Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟ

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας + Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος

 Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ πρωτοκλήτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, μιὰ μικρὴ πόλη στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μετωνομάσθηκε Πέτρος. Ὑπῆρξε πρῶτα μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη καὶ ὀνομάζεται πρωτόκλητος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἦταν βέβαια ψαρᾶς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἄκουσε τὸ βαπτιστὴ Ἰωάννη, ποὺ εἶπε κι ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἄλλος μαθητὴς πῆραν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε καὶ τοὺς ρώτησε· «Τί ζητεῖτε;». Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;».



Φαίνεται πὼς ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα ἦταν ὁ ὕστερα ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὸ συνηθίζει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ μὴ λέγη τὸ ὄνομά του. Στὴν ἐρώτηση λοιπὸν τοῦ Ἀνδρέα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Καὶ συνεχίζει τὴ διήγηση ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἦλθον σὺν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»· ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποὺ μένει καὶ ἔμειναν κοντὰ του ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα. Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί θὰ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν θεῖο Διδάσκαλο οἱ δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη μία ἥμερα ὁλόκληρη, ποὺ ἔμειναν μαζί του, καὶ ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἐντυπώσεις των.


Ἀλλὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ ὁλοήμερη ἀναστροφὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, τὴν βλέπομε στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ Ἀνδρέας, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «εὑρίσκει πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε τὸ Χριστό!». Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Χριστός, ὁ ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο περίμενε ὁ λαός. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα· ὁ βάπτισης Ἰωάννης ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔλεγε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε τώρα στοὺς δύο ψαράδες καὶ τοὺς ἔπεισε πὼς αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν. Δὲν ἔμενε λοιπὸν ἀμφιβολία, κι ὁ Ἀνδρέας γεμάτος χαρὰ καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ἔφερε τὴν ἀγγελία στὸν ἀδελφό του.


Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο συπληρώνει ὅτι ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κύτταξε τὸ Σίμωνα στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς»· ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθῆς Κηφᾶς. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι τὸ Κηφᾶς στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Πέτρος. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν εἶπε Κηφά, δηλαδὴ Πέτρο, μᾶς τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμολογία τὸ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν...». Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ κλήση του στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου. Ὅταν παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε ὁριστικά τους μαθητές, ποὺ θὰ γίνονταν Ἀπόστολοι καὶ τότε πρῶτον πάλι κάλεσε τὸν Ἀνδρέα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, ποὺ τοὺς βρῆκε «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν». Ἄλλες δυὸ φορὲς ὕστερα βλέπομε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Μία φορά, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κάποιους Ἕλληνες, ποὺ ζήτησαν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ δεύτερη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμιλοῦσε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ· τότε, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας ρώτησε· «Εἰπὲ ταῦτα πότε ἔσται;», πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτά;


Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ξέρομε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἡ ἱεραποστολική του δράση συνδέεται μὲ τὴ δική μας Βυζαντινὴ καὶ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριαρχικὸς ναὸς σήμερα στὴν Πόλη τιμᾶται στὸ ὄνομά του. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ μαρτύρησε, σταυρωμένος ἀνάποδα. Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναοὺς στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἁγία του κάρα τὸ 1460 ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος φεύγοντας τὴν κατάκτηση τῶν Τούρκων τὴν πῆρε μαζί του ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴ Ρώμη, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ Μητροπολίτης Πατρὼν τὴν ξαναπῆρε στὴν Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιομνημόνευτούς του Εὐαγγελίου· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Ἀμὴν

Τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου

 Μὲ τὸ κλεί­σι­μο τοῦ φθι­νο­πώ­ρου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, σή­με­ρα 30 Νο­εμ­βρί­ου, γι­ορ­τά­ζου­με τὴ μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­δελ­φὸ του Ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ψα­ρά­δες ἀ­πὸ τὴν πό­λη Βη­σθα­ϊ­δά, με­σαί­ου οἰ­κο­νο­μι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου, προ­φα­νῶς σε­βα­στὰ μέ­λη τῆς το­πι­κῆς κοι­νω­νί­ας, πι­στοὶ ἀ­κό­λου­θοι καὶ γνῶ­στες τοῦ νό­μου τοῦ Θε­οῦ.



Ὁ Χρι­στὸς μπῆ­κε στὴ ζω­ή τους σὰν θύ­ελ­λα καὶ σά­ρω­σε τὰ πάν­τα. Ἄλ­λα­ξε τὴ σχέ­ση τους μὲ τοὺς οἰ­κεί­ους τους, μὲ τοὺς συγ­χω­ρια­νούς τους, μὲ τὴν το­πι­κὴ συ­να­γω­γή, μὲ τὸ Νό­μο. Ἄλ­λα­ξε τὴ στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τι στὴ ζω­ή, στὸ συ­νάν­θρω­πο, ἀ­πέ­ναν­τι στὶς σχέ­σεις τους. Ἄλ­λα­ξε τὶς ἀν­τι­λή­ψεις τους γιὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α, τὴ δι­και­ο­σύ­νη, τὴν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Ἄλ­λα­ξε τὰ πάν­τα! Ἡ πο­ρεί­α τους, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α, ὑ­πῆρ­ξε στα­θε­ρή, ἀ­τα­λάν­τευ­τη καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη, ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο ἄ­ξο­νες.


Πο­λὺ λί­γα γνω­ρί­ζου­με ἀ­πὸ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη γιὰ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α. Εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ ποὺ πρω­τα­γω­νι­στεῖ δι­α­κρι­τι­κά, τι­μᾶ­ται μὲ σε­μνό­τη­τα καὶ ἀλ­λά­ζει τὸν κό­σμο σι­ω­πη­ρά. Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α τοῦ βί­ου του τὰ κα­τέ­χου­με ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τὸ πέ­ρα­σμά του ἀ­πὸ τὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, τὸ Βυ­ζάν­τιο καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα ἔ­θε­σε, μα­ζὶ μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, τὰ θε­μέ­λια γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­ο­χές. Ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κύ­ριο στό­χο τῶν προ­σπα­θει­ῶν του. Τη­ρεῖ μὲ ἀ­κρί­βεια τὴν τε­λευ­ταί­α ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­στει­λε τὸν ἴ­διο καὶ τοὺς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους σὲ ὅ­λους τοὺς λα­οὺς τῆς οἰ­κου­μέ­νης γιὰ νὰ κα­τη­χή­σουν καὶ νὰ βα­πτί­σουν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ ὄ­νο­μά Του. Οἱ δι­η­γή­σεις μᾶς λέ­γουν ὅ­τι ἡ ἀ­πο­στο­λὴ του στέ­φθη­κε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α. Τὸ πέ­ρα­σμά του με­τα­μόρ­φω­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ξε­κού­ρα­ζε τοὺς κου­ρα­σμέ­νους, κα­θὼς τοὺς προ­σέ­φε­ρε λό­γο ζω­ῆς καὶ ἀ­λή­θειας.


Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ του ἦ­ταν μί­α μαρ­τυ­ρια γιὰ τὸν Λό­γο τῆς ζω­ῆς, γιὰ τὸν Σαρ­κω­μέ­νο Λό­γο, γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μί­α μαρ­τυ­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α σφρα­γί­στη­κε ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Ἡ ζω­ή μαρ­τυ­ρί­α­ς καὶ μαρ­τυ­ρί­ου εἶ­ναι οἱ δύ­ο ἄ­ξο­νες ἀ­νά­με­σα στοὺς ὁ­ποί­ους κι­νεῖ­ται ἡ ζω­ὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Μί­α ζω­ὴ ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ πό­λη τῆς Πά­τρας καὶ ἕ­νας σταυ­ρός. Ἕ­νας σταυ­ρὸς σὲ σχή­μα Χ.


Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α πε­ρι­έ­χει δύ­ο στοι­χεῖ­α τὰ ὁ­ποί­α εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ζω­ῆς τοῦ κά­θε χρι­στια­νοῦ. Τὸ πρῶ­το εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ χρι­στια­νοῦ νὰ δί­νει μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Λό­γου, ὅ­που στα­θεῖ καὶ ὅ­που βρε­θεῖ εἴ­τε μὲ τὰ λό­για εἴ­τε μὲ τὰ ἔρ­γα του. Καὶ τὸ δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ζω­ῆς τοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅ­τι μί­α ζω­ὴ μαρ­τυ­ρί­ας δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ τὴν ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ μαρ­τύ­ριο.


Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας δὲν εἶ­ναι ὁ μό­νος ἅ­γιος ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε αὐ­τὴ τὴ στε­νὴ καὶ δύ­σκο­λη ὁ­δό. Κα­τέ­χει, ὅ­μως, μί­α μο­να­δι­κὴ θέ­ση στὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θὼς εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­φε­ρε μὲ τὸ βί­ο του νὰ κά­νει πρά­ξη τὴν ἀ­πο­στο­λή του.


Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πο­λὺ πα­ρα­τη­ρη­τι­κὸς γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι καὶ τὰ δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεῖ­α ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με -ἡ δι­ά­θε­ση μαρ­τυ­ρί­ας καὶ μαρ­τυ­ρί­ου- λεί­πουν πλέ­ον ἀ­πὸ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας καὶ πρέ­πει, δί­χως ἄλ­λο, νὰ κα­τα­βά­λου­με ση­μαν­τι­κὴ προ­σπά­θεια γιὰ νὰ τὰ ἐ­πα­νεύ­ρου­με, γιὰ νὰ τὰ κά­νου­με καὶ πά­λι στό­χο τῆς ζω­ῆς μας.


Ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας ἀ­πο­τε­λεῖ, λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρί­πτω­ση χρι­στια­νοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος πραγ­μα­το­ποί­η­σε μὲ τὴ ζω­ὴ τοῦ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ τοῦ κό­σμου καὶ τὴ με­τα­μόρ­φω­σή του, ἀ­κό­μη καὶ ἂν αὐ­τὸ εἶ­χε ὡς συ­νέ­πεια τὸν βί­αι­ο δι­κό του θά­να­το. Ἄς μι­μη­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς ὅ­σο μπο­ροῦ­με τὸ πα­ρά­δειγ­μά του. Ἀ­μήν.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

 Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως

καὶ πολιοῦχος ἅγιος τῶν Πατρῶν

γράφει ὁ Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος

Ἐκπαιδευτικός

.                 Μέσα στὴ σεπτὴ χορεία τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ τιμώμενος ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς [καὶ Δυτικῆς] Ἐκκλησίας στὶς 30 Νοεμβρίου Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἄσημος καὶ ἁπλοϊκὸς ψαρὰς κατέστη «ἁλιεὺς τῶν ἀνθρώπων» καὶ ἀναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ φλογερὸς Ἀπόστολος τοῦ Γένους μας.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἦρθε στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν σωτηριώδη λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἱδρύσει Ἐκκλησίες. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ μία καρποφόρα ἱεραποστολικὴ περιοδεία, κατέληξε στὴν Πάτρα, τὴν ὁποία ἐπορφύρωσε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του καὶ καθαγίασε μὲ τὸν ἔνδοξο σταυρικό του θάνατο γιὰ νὰ πρεσβεύει ἀδιάλειπτα στὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ προστασία τοῦ πατραϊκοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους.

.           Ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Κυρίου μας γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ δυτικὴ ὄχθη τῆς λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ). Τόσο ὁ πατέρας του, ὁ Ἰωνᾶς, ὅσο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀνδρέας, ἀλλὰ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ὁ Σίμων Πέτρος, ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ. Παρόλο ὅμως ποὺ δὲν ἀπέκτησαν τὰ δύο ἀδέλφια ἰδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν ἀπὸ τὴν εὐσέβειά τους, ἀφοῦ ὑπῆρξαν μαθητὲς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τὶς ψυχές τους. Μάλιστα ὁ Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ καὶ συγκατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἔγγαμο ἀδελφό του, τὸν Πέτρο, στὴν Καπερναούμ, εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκολουθεῖ συχνότερα τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὰ κηρύγματά του. Ἔτσι ὅταν ὁ Πρόδρομος εἶδε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «περιπατοῦντα» στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη, τὸν υἱὸ τοῦ Ζεβεδαίου, τὸν καὶ μετέπειτα Εὐαγγελιστὴ καὶ ἠγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου, τοὺς εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α´ 36). Ἡ φράση αὐτὴ σαγήνευσε σὲ τέτοιο βαθμὸ τοὺς δύο ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς ψαράδες, ὥστε θέλησαν νὰ γνωρίσουν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μόλις ἀντιλήφθηκε ὁ Κύριος τὴν ἐπιθυμία τους γιὰ ἐπικοινωνία, ἀπευθύνθηκε σ’αὐτοὺς καὶ τοὺς ρώτησε τί θέλουν. Ἐκεῖνοι τότε τὸν ρώτησαν: «Ραββί -ποὺ σημαίνει Διδάσκαλε- ποῦ μένεις;» Τότε ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», δηλαδὴ ἐλᾶτε καὶ θὰ δεῖτε. Κατόπιν οἱ δύο ψαράδες πῆγαν καὶ εἶδαν ἀπὸ κοντὰ τὸν χῶρο, ὅπου ἔμενε ὁ Κύριος. Μόλις ὁ Ἀνδρέας γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔτρεξε ἀμέσως νὰ ἐνημερώσει τὸν ἀδελφό του, τὸν Σίμωνα Πέτρο. Ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσία», δηλαδὴ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀνδρέας ἔλαβε τὸ τιμητικὸ καὶ ἔνδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», ἀφοῦ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ δέχθηκε τὴν κλήση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴ συνέχεια ὁδήγησε τὸν ἀδελφό του στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθεῖς Κηφᾶς, ποὺ σημαίνει Πέτρος». Ἀλλὰ ὁ Ἀνδρέας δὲν περιορίσθηκε στὸ νὰ φέρει κοντὰ στὸν Χριστὸ μόνο τὸν ἀδελφό του, τὸν Πέτρο, ἀλλὰ παρακίνησε καὶ τὸν φίλο του, τὸν Φίλιππο, τὸν συμπατριώτη του ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ὥστε καὶ αὐτὸς νὰ γευθεῖ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς γνωριμίας καὶ συναναστροφῆς μαζί Του.

.           Ὅμως ἡ ἐπίσημη καὶ ὁριστικὴ κλήση στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα τόσο τῶν δύο ἀδελφῶν, Ἀνδρέου καὶ Πέτρου, ὅσο καὶ τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου, Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, θὰ γίνει ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «περιπατῶν παρὰ τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸ αὐτοῦ… καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων, οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Ματθ. δ´ 18-20). Ἀκούγοντας λοιπὸν αὐτὰ τὰ λόγια, ἄφησαν ἀμέσως τὰ δίχτυά τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔκτοτε ὁ Ἀνδρέας κατετάγη στὸν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἡ δὲ παρουσία του ἦταν ἐξέχουσα, ἀλλὰ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸν Χριστὸ ἦταν ξεχωριστή. Ἄλλωστε οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Λουκᾶς τὸν ἀναφέρουν δεύτερο στὴ χορεία τῶν Ἀποστόλων μετὰ τὸν ἀδελφό του, τὸν Σίμωνα Πέτρο. Ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἀναφέρεται καὶ στὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων ἀνδρῶν (Ἰω. ϛ´ 5-8), ἀλλὰ καὶ στὸ περιστατικὸ τῆς ἐπιθυμίας τῶν Ἑλλήνων «τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ» γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ (Ἰω. ιβ´ 20-23), καθὼς καὶ στὴ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ἀνδρέα, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη περὶ τῶν ἐσχάτων, ὅταν εἶχε προαναγγείλει ὁ Κύριος τὴν καταστροφὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα (Μάρκ. ιγ´ 3-4). Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἦταν παρὼν μαζὶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου (Πράξ. α´ 9-14), ἐνῶ κατὰ τὴν εὐφρόσυνο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δέχθηκε τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. β´ 1-13). Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας βρισκόταν στὸ ὑπερῶο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἦταν μεταξὺ αὐτῶν ποὺ κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».

.             Μετά τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἄρχισε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τὴν ἱεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…». Σύμφωνα μὲ τὴ γραπτὴ παράδοση

Άγιος Φρουμέντιος αρχιεπίσκοπος Αβησσυνίας

 Στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330 μ.Χ.), κάποιος φιλόσοφος από την Τύρο, που ονομαζόταν Φρουμέντιος, πήγε στην Αβησσυνία (Αιθιοπία) για να συλλέξει ιστορικά στοιχεία γι' αυτή τη χώρα. Έγινε γνωστός στη βασιλική αυλή για τη λογιότητά του και διορίστηκε σε ανώτερη διοικητική θέση.


Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης

 Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.


Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:


+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ

A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω

ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ

ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ


Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.


Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.


Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».


Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

 Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.


Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.


Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ  κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.


Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.


Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.


Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.


Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.


Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.


Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.


Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.


Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!


Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.


Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.




Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.


Μεγαλυνάριον

Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.




Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Πόσες προσευχές δεν είχε ακούσει το παλιό εικονοστάσι...

 Η μάνα μας, πάντα φρόντιζε το καντηλάκι να καίει, ήταν δεν ήταν γιορτή.. θεωρούνταν ευλογία για το σπίτι και προστασία από όλα τα κακά...


Πόσες προσευχές δεν είχε ακούσει το παλιό εικονοστάσι, όταν δεν είχαμε να φάμε, όταν το μεροκάματο του πατέρα δεν έφτανε ούτε για ψωμί, όταν τα τρία μοναδικά ζώα της οικογένειας δεν έβγαζαν γάλα και τι θα πίναμε τα μικρά, όταν έβρεχε καταρρακτωδώς και οι τρύπες στην σκεπή έσταζαν...κι η μάνα έβαζε λεκάνες τσίγκινες για τα νερά και προσευχόταν μην πλημμυρίσει το σπίτι, όταν αρρωσταίναμε και μας έκαιγε ο πυρετός, ήθελε η Παναγία να κάνει το θαύμα Της, γιατί πού λόγος για γιατρούς και φάρμακα... και όλες οι προσευχές από μέσα της, να μην ακούσει κανείς και στεναχωρηθεί..


Όλα να τα αντέχει, όλα να τα υπομένει.. έτσι μεγάλωσε τα παιδιά της ..με βοήθεια το παλιό εικονοστάσι και την ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ!!...

ANTHONY BLOOM: ΤΕΛΙΚΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ Ή ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;

  Ὁ Θεὸς εἶναι διατεθειμένος νὰ μείνη τελείως ἔξω ἀπὸ τὴν ζωήμας, εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸ σηκώση αὐτὸ σὰν ἕνα σταυρό, ἀλλὰ δὲν εἶναι καθόλου διατεθειμένος νὰ γίνη ἁπλῶς ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας.

  Ἔτσι ὅταν σκεπτόμαστε τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀξίζει νὰ ἐρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς φταίει γι’ αὐτό;


  Πάντοτε ἀποδίδουμε τὴν ἐνοχὴ στὸν Θεό, πάντοτε κατηγοροῦμε Ἐκεῖνον, εἴτε κατ’ εὐθείαν, εἴτε μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ὅτι εἶναι ἀπῶν, ὅτι ποτὲ δὲν εἶναι παρὼν ὅταν Τὸν χρειαζόμαστε, ποτὲ δὲν ἀνταποκρίνεται ὁσάκις καταφεύγουμε σ’ Αὐτόν.

  Εἶναι στιγμὲς ποὺ εἴμαστε περισσότερο «εὐσεβεῖς» καὶ λέμε εὐλαβικά: «ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὴν ὑπομονή μου, τὴν πίστη μου, τὴν ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ἕνα σωρὸ τρόπους γιὰ νὰ μεταβάλουμε τὴν ἐναντίον μᾶς κρίσι τοῦ Θεοῦ σὲ ἔπαινό μας. Εἴμαστε τόσο ὑπομονετικοὶ ὥστε μποροῦμε νὰ ὑποφέρουμε ἀκόμα καὶ τὸν Θεό!

  Ὅταν πᾶμε νὰ προσευχηθοῦμε ὅλες τὶς φορὲς θέλουμε ΚΑΤΙ ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεῖ αὐτὸ νὰ λεχθεῖ σχέση; Συμπεριφερόμαστε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν στοὺς φίλους μας; Ἀποβλέπουμε κυρίως σ’ αὐτὸ ποῦ ἡ φιλία μπορεῖ νὰ μᾶς δώση ἢ ἀγαπᾶμε τὸν φίλο; Συμβαίνει τὸ ἴδιο στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεό;

  Ἃς σκεφθοῦμε τὶς προσευχές μας, τὶς δικές σας καὶ τὶς δικές μου. Σκεφθῆτε τὴν θέρμη, τὸ βάθος καὶ τὴν ἔντασι ποὺ ἔχει ἡ προσευχή σας, ὅταν ἀφορᾶ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶτε, ἢ κάτι ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τὴν ζωή σας. Τότε ἡ καρδιὰ σᾶς εἶναι ἀνοιχτή, ὅλος ὁ ἐσωτερικός σας ἐαυτὸς εἶναι προσηλωμένος στὴν προσευχή. Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει κάποια σημασία γιὰ σᾶς; ΌΧΙ, καθόλου! Ἁπλῶς σημαίνει ὅτι τὸ θέμα τῆς προσευχῆς σᾶς  ἀπασχολεῖ.

  Ὅταν κάνετε τὴν γεμάτη πάθος, βαθειὰ καὶ ἔντονη προσευχή, τὴν σχετικὴ μὲ τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἢ τὴν κατάστασι ποὺ σᾶς στεναχωρεῖ καὶ μετὰ στραφῆτε στὸ ἑπόμενο αἴτημα, ποὺ δὲν σᾶς ἀπασχολεῖ καὶ πολὺ καὶ ξαφνικὰ παγώση ἡ διάθεσί σας, τί ἄλλξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ὁ Θεός; Ἢ ἔχει «ἀπομακρυνθεῖ»; Ὄχι ἀσφαλῶς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλη ἡ ἔξαρσι, ὅλη ἡ ἔντασι τῆς προσευχῆς σας δὲν γεννήθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀπὸ τὴν πρὸς Αὐτὸν πίστι σας, τὴν σφοδρὴ γι’ Αὐτὸν ἀγάπη, ἀπὸ τὴν αἴσθησι τῆς παρουσίας Του. Ἀλλὰ γεννήθηκε, μόνο καὶ μόνο, ἀπὸ τὴν ἀνησυχία σας γιὰ κεῖνο τὸ πρόσωπο ἢ γιὰ κείνη τὴν ὑπόθεσι, καὶ ὄχι γιὰ τὸν Θεό.

  Γιατί λοιπὸν μᾶς ἐκπλήττει τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ μᾶς πλήττει; Ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ ἀπουσιάζουμε, ἐμεῖς γινόμαστε ψυχροί, ἀφοῦ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει πλέον ὁ Θεός. Γιατί; Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει τόσο σημασία γιὰ ἐμᾶς.

  Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι «ἀπῶν». Ἐφόσον ἐμεῖς εἴμαστε πραγματικοί, δηλαδὴ εἴμαστε, ἀληθινά, ὁ ἐαυτός μας, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ εἶναι παρὼν καὶ νὰ κάνη κάτι γιὰ ἐμᾶς. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε ὅτι στὴν οὐσία δὲν εἴμαστε, τότε δὲν μένει τίποτε νὰ ποῦμε ἢ νὰ ἔχουμε. Γινόμαστε μία φανταστικὴ προσωπικότης, μία ἀνειλικρινὴς παρουσία, καὶ τὴν παρουσία αὐτὴν δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πλησιάσει ὁ Θεός.

  Γιὰ νὰ μπορέσουμε νᾶν προσευχηθοῦμε πρέπει νὰ ζήσουμε στὴν κατάστασι ἡ ὁποία καθορίζεται σὰν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ Βασιλεύς, ὀφείλουμε νὰ παραδοθοῦμε σ’ Αὐτόν. Τουλάχιστον πρέπει νᾶν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὸ θέλημά Του, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τὸ ἐκπληρώσουμε. Ἀλλὰ ἂν δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ γι’ αὐτό, ἂν φερόμαστε στὸν Θεὸ ὅπως ὁ πλούσιος νεανίας ποῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστὸ γιατί ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος, τότε πῶς θὰ Τὸν συναντήσουμε;

Πολὺ συχνά, ὅτι θὰ θέλαμε νὰ εἴχαμε ἀποκτήσει διὰ τῆς προσευχῆς, διὰ τῆς βαθείας σχέσεως μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποίαν τόσο ἐπιθυμοῦμε, εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἐπιθυμία εὐτυχίας καὶ τίποτα παραπάνω. Δὲν εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ πουλήσουμε ὅλα ὅσα ἔχουμε γιὰ νᾶν ἀγοράσουμε τὸν πολύτιμο μαργαρίτη. Ἔτσι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίσουμε αὐτὸν τὸν πολύτιμο μαργαρίτη; Εἶναι Αὐτὸς ἡ προσδοκία μας;

  Τελικὰ θέλουμε κάτι ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἢ θέλουμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό;


ἀπὸ τὸ βιβλίο: "Μάθε νὰ προσεύχεσαι"

ἔκδ. "Η ΕΛΑΦΟΣ"

Άγιος Άβιβος επίσκοπος Γεωργίας, Ιερομάρτυρας

 Η πυρολατρία

Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ο σάχης της Περσίας Χοσρόης Α’ (531 - 579 μ.Χ.), γιος και διάδοχος του Καβάλη Α’ (488 – 531 μ.Χ.), εισβάλλοντας στην Καχέτη, που βρισκόταν τότε σε εσωτερική αναστάτωση, κατέκτησε τις περιοχές Ράνι, Μοβακάν και Αλαζάν. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Κάρτλης, υποτάσσοντας και τη χώρα αυτή. Τη διοίκηση των επαρχιών την ανέθεσε σε σατράπες (Σατράπης (περσ. Χσαδράπ) λεγόταν ο διοικητής επαρχίας (σατραπείας) του αρχαίου περσικού κράτους). Στους κατοίκους επέβαλε φόρο υποτέλειας. Το χειρότερο όμως είναι ότι θέλησε να εξαφανίσει το χριστιανισμό και να επιβάλει το μαζδαϊσμό. Πρόσταξε, λοιπόν, να χτιστούν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά πυρολατρικοί ναοί, στους οποίους στήθηκαν βωμοί με άσβεστη φωτιά. Πολλοί χριστιανοί, είτε αναγκασμένοι είτε παρασυρμένοι, αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και δέχτηκαν την περσική πλάνη.


Θείος ζήλος

Ναός πυρολατρικός χτίστηκε και στην πόλη Νεκρέσι, της οποίας επίσκοπος ήταν ο μακάριος Άβιβος, όπως είδαμε στο βίο του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι. Ο καλός ποιμενάρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη λατρεία των δαιμόνων στην ίδια του την έδρα. Οπλισμένος, λοιπόν, με θείο ζήλο, πήγε μια μέρα στο ναό, προχώρησε θαρρετά ως το θυσιαστήριο και, ρίχνοντας νερό πάνω στην φλόγα, την έσβησε.


Η γενναία πράξη του επισκόπου έκανε τους χριστιανούς να ενθουσιαστούν και τους πυρολάτρες να μουδιάσουν. Πολλοί Γεωργιανοί, που είχαν πλανηθεί, γύρισαν πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.


Από την ημέρα εκείνη ο φιλόθεος ιεράρχης, με το σταυρό στο χέρι, άρχισε να οργώνει την επαρχία του. Περιοδεύοντας ακούραστα σε πόλεις και χωριά, κήρυσσε την αλήθεια, ξερίζωνε την πλάνη, έκανε θαυμαστά σημεία και έσβηνε τους πυρολατρικούς βωμούς. Όλοι οι βουνίσιοι κάτοικοι του Καυκάσου, που είχαν μεταστραφεί στο μαζδαϊσμό, ξανάγιναν χριστιανοί χάρη στα κηρύγματα και τα θαύματά του.


Σε μικρό χρονικό διάστημα ο άγιος επίσκοπος κατόρθωσε όχι μόνο το ποίμνιό του να στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη, μα και πολλούς Πέρσες να οδηγήσει στο Χριστό. Αυτό όμως εξαγρίωσε τους κατακτητές.


Σύλληψη

Τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν αλύπητα και τον έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή. Ύστερα έστειλαν αναφορά στο σατράπη, που έμενε στην πόλη Ρέχη, με την οποία τον ενημέρωσαν για όλα όσα έκανε εναντίον της θρησκείας τους ο άγιος.


Ο σατράπης έστειλε αμέσως στη Νεκρέσι οπλισμένους στρατιώτες με την εντολή να τον φέρουν δεμένο μπροστά του. Έτσι κι έκαναν. Ήρθαν, τον έδεσαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τους χριστιανούς να κλαίνε και να στενάζουν απαρηγόρητα.


Πηγαίνοντας προς τη Ρέχη, πέρασαν από το χωριό Ικάλτο της ορεινής Καχέτης. Εκεί τους πρόλαβε ένας απεσταλμένος του οσίου Συμεών του Θαυμαστορείτη (βλέπε 24 Μαΐου). Ο Όσιος Συμεών και ο επίσκοπος Άβιβος είχαν παλαιό πνευματικό σύνδεσμο και συχνά αλληλογραφούσαν. Τώρα ο χαρισματούχος Όσιος, γνωρίζοντας τη σύλληψη και προγνωρίζοντας το μαρτύριο του φίλου του, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Έστελνε, λοιπόν, στον ιερομάρτυρα το ραβδί του, ως συμβολική ευλογία, κι ένα θερμό γράμμα, παρηγορητικό και ενθαρρυντικό. Διαβάζοντάς το ο μακάριος, ξέσπασε σε δάκρυα. Ουράνια δύναμη και ιερός ενθουσιασμός πλημμύρισαν την ψυχή του.


Φεύγοντας από το Ικάλτο ο άγιος αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους κληρικούς του, που είχαν συναχθεί εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής για να πάρουν την ευχή του, και τους νουθέτησε κατάλληλα, προτρέποντάς τους να μένουν πιστοί ως το θάνατο στην Ορθοδοξία και να ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα του Χριστού με αυτοθυσία.


Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, τη Μτσχέτα, και αντικρίζοντας τον καθεδρικό της ναό, τον «Σβετιτσχόβελ», ένιωσε μιαν απέραντη ψυχική ευφροσύνη και αναφώνησε:


- Κοίτα, μητέρα μου Εκκλησία, το παιδί σου, που το οδηγούν δεμένο στο μαρτύριο!


Και πρόσθεσε μονολογώντας:


- Ετοιμάσου, Άβιβε, να δεχθείς το στεφάνι, που σου ετοιμάζει ο Χριστός, και προχώρα σταθερά στον αθλητικό σου δρόμο.


Στον άγιο Σίω

Στη Μτσχέτα ο άγιος παρακάλεσε τους στρατιώτες να τον οδηγήσουν ως την κοντινή μονή Μγβίμε, για να δει τον Όσιο Σίω (βλέπε 7 Μαΐου), που ζούσε τότε έγκλειστος σ’ ένα σπήλαιο. Οι στρατιώτες, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ακτινοβόλα αρετή του, σεβάστηκαν την επιθυμία του.


Σε λίγο οι δύο άγιοι συναντήθηκαν με χαρά και συγκίνηση. Μετά τον αδελφικό τους ασπασμό, άρχισαν να συζητούν πνευματικά. Τέλος, ο ιερός Άβιβος είπε:


- Προσευχήσου, πάτερ Σιώ, στο Θεό για το λαό μας, που τον καταπιέζουν οι άνομοι Πέρσες. Όσοι, μάλιστα, Γεωργιανοί είναι αστερέωτοι στην ορθή πίστη, σαγηνεύονται από την πυρολατρία. Μα και οι κατακτητές αναγκάζουν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς να προσκυνούν την άλογη φωτιά. Όπως, λοιπόν, κάποτε οι άγιοι Τρεις Παίδες, ριγμένοι μέσα στο χαλδαϊκό καμίνι, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς με την προσευχή τους, έτσι και τώρα εξουδετέρωσε, διάλυσε και αφάνισε με τη δική σου θεόδεκτη προσευχή τους δαιμονικούς λογισμούς και τις θεομίσητες πράξεις των διωκτών του χριστιανισμού.


- Γνωρίζω, τίμιε δέσποτα, αποκρίθηκε ο Σίω, ότι με ένθεο ζήλο και άγια τόλμη έσβησες τις φωτιές των περσικών βωμών. Εύχομαι να σε δυναμώσει ο Κύριος με τη χάρη Του, ώστε να σβήσεις κι εκείνη την αόρατη φωτιά, που θ’ ανάψει ο διάβολος για να σε κάψει. Ως σοφός ιεράρχης, ξέρεις ότι «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μη φοβάσαι όμως! Η θλίψη που σε περιμένει, θα σου εξασφαλίσει το θείο έλεος και την ουράνια μακαριότητα. Ο Θεός βοηθός σου!


Οι δύο άγιοι αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν με δάκρυα. Δεν θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο στην παρούσα ζωή.


Στο σατράπη

Από τη Μτσχέτα πήγαν κατευθείαν στη Ρέχη. Ο μακάριος Άβιβος παρουσιάστηκε δεμένος στο σατράπη, που είχε αποφασίσει να τον ανακρίνει δημόσια. Έτσι, είχε μαζέψει πολλούς επισκόπους, ιερείς, τοπάρχες και πλήθος λαού. Μπροστά σ’ όλους αυτούς, λοιπόν, ρώτησε τον ιερομάρτυρα:


- Γιατί περιφρόνησες το σάχη μας Χοσρόη, το βασιλιά των βασιλιάδων; Και γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας;


-Βασιλιά των βασιλιάδων δεν γνωρίζω άλλον από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αποκρίθηκε άφοβα ο επίσκοπος. Όσο για τη φωτιά, που τη λατρεύετε σαν θεότητα, την έσβησα για να διαλύσω τη δαιμονική σας πλάνη. Αφήστε αυτή την πλάνη και πιστέψτε στον μοναδικό και αληθινό Θεό, που δημιούργησε τα σύμπαντα. Στο νόμο Του είναι γραμμένο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι…». «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις».


- Εγώ σε ρώτησα γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας, τον έκοψε ο σατράπης, κι εσύ μας λες να πιστέψουμε στον δικό σου Θεό;


- Θεότητα δεν θανάτωσα, απάντησε ο άγιος. Τη φωτιά μόνο έσβησα, που την έχετε στους ναούς σας και τη λατρεύετε. Μάθε πως η φωτιά δεν είναι θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού και ένα από τα τέσσερα στοιχεία του θεόπλαστου κόσμου. Τ’ άλλα τρία είναι η γη, το νερό και ο αέρας (Γη, νερό, αέρας και φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του πυθαγορικού φιλοσόφου του 5ου αι. π. Χ. Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, την οποία υιοθετεί και ο Μέγας Βασίλειος βλ. Εξαήμερος Α’ η’). Εσείς διατηρείτε τη φωτιά ρίχνοντάς της ξύλα, κι εγώ την έσβησα ρίχνοντάς της νερό. Πώς λοιπόν, είναι θεότητα, όταν μάλιστα υποτάσσεται στον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στις καθημερινές του ανάγκες; Απορώ με την ανοησία και την πνευματική σας τυφλότητα....


Το μαρτύριο

Τα προσβλητικά αυτά λόγια εξόργισαν το σατράπη. Διακόπτοντας την ανάκριση, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον άγιο αλύπητα. Και όταν είδε με πόση καρτερία σήκωνε το βασανιστήριο, έδωσε εντολή να τον λιθοβολήσουν.


Η εντολή εκτελέστηκε αμέσως. Σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου σαν τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.


Το ματωμένο σώμα του το έσυραν με σκοινιά έξω από την πόλη, για να το φάνε τα θηρία και τα αρπακτικά πουλιά. Το φρουρούσαν, πάντως, από μακριά, για να μην έρθουν οι χριστιανοί και το πάρουν.


Οι μέρες περνούσαν και το τίμιο λείψανο ούτε τα άγρια ζώα το άγγιζαν ούτε η φθορά. Σαν είδαν κι απόειδαν οι τύραννοι, το παράτησαν κι έφυγαν. Τότε οι αδελφοί της μονής Σαμτάβρο (=των Αρχόντων), που είχε ιδρυθεί από τον μακάριο Ισίδωρο, μαθητή και αυτόν του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι, αφού πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, το κήδεψαν και το ενταφίασαν με τιμές μέσα στο καθολικό τους.


Η Εκκλησία της Γεωργίας σύντομα συναρίθμησε τον ιερομάρτυρα στη χορεία των αγίων και καθόρισε τον εορτασμό της μνήμης του στις 29 Νοεμβρίου, ημέρα της αθλήσεώς του.


Στα χρόνια του ηγεμόνα Στεφάνου (639 - 663 m.X.), το σεπτό σκήνωμα του αγίου Αβίβου ανακομίσθηκε με επισημότητα από τη μονή Σαμτάβρο στον καθεδρικό ναό της Μτσχέτα και τοποθετήθηκε κάτω από την αγία τράπεζα, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.

Όσιος Πιτυρούν

 Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου (βλέπε 17 Ιανουαρίου) και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.

Όσιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

 Χωρίς την παράθεση βιογραφικού υπομνήματος γίνεται η αναγραφή του ονόματος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νικολάου στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, καθώς και στα μηναία και τους μεταγενεστέρους εντύπους συναξαριστές, την 29η Νοεμβρίου («Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νι­κόλαος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται»).


Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.


Η ταύτισή του με τον αρχιεπίσκοπο Νικόλαο τον ομολογητή, το όνομα του οποίου αναγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, την οποία επιχειρεί δειλά ο Μ. Γεδεών, είναι παντελώς αστήρικτη και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.

Όσιος Μάρκος

 Η μνήμη του Οσίου Μάρκου αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye με σύντομο υπόμνημα.


Ο Όσιος Μάρκος εγκατέλειψε γυναίκα, παιδιά και συγγενείς, και έγινε μοναχός. Γύριζε την έρημο, τις πόλεις και τα χωριά, για να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου βρέθηκε νεκρός σε κάποιο ναό, φέροντας επάνω του βαρεία σίδερα. Όταν το είδε αυτό ο κόσμος, θαύμασε για την ασκητικότητά του. Έτσι κατασκεύασαν ξύλινη θήκη, όπου έβαλαν μέσα το σώμα του, μαζί με τα σίδερα πού έφερε όταν ζούσε.

Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου

 Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν επίσκοπος Κορίνθου και έζησε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (περί το 160 μ.Χ.) στην εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Κατά τον Μελέτιο ο Διονύσιος αυτός, ήταν άνδρας λόγιος, πολυμαθής και θεοσεβής. Μεριμνούσε όχι μόνο για το ποίμνιό του, αλλά και για τις άλλες εκκλησίες με τις οποίες επικοινωνούσε με επιστολές. Αυτή την επικοινωνία ο ιστορικός Ευσέβιος τη χαρακτηρίζει ως θεία διδασκαλία. Λέγεται ότι μαρτύρησε δια ξίφους.





Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Φιλούμενος

 Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν

 Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

«Δεν αντέχω άλλο»

 Ακούμε συχνά τη δυσάρεστη δήλωση, πού εκφέρεται συν­ήθως και με κάποια αποτομία:

«Δεν αντέχω άλλο. Δεν πάει άλλο! Έφθασα στα όριά μου. Στα­ματώ τον αγώνα μου».


Ένας ασθενής, που υποφέρει και τα­λαιπωρείται από τις δυσάρεστες συν­έπειες της αρρώστιας του, μπορεί να πει τέτοιους ή παρόμοιους λόγους. Ένας άνθρωπος που αδικείται, που συκοφαν­τείται ή αντιμετωπίζει μία αδικαιολόγη­τη πολεμική από τούς συνανθρώπους του.


Ένας βιοπαλαιστής, που αντιμετω­πίζει οικονομικές δυσκολίες και αγωνί­ζεται με το μεροκάματό του να ζήσει την οικογένεια.


Μία πολύτεκνη μητέρα, που παλεύει όλη μέρα, και όλη τη νύχτα συχνά, να μεγαλώσει τα παιδιά της, να υπηρετήσει τις ποικίλες ανάγκες τους, να υπομείνει τα πείσματά τους, να δι­ορθώνει τα λάθη τους.


Ένας νέος, που πολεμάει σκληρά με τον ασυνθηκολόγητο εχθρό διάβολο, με την αμαρτωλή νοοτροπία του σύγχρονου κόσμου, με τις προσωπικές του εμπάθειες και αδυ­ναμίες, προκειμένου να διατηρήσει την αγνότητα και καθαρότητά του και να μείνει σταθερός στην πίστη του.


Κουράζεται κάποτε ο άνθρωπος, εξαντλούνται οι δυνάμεις, απογοητεύεται η ψυχή και βγαίνει αυθόρμητα ο γεμάτος απογοήτευση και πικρία λόγος: «Δεν αντέχω άλλο». Και όσο το λέει κανείς, τόσο το πιστεύει. Και όσο το πιστεύει, τόσο παραλύουν οι δυνάμεις και παύει ο αγώνας.


Στις δύσκολες αυτές ώρες, που αι­σθανόμαστε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν και λυγίζει η ψυχή μας, ας σταθούμε με ψυχραιμία και ας σκε­φθούμε με νηφαλιότητα.


Έχει πολλές δυνάμεις ο άνθρωπος, που δεν τις δίνει όλες στον αγώνα της ζωής του. Είναι δυνάμεις σωματικές και δυνάμεις ψυχικές, που παραμένουν κρυμμένες μέσα του και αναξιοποίητες.


O καθένας μας έχει αποθέματα, εφεδρεί­ες αντοχής, που δεν τις γνωρίζει, διότι μένουν ανενέργητες, μέχρι τότε που κά­τι έκτακτο θα συμβεί και κάποιος ειδι­κός λόγος θα προκαλέσει την εμφάνισή τους και την ενεργό δράση τους στη ζωή μας.


Ασφαλώς σ’ όλους μας κάποτε θα έ­χει συμβεί, κάποια στιγμή που νιώθαμε τελείως εξαντλημένοι, να παρουσιάσθη­κε ένα έκτακτο γεγονός που μας κράτη­σε άγρυπνους για πολλές ακόμη ώρες, μάλιστα με έντονη δράση και επίμονες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του.


Και απορούμε τότε:


Πώς άντεξα; Πώς δεν κατέρρευσα κάτω από τον πολύ ε­πιπλέον κόπο; Πού βρήκα τη δύναμη και πάλεψα τότε, με τόσο αντίξοες συν­θήκες και έδωσε ο Θεός και τα κατά­φερα;


Μάλιστα, έδωσε ο Θεός.

Έδωσε απο­θέματα πολλών δυνάμεων στον άνθρω­πο. Και αντέχει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και ενώ ίσως πολλές φορές στο παρελθόν είπαμε τον δυσάρεστο λόγο: 

«Δεν αντέ­χω άλλο», όμως αντέξαμε και αντέχου­με ακόμη. Και θ’ αντέξουμε και στη συνέ­χεια.


Πολλές φορές πάλι ακούμε για τις περιπέτειες που πέρασαν κάποιοι συν­άνθρωποί μας και λέμε με φόβο: «Εγώ δεν θ’ άντεχα στη θέση τους». Όταν ό­μως ήλθαν στη ζωή μας περιστάσεις δυσκολότερες ίσως απ’ αυτές, αντέξα­με. Διότι δίνει δύναμη ο Θεός.


  Λέει ο απόστολος Παύλος, απευθυ­νόμενος προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, ότι ο Θεός «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α’ Κορ. ι’ 13).  

  Ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Πατέρας, ο Κύριος και Θεός μας, γνω­ρίζει τις αντοχές μας και γι’ αυτό επι­τρέπει δοκιμασίες όχι μεγαλύτερες από τις δυνάμεις μας αλλά ανάλογες πάντο­τε προς τις αντοχές μας.


  Και όταν επι­τρέπει κάποιο πειρασμό, δίνει και τη δύναμη να τον σηκώσουμε. Και το κά­νει αυτό για ν’ αυξήσει τη δύναμή μας, ώστε να αγωνισθούμε περισσότερο και να αμειφθούμε τελικά με μεγαλύτερες αμοιβές.


  Δεν επιτρέπει συνεπώς τους πειρασμούς για να ταλαιπωρούμαστε χωρίς λόγο. Αλλά για να δυναμώνου­με και προοδεύουμε. Είναι κοντά μας και με το στοργικό του βλέμμα παρακο­λουθεί τον αγώνα μας και ενισχύει με την παντοδύναμη Χάρη του κάθε καλή προσπάθεια μας.


  Φαίνεται ότι ο θεόπνευστος αποστο­λικός λόγος απευθύνεται ειδικά σ’ αυ­τούς που είναι έτοιμοι να καταθέσουν τα όπλα και να παρατήσουν τη μάχη λέ­γοντας, «δεν αντέχω άλλο» . Το πόσο αντέχεις δεν το γνωρίζεις εσύ. Το γνωρί­ζει άλλος.

Και Εκείνος, αν πράγματι δεν αντέχεις άλλο, θα πάρει τη δοκιμασία και θα ανακουφισθείς.


  Αν όμως δεν ση­κώνει ακόμη τον πειρασμό, αυτό θα πει ότι αντέχεις ακόμη, με τη βοήθεια της παντοδύναμης Χάρης Του, και πρέπει να παλέψεις, και να παλέψεις με προθυ­μία και ενθουσιασμό. Θα βγεις τότε νι­κητής και δυναμωμένος πολύ από την πάλη σου, θα στεφανωθείς για τη νίκη σου.


  Και θα δοξάσεις τον Θεό πιο πολύ για τους μεγάλους πειρασμούς της ζωής σου, μέσα από τους οποίους η πάνσοφη πρόνοιά Του και η άπειρη αγάπη Του δυνάμωνε την ψυχή σου και εργαζόταν τη σωτηρία σου.


  Αντέχεις, αδελφέ μου. Αντέχεις. Μη φο­βάσαι και δειλιάζεις στις δυσκολίες του αγώνα σου. Μην τις αντιμετωπίζεις α­ναμετρώντας μόνο τις δικές σου δυνά­μεις. Μην ακούς τον διάβολο, που πάν­τοτε ζητεί ν’ αποθαρρύνει την ψυχή, να παραλύσει τις δυνάμεις της, για να σταματήσει τον αγώνα.


  Άκουσε τον πα­ρήγορο και ενισχυτικό λόγο του Θεού που λέει για τον πιστό άνθρωπο: «μετ᾿ αὐτοῦ εἰμι ἐν θλίψει» (Ψαλμ. ϟ’ [90] 15).

Και πάρε την απόφαση ν’ αγωνίζεσαι ανυποχώρητος πάντοτε, με την πεποί­θηση ότι τα πάντα μπορείς και πάντοτε αντέχεις με τη δύναμη που σου δίνει η κοινωνία με τον Χριστό, ο Οποίος ενι­σχύει και βοηθεί κάθε αφοσιωμένο δού­λο Του, που με πίστη και ταπείνωση ζη­τεί τη βοήθειά Του, τη λαμβάνει πλούσια και νικητής με έκπληξη ομολογεί:


  Τα πάντα αντέχω και μπορώ με τη δύνα­μη του Χριστού, που με ενισχύει «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιππ. δ’ 13).

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ, ΝΑ ΠΙΝΕΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟ. ΠΟΛΥ ΑΓΙΑΣΜΟ. ΝΑ ΡΙΧΝΕΤΕ ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΦΑΓΗΤΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΜΑΓΕΙΡΕΥΕΤΑΙ

  Ο άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης,μου έχει πει μια γερόντισσα (ηγουμένη) ,έλεγε το εξής :

“Κάθε πρωί, να πίνετε παιδιά μου αγιασμό. Πολύ αγιασμό. Να ρίχνετε οι νοικοκυρές λίγο και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύεται “.


Το πρωί λένε οι ειδικοί, ότι είναι καλό όταν ξυπνάμε, να πίνουμε ένα ποτήρι νερό. Καλό λοιπόν είναι, όταν το πρωί γεμίσουμε το ποτήρι μας με νερό, να ρίχνουμε μέσα σ αυτό και λίγο αγιασμό . Αμέσως θα έχουμε ένα ποτήρι γεμάτο αγιασμό.


Να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, και να το πίνουμε όλο, τρώγοντας και αντίδωρο το οποίο φέρνουμε στα σπίτια μας απ την Κυριακάτικη η οποια άλλη Θεία λειτουργία .


Ο Άγιος Κοσμάς έλεγε : “Θα έρθει εποχή, που οι άνθρωποι θα έχουν όλα τα αγαθά στο τραπέζι τους, αλλά δεν θα μπορούν να τα φάνε”.


Πράγματι αν σήμερα ξέραμε τι τρώμε και παρ’ολα αυτά ζούμε, μόνο για αυτό, θα έπρεπε να δοξαζουμε τον Θεό !!!!


Για αυτό λοιπόν. Μια όμορφη συνήθεια που πρέπει να αποκτήσουν οι νοικοκυρές, είναι να έχουν και ένα μπουκάλι αγιασμό στα ντουλάπια της κουζίνατους ,και κάθε φορά που μαγειρεύουν, αφού πρώτα σταυρώσουν τα φαγητά, ύστερα να ρίχνουν λίγο αγιασμό στην κατσαρόλα τους.


Ο αγιασμός και ο Τίμιος Σταυρός, θα αγιαζουν τα φαγητά σας, και θα σκορπίζουν όλη την βλάβη του διαβόλου που βρίσκονται σ αυτά.


Θα διαπιστώσετε ότι τα φαγητά σας θα αποκτήσουν ευλογία και νοστιμιά! !


Αυτά τα λίγα από αυτά που και γω άκουσα απ το στόμα μιάς ευλογημένης γεροντισσας, που τα άκουσε κι αυτή, απ το στόμα του Αγίου ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΎ ΤΣΑΛΙΚΗ! !


Επίσης. Τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, να ραντίζουμε το σπίτι μας τα μπαλκόνια τις αυλές το αυτοκίνητο μας με αγιασμό, και τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ να προσφέρουμε θυμίαμα ενώπιον του Κυρίου, θυμίζοντας στο τέλος το σπίτι μας !

Άγιοι Μάρτυρες που συμμαρτύρησαν με τον Άγιο Στέφανο τον νέο για τις άγιες εικόνες

 Η λύσσα του Κοπρώνυμου και των γύρω του δεν περιορίστηκε μόνο σε ένα θύμα. Μετά τον Στέφανο υπέστησαν βασανισμούς και θανάτους και άλλοι ομολογητές της Ορθοδοξίας.


Έτσι ένας από αυτούς, ο Βασίλειος, τυφλώθηκε από τους δήμιους, εξακολουθώντας να διακηρύττει την Ορθόδοξη πίστη του, και στη συνέχεια τον σκότωσαν με κλωτσιές. Άλλος έπειτα, ο Ιωάννης ο από Λεγαταρίων εξορίστηκε στη Δαφνούσια, όπου και πέθανε από συνεχείς δαρμούς. Άλλοι δε πάλι με άλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν και περνούσαν συνεχή μαρτυρική ζωή.

Άγιος Πέτρος

 Ο Άγιος Πέτρος ήταν ασκητής στον Όλυμπο. Φυλακίστηκε από τον Κοπρώνυμο μαζί με τον Στέφανο τον νέο , διότι προσκυνούσε τις άγιες εικόνες. Κατόπιν τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Άγιος Ανδρέας

 Ο Άγιος Ανδρέας ήταν ασκητής και διέμενε σε κάποιο κελί κοντά στις Βλαχερνές. Επίσης ήταν συναγωνιστής του οσίου Στεφάνου του ομολογητή . Ο Ανδρέας μαρτύρησε υπέρ των αγίων εικόνων, συρόμενος στη γη από τους εικονομάχους μέχρι θανάτου.


Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες

 Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων.


Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).


Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό.


Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού.


Γι' αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.


Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος - Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.) (βλέπε 31 Δεκεμβρίου). Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας.


Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος.


Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.


Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον Άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578 - 582 μ.Χ.) και ο δεύτερος αργότερα (689 - 705 μ.Χ.).


Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα».


Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913 μ.Χ. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (Άγιος Θεοφύλακτος).


Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων.


Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων».


Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;».


Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα.


Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους Άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας».


Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 μ.Χ. εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη».


Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 μ.Χ. η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.


Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.


Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 μ.Χ. με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 μ.Χ. να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.


Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 μ.Χ. ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.

Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.

Οἱ πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι, ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.


Μεγαλυνάριον

Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες ἀνυμνήσωμεν.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Ὑμνείσθω Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Ὑμνείσθωσαν ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.


Ὁ Οἶκος

Τοὺς Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας πυρσεύοντες


Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν

Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν

Οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον

Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι, Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον, καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς ἐνδυσάμενοι.

Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες

 Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε την εποχή του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από την Σεβάστεια. Γεννήθηκε σε οικογένεια ειδωλολατρών και είχε μάθει να αισθάνεται μάλλον απέχθεια προς τους χριστιανούς. Υπηρετούσε τους βασανιστές των χριστιανών στους διωγμούς των. Όμως η συχνή προσέγγιση που είχε με τους μάρτυρες του Χριστού, φώτισε σταδιακά τον Ειρήναρχο. Έβλεπε τους ηρωικούς μάρτυρες πράους αλλά ταυτόχρονα δυνατούς και ακλόνητους εις την πίστη τους τις γυναίκες να υπομένουν τα φρικτά βασανιστήρια με καρτερικότητα και αυταπάρνηση και τους θαύμαζε για το μεγαλείο τους. Η βαθμιαία αυτή μεταβολή στην ψυχή του Ειρηνάρχου κατέληξε στην ομολογία του στο Χριστό, την ώρα που επτά χριστιανές γυναίκες υπέμεναν καρτερικότατα για την πίστη τους, όλες τις τιμωρίες και τα μαρτύρια. Η ομολογία αυτή του στοίχισε το θάνατο, τον οποίο βρήκε δια αποκεφαλισμού και τον οποίο υπέστη με πλήρη αγαλλίαση το 303 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.

Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι' ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ' ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος

 Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.


Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.


Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.


Ὁ Οἶκος

Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.


Κάθισμα

Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.

Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

«Κράτει τον νουν σου εις τον Άδην και μη απελπίζου»

 Ο Άγιος Σωφρόνος του Έσσεξ μιλάει για τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη;


«Κράτει τον νουν σου εις τον Άδην και μη απελπίζου».

Μόλις άκουσα από το στόμα του Γέροντος ότι ο ίδιος ο Χριστός του υπέδειξε πως μπορεί να νικηθεί η αμαρτία, η εκτίμησή μου για αυτόν και η απόλυτη πίστη μου στην αγιότητά του με έπεισαν ότι αυτή η έκφραση είχε πραγματικά προέλθει από τον ίδιο τον Χριστό. Και προσπάθησα να εφαρμόσω αυτήν την αρχή στην δική μου την ζωή.



26 Νοεμβρίου 1988 - 26 Νοεμβρίου 2023...35 χρόνια από την Αγιοκατάταξη του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη. 


27 Νοεμβρίου 2023....4 χρόνια από την Αγιοκατάταξη του Οσίου Σωφρονίου Σαχάρωφ.

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ, ΕΙΣΑΚΟΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ,ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΙΚΑΙΟΙ, ΕΝΑΡΕΤΟΙ…

 Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν, για μια του αμαρτία, ο Θεός παραχώρησε να πέσει θανατικό στους Ισραηλίτες, έδειξε την ίδια διαγωγή. «Εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε», είπε. «Εγώ, ο ποιμένας, έκανα το κακό. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου» (Β’ Βασ. 24:17).

Του αποστόλου Παύλου η φιλαδελφία, όμως, ήταν η πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή: Ευχόταν ακόμα και να χωριστεί από το Χριστό, αν έτσι θα πήγαιναν κοντά σ’ Εκείνον οι ομοεθνείς αδελφοί του (Ρωμ. 9:3).


Ο Μωυσής ζητούσε να εξαφανιστεί κι αυτός μαζί με τους άλλους· ο Παύλος δεν ζητούσε να χαθεί μαζί τους, αλλά, για τη σωτηρία τους, να χάσει μόνο αυτός την ασύλληπτη δόξα του παραδείσου!


Οι προσευχές τέτοιων αγίων, βέβαια, φέρνουν αγαθά αποτελέσματα, όταν κι εμείς οι ίδιοι βοηθάμε. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ούτε κι εκείνων η βοήθεια ωφελεί. Σε τί ωφέλησε, λ.χ., η προσευχή του Ιερεμία τους Ιουδαίους;


Τρεις φορές παρακάλεσε ο προφήτης το Θεό και τρεις φορές άκουσε: «Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτό και μη μου ζητάς να τους ελε- ήσω, γιατί δεν θα σε ακούσω!» (Τερ. 7:16).


Σε τί ωφέλησε τον Σαούλ ο Σαμουήλ, που προσευχόταν και πενθούσε γι’ αυτόν ως την τελευταία μέρα, και σε τί ωφέλησε τους Ισραηλίτες; «Ποτέ δεν θα κάνω το αμάρτημα να διακόψω την προσευχή μου για τη σωτηρία σας», τους είπε (Α’ Βασ. 12:23).


Και όμως, όλοι χάθηκαν. Γιατί; Το εξηγεί ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία: «Αν ακόμα και ο Μωυσής και ο Σαμουήλ σταθούν μπροστά μου και προσευχηθούν γι’ αυτούς, δεν θα τους λυπηθώ, γιατί έχει αυξηθεί υπερβολικά η κακία τους» (πρβλ. Ιερ. 15:1).


Ώστε, λοιπόν, σε τίποτα δεν ωφελούν οι προσευχές; Ωφελούν και πολύ μάλιστα, αλλά, όπως είπα, όταν κι εμείς βοηθάμε, θυμηθείτε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο, που αξιώθηκε να γνωρίσει την αληθινή πίστη, επειδή «έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν αδιάλειπτα στο Θεό» (Πράξ. 10:2).


Θυμηθείτε και τη δίκαιη Ταβιθά, που «έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες» (Πράξ. 9:36) και, όταν πέθανε, αναστήθηκε με την προσευχή του αποστόλου Πέτρου. Αλλά και στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ από τους Ασσυρίους.


Γιατί; Επειδή ο Εζεκίας ήταν δίκαιος και προσευχήθηκε θερμά για την πόλη και το λαό του. «Εγώ θα υπερασπίσω τούτη την πόλη», είπε ο Κύριος στον καλό βασιλιά (Δ’ Βασ. 19:34). Κι έτσι ακριβώς έκανε.


Όλα αυτά τα παραδείγματα, και πολλά άλλα παρόμοια, που βρίσκουμε μέσα στις Γραφές, τί μας δείχνουν; Ότι οι προσευχές των αγίων για μας, αλλά και οι δικές μας προσευχές, εισακούονται από το Θεό, όταν είμαστε δίκαιοι, ενάρετοι, ελεήμονες, φιλάνθρωποι.


Όταν, απεναντίας, και με τα χέρια και με τα πόδια και με τη γλώσσα και με το νου και με την καρδιά διαπράττουμε την αμαρτία, παραβαίνοντας τον θείο νόμο, πώς τολμάμε ν’ απευθυνόμαστε στον Κύριο, ζητώντας Του βοήθεια ή ευεργεσία; Και πώς τολμάμε να ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων;


Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης

 Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.


Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας - κατά κόσμον ίσως Δημήτριος - μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».


Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».


Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).


Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».


Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 - 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.


Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.


Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».


Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) , ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) , μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.


Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.

Άγιος Θεοδόσιος του Τυρνόβου

 Νέος εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στη μονή Αγίου Νικολάου στο Βιδύνιο. Εκεί αποστήθισε ολόκληρο το Ψαλτήρι κι επιδόθηκε στην άσκηση των αρετών. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Ιώβ, μετέβη στη μονή της Οδηγητρίας στο Τύρνοβο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιον Όρος. Συχνά περιεφέρετο στα δάση του Σλίβεν, για ν' απολαύσει τη χάρη της ησυχίας. Από εκεί κατευθύνθηκε στη μονή της Θεοτόκου της Επικέρνους.


Όταν άκουσε πως ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης  ήλθε από το Άγιον Όρος με τους μαθητές του στα Παρόρια, «όπως ο μαγνήτης έλκει προς αυτόν το σίδηρον, ούτω και η είδησις περί του πατρός είλκυσε και τον ένθεον άνδρα». Μετά την κοίμηση του οσίου Γρηγορίου ήλθε στον Άθωνα με τον φίλο του Όσιο Ρωμύλο  και έζησε αρκετό χρόνο μελετώντας τη ζωή και τα έργα των πατέρων. Κατόπιν αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κωνσταντινούπολη, Παρόρια και Σλίβεν. Καταλήγει στο όρος Κελιφάρεβο, πλησίον του Τυρνόβου, όπου με τη βοήθεια του φίλου του βασιλέα Ιωάννου Αλεξάνδρου ιδρύει μονή, στην οποία συγκεντρώνονται αρκετοί μοναχοί. Η μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, που ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία.


Συχνά αναγκαζόταν ν' αφήνει την ησυχία του για να υπερασπίσει το Ορθόδοξο δόγμα, που κινδύνευε από τους ακολούθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Βογόμιλους, τους Αδαμιτιστές και τους Εβραίους. Στη Σύνοδο του 1359 μ.Χ. της Βουλγαρίας κατά των αιρετικών πρωτοστάτησε ο ίδιος κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για τη νίκη της Ορθοδοξίας.


Επί τριετία αποσύρθηκε σε σπήλαιο κι επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση. Κατά την εικοσάμηνη βαρειά ασθένεια που τον ακολούθησε παρέμεινε κλινήρης, αλλά αδιάκοπα ασχολούνταν με την προσευχή και τη μελέτη. Πριν το τέλος του επεθύμησε να επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη τον παλαιό συμμαθητή του, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Ο Πατριάρχης τον υποδέχθηκε φιλόφρονα και του παραχώρησε κελλί στο μοναστήρι του, του Αγίου Μάμαντος, για να ησυχάζει. Εκεί, σε μια επιδείνωση της ασθένειάς του, ήλθε το τέλος του. Αφού το προαισθάνθηκε, κάλεσε τους μαθητές που είχε μαζί του, για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Με αυστηρότητα τους μίλησε για το πόσο ακριβείς πρέπει να είναι στα δόγματα της Εκκλησίας και πόσο επίμονοι στην ενασχόλησή τους με τη θέα του Θεού και τη νοερά προσευχή. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές όταν οι μαθητές του ασπαζόταν τα χέρια του και τα πόδια του με δάκρυα. Τους ζήτησε να σταματήσουν και να τον ανασηκώσουν. Απήγγειλε το σύμβολο της πίστεως, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, δείχνοντας τους αγγέλους που παρευρίσκονταν εκεί, άφησε ένα μειδίαμα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το κελλί γέμισε από ευωδία. Ανεπαύθη στις 27 Νοεμβρίου 1362/3 μ.Χ., την ίδια ημερομηνία που εκοιμήθη και ο διδάσκαλός του όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη και τη σύνοδο.


Ο άγιος Θεοδόσιος απέκτησε πολλούς και σπουδαίους μαθητές, που συνέχισαν το έργο του. Γνωστότεροι είναι οι άγιοι Κυπριανός Κιέβου και Ευθύμιος Τυρνόβου  και ο ασκητικότατος Ρωμύλος, ακόλουθος των πορειών του και άξιος διάδοχος της μονής του.


Ο βίος του γράφηκε «παρά του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Καλλίστου».

Όσιος Μωυσής

 Ο Όσιος Μωυσής είναι άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία. Η μνήμη του με σύντομο υπόμνημα αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621, οπού λέγεται ότι ήταν από την πόλη Φάρα. Σε μικρή ηλικία έγινε μοναχός και έζησε 85 χρόνια ασκούμενος πάνω σ' ένα όρος, μέσα σε μια σπηλιά, με αυστηρή νηστεία και προσευχή. Βάδισε με θεοπρέπεια τον ασκητικό δρόμο και απεβίωσε ειρηνικά.


Όσιος Ναθαναήλ

 Ασκητής με τον όποιο ασχολείται ο Παλλάδιος στο Λαυσαϊκό, αφηγούμενος τα παράδοξα της ζωής του. Έζησε 37 χρόνια μέσα στο κελί του, χωρίς να βγει καθόλου, παρά τις παγίδες του δαίμονα να τον αποσπάσει από την καλύβα του. Απεβίωσε ειρηνικά.

Όσιος Πινούφριος

 Ο Όσιος Πινούφριος ήταν μέγας ασκητής στην Αιγυπτιακή έρημο, Ιερέας και ηγούμενος κοινοβίου κοντά στην πόλη Πανεφώ. Επειδή δεν ήθελε τιμές, εγκατέλειψε τη Μονή του και με λαϊκή ενδυμασία κατέφυγε στη Μονή Ταβεννησιωτών και υπηρετούσε όπως ο τελευταίος υπηρέτης. Μετά τρία χρόνια όμως, τον γνώρισε κάποιος μαθητής του και επανήλθε στη Μονή του. Αλλά και πάλι για τους ίδιους λόγους την εγκατέλειψε και πήγε στην Παλαιστίνη και έπειτα ξαναγύρισε στη Μονή του, όπου με πλήρη ταπεινοφροσύνη αφού έζησε απεβίωσε ειρηνικά. Λόγοι του οσίου αυτού, σώζονται στον Ευεργετινό.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας

 Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).


Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.


Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.


Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.


Ὁ Οἶκος

Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά-Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 Δέν εἶναι συχνό τό φαινόμενο ἕνας πλούσιος νά ἔχει ὑπαρξιακές ἀνησυχίες. Νά θέλει νά ἔχει σχέση μέ τόν Θεό. Νά εἶναι βέβαιος ὅτι τά ἀγαθά του δέν ἐπαρκοῦν γιά νά δεῖ τή ζωή στήν προοπτική της αἰωνιότητας. Νά συνειδητοποιήσει τήν ματαιότητα τῶν κτημάτων καί τῶν χρημάτων, ἀπό τή στιγμή πού ἡ φθορά καί ὁ θάνατος θά ἀγγίξουν καί τόν ἴδιο. Νά μή νικηθεῖ ἀπό τήν εὐκολία τοῦ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριο γάρ ἀποθνήσκωμεν». Νά ἀγαπήσει, ἐκτός ἀπό τό νά χρησιμοποιήσει. Νά νοιαστεῖ γιά τούς ἄλλους ἀληθινά, ἀπό τήν καρδιά του, νά πιστέψει ὅτι ὁ πλοῦτος τοῦ ὑπάρχει γιά νά προσφέρει στούς μή ἔχοντας.


Ὁ διαφορετικός πλούσιος

   Στό Εὐαγγέλιο συναντᾶμε, ἐκτός ἀπό τούς πλούσιους πρός ἀποφυγήν, καί ἕναν τέτοιον πλούσιο. Ζητᾶ νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Ἔχει τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἔχει δηλαδή ἐπιλέξει νά τηρεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μπορεῖ νά διεκδικεῖ τό δικαίωμα στήν κοινωνία μαζί του. Μέσα του διασώζεται ἡ αἴσθηση ὅτι μέ κάποιον τρόπο πρέπει νά συμφιλιώσει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό. Νά μή γίνει ὁ τρόπος ζωῆς του ἐμπόδιο στήν αἰωνιότητα. Ὅμως δέν εἶναι σίγουρος. Καί ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό τήν ἀλήθεια γιά τήν πνευματική του κατάσταση. 

Πῶς μπορεῖ νά κληρονομήσει, νά προσθέσει στά ἀγαθά του δηλαδή, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Ἡ ἀπάντηση πού λαμβάνει ἀπό τόν Χριστό θά τόν λυπήσει. Ὁ Κύριος τοῦ ζητᾶ νά ἐγκαταλείψει ὅλα τά ἀγαθά του. Νά τά πουλήσει καί νά δώσει τά χρήματα στούς φτωχούς καί νά Τόν ἀκολουθήσει.Ὁ πλούσιος δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ τή ζωή του χωρίςτά ἀγαθά. Καί ὁ Χριστός θά πεῖ στούς μαθητές Του, γιά νά τά ἀκούσει καί ὁ πλούσιος: «Πόσο δύσκολα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα» (Λουκ. 18, 24).


Τά χαρακτηριστικά τοῦ ὑλιστῆ

  Ὁ πλούσιος εἶναι ὁ ἐκφραστής τοῦ ὑλιστικοῦ πνεύματος κάθε ἐποχῆς. Ὁ ὑλιστής ἄνθρωπος αἰσθάνεται παντοδύναμος. Μέ γνώμονα τά χρήματα καί τά ἀγαθά του πορεύεται στή ζωή μέ μοναδικό φόβο του μήπως χάσει τά ἀγαθά του. Γι’ αὐτό ἡ κύρια φροντίδα του εἶναι ἡ διατήρηση καί ἡ αὔξησή τους. Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι στίς προτεραιότητές του. Δυσκολεύεται ἴσως νά κατανοήσει γιατί δέν τόν ἀγαποῦνε, ἀλλά δέν τόν νοιάζει. Ἀκόμη καί τήν σκέψη τοῦ θανάτου τήν μεταφέρει στό ἀπώτερο μέλλον. Ἡ ζωή τοῦ ὅλη εἶναι στό σήμερα, γιατί ἔχει ὅ,τι θέλει.


  Ὁ ὑλιστής ἄνθρωπος δυσκολεύεται νά διακρίνει καί νά ἀποδεχτεῖ τήν ἀλήθεια γιά τό νόημα τῆς ζωῆς του. Ἀκόμη κι ὅταν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό αὐτόν, κατεβάζει τόν Θεό στά δικά του μέτρα. Θέλει ἀπό ἐκεῖνον νά τοῦ ἐπιβεβαιώσει ὅτι ἡ ζωή του εἶναι ἐντάξει. Καί γι’ αὐτό τηρεῖ τίς ἐντολές τῆς πίστης συνήθως ἐπιφανειακά. Δέν εἶναι ὅμως σέ θέση νά ἀποδεχτεῖ ὅτι πίστη σημαίνει ὁ Θεός νά εἶναι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς καί ὄχι τά ἀγαθά. Ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό πάνω ἀπό τίς δικές μας πεποιθήσεις. Ἀπό τόν τρόπο τοῦ πολιτισμοῦ. Καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ συνίσταται στό δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ μας σ’ ἐκεῖνον. Εἶναι σκληρή ἡ ἀλήθεια αὐτή γιά τόν ὑλιστή. Συνεπάγεται ἕνα νέο προσανατολισμό τῆς ζωῆς του. Τήν παραίτηση μέ τή θέλησή του ἀπό τήν παντοδυναμία του, τήν ἔξοδο ἀπό τό «ἐγώ» ὡς τό κέντρο τῆς ζωῆς του, τό μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν καί τήν ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑλιστής ὅμως δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ αὐτόν τόν δρόμο. Καί λυπᾶται.


  Ὁ ὑλιστής ἄνθρωπος ἐπειδή ἐλπίζει στόν ἑαυτό του καί στά ἀγαθά του, δέν μπορεῖ νά ἐλπίσει στόν Θεό. Γι’ αὐτόν ἡ ζωή εἶναι ἄσπρο-μαῦρο. Ὁ Θεός ὅμως δίνει εὐκαιρίες στόν ἄνθρωπο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί θά συνεχίσει νά δίνει καί στόν ὑλιστή, γιά νά καταστήσει τό ἀδύνατο δυνατό. Ὁ ὑλιστής ὅμως προτιμᾶ νά συνεχίσει τή ζωή του ὅπως τήν ἔχει προσανατολίσει, ἀφήνοντας τόν Θεό στήν ἄκρη. Ἔτσι τό περιθώριο τῆς μετάνοιας μικραίνει. Τίποτε ὅμως δέν μπορεῖ νά προδικασθεῖ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν μειώνεται. Μόνο πού ὁ χρόνος κυλᾶ εἰς βάρος τοῦ ὑλιστῆ. Καί ἡ ἐξάρτηση ἀπό τά ἀγαθά, τόν τρόπο τοῦ κόσμου, τό ἐγώ στεροῦν τήν εὐκαιρία τόσο τῆς ἀλλαγῆς ὅσο καί τῆς χαρᾶς τῆς νέας ζωῆς. Τῆς στράτευσης στόν δρόμο πού ζητᾶ ὁ Χριστός. Αὐτόν τῆς ἀγάπης, τῆς διακήρυξης τῆς σωτηρίας πού ἔχει νά κάνει μέ τή σχέση μέ τόν Χριστό στήν Ἑκκλησία, τοῦ προσανατολισμοῦ στήν αἰωνιότητα.


Νά χαροῦμε τά ἁπλά

  Αὐτός εἶναι ὁ πολιτισμός μας σήμερα. Ἔχει μεταφέρει τό αἴσθημα τῆς παντοδυναμίας ὄχι μόνο στούς πλούσιους, ἀλλά καί στόν κάθε ἄνθρωπο πού γοητεύεται ἀπό τά ὑλικά. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά ξημεροβραδιάζεται στά καταστήματα γιά νά ἀποκτήσει τά περιττά. Δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά κατανοήσει τήν μεγάλη ἀλήθεια: ὅτι μόνο ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο νοηματοδοτεῖ τή ζωή μας καί μᾶς κάνει νά νικοῦμε τόν θάνατο. Ὅτι ἡ ἐλπίδα μᾶς ἔχει ὄνομα: εἶναι ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί ἡ ἐμπιστοσύνη στό θέλημά του. Εἶναι ὁ δικός του δρόμος μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί παρότι διαψευδόμαστε ἀπό τόν ὑλισμό, ἐπιμένουμε σ’ αὐτόν. Γιά νά μένουν τά ὑπαρξιακά «γιατί;» ἀναπάντητα.


  Ἄς ἀγωνιστοῦμε γιά νά ἀντιστρέψουμε τήν ὁδό τοῦ ἀδύνατου. Νά βροῦμε τήν ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός καί νά πάψουμε νά λυπόμαστε γιά τά ὅσα ὑλικά δέν ἔχουμε. Καί γνωρίζοντας τά ὅριά μας νά βροῦμε τελικά τήν ἐλπίδα πού μέσα ἀπό τήν μετάνοια καί τό δόσιμο θά μᾶς κάνει ὄχι νά κληρονομήσουμε, ἀλλά νά δοθοῦμε στή χαρά τῆς Βασιλείας! Γιά νά ἐκτιμήσουμε ἔτσι τά ἁπλά ἐκεῖνα τῆς ζωῆς: τήν ὀμορφιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τή ζεστασιά τοῦ δοσίματος, τῆς παραίτησης ἀπό ὅ,τι μᾶς κάνει νά χρησιμοποιοῦμε τούς ἄλλους, ὄχι ὅμως καί νά δενόμαστε ἀληθινά μαζί τους. Ἀλλιῶς, νά κατανοήσουμε καί νάζήσουμε τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία!


Γραπτό κήρυγμα ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας - 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκά-ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

 Εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνει ἕνας πλούσιος ἄρχοντας στὸν Ἰησοῦ (Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ). Ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Σύμπασα ἡ ἀνθρωπότητα σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, ὅλοι οἱ πολιτισμοί, ὅλες οἱ θρησκεῖες, στάθηκαν μὲ ἰδιαίτερο προβληματισμὸ μπρὸς στὸ μεγάλο ἐρώτημα: Ὑπάρχει αἰώνια ζωή; Ὑπάρχει ἀθανασία; Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ τὴν κληρονομήσει ὁ ἄνθρωπος;


   Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ ζωή του ἔχει ἡμερομηνία λήξης. Ὅσα σχεδιάζει, ὅσα ὀνειρεύεται, ὅσα ἐλπίζει, συντρίβονται τελικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο. 

«Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».

Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, τοῦ τέλους τῶν πάντων, εἶναι ἕνα δυσβάστακτο φορτίο, στὴ σκιὰ τοῦ ὁποίου ὀφείλει νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος. Ποικίλλουν βέβαια καὶ οἱ λύσεις ποὺ προτάθηκαν γιὰ νὰ ὑπερκερασθεῖ τὸ ἀποτρόπαιο γεγονὸς τοῦ θανάτου, νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἀδιατάρακτη συνέχεια τῆς ζωῆς.


   Ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἀναζητήθηκε τὸ ἑλιξίριο τῆς ζωῆς. Τὸ μαγικὸ φάρμακο, τὸ ἀθάνατο νερό, ποὺ θὰ χάριζε αἰώνια νιότη καὶ ἀθανασία. Ἡ ἀλχημεία παραχώρησε τὴ θέση της στὴν ἐπιστήμη, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅλο καὶ πιὸ ἄτρωτο στὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, χωρὶς ὅμως νὰ διαφαίνεται ἀκόμα κάποια αἰσιόδοξη προοπτική. Ἡ κρυογενετικὴ πειραματίζεται μὲ τὴν ἰδέα τῆς κατάψυξης τῶν σωμάτων, εὐελπιστώντας νὰ μπορέσει κάποτε νὰ τὰ ζωντανέψει ξανά. Ἡ ψηφιακὴ τεχνολογία ἐπιχειρεῖ νὰ διασώσει τὰ δεδομένα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τὶς ἀναμνήσεις, τὰ συναισθήματα, τὸ «πνεῦμα» του, στὴν «ἀθάνατη» μνήμη κάποιου ὑπολογιστῆ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑστεροφημία, ἡ ἀγαθὴ μνήμη ποὺ θὰ ἀφήσει κάποιος στὶς ἑπόμενες γενιές, εἶναι κάποια παρηγοριά, λογίζεται ὡς εἶδος ἀθανασίας.


Ὅμως…

   Τὴν ἀληθινὴ ζωή, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εκτείνεται στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα, μόνο ὁ Χριστὸς τὴν ὑπόσχεται κατηγορηματικὰ καὶ τὴ χορηγεῖ. Τὴν ταυτίζει μάλιστα μὲ τὸν ἑαυτό του. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ πραγματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτήν. Τονίζει ὅτι ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ καταργήσει τὴ ζωὴ αὐτή. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 11, 26). Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ δηλαδὴ εἶναι ὄχι ἡ τωρινή, ἀλλὰ ἡ μεταθανάτια.


  «Σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, λέει ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὅτι μετὰ θάνατον θά ’μαι πιὸ πολὺ κοντά σας ἀπὸ ὅσο τώρα, διότι θὰ ζῶ πιὸ κοντὰ μὲ τὸν Χριστό». «Δυστυχῶς οἱ πολλοὶ πιστεύουν πὼς μὲ τὸν θάνατο φθάνει καὶ τὸ τέλος, λέει ὁ ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Καυκάσου. Ἡ ζωὴ ὅμως ἀρχίζει μετὰ τὸν ἐπὶ γῆς θάνατο».


  «Τὸ αἴσθημα τῆς αἰωνιότητος, γράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, κάποτε ἐντείνεται μέσα μας καὶ κάποτε ἐξασθενεῖ, ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς χάριτος ποὺ ἐκχύνεται ἐπάνω μας… Ὁλόκληρη ἡ στροφή μας πρὸς τὴ γῆ, πρὸς τὶς σαρκικὲς ἐμπειρίες, φονεύει μέσα μας ὄχι μόνο τὴν αἴσθηση τῆς αἰωνιότητος, ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη στὸν Θεό. Ἡ πίστη ὅμως στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς γεννήσεως Ἄνωθεν, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἡ σύμφωνη μὲ τὶς ἐντολές Του ζωὴ ὁδηγεῖ στὴν ἔντονη ὣς καὶ ὀφθαλμοφανῆ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας» (Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 277-278).

 Λοιπόν; Ἀναζητεῖς μήπως καὶ σὺ δρόμο ἀσφαλῆ γιὰ τὴν αἰωνιότητα; «Τὰς ἐντολὰς οἶδας».

π. Δημητρίου Μπόκου