Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος και η ενότητα των Αγίων (Γέροντας Χριστόδουλος Κουτλουμουσιανός)

Ἀνάμεσα στὶς μορφὲς ποὺ φώτισαν καὶ συνεχίζουν νὰ φωτίζουν καὶ νὰ ἐμπνέουν τὴ ζωή μας εἶναι ὁ γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος τῆς Πάρου (1884-1980).
Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς ὅλους, μεγάλη ἡ ὑπομονή του, ἔντονο τὸ ἀσκητικό του φρόνημα, βαθειὰ ἡ λειτουργική του ζωή. Αὐτὰ τὸν ἔφερναν κοντὰ σὲ ἄλλες μορφὲς ποὺ γνώρισα, ὅπως ὁ Ὅσιος Πορφύριος καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, μὲ τὸν ὁποῖον διατηροῦσε ἰδιαίτερες σχέσεις.
Ὁ γέρων ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἐπιεικὴς πρὸς τοὺς ἄλλους. Γι αὐτὸ καὶ τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικὸς πατέρας πρέπει νὰ ἀναλαμβάνει εύθῦνες ἔναντι τῶν πνευματικῶν του τέκνων.
Πολὺ συχνὰ εἶχε σημεῖα προοράσεως καὶ διοράσεως. Γι αὐτὸ καὶ ὅταν ὡς νέος δυσκολευόμουν νὰ ἐξαγορεύσω κάτι στὴν ἐξομολόγηση, μοῦ τὸ ἔλεγε ὁ ἴδιος. Παρόλα αὐτὰ ζητοῦσε νὰ τὸ ἐπαναλάβω, γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἔπρεπε ἐγὼ νὰ μάθω νὰ ἐξομολογοῦμαι.
Ἤμουν ἤδη νεαρὸς κληρικός, ὅταν μὲ πῆρε ἕνα καλοκαίρι καὶ μὲ ἀνέβασε σὲ ἕνα ἐκκλησάκι σὲ ἕνα λόφο τῆς Πάρου. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ νηστέψουμε καὶ νὰ συγκεντρωθοῦμε στὴν προσευχή. Τὴν πρώτη μέρα, μήτε ψωμί, μήτε νερό, μήτε τίποτα. Τὴ δεύτερη μέρα τὸ ἴδιο. Τὸν ρώτησα τί εἶχε κατὰ νοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ περάσει ἔτσι σαράντα μέρες. Γιὰ μένα εἶπε ὅτι δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω, ἀφοῦ εἶχα ἐνορία καὶ εὐθύνες. Ἔτσι, πῆρα εὐλογία καὶ τὴν τρίτη μέρα ἔφυγα. Πληροφορήθηκα ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοῦ στρατοπέδου ποὺ γειτόνευε μὲ τὸ ἐκκλησάκι, ὅτι ἔβαζαν στὴν πύλη καθημερινὰ νερὸ καὶ ψωμί, ἀλλὰ τὴν ἑπομένη τὸ ἔπαιρναν ἄθικτο. Ὁ γέρων παρέμενε νηστεύων καὶ προσευχόμενος γιὰ σαρἀντα μέρες μία ἤ καὶ δύο φορὲς κάθε καλοκαίρι.
Κάποια στιγμὴ μοῦ ἔλυσε ἐμπειρικὰ μιὰ ἀπορία ποὺ εἶχα ὡς νεαρός. Πῶς θὰ ἦταν τὰ σώματά μας στὴν ἄλλη ζωή, μετὰ τὴν ἀνάσταση; Μοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «ἀποπνευματοποιημένα σώματα». Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ καταλάβω. «Κάποια στιγμὴ θὰ τὸ καταλάβεις», μοῦ εἶπε. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξομολόγηση, φρόντισε ὁ ἴδιος καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πάρω μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί σημαίνει «ἀποπνευματοποιημένο» σῶμα.
Προχωρῶ ὅμως παρακάτω, γιὰ νὰ τονίσω τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναστικὸ βίο. Τόνιζε τὴν ἀξία τῆς παρθενίας καί, ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες, τὴν θεωροῦσε ἀνωτέρα τοῦ γάμου. Ἔλεγε μάλιστα, ἀκολουθώντας καὶ πάλι τὴν πατερικὴ θεολογία, ὅτι ὁ γάμος ὁρίσθηκε μετὰ τὴν πτώση πρὸς παρηγορίαν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὡστόσο, τὸ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ἴσχυε καὶ πρὸ τῆς πτώσεως, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ μόνον ὁ Θεὸς γνώριζε, ἤ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μὲ τὸν καινὸ τρόπο ποὺ ἡ ἴδια ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνέλαβε.
Γιὰ τὸν γέροντα ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν μεγάλη καὶ προνομιακή, ἀλλὰ ὄχι ἀστεία. Γι αὐτὸ καὶ ὅταν τοῦ ἐμπιστεύθηκα τὸν πόθο μου νὰ γίνω μοναχός, ἄπλωσε τὸ χέρι καὶ μοῦ ἔδειξε τὸ μανίκι τοῦ ράσου του. «Τί εἶναι αὐτό;», μοῦ εἶπε. «Ράσο», ἀπάντησα. «Καί τί χρῶμα ἔχει;» «Μαῦρο». «Ἔτσι, νὰ εἶσαι ἀποφασισμένος ὅτι ἡ καρδιά σου θὰ γίνει τὸ ἴδιο μαύρη ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δοκιμασίες.»
Δὲν μοῦ εἶπε ποτὲ «γίνε» ἤ «μή γίνεις» μοναχός. Ὅπως τὸ πνεῦμα του ἦταν ἐλεύθερο, ἔτσι ἤθελε καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν προσωπική εὐθύνη. Ὡς ἀληθινὸς μοναχὸς δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ γεροντισμοῦ, ποὺ ἔχει προσβάλλει σήμερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον κυρίως στὸν κόσμο.
Ὅσο βαθιὰ ἦταν ἡ ἀρετή, ἡ ἄσκηση, ὁ ἐσωτερικός του ἀγώνας, τόση ἦταν καὶ ἡ θεολογική—δογματική του εὐαισθησία. Συνήθιζε νὰ γράφει πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες, ὅταν προέκυπτε κάποιο θέμα ποὺ τὸν ἀνησυχοῦσε. Γιὰ τὰ κανονικὰ ὅμως θέματα συμβουλευόταν τὸν πνευματικό του ἀδελφό Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Παρὰ τὸν ζῆλο του—ἤ καλύτερα ἐξαιτίας τοῦ κατ’ ἐπίγνωσιν ζήλου του—τόνιζε ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει νὰ γίνεται ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας, κι ὄχι ἀπ’ ἔξω. Ὅταν ἀναχώρησα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μοῦ εἶπε: «Νὰ προσέξεις, μήπως γιὰ τὸ δόγμα, τὸ τυπικὸ ἤ τὴν παράδοση ἡ καρδιά σου σκληρύνει. Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ἔχει μαλακὴ καρδιά, νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντοτε αὐτό.»
Οἱ ὅσιοι αὐτοὶ γέροντες βρίσκονταν σὲ συνεχῆ πνευματικὴ ἐπαφή. Ὁ γέρων Φιλόθεος, οἱ ὅσιοι Πορφύριος καὶ Παΐσιος, ὁ γέρων Εὐμένιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης ἀπὸ τὴν Φαιὰ Πέτρα, ὁ γέρων Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, καὶ μαζί τους ἄλλοι ἀνώνυμοι τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, κοινωνοῦσαν στὶς ἴδιες ἀρετές, στὰ ἴδια πνευματικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια ταπείνωση. Γι αὐτὸ καὶ πάντοτε ὁ ἕνας σὲ παρέπεμπε στὸν ἄλλο. Καὶ συναντοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἄλλοτε διὰ ζώσης, ἄλλοτε μέσα στὴν προσευχή, πάντοτε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Κάποιο πρωινό, μόλις ὁ πορτάρης τῆς Μονῆς ἄνοιξε τὴν πύλη μὲ τὰ χαράματα, βρῆκε ἕναν μοναχὸ νὰ κάνει κομποσχοίνι καθισμένος στὴ βρύση ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Τοῦ φάνηκε περίεργο καὶ μὲ ἐνημέρωσε. Κατέβηκα καὶ εἶδα πὼς ἦταν ὁ π. Εὐσέβιος. Συνήθιζε νὰ ἔρχεται μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴ Φαιὰ Πέτρα στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν γερο-Παΐσιο. Καὶ εἶχε καθίσει τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς, κάνοντας κομποσχοίνι, εἰρηνικὸς καὶ οὐράνιος, μόνος μόνῳ Θεῶ.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐκφράζουν τὴν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Καὶ εἶναι λυπηρὸ αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ μερικοὺς σήμερα, ὅτι δὲν πρέπει οἱ θεολόγοι, δάσκαλοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ νὰ μιλοῦν γιὰ τοὺς γέροντες, γιατὶ τάχα ἡ ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας δὲν βρίσκεται σὲ μεμονωμένα πρόσωπα ἀλλὰ στὴν κοινότητα. Μὰ οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα. Εἶναι οἱ παγκόσμιοι, καθολικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ φέρουν μέσα τους ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ἁγιασμένη ἀπὸ τὴν θεοποιὸ χάρη, καὶ μυσταγωγοῦν ἐμᾶς, τὰ πνευματικά τους παιδιά, στὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει κοινότητα χωρὶς τοὺς Ἁγίους.
Γιατί ἄραγε γίνονται ὅλες αὐτὲς οἱ συνάξεις γιὰ τοὺς ἁγίους γέροντες; Μήπως ἡ ἀναφορὰ στοὺς σύγχρονους αὐτοὺς Ἁγίους εἶναι μιὰ ἀνάγκη νὰ βεβαιώσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης μας; Μήπως γιατὶ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα πάντοτε ἐντυπωσιάζουν καὶ ἀνταποκρίνονται στὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ὅ,τι τὸν ὑπερβαίνει;
Αὐτὰ καὶ ἄλλα, λίγο ὡς πολύ, ἰσχύουν. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ποὺ δὲν τοῦ δίνουμε τόση σημασία. Εἶναι ὁ κύριος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία θέσπισε τὶς πανηγύρεις, τὰ συναξάρια καὶ τὰ ἐγκώμια τῶν Ἁγίων. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἡ μίμηση, ἡ ἀκολούθησή τους. Ὄχι ἁπλὰ ἡ γνωριμία καὶ συνάντηση. Ἀλλὰ ἡ ἀκολούθηση. Μπορεῖ νὰ συναντήσω κάποιον, νὰ συζητήσω μαζί του, ἀλλὰ μετὰ νὰ τραβήξω τὸ δικό μου δρόμο. Ἀκολούθηση ὅμως σημαίνει αὐταπάρνηση, πράξη, κόπο, φιλότιμο. Αὐτὴ τὴ βαριὰ καὶ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς πατέρες μας. Ὁ καθένας ἔζησε διαφορετικά, ἀλλὰ ὅλοι συγκλίνουν στὸ ἕνα, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεό. Μᾶς διδάσκουν αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος: ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γιὰ νἄρθει νὰ έγκατασταθεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ συμφωνεῖ κατὰ πνεῦμα μὲ τὸν Θεό, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξασκήσει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο. Γιὰ νὰ κατοικήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα χρειάζεται αὐταπάρνηση, φιλότιμο, ταπείνωση, ἀρχοντιά, θυσία.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος,Καθηγούμενος Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, 24/5/16)

Πόση ώρα να Προσεύχομαι; (Υπέροχο δίδαγμα)

Ρώτησα κάποτε ένα νέο 16 ετών:
-Αγαπάς, παιδί μου, το Θεό;
-Τον αγαπώ πολύ, πάτερ μου, μου απάντησε αυθόρμητα.
-Προσεύχεσαι σ’ Αυτόν τακτικά;
-Όχι! μου είπε με ειλικρίνεια.
Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να συλλάβει την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των δύο απαντήσεών του. Γιατί είναι αδύνατον να αγαπά κανείς πραγματικά το Θεό και να μην προσεύχεται.
Αν έχεις ένα φίλο εξαιρετικά αγαπητό, δεν προσπαθείς να βρεις τρόπους να επικοινωνείς συχνά μαζί του και να συζητάς διάφορα ζητήματα; Έτσι δεν είναι;
Παρακολούθησε, παιδί μου, αυτούς τους αριθμούς που θα σου πω. Είναι εξακριβωμένοι. Ένας άνθρωπος που πέθανε 70 ετών διέθεσε τα χρόνια της ζωής του ως εξής: 15 χρόνια εργάσθηκε, 20 κοιμήθηκε, 2 έτρωγε, 1 ντυνότανε, 9 μήνες πλυνότανε, 7 μήνες ξυριζότανε, 4 μήνες καθάριζε τη μύτη του, 2 μήνες τα δόντια του κλπ.
Παρατήρησες κάτι; Όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω αφορούν εξωτερικές ασχολίες. Φροντίδες και μέριμνες για το σώμα.
Όταν όμως, παιδί μου, παρουσιασθείς ενώπιον του Θεού πολύ διαφορετικός θα είναι ο λογαριασμός τον οποίο θα υποχρεωθείς να κάνεις. Θα σε ρωτήσει τότε ο δίκαιος Κριτής:
«Πόσα καλά έκανες; Πόσα κακά;»
«Πόσα καθήκοντα εκτέλεσες και πόσα όχι;»
«Πόσον καιρό προσευχόσουν;»
Μέσα σ’ ένα χρόνο η καρδιά σου χτύπησε 36.792.000 φορές. Απ’ το τεράστιο αυτό ποσό, πόσους παλμούς διέθεσες για το Θεό σου;
«Μα πόσο λοιπόν πρέπει να προσεύχομαι;»
Πρέπει να ξέρεις, παιδί μου, πως ο Θεός δεν υπολογίζει την προσευχή με τη χρονική της διάρκεια, αλλά με το ζήλο, με τη διάθεση, με την καρδιά. Μια μικρή, ζωντανή, ολόθερμη προσευχή αξίζει πολύ περισσότερο από μια άτονη, τυπική, ξερή, έστω και πολύωρη.
Εκείνο που προέχει είναι ο ζήλος και η θερμή διάθεση της καρδιάς. Κάνε την πρωινή και βραδινή σου προσευχή. Μην παραλείπεις όμως καθ’ όλη την ημέρα πολλές φορές να στρέφεις τη σκέψη και την καρδιά σου στο Θεό.
Θα ‘ναι, παιδί μου, ευλογημένη η μέρα σου, όταν τις πρώτες σου τις σκέψεις τις αφιερώνεις στο Θεό. Κι ο ύπνος σου θα είναι ήρεμος και γαλήνιος όταν, πριν παραδοθείς στα χέρια του, στρέψεις και πάλι σ’ Αυτόν τους λογισμούς σου.
Δε σου συνιστώ να προσεύχεσαι στο κρεβάτι! Αν όμως δεν πρόκειται καθόλου να προσευχηθείς αλλιώς, τότε μη σταματήσεις τη συνήθειά σου. Πιστεύω όμως ότι κι εσύ δε θα το βρίσκεις τόσο σωστό, να συνομιλείς με το Θεό και Κύριό σου, και να ‘σαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου! Αφήνω πως μπορείς να πάθεις, αυτό που πολλοί νέοι το παθαίνουν, να μην προλάβεις δηλαδή να τελειώσεις την προσευχή σου και… να σε πάρει ο ύπνος!
Σαν φρόνιμος λοιπόν νέος, κάνε την πρωινή σου προσευχή αφού ντυθείς και τη βραδινή σου πριν βγάλεις τα ρούχα σου. Κατόπιν δε, όταν θα πέσεις στο κρεβάτι, εξακολούθησε, αν θέλεις, τις ευσεβείς σου σκέψεις· θα κοιμηθείς έτσι πιο γαλήνια.
Ξέρεις εκείνο το σοφό γνωμικό που λέει «Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν το ευλογήσει ο Θεός»;
Εάν λοιπόν τις μέρες σου δεν τις αρχίζεις ζητώντας τη βοήθεια του Θεού, πώς περιμένεις την ευτυχία;
Κοίταξε γύρω σου, παιδί μου. Όλα τα πλάσματα με το δικό του το καθένα τρόπο, προσεύχονται κι υμνούν τον πάνσοφο Δημιουργό.
Τα φυτά ανοίγουν τ’ άνθη τους και στέλλουν το ζωογόνο άρωμά τους στο Θρόνο του Πλάστη.
Τα πουλιά με τις γλυκές μυριότονες φωνές τους, ποιον άλλον παρά τον Παντοδύναμο υμνούν;
Γι’ Αυτόν βομβίζει η μέλισσα.
Γι’ Αυτόν πετά χαρούμενη η πεταλούδα.
Αυτόν δοξάζουν με τη λάμψη τους οι αστραπές.
Αυτόν υμνολογούν και οι βροντές μ’ όλο το τρομερό τους μεγαλείο.
Ναι! ολόκληρη η φύση θερμά προσεύχεται σ’ Αυτόν, αν και δεν έχει τη συναίσθηση αυτού που κάνει. Κι εσύ, παιδί μου, άνθρωπος με θέληση ελεύθερη, θα αρνηθείς αυτό που πρόθυμα εκτελεί η άλογη φύση;
«Το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς ν’ αντικρίσεις στον κόσμο είναι ο άνθρωπος που προσεύχεται».
Αυτή η πρόταση είναι πολύ σωστή. Εκείνος που προσεύχεται ζει σ’ έναν άλλο κόσμο. Άφθονη αναπνέει τη χάρη του Θεού και ξεδιψάει απ’ το γλυκύτατο νερό της θείας παρουσίας.
Σου είπα, παιδί μου, πιο πάνω, ότι η φύση ολόκληρη προσεύχεται. Θέλησα να σου κάνω ένα συμβολισμό, γιατί η προσευχή η αληθινή είναι προνόμιο του ανθρώπου. Μόνο αυτός μπορεί συνειδητά να ανυψώνει την ψυχή του στο Θεό, και να συνομιλεί μαζί Του.
Είναι αλήθεια τιμή μεγάλη για τον άνθρωπο η προσευχή· κι αυτή είναι ένα ακόμη στοιχείο που κάνει να ξεχωρίζει ο άνθρωπος απ’ τ’ άλλα τα δημιουργήματα.
Όταν προσεύχομαι, βρίσκεται σ’ έξαρση η ψυχή μου! Ουράνια αισθήματα με πλημμυρίζουν. Χαρά, ευγνωμοσύνη, αγάπη. Όλα τα νιώθω στον υπέρτατο βαθμό. Πώς λοιπόν να μη δοξολογήσω το Θεό μου για το υπέροχο αυτό δώρο Του;
Με τα φτερά της προσευχής, μπορούμε ν’ ανεβούμε σε ύψη δυσθεώρητα. Μπορούμε να πετάξουμε μέχρις αυτόν τον θρόνο του Θεού, μακριά από τον κόσμο με τις τόσες του μικρότητες.
Με τα φτερά της προσευχής φθάνουμε εκεί, όπου άπληστα χαιρόμαστε το ζωογόνο αέρα της θείας παρουσίας.
Η προσευχή είναι πηγή δυνάμεως για τον αγώνα το σκληρό που φέρνει εμπρός μας η κάθε μέρα.
Λες και αλλάζει ο εαυτός σου, όταν πετάς με τα φτερά της προσευχής.
Έλα λοιπόν, παιδί μου!
Σαν έρχονται οι θλίψεις και σε χτυπούν σα μανιασμένες θύελλες, πέσε στα γόνατα κι άνοιξε την καρδιά σου στον Πατέρα σου.
Μετά την προσευχή θα δεις πόσο θα είσαι αλλαγμένος! Γαλάζιο θα τον βλέπεις τώρα τον ουρανό κι η θάλασσα θα έχει γαληνέψει.

Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου,
εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται.
Ερεί τω Κυρίω· αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου,
και ελπιώ επ᾿ αυτόν,
ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών
και από λόγου ταραχώδους.
εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι,
και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς·
όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού.
Ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού,
από βέλους πετομένου ημέρας,
από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου,
από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού.
Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου,
προς σε δε ουκ εγγιεί·
Πλην τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις
και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει.
Ότι συ, Κύριε, η ελπίς μου·
τον ῞Υψιστον έθου καταφυγήν σου.
Ου προσελεύσεται προς σε κακά,
και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου.
Ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται
περί σού του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταίς οδοίς σου.
[Από τον 90ο Ψαλμό]

Αυτές οι σκέψεις που γεμίζουν παρηγοριά την ψυχή σου γράφτηκαν απ’ τον μεγάλο εκείνο εστεμμένο Ψαλμωδό, κι είναι ένα άριστο βοήθημα γι’ αυτούς που θέλουν να βαδίζουν στη ζωή τους ίσια και τίμια.
Και εσύ, παιδί μου, είσαι ασφαλώς ένας από αυτούς. Γι’ αυτό έχεις μεγάλη ανἀγκη από τη χάρη του Θεού, που ένας μόνο τρόπος υπάρχει να την κερδίσεις. Η προσευχή.
Μη στερείς λοιπόν, παιδί μου, την ατίμητη ψυχή σου απ’ τη ζωογόνα αναπνοή της, αλλά προσεύχου, προσεύχου με ζήλο, ώστε να έλθει η μυριοπόθητη μέρα που θα στεφανωθείς με το στεφάνι της δόξης.
(Από το βιβλίο του Tihamer Toth «Αντίθετα στο ρεύμα» των εκδόσεων «Φώς»)

Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ορνάτσκιυ) έζησε το 19ο και 20ο αιώνα μ.Χ. Το 1885 μ.Χ. τελείωσε τη θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως και νυμφεύθηκε την Ελένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε ποιμαντικά αναπτύσσοντας ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Πατριάρχη Τύχωνα και κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο υιός του Νικόλαος υπηρετούσε με ανώτερο βαθμό στο 9ο τάγμα του Ρωσικού και ο υιός του Boris είχε διορισθεί ως αρχηγός της 23ης ταξιαρχίας πυροβολικού και πολέμησε ηρωικά στο αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.

Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ., ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στις 9 Αυγούστου 1918 μ.Χ., μαζί με τους υιούς του από άνδρες της κρατικής ασφάλειας, που τους μετέφεραν στις φυλακές της Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν διά τουφεκισμού, δίδοντας έτσι τη μαρτυρία της πίστεώς τους στον Κύριο και Θεό μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ερμείας

Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.

Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».

Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον
Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να αποδεχθούμε στην καρδιά μας ότι έχουμε αμαρτίες

Πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός


Δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να αποδεχθούμε στην καρδιά μας ότι έχουμε αμαρτίες, ότι υπάρχει μολυσμός στην ψυχή και στο σώμα τους. Καθοδηγημένοι, βεβαίως, από την θρησκευτική παιδεία που έχουμε πάρει δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι αμαρτωλός. Αυτό θεωρούμε ότι μπορεί να ισχύει για μας. Το πρόβλημα όμως έγκειται όταν έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο εαυτός μας είναι αμαρτωλός και ποιες είναι οι συγκεκριμένες αμαρτίες που έχουμε. Εκεί κρυβόμαστε πίσω από τις γενικότητες ή υποβαθμίζουμε την σημασία της αμαρτίας, θεωρώντας ότι υπάρχουν πιο αμαρτωλοί από εμάς (σύγκριση), ότι οι αμαρτίες μας είναι ασήμαντες (υποβάθμιση) ή ότι ο Θεός βλέπει πόσες καλοσύνες κάνουμε (αυτοδικαίωση) και θα διαγράψει τις αμαρτίες μας.

 Υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι λειτουργούν με την αίσθηση της ενοχής. Συνειδητοποιούν ότι η αμαρτωλότητά τους είναι μεγάλη, με αποτέλεσμα να αισθάνονται απέναντι στο Θεό ένοχοι. Έτσι, εν ταπεινώσει ζητούν την ευσπλαχνία και την ελεημοσύνη του Θεού και μεταφέρουν αυτό το ήθος της ταπεινότητας στη σχέση τους με τους άλλους, μη κρίνοντάς τους, προσευχόμενοι γι’ αυτούς και συγχωρώντας τους εάν κάτι τους οφείλεται από εκείνους.


Υπάρχουν όμως και άλλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους προηγούμενους, δέχονται δηλαδή ότι είναι αμαρτωλοί, όμως, στην προσπάθειά τους να φανούν «βασιλικότεροι του βασιλέως»,ζητούν την τιμωρία όχι μόνο των ιδίων από το Θεό, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων.Γεμίζουν τελικά τις καρδιές τους από ένα πνεύμα ζηλωτισμού.
Γιατί, κατά βάθος, θεωρούν ότι με την καταγγελία της αμαρτίας, με την εκζήτηση της δικαιοσύνης του Θεού, την οποία ταυτίζουν όχι με την αγάπη, αλλά με την τιμωρία και την εκδίκηση, προκειμένου να έρθει το δίκαιο, όπως το θεωρούν, θα συγχωρεθούν και οι δικές τους αμαρτίες, διότι όταν οι ίδιοι γίνονται σταυροφόροι του Θεού και της δικαιοσύνης, τότε ο Θεός θα παραβλέψει τα πταίσματά τους.
Υπάρχουν και οι περισσότεροι που δεν θεωρούν ότι έχουν αμαρτίες, διότι δεν πιστεύουν ότι αυτές υπάρχουν.

 Αυτές οι καταστάσεις συμβαίνουν στην ανθρώπινη ύπαρξη, ανάλογα με την στάση που λαμβάνει η καθεμιά έναντι της φράσης του Αποστόλου Παύλου: «υμείς ναός Θεού εστέ ζώντος» (Β’ Κορ. 6, 16).
  Ναός σημαίνει κατοικητήριο του Θεού. Ο Θεός δεν είναι θεός νεκρός, όπως τα είδωλα, τα θρησκευτικά, αλλά και κάθε λογής τα οποία κυριαρχούν στην ανθρώπινη ζωή (χρήμα, βιοτικές μέριμνες, μηχανισμοί, πρότυπα εκ των ΜΜΕ, πρότυπα ζωής).
 Είναι «Θεός ζων» και τον ζωντανό Θεό τον κοινωνούμε. Υπάρχει στη σκέψη και την καρδιά μας. Πλημμυρίζει το σώμα και την ψυχή μας. Μας μιλά δια των αισθήσεων και των λογισμών. Μας μιλά δια της παρουσίας Του στους άλλους ανθρώπους. Πρωτίστως, μας μιλά μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας. Και είναι δεδομένο ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται καθαρός σε σχέση με το Θεό. Αλλά μπορεί να νιώθει βέβαιος ότι ο καθαρός και Άγιος Θεός τον αγαπά και παραβλέπει κάθε αμαρτία και μολυσμό, εάν ο άνθρωπος το θελήσει και το ζητήσει. Γιατί πιο πάνω από την καθαρότητα και την αγιότητα είναι η ελευθερία.

 Εάν λοιπόν η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη επιζητεί την αυτογνωσία, η οποία επέρχεται μόνο μέσα από την σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης με το Θεό και την επιθυμία να είναι «ναός του ζώντος Θεού», τόπος και τρόπος ελεύθερης αποδοχής Του εντός της, τότε θα αποδεχθεί εν ταπεινώσει την αμαρτωλότητά της, τόσο ως γενική κατάσταση, που σημαίνει την αποτυχία της να είναι αυτό που ο Θεός θέλει από αυτήν, δηλαδή αγαπώσα και αγωνιζόμενη να είναι καθαρή, δηλαδή να απωθεί κάθε τι που την χωρίζει από τον Δημιουργό της, όσο και τις συγκεκριμένες καταστάσεις, συμπεριφορές και στάσεις ζωής που αποτυπώνονται με τον όρο «αμαρτίες».
Εάν παρασύρεται εκ του εγωισμού της με οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτός εκφράζεται, και εξισώνει, δικαιώνει, συγκρίνει, υποβαθμίζει τον εαυτό της και την αμαρτωλότητά της σε σχέση με το Θεό και τους άλλους, τότε ο όποιος μολυσμός και η όποια αμαρτία την καθιστά ανελεύθερη και ενυπάρχει ο κίνδυνος αποδίωξης του ζώντος Θεού από αυτήν. Γιατί ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. 4,6).

  Η ζωή μας είναι αγώνας καθαρισμού της ύπαρξής μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορ. 7,1). Αυτός ο αγώνας επιτελείται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας δια της αγάπης και των μυστηρίων.
Αυτός ο αγώνας επιτελείται δια της προσπαθείας για αρετή και νίκη κατά της αμαρτωλότητάς μας.
 Επιτελείται με συναίσθηση ότι ο εγωισμός μας δεν μας οδηγεί στο Θεό, αλλά μας απομακρύνει από Αυτόν.
Επιτελείται με την αγάπη προς τους άλλους, που συμπάσχουν. Με τη εκζήτηση τελικά του ζώντος Θεού, για να κατοικήσει στην ύπαρξή μας.
Μπορεί ο κόσμος μας να λειτουργεί εξωστρεφώς, με την αγωνία της επιβίωσης, με την οργή για τα κακώς κείμενα, με την αναζήτηση ελπίδας στα ανθρώπινα πρόσωπα, να αρνείται να παραδεχθεί ότι η αμαρτία είναι υπαρκτή κατάσταση. Το κλειδί όμως βρίσκεται στη σχέση μας με το Θεό.
 Κι εκεί καλούμαστε να παλέψουμε, χωρίς να φοβόμαστε την αμαρτία, αλλά και χωρίς να υποτασσόμαστε σ’ αυτήν. Και ο Κύριος θα μας συνδράμει και θα αποδεχθεί την επιθυμία μας να κατοικήσει εντός μας, για να γίνει τελικά ο Θεός μας και εμείς ο λαός Του, ανακουφίζοντάς μας από τις αγωνίες και δίδοντάς μας νόημα και ελπίδα.

(Φ.Κόντογλου) ...σαν κλείσει η πόρτα τούτης της ζωής.

Σχεδόν όλοι οι σημερινοί άνθρωποι περνάνε τη ζωή τους ξεπλυμένοι από κάθε ουσία,δίχως κανέναν αληθινόν σκοπό,δίχως αληθινή χαρά και ευχαρίστηση,δίχως καμιά πίστη,και για τούτο,δίχως ελπίδα.

Είναι γαντζωμένοι απάνω σε κάποια πράγματα,που θέλουνε να τα παραστήσουνε για σπουδαία,ενώ δεν είναι τίποτα.

Κι οι χαρές τους κι οι ευτυχίες τους και τα γλέντια τους,κι οι διασκεδάσεις τους,κι οι κουβέντες τους και τα αστεία τους,είναι όλα άνοστα και ψεύτικα.

Γιατί λείπει το αλάτι που τα άρτυζε άλλη φορά.Και το αλάτι είναι η πίστη πως ο άνθρωπος δεν ήρθε στον κόσμο κατά τύχη,αλλά πως έχει να κάνει,σ’ αυτόν τον κόσμο,ένα έργο,μικρό η μεγάλο,και πως δεν ξοφλά με τούτη τη ζωή,αλλά πως υπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατά την οποία ανοίγει μία άλλη πόρτα,σαν κλείσει η πόρτα τούτης της ζωής.

Αγία Εμμελεία

Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.

Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.

Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.

Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.

Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.

Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.

Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Δοξαστικό Αίνων Κυριακής Σαμαρείτιδος

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

Π. Αντώνιος Μπλούμ – Μητροπολίτης Σουρόζ (1914- 2003)



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν ἡ Σαμαρείτιδα ἐπέστρεψε βιαστικά στὴν πόλη της καὶ κάλεσε ὅλους ὅσους ζοῦσαν κοντά της νὰ δοῦν τὸν Χριστό, εἶπε: «Ἐλᾶτε! ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει!» Καὶ τὰ πλήθη συνέρρευσαν, κι ἄκουσαν ὅσα ὁ Χριστὸς εἶχε νὰ πεῖ.

Κάποιες φορές σκεφτόμαστε, πόσο εὔκολο ἦταν γι’ αὐτὴν τὴν γυναίκα νὰ πιστέψει καὶ πόσο εὔκολο τῆς ἦταν, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία, νὰ στραφεῖ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ πεῖ: «Ἐλᾶτε! Ἀκοῦστε κάποιον ποὺ μιλᾶ ὅπως κανένας ἄλλος δὲν μίλησε ποτέ, κάποιον, ποὺ χωρὶς μιὰ δική μου λέξη εἶδε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, στὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς μου καὶ γνώριζε τὰ πάντα.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας. Ὁ Χριστός δὲν τῆς εἶπε κάτι πολὺ ἰδιαίτερο. Τῆς εἶπε ποιὰ ἦταν· ποιὰ ἦταν ἡ ζωή της, πῶς τὴν ἔβλεπε ὁ Θεός. Ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ λέει κάθε μέρα στὴ ζωή μας, ὄχι σὰν μιὰ μυστική ἐμπειρία, ὄχι ὅπως συμβαίνει σὲ κάποιους ἁγίους, ἀλλὰ μὲ τὸν ἁπλούστερο δυνατὸ τρόπο.

Ἄν στραφοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουμε κάθε μέρα, ἤ τὸ διαβάζουμε μιὰ φορὰ γιὰ λίγο ἀλλὰ μὲ πνεῦμα ἀνοιχτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε πάντα, πιθανὸν νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς κρατάει μπροστά μας ἕναν καθρέφτη στὸν ὁποῖο βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως εἶναι: εἴτε μὲ μιὰ ἀγαλλίαση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ἤ ἀντίθετα, συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἤ ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἴμαστε.
Ὁ Χριστὸς εἶπε στὴ Σαμαρείτιδα: Φώναξε τὸν ἄνδρα σου! Κι αὐτὴ εἶπε: «Δὲν ἔχω ἄνδρα.» Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Εἶπες τὴν ἀλήθεια. Εἶχες πέντε ἄνδρες κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο.»
Κάποιοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἔχουν σχολιάσει αὐτό τὸ ἐδάφιο λέγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἤθελε να τῆς πεῖ: Ναί, εἶχες δεθεῖ μὲ ὅλα ὅσα οἱ πέντε αἰσθήσεις σοῦ ἔδιναν, καὶ διαπίστωσες ὅτι σὲ καμία δὲν βρῆκες ἱκανοποίηση, πληρότητα. Καὶ τώρα ὅ,τι σοῦ ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὁ ἑαυτός σου, τὸ σῶμα, τὸ μυαλό σου καὶ αὐτό, δίχως πιὰ νὰ σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου, σοῦ δίνει αὐτήν τὴν πληρότητα χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς να ζήσεις.
Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ Χριστός στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν μᾶς παρουσιάζει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ εἴμαστε, ὅταν μᾶς καλεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο, ποὺ εἶναι τὸ δικό μας μέσα ἀπὸ τὸ Θεικὸ κάλεσμα· τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὁ Παῦλος περιγράφει, καλώντας μας νὰ φτάσουμε «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» - νὰ γίνουμε ἄνθρωποι ὅπως Ἐκεῖνος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος πλήρης ἀπὸ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι λοιπόν, ἄς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴ γυναίκα ὅτι προσπαθήσαμε νὰ βροῦμε τρόπους γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸ μήνυμα τούτου τοῦ κόσμου καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦμε, καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ άνθρώπου εἶναι πιὸ βαθιὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ψυχολογικά πράγματα - μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γεμίσει αὐτὸ τὸ βάθος. Ἄν μπορούσαμε μόνο νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε, θὰ βρισκόμασταν ἀκριβῶς στὴν θέση τῆς Σαμαρείτιδας. Δὲν μᾶς χρειάζεται νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ στὸ πηγάδι· τὸ πηγάδι, βεβαίως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ τόπος ἀπ’ ὅπου ἴσως πηγάζει τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς - ὄχι ἕνα πραγματικὸ πηγάδι, ἐκεῖνο τὸ πηγάδι εἶναι ἕνα σύμβολο. Τὸ νερὸ ποὺ θὰ πιοῦμε εἶναι διαφορετικό.
Ἄς μιμηθοῦμε αὐτὴ τὴ γυναίκα, ἄς συνέλθουμε, ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅτι δὲν ὁλοκληρωθήκαμε ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχουν δεσμεύσει τὴν ζωή μας· κι ἄς ἀναρωτηθοῦμε: «Ποιὸς εἶμαι σὲ σχέση μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ;» Καὶ μετὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στοὺς ἄλλους καὶ να ποῦμε: Συνάντησα κάποιον ποὺ κρατοῦσε ἕναν καθρέφτη μπροστὰ στὰ μάτια μου, καὶ εἶδα τὸν ἑαυτό μου ὅπως εἶμαι, καὶ εἶπε γιὰ μένα: ἔλα καὶ δές! Ἔλα - κι ἄκουσέ Τον! … Καὶ ἄλλοι θὰ ἔρθουν, θ’ ἀκούσουν, καὶ θὰ γυρίσουν νὰ μᾶς ποῦν: Δὲν εἶναι πλέον ἡ μαρτυρία σας ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ πιστέψουμε - εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας, ἀκούσαμε μὲ τ’ αὐτιά μας, γνωρίσαμε. Πιστεύουμε. Ἀμήν.

Το χέρι τοῦ Θεοῦ μᾶς ὁδηγεῖ

Ἦταν μεγάλη δοκιμασία γιὰ τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ποὺ ξεκίνησε μὲ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ διακόνου Στεφάνου ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ διασκορπισθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ φτάσουν πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαίας, στὴ Φοινίκη, τὴν Κύπρο, ἀκόμη καὶ μέχρι τὴν Ἀντιόχεια. Βέβαια, καθὼς ἦταν ἀφοσιωμένοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου, δὲν παρέλειπαν ὅπου πήγαιναν νὰ κηρύττουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπευθυνόμενοι ὅμως μόνο στοὺς Ἰουδαίους, διότι δὲν γνώριζαν ἂν ἐπιτρεπόταν νὰ μιλήσουν καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες.

Ὡστόσο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τὰ πράγματα ἔτσι, ὥστε τὸ Εὐαγγέλιο νὰ γίνει γνωστὸ σὲ ὅλους ἀδιακρίτως. Αὐτὸ ἔγινε ὁλοφάνερο στὴν πόλη τῆς Ἀντιόχειας ποὺ ἀναφέρει ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή.

Ἡ Ἀντιόχεια ἦταν ἕνα κοσμοπολίτικο κέντρο, ἡ τρίτη μεγάλη πόλη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἦταν τόσο διαδεδομένη ἐκεῖ ἡ εἰδωλολατρία, ἡ ἀνηθικότητα καὶ ἡ διαφθορά, ὥστε κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ διανοηθεῖ ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔβρισκε ἀπήχηση στοὺς κατοίκους της. Καὶ ὅμως, βρέθηκαν στὴν Ἀντιόχεια κάποιοι Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι Χριστιανοὶ κι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Μάλιστα, ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὸ κήρυγμά τους δὲν περιοριζόταν στοὺς Ἰουδαίους ποὺ μιλοῦσαν Ἀραμαϊκά, ἀλλὰ ἀπευθυνόταν εὐρύτερα στοὺς ἑλληνόφωνους Ἰουδαίους καὶ κατ’ ἐπέκτασιν σὲ κάθε κάτοικο τῆς Ἀντιόχειας.

Ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσε ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους νὰ κηρύττουν μὲ τόλμη, ἀλλὰ καὶ παρακινοῦσε τὶς ψυχὲς τῶν Ἀντιοχέων στὴν πρόθυμη ἀποδοχὴ τοῦ κηρύγματος. «Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν», σημειώνει ὁ θεόπνευστος συγγραφέας, γι’ αὐτὸ καὶ πλῆθος ἀνθρώπων πίστευαν στὸ Χριστό.

Ὅταν πληροφορήθηκαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τὴν ἐκπληκτικὴ αὐτὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀντιόχεια, ἔστειλαν τὸν Βαρνάβα, Κύπριο στὴν καταγωγή, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸ ἔργο αὐτό. Καὶ πράγματι, πῆγε ὁ Βαρνάβας καὶ χάρηκε πολὺ ποὺ εἶδε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι, στ’ ἀλήθεια, ἐντυπωσιακὴ ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ θριαμβευτικὴ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε χωρὶς ἀνθρώπινο σχεδιασμὸ καὶ χωρὶς κάποια εἰδικὴ ἱεραποστολικὴ περιοδεία. Ποιὸς περίμενε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν διωκόμενοι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ γίνονταν ἱεραπόστολοι στὶς περιοχὲς ὅπου μετακινήθηκαν;... Ποῦ νὰ ἤξεραν οἱ Κύπριοι καὶ οἱ Κυρηναῖοι ποὺ δίδασκαν τὸ Εὐαγγέλιο στὰ Ἑλληνικά, τί ἀπήχηση θὰ εἶχε τὸ κήρυγμά τους;... Καὶ ὅμως, πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φαινομενικὰ τυχαῖα γεγονότα ἦταν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ «χεὶρ Κυρίου»!

Ἂς τὸ γνωρίζουμε λοιπὸν καλά. Τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Θεὸς κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν πάνσοφη πρόνοιά Του καὶ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμή Του κατευθύνει τὰ πάντα σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του.

Ἐμεῖς τί κάνουμε;

Τί συνέστησε ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας στοὺς νεόφυτους Χριστιανοὺς τῆς Ἀντιόχειας; Τοὺς συνέστησε νὰ μένουν ἀφοσιωμένοι καὶ προσηλωμένοι στὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς τους. Κι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε καλὴ καρδιὰ καὶ δυνατὴ πίστη, κι ἡ ζωὴ του ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ δέχονταν τὶς συμβουλές του καὶ ἀκολουθοῦσαν μὲ συνέπεια τὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή. Καὶ καθὼς οἱ Χριστιανοὶ διαρκῶς πληθύνονταν, σκέφθηκε ὁ Βαρνάβας νὰ πάει στὴν Ταρσὸ καὶ νὰ ἀναζητήσει τὸν Σαῦλο, τὸν μετέπειτα Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταστραφεῖ μὲν στὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ δὲν εἶχε ξεκινήσει τὸ ἱεραποστολικὸ του ἔργο. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ λοιπὸν ἀκολούθησε ὁ Σαῦλος τὸν Βαρνάβα, κι ἔμειναν στὴν Ἀντιόχεια ἕναν ὁλόκληρο χρόνο στηρίζοντας τὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία. Ἐκεῖ στὴν Ἀντιόχεια γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε τὸ ὄνομα «Χριστιανός». Ἔτσι ὀνόμασαν οἱ εἰδωλολάτρες ὅλους αὐτοὺς ποὺ πίστευαν στὸ Χριστό.

Συνέβη ὅμως καὶ κάτι ἀκόμη ἐκεῖνο τὸν καιρό. Ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων μερικοὶ πιστοὶ ποὺ εἶχαν προφητικὸ χάρισμα. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, λοιπόν, ποὺ λεγόταν Ἄγαβος, σηκώθηκε στὴ σύναξη τῶν πιστῶν, καὶ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπεκάλυψε ὅτι θὰ ἔπεφτε μεγάλη πείνα σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Καὶ πράγματι, ἡ πείνα αὐτὴ συνέβη, ὅταν αὐτοκράτορας στὴ Ρώμη ἦταν ὁ Κλαύδιος Καῖσαρ.

Τὸ συγκινητικὸ ὅμως εἶναι ὅτι μετὰ ἀπὸ τὴν προφητεία αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀντιόχειας προθυμοποιήθηκαν νὰ στείλουν κάποια συνδρομὴ, ἀνάλογα μὲ ὅ,τι διέθετε ὁ καθένας, γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Ἰουδαία. Καὶ πραγματικὰ αὐτὸ ἔκαναν· ἔστειλαν τὴν εἰσφορά τους στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων «διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου».

Δὲν ἦταν λοιπὸν πυροτέχνημα ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν μία εὐλογημένη σπορὰ ποὺ βρῆκε κατάλληλο ἔδαφος, καλλιεργήθηκε μὲ τὴ συστηματικὴ διδαχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Παύλου κι ἄρχισε νὰ ἀποδίδει τοὺς πρώτους καρπούς, ὅπως φάνηκε μὲ τὴν πρόθυμη συμπαράστασή τους στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων. Κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ μαθητεύουμε στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἅγιες ἐντολές Του καὶ νὰ πρωτοστατοῦμε στὰ ἔργα ἀγάπης. Τότε δὲν θὰ εἴμαστε μόνο στὸ ὄνομα Χριστιανοί, ἀλλὰ γνήσιοι μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ!

Η συνάντηση του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα

Tου Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη

Η συνάντηση με τον Χριστό εκπλήσσει τον άνθρωπο. Και όταν ο άνθρωπος δεν εκπλήσσεται, πρέπει να διερωτηθεί, αν πράγματι συνάντησε τον Χριστό, αν αισθάνθηκε την αληθινή παρουσία του. Η έκπληξη αυτή δεν είναι ανεξήγητη, ούτε παράλογη, αλλά κατανοητή και λογική. Είναι κάτι που δημιουργείται από την συνάντηση του φυσικού με το υπερφυσικό, του σχετικού με το απόλυτο, του πρόσκαιρου με το αιώνιο.

Όταν ο άνθρωπος που κυριαρχείται από τον φόβο του θανάτου συναντιέται με τον Κύριο της ζωής όταν το κτίσμα αντικρύζει τον κτίστη του, αναδύονται ασύμμετρες σχέσεις, δημιουργούνται απροσδόκητες εκπλήξεις. Και οι εκπλήξεις αυτές γίνονται συγκλονιστικότερες, όταν ο Κύριος ταπεινώνεται μπροστά στο κτίσμα, για να το υπηρετήσει. Οι εκπλήξεις μάλιστα εδώ δεν περιορίζονται στην φύση των πραγμάτων, αλλά επεκτείνονται και σε λεπτομερειακές μορφές τους.

Στην συνάντηση του Χριστού με την Σαμαρείτιδα πρώτη έκπληξη είναι ο ίδιος ο διάλογος που συνάπτεται μεταξύ τους. Ο Χριστός απευθύνεται στην Σαμαρείτιδα και ζητάει νερό για να πιει. Αυτή εκπλήσσεται και ρωτάει: «Πώς συ Ιουδαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις».

Η έκπληξη είναι διπλή ή μάλλον πολλαπλή: Πώς ένας Ιουδαίος, ο Ιησούς, απευθύνεται σε άνθρωπο από την Σαμάρεια; Αλλά και ακόμα περισσότερο, πώς συνομιλεί με μια γυναίκα, και μάλιστα διαβεβλημένη, όπως καλώς ο ίδιος γνωρίζει; Και τέλος, πώς στην γυναίκα αυτήν αποκαλύπτει την υψηλότερη και βαθύτερη αλήθεια του μεσσιανικού του κηρύγματος;

Κάθε έκπληξη που δοκιμάζουμε οφείλεται στην συνάντηση με κάτι καινούργιο· στην φανέρωση κάποιας πραγματικότητας, κάποιου προσώπου, κάποιας αλήθειας που ως τότε αγνοούσαμε. Οφείλεται δηλαδή σε κάποια αποκάλυψη. Αυτό παρατηρούμε και στην περίπτωση της συναντήσεως που εξετάζουμε.

Η Σαμαρείτιδα εκπλήσσεται από την παρουσία ενός ’Ιουδαίου, που σπάζει τους φραγμούς της ακοινωνησίας με την φυλή της και συνδιαλέγεται μαζί της· ζητάει νερό για να πιει. Και πριν συνέλθει από την έκπληξη αυτή, δοκιμάζει μια ακόμα μεγαλύτερη. Ακούει ότι αυτός που ζητάει το νερό είναι σε θέση να της προσφέρει ο ίδιος «ύδωρ ζων». Η έκπληξη όμως αυτή δεν προκλήθηκε από κάποια νέα αποκάλυψη, αλλά από την απορία που της δημιουργήθηκε. -Κύριε, λέει η γυναίκα, εσύ δεν έχεις ούτε κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού έχεις το ύδωρ το ζων;

«Ύδωρ ζων» είναι το τρεχούμενο νερό. Το νερό του πηγαδιού δεν είναι τρεχούμενο. Δεν είναι επομένως «ύδωρ ζων». Παραταύτα η Σαμαρείτιδα δεν απορεί γι’ αυτό· σκέφτεται ακόμα το νερό του πηγαδιού. Δεν πάει ο νους της σε κάποιο τρεχούμενο νερό. Αλλά και αν σκεφτόταν τέτοιο νερό, δεν θα είχε καταλάβει τί εννοούσε ο Χριστός. Από την άλλη πλευρά ο Χριστός λέγοντας «ύδωρ ζων» δεν εννοούσε κάποιο τρεχούμενο νερό που σβήνει προσωρινά την σωματική δίψα, αλλά νερό που δημιουργεί στον άνθρωπο αστείρευτη πηγή αιώνιας ζωής. Νερό που αφανίζει τον θάνατο.

Η Σαμαρείτιδα, νομίζοντας ότι κατάλαβε τα λόγια του Χριστού, ζήτησε να της δώσει το μαγικό αυτό νερό, για να λύσει το κοπιαστικό έργο της υδρεύσεώς της. «Κύριε, λέει, δώσε μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην έρχομαι εδώ για να κουβαλώ νερό». Η γυναίκα πίστεψε πως βρήκε μια εύκολη λύση για το πρόβλημά της. Ο Χριστός της μίλησε για νερό που αναβλύζει μέσα από τον άνθρωπο και γίνεται πηγή αιώνιας ζωής. Εκείνη φαντάστηκε νερό φυσικό, που θα το πιει μια φορά και δεν θα ξαναδιψάσει ούτε θα χρειάζεται να πηγαίνει στο πηγάδι για νερό.

Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στην εγκοσμιότητα, δεν μπορεί να συλλάβει αιώνιες υπερβατικὲς αλήθειες. Μπορεί να εκπλήσσεται, να απορεί, να θαυμάζει. Μπορεί ακόμα να περιμένει μαγικές λύσεις. Αλλά παραμένει εγκλωβισμένος στον αισθητό κόσμο, δεσμευμένος από την φυσική αμεσότητα. Ασχολείται με τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ο νους του δεν πηγαίνει πέρα από αυτά. Δεν λειτουργούν οι πνευματικές του αισθήσεις. Ακόμα και αν ακούσει κάτι που υπερβαίνει την αισθητή αμεσότητα, κάτι που βρίσκεται πέρα από την εγκοσμιότητα, το αντιλαμβάνεται αισθητικά και κοσμικά. Έχει αναζητήσεις, δοκιμάζει εκπλήξεις, δέχεται αποκαλύψεις, αλλά κινείται πάντοτε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Σκέφτεται, αντιλαμβάνεται και ζει υποταγμένος στον νόμο της φθοράς και του θανάτου.

Το φράγμα, στο οποίο προσκρούει και σταματά κάθε σκέψη και ενέργεια του ανθρώπου, κάθε έκπληξη που δοκιμάζει ή αποκάλυψη που γνωρίζει, είναι το φράγμα του θανάτου. Καμιά ανακάλυψη, καμιά εφεύρεση, καμιά τέχνη ή φιλοσοφία δεν μπορεί να σπάσει το φράγμα αυτό. Όλα, όσα του γίνονται γνωστά ή προσιτά, βρίσκονται «εντεύθεν» των ορίων του θανάτου.

Η υπέρβαση του θανάτου δεν γίνεται με την λογική ή την διαλεκτική, με την επιστήμη ή την μαγεία. Όλα αυτά εξυπηρετούν ενδοκόσμιες υποθέσεις. Η υπέρβαση του θανάτου γίνεται με το θαύμα· με το κατεξοχήν θαύμα που είναι η ανάσταση. Γι’ αυτό η ανάσταση του Χριστού είναι η κατεξοχήν αποκάλυψη, ή ακριβέστερα η μόνη αληθινή αποκάλυψη, γιατί ανοίγει στον άνθρωπο μια εντελώς καινούργια πραγματικότητα. Γι’ αυτό και κάθε θαύμα του Χριστού αποτελεί «σημείον», δηλαδή δείκτη που παραπέμπει τον άνθρωπο «εκείθεν» των ορίων της φθοράς και του θανάτου, στην ανάσταση, στην αιωνιότητα.

Όσο η Σαμαρείτιδα συζητούσε με τον Χριστό, δεν καταλάβαινε ουσιαστικά τα λόγια του. Εκείνος μιλούσε στο επίπεδο της αιώνιας ζωής. Αυτή μετέφερε αυτόματα όσα άκουε στο επίπεδο της πρόσκαιρης ζωής. Δεν υπήρχε σημείο συναντήσεως. Το σημείο αυτό δημιουργήθηκε με το «σημείον»-θαύμα, που της αποκάλυψε ο Χριστός. Της είπε: «Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ». Εκείνη απάντησε: «Δεν έχω άνδρα». Τότε της είπε ο Ιησούς: «Καλά είπες πως δεν ἐχεις άνδρα. Γιατί είχες πέντε άνδρες, και αυτός που ἔχεις τώρα δεν είναι άνδρας σου. Αληθινό ήταν αυτό που είπες».

Ο λόγος του Χριστού μετακίνησε την Σαμαρείτιδα σε άλλο επίπεδο. Φανέρωσε μπροστά της μια νέα δυνατότητα, που δεν προσδιορίζεται από την λογική αναγκαιότητα. Της άνοιξε την προοπτική κατακόρυφης θέασης και αναφοράς. Τότε η γυναίκα άφησε το βιοτικό πρόβλημα του νερού, ή ακριβέστερα το ξέχασε τελείως, όπως φαίνεται από την συνέχεια της αφηγήσεως, και ζήτησε να λύσει ένα άλλο πρόβλημα, να κορέσει μιαν άλλη δίψα, την μεταφυσική δίψα της.

Λέει: «Κύριε, βλέπω ότι είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας λάτρεψαν τον Θεό στο βουνό αυτό, ενώ εσείς λέτε ότι τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, που πρέπει να λατρεύεται ο Θεός». Και τότε δέχεται την μεγάλη αποκάλυψη: «Έρχεται ώρα, και ήδη ήρθε, που οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύσουν τον Πατέρα «εν Πνεύματι και Αληθεία. Πνεύμα ο Θεός, και τούς προσκυνούντας αυτόν εν Πνεύματι και Αληθεία δει προσκυνείν». Ο άνθρωπος γίνεται αυτό που πιστεύει και λατρεύει. Όταν πιστεύει και λατρεύει «εν Πνεύματι και Αληθεία» τον Θεό, γίνεται και αυτός ως ένα βαθμό όμοιός του· γίνεται πνευματικός και αληθινός.

Τότε ξεπηδά η θρησκευτική πίστη της γυναίκας και λέει: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». Και ο Ιησούς της λέει: «Εγώ ειμί ο λαλών σοι».

Η αποκάλυψη που δέχθηκε η Σαμαρείτιδα συνέπεσε με μια έκπληξη που δοκίμασαν οι μαθητές του Χριστού, που έφτασαν τότε εκεί. Αυτοί απόρησαν, πώς ο Διδάσκαλός τους μιλούσε με την γυναίκα εκείνη. Και η έκπληξή τους αυτή ήταν ένα χρήσιμο «σημείο». Ήταν μια προετοιμασία, που θα τους βοηθούσε να καταλάβουν ότι το Ευαγγέλιο που θα κηρύξουν υπερβαίνει και τα πιο αυστηρά φυλετικά, κοινωνικά και θρησκευτικά όρια.

Όσο ο άνθρωπος επιδίδεται στις βιοτικές του μέριμνες, μένει προσηλωμένος στα εγκόσμια και λησμονεί τις βαθύτερες ανάγκες του. Όταν όμως από κάποια αιτία ξυπνά η βαθύτερη πνευματική ανησυχία του και διαπιστώνει ότι βρίσκει την απάντηση στο λησμονημένο και συχνά απωθημένο υπαρξιακό ερώτημα της καρδιάς του, τότε λησμονεί τις καθημερινές ανάγκες του και απωθεί τις βιοτικές του μέριμνες.

«Άφησε η γυναίκα την στάμνα της εκεί, πήγε στην πόλη και είπε στους ανθρώπους. Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα στην ζωή μου. Μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;» Προφανώς η Σαμαρείτιδα είχε πεισθεί ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αυτό άλλωστε ήθελε να αναγγείλει στους συμπολίτες της. Ήθελε να τους καταστήσει κοινωνούς της μεγάλης χαράς της. Αλλά και ως άνθρωπος θα ήθελε ίσως να επιβεβαιωθεί και από τους άλλους για την εκπλήρωση της κοινής προσδοκίας τους. Και η επιβεβαίωσή της αυτή έγινε με την εμπειρία που απεκόμισαν οι συμπολίτες της από την συνάντησή τους με τον Ιησού. Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά. Χαρά που ανήκει σε όλους και στον καθένα. «Ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι αυτός εστίν αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου ο Χριστός».

Η πραγματική πίστη δεν στηρίζεται στην ακοή ή την πληροφορία αλλά στην προσωπική εμπειρία. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος», λέει ο Ψαλμωδός. «Έρχου και ίδε», είπε ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ». Αν δεν δεις τον Θεό μέσα στην ζωή σου, λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, μην περιμένεις να τον δεις μετά τον θάνατό σου. Εδώ ετοιμάζονται τα πνευματικά αισθητήρια, με τα οποία γίνεται αισθητός ο Θεός και ο πλούτος της Βασιλείας του.

Ιδιαίτερα ο σύγχρονος άνθρωπος έχασε τα πνευματικά αισθητήριά του και παραμένει άσχετος προς την πνευματική πραγματικότητα. Έχασε εν πολλοίς και την αίσθηση της εκπλήξεως, της καθημερινής εκπλήξεως, γιατί μηχανοποίησε την ζωή του και την μετέτρεψε σε ανιαρή ρουτίνα. Όπως είναι ολέθριο για τον ιερέα να συνηθίσει την Θεία Λειτουργία και τις λατρευτικές τελετές που τελεί, έτσι είναι ολέθριο για τον κάθε άνθρωπο να συνηθίσει την καθημερινή ζωή του και να αδιαφορεί για τις ευκαιρίες και τις εκπλήξεις της.

Η ανθρώπινη ζωή είναι μία ισόβια λειτουργία. Και είναι γεμάτη με μικρότερες ή μεγαλύτερες εκπλήξεις, θετικές και αρνητικές· θετικές, που τις βλέπουμε πολλές φορές αρνητικά, αλλά και αρνητικές, που θα μπορούσαμε να τις δούμε και να τις ζήσουμε θετικά. Όποιος διατηρεί κάπως το «ύδωρ ζων», που ενσταλάχθηκε μέσα του κατά το Βάπτισμα, μπορεί να ζει την καθημερινότητά του δημιουργικά με όλες τις θετικές και τις αρνητικές εκπλήξεις της, ξεδιψώντας με το «ύδωρ ζων»· αφομοιώνοντας την αλήθεια της αιώνιας ζωής κα δίνοντας νόημα και περιεχόμενο στον προσκαιρότητα.



Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, ομότ. καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. (Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, αρ. 98 -Φεβρουάριος 2012, σ. 30-34)

Οσία Υπομονή

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους . Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.

Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.

Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.

Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.

Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.

Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.

Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».

Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' (1425 - 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 - 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.

Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.

Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού (βλέπε 8 Δεκεμβρίου), στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.

Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:

«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».

Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».

Σύγχρονο θαύμα της Αγίας

Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.

«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.

Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».

Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».

Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες' Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδοσία η Παρθένος

Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω. Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.



Κυριακή της Σαμαρείτιδος

Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).

Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.

Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.

Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.

Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.

Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.

Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.

Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.

Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.

(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε, ᾧ ποτισθεῖσα δαψιλῆς, Βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο, αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής - Της Σαμαρείτιδος

(Ιωαν. δ΄ 5 - 42)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.



Απόδοση σε απλή γλώσσα:

Τόν καιρό ἐκείνο, ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.
Ἡ Σαμαρεῖτις γυναῖκα τοῦ λέγει, «Πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις;». Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας.
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του;».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ».
Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη, «Δὲν ἔχω ἄνδρα».
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Καλὰ εὶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός».
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύομεν ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀλλ’ ἔρχεται ἡ ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὅλα».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου».
Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναῖκα, κανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Τί ζητᾶς» ἢ «Γιατὶ μιλᾶς μαζί της;».
Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους, «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;». Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ’ αὐτόν.
Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ραββί, φάγε».
Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε».
Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους, «Μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;».
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του. Δὲν λέτε, «Τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται;». Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους».
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τὴς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναῖκας: «Μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ πολὺ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν, «Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός».

Ο Απόστολος της Κυριακής

( Πράξεις ια΄19-30)

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, οἱ διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν.
Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.



Ἀπόδοση σε απλή γλώσσα

Τις ημέρες ἐκείνες, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν διασπαρῆ ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ, ποὺ ἔγινε ἐξ αἰτίας τοῦ Στεφάνου, ἔφθασαν μέχρι τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ δὲν ἐκήρυτταν τὸν λόγον σὲ κανένα παρὰ μόνο σὲ Ἰουδαίους. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ὴσαν Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐμιλοῦσαν εἰς τοὺς ἑλληνιστὰς κηρύττοντες τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἦτο μαζί τους καὶ μεγάλος ἀριθμὸς ἐπίστεψε καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸν Κύριον.
Ἔφθασε δὲ ἡ εἴδησις γι’ αὐτοὺς εἰς τὰ αὐτιὰ τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἔστειλαν τὸν Βαρνάβαν ἕως τὴν Ἀντιόχειαν. Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε καὶ εἶδε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐχάρηκε καὶ παρώτρυνε ὅλους νὰ παραμένουν πιστοὶ εἰς τὸν Κύριον μὲ σταθερὴ καρδιά, διότι ἦτο πραγματικὰ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον καὶ πίστιν. Ἀρκετὸς δὲ λαὸς προσετέθη εἰς τὸν Κύριον. Τότε ὁ Βαρνάβας ἀνεχώρησε εἰς τὴν Ταρσὸν διὰ νὰ ζητήσῃ τὸν Σαῦλον καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκε τὸν ἔφερε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
Ἕμενε δὲ ἕναν ὁλόκληρον χρόνο εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐδίδαξαν πλῆθος πολύ. Εἰς τὴν Ἀντιόχειαν οἱ μαθηταὶ ὠνομάσθησαν διὰ πρώτην φορὰν Χριστιανοί. Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς κατέβηκαν προφῆται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὀνομαζόμενος Ἄγαβος, ἐσηκώθηκε καὶ προεῖπε διὰ τοῦ Πνεύματος, ὅτι θὰ ἐγίνετο μεγάλη πεῖνα εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Ἀπεφάσισαν δὲ οἱ μαθηταὶ νὰ στείλῃ ὁ καθένας, ἀνάλογα πρὸς τὴν οἰκονομικήν του κατάστασιν, βοήθειαν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Αὐτὸ καὶ ἔκαναν καὶ τὴν ἀπέστειλαν εἰς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ τοῦ Βαρνάβα καὶ τοῦ Σαύλου.

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός

Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου.

Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.

Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1 και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο· έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού· βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων· ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία· σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.

Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό· ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.


Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μωρίαν ἑκούσιον διὰ Χριστὸν τὸν Θεόν, ἐπόθησας Ὅσιε, τὸν σοφιστὴν ἀληθῶς, μωράνας καὶ ἤνυσας, μέσον πολλῶν θορύβων, τὸν ἀγῶνα Ἀνδρέα· ὅθεν σε ὁ Δεσπότης, Παραδείσου πρὸς πλάτος, ἐσκήνωσε πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἑκουσίως κακουχούμενον, πενόμενον, ἐμπαροινούμενον ἑκάστοτε, τυπτόμενον, λιθαζόμενον καὶ θέατρον ἐποφθέντα κόσμῳ μέλψωμεν Ἀνδρέαν ὁσιώτατον, ὥσπερ σαλὸν διὰ Χριστὸν πολιτευσάμενον, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος α´. Χορὸς ἀγγελικός.
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐκτελέσας θεόφρον, δοχεῖον καθαρόν, τῆς Τριάδος ἐδείχθης, Ἀνδρέα μακάριε, καὶ Ἀγγέλων ὁμόσκηνος· ὅθεν αἴτησαι τὸν ἱλασμὸν καὶ εἰρήνην, τοῖς τιμῶσί σε, καὶ ἐκτελοῦσι σὴν μνήμην, δοθῆναι πρεσβείαις σου.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Σταυρὸν ἐπ᾿ ὤμων σου, ἀναλαβόμενος, προθύμως ὅσιε κατηκολούθησας, τῷ σταυρωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, ἀδίκως μαστιζόμενος, λίθοις τε βαλλόμενος, δαιμόνων προσποιούμενος, ζήσας ὑπὲρ ἄνθρωπον, μάκαρ βίον ἰσάγγελον διὸ καὶ σὺν ἀγγέλοις χορεύων, μέμνησο μάκαρ τῶν τιμώντων σε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι προσποιήσεις τὰς μωράς σου, Ἀνδρέα, ἐθαύμασαν, πανόσιε πάτερ, ὅτι πέλων σοφὸς ἀληθῶς ὡς σαλὸς ἐβίως, δαιμόνων, ἔξηχος καὶ ἀνο μος· διόπερ νῦν βοῶμέν σοι ἀξιόχρεως·Χαῖρε, ἀπαύγασμα ἐγκρατείας·χαῖρε, θησαύρισμα ἀπαθείας.Χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ ἐν σαρκὶ φέρων στίγματα·χαῖρε, τοῦ ἐχθροῦ ὁ συντρίψας φρυάγματα.Χαῖρε, πάτερ, ἐνδιαίτημα προσποιήσεων μωρῶν·χαῖρε, ἄνερ, καλλιέργημα προσφερθεὶς διὰ Χριστόν.Χαῖρε, ὅτι κατεῖδες Παραδείσου τὸ κάλλος·χαῖρε, ὅτι ἀνεῖλες ἀρχεκάκου τὸ μένος.Χαῖρε, αὐτόπτης τῆς Σκέπης Παρθένου·χαῖρε, ὁ λάτρης τοῦ Λόγου Ὑψίστου.Χαῖρε, σοφῶς σὺν κυσὶν ὁ βιώσας·χαῖρε, σαφῶς ὡς σαλὸς διαπρέψας.Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον
Σοῦ ἡ ὑπὲρ ἄνθρωπον βιοτή, ἐξέπληξε νόας, καὶ δαιμόνων τοὺς ζοφερούς, πῶς γυμνὸς Ἀνδρέα, καὶ ἔξηχον τὸν τρόπον, λαθὼν ἐπολιτεύσω· διὸ τιμῶμέν σε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ευτυχής Επίσκοπος Μελιτηνής

Είναι άγνωστο από που καταγόταν και πότε άθλησε ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευτύχιος. Αναδείχθηκε σε Επίσκοπο Μελιτηνής, όμως λόγω της Χριστιανικής δράσεώς του συνελήφθη, αρνήθηκε δε να θυσιάσει στα είδωλα, και μετά από πολλά βασανιστήρια ρίχθηκε στο νερό, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Ο Σωφρόνιος Εύστρατιάδης στο Αγιολόγιο του, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα γράφεται Ευτυχής και μάλιστα επίσκοπος Μελιτηνής και ότι το σωστό είναι Ευτύχιος μάρτυς και όχι επίσκοπος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Εὐτύχιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.


Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ὁ καρπὸς τῆς Ὑπακοῆς

Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ διηγοῦνται τὸ ἑξῆς περιστατικό:
Κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα γέροντα, ποὺ ἐμόναζε σὲ μία σκήτη τῆς Θηβαΐδος καὶ κάθισε καὶ αὐτὸς ἐκεῖ στὴν ἔρημο. Ὁ ἀββᾶς αὐτοῦ του γέροντα πῆρε μία μέρα ἕνα ξερὸ ξύλο καὶ τὸ ἔμπηξε στὴν γῆ καὶ εἶπε στὸ γέροντα:
-Θὰ τὸ ποτίζεις κάθε μέρα μὲ μία στάμνα νερό, μέχρι νὰ καρποφορήσει.

Τὸ νερὸ βρισκόταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ κελλί τους. Γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει, ἔπρεπε νὰ ξεκινήσει ἀπὸ βραδύς, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει τὸ πρωί. Ὁ γέροντας ἂν καὶ ἡλικιωμένος, ἀδύναμος ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν νηστεία δὲν ἔφερε καμία ἀντίρρηση καὶ πρόθυμα ὑπάκουσε στὸν γέροντά του, στὸν πνευματικό του καθοδηγητῆ.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια το ξερὸ ξύλο φύτρωσε καὶ ἔδωσε καρπούς, καρύδια. Ὁ ἀββᾶς τοῦ γέροντα πῆρε τοὺς καρποὺς καὶ τοὺς ἔφερε στὴν ἐκκλησία λέγοντας στοὺς ἀδελφούς:

-Πάρτε καὶ φᾶτε ἀπὸ τὸν καρπὸ τῆς Ὑπακοῆς.

Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς: "Οἱ τέσσερις ἀρετὲς τῆς ψυχῆς"

Τέσσερις εἶναι οἱ μορφὲς τῆς σοφίας: ἡ φρόνηση, δηλαδὴ ἡ γνώση καὶ ἐκείνων ποὺ πρέπει καὶ ἐκείνων ποὺ δὲν πρέπει νὰ κάνομε καὶ ἡ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ. ἡ σωφροσύνη, δηλαδὴ νὰ γίνει ὀρθό το φρόνημά μας, ὥστε νὰ μπορέσομε νὰ κρατήσομε τὸν ἑαυτὸ μᾶς μακριὰ ἀπὸ κάθε ἔργο, λογισμὸ καὶ λόγο ποὺ δὲν ἀρέσει στὸ Θεό. ἡ ἀνδρεία, δηλαδὴ ἡ δύναμη καὶ ἡ καρτερία στοὺς κατὰ Θεὸν ἀγῶνες καὶ στοὺς πειρασμούς. ἡ δικαιοσύνη, δηλαδὴ ἡ διανομὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἰσότητα σὲ ὅλα αὐτά.
 Αὐτὲς οἱ τέσσερις γενικὰ ἀρετὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἀπὸ τὸ λογισμό, δηλαδὴ τὸ νοῦ, γεννιοῦνται δύο, ἡ φρόνηση καὶ ἡ δικαιοσύνη, δηλαδὴ ἡ διάκριση. Ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ γεννιέται ἡ σωφροσύνη, καὶ ἀπὸ τὸ θυμικό, ἡ ἀνδρεία. Κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς βρίσκεται ἀνάμεσά σε δύο παρὰ φύση πάθη. Ἡ φρόνηση ἔχει πάνω της τὴν ὑπερβολικὴ ἰδέα καὶ κάτω τὴν ἀνοησία. Ἡ σωφροσύνη ἔχει πάνω τὴν εὐήθεια καὶ κάτω τὴν ἀκολασία. Ἡ ἀνδρεία ἔχει πάνω το θράσος καὶ κάτω τὴ δειλία. Ἡ δικαιοσύνη ἔχει πάνω τὴν κτήση τοῦ λιγότερου καὶ κάτω τὴν πλεονεξία. Καὶ αὐτὲς οἱ τέσσερις ἀρετὲς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου στοιχείου, ἐνῶ τὰ ὀκτὼ πάθη ποὺ τὶς περιβάλλουν, εἶναι εἰκόνα τοῦ χωμάτινου.
Αὐτὰ ὅλα τα γνωρίζει ἀκριβῶς ὁ Θεός, ὅπως γνωρίζει τὰ περασμένα, τὰ παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα, καὶ ἐν μέρει τὰ γνωρίζει καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε κατὰ χάρη τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει «κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του». Ἐκεῖνος οὐ λέει ὅτι γνωρίζει ὀρθὰ μόνον ἐξ ἀκοῆς ψεύδεται. Γιατί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ χωρὶς χειραγώγηση νὰ ἀνεβεῖ ποτὲ στὸν οὐρανό. Οὔτε πάλι, ἂν δὲν ἀνεβεῖ καὶ δεῖ, μπορεῖ νὰ πεῖ ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶδε. Ἀλλ' ὅ,τι ἀκούει ἀπὸ τὴ Γραφή, ἐκεῖνο μόνο ὀφείλει νὰ λέει ἐξ ἀκοῆς μὲ εἰλικρίνεια καὶ νὰ ὁμολογεῖ τὸν Πατέρα τοῦ Λόγου, ὅπως εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἀλλιῶς θὰ νομίζει ὅτι ἔχει γνώση, καὶ θὰ εἶναι χειρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει. Γιατί ὅταν νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι κάτι, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, ὅ,τι νομίζει πὼς εἶναι, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Ὑπάρχει καὶ ἀξιέπαινη ἀγνωσία, ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, ὅπως ὅταν συνειδητὰ γνωρίζει κανεὶς ὅτι ἀγνοεῖ. Καὶ ὑπάρχει καὶ ἀγνωσία πέρα ἀπὸ κάθε ἀγνωσία , ὅταν δὲ γνωρίζει κανεὶς ὅτι ἀγνοεῖ. Ὑπάρχει καὶ γνώση ψευδώνυμη, ὅταν νομίζει κανεὶς ὅτι γνωρίζει, ἐνῶ δὲν γνωρίζει τίποτε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος.

Άγιος Θεράπων

Ο Άγιος Θεράπων ήταν Ιερέας στην εκκλησία των Σάρδεων. Κατά τα παραγγέλματα του Αποστόλου Παύλου ήταν πράος, ειρηνικός, επιεικής, φιλόξενος, αφιλοχρήματος, διδακτικός, και έτρεμε μήπως από αμέλεια του χανόταν ή και στιγμιαία σκανδαλιζόταν έστω και μόνο μια ψυχή.

Όταν συνελήφθη, διατάχθηκε να αρνηθεί τον Ιησού. Αυτός μίλησε στον ειδωλολάτρη άρχοντα σαν ήρωας, επιθυμώντας να βαδίσει στο μαρτύριο και όχι να τ' αποφύγει. Ο έπαρχος Ουαλεριανός τον βασάνισε σκληρά, και τελικά τον αποκεφάλισε κοντά στον ποταμό Έρμο, όπου βρισκόταν η επισκοπή Σατάλων.

Άγιος Ελλάδιος

Ο Άγιος Ελλάδιος, έζησε την εποχή των σκληρών διωγμών κατά της Εκκλησίας. Η ζωή του ως λαϊκού, χαρακτηριζόταν από μεγάλη σωφροσύνη, άσκηση γι' αυτό και εξελέγη επίσκοπος. Από τη θέση, αυτή ο Ελλάδιος, αναλώθηκε στη διακονία του ποιμνίου του. Κήρυττε, δίδασκε και με σύνεση και διάκριση, επέλυε τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα. Η όλη του πολιτεία και διακονία κατόρθωσε να φέρει πολλούς ειδωλολάτρες στην ορθόδοξη πίστη.

Η δράση του αυτή, προκάλεσε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και του πρότειναν να αρνηθεί το Χριστό για να σώσει τη ζωή του. Εξοργισμένοι από την ακλόνητη πίστη του επισκόπου τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά με τη χάρη του Θεού θεραπεύθηκε απ' όλα. Τελικά μετά από συνεχόμενους ραβδισμούς, παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Ἑλλάδιε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος, ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα, τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις. Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως, καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.

Μεγαλυνάριον
Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.

Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.