Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 1 Νοεμβρίου 2015 - Ε´ Λουκά

(Λουκ. ιστ´ 19-31)

Εἶπεν ὁ Κύριος· ῎Ανθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ᾿Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· ᾿Ερωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ῎Εχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ῾Ο δὲ εἶπεν· Οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εἶπε ὁ Κύριος· «Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν ᾿Αβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ᾿Αβραὰμ καὶ κοντά του τὸν Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· “πατέρα μου ᾿Αβραάμ, σπλαχνίσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δάχτυλού του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φωτιά”. ᾿Ο ᾿Αβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ᾿δῶ σ’ ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν· οὔτε οἱ ἀπὸ κεῖ μποροῦν νὰ περάσουν σ’ ἐμᾶς”. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος· “τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων”. ῾Ο ᾿Αβραάμ τοῦ λέει· “ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν· ἂς ὑπακούσουν σ’ αὐτά”. “῎Οχι, πατέρα μου ᾿Αβραάμ”, τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ· ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν”. Τοῦ λέει τότε ὁ ᾿Αβραάμ· “ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δέν πρόκειται νὰ πεισθοῦν”».

Ο Απόστολος της Κυριακής


(Α´ Κορ. ιβ´ 27-ιγ´ 7)

Υμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι; ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εσεῖς ὅλοι μαζὶ ἀποτελεῖτε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἶστε μέλη του, ὁ καθένας σας χωριστά. Γι’ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν καθένα στὴν ὁρισμένη του θέση· πρῶτα ἔρχονται οἱ ἀπόστολοι, σὲ δεύτερη θέση οἱ προφῆτες, σὲ τρίτη οἱ διδάσκαλοι, καὶ ἀκολουθοῦν οἱ θαυματουργοί, οἱ θεραπευτές, αὐτοὶ ποὺ παραστέκονται στὶς ἀνάγκες, οἱ διαχειριστές, ὅσοι λαλοῦν διάφορα εἴδη γλωσσῶν. Δὲν εἶναι ὅλοι ἀπόστολοι οὔτε ὅλοι προφῆτες οὔτε ὅλοι διδάσκαλοι. Δὲν εἶναι ὅλοι θαυματουργοὶ οὔτε ὅλοι θεραπευτὲς οὔτε ὅλοι λαλοῦν γλῶσσες κι οὔτε ὅλοι ξέρουν πῶς νὰ τὶς ἐξηγοῦν. ῾Ο ζῆλος σας, μάλιστα, πρέπει νὰ στρέφεται πρὸς τὰ σημαντικότερα χαρίσματα. Σᾶς δείχνω κι ἕναν πολὺ ἀνώτερο ἀκόμα δρόμο· ῍Αν μπορῶ νὰ λαλῶ ὅλες τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, οἱ λόγοι μου ἀκούγονται σὰν ἦχος χάλκινης καμπάνας ἢ σὰν κυμβάλου ἀλαλαγμός. Κι ἂν ἔχω τῆς προφητείας τὸ χάρισμα κι ὅλα κατέχω τὰ μυστήρια κι ὅλη τὴ γνώση, κι ἂν ἔχω ἀκόμα ὅλη τὴν πίστη, ἔτσι ποὺ νὰ μετακινῶ βουνά, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι ἕνα τίποτα. Κι ἂν ἀκόμα μοιράσω στοὺς φτωχοὺς ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα, κι ἂν παραδώσω στὴ φωτιὰ τὸ σῶμα μου γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, σὲ τίποτα δὲν μ’ ὠφελεῖ. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία, ἔχει καὶ καλοσύνη· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν ζηλοφθονεῖ· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν   κομπάζει οὔτε περηφανεύεται· εἶναι εὐπρεπής, δὲν εἶναι ἐγωιστὴς οὔτε εὐερέθιστος· ξεχνάει τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔχουν κάνει. Δὲν χαίρεται γιὰ τὸ στραβὸ ποὺ γίνεται, ἀλλὰ μετέχει στὴ χαρὰ γιὰ τὸ σωστό. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπάει, ὅλα τὰ ἀνέχεται· σὲ ὅλα ἐμπιστεύεται, γιὰ ὅλα ἐλπίζει, ὅλα τὰ ὑπομένει.






Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.

Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.

Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.

Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.

Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.

Μεγαλυνάριον
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.



Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Παίρνουν δύναμη οι πονεμένοι μπροστά στο Χριστό

Μερικοί άνθρωποι, οι οποίοι πέρασαν ή περνούν κάποια επώδυνη και μακροχρόνια δοκιμασία λένε: «Εγώ έχω περάσει τα πάθη του Χριστού. Εγώ έχω Γολγοθά. Εγώ υποφέρω χρόνια, ενώ ο Χριστός υπέφερε 3 ώρες». Αυτά τα λόγια είναι ανόητα και ασεβή διότι: α) καμία ανθρώπινη δοκιμασία όσο μεγάλη και ΑΝ είναι, δεν μπορεί να συγκριθεί με τα πάθη του Χριστού και β) διότι μεταξύ ημών και του Θεανθρώπου Κυρίου μας υπάρχει μια τεράστια διαφορά.

Ο μεν Χριστός ήταν αναμάρτητος και έπαθε υπέρ ημών και αντί ημών, ενώ εμείς είμαστε αμαρτωλοί και τρισάθλιοι, γι’ αυτό όπως είπε ο ευγνώμων ληστής: «άξια ών επράξαμεν απολαμβάνομεν»

Αλλά για να νοιώσουμε βαθύτερα το μέγεθος των παθών του Χριστού, αφού αφήσουμε κατά μέρος τους οδυνηρότατους σωματικούς, ψυχικούς και απόκρυφους σε μας πόνους Του, θα αναφέρουμε παρακάτω τις ατιμίες, που με θαυμαστή προθυμία, καρτερία και ανεξικακία υπέμεινε για χάρι μας, όπως χαριτωμένα τις διηγείται ο Άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης. Προδίδεται από τον ένα μαθητή Του, αρνείται από τον άλλο. Φεύγουν, και τον αφήνουν μόνο οι υπόλοιποι μαθητές και απόστολοι Του! Αυτά έγιναν αίτια πολύ μεγάλης ατιμίας για τον Δεσπότη μας. Διότι, όλος ο κόσμος έλεγε εναντίον Του, πόσο κακότροπος άνθρωπος ήταν, ώστε και ο ίδιος ο μαθητής Του τον εμίσησε για τις κακίες Του και τον επρόδωσε΄ και ο άλλος τον αρνήθηκε ως απατεώνα και ψεύτη και όλοι οι άλλοι μαθηταί Του, επειδή δεν τον αγαπούσαν αληθινά αλλά υποκριτικά, τον εμίσησαν και τον άφησαν και έφυγαν. Παραστέκεται σε πολλά και διάφορα κριτήρια, του «Άννα, του Καϊάφα, του Πιλάτου και του Ηρώδου! Προτιμάται ο αρχιληστής Βαραββάς καλύτερα από τον Ιησού! Και αυτό είναι πολύ μεγάλη ατιμία. Περιπαίζεται από τον Ηρώδη με λαμπρό φόρεμα και αποστέλλεται συντροφιασμένος με τα βασίλικά του στρατεύματα! Περιπαίζεται από τον Πιλάτο με την ένδυση της πορφύρας, με τον ακάνθινο στέφανο και με τον κάλαμο στη δεξιά και προσκυνείται σαν ψευτοβασιλιάς! Εμπτυέται και καλύπτεται το πρόσωπο και έτσι ραπίζεται και κολαφίζεται! Αυτά όλα βλέπει καθένας, πόσο πολύ άτιμα είναι. Σηκώνει μόνος Του τον σταυρό Του στους ώμους Του και τρέχει δια μέσου της Ιερουσαλήμ στον τόπο του κρανίου! ξεγυμνώνεται και σταυρώνεται σαν ληστής μαζί με τους ληστές όχι χωρίς καρφιά αλλά με καρφιά για να νομίσουν, όσοι τον έβλεπαν πως ήταν ένας άνθρωπος κακοποιός και αποστάτης και επαναστάτης! Καταγελάται πάνω στο σταυρό από την πολυάνθρωπη πόλη της Ιερουσαλήμ, που είχε πληθυσμό πάνω από 2 εκατομμύρια, στους οποίους εθεατρίσθη και επομπεύθη, με την τρίγλωσση επιγραφή την επί του σταυρού ΙΝΒΙ και αντί να ποτισθή νερό στη δίψα Του, εποτίσθη ξύδι και χολή. Δεν έφθασαν ως εδώ οι ατιμίες Του αλλά και μετά τον θάνατο λογχεύεται εις την πλευρά, κηρύττεται πλάνος και ο τάφος Του σφραγίζεται τάχα για να μην κλεφθή! Και βέβαια θα έμενε άταφος από εκείνους τους άσπλαχνους σκύλους, αν ο ευλογημένος Αρίμαθαίος Ιωσήφ, δεν τον συμπονούσε και δεν τολμούσε να ζητήση να τον ενταφιάση. Τίθεται τώρα το ερώτημα: «Ποιος άνθρωπος πέρασε τέτοιες και τόσες ατιμίες;». Απολύτως κανείς. Όταν λοιπόν έχουμε κάποια θλίψη ποτέ να μην πούμε ότι περνάμε τα πάθη του Χριστού, αλλά να λέμε, ότι είναι τιμή μας που ο Χριστός μας χάρισε κάτι από το δικό Του σταυρό και να προστρέχουμε με πίστη σ’ Αυτόν για να αντλούμε καρτερία, υπομονή και δύναμη για τον δικό μας αγώνα.

Οι αρετές του δασκάλου

Ο δάσκαλος, όπως και κάθε άρχοντας, δεν πρέπει να ξεχωρίζει από την επιθυμία των τιμών, αλλά από τις, αρετές. Η ζωή του να είναι τόσο ενάρετη και αδιάβλητη,
ώστε να μην μπορεί να την αμαυρώσει καμιά κατηγορία.

Δεν μπορεί να κυβερνήσει και να καθοδηγήσει κανείς άλλους, ΑΝ δεν έχει τη δύναμη να ρυθμίζει τον ψυχικό του κόσμο και τη συμπεριφορά του και αν δεν είναι σε
θέση να άρχει και να άρχεται.

Η πρώτη αρετή του αληθινού δασκάλου είναι η αγάπη και η φιλοστοργία. Πιστεύει ότι αποτελεί ένα σώμα με τους μαθητές του, γι' αυτό και την προκοπή τους τη
θεωρεί δική του επιτυχία. Οι παρεκτροπές και οι πτώσεις των μαθητών του τον κάνουν να πονά και να θλίβεται.

Ο καλός δάσκαλος είναι άνθρωπος αυταπαρνήσεως και θυσίας. Παραβλέπει τα δικά του συμφέροντα και φροντίζει για τα προβλήματα των μαθητών του.



Απαλλαγμένος από την έπαρση και την αλαζονεία και από το προστακτικό και εξουσιαστικό ύφος, είναι ταπεινός, έχει πνεύμα μαθητείας και αποφεύγει
κάθε περιαυτολογία, διότι συναισθάνεται και αναγνωρίζει τις δικές του ατέλειες και αδυναμίες. Κάθε επιτυχία την αποδίδει στον Θεό, διότι πιστεύει ότι κάθε
αγαθό επιτελείται με το φωτισμό και τη δύναμή Του.

Είναι ήπιος, ήρεμος, πράος και δεν ερεθίζεται, όταν τον προσβάλλουν και τον κατηγορούν. Γι' αυτό και η διδασκαλία του είναι δυνατή και πειστική.

Ο καλός δάσκαλος είναι ολιγόλογος, αλλά τα λόγια του έχουν βαρύτητα. Είναι αξιόπιστος, έμπειρος, συνετός, τολμηρός και θαρραλέος. Υπομένει και επιμένει
να συμβουλεύει, να προτρέπει καθημερινά, να διδάσκει, να παρακινεί στο καλό έως ότου καρποφορήσει η διδασκαλία του. Δεν απογοητεύεται. Και δεν βοηθεί
τους μαθητές του μόνο με το λόγο του αλλά και με τις προσευχές του!

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Κάποια παλιά πρωτοχρονιά (ανάμνηση από τη Γερμανική κατοχή που τα ελληνόπουλα πέθαιναν από την πείνα)

Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς ήτανε. Κι’ είναι άληθινή ή ιστορία. 1942! Μαύρο σκοτάδι! Παγερό! Πικρό! Κί άβάσταγο τό κρύο!... Έτσι άρχιζε κάθε παραμονή "Αι-Βασιλιοϋ ή γιαγιά νά διηγιέται, σά νά τό ζοϋσε τώρα:

-Έβγήκα, τυλιγμένη στό χοντρό παλτό, στό μάλλινο μου σάλι, νά πάω προσκύνημα στην έκκλησιά!... Στόν "Αι-Βασίλη, λάδι!...

Λάδι, πού τό ξεχώρισα γιά τό καντήλι του τήν περασμένη τή βραδιά!... Μοΰ τό στείλε μέ θάμα!

”Αχ, γιά τά πεινασμένα μου παιδιά!

Έκίνησα, λοιπόν, καί πήγαινα.

Ή ’Αθήνα, κάτασπρη, σαβανωμένη!

Σάν φέρετρο, πού μέσα του χιλιάδες πεθαμένοι!

Κι’ όσοι άπομέναν νά Βογγουν, κουφάρια, σκελετοί, έδώ καί κεϊ σουρμένοι, ήσαν... οί ζωντανοί!...

Γκράπ-γκρούπ! σπάζει τό χιόνι, «ή μπόττα» ή φοβερή! «Σκλαβιά» τή λέγαν; «Κατοχή»!;...

Μολύβι όθε περνούσε καί καρφιά!...

Καημένη μου Πατρίδα! “Ως πότε πιά;...

Στέναζα!... προχωρούσα άργά, σκυφτά!

Καί κάθε τόσο σταματούσα, νά ζεστάνω την άνάσα μου πού τήν πάγωνε τό χιόνι!

Κοίταξε έδώ! Κοίταξε κεϊ! ριγμένοι στίς γωνιές, στίς θύρες μπρος κουλουριασμένοι, μισόγυμνοι, άστεγοι, ράκη τής πείνας τής φρικτής, ξεπαγιασμένοι, οί άδελφοί!... Τί νά 'ναι, ζωντανοί ή πεθαμένοι;

Νά σκύψω; Νά τούς άνάψω μέ τό δάκρυ μου κερί;

Νά κάψω γιά θυμίαμα τήν προσευχή μου;...

Στά κρύα μέτωπα νά δώσω τό στερνό άδελφικό φιλί;... Καημένη μου Πατρίδα! Μαρτυρική!...

Φθάνω στήν έκκλησιά, χαράματα!

'Ακόμα δέν έσήμανε ή καμπάνα. Μπαίνω, άνάβω τό κερί!... Σβησμένα τά καντήλια! Σκοτεινά!...

-“Αγιε Βασίλη, ένα δαχτυλάκι λάδι γιά τή χάρη σου!

Γιά τή σημερινή τή Λειτουργία!...

'Άναψα τό καντήλι! Σπίθισε! Έλαμψε ή ώραία Πύλη! Ζεστάθηκε ή γαλήνη τής έκκλησιάς κι’ απλώθηκε καί χύθηκε βαθιά μου!

-"Αγιε Βασίλη! ’Άρχοντα Χριστέ!

Παρθένα Δέσποινά μου!...

Κλαϊνε τά μάτια, γονατίζουνε τά γόνατα πού τρέμουν! -Δέν σοϋ ζητάμε λάδι καί ψωμί, Χριστέ, τούτη τήν ώρα... Μέ τόν καινούργιο χρόνο στείλε μας... τής Λευτεριάς τά δώρα!...

Μά,... σά ν’ άκούω μιά φωνή λεπτή, μισοσβησμένη!...

Ακούω καλά;... Σωπαίνω... ποϋθε νά ’ρχεται;

Άκου! Μιλάει άκόμα:

-Ά-γιε Βα-σίλη... μου, Πε-θαίνω!...

Έ-σύ... όπου... χα-ρίζεις δώρα... στά... παι-διά... μήν... τό... ξε-χάσεις...

νά... φέρεις... στά... έλληνόπουλα... τή... ΛΕΥΤΕΡΙΑ!...

Σώπασε! Δεν άκούστη πιά!...

Πετάχτηκα! Κοιτώ δεξιά-ζερβά...

Νάτο!... Έκεΐ στό πλάι! (Στ Άγιο Βήμα!) στά σκαλιά, κορίτσι δωδεκάχρονο - ίσως καί πιά πολύ!

Κέρινος άγγελος θαρρείς, πού στ’ άνοιγμένα του φτερά,

τά δυό του χέρια, κρατεί ένα άγόρι πιό μικρό

καί τό ζεσταίνει λές, μέ τά φιλιά του, τόν πεθαμένο του άδελφό!...

Χτυπά ή καμπάνα! Φθάνουν οί πιστοί!

-Τί είναι κεϊ;... τί τρέχει;

-Δυό μάρτυρες μικροί!

Γιορτάζουν τήν Πρωτοχρονιά, στόν Ούρανό!...
Κί έδώ σταμάταγε ή γιαγιά τήν ιστορία καί σκούπιζε τό τελευταίο δάκρυ!...

-Ναί, παιδιά!

Μάρτυρες προσευχήθηκαν γιά τή δική σας Λευτεριά!... Καί θέλουνε «μνημόσυνο» άπό σάς κι’ εύγνωμοσύνη!... Καί, σιωπούσε!...

*

Ντάν-ντάν! Μεσάνυχτα!

Άκου καμπάνες! Κανονιές ήχοϋν!

Ελεύθερη ή Αθήνα πιά, μέ πλούσια κάλλη, γιορτάζει τήν Πρωτοχρονιά!

Τάχα, μέσ’ στίς καρδιές μας, 'Ελληνόπουλα, σάν τί καρδιές χτυπούν;...

Το ΟΧΙ του κλήρου (της Ορθόδοξης Εκκλησίας) κατά των επιδρομέων και κατακτητών (1940-1944)

Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940,

δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.

Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά (*) καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί... θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας... Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν...».

(*«Ν»: Σχήμα λόγου, που παραπέμπει στον όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων «ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά...». Η Εκκλησία δεν ευλογεί τα όπλα, αλλά τους στρατιώτες ως ανθρώπους).

Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.





Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).

Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.

Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.

Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α', ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του.

Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει.

Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».

Παρόμοιο γεγονός συνέβη στη Ζάκυνθο: Μια-δυο μέρες πριν φτάσουν στη Ζάκυνθο, ο φρούραρχος Πάουλ Μπέρεντς κάλεσε στο γραφείο του τον μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον δήμαρχο Λουκά Καρρέρ. «Έχετε 24 ώρες να μου παραδώσετε μια λίστα με τα ονόματα όλων των Εβραίων που ζουν εδώ και με τα περιουσιακά τους στοιχεία», τους προειδοποίησε. Εκείνοι, πράγματι, επέστρεψαν πριν λήξει η διορία με ένα φάκελο. Ο Μπέρεντς τον άνοιξε, αλλά στο χαρτί που περιείχε ήταν γραμμένα μόνο δύο ονόματα: τα δικά τους. «Αν πειράξετε αυτούς τους ανθρώπους, θα πάω μαζί τους και θα μοιραστώ τη μοίρα τους», του είπε στα Γερμανικά ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Μόναχο.



Ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980) ήταν καλόγερος και ηγούμενος
της μονής Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου

«Ν»: Το τελευταίο θυμίζει την αυτοπροσφορά του αγίου γέροντα Φιλόθεου Ζερβάκου να εκτελεστεί από τους Γερμανούς, με την οποία έσωσε από την εκτέλεση ομήρους που είχαν συλλάβει οι κατακτητές στην Πάρο.

Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα.

Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου».

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».

Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων... Ἅπαντες... εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος... Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους... φυλακιζομένους... τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».

Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.

Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας!

Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ»

Η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ εορτάζει την 1η Οκτωβρίου όπου και το βιογραφικό σημείωμα. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως, την έχει μεταθέσει στις 28 Οκτωβρίου, όπου η Ελλάδα γιορτάζει το μεγάλο γεγονός της διασώσεως και απελευθερώσεως της από τον Ιταλογερμανικό ζυγό. Την Ακολουθία που ψάλλεται αυτή την ημέρα την έγραψε ο Αγιορείτης Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 21 Οκτωβρίου 1952 μ.Χ. όπου και αποφασίστηκε ο συνεορτασμός της εορτής της Αγίας Σκέπης και της Εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» (Συνοδικές Εγκύκλιοι, Τόμος Β', Αθήνα 1956, σελ. 649).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀvuμνοῦμεν τάς χαρίτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Θεοτόκε Ἀειπάρθενε.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, δι' ἧς περισκέπεις, τοὺς εἰς σὲ ἐλπίζοντας, κραταιὰν τῷ Ἔθνει σου καταφυγὴν ἐδωρήσω‧ ὅτι ὡς πάλαι καὶ νῦν θαυμαστῶς ἡμᾶς ἔσωσας, ὡς νοητὴ νεφέλη, τὸν σὸν λαὸν περιβαλοῦσα. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαῶς ἐπισκιάζουσα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε, ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ Βασιλίδι. Ἀλλ' ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος, περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας· Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἐφαπλοῦσα, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, Παρθένε Θεοτόκε Μαρία, σκέπεις καὶ σῴζεις τὸν σὸν λαόν, καθ' ὥραν σε Ἁγνὴ ἐπιβοώμενον· νῦν δὲ σου τὰ θαυμάσια, εὐγνωμόνως ὑμνεῖ κραυγάζων·

Χαῖρε τοῦ κόσμου ἡ Σωτηρία
Χαῖρε Ἑλλάδος ἡ προστασία.
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων παράδοξον θέαμα
Χαῖρε τῶν ἀνθρώπων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαῖρε Μήτηρ Ἀειπάρθενος τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ
Χαῖρε σκέπη καὶ ἀντίληψις τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ.
Χαῖρε ὅτι ἐφάνης σκέπουσα τὸ σὸν Ἔθνος
Χαῖρε ὅτι παρέχεις νίκας τῷ στρατοπέδῳ.
Χαῖρε πηγὴ πλουσίας χρηστότητος
Χαῖρε λαμπὰς Θεοῦ ἀγαθότητος.
Χαῖρε δι' ἧς τοὺς ἐχθροὺς ἐκνικῶμεν
Χαῖρε πρὸς ἣν καθ' ἑκάστην βοῶμεν·
Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. (Μία θλιβερή ιστορία από την κατοχή που όμως πρέπει να την ξέρουμε και αυτή. Μία από τις πολλές του καιρού εκείνου)

Κάθε πού θ’ άνέβαινε γιά διακοπές στό χωριό τού παππού ή Ελένη, θά περνούσε πάντα κι' άπό τό άρχοντόσπιτο τής θείας-Κωνσταντίας. Ποιος δέν τήν ήξερε έκεϊ έπάνω τήν παλιά άρχόντισσα, μέ τό προγονικό καπετανόσπιτο, τό πάντοτε άνοιχτό γιά περαστικό καί γιά φτωχό καί γιά ξένο!...

Ετούτο τό πυργόσπιτο, ήτανε κάτι άλλο! Μιά ιστορία ολοζώντανη, άληθινή! Μ’ όλα τά παλιά καί τά περασμένα, χρυσογραμμένα στήν καρδιά τής Θείτσας, πού στεκε εκεί, φυλαχτής σέ τούτο, τό σωστό Μουσείο, σπιτικό της! Κι ήξερε τήν ιστορία γιά τό κάθε τί κι είχε νά διηγιέται γιά όλα: Τίς παλιές τις φορεσιές, τά σπαθιά καί τά γιαταγάνια τά κρεμασμένα ολόγυρα στούς τοίχους, χίλια-δυό άσημοσκάλιστα τού σπιτικού στολίδια, κορνιζομένα μετάλλια καί παράσημα, φωτογραφίες σέ βαριές κορνίζες άρχοντοπαππούδων, άρχοντογιαγιάδων... Καπετάνιους μέ τίς σπάθες, κάποιους τής γενιάς σεβάσμιους παπάδες,... δόξες περασμένες- μνήμες άγαπητές!

Ανάμεσα σέ όλ’ αύτά, έχει ξεχωρίσει ή Λένα μιά φωτογραφία, πού δέν έτυχε ποτέ ως τώρα ν’ άκούσει τήν ιστορία της. Κι όλο άναρωτιέται:

-Ποιά νά ναι τάχα αύτή ή όμορφη κοπέλλα, μέ τίς καταστανό-ξανθες πλεξούδες, στεφάνι γύρω στό κεφάλι της, τ’ ώραϊο, σεμνό φουστάνι καί τό χρυσό της σκαλιστό σταυρό, μοναδικό της στόλισμα;

Ποιά νά ναι;... Άχ, αύτή ή γλύκα ή χυμένη στή θωριά της! Ή ματιά της ή άστραφτερή, ή λεβεντοσύνη, ή άρχοντιά πού λάμπει στά σεμνά της χείλη!... Σήμερα δέν κρατιέται! θά ρωτήσει!

Καί νά! Ή καλή γερόντισσα, παίρνει στά χέρια τή φωτογραφία, τή φιλεί, καί καθιστή στήν πολυθρόνα άρχινά τήν πικρή ιστορία:

-Χρόνια καί χρόνια πάνε τώρα. Ή κόρη ή λεβεντοπούλα ή ακριβή μου, ή Αρετή, ήτανε είκοσι χρονώ δασκάλα νιόβγαλτη. -”Ω, άγγελος στή θωριά ήτανε καί στήν καρδιά της!... -Κι ήτανε τά χρόνια έκεϊνα μαύρα καί πικρά στήν Ελλάδα! Συγνεφιά,... κλουβιά, άγχόνες! Θεριά άρπάζανε άθώα παιδιά σάν καί τήν κόρη - μνήμη της αγία - τήν Άρετούλα μου! Κι ήρθανε μιά νύχτα τού Δεκέμβρη, πού στάζε τρομάρα κι άπειλή, νά μοΰ τήν πάρουνε!...

-Άχ!... Γιατί;... Τούς ρωτώ, δαρμένη, ξεσχισμένη άπό τού πόνου τίς νυχιές, τίς δαγκωματιές τίς κοφτερές!... Γιατί; τήν άκριβοκόρη μου μοϋ παίρνετε;... τήν Αρετή;... Πάρτε έμένα, πάρτε τό βιός μου!... Έτσι, νά σάς δώσει ό Θεός χίλια-δυό καλά!...

-Ποιος Θεός!... μ’ άπαντοΰν έκεϊνοι λυσσασμένοι. Καί μ άρπάζουνε καί μένα, μέ τήν Αρετή μαζί, δεμένες, καί μάς πάνε καί τίς δυό, πέρα στό βουνό! Κλωτσιά στό δρόμο! Βουρδουλιά!... Φτάσαμε!... Νά μή στ’ ομολογώ, παιδάκι μου, τί έγινε, κεϊ πέρα!

Σάν μεγαλώσεις καί μεστώσει ή καρδούλα σου, ρώτησε νά τά μάθεις!...

—Πες μου, θείτσα- πές μου!...

-Δέ βαστώ, καρδούλα μου!...

-Θείτσα!...

-...'Ακοΰς;... -«Άθλια! ποιος σοΰ πε νά μαζώνεις τά παιδιά γιά «κατήχηση»!... Ποιος σοϋ ’δωκε τό δίπλωμα νά γενεϊς δασκάλα!... Προδότρα!... Έλα μαζί μας, ειδεμή!...»

Λόγος καί βουρδουλιά, παιδάκι μου!... Ξεσκλίδια έγίνανε τά ρουχαλάκια τού κοριτσιού!... Αίματα, άπό τή μύτη, άπ’ τό κορμάκι του όλο!... Γύρισε καί μέ κοίταξε γλυκά! -Μάρτυρες τού παλιού καιρού, πώς είχε άπ' τή θωριά σας!

Κι είπε: -«Ή Πατρίδα μοϋ δωκε τό δίπλωμα γιά νά γενώ δασκάλα!... Μά, τήν Ελλάδα κυβερνά ό Θεός! Καί θά συντρίψει κάθε άπιστου τά βέλη!...»

Λυσσοΰν αύτοί!... Ω Παναγιά!... Καρδιά μου, πώς έβάσταξες!... Στά μάτια μου μπροστά, άπόμεινε κουφάρι μόνο, ή θυγατέρα μου, ξεψυχισμένο!...

Θαρρώ, - «Μανούλα - έλέγανε τά λόγια τά στερνά της - Πατρίδα μου γλυκιά!... Χριστέ μου! Παναγιά!... Παιδιά μου Ελληνόπουλα!... Ελληνόπουλά μου!...».

Καί ή ψυχή φτερούγισε ψηλά! Αγγελικά τή σήκωσαν φτερά!...

Σκούπισε τά δάκρυα άπό τά μάτια της ή πικραμένη γερόντισσα καί είπε πάλι:

-Αύτή είναι, Λένη μου, ή θυγατέρα ή ακριβή μου, ή λεβεντοκόρη μου, ή Αρετή!...

Νάτη! Τό «Δίπλωμα» κρατεί στό χέρι όπου τής έδωσε ή Πατρίδα! Καί τό τίμησε! Έμεινε σά Δασκάλα Έλληνίδα, στόν όρκο της πιστή!... Σέ μιά γενιά ηρώων κί αύτή νεώτερη ήρωίδα!...

Ξανασκούπισε τά δάκρυα, ή Μάνα-Κωνσταντία, χάιδεψε τήν Έλενίτσα στά μαλλιά, καί πρόστεσε!

-Η πιό άκριβή χαρά μου είναι, παιδί μου, τούτη ή φωτογραφία!... Μιά ιστορία άληθινή, όπου θά έξηγάει πάντα στά Ελληνόπουλα, «γιατί», ή Ελλάδα, ποτέ της δέν πεθαίνει!...

Ή Ελένη έφυγε. Καί, ήθελε νά γίνει δασκάλα!.....

Τι θα πει αγώνας;

Ήλθε ό Νίκος μέ πηλίκιο στό σπίτι άπόψε! Κι’ είχε στή μέση του, ώ τί σπαθί!...

Κι’ ολόρθο τό κορμί του κέδρο μοιάζει μέσ' στοΰ στρατιώτη τη χακιά στολή!

Καί όλο λέει! μιλάει γιά την Ελλάδα!

Γιά τό στρατό, τά όπλα, τά κανόνια...

Σχέδια μάχης, προπονήσεις, προσκλητήρια... λές, κι’ ήταν, στρατιώτης χρόνια!...

Μά, άνάμεσα σ’ αυτά πού λέει καί λέει, μιά λέξη ώραία ξεχωρίζω, μαγική.

Καί τόν ρωτώ στ’ αυτί του: - Έξήγησέ μου, πές μου, «ΑΓΩΝΑΣ», Νίκο, τί θά πει;

Καί κείνος, σάν μεγάλος πολεμάρχης, πού άσπρίσανε στίς μάχες τά μαλλιά του κι’ έγραψε ιστορίες, τρόπαια, νίκες, μ’ έβαλε νά καθήσω έκεϊ κοντά του κι’ άρχίνησε:

...«ΑΓΩΝΑΣ» νά! Θά πει, μικρέ μου, τά όπλα σου ν’ άδράχνεις στιβαρά άσπίδα, δόρυ κι’ άρματα στή μέση... νά παίρνεις τήν άπόφαση γερά,

καί στον εχθρό νά ρίχνεσαι! Στή μάχη, σταθερός νά όρμάς με «τάν ή έπί τάς»!

Νά πέφτεις, νά σηκώνεσαι, νά ιδρώνεις,

νά λαβώνεσαι

μά τήν Σημαία σου ψηλά νά τήν κρατάς!

Θά πει, νά τρέμει ό έχθρός τή δύναμη καί τήν όρμή τή λιονταρίσια τής καρδιάς σου!

Πάλη τοϋ δίκιου νά ναι ή πάλη σου κι’ ή νίκη του θριαμβική χαρά σου!

Θά πει, γιά σένα άλλο τραγούδι, άλλη χαρά νά μήν υπάρχει, όσο κι’ άν ζήσεις... παρά νά πολεμάς καί νικητής τή δόξα στήν ’Αλήθεια νά χαρίζεις!

Νά, «ΑΓΩΝΑΣ» τί θά πει, μικρέ άδελφέ· νά υπερασπίζεσαι τά ιδανικά σου κι’ ακοίμητος νά στέκεσαι φρουρός, ορθός, στά τείχη τής καρδιάς σου!

Οί λεγεώνες τοϋ κακού επάνω σου κι’ άν ρίχνονται, νά μή σκιαχτεΐς ποτέ σου!

Στής Πίστης τήν άσπίδα θά συντρίβονται, κι’ οί νίκες δαφνοστέφανες, δικές σου

Θά πει άκόμα, στις κορφές των πόθων σου, πριν ανεβείς καί τή σημαία στήσεις, όσα κι’ άν σ’ εϋρουν χιόνια κι’ ανεμόβροχα καί σοϋ ριχτούν άγρίμια, μή λυγίσεις!

Τούς πύργους τού καλού όπου βρεθείς νά υψώνεις ως ν’ άγγίξουνε τ’ άστέρια!

Κι’ ας σε περιγελούνε γύρω σου οι δειλοί Κι’ ας σού ροζιάσουν στη δουλειά τά χέρια.

Λοιπόν; Κατάλαβες «ΑΓΩΝΑΣ» τί θά πει, τώρα, καλέ μικρέ άδελφέ μου;
-Ναί:

Νά λέω πάντα «ΟΧΙ» στόν έχθρό!

'Όρκος ιερός γιά τό «καλό» τό «ΝΑΙ» μου! Kι’ όσοι κι’ άν μού ριχτούνε πειρασμοί άτρόμητος νά πολεμώ γενναία!

Πάντοτε τού «καλού ’Αγωνιστής»

ψηλά νά υψώνω τής ’Αλήθειας τή Σημαία!...



’Απόψε βράδυ πού ήλθε σπίτι μας πρώτη φορά ό άδελφός μου ό στρατιώτης, κι’ ειν’ ή ματιά του, άετού ματιά καί τού ’χει δώσει ή άστραπή τό φώς της, άπόψε στήν μικρή μου τήν καρδιά, άνάστησα ’Αμφιθέατρα καί Μαραθώνες κι’ είπα: Νάτος ό στίβος μας, παιδιά-Έλληνόπουλα, είς τούς αιώνες!...

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Νέστωρ

Ο Νέστορας ήταν πολύ νέος στην ηλικία, ωραίος στην όψη και γνώριμος του Αγίου και ενδόξου Δημητρίου .

Ο Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ότι ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός χαιρόταν για τις νίκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ονομαζόμενου Λυαίου, μίσησε την υπερηφάνεια του. Βλέποντας όμως και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, πήρε θάρρος. Πήγε λοιπόν στη φυλακή, όπου ήταν κλεισμένος ο Μεγαλομάρτυρας, και έπεσε στα πόδια του. Δούλε του Θεού Δημήτριε, είπε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με το Λυαίο, γι' αυτό προσευχήσου για μένα στο όνομα του Χριστού. Ο Άγιος, αφού τον σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού, του είπε ότι και το Λυαίο θα νικήσει και για το Χριστό θα μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ο Νέστορας μπήκε στο στάδιο χωρίς φόβο και ανεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοί». Και αφού πολέμησε με το Λυαίο, του κατάφερε δυνατό χτύπημα με το μαχαίρι του στην καρδιά και τον θανάτωσε.

Εξοργισμένος τότε ο Διοκλητιανός, διέταξε και σκότωσαν με λόγχη το Νέστορα, αλλά και το Δημήτριο. Έτσι, μ' αυτή του την ενέργεια ο Νέστορας δίδαξε ότι σε κάθε ανθρώπινη πρόκληση πρέπει να αναφωνούμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;» (Ψαλμός νε' 5). Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε θα φοβηθώ. Τι θα μου κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος;


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῶ ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν· καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος. Σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ῥώμῃ Θεοῦ ἀθλήσας, παμμάκαρ, νικηφόρος ἐδείχθης, τὸν ἐχθρὸν τοῖς ποσὶ καταπατήσας, δεδόξασαι, στεφανίτης σὺν ταῖς χορείαις τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων Νέστορ ἐφάνης, καὶ Ἀαρὼν ὑπερήρθης Χριστοῦ Ἀθλητά, σὺν Ἄβελ αἷμα τὸ θεῖον σου προσενέγκας, καὶ θρόνῳ θείῳ τοῦ κτίσαντος παρεστώς, σὺν Ἀγγέλων τοῖς τάγμασι, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΚΥΡΙΟ

Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἐξαφανίζει τὸν διάβολο;
Ὁ Κύριος εἶχε περάσει μὲ τὸ πλοῖο στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Ὅταν ὅμως ἀποβιβάστηκε καὶ ἄρχισε νὰ περιδιαβαίνει τὸν τόπο ἐκεῖνο, συνέβη κάτι τρομακτικό: Ἕνας ἄνδρας ἔξαλλος παρουσιάστηκε μπροστά Του κι ἀφοῦ ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ καὶ διαπεραστικὴ κραυγή, ἔπεσε κάτω στὸ ἔδαφος. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν γνωστὸς στὴν περιοχή. Ἀρκετὰ χρόνια πρὶν τὸν εἶχαν κυριεύσει τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ ἀπὸ τότε εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ σπίτι του. Δὲν φοροῦσε ροῦχα καὶ τριγυρνοῦσε στὰ μνήματα ζώντας ἀπομονωμένος. Ὅταν ὅμως τὸν κυρίευε ἡ μανία τῶν δαιμόνων, γινόταν πραγματικὰ ἐπικίνδυνος. Μάλιστα, γιὰ νὰ τὸν συγκρατοῦν, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Ἀλλὰ τί φοβερό! Ἔσπαζε τὰ σιδερένια δεσμὰ καὶ οἱ δαίμονες πάλι τὸν ἔσερναν στὴν ἔρημο.
Ὡστόσο ὅλη αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ δύναμη τῶν δαιμόνων παρέλυσε μπροστὰ στὸν παντοδύναμο Κύριο, ὁ Ὁποῖος προσέταξε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα. Τότε τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶπε:
-Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις.
-Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; ρώτησε ὁ Κύριος.
-«Λεγεών», ἀπάντησε ὁ δαιμονισμένος.
Καὶ εἶπε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα του ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια.
Τὰ δαιμόνια αὐτὰ μὲ τὸ στόμα τοῦ δαιμονισμένου παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο νὰ μὴν τὰ στείλει στὴν ἄβυσσο τοῦ Ἅδη ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνό. Κι ὁ Χριστὸς τοὺς τὸ ἐπέτρεψε, ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔτρεφαν τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας.
Ἔτσι τὰ δαιμόνια βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους καὶ τότε ὁλόκληρο τὸ κοπάδι ὅρμησε μὲ μανία πρὸς τὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκε στὴ λίμνη!...
Τὸ δράμα τοῦ δαιμονισμένου ἀλλὰ καὶ τὰ τρομακτικὰ γεγονότα ποὺ περιγράψαμε, δημιουργοῦν τὴν εὔλογη ἀπορία: Γιατί ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε στοὺς δαίμονες νὰ παραμείνουν στὴν περιοχὴ καὶ νὰ συνεχίσουν τὸ καταστροφικό τους ἔργο; Καὶ γενικότερα: Γιατί δὲν ἐξαφανίζει τὸν διάβολο καὶ τὰ ὄργανά του;...
Ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος, κι ἂν θέλει, ἔχει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία νὰ διώξει τὸν διάβολο ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ τὸν κλείσει μαζὶ μὲ ὅλη τὴ συνοδεία του στὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. Ὡστόσο δὲν τὸ κάνει αὐτό. Ἐπιτρέπει στὸν διάβολο καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα νὰ δροῦν στὴ γῆ ἀκόμη «ὀλίγον καιρόν» (Ἀποκ. ιβ΄ 12), δίνοντας στὸν κάθε ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα ἐλεύθερα νὰ ἐπιλέγει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ καὶ νὰ γυμνάζεται πνευματικὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Διότι ἂν δὲν ὑπάρχει ἀντίπαλος, δὲν ὑπάρχει ἀγώνας. Κι ἂν δὲν ὑπάρχει ἀγώνας, δὲν ὑπάρχει οὔτε νικητής, οὔτε βραβεῖο.
Ἄλλωστε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιεῖ ἀκόμη καὶ τὶς καταστροφὲς ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ Πονηρὸς ὡς μέσα παιδαγωγικὰ γιὰ τὴν πνευματική μας ἀφύπνιση· ὅπως ἔκανε καὶ μὲ τοὺς Γαδαρηνούς. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅπως βλέπουμε στὴ συνέχεια, δὲν συναισθάνθηκαν τὴν ἐνοχή τους.
Ἄνθρωποι τυφλοὶ
Οἱ βοσκοὶ ποὺ εἶδαν τὸν πνιγμὸ τῶν χοίρων, διέδωσαν ἀμέσως τὴν εἴδηση σ’ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα.
Τότε κόσμος πολὺς ἦρθε γιὰ νὰ δεῖ αὐτὸ ποὺ ἔγινε. Καὶ πράγματι ὅλοι εἶδαν μὲ ἔκπληξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ εἶναι ντυμένος καὶ σωφρονισμένος. Στὸ μεταξὺ οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τοὺς ἐξιστοροῦσαν πῶς ἔγινε καλὰ καὶ σώθηκε ὁ δαιμονισμένος.
Τότε ὅλο τὸ πλῆθος τῆς περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν φοβισμένοι ἀπὸ τὴν τιμωρία τῆς παρανομίας τους παρακάλεσαν τὸν Χριστὸ νὰ φύγει ἀπὸ κοντά τους. Ἔτσι ὁ Κύριος μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἐπέστρεψε στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔλθει.
Μαζί Του ζήτησε νὰ πάει κι ὁ πρώην δαιμονισμένος. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν τὸν ἄφησε, λέγοντας: Γύρισε πίσω στὸ σπίτι σου καὶ νὰ διηγεῖσαι ὅσα θαυμαστὰ σοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ διεκήρυττε σ’ ὅλη τὴν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Χριστός.
Εἶναι φοβερὸ πραγματικὰ τὸ πόσο τυφλώνει τὸν ἄνθρωπο ἡ φιλοχρηματία καὶ τὸ ὑλικὸ συμφέρον! Οἱ Γαδαρηνοί, δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τίποτε πέρα ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ ζημιὰ ποὺ ἔπαθαν ὕστερα ἀπὸ τὸν πνιγμὸ τῶν χοίρων. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας συμπατριώτης τους θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴ μάστιγα τῶν δαιμόνων δὲν τοὺς συγκίνησε καθόλου οὔτε τοὺς ἔκανε νὰ θαυμάσουν τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν νὰ συνεχίσουν τὴν παράνομη αἰσχροκέρδεια. Γι’ αὐτὸ κι ἔδιωξαν τὸν Χριστό. Τί θλιβερὸ κατάντημα!...
Ἀλήθεια, μήπως κι ἐμεῖς τοὺς μοιάζουμε; Μήπως κι ἐμεῖς ἀνησυχοῦμε μόνο γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὶς δεινὲς συνέπειές της, ἐνῶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Εἶναι καιρὸς νὰ ξυπνήσουμε! Ἡ κρίση ὀφείλεται στὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς τὸ παραδεχθοῦμε ταπεινὰ καὶ ἂς μετανοήσουμε. Εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σαρξ

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Στην περίοδο προ του ερχομού του Χριστού στον κόσμο, τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και οι Έλληνες έβλεπαν τη ζωή αυτή ως προετοιμασία για μίαν άλλη. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήθελαν να τη χαρούν, να την απολαύσουν με τον τρόπο που ο καθένας μπορούσε, είτε δια της δημιουργίας οικογένειας, είτε δια της εξουσίας επί των άλλων, είτε δια του πολιτισμού, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της καλλιέργειας ιδανικών και της εφαρμογής αξιών, οι οποίες στηρίζονταν στον  νου, στην πίστη στον Θεό, στη θρησκεία. Κοινό χαρακτηριστικό του προ Χριστού κόσμου η αίσθηση ότι ο καθένας πρέπει να βάλει τους στόχους του και να εργαστεί για να τους εκπληρώσει. Μόνο αυτή η εκπλήρωση, έδινε δικαίωση. Ακόμη και στους απλούς ανθρώπους, η συμμόρφωση με τα κοινωνικά ιδανικά, το να είναι πολίτες, μέτοχοι του «εμείς» της κοινωνίας, αποτελούσε από μόνο του μία επαρκή δικαίωση, μία καταξίωση στη ζωή. Η συνείδηση, προσωπική και συλλογική, δικαίωνε.
                Με τον ερχομό του Χριστού θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, τι άλλαξε στον κόσμο και τη ζωή μας; Γιατί να ακολουθήσουμε μία θρησκευτική παράδοση, η οποία έχει κάποιες προσθήκες σε σχέση με την ως τότε πραγματικότητα, αλλά, αν δεν την εξετάσουμε ενδελεχώς, ουσιαστικά με δυσκολία θα βρούμε πολύ μεγάλες διαφορές; Αλλάζει το Πρόσωπο στο Οποίο στοχεύουμε. Αλλάζουν κάποιες δομές της θρησκείας  εξωτερικά. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο πυρήνας της θρησκευτικότητας παραμένει ο ίδιος: η δικαίωση τόσο γι’ αυτή τη ζωή όσο και για την αιωνιότητα. Δίκαιοι ονομάζονται οι δικαιωμένοι της Παλαιάς Διαθήκης. Μάκαρες οι δικαιωμένοι της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Άγιοι ονομάζονται οι δικαιωμένοι της χριστιανικής πίστης. Και οι τρεις κατηγορίες ζούνε στην αιωνιότητα ευτυχισμένοι, ενώ στον κόσμο έχουν αφήσει ένα καλό όνομα, ότι τουλάχιστον φάνηκαν αντάξιοι των προτύπων τα οποία η θρησκευτικότητα, η φιλοσοφία, ο τρόπος της κοινωνίας στην οποία έζησαν καθιέρωσε.
                Εύλογα φαντάζουν τα ερωτήματα, ωστόσο υπάρχει απάντηση. Ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Γαλάτες, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σαρξ» (Γαλ. 2, 16). Με τα έργα του νόμου δε θα σωθεί κανένας άνθρωπος. Αναφέρεται κυρίως στον ιουδαϊκό νόμο, τις δέκα εντολές, αλλά και όλες τις άλλες διατάξεις οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην Παλαιά Διαθήκη, τις οποίες έδωσε δια του Μωυσή ο Θεός, αλλά και διαμόρφωσε η θρησκευτική παράδοση των Ιουδαίων. Όμως, κατ’ αναλογίαν, το ίδιο θα μπορούσε να πει και για τα έργα τα οποία προβλέπονταν από τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα τόσο των αρχαίων Ελλήνων, όσο και των άλλων λαών. Ο Παύλος δεν υπονοεί ότι τα έργα δεν χρειάζονται. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε η σωτηρία, η αιώνια κοινωνία με τον Θεό, θα ήταν είτε μία μαγική κατάσταση είτε θα υπήρχε ένας απόλυτος προορισμός. Θα διάλεγε ο Θεός ποιους ήθελε να σώσει και θα ήταν αρκετό αυτό. Όμως τότε και η ανθρώπινη ελευθερία και ο προσωπικός κόπος του ανθρώπου δεν θα είχαν καμία αξία. Όλα θα ήταν περιορισμένα σε ένα εντελώς θεωρητικό επίπεδο. Από την άλλη, ο Παύλος επισημαίνει την ανάγκη τα όποια έργα να μην θεωρηθούν ως αυτάρκεια. Κι αυτό διότι αν κάποιος πιστεύει ότι είναι αρκετά, τότε απολυτοποιεί τον κόπο του, θεοποιεί τον εαυτό του και νομίζει ότι είναι αρκετή η προσωπική του δύναμη, ακόμη κι αν ακολουθεί εντολές του Θεού ή της θρησκευτικής παράδοσης στην οποία είναι ενταγμένος, για να δικαιωθεί, για να σωθεί.
                Για τη χριστιανική μας πίστη και παράδοση δεσπόζει η εκζήτηση της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Χριστού. Τα έργα μας είναι σημεία αυτής της επιθυμίας μας για κοινωνία. Αναζητούμε τον Χριστό στη ζωή μας. Ακολουθούμε τις εντολές που Αυτός έχει δώσει δια του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας, αλλά δεν μένουμε στην ηθική ικανοποίηση της εκπλήρωσής τους, διότι δεν είναι αυτός ο τελικός σκοπός. Θέλουμε Αυτός να είναι το κριτήριο της πορείας μας. Αυτόν να προσεγγίσουμε. Αυτόν να αγαπήσουμε, όπως μας αγαπά και το απέδειξε δια του Σταυρού. Και η σκέψη μας βρίσκεται στο πρόσωπό Του σε ό,τι κάνουμε, ακόμη κι αν αυτό είναι καθημερινό και ανθρώπινο. Εκείνος άλλωστε τα ευλόγησε όλα, αρκεί να είναι ενταγμένα στην προοπτική τη αγάπης τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον. Έργα χωρίς κοινωνία με τον Χριστό εύκολα μας παγιδεύουν στην αυτάρκεια. Και την ίδια στιγμή γεννούν υπερηφάνεια. Μας οδηγούν στη λογική ότι εμείς μπορούμε. Ότι τελικά αντί να οφείλουμε στον Θεό, Εκείνος μας οφείλει διότι είμαστε άξιοι.
                Παράλληλα, η σωτηρία μας δεν είναι κατάσταση του νου, αλλά της σύνολης ύπαρξης. Αλλιώς θα ήταν αρκετή η φιλοσοφία, για να προσεγγίσουμε τον Θεό. Η ψυχή δεν περιορίζεται στον νου, στη δυνατότητα δηλαδή του τμήματος της ύπαρξης που σκέπτεται, αποφασίζει, δημιουργεί συναισθήματα και επιθυμίες, εσωτερικεύει μνήμες, αναζητεί νόημα ζωής, αλλά ολόκληρου του ανθρώπου. Τα έργα γεννούν ικανοποίηση στο νου, στη συνείδηση, στον έσω άνθρωπο. Όμως για την πίστη η σωτηρία δεν μπορεί να περιοριστεί στο πνευματικό μας κομμάτι. Είναι συνολική κατάσταση. Αγκαλιάζει και συμπεριλαμβάνει και την σάρκα μας, όπως αναφέρει ο Παύλος.  Και οι αισθήσεις μας σώζονται. Και το σώμα μας. Και γι’ αυτό επιδιώκουμε την μίμηση Χριστού κατά πάντα. Ακόμη κι αν το σώμα μας βιώσει τον θάνατο και φαίνεται ηττημένο, θα προσδοκά την ανάσταση των νεκρών. Και η ψυχή μας θα περιμένει την επανένωσή της με αυτό, ώστε ο πλήρης εν Χριστώ άνθρωπος να βιώσει τη χαρά της αιωνιότητας. Και γι’ αυτό η χριστιανική παράδοση δεν μπορεί να ταυτιστεί με την φιλοσοφία, η οποία αρκούνταν στη σωτηρία της ψυχής, δηλαδή στην αιωνιότητα του ανθρώπινου νου.
Τέλος, σε κοινωνικό επίπεδο η σωτηρία, η δικαίωσή μας δεν έρχεται με την ένταξή μας στα κοινωνικά πρότυπα που ορίζονται από τον κόσμο, αλλά από την έμπρακτη αγάπη, η οποία εκφράζεται με την φιλανθρωπία, την συγχωρητικότητα, την ανιδιοτελή προσφορά, πρωτίστως όμως με την χαρά που μπορούμε να μοιραστούμε με τους άλλους διότι η καρδιά μας ζητά την κοινωνία μαζί τους. Ακόμη κι αν αυτή είναι δύσκολη, διότι προσκρούει στον εγωκεντρισμό και το ίδιον θέλημα του καθενός, η επιμονή στην αγάπη αποτελεί το σημείο της σωτηρίας. Όσο κι αν αυτό φαίνεται κόπος, όσο κι αν προκαλεί απογοήτευση, κάθε έργο μας, κάθε στόχος μας, κάθε συνάντησή μας με τους άλλους χρειάζεται το μπόλιασμα και την επιμονή της αγάπης. Και εδώ δεν είμαστε μόνοι μας. Η δύναμη της πίστης μας ενισχύει. Και εκεί όπου δεν μπορούμε, εμπιστευόμαστε τον Δωρεοδότη  της.
Η Εκκλησία δεν αρνείται τον ανθρώπινο κόπο.   Δεν αρνείται τα καλά έργα, ούτε την θεωρητική αναζήτηση, ούτε τον κόσμο, ούτε την κοινωνικότητα. Αρνείται την αυτάρκεια, τον εγκλωβισμό σε μία στείρα θρησκευτικότητα που φέρνει υπερηφάνεια, εφησυχασμό και γήρανση της καρδιάς. Ζητά και προσφέρει τον Χριστό με κάθε τρόπο, θέλει τη σωτηρία της σύνολης ύπαρξης και επιμένει στην αγάπη. Και γι’ αυτό η πρότασή της δεν αποσκοπεί στην εδώ δικαίωση, αλλά στην κοινωνία με τον Χριστό, η οποία ξεκινά από εδώ και περνά στην αιωνιότητα. Είναι ένα φρόνημα που δίνει χαρά, ενίοτε γίνεται και μαρτυρικό. Οι άγιοι της πίστης μας όμως δεν είναι απλώς δίκαιοι, μολονότι  κι εκείνοι ξεκινούσαν από την εμπιστοσύνη στον Θεό, ωστόσο δεν είχαν γευτεί την παρουσία του Χριστού και κάποτε έβλεπαν τη σχέση με  τον ουρανό ως στα πλαίσια του καθήκοντος ή της κοινωνικής προόδου,  ούτε μάκαρες, διότι εκείνοι, ακόμη περισσότερο, στηρίχτηκαν στην αυτάρκεια του εαυτού τους ή του κοινωνικού συστήματος στο οποίο έζησαν. Ο άγιος στη ζωή της Εκκλησίας είναι αυτός που επιζητεί να γίνει αληθινά χριστοφόρος. Να σωθεί και να βοηθήσει να σωθούν. Κι εδώ η αγάπη γίνεται πράξη!




Αγία Ταβιθά

«Αὐτὴ ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν, ὧν ἐποίει». Έτσι πλέκει το εγκώμιο της Αγίας Ταβιθά ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η λέξη Ταβιθά είναι συριακή και ερμηνεύεται Δορκάς (ζαρκάδι). Το όνομα αυτό έφερε ή ευσεβέστατη αυτή και φιλάνθρωπη χριστιανή, που κατοικούσε στην Ιόππη.

Από τίς Πράξεις των Αποστόλων (θ' 36-40) πληροφορούμαστε ότι η Δορκάς, ήταν εξειδικευμένη υφάντρια πού κατασκεύαζε χιτώνες και ιμάτια, τα όποια πωλούσε και από τα έσοδα συντηρούσε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Όταν ο απόστολος Πέτρος, στα πλαίσια της διάδοσης του Ευαγγελίου, έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, συνέβη ν' ασθενήσει η Δορκάς και να πεθάνει. Και ενώ είχαν ετοιμαστεί όλα για την κηδεία της, έγινε γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα. Τότε δύο απεσταλμένοι, παρακάλεσαν τον Πέτρο να έλθει στην Ιόππη. Όταν έφτασε, τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου ήταν νεκρή η Δορκάς. Συγκινημένος ο Πέτρος, χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά. Έπειτα είπε: «Ταβιθᾶ ἀνάστηθι». Και πράγματι η νεκρή αναστήθηκε! Αυτό χαροποίησε αφάνταστα τους παρευρισκόμενους, και το γεγονός διαδόθηκε σ' όλη την Ιόππη με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί στον Χριστό.

Από τότε η Ταβιθά έζησε αρκετά χρόνια, γεμάτα αγαθά έργα και ελεημοσύνες. Ο θάνατος τη βρήκε σε βαθιά γεράματα. Και έτσι η φιλάγαθη αυτή γυναίκα, έφυγε ειρηνικά και με αγαλλίαση διότι την αξίωσε ο Θεός να περάσει τη ζωή της ωφέλιμα γεμάτη πνευματικούς καρπούς.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος οι νοτάριοι

Οι Άγιοι αυτοί ήταν νοτάριοι και γραμματικοί του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του ομολογητή , στα χρόνια του Αρειανού βασιλέως Κωνσταντίου (337 - 349 μ.Χ.). Άριστα σπουδαγμένοι και οι δύο, υπήρξαν συνήγοροι θαρραλέοι της ορθόδοξης αλήθειας.

Όταν ο Πατριάρχης Παύλος δεν δέχθηκε να συμφωνήσει με τους Αρειανούς, εξορίστηκε από το βασιλιά στην Αρμενία και πνίγηκε από τους εκεί Αρειανούς. Τότε οι δύο Άγιοι έμειναν πιστοί στον ποιμένα τους και σταθεροί στο ορθόδοξο δόγμα. Διότι πάντα στο μυαλό τους κυριαρχούσε ο λόγος του Κυρίου: «ἐὰν ὐμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἔστε» (Ευαγγέλιο Ιωάννη, η' 31). Αν, δηλαδή, εσείς, μείνετε στερεοί στη διδασκαλία μου, λέει ο Κύριος, τότε πράγματι είσθε και αληθινοί μαθητές μου. Ο Μαρκιανός και ο Μαρτύριος το απέδειξαν περίτρανα αυτό, όταν συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα. Ομολόγησαν με θάρρος μπροστά του την αληθινή πίστη και ήλεγξαν αυτόν για τις παρανομίες του. Τότε, διατάχθηκε και τους σκότωσαν με μαχαίρι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον ἀναλαβόντες, ἠμαυρώσατε Ἀρείου πλάνην ὁμοούσιον Τριάδα κηρύττοντες, Μαρκιανὲ καὶ θέοφρων Μαρτύριε, ὀρθοδοξίας οἱ ἄσειστοι πρόβολοι, θεῖοι μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἀγωvισάμενοι καλῶς ἀπὸ βρέφους, Μαρκιανὲ σὺv τῷ σοφῷ Μαρτυρίῳ, τὸv ἀποστάτηv Ἄρειοv καθείλετε, ἄτρωτον τηρήσαντες, τὴν ὀρθόδοξοv πίστιν, Παύλῳ ἐφεπόμενοι, τῷ σοφῷ διδασκάλῳ, ὅθεν σὺv τούτῳ εὔρατε ζωήv, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ὑπηρέται εὐσεβῶς Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου, Δυὰς εὐλογημένη, προφθάσατέ με τάχος, λυτρούμενοί με τῶν δεινῶν, λόγον μοι σοφίας χορηγοῦντες, τὴν ὑμῶν ἀνευφημοῦντι ἄθλησιν, ἣν ὑπὲρ τῆς πίστεως Ἅγιοι, γνώμῃ αδιστάκτῳ ὑποστάντες, τῶν στεφάνων ἐτύχετε τῶν ἐπουρανίων, χοροῖς τε τῶν Ἀθλητῶν καὶ Ἀποστόλων, Διδασκάλων καὶ σεπτῶν Ἀρχιερέων συγχαίρετε ἀεί, ὡς κήρυκες Θεοῦ Λόγου, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.



Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

(Λουκ. η´ 27-39)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. ᾿Ιδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ᾿Επηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ῾Ο δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. ῏Ην δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ᾿Εξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ᾿Εξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ᾿Απήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. ᾿Εδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ῾Υπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς ἔφτασε ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν συνάντησε κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολὺν καιρό. Ροῦχο δὲν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλὰ ζοῦσε στὰ μνήματα. ῞Οταν εἶδε τὸν ᾿Ιησοῦ, ἔβγαλε μιὰ κραυγή, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή· «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ’ ἐμένα ᾿Ιησοῦ, Υἱὲ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσεις». Αὐτὰ τὰ εἶπε, γιατὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε διατάξει τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. ᾿Απὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε στὴν ἐξουσία του, καὶ γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσουν τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ τοῦ ἔβαζαν στὰ πόδια σιδερένια δεσμά.  ᾿Εκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τὰ δεσμά, καὶ τὸ δαιμόνιο τὸν ὁδηγοῦσε στὶς ἐρημιές. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τὸν ρώτησε· «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου;» ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε· «Λεγεών»· γιατὶ εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλὰ δαιμόνια. Τὰ δαιμόνια, λοιπόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τὰ διατάξει νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο. ᾿Εκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνό, καὶ τὰ δαιμόνια παρακαλοῦσαν τὸν ᾿Ιησοῦ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στοὺς χοίρους, καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους. Τότε τὸ κοπάδι ὅρμησε πρὸς τὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκε στὴ λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοὶ εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καὶ τὸ εἶπαν στὴν πόλη καὶ στὴν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νὰ δοῦν τί ἔγινε καὶ ἦρθαν κοντὰ στὸν ᾿Ιησοῦ. Βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο βγῆκαν τὰ δαιμόνια νὰ κάθεται δίπλα στὸν ᾿Ιησοῦ, νὰ φοράει ροῦχα καὶ νὰ φέρεται λογικά, καὶ φοβήθηκαν. ῞Οσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τοὺς εἶπαν γιὰ τὸ πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τὸ πλῆθος ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τὸν ᾿Ιησοῦ νὰ φύγει ἀπὸ κοντά τους, γιατὶ τοὺς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. ᾿Εκεῖνος μπῆκε στὸ πλοιάριο γιὰ νὰ γυρίσει πίσω. ῾Ο ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν πάρει μαζί του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νὰ φύγει, μὲ τὰ παρακάτω λόγια· «Γύρισε στὸ σπίτι σου καὶ διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός».
Εκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τὴν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Γαλ. β´ 16-20)

Αδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. ᾿Εγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Αδελφοί, ξέρουμε πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ μὲ τὴν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Αὐτὸ γίνεται μόνο μὲ τὴν πίστη στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Γι’αὐτὸ κι ἐμεῖς πιστέψαμε στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ κι ὄχι μὲ τὴν τήρηση τοῦ νόμου· γιατὶ μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου δὲν θὰ σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. ῍Αν ὅμως, ζητώντας νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστό, βρεθήκαμε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πὼς ὁ Χριστὸς ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία; ῎Οχι βέβαια! Γιατί, ἂν ὅ,τι γκρέμισα τὸ ξαναχτίζω, εἶναι σὰν νὰ ὁμολογῶ πὼς ἔκανα λάθος ὅταν τὸ γκρέμιζα. Κι ἀληθινά, μὲ κριτήριο τὸν νόμο, ἔχω πεθάνει γιὰ τὴ θρησκεία τοῦ νόμου, γιὰ νὰ βρῶ τὴ ζωὴ κοντὰ στὸν Θεό. ῎Εχω πεθάνει στὸν σταυρὸ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Τώρα πιὰ δὲν ζῶ ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ στὸ πρόσωπό μου ὁ Χριστός. Κι ἡ τωρινὴ σωματική μου ζωὴ εἶναι ζωὴ βασισμένη στὴν πίστη μου στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἀγάπησε καὶ πέθανε ἑκούσια γιὰ χάρη μου.

Αγία Σεβαστιανή

Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.

Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ' αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι' αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Αρέθας ο Μεγαλομάρτυρας και οι «σὺν αὐτῶ»

Ήταν ένας από τους προύχοντες της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία επί εποχής Ιουστίνου (518 - 527 μ.Χ.), Ελεσβάαν του Χριστιανού βασιλιά της Αιθιοπίας και Δουναάν του Εβραίου βασιλιά της Ομηρίτιδος. Όταν ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Ελεσβάαν καθυπέταξε τον Εβραίο βασιλιά Δουναάν, εγκατέστησε φρουρά στην πόλη. Τότε ο Εβραίος βασιλιάς επαναστάτησε, φόνευσε τους φύλακες και εκστράτευσε εναντίον της Νεγράς, την οποία και κατέλαβε σφάζοντας πολλούς Χριστιανούς. Μεταξύ αυτών και τον Αρέθα, ο οποίος, παρά τα γεράματα του, στήριζε τους Χριστιανούς και τους προέτρεπε στο μαρτύριο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvης πρόξεvος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή, ἢv ἀvυμvοῦvτες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.

Ὁ Οἶκος
Τὸν νοῦν μου φώτισον Χριστέ, τῇ αἴγλῃ τῶν ἀγώνων, Ἀρέθα τοῦ γενναίου, καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀθλησάντων σὺν αὐτῷ· πρῶτος γὰρ ἁπάντων ἀνεδείχθη ὁ στερρός, φαιδρῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν ἀθετούντων τὴν σάρκωσιν σου, τοῦ ὑπὲρ φύσιν σαρκωθέντος καὶ τεχθέντος, ἵνα ἡμᾶς λυτρώσῃς τῆς πλάνης, καὶ δείξῃς ἀπλανῶς τοῖς βουλομένοις διοδεύειν τὴν ὁδὸν τοῦ μαρτυρίου, ἣν οἱ Ἀθληταὶ ἐβάδισαν, σὲ ἀνυμνοῦντες τὸν ἐν ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Η πραγματική Αγάπη

Αυτό είναι η αγάπη του Χριστού προς τον άνθρωπο: η λύτρωση από τον θάνατο. Λέει η δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 22, 39). Πότε
αγαπούμε λοιπόν πραγματικά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την αμαρτία του, από την κόλαση... αυτή είναι η γνήσια αγάπη προς τον άνθρωπο. Απατά εαυτόν όποιος
νομίζει πώς αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατο του και όχι τον ίδιο. Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο
διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμη του- τότε τον αγαπά αληθινά.

Θα ρωτήσει κάποιος: και η αγάπη των γονέων προς τα τέκνα; Και η αγάπη του συζύγου προς την σύζυγο; Και η αγάπη του ανθρώπου προς την πατρίδα; Δεν είναι και αυτά
αγάπη; Τα ονομάζουμε βέβαια όλα αυτά αγάπη αλλά είναι άραγε έτσι; Όλα αυτά δεν έχουν ίχνος αγάπης εάν δεν είναι ο Χριστός η δύναμη εκείνη μέσα από την οποία αγαπάμε.

Αν ο πατέρας δεν αγαπά τα τέκνα του με την αγάπη του Χριστού, αν δεν τα παιδαγωγεί στο αγαθό, αν δεν τα οδηγεί στον ίσιο δρόμο, αν δεν τα διδάσκει να σωθούν από την
αμαρτία, παρά μονάχα τα χαϊδεύει και τα κολακεύει, τότε τα μισεί και τα φονεύει. Αν πάλι, ο σύζυγος αγαπά την σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ο φονιάς της. Έτσι συμβαίνει με
κάθε γήινη, σαρκική αγάπη.

Η ελπίδα και η εμπιστοσύνη στον Θεό

Είναι πολύ αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, το να μην εμπιστευώμαστε τον εαυτόν μας, όπως είπαμε παρόλα αυτά, εάν απελπισθούμε μόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι του εαυτού
μας, βέβαια, ή τραπούμε σε φυγή, ή θα νικηθούμε, και θα κυριευθούμε από τους εχθρούς. Γι' αυτό, κοντά στη ολοκληρωτική απάρνησι του εαυτού μας, χρειάζεται ακόμη και η πλήρης ελπίδα και εμπιστοσύνη
στο Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν μόνο κάθε καλόν και κάθε βοήθεια και νίκη.

Γιατί, καθώς από τον εαυτό μας, όπου είμαστε το τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιμένουμε, παρά γκρεμίσματα και πτώσεις, για τα οποία και πρέπει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας τελείως, κατά
αυτό τον τρόπο θα απολαύσουμε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αμέσως μόλις οπλίσουμε την καρδιά μας με μίαν ζωντανή ελπίδα σε αυτόν, ότι θα λάβουμε την βοήθειά του σύμφωνα με εκείνο το
ψαλμικό «σ' αυτόν έλπισε η καρδιά μου και βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9).

Αυτήν την ελπίδα, μαζί και βοήθεια, μπορούμε να πετύχουμε για τέσσερις λόγους.

α) Γιατί την ζητάμε από ένα Θεό, ο οποίος με το να είναι Παντοδύναμος, ό,τι θέλει μπορεί να το κάνη και στη συνέχεια μπορεί να βοηθήση και μας.

β) Γιατί, την ζητάμε από ένα Θεό ο οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει με πλήρη τελειότητα, και επομένως γνωρίζει όλο εκείνο που ταιριάζει στη σωτηρία μας.

γ) Γιατί ζητάμε αυτή την βοήθεια, από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι ατέλειωτα αγαθός, με μία αγάπη και θέλησι που δεν περιγράφεται, είναι πάντα έτοιμος για να δώση από ώρα σε ώρα, και από στιγμή
σε στιγμή, όλη τη βοήθεια που μας χρειάζεται, για την πνευματική και ολοκληρωτική νίκη του εαυτού μας, αμέσως όταν τρέξουμε στην αγκαλιά του με σταθερή ελπίδα.

Και Πως είναι δυνατόν, ο καλός εκείνος Ποιμένας μας, που έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαμένο πρόβατο, με τόσο δυνατές φωνές, που βράχνιασε ο λάρυγκας, που περπάτησε δρόμο τόσο
κοπιαστικό και ακανθώδη, που έχυσε όλο του το αίμα και έδωσε τη ζωή, Πως είναι δυνατόν, λέω, τώρα που αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και με επιθυμία φωνάζει, και τον παρακαλεί, να μη γυρίση
σε αυτό τους οφθαλμούς του;

Πως μπορεί να μην το ακούση; και να μην το βάλη στους θείους του ώμους, κάνοντας γιορτή με όλους τους Αγγέλους του ουρανού; και αν ο Θεός μας δεν παύει από το να γυρεύη με μεγάλη επιμέλεια
και αγάπη, να βρή κατά την ευαγγελική παραβολή, τη χαμένη δραχμή, τον τυφλό και κωφό αμαρτωλό, Πως γίνεται τώρα να εγκαταλείψη αυτόν, που σαν χαμένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του
Ποιμένα; και ποιός θα πιστέψη ποτέ, Πως ο Θεός, που χτυπάει πάντα την καρδιά του ανθρώπου, επιθυμώντας να μπή μέσα και να δειπνήση, σύμφωνα με την ιερή Αποκάλυψι, δίνοντας σε αυτόν τα
χαρίσματά του, ότι, όταν του ανοίγη την καρδιά ο άνθρωπος και τον προσκαλή, αυτός θα έπρεπε να κάνη με την θέλησί του τον κωφό και να μη θέλη να μπή;

Ο δ τρόπος για ν αποκτήση κάποιος αυτήν την στο Θεόν ελπίδα και βοήθεια, είναι το να τρέξη με την μνήμη του στην αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα μέρη μας δείχνουν φανερά, ότι δεν έμεινε
ποτέ ντροπιασμένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό. «Κοιτάξτε τις αρχαίες γενεές και στοχασθήτε ποιός εμπιστεύθηκε στον Κύριο και καταντροπιάσθηκε;» (Σειράχ 2,9).

Με τα τέσσαρα λοιπόν αυτά όπλα οπλίσου, αδελφέ μου. Και άρχισε το έργο, και πολέμησε για να νικήσης και βέβαια από αυτά θα αποκτήσης, όχι μόνον την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό, αλλά και
την ολοκληρωτική απελπισία στον εαυτό σου, για την οποία δεν παραλείπω να σου υπενθυμίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, ότι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώσι της επειδή, στον άνθρωπο είναι τόσον πολύ
προσκολλημένη η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι και τόσο λεπτή, που σχεδόν πάντα ζη κρυφά μέσα στην καρδιά μας, και μας φαίνεται Πως δεν έχομε εμπιστοσύνη στον
εαυτό μας και έχομε ελπίδα στο Θεό. Οπότε, για να φεύγης εσύ, όσο μπορείς, αυτή την μάταιη υπόληψι, και να εργάζεσαι με την έλλειψι επιστοσύνης στον εαυτό σου και με την ελπίδα στο Θεό, είναι ανάγκη
να προπορεύεται η σκέψις της αδυναμίας σου, πιο πριν από την σκέψη της παντοδυναμίας του Θεού, και πάλι αυτές οι δυό μαζί να προπορεύωνται πριν από κάθε μας πράξι.

Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, η θαυματουργή

Η Οσία Ματρώνα ονομαζόταν, αρχικά, Μαρία και γεννήθηκε στο χωριό Βολισσός της Χίου από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, τον Λέοντα και την Άννα. Έξι άλλες αδελφές της Μαρίας, μεγαλύτερες της, παντρεύτηκαν η μία μετά την άλλη, περιζήτητες νύφες για την ομορφιά, την ανατροφή και για την καλή προίκα τους. Η μικρότερη αφοσιώθηκε στη μελέτη των θείων και ασχολείτο θερμά με φιλανθρωπικά καθήκοντα. Έτσι θέλησε να ακολουθήσει άλλο δρόμο. Η τακτική επαφή της με τις καλογριές των γυναικείων μοναστηριών του νησιού, έκανε τη Μαρία να ποθήσει την αγνή μοναχική ζωή. Αλλά η αγάπη προς τους γονείς της, τη συγκρατούσε στο πατρικό της σπίτι. Όταν όμως αυτοί πέθαναν η Μαρία δοκίμασε τη μοναχική ζωή κοντά σε μια ευσεβή χήρα, που ασκήτευε με τις δύο θυγατέρες της. Μετά απ' αυτή τη μοναχική εμπειρία, αποφάσισε να προσχωρήσει στις μοναχικές τάξεις. Χειροτονήθηκε λοιπόν μοναχή και μετονομάσθηκε Ματρώνα. Η διαγωγή της μέσα στη μικρή αδελφότητα ήταν άριστη. Η διάθεση της πάντοτε αγαθή, φιλάδελφη, ταπεινή και εγκάρδια. Μάλιστα, από τα έσοδα της πώλησης της περιουσίας της, κτίστηκε στο μοναστήρι ωραιότατος ναός. Μετά από κάποιο χρόνο, πέθανε η γυναίκα που κοντά της η Ματρώνα γυμνάστηκε στη μοναχική ζωή. Τότε όλες οι μοναχές από κοινού, εξέλεξαν ηγουμένη -παρά τη θέληση της- τη Ματρώνα. Υπό τις οδηγίες της η αδελφότητα ζούσε με πολλή εγκράτεια, υπακοή και ευσέβεια. Το 1462 η Ματρώνα πέθανε, αφού έζησε ζωή πραγματικά αγία. (Άλλες πηγές υπολογίζουν τον χρόνο κοιμήσεως της Αγίας 100 περίπου χρόνια πριν το 1462, διότι η πρώτη βιογραφία της γράφτηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Νείλο (1357).

Σημείωση: Επειδή στα γυναικεία μοναστήρια συνήθιζαν να λέγουν την ηγουμένη κυρά, επικράτησε μέχρι και σήμερα να καλούμε την Οσία Ματρώνα, Αγία Κυρά και από αυτό προέρχονται και τα ονόματα Κυράτσω και Κερασιά που εορτάζουν σήμερα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἀκολουθήσασα, κόσμου τερπνότητα, Ὁσία ἔλιπες, καὶ ἐμιμήσω ἐν σαρκί, Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν· ὅθεν ταῖς τοῦ Πνεύματος, δωρεαῖς κατεφαίδρυνας, τὴν ἐνεγκαμένην σε, νῆσον Χίον πανεύφημε· διὸ χαρμονικῶς ἐκβοᾷ σοι· χαίροις Ματρῶνα πανολβία.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’.
Οὐδαμῶς τὸ θῆλύ σοι, ἐμποδὼν ὤφθη Ματρῶνα, πρὸς τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἀγῶνας ὄντως καὶ ἄθλους· ᾔσχυνας, διὸ τὸν μέγαν νοῦν θεοφόρε· εὔφρανας, τὸ γυναικεῖον μεγάλως γένος, τὸ ἐκείνου ταῖς σαῖς νίκαις, προσαφελοῦσα τῆς ἥττης ὄνειδος.

Μεγαλυνάριον
Ἔβλυσας ἱδρῶτας ἀσκητικούς, ἐν τῇ Χίῳ Μῆτερ, ὡς καλλίκρουνός τις πηγή, ἐξ ὧν ἀπαντλοῦντες, Ματρῶνα μακαρία, παθῶν τῶν ψυχοφθόρων, ἐκκαθαιρόμεθα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Έχοντες Εικόνα σου την σεπτήν, ένδοξε Ματρώνα, ως προπύργιον οχυρόν προσφεύγομεν ταύτη, εν πάσι τοις κινδύνοις, και εκ παντοίας βλάβης, απολυτρούμεθα.

Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Οσίου Γερασίμου του Νέου Ασκητή, του Πελοποννήσιου

Ο Όσιος Γεράσιμος , γεννήθηκε το 1509 μ.Χ. στα Τρίκαλα της Κορινθίας. Καταγόταν από την επίσημη οικογένεια των Νοταράδων και ήταν γιος του Δημητρίου και της Καλής.

Από μικρός έλαβε χριστιανική και αρχοντική ανατροφή και διακρινόταν στο σχολείο για την ευστροφία και την ευφυΐα του μυαλού του. Ευγενική ψυχή ο Γεράσιμος, συμπαθούσε τους φτωχούς συμμαθητές του και τους βοηθούσε με κάθε τρόπο.

Όταν έφτασε σε ώριμη ηλικία, περιηγήθηκε διάφορα μέρη, όπως την Ζάκυνθο, την Κωνσταντινούπολη και τα γύρω απ' αύτη, το Άγιον Όρος, διάφορες Μονές της Ανατολής για να μείνει στην Ιερουσαλήμ. Εκεί υπηρέτησε σαν νεωκόρος για ένα χρόνο στον Ναό της Αναστάσεως και χειροτονήθηκε Διάκονος και αργότερα Πρεσβύτερος, από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό. Κατόπιν έφυγε και από 'κει και κατέληξε στην τοποθεσία Ομαλά της Κεφαλονιάς, όπου έκτισε γυναικείο Μοναστήρι και το ονόμασε Νέα Ιερουσαλήμ.

Στη Μονή αυτή λοιπόν, αφού έζησε ασκητικά και ανέπτυξε μεγάλες αρετές, βοηθώντας πνευματικά και υλικά τους κατοίκους της Κεφαλονιάς, απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου του 1579 μ.Χ., σε ηλικία περίπου 70 ετών.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε το 1580-81 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Αὐτόμελον.
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐχαρίστοις ᾄσμασι, τῶν Κεφαλλήνων ἡ νῆσος, προσκαλεῖται σήμερον, τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη, μέγιστον, νεοφανέντα ἀγκωμιάσαι, καύχημα, Ὀρθοδοξίας ἀναφανέντα, τὸν Γεράσιμον τὸν θεῖον, τὸν ῥύστην ταύτης ὁμοῦ καὶ πρόμαχον.

Μεγαλυνάριον
Τῆς ὁμολογίας Χριστιανῶν, ἔθετό σε σὲ στῦλον, ἀδιάσειστον ὀ Θεός, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεράσιμε δοὺς πᾶσι, τοῖς ἐναντίοις λίθον, δεινοῦ προσκόμματος.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Αρτέμιος ο Μεγαλομάρτυρας

Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν διακεκριμένος πολιτικός του Βυζαντίου και ευσεβέστατος χριστιανός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τα ηθικά και πολιτικά του χαρίσματα, του έδωσε το αξίωμα του πατρικίου και τον διόρισε Δούκα και Αυγουστάλιο της Αλεξανδρείας.

Το 357 μ.Χ. πηγαίνει στην Πάτρα, κατ' εντολή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να παραλάβει τα σεπτά λείψανα του Αγίου Ανδρέα και να τα ανακομίσει στον νεόκτιστο Ναό των Αγίων αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη (3 Μαρτίου 357 μ.Χ.).

Κατά την διαμονή του στην Πάτρα και με την επίβλεψη του κατασκεύασε υδραγωγείο. Στρατοπεδευμένος στην περιοχή της Μονής Γηροκομείου ελεούσε και βοηθούσε πλήθος αναξιοπαθούντων και κυρίως γερόντων, γεγονός που δικαιολογεί την τοπωνυμία Γηροκομείο.

Όταν, το 363 μ.Χ., ο Αρτέμιος άκουσε ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βασάνιζε τους χριστιανούς στην Αντιόχεια, ήλθαν στα χείλη του τα λόγια του ψαλμωδού Δαβίδ προς το Θεό: «Κύριε, πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με» (Ψαλμός Ν' (50), στ. 14). Κύριε, στήριξε με με σκέψεις σταθερές και θέληση ισχυρή, που να κυριαρχεί μέσα μου και να με κατευθύνει στην υπεράσπιση του αγαθού με θάρρος.

Πράγματι, ο Αρτέμιος, με τη δύναμη που του έδωσε ο Θεός, πήγε αμέσως στην Αντιόχεια και με παρρησία ήλεγξε ευθέως τον Ιουλιανό για τις παρανομίες του κατά των χριστιανών. Ο Ιουλιανός, που δεν περίμενε τέτοια στάση από αξιωματούχο, τον συνέλαβε και τον μαστίγωσε αλύπητα. Έπειτα του έσπασε τα κόκαλα με πέτρες, και τελικά τον αποκεφάλισε. Το Ιερό λείψανο του Αρτεμίου παρέλαβε κάποια διακόνισσα, η Αρίστη, που το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό του προφήτου Προδρόμου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσέβειας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικοὺς παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Εὐσεβείας ἐμπρέπων τοῖς κατορθώμασι, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκλείας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀρτέμιε· ὅθεν πηγάζων δαψιλῶς, ἰαμάτων δωρεάς, τὸ πάθος ἐντεροκήλης, ὡς συμπαθὴς θεραπεύεις, τῶν προστρεχόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀριστέα τοῦ Σωτῆρος πολυθαύμαστον Καὶ παροχέα ἰαμάτων πλουσιόδωρον Ἀνυμνοῦμέν σε προφρόνως Μεγαλομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πέλων ἰατὴρ τῆς κήλης ἄριστος, Ἀσινῆ με ἐκ τῆς βλάβης ταύτης φύλαττε, Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Μάρτυς Ἀρτέμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐσεβῆ καὶ στεφηφόροv Μάρτυρα, τὸν κατ' ἐχθρῶν νίκης ἀράμενον τρόπαια, συvελθόντες ἐπαξίως vῦν, ἐν ὑμνωδίαις εὐφημήσωμεv, Ἀρτέμιον τὸν μέγιστον ἐν Μάρτυσι, θαυμάτων τε δοτῆρα πλουσιώτατον, πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τὸν στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀήττητον, καὶ καθαιρέτην τοῦ ἐχθροῦ γενναιότατον, τὸν ἐν μεγίστοις τέρασιν ἐκλάμψαντα, ἅπαντες Ἀρτέμιον, εὐφημήσωμεν πίστει· βρύει γὰρ ἰάματα, τοῖς προστρέχουσι πόθῳ, καὶ καταπαύει πάθη χαλεπά, καὶ τῶν ἐν θλίψει ἀνθρώπων προΐσταται.

Ὁ Οἶκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνας ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν Ἀθλοφόρε, ἢ τοὺς πόνους τοὺς σούς, οὓς περ ἀνδρείως ὑπέμεινας, διὰ τῆς πίστεως τοῦ Κυρίου, καὶ τῆς χάριτος ἧς περ κατηξιώθης; οὐκ ἐξαρκεῖ διηγήσασθαι στόμα ἀνθρώπινον· σοφίαν γὰρ ἐνδεδυμένος καὶ ἀνδρείαν, τὸν πλοῦτον ἐμίσησας καὶ τὴν ἀξίαν τὴν πρόσκαιρον, στρατιώτης φανεὶς γνησιώτατος. Καὶ νῦν πρεσβεύεις Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών, τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε ἐνδόξως· διὸ παντοίας βλάβης, ῥύου τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἰαμάτων, τὸν πολλύρρυτον ποταμόν, τῆς ἐντεροκήλης, τὸν θεῖον ἰατῆρα, Ἀρτέμιον τὸν μέγαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Η αμέλεια των γονέων για τα παιδιά τους...

Συχνά οι γονείς παραμελούν την ψυχική μόρφωση των παιδιών.

Κάθε πατέρας προκειμένου να εκπαιδεύσει τα παιδιά του στις καλές τέχνες, στα γράμματα και στη ρητορική καταβάλλει κάθε προσπάθεια, για τη μόρφωση όμως της ψυχής του κανείς δεν φροντίζει.

Όταν το παιδί είναι άρρωστο στο σώμα, κανείς δεν αρνείται να το στείλει σε μακρινό ταξίδι για να θεραπεύσει την αρρώστια του. Όταν όμως πάσχει η ψυχή, κανείς δεν ασχολείται με αυτή, αλλά
όλοι χάνουμε το θάρρος μας, όλοι αδιαφορούμε, όλοι αμελούμε!

Ποιά απολογία θα έχουν εκείνοι στους οποίους έχουν εμπιστευθεί τα λογικά πρόβατα, και που δείχνουν μεγάλη αμέλεια, και ενώ κάθε μέρα βλέπουν άλλα μεν να τα κατασφάζουν - όπως λέει ο
προφήτης - άλλα να κατασπαράζονται από τα θηρία, άλλα δε να κλέβονται απο άλλους, κι όμως να μην θέλουν να φροντίζουν καθόλου γι' αυτά;

Βλέπεις τον γιό σου να βρίζει τον Δημιουργό του και δεν δυσανασχετείς, πες μου, ούτε τον φοβερίζεις και τον επιπλήττεις, και αυτά ενώ γνωρίζεις ότι αυτή την πράξη και ο ίδιος ο Θεός την
εμποδίζει, όχι επειδή ζημιώνεται αυτός που βρίζεται (γιατί ο Θεός είναι αιώνιος), αλλά για την δική του σωτηρία; Γιατί εκείνος που δείχνει αχαριστία και αναισθησία απέναντι του Θεού, πολύ
περισσότερο θα τολμήσει να προσβάλει τον πατέρα του αλλά και την δική του ψυχή.

Και τον Ιώβ, όπως τον επαίνεσε η Αγία Γραφή για τις άλλες αρετές του, ότι δηλαδή ήταν δίκαιος και ειλικρινής και ευσεβής, έτσι τον επαίνεσε και για την επιμελή αγωγή των παιδιών του. Αυτή δε
η επιμέλεια συνίστατο όχι στο να συγκεντρώνει χρυσάφι γι' αυτά, ούτε να τα κάνει ένδοξα και φημισμένα, αλλά σε τί; Άκουσε την Αγία Γραφή που λέει: «όταν τελείωσαν οι μέρες του συμποσίου
τους, έστειλε ο Ιώβ ανθρώπους και τα εκαθάριζε, και αφού σηκωνόταν το πρωί, προσέφερε γι' αυτά θυσία τόσα σφάγια, όσα ήταν και τα παιδιά του, και επιπλέον ένα μοσχάρι για τις αμαρτίες τους,
ώστε να εξαγνισθούν οι ψυχές τους. Γιατί σκεφτόταν μόνος του ο Ιώβ» μήπως τα παιδιά μου σχημάτισαν στην ψυχή τους εχθρικές διαθέσεις για τον Θεό;

Τί θα έχουμε λοιπόν εμείς να απολογηθούμε που τολμούμε να δείξουμε τόση αμέλεια για τα παιδιά μας; Γιατί, αν ο Ιώβ, που έζησε πριν από την εποχή της Χάριτος, πριν από τον νόμο της Καινής
Διαθήκης, αυτός που δεν διδάχτηκε από κανέναν, εφρόντιζε τόσο πολύ για τα παιδιά του, ώστε να τρέμει ακόμη και για αμαρτήματα που δεν είχαν εκδηλωθεί, ποιος λοιπόν θα σώσει εμάς που
πλέουμε μέσα στη Θεία Χάρη, που είχαμε την τύχη να ακούσουμε τόσους και τόσους δασκάλους, που έχουμε τέτοια παραδείγματα και δεχθήκαμε τόσες και τόσες συμβουλές, και εν τούτοις όχι
μόνον δεν φοβούμαστε τα κρυφά αμαρτήματα, αλλά περιφρονούμε και τα φανερά, και όχι μόνο τα περιφρονούμε, αλλά και διώχνουμε αυτούς που θέλουν να τα διορθώσουν;

Ας μην παραμελούμε λοιπόν τα παιδιά, γνωρίζοντας ότι, όταν είναι εντάξει απέναντι του Θεού, και σ' αυτή την ζωή θα προκόψουν και θα δοξασθούν. Γιατί αυτόν που ζει με αρετή και καλωσύνη, όλοι
τον σέβονται και τον τιμούν, έστω κι αν είναι πιο φτωχός από όλους. Όπως και τον πονηρό τον αποστρέφονται και τον μισούν, ακόμη κι αν έχει άφθονα πλούτη. Ώστε αυτοί που παραμελούν τα
παιδιά τους, κι αν ακόμη είναι αγαθοί και μετριοπαθείς, για την αμαρτία αυτή θα υποστούν τη χειρότερη τιμωρία.

Εκείνες οι μητέρες που δεν ανατρέφουν τα παιδιά τους με την ευσεβή ανατροφή κατά τον απόστολο Παύλο είναι περισσότερο παιδοκτόνοι παρά μητέρες. Αυτό δεν το λέγω μόνο προς τις
γυναίκες αλλά και προς τους άνδρες. Γιατί πολλές φορές και πολλοί πατέρες κάνουν και διαπραγματεύονται τα πάντα, για να αποκτήσει ο γιος τους καλό άλογο, λαμπρό σπίτι και ακριβό
χωράφι, ενώ για να αποκτήσει καλή ψυχή και ευσεβή διάθεση, δεν κάνουν τίποτε.

Και αυτό είναι που ανατρέπει όλη την οικουμένη, το ότι δηλαδή αμελούμε τα παιδιά μας, και για μεν τα κτήματα τους φροντίζουμε με επιμέλεια, αδιαφορούμε όμως για την ψυχή τους. Πρέπει
λοιπόν να προσέχουμε όχι πως θα τα κάνουμε πλούσια σε ασήμι και χρυσάφι και τα παρόμοια, αλλά πως θα γίνουν πιο πλούσια από όλους στην ευσέβεια, στην πνευματική ζωή και στην
απόκτηση της αρετής, πώς να μην χρειάζονται πολλά, πώς να μην κυριεύονται από τα βιοτικά και τις επιθυμίες της νεότητας. Ακόμη πρέπει να προσέχουμε με ακρίβεια το χρόνο των εισόδων στο
σπίτι και των εξόδων απ' αυτό, τους τόπους της παραμονής τους, τις συναναστροφές τους, αφού γνωρίζουμε ότι, αν τα αμελούμε αυτά, δεν θα έχουμε καμία συγχώρηση από τον Θεό.

Και από τα ζώα, τα παιδιά τα εκτιμούμε λιγότερο, και περισσότερο φροντίζουμε για τους όνους και τους ίππους παρά για τα παιδιά μας. Και αν μεν κάποιος έχει ημίονο, φροντίζει πολύ, ώστε να βρει
άριστο οδηγό, και όχι ανόητο, ούτε κλέφτη, ούτε μέθυσο, ούτε άπειρο στην τέχνη. Όταν όμως χρειαστεί να αναθέσουμε τη διαπαιδαγώγηση της ψυχής του παιδιού σε ένα παιδαγωγό, απλά και
όπως έτυχε εκλέγουμε αυτόν που θα παρουσιαστεί μπροστά μας.

Zoom in (real dimensions: 908 x 29)Εικόνα

Γι' αυτό σας παρακαλώ, να απλώνουμε χέρι βοήθειας στα παιδιά μας, για να μην έχουμε εμείς την ευθύνη για τις πράξεις τους. Ή δεν γνωρίζετε τι έπαθε ο γέροντας Ηλεί επειδή δε διόρθωνε όπως
έπρεπε τα ελαττώματα των παιδιών του; Γιατί όταν υπάρχει κάποια αρρώστια που έχει ανάγκη χειρουργικής επεμβάσεως, αν ο γιατρός θελήσει να την θεραπεύσει με πλύση, κάνει αμέσως την
αρρώστια αθεράπευτη, εφόσον δεν εφαρμόζει την πρέπουσα θεραπεία. Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο και εκείνος ο γέροντας, ενώ όφειλε να τιμωρήσει τα παιδιά του ανάλογα με τα παραπτώματα τους,
επειδή μεταχειρίστηκε μεγάλη επιείκεια απέναντι τους, τιμωρήθηκε κι αυτός μαζί τους. Αφού φοβηθούμε λοιπόν, σας παρακαλώ, απ΄ αυτό το παράδειγμα, όσοι έχουμε παιδιά ας φροντίζουμε
για την ανατροφή τους και γενικά ο καθένας ας φροντίζει για κείνους με τους οποίους συγκατοικεί.

Αίτιοι της ασυδοσίας των νέων είναι οι γονείς που τους αφήνουν για πολύ χρόνο να γυρίζουν αχαλίνωτοι και έρημοι από σωφροσύνη, να καταντροπιάζονται με την πορνεία και τα τυχερά
παιχνίδια και τις διασκεδάσεις στα παράνομα θέατρα.

Ο λόγος για τον οποίο η κακία δύσκολα ξεριζώνεται από την ψυχή, είναι ότι κανείς δεν φροντίζει με επιμέλεια για τα παιδιά του, κανείς δεν διαλέγεται μαζί τους για την αγνότητα, κανείς για την
σεμνότητα, κανείς για την καταφρόνηση των χρημάτων και της δόξας, κανείς για τις θείες εντολές που περιέχονται μέσα στην Αγία Γραφή.

Γι' αυτό σας παρακαλώ και σας ικετεύω να φροντίζετε πολύ για τα παιδιά σας και παντού να επιδιώκετε τη σωτηρία της ψυχής τους.

Αν οι πατέρες διέπλασσαν με προσοχή τα παιδιά τους, δεν θα χρειάζονταν ούτε νόμοι, ούτε δικαστήρια, ούτε τιμωρίες και βασανιστήρια και δημόσιες εκτελέσεις. Γιατί λέγει η Γραφή: «ο
νόμος δεν ορίσθηκε και δεν έχει ισχύ για το δίκαιο». Επειδή όμως τα παραμελούμε, γι΄ αυτό τα περιτριγυρίζουμε με μεγαλύτερα κακά, τα παραδίνουμε στα χέρια των δημίων και τα σπρώχνουμε
συνεχώς προς τον γκρεμό. Γιατί όπως λέει η Αγία Γραφή: «εκείνος που παραχαϊδεύει τον γιό του, θα επιδέσει τις πληγές του.» Τί σημαίνει ο «περιψύχων»; Εκείνος που τον λυπάται, τον κολακεύει,
τον περιποιείται υπερβολικά. Επειδή ο γιος χρειάζεται αυστηρότητα, φροντίδα και φοβέρες. Αυτά τα λέω, όχι για να είμαστε σκληροί στα παιδιά αλλά για να μην τους δίνουμε την εντύπωση ότι
είμαστε άξιοι περιφρονήσεως.

Διότι αν η γυναίκα πρέπει να φοβάται τον άνδρα, πολύ περισσότερο το παιδί τον πατέρα. Και μη μου λες ότι «είναι αδύνατο να επιβληθεί κανείς στους νέους». Αλλά το κακό οφείλεται στην δική
μας αδιαφορία και στο ότι δεν τα οδηγούμε στην ευσέβεια από την αρχή και από την πρώτη τους παιδική ηλικία. Γιατί αν και στο σπίτι σας άκουγαν να συζητάτε για την πνευματική ζωή συνεχώς
και να τα συμβουλεύετε τα πρέποντα, γρήγορα τα καλά αυτά σπέρματα θα έφερναν πλούσιο καρπό.

Όμως τίποτα από αυτά δεν κάνουμε, αλλά τα αναγκαία τα θεωρούμε πάρεργα. Και αν τα συμβουλέψει κανείς αυτά, προκαλεί αμέσως το γέλιο, γι΄ αυτό έχουν γίνει όλα άνω κάτω, και
αυτούς που δεν σωφρονίζουν οι γονείς, τους τιμωρούν οι κοσμικοί νόμοι.

Αιτία όλων των κακών είναι η αμέλεια των γονέων. Ποια ανάγκη - λέει - έχουν τα παιδιά μας από φιλοσοφημένη ζωή και προσεκτική συμπεριφορά; Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που κατέστρεψε τα
πάντα, το ότι δηλαδή θεωρούμε περιττό και δευτερεύον ένα πράγμα τόσο αναγκαίο, που συγκρατεί τη ζωή μας.

Και τολμούν, μετά από τα λόγια αυτά που λένε, να ονομάζουν τους εαυτούς τους πατέρες!

Η ψύχρανση του πνευματικού ζήλου και οι αιτίες της

ΦΟΒΑΣΑΙ. Αμφιβάλεις αν θα καταφέρεις να ολοκληρώσεις την προσπάθειά σου, μολονότι έκανες μια φιλότιμη αρχή. Ναι, πρέπει να το φοβάσαι αυτό, γιατί ,καθώς είμαστε συχνά άστατοι, προκαλούμε βλάβη στον εαυτό μας. Μη στηρίζεσαι στις δυνάμεις σου. Απόθεσε κάθε ελπίδα σου στον Θεό. Από την ανησυχία και το φόβο της αποτυχίας όχι μόνο δεν θα ζημιωθείς, αλλ’ απεναντίας και θα ωφεληθείς, αν ,πρώτον, δεν απελπιστείς και, δεύτερον, ακουμπήσεις και στηριχθείς στον παντοδύναμο Κύριο. Διατήρησε αυτή την καλή ανησυχία. Να φοβάσαι μήπως λυπήσεις τον αγαπημένο σου Κύριο. Και να σκέφτεσαι πως αύριο έρχεται ο θάνατος. Αργότερα, την ανησυχία θα την αντικαταστήσει η στέρεη ελπίδα της σωτηρίας.

Προς το παρόν όμως, μην την αποδιώξεις. Σου χρειάζεται . Θα πυροδοτεί τον ενθουσιασμό σου, θα σε απομακρύνει από επιβλαβείς αδυναμίες και θα σε παρακινεί σε ακατάπαυστη καρδιακή ικεσία: « Κύριε, βοηθησέ με! Κύριε σώσε με! Και σώσε με, την ανάξια, με τον τρόπο που Εσύ ξέρεις!». Αυτή είναι η έμπονη συντριβή της καρδιάς ενώπιον του Κυρίου. Οι εχθροί, τόσο οι εσωτερικοί όσο και εξωτερικοί, είναι ισχυροί. Δεν ξέρεις τι θύελλες θα ξεσπάσουν απ’ έξω και μέσα σου. Κάθε στιγμή μπορεί να παραπατήσεις και να πέσεις. Γι’ αυτό μη σταματάς, να κραυγάζεις, «Κύριε, σώσε με!», με καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ ( Ψαλμ.50:19 )˙ γιατί μια τέτοια καρδιά ο Θεός ποτέ δεν την περιφρονεί. Μην το ξεχάσεις: Όποιος έχει αμετάπτωτο το βίωμα της έμπονης συντριβής ενώπιον του Κυρίου, βίωμα που προέρχεται από την επίγνωση των κινδύνων και των δυσκολιών της πνευματικής ζωής, αυτός βρίσκεται στον σωστό δρόμο.

“Να δώσει ο Θεός”, γράφεις, “ ώστε ο τωρινός πνευματικός μου ζήλος να μην καταπέσει αργότερα”. Να δώσει ο Θεός, ναι, ώστε ο πνευματικός σου ζήλος να μην καταπέσει όχι αργότερα, αλλά ποτέ! Όταν υπάρχει αυτός ο ζήλος , υπάρχει πνευματική ζωή˙ όταν δεν υπάρχει ο ζήλος, ούτε πνευματική ζωή υπάρχει. Η εξάτμιση του πνευματικού ζήλου συνεπάγεται διακοπή της πνευματικής αναπνοής και ανακοπή της πνευματικής καρδιάς. Το πνεύμα είτε πεθαίνει είτε αδρανεί. Γι’ αυτό, το πρώτο μέλημα του ανθρώπου που μπαίνει στο δρόμο του Θεού, πρέπει να είναι η διατήρηση με κάθε δυνατό τρόπο του ζήλου, της προθυμίας , της φιλοτιμίας και της φιλοπονίας. Ο πνευματικός ζήλος και η έμπονη συντριβή ενώπιον του Κυρίου, για την οποία έγραψα πιο πάνω, είναι τα θεμέλια της πνευματικής ζωής, η ασπίδα της και ο προμαχώνας της. Αντίθετα, ο μεγαλύτερος εχθρός της είναι η ψύχρανση του ζήλου. Φοβερό πράγμα! Πρέπει να ξέρεις, ωστόσο, πως η ψύχρανση αυτή δεν είναι σε κάθε περίπτωση οριστική ούτε αυτόχρημα καταστροφική. Πολλές φορές ακολουθεί είτε μιάν αλόγιστη υπερένταση των δυνάμεων της ψυχής είτε μιάν ασθένεια του σώματος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρόκειται για κατάσταση μόνιμη και επιβλαβή, όπως, απεναντίας, συμβαίνει, όταν η ψύχρανση ακολουθεί την εκούσια απόρριψη της ευσέβειας και την ενσυνείδητη επιλογή της ασέβειας, παρά την αντίθεση και την διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Τότε είναι που το πνεύμα νεκρώνεται και η πνευματική ζωή τερματίζεται. Αυτό το ενδεχόμενο να φοβάσαι πάνω απ’ όλα, να το φοβάσαι σαν τη φωτιά και σαν το θάνατο.

Και να θυμάσαι πως είναι το πρώτο ολέθριο επακόλουθο της απώλειας, πρώτον, της προσοχής και, δεύτερον ,του θείου φόβου. Αν λοιπόν, πάντοτε προσέχεις τον εαυτό σου και φοβάσαι τον Θεό, θα διατηρήσεις ζωντανό και θερμό τον πνευματικό σου ζήλο. Όσο για τις ακούσιες και φευγαλέες ψυχράνσεις του ζήλου, που οφείλονται σε ψυχική κόπωση η σωματική ασθένεια, υπάρχει ένας κανόνας: Να υπομένεις και να εκτελείς με συνέπεια τα έργα του Θεού έστω και τυπικά μόνο, δίχως ψυχική συμμετοχή. Χάρη στην καρτερία και την εμμονή σου, σύντομα η ψυχρότητα θα ξαναδώσει τη θέση της στην θέρμη…

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Προφήτης Ἰωήλ

Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Ἦταν γιὸς τοῦ Βαθουήλ, ἀπὸ τὴ φυλὴ Ρουβὴμ (αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι σαφές, διότι ἄλλοι τὸν θέλουν καταγόμενο ἀπὸ τὴν φυλὴ Γάδ), καὶ προφήτευσε ὅταν βασιλιὰς στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ Ἰωᾶς (878 – 838 π.Χ).
Τὸ προφητικό του βιβλίο, ἔχει λεχθεῖ ὅτι τὸ διακρίνει ὕφος ποιητικότατο, περίκομψο, ζωηρὸ καὶ ἀποτελεῖ κόσμημα τῆς ἑβραϊκῆς φιλολογίας. Νὰ τί λέει περὶ μετανοίας: «Καὶ νῦν λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπιστράφητε πρὸς μὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ καὶ διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν , ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστι, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος». Καὶ τώρα, λέει ὁ Κύριος καὶ Θεός σας: Ἐπιστρέψτε μὲ μετάνοια σ’ ἐμένα μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, μὲ νηστεία καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας. Σχίστε τὶς καρδιές σας ἀπὸ πόνο μετανοίας καὶ συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς σας, καὶ ὄχι τὰ ἐνδύματά σας. Ἐπιστρέψτε στὸν Κύριο καὶ Θεό σας, διότι αὐτὸς εἶναι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ προφητικὸ βιβλίο τοῦ Ἰωήλ, ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία κεφάλαια, ποὺ ἐκεῖ μέσα προφητεύει τὴν ἔκχυση τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. στ’ 17) στὴν χριστιανικὴ ἐκκλησία, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Ὁ προφήτης Ἰωὴλ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Ὁρισμένοι Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνουν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 31η Μαρτίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπνουν κειμήλιον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, Προφήτης θεόληπτος, ὤφθης σοφέ, Ἰωήλ, ἑλλάμψει τοῦ Πνεύματος· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἡ πηγὴ ὡς προέφης, ἔβλυσε τοῖς ἐν κόσμῳ, ἐκ τοῦ οἴκου Κυρίου· ἧς νῦν καταπολαύοντες, πόθῳ τιμῶμέν σε.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, νοητῶς θεώρησας, ἐδέξω Ἰωήλ, τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν· τὸ Πνεῦμα γὰρ τὸ Ἅγιον, ὥσπερ ἔφης ἐκκέχυται, κατ’ ἐνέργειαν, εἰς πᾶσαν σάρκα Προφῆτα, τὴν πιστεύσασαν, τῷ ἐπὶ γῆς κενωθέντι, καὶ σὲ θαυμαστώσαντι.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθη ἀποστάζουσα γλυκασμόν, Ἰωὴλ Προφῆτα, σοῦ ἡ γλῶσσα προφητικόν· τὴν γὰρ ἐν τῷ Λόγῳ, ἀνάπλασιν τοῦ κόσμου, συμβολικῶς κηρύττει, δι’ ἧς ἐσώθημεν.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ

Ἐγγυημένη νίκη
Ἤδη εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐπιστρέφουν οἱ Ἑβδομήκοντα μαθητὲς ἀπὸ τὶς περιοδεῖες τους. Ὁ Κύριος τοὺς εἶχε ἀποστείλει ἀνὰ δύο γιὰ νὰ κηρύξουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἔδωσε συγκεκριμένες ὁδηγίες, ἀλλὰ καὶ εἰδικὴ Χάρη γιὰ νὰ ἐπιτελοῦν θαυμαστὰ σημεῖα. Ὅπου πήγαιναν, ὁμιλοῦσαν ἐξ ὀνόματος Ἐκείνου, καὶ ὅ,τι ἔπρατταν, τὸ ἔπρατταν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ὀνόματός Του, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς εἶχε πεῖ:
-Ὅποιος ἀκούει ἐσᾶς καὶ ὑπακούει σὲ σᾶς, ὑπακούει σὲ μένα. Κι ὅποιος παρακούει ἐσᾶς, παρακούει ἐμένα. Κι ἐκεῖνος ποὺ παρακούει ἐμένα, παρακούει τὸν Θεό, ποὺ μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο.
Ἀφοῦ τελείωσαν λοιπὸν τὴν περιοδεία τους, γεμάτοι χαρὰ ἐπέστρεψαν κοντά Του καὶ Τοῦ ἀνήγγειλαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἔζησαν:
-Κύριε, ἀκόμη καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται σὲ μᾶς μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματός Σου!
Τότε ὁ Κύριος ἀποκρίθηκε: «Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς μου ἀλλὰ καὶ τώρα εἰδικὰ ποὺ ξεκινήσατε κι ἐσεῖς τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ λαοῦ, ἔβλεπα τὸν σατανᾶ νὰ χάνει τὴν ἐξουσία του καὶ τὴ δύναμή του καὶ νὰ πέφτει συντριμμένος ἀπὸ τὸν οὐρανό, τόσο ἀπότομα καὶ φανερὰ καὶ μὲ τόσο πάταγο ὅπως πέφτει ἡ ἀστραπή.
Καὶ συμπλήρωσε: Ἰδού, ἐγὼ σᾶς δίνω τώρα «ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ», δηλαδὴ ἐξουσία γιὰ νὰ ὑπερβαίνετε κάθε εἴδους κίνδυνο ποὺ θὰ συναντήσετε, ὅπως εἶναι τὰ φίδια καὶ οἱ σκορπιοὶ ποὺ χύνουν θανατηφόρο δηλητήριο. Σᾶς δίνω ἐξουσία νὰ κατανικᾶτε ὅλη τὴ δύναμη ποὺ διαθέτει ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ σατανᾶς. Κι ἔτσι μὲ τίποτε δὲν θὰ σᾶς βλάψει.
Ἡ ἀδιάψευστη αὐτὴ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἠχοῦσε στὰ αὐτιὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κάθε φορὰ ποὺ ξεκινοῦσαν τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος καὶ μάλιστα ὅταν συναντοῦσαν ἐμπόδια καὶ δυσκολίες.
Κι ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς, ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ποὺ ἑορτάζει σήμερα, ἔζησε πολλὲς περιπέτειες καθὼς ὑπηρετοῦσε στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἴδιος συνέγραψε τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» καὶ διηγεῖται πολλὰ περιστατικὰ ποὺ φανερώνουν πῶς ὁ Παντοδύναμος Θεὸς προστάτευε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράδειγμα μὲ τὴν ὀχιὰ ποὺ δάγκωσε τὸ χέρι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲ ψυχραιμία καὶ πίστη τίναξε τὸ φίδι ἀπὸ ἐπάνω του καὶ δὲν ἔπαθε κανένα κακό! Ὁ ἔμπειρος ἰατρὸς Λουκᾶς ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας στὸ περιστατικὸ ἐκεῖνο καθὼς συνόδευε τὸν Παῦλο, ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν αἰχμάλωτο στὴ Ρώμη. Στὸ ταξίδι αὐτὸ ἦταν ποὺ συνέβη καὶ ἡ φοβερὴ τρικυμία καὶ τὸ ναυάγιο ὅπου σώθηκε ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καὶ μαζί του ὅλοι οἱ συνεπιβάτες του.
Ἂς μὴ μᾶς τρομάζουν λοιπὸν οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ. Ἂν ἀκολουθοῦμε τὸν Κύριο ὡς πιστοὶ μαθητές Του, Ἐκεῖνος θὰ μᾶς χαρίζει τὴ δύναμη νὰ ὑπερνικοῦμε κάθε δυσκολία. Εἰδικὰ ὅσοι διακονοῦν στὸ ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς, βλέπουν ὁλοφάνερη τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς παραμερίζονται τὰ ἐμπόδια γιὰ νὰ διαδίδεται τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου
Ἦταν ἔκδηλη ἡ χαρὰ τῶν Ἑβδομήκοντα μαθητῶν καὶ μεγάλος ὁ ἐνθουσιασμός τους καθὼς ἔβλεπαν ὅτι εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἐκδιώκουν ἀκόμη καὶ δαιμόνια. Ὡστόσο ὁ Κύριος γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὴν παγίδα τῆς ὑπερηφανείας τοὺς εἶπε:
-Μὴ χαίρεστε τόσο γιὰ τὸ ὅτι τὰ πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται σὲ σᾶς. Δὲν εἶναι αὐτὸ δικό σας κατόρθωμα· εἶναι χάρισμα ποὺ σᾶς ἔδωσα. Νὰ χαίρεστε περισσότερο, διότι τὰ ὀνόματά σας γράφτηκαν στοὺς οὐρανοὺς λόγῳ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐνάρετης ζωῆς σας.
Καὶ καθὼς τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Κύριος, τὴν ἴδια ὥρα ἔνιωσε πολὺ μεγάλη χαρὰ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς Του καὶ εἶπε: Σ’ εὐχαριστῶ, Πάτερ, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Σ’ εὐχαριστῶ, διότι ἐνεργώντας μὲ πανσοφία καὶ μὲ δικαιοσύνη ἀπέκρυψες τὶς μυστηριώδεις καὶ οὐράνιες αὐτὲς ἀλήθειες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι σοφοὶ καὶ συνετοί, καὶ τὶς φανέρωσες σὲ ἀνθρώπους ἁπλούς, ἄδολους καὶ ταπεινούς. Ναί, σ’ εὐχαριστῶ, Πάτερ, διότι αὐτό Σοῦ ἄρεσε καὶ τέτοια ὑπῆρξε ἡ ἀγαθὴ καὶ δίκαιη θέλησή Σου.
«Ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς»... Τί εἶναι αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔκανε τὸν Κύριο νὰ δοκιμάσει τόσο μεγάλη χαρά; Εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μαθητές Του ἀξιώθηκαν νὰ ὑπηρετοῦν στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Κι ὅπως ἕνας πατέρας χαίρεται μὲ τὶς ἐπιτυχίες τῶν παιδιῶν του, ἔτσι καὶ ὁ Σωτήρας Χριστὸς χαίρεται γιὰ τὴν εὐάρεστη διακονία τῶν μαθητῶν Του στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν. Τίποτε ἄλλο δὲν προκαλεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ τόσο ἔκδηλα σκιρτήματα χαρᾶς, «ὅσον ἡ πρόοδος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἡ κατανίκησις τοῦ σατανᾶ διὰ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ψυχῶν πρὸς τὸν Χριστόν» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Πράγματι αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ στὴ ζωή μας. Οὔτε τὰ πτυχία, οὔτε ἡ κοινωνικὴ καταξίωση, οὔτε ἄλλες κοσμικὲς χαρὲς μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴ χαρὰ ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ πιστὸς ποὺ βαδίζει στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἂς εὐγνωμονοῦμε λοιπὸν τὸν ἅγιο Θεὸ ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὴν Ἀλήθεια καὶ μᾶς κάλεσε στὴν Κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, τὴν Ἐκκλησία, κι ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ μένουμε σταθεροὶ στὴν κλήση μας αὐτή, ὥστε ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ νὰ πλημμυρίζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ νὰ γίνεται προάγγελος καὶ τῆς δικῆς μας αἰώνιας χαρᾶς καὶ εὐτυχίας.