Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, Οι Γάλλοι γιατροί λένε: «έκτακτο επιστημονικό γεγονός»!

 Μια μητέρα ελληνίδα, έφερε στον κόσμο ένα παιδάκι με μια τρομερή αρρώστια που θα πρέπει να ονομάζεται «ακρομεγαλία». Μεγαλώνουν οι σάρκες χωρίς να μεγαλώνουν τα οστά.

 Η επιστήμη λέει πως λίγα χρόνια ζει ο άνθρωπος μ’ αυτή την τρομερή πάθηση και είναι σαν μια άμορφη μάζα.

 Η μητέρα αγωνίστηκε εδώ στην Ελλάδα και της υπέδειξαν να πάει στο Παρίσι, σ’ ένα Ινστιτούτο υγείας του παιδιού για να γίνει σχετική έρευνα. Εκεί της είπαν οι γάλλοι γιατροί πως είναι στις τελευταίες του μέρες το παιδάκι της και ότι πρόκειται να πεθάνει και μάλιστα πως ο θάνατος συμβαίνει με πολύ υψηλό πυρετό.

 Και πραγματικά, τις μέρες εκείνες παρουσιάστηκε ο υψηλός αυτός πυρετός γύρω στα 41, χωρίς να πέφτει με τίποτα.


  Η μάνα μόλις το βλέπει έτσι, αρπάζει στην αγκαλιά της το παιδάκι, βγαίνει από το νοσοκομείο και πηγαίνει σ’ ένα μοναστήρι, ορθόδοξο ρωσικό. Πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην εικόνα της Παναγίας και με κλάματα αρχίζει να της λέει:

«Εσύ μάνα, μάνα του Κυρίου, που γνωρίζεις από πόνο, σε ικετεύω ή να γίνει καλά το παιδί μου ή ας το αναπαύσεις εσύ».


Κάποιος Ρώσος που ήξερε λίγα ελληνικά, ακούει τα παρακάλια της.


 Την πλησιάζει, βλέπει το παιδάκι της σ’ αυτή την τρομερή κατάσταση και της λέει:

«Εκεί στην Ελλάδα έχετε έναν πατριώτη μας πολύ θαυματουργό, τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Δεν ξέρω αν πήγες, αλλά πρέπει να πας να τον παρακαλέσεις θερμά. Είναι μεγάλος προστάτης των αρρώστων στην εποχή μας. Έχω μαζί μου την εικόνα του, και θα σταυρώσω το παιδάκι σου με την εικόνα του αυτή και πίστεψε και συ ότι πάνω από την επιστήμη και τους γιατρούς είναι ο Θεός και οι άγιοί του».


 Βγάζει την εικόνα και ακριβώς την ώρα που την ακουμπά στο μέτωπο του παιδιού, εκείνο σπαρταρά σαν το ψάρι. Κρύος ιδρώτας λούζει ολόκληρο το σώμα του, μουσκεύεται κυριολεκτικά και η μάνα σκύβει να φιλήσει το παιδάκι της από την παρόρμηση να δει αν καίει (απ’ τον πυρετό). Το παιδί είναι τελείως δροσερό.


Αρχίζει να κλαίει η μάνα, μαζεύονται και άλλοι μοναχοί και επισκέπτες, παρακαλεί το βράδυ να γίνει μια αγρυπνία για την υγεία του παιδιού.

 Γίνεται η αγρυπνία και το παιδί είναι όλη την νύχτα απύρετο. Το πρωί, μετά την αγρυπνία, ξαναγυρίζει στο νοσοκομείο το παιδάκι χωρίς πυρετό.


 Οι Γάλλοι γιατροί λένε: «έκτακτο επιστημονικό γεγονός», συνεχίζουν την παρακολούθηση και σε τρεις μήνες οι ακτινογραφίες έδειξαν πως τα οστά του παιδιού άρχισαν να μεγαλώνουν κανονικά και μόλις το παιδί περπάτησε η μητέρα το πήρε και ήλθαν στο Προκόπι [το Προκόπι Ευβοίας όπου βρίσκεται το άγιο λείψανο του θαυματουργού και ομολογητή αγίου].


Σήμερα το καμαρώνει που πηγαίνει με τα πόδια στο σχολείο και γυρνά το μεσημέρι στο σπίτι, όπως χαρακτηριστικά μας είπε η ίδια.

Είναι όπως θέλει ο Θεός. Δεν του παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα και είναι φυσιολογικός άνθρωπος.



  Από το περιοδικό, «Σύναξη», τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία, τεύχος 4, 1982. 


Η αφήγηση του θαύματος έγινε από τον μακαριστό π. Ιωάννη Βερνέζο, προϊστάμενο του Ιερού Προσκυνήματος του αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι Ευβοίας, με βάσει τα κείμενα, όπως τα κατέγραψαν και τα υπέγραψαν οι ιαθέντες στο Βιβλίο Θαυμάτων του Προσκυνήματος.

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ: ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΜΗΝ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ;

 Με είχε ρωτήσει κάποιος φίλος τις προάλλες γιατί να γίνονται και γιατί να μην γίνονται θαύματα σε όλους τους ανθρώπους από τον Χριστό, -που είναι η προσωπική Αλήθεια- από την Παναγία, τους Αγίους και άλλους μεσίτες και πρεσβευτές. Γιατί ένας άνθρωπος να θεραπεύεται από τον καρκίνο και άλλος να ζεματίζεται και να πονάει και υποφέρει, σωματικά πάντα…; Επιθυμεί κάτι τέτοιο ο φιλάνθρωπος Θεός;


      Πρώτα-πρώτα, ο Θεός δεν γίνεται φορτικός και δεν είναι «κομπλεξικός», όπως εμείς. Απεναντίας, εάν δεν Τον θέλουμε στην ζωή μας, δεν έρχεται, αν και μας ευεργετεί και πάλι όσο Του το επιτρέπουμε. Είναι ο μανικότερος των εραστών, ο πιο τρελός των ερωτευμένων και παράλληλα ο «ευγενής», που σέβεται απεριόριστα την ελευθερία μας. (Επίσης, είναι αυτός που φέρεται όπως ο πατέρας στην παραβολή του Ασώτου- δεν ζητάει κανένα λόγο, ούτε … «κάνει μούτρα», αλλά απλώς χαίρεται με την επιστροφή μας στο καλό.) Με άλλα λόγια, μας αφήνει να πάμε όπου θέλουμε, είτε με τα λόγια και τις εξωτερικές ενέργειες κάνουμε τους ευσεβείς, είτε όχι. Εκεί έχει ο άνθρωπος ακέραια την ευθύνη.

Τώρα, στην περίπτωση που πράγματι έχουμε αγάπη η έστω «φόβο» Θεού, τότε ο Θεός επεμβαίνει στην ζωή μας. Και η προτεραιότητά του είναι να γιατρέψει την ψυχή πρώτα και έπειτα το σώμα. Έτσι, σε αυτό το πλαίσιο και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, οι ασθένειες είναι οι «αγάπες του Θεού», όπως έλεγε  ένας γέροντας σύγχρονος μεγάλος. Κι αυτό, διότι «ον αγαπά ο Κύριος παιδεύει», δηλαδή αυτόν που «αγαπά»(όλους εξ ίσου τους αγαπά, εδώ ο Απόστολος μιλάει για την αγάπη με ανταπόκριση προφανώς) ο Θεός τον παιδαγωγεί, τον εκπαιδεύει, ώστε να βελτιωθεί και να Του μοιάσει περισσότερο, ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ της θέλησης και της αντοχής του κάθε ανθρώπου κάθε φορά.  Ο γέροντας Πορφύριος είχε πει κάτι ακραίο: ο Θεός δεν άνοιξε το μυαλό των γιατρών, για να βρουν την θεραπεία του καρκίνου, που είναι μπροστά στα μάτια τους, διότι «είδε ότι έτσι γέμισε ο Παράδεισος». (Παράλληλα, είχε πει ότι «η πνευματική υγεία αδρανοποιεί τον καρκίνο.)

     Είναι, όμως, πραγματικό αυτό; Η μήπως ο Θεός είναι αντί για την αυτοευσπλαχνία «δίκαιος και αμείλικτος»; Θα σας πω κάτι από την προσωπική μου εμπειρία: έχω δει ανθρώπους που μια ολόκληρη ζωή φέρονταν με μεγάλη σκληρότητα, αυταρχισμό κ.α. σε κοντινούς τους ανθρώπους [συνήθως στους άλλους κάνουμε τους ευγενικούς άλλωστε, έτσι δεν είναι; ] να έχουν ΜΕΤΑΒAΛΕΙ AΡΔΗΝ την συμπεριφορά τους με αυτήν την ασθένεια. Να έχουν μετανοήσει και μάλιστα εμπράκτως. Διότι, σκεφτείτε, πόσο πωρωμένοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι… Όταν έχουμε την υγεία μας και ασχολούμαστε κανονικά με  τις μάταιες βιοτικές μας  μέριμνες -και λοιπές εφήμερες ανοησίες και γελοιότητες-διαμορφώνουμε τεράστιο εγωισμό και αυτοδικαίωση. Συχνά κάνουμε κόλαση την ζωή των κοντινών μας ανθρώπων, αφού έχουμε θανατώσει τις ψυχές μας… Αυτά κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, δουλεύουμε στα πάθη μας, στην ανθρωπαρέσκεια, κατατυραννούμε τους άλλους που είχαν την κακή τύχη να έχουμε κάποια εξουσία πάνω τους και κλαιγόμαστε από πάνω, όταν δεν μας κάνουν τα χατίρια.

Λοιπόν, τι θα έπρεπε να κάνει ο Θεός που τόσο μας αγαπά σε αυτήν την περίπτωση, αφού έχει μυριάκις μακροθυμήσει; Θα έπρεπε μήπως να μας αφήσει σε αυτήν την κατάσταση η να μας δώσει μια κατάσταση που μόνον Αυτός ξέρει πως θα μας βοηθήσει και να μας βγάλει από την ματαιότητα  ποῦ ζούμε, αφού Τον ζητάμε -παρ’ ολ ‘αυτά- στην ζωή μας;



Συμπέρασμα: Όλες οι ασθένειες είναι κατ’αρχήν απευκταίες, αλλά η αγάπη πολλές φορές βρίσκεται ακραίες οδούς, για να μας βγάλει από την τύφλωσή μας. Και «αν σήκωνες τις δυσκολίες, κανείς δεν θα σωζόταν».


Άγιος Κρήσκης ο Μάρτυρας

 Ο Άγιος Μάρτυς Κρήσκης καταγόταν από την πόλη Σάρραρι της Σαρδηνίας και μαρτύρησε το 130 μ.Χ., κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.).

Άγιος Πασχάσιος

 Ο Άγιος Πασχάσιος έζησε τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν διάκονος της Εκκλησίας της Ρώμης. Συνέγραψε πολλά θεολογικά έργα, τα οποία όμως δεν διασώθηκαν. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 512 μ.Χ. και αναφέρεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο, Επίσκοπο Ρώμης.

Άγιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιερομάρτυρας

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιερόθεος ο Νέος, Επίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περί το 1891 μ.Χ. Έφθασε, ως Επίσκοπος, στο Νικόλσκ την Κυριακή των Βαΐων του 1923 μ.Χ. Εκεί διακόνησε την Εκκλησία με ένθεο ζήλο και αυταπάρνηση. Το 1927 μ.Χ. μετετέθη στην Επισκοπή Βελίκυ Ούστιουνγκ, κοντά στην περιοχή Βολογκντά. Αυτή την περίοδο αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση του Μητροπολίτου Σεργίου περί υποταγής της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία. Για τον λόγο αυτό οι άνδρες της μυστικής ασφαλείας, κατά την περίοδο του Σοβιετικού καθεστώτος, τον κάλεσαν για ανάκριση αρκετές φορές. Τελικά τον συνέλαβαν, ενώ είχε πάει να λειτουργήσει σε κωμόπολη της επαρχίας του. Οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν, γιατί ένιωθαν ότι έχαναν τον πνευματικό τους πατέρα. Τό ατμόπλοιο έφθασε σύντομα στην πόλη Ούστγιουγκ. Επειδή ήταν ασθενής, τον οδήγησαν στο νοσοκομείο. Εκεί ο Άγιος Ιερόθεος κοιμήθηκε οσίως το 1928 μ.Χ. Αλλά η μνήμη του δεν εξαφανίσθηκε. Έγινε το αλάτι της ευσέβειας και ελπίδας του Ρωσικού λαού.


Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

 Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ορνάτσκιυ) έζησε το 19ο και 20ο αιώνα μ.Χ. Το 1885 μ.Χ. τελείωσε τη θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως και νυμφεύθηκε την Ελένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε ποιμαντικά αναπτύσσοντας ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Πατριάρχη Τύχωνα και κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων στρατιωτών και των οικογενειών τους. Ο υιός του Νικόλαος υπηρετούσε με ανώτερο βαθμό στο 9ο τάγμα του Ρωσικού και ο υιός του Boris είχε διορισθεί ως αρχηγός της 23ης ταξιαρχίας πυροβολικού και πολέμησε ηρωικά στο αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.


Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ., ο Άγιος Ιερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στις 9 Αυγούστου 1918 μ.Χ., μαζί με τους υιούς του από άνδρες της κρατικής ασφάλειας, που τους μετέφεραν στις φυλακές της Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν διά τουφεκισμού, δίδοντας έτσι τη μαρτυρία της πίστεώς τους στον Κύριο και Θεό μας.

Αγία Πετρονίλα

 Η Αγία Μάρτυς Πετρονίλα έζησε τον 1ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Στο κοιμητήριο της Δομιτίλλης, στη Ρώμη, υπάρχει μία νωπογραφία, η οποία χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και στην οποία απεικονίζεται το μαρτύριο της Αγίας Πετρονίλης.


Η Αγία καταγόταν από ευγενή οικογένεια, ήταν Χριστιανή και αρνήθηκε να νυμφευθεί έναν ευγενή, ονομαζόμενο Φλάσσο, επειδή ήθελε να αφιερωθεί στο Νυμφίο της Χριστό. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και τελειώθηκε μαρτυρικά.


Η παράδοση θεωρεί, λόγω του ονόματός της, ότι ήταν θυγατέρα του Αποστόλου Πέτρου ή αφοσιωμένη μαθήτρια του Αποστόλου, που τον βοηθούσε στο έργο του. Όμως η παράδοση αυτή αναφέρεται σε διάφορα βιβλία των Γνωστικών του 6ου αιώνος μ.Χ. και οι περισσότεροι μελετητές - αγιολόγοι δεν αποδέχονται την άποψη αυτή.

Άγιος Μάγος

 Ο Άγιος αυτός Μάρτυς, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζουμε, ήταν αυτός, που έδωσε διάφορα δηλητήρια στον Άγιο Ερμεία (31 Μαΐου), αλλά ο Άγιος τον έκανε με τη θεία χάρη να πιστέψει στον Χριστό και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε μαζί μ' αυτόν, αφού ομολόγησε την πίστη του.

Άγιος Ευστάθιος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

 Ο Άγιος Ευστάθιος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η μνήμη του αναφέρεται στο Κώδικα 426 του Αγιοταφικού Μετοχίου (βλέπε Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιο, σελ. 109). Κατ' αυτό, ο Άγιος ήταν πρωτοπρεσβύτερος του παλατιού και ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο το 1019 μ.Χ. και διαδέχθηκε τον θανόντα Πατριάρχη Σέργιο Β' (999 - 1019 μ.Χ.). Αφού ποίμανε την Εκκλησία θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη, το Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 1025 μ.Χ.

Άγιοι Ευσέβιος και Χαράλαμπος

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευσέβιος και Χαράλαμπος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και είναι άγνωστο πότε μαρτύρησαν. Επειδή ήταν Χριστιανοί συνελήφθησαν και, αρνούμενοι να θυσιάσουν στα είδωλα, υπέστησαν μαζί με τους Αγίους Μάρτυρες Ρωμανό, Τελέτιο ή Μελέτιο και Χριστίνα (τιμούνται 30 Μαΐου), τον επί της πυράς μαρτυρικό θάνατο.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ερμείας

 Ο Άγιος Μάρτυς Ερμείας, ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε από νεαρή ηλικία ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και γρήγορα ξεχώρισε για την γενναιότητα, την ανδρεία και το αγωνιστικό του φρόνημα, τα οποία αντλούσε από την πίστη του στον Ιησού Χριστό.


Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (138 - 161 μ.Χ.) ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ δε των πρώτων που συνέλαβαν, ήταν και ο Ερμείας, αγνοώντας και τις μεγάλες του υπηρεσίες στην πατρίδα αλλά και τα σεβάσμια γηρατειά του. Οδηγήθηκε μπροστά στο Δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει τα είδωλα. Ο Άγιος όμως ακλόνητος και ακατάβλητος, αρνήθηκε να προδώσει τον Κύριό του και να θυσιάσει στα μιαρά ειδωλολατρικά ξόανα. Με τη γλυκύτητα δε πού τον διέκρινε, απάντησε στις προτροπές των τυράννων: «Θα ήταν πολύ ανόητο σεβαστέ άρχοντά μου να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο στο τέλος της ζωής μου να χάσω αυτά τα πολύτιμα αγαθά».


Τότε εξοργισμένος ο άρχοντας, διέταξε, αφού τον βασανίσουν σκληρά, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση όμως και τη χάρη του Θεού, ο Άγιος εξήλθε σώος και αβλαβής από όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Τελικά τον αποκεφάλισαν χαρίζοντας του το στέφανο της δόξας το 160 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν. Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ὧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ´

Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.


Μεγαλυνάριον

Ὄπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.


Τρίτη 30 Μαΐου 2023

"Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, Δυνατέ..."

 "Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου, Δυνατέ...", προφέρει ευχόμενος και ευλογών το μέχρι στιγμής ύφασμα και απ'εδώ και πέρα όργανο λειτουργικό ο ιερέας.

   Αυτό το μικρο, παράδοξο ρομβοειδές το οποίο κρέμεται έμπροσθεν του γόνατου. Το όνομα του "Επιγονάτιο", δια προφανείς λόγους. Η σημασία του ολίγον μπερδεμένη. Πολλοί λέγουν ότι στέκει ως σύμβολο της πετσέτας ή του λέντιου με τα οποίο ο Χριστός έπλυνε τους πόδας των μαθητών και Αποστόλων, σβήνοντας ολοτελώς το βάρος της οποίας αμαρτίας.

   Ερμηνεία κάπως αβάσιμη. Άλλωστε το ίδιο το ψαλμικό απόσπασμα το λέγει καθαρά. Είναι ρομφαία, ξίφος δίστομο, από κάθε μεριά αιχμηρό. Είναι το σύμβολο του θύτη, του ειρηνοποιού σφαγέα, αυτού που παραδόξως πώς μοιράζει ζωή με κινήσεις που παραπέμπουν σε θάνατο. 

Πότε άλλοτε, ένα σπαθί μπιγμένο σε ένα σώμα, μια τρύπα που αφειδώς ρέει αίμα, θυμίζουν ζωή. Ποτέ! Εκτός από εκείνη τη φορά επί του Σταυρού και κάθε φορά επί της Αγίας Τραπέζης, όπου η ιεροσύνη τελεί θυσία, ο Θεός θνήσκει και η Εκκλησία ζωοποιείται.

   Ιδού τα μεγάλα και παράδοξα, το πιο "σκληρό" των αμφίων να είναι συνάμα το ορατό σημείο μιας τετελεσμένης αγάπης απείρου βάθους.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΠΟΙΜΗΝ

  Ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα κάποιος ἀδελφός: «Τί σημαίνει το μὴ ἀποδώσεις κακὸν ἀντὶ κακοῦ»; Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντας: «Τοῦτο τὸ πάθος φανερώνεται κατὰ τέσσερις τρόπους: πρώτον ἀπὸ τὴν καρδιά, δεύτερον ἀπὸ τὸ προσωπι, τρίτον ἀπὸ τὴν γλώσσα καὶ τέταρτο ἔρχεταί το νὰ μὴν ἀποδώσεις κακὸ στὸ κακό.

Ἐὰν μπορέσεις νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, δὲν ἀνεβαίνει τὸ πάθος στὸ πρόσωπο. Ἐὰν ὅμως ἀνέβει στὸ πρόσωπό σου, φύλαξε τὴν γλώσσα σου, νὰ μὴν μιλήσεις. Ἀλλὰ ἐὰν μιλήσεις κόψε τὸ πάθος γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν ἀποδώσεις κακὸ στὸ κακό».

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, ὅτι: «ὅπως ἀκριβῶς γιὰ νὰ μαζέψεις τὸ μέλι διώχνεις τὶς μέλισσες μὲ τὸν καπνό, ἔτσι καὶ ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση διώχνει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τῆς ἐξαφανίζει κάθε κατόρθωμα».

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «ἐὰν δῶ κάτι, ἐπιτρέπεται νὰ τὸ ἀναφέρω»; Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντας: «εἶναι γραμμένο: ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκούσια, ἀφροσύνη αὐτῶ ἐστι καὶ ὄνειδος». Ἂν σὲ ρωτήσουν μίλα, ἀλλιῶς σιώπα».

Εἶπε πάλι ὅτι ὁ ἀββᾶς Θεωνᾶς ἔλεγε: « Ἂν κάποιος κατορθώσει μία ἀρετή, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ δίνει τὴν χάρη του, γιατί ξέρει πὼς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὴν κρατήσει. Ἀλλά, ἂν δείξει ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό του, τότε τοῦ δίνει τὴν χάρη νὰ παραμείνει μαζί του».


Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ὅτι: «Τὴν πορνεία καὶ τὴν καταλαλιὰ εἰ δυνατόν, ὁ ἄνθρωπος, οὔτε νὰ συζητήσει ἀλλὰ οὔτε καν νὰ σκεφτεῖ γι’ αὐτές. Διότι ἂν θελήσει νὰ συζητήσει μ’ αὐτὲς θὰ βγεῖ ζημιωμένος, ἐνῶ ὅταν ἀποξενωθεῖ ἀπ’ αὐτὲς θὰ βρεῖ ἀνάπαυση».

Εἶπε πάλι ὅτι: «ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, περισσότερο κι ἀπὸ τὸ νὰ ἀναπνέει».

Εἶπε πάλι: «Ἡ κακία δὲν ἀναιρεῖ τὴν κακία, ἀλλὰ ἂν κάποιος σου κάνει κακό, ἀνταπόδωσέ του καλό, καὶ μ’αὐτὴ τὴν καλή σου πράξη καταργεῖς τὴν κακία του».


ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν

ἔκδ.: Ι.Μ. Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας 

ἀρχιμ. Ἀγαθονίκου Νικολαΐδου


Όσιος Βενάνδιος

 Ο Όσιος Βενάνδιος γεννήθηκε στη Γαλλία και έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Συνδέθηκε πνευματικά με τον Όσιο Καρπάσιο (τιμάται 1 Ιουνίου) και τον Άγιο Ονωράτο (τιμάται 16 Ιανουαρίου) και μαζί ξεκίνησαν προσκυνηματικό ταξίδι στα μοναστήρια της Ανατολής.


Ο Όσιος Βενάνδιος κοιμήθηκε με ειρήνη στην Ελλάδα.

Αγία Εμμελεία

 Η Οσία Εμμελεία καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο πατέρας αυτής αναδείχθηκε σε Μάρτυρα κατά τους τελευταίους διωγμούς. Ο βίος της Αγίας είναι η αγαθή ρίζα από την οποία βλάστησαν γλυκύτατοι καρποί, τα παιδιά της, τα οποία ανεδείχθησαν εξέχοντα μέλη της κοινωνίας και τα περισσότερα Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Πέτρος Σεβαστείας, η μοναχή Μακρίνα και ο μοναχός Ναυκράτιος. Από αγία ρίζα προήλθαν αγιασμένοι βλαστοί, δηλαδή από αγίους γονείς προήλθαν ευλογημένα και άγια τέκνα.


Η Οσία Εμμελεία δοκίμασε στη ζωή της, όπως συμβαίνει συνήθως με τους εκλεκτούς, πολλές θλίψεις. Ο θάνατος των γονέων της, πριν ακόμα νυμφευθεί, ο θάνατος του συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ο υιός τους Πέτρος και ο πρόωρος θάνατος του υιού της Ναυκρατίου, αλλά και το να αναθρέψει μόνη της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, από ένα σημείο και μετά, τα τέκνα της, ήταν μερικές από αυτές. Τις αντιμετώπισε όμως με υποδειγματική πίστη, ανδρεία και υπομονή. Δίδασκε τα παιδιά της κυρίως με το παράδειγμά της. Τους έδωσε, μαζί με το δικό της γάλα, το ανόθευτο γάλα της πίστεως και τους δίδαξε το μυστήριο της Εκκλησίας.


Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σωφρόνως τὸν βίον σου κατ' ἐναντίον Θεοῦ, ἐτέλεσας πρότερον σὺν Βασιλείω σεμνῶ, Ἐμμέλεια πάνσεμνε, εἴτα δὲ ἐν ἐρήμῳ, ἀναβάσεις διέθου ἅμα τοὶς σοὶς ἐκγόνοις, ὡς τὰ ἄνω ποθοῦσα, διὸ σὲ ὁ Χριστὸς πανοικοί, ὑπερεδόξασε.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων

 Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.


Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.


Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.


Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.


Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα· καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα· ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον, ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

῏Ω Πόλη, Πόλη, κέντρο τῶν τεσσάρων σημείων τοῦ κόσμου!

 ῏Ω Πόλη, Πόλη, κεφαλὴ ὅλων τῶν πόλεων!

 ῏Ω Πόλη, Πόλη, κέντρο τῶν τεσσάρων σημείων τοῦ κόσμου! 

῏Ω Πόλη, Πόλη, καύχημα τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀφανισμὸς τῶν βαρβάρων! 

῏Ω Πόλη, Πόλη, ἕνας δεύτερος παράδεισος φυτεμένος στὴν πλευρὰ τῆς Δύσης, καὶ ποὺ περιλαμβάνει μέσα του κάθε εἴδους φυτῶν φορτωμένων μὲ τοὺς καρποὺς τῆς πνευματικότητας! […] 

Ποῦ πῆγε ἡ ὀμορφιά σου, ὦ Παράδεισε; 

Ποῦ πῆγαν οἱ χάρες τοῦ πνεύματός σου, οἱ εὐεργετικὲς δυνάμεις ποὺ ἐμποτίζουν ψυχὴ καὶ σῶμα; 

῏Ω ναέ! ῏Ω ἐπίγειε παράδεισε! ῏Ω οὐράνιο θυσιαστήριο! 

῏Ω θεία καὶ ἱερὰ προσκυνήματα! ῏Ω κάλλος ἐκκλησιῶν! 

῏Ω βίβλοι καὶ Λόγοι τοῦ Θεοῦ! ῏Ω Νόμοι παλαιοὶ καὶ νέοι! 

῏Ω πλάκες γραμμένες ἀπὸ τὸ δάχτυλο τοῦ Θεοῦ! 

῏Ω Εὐαγγέλια ποὺ προφέρονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ! ῏Ω θεϊκὲς ὁμιλίες σαρκοφόρων ἀγγέλων! 

῏Ω διδασκαλίες πνευματοφόρων ἀνθρώπων! ῏Ω διαπαιδαγώγηση ἡμίθεων καὶ ἡρώων! ῏Ω πολιτεία! ῏Ω πολῖτες! ῏Ω στρατέ, ἄλλοτε πολυάριθμε καὶ τώρα ἀφανισμένε σὰν πλοῖο ποὺ βυθίζεται στὴν θάλασσα! […]


 Αὐτοὶ οἱ θρῆνοι καὶ οἱ ὀδυρμοὶ ποὺ ἐξέφρασε ὁ Ἱερεμίας κατὰ τὴν πτώση τῆς παλιᾶς Ἱερουσαλὴμ ἀποκαλύφθηκαν ξεκάθαρα, πιστεύω δὲ ὅτι ὑποδείχθηκαν στὸν προφήτη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ γιὰ τὴν πτώση τῆς Νέας Ἱερουσαλὴμ […] 

Ἐπιπλέον, ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν συμφορὰ ποὺ ἔπληξε τὴν Πόλη καὶ τὴν φοβερὴ αἰχμαλωσία καὶ τὴν πικρὴ μετανάστευση ποὺ ὑπέστη […] Φρῖξε, ἥλιε, κι ἐσὺ γῆ ἐπίσης, σήκωσε τὸν βαρὺ ἀναστεναγμὸ γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Δίκαιο Κριτή, τῆς γενιᾶς μας ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας! Δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ σηκώσουμε τὰ μάτια μας στὸν οὐρανό. Πρέπει πρῶτα νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ ἀγγίξουμε τὰ πρόσωπά μας στὴν γῆ, καὶ μετὰ νὰ ἀναφωνήσουμε: «Εἶσαι δίκαιος, Κύριε, καὶ δίκαια εἶναι ἡ κρίση Σου»».


(Μιχαήλ Δοῦκας, Βυζαντινοτουρκικὴ ῾Ιστορία 41.1-19)


Ἀπόδοση: Βασίλειος Τσακλίδης


Περιλαμβάνεται στὸ ἄρθρο τοῦ ἰδίου, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ Ἅλωση τῆς Ρωμανίας ἀπὸ τὶς πηγές», περιοδικὸ «Τὸ Ἔνζυμο», τεῦχος ΙΕ, καλοκαίρι 2022, σ. 102-123.

ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ...

 Να μη θυμώνετε. Να γλυκαίνετε με την ζάχαρη σας, δηλ. με τον καλόν σας λόγο τον άλλο.

Μη υποδεικνύεις, διότι, διδασκαλία δίχως θέλησιν του άλλου, έχθρα είναι και γίνεται αμαρτία και σε κείνον που ακούει και δεν κάνει και εσύ στεναχωρείσαι και ταράζεσαι.

Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αιτίες που θα σου φέρνουν δάκρυα.

Στον άλλο να λέγης τόσα, όσα νομίζεις ότι θα σηκώσει, όχι περισσότερα.

Όταν δίδης ελεημοσύνη, να μη εξετάζεις τι είναι το πρόσωπο που του δίδεις, αν είναι καλό ή κακό. Η ελεημοσύνη είναι σπουδαίο πράγμα, εξαλείφει πλήθος αμαρτιών.

Αποδειξις αγάπης προς τον Σωτήρα μας, είναι τα δάκρυα κατά την ώραν της προσευχής.

Εάν έχεις φόβο Κυρίου, έμαθες Θεολογίαν, Εάν δεν έχεις φόβον Κυρίου τέχνην έμαθες δια να ζήσης.

Το χτίσιμο με ξηρούς λίθους δεν είναι καλό. Χρειάζεται η λάσπη, χρειάζεται και ο ασβέστης. Έτσι και η προσευχή· χωρίς δάκρυα δεν είναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, αλλιώς ωφέλεια δεν μένει από την προσευχή.

Θα κάμης ό,τι ημπορείς διά τα παιδιά σου, διότι εις την αλλήν ζωήν ο Χριστός μας θα σου ζητήσει ή τα παιδιά σου σεσωσμένα ή τις πληγές στα γόνατά σου, από την πολλήν σου προσευχήν. Δεν γνωρίζουν δυστυχώς, οι γονείς την ευθύνην την οποίαν έχουν διά τα τέκνα των.

Κάθε άνθρωπος έχει κάποιο χάρισμα. Βρες το χάρισμά του και επαίνεσέ τον. Χρειάζεται και ο έπαινος (προς τόνωσιν) και η καλωσύνη και η αγάπη. Τότε ο άλλος και πολύ καλός να μη είναι, δια την τιμήν, τον έπαινον, την αγάπην που του εκδηλώνουν ελέγχεται και γίνεται καλύτερος.

Εις κληρικόν: Όσο μπορείς απέφευγε τα έξω. Κλείσου εις το δωμάτιόν σου. Σφίξε τον νου σου ν'ανοίξη να δης πνευματικόν φως. Να λέγης πότε να φθάσεις στο δωμάτιόν σου και να κλεισθής. Μελέτησε, προσευχήσου. Αν δεν είσαι ενισχυμένος πώς θα ενισχύσεις άλλους; Και ο κόσμος τρέχει, ζητά την δίψα της ψυχής να ικανοποιήσει από την Εκκλησίαν, από τα όργανά της, από το ράσον! Τι θα δώσεις αν δεν έχης και πώς θα έχεις αν δεν ζητήσης από τον Θεόν; Να κοπιάζης εις την προσευχήν και την μελέτην και θα ενισχύεσαι.

Ταπείνωσιν να έχεις. Όταν βρέχη το νερό δεν σταματά εις τις κορφές ή στα βουνά, αλλά κάτω εις την πεδιάδα. Οι ταπεινοί άνθρωποι έχουν χάριν, καρποφορίαν και ευλογίαν.

Είσαι ιερεύς; Να προσέχεις, δεν ανήκεις εις τον εαυτόν σου. Είσαι σαν μια βελόνα στα χέρια του Θεού. Να 'σαι καλός, να μη είσαι σα τη σκουριασμένη βελόνα που δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά της. Δια τον εαυτό σου δηλ. αδυναμίες, πάθη κλπ. να μην υπάρχης. Το ράσον, η συνθήκη σου είναι με τον Θεόν, να σε συγκλονίζει και να λες, τι θέλει τούτο; Τι μου λέγει τούτο; Ναι ν’αγαπώ τον Θεόν και να εργάζωμαι εις ό,τι με έταξε.

Να προσέχης. Ο διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται για να βλάψη τον κληρικόν, διότι από έναν μόνον άγιο κληρικόν, χιλιάδες ημπορούν να ωφεληθούν και να σωθούν, όπως και από έναν που δεν αγωνίζεται, χιλιάδες ημπορούν να αφανισθούν.

Ο κληρικός πρέπει σαν τα πολυόμματα να είναι, δηλ. παντού μάτια να έχη, να είναι ακέραιος, δυνατός εις τον νουν, σοφός, άγιος.

Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνον κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματά σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει η φωτιά, δηλ. ο πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»

 Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.


Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».

Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ζήλων

 Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Εὐστράτιος Ἀγρίτης ἢ Ἀγριτέλλης, γεννήθηκε στὶς 6 Ἰουλίου 1876 στὰ Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ Λειμῶνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.


Τὸ 1889 γράφεται στὴ Λειμωνιάδα Σχολὴ καὶ γιὰ ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα καὶ τὴ χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τὸ 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴ Σχολὴ παίρνοντας τὸ ἀπολυτήριο μὲ ἄριστα, πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγγραφεῖ τὸ 1900 στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος. Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».


Ἀφοῦ παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τὸν Χριστό καὶ κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ παραμένει ἕνα ἔτος.


Τὸ 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Τὸ 1911 χειροτονεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος καὶ ἀναλαμβάνει νὰ διαποιμάνει τὴ Ἐπισκοπὴ Ζήλων. Ἀπὸ τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σὲ ἕναν εὐγενὴ καὶ σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στὴν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες. Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλὰ χωριά, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.


Τὸ 1914 πολλοὶ Παφρηνοί, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν Τουρκικὸ στρατὸ καὶ βγῆκαν στὰ βουνὰ ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νὰ δημιουργοῦνται τὰ πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα. Φοβερὴ γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τὴν δράση τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθυμίου ἀπὸ προσπάθεια ἀναπτύξεως σὲ προσπάθεια περισσυλογῆς. Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐνόπλων, ποὺ δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.


Τὴν περίοδο 1914 – 1916 καὶ 1918 – 1919, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τὰ σχολεῖα καὶ τὸν λαὸ τοῦ Πόντου νὰ παραστοῦν σύσσωμοι στὴν ἐτήσια τελετὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ Ἀσὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔπεσαν τὸ 1860 ἀπὸ τὸ κάστρο τοῦ Ἄλυ καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.


Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καὶ 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ αὐτοκτονοῦν. Τὸ 1919, σὲ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν κωμόπολη Τσασοὺρ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Κυριάκο Παπαδόπουλο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερὴ καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν Τούρκων ἐνόπλων. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Τούρκοι καταζητοῦν τὸν Εὐθύμιο, θεωρώντας τὸν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.


Τὸ 1921, μὲ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Πόντο καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοὶ συλλαμβάνουν τὸν Εὐθύμιο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη μαζὶ μὲ προύχοντες τῆς πόλης. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στὴν Ἀμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ κλείνει στὶς φυλακὲς Σούγια τῆς Ἀμασείας, ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ τόπο κολάσεως ἀπὸ τὶς ὀδύνες καὶ τὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πληγῶν του τὸ 1921 καὶ λαμβάνει τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.


Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ Λειμῶνος, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μηθύμνης.

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Νάννος

 Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἢ Νάννος συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν Μαρτύρων. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ κατόπιν νὰ ἀποπλύνει τὴν ἄρνησή του μὲ τὶ αἷμα του, καθιστώντας μὲ αὐτὸ τὸν ἰδιότυπο τρόπο τὸν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.


Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰωάννης, καταγόταν ἀπὸ τὸ Γυναικόκαστρο, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Κολόβι, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς. Καὶ οἱ δύο ὅμως ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου νυμφεύθηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο τὰ δυό τους παιδιὰ, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιὰ νὰ διακρίνεται ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν φώναζαν Νάννο.


Ὁ πατέρας τοῦ Νάννου λοιπὸν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σμύρνη. Ὅταν ἀργότερα οἱ δύο υἱοί του μεγάλωσαν, τοὺς πῆρε κοντά του καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν τέχνη του.


Στὴ Σμύρνη ο νεαρὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωάννης περνοῦσε τὶς ἡμέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στὴν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ Βίων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Παρακινούμενος ἀπὸ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νὰ προσέλθει στὸ Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὶς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρὶς νὰ φανερώσει τίποτε σὲ κανέναν καὶ ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ κάποια δουλειά, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ δήλωσε ὅτι θέλει νὰ προσχωρήσει στὴ θρησκεία τους. Ὁ πατέρας του, ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καὶ φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νὰ τὸν ἀναζητᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς του, ὁπότε καὶ πληροφορήθηκαν τὴν ἐξωμοσία του. Ἔσπευσαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν εὕρουν, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν τὸν λόγο ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὴν τὴν πράξη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταπείσουν.


Δυστυχῶς ὅμως μάταια κόπιασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τούρκοι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν, μόλις τοὺς εἶδαν, τοὺς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπὸ κοντά του. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, θεωρώντας τὴν ἄρνηση ὡς τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. Ὅταν τέλος, μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καὶ κατάλαβε ὅτι σκόπευε νὰ μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πὼς ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὸ ἔργο του.


Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, στὶς 25 Μαΐου καὶ ἡμέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μὲ χριστιανικὰ ἐνδύματα, φόρεσε στὸ κεφάλι του τὸ τούρκικο κάλυμμα καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων, γιὰ νὰ ὁμολογήσει  πλέον αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ Χριστιανική του ἰδιότητα καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Ἰωάννης καὶ ὄχι Μεχμέτ. Οἱ Τούρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι  ἀπὸ τὶς δηλώσεις του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν. Τοῦ παρουσίασαν μάλιστα γιὰ νὰ τὸν δελεάσουν μία πολύτιμη στολὴ καὶ πολλὰ χρήματα, ποὺ θὰ γίνονταν δικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τὸν Μωάμεθ ὡς Θεό. Ἔφθασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης. Παρ’ ὅλες ὅμως τὶς ἑλκυστικὲς προτάσεις ποὺ τοῦ ἔκαναν, δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὸ γενναῖο του φρόνημα καὶ νὰ τὸν παρασύρουν στὴ γνώμη τους.


Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους. Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους. Οἱ Τούρκοι, πιστεύωντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἕτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι.


Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ στὴ συνέλευσή τους, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ νωρίτερα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανοιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε τῶρα ἀκόμα περισσότερο τὸ μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τούρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αυτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.


Ἔτσι, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καὶ ἡμέρα Πέμπτη, ὁ Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στὸ Σοὰν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, ποὺ ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ γενναιότητα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος.

Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του πολλοὶ Χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ ἐξαγοράσουν κάτι δικό του, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἐξαγοράσει, πράγμα ποὺ κατόρθωσε δωροδοκώντας τὸν κριτή, ποὺ ἦταν φίλος του, καὶ τὸν ἔπαρχο, καὶ ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ παραλάβει τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

 Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.


Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.

Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀργέντης

 Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξὺ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποίοι θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως.

Ἡ Ὁσία Ὑπομονή

 Ἡ Ὁσία Ὑπομονὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ «Ἑλένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὴ Αὐγούστα…» καὶ αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα. Ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) καὶ μητέρα δύο, στὴ συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ’ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ἡρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορα.


Ὁ ἱστορικὸς Χρυσολωρᾶς γράφει γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ τὴ σύζυγό του Ἑλένη, τὴν μετέπειτα Ὁσία Ὑπομονή: τοὺς διέκρινε «ὁσιότης μὲν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δὲ πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρὸς τὸν Χριστόν». Ἦταν ἕνα ζεῦγος, ποὺ ἐνῶ περνοῦσε ἀπὸ συνεχεῖς φοβερὲς ἐξωτερικὲς φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλοκατανόηση. Ἦταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατὰ τὸν ἱστορικὸ Γεώργιο Φραντζῆ, «καλὴ κἀγαθὴ ψυχή», κατὰ τὸν Πλήθωνα.


Ἦταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καὶ μεγάλη ὑπομονή. Τοὺς υἱούς της τοὺς ἀνέτρεφε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καὶ στὴν καρδιά τους νὰ βασιλεύει ἡ πίστη καὶ κάθε ἀρετή. Ἀπὸ αὐτοὺς δύο ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑ’, ἔγινε θρύλος καὶ ἔμπνευση στὸ Ἑλληνικὸ Γένος. Τὰ ἄλλα τέσσερα ἔγιναν ἡγεμόνες στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἔγιναν στὸ τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπεβίωσαν.


Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Ἁγία ἔγινε μοναχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Μετὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ γνωστὸς λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων γράφει γι’ αὐτὴν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καὶ τελείαν σοφρωσύνην» σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητος ποὺ λίγες μοναχὲς τὴν ἔφθαναν.

Καὶ πρὶν γίνει μοναχὴ ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τὸ καύχημα γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ καύχημα γιὰ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι: «Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς ὅμοια μ’ αὐτὴν γυναίκα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μὲ τόσα χαρίσματα καὶ τόσες ἐνάρετες πράξεις».

Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ὁ βασιλεύς

 Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Πολὺ νέος διαδέχθηκε τὸν πατέρα του στὸν θρόνο καὶ βασίλευσε ἐπὶ σαράντα τέσσερα ἔτη. Διακήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καὶ τρόπο βίου. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐξασφαλίσει διαδοχή, ζήτησε νὰ νυμφευθεῖ τὴν Ἀλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Μερσία, Ὄφφα. Φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν αὐλὴ τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, δολοφονήθηκε ὅμως τὸ 794 μ.Χ., πρὶν τὸ γάμο, ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ἡ ὁποία φιλοδοξοῦσε νὰ προσαρτήσει τὸ βασίλειό του στὸ δικό τους.

Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σὲ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε διὰ οὐρανίου φωτός.

Οἱ Ὅσιοι Βότος, Φήλικας καὶ Ἰωάννης οἱ Ἐρημίτες

 Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Βότος καὶ Φήλικας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰσπανία καὶ ἔζησαν τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Βότος καὶ ὁ Φήλικας ἦταν ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Τότε συνάντησαν σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Ἔμειναν μαζί του καὶ ἐκεῖνος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή τους. Κοιμήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 750 μ.Χ.

Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα

 Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα, εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι, ὅπου μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκάρη μοναχή. Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της, ἀφοῦ ἐπούλησε καὶ διεμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά της, ἀπαλλάχτηκε ἔτσι ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο, στὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος καὶ τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀσκούμενη στὴ μονὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Σκοτεινὸ Φρέαρ καὶ ἐπονομαζόταν Ἀσπάρου στέρνη.


Ὅταν ἦλθε στὸ θρόνο ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), ἐξαπολύθηκε ἄγριος διωγμὸς ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ δὲ Πατριάρχης Γερμανός, στερεὸς προμαχώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδιώχθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο Ἀναστάσιο. Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ διέταξε τὴν καθαίρεση καὶ καταστροφὴ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἀπὶ τῆς Χαλκῆς Πύλης.

Τότε ἡ Θεοδοσία, ἐπικεφαλῆς καλογραιῶν καὶ ἄλλων γυναικῶν, ὅρμησαν καὶ κατέρριψαν ἀπὸ τὴν κινητὴ σκάλα τὸ σπαθάριο ποὺ ἀνέβηκε, γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν εἰκόνα, καὶ μὲ πέτρες καὶ ξύλα ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ Πατριαρχείου. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Πατριαρχείο. Ἡ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ ἐπενέβη, ἄλλες μὲν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐφόνευσε, ἄλλες δέ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Θεοδοσία, συνέλαβε. Καὶ ἀπὸ τὶς συλληφθεῖσες ἄλλες ἐλευθέρωσαν, ἄλλες ἐνέκλεισαν στὶς φυλακὲς ἢ ἐξαπέστειλαν στὴν ἐξορία. Τὴν δὲ Θεοδοσία, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν, τὴν ὁδήγησαν στὴν τοποθεσία τοῦ Βοὸς καὶ τὴν κατέσφαξαν, ἀφοῦ διαπέρασαν τὸ λαιμό της διὰ κέρατος κριοῦ (730 μ.Χ.). Τὸ τίμιο λείψανό της περισυνελέγη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ Δεξιοκράτους, πολλὰ δὲ θαύματα ἐπιτελοῦσε στοὺς πιστούς, ποὺ προσέρχονταν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ὁ Δαμασκηνός

 Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ἔχει καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Βερόνας

 Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ

 Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων

 Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίλλυ κοντὰ στὴν πόλη Πουατιὲ τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Τὸ 332 μ.Χ. ἔγινε Ἐπίσκοπος Τρεβήρων καὶ ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ὑποδέχθηκε καὶ περιέθαλψε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Ἰούλιο Α’ καὶ τὸν Κορδούης Ὅσιο καὶ ὑποστήριξε μὲ ζῆλο τὴν Ὀρθοδοξία.


Ὁ Ἅγιος πρέπει νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ 347 μ.Χ. τὸν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 352 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τὸν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους Ἐπισκόπους τοῦ καιροῦ του.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας

 Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀχιλλᾶ καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ καὶ διαδόχου αὐτοῦ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἀνῆλθε τὸ 313 μ.Χ. καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση, τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές του.  Ὅταν τὸ 319 μ.Χ. ὁ Ἄρειος δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν αἵρεσή του, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος προσπάθησε πατρικὰ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν διαδίδει τὶς πλανεμένες του δοξασίες, πλὴν ὅμως ὁ Ἄρειος, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποστηρίζει αὐτὲς μὲ τὰ δαιμονικὰ σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ κλήθηκε δύο φορὲς σὲ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ δὲν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος.


Παρακάθισε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, παρὰ τὸ γήρας του, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τὸν Ἄρειο διὰ τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρες τὴν καταδίκη αὐτοῦ.

Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καὶ θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καὶ ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τὸν μαθητὴ καὶ συμμαχητή του, Μέγα Ἀθανάσιο († 18 Ἰανουαρίου).

Ὁ Ἅγιος Ρεστιτοῦτος ὁ Μάρτυρας

 Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Ὀλβιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ

 Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὀλβιανοῦ. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀναίας ἢ Ἀνέου καὶ συνελήφθη γιὰ τὴν ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του. Ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ τοὺς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, Ἀγριππίνου καὶ Κλημεντίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, καθὼς κατακάηκε μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ στὰ σπλάχνα καὶ στὰ νῶτα. Ἐμμένοντας καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὴ Χριστιανικὴ πίστη του, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κάψουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκ Καισαρείας

 Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. Βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ τὸν ἀποκλήρωσε. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ὑποσχέθηκε τὴν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιὰ τὸν Χριστό. Ἀρνοῦμαι κάθε γήινη χαρὰ καὶ ὑλικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος καὶ πλούσιος στὸν οὐρανό, διότι θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶμαι τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπάρχει ἡ αἰώνια ζωή».

Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ ἐκφοβισμούς. Ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ Ἅγιος τοὺς παρακαλοῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 251 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθενομάρτυς

 Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς. Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.



Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



Μεγαλυνάριον.

Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.


Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Δοξαστικόν των Αίνων ,"Των Αγίων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου".

Κυριακή Αγίων Πατέρων της A' Οικ.Συνόδου-«Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω».

 «Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω».


Αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή Κυριακή και μάλιστα προ της μεγάλης

εορτής της Πεντηκοστής, η Εκκλησία μας την αφιερώνει στους μεγάλους εκείνους

Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι δογμάτισαν περί της Τριαδικής

Θεότητος. Ανάλογα λοιπόν και τα σχετικά Αναγνώσματα. 

Το ιερό Ευαγγέλιο μάς αναφέρει ένα απόσπασμα από την Αρχιερατική προσευχή του Κυρίου μας στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. 

Και το βιβλίο των Πράξεων, όπου ο Απ. Παύλος απευθύνεται στους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου.


Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου πάλλεται από θερμή αγάπη για την Εκκλησία. Τον διακατέχει ένα βαθύ αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης. Το ανύστακτον ενδιαφέρον του για την ενότητα της Εκκλησίας τον συγκλονίζει. Επίσης τον ενδιαφέρει η καθαρότητα της διδασκαλίας, διότι η διδασκαλία διαμορφώνει την πίστη. Καθαρή διδασκαλία σημαίνει καθαρή και ορθόδοξη πίστη.


Ήδη έχει ολοκληρώσει την πρώτη περιοδεία του και επείγεται να βρεθεί στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής, γι’ αυτό παρακάμπτει την Έφεσο και

ευρίσκεται στην Μίλητο εκεί καλεί όλους τους πρεσβυτέρους να έλθουν να τον

συναντήσουν και να τους δώσει τις τελευταίες παρακαταθήκες, αφού άλλωστε δεν

θα ξανασυναντηθούν ποτέ. 

Η ομιλία προς αυτούς είναι πράγματι ένα μνημείο χριστιανικού ποιμαντικού λόγου. Αποχαιρετιστήριος αλλά και παραινετικός λόγος.


Η ενότητα της Εκκλησίας και η καθαρότητα της διδασκαλίας είναι αυτά τα ίδια στοιχεία που ενέπνεαν την πίστη και κατεύθυναν την πορεία και τους αγώνες των

Αγίων Πατέρων που αφιέρωσαν την ζωή τους στην διακονία της Εκκλησίας.


Αγωνίστηκαν σκληρά για να διαφυλάξουν καθαρή την παρακαταθήκη της πίστεως. «Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου».

 Τους συνιστά την προσοχή να είναι παραδείγματα φωτεινά, τα οποία με την ζωή και την συμπεριφορά τους να παραδειγματίζουν τους άλλους και να οικοδομούν όχι να γκρεμίζουν.

 Να μην ξεχνούν ότι το Άγιον Πνεύμα τους τοποθέτησε ποιμένας και επισκόπους δια να διδάσκουν και να ποιμένουν την Εκκλησία του Χριστού όπου με το πανάγιον αίμα Του την έσωσε και την έκανε δική Του.


Το σημαντικό και συγκλονιστικό σ’ αυτήν την ομιλία είναι τούτο: «εγώ γαρ

οίδα, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξιν μου λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του

ποιμνίου». 

Θα εισβάλουν λύκοι που δεν λυπηθούν το ποίμνιο. Ένας λόγος παράλληλα προφητικός. «Και εξ υμών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών».


Είναι αλήθεια ότι από τα πρώτα Αποστολικά χρόνια άρχισαν μέσα από τους κόλπους της Εκκλησίας να καλλιεργούνται και να φυτρώνουν αιρετικά ζιζάνια

στο «γεώργιον του Χριστού». Είναι επίσης παράδοξο το ότι οι περισσότεροι αρχηγοί των αιρετικών σχημάτων και ομάδων ήταν άνθρωποι με ηγετικό και

ποιμαντικό ρόλο και αξίωμα, μέσα στην Εκκλησία.

 Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος τι μας λέγει στην συνέχεια; «διο γρηγορείτε μνημονεύοντες ότι τριετίαν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον».

Να είστε άγρυπνοι και να θυμάστε ότι επί τρία χρόνια δεν έπαυσα να σας συμβουλεύω με δάκρυα στα μάτια. Αυτό σημαίνει ποιμένας και πατέρας

πνευματικός. 


Αδελφοί, να προσευχόμεθα και να παρακαλούμε τον Θεό και Πατέρα του Ιησού Χριστού μας να φωτίζει και να ανακηρύττει ποιμένες και

 διδασκάλους στην Εκκλησία Του κατά το πρότυπο του Αποστόλου Παύλου και

προπαντός των Αγίων Πατέρων που η Αγία μας Εκκλησία τιμά σήμερον. 

Η Εκκλησία και η κοινωνία μας ζητά πρότυπα. Υποφέρει από πρότυπα. Οι

άνθρωποι διψούν για πνευματικούς πατέρες και ποιμένες. Είναι «ως πρόβατα μη

έχοντες ποιμένα», γι’ αυτό παραπαίει η κοινωνία μας.

Να παρακαλούμε τον Θεό και Κύριο μας να φωτίζει τον κάθε ποιμένα ώστε

να οδηγεί τα πρόβατα που του ενεπιστεύθη ο Θεός στην Μάνδρα της ποίμνης την

Αγία του Εκκλησία και να φωτίζει νέους με φλόγα να εισέρχονται στο ιερό μυστήριον της ιερωσύνης άξιοι και καθαροί.

Αμήν!


Από το γραπτό κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως  κερκύρας (28-5-2023)

Κυριακή αγίων 318 Πατέρων Α’ Οικουμενικής Συνόδου

 (Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας)


Την Κυριακή πριν από τη μεγάλη ημέρα της Πεντη­κοστής, η Αγία Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των αγίων Πατέρων της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου.


Πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι η Οικουμενική Σύνο­δος και ποια σημασία είχε η πρώτη Οικουμενική Σύνο­δος.


Οι άγιοι απόστολοι είπαν στους επισκόπους να διε­ξαγάγουν Εκκλησιαστική Σύνοδο, δηλαδή συνέδριο επισκόπων, οι οποίοι από κοινού έπρεπε να αποφασί­σουν για τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Ορίστηκε να συγκαλούνται συχνά τέτοιες Σύνοδοι, δύο φορές το χρόνο. Έτσι γινόταν, και τέτοιες τοπικές Σύνοδοι συγκαλούνταν για τη λύση των όχι πολύ σημαντικών ζητη­μάτων.



Όμως η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε λόγω της τεράστιας σπουδαιότητας ενός προβλήματος, που όμοιό του δεν είχε συμβεί στην ιστορία της Εκκλησίας. Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ήταν ένα μεγάλο γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας, γιατί συγκλήθηκε για την καταδίκη της αίρεσης του Αρείου, για την οποία ο μακάριος Ιερώνυμος είπε το εξής: «Ο Άρειος ήταν μία σπίθα, όμως κατέκαψε σχεδόν όλη την οικουμένη». Βλέπετε τι ήταν αυτό!


Και ο άγιος πατέρας Δημήτριος του Ροστώφ μιλάει με τα εξής λόγια: «Ω καταραμένη σπίθα, μέρος της αι­ώνιας φωτιάς! Ω απαισιότατη σπίθα που έκαψες αμέ­τρητους ναούς του Αγίου Πνεύματος! Ω, δυσώδης και ζοφερή σπίθα που έπεσες από τη φωτιά της γεέννης! Οι άγιοι Πατέρες μόλις μπόρεσαν την έσβησαν με την καθαρή πηγή του λόγου του Θεού, όπως με το νερό της ζωής, με το οποίο είθε να γεμίσετε όλοι εσείς τα δοχεία των καρδιών σας!».


Βλέπετε πόσο φοβερό γεγονός ήταν αυτό στην ιστορία της Εκκλησίας.


Ποια ήταν η ουσία του γεγονότος;


Μέχρι τον Άρειο υπήρχαν οι αιρετικοί γνωστικοί, οι μανιχαίοι, όμως τέτοιος φοβερός αιρετικός, σαν τον Άρειο, δεν υπήρξε και είθε να δώσει ο Θεός ποτέ να μην υπάρξει.


Ο Άρειος ήταν ιερέας στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυ­πτο και άρχισε να διδάσκει ότι ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός δεν ήταν αληθινός Θεός, πραγματικός Υιός του Θεού κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν αλλά μόνο στην ηθι­κή έννοια. Αρνιόταν την αιωνιότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, έλεγε ότι ο Κύριος προήλθε από το τίποτα, ενώ όλη η Εκκλησία πίστευε ότι ο Κύριος γεννήθηκε από τον Πατέρα, ότι είναι προαιώνιος Υιός Του. Ο Άρειος κατάφερε να διανθίσει τη διδασκαλία του με ωραίες ιδέες, και προσπάθησε να τη στηρίξει στην Αγία Γραφή, ώστε πολλοί επηρεάστηκαν από τα ψέ­ματα και την αίρεσή του.


Φαινόταν ότι ο Άρειος μιλούσε πολύ σωστά, γιατί διέθετε σπουδαίο μυαλό και μεγάλη ικανότητα να πα­ρουσιάζει το ψέμα σαν αλήθεια. Και βρέθηκαν πολλοί οπαδοί αυτής της φοβερής αιρετικής διδασκαλίας.


Και όταν έγινε φανερό ότι ο Άρειος αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς, ο επίσκοπος της Αλεξάνδρει­ας θορυβήθηκε και, μόλις βεβαιώθηκε ότι όσο και αν προσπαθεί να τον πείσει, παρόλα τα επιχειρήματα, ο Άρειος παρέμενε ακλόνητος στην αίρεσή του, τον απέ­κοψε από την Εκκλησία.


Η αναταραχή στην Εκκλησία ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου θεώρησε απα­ραίτητο να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος, στην οποία όφειλαν να έρθουν όλοι οι επίσκοποι για την κα­ταδίκη του Αρείου.


Η Σύνοδος έλαβε χώρα στην πόλη της Νίκαιας το έτος 325. Σ’ αυτή τη Σύνοδο ο Κύριος ανέδειξε πολ­λούς μεγάλους πατέρες, αρχιερείς και ιερείς, φωτισμέ­νους από το Πνεύμα του Θεού, που γκρέμισαν όλα τα ψεύτικα επιχειρήματα του Αρείου. Και σ’ αυτή τη Σύ­νοδο έλαμψαν ιδιαιτέρως, με το μυαλό και τη δύναμη της ευγλωττίας τους, ο άγιος Ευστάθιος Αντιόχειας, ο άγιος Μάρκελλος Αγκύρας και ο άγιος Αθανάσιος, ο διάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο οποίος έγινε μετά ο μεγάλος άγιος ιεράρχης, ο Μέγας Αθανά­σιος.


Επέδειξε τέτοια δύναμη μυαλού και λόγου, ώστε μαζί με τους άλλους επισκόπους απέρριψε πλήρως την αίρεση του Αρείου και η Σύνοδος απέκοψε τον Άρειο από την Εκκλησία, του έδωσε ανάθεμα και, όπως γνω­ρίζετε, συνέταξε το πρώτο Σύμβολο της πίστεως, το οποίο ολοκληρώθηκε με προσθήκες περί του Αγίου Πνεύματος που έγιναν στη δεύτερη Οικουμενική Σύνο­δο.


Εμείς ομολογούμε την πίστη μας σύμφωνα με αυτό το Σύμβολο της πίστεως.


Πάνω σε τι στήριξε ο Άρειος την άρνησή του για τη θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, για την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα;


Παρέθεσε το κείμενο της Αγίας Γραφής: «Πορεύο­μαι προς τον πατέρα· ότι ο πατήρ μου μείζων μού εστι» (Ιωάν. 14, 28). Κάποτε ο Ίδιος ο Χριστός είπε ότι είναι κατώτερος από τον Πατέρα, πώς λοιπόν Τον θεωρούμε ίσο με τον Πατέρα, Τον θεωρούμε Θεό; Όμως οι σοφοί άγιοι πατέρες απάντησαν: «Ναι, ο Πα­τέρας ήταν ανώτερος από τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν ο Ιησούς ήταν Θεάνθρωπος, όταν πραγματοποι­ούσε το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, κατά την ανθρώπινη φύση Του ήταν κατώτερος από τον Πατέρα». Αλλά μόνο κατά την ανθρώπινη φύση του, αφού κατά τη θεϊκή Του φύση ήταν πάντα ίσος με τον Πατέρα.


Παρουσιάστηκε πλήθος χωρίων από την Αγία Γρα­φή, τα οποία αδιάψευστα αποδεικνύουν την εκ Θεού γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Θα παραθέσω τα σπουδαιότερα στο τέλος του κηρύγματος, τώρα θα σας πω για ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο παρέθεσε ο Άρειος: «Καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός» (Ιωάν. 6, 38).


Και έλεγε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν συνε­πώς διάκονος του Θεού, απεσταλμένος του Θεού, δεν επιτρέπεται να Τον θεωρούμε Αληθινό Θεό.


Όμως σ’ αυτή την περίπτωση ο Άρειος ενήργησε όπως είχε ενεργήσει ο διάβολος, όταν έβαλε σε πειρα­σμό τον Κύριο Ιησού Χριστό: παρέθεσε λόγους από την Αγία Γραφή, όμως απέκρυψε τις επόμενες λέξεις. Έτσι ενήργησε όταν ανέβασε τον Κύριο Ιησού στο πτερύγιο του ναού των Ιεροσολύμων και Του είπε: «Ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου» (Ματθ. 4, 6).


Όπως βλέπετε, ο διάβολος βασίστηκε στην Αγία Γραφή, όμως απέκρυψε τις τελευταίες λέξεις «επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέ­οντα και δράκοντα» (Ψαλμός 90ός) τις έκρυψε, επειδή θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός θα συντρίψει την κεφαλή του φιδιού, θα λυτρώσει τον κόσμο από την εξουσία του.


Ακούστε τι έχει γραφτεί από τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο: «Ότι καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. Τούτο δε εστι το θέλημα του πέμψαντός με πατρός, Ίνα παν ο δέδωκέ μοι μη απολέσω εξ αυτού, αλλά αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. Τούτο δε εστι το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον, και αναστήσω αυτόν εγώ εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωάν. 6, 38-40).


Ποιος μπορεί να αναστήσει, εκτός από τον Θεό, ποιος μπορεί να έχει τέτοια εξουσία;


Όμως ο Άρειος το απέκρυψε αυτό, αποσπούσε κά­ποιες λέξεις από την Αγία Γραφή και διέκοπτε την αλ­ληλουχία τους με τις επόμενες.


Με αυτόν τον τρόπο ενεργούν και μέχρι σήμερα όλοι οι σεκταριστές, οι οποίοι αποσπούν μεμονωμένες λέξεις από την Αγία Γραφή και παρασύρουν τους αγράμματους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη Γρα­φή, τους ανθρώπους που δεν μπορούν να κρίνουν και οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό πιστεύουν τον πρώτο λόγο τους. Έτσι και οι σαββατιστές λένε: «Πώς είναι δυνα­τόν να εορτάζουμε την Κυριακή, εάν η τρίτη εντολή ευ­θέως λέει: «Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν, εξ ημέρας έργα και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου”;» (Έξοδ. 20, 8-10). Λένε: «Εάν έτσι όρισε ο Κύ­ριος, ποιος μπορεί να παραβεί αυτή την εντολή;».


Ρωτήστε λοιπόν αυτούς τους σαββατιστές: «Εάν εί­ναι έτσι, εάν θεωρούν ότι όλα πρέπει να γίνονται όπως έχουν καταγραφεί στον Μωσαϊκό νόμο, ο οποίος σε πολλά σημεία έχει καταργηθεί, έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί από τον Κύριο Ιησού Χριστό, για ποιο λόγο δεν προσφέρουν ως θυσία βόδια, αγελάδες, πρό­βατα, όπως έχει προσταχθεί στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης;» Αυτό το παρασιωπούν.


Πολλά ακόμα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στους ψεύτικους συμπερασματικούς λογισμούς των σεκταριστών· η δυστυχία έγκειται μόνο στο ότι παρα­σύρουν τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι τίποτα δεν μπορούν να αντειπούν και πιστεύουν όλα όσα λένε αυ­τοί που τους παραπλανούν με κείμενα από την Αγία Γραφή.


Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος έκανε μεγάλο έργο, αποδυναμώνοντας όλες τις αιρέσεις, γιατί ο Άρειος ήταν μια σπίθα, όμως κατέκαψε σχεδόν όλη την οικου­μένη: μόλις και μετά βίας η Αγία Εκκλησία αντιστάθηκε στην ορμή της αρειανικής αιρέσεως. Μετά τη Σύνο­δο της Νίκαιας, αφού αφόρισαν τον Άρειο και συνέτα­ξαν το Σύμβολο της Πίστεως, δεν υπάκουσαν όλοι στις αποφάσεις της Συνόδου για πολύ. Εκείνοι που δέχτη­καν τη διδασκαλία του Αρείου, τον ακολούθησαν, δεν ήθελαν να υποχωρήσουν, συνέχισαν με μανία να επι­διώκουν το θρίαμβο της αίρεσης· ξεκίνησε διαμάχη με­ταξύ των ορθοδόξων και των αρειανών, η οποία συνε­χίστηκε για 55 ακόμη χρόνια.


Αυτά ήταν τα χρόνια του μεγάλου μαρτυρίου της Εκκλησίας, της ανείπωτης έχθρας μέσα στην ίδια την Εκκλησία, γιατί ο αριθμός των οπαδών του Αρείου όλο και αυξανόταν.


Κάποιοι βυζαντινοί αυτοκράτορες θεώρησαν ότι ο Άρειος είχε δίκιο που δεν υποτάχθηκε στη Σύνοδο της Νίκαιας και απαίτησαν όλοι να ομολογούν την πίστη έτσι όπως δίδαξε ο Άρειος.


Υπήρξε σειρά αρειανοφρόνων αυτοκρατόρων οι οποίοι, έχοντας κρατική εξουσία αλλά και τεράστια εκκλησιαστική εξουσία, ταλαιπώρησαν την Εκκλησία. Επί 55 χρόνια εξαπλωνόταν η έντονη διαμάχη. Οι αρειανοί άρχισαν να τροποποιούν τη διδασκαλία του Αρεί­ου με σκοπό να τη μετριάσουν, να την κάνουν περισσό­τερο αποδεκτή, εισήγαγαν ουσιαστικές τροποποιήσεις και έτσι γεννήθηκε ο ημι-αρειανισμός.


Και η διαμάχη με τους ημιαρειανόφρονες ήταν εξαιρετικά σοβαρή και είχε τεράστιες απώλειες για την Εκκλησία. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός παρέδωσε στους αρειανούς όλους τους ναούς, οι ορθόδοξοι επί­σκοποι και οι ιερείς στάλθηκαν στην εξορία, οι ναοί τους έκλεισαν.


Κατά την τελευταία περίοδο της διαμάχης της Εκ­κλησίας με τους αρειανούς, έδρασαν οι τρεις μεγάλοι ιεράρχες: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος.


Διεξήγαγαν αποφασιστική μάχη κατά των αρειανών. Το πόσο σοβαρή ήταν αυτή η διαμάχη γίνεται φανερό από το ότι, όταν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, δεν βρήκε ούτε έναν ορθόδοξο ναό – όλοι ανήκαν στους οπαδούς του Αρείου.


Έπρεπε να αρχίσει την θεία Λειτουργία και το κή­ρυγμα σε ένα απλό σπίτι, όμως το κήρυγμά του ήταν τόσο δυνατό, ώστε μετά από 2-3 χρόνια όλος ο λαός ακολούθησε τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και οι να­οί επεστράφηκαν στους ορθοδόξους.


Ιδού πόσο σοβαρή, πόση διάρκεια είχε η διαμάχη με τους αρειανούς και υπήρξαν λαοί, όπως οι γότθοι, οι οποίοι για πάντα παρέμειναν αρειανόφρονες.


Καταλαβαίνετε τώρα όλη τη δύναμη του Αρείου, κατανοείτε για ποιο λόγο ο μακάριος Ιερώνυμος τον χαρακτήρισε σπίθα και ο άγιος Δημήτριος μιλάει για την καταραμένη σπίθα που προήλθε από τη φωτιά του άδη.


Βλέπετε πόσο μεγάλο γεγονός εορτάζουμε σήμερα, γιατί εορτάζουμε όχι μόνο τη μνήμη της πρώτης Οικου­μενικής Συνόδου, αλλά εορτάζουμε και δοξάζουμε τη μνήμη των 318 Πατέρων της Συνόδου της Νίκαιας, εορ­τάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδοξίας πάνω στους αιρε­τικούς, που εκφράστηκε από τη μεγάλη Σύνοδο στο πρώτο Σύμβολο της Πίστεως.


Σας είπα ότι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διαμάχη. Όταν καταλάμ­βαναν το θρόνο οι αρειανόφρονες αυτοκράτορες, τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν υπό διωγμό, όταν πάλι, με­τά το θάνατό τους, ανέρχονταν στο θρόνο άλλοι αυτο­κράτορες, αντίπαλοι των αρειανών, αναγεννιόταν και αναζωπυρωνόταν η ζωή στην Εκκλησία.


Εάν είχε τέτοια τεράστια σημασία η ανάμειξη των αυτοκρατόρων στις υποθέσεις της Εκκλησίας, άραγε εμείς επιδοκιμάζουμε την αυτοκρατορική εξουσία, την κρατική εξουσία πάνω στην Εκκλησία; Με κανένα τρό­πο, γιατί όχι μόνο σ’ αυτή την εποχή της διαμάχης με τους αρειανούς αλλά και σε ακόμη πιο δύσκολη, φοβε­ρή περίοδο, την περίοδο των διωγμών αυτών που τι­μούσαν τις άγιες εικόνες, οι αυτοκράτορες ταλαιπώ­ρησαν την Εκκλησία ακόμη πιο πολύ από ό,τι οι αρειανόφρονες αυτοκράτορες.


Άραγε είναι ωφέλιμο, όταν η Εκκλησία εξαρτάται από τέτοια κρατική εξουσία, το ότι εξαναγκάζεται να δεχτεί κάτι που δεν θέλει; Ασφαλώς όχι.


Από την ιστορία γνωρίζουμε και άλλα τέτοια παρα­δείγματα, όπου η ανάμειξη της κρατικής εξουσίας στις εκκλησιαστικές υποθέσεις υπήρξε εξαιρετικά επιζή­μια.


Μήπως δεν μπορούμε να πούμε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο, εάν η Εκκλησία αφηνόταν μόνη της, εάν κα­νένας δεν ασκούσε πίεση πάνω της, εάν αντιμετώπιζε τα προβλήματά της με τη σύνοδο των επισκόπων.


Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η Εκκλησία ενίοτε χρειάζεται την αρωγή της κρατι­κής εξουσίας. Θα ήταν πολύ καλό εάν η Εκκλησία έχαιρε της απόλυτης αναγνώρισης και, σε αναγκαίες περιπτώσεις, τη συμβολή της εξουσίας.


Υπάρχουν περιπτώσεις, όταν η Εκκλησία είναι αδύ­ναμη, που μόνο η κρατική εξουσία μπορεί να επαναφέ­ρει την πρέπουσα τάξη.


Θα φέρω ένα μικρό παράδειγμα. Καθαίρεσα έναν ιερέα ο οποίος εξετέθη στο μεθύσι και σε πολλές ακο­λασίες. Γι’ αυτό έπρεπε να του αφαιρέσω το αξίωμά του. Και τι συμβαίνει λοιπόν, αυτός που καθαιρέθηκε συνεχίζει να λειτουργεί σαν ιερέας, δεν βγάζει τα ράσα, το σταυρό, συνεχίζει να έχει μακριά μαλλιά και τολμά να τελεί μυστήρια: πηγαίνει στα χωριά και τελεί το μυ­στήριο της βαπτίσεως, το μυστήριο του γάμου, τελεί παρακλήσεις και παννυχίδες. Δεν μπορώ να κάνω τίπο­τα εδώ, μπορεί μόνο να τον τιθασεύσει η κρατική εξου­σία. Ιδού, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η βοήθεια της κρατικής εξουσίας στην Εκκλησία.


Επομένως, ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κρά­τος είναι ευνοϊκός για την Εκκλησία, εάν από την πλευρά του κράτους υπάρχει στάση συμπάθειας ως προς τις εκκλησιαστικές υποθέσεις και βοηθάει όταν είναι απαραίτητο.


Υπάρχει μια σημαντική εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού προς την Εκκλησία. 0 Κύριος ενετείλατο, σε αυτές τις στιγμές, όταν είμαστε αδύναμοι, να εναπο­θέτουμε όλες τις ελπίδες μας στον Θεό. Γιατί, παρ’ όλους τους διωγμούς από τους αρειανούς, η Ορθοδο­ξία που αποκαταστάθηκε και εδραιώθηκε, συμπλήρω­σε, ολοκλήρωσε τη σύνταξη του Συμβόλου της πίστεώς μας και θριάμβευσε πάνω σε όλους τους αιρετικούς.


Ας πιστεύουμε λοιπόν μόνο έτσι, όπως μας διδά­σκει το Σύμβολο της Πίστεως.


Ας πιστεύουμε ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο Αληθινός Θεός, ο Αληθινός Υιός του Θεού, γιατί υπάρχουν βαθιά ερείσματα γι’ αυτό. Ο Ίδιος ο Κύριος πολλές φορές το φανέρωσε με τα λόγια Του, όπως και οι άγιοι απόστο­λοί Του:


Απόστολος Ιωάννης: «Ούτός εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α’ Ιωάν. 5, 20).


Απόστολος Ιούδας: «Αρνούμενοι τον μόνον Δε­σπότην Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (Ιού­δα 1, 4).


Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στον Τίτο μι­λάει για την ελπίδα της φανέρωσης της δόξας του με­γάλου Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. (Τίτ. 2, 13).


Ο απόστολος Παύλος προς τους Ρωμαίους: «Χρι­στός, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας» (Ρωμ. 9, 5).


Ο απόστολος Παύλος προς τους Κολασσαείς: «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητας σωματικώς» (Κολασ. 2, 9).


Και ο Ίδιος ο Κύριος: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι» (Ιωάν. 8, 58). «Και νυν δόξασόν με συ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη ή είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι» (Ιωάν. 17, 5).


25 Μαΐου 1947




[Πηγή: “Ο Λόγος ο του Σταυρού (Λόγοι και Ομιλίες από τη Συμφερούπολη 1946-1948)” τόμος Β’, Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, εκδόσεις “Επιστροφή”]

Περί της προσευχής του Ιησού προς τον Πατέρα υπέρ των δεδομένων εαυτώ μαθητών

 (Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας)


(Ἰωάν. ιζ΄, 1-13)


Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, σήκωσε τά μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε· Πατέρα, ἡ ὥρα ἔχει ἔρθει, δόξασε τὸ Γιὸ σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάση κι ἐκεῖνος, ὅπως τοῦ ἔδωσες νὰ ἐξουσιάζη κάθε ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ δώση ζωὴ αἰώνια σὲ ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσες. Κι ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι νὰ γνωρίζουν ἐσένα τὸ μόνο ἀληθηνὸ Θεὸ καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ἔστειλες. Ἀφοῦ εἶπε στοὺς μαθητάς του «ὅτι θὰ δοκιμάσετε θλίψεις», καὶ τοὺς σύστησε νὰ ἔχουν θάρρος, τοὺς σηκώνει πάλι μὲ τὴν προσευχή, διδάσκοντάς μας κατὰ τοὺς πειρασμούς, ἀφοῦ τ’ ἀφήνομε ὅλα, νὰ καταφεύγωμε στὸ Θεό. Ἄλλωστε δὲν πρόκειται γιὰ προσευχὴ ἀλλὰ γιὰ συνομιλία μὲ τὸν Πατέρα. Ἄν σ’ ἄλλη περίπτωση προσεύχεται καὶ πέφτη στὰ γόνατα μὴ θαυμάσης. Γιατὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε ὄχι γιὰ νὰ φανερώση μόνο τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη καὶ κάθε ἀρετή.

Κι ὁ δάσκαλος δὲν πρέπει ν’ ἀσκῆ τὸ ἔργο του μὲ λόγια μόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα του. Κι ἐπειδὴ θέλει νὰ δείξη ὅτι βαδίζει πρὸς τὸ πάθος ὄχι χωρὶς νὰ θέλη ἀλλὰ θεληματικά, λέγει «Πατέρα ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα». Ποθεῖ τὸ πρᾶγμα σὰν κάτι ἀγαπητὸ καὶ τὸ ἀποκαλεῖ δόξα ὄχι μόνο δική του ἀλλὰ καὶ τοῦ Πατέρα, ὅπως καὶ ἔγινε. Γιατὶ δὲ δοξάστηκε μόνο ὁ Γιὸς ἀλλὰ καὶ ὁ Πατέρας. Πρὶν ἀπὸ τὸ σταυρὸ μήτε οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἤξεραν (Ὁ Ἰσραὴλ δὲ μέ γνώρισε, λέει). Μετὰ τὸ σταυρὸ ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά του. Καὶ δείχνει τί λογῆς εἶναι ἡ δόξα ἡ δική του καὶ τοῦ Πατέρα. Τὸ νὰ πλησιάση κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ δεχθῆ τὴ δωρεά, αὐτὸ εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ δὲ θὰ περιορισθῆ ἡ χάρη στοὺς Ἰουδαίους μόνο ἀλλὰ θ’ ἁπλωθῆ σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Τὸ εἶπε αὐτό, γιατὶ εἶχε σκοπὸ νὰ τοὺς στείλη στοὺς ἐθνικούς. Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν λοιπὸν ὅτι αὐτὸ εἶναι καινοτομία καί κάτι πού δέν τό θέλησε ὁ Πατέρας, δείχνει ὅτι ἀπὸ τὸν Πατέρα τοῦ ἔχει δοθεῖ ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ἄνθρωπο. Πρίν ἀπὸ αὐτὸ ἔλεγε «Μὴ βαδίσετε σὲ δρόμο ἐθνικῶν», κι’ αὐτὸ «τὸ πάνω σὲ κάθε ἄνθρωπο» τί σημαίνει, ἀφοῦ δὲν πίστεψαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀπὸ δικὴ του πλευρά, ἤθελε νὰ τοὺς ὁδηγήση ὅλους στὴν πίστη. Ἄν ἐκεῖνοι δὲν πλησίασαν, δὲν εἶχαν τὸ ἀδίκημα τοῦ δασκάλου, ἀλλὰ αὐτῶν ποὺ δὲν δέχτηκαν. Κι ὄταν ἀκούσης αὐτὰ τὰ «ἔχεις δώσει» καὶ «ἔλαβε» καὶ τὰ ὅμοια, νὰ ἐννοῆς ὅτι ὁμιλεῖ μὲ συγκατάβαση, ὅπως ἀμέτρητες φορὲς εἴπαμε. Ἐπειδὴ προφυλάγεται πάντα νὰ πῆ κάτι μεγάλο ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, κατεβαίνει στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν του. Κι ἐπειδὴ ἐσκανδαλίζονταν, ὅταν ἄκουαν μεγάλα γι’ αὐτὸν τοὺς ἔλεγε αὐτὰ ποὺ μποροῦσαν νά καταλάβουν. Ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐμεῖς ὅταν μιλοῦμε μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὸ ψωμὶ τὸ λέμε ὅπως ἐκεῖνα καὶ τὸ νερὸ καὶ ὅλα τ’ ἄλλα γενικά. Ἄκουσε τί λέει ὁ Εὑαγγελιστής, ὅταν μιλᾶ γιὰ τὸ Χριστό· «Ὅλα ἔγιναν διὰ μέσου αὐτοῦ». Καὶ ὅσοι τὰ ἔλαβαν τοὺς ἔδωσε ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἔδινε σ’ ἄλλους πῶς δὲν εἶχε ὁ ἴδιος ἀλλὰ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ Θεό; Κι ἔπειτα κι ἐδῶ στὰ λόγια αὐτὰ ποὺ μοιάζουν ταπεινὰ ἔχει εἰσχωρήσει κάτι ὑψηλό. «Ὥστε σὲ ὅσους τοῦς ἔδωσες» αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ συγκατάβαση· «νά δώση σ’ ὅλους ζωὴ αἰώνια αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Μονογενοῦς καὶ τῆς θεότητας. Γιατὶ τοῦ Θεοῦ ἐξουσία εἶναι νά δίνη ζωὴ καὶ μάλιστα αἰώνια. «Μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεό» εἶπε τὸν Πατέρα του, γιὰ νὰ τὸν ἀντιδιαστείλη μὲ τοὺς ψευδώνυμους Θεοὺς τῶν Ἐλλήνων ὄχι, γιὰ νὰ χωρίση τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν Πατέρα του. Μακρυὰ ἀπὸ τέτοια σκέψη. Γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς ἐπειδὴ εἶναι ἀληθινός, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ψεύτικος Θεὸς ἀλλὰ ἀληθινός. Ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς γράφει στήν καθολικὴ ἐπιστολὴ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος. Ἄν οἱ αἱρετικοὶ φέρνουν ἔνσταση ὅτι ὁ Γιὸς εἶναι ψεύτικος Θεός, ἐπειδὴ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς λέγεται ὁ Πατέρας, ἄς μάθουν ὅτι ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστὴς μιλᾶ ἔτσι γιὰ τὸ Γιὸ ὅτι «ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό». Ἄρα γι’ αὐτοὺς ὁ Πατέρας εἶναι ψεύτικο φῶς; Μακριά ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκέψη. Ὥστε καὶ ὅταν ἀποκαλῆ τὸν Πατέρα ἀληθινό Θεό, τὸ λέει γιὰ νὰ τὸν ἀντιδιαστείλη ἀπὸ τοὺς ψεύτικους Θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ἔτσι ἑπομένως λέει καὶ τοῦτο «δὲν ζητᾶτε τὴ δόξα ἀπὸ τὸ μόνο Θεό». Ἑπομένως αὐτὰ ποὺ σκέπτονται οἱ αἱρετικοὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς Θεὸς ἐνῶ ὁ Γιὸς δὲν εἶναι καθόλου Θεός, αὐτὰ εἶναι ἀληθινὰ ἀνοησίες.


«Ἐγὼ σὲ δόξασα πάνω στὴ γῆ· ἔφερα σὲ τέλος τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνάθεσες. Τώρα δόξασέ με, Πατέρα, παίρνοντάς με δίπλα σου μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα κοντά σου, πρὶν δημιουργηθῆ ὁ κόσμος. Ἔκανα φανερὸ τ’ ὄνομά σου στοὺς ἀνθρώπους». Κατάλαβε ἀπὸ ἐδῶ πῶς ὁ Πατέρας δοξάζει τὸ Γιό του. Ἔτσι ὅπως δοξάζει κι ὁ Γιὸς τὸν Πατέρα. «Ἐγώ, λέει, σὲ δόξασα πάνω στή γῆ». Ταιριαστὰ πρόσθεσε «ἐπάνω στὴ γῆ». Γιατὶ στὸν οὐρανὸ εἶχε τὴ δόξα του, ἐπειδὴ τὸν προσκυνοῦσαν οἱ ἄγγελοι· ἡ γῆ ὅμως τὸν ἁγνοοῦσε. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Γιὸς τὸν ἐκήρυξε σ’ ὅλους «σ’ ἐδόξασα, λέει, πάνω στὴ γῆ», μὲ τὸ νὰ διαδώσω τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὁλοκληρώσω «τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες». Τὸ ἔργο τῆς σάρκωσης τοῦ Μονογενοῦς εἶναι τοῦτο, ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κατανίκηση τοῦ κοσμοκράτορα ποὺ πρῶτα θεοποιοῦνταν καὶ ἡ ἐμφύτευση τῆς θεογνωσίας στὴν κτίση. Καὶ πῶς ὁλοκλήρωσε αὐτὸ τὸ ἔργο χωρὶς κιόλας νὰ τὸ ἔχη ἀρχίσει. «Ὅ,τι ἀφοροῦσε ἐμένα, λέει, τὸ ἔφερα σὲ τέλος». Μπορεῖ κι ἐπειδὴ ἔκαμε τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα, ἔβαλε δηλαδὴ πρὸς χάρη μας τὴ ρίζα τῶν ἀγαθῶν μὲ τὸ νὰ νικήση τὸ διάβολο καὶ νὰ ρίξη τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια τοῦ θανάτου, τοῦ παμφάγου θηρίου. Ἀπὸ τὴ ρίζα ἀνάγκη ἦταν νὰ ξεπεταχτοῦν καὶ οἱ καρποὶ τῆς θεογνωσίας. Γι’ αὐτὸ λέει, «ἐτελείωσα τὸ ἔργο». Ἔσπειρα, ἔβαλα τὴ ρίζα, οἱ καρποὶ θ’ ἀκολουθήσουν. «Δόξασέ με λοιπὸν καὶ σύ, Πατέρα, μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχαν κοντά σου, πρὶν γίνη ὁ κόσμος». Δὲν εἶχε ἀκόμα δοξασθεῖ ἡ σάρκα, οὔτε εἶχε ἀπολαύσει τὴν ἀφθαρσία, οὔτε εἶχε δοκιμάσει τὸ θρόνο τὸ βασιλικό. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν λέγει «Δοξασέ με». Θέλει νὰ πῆ «τὴν ἀνθρώπινη φύση μου», αὐτὴν ποὺ τώρα ἀτιμάζεται, ποὺ εἶναι νὰ σταυρωθῆ, φέρε την στὸ βαθμὸ τῆς δόξας «ποὺ εἶχα κοντά σου», ἐγὼ ὁ Λόγος καὶ Γιός σου, πρὶν ἀκόμα ὑπάρξη ὁ κόσμος. Γιατὶ κάθισε μαζί του τὴν ἀνθρώπινη φύση του στὸ βασιλικὸ θρόνο καὶ ὅλη ἡ φύση τώρα τὸν προσκυνᾶ. «Ἐγνώρισα τὄνομά σου στοὺς ἀνθρώπους». Τώρα ἐξηγεῖ τί σημαίνει ἡ φράση. «Ἐγὼ σ’ ἐδόξασα πάνω στὴ γῆ», ἐφανέρωσα τὸ ὄνομα σου. Πῶς λοιπὸν τὸ φανέρωσε ὁ Γιός; Ἀφοῦ καὶ ὁ Ἡσαΐας λέει «θὰ ὀμώσετε τὸ Θεὸ τὸν ἀληθινό». Τὸ εἴπαμε πολλὲς φορές· κι ἄν ἀκόμα ἦταν φανερό, αὐτὸ ἦταν γιὰ τοὺς Ἰουδαίους μόνο καὶ μήτε καί σ’ αὐτοὺς ὅλους. Τώρα ὅμως ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἔθνη, ὅτι θὰ γίνη σ’ αὐτὰ γνωστά τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶχε ἤδη δώσει τοὺς σπόρους τῆς θεογνωσίας, μὲ τὸ νὰ καταλύση τὸν ὁδηγὸ στὴν εἰδωλολατρεία διάβολο. Ἐξ ἄλλου κι ἄν γνώριζαν τὸ Θεό, δὲν τὸν γνώριζαν σὰν Πατέρα, παρὰ σὰν δημιουργὸ μόνο. Σὰν πατέρα τὸν φάνερωσε ὁ Γιὸς καὶ τὸν ἔκαμε γνωστὸ καὶ μὲ λόγους καὶ μ’ ἔργα. Γιατί, αὐτὸς ποὺ ἀπέδειξε τὸν ἑαυτό του Γιὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι συνάμα ἀποδείκνυε κι ἐκεῖνον Πατέρα.


Αὐτοὶ ποὺ μοῦ ἔδωσες ἀπὸ τὸ κόσμο, ἦσαν δικοί σου. Ἔπειτα τοὺς ἔδωσες σὲ μένα καὶ φύλαξαν τὶς ἐντολὲς σου. Τώρα κατάλαβαν ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωκες προέρχονται ἀπὸ σένα, ὅτι τοὺς ἔδωσα τοὺς λόγους, ποὺ ἐσὺ μοῦ εἶχες δώσει κι αὐτοὶ τοὺς δέχτηκαν καὶ κατανόησαν ἀληθινά, ὅτι ἀπὸ σένα εἶχαν βγῆ καὶ πίστεψαν ὅτι μὲ εἶχες ἀποστείλει σύ. Αὐτὰ τὰ δύο θέλει νὰ ἀποδείξη· ἕνα ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθετος μὲ τὸν Πατέρα· ἄλλο, ὅτι θέλημα του εἶναι νὰ πιστέψουν αὐτοὶ στὸ Γιό. Γι’ αὐτὸ λέει «αὐτοὶ ποὺ ἔδωκες, ἦσαν δικοί σου». Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ τὰ δηλώνει τὸ «μοῦ ἔχεις δώσει». Δὲν τοὺς ἅρπαξα δηλαδὴ ἀλλὰ σὺ εὐδόκησες νἄρθουν κοντά μου. Ὥστε δὲν ἔχεις ἀντίθεση πρὸς ἐμένα, Πατέρα, ἀλλὰ ἴδιο φρόνημα καὶ ἀγάπη. Καὶ τὶς ἐντολὲς σου τὶς ἐφύλαξαν· μὲ τὸ νὰ πιστέψουν σὲ μένα καὶ νὰ μὴν πλησιάζουν τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, τηρεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴ Γραφὴ καὶ τὸ (Μωασϊκὸ) νόμο. Γιατὶ ἡ Γραφὴ κυρύσσει τὸ Χριστό. Κι ἀλοιῶς ὄμως ἐξηγεῖται τὸ πρᾶγμα. Ὅλα ὅσα ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητὰς του ἦσαν τοῦ Πατέρα. «Ἐγὼ δὲν μιλῶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μου». Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα τοὺς εἶπε καὶ τοῦτο· «μείνετε μὲ μένα» καὶ ὅτι τὸ ἐφύλαξαν. Καὶ «τώρα κατάλαβαν ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα. Μερικοὶ διαβάζουν χωρὶς τὸ ν «τώρα κατάλαβα ἐγώ». Ἀλλὰ ἔτσι δὲ δίνει νόημα. Πρέπει νὰ τὸ διαβάζωμε μὲ ν. Δὲν ἔχω δικό μου, οὔτε εἶμαι διαφορετικὸς ἀπὸ σένα ἀλλὰ ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωκες, δὲν τὰ ἀπόκτησα ὕστερα, προέρχονται ἀπὸ σένα, δηλαδὴ, μ’ ἐνδιαφέρουν φυσικὰ καὶ μοῦ ἁρμόζουν σὰν Γιὸς ποὺ εἶμαι καὶ κύριος τῶν Πατρικῶν κτημάτων. Πῶς τὸ κατάλαβαν αὐτὸ οἱ μαθηταί; Ἐπειδὴ τοὺς λόγους ποὺ μοῦ ἔδωσες τοὺς ἔδωσα. Δηλαδὴ τὸ κατάλαβαν ἀπὸ τοὺς λόγους τῆς διδασκαλία μου. Πάντα δηλαδὴ τοὺς ἔλεγα, ὅτι ὅλα ὅσα ἔχω εἶναι τοῦ Πατέρα μου. Κι ὄχι αὐτὸ μόνο, ἄλλὰ ὅτι ἀπὸ σένα ξεκίνησαν καὶ σὺ μὲ ἔχεις στείλει. Γιατὶ μὲ ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ ἤθελε ν’ ἀποδείξη, ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθετος στὸ Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του ἐκπληρώνει.


«Ἐγὼ παρακαλῶ γι’ αὐτοὺς, δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἐπειδὴ εἶναι δικοί σου». Ἐπειδὴ θέλει νὰ δείξη ὅτι γιὰ τίποτα ἄλλο δὲν τὰ λέει αὐτὰ ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς, γιὰ νὰ μάθουν δηλαδὴ ὅτι τοὺς ἀγαπᾶ καὶ φροντίζει γι’ αὐτοὺς, λέει ἐγῶ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ καὶ ζητῶ, «ὄχι γιὰ τὸν κόσμο». Ἔτσι ἀποδεικνύω πάντως ὅτι τοὺς ἀγαπῶ. Ὄχι μόνο τοὺς δίνω τὰ δικὰ μου ἀλλὰ παρακαλῶ καὶ σένα νὰ τοὺς φυλάγης. Δὲν ζητῶ γιὰ τοὺς πολλοὺς, αὐτοὺς μὲ τὸ κοσμικὸ φρόνημα ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες· γιατὶ εἶναι δικοί σου. Ἀκούοντας ὅμως κανεὶς νὰ λέη ἀδιάκοπα «μοῦ ἔχεις δώσει», μπορεῖ νὰ νομίση ὅτι πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ ἔχει δοθῆ ἡ ἀρχὴ αὐτὴ καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ὅτι ὅταν τὴν εἶχε ὁ Πατέρας δὲν τὴν εἶχε αὐτὸς, καὶ τώρα πάλι, ποὺ τὴν ἔχει αὐτὸς δὲν τὴν ἔχει καὶ ὁ Πατέρας, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λέει· «Καὶ τὰ δικά μου ὅλα δικά σου εἶναι καὶ τὰ δικὰ σου δικά μου». Γιατὶ δὲν ἐλαβα τώρα τὴν ἐξουσία ἀλλὰ ὅταν αὐτοὶ ἦσαν δικοί σου, ἦσαν καὶ δικοί μου. Γιατὶ ὅλα τὰ δικά σου εἶναι δικά μου. Καὶ ὅταν ἐγὼ τοὺς ἔχω αὐτοὺς τοὺς ἔχεις καὶ σὺ καὶ δὲν σοῦ ἔχουν ἀφερεθῆ. Γιατὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου «Καὶ ἀνάμεσά τους ἔχω δοξαστῆ». Ἐπειδὴ ἔχω δηλαδὴ τὴν ἐξουσία τους σὰν κύριός τους, δοξάζομαι ἀπ’ αὐτοὺς ὅπως καὶ ὁ γιὸς του βασιλέα, ἐπειδὴ ἔχει ἴσο μέρος στὶς τιμὲς καὶ στὴ βασιλεία μὲ τὸν πατέρα δοξάζεται μὲ τὸ νὰ ἔχη τόσα πολλὰ, ὅσα καὶ ὁ πατέρας. Ἄν λοιπὸν ὁ Γιὸς ἦταν μικρότερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, πῶς θὰ τολμοῦσε νὰ πῆ ὅτι «ὅλα τὰ δικά σου εἶναι δικά μου». Γιατὶ ὁ κύριος ἔχει ὅλα τὰ πράγματα τοῦ δούλου· ὁ δοῦλος ὅμως δὲν ἔχει ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κυρίου. Ἐδῶ λέγει καὶ τὸ ἀντίστροφο· καὶ τὰ πράγματα τοῦ Πατέρα ἀνήκουν στὸ Γιό, ὅπως καὶ τοῦ Γιοῦ ἀνήκουν στὸν Πατέρα. Δοξάζεται λοιπὸν ὁ Γιὸς ἀπὸ τὰ πλούτη τοῦ Πατέρα· τόση ἐξουσία ἔχει πάνω σέ ὅλα ὅση καὶ ὁ Πατέρας.


«Καὶ δὲ θὰ εἶμαι ἀκόμα μέσα στὸν κόσμο· αὐτοὶ θὰ παραμείνουν μέσα στὸν κόσμο, ἐνῶ ἐγῶ ἔρχομαι σὲ σένα. Πατέρα μου ἅγιε, φύλαξε μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔδωσες γιὰ νὰ εἶναι ἑνωμένοι, ὅπως ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, τοὺς φύλαγα ἐγὼ μὲ τοῦ ὀνόματός σου τὴ δύναμη». Γιὰ ποιὸ λόγο τὸ λέει αὐτό ἀδιάκοπα ὅτι «δὲν εἶμαι μέσα στὸν κόσμο» καὶ «ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο». Φαίνονται παράδοξα, ὅταν αὐτὰ τὰ δεχτῆ κανένας ἀνεξέταστα. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοὺς εἶχε ὑποσχεθῆ ὅτι «θὰ εἶμαι μαζί σου» καὶ ὅτι «Θὰ μὲ δῆτε», ἐνῶ τώρα φαίνεται ὅτι λέει ἄλλα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μιλᾶ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τους. Φυσικὸ εἶναι νὰ ἀδημονοῦν, ἀφοῦ ἐγκαταλείπονται χωρὶς βοηθό. Δείχνει σ’ αὐτοὺς ὅτι τοὺς ἐμπιστεύεται στὰ χέρια τοῦ Πατέρα καὶ ὁρίζει αὐτὸν φύλακά τους καὶ στὸν Πατέρα του λέει ὅτι· Ἐπειδὴ μὲ καλεῖς κοντά σου. Φύλαξέ τους αὐτοὺς σὺ ὁ ἴδιος μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Δηλαδὴ μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ δύναμή σου, ποὺ τὴν ἔδωσες καὶ σὲ μένα. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο ἡ φύλαξη; Γιὰ νὰ εἶναι ἑνωμένοι. Ἄν ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καὶ δὲν ἔρθουν σὲ διάσταση θὰ εἶναι ἀήτητοι καὶ τίποτα δὲ θὰ τοὺς νικήση. Καὶ δὲν λέει ἁπλᾶ «γιὰ νὰ εἶναι ἑνωμένοι» ἀλλὰ ὅπως ἐγὼ κι ἐσὺ, μὲ μιὰ γνώμη καὶ μιὰ θέληση. Αὐτὸ εἶναι τὸ φυλαχτό τους, ἡ ὁμόνοια. Γιὰ νὰ τοὺς γαληνέψη λοιπὸν καλεῖ τὸν Πατέρα νὰ τοὺς φυλάξη. Ἄν τοὺς ἔλεγε «θὰ σᾶς φύλαξω ἐγώ», δὲ θὰ τὸν πίστευαν τόσο. Τώρα ὅμως ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πατέρα, τοὺς γεννᾶ ἐλπίδες ἀγαθές. Τὴ φράση πάλι «ἐγὼ τοὺς φύλαγα μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου» τὴ λέει ὄχι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς φυλάξη ἀλλοιῶς παρὰ μόνο στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε πολλὲς φορὲς, ἐπειδὴ ἦσαν ἀδύνατοι αὐτοὶ ποὺ ἄκουαν καὶ δὲν μποροῦσαν ἀκόμα νὰ φαντασθοῦν τίποτα μεγάλο γι’ αὐτό· γι’ αὐτὸ λέει· τοὺς φύλαγα μὲ τὴ βοήθειά σου. Συνάμα τοὺς δίνει τὴν καλὴν ἐλπίδα ὅτι ὅπως ὅσο ἥμουν ἐγὼ μαζί σας ἦστε ἐξασφαλισμένοι στ’ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καὶ μὲ τὴ δική του βοήθεια, ἔτσι νὰ πιστεύετε πάλι ὅτι θὰ σᾶς φυλάξη ὁ ἴδιος· γιατὶ εἶναι ἡ συνήθειά του νὰ σᾶς φυλάη.


«Αὑτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες τοὺς φυλάξα καὶ κανένας δὲ χάθηκε ἀπ’ αὐτοὺς παρὰ μόνο ὁ γιὸς τῆς ἀπωλείας, γιὰ νὰ ἐπαληθεύση ἡ Γραφή. Τώρα ἔρχομαι σὲ σένα καὶ τὰ λέω αὐτά, ἐνῶ εἶμαι ἀκόμα μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νά δοκιμάσουν τέλεια μέσα τους τὴ δική μου χαρά». Πολλὴ ταπείνωση μαρτυροῦν τὰ λόγια, ἄν τὰ δεχθῆ κάποιος ὅπως πρέπει. Πρόσεξε τὸ νόημα ποὺ βγαίνει· «Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες τοὺς φύλαξα». Φαίνεται ὅτι παραγγέλλει στὸν πατέρα νὰ τοὺς φυλάη κι ἐκεῖνος, ὅπως θὰ ἔλεγε κάποιος ποὺ παραδίνει χρήματα νὰ τοῦ φυλάξουν· προσέξετε ἐγὼ δὲν ἔχασα τίποτα, νὰ μὴ χάσετε οὕτε σεῖς. Ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ λέει γιὰ νὰ ἡσυχάσουν οἱ μαθηταί. Αὐτὰ τὰ λέω ὅσο εἶμαι ἀκόμα μέσα στὸν κόσμο, γιὰ τὴ γαλήνη τῶν μαθητῶν καὶ τὴν ἡσυχία καὶ τὴ χαρά, γιὰ νὰ ἀναπνεύσουν καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὴν φροντίδα, ἀφοῦ τοὺς ἀναλαμβάνεις ἀκέραιους καὶ πρόκειται νὰ τοὺς φυλάξης, ὅπως τοὺς φύλαξα κι ἐγὼ καὶ δὲν ἔχασα κανέναν. Πῶς, Κύριε, δὲν ἔχασες κανένα; Χάθηκε ὁ Ἰούδας καὶ πολλοὶ ἄλλοι γύρισαν πίσω στὴν δουλειά τους. Ἀπ’ ἀφορμὴ δικὴ μου κανένα δὲν ὡδήγησα στὸ χαμό. Ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε νὰ κάνω ἐγώ, δὲν παράλειψα τίποτα ἀλλὰ τοὺς φύλαξα δηλαδὴ προθυμοποιήθηκα νὰ τοὺς φυλάξω μὲ κάθε τρόπο· ἄν ὅμως μόνοι τους ἀποσκιρτοῦν, γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω εὐθύνη. Στὴ φράση «γιὰ νὰ ἐπαληθεύση ἡ Γραφή», ἐννοεῖ τὴ Γραφὴ ποὺ προφητεύει γιὰ τὸ γιό τῆς ἀπωλείας. Γιατὶ δὰ καὶ σὲ διαφόρους ψαλμοὺς ἔγινε λόγος γι’ αὐτὸν καὶ σ’ ἅλλα βιβλία τῶν προφητῶν. Ὅσο γιὰ τὸ «γιὰ νά» πολλὲς φορὲς εἴπαμε, ὅτι ἡ Γραφὴ συνηθίζει νὰ ἐκφράζει τὸ ἀποτέλεσμα (ὥστε) μὲ τελικά αἴτιο (γιά νά).


Ἐγὼ ἔδωσα τὸ λόγο σου σ’ αὐτούς· κι ὁ κόσμος τοὺς μίσησε, γιατὶ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπως κι ἐγὼ δὲν προέχομαι ἀπ’ αὐτόν. Δὲ σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς φυλάξης ἀπὸ τὸ πονηρό. Δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπως δὲν εἶμαι κι ἐγὼ. Καλῶντας τὸν Πατέρα νὰ βοηθήση τοὺς ἀποστόλους, ἀναφέρει καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία εἶν’ ἄξιοι νὰ βροῦν πολλὴ φροντίδα. Γιὰ τὸ λόγο σου, λέει, ποὺ τοὺς ἔδωσα μισήθηκαν. Ὥστε θὰ ἦσαν ἄξιοι νὰ τοὺς βοηθήσης ἐσύ, αὐτοὺς ποὺ τοὺς μίσησαν ὅσοι ἔχουν φρόνημα κοσμικό. Οἱ πολλοὶ τούς μισοῦν λέει καὶ γιατὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο, δηλαδὴ δὲν ἔχουν φρόνημα φιλικὸ πρὸς τὸν κόσμο, ποὺ τοὺς κάνει νὰ ξοδεύουν σ’ αὐτὸν ὅλη τὴ ζήση τους. Πῶς λοιπὸν σ’ ἄλλο σημεῖο λέει «καὶ αὐτοὶ ποὺ μοῦ ἔδωσες ἀπὸ τὸν κόσμο, ἦσαν δικοί σου». Ἐκεῖ ὡς πρὸς τὴ φύση λέει ὅτι ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι, εἶναι καὶ μέρη του κόσμου· ἐδῶ φανερώνει τὴ γνώμη καὶ θέλησή τους λέγοντας ὅτι «δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο». Δὲν ἦσαν τόσον ἅγιοι οἱ ἀπόστολοι καὶ ἀμέτοχοι ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ κόσμου, καθὼς ὁ Κύριος. Γιατὶ ἐκεῖνος «δὲν ἔκαμε ἁμαρτία οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του», ἐνῶ αὐτοὶ δὲν πέρασαν τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκούοντας, λοιπὸν «καθὼς ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμο» μὴ σκεφτῆς ἀπαράλλαχτη ὁμοιότητα τῶν ἀποστόλων μὲ τὸν Κύριο· νὰ ἔρχεται στὸ νοῦ σου τὸ ἀπαράλλαχτο μόνο, ὅταν λέγεται τὸ «καθὼς» σχετικὰ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Γιό. Εἶπε καὶ τοῦτο· «δὲ σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο». Ἤθελε νὰ δώση μιὰ ἔνδειξη τῆς ἀγάπης του πρὸς αὐτοὺς κι ὅτι ἐνδιαφέρεται πολὺ γι’ αὐτούς, κάνοντας μὲ τόση ἀκρίβεια παράκληση γι’ αὐτούς. Δὲν διδάσκει λοιπὸν τὸν Πατέρα γιὰ ποιὸ λόγο παρακαλεῖ -θὰ ἦταν ἄτοπο- ἀλλὰ ὅπως εἶπα ἐπειδὴ θέλει νὰ δείχνη ὅτι ὑπεραγαπᾶ τοὺς μαθητὰς καὶ φροντίζει γι’ αὐτούς, τὰ λέει αὐτὰ στὸν Πατέρα. Δὲν σὲ παρακαλῶ νὰ τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐνῶ θὰ εἶναι μέσα στὸν κόσμο «νὰ τοὺς φυλάξης ἀπὸ τὸν πονηρό» καὶ ἐπαναλαμβάνει ὅτι «ἀπὸ τὸν κόσμο δὲν εἶναι». Ἔχουν ἀνάγκη λέει ἀπὸ πολλὴ φροντίδα. Τίποτα κοινὸ μὲ τὴ γῆ δὲν ἔχουν· ἔχουν γίνει πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἀφοῦ ὅλος ὁ κόσμος θὰ τοὺς συμπεριφερθῆ σὰ νὰ εἶναι ξένοι, βοήθησέ τους σύ, ὁ οὐράνιος σὰς πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὰ τὰ λέει μὲ κάποιο μάκρος, ἐνῶ τὸν ἀκοῦνε οἱ μαθηταί, γιὰ νὰ μισήσουν τὸν κόσμο καὶ νὰ μὴν ντροπιάσουν τὰ τόσα ἐγκώμια ποὺ λέγονται γι’ αὐτούς. Τὴ φράση «φύλαξέ τους ἀπὸ τὸν πονηρό» δὲν τὴν λέει μόνο γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τους ἀπὸ τοὺς κινδύνους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παραμονὴ καὶ σταθερότητά τους στὴν πίστη. Γι’ αὐτὸ καὶ προσθέτει:


«Κάνανε τους ἁγίους μέσα στὴν ἀλήθεια σου. Ὁ λόγος σου εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅπως ἔστειλες ἐμένα στὸν κόσμο, τοὺς στέλνω κι ἐγὼ στὸν κόσμο αὐτούς. Γιὰ χάρη τους ἐγὼ κράτησα τὸν ἑαυτὸ μου μέσα στὴν ἁγιότητα, γιὰ νὰ συμμετάσχουν κι αὐτοὶ στὴν ἁγιότητα μὲ τὸ νόημα ποὺ δίνει ἡ ἀλήθεια σου» Κάνε τους ἁγίους, λέει μὲ τὴν χορήγηση τοῦ Πνεύματός σου καὶ φύλαξέ τους μέσα στὴν ὀρθότητα τοῦ λόγου καὶ τῶν δογμάτων, ἄσκησέ τους καὶ δίδαξέ τους τὴν ἀλήθεια· αὐτὸ εἶναι ἁγιοσύνη, ἡ τήρηση τῶν δογμάτων. Ὅτι μιλᾶ γιὰ δόγματα εἶναι φανερό, γιατὶ ἐξηγεῖ ὅτι «ὁ λόγος σου εἶναι ἡ ἀλήθεια», κανένα ψεῦδος δὲν κρύβει. Ὥστε ἄν κι’ αὐτοὺς τοὺς κάμης νὰ τηρήσουν τὸ λόγου σου καὶ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸν πονηρό, θὰ κρατηθοῦν ἅγιοι μέσα στὴν ἀλήθεια. Φανερώνει ὅμως καὶ κάτι ἀκόμη ἡ φράση «κράτησέ τους ἁγίους μέσα στὴν ἀλήθεια σου» δηλαδὴ ξεχώρισέ τους γιὰ τὸ λόγο καὶ τὸ κήρυγμα καὶ κάνε τους θυσία. Ἄς ὑπηρετήσουν αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ἄς τῆς ἀφιερώσουν τὴν ἴδια τὴν ζωή τους. Γιατὶ προσθέτει, «Ὅπως μ’ ἔστειλες ἐμένα στὸν κόσμο καὶ γιὰ χάρη τους ἐγὼ κρατῶ τὸν ἑαυτό μου μέσα στὴν ἁγιότητα, δηλαδὴ τὸν προσφέρω θυσία. Ἔτσι κι αὐτοὺς κράτησέ τους στὴν ἁγιότητα, δηλαδὴ δῶσε τους θυσία γιὰ χάρη τοῦ κηρύγματος καὶ πρόσταξε νὰ γίνουν μάρτυρες τῆς ἀλήθειας, ὅπως ἀκριβῶς κι ἐμένα μ’ ἔστειλες σὰν μάρτυρα τῆς ἀλήθειας καὶ σφάγιο (ἅγια λέγονται ὅσα ἀφιερώνονται στὸ Θεό) «γιὰ νὰ συμμετάσχουν κι αὐτοὶ στὴν ἁγιότητα» ὅπως ἐγώ, καὶ νὰ εἶναι ἀφιερωμένοι σὲ σένα, ὄχι ὅπως τυπικὰ ἀφιερώνονται τὰ σφάγια ποὺ προβλέπει ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια». Οἱ παλαιές δηλαδὴ θυσίες ἦσαν τυπικὲς καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ ἦταν τυπικὰ ἀφιερωμένα στὸ Θεό, συμβολίζοντας κάτι ἄλλο, ὅπως τὰ ἀρνιά, τὰ περιστέρια, τὰ τρυγόνια καὶ τὰ ἄλλα. Οἱ ψυχὲς ὅμως οἱ ἀφιερωμένες στὸ Θεὸ εἶναι ἁγιασμένες καὶ ξεχωρισμένες καὶ ἀφιερωμένες στὸ Θεὸ πραγματικά. Ὅπως λέει ὁ Παῦλος προσφέρετε τὰ μέλη σας θυσία ζωντανή καὶ ἁγία «Κάνε λοιπὸν ἅγιες» καὶ ἀφιέρωσε τὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν καὶ κάνε τους ἀληθηνὰ ἀφιερώματα ἤ δύναμωσέ τους, ὥστε νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια.


«Καὶ δὲ σὲ παρακαλῶ μόνο γι’ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ κείνους ποὺ πιστεύουν σ’ ἐμένα ἀπὸ τὸ δικό τους λόγο, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα καθὼς εἴμαστε, Πατέρα, σὺ μ’ ἐμένα καὶ ἐγὼ μὲ σένα, γιὰ νὰ εἶναι κι αὐτοὶ ἕνα μὲ μᾶς, γιὰ πιστέψη ὁ κόσμος, ὅτι μ’ ἔστειλες σύ». Εἶπε «γιὰ χάρη τους ἐγὼ κρατῶ τὸν ἑαυτὸ μου στὴν ἁγιότητα». Γιὰ νὰ μὴ νομίση κανεὶς ὅτι πέθανε μόνο γιὰ τοὺς ἀποστόλους προσθέτει σ’ ἐμένα μὲ τὸ κήρυγμά τους. Ἐδῶ στήριξε πάλι τὶς ψυχὲς τῶν ἀποστόλων ἀφοῦ ἦταν νὰ ἔχουν πολλοὺς μαθητάς. Ἐπειδὴ τοὺς εἶπε «δὲ σὲ παρακαλῶ μόνο γι’ αὐτοὺς» γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν οἱ ἀπόστολοι ποὺ δὲν τοὺς ἔκανε καμμιὰ ἐξαιρετικὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους παραχώρηση τοὺς ἐγκαρδιώνει δήλωνοντάς τους ὅτι θὰ γίνουν αἰτία πολλοὶ νὰ πιστέψουν καὶ νὰ σωθοῦν. Κι ἀφοῦ ἱκανοποιητικὰ τοὺς ἐμπιστεύθηκη στὰ χέρια τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ τοὺς κάμη ἁγίους μὲ τὴν πίστη καὶ τέλεια, ἁγία θυσία πραγματικὰ μιλᾶ πάλι γιὰ τὴν ὁμόνοια καὶ ἀπὸ τὴν κεφαλαιώδη ἀλήθεια ποὺ ἄρχισε, ἐννοῶ τὴν ἀγάπη, σ’ αὐτὴν πάλι κάνει τὴν κατακλείδα τοῦ λόγου του καὶ λέει: «Γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα», γιὰ νὰ ἔχουν εἰρήνη καὶ ὁμόνοια καὶ μαζί μας, δηλαδή, νὰ μείνουν ἀδιάσπαστοι ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστη σ’ ἐμᾶς. Γιατὶ τίποτα δὲν σκανδαλίζει τοὺς μαθητάς, ὅσο ἡ διάσπαση, καὶ ἡ ἔλλειψη ὁμοφροσύνης τῶν δασκάλων· γιατὶ πῶς θὰ θελήσουν μερικοὶ νὰ πιστέψουν αὐτοὺς ποὺ δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους; Γι’ αὐτὸ λέει· «γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα» στὴν πίστη τους σ’ ἐμᾶς κι ὅπως ἐσὺ Πατέρας σ’ ἐμένα καὶ γὼ σὲ σένα». Πάλι τὸ καθὼς δὲν σημαίνει τὴν ἀκριβῆ ἐξίσωση. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχωμε ἔτσι ἑνωθῆ μεταξὺ μας, ὅπως ὁ Πατέρας σας μὲ τὸ Γιό. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅταν λέει «Νὰ εἶστε σπλαχνικοὶ ὅπως ὁ Πατέρας σας». «Γιὰ νὰ πιστέψη ὁ κόσμος, ὅτι σὺ μ’ ἔστειλες. Γιατὶ ἀπὸ τὴν ὁμόνοια τῶν μαθητῶν θὰ φανῆ ὅτι ἐγὼ ὁ δάσκαλός τους ἦρθα ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐὰν φιλονικοῦν, δὲν θὰ ποῦν ὅτι εἶναι μαθηταὶ τοῦ πράου. Βλέπεις πῶς ὡς τὸ τέλος ἐπιμένει σ’ αὐτό, στὴν ὁμόνοια μὲ τὸν Πατέρα;


Καὶ ἐγὼ τὴ δόξα ποὺ μοῦ ἔδωσες τοὺς ἔχω δώσει, γιὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως κι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα. Ἐγὼ μ’ αὐτοὺς καὶ σὺ μ’ ἐμένα, γιὰ νὰ εἶναι τέλεια συνδεδεμένοι σὲ ἕνα καὶ γιὰ νὰ γνωρίζη ὁ κόσμος, ὅτι σὺ μ’ ἔστειλες». Ποιὰ δόξα λέει ὅτι ἔδωσε; Αὐτὴν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ δόγματα, τὶς διδασκαλίες· κι ἄλλη μιὰ δόξα, ποὺ δίνει ἡ ὁμόνοια, γιὰ νὰ εἶναι ἕνα. Αὐτὴ ἡ δόξα εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ προέχεται ἀπὸ τὸ θαύματα. Ὅπως θαυμάζομε καὶ τὸ Θεό, γιατὶ στὴ θεία φύση, δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση οὔτε φιλονεικία κι αὐτὴ εἶναι ἡ μέγιστη δόξα· ἔτσι κι αὐτοὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὴν ὁμόνοια θέλω νὰ πῶ, ἄς γίνουν λαμπροί. «Ἐγὼ μ’ αὐτοὺς καὶ σὺ μ’ ἐμένα». Ἐδῶ δείχνει ὅτι οἱ ἀπόστολοι ἐχώρεσαν μέσα τους καὶ τὸν Πατέρα. «Ἐγὼ μέσα τους, λέει, εἶμαι καὶ σένα πάλι σὲ ἔχω μέσα μου· ὥστε καὶ σὺ εἶσαι μέσα σ’ αὐτούς. Σὲ ἄλλο σημεῖο λέει ὅτι αὐτὸς καὶ ὁ Πατέρας θὰ ρθοῦν νὰ κάμουν κατοικία, κλείνοντας ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ στόμα τοῦ Σαβελλίου καὶ ὑποδηλώντας τὶς δυὸ ὑποστάσεις. Στὸ σημεῖο ὅμως ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ καταστέλλοντας τὴ μανία τοῦ Ἀρείου λέει ὅτι ὁ πατέρας μαζί του εἶναι μέσα στοὺς μαθητάς του, «γιὰ νὰ γνωρίζη ὁ κόσμος, ὅτι σὺ μ’ ἔστειλες. Ἀδιάκοπα τὸ λέει αὐτὸ δείχνοντας ὅτι ἡ εἰρήνη μπορεῖ νὰ τραβήξη περισσότερο ἀπὸ κάθε θαῦμα. Ὅπως ἡ φιλονεικία εἶναι στοιχεῖο διαλυτικὸ ἔτσι καὶ ἡ συμφωνία συγκροτεῖ.


«Καὶ τοὺς ἀγάπησες ὅπως ἀγάπησες ἐμένα Πατέρα· αὐτοὶ ποὺ μοῦ ἔδωσες θέλω νὰ εἶναι μαζί μου, ὅπου εἶμαι κι’ ἐγώ, γιὰ νὰ βλέπουν τὴ δόξα μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες ἐπειδὴ μ’ ἀγάπησες πρὶν γίνη ἡ καταβολὴ τοῦ κόσμου». Πάλι ἐδῶ τὸ «καθώς» ἐννόησέ το, «ὅσο μπορεῖ νὰ ἀγαπηθῆ ἄνθρωπος». Ἀφοῦ εἶπε ὅτι θὰ εἶναι σὲ ἀσφάλεια θὰ γίνουν ἅγιοι, ὅτι πολλοὶ θὰ πιστέψουν ἐξ αἰτίας τους, ὅτι πολλὴ δόξα θ’ ἀπολαύσουν μιλάει τέλος καὶ γιὰ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια ποὺ τοὺς περιμένουν μετὰ τὴν ἀποδημία ἀπὸ δῶ καὶ «θέλω, λέει, ὅπου εἶμαι ἐγὼ νὰ εἶναι κι ἐκεῖνοι». Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζης ἀκούοντάς το, ὅτι μέλλει νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἴδια ἀξία προσθέτει «γιὰ νὰ βλέπουν τὴ δόξα μου». Δὲν εἶπε ν’ ἀπολαύσουν τὴ δόξα μου, ἀλλὰ νὰ τὴ βλέπουν. Γιατὶ ἡ πιὸ μεγάλη ἀνακούφιση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ βλέπη τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα ὅλων ποὺ εἶναι ἄξιοι. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ Παῦλος· Ἐμεῖς μὲ ξεσκέπαστο πρόσωπο καθρεφτίζοντας τὴ δόξα τοῦ Κυρίου». Δείχνει ἐδῶ, ὅτι δὲν θὰ τὸν δοῦν τότε, ὅπως τὸν βλέπουν τώρα, μὲ ταπεινὴ μορφή ἀλλὰ μέσα στὴ δόξα ποὺ εἶχε πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου. «Εἶχα, λέει, αὐτὴ τὴ δόξα γιατὶ μὲ ἀγάπησες. Στὸ κέντρο βρίσκεται τὸ «μὲ ἀγάπησες». Ὅπως εἶπε καὶ πιὸ πάνω «Δόξασέ με μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα πρὶν γίνη ὁ κόσμος ἔτσι καὶ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου, λέει, ὅτι εἶχε δοθῆ σ’ αὐτὸν ἡ δόξα τῆς θεότητας. Γιατὶ ἀληθινὰ τοῦ εἶχε δώσει ὁ Πατέρας τὴ θεότητα μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὁ Πατέρας στὸ Γιό. Ἀφοῦ τὸν ἐγέννησε, ἀναγκαστικὰ λέγεται αἴτιος καὶ χορηγὸς καὶ τῆς δοξας, αὐτὸς ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ τῆς ὕπαρξης.


«Πατέρα δίκαιε. Ὁ κόσμος δὲ σὲ κατάλαβε· ἐγὼ ὅμως δὲ κατάλαβα· κι αὐτοὶ κατάλαβαν ὅτι σὺ μ’ ἔστειλες. Ἔκανα γνωστὸ σ’ αὐτοὺς τὀνομά σου καὶ θὰ κάμω καλύτερα, γιὰ νὰ μεταδοθῆ καὶ σ’ αὐτοὺς ἡ ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔχεις καὶ νὰ κατοικήσω κι ἐγὼ μέσα του» Ἐπειδὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ἔκαμε τέτοια προσευχὴ καὶ τόσα ἀγαθὰ τοὺς ἐγγυήθηκε, λέει στὸ τέλος λόγο εὐσπλαχνίας καὶ ἄξιο τῆς ἀγάπης του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Πατέρα δίκαιε, ἐγὼ ἤθελα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νὰ ἀποκτήσουν τέτοια ἀγαθά, ὅπως προσευχήθηκα γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀλλὰ δὲ σὲ κατάλαβαν γι’ αὐτὸ θὰ χάσουν τὴ δόξα καὶ τὰ βραβεῖα· ἐγὼ ὅμως σὲ κατάλαβα· Ὑπονοεῖ ἐδῶ καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἔλεγαν ὅτι γνωρίζουν τὸ Θεὸ καὶ ἀποδεικνύει ὅτι αὐτοὶ δὲν εἶχαν τὴν ἐπίγνωση τοῦ Πατέρα· «κόσμο» ἀποκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους σὲ πολλὰ σημεῖα. Οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρίζονται, ὅτι δὲν μ’ ἔστειλες ἐσύ, ἐγὼ ὅμως «σὲ τούτους» δηλαδὴ τοὺς μαθητὰς μου «κι ἔκανα γνωστὸ τὄνομά σου, καὶ θὰ τὸ κάνω καλύτερα». Πῶς θὰ τὸ κάνω; Στέλνοντάς τους τὸ Πνεῦμα, ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγήση στὸ σύνολο τῆς ἀλήθειας. Κι ἄν μάθουν ποιός εἶσαι, τότε «θὰ εἶναι καὶ σ’ αὐτοὺς ἡ ἀγάπη ποὺ μοῦ εἶχες» καὶ ἐγὼ μαζί τους. Γιατὶ θὰ καταλάβουν ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι χωρισμένος ἀπὸ σένα ἀλλὰ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶς ὑπερβολικὰ καὶ γνήσιος Γιὸς κι ἑνωμένος μαζί σου. Κι ὅταν τὸ καταλάβουν τοῦτο, θὰ φυλάξουν καὶ τὴν πίστη τους σὲ μένα καὶ τέλος θὰ μείνω κι ἐγὼ μαζί τους ἀφοῦ τέτοιοι εἶναι· καὶ ἐσένα δηλ. ἔχουν κατανοήσει καὶ ἐμένα μὲ τιμοῦν σὰν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τους πρὸς ἐμένα τὴν διατηροῦν ἀπαρασάλευτη.


(MIGNE P.G. τ. 124, σ. 224-241)


(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969)

Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

 Λόγος εις τους οσίους 318 θεοφόρους Πατέρες και εις τον Κωνσταντίνον τον ευσεβέστατον Βασιλέα


(πρεσβύτερος Γρηγόριος Καισαρείας)


Επειδή ο Απόστολος μας συμβουλεύει να υπακούωμε στους προεστώτας, φίλε του Θεού, ξεχνώντας κι εγώ την αδυναμία μου και παραβλέποντας το ακαλλές του λόγου μου, υπήκουσα στον τίμιο Πατέρα, ο οποίος μου ανέθεσε να συγγράψω με συντομία περί της Συνόδου των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Πατέρων που έγινε στη Νίκαια, και να την παραδώσω στην υπ’ αυτόν αγιοτάτην Εκκλησία της Νικαίας, ώστε να έχη στην διάθεσή της γραπτή την διήγηση της πνευματικής αγωνίας εκείνων των οποίων είχε απολαύσει και την σωματική παρουσία. Και όσα μεν κατά την δύναμή μου θα αναφέρω εγώ, συγκρινόμενα με το μεγαλείο της εναρέτου πολιτείας των Πατέρων, ομοιάζουν θα έλεγα με σταγόνα στον ωκεανό. Της ιδικής τους δε τελειότητος έργο είναι το να μη δίδουν τόση σημασία στον τρόπο της εκφράσεως, αλλά να μας τιμήσουν με την συμπάθειά τους αναλόγως με την προθυμία της υπακοής.



Όταν εβασίλευσαν στην Ρώμη ασεβώς ο Μαξιμιανός, ο Λικίνιος και ο Μαξέντιος, πολλούς πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι ηρνήθησαν να θυσιάσουν στους δαίμονες, υπέβαλαν σε βασανιστήρια και θάνατον, ευρήκαν δε δικαίως και αυτοί τέλος αντάξιο της ειδωλομανίας τους. Τότε ανέτειλε παραδόξως από την Δύση, σαν φωστήρας, ο φιλοχριστότατος Κωνσταντίνος, ο αρχηγός της Ορθοδόξου πολιτείας και πρόβολος της αμώμου πίστεως. Αυτός, συγχρόνως με την μεταφορά της έδρας του από την Δύση στην Ανατολή, δέχεται στην ψυχή πλούσιο τον θείο φωτισμό. Και χρίοντας τoν νου του με την ευσέβεια, αναλαμβάνει τoν πρώτο αγώνα κατά του διαβόλου: εκδίδει κατά τόπους προγράμματα για ελευθερία στους Χριστιανούς: λύνει την κατήφεια που είχαν προξενήσει στους πιστούς οι άνομοι, καταστρέφει τα σεβάσματα των ειδώλων, γνωστοποιεί την ανυπαρξία του ψεύδους, φανερώνει το κήρυγμα της αληθείας, αποδίδει τιμές και ενθαρρύνει όσους ετίμησαν τoν Κύριο. Θεραπεύει σώματα πιστών κακοποιημένα από τις μαστιγώσεις. Τιμωρούνται τέλος και εξορίζονται όσοι λατρεύουν τους δαίμονες. Ήταν δυνατόν να ιδής τότε τους πιστούς που απηλλάγησαν από τους διωγμούς και εκείνους που συνήλθαν από την δαιμονική πλάνη, όλους μαζί να δοξολογούν τoν Κύριο με παρρησία, ομοιάζοντας με αγγελικήν χοροστασία.

Εχαίρετο λοιπόν ο πιστότατος βασιλεύς για την καθημερινήν αύξηση των Χριστιανών, αντιλαμβανόμενος ότι όλα αυτά οφείλονται σε θείαν ενέργεια, η οποία προσείλκυσε σε λίγο χρόνο τους υπηκόους του στην επίγνωση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι ήταν δε αυτό που ήλθε και προσετέθη στα προηγούμενα; Ενώ τα γύρω έθνη προηγουμένως συνεχώς επαναστατούσαν, αθετώντας τις συμφωνίες με τους πριν απ’ αυτόν βασιλείς, τους οποίους δεν άφηναν σε ησυχία και οι φονικές εμφύλιες εξεγέρσεις, από τότε που ο Κωνσταντίνος ανεδείχθη από τoν Σωτήρα μας Χριστό βασιλεύς όλου του Κράτους, αμέσως σαν από κοινό πρόσταγμα, τα δεινά των εθνών υπεχώρησαν και οι υπήκοοι ησπάσθησαν την ειρήνη.

Ο μισόκαλος όμως εχθρός δεν ημπορούσε να υποφέρη ούτε αυτή την πρόοδο των ανθρώπων προς την επίγνωση της αληθείας. Αλλά όπως παλαιά εφθόνησε την άλυπο ζωή των πρωτοπλάστων και διά μέσου του όφεως έσπειρε στην ακοή την παρακοή της εντολής, έτσι και τότε, σπαράζοντας από την επιστροφή των πρώην ειδωλολατρών προς τoν Θεόν, αποστέλλει σε κάποιον πνεύμα πύθωνος. Αυτός δε ήταν ο Άρειος, χριστιανός στο όνομα και μάλιστα πρεσβύτερος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Του είχε ανατεθή, ως μη ώφειλε, η εξήγησις των Θείων Γραφών. Είχε καταληφθεί όμως από κενοδοξία και φιλαργυρία, τα όπλα αυτά του διαβόλου. Και βλέποντας ότι μετά τoν Πέτρο, τoν νικηφόρον ιερομάρτυρα και ισαπόστολο αρχιερέα, και τον διάδοχό του Αχιλλά, την προεδρεία της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων ανέλαβε ο υπέρμαχος των αποστολικών δογμάτων και πάναγνος ιεράρχης Αλέξανδρος, άρχισε να εξωτερικεύη τις εμετικές βασκανίες που σαν δηλητηριώδης δράκοντας έκρυβε στην καρδία του. Και κατά μεν του ιδίου του Αλεξάνδρου δεν ήταν ικανός να αυθαδιάση, επειδή ο Αλέξανδρος ήταν άμεμπτος και αμέτοχος από κάθε κακία, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κυρίου για τον Ιώβ. Τι μηχανεύεται λοιπόν ο αλιτήριος; Οπλίζεται εναντίον των δογμάτων εκείνου του οσίου, ώστε να τον συκοφαντήση διά μέσου αυτών. Και έτσι «τίθησιν επί τον ουρανόν το στόμα αυτού και λαλεί κατά του Υψίστου αδικίαν». Ενώ ο όσιος Αλέξανδρος ωμολογούσε σαφώς τον Υιόν ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα, αντιθέτως, ο φρενοβλαβής Άρειος παραληρούσε περί του Υιού ότι είναι κτίσμα και δημιούργημα και ότι κάποτε δεν υπήρχε, και άλλα ασεβέστερα τα οποία όντως το μόνο που αξίζουν είναι να σιωπηθούν και να λησμονηθούν. Βλέποντας λοιπόν ο θεσπέσιος Αλέξανδρος ότι σαν επιδημική νόσος διαδίδεται το κακό, και είχε προσβάλει εκτός από την Αίγυπτο και τις γειτονικές Θηβαϊδα και Λιβύη, εφοβείτο μην επεκταθή σε όλο το σώμα των πιστών. Αφού μετά από πολλές κατά πρόσωπο παραινέσεις με τις οποίες συμβούλευε πατρικώς τον ατίθασο, μετά από πολλούς και ποικίλους ελέγχους από τις άγιες Γραφές, για τους οποίους σεμνύνεται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είδε ότι ο ασεβής διακατέχεται ακόμη από την σκοτεινή του πλάνη, καταφεύγει στον υβριζόμενο από εκείνον Ιησούν Χριστόν, καλώντας τον σε βοήθεια του πιστού λαού του εναντίον του θεομάχου εγχειρήματος. Με νηστεία, αγρυπνία και δάκρυα ζητεί την συμμαχία του αρχηγού της αληθείας. Ενώ δε ο ασεβής όλο και περισσότερον εξηγριώνετο και λογομαχούσε, προσκαλεί ο Αλέξανδρος περισσοτέρους συνεργάτες για να αντιμετωπίσουν τoν κίνδυνο και στέλνει γράμματα προς τους κατά τόπους επισκόπους, μηνύοντας τα τερατώδη κινήματα της καρδίας του Αρείου κατά της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ασφαλίζει μεν εκ των προτέρων τις ακοές τους, ώστε να μην παρασυρθούν μερικοί και πέσουν στο βάραθρο των φρονημάτων του Αρείου, σπεύδει δε να τα γνωστοποιήση χωρίς αναβολή και στον ένδοξον αυτοκράτορα. Μόλις έμαθε αυτά ο καλλίνικος βασιλεύς, σαν να εκτυπήθη από κεντρί με το λυπηρό και αναπάντεχο νέο που άκουσε, και στέλνει αμέσως και συγκαλεί με επίσημα έγγραφα από όλη την επικράτεια όσους επισκόπους διατίθενται να συγκεντρωθούν στην Νίκαια, την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, για να εξετάσουν το θέμα, να φανερώσουν την αληθινή πίστη, να αφορίσουν δε και να αφανίσουν εντελώς την δαιμονικήν αίρεση των κακοδόξων.

Αφού λοιπόν προηγήθησαν όλα αυτά, ποίους επισκόπους είχε το ζωοποιό πνεύμα προετοιμάσει να ευρεθούν εκείνον τον καιρό και από ποίαν επαρχία προήρχετο ο καθένας, ημπορούν αυτοί που ερευνούν με ενδιαφέρον να τα διαβάσουν στον συνοδικό τόμο.

Οι άγιοι Πατέρες, λοιπόν, σαν εργατικές μέλισσες, αναχωρώντας ο καθένας από την Εκκλησία του σαν από ανθισμένο κήπο, έφθασαν στο συμβολοποιό τόπο της Νικαίας. Ο δε θείος Κωνσταντίνος, ακούγοντας ότι πλησιάζει η ιερά και στους αγγέλους σεβαστή παρουσία των αγίων Πατέρων, τους υποδέχεται με τις τιμές που αρμόζουν, και αφού έστειλε κάποιους από την ιερά Σύγκλητο να τους υποδεχθούν από τα προπύλαια ακόμη, τους περιποιείται και τους εξασφαλίζει με επιτηδειότητα τα χρειώδη, ώστε να είναι απερίσπαστοι. Όταν δε έμαθε πως οι Πατέρες είχαν τακτοποιηθή, ακριβώς τότε παρουσιάζεται και αυτός στην Νίκαια, αφού απομακρύνεται προηγουμένως από τους εξωτερικούς θορύβους, για να έχη νηφάλιο λογισμό, όπως αρμόζει σε θεία πράγματα που αφορούν στην σωτηρία των ψυχών, και έρχεται να συναντηθή και να συνομιλήση με το σύστημα των αγίων Πατέρων. Είναι γνωστόν ότι μερικοί από αυτούς διέπρεπαν με αποστολικά χαρίσματα, άλλοι δε «τα στίγματα του Χριστού εν τω σώματι αυτών εβάσταζον», από τα οποία θα αναφέρω μερικά, για να πληροφορηθούν και να ωφεληθούν ψυχικώς οι αναγνώστες.

Ο όσιος, λοιπόν Ιάκωβος, ο πρόεδρος της Εκκλησίας των Νισσιβηνών, πολλούς ελευθέρωσε από νοσήματα. Διαβεβαιώνουν δε ότι ανέστησε και νεκρούς. Ο επίσκοπος της Νεοκαισαρείας, ο όσιος Παύλος, είχε γίνει παίγνιο της μανίας του Λικινίου, ο οποίος του έκοψε τα γεννητικά όργανα. Ο αιγύπτιος Παφνούτιος, άνδρας σημειοφόρος, και άλλοι πολλοί από αυτούς τους αγίους, είχεν εξορυγμένους τους οφθαλμούς, άλλοι κομμένα τα χέρια, άλλοι είχαν τα χέρια και τα πόδια κατεστραμμένα, επειδή τους είχαν δέσει με ωμά νεύρα από ζώα. Ο αντίπαλος δε των αγαθών, βλέποντας στην γη τον ουράνιον αυτόν χορό των αγίων, δεν τους άφησε απειράστους από το κεντρί του. Αλλά όπως μεταξύ των Αποστόλων του Κυρίου κατέστησε προδότη τον Ιούδα, έτσι και μέσα στον θίασο των αγίων έφερε άλλους λύκους αραβικούς, καλυμμένους με δέρμα προβάτων. Εννοώ τoν Μηνόφαντα από την Έφεσο, τoν Πατρόφιλο από την Σκυθόπολι και τoν Θεωνά από την Μαρμαρική, μαζί με άλλους ολίγους μαθητάς της αφροσύνης του Αρείου, για τους οποίους θα ομιλήσωμε στα επόμενα. Επειδή δε το θέμα που είχε προκύψει απαιτούσε συζήτησιν, ώστε να αποσαφηνισθή η αλήθεια, και έψαχναν να εύρουν έναν τόπο κατάλληλο γι’ αυτόν τoν σκοπό, ξεχωρίζει ο ένδοξος βασιλεύς από το παλάτι που υπήρχε εκεί, ένα πολύ μεγάλο κτίριο, τον οφθαλμό θα ελέγαμε των βασιλικών κοιτώνων, η ομορφιά και η κοσμιότης του οποίου με την σκέπη των οσίων Πατέρων εχει διατηρηθή μέχρι των ημερών μας. Αυτό το διέθεσε σαν απαρχή και προσφορά του βασιλείου προς την αγία Σύνοδο, και διατάζει να τοποθετηθούν ισάριθμα με τους Πατέρες έδρανα, φροντίζοντας για την ανάπαυση των γηρατειών και τιμώντας την ιερωσύνη τους. Αφού εισήλθαν λοιπόν αυτοί και έλαβαν τις θέσεις τους, παρουσιάζεται και ο ένδοξος βασιλεύς. Όχι με σοβαροφανές, υπεροπτικό και βασιλικόν ύφος, αλλά με βλέμμα συνεσταλμένο και ήρεμο βηματισμό. Καθώς συναντά τους αγίους τους ασπάζεται και συνομιλεί μαζί τους ευχαρίστως, εκδηλώνοντας το άνθος της επιεικίας του, με ένα πράο χαμόγελο, και αποκαλύπτοντας, στις συστάσεις που γίνονται με τους αγίους, την λαμπρότητα της ψυχής του. Φανερώνει δε την υψηλή προς τους Πατέρες συγκατάβασή του, το χαμηλό κάθισμα στο οποίο εκάθισε σε σχέση με τα έδρανα των επισκόπων.

Όταν, λοιπόν, οι όσιοι και ο θεοσεβής βασιλεύς εκάθισαν, ο Ευστάθιος Αντιοχείας, καθώς σε τούτον ανέθεσε η αγία Σύνοδος να απευθυνθή προς τoν βασιλέα, είπε: «Ευχαριστούμε τoν Θεό, ένδοξε βασιλεύ, με τoν οποίο κι εμείς και συ έχουμε συνταχθή. Εκείνος με την μεσολάβησή σου κατήργησε την πλάνη των ειδώλων, με αποτέλεσμα να επικρατήση η ευθυμία στους ελευθέρους πλέον πιστούς. Έπαυσαν οι κνίσσες από τα ζώα που εκαίγοντο προς χάριν των δαιμόνων. Κατελύθησαν της ελληνικής πολυθεϊας τα σεβάσματα. Απομακρύνεται το σκότος της αγνωσίας. Η οικουμένη φωτίζεται από το φως της Θεογνωσίας. Ο Πατήρ δοξολογείται, ο Υιός συμπροσκυνείται, το Πνεύμα το Άγιον αναγγέλλεται. Τριάς ομοούσιος κηρύττεται, μία Θεότης σε τρία πρόσωπα και υποστάσεις. Αυτή είναι που στερεώνει, βασιλεύ, την εξουσία της ευσεβείας σου. Διαφύλαξέ μας την απαραβίαστον. Κανένας αιρετικός προσπαθώντας να εισχωρήση ύπουλα στην Εκκλησία να μην αφαιρέση κάτι από την Τριάδα υποτιμώντας αυτό. Ο Άρειος, που το όνομά του θυμίζει την μανία του πολέμου, είναι ο αίτιος του λόγου και όλης της συνελεύσεως. Ο οποίος, δεν γνωρίζουμε πώς, συγκαταλεγόμενος στο πρεσβυτέριο της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων, μας διέφευγε ότι ήταν ξένος από την διδασκαλία των τρισμακαρίων Προφητών και Αποστόλων. Διότι δεν εντρέπεται να αποστερή τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Πατρός από την ομοουσιότητα με τον Πατέρα, και σπεύδει ο κτιστολάτρης να συναριθμήση τον Κτίστη με την κτίση. Αυτόν να έπειθες, αυτοκράτορ, να αλλάξη φρόνημα και να μην εναντιώνεται στην αποστολική διδασκαλία ή, εάν επιμείνη στις ασέβειες της κακοδοξίας από την οποίαν έχει κυριευθή, να τον εξηφάνιζες από του Χριστού και την ιδική μας έπαυλη. Για να μην πέσουν οι ψυχές των απλουστέρων θύματα της ομιχλώδους ωραιολογίας του».

Ο δε εκλαμπρότατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος, συμβάλλοντας από την αρχή στην Σύνοδο με την θερμότητα της πίστεως και απευθύνοντας στους Πατέρες λόγους ειρηνικούς ως φιλοπάτωρ υιός, είπε: «Εμπρός, πατέρες, με κάθε επιμέλεια να μελετήσωμε την οριοθέτηση και αποσαφήνιση της αληθείας μέσα από τις προφητικές προρρήσεις και τις αποστολικές παραδόσεις, μακρυά από κάθε μισαδελφία και κακοδοξία. Διότι θα ήταν φοβερό, μετά την κατάλυση της πολυθέου ασεβείας και τον εξαναγκασμό των εχθρών σε υποταγή, την κατάπαυση δε των εμφυλίων πολέμων, να πολεμούνε μεταξύ μας οι πιστοί όχι με ξίφη, αλλά με δόγματα. Και να προσπαθούμε την ευαγγελικήν διδασκαλία, η οποία είναι απλή και άτεχνος, αφού βασίζεται στην δύναμη των έργων και όχι των λόγων, να την ανατρέψωμε ασχολούμενοι με αυτήν διανοητικώς και αναζητώντας ρητορικά σχήματα. Ας επιληφθούμε λοιπόν της συζητήσεως αναθέτοντας την αποκάλυψη της αλήθειας για το θέμα που μας απασχολεί στον Θεό και Πατέρα και στον Μονογενή Υιό του Πατρός και στο Ζωοποιόν Πνεύμα. Κι εμείς πρόθυμα θα είμεθα εδώ στην διάθεσή σας συμμετέχοντας στους αγώνες σας, εως ότου αποκαλυφθή εντελώς η αλήθεια. Επειδή πιστεύουμε πως θα ευτυχήσωμε να έχωμε και την επιφοίτηση του Ζωοποιού Πνεύματος, με την οποία θα βεβαιωθή η σωτήριος πίστις μας, απηλλαγμένη από κάθε αιρετικήν κακοδοξία και θεωρία και αμέτοχος από κάθε πονηράν ως προς το Θείον έννοια».

Προχωρεί λοιπόν το πλήθος των ονομαστών αυτών Πατέρων, στην εξέταση και αποσαφήνιση της Ορθοδόξου πίστεως με ομόνοια, ενδυναμούμενοι από το Ζωοποιό Πνεύμα που κατοικούσε μέσα τους. Και βάζοντας στο στόχαστρο τον Άρειο, του επιτίθενται με πολλές μαρτυρίες της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης για το ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, τον αφορίζουν από την υγιή πίστη και την Αγίαν Εκκλησία, και τον υποβάλλουν σε ανάθεμα μαζί με τα έργα που είχε γράψει και με τα κηρύγματά του.

Έτσι αποκλείοντας από όλες τις κατευθύνσεις την είσοδο κάθε αιρετικής κακοδοξίας, συνθέτουν όλοι μαζί, το πράγματι Θείον Σύμβολον, καταργώντας με κάθε άρθρο το ανάλογο αιρετικόν φρόνημα, ώστε να γίνουν σε όλους φανερά όσα απεφασίσθησαν στην Σύνοδο του παλατίου. Υπελείπετο τώρα να συζητήσουν το θέμα του εορτασμού της κυρίας των ημερών, ο οποίος ετελείτο από τον καθένα σε διαφορετικήν ημέρα. Άλλοι την εόρταζαν στην αρχή της αγίας Τεσσαρακοστής, άλλοι στα μέσα του αγώνος της εγκρατείας και άλλοι κάποιαν άλλην ημέρα επιτελούσαν την ανάμνηση της σωτηριώδους Αναστάσεως. Και έτσι την ίδια ώρα άλλοι εσκληραγωγούντο με μετάνοια, με δάκρυα και νηστείες, και άλλοι επανηγύριζαν τα Δεσποτικά νικητήρια με τα οποία κατελύθη ο Άδης, κατηργήθη ο θάνατος, ανέστη ο Αδάμ και ο Σατανάς εδεσμεύθη. Και για το θέμα αυτό με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος οι Θεοφόροι Πατέρες, εθέσπισαν μαζί με τον ένδοξο Κωνσταντίνο, η αγία ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας να εορτάζεται κοινώς από όλο το γένος των Χριστιανών. Με τον τρόπον αυτόν εκανόνισαν, ώστε σε όλη την Εκκλησία, ως μία οικογένεια, να υπάρχη κοινός χρόνος εγκρατείας και προσευχής, καθώς επίσης και χαράς και πανηγυρισμού. Επίσης εξέδωσαν θείους κανόνες και για άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι οποίοι μαζί με τα προηγούμενα απετέλεσαν τον τόμο της Ορθοδοξίας.

Μετά από αυτά έγινε πρότασις από τον ένδοξο βασιλέα να επικυρωθή ο τόμος με τις υπογραφές καθενός από τους Πατέρες. Μετά λοιπόν από την έκθεση και την δημοσία ανάγνωση του τόμου, έγινε ένα αξιομνημόνευτο θαύμα προς καύχηση όσων επίστευσαν, προς εντροπή δε των αντιφρονουντων. Δύο, δηλαδή, από τους οσίους επισκόπους, ο Χρύσανθος και ο Μουσώνιος, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη υπογράψει τον τόμο, συνέβη από πρόνοια Θεού να φύγουν από την ζωήν αυτή. Οι θεοφόροι λοιπόν πατέρες, αφού ήλθαν στον τόπον όπου είχαν τοποθετηθή τα λείψανα, σαν να ευρίσκωνται μαζί τους και να υπακούουν στα λόγια τους, είπαν: «Ω πατέρες και αδελφοί», «τον καλόν αγώνα ηγωνίσθητε». μαζί μας «τον δρόμον τετελέκατε, την πίστιν τετηρήκατε». Εάν λοιπόν κρίνετε ως θεάρεστα αυτά που εγράφησαν στον τόμο και μάλιστα τώρα που έχετε καθαρωτέρα αντίληψη των πραγμάτων, τι σας εμποδίζει να υπογράψετε και σεις, σύμφωνα με τoν νόμο, μαζί μας; Αφού είπαν αυτά οι Πατέρες και ετοποθέτησαν τoν τόμο σφραγισμένο κοντά στα λείψανα των οσίων, αφιερώνουν όλη εκείνη την νύκτα σε άγρυπνον προσευχή. Ερχόμενοι δε την επαύριον εμπρός στις σορούς, κι ενώ οι σφραγίδες ήσαν άθικτες, εξεδίπλωσαν τoν άγιον τόμο, ευρήκαν δε μέσα και τις υπογραφές των δύο οσίων επισκόπων. Όπως ομολογούν όλοι χωρίς δισταγμό, ακόμη και αλλόθρησκοι, στην χορείαν εκείνη των οσίων πατέρων, παρευρίσκετο και συνεργούσε η ομοούσιος Τριάς.

Αλλά κάτι που παρελείψαμε στα προηγούμενα είναι ότι, ενώ η θεομάχος βλασφημία ηλέγχετο από την αγία Σύνοδο, ένας ειδωλολάτρης φιλόσοφος προσπαθούσε όχι με φιλαλήθειαν, αλλά φιλονεικώντας, να υπερασπισθή την κακοδοξία του Αρείου. Τότε, αφού με τους συλλογισμούς του φιλοσόφου ανεπτερώθησαν ο Μηνόφαντος, ο Πατρόφιλος και ο Θεωνάς μαζί με τους άλλους για στους οποίους είπαμε παραπάνω, εφανέρωσαν την αποκρουστική δυσωδία της Αρειανικής πληγής τους, και με θρασύτητα συμπαρεστέκοντο στον φιλόσοφον εναντίον της αληθείας. Αλλά ο αλιεύς των αλιέων και Σωτήρ του διώκτου, κάνει πάλι κάτι αντάξιο των τεραστίων θαυματουργιών του: καταργεί, με τρόπο θαυμαστό την εριστικότητα των προτάσεων του φιλοσόφου, αναγκάζοντάς τον να σιωπήση, και χειροτονεί αντίπαλο του συνηγόρου της ελληνικής αθεϊας και της αιρετικής βλασφημίας, κάποιον από τους αγίους, ο οποίος ήταν στολισμένος όχι με την κοσμική σοφία, αλλά με την αγγελική πολιτεία. Αυτός, επαναλαμβάνοντας τους λόγους με τους οποίους ο Κύριος ηπείλησε τους δαίμονες και την θάλασσα, απευθύνεται στον φιλόσοφο λέγοντας «Σιώπα, πεφίμωσο», και με τους λόγους αυτούς αποδεικνύει άλογο τον πολύλογο, ώστε με την αφωνία που τον κατέλαβε ξαφνικά, να προσέλθη με τρόμο και δέος στον χορό των αγίων, ζητώντας την λύση του δεσμού και την δωρεά του αγίου βαπτίσματος. Με αυτόν τον τρόπον ο Κύριος των θαυμασίων εκάλεσε στην σωτηρία τoν φιλόσοφο μαζί με όλη την οικογένειά του, και τον χθεσινό κατήγορο της Ορθοδοξίας τον ανέδειξε συνήγορο της αληθείας. Τούτο το θαύμα τόσην έκπληξη προεκάλεσε στους περί τον Μηνόφαντα, ώστε, καθώς λέγουν, απεφάσισαν με την θέλησή τους να συναινέσουν με την αγία Σύνοδο στoν αναθεματισμό του ασεβούς Αρείου και των δογμάτων του. Όμως, κατόπιν, όπως οι κύνες, επέστρεψαν επί το ίδιον εξέραμα. Όταν δε η αγία Σύνοδος των τριακοσίων δέκα οκτώ αγίων Πατέρων εξεπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο συνηθροίσθη, και οι άγιοι επείγοντο να επιστρέψουν, ο ευσεβής Κωνσταντίνος τους εκάλεσε σε κοινήν τράπεζα και τους απηύθυνε λόγους συμβουλευτικούς, εθεράπευσε δε και τις ανάγκες των Εκκλησιών τους, χαρίζοντας σε κάθε τόπο συσσίτια για τα νοσοκομεία και τα πτωχοτροφεία τους, και τους απεχαιρέτησε με αυτά τα λόγια: «Βλέπετε την λατρεία που προσφέρω στoν Θεόν» με τις ιδικές σας κατηχήσεις, και πως ολοπρόθυμα έχω κατεργασθή την κατάλυση των ειδώλων και εφρόντισα να διαδοθή παντού η πίστις των Χριστιανών, ώστε να μη μας μείνη καμμία άλλη θρησκευτική δοξασία παρά μόνο των Χριστιανών, οι οποίοι προσκυνούν και ασπάζονται την αγία και ομοούσιο Τριάδα. Αυτήν σας παραδίδω σήμερα ακεραία. Θα είναι της ιδικής σας προσευχής και μελέτης η διά της βοηθείας του Κυρίου καθημερινή εξύψωσις και επαύξησίς της».

Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια, βλέποντας δε άλλους από αυτούς χωρίς οφθαλμούς, άλλους με παραλυμένα χέρια, άλλους κυρτωμένους από τους πολλούς ξυλοδαρμούς και άλλους να έχουν υποστή το μαρτύριο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων και μαθαίνοντας ότι αυτά τους έμειναν από τα κτυπήματα που υπέστησαν κατά τους διωγμούς, τους οποίους είχαν καρτερικά υπομείνει ομολογώντας τον Χριστό, κατενύγη πολύ και εξεδήλωσε εμπράκτως την ευλάβειά του. Προσκυνούσε τα σημάδια από τις πληγές των αθλοφόρων, ησπάζετο τα παραλυμένα μέλη τους. Στα κατεστραμμένα μέλη ήγγιζε άλλοτε τα μέλη του ιδικού του σώματος, άλλοτε την βασιλικήν πορφύρα, πιστεύοντας ότι με αυτόν τoν τρόπον αγιάζεται. Και στους εξωρυγμένους οφθαλμούς έφερνε τις κόρες των ιδικών του οφθαλμών για να φωτισθούν από εκεί οι οφθαλμοί της ψυχής του. Αφού με αυτό τον τρόπον ησπάσθη τους αγίους, εξεκίνησε πάλι για την νέα Ρώμη, αναγγέλλοντας εκεί το ορθό κήρυγμα της πίστεως. Οι δε πανάγιοι Πατέρες αντήμειψαν τον μεγαλειότατο με ευχαριστίες και ευλογίες, με τις οποίες ηύχοντο για την ειρήνη και την ενίσχυση της βασιλείας, την ενότητα των επισκόπων και την ταπείνωση των εχθρών. Αναχωρώντας δε από την Νίκαια ανταπέδωσαν την φιλοξενία με την οποία τους είχαν διακονήσει προσευχόμενοι για ενίσχυση και στερέωση όλων όσων τους διηκόνησαν. Αυτό το μαρτυρεί και το θαυμαστόν σημείο που έγινε εκείνη την ώρα. Καθώς επρόκειτο την τελευταίαν ημέρα να αναπέμψουν προσευχές στον Σωτήρα των όλων για την επάνοδο στις βάσεις τους και την σωτηρία της πόλεως που τους υπεδέχθη, συνέβη στον χώρον εκείνο της ανατολικής εισόδου, που λέγεται «μεσόμφαλο», και γύρω από τον οποίο εστέκετο η χορεία των αγίων, να αναβλύσουν πηγές από λάδι, εκεί στην μέση της αψίδος. Η πηγή αυτή φαίνεται μέχρι σήμερα, δεικνύοντας τους καρπούς των τότε προσευχών.

Η φήμη που έχει η Νίκαια μέχρι σήμερα οφείλεται στους τριακοσίους δέκα οκτώ πατέρες που ετίμησαν την Σύνοδον αυτή. Τεκμηριώνει δε και την αγωνία και πρόνοιά τους για την πόλιν αυτή και το παράδοξο θαύμα που έγινε στην γενεά μας. Οι Ασσύριοι εκδηλώνοντας την αχαριστία τους επέδραμαν κατά της βασιλείας των Ρωμαίων, από την οποία παλαιότερα είχαν σωθή. Και ενώ τα είχαν αφανίσει όλα με βαρβαρικήν αγριότητα, αυτή η πόλις της Νικαίας έμεινε σώα από κάθε βαβυλωνιακή επήρεια. Καμμία βλάβη ανδρών, γυναικών ή παιδιών δεν έγινε με την φωτιά ή με τα ξίφη, αν και πολλές φορές έκαναν επίθεση κρυφά και φανερά. Λέγεται μάλιστα ότι ο άθλιος ταξίαρχος του στρατού τους, χωρίς καμμίαν εντροπή, επεχείρησε να επιτεθή εναντίον του ναού των Αγίων αυτών, να ορμήση μέσα και να εκτελέση τις αποκρουστικές βδελυγμίες της μαγείας του. Απειλήθη όμως πικρά την νύκτα με κάποιο όραμα, και την ημέρα με φοβερισμούς που μόνον αυτός αντελαμβάνετο. Αυτό μετέβαλλε τον αλιτήριο, ώστε τον μεν ναό, ή μάλλον Αυτόν που κατοικούσε στον ναό, τον Χριστό και αληθινό Θεό μας, να τιμήση και να τον εξιλεώση ανάβοντας λαμπάδες, χάριν δε αυτού του γεγονότος να αποκλείση την είσοδο της αγίας Εκκλησίας για όλον τον Βαβυλωνιακό στρατό. Έδειξε μάλιστα παράδοξον ημερότητα και στους διακονητάς του ναού, που δεν συγκρίνεται με την πρώην βαρβαρική θρασύτητά του, η οποία έγινε αιτία να σωθούν και πολλοί από τους αλλοδαπούς. Επειδή από τότε, εάν συνελάμβαναν κάποιον αιχμάλωτο, μία απλή προσποίησις, ότι κατάγεται από την Νίκαια, αρκούσε για να ανατρέψη τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεξε από αυτούς.

Αυτά είναι τα χαρίσματα της φιλοξενίας των Πατέρων, τα οποία ημπορούν να παραστήσουν στους αιώνες που έρχονται την φροντίδα τους για την Νίκαια. Αυτοί, ωσάν διαυγείς ποταμοί, ξεκινώντας από την πηγή της Νικαίας, διηρέθησαν πορευόμενοι ο καθένας στο ποίμνιό του, και μεταφέροντας εκεί τον καρπό της ιεράς αποδημίας τους, το σωτήριο του κόσμου Σύμβολον. Και ηξιώθησαν να κοιμηθούν μακαρίως σε προχωρημένο γήρας, αφού κατελάμπρυναν τον δρόμο της επιγείου ζωής τους με την προκοπή τους στην αρετή. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός και φιλόδουλος ευεργέτης «ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν» ηξίωσε και τις ψυχές τους να απολαύσουν τα αγαθά που είναι αποθησαυρισμένα στους ουρανούς, δεν άφησε όμως αστεφάνωτα και τα πάναγνα σώματά τους, αλλά τους ετίμησε και διά μέσου αυτών, με κάποιο παράδοξο θαύμα ως λειτουργούς ιδικούς του. Διότι επέτρεψε ο θάνατός τους να επέλθη τόσον ειρηνικά, όπως ο φυσικός ύπνος. Στην συνέχεια δε, και μέχρι τώρα, τα σώματα των Πατέρων αυτών, τα οποία είχαν δεχθή την Θεία Χάρη, να μείνουν στην επαρχία του καθενός αδιάλυτα. Πολλοί είναι εκείνοι που μαρτυρούν το γεγονός, οι οποίοι τους είδαν «ιδίοις όμμασι», σαν να κοιμώνται μέσα στις λάρνακές τους που ανοίγονται κατά καιρούς, και τους προσεκύνησαν. Είμεθα δε και εμείς αψευδείς μάρτυρες αυτού του θεάματος. Έχουμε ασπασθή το λείψανο του Ισαγγέλου Λεοντίου, του τότε προέδρου της Εκκλησίας των Καισαρέων, ο οποίος πολλούς ιδρώτες έχυσε για την πίστη και πριν από την παρουσία του στην Σύνοδο της Νικαίας. Πολλοί μάρτυρες και αθλοφόροι ανεδείχθησαν από αυτόν παλεύοντας εναντίον του νοητού αντιπάλου. Πολλοί επίσης, χρησιμοποιώντας την ζωή του ως διδάσκαλο, έγιναν πολίτες του ουρανού. Ένας από αυτούς είναι ο μεγάλος αθλοφόρος Γρηγόριος, ο φωτιστής της Αρμενίας, ο οποίος ευρήκε τα λείψανα των αγίων μαρτύρων Ριψιμίας και Γαϊανής (εορτάζονται στις 30 Σεπτεμβρίου), και αφού ενίκησε πρώτα τον ακόλαστο Τηριδάτη, τον οδήγησε έπειτα στην πίστη. Αυτού το τίμιο λείψανο είδαν και πολλοί μαζί μ’ εμάς ότι δεν είχε χάσει ούτε τις τρίχες ούτε τους όνυχες, ευωδίαζε δε ολόκληρο. Και μην απιστήση γι’ αυτά κανείς. Επειδή τοιαύτα είναι τα δώρα της Χάριτος, και μεγαλύτερα ακόμη, προς καύχηση των πιστών και έπαινο των Εκκλησιών, προς δόξαν Χριστού του Θεού ημών, μετά του οποίου τω Πατρί δόξα και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

(9ος – 10ος αιών, Migne P.G. τομ. 111, στ. 420. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 93 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)