Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Πλάνες καί ἀντιμετώπιση

Πλάνες

Συνήθως ὁ διάβολος ἐξαπολύει τίς ἐπιθέσεις του μέ πολλή πανουργία. Ἀποπειράθηκε, μάλιστα, νά πλανήσει ἀκόμα καί τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό, χρησιμοποιώντας χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀλλά δίνοντας τους κακόβουλη ἑρμηνεία (βλ. Ματθ. 4:1-10). Διέστρεψε, δηλαδή, τόν τέλειο λόγο τῆς Γραφῆς, δίνοντας του ἔννοια ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπό τήν πραγματική.
Ὡς πλαστογράφος, λοιπόν, ὁ διάβολος μᾶς ἀπατᾶ μέ κάλπικα νομίσματα. Μᾶς σπρώχνει, γιά παράδειγμα, σέ ὑπερβολικές νηστεῖες ἤ σέ μακρές ἀγρυπνίες ἤ σέ ὑπέρμετρες προσευχές ἤ σέ ἀκατάλληλη γιά τά μέτρα μας ἀνάγνωση. Ἔτσι, μέ τό ἐξωτερικό σχῆμα τῆς ἀρετῆς μᾶς ὁδηγεῖ στήν κακία. Ὅλα αὐτά τά ἔργα εἶναι κίβδηλα καί ἀντίθετα πρός τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας. Κι ἐνῶ στήν ἀρχή μᾶς φαίνονται ὠφέλιμα, στή συνέχεια μᾶς προκαλοῦν τέτοια ζημιά, πού δέν ἀντισταθμίζεται μέ τίποτα.
Σέ κάποιον μοναχό ἐμφανιζόταν γιά ἀρκετό διάστημα ἕνας δαίμονας σάν ἄγγελος φωτεινός. Σέ κάθε ἐπίσκεψη του τό κελί φωτιζόταν, χωρίς νά ὑπάρχει ἀναμμένο λυχνάρι. Πλανήθηκε, λοιπόν, ὁ μοναχός ἀπό τίς ἀναρίθμητες ἐμφανίσεις τοῦ δαίμονα καί πίστεψε ὅτι αὐτός ἦταν ἅγιος ἄγγελος. Στό τέλος, ὁ διάβολος τόν διέταξε νά προσφέρει ὡς θυσία στόν Θεό τόν γιό του, ὁ ὁποῖος ζοῦσε μαζί του στό μοναστήρι, μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι ἔτσι θά ἀποκτοῦσε τήν ἴδια ἀξία μέ τόν Ἀβραάμ. Εἶχε τόσο δελεασθεῖ ὁ μοναχός ἀπό τό ἐπιχείρημα τοῦ διαβόλου, πού, πράγματι, ἦταν ἕτοιμος νά κάνει φόνο. Ὁ γιός του, ὅμως, κατάλαβε ἔγκαιρα τά σχέδια τοῦ πατέρα του καί πρόλαβε νά δραπετεύσει.



Ἀντιμετώπιση

Για τήν ἀντιμετώπιση κάθε πειρασμοῦ καί κάθε δαιμονικῆς ἐπιθέσεως ἄς χρησιμοποιοῦμε τήν προσευχή, καταφεύγοντας στήν προστασία τοῦ Θεοῦ. Πολύ δυνατή καί ἀποτελεσματική εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση: «Ὁ Θεός εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (Ψαλμ. 69:2). Αὐτή ἡ σύντομη προσευχή εἶναι ἕνα ἀπόρθητο τεῖχος. Στή μάχη μέ τούς ἀόρατους ἐχθρούς μας ἄς χρησιμοποιοῦμε καί τά πνευματικά ὅπλα, τά ὁποῖα μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: τήν πίστη σάν ἀσπίδα, τήν ἀγάπη σάν θώρακα,
τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σάν περικεφαλαία καί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σάν ξίφος (βλ. Ἐφ. 6:16-17. Α' Θεσ. 5:8). Επίσης, ἄς μελετᾶμε συνεχῶς τίς Ἅγιες Γραφές· ἄς ταπεινώνουμε μέ τήν ἄσκηση τό σῶμα, κάνοντας μέ προθυμία ἀγρυπνίες καί νηστεῖες, ὥστε ὁ λογισμός μας νά περιφρονεῖ τά γήινα καί νά ἀσχολεῖται μέ τά οὐράνια.

Τα εμπόδια στην Εξομολόγηση (αντιρρήσεις και προφάσεις)

Από την αρχή θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια πολύ επικίνδυνη υπόθεση όσο αφορά τη μετάνοια γενικά. Διακρίνουμε μεταξύ των ανθρώπων δύο ειδών μετάνοια μεταμέλεια.
Η πρώτη είναι αυτή που συναντούμε και στους εκτός του χριστιανισμού ανθρώπους. Είναι μεν συναίσθηση της αμαρτίας η του κακού που έγινε και ίσως να ακολουθεί και κάποια λύπη αλλά τίποτα παραπάνω μένουν μέχρι εκεί. Αυτό ακριβώς έκαμε και ο Ιούδας· μεταμελήθηκε αλλά δεν είχε το θάρρος να τρέξει και να ζητήσει συγχώρεση.

Αυτού του είδους την μετάνοια κάνουν δυστυχώς πολλοί χριστιανοί και μένουν μακριά από την εξομολόγηση και επανόρθωση και είναι λυπηρό που χάνουν τη σωτηρία τους. Oι διάφορες αντιρρήσεις και προφάσεις που φέρουν σαν δικαιολογία τους γίνονται μεγάλο εμπόδιο στο έργο της σωτηρίας.

Η δεύτερη σωστή και ωφέλιμη μετάνοια είναι αυτή που έκαμε ο απ. Πέτρος και μας άφησε παράδειγμα. Αρνήθηκε τον Κύριο και αμάρτησε, αλλα μετανόησε, μεταμελήθηκε, μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση, και ο Κύριος τον αποκατάστησε στο αποστολικό αξίωμα, αλλά και τον έκανε κλειδούχο της βασιλείας των ουρανών. Και ο μέγας Παύλος με την ειλικρινή μετάνοιά του αναδείχθηκε ο πρώτος μετά τον Κύριο στη σωτηρία των ανθρώπων. Τέτοια μετάνοια έδειξαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.

Θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας την υπόθεση αυτή και να ελέγχουμε τη διάθεσή μας, για να διακρίνουμε εάν διακατεχόμαστε από τη σωστή μετάνοια και να διορθώνουμε τον εαυτό μας.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο εχθρός μας ο διάβολος μηχανεύεται χίλιους δυο τρόπους για να ματαιώσει τη μετάνοια και τη σωτηρία μας.

Στη συνέχεια θα δούμε τις προφάσεις και τα εμπόδια που μας υποβάλλει.

Μας υποβάλλει τις σκέψεις· «όχι σήμερα πηγαίνεις αύριο» η μας δημιουργεί μερικές καταστάσεις για να μας αναγκάσει να αναβάλουμε την εξομολόγησή μας και στη συνέχεια να τη ματαιώσει. Εμείς όμως θα πρέπει να μην του ακούσουμε αλλά να τρέξουμε αμέσως στην εξομολόγηση.

Αλλά και η αμφιβολία για το Μυστήριο που υποβάλλει ο πονηρός διάβολος είναι το μεγάλο όπλο του για να μας κρατεί στην αμαρτία. Μας υποβάλλει αμφιβολία στο κατά πόσο μπορεί ο ιερέας να συγχωρέσει τις αμαρτίες επειδή είναι και αυτός αμαρτωλός και διάφορες άλλες σκέψεις, υποθέσεις που μας βάλλει στο νου.

Εδώ θα επαναλάβουμε λίγα για τη σύσταση του Μυστηρίου για να διώξουμε την αμφιβολία από τους πιστούς.

Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη αναφέρεται ότι ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του φάνηκε στους μαθητές του, τους έδωσε Πνεύμα Άγιο και το δικαίωμα να συγχωρούν αμαρτίες. (Ιωάν. 20,22-23). Η εξουσία αυτή μεταδόθηκε διαδοχικά από τους Αποστόλους στους επισκόπους της Εκκλησίας με τη χειροτονία. Η εξουσία αυτή ήταν αναγκαία πράξη της Εκκλησίας να διαφυλάξει καθαρά τα μέλη της από τη λέρα της αμαρτίας και να εκπληρώσει τον προορισμό της.

Οι άνθρωποι που έχουν αμφιβολία για τη συγχώρεση των αμαρτιών, σίγουρα δεν έχουν γνώση του απόλυτρωτικού έργου της Εκκλησίας και ίσως να μην πιστεύουν ούτε στ άλλα Μυστήρια της Εκκλησίας. Ο Μέγας Αθανάσιος λέγει για τη συγχώρεση : «Ώσπερ άνθρωπος υπό ανθρώπου(του ιερέα) βαπτιζόμενος φωτίζεται υπό της του Αγίου Πνεύματος χάριτος, ούτω και ο εξομολογούμενος εν μετανοία δια του ιερέως λαμβάνει την άφεσιν χάριτι Χριστού» (προς Ναυατιανούς)

Και τα λόγια της «συγχωριτικής ευχής» φανερώνουν ότι ο Κύριος δια του ιερέα δίνει τη συγχώρηση.«Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος, δια της εμής ελαχιστότητος έχει σε λελυμένο και συγκεχωρημένο» λέγει ο ιερέας χειροθετώντας τον εξομολογηθέντα.

Εκτός της αμφιβολίας, ο διάβολος, επιστρατεύει και την ντροπή.

Είναι μερικοί που λένε, ντρέπομαι να τα πω στον ιερέα· δικαιολογούνται όμως; Ασφαλώς όχι. Αν συνειδητοποιούσαν τον κίνδυνο που εγκυμονεί η αμαρτία, δε θάλεγαν αυτό. Η αμαρτία είναι η χειρότερη αρρώστεια· και όταν είσαι άρρωστος σίγουρα θα πας στο γιατρό και θα ξεντυθείς και δε θα ντραπείς. Για την αρρώστεια της ψυχής σου θα ντραπείς να πεις τα αμαρτήματά σου; Δε νομίζω να σκέφτεσαι σωστά και αναθεώρησε τη στάση σου. Αν έχεις τον πόθο να απαλλαγείς από τη φοβερή αμαρτία που τυραννεί τη ψυχή σου σίγουρα δε θα ντρεπόσουν ένα άνθρωπο συναμαρτωλό σου, γιατί και ο ιερέας έχει τις δικές του αμαρτίες και τον δικό του Πνευματικό. Θα ήθελα εδώ να σου υποδείξω ότι η ντροπή σου πηγάζει από τη φιλαυτία σου μήπως πέσεις στα μάτια του Πνευματικού σου. Η μετάνοιά σου δεν είναι ειλικρινής και πρέπει να προσέξεις την παγίδα που σου στήνει για να σε κρατεί δέσμιο.

Είναι και κάποιοι που λένε« θα τα πούμε τα αμαρτήματά μας στο Θεό ή στην εικόνα του Χριστού». Θα ρωτήσουμε και αυτούς· τι θα τους απαντήσει ο Θεός η η εικόνα; Θα ακούσουν από το Θεό η την εικόνα, ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες τους για να αναπαυθεί η ψυχή τους; Ασφαλώς όχι. Καμιά φορά δε θα το ακούσουν γιατί ο Θεός το δικαίωμα της άφεσης των αμαρτιών το έδωσε στους ανθρώπους, τους ιερείς, που είναι εντεταλμένοι για το σκοπό αυτό. Μόνον όταν καταλήξετε κάτω από το Πετραχήλι κάποιου ιερέα, μόνον τότε θα ακούσετε τα λόγια της άφεσης και μόνον τότε θα γαληνέψει η ταραγμένη συνείδηση και θα ειρηνεύσει η ψυχή. Από το στόμα του Πνευματικού δε θα ακούσετε μόνο τα λόγια της συγχώρησης, αλλά και λόγια συμβουλής για το πως θα περπατάτε στο δρόμο του Θεού.

Κάποιοι άλλοι φοβούνται ότι ο ιερέας θα πει τα αμαρτήματά τους. Όμως και η πρόφαση αυτή δε στέκει. Αυτά μπορεί να συνέβαιναν κάποτε. Σήμερα δε συμβαίνουν κάτι τέτοια. Αλλά και γιατί να πας σε οποιονδήποτε ιερέα που δε γνωρίζεις την κατάρτησή του; Όπως ψάχνεις για καλό γιατρό να θεραπευθείς από την ασθένειά σου, το ίδιο να κάνεις και για το γιατρό της ψυχής σου. Ευτυχώς σήμερα υπάρχουν καλοί Πνευματικοί και εύκολα μπορεί κάποιος να τους βρει. Αφήστε λοιπόν αδελφοί και την πρόφαση αυτή γιατί είναι παγίδα του σατανά.

Άλλη πρόφαση πολύ ύπουλη και επικίνδυνη είναι και τούτη· « αφού θα ξαναπέσω γιατί να εξομολογηθώ και να κοροϊδεύω το Θεό;» Θα πρέπει να γνωρίζεις αδελφέ μου, ότι ο Κύριος ξέρει πολύ καλά ότι η φύση του ανθρώπου είναι τρεπτή και άστατη και δε θα μας καταδικάσει γιατί αμαρτήσαμε, αλλά θα μας καταδικάσει επειδή δε μετανοήσαμε. Χρειάζεται συνεχώς να μετανοούμε και να εξομολογούμαστε, γιατί η αμαρτία δεν κόβεται αμέσως, αλλά κατόπιν πολλής προσπάθειας και αγώνα μέχρι που να την νικήσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Με τις καθημερινές μας παραβάσεις λερώνουμε την ψυχή μας και πρέπει συχνά να εξομολογούμαστε να την καθαρίζουμε. Και χρειάζεται αυτό γιατί δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε. Αλλά και περπατώντας σκόνταψες και έπεσες, θα μείνει πεσμένος επειδή υπάρχει η περίπτωση να ξαναπέσεις; Μα είναι γελοίο επιχείρημα αυτό. Όσες φορές κι αν αμαρτήσεις, τόσες φορές να μετανοείς και να εξομολογείσαι, φτάνει να μην πέφτεις με το θέλημά σου. Μην ξανά προβάλεις την πρόφαση αυτή γιατί γίνεται θηλειά στο λαιμό σου.

Πρέπει να προσέξουμε και αυτό το τέχνασμα του πονηρού. Όταν αρχίζεις να αμαρτάνεις σου παρουσιάζει το Θεό πολυεύσπλαχνο και όλον αγάπη, ο οποίος θα σε συγχωρέσει όσες αμαρτίες κάνεις, για να σε παρασύρει να συνηθίσεις την αμαρτία. Όταν πλέον βυθισθείς στη αμαρτία και κάποτε ανανήψεις και επιθυμήσεις να απαλλαγείς από αυτήν, τότε σου παρουσιάζει το Θεό άσπλαχνο και σκληρό και ότι δε σε δέχεται και δε σε συγχωρεί, για να σε απελπίσει και να σε κρατήσει δέσμιό του. Και δικαιολογήται ο αμαρτωλός, «εγώ έκαμα πολλά», λέγει· ο Θεός δε δέχεται τη μετάνοιά μου, και μένει μακριά από την εξομολόγηση και τη σωτηρία.

Αυτό είναι το μεγάλο ψέμα του διαβόλου. Διαβάζοντας το λόγο του Θεού, διαπιστώνουμε ότι « δε θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά θέλει όλοι να μετανοήσουν και να σωθούν» Ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, καλεί τους ανθρώπους κοντά Του: « Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11,28). Ας προσέξουμε λοιπόν, καμιά απελπισία, καμιά αμφιβολία, καμιά απόγνωση, γιατί ο Θεός περιμένει τον κάθε αμαρτωλό να μετανοήσει και δέχεται τους πάντες, φτάνει να μισήσουν την αμαρτία και να τη αποστραφούν. Την άπειρη αγάπη του Θεού και την αναζήτηση του αμαρτωλού τη βλέπουμε μέσα από την παραβολή του άσωτου υιού μέσα στο Ευαγγέλιο. Διώξε μακριά άνθρωπε την θλίψη, την απόγνωση και το φόβο και τρέξε χωρίς αναβολή σε κάποιο εξομολογητήρι με ταπείνωση και συντριβή όπως ο άσωτος και εξομολογήσου και θα γαληνέψει η ταραγμένη σου ψυχή και η χαρά της ελπίδας θα σε κυριεύσει. Τρέξε σήμερα, γιατί αύριο ίσως είναι αργά, τρέξε τώρα που βρίσκεσαι στη ζωή, ο χρόνος φεύγει και αν δεν προφτάσεις αλλίμονο, καλλίτερα να μη ζούσες καθόλου.

Και τέλος είναι και αυτοί που δικαιώνονται από μόνοι τους. Λένε μερικοί εγώ δεν έκλεψα, δε σκότωσα, δεν αδίκησα κανένα, άρα δεν είμαι αμαρτωλός. Πόση μεγάλη πλάνη! Πόση μεγάλη φιλαυτία! Κάνετε λοιπόν το κόπο εσείς που τα λέτε αυτά, ανοίξετε το Ευαγγέλιο του Λουκά στο κεφάλαιο 16 και διαβάστε την παραβολή « του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου» και θα δήτε ότι ο πλούσιος ούτε έκλεψε ούτε αδίκησε κι όμως καταδικάσθηκε στο τόπο των βασάνων, μόνο και μόνο γιατί δεν έδειξε λίγη συμπάθεια στο πόνο και στην ανάγκη του φτωχού εκείνου Λαζάρου. Εσύ είσαι βέβαιος πως έδειξες πάντοτε σ όλους αυτή την καλωσύνη και δεν περιφρόνησες κανένα στη ζωή σου; Λέγεις δε σκότωσα, αλλά μήπως δεν έκαμες καμιά έκτρωση της γυναίκας σου, η δε συμβούλεψες άλλους να το κάνουν; Με τη γλώσσα σου δεν σκότωσες την τιμή και την αξιοπρέπεια του άλλου; Δεν αποφεύγεις την τεκνογονία χωρίς σοβαρούς λόγους και δεν αφήνεις μια ζωή να έλθει στο κόσμο; Λες δεν έκλεψα, αλλά δεν είσαι σίγουρος γιατί ίσως με το ζύγισμα κάποιων αγαθών, η με την υπερτίμηση τους κλέφτεις το συνάνθρωπό σου. Είσαι σίγουρος ότι τηρείς τις εντολές του Θεού και της Εκκλησίας όλες; Ασκείς σωστά τα θρησκευτικά σου καθήκοντα ακόμα και τις διάφορες αρετές, η μήπως μόνο μερικές και τις άλλες τις θεωρείς ασήμαντες;

Όταν θελήσεις και επισκεφθείς τον Πνευματικό θα διαπιστώσεις πάρα πολλές αμαρτίες στην πλάτη σου που δεν τις έχεις υπόψιν σου και σε ενοχοποιούν ενώπιον του Κριτή. Τότε θα δεις αν είσαι αναμάρτητος και αθώος! Σε συμβουλεύω λοιπόν να επισκεφθεί όσο πιο γρήγορα μπορείς το εξομολογητήρι για το δικό σου καλό.

Χριστιανοί!

Ο λόγος του Θεού μας διαβεβαιώνει ότι «πάντες ήμαρτον και στερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. 3, 23). Όλοι είμαστε αμαρτωλοί και δεν έχουμε την δόξα που δίνει ο Θεός στους δικούς Του. Για τούτο όλοι χρειαζόμαστε καθαρισμό, μετάνοια και εξομολόγηση, για να γίνουμε παιδιά αγαπημένα του Κυρίου. Να μη γελιόμαστε ότι δεν έχουμε αμαρτίες. Ο νόμος του Θεού είναι σαν μια αλυσίδα με μεγάλους και μικρούς κρίκους, που και τον πιο μικρό κρίκο αν σπάσεις η αλυσίδα καταστρέφεται όλη. Ποιος μας βεβαιώνει ότι δε σπάσαμε έστω και κάποιο μικρό κρίκο; μια έστω μικρή αμαρτία την οποία θα βρούμε εμπόδιο την ώρα του θανάτου μας και την ημέρα της κρίσεως;

Για να επανορθώσεις τη ζημιά μόνο με τη μετάνοιά σου και την εξομολόγησή σου ενώπιον του Θεού και του Πνευματικού σου Πατέρα και τη σωστή συμμετοχή σου στο Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΔΟΔΕΙΧΤΗΣ

Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου

Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.

Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.

Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.

Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.

Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.

Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.

Σημείωση: Στην Λευκάδα, η μνήμη του Αγίου Δονάτου τιμάται στις 7 Αυγούστου. Με αυτήν την ημερομηνία συμφωνεί και χειρόγραφο της Αθωνικής Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλ. Ζαμπέλη Γερασ., Πρωτοπρ., Ιστορία…, ό.π., σελ. 51).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.


Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Αν θελήσεις, θα βρεις αμέτρητους λόγους για τους οποίους πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Πολλές φορές συμβαίνουν ατυχίες και θλίψεις στη ζωή του ανθρώπου, ώστε και μ' αυτές να αποδειχθεί ποιοί, πλούσιοι ή φτωχοί, είναι στερεωμένοι στην πίστη και δυνατοί. Γιατί και οι δυο αυτές κατηγορίες των ανθρώπων δοκιμάζονται στην υπομονή. Στον καιρό μάλιστα των πειρασμών και των θλίψεων, μπορεί να γίνει φανερό κατά πόσο, ο πλούσιος συμπάσχει με τους άλλους. Κατά πόσο δηλαδή ελεεί και αγαπά τους αδελφούς.

Ο φτωχός επίσης κατά πόσο δέχεται τις θλίψεις, ευχαριστώντας τον Θεό και όχι βλασφημώντας και αλλάζοντας εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα φρονήματά του. Ο κυβερνήτης φαίνεται το χειμώνα στις δυσκολίες που συναντά μέσα στα κύματα. Ο αθλητής δείχνει την αντοχή και την τέχνη του στο στάδιο. Ο στρατηγός φαίνεται στον πόλεμο. Και ο μεγαλόψυχος φαίνεται στη συμφορά.
Τον χριστιανό όμως τον δοκιμάζει και τον φανερώνει ο πειρασμός. Και όπως οι κόποι των αγώνων χαρίζουν τα στεφάνια στους αθλητές, έτσι και τους χριστιανούς τους πλουτίζει και τους οδηγεί στην τελείωση η δοκιμασία των πειρασμών. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν κανείς δέχεται με την πρέπουσα υπομονή και την ευχαριστία ότι ο Θεός οικονομεί για τη σωτηρία τους, πράγμα που τον οδηγεί στην τελείωση.
Είσαι φτωχός; Μη λυπάσαι αλλά να έχεις την ελπίδα σου στον Θεό. Μήπως δεν βλέπει Εκείνος τη δυσκολία σου; Στα χέρια Του κρατάει την τροφή που σου χρειάζεται. Μειώνει απλά τη μερίδα, για να δοκιμάσει τη σταθερότητά σου και για να επιβεβαιώσει την πίστη σου. Μήπως δηλαδή αυτή αποδειχθεί όμοια με εκείνη που έχουν οι ακόλαστοι και οι αγνώμονες. Γιατί και αυτοί, όσο τους τρέφουν, τόσο και κολακεύουν λέγοντας χίλια γλυκόλογα, εξυμνώντας τους τροφοδότες τους. Μόλις όμως χορτάσουν και απομακρυνθούν λίγο από το τραπέζι, αρχίζουν να πετροβολούν με τα κακόλογά τους εκείνους που πριν από λίγο -και για χάρη της ευχαρίστησης του φαγητού- τους προσκυνούσαν.
Και συ λοιπόν τώρα, αδελφέ μου, έχε υπομονή στις συμφορές που σε βρήκαν. Πρόσεξε μήπως από τη φουρτούνα χάσεις την ειρήνη σου. Φρόντισε να μην πετάξεις το σταυρό σου, ο οποίος θα σε οδηγήσει στην απόκτηση της αρετής. Σαν βαρύτιμο θησαυρό κράτησε μέσα σου την ευχαριστία. Και τότε θα δεχθείς και συ διπλάσιο καρπό γι' αυτή την ευχαριστία σου. Θα σου χαρισθεί η απόλαυση των αγαθών και η ανάπαυση. Καρτερικός δεν είναι εκείνος που στερείται τα απαραίτητα και κατ' ανάγκη υπομένει, αλλά εκείνος που, ενώ τα έχει όλα με αφθονία, τον βρίσκουν ξαφνικά πολλές συμφορές και τις σηκώνει αδιαμαρτύρητα.
Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). Είσαι φτωχός; Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτωχού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομεταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. Είσαι δούλος; Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε καλύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν.
Αν θελήσεις, θα βρεις αμέτρητους λόγους για τους οποίους πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό. Σε ξυλοδέρνουν άδικα; Να χαίρεσαι με τη σκέψη της μέλλουσας ελπίδας. Δίκαια καταδικάσθηκες; Και πάλι να ευχαριστείς.
Αν θα φέρναμε στο νου μας τα κατορθώματα ανθρώπων της αρχαίας εποχής, όπως ορισμένων ποιητών ή συγγραφέων -παρόλο που αυτοί δεν ήταν χριστιανοί- και αν ακολουθούσαμε το παράδειγμα και τους λόγους τους, ακόμα κι απ' αυτούς θα είχαμε μεγάλο κέρδος.
Κάποτε, για παράδειγμα, έβριζε ένας άνθρωπος της αγοράς τον Περικλή. Αυτός όμως δεν του έδινε καμιά σημασία. Αυτό κράτησε μια ολόκληρη ημέρα. Ο ένας έβριζε ασταμάτητα και τον βύθιζε σε πλήθος από κατηγορίες και ο άλλος δεν έδινε καμιά σημασία σε τίποτε από αυτά. Τελικά, όταν βράδιασε και έπεσε το σκοτάδι, τότε αποφάσισε και ο υβριστής να σταματήσει. Τότε λοιπόν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ο Περικλής τον ξεπροβόδισε φωτίζοντας το δρόμο του. Έτσι δεν έχασε, με κάποια αντεκδίκηση, το μισθό της υπομονής του.
Κάποτε άλλοτε, κάποιος έπεσε πάνω στον Σωκράτη και τον χτύπησε αλύπητα. Αυτός όμως δεν αντέδρασε, αλλά άφηνε να τον χτυπά, μέχρι που να ξεσπάσει όλη η οργή του. Τον χτύπησε μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε πρήσθηκε από τις πληγές ολόκληρο το πρόσωπό του. Μόλις εκείνος σταμάτησε να τον χτυπά, ο Σωκράτης, καθώς λένε, δεν του είπε τίποτα περισσότερο, παρά μονάχα έγραψε στο μέτωπό του -όπως συνήθιζαν τότε να γράφουν πάνω στα αγάλματα- το όνομα εκείνου που τον είχε φέρει σ' αυτή την κατάσταση: Ο τάδε με έκανε έτσι. Και αυτή ήταν μονάχα η αντίδραση και η άμυνά του.
Τον Ευκλείδη επίσης, κάποιος από τα Μέγαρα που θύμωσε μαζί του, τον απειλούσε με όρκο ότι θα τον σκότωνε. Τότε και εκείνος έκανε έναν άλλο όρκο. Ορκίσθηκε να τον κάνει να χάσει αυτή την οργή που είχε εναντίον του και να ξαναγίνουν φίλοι.
Σ' έναν γνωστό του Πυθαγόρα επίσης, τον Κλείνιο -ο οποίος βέβαια τον είχε μιμηθεί με κόπους και θυσίες συνέβη κάτι που ακόμα και σήμερα στους χριστιανούς δύσκολα θα το συναντούσαμε. Τί συνέβη λοιπόν σ’ αυτό τον άνθρωπο; Επειδή του ζητούσαν να ορκισθεί ότι θα δώσει οπωσδήποτε τρία τάλαντα, για να αποφύγει κάποια ζημιά που επρόκειτο να του κάνουν, εκείνος έδωσε περισσότερα από όσα του ζητούσαν. Κι αυτό δεν το έκανε ειρωνικά ή για να τους ξεγελάσει, αλλά το έκανε με την πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του. Γιατί, καθώς νομίζω, θα είχε ακούσει την εντολή εκείνη, η οποία και σήμερα μας απαγορεύει τον όρκο.
Να μιμηθείς λοιπόν τον Κλείνιο και τον Ευκλείδη στην τήρηση των εντολών, ώστε να ενεργείς καθώς και εκείνοι. Να εύχεσαι δηλαδή και εσύ για εκείνους που σε καταδιώκουν και να μην τους καταριέσαι. Γιατί, αν δεν είχε αυτός ασκηθεί από πριν σ' αυτά που τώρα και εγώ σας διδάσκω, δεν θα ήταν σε θέση να τα υπερβεί σαν τιποτένια και ασήμαντα.
Ας είναι μόνιμος σύντροφός σου, σαν άλλο φως και καθαρή διόπτρα, η εντολή του Θεού. Αυτή ας σου χαρίζει παντού και πάντα τη δωρεά της διάκρισης των περιστάσεων. Αυτή ας εποπτεύει τον ορίζοντα της ψυχής σου για να σου φανερώνει την πραγματική και αληθινή κατάσταση των πραγμάτων και των περιστάσεων, που κάθε φορά θα αντιμετωπίζεις. Γιατί αυτή, ό,τι και να συμβεί, δεν θα σ’ αφήσει να χάσεις τη δύναμη και την ειρήνη της ψυχής σου.
Παράλληλα, να είσαι πάντοτε πνευματικά προετοιμασμένος, ώστε να αντιμετωπίζεις με ανδρεία και να υπομένεις με καρτερία, σαν σκόπελο που ξαφνικά ορθώνεται στο δρόμο σου, τις προσβολές των βίαιων κυμάτων και πνευμάτων, με τη Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Ο Άγιος Παΐσιος μας συμβουλεύει για τα άσχημα όνειρα

Όταν βλέπεις άσχημο όνειρο, ποτέ να μην εξετάζεις τι είδες, πώς το είδες, αν είσαι ένοχη, πόσο φταις. Ο πονηρός, επειδή δεν μπόρεσε να σε πειράξει την ημέρα, έρχεται την νύχτα.
Επιτρέπει καμιά φορά και ο Θεός να μας πειράξει στον ύπνο, για να δούμε ότι δεν πέθανε ακόμη ο παλιός άνθρωπος. Άλλες φορές πάλι ο εχθρός πλησιάζει τον άνθρωπο στον ύπνο του και του παρουσιάζει διάφορα όνειρα, για να στενοχωρεθεί, όταν ξυπνήσει. Γι’; αυτό να μη δίνεις καθόλου σημασία.
Να κανείς τον σταυρό σου, να σταυρώνεις το μαξιλάρι, να βάζεις και τον σταυρό και κάνα-δυο εικόνες επάνω στον μαξιλάρι και να λες την ευχή μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Όσο δίνεις σημασία, άλλο τόσο θα έρχεται ο εχθρός να σε πειράζει. Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στους μεγάλους, αλλά και στους μικρούς. Και στα μικρά παιδιά ακόμη, παρόλο που είναι αγγελούδια, ο εχθρός πηγαίνει και τα φοβερίζει, όταν κοιμούνται και τινάζονται με αγωνία, τρέχουν φοβισμένα και με κλάματα στην αγκαλιά της μητέρας.
Άλλοτε πάλι τα πλησιάζουν οι Άγγελοι και γελούν μέσα στον ύπνο τους από χαρά ή ξυπνάνε από την μεγάλη τους χαρά. Επομένως τα όνειρα που φέρνει ο πειρασμός είναι μια εξωτερική επίδραση του εχθρού στον άνθρωπο την ώρα που κοιμάται.
-Και όταν, Γέροντα, νιώθεις ένα πλάκωμα την ώρα που κοιμάσαι;
-Μερικές φορές αυτό οφείλεται σε μια αγωνιώδη κατάσταση που ζει κανείς μέσα στην ημέρα ή σε διάφορους φόβους, σε διάφορες υποψίες κ.λπ. Φυσικά όλα αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιήσει το ταγκαλάκι, να κάνει κάποιον συνδυασμό, για να ζαλίσει τον άνθρωπο. Πολλές φορές είναι τόσο ελαφρός ο ύπνος, που νομίζει κανείς ότι είναι ξυπνητός και ότι προσεύχεται, για να φύγει αυτό το πλάκωμα, από το οποίο του κρατιέται ακόμη και η αναπνοή.
Καμιά φορά μάλιστα ο διάβολος μπορεί να πάρει την μορφή ενός ανθρώπου ή ενός Αγίου και να παρουσιασθεί στον ύπνο κάποιου. Κάποτε παρουσιάσθηκε σε έναν άρρωστο στον ύπνο του με την μορφή του Αγίου Αρσενίου και του είπε: «Είμαι ο Άγιος Αρσένιος. Ήρθα να σου πω ότι θα πεθάνεις.
Τα’; ακούς; Θα πεθάνεις». Τρόμαξε ο άνθρωπος. Ποτέ ένας Άγιος δεν μιλάει έτσι σε έναν άρρωστο. Και αν τυχόν είναι να πεθάνει ο άρρωστος και παρουσιασθεί ένας Άγιος να τον πληροφορήσει για τον θάνατο του, θα του το πει μα καλό τρόπο: «Επειδή είδε ο Θεός που ταλαιπωρείσαι, γι’; αυτό θα σε πάρει από αυτόν τον κόσμο. Κοίταξε να ετοιμασθείς». Δεν θα του πει: «Τ’; ακούς; Θα πεθάνεις»!
-Και όταν, Γέροντα, φωνάζει κανείς στον ύπνο του;
-Καλύτερα, ξυπνάει …;Πολλά όνειρα είναι της αγωνίας. Όταν ο άνθρωπος έχει αγωνία ή είναι κουρασμένος, παλεύουν αυτά μέσα του και τα βλέπει σε όνειρο. Εγώ πολλές φορές, όταν την ημέρα αντιμετωπίζω διάφορα προβλήματα των ανθρώπων, αδικίες που συμβαίνουν κ.λπ., ύστερα στον ύπνο μου μαλώνω με τον άλλον: «βρε αθεόφοβε, φωνάζω, αναίσθητος είσαι!» και με τις φωνές που βάζω ξυπνάω.
-Γέροντα, από τα όνειρα μπορεί κανείς να προβλέψει κάτι που θα του συμβεί;
-Όχι, μη δίνετε σημασία στα όνειρα. Είτε ευχάριστα είναι τα όνειρα είτε δυσάρεστα, δεν πρέπει να τα πιστεύει κανείς, γιατί υπάρχει κίνδυνος πλάνης. Τα ενενήντα πέντε τοις εκατό από τα όνειρα είναι απατηλά. Γι’; αυτό οι Άγιοι Πατέρες λένε να μην τα δίνουμε σημασία. Πολύ λίγα όνειρα είναι από τον Θεό, αλλά και αυτά, για να τα ερμηνεύσει κανείς, πρέπει να έχει καθαρότητα και άλλες προϋποθέσεις, όπως ο Ιωσήφ και ο Δανιήλ, που είχαν χαρίσματα από τον Θεό.
«Θα σου πω, είπε ο Δανιήλ στον Ναβουχοδονόσορα, και τι όνειρο είδες και τι σημαίνει» . Αλλά σε τι κατάσταση είχε φθάσει! Ήταν μέσα στα λιοντάρια, παρόλο που ήταν νηστικά, δεν τον πείραζαν. Του πήγε ο Αββακούμ φαγητό, κι εκείνος είπε «Με θυμήθηκε ο Θεός;». Αν δεν θυμόταν ο Θεός τον Προφήτη Δανιήλ, ποιόν θα θυμόταν;-Γέροντα, μερικοί άνθρωποι δεν βλέπουν όνειρα
-Καλύτερα που δεν βλέπουν! δεν ξοδεύουν ούτε εισιτήρια, ούτε βενζίνη! Στα όνειρα σε ένα λεπτό βλέπεις κάτι που στην πραγματικότητα θα διαρκούσε ώρες, μέρες γιατί καταργείται ο χρόνος. Να, από αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς το ψαλμικό: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως η ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε».



Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Αγία Κέρκυρα η Μάρτυρας

Η Αγία Κέρκυρα έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του Βασιλιά Κερκυλλίνου και πίστεψε στον Χριστό από τα μαρτύρια των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ομολόγησε τον Χριστό και πούλησε όλα της τα κοσμήματα, και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της και αφού δεν μπόρεσε να μεταστρέψει τη γνώμη της, την παρέδωσε σ' έναν Αιθίοπα για να τη διαφθείρει. Αλλά ο Αιθίοπας πίστεψε στον Χριστό δι' αυτής και θανατώθηκε. Η δε Κέρκυρα βασανίστηκε με πολλούς τρόπους και στο τέλος την κρέμασαν και τη θανάτωσαν με βέλη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.

Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.

Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.

Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.

Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.

Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.

Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.

Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».

Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.

Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.

Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.

Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.

Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.

Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.

Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.


Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Η δημιουργία (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)

Ο Χριστός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, πρόσκαιρων και αιωνίων, Θείων και ανθρώπινων. Για τον λόγο αυτό όλα, όσα προτίθεμαι να γράψω εδώ, θα προέρχονται από τη θεώρηση του Χριστού ως Θεανθρώπου. Η χριστιανική ανθρωπολογία μας δεν πρέπει να έχει αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά να προσφέρει απαραιτήτως θεμέλιο για όλη την εν τω Θεώ ζωή μας. Δεν θα δίσταζα να ονομάσω την ανθρωπολογία αυτή ασκητική. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι πολυδιάστατη. Μία από τις διαστάσεις της είναι η δημιουργική δύναμη, που εκδηλώνεται σε ποικίλες περιοχές: σε κουλτούρες όλων των ειδών, δηλαδή πολιτισμούς, τέχνες, επιστήμες.
Στον πρωτόπλαστο δόθηκε η εντολή, με την είσοδό του στον φυσικό κόσμο, να εργάζεται σε αυτόν και να τον φυλάσσει (βλ. Γεν. 2,15). Ο φυσικός κόσμος είναι πλασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανάγκη να λύνει δημιουργικά τα προβλήματα που αδιάκοπα αναφύονται μπροστά του. Ωστόσο αυτά που απαριθμώ δεν εξαντλούν τον όλο άνθρωπο. Παράλληλα με την παραγωγή εκείνων που χρειάζεται ο άνθρωπος για τη συντήρηση της ζωής του επάνω στη γη, ανέρχεται από τις ατελείς μορφές στις τελειότερες, τις πνευματικές, που υπερβαίνουν όλα τα ορατά και τα πρόσκαιρα. Στο επίπεδο των πρόσκαιρων, η δημιουργική ικανότητα κατευθύνεται προς τα κάτω, προς τη γη, για να οργανώσει τα ακατέργαστα δεδομένα της φύσεως, που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των αναγκών του ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή ο σκοπός κατορθώνεται στα όρια των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Στη δεύτερη περίπτωση η δημιουργία κατευθύνεται προς τον ανώτερο κόσμο, όπου τα φυσικά χαρίσματα του ανθρώπου από μόνα τους δεν επαρκούν. Ως Πρόσωπο ο άνθρωπος διαθέτει ελεύθερη βούληση που εκφράζεται, όχι με την εκ του μηδενός δημιουργία κάποιου εντελώς νέου πράγματος που δεν υπήρξε, αλλά ως συμφωνία με τη θέληση του Θεού, του αληθινά Δημιουργού, ή ως διαφωνία προς το θέλημά Του (που αποκλίνει από το θέλημά Του ή και το απορρίπτει). Μόνο εκείνη η δημιουργία που συμπίπτει με το θέλημα του Ουρανίου Πατρός παράγει καρπούς που μπορούν να περάσουν στην αιωνιότητα· οτιδήποτε άλλο καταλήγει στο μη ον: «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται» (Ματθ. 15,13). «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν Εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν. Εάν μη τις μείνη εν Εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι, και καίεται» (Ιωάν. 15,5-6).
Για να γίνει ο άνθρωπος συνεργός του Θεού στη δημιουργία του κόσμου, πρέπει αδιάκοπα να αγωνίζεται για την κατά το δυνατόν καλύτερη γνώση του ιδίου του Θεού. Η πορεία αυτή της αναβάσεως στη γνώση του Θεού είναι επίσης δημιουργική πράξη, ιδιαίτερης όμως τάξεως· σκοπός της είναι η συμμετοχή στην αιώνια δημιουργική πράξη του Πατέρα, η απόκτηση της έσχατης τελειότητας με την παραμονή στο ρεύμα της Θείας Αιωνιότητας, όπου πρώτος εισήλθε ο Χριστός-Άνθρωπος. Ο χριστιανός στη δημιουργική αναζήτησή του εγκαταλείπει όλα όσα φέρουν σχετικό και παροδικό χαρακτήρα, για να παραμείνει στα μη παρερχόμενα. Στα όρια της γης η τελειότητα δεν είναι εντελώς πλήρης. Και όμως την αποκαλούμε τελειότητα. Μιμούμενοι τον Χριστό που είπε «Εγώ απ’ εμαυτού ποιώ ουδέν, αλλά καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ Μου, ταύτα λαλώ» (Ιωάν. 8,28), και εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε για το ίδιο, σύμφωνα με την παρατήρηση του Γέροντα Σιλουανού: «Οι τέλειοι δεν λένε τίποτε αφ’ εαυτού τους… Λένε μόνο ό,τι τους δίνει το Πνεύμα».
Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή δημιουργία, η ανώτερη από όλα εκείνα που είναι εφικτά για τον άνθρωπο. Όχι παθητικά, αλλά με δημιουργικό αγώνα βαδίζει ο άνθρωπος προς αυτό τον άγιο σκοπό, χωρίς ποτέ να λησμονεί ότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να δημιουργήσει για τον εαυτό του θεό «κατ’ εικόνα του», κάτι που πολλοί φιλόσοφοι ή ακόμη και θεολόγοι κάνουν.
Όλο το παρελθόν μου με ωθούσε κατά φυσικό τρόπο στη σκέψη για τη δημιουργία στις διάφορες εκφάνσεις της, όπως επίσης και για το νόημά της. Τώρα θα ήθελα να διηγηθώ με συντομία πως η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική με οδήγησε στην προσευχή. Μιλώ για πραγματικά συγκεκριμένη περίπτωση.
Κατά τις ημέρες της νεότητάς μου, κάποιος Ρώσος ζωγράφος, που έγινε στη συνέχεια διάσημος, με προσείλκυσε προς την ιδέα της καθαρής δημιουργίας, έχοντας στραφεί προς την αφηρημένη τέχνη. Δύο ή τρία χρόνια υπήρξα θύμα της έλξεως αυτής, που με οδήγησε στην πρώτη θεολογική σκέψη που γεννήθηκε μέσα μου. Χαρακτηριστικό κάθε «καλλιτέχνη» (δηλαδή κάθε εργάτη της τέχνης) είναι να προσλαμβάνει το είναι στις μορφές της τέχνης του. Έτσι και εγώ αντλούσα ιδέες για τις δικές μου αφηρημένες μελέτες από εκείνο που μου παρείχε η πραγματικότητα του περιβάλλοντός μου: οι άνθρωποι, η βλάστηση, τα κτίσματα, οι απροσδόκητα αλλόκοτοι συνδυασμοί σκιών από τον ήλιο ή τις ηλεκτρικές λάμπες επάνω στο πάτωμα, τους τοίχους, τις οροφές και πολλά άλλα. Με τη φαντασία μου δημιουργούσα εικόνες, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι όμοιες με τίποτε που υπάρχει πραγματικά στη φύση. Με τον τρόπο αυτό, νόμιζα ότι δεν είμαι αντιγραφέας φυσικών φαινομένων, αλλά δημιουργός νέων καλλιτεχνικών (εικαστικών) γεγονότων. Ευτυχώς αντιλήφθηκα ότι σε μένα, τον άνθρωπο, δεν δόθηκε να δημιουργώ «εκ του μηδενός», όπως ο Θεός δημιουργεί με μοναδικό τρόπο. Από την εμπειρία αυτή μου έγινε σαφές ότι κάθε ανθρώπινη δημιουργία προϋποθέτει μία ήδη προϋπάρχουσα. Δεν μπορούσα να χαράξω ούτε μία γραμμή, ούτε να δημιουργήσω κάποιο χρώμα, που πουθενά αλλού δεν υπήρχε. Ο αφηρημένος πίνακας μοιάζει με εγγραφή λέξεων που ηχούν πρωτότυπα, αλλά ποτέ δεν εκφράζουν πλήρες νόημα. Η δημιουργία παρουσιαζόταν σε μένα ως αποσύνθεση του είναι, πτώση στο κενό, στο παράλογο, επιστροφή στο «μηδέν», από το οποίο μας κάλεσε η δημιουργική πράξη του Θεού. Τότε εγκατέλειψε ο νους μου τη μάταιη απόπειρα να δημιουργήσει κάτι εντελώς νέο, και το πρόβλημα της δημιουργίας στη συνείδησή μου συνδέθηκε με το πρόβλημα της Γνώσεως του Είναι. Και μου συνέβη κάτι θαυμαστό· σχεδόν όλος ο κόσμος, κάθε ορατό φαινόμενο, έγινε μυστήριο, ωραίο και βαθύ. Και το φως έγινε άλλο· χάιδευε τα αντικείμενα, τα περιέβαλλε κατά κάποιον τρόπο με στεφάνι δόξας, μεταδίδοντας σε αυτά παλμούς ζωής που δεν απεικονίζεται με τα μέσα που διαθέτει ο καλλιτέχνης. Γεννιόταν μέσα μου η επιθυμία να υποκλιθώ με ευλάβεια μπροστά στον πρώτο καλλιτέχνη, τον Δημιουργό του παντός, με τον πόθο να Τον συναντήσω, να διδαχθώ από αυτόν, να γνωρίσω πώς Αυτός δημιουργεί.
Οι συνομιλίες μου με τον Γέροντα Σιλουανό για την προσευχή και για οποιοδήποτε άλλο θέμα συγκεντρώνονταν πάντοτε στο Πρόσωπο του Χριστού, του μοναδικού Διδασκάλου με απόλυτη αυθεντία. Αυτός μας έδωσε «υπόδειγμα» για όλα (βλ. Ματθ. 23,8-10· Ιωάν. 13,13-15). Και ο Γέροντας δίδασκε να κοιτάζουμε προσεκτικά πως Εκείνος, ο Υιός του ανθρώπου, ενεργούσε. «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· α γαρ αν Εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί. Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν Αυτώ α Αυτός ποιεί, και μείζονα τούτων δείξει Αυτώ έργα, ίνα υμείς θαυμάζητε» (Ιωάν. 5,19-20). Αλλά ο μονογενής Υιός, γενόμενος Υιός Ανθρώπου, ομοιώθηκε σε όλα με μας (βλ. Εβρ. 2,17· Φιλιπ. 2,7). Συνεπώς όλα, όσα Εκείνος λέει για τον Εαυτό Του ως Υιό Ανθρώπου, εφαρμόζονται στον καθένα από μας. Αν εμείς παραμένουμε στον Υιό, τον οποίο αγαπά ο Πατέρας, τότε και εμείς είμαστε υιοί Του, επίσης αγαπημένοι (βλ. Ιωάν. 16,27), και Αυτός θα μας τα δείξει όλα: τι δημιουργεί και πώς δημιουργεί. Αλήθεια, εν Χριστώ έχουμε κληθεί να γίνουμε μέτοχοι όλης της δημιουργικής Πράξεως του Θεού και Πατρός μας.
Η οδός προς την τελειότητα αυτή έχει ως εξής: Το πνεύμα του ανθρώπου αποχωρεί από την αναρίθμητη ποικιλομορφία των φαινομένων του φυσικού κόσμου, και με όλη τη δύναμή του στρέφεται προς τον Θεό. Και αυτό είναι το όριο του ανθρώπου επάνω στη γη. Όταν όμως, μετά την έξοδό της η ψυχή ανεβαίνει προς τον Θεό για αιώνια σε Αυτόν και με Αυτόν διαμονή, τότε μέσα στο «Είναι» αυτό έρχεται η γνώση και η είσοδός μας στην Πράξη δημιουργίας από τον Θεό όλων των υπαρκτών. Αρραβώνα της καταστάσεως αυτής αποτελεί το χάρισμα της θαυματουργίας. Κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ο Θεός σκέφτεται τον κόσμο και ο κόσμος υπάρχει». Και οι άγιοι τελούν τα θαύματα όχι με φυσική επενέργεια επάνω στη φύση, αλλά στην προσευχή τους προς τον Θεό «σκέφτονται το ποθούμενο και αυτό πραγματοποιείται».
[Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ. 174-179. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ]

ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΕ ΨΑΧΝΕΙ

Ο σύγχρονος άνθρωπος λόγω των ανέσεων και της καλοπέρασης έγινε αφόρητα εγωκεντρικός;
• Πιστεύει ότι ο εαυτός του είναι το κέντρο του κόσμου• το κέντρο της παρέας• το κέντρο της οικογένειας• το κέντρο του χώρου οπού δουλεύει•
• δεν δέχεται υποδείξεις και συμβουλές, έστω κι αν μερικές φορές παριστάνει ότι τις ζητάει•
• θέλει όλοι οι άλλοι να ασχολούνται με αυτόν να τον επαινούν και να τον υπηρετούν θέλει όλοι να τον αγαπούν να ενδιαφέρονται γι' αυτόν
• πονάει και πληγώνεται όταν αισθάνεται ότι οι άλλοι τον αγνοούν τον αφήνουν στο "περιθώριο".
Όλες οι παραπάνω νοσηρές εκδηλώσεις εγωισμού γίνονται πολύ πιο έντονες, όσο ο άνθρωπος βγάζει τον Θεό από την ζωή του• όσο πιο πολύ θεοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό.
Και τότε γίνεται ένα εγωκεντρικό τερατάκι.

Ο γνωστός άγγλος συγγραφέας και γιατρός Α.Ι.Κρόνιν, στο άρθρο του "Γιατί πιστεύω στον Θεό" γράφει:
"Όταν ακόμη εξασκούσα το επάγγελμα του γιατρού, είχα έναν άρρωστο, ο όποιος σε όλη του την ζωή καμάρωνε για την αθεΐα του. Είχε μαλώσει με την μοναδική θυγατέρα του και την είχε αποκληρώσει, επειδή παντρεύτηκε ένα δάσκαλο - βαθύτατα ευσεβή. Όταν όμως στο τέλος της ζωής του προσεβλήθη από ανίατη αρρώστια, κάποια περίεργη μεταβολή παρατηρήθηκε στο γέρο σκεπτικιστή. Τώρα, τον έπιανε συχνά η επιθυμία να δικαιολογηθεί, ιδιαίτερα μπροστά στα μάτια του γαμπρού του. Πήγαινε συχνά στο σπίτι της κόρης του για να κουβεντιάσει με τον ευσεβή νέο. Κι όμως ο αθεράπευτος εγωισμός του δεν τον άφηνε να παραδεχθεί την σωτήρια "ήττα" του: "Μην απατάσθε", τους έλεγε. "Δεν μετάνιωσα. Δεν πιστεύω ακόμα στον Θεό"!
Όποτε, μια μέρα, η κόρη του ξέσπασε: "Μα καλά, πατέρα. Ακόμα δεν κατάλαβες ότι, ενώ εσύ δεν Τον πιστεύεις, Εκείνος όμως δεν έπαψε ποτέ να σε εμπιστεύεται και να σε αναζητάει;"
Η σοφή αυτή παρατήρηση νίκησε και την τελευταία αντίσταση του γέροντα. Ξέσπασε σε λυγμούς και ρώτησε: "Αλήθεια, ακόμα με
ψάχνει;"


Στο 15ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου αναφέρεται ότι το πιο συνηθισμένο ακροατήριο του Χριστού ήταν τελώνες και αμαρτωλοί. Και αυτό "σκανδάλιζε" τους γραμματείς και τους φαρισαίους• και τους εξόργιζε. Έχοντας την αρρώστια του εγωισμού στο έπακρον, δεν άντεχαν να ασχολείται ο Χριστός με τα αποβράσματα της κοινωνίας και να "αγνοεί" αυτούς και την δήθεν "ευσέβειά" τους!
Τότε ο Χριστός τους απάντησε με τρεις παραβολές:
• την παραβολή του χαμένου προβάτου-
• την παραβολή της χαμένης δραχμής• και
• την παραβολή του χαμένου (ασώτου) υιού.
Έστω κι αν νομίζουμε ότι ξέρουμε "απ’ έξω" και τις τρεις παραβολές, ας κάνουμε τον κόπο να τις ξαναδιαβάσουμε "από μέσα". Αργά και προσεκτικά.
Έτσι θα θυμηθούμε, ότι ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για τους "χαμένους"• για τους "απολωλότες"• και όχι γι' αυτούς, πού νομίζουν ότι "την έχουν βρή"• όχι για τους βολεμένους• όχι για τους κατά φαντασίαν "υγιείς".
Και όσο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας
ανάμεσα σ' αυτούς τους "απολωλότες" και ασθενείς, τους "κοπιώντες και πεφορτισμένους", τόσο πιο πολύ θα αισθανόμαστε ότι Κάποιος μας ψάχνει• Κάποιος ενδιαφέρθηκε για μας. Κάποιος ήλθε, όχι για να Τον υπηρετήσουμε, αλλά για να μας υπηρετήσει• Κάποιος μας αγάπησε τόσο, πού έχασε και την ζωή Του, για να βρούμε εμείς την Αληθινή Ζωή!

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω

Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου δηλ. ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας καταγόταν από διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν όμως όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα επέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα και υπερασπίσθηκαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους. για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το σθένος τους ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσευχόταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους ο οποίος τούς αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον. Όταν ο άρχοντας από τη φυλακή και τούς ρώτησε για τελευταία φορά αν επιμένουν να πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Πλάστη και Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου. Έξαλλος από οργή ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους χαρίζοντάς τους την ουράνια δόξα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

ΠΕΡΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ

Υπερηφάνεια είναι άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, μητέρα της κατακρίσεως, απόδειξη ακαρπίας, φυγαυδευτήριο της βοήθειας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αιτία της επιληψίας, πηγή του θυμού, θύρα της υποκρισίας, στήριγμα των δαιμόνων, φύλακας των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, άγνοια της συμπαθείας, πικρός κριτής, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού, ρίζα της βλασφημίας. Αρχή της υπερηφάνειας είναι το τέλος της κενοδοξίας. Μέσον η εξουδένωσις του πλησίον, η αναιδής φανέρωσης των κοπών μας, ο εσωτερικός αυτοέπαινος, το μίσος των ελέγχων. Και τέλος, η άρνηση της βοήθειας του Θεού, η εξύψωση της δικής μας ικανότητας, η δαιμονική συμπεριφορά. Ας το ακούσουμε όλοι όσοι θέλουμε να διαφύγουμε αυτόν τον βαθύ λάκκο. Πολλές φορές αυτό το πάθος αγαπά να τρέφεται από τις ευχαριστίες που εκφράζουμε στο Θεό. Γιατί δεν παρουσιάζεται τόσο αναιδής, ώστε από την αρχή να μας προτρέπει να αρνηθούμε το Θεό. Είδα άνθρωπο να ευχαριστεί το Θεό με το στόμα και να κομπάζει με το εσωτερικό φρόνημα. Περί αυτού είναι αψευδής μάρτυρας εκείνος ο Φαρισαίος που έλεγε στο Θεό με απρεπή καύχηση «Ο ΘΕΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΟΙ»!! (ΛΟΥΚΑ.ιη.11). Όπου συνέβη πτώση, εκεί κατασκήνωσε προηγούμενος η υπερηφάνεια. Γιατί το δεύτερο είναι το προμήνυμα του πρώτου. Άκουσα κάποιον αξιοσέβαστο άνδρα να λέει. «Υπόθεσε ότι είναι δώδεκα τα πάθη, της ατιμίας. Εάν ένα από αυτά, την οίηση της αγαπήσεις ολόψυχα, αυτή θα αναπληρώσει τον τόπο και των υπολοίπων έντεκα». Είναι ντροπή να καμαρώνει κάποιος για το ξένο στολισμό. Ομοίως είναι εσχάτη ανοησία να υπερηφανευτεί κανείς για τα χαρίσματα του Θεού. Όσα κατορθώματα πέτυχες πριν γεννηθείς, για αυτά μόνο να υπερηφανεύεσαι, γιατί τα μετά την γέννηση σου τα χάρισε ο Θεός, καθώς επίσης και αυτή την γέννηση. Όσες αρετές κατόρθωσες χωρίς τον νου και την λογική αυτές και μόνο είναι δικές σου, εφ όσον του νου και την λογική σου την χάρισε ο Θεός. Όσες νίκες πέτυχες χωρίς το σώμα σου αυτές και μόνο οφείλονται στην δική σου προσπάθεια, εφ όσον το σώμα δεν είναι δικό σου δημιούργημα αλλά του Θεού.

Την λήθη των αμαρτημάτων την προκαλεί η υπερηφάνεια, γιατί η ενθύμηση τους προξενεί ταπεινοφροσύνη. Συνέλαβα κάποτε τούτη την ακέφαλο πλάνη να πλησιάζει την καρδιά μου, ανεβασμένη πάνω στους ώμους της μητέρα της (την κενοδοξία). Τις έδεσα και τις δυο, με τα δεσμά της υπάκουης, τις μαστίγωσα με το μαστίγιο της ευτελείας και έτσι τις ανέκρινα με ποιο τρόπο εισέρχονται μέσα μου. ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ ΚΑΘΩΣ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΝΤΑΝ ΈΛΕΓΑΝ «Εμείς δεν έχουμε ούτε αρχή ούτε γέννηση γιατί είμαστε αρχηγοί και γεννήτορες όλων των παθών. Εμάς μας πολεμά υπερβολικά η συντριβή της καρδιάς που γεννάτε από την υποταγή. Εμείς δεν ανεχόμεθα κανένα να μας εξουσιάζει. Για αυτό και όταν λάβαμε εξουσία στους ουρανούς απεστατήσαμε από εκεί. Εμείς με ένα λόγο γεννούμε όλα τα πάθη που αντιστρατεύονται στην ταπεινοφροσύνη, γιατι όλα όσα την ευνοούν είναι αντιμέτωπα μας. Αλλά αφού στο ουρανό σημειώσαμε νίκη, πως μπορείς εσύ να μας ξεφύγεις; Εμείς συνηθίζουμε πολλές φορές να εμφανιζόμαστε μετά από την υπάκουη, την αοργησία, την αμνησικακία, από την πρόθυμη διακονία. Τέκνα δικά μας είναι οι πτώσεις των πνευματικών ανθρώπων, η Οργή, η καταλαλιά, η πικρία, η βλασφημία, ο θυμός , η κραυγή, η υποκρισία, το μίσος, ο φθόνος, η αντιλογία, η ιδιορρυθμία, η απείθεια. Ένα μόνο υπάρχει που δεν μπορούμε να νικήσουμε, και σου το φανερώνουμε επειδή μας μαστιγώνεις. Εάν κατηγορείς διαρκώς τον εαυτό σου ενώπιον του Κύριου με ειλικρίνεια, θα μας θεωρείς ωσάν αράχνη…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

Ο Θεός έκτισε καταρχάς τον άνθρωπο, στεφανώνοντας τον με δόξα και τιμή. Χάρισε σε αυτόν την άρρητη θεωρία του Προσώπου Του, ώστε να γνωρίζει τον Δημιουργό Του, να Τον μιμείται και να αυξάνει σε αγάπη και ευγνωμοσύνη προς Αυτόν. Και ενώ ο Αδάμ και η Εύα ήσαν γυμνοί, έφεραν άφθαρτη πνευματική περιβολή "και ουκ ήσχύνοντο" (Γεν. 2,25).
Με την πτώση όμως στο αμάρτημα της αχαριστίας και της παρακοής, αν και ο άνθρωπος δεν έρπει στη γη όπως ο όφις, ωστόσο έφθάρη ο νους του και έγινε ανίκανος να κατοπτεύει τα "μη βλεπόμενα" και τα "αιώνια" (Β' Κορ. 4,18). Ντροπιάσθηκε το κατ" εικόνα πλάσμα, γιατί βυθίσθηκε στην άβυσσο των "βλεπομένων" και των "πρόσκαιρων" (Β' Κορ. 4,18) και έγινε το μεγαλύτερο τραύμα της ορατής κτίσεως.

Τότε οι πρωτόπλαστοι "έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν έαυτοίς περιζώματα" (Γεν. 3,7). Δηλαδή, φόρεσαν χιτώνα αισχύνης και "έκρύβησαν... από προσώπου Κυρίου του Θεού" (Γεν. 3,8). Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος πλανήθηκε και έχασε την οδό του Θεού.
Τελικά, για να μη ματαιωθεί η προαιώνια πρόθεση του Θεού για το λογικό ποίημα των χειρών Του, ο Κύριος, από άφατη εύσπραγχνία και ανεξιχνίαστη σοφία, επινόησε τρόπο σωτηρίας. Ήλθε ταπεινά ως άνθρωπος καί πήρε πάνω Του τη δική μας αισχύνη και με την ανάσταση Του μας ένέδυσε πάλι με το άγιο και άμωμο ιμάτιο της δόξης Του, πού δεν έχει πλέον "σπίλον ή ρυτίδα" (Έφεσ. 5,27). Δεν άφησε σε μυς ούτε ίχνος αισχύνης, γιατί, όλοι "οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων Αυτόν έπεσον έπ' Αυτόν", όπως λέγει η Γραφή (Ρωμ. 15,3). Ό Χριστός, επιθυμώντας τη θεραπεία καί σωτηρία μας, δεν λογάριασε τον Εαυτό Του. Αντί της προκειμένης αυτώ χαράς ύπέμεινε σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας" (Έβρ. 12,2). Με άλλα λόγια, ο Χριστός, υπομένοντας την αισχύνη του σταυρού, εξάλειψε τη δική μας αισχύνη και μας έσωσε. Χάραξε την ταπεινή οδό Του πάνω στη γη, ώστε όποιος την ακολουθήσει να θεραπεύεται όλοτελώς. Ό ίδιος βεβαίως ό Κύριος καλεί σε μετάνοια όλους τους αμαρτωλούς και τους "κακώς έχοντας" (Ματθ. 9,12). Άλλα η μετάνοια προς θεραπεία και σωτηρία συνδέεται αναπόσπαστα με την αισχύνη.
Ό Χριστός προσφέρεται ως ιατρός και θεραπευτής των ψυχών και των σωμάτων ημών και εμείς δεχόμαστε τη θεραπεία Του κατ' εξοχήν στο μυστήριο της μετανοίας και Ιεράς έξομολογήσεως.
Για ποιόν όμως λόγο δίνεται η θεραπευτική χάρη του Θεού στο μυστήριο της έξομολογήσεως, με την οποία χάρη ο πιστός νικά τα πάθη και την αμαρτία; Για δύο λόγους, νομίζω, χάρη στους οποίους γίνεται ο άνθρωπος αληθινός και τοποθετείται στην οδό του Κυρίου.
Πρώτον, κάνουμε έμπρακτη ομολογία της αλήθειας.
Ό Απόστολος λέγει ότι "εάν είπωμεν ότι άμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ εστίν εν ημίν. Εάν όμολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τάς αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας" (Α'Ίωάν. 1,8-9).
Όταν λοιπόν εξομολογούμαστε ενώπιον του Θεού, ομολογούμε κυρίως τη μεγάλη και παγκόσμια αλήθεια της πτώσεως όλου του γένους του Αδάμ. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς αν υπάρχει μια περίπτωση, κατά την οποία ό άνθρωπος γίνεται αλάθητος και μάλιστα ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου, είναι εκείνη κατά την οποία ομολογεί την άμαρτωλότητά του. Τότε πράγματι γίνεται αληθινός. Όταν όμως αληθεύει, ελκύει το Πνεύμα της "Αλήθειας, το οποίο φέρει τον πιστό σε βαθιά συναίσθηση της πνευματικής του πτώχειας και στη συνέχεια τον οδηγεί σε μετάνοια. Το ίδιο "Αγιο Πνεύμα παρέχει ταυτόχρονα τη θεραπεία και τη δικαίωση.
Δεύτερον, ύπομένομε ταπεινά την αισχύνη της πτώσεως μας.
Ή μετάνοια και εξομολόγηση είναι απάντηση στην κλήση του Θεού. Συνεπώς, όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας, βαστάζουμε ταπεινά το σταυρό μας και ακολουθούμε τον Κύριο. Ομολογούμε τον Χριστό ως Θεό καί Σωτήρα. Ή ομολογία όμως του Χριστού, και μάλιστα σε ένα κόσμο, που "εν τω πονηρώ κείται" (Α' Ίωάν. 5,19), συνεπάγεται αισχύνη. Γι' αυτό και ό Κύριος προειδοποιεί: "Ός εάν επαισχυνθή με και τους έμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ), και ο υιός του ανθρώπου έπαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού" (Μάρκ. 8, 38). Με άλλα λόγια, όποιος αποστραφεί την αισχύνη για χάρη του Κυρίου, αυτός δεν σώζεται. Και σε άλλο πάλι μέρος ο Κύριος βεβαιώνει: "Πάς ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ούρανοίς" (Ματθ. 10,32). Είναι φανερό πώς όποιος ομολογεί, και μάλιστα υπομένοντας αισχύνη, αυτός έχει προσαγωγή στον Ουράνιο Πατέρα και σώζεται. Ή αισχύνη και το όνειδος που δοκιμάζουμε στη ζωή αυτή, σηκώνοντας το σταυρό του Χριστού, οδηγεί στην αναγνώριση μας από τον Κύριο και μεταβάλλεται σε δύναμη σωτηρίας.
Γιατί όμως η αισχύνη της έξομολογήσεως μεταβάλλεται σε πνευματική δύναμη και πώς η άσκηση της τοποθετεί τον άνθρωπο στην οδό της ζωής;
Ή εξομολόγηση τοποθετεί τον πιστό στην ταπεινή οδό του Κυρίου. Ό Χριστός μας έσωσε υπομένοντας τον σταυρό της αισχύνης. Ό σταυρός είναι η έκφραση της "μείζονος αγάπης" Του, για χάρη της οποίας θυσιάσθηκε "υπέρ των φίλων αυτού" (Ίωάν. 15,14). Αλλά και ό πιστός, από αγάπη καί πόθο να συμμορφώσει τη ζωή του προς το Πνεύμα του Κυρίου, εξομολογείται ταπεινά και εκούσια. Υπομένει σταυρό αισχύνης, φανερώνοντας τις αμαρτίες του ένώπον του Θεού και του λειτουργού της "Εκκλησίας. Τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό του Κυρίου. Τη μικρή ή μεγάλη αισχύνη της έξομολογήσεώς του ο Θεός αποδέχεται ως θυσία και γι' αυτό του ανταποδίδει τη χάρη Του, που τον ανακαινίζει. Συνεπώς, δποιος τοποθετείται με την εκούσια αισχύνη στην οδό του Κυρίου, ευρίσκει τον Κύριο ως συνοδοιπόρο, γιατί Αυτός είναι και η οδός, όπως είπε. Ή οδός όμως αυτή είναι ταυτόχρονα οδός αλήθειας και ζωής. Γι' αυτό τότε στον πιστό, που συμπορεύεται ταπεινά με τον Κύριο, μεταδίδεται η χάρη και η κατάσταση του Μεγάλου Συνοδοιπόρου. Κοντολογής, με την εκούσια αισχύνη της εξομολογήσεώς αποφεύγουμε την ακούσια αισχύνη της έσχατης κρίσεως και δεχόμαστε τον αιώνιο έπαινο του Θεού.
Ή ευαγγελική αυτή αλήθεια γίνεται σαφέστερη, όταν εξετάσουμε την περίπτωση του Ζακχαίου. Ό επίσημος αυτός άνθρωπος, υπομένοντας κάποια αισχύνη για να δει τον Χριστό, αφομοιώθηκε προφητικά στο μυστήριο της οδού του Κυρίου, που κατευθυνόταν τη στιγμή εκείνη προς τον σταυρό της αιχύνης. Γι΄ αυτό και ο Κύριος τον πρόσεξε, τον επισκέφθηκε, τον θεράπευσε, τον πλάτυνε στο "τετραπλούν" και τον έσωσε αυθημερόν. Ή λέξη "τετραπλούν" υπαινίσσεται το μυστήριο του σταυρού του Κυρίου, από τον όποιο πηγάζει κάθε πλατυσμός χάριτος σε βάθος και σε ύψος, σε μήκος και σε πλάτος. Ό Ζακχαίος βρέθηκε προφητικά στην οδό του Κυρίου. Βλέπουμε λοιπόν πώς η αισχύνη του Ζακχαίου μετατράπηκε σε δύναμη, και τον οδήγησε στο περισσόν της ζωής και τον πλατυσμό της χάριτος.
Ή οδός αυτή του Κυρίου είναι επισκιασμένη από το Πνεύμα Κυρίου. Είναι επίσης αποκαλυπτική, γιατί διανοίγει τον νου και την καρδιά, ώστε να δει ό άνθρωπος την αμαρτία του στη μεταφυσική της διάσταση, ως έγκλημα εναντίον της θείας και Πατρικής αγάπης. Ή όραση αυτή, όπως μας λένε οι Πατέρες μας, είναι πολυτιμότερη από την όραση αγγέλων. Αποκτά τότε ο άνθρωπος προφητική αυτογνωσία καί ταπείνωση. Ή χάρη που αποκομίζει εμπνέει σε αυτό την τέλεια τόλμη να βαστάσει την πνευματική του πτώχεια και με υίική παρρησία να αποδίδει ακατάπαυστα δικαιοσύνη και δόξα στον Θεό, καί μομφή μόνο στον εαυτό του. Γίνεται τότε όχι μόνο μαθητής σταυρού αλλά και μακαριότητος. Στέκεται στην άγια παρουσία του Θεού. Φθάνει σε αυτόν το αιώνιο "σήμερον" της ερχόμενης Βασιλείας. "Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω έγένετο..... ήλθε γαρ ό υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός" (Λουκ. 19,9-10).
Στήν έσχατολογική αυτή πορεία του, όταν εξομολογείται, ο πιστός έχει με το μέρος του όλο τον ουρανό των αγίων. Όπως ο Κύριος διαβεβαίωσε, "χαρά έσται εν τω ουρανώ) επί ενί αμαρτωλώ) μετανοούντι" (Λουκ. 15,7). Γι'αυτό και ο έξομολόγος Ιερέας δέχεται την εξομολόγηση του μετανοούντος με άκρα προσοχή, σεβασμό και φόβο. Αγωνίζεται με την προσευχή του να συλλάβει την ένταση της μετανοίας του προσερχόμενου, ώστε να μη παρεμποδίσει το έργο της χάριτος, αλλά, ως καλός οικονόμος μυστηρίου Θεού, να συνεργήσει έστω και λίγο στην αναγέννηση του άνθρωπου. Ό πνευματικός οφείλει να θυμάται ότι δεν πρέπει να φέρεται ως ο έχων κάποια εξουσία, αλλά "ως ο διακόνων" (Λουκ. 22,27), έτοιμος να βάλει τον εαυτό του κάτω από υπηρετήσει. Ή καρποφορία της διακονίας του θα είναι πάντοτε κατά το μέτρο της ταπεινώσεως, της προσευχής και της αγάπης πού προσφέρει στους αδελφούς του.
Ό Θεός μπορεί να συναντήσει τον άνθρωπο "εν πάσαις ταις οδοίς αυτού". Το γεγονός αυτό και μόνο εμπνέει μετάνοια και την αλλαγή του ανθρώπου. Ωστόσο όμως την τελική πιστοποίηση και επιβεβαίωση του πράγματος αυτού θα δώσει η Εκκλησία. Επαλήθευση του φαινομένου αυτού αποτελεί η μεταστροφή του Μεγάλου Αποστόλου Παύλου. Ενώ ο Απόστολος είδε τον Χριστό καθ' όδόν προς Δαμασκόν και φρόντιζε σε όλη τη ζωή του να είναι "πιστός τη ουρανιά οπτασία" (Πράξ. 26,19), έπρεπε ωστόσο να επισκεφθεί τους Αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, για να σφραγίσουν την αλήθεια της εμπειρίας του. Συνεπώς, ο λόγος του Κυρίου "είπε τη Έκκλησία" (Ματθ. 18,17), έχει επίσης υψίστη σημασία στο μυστήριο της Ιεράς εξομολογήσεως.
Ό όρος "εξομολόγηση", στην Αγία Γραφή και την Εκκλησιαστική υμνολογία, έχει διπλό νόημα. Πρωτίστως σημαίνει δοξολογία, λατρεία, ευχαριστία. Επειτα σημαίνει ομολογία, μετάνοια και δέηση.
Ή εξομολόγηση λοιπόν είναι μια συνεχής πράξη και στάση της ζωής. Μας μαθαίνει να πορευόμαστε ενώπιον του Θεού με ευχαριστία και δέηση καί να επιτελούμε "αγιωσύνην εν φόβω Θεού" (Β' Κορ. 7,1• πρβλ. Α" Τιμ. 4,4-5). Έξομολογούμενοι, αναγνωρίζουμε τον Θεό ως αρχηγό της σωτηρίας μας και τον ευχαριστούμε. Καταγγέλλοντας επίσης την αμαρτία μας, ομολογούμε ταπεινά ότι εμείς μόνο είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτή και ο Θεός μένει για μας πάντοτε ο ευεργέτης και εύλογητός εις τους αιώνας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Πνεύμα το "Αγιο, μόλις κατέρχεται την ήμερα της Πεντηκοστής, διδάσκει στους μαθητές του Χρίστου το ορθό ήθος, πώς πρέπει δηλαδή να ζουν ταυτόχρονα με τη δέηση καί την ευχαριστία, με τη μετάνοια και τη λατρεία. Εξομολογείται ή Εκκλησία : "Σοί άμαρτάνομεν, Χριστέ ό Θεός ημών, καί Σέ μόνον λατρεύομεν".
Την ήμερα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου όλοι θα παρασταθούμε "τω βήματι του Χριστού" και "πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τω Θεώ" (Ρωμ. 14, 10-11). Με άλλα λόγια, εκείνη την ήμερα θα φανερωθεί η αλήθεια του κάθε ανθρώπου. Ό Θεός θα κρίνει "τα κρυπτά των ανθρώπων" σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Υιού Του (Ρωμ. 2,16), καί δεν θα μείνει τίποτε "άπόκρυφον" ή "συγκεκαλυμμένον" (Λουκ 8,17 καί 12,2), πού δε θα γίνει γνωστό και δεν θα έλθει στο φως. Ακόμη και οι κρύφιες βουλές των καρδιών μας θα φανερωθούν (βλ. Α' Κορ. 4,5). Τότε, δηλαδή, θα γίνει η γενική και τελική κρίση. Ό Θεός όμως δεν κρίνει δύο φορές. Αν εμείς τώρα με την εξομολόγηση υποβάλλουμε τον εαυτό μας συνεχώς στην κρίση των εντολών Του, τότε, κατά την αδιάψευστο υπόσχεση Του, θα μας δώσει "στόμα καί σοφίαν" (Λουκ. 21,15), στα όποια κανένας αντικείμενος δεν θα μπορεί να αντιλέγει. Αυτό σημαίνει ότι με την εκούσια κρίση στην εξομολόγηση της μετάνοιας γινόμαστε διαφανείς καί αληθινοί. Μας δίνεται το Πνεύμα το "Αγιο καί έτσι έχουμε τη δυνατότητα να προλάβουμε την ακούσια και υποχρεωτική κρίση της φοβέρας εκείνης ημέρας και να δικαιωθούμε,

Υπό του Πανοσ. Άρχιμανδρίτου Ζαχαρία, Δρος Θεολογίας, της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Εσσεξ Αγγλίας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Συμεών ο Αδελφόθεος Επίσκοπος Ιεροσολύμων

Ο Άγιος Συμεών ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του μνήστορος Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου, που έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Μετά τη δολοφονία του Ιακώβου, επίσκοπος ανέλαβε ο Συμεών. Σ' όλη τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας, υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η ανεξάντλητη αγωνιστικότητα του, η τέλεια αυταπάρνηση του, καθώς και το απαράμιλλο θάρρος του, κατέστησαν τον Συμεών φωτεινό πνευματικό αστέρι, δια του οποίου στηρίχθηκαν και οδηγήθηκαν πολλές ψυχές στη σωτηρία. Το εντυπωσιακότερο, όμως, χαρακτηριστικό του Συμεών ήταν το ακατάβλητο φρόνημα του. Αν και 120 χρονών γέροντας, δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο. Υπέστη με νεανική φλόγα το σταυρικό θάνατο το έτος 107 μ.Χ. Και η νεανική ψυχή του γέροντα Συμεών αποδήμησε κοντά στο στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, με το παράδειγμα του άφησε διδαχή στο ποίμνιο του την εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Προς Κολασσαεΐς, γ' 2). Δηλαδή, προς τα πάνω, προς το Θεό, διευθύνετε και προσηλώνετε τις σκέψεις σας, όχι στα γήινα και φθαρτά. Διότι και ο Συμεών, αν και 120 χρονών γέροντας, από τέτοιο φρόνημα εμπνεόμενος αντιμετώπισε παλικαρίσια το μαρτύριο. Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. (Ορισμένοι Συναξαριστές επαναλαμβάνουν τη μνήμη του και 18 Σεπτεμβρίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στεῤῥόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τήν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιών, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιών, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι· καὶ καλῶς τό ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τό θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Δοξαστικό της Κυριακής των Μυροφόρων

Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν»


Τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας τὸ ὑπηρέτησε ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅταν Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ χέρια Του πάνω στὸ Σταυρό, ἡ γῆ σείσθηκε, τὰ μνημεῖα ἄνοιξαν, οἱ νεκροὶ διαμαρτυρήθηκαν, ὁ ἑκατόνταρχος ὁμολόγησε, ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, ἡ Παναγία ἔκλαψε, ὁ Ἰωσὴφ κήδευσε καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν" (Μάρκ. 16,1). Ἐνῶ στὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἡ γυναίκα γινόταν διάκονος καὶ αἰτία τῆς πτώσεώς μας στὴν ἁμαρτία, ἀντιθέτως σήμερα βλέπουμε στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὶς μυροφόρες γυναῖκες νὰ γίνονται ταχυδρόμοι τῆς χαρᾶς. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ σημειώνει: «Ἐπειδὴ πάλαι γυνὴ γέγονε τῷ ἀνδρὶ διάκονος λύπης, νῦν γυναῖκες γίνονται τοῖς ἀνδράσι διάκονοι χαρᾶς».

Εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα
Πράγματι εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα, γιατί τὴν ὥρα ποὺ οἱ μαθητὲς εἶχαν σκορπισθεῖ στὰ διάφορα σημεῖα τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φοβόντουσαν νὰ πλησιάσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου οἱ τολμηρὲς μυροφόρες γυναῖκες ἀγόραζαν ἀρώματα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ ὠθοῦσε τὶς μυροφόρες νὰ πᾶνε στὸ ζωοδόχο τάφο, εἶναι ἡ ἀγάπη. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ καὶ σὲ δαπάνη καὶ σὲ κόπο καὶ σὲ κίνδυνο ὑποβλήθηκαν καὶ σὲ ἀπρόβλεπτες καταστάσεις ἐξετέθησαν μὲ μεγάλη προθυμία. Τὴν τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν· «τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθο ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (ὅπ.π. στίχ. 3). Ἕνας σύγχρονος Ἐπίσκοπος γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν μυροφόρων: Ὁ λογισμὸς ἐρωτᾶ, ἡ γλώσσα σιωπᾶ, ἡ ἀγάπη βαδίζει. Στὶς δύσκολες περιστάσεις τὴ λύση τὴ δίνει πάντα ὁ θεός. «Τῶν δ’ ἀδόκητων πόρον εὗρε θεός», ἔλεγε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος. Στὰ ξαφνικὰ καὶ δύσκολα περιστατικὰ τῆς ζωῆς μας τὴ λύση δίνει μόνον ὁ θεός.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς τόλμης τους
Πρῶτα πρῶτα στὸ ἐρώτημά τους ὁ θεὸς ἀπάντησε μὲ τὸν ἄγγελο ποὺ σήκωσε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Μετὰ τοὺς ἁπαλλάσει ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ δημιουργήθηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι χαροπιὸ γεγονός. Ὅπου ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου, τῆς δειλίας καὶ τῆς νευρικότητας διαλύονται. Μετὰ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα ἡ λέξη Ἐσταυρωμένος εἶναι πλέον τίτλος τιμῆς. Δὲν εἶναι βδελυρὴ καὶ ἀποτρόπαια λέξη. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τίμιος. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι καρπὸς τῆς Σταυρώσεως. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση δὲ χωρίζονται. Ἀκόμη εἶδαν τὸν ἄδειο τάφο νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἔχοντας μέσα του τὰ σημεῖα τῆς ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος εἶδαν πρῶτες τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ καὶ κράτησαν τοὺς ἀχράντους πόδας Του καὶ «προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. 28,9).
Οἱ Μυροφόρες εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς
Οἱ γυναῖκες ποὺ πῆγαν νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς· γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουμε μία δειλία νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους πὼς οἱ σχέσεις μας μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι στενές. Φοβόμαστε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο στὴ ζωή μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κάνει μία παρατήρηση γιὰ τὴ σχέση τοῦ χριστιανοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ. Μερικοὶ μακαρίζουν τὶς μυροφόρες ποὺ προσκύνησαν τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος ὅμως λέγει πὼς «δύνασθε καὶ νῦν ὅσοι βούλεσθε», δηλαδὴ μπορεῖτε καὶ τώρα ὅσοι θέλετε ὄχι μόνον τοὺς πόδας καὶ τὰ χέρια, ἀλλὰ καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκουμπήσετε, ἐὰν «τῶν φρικτῶν ἀπολαύσητε μυστηρίων καθαρῷ συνειδότι» ἐὰν ἀπολαύσετε τὰ ἄχραντα μυστήρια, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, μὲ καθαρὴ συνείδηση. Χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ πλησιάσει κάποιος τὰ ἱερὰ μυστήρια. Χρειάζεται νὰ ἔχει τὸν πόθο τῶν μυροφόρων, νὰ ἀγαπάει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὲς νὰ ὑπερπηδᾶ τὰ ἐμπόδια, ποὺ ἀναφύονται ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν Κύριο· νὰ παραδέχεται τὴν Ἀνάστασή Του καὶ νὰ εἶναι δεκτικὸς ἄνθρωπος, νὰ ἀκούει τὰ μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ εὐλογημένες αὐτὲς γυναῖκες ἄκουσαν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης πρέπει νὰ μποῦμε σὲ σκέψεις γιὰ τὸ τί προσφέραμε ἀπὸ τὴ μεριά μας στὸ Χριστό. Μήπως ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς μας κι ὄχι στὸ κέντρο;
Ἀδελφοί μου,
Ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος πρέπει νὰ συνέχει τὴ ζωή μας, νὰ τὴ νοηματοδοτεῖ, νὰ τὴ μεταβάλλει καὶ νὰ τὴν ἁγιάζει. Τὰ μύρα ποὺ προσφέρουμε ἐμεῖς εἶναι ἡ καλή μας προαίρεση, ὁ συνεχὴς ἀγώνας μας καὶ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας.

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής Των Μυροφόρων

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας...τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ᾽ (Μάρκ. 15, 43)

᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας, ὁ ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά του, τῆς τόλμης, μέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτο: νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ, τό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσε. Συνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;

Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ ῾ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽ (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.

Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. ῾Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽ (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.

Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους ῾διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων᾽, κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. ῾Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν᾽ (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν ῾τήν ἐξ ὕψους δύναμιν᾽ (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.

Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;

1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. ῾Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;᾽ (Ρωμ. 8, 31).

2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. ῾Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα᾽, μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, ῾ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις᾽ (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. ῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: ῾῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας᾽.

3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.

4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο. ῾῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός᾽, μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. ῾᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου᾽ (3, 15-16).

Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής των Μυροφόρων

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις᾽ (Πρ. ᾽Απ. 6, 3)

 Μία θεωρούμενη παράδοξη ἀπάντηση, ἰδίως γιά τά σημερινά δεδομένα, εἶναι ἡ ἀπάντηση τῶν ἀποστόλων μπροστά στό κοινωνικό πρόβλημα πού παρουσιάστηκε στήν πρώτη κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων: μπροστά στόν γογγυσμό τῶν ἑλληνοφώνων πιστῶν κατά τῶν ἑβραιοφώνων ὅτι παραθεωροῦνταν στήν διανομή τῶν τροφίμων οἱ ἑλληνόφωνες χῆρες, οἱ ἀπόστολοι ἀρνοῦνται νά ἀσχοληθοῦν οἱ ἴδιοι μέ τό πρόβλημα. ῾Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις᾽ (Δέν εἶναι σωστό ἐμεῖς νά ἀφήσουμε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά ἀσχολούμαστε μέ διανομές τροφίμων). Παραπέμπουν γιά τήν λύση του στόν ἴδιο τόν λαό, λέγοντας νά ἐκλέξει ὁ λαός αὐτός ἄνδρες μέ Πνεῦμα Θεοῦ καί σοφία, ὥστε αὐτοί νά ἀναλάβουν τήν συγκεκριμένη διακονία τῆς διανομῆς. Καί πράγματι, ὁ λαός συμφωνώντας μέ τήν πρόταση ἐκλέγει ἑπτά ἄνδρες, τούς ἑπτά διακόνους τῆς πρώτης ᾽Εκκλησίας μέ πρῶτον τόν ἅγιο Στέφανο, τούς ὁποίους χειροτονοῦν οἱ ἀπόστολοι γιά τόν σκοπό αὐτόν. Τό πρόβλημα ἐπιλύεται καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ συνεχίζει νά διαδίδεται, μέ ἀποτέλεσμα τήν διαρκή αὔξηση τῶν πιστῶν τῆς ᾽Εκκλησίας.

 1. ῾Η φαινομενική ἄρνηση τῶν ἀποστόλων νά ἀσχοληθοῦν οἱ ἴδιοι μέ τήν προκειμένη ἐνώπιόν τους ἀδικία στήν διανομή τῶν τροφίμων δέν εἶναι στήν οὐσία ἄρνηση. Οἱ ἀπόστολοι μόλις μαθαίνουν γιά τό πρόβλημα πού εἶχε παρουσιαστεῖ, ἀμέσως ἀνταποκρίνονται: κινητοποιοῦνται γιά νά δώσουν λύση. Διότι αὐτοί εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας: οἱ ποιμένες πού κατεστάθησαν ἀπό τόν Κύριο γιά νά ὁδηγοῦν τό ποίμνιο ῾εἰς νομάς σωτηρίους᾽, συνεπῶς κάθε τι πού ἀπασχολεῖ τό ποίμνιο ἔχει ἀντίκτυπο σέ ἐκείνους. Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά μή θεωροῦν τό πρόβλημα δικό τους, ὅταν οἱ ἴδιοι κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου κήρυσσαν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κατεξοχήν μάλιστα οἱ πιστοί, εἴμαστε μεταξύ μας ἕνα καί ὁ καθένας ἑπομένως (πρέπει νά) βλέπει τόν ἄλλον ὡς τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό; ῾Ο Κύριος ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη δέν εἶχε πεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραμένει μέσα στά πλαίσια τῆς δημιουργίας του ὅταν ἔχει ὡς προσανατολισμό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο ὡς τόν ἑαυτό του; Τό ῾ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽ ἦταν ἡ κανονιστική ἀρχή ζωῆς τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Συνεπῶς ἦταν αὐτονόητο γι᾽ αὐτούς, θέμα πράγματι ζωῆς καί θανάτου, ἡ ἄμεση ἀνταπόκρισή τους στόν γογγυσμό κάποιων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν.

2. Γι᾽ αὐτό καί ἡ λύση πού προτείνουν ἔχει ἀπολύτως ἐκκλησιαστικά κριτήρια. ῎Ισως ὁρισμένοι σημερινοί χριστιανοί νά σπεύδουν νά τούς κρίνουν ἀρνητικά, ὅτι τάχα δηλαδή δέν ἀσχολήθηκαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά ἡ κρίση τους αὐτή ὀφείλεται στά ἐλαττωματικά τους πνευματικά αἰσθητήρια. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι στήν ἐποχή μας, καί μάλιστα σήμερα μέ τήν οἰκονομική κρίση πού ἔχει παρουσιαστεῖ, πολλοί θεωροῦν ὅτι ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν, ἡ κοινωνική προσφορά δηλαδή,  εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν προτεραιότητα. Προφανῶς κατ᾽ αὐτούς ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται κυρίως ὡς ὑλική ὑπόσταση. Καί σ᾽ αὐτήν τήν παγίδα ἔχουν πέσει ἀρκετοί, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικοί παράγοντες. ᾽Αλλά τοῦτο εἶναι λανθασμένο. Οἱ ἀπόστολοι μᾶς καθοδηγοῦν. Κινοῦνται εἴπαμε μέ ἐκκλησιαστικά κριτήρια, κατά τά ὁποῖα ἀφενός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικό ὄν μέ αἰώνια προοπτική, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽, ἀφετέρου ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ καθένας δέ εἶναι ἀλλήλων μέλος. Συνεπῶς ἡ λύση πού δίνουν στό πρόβλημα φανερώνει τήν ἱεράρχηση πού πρέπει νά γίνεται πάντοτε: βεβαίως μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ συνάνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί κρυμμένη παρουσία Χριστοῦ καί δική μας, ὁ συνάνθρωπος ὅμως αὐτός δέν ἔχει μόνο ὑλικές ἀνάγκες, ἀλλά πρωτίστως πνευματικές. ῾Οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλά ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ᾽. Καί ὁ καθένας ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά λειτουργεῖ μέ βάση τήν διακονία πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ καθόρισε χάριν αὐτοῦ τοῦ συνανθρώπου.

Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν κλήθηκαν ἀπό τόν Κύριο νά εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ζωῆς καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του, συνεπῶς ἱεραρχώντας τά πράγματα οἱ ἴδιοι δίνονται στό ἔργο αὐτό: ῾ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν᾽,  ἐνῶ ἀναθέτουν σέ ἄλλα μέλη τήν διακονία τῶν τραπεζῶν. Δέν εἶναι ὅλοι γιά ὅλα, ἀλλά ῾ἕκαστος ἐφ᾽ ᾧ ἐτάχθη ἐκεῖ μενέτω᾽. Τυχόν ἐνασχόληση τῶν ἀποστόλων καί μέ τό κήρυγμα καί μέ τήν διακονία τῶν τραπεζῶν θά ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο ἐγωϊσμό αὐτῶν καί μία ἀλαζονική στάση τους, ἀφοῦ θά ἔδειχνε ὅτι μόνον αὐτοί εἶναι ἱκανοί γιά ὅλα. ῾Η ταπείνωσή τους λοιπόν εἶναι προφανής: ἐμπιστεύονται σέ ἄλλους τό σπουδαῖο καί ἀναγκαῖο ἔργο τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς, γιά νά μείνουν οἱ ἴδιοι σταθεροί στήν κλήση τους ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων εἴπαμε καί παραπάνω συνιστᾶ αὐτό πού σφραγίζει τό ἔργο τῆς ᾽Εκκλησίας. ῞Ο,τι ὁ Κύριος πρότεινε: ῾ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (ὅλα τά ἀνθρώπινα δηλαδή) προστεθήσεται ὑμῖν᾽, αὐτό συνεχίζει ἀδιάκοπα νά κάνει καί ἡ ᾽Εκκλησία Του ὡς συνέχεια Αὐτοῦ.

3. ῾Η προτεραιότητα τῶν ἀποστόλων γιά τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐξηγηθεῖ περισσότερο. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἴτε ὡς προσφορά τῆς Θείας Κοινωνίας (προσευχή) εἴτε ὡς ἐξαγγελία στόν λαό τοῦ Θεοῦ (κήρυγμα) συνιστᾶ προσφορά τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι τό ἔλλειμμα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός, ὅπου μαρτυρεῖται καί γίνεται ἀποδεκτός, δίνει τήν ἀληθινή ζωή πού τρέφει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Χωρίς Χριστό ἡ ματαιότητα ἀποτελεῖ τό γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί ἀποτελοῦν τούς ῾κερδισμένους᾽ τῆς ζωῆς μέ τήν δόξα τους καί τά χρήματά τους καί τίς ἀπολαύσεις τους, εἴτε τούς ῾χαμένους᾽ μέ τήν καταφρόνια τους, τήν φτώχεια τους, τίς στερήσεις τους. ᾽Αποδοχή λοιπόν τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σημαίνει ἀποδοχή τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος καθοδηγεῖ ἔτσι τά βήματα τῶν ἀνθρώπων μέσα στό μυστικό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιά νά ὑπάρξει ἡ πλήρης συσσωμάτωσή τους μέ Αὐτόν καί ἡ δυνατότητα συνεπῶς ὑπέρβασης τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν διακονοῦσαν αὐτό τό ἔργο τῆς ἑνώσεως μέ τόν Σωτήρα Χριστό καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔκαναν ὅ,τι πιό σημαντικό ὑπῆρχε ἐπί γῆς. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λίγο ἀργότερα θά φτάσει σέ παρόμοιο προβληματισμό νά πεῖ ὅτι τό νά βαπτίζει τούς ἀνθρώπους, πλήν ἐλαχίστων, δέν εἶναι τό ἔργο γιά τό ὁποῖο κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο. Τό κήρυγμα τοῦ ἐσταυρωμένου καί ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι ἡ διακονία του καί αὐτό συνιστᾶ τήν ὀφειλή του στά ἔθνη.

Τό κήρυγμα λοιπόν τῶν ἀποστόλων ὡς μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ εἶχε τήν προτεραιότητα γι᾽ αὐτούς ἀκόμη καί ἔναντι τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, γιατί χωρίς νά ὑποβαθμίζονται αὐτά ὀξύτερα ἦταν (καί εἶναι) τά πνευματικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου – σέ ὅ,τι κυρίως ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν λόγο αὐτόν τῶν ἀποστόλων ὁ ἄνθρωπος καλεῖτο σέ μετάνοια, συνεπῶς σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ, δι᾽ Αὐτοῦ δέ σέ εὕρεση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ γύρω του φυσικοῦ περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια φωτιζόταν αὐτός καί ἀπεγκλωβίζετο ἀπό τήν ἀνισορροπία τῆς ζωῆς του, ἀπό ὅ,τι δηλαδή τόν εἶχε ρίξει ὁ πονηρός καί ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος μέ τήν γοητεία πού ἀσκεῖ πάντοτε μέσω τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν. Μέ ῾λυμένο᾽ ἔτσι τό βασικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό  του, δέν δημιουργοῦνται συνθῆκες ὑπέρβασης καί τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων του; ῎Ανθρωπος πού τά ἔχει βρεῖ μέ τόν ἑαυτό του, καθώς λέμε, ὅπου καί ὅπως κι ἄν ζεῖ, δέν θά ἐπιβιώσει καί δέν θά ἀντέξει; ῾Η ἐμπειρία αὐτό δέν μᾶς διδάσκει; Διότι βλέπουμε συχνά ἀνθρώπους πού λόγω τῆς πνευματικῆς τους σύγχυσης μπορεῖ νά τά ἔχουν κοσμικά καί ἀνθρωπίνως ὅλα, ζοῦν ὅμως μέσα σέ μία κόλαση. Καί ἀπό τήν ἄλλη ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν τίποτε, ἐπειδή ὅμως ἔχουν βρεῖ τόν Θεό καί ἔχουν εἰρηνεύσει μέ τόν ἑαυτό τους, χαίρονται καί εἶναι μακάριοι ἀκόμη καί μέσα στήν ἀπόλυτη ἔνδειά τους.

 ῎Αν οἱ ἀπόστολοι ἱεράρχησαν σωστά τά πράγματα καί μᾶς δίδαξαν παρομοίως νά κινούμαστε κι ἐμεῖς, ἦταν γιατί ἦσαν ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό. ῾Η διάκριση πού εἶχαν ἦταν καρπός τῆς φωτισμένης ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καρδιᾶς τους. Κι ἔτσι γίνονται οἱ καθοδηγητές μας. Σέ κάθε πρόβλημα πού ἀναφύεται στήν ζωή μας δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τό πρώτιστο: τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν προσπάθειά μας νά βρισκόμαστε πάνω στόν λόγο Του. Ἡ προτεραιότητα αὐτή θά βλέπουμε ἄμεσα ὅτι θά μᾶς φωτίζει καί γιά τήν λύση τοῦ ὅποιου προβλήματος. ῎Ισως τελικά νά μήν ὑπάρχουν ἄλλα οὐσιαστικά προβλήματα πέρα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί τήν ζωντανή ἤ μή πίστη μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Βασιλέας Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αμασείας

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βασιλεύς έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) και ήταν Επίσκοπος της Αμασείας του Πόντου. Ο Επίσκοπος Βασιλεύς διακρινόταν για τον ζήλο του υπέρ της πίστεως και την ακοίμητη δραστηριότητα στην επιτέλεση των καθηκόντων του. Επειδή παντού υπήρχαν και πλάνες και κίνδυνοι, έσπευδε παντού και ο ίδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ενισχύοντας, στηρίζοντας, ελκύοντας, πυκνώνοντας και εγκαρδιώνοντας τις Χριστιανικές τάξεις και αναδεικνύοντας αυτές όσο το δυνατόν ισχυρότερες πνευματικά έναντι του ειδωλολατρικού κόσμου.

Γι' αυτόν τον λόγο οι ιερείς και οι άρχοντες των ειδωλολατρών, έτρεφαν εναντίον του σφοδρή έχθρα. Και όταν ο Λικίνιος, το έτος 322 μ.Χ., προέβη στα δυσμενή και διωκτικά μέτρα εναντίον των Χριστιανών, κατήγγειλαν προς αυτόν τον Επίσκοπο Αμασείας, Βασιλέα.

Ένα ιδιαίτερο περιστατικό κορύφωσε την οργή του Λικινίου εναντίον του Επισκόπου Βασιλέως. Κοντά στην αυτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε άλλοτε ως ακόλουθος μια νεαρή και ωραιότατη κόρη, που ονομαζόταν Γλαφύρα. Εξαιτίας της ομορφιάς της ο Λικίνιος ανεφλέγη από αμαρτωλό πάθος, ως δούλος σαρκικών παθών, καθώς ήταν. Η κόρη αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που απειλούσε την τιμή της. Ως γνήσια Χριστιανή όμως δεν δελεάσθηκε καθόλου από το βασιλικό έρωτα, αλλά έφριξε και ζήτησε την σωτηρία της στην φυγή. Ενδύθηκε λοιπόν με ανδρικά ρούχα και κάποια νύχτα, βοηθούμενη από την βασίλισσα που έμαθε όσα συμβαίνουν, άφησε την Κωνσταντινούπολη και έφθασε στην Αμάσεια, όπου παρουσιάσθηκε στον Επίσκοπο Βασιλέα και ζήτησε την ηθική του προστασία.

Ο Επίσκοπος επαίνεσε την γνήσια ευσέβεια και την αδούλωτη σύνεση της νέας, την τοποθέτησε δε κοντά σε ηλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα που ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπηρεσία του Χριστού και βοηθούσε σημαντικότατα τον Επίσκοπο στο έργο των γυναικών της Εκκλησίας. Η Γλαφύρα εξέφρασε την βαθιά ευγνωμοσύνη της και χάρηκε ιδιαίτερα που της δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί και αυτή με θεάρεστες ασχολίες. Βοηθούσε λοιπόν στην κατήχηση γυναικών και νεαρών κοριτσιών, που ήθελαν να ασπασθούν την χριστιανική πίστη και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, ευεργετούσε φτωχά και ορφανά παιδιά και επιπλέον κατέβαλε όλη τη δαπάνη που προϋπολογίσθηκε για την οικοδομή Χριστιανικού ναού στην Αμάσεια.

Μάταια ο Λικίνιος την είχε αναζητήσει σε όλη την πρωτεύουσα και στα περίχωρα. Όμως οι εχθροί του Επισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τον Λικίνιο ότι η κόρη εκείνη είχε καταφύγει κοντά στον Ιεράρχη της Αμάσειας και ότι την προστάτευσε και κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τα πλούτη της υπέρ των σκοπών της Εκκλησίας. Η είδηση άναψε πυρκαγιά στη σαρκοβόρα και μοχθηρή ψυχή του Λικινίου. Υπέθετε ότι η Γλαφύρα ζούσε ακόμη και ότι θα την έφερνε κάτω από την εξουσία του. Αλλά η σεμνή κόρη, είχε ήδη πεθάνει και ο τάφος ματαίωσε για πάντα τους χυδαίους πόθους του. Τότε η μανία του έγινε σφοδρότερη κατά του Επισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, να τον φέρουν σιδηροδέσμιο στη Νικομήδεια. Η διαταγή εκτελέσθηκε και ο Άγιος κλείσθηκε στη φυλακή.

Τον Άγιο ακολούθησαν δύο από τους διακόνους της Εκκλησίας της Αμάσειας, ο Θεότιμος και ο Παρθένιος, τους οποίους φιλοξένησε ένας ευσεβής και φιλάνθρωπος Χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος. Οι παρεχόμενες αγαθοεργίες του Ελπιδοφόρου προς όλους είχαν καταστήσει φίλους του ακόμα και τους φρουρούς των φυλακών. Μπορούσαν λοιπόν οι δύο διάκονοι να εισέρχονται ορισμένη ώρα στη φυλακή, όπου απολάμβαναν την ευχαρίστηση να συνδιαλέγονται με τον Επίσκοπό τους, να ακούνε από το στόμα του τον λόγο της αλήθειας και να δέχονται ηθική ενίσχυση και παρηγοριά.

Λίγες ημέρες μετά, ο Λικίνιος διέταξε να φέρουν τον φυλακισμένο Επίσκοπο ενώπιον του. Τον έλεγξε με δριμύτητα ως ένοχο για την απόκρυψη της Γλαφύρας και για τον ζήλο με τον οποίο υπεράσπιζε την χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τα βασιλικά διατάγματα. Ο Επίσκοπος για την Γλαφύρα, απάντησε ότι δεν μπορούσε να μην παράσχει άσυλο και προστασία στη χριστιανική κόρη, η οποία ήταν εξόριστη και ήθελε η ίδια να περισώσει και να διαφυλάξει την τιμή της, και ότι αυτή η ίδια από ευσεβή διάθεση χρησιμοποίησε την περιουσία της υπέρ των φτωχών και για την ανέγερση ναού, πράγματα για τα οποία ένας Επίσκοπος οφείλει να προτρέπει τους πιστούς και όχι αν τους εμποδίζει. Και για την περιφρόνηση των βασιλικών διαταγών, οι οποίες απέβλεπαν στην εξόντωση της χριστιανικής πίστεως, ο Άγιος αποκρίθηκε ότι ο ίδιος ο βασιλέας Λικίνιος άλλοτε είχε αναγνωρίσει μαζί με τον Κωνσταντίνο το καθήκον του να επιτρέψουν στους Χριστιανούς την πλήρη ελευθερία της λατρείας τους και του δόγματός τους και ότι αυτός (ο Επίσκοπος) εξακολουθεί να θεωρεί ορθό και έγκυρο το παλαιότερο εκείνο βασιλικό διάταγμα, διότι ήταν αξιότερο σε όλα. Εν τέλει δε, παρακάλεσε τον Λικίνιο, στο όνομα της ίδιας της δικής του σωτηρίας και του μέλλοντος του κράτους του, να ανακαλέσει τα νέα μέτρα και να αναγνωρίσει στους Χριστιανούς την ελευθερία της θρησκευτικής τους συνειδήσεως.

Ο βασιλέας Λικίνιος απέπεμψε τον Επίσκοπο, κρατώντας επιφυλακτική στάση και ανέθεσε σε έναν από τους άρχοντές του να τον δει κατ' ιδίαν και να προσπαθήσει να τον αποσπάσει από την πίστη του. Η συγκεκριμένη αποστολή απέτυχε και διατάχθηκε έτσι η καταδίκη του Επισκόπου. Αυτός άκουσε ατάραχος την απόφαση και προσευχήθηκε προς τον Θεό να δεχθεί με έλεος την ψυχή του. Προσευχήθηκε, επίσης, υπέρ της ασφάλειας του ποιμνίου του και για τη νίκη της Εκκλησίας. Ύστερα ασπάσθηκε και ευλόγησε τους δύο διακόνους και τον Ελπιδοφόρο, τους παρηγόρησε στην θλίψη τους και τους επιτίμησε γιατί έκλαιγαν, λέγοντας τον έξοχο εκείνο λόγο ότι σε τέτοιου είδους κινδύνους οι Χριστιανοί οφείλουν να φυλάνε τα δάκρυά τους και να χύσουν με προθυμία το αίμα τους. Έπειτα με προθυμία έκλινε την τίμια κεφαλή του στον δήμιο, ο οποίος την απέκοψε. Έτσι ο Άγιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

Μετά από αυτό η τίμια κεφαλή και το λείψανο του Αγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στη θάλασσα με βασιλική διαταγή. Αλλά ένα αλιευτικό πλοίο, που έριχνε τα δίχτυα του στον κόλπο της Σινώπης, ανέσυρε από εκεί το λείψανο του Αγίου. Ο δε Ελπιδοφόρος, καθώς πληροφορήθηκε το γεγονός σε όνειρο, ήλθε με τους διακόνους Θεότιμο και Παρθένιο και αφού παρέλαβαν το Άγιο λείψανο, το έφεραν στην Αμάσεια, στην ιερή αυτή ακρόπολη των Αγίων του κόπων και αγώνων και το ενταφίασαν στο προσφιλές του έδαφος.

Η Σύναξη του Αγίου Βασιλέως ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία, στην οποία ίσως φυλασσόταν μέρος του ιερού σκηνώματός του.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Λειτουργὸς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ ἀντετάξω, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Βασιλεῦ, ὅθεν τὸν αὐχένα σου, ἐκτμηθεῖς διὰ ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, ἧς καὶ ἠμᾶς δυσώπει μετασχεῖν, τοὺς εὐφημούντας τὴν ἔνθεον μνήμην σου.