἐσὺ δὲν τὸ ἔχεις γευθεῖ οὔτε μία φορά;… Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι θησαυρός. Ἡ λατρεία μας, πλοῦτος ἀνεξ­άν­τλητος. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι χαρὰ καὶ ἀπόλαυση. Ὅλα αὐτὰ ὅμως μποροῦ­με νὰ τὰ νιώσουμε, μόνο ἂν τὰ γευθοῦμε προσω­πικά.

Μέσα στὸν ἀλλοπρόσαλλο κόσμο ποὺ ζοῦμε, σὲ καιροὺς πρωτοφανοῦς συγχύσεως καὶ συμβιβασμῶν, σήμερα, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, προβάλλει ἐπιτακτικὸ τὸ χρέος μας: νὰ βιώσουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοση ὡς τὴ μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ τὴν διατηρήσουμε γνήσια καὶ ἀνόθευτη. Ἔτσι τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ μεταλαμπα­δεύεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ θὰ ἀκτι­νοβολεῖ σ’ ὅλο τὸν κόσμο· «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»!

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

«Ἐπειράσθησαν»

Σήμερα, Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, γιορτάζουμε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον ὅλων τῶν ἐχθρῶν της, αἱρετικῶν καὶ διωκτῶν της. Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα παρήλασαν μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια μας οἱ μορφὲς τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – γιατὶ σ᾿ αὐτοὺς ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος – ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ κράτησαν ἀνόθευτη τὴν πίστη τους ἀπὸ ὁποιαδήποτε πλάνη, ἀλλὰ καὶ ἔδειξαν ἀξιοθαύμαστη πίστη, ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ εὐαρέστησαν ἀπέναντί Του. Ἀπόδειξη; Τὰ θαυμαστὰ κατορθώματα ποὺ ἐπιτέλεσαν μὲ τὴν πίστη τους, καὶ ἡ θαυμαστὴ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξαν σὲ μεγάλες δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς πίστεώς τους στὸν ἀληθινὸ Θεό. Μεταξὺ τῶν ἄλλων δυσκολιῶν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι «ἐπειράσθησαν», δηλαδὴ ὅτι δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς. Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα γιατί ὁ Θεὸς παραχωρεῖ πειρασμοὺς στὴ ζωή μας καὶ πῶς πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε.

1. Μᾶς ὠφελοῦν πάρα πολὺ

Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί, οἱ ἁμαρτητικοί (φιληδονίας, φιλαρ­γυρίας, φιλοδοξίας) καὶ οἱ πειρασμοὶ τῶν θλίψεων. Μὲ τοὺς πρώτους δὲν ἔχει καμία σχέση ὁ ἅγιος Θεός. Ἡ διεφθαρμένη φύση μας αἰσθάνεται ἕλξη καὶ δίνει ὑπόσταση σ᾿ αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς. Τὶς θλίψεις ὅμως, ποὺ κατ᾿ ἀρχὴν δὲν τὶς θέλει ὁ Θεός, τὶς ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας.

Γιατί ὅμως ὁ Θεὸς εἴτε στέλνει τὶς θλίψεις εἴτε παραχωρεῖ στὸν πονηρὸ καὶ τὰ ὄργανά του νὰ μᾶς πειράζουν; Διότι οἱ πειρασμοὶ μᾶς ὠφελοῦν πάρα πολύ. Εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος: «Οὐδεὶς ἀπείραστος δυνήσεται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἔπαρον γὰρ, φησί, τοὺς πειρασμοὺς, καὶ οὐδεὶς ὁ σω­ζόμενος»1. Κανεὶς ποὺ δὲν δοκίμασε πειρασμούς, δὲν θὰ μπορέσει νὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ἔχει λεχθεῖ: Πάρε τοὺς πειρασμοὺς καὶ τότε δὲν πρόκειται κανεὶς νὰ σωθεῖ.

Οἱ πειρασμοὶ μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ ἀγωνιστοῦμε. Μέσα στὸν ἀγώνα γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν ἀδυναμία καὶ ἀθλιότητά μας, ταπεινωνόμαστε, καταφεύγουμε στὸν Θεὸ καὶ γνωρίζουμε τὴ δύναμή Του καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη Του. Γράφει σχετικὰ ὁ ὅσιος Δωρόθεος ποὺ ἀσκήτευε στὴ Γάζα τῆς Παλαιστίνης: Ἡ ἄνεση ἀποχαυνώνει τὴν ψυχή· «οἱ δὲ πειρασμοὶ συσφίγγουσιν αὐτὴν καὶ ἑνοῦσιν αὐτὴν τῷ Θεῷ»· οἱ πειρασμοὶ τὴ γυμνάζουν, τὴ δυναμώνουν καὶ τὴν ἑνώνουν μὲ τὸν Θεό, ὅπως λέει ὁ προφήτης: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου» (Ἡσ. κς´ [26] 16)2.

2. Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγωνιστικότητα

Ὡστόσο γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, εἶναι ἀνάγκη νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε θεάρεστα. Εἰδάλλως γίνονται ἀφορμὴ ἁμαρτίας. Πῶς λοιπὸν ὀφείλουμε νὰ τοὺς δεχόμαστε;

Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν πρέπει νὰ τοὺς προκαλοῦμε. «Μὴ δῴης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, μηδὲ νυστάξει ὁ φυλάσσων σε», μᾶς διδάσκει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός (Ψαλ. ρκ´ [120] 3). Μὴ βάλεις ἀπὸ μόνος σου τὸν ἑαυτό σου σὲ πειρασμό, καὶ τότε δὲν θὰ νυστάξει αὐτὸς ποὺ σὲ φυλάει, δηλαδὴ δὲν θὰ χάσεις τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς τὸ δίδαξε: «Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Μὴν ἐπιτρέπεις, Κύριε, νὰ μπαίνουμε σὲ πειρασμό.

Ὅταν ὅμως ἔρχονται, νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ εἰρήνη, μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἄκαμπτη ἀγωνιστικότητα. Καὶ τοὺς μὲν ἁμαρτητικοὺς πειρασμοὺς νὰ τοὺς ἀποκρούουμε μὲ κάθε ἐπιμέλεια, τὶς δὲ θλίψεις νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ ὑπομονή, εἰ δυνατὸν καὶ μὲ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό, ὡς ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμα παιδαγωγικὰ μέσα ποὺ συν­τελοῦν στὴν κάθαρση καὶ τὸν ἐξαγιασμό μας.

Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσουμε αὐτό; «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», προτρέπει ὁ Κύριος. Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· ὄχι ὅταν ἔλθει ὁ πειρασμός, ἀλλ᾿ «ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κς´ [26] 41)· γιὰ νὰ μὴν πέσετε σὲ πειρασμό. Δηλαδὴ λόγῳ τῆς ἀδυναμίας μας ὀφείλουμε πάντοτε νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ψυχή μας, ὄχι μόνο τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Νὰ ζοῦμε μὲ συνεχὴ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, μὲ ­προσευχή, μελέτη τῶν Γραφῶν, τακτικὴ μυστηριακὴ ζωή. Τότε δὲν θὰ μᾶς αἰφνιδιάζουν οἱ πειρασμοί, δὲν θὰ αἰσθανόμαστε τόσο τὸ βάρος καὶ τὴν ἔντασή τους, οὔτε θὰ πέφτουμε εὔκολα σὲ ἁμαρτίες. Γιατὶ θὰ μᾶς σκεπάζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

***

Σήμερα πανηγυρίζουμε τὴ θριαμβευτικὴ νίκη τῆς Πίστεώς μας κατὰ τῶν ἐχθρῶν της. Καὶ ἀναφωνοῦμε: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν… οὕτω φρονοῦμεν…». Χρέος μας ἱερὸ νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματά τους, νὰ φυλάξουμε ἀπαραχάρακτη τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν ἐκεῖνοι μέσα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες, διώξεις, πειρασμούς. Ἀλλὰ χρέος μας νὰ κρατήσουμε καὶ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος, τὸ πατερικὸ φρόνημα τῆς ἀσκήσεως καὶ αὐταπαρνήσεως γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὶς μικρές μας δυνάμεις. Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ζωῆς μας, νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ βιώνουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». 

Σύναξη της Παναγιάς της Παντάνασσας στην Σίκινο

Η Παναγία η Παντάνασσα είναι η προστάτις της Σικίνου. Για την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος, Αρχιερατικός Επίτροπος Σικίνου.

«Τα παλιά τα χρόνια, στο μικρό νησί της Σίκινου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Ίου και Φολεγάνδρου και βόρεια της Σαντορίνης, υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες εκκλησίες, οι οποίες είχαν και τον εφημέριό τους. Στον εφημέριο λοιπόν μίας εξ αυτών των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη το παρακάτω θαυμαστό γεγονός.

Ένα βράδυ είδε στον ύπνο του μία θαυμάσια και μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία τον προέτρεπε να πάει στο βόρειο μέρος του νησιού, στη θέση του Καρρά, στο αυλάκι να την παραλάβει. Το πρωί ο Ιερέας διηγήθηκε το όνειρό του στην πρεσβυτέρα και η οποία όμως τον συμβούλευσε να μην δίνει προσοχή στα όνειρα. Αυτό το όνειρο επαναλήφθηκε και την επομένη βραδιά και ο Ιερέας πάλι επηρεασμένος από την αποτροπή της πρεσβυτέρας του, αδιαφόρησε. Την τρίτη βραδιά παρουσιάστηκε και πάλι η οπτασία αυτής της θαυμαστής γυναίκας, η οποία τον έλεγξε για την απιστία του και του είπε ότι αν δεν πάει, θα πάθει μεγάλο κακό.

Έντρομος ο Ιερέας ξύπνησε, φόρεσε το ράσο του και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έφυγε αμέσως για το μέρος που του είχε υποδείξει η γυναίκα στον ύπνο του. Μόλις έφτασε στο μέρος εκείνο, που ήταν βραχώδες και παραθαλάσσιο, είδε φως (σαν καντήλι) πάνω στη θάλασσα και κοντά στην ακτή. Όταν πλησίασε, αντί του φωτός είδε μία εικόνα που στεκόταν όρθια πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έβγαλε τα υποδήματά του, ανασκούμπωσε το ράσο του και μπήκε στη θάλασσα για να πιάσει την εικόνα. Όσο όμως ο ιερέας πλησίαζε, τόσο απομακρύνονταν η Αγία Εικόνα στη θάλασσα. Ενώ συνέχισε κολυμπώντας, όλες οι προσπάθειες απέβαιναν μάταιες.

Απελπισμένος ο Ιερέας βγήκε από τη θάλασσα και αναχώρησε για την κωμόπολη. Εκεί ανακοίνωσε το γεγονός και με κωδωνοκρουσίες όλοι οι ιερείς ενδεδυμένοι με τα άμφιά τους καθώς και ο λαός με λαμπάδες και εξαπτέρυγα αναχώρησαν για το προαναφερθέν σημείο και είδαν την αγία εικόνα να στέκεται όρθια επί της θαλάσσης. Τότε ο ιερέας που είχε δει το όραμα, γονάτισε και προσευχήθηκε. Έτσι μπόρεσε και παρέλαβε από τη θάλασσα την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Στην συνέχεια εν πομπή και με ψαλμούς μετέφεραν την αγία εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία του Αγίου Προδρόμου, όπου ήταν εφημέριος ο Ιερέας.

Την επομένη όμως το πρωί η εικόνα δεν ήταν στο ναό που την είχαν εναποθέσει και όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν ότι κάποιοι έκλεψαν το Ιερό Εικόνισμα. Κατόπιν ερευνών βρέθηκε η εικόνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο κέντρο της κωμόπολης στη θέση Κάστρο, όρθια πάνω σε στασίδι, παραπλεύρως της αριστεράς θύρας του Ταξιάρχη. Τότε άρχισε φιλονικία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο εκκλησιών. Η δε εικόνα μετεφέρθη και πάλι στην προηγουμένη εκκλησία. Αυτό το γεγονός όμως επαναλήφθηκε και την επομένη νύχτα και αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ στο γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο άντρες για να δουν ποιός παίρνει την εικόνα. Τα μεσάνυχτα άκουσαν να ανοίγει η κλειδωμένη πόρτα της εκκλησίας και η εικόνα να φεύγει μόνη της και να εισέρχεται στην άλλη εκκλησία. Τότε κατανόησαν την θέληση της Θεοτόκου να παραμείνει στην άλλη εκκλησία και ανακοίνωσωσαν στον λαό την θαυματουργό μετάβασή της. Έτσι αποφάσισαν οι κάτοικοι να παραμείνει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ενθρονισμένη. Ο ιδιοκτήτης του ναού σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο και την τοποθέτησαν στο αριστερό μέρος του ναού, τον οποίο η ίδια η Παναγία είχε επιλέξει.

Η Σύναξη της ιεράς εικόνος της Παναγίας Παντανάσσης τελείται με ιδιαίτερο τυπικό την ημέρα της ευρέσεώς της, Α´ Κυριακή των Νηστειών, της Ορθοδοξίας».

Άγιος Ρηγίνος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Σκοπέλου

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στην Λεβαδιά της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν να λάβει την θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδας.

Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος συνειδητά είχε αποδεχθεί τις αρχές του Αρειανισμού, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ' ενός με την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως συνέπεια όχι μόνο την συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος μ.Χ.

Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από τον θείο του Αχίλλειο (15 Μαΐου, πολιούχο της πόλεως της Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εξορίστους που βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Άγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ. μαζί με τον Αγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι καταδικάστηκε ομόφωνα από τους Αγίους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές κακοδοξίες τους. Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα. Τελικά οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μια νέα Σύνοδος στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι η Σύνοδος συγκλήθηκε το 343 μ.Χ. Έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος ανασκεύασε όλες τις αιρέσεις με τον λόγο και την τόλμη της γνώμης του.

Μετά την λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού εκλυδωνίσθηκε και ταράχθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

Στη διάρκεια των διωγμών που διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στην Σκόπελο ο Έπαρχος της Ελλάδος και των Σποράδων. Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Όμως ο Αγιος περιφρόνησε την υπόδειξή του και ενέμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα στην πατρώα ευσέβεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον του Επάρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση «Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του. Τη νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ταράσιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, τον Γεώργιο, κριτή και πατρίκιο και την Ευκρατία και ήταν θείος του Αγίου Φωτίου . Λόγω της μεγάλης του μορφώσεως ανυψώθηκε στο αξίωμα του πρωτασηκρίτου.

Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν αρκετά σοβαρές. Υπήρχε ακόμα ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση των Ορθοδόξων έγινε ακόμη πιο δύσκολη διά του θανάτου του Πατριάρχου Παύλου Δ' του Κυπρίου (30 Αυγούστου). H βασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία, η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο υιό της Κωνσταντίνο ΣΤ' (780 - 798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και τα προβλήματα. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους λαϊκούς ο Άγιος Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού έλαβε υπόσχεση από τους βασιλείς, ότι θα συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα αντιμετωπίσει τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά θέματα. Η χειροτονία του νέου Πατριάρχου έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.

Κατά την διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άγιος μερίμνησε για την αποκατάσταση των σχέσεων με την Δυτική Εκκλησία επί Πάπα Αδριανού Α' (771 - 795 μ.Χ.) και την σύγκλιση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο του έτους 754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού τα σχετικά συγγράμματα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (τιμάται 4 Δεκεμβρίου). Η όγδοη συνεδρία της Συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όποι οι βασιλείς Ειρήνη και Κωνσταντίνος υπέγραψαν τους Όρους της Συνόδου.

Στην ευσέβεια και το εκκλησιαστικό ήθος του Αγίου οφείλεται και η μέριμνα που έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή για την απόκτηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και διακρίθηκε για την ελεημοσύνη του προς τους πτωχούς.

Η αγάπη του προς τον μοναχισμό εκφράστηκε και με την ίδρυση Μονής στο στενό του Βοσπόρου, στην οποία και ενταφιάσθηκε μετά την οσιακή κοίμησή του την Τετάρτη της Α' εβδομάδας των Νηστειών, το έτος 806 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές (811 - 813 μ.Χ.) τον Μάρτιο του έτους 813 μ.Χ. ενέδυσε τον τάφο του Αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του Αγίου.

Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδω ἐν τὴ Ἕβδομη, προσκυνεὶν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος, διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαυμάτων λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τήν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καί Χριστοῦ μακάριε, τήν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καί προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διά τοῦτο σοι βοῶμεν, Ὦ Πάτερ χαίροις, σοφέ Ταράσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’.Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Κατὰ παθῶν βασιλεύσας τῶν τῆς σαρκός, Ἱεράρχης ἐχρίσθης θεοπρεπῶς, καὶ τὴν βασιλεύουσαν, ὀρθοδόξως ἐποίμανας, ἀπελάσας θῆρας, αἱρέσεων θεόπνευστε, τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων, τρανώσας προσκύνησιν· ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἀξίως κεκλήρωσαι, Ἱεράρχα Ταράσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὴν σκοτισθεῖσάν μου ψυχὴν τῷ σκότει τῶν πταισμάτων, φωτὶ τοῦ σοῦ ἐλέους καταύγασον Σωτήρ μου, καὶ λογισμὸν ἐπ' ἀγαθοῖς δώρησαί μοι Χριστέ μου, ἐκκαθάρας τὴν ἀχλὺν τῶν φαύλων ἐνθυμήσεων, ἵν' ὅπως κατ' ἀξίαν ἰσχύσω τὸν σὸν Ἱεράρχην ἀνυμνῆσαι, καὶ φθάσαι τὸν βίον, καὶ τὰς πράξεις τὰς λαμπράς, καὶ τὴν ἔνθεον πίστιν, καὶ τὸν ζῆλον, ὃν ὑπὲρ τῆς σῆς ἐκτήσατο, Ἐκκλησίας, ἥτις κατὰ χρέος αὐτὸν εὐφημοῦσα κραυγάζει· Οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Α΄ Κυριακή των Νηστειών - της Ορθοδοξίας

Η αγία αυτή ημέρα είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 - 843 μ.Χ.).

Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.

Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.

Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.

Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.

Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος β'.
Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ, Αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών βουλήσει γαρ ηυδόκησας ανελθείν εν τω Σταυρώ ίνα ρύση ους έπλασες εκ της δουλείας του εχθρού όθεν ευχαρίστως βοώμεν χαράς επλήρωσας τα πάντα ο σωτήρ ημών ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.


Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής – Της Ορθοδοξίας

(᾿Ιω. α´ 44-52)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. ῏Ην δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.
Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ᾿Απεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· ᾿Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα
Τόν καιρό ἐκεῖνο ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει· «῎Ελα μαζί μου». ῾Ο Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ ᾿Ανδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει· «Αὐτὸν ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στὸν νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε· εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;» τὸν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «῎Ελα καὶ δὲς μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος.
῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει καὶ λέει γι’ αὐτόν· «Νά ἕνας γνήσιος ᾿Ισραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του». «᾿Απὸ ποῦ μὲ ξέρεις;» τὸν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀπάντησε· «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νὰ ᾿ρθεῖς, σὲ εἶδα ποὺ ἤσουν κάτω ἀπ’ τὴ συκιά». Τότε ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ». Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε· «᾿Επειδὴ σοῦ εἶπα πὼς σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, γι’ αὐτὸ πιστεύεις; Θὰ δεῖς μεγαλύτερα πράγματα ἀπ’ αὐτά». Καὶ τοῦ λέει· «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε νὰ ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ᾿Ανθρώπου».

Ο Απόστολος της Κυριακής – Της Ορθοδοξίας

(῾Εβρ. ια´ 24-26, 32-40)
Αδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ᾿Επιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆ-λθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς.
Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα
Αδελφοί, μὲ τὴν πίστη ὁ Μωυσῆς, ὅταν πιὰ μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νὰ ὀνομάζεται γιὸς τῆς  κόρης τοῦ Φαραώ· προτίμησε νὰ ὑποφέρει μαζὶ μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρὰ ν’ ἀπολαμβάνει τὴν πρόσκαιρη ἁμαρτωλὴ ζωή. Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ἐξευτελισμό, σὰν ἐκεῖνον ποὺ ὑπέφερε ὁ Χριστός, γιατὶ ἀπέβλεπε στὴν ἀνταπόδοση. Χρειάζεται νὰ συνεχίσω; Δὲν θὰ μὲ πάρει ὁ χρόνος νὰ διηγηθῶ γιὰ τὸν Γεδεών, τὸν Βαράκ, τὸν Σαμψών, τὸν ᾿Ιεφθάε, τὸν Δαβίδ, τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες. Μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὣς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατὶ πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀναστηθοῦν σὲ μιὰ καλύτερη ζωή. ῎Αλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν μὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες – ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νά ᾿χει τέτοιους ἀνθρώπους – πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.
῞Ολοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιὰ μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Όσιος Ιωάννης ο Θεριστής ο εν Καλαβρία

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε περί τις αρχές του 10ου αιώνος μ.Χ. στο Πάνορμο της Σικελίας. Η μητέρα του ήταν αιχμάλωτη Ορθόδοξη Χριστιανή στο παλάτι του τοπικού μουσουλμάνου άρχοντος, που την είχε ως σύζυγό του και ονομαζόταν Καλλίστη.

Ο Όσιος μεγάλωνε σύμφωνα με τα ήθη των Σαρακηνών. Μόνο η μητέρα του τού μιλούσε μυστικά από την παιδική του ηλικία για τον Χριστό. Όταν έφθασε σε ηλικία 14 ετών, του φανέρωσε την αληθινή του πατρίδα, την Καλαβρία και τον προέτρεψε να μεταβεί εκεί για να βαπτισθεί Ορθόδοξος. Στη συνέχεια η ευλαβής Καλλίστη ασπάσθηκε το παιδί της και του επέδωσε τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο φύλασσε κρυφά και ήταν η μόνη της παρηγοριά στις θλίψεις της ομηρίας. Ο Όσιος διέφυγε με θαυμαστό τρόπο την καταδίωξη των Αγαρηνών και αποβιβάσθηκε στην ακτή του Στύλου, όπου και βαπτίσθηκε υπό του Ορθοδόξου Επισκόπου Ιωάννου, ο οποίος του έδωσε το όνομά του. Στη συνέχεια ακολούθησε το μοναχικό βίο και έφθασε σε υψηλά μέτρα αρετής και αγιότητος.

Ο Ιωάννης πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία, προσκυνούσε τον Τίμιο Σταυρό και ζητούσε εξηγήσεις για τις άγιες εικόνες που έβλεπε. Βλέποντας δίπλα στον Χριστό τον Άγιο Προφήτη και Βαπτιστή Ιωάννη, ερώτησε: «Ποιος είναι αυτός ο Άγιος που είναι ντυμένος με δέρμα καμήλας;». Του απάντησαν: «Είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο προφήτης που έζησε στην έρημο και τρεφόταν με ακρίδες και άγριο μέλι. Είναι εκείνος που βάπτισε τον Χριστό μας στον ποταμό Ιορδάνη. Να τον μιμηθείς, γιατί έχεις το όνομά του». Ακούγοντας τον βίο του Τιμίου Προδρόμου, ο Ιωάννης γέμισε όλος από θείο πόθο και παρακάλεσε τον Επίσκοπο να του δείξει έναν ερημικό τόπο όπου θα μπορούσε να σώσει την ψυχή του. Εκείνος τότε του υπέδειξε ένα αρχαιότατο μοναστήρι σε μια δασώδη κοιλάδα, ανάμεσα στους ποταμούς Άσση και Στύλαρο. Αυτός πήγε εκεί και βρήκε δύο Αγίους μοναχούς, τον Αμβρόσιο και το Νικόλαο. Εκείνοι στην αρχή ήταν αρνητικοί και τον άφησαν έξω από την πόρτα του μοναστηριού, μέχρι που, θαυμάζοντας την σταθερότητά του και την επιμονή του, τον δέχθηκαν κοντά τους, για να αρχίσει την αγγελική ζωή και να φθάσει σε ύψη αγιότητος.

Κάποτε στο Ροβιάνο, από τη μεριά του Μοναστεράτσε, ήταν ένας ευεργέτης που κάθε χρόνο, μετά το θερισμό, έδινε λίγο στο μοναστήρι. Τον μήνα Ιούνιο ο Ιωάννης πήγε να τον βρει, παίρνοντας μαζί του κι ένα μικρό παγούρι κρασί. Καθώς διάβαινε ανάμεσα στα χωράφια, οι χωρικοί άρχισαν να τον περιπαίζουν, αλλά ο πράος Ιωάννης τους πλησίασε και έδωσε σε όλους να φάνε και να πιούνε. Όλοι έτρωγαν το ψωμί και έπιναν κρασί, αλλά το ψωμί δεν τελείωνε, ούτε άδειαζε το παγούρι. Μόλις το είδε αυτό ο Όσιος γονατιστός ευχαριστούσε τον Θεό όταν ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός, ενώ ήταν μεσημέρι και μια μπόρα έπεσε στον κάμπο. Οι θεριστές έτρεξαν να προστατευθούν. Μόνο ο Ιωάννης έμεινε εκεί προσευχόμενος. Μόλις κόπασε η βροχή, γύρισαν οι θεριστές για την δουλειά τους και βρήκαν θερισμένα όλα τα στάχυα, δεμένα στην σειρά δεμάτια και στεγνά. Γι' αυτό και ονομάσθηκε Θεριστής.

Ο Όσιος προείπε την κοίμησή του, το δε τίμιο λείψανο αυτού κατέστη πηγή θαυμάτων και ιάσεων παντοδαπών, ώστε και αυτοί οι Φράγκοι κατακτητές, ανήγειραν μετά του πιστού Ορθόδοξου λαού μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν του. Από τότε, όμως, άρχισε ο εκλατινισμός της περιοχής και έτσι οι τελευταίοι Λατίνοι μοναχοί εγκατέλειψαν τη μονή και μετέβησαν στον Στύλο φέρνοντας εκεί μαζί τους, όπου και σώζονται μέχρι σήμερα, τα τίμια λείψανα του Οσίου και των Αγίων Αμβροσίου και Νικολάου, των διδασκάλων αυτού.

Η ιστορία δεν διέσωσε την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη και αναπαύθηκε στους κόλπους του Αβραάμ. Η παράδοση θέλει την εορτή της μνήμης του Αγίου αυτή την ημέρα, μαζί με την εορτή της ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γιατί ο Όσιος Ιωάννης ήταν ένας πρόδρομος της σωτηρίας, ένας νέος πρόδρομος της βασιλείας των ουρανών.


Ἀπολυτίκιον
Τὴν λαμπράν κατέλειψας νῆσον Σικελῶν, ἐπαρχίαν ὄλβιον πατρός, καὶ ταῖς μητρὸς πιστῆς παραινέσεσι, τὴν Καλαβρίαν δὲ ἁγίαν κατέλαβες, Ἰωάννη Πάτερ ἡμῶν, διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον.

Κάθισμα
Ἐν σκηναῖς οὐρανίαις ἡ καθαρὰ καιὶ ἄμωμος, ψυχή σου χοροβατεῖ, σὺν Ἀγγέλοις Ὅσιε, καὶ σὺν πᾶσι Ἁγίοις, καὶ ἐπὶ γῆς καὶ πάντιμος, σορὸς τῶν λειψάνων σου, ἐκτελεῖ παράδοξα, τοῖς πίστει προστρέχουσι, δόξαν ἐκομίσω, παρὰ τοῦ στεφοδότου, ἀξίαν τῶν πόνων σου, εἰληφὼς τὴν ἀντάμειψιν, Ἰωάννη μακάριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν τὴν ἄφεσιν.



Όσιος Έρασμος εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Έρασμος γεννήθηκε στη Ρωσία από πλούσιους και επιφανείς γονείς. Όταν, μια μέρα, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, άκουσε τον διάκονο να προσεύχεται για εκείνους που αγαπούν την ευπρέπεια του οίκου του Κυρίου, διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για την ευπρέπιση του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου των Σπηλαίων της Λαύρας του Κιέβου. Έπειτα έγινε και ο ίδιος μοναχός εκεί και άρχιζε να στολίζει τον εαυτό του με τις αρετές του Αγίου Πνεύματος.

Όμως ο διάβολος έστησε μια ολέθρια παγίδα στον Όσιο. Όταν πια όλα τα πλούτη του είχαν χρησιμοποιηθεί για την Εκκλησία της Παναγίας, ο μακάριος Έρασμος σκέφθηκε ότι μάταια τα ξόδεψε γι' αυτό τον σκοπό και ότι έπρεπε να τα μοιράσει στους πτωχούς. Ο Όσιος δεν κατάλαβε πως οι λογισμοί αυτοί ήταν πειρασμικοί. Έπεσε σε αθυμία και απόγνωση. Ούτε οι προσπάθειες του ηγουμένου, ούτε η συμπαράσταση και οι συμβουλές των αδελφών στάθηκαν ικανές να τον βοηθήσουν και να τον παρηγορήσουν. Άρχισε να ζει απρόσεκτα για μοναχό. Σπαταλούσε τον χρόνο του μοναχικού βίου του άσκοπα, χωρίς πνευματικό αγώνα, χωρίς προσευχή, χωρίς υπακοή, βυθισμένος στην ψυχόλεθρη ακηδία και την αμέλεια.

Όταν είδαν οι πατέρες ότι τα λόγια τους όχι μόνο δεν τον ωφελούσαν, αλλά τον ερέθιζαν κιόλας, σταμάτησαν πια να του μιλούν και άρχισαν αν προσεύχονται. Ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν άφησε να πάνε χαμένοι οι προηγούμενοι κόποι και οι αρετές του δούλου Του. Παρεχώρησε, λοιπόν, να ασθενήσει. Ο Όσιος έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου. Για επτά ημέρες ήταν αναίσθητος, μην μπορώντας να πάρει τροφή ή να επικοινωνήσει με κανένα. Την όγδοη ημέρα ο ηγούμενος κάλεσε όλη την αδελφότητα γύρω στην κλίνη του. Εκείνη την στιγμή όμως, ο ετοιμοθάνατος Έρασμος, συνήλθε, ανασηκώθηκε, κάθισε στο κρεβάτι και είπε προς τους πατέρες: «Αδελφοί, είμαι αμαρτωλός και έζησα ράθυμα. Ο θάνατος με βρήκε αμετανόητο. Ενώ όμως ο διάβολος με χαρά περίμενε το τέλος μου, παρουσιάσθηκαν οι Όσιοι Πατέρες μας Αντώνιος και Θεοδόσιος και μου είπαν ότι προσευχήθηκαν για μένα στον Κύριο. Και Εκείνος, σαν πολυεύσπλαχνος, μου χάρισε καιρό μετανοίας. Μετά είδα και την Κυρία Θεοτόκο, η οποία μου είπε ότι, επειδή στόλισα την Εκκλησία της και την πλούτισα με ωραίες εικόνες και πολύτιμα σκεύη, μεσολάβησε για μένα στον Υιό της και σε τρεις ημέρες θα με πάρει κοντά της, επειδή αγάπησα την ευπρέπεια του οίκου αυτής».

Έτσι, μετά τρεις ημέρες ο Όσιος Έρασμος, το έτος 1160 μ.Χ., κοιμήθηκε ειρηνικά.

Άγιος Ethelbert βασιλιάς της Αγγλίας

Ο Άγιος Ethelbert ήταν Αγγλοσάξονας βασιλεύς του Κεντ με έδρα το Καντέρμπουρυ. Η σύζυγός του Μπέρθα, ήταν Χριστιανή καταγόμενη από τη Γαλλία. Επί των ημερών της βασιλείας του έφθασαν από τη Ρώμη οι Χριστιανοί Ιεραπόστολοι υπό τον μοναχό Αυγουστίνο. Ο βασιλέας τους υποδέχθηκε και τους παρέσχε κάθε διευκόλυνση στην επιτέλεση του έργου της διαδόσεως του Θείου Λόγου. Τελικά και ο ίδιος βαπτίσθηκε Χριστιανός. Ίδρυσε την Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου στο Ρότσεστερ, του Αποστόλου Παύλου στο Λονδίνο και την περίφημη μονή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Καντέρμπουρυ. Επίσης, συνετέλεσε τα μέγιστα στον εκχριστιανισμό των Ανατολικών Σαξόνων που είχαν βασιλέα τον Σέμπερτ.

Ο Άγιος Ethelbert κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 616 μ.Χ.

Όσιος Boisil εκ Σκωτίας

Ο Όσιος Boisil (Μποϊζίλ) καταγόταν από τη Σκωτία και ακολούθησε την οδό της μοναχικής πολιτείας. Εκάρη μοναχός στη μονή του Μελρός, η οποία έκειτο κοντά στον ποταμό Τουίντ. Έφθασε διά της θεοφιλούς ασκήσεώς του στα ύψη των αρετών. Προσευχόταν αδιάλειπτα επικαλούμενος το Όνομα της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός τον ευλόγησε με το προορατικό χάρισμα. Προαισθανόμενος το τέλος του, κάλεσε τους αδελφούς της μονής και τους έδωσε τις τελευταίες πνευματικές νουθεσίες: «Να ευχαριστείτε πάντοτε τον Θεό, ιδίως για την αγία σας κλήση στο μοναδικό βίο του μοναχού. Να αποφεύγετε την φιλαυτία και την αυτοδικαίωση σαν τους μεγαλύτερους εχθρούς σας. Να προσεύχεσθε αδιάλειπτα. Να αγωνίζεσθε, για να αποκτήσετε την καθαρότητα της καρδίας. Διότι, μόνο έτσι μπορείτε να φθάσετε στην τελειότητα».

Ο Όσιος Boisil κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 664 μ.Χ.


Ανάμνηση Θαύματος κολλύβων Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος

Ο Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.

Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Ετσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.

Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Α' και Β' Εύρεση Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη

Όταν αποκεφαλίσθηκε από τον Ηρώδη ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η τιμία κεφαλή αυτού τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο και κρύφθηκε στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου, αγγέλλοντας σε αυτούς που βρίσκεται η τιμία κεφαλή του. Κι εκείνοι, αφού την βρήκαν, την είχαν με τιμές. Από αυτούς την παρέλαβε κάποιος κεραμεύς και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, για να καταλήξει στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος και εφύλαξε την τιμία κάρα σε σπήλαιο. Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος (364 - 378 μ.Χ.), στο Παντείχιον της Βιθυνίας μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379 - 395 μ.Χ.) ανεκόμισε αυτή στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ανέγειρε μέγα και περικαλλέστατο ναό.

Βεβαίως, περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν και άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατ' άλλη εκδοχή η τιμία κάρα βρέθηκε στην Έμεσα το 458 μ.Χ., επί βασιλείας Λέοντος Α΄ (457 - 474 μ.Χ.), ενώ άλλοι δέχονται ότι αυτή βρέθηκε το 760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄ (842 - 867 μ.Χ.) και πατριαρχίας Ιγνατίου.

Περί των ιερών λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις και σε διαφόρους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι το 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα κόμισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Βέροια της Συρίας, περί τον Απρίλιο του 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».

Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που βρισκόταν στην τοποθεσία την ονομαζομένη Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα ἡ τοῦ Προδρόμου κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς ἀφθαρσίας, πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τήν πληθύν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τό γένος, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προφήτα Θεοῦ, καί Πρόδρομε τῆς χάριτος, τήν Κάραν τήν σήν, ὡς ῥόδον Ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τάς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καί γάρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τήν μετάνοιαν.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Οι Χαιρετισμοί στην Υπεραγία Θεοτόκο

Ὁ Ἅγιος τῶν ἀνέργων, Γέροντας Ἰάκωβος τῆς Βίτσας

Ὁ Ἅγιος τῆς Βίτσας Ζαγορίου, μακαριστὸς Γέροντας Ἰάκωβος Βαλαδῆμος (+ 15 Φεβρουαρίου 1960), ὑπῆρξε πρότυπο ἐργατικότητος, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ βοηθᾶ τοὺς ἀνέργους σὲ ἐξεύρεση ἐργασίας. Ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὸ Μονοδένδρι, στὸ ἐρειπωμένο τότε, ὅπως, δυστυχῶς, καὶ σήμερα, Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο τόσο στὴν ἀνακαίνισή του ὅσο καὶ στὴν ἀνακαίνιση ψυχῶν τῆς γύρω περιοχῆς μέσα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν καθαρὴ μυστηριακὴ ζωή. Ἐρείπιο βρῆκε τὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὶς φθορὲς καὶ τὶς λεηλασίες, ἐρείπια καὶ τὶς ἀκατήχητες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τῆς γύρω περιοχῆς, ποὺ τὶς ἀγαποῦσε σὰν κάτι ἀτίμητο, ἀφοῦ καὶ αὐτές, ὅπως ὅλων μας, ἦσαν ψυχὲς «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (Ῥωμ. ιδ´ 15). Μὲ τὴν φιλεργατικότητα του ὁ Γέροντας ἀνακαίνισε τὰ κτίρια καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του προσείλκυε τὶς ψυχὲς σὰν μαγνήτης, γιὰ νὰ τὶς πλύνει καὶ νὰ τὶς θεραπεύσει σταδιακὰ ἀπὸ τὰ γήϊνα πάθη τους.
.           Ἡ ἐργασία ἀποτελεῖ εὐλογία Θεοῦ, χαροποιεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει συνδημιουργὸ τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ κάθε ἐργαζόμενος, ὅπως ἡ ὄρνιθα, ποὺ ὅταν πίνει νερὸ στρέφει τὸ βλέμμα της δοξολογικὰ πρὸς τὸν οὐρανό, νὰ ἐπιζητεῖ καθημερινῶς τὴν θεία βοήθεια γνωρίζοντας ὅτι χωρὶς ἐκείνη τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἐργάζεται σκέπτεται πονηρά, περιπατεῖ ἄτακτα περιεργαζόμενος τοὺς ἐργαζομένους, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Θεσ. γ´ 12), καὶ γίνεται βάρος στὸν κοινωνικό του περίγυρο. Ὁ ἄνεργος ὅμως διαφέρει ἀπὸ τὸν ἄεργο, γιατί, ἐνῶ αὐτὸς ἐπιθυμεῖ νὰ ἐργάζεται, οἱ συνθῆκες τῆς κάθε ἐποχῆς δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ βρεῖ ἐργασία.
.           Γιὰ τὸ πολυσχιδὲς ἔργο τοῦ Γέροντος Ἰακώβου στὰ Ζαγοροχώρια ὁ τότε ἐπιχώριος Μητροπολίτης τοῦ ἔδωσε τὸ ὀφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη. Αὐτός, ὅμως, ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ποτέ του δὲν φόρεσε τὸ ἐπανωκαλύμαυχο καὶ τὸν σταυρό, τὰ διακριτικὰ τοῦ βαθμοῦ του. Τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸν θεωροῦσε κόσμημα ἐπιδείξεως. Τὸν φοροῦσε μέσα του διακριτικὰ καὶ τὸν σήκωνε στοὺ ὤμους του ἀγόγγυστα. Ἦταν ἕνας σταυροφόρος Κυρηναῖος ψυχῶν. Γνώριζε ὅτι κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τὸν Κύριο χωρὶς νὰ σηκώσει μὲ χαρὰ τὸν σταυρό του. Κανεὶς δὲν θὰ δεχθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του χωρὶς νὰ πλέξει γύρω ἀπὸ τὸν σταυρό του τὰ τριαντάφυλλα τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Κανεὶς δὲν καθαρίζεται καὶ δὲν σώζεται χωρὶς παστρικὴ ἐξομολόγηση. Κανεὶς δὲν ὁδηγεῖται στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μόνο μὲ γλέντια καὶ πανηγύρια. Χρειάζεται νὰ ἀκολουθήσει καὶ τὰ βήματα τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸν ἀνηφορικὸ Γολγοθᾶ τῆς ζωῆς. Τὰ φίδια, ἔλεγε ὁ Γέροντας, στὰ πνευματικά του παιδιά, ὅταν βγοῦν ἀπὸ τὶς τρῦπες τους οἱ ἄνθρωποι τὰ σκοτώνουν. Ὅταν κάθονται μέσα χοντραίνουν. Οἱ ἁμαρτίες μας μοιάζουν μὲ φίδια. Ὅταν τὶς ἐξομολογούμαστε βγαίνουν ἀπὸ μέσα μας καὶ ψωφοῦν. Ὅταν, ὅμως, δὲν τὶς βγάζουμε μένουν μέσα μας καὶ μεγαλώνοντας μᾶς τσιμποῦν καὶ μᾶς ρίχνουν τὸ δηλητήριο τοῦ θανάτου.
.           Ἐντύπωση προξενοῦσε τὸ γεγονός, ὅτι ἐνῶ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἦταν αὐστηρὸς ἀσκητὴς ἀπομονωμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅμως, δὲν παρουσίαζε φαινόμενα ἄκρατης αὐστηρότητος καὶ φανατισμοῦ. Ἐξυπηρετώντας ὡς ἐφημέριος καὶ πνευματικὸς τὰ γύρω του χωριὰ ἐκ περιτροπῆς ἐφάρμοζε τὸ τοῦ Παύλου: «Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. δ´ 5) καί, ἐνῶ ἦταν πολὺ αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του, ἦταν ἐπιεικὴς στοὺς ἄλλους.
.           Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἦταν ἀναγεννημένος πνευματικὰ καὶ δὲν θύμωνε, δὲν ἐπέπληττε, οὔτε κατέκρινε αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν ὅσο ἁμαρτωλοὶ καὶ ἂν ἦσαν. Μόνο ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ θέματα πίστεως ἢ κινδύνου τοῦ ποιμνίου του ἀντιδροῦσε ἔντονα καὶ πάλι τότε μετὰ ἀπὸ πολλὲς νουθεσίες καὶ παραινέσεις.
.           Γνώριζε πολὺ καλὰ ὁ Γέροντας ὅτι ἡ ἐργασία, τόσο ἡ σωματικὴ ὅσο καὶ ἡ πνευματική, ἀποτελεῖ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ δῶρο Tου πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐργασία εἶναι πάντοτε εὐχάριστη, ἀφοῦ ὁ σκοπός της δὲν εἶναι νὰ δυσαρεστεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἄσχετα ἂν πολλοὶ λέγουν ὅτι ἡ δουλειὰ εἶναι δουλεία, ἀλλὰ νὰ τοὺς προξενεῖ εὐχαρίστηση. Γράφει ὁ Ἐκκλησιαστής, ὅτι τὸ νὰ τρώγει ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ μόχθου του εἶναι χάρισμα Θεοῦ, «καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ὃς φάγεται καὶ πίεται καὶ ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα Θεοῦ ἐστιν» (Ἐκκλ. γ´ 13).
.            Ἄλλο, ὅμως, πράγμα, νὰ μὴ θέλει κάποιος νὰ ἐργασθεῖ, καὶ ἄλλο νὰ ἐπιζητεῖ ἐργασία καὶ νὰ μὴν βρίσκει. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ ἀεργία γίνεται ἀνεργία καὶ εἶναι ἔμπονη. Ἀποτελεῖ μάστιγα τῆς σύγχρονης κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς δύσμοιρης πατρίδος μας. Μάστιγα, ποὺ σὰν τὶς ἀσθένειες, τὴν φτώχεια καὶ τὴν δυστυχία ἐνσκύπτει στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν Θεία παραχώρηση.
.           Γιὰ θεραπεία τῆς κοινωνικῆς αὐτῆς μάστιγας τῆς ἀνεργίας ὁ καλὸς Θεὸς ἔδωσε τὴν χάρη στὸν φίλεργο Γέροντα Ἰάκωβο, νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὴν καταπολέμησή της καὶ οἱ προσευχές του νὰ εἰσακούονται ἀπὸ Αὐτόν. Ἔτσι, ὅσοι ἄνεργοι τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη, λὲς καὶ ἀπευθύνονται σὲ γραφεῖο ἐξευρέσεως ἐργασίας, βρίσκουν ἐργασία γιὰ νὰ μποροῦν ἀξιοπρεπῶς νὰ διανύσουν τὸν δόλιχο τῆς παρούσας ζωῆς. Πολλὲς μαρτυρίες καὶ πολλὰ περιστατικὰ ἔχουμε καταγεγραμμένα, ἀλλὰ καὶ πολλὰ μᾶς ἔχουν διηγηθεῖ σοβαρὰ πρόσωπα γιὰ τὴν ταχεῖα ἐπέμβαση τοῦ πανοσίου Γέροντος Ἰακώβου σὲ Ἀθήνα, Καλαμπάκα, Ἰωάννινα, Κύπρο, ὅπου ἀντίγραφα τῆς μορφῆς του ἔχουν διαδοθεῖ καὶ ὅπου ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ἔχει ἐπιφέρει αἴσια ἀποτελέσματα. Ὅταν κάποτε ρωτήθηκε ὁ Γέροντας Γαβιὴλ ἀπὸ τὴν Κύπρο πότε θαυματουργοῦν οἱ Ἅγιοι μᾶς εἶπε:
-Εὑρισκόμενος πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα Μοναστήρι τοῦ Ναυπλίου, ὁ τότε Μητροπολίτης Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος, μορφὴ ἁγία, ρωτήθηκε ποιοί Ἄγιοι θαυματουργοῦν; Ἡ ἀπάντησή του ἦταν ὅτι θαυματουργοῦν ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται πολλὲς προσευχές. Οἱ Ἅγιοι ποὺ οἱ πιστοὶ τοὺς ἐπικαλοῦνται μὲ θερμὲς προσευχές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ὅσιο Γέροντα Ἰάκωβο τῆς Βίτσας, ὁ ὁποῖος πρόθυμα καὶ γρήγορα ἐξευρίσκει ἐργασία στοὺς ἀνέργους ποὺ θερμὰ προστρέχουν στὴν χάρη του.





Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας