Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΥΜΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Metropolitan Anthony Bloom



Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι

Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.

Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.

Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά

Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.



Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας

Στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου

Καθὼς ὁ ἕνας χρόνος διαδέχεται τὸν ἄλλον σᾶς μιλοῦσα γιὰ τὴν νέα χρονιὰ ποὺ ἐρχόταν παρομοιάζοντάς την μὲ μιὰ πεδιάδα πού, ἀκηλίδωτη, ἁγνή, εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ χιόνι, καὶ ζητοῦσα νὰ δώσετε προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ βαδίζουμε μὲ ὑπευθυνότητα ἐκεῖ ποὺ ἁπλώνεται τὸ λευκὸ τοπίο ποὺ εἶναι ἀκόμα παρθένο, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαδίζουμε, θὰ ὑπάρχει μιὰ ὁδὸς ποὺ θὰ τὸ διασχίζει, ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ βήματα πλανεμένα ποὺ μοναχὰ θὰ λερώνουν τὴν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμαδιαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.

Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.

Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.

Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου εἰπώθηκε κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»

Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.

Ο χρόνος

Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια είναι ο χρόνος και ο άνθρωπος προσπάθησε να τον καταλάβει με πολλούς τρόπους.

Οι φιλόσοφοι, φιλοσοφικά

Οι μαθηματικοί, μαθηματικά

Οι ψυχολόγοι, ψυχολογικά και

Οι Άγιοι, αγιοπνευματικά.

Οι μόνοι όμως που έζησαν και ζουν βαθειά την έννοια του χρόνου είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας.

Οι φιλόσοφοι, οι μαθηματικοί, οι ψυχολόγοι κ.α. μπορεί να είπαν σπουδαία πράγματα για το χρόνο, αλλά δεν μπορούν να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του.

Οι Άγιοι δεν κάνουν προσπάθεια για να κατανοήσουν το χρόνο, αλλά για να τον ζουν. Διότι τα μυστήρια βιώνονται και δεν ερμηνεύονται: «οὐ φέρει τό μυστήριο ἔρευναν». Οι Άγιοι και οι πιστοί ζώντας μέσα στην Εκκλησία βρίσκουν το μεγάλο μυστικό. Να ζουν το μυστήριο του χρόνου.

Πώς; Με το να τον υπερβαίνουν.

Ο πιστός, δια των Αγίων Μυστηρίων και της λειτουργικής ζωής, ζει πέρα από το χρόνο και με τη βίωσή του ζει την αιωνιότητα.

Έτσι: η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση, η Σταύρωση, η Ανάσταση, για τον πιστό είναι γεγονότα που τα ζει κανείς ως παρόντα σε κάθε στιγμή. Κάποιες τομές μέσα στο ιστορικό χρόνο που τον αγκαλιάζει και τον κάνει αιωνιότητα.

Όλα όσα αφορούν τον Χριστό και την Εκκλησία έχουν ένα υπερχρονικό χαρακτήρα – ο Χριστός χθες και σήμερα είναι ο Ίδιος, αναλλοίωτος και υπερχρονικός.

Συνεπώς η χρονικότητα υπερβαίνεται με την αιωνιότητα, αρκεί να μπει μέσα στο χρόνο το στοιχείο της αιωνιότητας, ο Θεός.

Και ο Θεός είναι αγάπη.

Να ποιο είναι το μυστικό που μπορεί να μετατρέψει το χρόνο σε αιωνιότητα. Χωρίς την αγάπη, δεν υπάρχει Χριστός. Χωρίς αγάπη ο άνθρωπος είναι ξηρός, ένα νούμερο. Όποιος αγαπά είναι πάντα επίκαιρος, όπως ο Χριστός και οι Άγιοί του, διότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκλείπει».

Αιώνες τώρα ο Μέγας Βασίλειος, που εορτάζει στην αρχή του νέου έτους, είναι και μένει αιώνιος. Μας δίνει τις πιο αληθινές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Μας λέγει:

Θέλετε να είστε πάντα νέοι; Έχετε αγάπη.

Θέλετε να είστε ευτυχείς και να ζήσετε αιώνια; Αγαπάτε.

Αντί λοιπόν της συμβατικής ευχής «καλή χρονιά» η «χρόνια πολλά», ας ευχηθούμε εις εαυτούς και αλλήλους:

Ν' αγαπάμε βαθειά και αληθινά για να ζήσουμε αιώνια. Μόνο οι σχέσεις της αληθινής αγάπης μας περνάνε από την χρονικότητα στην αιωνιότητα.

(Αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη)

Άγιος Γεώργιος ο Θαυματουργός ο λεγόμενος μαχαιρωμένος

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι ένας Κύπριος Άγιος που σήμερα είναι άγνωστος στον περισσότερο κόσμο. Τον Άγιο αυτό τον αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικό του: «Εις τον Αχλίοντα ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος τοπικός και θαυματουργός».

Ο Καταλιόντας ήταν ένας μικρός οικισμός, ένα χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού Αναλιόντα. Η περιοχή υπάγεται διοικητικά στον Αναλιόντα. Στο μέσο περίπου του δρόμου που οδηγεί από το χωριό Αναλιόντας προς το χωριό Λυθροδόντας στην επαρχία Λευκωσίας, κοντά στον εγκαταλελειμένο οικισμό Καταλιόντα, υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Ο Κύπριος εθνολόγος και λαογράφος, Νέαρχος Κληρίδης, αναφέρει ότι στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, αλλά και τη Βυζαντινή περίοδο, το χωριό Αναλιόντας και η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν ξακουστά για τα πολλά θαύματα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου. Η φήμη της εκκλησίας αυτής συνδέεται με τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Μαχαιρωμένου, η οποία για αρκετά χρόνια κοσμούσε την κύρια εκκλησία του χωριού Αναλιόντας, την Αγία Μαρίνα. Στις μέρες μας, η εικόνα του Αγίου φυλάσσεται στην Αρχιεπισκοπή.

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μαχαιρωμένος είναι πολύ πιθανό να ήταν ασκητής της περιοχής, διότι δίπλα από την ερειπωμένη εκκλησία του, στα νοτιοανατολικά, δεσπόζει λόφος που στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν δύο σπηλιές, μια μικρή και μια μεγάλη, όπου πολύ πιθανόν ο Άγιος να ασκήτευσε σε μια από αυτές.

Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος

Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Μελάνη η Ρωμαία

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.

Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.

Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».



Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.



Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Τι ήταν το αστέρι της Βηθλεέμ; Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Θαυμαστά και παράδοξα πράγματα! Στην Ιουδαία -όπου προϋπήρχαν οι προφήτες, οι πατριάρχες, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης- το μήνυμα για τη γέννηση του Υιού του Θεού το έφεραν οι ειδωλολάτρες, οι μάγοι εξ ᾿Ανατολών! Έκαναν μακρινό ταξίδι για να τον δουν και να τον προσκυνήσουν και περιπλανόμενοι ρωτούν• «Πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;».


Γι᾿ αυτό ακριβώς κρύφτηκε και το αστέρι, ώστε χάνοντας τον οδηγό τους οι μάγοι να αναγκαστούν να ρωτήσουν τους ιουδαίους και μ᾿ αυτόν τον τρόπο να τούς κινήσουν κι εκείνους σε αναζήτηση του νεογέννητου Μεσσία.
Το ότι γεννήθηκε πρόσωπο υψηλό και επίσημο το ήξεραν καλά κι ήταν σίγουροι, διότι τούς το μήνυσε τ᾿ αστέρι. Ο Θεός δεν τούς έστειλε προφήτη, διότι δεν θα τον παραδέχονταν• ούτε με τις Γραφές μπορούσε να τούς μιλήσει, διότι δεν τις γνώριζαν. Τους έστειλε, λοιπόν, ένα σημάδι γνώριμο και προσιτό σ᾿ αυτούς.
Το αστέρι των μάγων δεν ήταν απ᾿ αυτά πού βλέπουμε στο στερέωμα του ουρανού τις νυχτερινές ώρες. Ήταν κάποια λογική κι αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, που πήρε το σχήμα του άστρου.
Πώς είμαστε σίγουροι γι᾿ αυτό; Μας το αποδεικνύει η πορεία του• Δεν πηγαίνει απ᾿ την ανατολή στη δύση αλλά από βορρά προς νότο, εφόσον η Παλαιστίνη βρίσκεται στα νότια της Περσίας. Διακρίνεται επίσης κατά την ημέρα, πράγμα αφύσικο για αστέρι. Χάνεται στην περιοχή των Ιεροσολύμων και ξαναεμφανίζεται όταν βγαίνουν οι μάγοι απ᾿ αυτή. Ακόμη κι όταν τούς οδήγησε στη φάτνη, δεν φαίνεται σ᾿ αυτούς απ᾿ τον ουρανό, αλλά σταματάει εκεί ακριβώς όπου ήταν το παιδί, πάνω απ᾿ το κεφάλι Του. Αν ήταν απλώς ένα αστέρι, δεν θα μπορούσε να δείξει έναν τόσο περιορισμένο χώρο.
Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι λόγῳ του υπερβολικού ύψους δεν είναι δυνατόν ένα αστέρι να προσδιορίσει ούτε τον τόπο μιας ολόκληρης πόλης• πόσο μάλλον ένα ελάχιστο σημείο μέσα σ᾿ αυτή. Αυτό όμως το άστρο του νεογέννητου βασιλιά έδειξε τον μικρό τόπο της φάτνης κι αφού με ασφάλεια οδήγησε τούς μάγους κοντά του, απομακρύνθηκε• κι αυτό δεν είναι γνώρισμα κοινού αστεριού.

Υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, “Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί”

+ Αναστάσιος
Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2011
Υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου
“Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί” (Α΄ Τιμ. 3:16)

H υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου είναι βασικό μήνυμα της σημερινής μεγάλης εορτής του χριστιανικού κόσμου. Ακόμη και ο πιο τολμηρός νους δεν είχε ποτέ υποπτευθεί ότι ο Ίδιος ο απρόσιτος και ακατάληπτος Θεός θα προσελάμβανε την ανθρώπινη φύση και θα εφανερώνετο “ἐν σαρκί”,. Για την κλασική λογική, κάτι τέτοιο ανήκει στη σφαίρα του αδυνάτου. Αυτήν ακριβώς την υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου πανηγυρίζουμε σήμερα. Και καλούμεθα να τη χαρούμε, παρά τη σκληρή πραματικότητα την οποία βιώνουμε. Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, εισήλθε στην ανθρώπινη Ιστορία.


Το “ἐφανερώθη” υπαινίσσεται την προηγούμενη αΐδιο ζωή του Λόγου. “Θεός ὤν καί Θεοῦ υἱός, καί ἀόρατον ἔχων τήν φύσιν, δῆλος ἅπασιν ἐνανθρωπήσας ἐγένετο” (Θεοδώρητος, επίσκοπος Κύρου). Η ελευθερία του Θεού δεν γνωρίζει όριο. Όπως και η αγάπη Του, που είναι το ουσιαστικό ιδίωμά Του “Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν” (Ἰω. 1:14). Προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο σώμα, ο Υιός και Λόγος του Θεού φανέρωσε ταυτόχρονα την απέραντη αξία και τη μοναδική σημασία που έχει το υπέροχο αυτό δημιούργημά Του. Και αποκάλυψε ότι τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει κατοικητήριο του Θεού. Με την ενανθρώπησή Του, ο Χριστός έδειξε την ασύλληπτη στον ανθρώπινο νου δυναμική της ελευθερίας και της αγάπης του προσωπικού Θεού.  Τοποθέτησε σε νέα βάση τις ανθρώπινες σχέσεις μαζί Του.
Όσοι με πίστη και αγάπη προσβλέπουμε στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, γνωρίζουμε ότι Αυτός παραμένει, τελικά, η οδός (Ιω. 14:6) που οδηγεί, με τρόπο θαυμαστό, σε διεξόδους ζωής. Και πολλοί έχουμε προσωπική εμπειρία, ότι εκεί που όλα εφαίνοντο κλειστά και ζοφερά, άνοιξε δρόμους λυτρωτικούς. Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, την οποία αποκαλύπτουν τα Χριστούγεννα, δεν γίνεται με μεγαλοπρεπείς δημόσιες εξαγγελίες και υποσχέσεις.
Οι παρεμβάσεις του Θεού παραμένουν διαχρονικά αθόρυβες και μυστικές. Τις χαρακτηρίζει η απλότητα και η ταπείνωση, ενώ συγχρόνως διατηρούν μια εξαιρετική πρωτοτυπία. Και οι επεμβάσεις αυτές συνεχίζονται διά μέσου των αιώνων. Οι νόμοι της φύσεως που διέπουν τον κόσμο δεν αποκλείουν την παρέμβαση του Δημιουργού, Νομοθέτου και Προνοητού Θεού. Με την ελευθερία και την αγάπη Του, δεν έπαυσε να ενεργεί, όταν Εκείνος κρίνει, για την υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, με τρόπους θαυμαστούς. Όταν, βεβαίως, δεν υπάρχει η πίστη προς τον αγαπώντα και ελεύθερο πάσης αναγκαιότητος Θεό, ο άνθρωπος αρνείται τη δυνατότητα του θαύματος. Ο πιστός χριστιανός, εν τούτοις, δέχεται ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως και ζητεί από Εκείνον, ο Οποίος είναι άπειρος και παντοδύναμος, να του χαρίσει την υπερλογική δυνατότητα και τον φωτισμό να αποδεχθεί και να βιώσει το θαύμα.
 Τον τελευταίο καιρό, οι σκληρές συνθήκες που έχει προκαλέσει η γενικότερη ηθική και οικονομική κρίση έχουν δημιουργήσει πληθώρα αδιεξόδων.
Σ᾽ αυτή την ομιχλώδη και πνιγηρή ατμόσφαιρα, η εορτή των Χριστουγέννων έρχεται να προσφέρει παρήγορο φως. Να βεβαιώσει ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος για να μείνει εσαεί “μεθ᾽ ἡμῶν”. Ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, έστω και αν συχνά Τον λησμονούμε και συμπεριφερόμαστε σαν να μην υπάρχει. Ο Χριστός καταργεί, με τρόπους θαυμαστούς, τα ανθρωπίνως αδύνατα. “Ὅτι οὐκ ἀδυνατίσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα” (Λουκ. 1:37). Δεν είναι όμως “ο από μηχανής θεός” της αρχαίας τραγωδίας. Σέβεται την ελευθερία μας και αναμένει και από εμάς να χρησιμοποιήσουμε τις δυνατότητες που έχει χαρίσει στην ανθρώπινη φύση μας. Υπάρχουν πολλά που συνήθως ονομάζουμε “αδύνατα”, τα οποία καλούμεθα με τη χάρη Του να υπερβούμε. Αρχίζοντας από τα άμεσα και προσωπικά. Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει σχεδόν αδύνατο να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, τη φιλαυτία, την πλεονεξία, τη φιληδονία• την τάση να λέμε ψέμματα, να αδιαφορούμε για τη δικαιοσύνη, τη νομιμότητα, την αλληλεγγύη. Ακόμη, παράλληλα, δηλώνουμε ότι μας είναι “αδύνατο” να αναλάβουμε, για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, πρωτοβουλίες που απαιτούν θυσίες.
Αντίθετα, η πίστη και η προσωπική σχέση με τον Χριστό, αποδεσμεύουν και ενεργοποιούν κρυμμένες μέσα μας δυνάμεις για την υπέρβαση των ανθρωπίνως αδυνάτων Μεταγγίζουν συγχρόνως εκπληκτική ζωτικότητα στην ανθρώπινη ψυχή, για να αντέχει και στις πιο αντίξοες συνθήκες στερήσεως, κατατρεγμού, πιέσεων• και να συνεχίζει να δρα με αισιοδοξία δημιουργική. Την εμπειρία αυτή συμπυκνώνει η μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου: “Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ” (Φιλιπ. 4:13).
Οι εορτές της Εκκλησίας μας καλούν να αναθεωρήσουμε τη ζωή μας. Να συνέλθουμε από την ταραχή και την κατάθλιψη. Να ανανεώσουμε την πίστη και τη βεβαιότητά μας ότι ο Χριστός, του Οποίου την έλευση στον κόσμο εορτάζουμε, παραμένει “μεθ᾽ ἡμῶν”• ότι ῍τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν” (Λουκ. 18:27). Να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς.
Να συντονίσουμε τη ζωή μας με το θέλημα το δικό Του. Και η προσωπική αυτή αλλαγή αντανακλά πάντοτε ευεργετικά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο• τονώνει την αντοχή, την αλληλεγγύη, την ειρήνη, τη δημιουργικότητα, με τρόπους που συχνά παραμένουν αθέατοι αλλά που είναι ουσιαστικοί.
 “Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί”. Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου παραμένει κεντρικό μήνυμα των Χριστουγέννων και προσωπική εμπειρία εκείνων που ζουν ἐν Χριστῷ. Εύχομαι εκ καρδίας, η πεποίθηση αυτή να δυναμώσει μέσα μας κατά την εορταστική αυτή περίοδο, να μας παρηγορεί και να μας στηρίζει στο έτος που έρχεται. Ευλογημένα Χριστούγεννα. Με γαλήνια καρτερία ο νέος χρόνος.

+ Aναστάσιος Aρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ο άγιος Ανύσιος υπήρξε μαθητής, συνεργάτης και διάδοχος του επισκόπου Θεσσαλονίκης Αγίου Αχολίου ή Ασχολίου  στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 383/4 μ.Χ.

Με επιστολή του προς τον Ανύσιο, στις 11 Δεκεμβρίου 384 μ.Χ., ο πάπας Δάμασος τον εγκαθιστούσε βικάριο του στο Ιλλυρικό. Ο τίτλος του παπικού βικαρίου του αποδίδεται και από τον πάπα Σιρίκιο (384 - 398 μ.Χ.), σε επιστολή του - την παλαιότερη της «Συλλογής Θεσσαλονίκης», στην οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τελούνται επισκοπικές χειροτονίες στην επαρχία του Ιλλυρικοῦ χωρίς τη συγκατάθεση του Ανυσίου. Το θεσμό του Βικαριάτου επικυρώνουν με επιστολές τους προς τον Ανύσιο και οι πάπες Αναστάσιος (398 - 401 μ.Χ.) και Ιννοκέντιος Α' (402 - 417 μ.Χ.). Ο δεύτερος, με επιστολή του το έτος 402 μ.Χ. παρέχει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανύσιο το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Ιλλυρικού και όχι μόνο τις επισκοπικές χειροτονίες. Η σύνοδος της Καπούης ανέθεσε το Δεκέμβριο του 391 μ.Χ. σε σύνοδο επισκόπων του Ιλλυρικού υπό την προεδρία του Ανυσίου και την εξέταση της αιρέσεως του επισκόπου Σαρδικής Βονόσου, ο οποίος αρνούνταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Ο Ανύσιος διατηρούσε επίσης αλληλογραφία και με τον Άγιο Αμβρόσιο , επίσκοπο Μεδιολάνων, απ' όπου αντλούμε και αρκετές πληροφορίες για τον διδάσκαλο του Ανυσίου, επίσκοπο Αχόλιο.

Ο Ανύσιος υπερασπίσθηκε σθεναρά την αθωότητα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως μαρτυρείται και σε αρκετούς Βίους του (Παλλάδιος, Γεώργιος Αλεξανδρείας, Βίος σύντομος). Μετά την καθαίρεση του Χρυσοστόμου, ο Ανύσιος απέστειλε επιστολή στον πάπα Ιννοκέντιο Α', την οποία προσκόμισε στη Ρώμη ο επίσκοπος Απαμείας Ευλύσιος: «Εὐλύσιος δὲ ᾿Απαμείας τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοπος παραγέγονε καὶ αὐτὸς ἐν ῾Ρώμῃ ἐπιδιδοὺς γράμματα δεκαπέντε ἐπισκόπων τῆς συνόδου ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾿Ανυσίου τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου γραφέντα πρὸς τὸν αὐτὸν πάπαν» (Γεωργίου Αλεξανδρείας, Βίος Χρυσοστόμου 65). Στο ίδιο ζήτημα αναφερόταν επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, την οποία ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να λάβει ο Ανύσιος, διότι οι κομιστές της επίσκοποι εμποδίσθηκαν σκόπιμα από κάποιο χιλίαρχο να καταπλεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να την παραδώσουν στον Ανύσιο («ὃς ἐξαυτῆς συζεύξας αὐτοῖς ἑκατοντάρχην ἕνα οὐ συνεχώρησεν αὐτοὺς παραβαλεῖν τῇ Θεσσαλονίκῃ· ἐκεῖ γὰρ ἦν αὐτῶν ὁ σκοπός, πρῶτον ἀποδοῦναι τὰ γράμ­ματα ᾿Ανυσίῳ τῷ ἐπισκόπῳ»).

Εξαιρετικά σημαντικές είναι δύο επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πρώτη απευθυνόμενη προσωπικά στον επίσκοπο Ανύσιο, ενώ η δεύτερη στον Ανύσιο και σε δέκα ακόμη επισκόπους της Μακεδονίας. Στην πρώτη επιστολή, που χρονολογείται περί το 406 μ.Χ. και γράφηκε στην εξορία, ο ιερός πατήρ ευχαριστεί τον Ανύσιο για το σημαντικό ρόλο που διεδραμάτισε υπέρ της δικαιώσεώς του («χάριτας πολλὰς ὁμολογοῦντές σου τῇ εὐλαβείᾳ ὑπὲρ τῆς ἐνστάσεως, καὶ τῆς ἀνδρείας τῆς ὑπὲρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν») και τον προτρέπει να συνεχίσει άοκνα τις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων: «μὴ ἀποκάμῃς τὰ συντελοῦντα τῇ κοινῇ διορθώσει τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποιῶν καὶ πραγματευόμενος». Στη δεύτερη επιστολή, που γράφηκε το ίδιο έτος, ο Χρυσόστομος ευχαριστεί από την εξορία τον Ανύσιο και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους της Μακεδονίας για τις αδιάκοπες ενέργειές τους για τη δικαίωσή του και την αμέριστη συμπαράστασή τους.

Η αρχιερατεία του Ανυσίου έληξε με το θάνατό του περί τα τέλη του έτους 406 μ.Χ. ή τις αρχές του 407 μ.Χ.

Η μνήμη του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανυσίου αναγράφεται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο στις 30 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη της μάρτυρος Ανυσίας.

Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας


Βιογραφία
Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.

Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.

Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.

Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.

Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.

Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.

Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
(Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου)
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.



Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος.Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Α´. Χριστὸς γεννᾶται, ἂς τὸν δοξάσετε· ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἂς τὸν προϋπαντήσετε· ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς γῆς, ἂς ὑψωθῆτε. «Δοξολογήσατε τὸν Κύριον, ὅλη ἡ γῆ», καὶ διὰ νὰ τὰ εἴπω καὶ τὰ δύο μὲ μία λέξιν, ἂς εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς νιώση ἀγαλλίασιν ἡ γῆ διὰ τὸν οὐράνιον ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἐπίγειος. Ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη, νιώσατε ἀγαλλίασιν ἀπὸ χαρὰ καὶ τρόμον. Ἀπὸ τρόμον ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας· ἀπὸ χαρὰν ἐξ αἰτίας τῆς ἐλπίδος. Ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν Παρθένον. Γυναῖκες, παραμένετε παρθένοι γιὰ νὰ γίνετε μητέρες τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς δὲν ἀποδίδει λατρείαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος προϋπῆρχεν ἀπ᾿ ἀρχῆς; Ποιὸς δὲν δοξολογεῖ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐνεφανίσθη τώρα τελευταία;

Β´. Πάλιν διαλύεται τὸ σκοτάδι, πάλιν ἐμφανίζεται τὸ φῶς. Πάλιν ἡ Αἴγυπτος τιμωρεῖται μὲ σκότος, πάλιν ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς φωτίζεται μὲ στήλην πυρός. Ὁ λαὸς ὁ ὁποῖος κάθεται εἰς τὸ σκότος ἂς ἴδῃ τὸ λαμπρὸν φῶς τῆς κατανοήσεως τῶν θείων μυστηρίων. «Τὰ παλιὰ ἔχουν περάσει· ἰδοὺ τὰ πάντα ἔχουν γίνει νέα». Τὸ γράμμα ὑποχωρεῖ καὶ τὸ πνεῦμα ἀναδεικνύεται. Αἱ σκιαὶ ἀπομακρύνονται καὶ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν των ἡ ἀλήθεια. Ὁ τύπος τοῦ Μελχισεδὲκ ἐκπληρώνεται. Ὁ ἀμήτωρ γίνεται ἀπάτωρ. Ἦτο ἀμήτωρ προηγουμένως καὶ τώρα γίνεται ἀπάτωρ. Οἱ φυσικοὶ νόμοι καταλύονται. Ὁ οὐράνιος κόσμος πρέπει νὰ συμπληρωθεῖ. Ὁ Χριστὸς προστάζει ἂς μὴν ἀντιστεκόμαστε. «Ὅλοι οἱ λαοὶ ἂς χειροκροτήσετε» ἐπειδὴ ἐγεννήθη εἰς ἡμᾶς παιδίον, μᾶς ἐδόθη υἱός, εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ὁποίου ἐβρίσκεται ἡ ἐξουσία (διότι ἐξυψώνεται μαζὶ μὲ τὸν σταυρὸν) καὶ ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἀγγελιοφόρος μεγάλης θελήσεως (τῆς θελήσεως τοῦ Πατρός). Ὁ Ἰωάννης ἂς βροντοφωνήσει: «ἑτοιμάσατε τὸν δρόμον τοῦ Κυρίου»! Καὶ ἐγὼ θὰ διαλαλήσω τὴν σημασίαν τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος παίρνει σάρκα. Ὁ Λόγος ἑνώνεται μὲ τὴν ὕλην. Ὁ ἀόρατος γίνεται ὁρατός. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐγγίσῃ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ ψηλαφηθῆ. Ὁ ἄχρονος ἀποκτᾷ ἀρχήν. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱὸς ἀνθρώπου, «ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦτο χθές, εἶναι σήμερον καὶ θὰ παραμείνει ὁ ἴδιος εἰς τοὺς αἰῶνας». Οἱ Ἰουδαῖοι ἂς σκανδαλίζονται. Οἱ Ἕλληνες ἂς εἰρωνεύονται καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἂς κουράζονται μὲ τὰς φλυαρίας των. Θὰ τὸν πιστεύσουν, ὅταν θὰ τὸν ἰδοῦν νὰ ἀνέρχεται εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ἂν ὄχι τότε, ὁπωσδήποτε ὅταν θὰ τὸν ἰδοῦν νὰ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κάθεται ὡς κριτής.

Γ´. Αὐτὰ ὅμως ἀργότερα. Σήμερα ἡ πανήγυρις εἶναι τὰ Θεοφάνεια, δηλαδὴ ἡ Γέννησις. Διότι λέγονται καὶ τὰ δύο, ἐπειδὴ δι᾿ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα ὑπάρχουν δύο ὀνόματα. Διότι ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς γεννήσεως. Καὶ ὑπῆρχε μὲν πρίν, καὶ ὑπῆρχε πάντοτε, προερχόμενος ἀπὸ τὸν πάντοτε ὑπάρχοντα, πάνω ἀπὸ κάθε αἰτίαν καὶ λογικὴν (ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε λόγος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Λόγον), ἀλλὰ μετὰ ἔλαβε σῶμα πρὸς χάριν μας, διὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν εὐτυχῆ ὕπαρξιν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε τὴν ὕπαρξιν ἢ καλύτερα, διὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρει μὲ τὴν σάρκωσίν του εἰς τὴν εὐτυχῆ ὕπαρξιν ἀπὸ τὴν ὁποία εἴχαμε ἀπομακρυνθεῖ ἐξ αἰτίας τῆς κακίας μας. Καὶ εἰς μὲν τὴν ἐμφάνισιν δίδεται τὸ ὄνομα Θεοφάνεια, εἰς δὲ τὴν γέννησιν, Γενέθλια.

Δ´. Αὐτὸ εἶναι δι᾿ ἡμᾶς τὸ νόημα τῆς πανηγύρεως καὶ αὐτὸ ἑορτάζομεν σήμερα: Τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθώπους, διὰ νὰ ἔλθωμεν νὰ κατοικήσωμεν κοντὰ εἰς τὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ ἐπανέλθωμεν (διότι ἔτσι νομίζω ὅτι εἶναι σωστότερον νὰ εἰπωθῇ), διὰ νὰ ἐνδυθῶμεν τὸν νέον ἄνθρωπον, ἀφοῦ ἐγκαταλείψωμεν τὸν παλαιόν. Καὶ ὅπως ἔχομεν ἀποθάνει μαζὶ μὲ τὸν Ἀδάμ, ἔτσι ἂς ζήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἂς γεννηθῶμεν μαζί του, ἂς συσταυρωθῶμεν καὶ ἂς ταφῶμεν μαζί του, διὰ ν᾿ ἀναστηθῶμεν μὲ τὴν ἀνάστασίν του. Διότι πρέπει νὰ ὑπομείνω τὴν ἀντίστροφον πορείαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀγαθόν. Καὶ ὅπως ἀπὸ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἦλθαν τὰ δυσάρεστα, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυσάρεστα νὰ ἐπανέλθουν τὰ πιὸ εὐχάριστα. «Διότι ἐκεῖ ποὺ ηὐξήθη σημαντικὰ ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ἐδόθη πλουσιοπάροχα καὶ ἡ χάρις». Καὶ ἂν ἡ γεῦσις ἐπέφερε τὴν καταδίκην, δὲν ἐδικαίωσε, πολὺ περισσότερο τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; Ἂς ἑορτάζομεν ἑπομένως ὄχι μὲ δημοσίας πανηγύρεις, ἀλλὰ κατὰ τρόπον θεϊκόν. Ὄχι κατὰ τρόπον κοσμικόν, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ὑπερκόσμιον. Ὄχι τὰ ἰδικά μας ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τὰ τοῦ Κυρίου. Ὄχι τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀσθένειαν, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μὰ τὴν θεραπείαν. Ὄχι τῆς δημιουργίας ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναδημιουργίας.

Ο Θρήνος της Ραχήλ και ο πνευματικός άνθρωπος

Η επώδυνη αναζήτηση της φάτνης.

Η ευαγγελική αυτή περικοπή μετά την εορτή των Χριστουγέννων θα μπορούσε να έχει ως κεντρικό νόημά της, το ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο που τον αναζητά, αλλά μέσα από τη θλίψη και την απογοήτευση επιτρέπει να ανθίζει πάντοτε η αισιοδοξία και η ελπίδα.
Όπως είχαμε υπογραμμίσει στο πλαίσιο της εορτής των Χριστουγέννων, ο άνθρωπος διδάσκεται από το ταξίδι των Μάγων να επιχειρήσει μία έξοδο από τον εαυτό του, να αποδράσει από τον τακτοποιημένο κόσμο του για να προσπαθήσει να συναντήσει τον Κύριο. Αυτή η έξοδος είναι πάντοτε επώδυνη, όχι μόνο γιατί πρέπει να κοπιάσει για το ταξίδι αυτό της αναζητήσεως, αλλά και διότι θα συναντήσει απειλές εναντίον του εαυτού του! Απειλές που σχετίζονται με ενδεχόμενες ανατροπές της εικόνας που έχει μορφοποιήσει για τον εαυτό του, εφόσον στο ταξίδι αυτό θα αναθεωρηθούν πολλά δεδομένα της υπαρξιακής του καταστάσεως!

Η προφητεία του Ιερεμία για τον θρήνο της Ραχήλ.

Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας έχει ως αφετηρία της το γεγονός ότι οι Μάγοι (και αναγωγικά ο πνευματικός άνθρωπος) επέτυχαν να προσκυνήσουν τη φάτνη. Ωστόσο πληροφορούμεθα ότι η προσκύνηση αυτή είχε ως συνέπειά της τους αποτρόπαιους φόνους των νηπίων, γεγονός που εκφράζεται με σπαρακτικό τρόπο από τον θρήνο της Ραχήλ. Η ευαγγελική περικοπή μάλιστα υπενθυμίζει την προφητεία του βιβλίου του προφήτη Ιερεμία, «φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος κλαυθμός και οδυρμός Ραχήλ η κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισί». Κατά την ευαγγελική περικοπή, όταν φονεύθηκαν τα νήπια επαληθεύτηκε αυτή η παλαιά προφητεία. Τι σημαίνει αλήθεια αυτός ο θρήνος, και γιατί θρηνεί η Ραχήλ τα νήπια που φόνευσε ο Ηρώδης;

Αναζητώντας την ταυτότητα της Ραχήλ!

Σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση, η Ραχήλ ήταν η αγαπημένη γυναίκα του Ιακώβ. Ο Ιακώβ δούλεψε στον πατέρα της Λάβαν επτά χρόνια για να λάβει την άδεια να την παντρευτεί, επειδή την αγαπούσε πολύ αλλά ο Λάβαν τον εξαπάτησε και του έδωσε ως γυναίκα του την πρώτη θυγατέρα του, τη Λεία. Τότε ο Ιακώβ δούλεψε άλλα επτά χρόνια για να αποκτήσει τη γυναίκα που αγαπούσε και καρποί αυτής της αγάπης υπήρξαν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν (Γεν. 29, 16-30).
Σύμφωνα με την βιβλική διήγηση, η υποτιμητική συμπεριφορά του Ιακώβ έναντι της Λείας και η προτίμηση της Ραχήλ είχαν ως αποτέλεσμα την τεκνογονία της πρώτης και τη στειρότητα της δεύτερης (Γεν. 29, 31). Αργότερα η Ραχήλ με την υπομονή και την προσευχή πέτυχε να αρθεί η δοκιμασία του Θεού απ’ αυτής. Στην αλληγορική λοιπόν γλώσσα των Πατέρων, ο άνθρωπος εργάζεται για τη «Ραχήλ», ωστόσο πρέπει πρώτα να ταπεινωθεί λαμβάνοντας τη Λεία, δηλαδή να ασκηθεί στη μετάνοια και έπειτα να είναι έτοιμος για την «ποθουμένη», δηλαδή την «τελειότατη αρετή». Επομένως «Ραχήλ» είναι η ψυχή εκείνη η οποία έχει δουλευτεί μέσα από τους κόπους, τους αγώνες και τους πνευματικούς μόχθους και έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε, όπως λένε οι Πατέρες, να είναι πρακτική και θεωρητική, δηλαδή να γνωρίζει την πνευματική ζωή δια της πράξεως, αλλά να έχει και τη δυνατότητα η πράξη αυτή να απολήγει σε θεωρία, ώστε να αισθάνεται την παρουσία του Θεού και να τον πλησιάζει μέσα από την εργασία των εντολών.
Γιατί λοιπόν η Ραχήλ θρηνεί και για ποια νήπια θρηνεί;. Οι ερμηνευτές αναφέρουν ότι η Ραχήλ, σύμφωνα με την προφητεία, θρηνούσε τα «τέκνα» της, δηλαδή τους απογόνους της• πρόκειται για τις φυλές εκείνες του Ισραήλ που υπέστησαν ταπεινωτικές ήττες από εχθρικούς λαούς (όπως η αιχμαλωσία στους Βαβυλωνίους). Γιατί όμως παρεμβάλλεται αυτή η προφητεία στην ευαγγελική περικοπή; Μόνο λόγω του θρηνητικού της χαρακτήρα;

Ο θρήνος της Ραχήλ στο πλαίσιο της Ορθόδοξης πνευματικότητας.

Πιθανόν να μπορούσαμε να εξηγήσουμε τον θρήνο αυτό, εάν βλέπαμε το ταξίδι του ανθρώπου προς τη φάτνη ως εξής. Η πνευματική έξοδος του ανθρώπου από τον εαυτό του συμπίπτει προς το γεγονός της αναζητήσεως της αυθεντικής του καταστάσεως. Το ταξίδι προς τη φάτνη είναι όλη η πορεία της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου, ο οποίος πλέον έχει αντιληφθεί τον αληθή προορισμό της υπάρξεώς του. Σ’ αυτό το ταξίδι η ψυχή φθάνει στη φάτνη, αλλά αυτό δεν αρέσει στον Ηρώδη, δηλαδή στις αντίθεες δυνάμεις. Ο Ηρώδης προσπαθεί να εξαπατήσει εκείνον ο οποίος ξεκινά μαζί με τους Μάγους να αναζητήσει τον αληθή προορισμό της υπάρξεώς του, ζητώντας του να του αποκαλύψει τον πνευματικό χώρο που τον αναπαύει με σκοπό να τον επισκεφθεί και εκείνος. Αν ο άνθρωπος επιτύχει να φθάσει σ’ αυτόν τον πνευματικό προορισμό, δηλαδή στην επίγνωση του Θεού, τότε ο διάβολος, ο Ηρώδης, θα προσπαθήσει να τον τιμωρήσει.
Ποια είναι τα νήπια που φονεύθηκαν; Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, ο οποίος περιγράφει ως νήπιο τον πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος κατευθύνει την καρδία του και το φρόνημά του, χάρη στην απλότητα της προαιρέσεώς του, μόνο σε αγαθούς λογισμούς και έργα, αποστρεφόμενος παν πονηρόν έργον. Αυτοί οι λογισμοί, σύμφωνα με την πατερική σκέψη, έχουν πνευματική δυναμική διότι συνδέονται με την πρακτική αρετή και από αυτούς πηγάζουν τα αγαθά έργα της ψυχής. Επίσης ως Ηρώδης περιγράφεται το σαρκικό φρόνημα το οποίο επιχειρεί να καταστρέψει τους αρχικούς αυτούς λογισμούς. Αν δε αρχίσουμε να συνθέτουμε εκ νέου την εικόνα της πνευματικής ζωής επί τη βάσει της ευαγγελικής περικοπής, κατανοούμε ότι όταν ο άνθρωπος ξεκινά την έξοδο από τον εαυτό του για να συναντήσει το νεογέννητο Χριστό, δηλαδή τον προορισμό της ζωής του, μέσα από αυτή την πορεία γεννά νήπια, δηλαδή νηπιώδεις λογισμούς που τον εξυψώνουν, διότι μόνο νηπιάζοντι φρονήματι πλησιάζει τον Θεό ο άνθρωπος. Αυτό όμως προκαλεί φθόνο στις δαιμονικές δυνάμεις οι οποίες διεγείρουν το σαρκικό φρόνημα, και όπως ο Ηρώδης σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση φόνευσε τα νήπια, εξαποστέλλουν τις δυνάμεις τους ώστε να καταστραφούν όλοι αυτοί οι λογισμοί.
Τότε η ψυχή του πνευματικώς πληγέντος ανθρώπου, όταν κατανοήσει ότι ο Ηρώδης την πρόλαβε, θρηνεί για τη χαμένη αθωότητα, τους πνευματικούς λογισμούς που «φονεύθηκαν», βίωμα κοινό σε όσους ασκούνται στην πνευματική ζωή και έχουν την οδυνηρή εμπειρία να ανατρέπεται αίφνης η πνευματική αναψυχή και όλα να καταστρέφονται. Τότε γεννάται ο θρήνος της Ραχήλ για τα φονευθέντα νήπια. Τότε γεννάται το βίωμα της απελπισίας για τον άνθρωπο εκείνο ο οποίος αισθάνεται πνευματικώς άτεκνος, εφόσον οι πνευματικοί του μόχθοι διασκορπίστηκαν.

Ένας θρήνος με προοπτική ελπίδας!

Ωστόσο, το μήνυμα της σημερινής περικοπής είναι σαφές. Εκεί που υπάρχει απελπισία, είναι παρών ο Χριστός. Έρχεται από την Αίγυπτο, και δεν εγκαταλείπει μόνο του τον άνθρωπο στην κηδεμονία των εμπαθών λογισμών. Επιστρέφει το κατεξοχήν νήπιο, δηλαδή ο Χριστός. Είναι πάλι εδώ εκείνος για τον οποίο όλοι οι άγιοι και οι πατέρες λέγουν ότι θα πρέπει να αποτελεί το κέντρο της ζωής του ανθρώπου. Το νήπιο εκείνο που θα πρέπει η ψυχή μας να γεννήσει και να αναθρέψει!
Επομένως, το βαθύτερο νόημα της ευαγγελικής περικοπή της ημέρας, εντοπίζεται στην αντίσταση κατά της απελπισίας, όταν ο άνθρωπος καθίσταται μάρτυρας του αποτρόπαιου φόνου των νηπιωδών λογισμών του πνευματικού του αγώνα από τον Ηρώδη της πνευματικής ζωής. Ωστόσο ο Κύριος έρχεται, είναι πάντοτε εδώ, ποτέ δεν έλειψε. Επιστρέφει νήπιος από τη χώρα της Αιγύπτου, η οποία στη γλώσσα των συμβόλων εικονίζει την αμαρτία και όπου με την παρουσία του εκεί την απάλλαξε από τα είδωλα, και συντρίβει την αμαρτία για να ανακαινίσει τον άνθρωπο, μετατρέποντας τον θρήνο σε χαρά και σε ύμνους αγαλλιάσεως. Ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα, ερμηνεύοντας τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, προτρέπει τον άνθρωπο να μην ακηδιά αλλά «να καλεί» τον Κύριο από την Αίγυπτο, δηλαδή να αντιμετωπίζει τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, διωκόμενος μαζί του.
Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας, παρά τη θρηνητική της περιγραφή είναι τελικώς μια αισιόδοξη παρακαταθήκη για τον άνθρωπο. Αρκεί να βρίσκεται εκείνος πάντοτε έτοιμος να εξέλθει από τον εαυτό του για να συναντήσει τον Κύριο που επιστρέφει για να τον αναγεννήσει.

Του Κωνσταντίνου Κορναράκη, Επίκουρου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.


Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Επεσκέψατο ημάς - Εξαποστειλάριον


Χριστούγεννα του Aλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

του Aλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

genisi8Εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι η γλυκύτατη και συγκινητικωτάτη, και δια τούτο ανέκαθεν εθεωρήθη ως οικογενειακή κατ’ εξοχήν εορτή.
Εν τη Εσπερία δε τα κατ’ αυτήν ανεπτύχθησαν και διετυπώθησαν όντως, ώστε προσέλαβεν ιδιόρρυθμόν τινα τύπον, και ήθη, έθιμα και παραδόσεις ιδιαίτεραι προς αυτήν συνεκροτήθησαν και επ’ αυτής αντεπέδρασαν.
Ολόκληρον φιλολογίαν αποτελούσι τα λεγόμενα Contes de Noël, τα χριστούγεννιάτικα δηλ. παραμύθια, ών τινα εξόχων συγγραφέων έργα είναι ωραιότατα, βιβλιοθήκην δε ολόκληρον δύνανται να γεμίσωσι τα κατ' έτος εκδιδόμενα Christmas Numbers, τα έκτακτα δηλ. φυλλάδια των εικονογραφημένων περιοδικών, τα δημοσιευόμενα επί τη εορτή των Χριστουγέννων, μετά καλών εικόνων και ποικιλωτάτης τερπνής ύλης.


Ουδέν δε άπορον αν εν τη Δύσει ιδίως ανεπτύχθη η εορτή αύτη, διότι εκ της Δύσεως έχει αν όχι την αρχήν, τουλάχιστον την τάξιν και την σύστασιν.
Γνωστόν ότι πρώτος ο θείος Χρυσόστομος, «ελθόντων τινών από της Δύσεως και απαγγειλάντων», εκανόνισε την εορτήν ταύτην εν τη Ανατολική Εκκλησία, ότε, κατ’ αυτόν τον μήνα Δεκέμβριον τη ιε', εχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περί τα τέλη του δ' αιώνος.
Διότι, φαίνεται, έως τότε επεκράτει σύγχυσις, και εωρτάζετο μεν κατά τόπους η Χριστού Γέννησις, αλλ’ ετέλουν την εορτήν άλλοι άλλοτε και δεν συνεφώνουν περί της ημέρας. Η Δυτική Εκκλησία είχεν ορίσει απ’ αρχής την κε' του Δεκεμβρίου και την ημέραν ταύτην έταξεν εν τη Ανατολή ο ιερός Χρυσόστομος.
Ουχ ήττον όμως η Χριστού Γέννησις ετιμάτο έκπαλαι εν τη Ανατολική Εκκλησία, οι μέγιστοι δε των Πατέρων, οίτινες έζησαν κατά την Δ' εκατονταετηρίδα, τον χρυσούν εκείνον αιώνα της χριστιανικής Εκκλησίας, ων πολλοί είναι κατά τι αρχαιότεροι του Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς λόγους προς τιμήν της ημέρας. Το δημοτικώτατον εκείνο άσμα, το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθητε», είναι κατά λέξιν ηρανισμένον εκ του πανηγυρικού του ιερού Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του και Θεολόγου επικαλουμένου. Εκ πανηγυρικού λόγου ελήφθη επίσης και το εξαποστειλάριον της εορτής. «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών...» Η τελευταία αυτή φράσις, έχει το προνόμιον, ως ήκουσα, να εμπνέη μέγαν ενθουσιασμόν εις τους ατυχήσαντας μεν περί την γλώσσαν, Έλληνας δε την καρδίαν και το φρόνημα αδελφούς ημών της Καισαρείας και Καππαδοκίας, ευλόγως καυχωμένους και λέγοντας ότι «εξ Ανατολής το φως».
Επειδή δε περί πανηγύρεων και εγκωμίων ο λόγος, δεν δύναμαι να λησμονήσω τους προσφιλείς μοι ασματογράφους, και να μη αποτείνω τον φόρον του θαυμασμού μου εις πάντας μεν τους ποιητάς των διαφόρων της εορτής ύμνων, αλλ’ ιδίως εις τους συνθέτας των δύο αυτής Κανόνων, τον ιερόν, λέγω, Κοσμάν, ποιητήν του α’ Κανόνος, ου η αρχή «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...», και τον πολύν Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ποιητήν του β' Κανόνος, ου η αρχή «Έσωσε λαόν...». Ο β' ούτος Κανών, συγκείμενος όλος εκ δωδεκασυλλάβων ιαμβικών στίχων (καθότι το μέλος δεν επιτρέπει τρίβραχυν ουδ’ ανάπαιστον εν ουδεμία των διποδιών χώρα), έχει ως ακροστιχίδα το ήρωοελεγείον τούτο επίγραμμα:

Ενείπης μελέεσσιν εφύμνια ταύτα λιγαίνει
Υία Θεού, μερόπων είνεκα τικτόμενον
Εν χθονί, και λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου
Αλλ’ άνα, ρητήρας ρύεο τώνδε πόνων.
Εν μόνον άσμα θα παραθέσω εκ του ιαμβικού τούτου Κανόνος ως δείγμα τον όλου:
Λύμην φυγούσα του θεούσθαι τη πλάνη,
Άλητον υμνεί τον κενούμενον Λόγον
Νεανικώς άπασα συν τρόμω κτίσις,
Άδοξον εύχος δειματουμένη φέρειν,
Ρευστή γεγώσα, καν σοφώς εκαρτέρει.
Και εκ του πρώτου Κανόνος παραθέτω επίσης τρία κατά σειράν τροπάρια της η’ ωδής. Και τα τρία αναφέρονται εις την προσκύνησιν των Μάγων, αλλ’ εν μεν τω α' και γ' ευφυώς αντιπαραβάλλεται αύτη προς την αιχμαλωσίαν Βαβυλώνος, εν δε τω β' γίνεται εύγλωττος υπαινιγμός εις τον ψαλμόν «Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν...». Τα τρία τροπάρια έχουσιν ως εξής :
Έλκει Βαβυλώνος η θυγάτηρ παίδας δορικτήτους Δαυΐδ, εκ Σιών εν αυτή, δωροφόρους πέμπει δε μάγους παίδας, την του Δαυΐδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διό ανυμνούντες αναμέλψωμεν, ευλογείται η κτίσις πάσα τον Κύριον, και υπερυψούτω, εις πάντας τους αιώνας.
Όργανα παρέκλινε το πένθος ωδής, ου γαρ ήδον εν νόθοις οι παίδες Σιών. Βαβυλώνος, λύει δε πλάνην πάσαν και μουσικών αρμονίαν, Βηθλεέμ εξανατείλας Χριστός, δι’ ο ανυμνούντες, κτλ.
Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών και δορίκτητον όλβον εδέξατο, θησαυρούς Χριστός εκ Σιών δε ταύτης και βασιλείς, συν αστέρι οδηγώ αστροπολούντας έλκει, κτλ. κτλ.
Και κατά την έννοιαν και κατά την γλώσσαν τα ανωτέρω παρατεθέντα αποσπάσματα, αδιστάκτως φρονώ, ότι είναι εκ των ωραιοτέρων λεκτικών καλλιτεχνημάτων πάσης εποχής, και το λέγω χάριν εκείνων εκ των ημετέρων, όσοι εκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ότι δεν εγράφοντο Ελληνικά, κατά τον Ζ' και Η' αιώνα, υποθέτοντες καλοκαγάθως, ότι τα παρ’ ημών των σημερινών γραφόμενα είναι Ελληνικά, και ότι θ’ αναγνωσθώσι ποτέ ως Ελληνικά υπό των επιγιγνομένων.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Εφημερίς» αρ. 359, 25 του Δεκέμβρη 1887 , 2γ.)

ΓΙΑΤΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Νικολάου Βοϊνέσκου

Σε αυτό το ερώτημα δίνει μια θαυμάσια απάντηση ο Άγιος Κύριλλος αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων (350μ.Χ.) στις υπέροχες Κατηχήσεις του. Συγκεκριμένα στη δωδεκάτη Κατήχηση, η οποία αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, σημειώνει έξι λόγους για τους οποίους ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος.
Α. Επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν το πρόσωπο του Θεού, γι' αυτό ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος για να τον δούμε και για να μας οδηγήσει στη σωτηρία πιο άνετα και πιο καρποφόρα. Η σωτηρία δεν είναι μόνο η άφεσις των αμαρτιών μας, αλλά ακόμη η συντριβή του διαβόλου, η θανάτωσις του θανάτου, η απελευθέρωσί μας από τα δεσμά του άδου και η κληρονομία της αιωνίου βασιλείας του Θεού.
Β. Ήλθε ο Χριστός για να βαπτιστεί και να αγιάσει το βάπτισμα. Ήλθε για να θαυματουργήσει περπατώντας πάνω στα κύματα της θαλάσσης. Επειδή πριν σαρκωθεί ο Κύριος, τον είδε η θάλασσα και υποχώρησε και ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω, έλαβε ο Κύριος το σώμα για να αντέξει η θάλασσα τη θέα Του και να Τον υποδεχθεί άφοβα ο Ιορδάνης.


Γ. Ο θάνατος ήλθε στον κόσμο δια μέσου παρθένου, της Εύας. Έπρεπε, λοιπόν, δια μέσου παρθένου ή καλύτερα από παρθένο να φανερωθεί η ζωή. Ώστε, όπως ακριβώς εκείνη την εξαπάτησε το φίδι με παραπλανητικά και διαβολικά λόγια, έτσι και αυτή, τη Μαρία, να τη βεβαιώσει ο Γαβριήλ για τη σωτηρία με το χαρμόσυνο μήνυμα.
Δ. Αφού εγκατέλειψαν οι άνθρωποι το Θεό, έφτιαξαν αγάλματα με ανθρώπινη μορφή. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι προσκυνούσαν ανθρωπόμορφο άγαλμα ως Θεό, πλανεμένοι όπως ήταν, έγινε ο Θεός αληθινός άνθρωπος για να διαλυθεί αυτή η πλάνη.
Ε. Σαν όργανο εναντίον μας χρησιμοποίησε ο διάβολος τη σάρκα. Γνωρίζοντας αυτό ο Απ.Παύλος λέει: «Βλέπω έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με ...»(Ρωμ 7:23). Με τα ίδια λοιπόν όπλα, με τα οποία μας πολέμησε ο διάβολος, μ' αυτά και σωθήκαμε. Πήρε ο Κύριος ίδια μορφή με μας, από εμάς τους ίδιους, ώστε να σωθούμε μέσω της ανθρώπινης φύσης Του. Πήρε τη δική μας ανθρώπινη φύση για να της δώσει ότι της έλειπε, να τη χαριτώσει πληρέστερα και ασφαλέστερα, για να κάνει τη φύση του ανθρώπου κοινωνό θείας φύσεως.
Στ. Έπρεπε ο Κύριος να υποφέρει για χάρη μας, αλλά ο διάβολος δεν θα τολμούσε να τον πλησιάσει, εάν Τον αναγνώριζε. Γιατί αν τον αναγνώριζαν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξης (Α΄Κορ. 2:8). Το σώμα, λοιπόν, έγινε δόλωμα του θανάτου. Έτσι ο δράκοντας, ενώ είχε ελπίσει ότι θα τον καταπιεί, έβγαλε έξω και όσους είχε ήδη καταπιεί.
Μακάρι με τις ευχές του Αγίου Κυρίλλου να νιώσουμε όσο το δυνατόν βαθύτερα αυτές τις μεγάλες αλήθειες και να ζήσουμε πνευματικά και άγια τα φετινά Χριστούγεννα.

Όσιος Νήφων ο νέος Κοινοβιάρχης

Ο Όσιος Νήφων γεννήθηκε κατά τον κόσμο Νικόλαος «εκ της γενεάς των Νικολαράδων», ο οποίος γεννήθηκε το 1736 μ.Χ. στα Πατρικά της Χίου.

Μόνασε στην Μόνη Μέγιστης Λαύρας και την Σκήτη του Παντοκράτορας του Αγίου Όρους. Μετέβη στην Πάτμο, στην Λειψώ και στην Ικαρία, οπού το 1775 μ.Χ. ίδρυσε, στην θέση Λευκάδα, την Μόνη της Ευαγγελιστρίας. Μεταξύ των μοναχών της Ευαγγελίστριας Ικαρίας, ήταν και ο Γρηγόριος Χατζησταμάτης, Σκιαθίτης, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατρός του κληρονόμησε μεγάλη περιούσια στην Σκιάθο. Έχοντας λοιπόν αυτή την μεγάλη περιουσία ο Γρηγόριος έπεισε τον Νήφωνα να μεταβούν στην καταπράσινη Σκιάθο και να οικοδομήσουν νέα Μόνη. Πράγματι, το 1794 μ.Χ. η Μονή άρχισε να χτίζεται και το 1797 μ.Χ. έλαβε και Σταυροπηγιακή αξία. Η κατασκευή του συγκροτήματος της Μόνης ολοκληρώθηκε το 1806 και κατέστη το κέντρο των «Κολλυβάδων».

Ο Όσιος Νήφων κοιμήθηκε το 1809 μ.Χ.

Αγία Δόμνα

Η Αγία Δόμνα ήταν Ιέρεια των ειδώλων επί Μαξιμιανού στη Νικομήδεια και συγκεκριμένα στον ναό του Δωδεκάθεου. Οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, άνοιξαν τα πνευματικά της μάτια και βαπτίστηκε χριστιανή, μαζί με τον υπηρέτη της Ινδή, από τον επίσκοπο Νικομήδειας Κύριλλο. Από τότε έκανε συνειδητή χριστιανική ζωή, μοιράζοντας στους φτωχούς ότι είχε από την περιουσία της, αλλά και ότι έπαιρνε από το παλάτι. Κάποτε όμως, το έμαθε αυτό ο αρχιυπηρέτης του παλατιού και όταν ήταν να τιμωρήσει τη Δόμνα, αυτή έκανε την τρελή και στάλθηκε στον επίσκοπο για θεραπεία. Έπειτα για να μη συλληφθεί, ντύθηκε ανδρικά και έθαβε τα λείψανα των μαρτύρων. Όταν όμως επέστρεψε ο Μαξιμιανός στη Νικομήδεια, ζήτησε τη Δόμνα και όταν έμαθε ότι έγινε χριστιανή, διέταξε να τη συλλάβουν. Επειδή όμως δεν την βρήκε, διέταξε τον γενικό φόνο των χριστιανών, μεταξύ των οποίων αναγνωρίστηκε και η Δόμνα και έτσι την αποκεφάλισαν. (Η μνήμη της επαναλαμβάνεται στις 3 Δεκεμβρίου).

Συναξαριακή πηγή, μαζί με την μνήμη της Αγίας Δόμνας, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Θεοφιλής της Παρθένου και Αγάπης της Προεστώσας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Σίμων ο Μυροβλήτης κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας

Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης ήταν ο κτήτορας της τολμηρότερης αρχιτεκτονικά αγιορείτικης μονής, της Σιμωνόπετρας. Υπήρξε θαυμάσιος ασκητής, θαυματουργός και μυροβλύτης.

Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».

Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.

Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.

Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·

Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.

Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.

Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,

Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.

Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.

Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.

Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Δισμύριοι (20.000) μάρτυρες που κάηκαν στη Νικομήδεια

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα - μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών. Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ' 18). Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.

(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

"Χριστὸς Γεννᾶται...", "Μυστήριον Ξένον..."


Η εικόνα της Γέννησης του Κυρίου

Γεμάτοι ιερές εικόνες είναι οι Ναοί μας. Όχι μόνο για να τις ασπαζόμαστε οι πιστοί. Κάθε εικόνα είναι κι ένα ολόκληρο βιβλίο, που μας διδάσκει. «Βιβλία των αγραμμάτων» ονομάζει τις εικόνες ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γιατί αποτυπώνονται εκεί παραστατικά η διδασκαλία της Εκκλησίας μας ή και οι βίοι των αγίων μας. Αυτά, δηλαδή, που ένας μορφωμένος θα διάβαζε σε διάφορα βιβλία. Ας δούμε, όμως, τι μπορεί κανείς να «διαβάσει» στην εικόνα της Γέννησης του Κυρίου!


Η εικόνα
Το μαύρο τριγωνικό σπήλαιο συμβολίζει τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου.
Μέσα στη φάτνη βρίσκεται το «Παιδίον» τυλιγμένο σε λευκά σπάργανα. Πίσω απ’ τη φάτνη βρίσκονται δύο ζώα, ένα βόδι κι ένα γαϊδουράκι. Η παρουσία τους εκεί εξηγείται από την προφητεία του Ησαΐα: «Γνωρίζει το βόδι τον ιδιοκτήτη του και ο όνος τη φάτνη του Κυρίου του. Ο Ισραήλ όμως δε με γνωρίζει και ο λαός μου δε με καταλαβαίνει», (Ησ. 1,3).
Οι άγγελοι βρίσκονται στο πάνω μέρος της εικόνας. Οι μισοί δοξολογούν το Θεό και οι άλλοι φέρνουν την καλή αγγελία στους ποιμένες. Ο αστέρας δείχνει τη φάτνη.
Στο κέντρο της εικόνας βρίσκεται η Παναγία. Είναι η πιο μεγάλη απ’ όλα τα άλλα πρόσωπα για να τονισθεί η συνεισφορά της στη σωτηρία του ανθρώπου.
Στο κάτω μέρος της εικόνας εμφανίζεται ο Ιωσήφ, σκεπτικός για όλα όσα συμβαίνουν. Δίπλα του, μεταμφιεσμένος με τη μορφή γέροντα, ο Σατανάς προσπαθεί να σπείρει αμφιβολία στην ψυχή του δίκαιου γέροντα. Επιτείνει μάλιστα τις αμφιβολίες του Ιωσήφ για την παρθενία της Θεοτόκου μπήγοντας στη γη το ραβδί του και υπαινισσόμενος ότι όσο είναι δυνατόν το ξερό ραβδί να βλαστήσει, άλλο τόσο η Παναγία είναι δυνατόν να είναι Παρθένος. Όμως το ραβδί πετάει φύλλα!
Τέλος, ο Ιωσήφ ζωγραφίζεται στην άκρη της εικόνας κι όχι μαζί με την Παναγία και το Χριστό γιατί δεν είναι πατέρας, αλλά μόνο προστάτης της οικογένειας.

Ερμηνεία της εικόνας
ΦΑΤΝΗ: Βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας μέσα σε ένα μαύρο τριγωνικό σπήλαιο που φανερώνει τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου, μέσα στον οποίο λάμπει το Θείο Βρέφος. Πίσω από τη Φάτνη βρίσκονται δύο ζώα ένα βόδι και ένα γαϊδουράκι.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ! Φεγγοβολεί μέσα στα λευκά σπάργανά Του. Όλοι οι λαοί Τον περίμεναν. Όλοι οι άνθρωποι, εκτός απ’ τον Ηρώδη, χαίρονται για τον ερχομό Του.
ΠΑΝΑΓΙΑ: Στο κέντρο της εικόνας είναι και η Παναγία ξαπλωμένη. Η γυναίκα που έφερε στον κόσμο τον Σωτήρα Του. Κουρασμένη από τη Γέννα και γι’ αυτό, ξαπλωμένη. Με σεβασμό, όμως, κοιτάζει το Θείον Βρέφος, που γέννησε. Η παρουσία της εκεί, δηλ. στο κέντρο της εικόνας, δείχει πως στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, βοηθά και το ανθρώπινο γένος.
ΑΓΓΕΛΟΙ: Στο πάνω μέρος της εικόνας οι μισοί δοξολογούν το Θεό: «Δόξα στον ύψιστο Θεό και ειρήνη στη Γη και ευαρέσκεια στους ανθρώπους», και οι άλλοι φέρνουν καλά νέα στους ποιμένες: «Γεννήθηκε για σας σήμερα σωτήρας»!
ΜΑΓΟΙ (δηλ. αστρολόγοι, βασιλιάδες και ιερείς): Στην άλλη μεριά της εικόνας είναι οι Μάγοι άλλοτε πεζοί και άλλοτε πάνω σε καμήλες κρατώντας τα δώρα τους έρχονται απ’ την Ανατολή για να προσκυνήσουν τον «νεογέννητο βασιλιά των Ιουδαίων». Μπροστά τους είναι το Αστέρι, το μήνυμα που στάλθηκε από τον Ουρανό για να τους οδηγήσει στον αναμενόμενο Λυτρωτή.
Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΔΙ! Τα ζώα του στάβλου, που με το χνώτο τους ζεσταίνουν τον Χριστό. Συμβολίζουν του Ιουδαίους και τους Eθνικούς, που δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Λόγο του Θεού. Το σκοτάδι της σπηλιάς συμβολίζει αυτήν την άγνοια.
ΙΩΣΗΦ: Στο κάτω αριστερό μέρος βρίσκεται ο Ιωσήφ, ο προστάτης της Παναγίας και του μικρού Ιησού. Ο «γέρος» δίπλα του είναι ο διάβολος που τον βάζει σε σκέψεις γύρω από την αγνότητα της Μαριάμ.
ΛΟΥΤΡΟ: Στο κάτω δεξί μέρος της εικόνας ζωγραφίζεται το πρώτο λουτρό. Δεν μαρτυρείται στα ιερά Ευαγγέλια κι ούτε μπορεί να έγινε στην ερημιά του σπηλαίου. Δηλώνει, όμως, έτσι ο αγιογράφος την ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν και άνθρωπος και είχε τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης.


Απολυτίκιο της εορτής

Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών,
Ανέτειλε τω κόσμω,
Το φως το της γνώσεως,
Εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες,
Υπό αστέρος εδιδάσκοντο,
Σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης,
Και σε γιγνώσκειν εξ’ ύψους ανατολήν,
Κύριε δόξα σοι.

Η Γέννηση σου Χριστέ και Θεέ μας,
Ανέτειλε στον κόσμο,
Το φως της γνώσεως του Θεού,
Διότι αυτοί που λάτρευαν τα αστέρια,
Από αστέρι διδάσκονται,
Να προσκυνούν Εσένα τον ήλιο της δικαιοσύνης,
Και να σε αναγνωρίζουν σαν την Ανατολή που ήρθε από τον ουρανό,
Σου ανήκει δοξολογία.

Τα Τίμια Δώρα Λιβάνι, Σμύρνα και Χρυσό

Το Λιβάνι ήταν ένα άρωμα που χρησιμοποιούσαν οι Ιουδαίοι και σαν δώρο συμβόλιζε πως ο Χριστός θα γινόταν αγαπητός.
Το χρυσάφι ήταν το αγαθό των Βασιλιάδων, πράγμα που συμβόλιζε την ιδιότητα ως Βασιλιά που έχει ο Χριστός για τους Χριστιανούς.
Η Σμύρνα ήταν άρωμα που τοποθετούσαν στους νεκρούς για να μυρίζουν ωραία, πράγμα που συμβόλιζε πως ο Χριστός θα υπέφερε και θα πέθαινε.
Λιβάνι κοινώς λιβάνι η λιβανωτός: αρωματική ελαιώδης ρητίνη του δένδρου βοσουελλίας της καρτερεί-ου, πού φύεται στις αμμώδεις εκτάσεις της Αραβίας, της Σομαλίας, των Ινδιών και του Λιβάνου. Χρησιμοποιήθηκε σαν θυμίαμα για κοσμική και λατρευτική χρήση από τα πανάρχαια χρόνια (Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Εβραίοι).
Μύρα κοινώς μύρον ή μύρρα: αρωματική υδατοδιαλυτή ρητίνη του φυτού μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων συγγενών πού φύονται στην Αραβία και την Αιθιοπία.
Στα δώρα των μάγων δόθηκαν οι εξής συμβολισμοί σε σχέση με τον Χριστό:

ο χρυσός ως τιμή σ' αυτόν ως τον νέο βασιλιά του κόσμου

το λιβάνι ως Θεό

η σμύρνα ως αυτόν που θα θυσιαζόταν για χάρη των ανθρώπων
Η σημασία των Δώρων
Στο εδάφιο 2:

Πού είναι αυτός που γεννήθηκε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων;
Επειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή, και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε (2:2).

Στο εδάφιο 11:

Και όταν ήρθαν στο σπίτι, είδαν το παιδί μαζί με τη Μαρία, τη μητέρα του, και
πέφτοντας κάτω το προσκύνησαν, και ανοίγοντας τους θησαυρούς τους,
του πρόσφεραν δώρα, χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα (2:11).

Προσκύνησαν αφού άκουσαν τον βασιλιά, αναχώρησαν, και ξάφνου, το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν απ' αυτούς, μέχρις ότου, φτάνοντας, στάθηκε επάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Και καθώς είδαν το αστέρι, χάρηκαν με χαρά υπερβολικά μεγάλη (Ματθαίος 2:9-10). Προσκύνησαν με την καρδιά τους.

Του πρόσφεραν Δώρα βασιλικά. Προσφέρουν αυτό που λατρεύουν, τα εργαλεία τους, τα όπλα τους. Το λιβάνι και η σμύρνα, ήταν τα πιο ακριβά μυρωδικά καρυκεύματα, σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Το χρησιμοποιούσαν για θυσίες σε τελετές που έκαναν, στους ναούς τους, ή για να πάρουν χρησμούς. Υπάρχουν αρκετά βαβυλωνιακά κείμενα που βεβαιώνουν αυτό.

Τα δώρα τους ήταν φόρος υποτέλειας, ήταν τα όπλα τους, αυτό που θεωρούσαν πιο σημαντικό και το λάτρευαν. Στην Παλαιά Διαθήκη όταν ο βασιλιάς Εζεκίας, έδειξε στους Βαβυλώνιους τους θησαυρούς του και στους θησαυρούς υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα αυτά τα τρία (Β΄ Βασιλέων 20:13)

Τα δώρα των μάγων δεν ήταν δώρα για μωρό.
Συμβόλιζαν την προσκύνηση και υποταγή τους στο νέο βασιλιά.
Ήταν μια θυσία. Θυσίαζαν αυτό που πριν λάτρευαν.
Η μόνη κατάλληλη θυσία για το βασιλιά Χριστό, που δείχνει την αλλαγή στη ζωή μας, είναι να θυσιάσουμε αυτό που λατρεύουμε πριν πάμε στο Χριστό.
Οι μάγοι με την ελάχιστη γνώση τους, έστω έψαξαν και βρήκαν τον Ιησού.

Και θα με ζητήσετε, και θα με βρείτε, όταν με ζητήσετε με όλη σας την καρδιά
(Ιερεμίας 29:13)
Ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου
Τα Τίμια Δώρα είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα

O χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας.

O λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξήντα δύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.

Φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται για προσκύνηση των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι
«διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19, 51).

Πιστεύεται από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, η Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ο οποίος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιο του.
Παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, η Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ότι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου και τα Τίμια Δώρα.

Σύμφωνα με την ιστορικοθρησκευτική μας παράδοση, πριν την Κοίμηση της η Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τίμια Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων οπού και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου.

Κατά το έτος αυτό ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη για αγιασμό του λάου και προστασία και προβολή της Βασιλεύουσας.

Εκεί παρέμειναν μέχρι και την άλωση της πόλης από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με αλλά ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια.

Με την υποχώρηση των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την υποδούλωσή της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.

Μετά την Άλωση η Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451) και μητρυιά του Μωάμεθ Β' του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Αγιο Όρος.
Η Μονή αυτή της ήταν γνωστή αφού ο πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.

Κατά την αγιορείτικη παράδοση
καθώς η Μάρω ανέβαινε από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, η Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίασει στη Μονή και έτσι να παραβίασει το άβατον του Αγίου Όρους.
Αυτή υπάκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους μοναχούς και πατέρες, οι όποιοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης».
Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.

Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός ήταν γιος του Ιωνά , από την Παλαιστίνη, και υπήρξε μαθητής μαζί με τον αδελφό του Θεοφάνη , στη μονή του αγίου Σάββα.

Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε' ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας. Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους. Γι' αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο. Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκαν στην Αφουσία. Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, τους παρακάτω δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.

Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας,
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες,
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι, τὴν θέαν,
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.

Απ' αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί. Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ' (836 ή 837 μ.Χ.), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη. Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.

Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία. Και για τ' αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δῶρον ἔμψυχον, τῷ Ζωοδότῃ, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ἀσκητικαὶς δωρεαὶς γὰρ κοσμούμενος, ὁμολογίας Ἀγώσι διέλαμψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος

Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.

Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.

Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.

Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Κάλαντα Δυτικής Θράκης


"Εὐφραίνεσθε Δίκαιοι...", "Ὁ Πατὴρ Εὐδόκησεν..."


Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΝ ΤΙΚΤΕΙ

Του κ.κ. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας


«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει»

Την έλευση το Λυτρωτού στον κόσμο, την ενσάρκωση του Θείου Λόγου, την ένωση ανθρωπίνης και θείας φύσεως γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Στο ξεκίνημα της ιστορίας της ανθρωπότητος δόθηκε στον άνθρωπο από τον ίδιο τον Δημιουργό η λαχτάρα να προσεγγίσει τον Θεό, να μοιάσει με Αυτόν, να ενωθεί μαζί Του. Και όπως διηγείται από τις πρώτες σελίδες η Αγία Γραφή, αυτό τον πόθο εκμεταλλεύθηκε ο διάβολος για να παραπλανήσει τους πρωτοπλάστους. Παρακούσετε τον Θεό, αναζητήσετε την αυτοτέλειά σας και τότε «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί» (θα ανοίξουν τα μάτια σας) «και έσεσθε ως θεοί» (Γεν. 3:4). Ακολουθώντας όμως οι πρωτόπλαστοι την πονηρή αυτή συμβουλή δεν έγιναν «ως θεοί», αλλά «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν (στ. 7). Κατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί, αδύνατοι και απροστάτευτοι. Και οι απόγονοί τους έζησαν σε μια περιπέτεια γεμάτη πόνο, συγκρούσεις, αποτυχίες και οδύνη.

Σε αυτήν την παρανοϊκή πορεία της ανθρωπότητος επεμβαίνει η αγάπη του Θεού. Ο Υπερούσιος με τη θέλησή Του σαρκούται προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, για να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος προς την ποθητή θέωση. Από την οδό όμως της ταπεινώσεως, της απαρνήσεως και της αγάπης, που θα φωτισθεί τελικά με τον ζωηφόρο Σταυρό και το υπέρλαμπρο φως της Αναστάσεως του Θεανθρώπου. Τη συγκλονιστική αυτή αλήθεια ψάλλει ο υμνογράφος με τρόπο περιεκτικό, απευθυνόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία συνήργησε στην ενανθρώπιση του Θείου Λόγου. «Ισωθήναι πόθον μοι ενθείς όφις ο παμπόνηρος τω Πλαστουργώ, ως αιχμάλωτον ήρπασε• διά σου δε, Πάναγνε, ανακέκλειμαι θεωθείς αληθέστατα συ γαρ, Θεομήτωρ, τον εμέ θεώσαντα γεγέννηκας». («Πόθο μου φύτεψε το παμπόνηρο φίδι, να γίνω ίσος με τον Πλαστουργό• και με έπιασε αιχμάλωτο. Με τη δική σου όμως συνέργεια, Πάναγνε, κλήθηκα ξανά (στην πρώτη δόξα) και αληθινά θεώθηκα»). (Κανών Αγίου Νικολάου, α΄ ωδή).

Η πρώτη πλάνη, στην αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, συνεχίσθηκε με διάφορες μορφές. Παρόμοιες διαβολικές προτροπές οδήγησαν την ανθρωπότητα στην καταστροφή. Κάθε είδους αλαζόνες ηγέτες πρότειναν κατά καιρούς τις δικές τους ιδέες και θεωρίες για να γίνουν οι άνθρωποι «ως θεοί». Συχνά διεκδίκησαν οι ίδιοι θεϊκές εξουσίες και ζήτησαν να κατευθύνουν την ανθρωπότητα στην ευδαιμονία με την ίδια βασική διάθεση: Μακριά από τον Θεό. Χωρίς Θεό. Το παλαιό αυτό σύνθημα πολύ συχνά ακούγεται και σήμερα με ποικίλες παραλλαγές. Με αποτέλεσμα την αιχμαλωσία στην αυτοκαταστροφή, τον ευτελισμό του ανθρωπίνου προσώπου, τη θεοποίηση παθών και υποδούλωση σε άνομα συμφέροντα.

Στην επικίνδυνη αυτή περιπέτεια, η Εκκλησία –το «Σώμα του Χριστού»– οφείλει να κινηθεί με τη σοφία, τη δύναμη και τις αρχές του Θεανθρώπου Χριστού ο οποίος είναι στο διηνεκές η Κεφαλή της. Να τονίζει την αξία του ανθρωπίνου προσώπου – ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, καταγωγής, μορφώσεως. Να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους αδικουμένους, τους φτωχούς και θλιβομένους. Να καλλιεργεί τον ειλικρινή σεβασμό στην αξιοπρέπεια του κάθε ανθρώπου ως «εικόνος Θεού», που έχει κληθεί να πορευθεί προς το «καθ’ ομοίωσιν», αξιοποιώντας την ελευθερία του με την αγάπη• για την ανύψωση ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους.

«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει»

Η ευαγγελική αφήγηση του γεγονότος της Γεννήσεως μάς καλεί να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε ένα ακόμη σημείο. Ο υπερούσιος, ο υιός του Θεού, ερχόμενος στον κόσμο αρνήθηκε ανέσεις, κατοικία, πλούτη και πολλά από όσα οι άνθρωποι θεωρούν απαραίτητα. Διάλεξε, όμως, ως αναγκαίο και επαρκές τη στοργή της Παναγίας μητέρας Του. Αυτός, ο οποίος ως Θεός είναι ενυπόστατη αγάπη, αποδέχεται τη μητρική αγάπη ως τον πιο αυθεντικό ανθρώπινο χαιρετισμό. Με τρυφερότητα η Παναγία «εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2:7). Στις βυζαντινές εικόνες το βρέφος Ιησούς δεν φαίνεται απλώς να δέχεται τις στοργικές φροντίδες της μητέρας Του, αλλά και να της ανταποδίδει τη θεϊκή του αγάπη. Υπάρχει αμοιβαιότητα.

Τη μητρική θαλπωρή στηρίζει και ενισχύει σιωπηλά, με σύνεση και καλοσύνη, «ο δίκαιος Ιωσήφ» προσφέροντας την ανθρώπινη προστασία στον νεογέννητο Χριστό και την Πανάχραντη Μητέρα Του. Αναλαμβάνει να διαφυλάξει το Θείο Βρέφος, καθώς το περιβάλλον Του από αδιάφορο και αφιλόξενο εξελίσσεται σε επιθετικό και επικίνδυνο. Στους κατατρεγμούς και τις διώξεις ασφαλίζουν το ανυπεράσπιστο Θείο Νήπιο δύο αγιασμένοι εκπρόσωποι του ανθρωπίνου γένους.

Η Παναγία και ο Ιωσήφ Τον σώζουν, ξενιτευόμενοι στην Αίγυπτο• αυτοί στον κατάλληλο χρόνο τον επαναφέρουν στην αγία γη, τον οδηγούν δωδεκαετή σε προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτούς υποτάσσεται ο Χριστός ως παιδί• «και ην υποτασσόμενος αυτοίς» (Λουκ. 2:51). Ο αρχικός λοιπόν ανθρώπινος πυρήνας, στον οποίο αναπτύσσεται ο Θεάνθρωπος κατά τήν πρώτη φάση τής επίγειας ζωής Του, είναι το οικογενειακό περιβάλλον. Την οικογένεια στη συνέχεια ευλογεί στην αρχή της δημόσιας δράσεώς Του ο Χριστός με το πρώτο Του θαύμα στην Κανά της Γαλιλαίας. Αυτή γίνεται το κύτταρο της κοινωνίας που εμπνέει η χριστιανική πίστη.

Ωστόσο, η γενικότερη ιδεολογική και πνευματική σύγχυση στις ημέρες μας, περιφρονώντας τις θεόσδοτες αξίες ζωής, έχει οδηγήσει και την οικογένεια σε πολύπλευρη κρίση. Πώς να υπάρξει οικογενειακή αρμονία χωρίς αμοιβαία πιστότητα, κατανόηση, συγχωρητικότητα, αφοσίωση και αυταπάρνηση. Αλλες ιδέες και τάσεις δηλητηριάζουν τις οικογενειακές σχέσεις, ακόμα και τις πιο φυσικές και ιερές, παιδιών και γονέων. Ολο και συχνότερα ακούμε για συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια, ακόμα και για οικογενειακή βία, που δυναμιτίζουν τη συνοχή και την ειρήνη της και τραυματιζουν ψυχικά μεγάλους και μικρούς. Οταν όμως διαταράσσεται ο βασικός αυτός κοινωνικός πυρήνας –ο οικείος οίκος– που θωρακίζει τον άνθρωπο και εξασφαλίζει την ανάπτυξή του, τότε πληγώνεται βαθιά ο ίδιος ο άνθρωπος ως προσωπικότητα• και ακολουθεί μία ευρύτερη κοινωνική παρακμή.

«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει»

Ας γεμίσει, αδελφοί μου, η καρδιά μας δοξολογία και ευγνωμοσύνη για την έλευση του Θείου Λόγου στην ανθρωπότητα. Και ο νους μας ας μην παύσει να αναλογίζεται τις λυτρωτικές συνέπειες του γεγονότος.

Παράλληλα, ας αναλογισθούμε σοβαρότερα την ιερότητα της οικογένειας. Η τόνωση της οικογενειακής αλληλεγγύης και στοργής αποτελεί ουσιαστική έκφραση της πίστεως και ευγνωμοσύνης μας προς τον Κύριό μας. Ας ζητήσουμε από τον Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του να μας χαρίζουν κάτι από τη δική τους αυθεντική αγάπη• και ας την ανταποδώσουμε προσφέροντάς την, στη διάρκεια του νέου έτους, τόσο στο οικογενειακό μας περιβάλλον όσο και στην ευρύτερη κοινωνία στην οποία ζούμε. Ευλογημένα Χριστούγεννα!

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ

Θεὸς τὸ τεχθὲν ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος

Σήμερον ἀνοίγεται ἡ πύλη τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ἣν ὁ Ὕψιστος μόνος διώδευσε, καὶ μόνην ἐσφραγισμένην ἐφύλαξε. Σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται καὶ ὁ Λόγος σημειοῦται. Σήμερον ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἡνώθησαν, λεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήμερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε. Σήμερον ὁρᾶται πυράς, ὁ φύσει ἀόρατος διὰ τὸν ἄνθρωπον.

Σήμερον τίκτει ἡ παρθένος τὸν ποιητὴν τοῦ παντός· ἡ Γῆ προσφέρει σπήλαιον καὶ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα· Ἀστὴρ μηνύει Χριστόν, τὸν ἥλιον τοῖς ἐν σκότει καθημένοις· οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον. Σήμερον ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμός, τῆς καταδίκης τοῦ Ἀδάμ. Ὁ παράδεισος ἡμῖν ἠνεῴχθη, ὁ ὄφις κατηργήθη. Διότι ἣν πρῴην ἠπάτησε, νῦν ἐθεάσατο, τοῦ Δημιουργοῦ γενομένην μητέρα. Σήμερον ἡ πάναγνος Θεοτόκος Μαρία συγκαλεῖ ἡμᾶς ἐν τῷ ναῷ, ὡς πότε ὁ Ἀστὴρ τοὺς Μάγους ἐν τῷ Σπηλαίῳ. Σήμερον ἁγιάζει ἡμᾶς τὸ ἀμόλυντον τῆς παρθενίας κειμήλιον ὁ λογικὸς τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ Παράδεισος· τὸ ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων· ἡ πανήγυρις τοῦ αἰωνίου συναλλάγματος, ἡ Θεοχώρητος παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκα· ἡ ἔμψυχος τῆς φύσεως βάτος, ἣν τὸ τῆς θείας ἀκτῖνος πῦρ οὐ κατέφλεξεν· ἡ ὄντως κούφη νεφέλη ἡ τὸν ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ μετὰ σώματος βαστάσασα. Ὁ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ ὑετοῦ καθαρώτατος πόκος, ἐξ οὗ ὁ ποιμὴν τὸ πρῶτον ἐνεδύσατο. Μαρία ἡ δούλη καὶ μήτηρ· ἡ Παρθένος καὶ λογικὸς Οὐρανός, ἡ μόνη Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους γέφυρα· ὁ φρικτὸς τῆς οἰκονομίας ἱστός, ἐν ᾧ ἀῤῥήτως ὑφάνθη ὁ τῆς ἑνώσεως χιτών· ὁ ὅπερ ἱστουργὸς μὲν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἔριθος δὲ ἐξ ὕψους ἐπισκιάσασα δύναμις· ἔριον δὲ τὸ ἀρχαῖον τοῦ Ἀδὰμ κώδιον· κρόκη δὲ ἡ τῆς Παρθένου ἀμόλυντος σάρξ· κερκὶς δὲ ἡ ἀμέτρητος τοῦ φορέσαντος χάρις· τεχνίτης δὲ ὁ δι᾿ ἀκοῆς ἀσπηδήσας Λόγος. Οὐκ ὑπῃσχύνθη ὁ φιλάνθρωπος τὴν ἐκ γυναικὸς ὠδῖνα. Διότι ζωὴ ἦν τὸ πραγματευόμενον. Διότι εἰμὴ Παρθένος ἔμεινεν ἡ Μήτηρ, ψιλὸς ἄνθρωπος ὁ τεχθείς, καὶ οὐ παράδοξος ὁ τόκος· εἶδε καὶ μετὰ τόκον ἔμεινε Παρθένος, πῶς οὐχὶ καὶ Θεός, καὶ τὸ μυστήριον ἄφραστον; Ἐκεῖνος ἀφράστως ἐγεννήθη, ὁ καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων εἰσελθὼν ἀκωλύτως. Οὗ τὴν συζυγίαν τῶν φύσεων ἰδὼν ὁ Θωμᾶς, ἀνέκραξε λέγων· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Μάθωμεν λοιπὸν πρῶτον τὴν οἰκονομίαν καὶ τὴν αἰτίαν τῆς παρούσης καὶ τότε δοξάσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ σαρκωθέντος, ἐπειδὴ ὤφειλεν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις, καὶ ἠπόρει πρὸς τὸ χρέος. Διότι διὰ τοῦ Ἀδὰμ πάντες τῇ ἁμαρτία ἐχειρογραφήσαμεν· δούλους ἡμᾶς κάτειχεν ὁ διάβολος· τὰς ὠνὰς ἡμῶν περιέφερε, χάρτης καὶ χρησμένος τῷ πολυπαθεῖ ἡμῶν σώματι· εἰστήκει ὁ κακὸς τῶν παθῶν πλαστογράφος ἐπισείων ἡμῖν τὸ χρέος καὶ ἀπαιτῶν ἡμᾶς τὴν δίκην, ἔδει λοιπὸν δυσὶν θύτερον ἢ πάντες ἡμάρτομεν· ἢ τοιοῦτον ἵνα δοθῇ πρὸς ἀντίδοσιν τίμημα, ὅπερ πᾶν τῷ χρέει ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παραίτησιν. Ἄνθρωπος τοῦ σῶσαι ἡμᾶς οὐκ ἠδύνατο· ὅτι ὑπέκειτο τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δὲ ἐξαγοράσαι τὴν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυσεν· ὅτι ἠπόρει τοῦ λύτρου. Λοιπὸν Θεὸς ἀναμάρτητος ὑπὲρ τῶν ἡμαρτηκότων ὤφειλε ἀποθάνῃ· ὅτι αὕτη ὑπελείπετο τοῦ κακοῦ ἡ λύσις.

Άγιος Ευθύμιος ο Ομολογητής, επίσκοπος Σάρδεων

Ο Σ. Ευστρατιάδης, στο Αγιολόγιό του, αναφέρει για τον Άγιο αυτόν τα εξής: «Ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780 - 797 μ.Χ.), γεννηθεὶς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς μονήν τινα ἀποκαρεῖς μοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ· διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν μητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σάρδεων, λαβὼν μέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόμῃ οἰκουμενικῇ συνόδῳ (787 μ.Χ.), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν μετὰ παῤῥησίας καὶ θάῤῥους καθωμολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιμῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δημοσίας ἀποστολάς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α´ (802 - 811 μ.Χ.), ἐπὶ καταγγελίᾳ γενομένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε μοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάμον, ὁ Εὐθύμιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814 μ.Χ.), ἀλλὰ καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονομαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 - 820 μ.Χ.), ὀπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς μερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἀσσὸν (παρὰ τὸ Ἀδραμύτιον), ἔνθα παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 - 829 μ.Χ.)· ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι᾿ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεμα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόμενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε».