Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΑΙΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι, όταν μαθαίνουμε κάποια σπουδαία είδηση, σπεύδουμε να ενημερώσουμε εκείνους με τους οποίους σχετιζόμαστε. Οι ειδήσεις έχουν να κάνουν με περιστατικά της καθημερινότητάς μας, τα οποία μας προκαλούν άλλοτε χαρά και άλλοτε λύπη, άλλοτε με συμπεριφορές ανθρώπων που μας βλάπτουν, μας ενοχλούν ή μας χαροποιούν ή είναι αναφορές σε γεγονότα ευρύτερης σημασίας. Η ανακοίνωση των ειδήσεων έχει προσωπικό τόνο. Και πορεύεται η καθημερινότητά μας έχοντας ως αλάτι που την διαφοροποιεί τις ειδήσεις αυτές. Εκεί άλλωστε στηρίζεται και η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.

                Υπάρχει όμως και ένα άλλο είδος ειδήσεων. Είναι αυτές που ονομάζουμευπαρξιακές ειδήσεις, είναι αυτές που σημαδεύουν τη ζωή μας και που ίσως κι εμείς να μην έχουμε συνειδητοποιήσει την εμβέλεια και την προοπτική που μας δίνουν. Πρόκειται για ειδήσεις που αναφέρονται στη ζωή και στο θάνατο, στην αρρώστια και την δοκιμασία, σε ένα περιστατικό μεγάλης χαράς και αγάπης που εκπληρώνει  όνειρα και φιλοδοξίες. Η πορεία μας αλλάζει μετά από αυτές τις ειδήσεις. Και φαίνεται η ικανότητά μας να μπορούμε να έχουμε αυτοέλεγχο, από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε αυτές τις ειδήσεις.Αλλά για να έχουμε αυτοέλεγχο, χρειάζεται να έχουμε διαμορφωμένη ταυτότητα, προσωπικότητα, στάση ζωής. Χωρίς αυτή, δεν είναι εύκολο να διαχειριστούμε όχι μόνο τις ειδήσεις, αλλά και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην διαμόρφωση της ταυτότητάς μας είναι η πίστη στο Θεό.

                Συνήθως αυτή η πίστη είναι αποτέλεσμα συνήθειας. Οι άνθρωποι μεγαλώνουμε σε οικογενειακά περιβάλλοντα, τα οποία μας μαθαίνουν τις κύριες θρησκευτικές συνήθειες, μας φέρνουν σε επαφή με τις θρησκευτικές συναθροίσεις και εγκαθιδρύουν εντός μας έναν θρησκευτικό μηχανισμό, ο οποίος μας κάνει να κρίνουμε τη ζωή και τη συμπεριφορά μας, και αντίστοιχα τη ζωή και την συμπεριφορά των άλλων, με βάση αυτόν. Άλλοτε, περιστατικά τα οποία δεν μπορούμε να διαχειριστούμε από μόνοι μας μας αναγκάζουν να κάνουμε ένα βήμα προς τη θρησκεία για να πάρουμε βοήθεια είτε υλική είτε ψυχική. Υπάρχει όμως και ένας τρίτος δρόμος πίστης. Είναι αυτός της απάντησης στις υπαρξιακές μας αναζητήσεις, στην καλοπροαίρετη αγωνία μας για την Αλήθεια. Κι αυτός ο δρόμος είναι η αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στην ζωή μας με τρόπους που Εκείνος γνωρίζει, είναι η συνάντησή Του μαζί μας. Τότε η πίστη μας δεν είναι απλώς της συνήθειας, ούτε της ανάγκης. Είναι εκείνη η βαθιά υπαρξιακή μεταστροφή, η οποία γνωρίζει καλά πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να ακολουθήσουμε Αυτόν που μας αποκαλύφθηκε, είτε μέσα από την γνωριμία μας με κάποιο άλλο πρόσωπο, είτε μέσα από μια δοκιμασία, είτε μέσα από την μελέτη, είτε με την βίωση της παρουσίας του Ιδίου.

                Αυτό που έχουμε ως προς την πίστη, αυτό δίνουμε και στους άλλους.Έχουμε συνήθεια; Δίνουμε συνήθεια. Έχουμε ανάγκη;  Δίνουμε ανάγκη. Έχουμε  αναζήτηση της Αλήθειας;  Δίνουμε αναζήτηση της Αλήθειας. Κι αυτή είναι η είδηση και ο τρόπος που την μοιραζόμαστε. Διότι η πίστη δεν μπορεί να μείνει κλεισμένη στα όρια του εαυτού μας. Και αναλόγως ποια πίστη έχουμε, αναλόγως κρίνουμε και ποιες ειδήσεις έχουν μεγαλύτερη αξία για μας στη ζωή μας. Αναλόγως διαμορφώνουμε και άποψη για τα πρόσωπα που μας περιστοιχίζουν ή μας επηρεάζουν. Και με τον ίδιο τρόπο δείχνουμε τελικά ποιοι άνθρωποι είμαστε.

                Ένα τέτοιο παράδειγμα μας δείχνει η Εκκλησία μας προβάλλοντας τον άγιο απόστολο Ανδρέα, τον πρωτόκλητο  μαθητή του Χριστού. Ήταν μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου, αναζητητής της αλήθειας. Γι’ αυτό και όταν ο Πρόδρομος αναγγέλλει σ’ αυτόν και σ’  έναν άλλο μαθητή, καθώς βλέπουν το Χριστό να περπατά κοντά τους, το «Ίδε ο αμνός του Θεού», ο Ανδρέας νιώθει ότι βρέθηκε η απάντηση στις αναζητήσεις του. Δεν είναι ιδέα ή στάση ζωής αυτή η απάντηση, αλλά το Πρόσωπο του Χριστού. Και σπεύδει να Τον ακολουθήσει, να δει πού μένει και να αναγγείλει και στον αδελφό του τον Πέτρο το «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιωάν. 1, 42). Δεν κρατά την είδηση για τον εαυτό του. Να την επεξεργαστεί. Να σκεφτεί μήπως και δεν είναι αλήθεια. Η πίστη τον κάνει όχι απλώς παρορμητικό, αλλά βέβαιο και ενθουσιώδη για την μεγάλη αποκάλυψη που βίωσε. Και ο πλέον οικείος του είναι ο αδελφός του, ο Πέτρος. Δεν του αρκεί λοιπόν η δική του χαρά, η δική του εύρεση της Αλήθειας. Η πίστη τον κάνει να ανοίγεται στους άλλους και να μοιράζεται. Δεν είναι η αποκλειστικότητα στην κατοχή της Αλήθειας που μας κρίνει, αλλά η απόφασή μας να μοιραστούμε αυτό το οποίο μας δόθηκε, τον πολύτιμον μαργαρίτην.

Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία οι ειδήσεις που μοιραζόμαστε ελάχιστη έως καθόλου σχέση δεν έχουν με την πίστη. Η καθημερινότητά μας διαποτίζεται από την ενασχόληση με το επουσιώδες και το συνηθισμένο. Αλλά και η πίστη μας λειτουργεί στη λογική της συνήθειας. Την ίδια στιγμή, το σύστημα του κόσμου στηρίζεται στη λογική της αποκλειστικότητας, του να κρατάμε για τον εαυτό μας ή να χρησιμοποιούμε για την δόξα και την επικράτησή μας ή για να εξουθενώσουμε τους άλλους τις ειδήσεις τις οποίες μαθαίνουμε, ακόμη κι όταν είναι για καλό. Αλλά και στην πίστη μας δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να μοιραστούμε ό,τι καλό μαθαίνουμε ή βιώνουμε, διότι έχουμε εγωκεντρικό προσανατολισμό. Δεν έχουμε αίσθηση ότι ο χριστιανός καλείται να λειτουργήσει αποστολικά. Και γι’  αυτό δεν μεταφέρουμε εύκολα στην καθημερινότητά μας την χαρά της θείας λειτουργίας, τον λόγο  του Ευαγγελίου, τον τρόπο της πίστης.Έχουμε εγκλωβιστεί στις βεβαιότητές μας και δεν αναζητούμε περαιτέρω, μολονότι καθώς ο χρόνος της ζωής μας περνά, οι υπαρξιακές μας αναζητήσεις θα όφειλαν να αυξάνουν και όχι να παγώνουν. Το «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» αποτελεί κραυγή χαράς, ελπίδας και την ίδια στιγμή αγάπης και μοιράσματος. Ας γίνει για μας η αφετηρία βίωσης ενός άλλου τρόπου ζωής, στον οποίο έχοντας βρει εκείνο «ου έστι χρεία», θα επιλέξουμε την αγαθή μερίδα.

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾῏Ην δέ ᾽Ανδρέας...᾽ (᾽Ιωάν. 1, 41)

α. Τά συγκεκριμένα ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, ἀποστολικό καί εὐαγγελικό, ἀντιστοιχοῦν στήν ἑορτή τοῦ ἁγίου ἀποστόλου ᾽Ανδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. ῞Ο,τι συμβαίνει γενικῶς ὅταν πρόκειται γιά ἑορτές ἀποστόλων ἡμέρα Κυριακή, ὅπου ἀφήνονται κατά μέρος τά ἀναγνώσματα τοῦ Κυριακοδρομίου, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Κυριακή αὐτή. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου ᾽Ανδρέου, ἑνός ἀπό ῾τούς θεμελίους᾽ τῆς ᾽Εκκλησίας, ὥστε ἡ κλήση του ἀπό τόν Κύριο καί ἡ ἀποστολική του ἰδιότητα προβάλλονται στήν ἐκκλησιαστική σύναξη.



β. 1. Καταρχάς, πρίν ποῦμε ὁτιδήποτε γιά τήν  πνευματική πορεία του, θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας σχετίζεται ἰδιαιτέρως, περισσότερο ἴσως ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀποστόλους, μέ ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες. Τό ἴδιο τό ἑλληνικό ὄνομά του ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση. Κι ἴσως φαίνεται ὅτι γνώριζε, ὅπως καί ὁ ἄλλος μέ ἑλληνικό ὄνομα ἀπόστολος, ὁ Φίλιππος, τήν ἑλληνική γλώσσα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅταν προσῆλθαν ῞Ελληνες ὀλίγον πρό τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου στόν Φίλιππο, προκειμένου νά τοῦ ζητήσουν νά δοῦν τόν Διδάσκαλό τους, στόν ᾽Ανδρέα ἀπευθύνθηκε ὁ Φίλιππος καί ἐκεῖνος στόν ᾽Ιησοῦ, γιά νά ἀκουστεῖ τό μεγαλειῶδες ῾ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου᾽.  ῞Οπως τό σημειώνει καί ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: ῾Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα᾽. Κι ἀκόμη περισσότερο: μετά πολλές ἱεραποστολικές ὁδοιπορίες, ὁ ᾽Ανδρέας κατέληξε στήν ᾽Αχαΐα, κι ἰδίως στήν Πάτρα, ὅπου ὄχι μόνο κήρυξε ἀλλά καί παρέδωσε ἐκεῖ μέ μαρτυρικό θάνατο τήν ἁγιασμένη του ψυχή. Ξεχωριστή σχέση λοιπόν μέ τούς ῞Ελληνες ὁ θεωρούμενος ἁπλός ψαράς, στήν πραγματικότητα ὅμως σοφός, ὀλιγόλογος, βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας ἅγιος ᾽Ανδρέας.



2. Καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας ὁ πρωτόκλητος ἀπόστολος καί μαζί μέ τόν ἀδελφό του πρωτοκορυφαῖο καί πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο ὑπῆρξε πρῶτα μαθητής τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου κι ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μετά τήν ᾽Ανάληψη ᾽Εκείνου κι ἰδίως μετά τήν πλήρωση τοῦ ᾽Ανδρέα ἀπό τό πυρφόρο Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς τόν βλέπουμε νά κηρύσσει καί νά θαυματουργεῖ στή Βιθυνία, στόν Εὔξεινο Πόντο, στίς περιοχές τοῦ Βυζαντίου, στή Θράκη, στή Μακεδονία, στήν Ἤπειρο, στήν ᾽Αχαΐα. Στήν ᾽Αχαΐα μάλιστα παρέμεινε ἐπ᾽ ἀρκετόν καί ἐκεῖ θεράπευσε μεταξύ ἄλλων τή Μαξιμίλλα, σύζυγο τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπάρχου Αἰγεάτη. ῾Ο Αἰγεάτης ἦταν ἐκεῖνος μάλιστα πού ἐπειδή ἡ γυναίκα του πίστεψε στόν Χριστό ὁδήγησε στά βανιστήρια καί στό τελικό μαρτύριο τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κατά πῶς τό ἀναφέρει καί πάλι ὁ Κόντογλου: ῾Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ…Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστή μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια᾽. Γι᾽ αὐτό εἶναι εὐνόητο πού ἡ  Πάτρα καυχᾶται, γιατί ὄχι μόνο τά χώματά της ἁγιάσθηκαν ἀπό τό τίμιο αἷμα τοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί κατέχει, μετά ἀπό πολές περιπέτειες βέβαια, τμῆμα ἀπό τήν κάρα του καί τόν ἅγιο σταυρό του.



3. Δέν χρειάζονται πολλά λόγια γιά τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κάποια καίρια στοιχεῖα ὅμως πρέπει νά ἐπισημανθοῦν:

(1) ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος ὑπῆρξε ὅπως εἴπαμε βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας. Ψαράς στό ἐπάγγελμα ἀλλά μέ μεγάλο πόθο νά βρεῖ ἀπαντήσεις γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. Μαθητής τοῦ ἁγίου Προδρόμου μελετᾶ τόν Νόμο καί τούς προφῆτες, κι ὅταν ὁ δάσκαλός του ὑποδεικνύει τόν Μεσσία πού ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἐγκαταλείπει τόν ᾽Ιωάννη γιά νά ἀφοσιωθεῖ ἔκτοτε στόν Κύριο τῆς ζωῆς του. Στόν πρῶτο πού κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο ἐπισημαίνουμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅποιος μέ γνησιότητα ἀναζητεῖ αὐτήν, τήν ἀλήθεια, θά βρεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῾κυνηγός᾽ τῆς ὕπαρξής του, ὁ ῾Οποῖος τοῦ διανοίγει τά πνευματικά ὦτα γιά Τόν ἀκούσει. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽.



(2) ῾Ο ἀπόστολος διακατείχετο ἀπό τόλμη, καρπό τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων. Δέν διστάζει νά γίνει μαθητής τοῦ ἀσκητικοῦ καί αὐστηροῦ ᾽Ιωάννη, δέν διστάζει καί νά τόν ἀφήσει γιά νά ἀκολουθήσει τόν ῾ἄγνωστο᾽ Δάσκαλο, δέν διστάζει νά ἐπιμείνει στήν ἀκολουθία ᾽Εκείνου, ἔστω καί μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Στόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα διαπιστώνουμε λόγω καί τῆς παρουσίας πιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅ,τι διεκήρυξε ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: ῾οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽.



(3) ῾Ο ἅγιος ᾽Ανδρέας ἀπαρχῆς νιώθει τήν ἀνάγκη νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. ῎Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς – αὐτό θά ἔλθει ἀρκετά ἀργότερα - ἀλλά πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς κατάθεσης τῆς ἐμπειρίας ἀπό τή συνάντηση μαζί Του. Καλεῖται ἀπό τόν Κύριο κι εὐθύς σπεύδει νά προσκαλέσει καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο. Τήν προσωπική του χαρμόσυνη ἐμπειρία θέλει νά τή μοιραστεῖ, κι ὁ πρῶτος γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ ἀδελφός του. ῞Ολη ἡ μετέπειτα ζωή του βεβαίως συνιστᾶ τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης του αὐτῆς, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί τήν ὑπακοή του στόν Κύριο καί Διδάσκαλό Του. ῾Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε περί ἐμοῦ᾽. ῾Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς᾽.



(4) Κι ἀκριβῶς καί στόν ἅγιο ᾽Ανδρέα ἐπισημαίνουμε τόν πνευματικό νόμο ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως στόν Χριστό ὡς κατάθεσης ἐμπειρίας συνυπάρχει συνήθως καί μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. ῾Ο Κύριος ῾ἔδεσε᾽ τίς δύο αὐτές συνιστῶσες τῆς ἀκολουθίας Του: ὅποιος Τόν ἀκολουθεῖ καί τόν ἐξαγγέλλει, ὁ ἴδιος καί θά γεύεται τόν καρπό: τή φονική διάθεση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί του. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. Κι αὐτό βεβαίως θά εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάστασή του, ὅπως καί ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μπορεῖ νά προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος.



γ. ῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ᾽Ανδρέα ἀποτελεῖ παράδειγμα καί γιά μᾶς. ῞Οπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλοῦσε σέ μίμηση τῆς ζωῆς του - ῾μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ᾽ - τό ἴδιο καλεῖ καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἀπόστολος ᾽Ανδρέας. Πού σημαίνει: δέν πρέπει νά αὐταπατόμαστε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί χωρίς καθ᾽ ἡμέραν ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ πρός συνάντησή Του – τό νά βρίσκουμε τόν Χριστό, κατά τούς Πατέρες μας, εἶναι τό ῾ἀεί ζητεῖν Αὐτόν᾽ -, χωρίς παράλληλα μαρτυρίας ᾽Εκείνου πρωτίστως ἔργῳ καί ὕστερα λόγῳ, ὅταν μᾶς ζητεῖται κάτι τέτοιο, χωρίς ἑτοιμότητα θυσίας καί τῆς ζωῆς μας γι᾽ Αὐτόν.

Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾῾Ο Θεός ἡμᾶς τούς ἀποστόλους ἐσχάτους  ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους᾽ (Α´ Κορ. 4, 9)

Δραματική ἔνταση χαρακτηρίζει τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ἀπό τήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή  του. Κι αὐτό γιατί ὁ ἀπόστολος ἀπευθύνεται ὡς πατέρας στά πνευματικά του παιδιά προκειμένου νά τούς δώσει νά καταλάβουν ὅτι εἶναι ἕτοιμοι, αὐτός καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, νά ὑποστοῦν τά πάντα, ἀκόμη καί ἐξευτελισμούς καί θάνατο, γιά νά γνωρίσουν τόν Χριστό πού εἶναι ἡ σωτηρία τους. Παιδαγωγούς μπορεῖ νά ἔχετε μύριους, σημειώνει ὁ ἀπόστολος, ἀλλά ἐγώ εἶμαι ὁ πνευματικός πατέρας σας. Γιατί σᾶς γέννησα ἐν Χριστῷ μέ τό εὐαγγέλιο. Τούς καλεῖ γι᾽ αὐτό νά τόν ἀκολουθήσουν στή ζωή του πού εἶναι βεβαίως ζωή Χριστοῦ. ῾Η συγκεκριμένη φράση του μάλιστα ὅτι ῾ὁ Θεός ἔδωσε στούς ἀποστόλους τήν ἐλεεινότερη θέση, σάν νά εἶναι καταδικασμένοι νά πεθάνουν στήν ἀρένα᾽ - ῾ὁ Θεός ἡμᾶς τούς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους᾽ - ἀκούγεται προκλητική καί παράδοξη καί χρήζει κάποιας διασαφάνισης.



1. Πράγματι, πῶς νά μήν ἠχεῖ παράδοξος ὁ λόγος ὅταν γνωρίζουμε ὅτι οἱ ᾽Απόστολοι εἶναι αὐτοί πού συνιστοῦν ῾τά θεμέλια τῆς ᾽Εκκλησίας᾽, κατά τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Βασικός θεμέλιος λίθος εἶναι ὁ Κύριος, ἄλλοι θεμέλιοι κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ μαθητές Του, οἱ ᾽Απόστολοι. Ἡ θέση τους λοιπόν ὄχι μόνο δέν φαίνεται νά εἶναι ῾ἐσχάτη᾽ καί ἐλεεινή, ἀλλά πρώτη καί διαπρεπής. Κι οἱ ᾽Απόστολοι δέν εἶναι ἐπίσης ἐκεῖνοι πού κλήθηκαν ἀπό τόν Κύριο γιά νά εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ζωῆς Του, ἔχοντας μάλιστα τίς δοσμένες ἀπό Αὐτόν δυνάμεις Του, ὥστε ὅ,τι ἔκανε κι ᾽Εκεῖνος νά κάνουν ἀντιστοίχως κι αὐτοί; ῾᾽Ιδού δίδωμι ὑμῖν τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί οὐδέν ὑμᾶς οὐ μή ἀδικήσει᾽, τούς εἶπε. Μέ ἀποκορύφωση τήν πνευματική ἐξουσία, ἐξουσία κυριολεκτικά θεϊκή, ῾τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τάς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων᾽. ῾Λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον. ῎Αν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς. ῎Αν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται᾽. Νά ἔχεις τή δύναμη νά κυριαρχεῖς πάνω στά θηρία, ἀκόμη καί στόν Πονηρό διάβολο καί στόν θάνατο, καί νά θεωρεῖσαι τελευταῖος καί ἐλεινός, εἶναι πράγμα ἀνάποδο.

2. Κι ὅμως! Ὁ ἀπόστολος μέ ἐπίγνωση τῶν ἐξουσιῶν τοῦ ἴδιου καί τῶν λοιπῶν ἀποστόλων στόν κόσμο, φυσικό καί πνευματικό, φανερώνει τήν  παράδοξη θέση πού τούς ἔχει ἐπιφυλάξει ὁ Θεός: ῾ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους᾽. Γιατί ῾θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις᾽. Γίναμε θέαμα σ᾽ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους. Ἡ ἀπαρίθμηση πού κάνει προκειμένου νά ἐξηγήσει τό ῾ἀνεξήγητο᾽ εἶναι ἀναλυτική: Γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ παρουσιαζόμαστε ἀνόητοι, περιφρονημένοι, πεινασμένοι καί διψασμένοι, ξυλοδαρμένοι, διωγμένοι, κυριολεκτικά σκουπίδια καί ἀποβράσματα τοῦ κόσμου.



Ποιό τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς κατάστασης αὐτῆς; Πῶς οἱ προικισμένοι μέ τίς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ θεωροῦνται τόσο ἐξευτελισμένοι; ῾Η ἑρμηνεία βρίσκεται ἀφενός στό ῾διά Χριστόν᾽ καί ἀφετέρου στό ὅτι ῾ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ᾽. Σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία πού δέν δίστασε νά ἀπορρίψει καί νά σκοτώσει καί τόν ἴδιο τόν Δημιουργό Του, δέν ὑπάρχει ἄλλη στάση ἔναντι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. ῞Ο,τι στάση ἐπεφύλαξε ὁ πονηρός κόσμος στόν Χριστό, τήν ἴδια στάση κράτησε καί κρατάει καί γιά τούς δικούς Του πιστούς. Δηλαδή τόν διωγμό καί τόν θάνατο. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. Καί: ῾πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, διωχθήσονται᾽. Κι εἶναι ῾λογικό᾽: ὁ ἁμαρτωλός κόσμος δέν ἀνέχεται ὁποιονδήποτε τόν ἀρνεῖται καί τόν ἐλέγχει. ῾Η παρουσία τοῦ Κυρίου ὡς ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας συνιστοῦσε ἀποκάλυψη τοῦ σκότους καί τῆς πονηρίας. ῾Νῦν κρίσίς ἐστιν τοῦ κόσμου τούτου᾽. ῎Επρεπε λοιπόν νά ἐξαφανισθεῖ. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὅπως παλαιότερα τό ἴδιο διώχθηκαν καί τέλος θανατώθηκαν καί οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.



3. Αὐτό συμβαίνει διαχρονικά καί μέ τήν ᾽Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ῞Οσο ἡ ᾽Εκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ φανερώνει τή ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀρχηγοῦ της ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, θά ὑφίσταται, κατά παραχώρηση πάντοτε βεβαίως τοῦ Θεοῦ, διωγμούς καί βασανιστήρια. ῞Ολη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση  τῆς πραγματικότητας αὐτῆς: τῆς μαρτυρίας καί τοῦ μαρτυρίου τῶν συνεπῶν μελῶν της. Δέν ὑπάρχει σχεδόν ἡμέρα στό καθημερινό ἑορτολόγιό της πού νά μήν ἔχει ὄχι ἕναν ἀλλά περισσοτέρους ἁγίους μάρτυρες πού ἑορτάζουν, γιατί κράτησαν ἀνοικτή τήν ψυχή τους στό ὀξυγόνο τοῦ οὐρανοῦ καί ὑπέστησαν γι᾽ αὐτό τή φονική ἔκφραση τοῦ πνιγμοῦ τῶν ὀργάνων τοῦ Πονηροῦ. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας οὐδέποτε αἰσθάνθηκε ἄνετα μέ τίς πρωτοκαθεδρίες τοῦ κόσμου τούτου, καλύτερα: θεωροῦσε ὁποιεσδήποτε τιμές τοῦ κόσμου πρός αὐτήν ὡς ἀπάδουσες πρός τό πνεῦμα τοῦ ᾽Αρχηγοῦ της καί ὡς προδοσία τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς της. Τό ῾περιθώριο᾽  λοιπόν εἶναι ἡ φυσιολογική θέση τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅπως περιθωριοποιημένο εἶχαν οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου τόν ἴδιο τόν Κύριο.



4. Κι ἐκεῖ ἀρχίζει τό ἄλλο παράδοξο: στό περιθώριο ἡ ᾽Εκκλησία, ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ἀτίμωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἀμφισβήτησης, προβάλλει τήν ἀναστημένη ζωή τοῦ ἀρχηγοῦ της. Στό περιθώριο κυοφοροῦνται οἱ δυνάμεις τῆς ζωῆς πού τελικῶς θέτουν τήν ᾽Εκκλησία, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Χριστό, στό κέντρο ὄχι τοῦ κόσμου, ἀλλά στό κέντρο τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν, ἐφόσον αὐτές διακρατοῦν κάποια γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. ῾Λίθον ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλήν γωνίας᾽. ῾Ο Κύριος ἐπάνω στόν Σταυρό ἦταν ὁ παντοδύναμος ἐν σαρκί Θεός. ῾Ο Σταυρός φανέρωνε τή δόξα Του. Στόν τάφο διέλυσε τό βασίλειο τοῦ ῞Αδου καί ἀνέστη τριήμερος, φανερώνοντας ὅτι ἡ ζωή κυριεύει τοῦ θανάτου. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ᾽Εκκλησία: ὅσο ὁ πονηρός κόσμος θά τήν ἀμφισβητεῖ καί θά τήν θέτει στόν τάφο, τόσο ὁ Θεός θά τήν ἀναδεικνύει, θά τήν ἀνασταίνει καί θά τήν καθιστᾶ ζωή τῶν ἀνθρώπων. Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι τόν τελευταῖο λόγο πάντοτε τόν ἔχει ὄχι ὁ παρερχόμενος καί ἐν θανάτῳ κόσμος, ἀλλά ὁ παντοδύναμος Θεός.



᾽Ελεεινοί οἱ ἀπόστολοι λοιπόν σ᾽ ἕναν κόσμο φθορᾶς καί θανάτου. ᾽Αλλά γι᾽ αὐτό καί πλήρεις δόξης καί δυνάμεως καί σωφρονισμοῦ. ῾Ο ἀπόστολος ἀποκαλύπτει ἐν Πνεύματι κρυμμένα μυστήρια, πού δόξα τῷ Θεῷ οἱ πιστοί φωτιζόμαστε λίγο νά τά καταλαβαίνουμε καί νά τά κατανοοῦμε. ᾽Αλλά πρέπει νά εἴμαστε κι ἐμεῖς συντονισμένοι στήν ἴδια συχνότητα μ᾽ ἐκείνους, πού σημαίνει νά εἴμαστε ἕτοιμοι καί γιά τό μαρτύριο πρός χάρη τῆς πίστης μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης

Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:

+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ
A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω
ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ
ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ

Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.

Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.

Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».

Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ  κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.


Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

(᾿Ιωαν. α´ 35-52)

Εἱστήκει ὁ ᾿Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾿Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ. Στραφεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. ἦν ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾿Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. Εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς ᾿Ιωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Ο᾿Ιωάννης στεκόταν πάλι μὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του· καί, καθὼς εἶδε τὸν ᾿Ιησοῦ νὰ προσπερνάει, εἶπε· «Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Οἱ δύο μαθητὲς τὸν ἄκουσαν νὰ τὸ λέει καὶ ἀκολούθησαν τὸν ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς γύρισε καί, βλέποντάς τους νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, τοὺς εἶπε· «Τί θέλετε;» Κι αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν· «Ραββὶ -ποὺ σημαίνει Διδάσκαλε- ποῦ μένεις;» «᾿Ελᾶτε καὶ θὰ δεῖτε», τοὺς λέει. Πῆγαν λοιπόν, καὶ εἶδαν ποῦ μένει, κι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔμειναν κοντά του· ἡ ὥρα ἦταν περίπου τέσσερις τὸ ἀπόγευμα.



῾Ο ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ποὺ ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ ᾿Ιωάννη κι ἀκολούθησαν τὸν ᾿Ιησοῦ ἦταν ὁ ᾿Ανδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου. Αὐτὸς βρίσκει σὲ λίγο τὸν ἀδελφό του τὸν Σίμωνα καὶ τοῦ λέει· «Βρήκαμε τὸν Μεσσία» -ποὺ σημαίνει τὸν Χριστό. Καὶ τὸν ἔφερε στὸν ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τὸν κοίταξε καλὰ καὶ εἶπε· «᾿Εσὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ γιὸς τοῦ ᾿Ιωνᾶ· ἐσὺ θὰ ὀνομαστεῖς Κηφὰς»  — ποὺ σημαίνει Πέτρος. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει· «῎Ελα μαζί μου».



῾Ο Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ ᾿Ανδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει· «Αὐτὸν ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στὸν νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε· εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ νὰ βγεῖ τίποτα καλό;» τὸν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «῎Ελα καὶ δὲς μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει καὶ λέει γι’ αὐτόν· «Νά ἕνας γνήσιος ᾿Ισραηλίτης, χωρὶς δόλο μέσα του». «᾿Απὸ ποῦ μὲ ξέρεις;» τὸν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀπάντησε· «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νὰ ᾿ρθεῖς, σὲ εἶδα ποὺ ἤσουν κάτω ἀπ’ τὴ συκιά». Τότε ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ». Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε· «᾿Επειδὴ σοῦ εἶπα πὼς σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, γι’ αὐτὸ πιστεύεις; Θὰ δεῖς μεγαλύτερα πράγματα ἀπ’ αὐτά». Καὶ τοῦ λέει· «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θὰ δεῖτε νὰ ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ᾿Ανθρώπου».

Ο Απόστολος της Κυριακής

Αδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ῾Ημεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ῎Αχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. ᾿Εὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατὶ γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι’ ἀνθρώπους. ᾿Εμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸν Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! ῝Ως αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια.

Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὣς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲν σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ’ ἀγαπημένα του παιδιά. Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε.

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας

Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ἀγάπησε τὸν Χριστό.  Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του περίμεναν νὰ ἀποκοιμηθεῖ ὁ μεγαλύτερός τους ἀδελφὸς καὶ αὐτοὶ σηκώνονταν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ γιὰ ὦρες.
Κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα τῆς ἐπαρχίας Μόρφου.  Καλὴ παιδαγωγὸ καὶ δασκάλα τῆς εὐσεβείας εἶχαν τὴ γιαγιά τους Λωξάντρα, ἡ ὁποία τοὺς ζητοῦσε νὰ τῆς διαβάζουν βίους ἁγίων.
Διαβάζοντας ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Φιλούμενος, τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὡς ἄλλος μιμητὴς ἐκείνου, ἔκαυσε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου.
Τὰ δίδυμα τέκνα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ Γεωργίου Ὀρουντιώτη, Φιλούμενος καὶ Ἐλπίδιος φλεγόμενα ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, ξεκίνησαν γιὰ τὴν παλαίφατη Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου.
Ἐκεῖ παρέμειναν γιὰ πέντε χρόνια καὶ μετὰ ἀνεχωρήσαν ἀπὸ τὴ μαρτυρικὴ γῆ τῆς Κύπρου στὴν Ἁγία Γῆ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατὴρ Ἐλπίδιος μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἔτη διακονίας στὰ Ἱεροσόλυμα συνέχισε τὸν ἐκκλησιαστικό του βίο σὲ διάφορα μέρη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκοιμήθη στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Φιλούμενος ἔμεινε στὴν ἁγία γῆ γιὰ 46 ἔτη διακονώντας τὴν ἐκεῖ ἀδελφότητα τοῦ Πατριαρχείου, ὡς φύλακας ἁγίων τόπων, ἀλλὰ ἐξαιρέτως ἁγίων τρόπων.
Τελευταῖος σταθμὸς τῆς διακονίας του ἦταν τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τὸ ὁποῖον ἔγινε τόπος τοῦ μαρτυρίου του.
Στὶς 29 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, φανατικοὶ σιωνιστές, ποὺ διεκδικοῦσαν τὸ προσκύνημα ὡς δικό τους, τὸν κατέκοψαν τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἁγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν τὸ τίμιό του λείψανο ἔπειτα ἀπὸ πέντε ἡμέρες καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν ἁγία γῆ.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, αὐτὰ εὐωδίαζαν δείχνοντας τὴν ἁγιότητά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 29η Νοεμβρίου, ἐξαιρέτως δὲ στὴν κοινότητα τῆς Ὁροῦντας μὲ παννύχιο ἀγρυπνία.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Φιλούμενος

Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν

Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Η γλυκύτητα της ευχής

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης
 Οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, το λέει μέσα ότι η ευχή δεν είναι μία για όλους τους ανθρώπους.


Αναλόγως της καταστάσεως.

Ο άλλος λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού Χριστέ μου, ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού μου, ελέησόν με». Άλλος: «Ιησού μου». Άλλος τίποτε.

Ε, το τίποτα είναι σ’ έναν ανώτερο βαθμό, να πούμε, που δεν μπορείς να μιλήσεις εκείνην την ώρα, μόνο απολαμβάνεις αυτήν τη γλυκύτητα.

Όταν υποβιβάζεται αυτή η κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου και λέει την ευχή η καρδιά σου. Τότες εκείνην την ώρα μπορείς να λύσεις και πολλά προβλήματα.

Ενώ προηγουμένως δεν άκουες την ευχή, όταν ήρθες στο τέρμα, στο ζενίθ δεν άκουες τίποτα, μόνο απολάμβανες έτσι. Όταν υποβιβάστηκε, άκούς και η καρδιά σου λέει την ευχή, οπότε μπορείς ν’ αυτοκυριαρχήσεις εκείνην την ώρα. Στο άλλο όμως δεν μπορείς ν’ αυτοκυριαρχήσεις.

Όχι ότι δεν μπορείς, αλλά δεν σ’ αφήνει, σε τραβάει. Και τα παρατάς όλα και κάθεσαι σαν ένας άψυχος, να πούμε, και παρακολουθείς.

Πόσο θα διαρκέσει αυτό, είναι κρίσις Θεού. Πόσο θα διαρκέσει αυτό το πράγμα. Μπορεί να διαρκέσει και μισή ώρα, μπορεί να διαρκέσει και πέντε λεφτά, μπορεί να διαρκέσει και περισσότερο.

«Ουκ ένι άρσεν και θήλυ» - Η θέση της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας

Η θέση της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας δεν ακολούθησε τη θέση της στην κοινωνία. Η γυναίκα στην πίστη μας τιμάται στο πρόσωπο της Παναγίας στην υψηλότερη θέση που μπορούσε να πάρει ο άνθρωπος, είναι το δώρο της ανθρωπότητας στο Θεό.

Αλλά και πλήθος γυναικών θαυμάζεται και τιμάται για την αγάπη και την πίστη στο Θεό και έχει λάβει περίοπτη θέση στο χριστιανικό εορτολόγιο και στην πνευματική ζωή. Είναι πρότυπα για την Εκκλησία και τα μέλη της.

Δεν είναι η εργασία, η μόρφωση, η ομορφιά και η εμφάνιση ή η ευφυΐα με την οποία ασχολείται η πίστη μας, όταν προβάλλει τις γυναίκες. Είναι η σχέση με το Θεό, την οποία αναπτύσσουν στη ζωή τους οι γυναίκες που τιμώνται από την Εκκλησία, το κριτήριο για την ανάδειξή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άνδρες αγίους. Δεν ασχολείται η Εκκλησία με τα χαρίσματα ή την καταγωγή ή την κοσμική τους πρόοδο. Καταγράφει όλα αυτά, αλλά προχωρεί στη σχέση με το Θεό που δίνει άλλο νόημα στη ζωή των ανθρώπων και τους αγιάζει.

Όλα αυτά ενώ η κοινωνία επεφύλαξε στο παρελθόν ένα ρόλο κλειστό και περιορισμένο για τις γυναίκες. Τις θεωρούσε ως τις φύλακες των σπιτιών και των οικογενειών, ως αυτές που είχαν την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών, ως τα πρόσωπα εκείνα που έπρεπε να είναι πάντοτε υπό την σκιά των ανδρών. Γι’ αυτό και τα όποια δικαιώματα για τις γυναίκες άργησαν πολύ να δοθούν από τις ανθρώπινες κοινωνίες και σε κάποιους λαούς και κοινωνίες δεν έχουν δοθεί ακόμη.

Για την πίστη όμως υπάρχει ο περίφημος λόγος του αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28). Η διαφοροποίηση των φύλων έχει να κάνει με το ρόλο, όχι με την αξία των προσώπων έναντι του Θεού. Η σωτηρία δεν είναι για τους άνδρες μόνο. Όπως κάθε διάκριση, είτε ανάμεσα στις εθνικότητες, είτε ανάμεσα στα θρησκεύματα, είτε στην κοινωνική και ταξική καταγωγή έχει καταργηθεί, έτσι και η διάκριση ανάμεσα στα φύλα δεν μπορεί να ισχύει στην Βασιλεία του Θεού. Ο άνθρωπος δεν γίνεται πολίτης της επειδή είναι άνδρας, Ιουδαίος, ελεύθερος, αλλά κατά τη πίστη του. Δεν είναι η εξουσία και η ισχύς τα κριτήρια της αποδοχής ενός ανθρώπου από το Θεό, αλλά η ιδιότητα του προσώπου, που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Γιατί η γυναίκα είχε αυτή τη θέση στην κοινωνία, επειδή θεωρούνταν ανίσχυρη να επιβληθεί με τις δυνάμεις της στον ανδρικό εγωισμό και ανίκανη να διοικήσει την κοινωνία και να δώσει με το δικό της τρόπο και ήθος άλλο μήνυμα στη ζωή και τον κόσμο.

Η Εκκλησία δεν μπαίνει στη λογική της συζήτησης της ικανότητας της γυναίκας να εξουσιάσει ή να διοικήσει την κοινωνία και τη ζωή. Αποκαθιστά τη γυναίκα στο πρότερον κάλλος της σχέσης με το Θεό, από το οποίο και εκείνη και ο άνδρας εξέπεσαν εξαιτίας της αμαρτίας. Και ζητά τόσο από εκείνη όσο και από τον άνδρα να οικειωθούν την πίστη που τους οδηγεί στον αληθινό Θεό, στην μεταμόρφωση του κατ’ εικόνα τους στο καθ’ ομοίωσιν και να αναλάβουν το ρόλο που μπορούν, ανάλογα με το χάρισμά τους, στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή της Βασιλείας του Θεού.

Γυναίκα και άνδρας λειτουργούν ως «εις» εν Χριστώ Ιησού. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την πίστη, την εν Αγίω Πνεύματι κοινωνία και την παράθεση της ζωής τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας στο Χριστό.

Η πίστη συνεπάγεται την εμπιστοσύνη στο Χριστό ως τον Σωτήρα και Λυτρωτή και ως Εκείνον που αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε να σαρκωθεί, να σταυρωθεί, να αναστηθεί και να οδηγήσει την ανθρώπινη φύση στο Θεό-Πατέρα. Η πίστη δεν είναι μαγική κατάσταση. Είναι δωρεά του Θεού, αλλά και απάντηση στις αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταυτόχρονα, αποτελεί επιλογή του ανθρώπου, άνδρα και γυναίκας, κίνηση αποδοχής του Θεού ως Πατέρα και απόφαση χρήσης της ελευθερίας ως υπέρβασης του εγωισμού, της αμφιβολίας, της αυτο-θεοποίησης. Με άλλο τρόπο, εξαιτίας της διαφορετικότητας των φύλων, εκφράζει την απιστία στο Θεό και την προτεραιότητα του εαυτού ο άνδρας, με άλλον η γυναίκα. Και στα δύο φύλα όμως πρυτανεύει ο εγωισμός, φανερός ή κρυφός. Και ο εγωισμός μόνο με την ταπεινότητα της πίστης θεραπεύεται.

Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος συνεπάγεται την άρνηση του ανθρώπου να προτάξει το ήθος της εξουσίας ως αυτοσκοπό στη ζωή του και να επιλέξει την οδό της διακονίας της αγάπης μέσα από την συνάντηση με τον άλλο. Ο άλλος ας θέλει να εξουσιάζει. Αυτός που έχει εν τη καρδία του το Άγιο Πνεύμα επιλέγει την αγάπη. Και η αγάπη εκφράζεται με την καλοσύνη, τον διάλογο, τη σιωπή, την υπομονή, την ταπεινότητα. Η αγάπη εκφράζεται με την θυσία της παραίτησης από τα δικαιώματα. Η αγάπη εκφράζεται με την ασφάλεια που ο ένας μπορεί να παρέχει στον άλλο. Και αυτοί οι τρόποι δεν έχουν να κάνουν με τα φύλα, αλλά είναι στοιχεία που όλοι οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν. Γιατί αποτελούν δωρεές της σχέσης με το Θεό εν Αγίω Πνεύματι στη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία άνδρας και γυναίκα, όπως και ολόκληρος ο κόσμος βρίσκουν την αληθινή καταξίωση, η οποία δεν μένει στον παρόντα χρόνο, αλλά προχωρεί στην αιωνιότητα.

Χρειάζεται όμως και μία τρίτη κατάσταση. Είναι η εναπόθεση, η παράθεση «πάσης της ζωής ημών Χριστώ τω Θεώ». Τα δύο φύλα δεν περιορίζονται στη σχέση αναμεταξύ τους, στην από κοινού πορεία και διακονία στην οικογένεια, στην εργασία, στη δημιουργία, στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, αλλά εμπιστεύονται τη ζωή και την πορεία τους στην προοπτική της σχέσης με το Χριστό. Εμπιστεύονται, αλλά και αφήνονται στην αγάπη του Θεού. Δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να πετύχουν κατά κόσμον, αλλά για να υπακούσουν στο θέλημα του Θεού και ταυτόχρονα να μπορούν να χαρούν τη ζωή της Βασιλείας των ουρανών. Δεν είναι οι ανθρώπινοι νόμοι, τα αστικά και άλλα δικαιώματα, τα όποια καθήκοντα του ενός έναντι του άλλου που δίνουν πλαίσια και περιγράφουν τον τρόπο της ζωής, αλλά η γνώση και η βίωση της κοινωνίας με το Χριστό και το άφημα του εαυτού και της ζωής και των δυσκολιών, της οδύνης και του κόπου σ’ Αυτόν. Και όταν χρειαστεί, ακόμη και η συγγένεια, ακόμη και τα χαρίσματα ή οι ικανότητες μπορούν να τεθούν στο περιθώριο, γιατί προηγείται η αγάπη προς το Χριστό. Και αυτός ο δρόμος μπορεί να οδηγήσει στο μαρτύριο, αλλά και στην αληθινή δόξα της κοινωνίας με το Θεό.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία όταν τιμά τη μνήμη κάποιας ξεχωριστής γυναίκας-Αγίας θυμίζει στους πιστούς αυτή την ενότητα που υπάρχει στη ζωή της πίστης. Θυμίζει την πίστη στο Χριστό που επέδειξε η γυναίκα, την κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και την παράθεση της ζωής της στο Χριστό που την οδηγεί στο μαρτύριο είτε του αίματος είτε της συνειδήσεως.

Και, παράλληλα, υπενθυμίζει ότι και ο Χριστός εκ γυναικός γεννήθηκε, για να μη μένει καμία αμφιβολία ότι δεν είναι η ισχύς και η εξουσία που δίνουν κατά Θεόν νόημα στη ζωή, αλλά η σχέση με τον Θεάνθρωπο. Για να αποτελεί τελικά η τιμώμενη γυναίκα πρότυπο, όχι μόνο για τις άλλες γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες, για όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού. Για να μπορούμε όλοι, ζώντας την ενότητα της πίστεως, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και την παράθεση της ζωής μας Χριστώ τω Θεώ, να βιώνουμε τη χαρά της Βασιλείας, ακόμη κι αν ο κόσμος μας βλέπει τα πράγματα αλλιώς, κατά το εγωκεντρικό του, κατά το εξουσιαστικό του, κατά το αυτορυθμιστικό του θέλημα. Η αποτυχία αυτού του θελήματος και ο θάνατος που φέρνει μας καλούν να δούμε τον άλλο δρόμο και να επιλέξουμε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος

Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.

Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.

Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.


Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Σούρουπο στη Σιμωνόπτερα

Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών

Ήταν ένα διάστημα που επισκεφθόμουν το Άγιον Όρος κάθε μήνα. Κατέφευγα και αποθήκευα εκεί τις υποσχέσεις και τους φόβους μου, τις ανησυχίες, τα λάθη, κάθε αντίλογη και οξύμωρη σκέψη. Άλλωστε, πολλές από αυτές, χρόνια με ¨ταλαιπωρούσαν¨ και ευτυχώς, ακόμη και σήμερα, με λυπήθηκε ο Πανάγαθος Θεός, μού της παρέδωσε ως δωρεά, δωρεά στον αμαρτωλό, δωρεά στον άνθρωπο! «Ολίγον κατ΄ολίγον» με συμβούλευε ο γέροντάς μου, «ολίγον κατ΄ολίγον  και θα διδαχθείς από τα λάθη σου. Φθάνει όμως να κρατήσεις το ¨αφήφιστον¨. Να αποκηρύξεις δηλαδή κάθε σκέψη που σου υπενθυμίζει όσα ¨καλά¨ έκαμνες, να απο-οικιοποιηθείς όσα ο Θεός σου εμπιστεύθηκε ως ¨τάλαντο¨, ως ¨Σταυρό¨, ως ¨παιδαγωγίᨻ, συνήθιζε να μου υπενθυμίζει σε κάθε μου εξομολόγηση. Έκαμνα προσπάθεια τότε να προχωρήσω και να προσχωρήσω σε όσα φιλάρετα με συμβούλευαν οι Πατέρες. Άκουγα πολλά, έβλεπα περισσότερα, άλλα τα λησμόνησα και άλλα προχώρησαν και με ξέχασαν ωσαύτως. Πάντοτε όμως αντηχούσε στα ακουσίως-θέλω να πιστεύω ακόμη και σήμερα-κωφεύοντα ώτα μου εκείνη η μεταφυσική αγωνία μου, εκείνοι οι προβληματισμοί που αν και νέοι στην ηλικία, μέσα στο Περιβόλι της Κυρίας Θεοτόκου διανθίζονταν στο βαθύ μπλε και άλλοτε κόκκινο ηλιόγερμα και ξεχνούσαν και Θεό και Παράδεισο και άνθρωπο! «Μήπως η νοσταλγία τους, για την αιώνια πατρίδα, εξαντλείται σε ρωμαντικούς περίπατους στα ξανθά ακρογιάλια των θαλασσών, και δεν τολμούν να ξανανοιχτούν με τη νεανική σχεδία τους στο γαλάζιο αλλά επικίνδυνο κι απέραντο Πέλαγος; Μα όλα αυτά, κι ακόμη η αγωνία, ο φόβος, η έγνοια, η απελπισία, ο θάνατος, είναι σημεία που ωριμάζουν το νέο, γιατί τον κάνουν και πονεί. Ο πόνος είναι και σ΄αυτή την περίσταση, ένας μεγάλος δάσκαλος».



Σούρουπο στη Σιμωνόπετρα. Το χαρακτηριστικό χαγιάτι που περιτριγυρίζει το μοναστήρι σε διασφαλίζει, σε δια-κραττεί σθεναρά και σου υπενθυμίζει σιωπηρά τη συμπόρευση και θεία αναγωγή σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το θέαμα από εκεί! Βαθύ χρυσαφένιο σούρουπο, απόλυτη ησυχία, απόκοσμες νυχτερινές σκιές που χαράσσουν οι γύρω χείμαρροι, οι απόκρημνες λαγκαδιές. Η ιλαρή, έως τώρα, περιβάλλουσα φύση ανδρώνεται, εξεγείρεται, βράδυ ζυγώνει, ετοιμάζεται να αρθρώσει το ανάστημά της απέναντι στο γέρο –Άθωνα, έστω και λίγο, να τολμήσει αναμετρηθεί μαζί του! Απόλυτη ησυχία. Σούρουπο, τα αηδόνια ¨ερωτοτροπούν¨ και κάθε φορά καινούργιο συμπόσιο αειθαλές μού φαίνεται πως στήνουν! Και από κάτω από τα μάτια σου το βαθύ μπλε, η απέραντη γαλάζια συνοριογραμμή, πράγματι έως εδώ φθάνει ο απόηχος, ο ορυμαγδός των κυμάτων, έως εδώ συναπαντιέται με το γάργαρο μουρμουρητό των νερών γύρω σου, έως εδώ συναντάς παρελθόν και παρόν, ένα γύρω γίνεται η ζωή σου στο χαγιάτι της Σιμωνόπετρας, στο σούρουπο, εκεί, λίγο πριν ¨ξυπνήσει¨ για τη νυχτερινή του ¨ηγουμενία¨ ο Άθωνας…



Σ΄ένα πελώριο βράχο, 300 περίπου μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στέκεται το επταόροφο Μοναστήρι της Σιμωνόπετρας. Ιδρυτής του είναι ο Όσιος Σίμωνας, ο οποίος εγκαταβίωσε στο μοναστήρι το 13ο αιώνα και το ονόμασε αρχικά ¨Νέα Βηθλεέμ¨. Σπουδαίοι ηγεμόνες ανέλαβαν την επιστασία της Μονής και βοήθησαν ουσιαστικά έως τις φοβερές πυρκαγιές στα 1580 και 1622 μ. Χ., με αποτέλεσμα η Μονή σχεδόν να ερημώσει. «Στα 1762 στην έρημη Μονή θα μονάσει για λίγο ο Ρώσος μοναχός Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, που με άλλους μοναχούς θα προσπαθήσει ν΄αναβιώσει το μοναστήρι. Η παραμονή του Παϊσίου θα είναι μικρή αλλά το έργο του θα συνεχίσει ο μοναχός Ιωάσαφ από τη Μυτιλήνη…». Ο αυλόγυρος της Μονής σχετικά μικρός, στη μέση του οποίου δεσπόζει το καθολικό της που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού.

Σούρουπο στη Σιμωνόπετρα. Θυμήθηκα τα λόγια του Άγγλου ποιητή και δραματουργού Γουίλιαμ Σαίξπυρ[1564-1616], που μερίμνησε όσο ζούσε να χαραχθούν στην ταφόπλακά του: «Φίλε καλέ, στο όνομα του Θεού απόφυγε να σκάψεις την σκόνη που βρίσκεται εδώ μέσα. Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που θα σεβασθεί τις πέτρες αυτές. Καταραμένος νά ΄ ναι όποιος μετακινήσει τα κόκαλά μου». Παρελθόν και παρόν, ζωή και θάνατος, κόσμος και έρημος, αμαρτία και αγιότητα…

Σούρουπο στη Σιμωνόπετρα. Λαμπυρίζει η Σελήνη τη χρυσαφένια αποδομή του κόσμου, ζωγραφίζει τον κόσμο πιο όμορφο, πιό αγαθό, έτσι που να δυνηθεί στο μέλλον να συγχωρεί όσα λάθη και παραλείψεις, όσα λάθη και υποσχέσεις ¨λησμόνησα¨ κάποιο σούρουπο στη Σιμωνόπετρα με θέα το βαθύ κόκκινο της νιότης…

Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο

Τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη

Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐνῶ ἀποτελεῖ βασικό καί σημαντικό ἔργο γιά κάθε πιστό, εἰδικά στίς μέρες μας, γιά πολλούς δέν ὑφίσταται. Γιά τούς μέν ἀδιάφορους θεωρεῖται δεδομένη ἡ μή ἐνασχόλησή τους μέ τό ἱερό αὐτό βιβλίο, γιά δέ τούς ἔχοντας ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική ζωή παρατηροῦμε παραγκώνισή της, λόγῳ προτεραιότητας γιά ἀνάγνωση ἄλλων πνευματικῶν βιβλίων. Ὅμως ἡ μελέτη τῆς Βίβλου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνα παραγέμισμα στήν πνευματική μας ζωή ἀλλά βασικό μέλημα αὐτῆς. Ἄς σκεφτοῦμε ἕναν ἀθλητή τοῦ στίβου, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ καί προσπαθεῖ νά καταφέρει ἕνα δυνατό ἅλμα στό ἄθλημα «ἅλμα ἐπί κοντῷ». Προπονεῖται καθημερινά γιά πολλές ὤρες, προσέχει τήν διατροφή του, δέν ξενυχτᾶ κ.ἄ. Αὐτός ὁ ἀθλητής εἶναι πολύ πιθανό νά καταφέρει ἕνα καλό ἀποτέλεσμα. Παράλληλα τώρα, γιά τόν χριστιανό, πού εἶναι ἕνας ἀθλητής τοῦ πνευματικοῦ στίβου, ἡ καλή διατροφή,  θά λέμαμε οἱ βιταμίνες, εἶναι ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄν δέν τραφεῖς μέ τίς ἀπαραίτητες  αὐτές βυταμίνες δέν θά μπορέσεις νά σταθεῖς ὄρθιος, οὔτε θά πετύχεις τούς πνευματικούς σου στόχους. Ἀφορμή γιά τό κείμενο αὐτό ἀπετέλεσαν τά κείμενα ἑνός σπουδαίου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου  Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου.



Ὁ ἅγιος αὐτός ἀπευθυνόμενος στόν Μαρκελλῖνο, τόν ἐπαινεῖ, διότι ἔμαθε τήν ἀγάπη του γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκεται ἀποθησαυρισμένος στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἀναφερόμενος σ᾽αὐτόν λέγει χαρακτηριστικά: «πρός πᾶσαν τήν θείαν γραφήν ἔχειν τήν σχολήν» καί συμπληρώνει λέγοντας γιά τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ὅτι «πολύν ἔχων εἰς αὐτήν τήν βίβλον κἀγώ πόθον, ὥσπερ καί εἰς πᾶσαν τήν γραφήν».



Ὁμολογεῖ λοιπόν εὐθαρσῶς τόν πόθο του γιά τήν μελέτη τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Στό ἴδιο ἔργο του, «πρός Μαρκελλῖνον», ἀναφέρεται στά ὀφέλη τῆς βιβλικῆς μελέτης λέγοντας:  «εἰ γάρ δεῖ καί πιθανώτερον εἰπεῖν, πᾶσα μέν ἡ θεία γραφή διδάσκαλός ἐστιν ἀρετῆς και πίστεως ἀληθοῦς».



Ἡ Ἁγία Γραφῆ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καταγεγραμμένος, καί μέ ἁπλά λόγια μέσῳ αὐτῆς μιλᾶ ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. Τοῦς ἀναφέρει τί νά κάνουν γιά νά ἐνωθοῦν μαζί Του. Ὁ Ἀθανάσιος ἀναφερόμενος στήν θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐπιτυχημένη εἰκόνα γιά τήν ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάγνωσή της. Λέγει: «δεῖ τῶν ἐντυγχανόντων ἕκαστον ταύτῃ τῇ βίβλῳ ἐντυγχάνειν μέν ἄπασι γνησίως τοῖς ἐν αὐτῇ θεοπνεύστοις οὔσι, λαμβάνειν δέ λοιπόν ἀπ᾽αὐτῶν ὡς ἐκ παραδείσου καρπῶν ὠφελείας, πρός ὅ τήν χρείαν ἑαυτόν ἔχοντα συνορᾶ».



Εἶναι δηλαδή ὅταν μελετᾶς τό ἱερό κείμενο σάν νά ἔχεις μπεῖ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ καί μαζεύεις καρπούς. Τέλος, ὁ ἅγιος κάνει μιά ἀναφορά στόν πνευματικό του πατέρα, τόν Μέγα Ἀντώνιο, γιά τόν ὁποῖο λέγει ὅτι ἐπειδή δέν γνώριζε γράμματα προσπαθοῦσε νά ἀποστηθήσει ὅλη τήν Ἁγία Γραφή στό νοῦ του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Καί γάρ προσεῖχεν οὕτως τῆ ἀναγνώσει, ὡς μηδέν τῶν γεγραμμένων ἀπ᾽αὐτοῦ πίπτειν χαμαί, πάντα δέ κατέχειν, καί λοιπόν αὐτῶ τήν μνήμην ἀντί βιβλίων γίνεσθαι».



Ἀπό τά παραπάνω γίνεται ἀντιληπτή ἡ βαρύτητα καί προτεραιότητα πού ἔδιναν οἱ ἅγιοι στήν μελέτη τῆς Βίβλου καί ἡ ἀναφορά τους στά ὀφέλη ἐξ αὐτῆς στούς χριστιανούς. Δέν ἔχουμε παρά νά ἀκολουθοῦμε τά ἴχνη τῶν Πατέρων μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας

Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).

Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.

Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.

Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.



Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Περί σιωπής

Το να σιωπάς είναι πράγματι αποτέλεσμα και καρπός βασιλικής και ευγενικής παιδείας. Αυτός που έμαθε να σιωπά, αυτός έμαθε και να μιλάει. Γιατί η σιωπή είναι προϊόν σύνεσης όχι μικρότερης από το να μιλάει κανείς συνετά.

Έτσι λοιπόν αυτός που δεν ξέρει να σιωπά, ούτε να συζητάει μπορεί. Για τον νέο μάλιστα, η σιωπή δημιουργεί περιβάλλον ασφαλές΄ και μάλιστα όταν ακούει τον άλλον και δεν ταράζεται ούτε αντιμιλάει με άπρεπα λόγια.

Ακόμη κι αν τα λόγια που ακούει δεν του πολυαρέσουν, να τα ανέχεται και να περιμένει να σταματήσει ο συνομιλητής του. Ούτε αμέσως να προβάλλει την αντίρρησή του, αλλά, όπως λέει ο Αισχίνης, να του αφήνει χρόνο, μήπως και θέλει να προσθέσει κάτι ακόμη στα λεγόμενά του ο άλλος, ή κάτι να διορθώσει ή να αφαιρέσει από μόνος του.

Αυτοί δε που αμέσως διακόπτουν, ούτε ακούν ούτε ακούγονται, μιλούν σ’ αυτούς που ταυτόχρονα μιλούν κι έτσι καταλήγουν να φέρονται άσχημα (Πλούταρχος).Η σιγή είναι μητέρα τής προσοχής, κρίκος τής πύλης τού ουρανού, κλειδί τού Παραδείσου» (Ιωάννης της Κλί­μακας).

Η σιγή είναι ένδειξη σωφροσύνης’ ωστόσο, αυτή, από μόνη της, δεν μπορεί να φέρει τη μεταμέλεια. Ακόμη κι αυτούς που δεν έχουν παιδεία, η σιωπή τους μεταμορφώνει σε φρόνιμους και σεμνούς.

Είναι αγαθό το να σιωπάς, παρά να μιλάς και μακάριος αυτός που έχει βρει και κρατήσει αυτό το κλειδί. Είναι καλύτερος αυτός που σιωπά απ’ αυτόν που μιλάει, ακόμη κι αν μιλάει σωστά. Όταν η γυναίκα σιωπά, φορά το καλύτερο στολίδι. Μάθε να σωπαίνεις καθότι αυτό είναι καλύτερο από το να μιλάς.

«Η παροιμία λέει ότι η σιωπή είναι ακίνδυνος έπαινος. Αυτός που φυλάει το στόμα του, διατηρεί την ψυχή του μακριά από θλίψεις. Από στόμα κλειστό μόνο αγαθά προκύπτουν. Ο σιωπηλός και νοήμων αξιώνεται πολλών τιμών. Υπάρχει αυτός που μιλάει και δεν είναι αρεστός.

Και υπάρχει κάποιος που σιωπά και βρίσκεται σοφός» (Σειράχ). «Μίλησε αν έχεις κάτι καλύτερο να πεις από το να σιωπήσεις. Αγάπα την ησυχία΄ εκεί η σιγή είναι καλύτερη από τον λόγο» (Γρηγόριος ο Θεολόγος).

Το να σωπαίνεις, δεν προκαλεί ούτε δίψα, ούτε λύπη, ούτε πόνο. Απ’ αυτούς που σιώπησαν, κανείς δεν μετάνιωσε. Απ’ αυτούς που μίλησαν πάρα πολλοί το μετάνιωσαν. Το να συγκρατεί κανείς τη γλώσσα του είναι τιμητικό και για τον γέρο και για τον νέο.
Για τα λόγια σου φτιάξε ζυγαριά και μέτρο και για το στόμα σου θύρα που θα το κρατά κλειστό. Αν έχεις κάποιο λόγο συνετό να πεις, αποκρίσου στον πλησίον σου΄ αν όχι, κλείσε καλύτερα το στόμα σου με το χέρι σου. Ο Σολομών ευχόταν στον Θεό να βάλει φίμωτρο στο στόμα του και να σφραγίσει τα χείλη του.

Ο Δαυίδ ζητούσε «φυλακήν τω στόματι αυτού και θύραν περιοχής περί τα χείλη του».
Η σιγή τής γλώσσας είναι σαν το δένδρο τής ζωής΄ αυτός δε που τη διατηρεί, γεμίζει με Άγιο Πνεύμα΄ ο θάνατος και η ζωή είναι στο χέρι τής γλώσσας΄ αυτοί δε που την εξουσιάζουν, απολαμβάνουν τους καρπούς της.
Είναι πολύ καλή η σιωπή που διατηρείται όταν πρέπει΄ τίποτα άλλο δεν είναι παρά μητέρα σοφότατων λογισμών. Το αγαθό πνεύμα αποφεύγει την πολυλογία.

(Από το βιβλίο «Γνώθι σαυτόν», Εκδόσεις «ΑΘΩΣ»)

Ή ζωή στον κόσμο(Στάρετς Σάββας Ο Παρηγορητής)

Όταν βλέπεις ότι πολλοί αναζητούν την ευτυχία τους στα αισθητά αγαθά, στην αισθητή ικανοποίηση, στην καλοπεραση και στην πολυτέλεια και τα προβάλλουν αυτά σαν σοφή επιλογή·
Οταν βλέπεις ότι πολλοί για την επίγεια ευτυχία τους χρησιμοποιούν κάθε ψεύδος και κάθε απάτη, υπερασπίζονται το μίσος, την εκδικητικότητα και άλλα πάθη και θεωρούν την άρνησηνα ευχαριστείται κάποιος με τα αισθητά αγαθά ανοησία, τότεοφείλουμε να θυμηθούμε μέσα στην καρδιά μας και να πούμε αυτά που δίδαξαν οι Απόστολοι:
Εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να ζούμε σύμφωνα με τον νόμο τού Χριστού (Γαλ. 6, 2). Και ό νόμος τού Χριστού απαιτεί ώστε εμείς να σταυρώσουμε τη σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίες» (Γαλ. 5, 24), να πετάξουμε μακριά μας τον ψεύδος και να λέμε την αλήθεια (Έφ. 4, 25), κάθε εκδίκηση να την αναθέσουμε στον Κύριο και Θεό πού είπε: «Έμοι εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω»(Ρωμ. 12, 56).

Γενικώς, έχοντας υποσχέθηκε όψιν σου όλα τα κακά παραδείγματα πού παρουσιάζονται, αμέσως κοίταξε στον Ιησού Χριστό, ό Όποιος έχει τον πλήρες δικαίωμα να απαιτήσει από μας να ακολουθήσουμε τον παράδειγμά Του και μετά κοίταξε στα εκατομμύρια των ανθρώπων πού έμιμήθησαν τη Ζωή Του, πού έγιναν άγιοι και είναι άξιοι να τούς μιμούμαστε. Να μιμηθείς όχι τον παράδειγμα της ειδωλολατρικής ζωής, ή οποία είναι τόσο φανερή στον κόσμο μας, αλλά τον παράδειγμα της φρονήσεως, της μετριοφροσύνης, της αιδούς, της εγκράτειας, της τάξεως, τού ζήλου για την ευαρέστηση τού Θεού, με τα όποια διακρίθηκαν οι άγιοι και οι αληθινοί χριστιανοί, πού συνεχώς προσπαθούσαν να ζήσουν και έζησαν όχι σύμφωνα με τούς κανόνες τού κόσμου, αλλά σύμφωνα με τη διδασκαλία τού Ιησού Χριστού.
—————————————————————–
Γιατί πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό

1. Διότι από την ανυπαρξία μας έφερε στην ύπαρξη.
2. Διότι μας τίμησε όχι με κτηνώδη, αλλά με ανθρώπινη ψυχή.
3. Διότι μας δώρισε το δικαίωμα να είμαστε κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών.
4. Διότι μας λύτρωσε με το ίδιο το Τίμιο αίμα Του.
5. Διότι πολλές φορές οργιζόμενος με μας δεν κρατεί το θυμό Του μέχρι τέλους.
6. Διότι παρά τα βαρειά παραπτώματα, δεν μας οδήγησε στην απώλεια μαζί με τις αμαρτίες μας, αλλά μας διαφύλαξε ζώντες.
7. Διότι μας φυλάσσει ακέραιους και δεν επιτρέπει στον Διάβολο να μας καταπιεί όταν αμαρτάνουμε.
8. Διότι μέχρι τώρα αναμένει τη μετάνοιά μας και είμαστε ακόμη ζωντανοί και όχι νεκροί, δηλαδή γιατί ακόμη τα σκουλήκια δεν τρώνε το σώμα μας στον τάφο και διότι ακόμη οι ψυχές μας δεν είναι στον Άδη.
9. Διότι υπάρχει ακόμα καιρός για να μετανοήσουμε.Στ’ αλήθεια, πόσο οφείλουμε να ευχαριστούμε τον Θεό για όλα αυτά!


————————————————————————————-

στ) Τό Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ἀληθινή ταπείνωση. Ἀκόμη καί ὁ πιό λογικός ἄνθρωπος, ἄν δέν ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν μπορεῖ μέ τόν πρέποντα τρόπο να γνωρίσει τόν ἑαυτό του, διότι, ὅπως εἰπώθηκε προηγουμένως, αὐτός χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν ἐσωτερική κατάσταση τῆς ψυχῆς του. Ἄν κάνει τό καλό στούς ἄλλους ἐνεργεῖ τίμια, τότε σκέφτεται γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος κι ἀκόμη τέλειος, σέ σύγκριση μέ τούς ἄλλους, καί γι’ αὐτό σκέφτεται ὅτι δέν ἔχει πιά ἀνάγκη ἀπό τίποτε.
Ἄχ, πόσο συχνά οἰ ἄνθρωποι χάνονται ἀπό τήν ψευδῆ πεποίθηση στήν τιμιότητα καί τή δικαιοσύνη τους!  Χάνονται, γιατί ἐλπίζοντας στή δικαιοσύνη τους, καθόλου δέ λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τους τό πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ οὔτε τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς λοιπόν τότε θά γίνει σ’ αὐτούς ἀπαραίτητη ἡ  βοήθειά Του; Κι ἔτσι, καθώς τό Πνεῦμα τό ἅγιο δίνεται μόνο σέ ὅποιον Τό παρακαλεῖ καί Τό ἀναζητᾶ- κι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνο δέν Τό παρακαλοῦν καί δέν Τό ἀναζητοῦν, ἀλλά τό θεωροῦν κιόλας ὄχι ἀναγκαῖο-, Ἐκεῖνο δέ δίνεται σ’ αὐτούς καί συνεπῶς αὐτοί μένουν στήν πλάνη καί χάνονται.
Ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν κατοικήσει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὄλη τήν ἐσωτερική του πτωχεῖα, καί τήν ἀδυναμία καί τή διαφθορά τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς του καί τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό.  Παρ’ ὅλες τίς ἀρετές του καί τή δικαιοσύνη του, τοῦ δείχνει ὄλες τίς ἁμαρτίες του: τή νωθρότητα και τήν ἀμέλεια γιά τήν σωτηρία καί τό καλό τῶν ἀνθρώπων, τήν ἰδιοτέλειά  τους στίς
–φανερά- πιό ἀνιδιοτελεῖς ἀρετές του, τόν ἄξεστο ἐγωισμό του, ἐκεῖ πού οὔτε κἄν τόν ὑποψιαζόταν.
Μέ λίγα λόγια τό Ἅγιο Πνεῦμα δείχνει τά πάντα μέ τήν ἀληθινή τους ὄψη.  Καί τότε ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ταπεινώνεται μέ τή ἀληθινή ταπείνωση. Ἀρχίζει νά χάνει τή ἐλπίδα στίς ἀτομικές του
δυνάμεις καί ἀρετές καί θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τόν χειρότερο ἀπό τούς ἀνθρώπους.  Καί ταπεινούμενος ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «Εἰς Ἅγιος εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός», ἀρχίζει νά μετανοεῖ ἀληθινά καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἀποφασίζει νά μήν ἁμαρτήσει πλέον, ἀλλά νά ζεῖ προσεκτικώτερα.  Κι ἄν πράγματι ἔχει κάποια ἀρετή, τότε βλέπει καθαρά ὅτι δέν τήν ἔχει παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀρχίζει νά ἐλπίζει στόν Ἕνα μόνο Θεό.
ζ) Τό Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει τήν ἀληθινή προσευχή.  Κανείς, ἔως ὅτου λάβει τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν μπορεῖ νά κάνει τέτοια προσευχή, ἡ ὁποία νά εἶναι εὐπρόδεκτη στό Θεό.  Γι’ αὐτό, ἄν κάποιος πού δέν ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀρχίζει να προσεύχεται, ἡ ψυχή του διαχέεται σέ διάφορα μέρη ἀπό τό ἕνα πρᾶγμα στό ἀλλο καί ποτέ δέν μπορεῖ νά κρατήσει τίς σκέψεις του σέ ἕνα σημεῖο.  Καί ἐκτός αὐτοῦ δέ γνωρίζει μέ τόν πρέποντα τρόπο οὔτε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του οὔτε τό πῶς νά παρακαλέσει καί τί νά ζητήσει ἀπό τό Θεό, μά καί δέ γνωρίζει ποιός εἶναι αὐτός ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως στόν ὁποῖο κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζει τό Θεό καί βλέπει ὅτι Αὑτός εἶναι ὁ Πατέρας του καί γνωρίζει πῶς νά πλησιάσει σ’ Αὐτόν, πῶς καί τί νά Τοῦ ζητήσει. Οἱ σκέψεις του στήν προσευχή εἶναι καλά δεμένες, καθαρές καί προσηλωμένες σ’ ἕνα ἀντικείμενο, τό Θεό.  Μέ τήν προσευχή του μπορεῖ νά κάνει τά πάντα, ἀκόμη καί νά μετακινήσει βουνά ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο.
Ἀνέφερα ἔν συντομίᾳ τί δωρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ ἐκεῖνον πού τό ἔχει μέσα του.  Καί βλέπετε ὅτι χωρίς τή βοήθεια καί τή συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνον νά μποῦμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά οὔτε βῆμα μποροῦμε νά κάνουμε στή πορεία μας πρός αὐτή.  Γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο να ἀναζητοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ἔχουμε Αὐτό μέσα μας καί νά παρακαλοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μήν ἀπομακρύνεται ἀπό μᾶς.
Πῶς μποροῦμε νά λάβουμε ἤ νά ἀποκτήσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα;  Θά τό δοῦμε στή συνέχεια:
Ὁ Ἰησούς Χριστός εἶπε ὅτι «τό Πνεῦμα, ὅπου θέλει πνεῖ καί τήν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλά οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει».  Τά λόγια αὐτά σημαίνουν ὅτι τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά ἤ τό ἄγγιγμα Του στήν καρδιά μας μποροῦμε νά Τό ἀκούσουμε, νά Τό αἰσθανθοῦμε, νά Τό νοιώσουμε, ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά καθορίσομε τό χρόνο ἤ τίς περιστάσσεις κατά τό ὁποία θά ἔχουμε τήν ἐπίσκεψή Του.
Ἐμεῖς ἐπίσης βλέπουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί Τό ἔλαβαν ἐπανειλημμένα καί σέ χρόνο πού Ἐκεῖνος δέν τούς εἶχε προείπει, σέ χρόνο πού οἱ ἴδιοι δέν καθόρισαν, ἀλλά σέ χρόνο πού ἦταν εὐάρεστος στόν Ἰησοῦ Χριστό.  Μόνο ἡ θριαμβευτική κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε προφητευθεῖ σ’ αὐτούς καί συνέβη στόν καθορισμένο χρόνο καί στόν καθορισμένο τόπο. Ἀλλά καί ἐδῶ ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα ὄχι ἐξ αἰτίας κάποιας ἰδιαίτερης ἀξίας τους, ἀλλά σάν δῶρο διά μέσου τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδος.
Ἡ σύμφωνη προσευχή στήν ὁποία πραμένουν οἱ Ἀπόστολοι μετά τήν Ἀνάλυψη τοῦ Κυρίου καί μέχρι τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἦταν τόσο τό μέσο γιά νά λάβουν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο μιά προετοιμασία γιά τό γεγονός αὐτό. Συνεπῶς κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ μέ σιγουριά ὄτι ἐσύ θά λάβεις τό Ἅγιο Πνεῦμα συγκεκριμένα, τότε ἤ μ’ αὐτόν  τόν τρόπο.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τά δῶρα μοιράζονται ἀπρόσμενα καί τότε πού εἶναι εὐάρεστο στό Διανομέα τῶν δώρων.  Καί Αὐτός τά διανέμει σέ ὅποιον θέλει.  Γι’ αὐτό σφάλουν ὑπερβολικά ὄσοι σκέπτονται ὅτι θά λάβουν τό Ἅγιο Πνεῦμα μ’ αὐτόν τό συγκεκριμένο τρόπο καί σ’ αὐτόν τό συγκεκριμένο χρόνο.  Καί ὅσοι ἐπινοοῦν γι’ αὐτό τά δικά τους μέσα ὄχι μόνο δέ λαμβάνουν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά παίρνουν πάνω τους καί μεγάλη ἁμαρτία.
Πρίν ποῦμε  πῶς μποροῦμε νά λάβουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀναγκαῖο νά ποῦμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά τό λάβει μόνο ὀ ἀληθινά πιστός δηλαδή ὅποιος ὁμολογεῖ τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἐκεῖνος πού τήν ὁμολογεῖ ὀρθά, χωρίς ὁποιαδήποτε προσθήκη ἤ ἀφαίρεση ἤ ἀλλαγή, ἀλλά ἔτσι, ὄπως τήν παρέδωσα σέ μᾶς οἱ Ἀπόστολοι καί τήν ἀνέπτυξαν καί την ἐπικυρωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.  Κάθε ἀμφιβολία καί σοφιστεία σχετικά μέ τήν πίστη εἶναι ἀπείθεια καί ὁ ἀπειθής δέν μπορεῖ νά εἶναι ναός ἤ οἶκος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γνωστά καί ἀληθινά μέσα γιά νά λάβουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, κατά τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί σύμφωνα μέ τή πεῖρα τῶν μεγάλων Ἁγίων, οὐσιαστικά εἶναι τά ἀκόλουθα:
Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἁγνότητα, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀκρόαση τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχή, ἡ καθημερινή αὐταπάρνηση, ἡ ἀνάγωση καί ἠ ἀκρόαση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαιτέρως ἡ Ἁγία Κοινωνία.
———————————————————–
Στόν π. Σάββα ἄρεσε περισσότερο νά ὁμιλεῖ γία τή χαρά πού δίνει ἡ άγάπη τοῦ Χριστοῦ παρά γιά τή φρίκη τῶν βασάνων καί τῶν τιμωριῶν. Ποτέ δέν ἀπειλοῦσε καί δέν κατηγοροῦσε κανένα γιά τίς ἁμαρτίες του. Μόνο παρακαλοῦσε:

-Νά φοβᾶσθε μή τυχόν λυπήσετε τό Θεό καί τόν παροργίσετε.

Ὅπως καί ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐπιπλήττει κάποιον γιά τά ἐλαττώματά του. Μόνο τοῦ ἀποκάλυπτε τίς φρικτές συνέπειες ἤ κάποτε σέ ἀκραῖες περιπτώσεις μποροῦσε νά στηλιτεύσει αὐστηρά κάποιον. Τότε τοῦ μιλοῦσε ἀνοιχτά καί τόν προειδοποιοῦσε:

-Ἐάν μείνετε στά πάθη καί τίς κακίες σας, θά καταστραφεῖτε.
Μετά ἀπ΄αὐτό ζητοῦσε συγγνώμη γιά τήν ἀποτομία καί τήν αὐστηρότητά του καί πρόσθετε:

-Ἄν σωπάσω, τότε ἐσεῖς δέ θά γνωρίσετε τά λάθη σας καί δέ θά διορθωθεῖτε.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ στάρετς κατά τή διάρκεια ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ ἁπλότητα. Ἁπλότητα τῶν αἰσθημάτων, ἁπλότητα συμπεριφορᾶς τῶν λόγων καί τῶν σκέψεων. Τέτοια ἁπλόητητα σημαίνει ἀθωότητα ψυχῆς. Ὁ μπάτουσκα μέ θαυμαστό τρόπο συνδύαζε στά λόγια καί τίς ἐνέργειές του τό βάθος τῆς σοφίας τῶν γερόντων μέ τήν παιδική ἁπλότητα. Ἔλεγε συχνά:

-Ζῆσε ἁπλά, ἀγαπῆστε τήν ἁπλότητα. Ὅπου ὑπάρχει ἁπλότηα, ἐκεῖ ὐπάρχει πλῆθος Ἀγγέλων, ὅπου ὑπάρχουν μπερδέματα ἐκεῖ οὔτε ἕνας! Ἄν ζοῦμε σάν μικρά παιδιά, τότε ἠ χάρη τοῦ Θεοῦ θά παραμείνει στήν ψυχή μας.

Ὁ στάρετς παρηγοροῦσε καί ἀνέπαυσε τούς θλιβομένους καί φορτωμένους μέ πίκρες καί βάσανα μέ τίς νουθεσίες καί τίς προσευχές του. Στ’ ἀλήθεια, πόσο βοηθεῖ ἡ προσευχή τοῦ δικαίου! Ἡ προσευχή
του στάρετς ἦταν δραστική, γεμάτη παρρησία. Ἀπ’ αὐτήν ἀντλοῦσε δυνάμεις γιά τούς συνεχεῖς κόπους, σ΄ αὐτήν εὔρικσε ἡσυχία καί παρηγοριά ἡ καρδιά του, σ’ αὐτήν ἀναπαυόταν ἀπό τίς βαριές ποιμαντικές μέριμνες καί ἀνησυχίες πού ἔφερναν θλίψη. Ὁ νοῦς του ἦταν διαρκῶς στό Θεό μέ τή θεωρία καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἦταν ἡ παρηγοριά του.

Ἀγαποῦσε τήν προσευχή ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου καί ἔβαζε μερίδες στήν Προσκομιδή γιά ὅλους, προφέροντας ἥσυχα:

-Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός. Ὄχι γιά χάρη μου, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς χάριτος τῆς ἱερωσύνης πού ἀναπαύεται καί διαμένει σέ μένα, εἰσάκουσόν μου, Κύριε, καί βοήθησέ τους ὅλους.

Πολλές φορές μέ δάκρυα ἔβγαζε μερίδες γιά τούς θλιμμένους, τούς ἀρρώστους, τούς πονεμένους καί χάρη στή δυνατή του πίστη ἐλάμβανε ἀπό τό Θεό τό ζητούμενο πρός ὠφέλεια τῶν βασανισμένων ἀδελφῶν.

Ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε ὁ στάρετς νά τελεῖ τή Θ.Λειτουργία. Μέ βαθειά κατάνυξη προσέφερε τήν ἀναίμακτη θυσία «κατά πάντα καί διά πάντα», ὑπέρ ζώντων καί κεκοιμημένων. Στεκόταν ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἀτενίζοντας σέ κατάσταση ἁρπαγῆς τόν οὐρανό μέ φόβο καί εὐλάβεια, ἀλλά καί μέ οὐράνια χαρά στό βλέμμα του. Τό πρόσωπό του φωτιζόταν ἀπό ἕνα λαμπρό φῶς, τά μάτια του ἔλαμπαν μέσα σέ ἀνέκφραστη μακαριότητα ἐνῷ τά μάγουλά του ἔπαιρναν ἕνα ἐλαφρό, ρόδινο χρῶμα. Ἔνοιωθες ὅτι ζοῦσε ἐκείνη τήν πνευματική κατάσταση γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων εἴτε ἐν σώματι, οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα΄ὁ Θεός οἶδεν΄ ἁρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ…ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»(Β΄Κορ.12,2,4). Γι’ αὐτή τήν πνευματική κατάσταση ἔλεγε ὁ μπάτουσκα:

-Ἀκόμη καί τό πιό εὐτυχισμένο ἀνδρόγυνο, ἔστω κι ἄν ζεῖ μέ εὐλάβεια, δέν αἰσθάνεται τήν εὐτυχία καί τή χαρά πού αἰσθάνεται ὁ λειτουργός, ὅταν τελεῖ ἀξίως τή Θ.Λειτουργία.

Κατά τή διάρκεια τῆς ψαλμωδίας τοῦ «Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν» ὁ στάρετς μέ βαθειά πίστη ἀπευθυνόμαστε στόν Κύριο μέ τό τροπάριο: «Ἐν ἀβύσσῳ πταισμάτων κυκλούμενος τήν ἀνεξιχνίαστον τῆς εὐσπλαχνίας σου ἐπικαλοῦμαι ἄβυσσον, ἐκ φθορᾶς ὁ Θεός μέ ἀνάγαγε». Μαζί μ’ αὐτό προσευχόταν ὄχι τόσο γιά τόν ἑαυτό του, ὅσο γιά τούς ἄλλους, γιά ὅλους τούς χριστιανούς. Τό ἴδιο δίδασκε νά κάμουν καί τά πνευματικά του παιδιά.

Λειτουργοῦσε ὁ μπάτουσκα χωρίς προσποιήσεις μέ φυσικότητα καί ἁπλότητα. Τοῦ ἄρεσε ἡ ἀκρίβεια σέ ὅλα, ἀλλά δέν τοῦ ἄρεσε, ὅταν κάποιος καθυστεροῦσε, ἤ ἀντιθέτως, ὄταν βιαζόταν ἄσκοπα. Ὁ τόνος τῆς φωνῆς του κατά τήν προσευχή ἐξέφρασε τήν ἀκλόνητη βεβαιότητα καί τήν πνευματική του δύναμη. Προσευχόταν δυνατά καί μέ παρρησία σάν νά συνομιλοῦσε μέ τό Θεό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ.

Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης

Ο Όσιος Αλύπιο ήταν από την Αδριανούπολη της Παφλαγονίας και έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν θα γεννιόταν ο Αλύπιος, η μητέρα του είδε σε όνειρο να κρατάει ένα λευκό αρνί που στα κέρατά του ήταν τρεις αναμμένες λαμπάδες, που σήμαινε τις αρετές που θα είχε το παιδί που θα γεννιόταν.

Οι γονείς του έδωσαν στον Αλύπιο χριστιανική ανατροφή, που στο πρόσωπο του επέφερε καρπούς εκατονταπλασίονας. Είχε μεγάλη περιουσία, την οποία δαπάνησε στους φτωχούς και πάσχοντες της περιοχής του. Διότι ευχαρίστηση του ήταν να εκπληρώνει το νόμο του Θεού, που προτρέπει τους χριστιανούς να είναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες» (Α' επιστολή Πέτρου, γ' 8). Δηλαδή να συμπαθούν και να συμμετέχουν στις λύπες των αδελφών τους, να αγαπούν σαν αδελφούς τους συνανθρώπους τους, να έχουν πονετική και τρυφερή καρδιά και να είναι περιποιητικοί και ευγενείς.

Ο Αλύπιος, αφού έμεινε πάμφτωχος, αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έκανε ασκητική ζωή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι έμεινε πάνω σ' ένα στύλο 50 (κατ’ άλλους 53 ή 66) χρόνια για λόγους άσκησης και κάτω από διάφορες καιρικές συνθήκες.

Η φήμη της αρετής του έφερε κοντά στον Αλύπιο και άλλες ψυχές, που ζητούσαν ειρηνικό καταφύγιο. Στους ανθρώπους αυτούς υπήρξε φιλόστοργος πνευματικός πατέρας, και τους καθοδηγούσε με τις συμβουλές του και τους στήριζε με το παράδειγμα του.

Πέθανε ειρηνικά το έτος 608 μ.Χ., αφού έζησε 100 χρόνια, κατ' άλλους 120. Τελείται δε η Σύναξις αυτού «ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου», κατά τον Παρισινό Κώδικα 1594.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στῦλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Ἀλύπιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν αὐτῶ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πάσι, τῶν ἀγώνων σου, τᾶς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀρετῶν ὑπόθεσιν, καὶ Ἀσκητῶν καλλώπισμα, ἡ Ἐκκλησία δοξάζει σε σήμερον, καὶ ἀνυμνεῖ σε Ἀλύπιε· ταῖς εὐχαῖς σου παράσχου, τοῖς τιμῶσιν ἐκ πόθου τὰς ἀριστείας σου, καὶ τὰ παλαίσματα, τῶν δεινῶν ἐγκλημάτων ἐκλύτρωσιν, ὡς ἐπώνυμος.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Συμεὼν ἡμῖν ὤφθης ἄλλος σοφέ· τὸ γὰρ σῶμα ὑψώσας στύλῳ ἐκ γῆς, ὦ Πάτερ Ἀλύπιε, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, ἐτροπώσω θεόφρον, πικρῶς κατοιμώζοντας, καὶ εἰς ἀβάτους τόπους, αὐτοὺς ἀπεδίωξας· ὅθεν καὶ ἐδείχθης, ἐγκαλλώπισμα θεῖον, Πατέρων τὸ καύχημα, Μοναζόντων τὸ στήριγμα. Διὸ πίστει βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Νίκων ο «Μετανοεῖτε»

Ο Όσιος Νίκων γεννήθηκε μεταξύ των ετών 920 - 925 μ.Χ. Καταγόταν από τον Πολεμωνιακό Πόντο (Αρμενία) και ήταν γιος μεγιστάνα.

Νέος ακόμα άφησε το πατρικό του σπίτι και μόνασε. Επειδή δε τον διέκρινε Ιερός ζήλος και μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε όλη την Ανατολή σαν απεσταλμένος της Μονής του κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και επαναλάμβανε τη φωνή, που αντήχησε πρώτα στην έρημο της Ιουδαίας και κοντά στις όχθες του Ιορδάνη: «Μετανοεῖτε».

Κατόπιν ο όσιος Νικών πήγε στην Κρήτη, όπου παρέμεινε διδάσκοντας για 20 χρόνια. Από κει πήγε στην Πελοπόννησο, όπου κατέληξε στην πόλη των Λακώνων. Εκεί κήρυξε, έκανε διάφορα θαύματα και έκτισε ναό στο όνομα του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Η ηθική επιρροή του στους κατοίκους, υπήρξε μεγάλη. Και στη χώρα αυτή, που αγάπησε περισσότερο και από την πατρίδα του, άφησε την τελευταία του πνοή το έτος 998 μ.Χ.

Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι ο Όσιος Νίκων επισκέφτηκε και την Εύβοια. Εκεί ασχολήθηκε, όπως έπραττε παντού, με το κήρυγμα. Έλαβε αφορμή από το φαινόμενο της παλίρροιας και μίλησε «Περί της ρευστότητας και μεταβλητότητας του εγκοσμίου βίου και περί των ασταθών τρόπων των ακαταστάτων ανθρώπων». Τόπος από όπου εκήρυττε ήταν το υψηλό φρούριο του Ευρίπου (Χαλκίδος). Θαυματούργησε σώζοντας ένα παιδί που έπεσε από ψηλά από το φρούριο. Όλοι νόμιζαν ότι σκοτώθηκε. Όταν συνήλθε το παιδί είπε: Δεν σκοτώθηκα γιατί με κράτησε αυτός ο μοναχός που λέει «Μετανοείτε». Επίσης θεράπευσε μία δαιμονόπληκτη γυναίκα για τη θεραπεία της οποίας προσευχήθηκε δημόσια με τη συμμετοχή του λαού.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων, θείαν λάρνακα, τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων, καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας Πάτερ ἐκ πίστεως. Νίκων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας.
Τὴν Ἀγγελικὴν μιμούμενος πολιτείαν, κόσμου τὰ τερπνὰ ὡς σκύβαλα ἐλογίσω, μετανοίας τὴν τρίβον δεικνύων ἡμῖν, θεοφόρε Νίκων Ὅσιε· διὰ τοῦτό σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες νῦν τὴν μνήμην σου· ὑπάρχεις γὰρ ἀληθῶς, ἰαμάτων πηγή.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Στυλιανός ο Παφλαγόνας

Ο Όσιος Στυλιανός ήταν γιος πλουσίων γονέων (που μάλλον γεννήθηκε στην Παφλαγονία, χωρίς αυτό να είναι σίγουρο, διότι εκεί φυλασσόταν και ιερό λείψανο του), διδάχτηκε νωρίς απ' αυτούς να είναι εγκρατής και να θεωρεί το χρήμα μέσο για την ανακούφιση και περίθαλψη των φτωχών και των αρρώστων.

Αφού έτσι ανατράφηκε, και οι γονείς του πέθαναν, διαμοίρασε όλη την κληρονομιά του και πήγε σαν ασκητής στην έρημο. Εκεί γνωρίστηκε με άλλους ασκητές, που ζούσε μαζί τους με αδελφική αγάπη, χριστιανική συγκατάβαση και επιείκεια. Δεν λύπησε ποτέ κανένα, μεγάλη του χαρά μάλιστα, ήταν να επαναφέρει τη γαλήνη στις ταραγμένες ψυχές. Η φήμη της θαυμαστής ασκητικής του ζωής έφθασε μέχρι τις πόλεις, και πολλοί έτρεχαν να τον βρουν για να ζητήσουν απ' αυτόν τις πνευματικές του οδηγίες.

Ο όσιος Στυλιανός, παρά την ερημική ζωή του, έτρεφε στοργή και συμπάθεια προς τα παιδιά, που τόσο αγαπούσε και ο Κύριος. Αν, έλεγε, η ταπεινοφροσύνη αποτελεί θεμέλιο των αρετών, η παιδική ηλικία από τη φύση της είναι περισσότερο ενάρετη, απ' ότι οι μεγαλύτεροι των φιλοσόφων. Πολλές φορές οι γονείς έφεραν προς αυτόν τα παιδιά τους, και τότε η αγαλλίαση του οσίου ήταν πολύ μεγάλη. Ο Θεός βραβεύοντας το Ιερό αυτό αίσθημα του, προίκισε τον όσιο με το χάρισμα να θεραπεύει τα άρρωστα παιδιά και να καθίστα εύτεκνους άτεκνες γυναίκες.

Ο Όσιος Στυλιανός κοιμήθηκε πλήρης ήμερων αλλά και αρετών.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεὶς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Στήλη ἐμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς ἐκκλησίαςε, Στυλιανέ, ἀνεδείχθης, μακάριε. Τὸν γὰρ σὸν πλοῦτον σκορπίσας τοῖς πένησιν, ἐν οὐρανοῖς ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον, καὶ ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, πανόλβιε, χάριν εἴληφας νηπίων προστάτης γενόμενος καὶ φύλαξ νεογνῶν ἀπροσμάχητος.


Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Οἱ πέντε αἰτίες πού ὁ Θεός παραχωρεῖ τόν πειρασμό στήν ζωή μας

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαριθμεί πέντε αιτίες για τις οποίες παραχωρεί ο Θεός τη δυνατότητα στον διάβολο να πολεμά τους ανθρώπους:
Πρώτη αιτία, είναι για να μάθουμε να διακρίνουμε την αρετήν από την κακίαν μέσα από την εμπειρία αυτού του πολέμου.


Δεύτερη αιτία, είναι για να «εξαναγκαστούμε» τρόπον τινά, να προσκολληθούμε με βεβαιότητα και ακλόνητα στην αρετή.
Τρίτη αιτία, για να μην υπερηφανευόμαστε όταν προκόπτουμε στην αρετή, αλλά να συνειδητοποιήσουμε εκ της εμπειρίας του πνευματικού αυτού αγώνα ότι κάθε προκοπή είναι δωρεά του Θεού.

Τέταρτη αιτία, για να ταπεινωθούμε και για να συνειδητοποιήσουμε και μισήσουμε και ομολογήσουμε (εξομολόγησις) και εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας, που γίνονται αιτία πειρασμών.
Πέμπτη αιτία, για να μην ξεχάσουμε την ιδική μας ασθένεια και την του Θεού δύναμη, όταν προοδεύοντας στον πνευματικό αγώνα αξιωθούμε και φθάσουμε σε κάποιαν αρετή.
Μέσα στις πιο πάνω αιτίες διαφαίνεται η Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον. Ας μην ξεχνούμε ότι και οι θλίψεις και οι πειρασμοί είναι δώρα της φιλανθρωπίας του Θεού γιατί μέσα στις δοκιμασίες αυτές μπορούμε -αν το θελήσουμε- να συναντήσουμε τον πάσχοντα και σταυρωμένο Χριστό μας, και Αυτός θα μας αναστήση στην αιώνια ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση, ο διάβολος με όλα τα τεχνάσματά του και παρ’ όλες τις μηχανουργίες του εναντίον μας, εν τούτοις αυτοκαταστρέφεται και θριαμβεύει η θεία φιλανθρωπία! Όπως η σταυρική παγίδα, που έστησεν ο διάβολος στον Χριστόν, απέβη τελικά η συντριβή του ίδιου του διαβόλου και η νίκη του Ιησού, (για αυτό και ο Σταυρός είναι από τότε το φοβερότερον όπλο κατά του διαβόλου), έτσι και κάθε παγίδα που στήνει ο διάβολος και σε μας, μπορεί να αποβή ήττα του Σατανά και αφορμή για τη σωτηρία μας. Με μίαν όμως απαραίτητη προϋπόθεση: ότι θα αντιμετωπίζουμε τους εκάστοτε πειρασμούς με κόψιμο του δικού μας θελήματος (δηλαδή του εγωισμού μας) και υπακοή «άνευ όρων» στο θέλημα του Θεού.
Πηγή: Διαχρονικές Λυτρωτικές Αλήθειες – Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»