Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Εκείνος που ειρηνεύει με τον εαυτό του, ειρηνεύει και με τον πλησίον του, ειρηνεύει και με το Θεό

 Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως



Η ειρήνη είναι θείο δώρο που χορηγείται πλουσιοπάροχα σ' όσους συμφιλιώνονται με το Θεό και εκτελούν τα θεία Του προστάγματα.


Η ειρήνη είναι φως και φεύγει από την αμαρτία που είναι σκοτάδι. Ένας αμαρτωλός ποτέ δεν ειρηνεύει.

Να αγωνίζεστε κατά της αμαρτίας και να μη σας ταράζει η εξέγερση των παθών μέσα σας.


Αν στην πάλη μαζί τους νικήσεις, το ξεσήκωμα των παθών έγινε για σένα αφορμή νέας χαράς και ειρήνης. Αν νικηθείς - ο μη γένοιτο - τότε γεννιέται θλίψη και ταραχή. Αν πάλι, μετά από σκληρή μάχη, επικρατήσει προς στιγμήν η αμαρτία, αλλά εσύ επιμείνεις στον αγώνα, τότε νικάς και η ειρήνη ξανάρχεται.


«Ειρήνην διώκετε μετά πάντων, και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14).


Η ειρήνη και ο αγιασμός είναι δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για εκείνον που ζητάει με πόθο να δει το πρόσωπο του Θεού. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται ο αγιασμός.

Ο αγιασμός δεν παραμένει σε ταραγμένη και οργισμένη καρδιά. Η οργή όταν χρονίζει στην ψυχή μας, δημιουργεί την έχθρα και το μίσος κατά του πλησίον. Γι' αυτό επιβάλλεται η γρήγορη συμφιλίωση με τον αδελφό μας, ώστε να μη στερηθούμε τη χάρη του Θεού που αγιάζει την καρδιά μας.


Εκείνος που ειρηνεύει με τον εαυτό του, ειρηνεύει και με τον πλησίον του, ειρηνεύει και με το Θεό. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι γεμάτος με αγιασμό γιατί ο ίδιος ο Θεός κατοικεί μέσα του.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: «ΑΠΟ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑΕΙ Η ΥΠΑΚΟΗ»

 Βολιδοσκοπήσατε από που ξεκινάει η υπακοή. Από την Τριαδική Θεότητα. Ο Χριστός λέει ότι «ήρθα να κάνω όχι το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντος με» (Λουκ. 22, 42). Από εκεί αρχίζει η υπακοή. Γι’ αυτό και οποίος κάνει υπακοή, γίνεται μιμητής του Χριστού!




Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη 

(Λόγοι Διδαχής περί υπακοής)

Άγιος Ανώνυμος Κρητικός Νεομάρτυρας

 Ο Νεομάρτυρας αυτός ήταν από την Κρήτη και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς. Είκοσι χρονών βρέθηκε στη δούλεψη ενός Τούρκου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Κάποια νύκτα, ο Τούρκος αυτός, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον νεαρό. Τότε ο ευσεβής νέος αρνήθηκε και πάνω στην απελπισία του μαχαίρωσε τον Τούρκο με αποτέλεσμα αυτός να πεθάνει.


Την επομένη μέρα οι φίλοι του σκοτωμένου Τούρκου, μόλις άκουσαν το γεγονός, συνέλαβαν τον νεαρό χριστιανό και τον πήγαν στον δικαστή. Αλλά επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία σε βάρος του τον άφησαν ελεύθερο.


Μετά δύο μέρες όμως, τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον βασάνισαν σκληρά, ομολόγησε όλη την αλήθεια. Τότε ο δικαστής του πρότεινε, για να σώσει τη ζωή του, ν' αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Νεομάρτυρας απέρριψε την πρόταση του δικαστή και με θάρρος ομολόγησε πως γεννήθηκε, είναι και θέλει να πεθάνει χριστιανός. Τότε μια από τις μέρες του Ιουλίου το 1811 μ.Χ., τον θανάτωσαν με απαγχονισμό. Δύο μέρες έμεινε το τίμιο λείψανο του στην κρεμάλα, κατόπιν το κατέβασαν και το έχωσαν στην άμμο.

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου

 Το Άγιο λείψανό του μετακομίστηκε από την Ιεράπολη στην Πάφο της Κύπρου, και συγκεκριμένα σ' ένα χωριό κοντά σ' αυτή, Αρσινόη ή Άρσος λεγόμενο. Εκεί οικοδομήθηκε Ναός στο όνομα του Αποστόλου Φιλίππου, που σώζεται μέχρι σήμερα. Στο Ναό αυτό κατέθεσαν το άγιο λείψανο του Αγίου, που μέχρι και σήμερα επιτελεί θαύματα, σ' όσους προσέρχονται με πίστη.

Ανάμνηση Εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου στις Βλαχερναίς και Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυρού

 Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρὰ διανοί, προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, διὰ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’.

Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.


Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας

 Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου της Ιερουσαλήμ (βουλευτής), φίλος και κρυφός μαθητής του Ιησού Χριστού ο οποίος καταγόταν από την Αριμαθαία, μια μικρή πόλη ΒΔ΄ της Ιερουσαλήμ.


Ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε να κηδέψει το σώμα του Ιησού Χριστού. Αφού έλαβε την άδεια του, μαζί με τον Νικόδημο το κατέβασαν από το σταυρό το σώμα του Κυρίου, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου (Ματθ. κζ' 57 - 60, Μαρ. ιε' 42 - 46, Λουκ. κγ' 50 - 53 και Ιω. ιθ' 38 - 42).


Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας απεβίωσε ειρηνικά (κατά πάσα πιθανότητα στην Αγγλία).

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος

 Ο Όσιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στη Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 - 842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Η ορθόδοξη οικογένειά του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του.


Ο ηθικός βίος του και η φιλάνθρωπη δράση του εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την τέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δεν σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του.


Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στο Κύριο, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε σε θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.


Κατά την Ανακομιδή το Ιερό Λείψανο του Οσίου Ευδοκίμου βρέθηκε «φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την 6η Ιουλίου 831 μ.Χ. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο διαλύθηκε.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς αἰωνίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου, Ἅγιε, σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.


Μεγαλυνάριον

Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Εὐδοκιμήσας ἀγαθαῖς ἐργασίαις, ἐδοκιμάσθης ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, τοῖς πειρασμοῖς Εὐδόκιμε ἀοίδιμε· ὅθεν μετὰ θάνατον, ἀναβλύζεις πλουσίως, θαύματα ὡς νάματα, καὶ νοσήματα παύεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ ἐκδυσωπῶν, ὅπως πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

Κυριακή Η’ Ματθαίου-«Ἵνα τό αὐτό λέγητε πάντες καί μή ἐν ὑμῖν σχίσματα»

 Αγαπητοί μου αδελφοί, το ουσιαστικότερο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας αλλά και αγιότερο είναι η ενότητά της. Αυτή η ενότητα είναι εκείνη που αποδεικνύει την αγάπη και το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού και το πρότυπό της είναι η κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός μας αναφέρει για τους μαθητές Του στην Αρχιερατική προσευχή Του, λίγο πριν του Πάθους Του: «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν καθώς καὶ σὺ πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἕν ὧσιν».


  Μπορούμε αδελφοί να φαντασθούμε το σώμα μας διασπασμένο στα μέλη του; Ούτε το σώμα θα επιβιώσει ούτε και τα μέλη του. Μπορούμε επίσης να σκεφτούμε τα μέλη του να αυτονομούνται και να ενεργούν κατά το δοκούν; Μπορούμε να φαντασθούμε τα πόδια ή τα χέρια να ενεργεί το καθένα όπως νομίζει, χωρίς την εντολή του εγκεφάλου, δηλ. της κεφαλής;


 Ακριβώς έτσι και η Αγία μας Εκκλησία πρέπει να ζει και να κινείται. Διαφορετικά, διάσπαση, έριδες και αιρέσεις θα κυριαρχήσουν, όπου ο διάβολος θα καταστρέψει το Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία Του. Αυτό το φαινόμενο έρχεται σήμερα να μας τονίσει ο Απ. Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους, διότι και εκεί άρχισαν να παρουσιάζονται έριδες διασπαστικές στο νεοσύστατο Σώμα της Εκκλησίας των Κορινθίων: «Ἐδηλώθη γάρ μοι περί ἡμῶν ἀδελφοί μου… ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσὶ».


 Ο Χριστός μας στον κόσμο ήλθε να ενοποιήσει τα πάντα. Να φέρει την ειρήνη στους ανθρώπους, και να ενωθεί ο Θεός με τους ανθρώπους, και να ενωθεί Θεός και άνθρωποι. Να γίνουν μεταξύ τους αδελφοί.


  Στον Σταυρό πέθανε και αναστήθηκε «ἵνα τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν». Προσέξτε αδελφοί, πόσο κακό μπορεί να γίνει όταν υπάρχουν μεταξύ μας διαιρέσεις και σχίσματα μεταξύ των Χριστιανών. Πολλές φορές τα σχίσματα ξεκινούν από ένα θαυμασμό σε κάποιο πρόσωπο, κάποιον λειτουργό, κάποιον που χειρίζεται τον λόγο καλά και με τέχνη ή κάποιον χαρισματικό πνευματικό και τότε μπορούν να παρουσιασθούν φατριασμοί και ομάδες στο ενωμένο Σώμα της Εκκλησίας.


  Τότε υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος να παρασυρθεί ο Χριστιανός και να θαυμάζει ή να υποταγεί στο πρόσωπο, παρά να αφεθεί στα χέρια του Χριστού, η λατρεία του στον Χριστό να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. «Λέγω δε τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγώ μεν εἰμὶ Παύλου, ἐγώ δε Ἀπολλώ, ἐγώ δε Κηφᾶ, ἐγώ δε Χριστοῦ· μεμέρισται ο Χριστός;».


  Βλέπετε αδελφοί με πόσο πόνο μιλά ο Απ. Παύλος, τι κακό μπορούν να δημιουργήσουν οι διαιρέσεις και τα σχίσματα. Να γνωρίζουμε πάντες ότι όλοι μεταξύ μας είμαστε μέλη Χριστού και αδελφοί ισότιμοι και ισόκυροι έναντι του Χριστού και μεταξύ μας. Ποιμένας και ποιμενόμενος, κάθε εργάτης στον Αμπελώνα του Κυρίου και κάθε μέλος είμαστε ίσοι.


  Αυτός που ξεχωρίζει, λατρεύεται και τιμάται, είναι μόνον ο Κύριος και αυτόν πρέπει να προβάλουμε. Άλλο ο σεβασμός μας προς τους λειτουργούς και εργάτες της Εκκλησίας και άλλο η λατρεία μας και απόλυτη αφοσίωση μας στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού μας. Αυτός και μόνον Αυτός είναι ο Σωτήρας μας.Αμήν!


Γραπτό κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας (30-7-2023)

Κυριακή Η' Ματθαίου-ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

 Ὁ Χριστὸς εὐλόγησε πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια καὶ χόρτασαν μὲ αὐτὰ πέντε χιλιάδες ἄνδρες (ἴσως δεκαπέντε χιλιάδες μὲ τὰ γυναικόπαιδα). Ὑπῆρξαν μάλιστα καὶ τόσα περισσεύματα, ποὺ γέμισαν δώ- δεκα κοφίνια (Κυριακὴ Η ́ Ματθαίου).




 Γιὰ νὰ φᾶνε ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ καθίσουν κατὰ ὁμάδες στὸ ἄφθονο χλωρὸ χορτάρι ποὺ ὑπῆρχε στὸν συγκεκριμένο τόπο. Ὅπως συμπληρώνουν καὶ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, σχημάτισαν «συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ», «κλισίας ἀνὰ πεντήκο ντα», καὶ (κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο) πρασιὲς «ἀνὰ ἑκατὸν καὶ πεντή- κοντα». Τὸ τεράστιο πλῆθος, μοιρασμένο σὲ ὄμορφες παρέες, ἀπόλαυσε ἕνα πρωτόγνωρο πὶκ νὶκ στὸ πράσινο χορτάρι.


 Τὸ θέμα δὲν εἶναι μόνο ἡ τροφή, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἀπολαμβάνουμε. Ἄλλο νὰ τρώει κανεὶς μόνος του καὶ ἄλλο μὲ μιὰ ὡραία παρέα. Ἡ παρέα μὲ τὴν καλὴ κουβέντα φτιάχνει τὴν ἀτμόσφαιρα. Τὸ φαγητὸ γίνεται πιὸ νόστιμο μὲ τὴν καλὴ παρέα. Καὶ εἶναι ζητούμενο, ποιὸ δίνει τὴν περισσότερη εὐχαρίστηση, τὸ φαγητὸ ἢ ἡ παρέα; «Τράπεζα ἄνευ λόγων οὐδὲν διαφέρει φάτνης ἀλόγων», ἔλεγαν οἱ παλιότεροι. Τὰ ζῶα ἐνδιαφέρονται μόνο νὰ φᾶνε. Οἱ ἄνθρωποι δὲν μπορεῖ νὰ τρῶνε σὰν τὰ ζῶα, χωρὶς κοινωνία καὶ σχέση μεταξύ τους.


 Ἀπὸ ἐδῶ προέκυψε καὶ ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ οἰκογενειακοῦ τραπεζιοῦ. Ἦταν ἕνα μικρὸ σχολεῖο γιὰ μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἡ ὥρα ποὺ βλεπόταν ἡ οἰκογένεια, ποὺ τὰ μέλη της κοινωνοῦσαν μεταξύ τους. Οἱ οἰκογενειακὲς κουβέντες σημάδευαν τὴ ζωή, τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴν ψυχολογία ὅλης τῆς οἰκογένειας. Ὁ παραδοσιακὸς αὐτὸς θεσμὸς ἦταν ἕνα ζωτικό, καίριο στοιχεῖο ψυχικῆς ὑγείας. Οἱ σύγχρονοι ρυθμοὶ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ σύγχρονη νοοτροπία ἐπέβαλαν ἐν πολλοῖς τὴν κατάργηση τῶν κοινῶν γευμάτων τῆς οἰκογένειας. Τὸ σπίτι ἔγινε ξενοδοχεῖο. Ὁ καθένας μπαίνει, βγαίνει, τρώει, κοιμᾶται ὅποτε βολεύεται, χωρὶς καμμιὰ οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη. Ὅμως ἔχουν διαπιστωθεῖ ἤδη οἱ πολλὲς ἀρνητικὲς συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς.


 Ὁ συνεκτικὸς οἰκογενειακὸς δεσμὸς μεταξὺ τῶν μελῶν χάνεται. Ἐνισχύεται τὸ αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης. Πόσο ἄχαρο καὶ ψυχρὸ εἶναι νὰ πεῖ ἡ γυναίκα στὸν ἄντρα ποὺ γυρίζει ἀπὸ τὴ δουλειά: 

«Ἐκεῖ εἶναι τὸ φαγητό, βάλε καὶ φάε μόνος σου. Εἶμαι κι ἐγὼ κουρασμένη»! 

Πόσο πιὸ ὄμορφο εἶναι (ἂν γίνεται) νὰ τὸν περιμένει, νὰ στρώνεται τὸ τραπέζι καὶ νὰ τρῶνε μαζί, ἀπολαμβάνοντας τὴν κοινή τους ἀγάπη καὶ συντροφιά! Γύρω ἀπ’ τὸ κοινὸ τραπέζι τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας αἰσθάνονται πιὸ δεμένα, πιὸ ἀσφαλῆ, πιὸ αἰσιόδοξα, πιὸ ἰσορροπημένα, πιὸ δυνατὰ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν τυχὸν προβλημάτων τους. Τὸ γέλιο, ἡ συζήτηση, τὰ ἀστεῖα, τὸ αἴσθημα ὅτι ἀνήκουν σὲ μιὰ ὁμάδα, ἡ ἰσότητα, ἡ συμμετοχὴ ὅλων (καὶ ἰδιαίτερα τῶν παιδιῶν) στὰ δρώμενα, στὴν ἑτοιμασία τοῦ φαγητοῦ καὶ σὲ ἄλλες οἰκιακὲς δουλειές, αὐξάνουν τὴν ἁρμονία μεταξύ τους, δημιουργοῦν ἀκατάλυτους δε- σμοὺς ἀγάπης, συμβάλλουν τὰ μέγιστα στὴν ὁμαλὴ ψυχικὴ ἀνάπτυξη ὅλων.


Κι ἂν προστεθεῖ καὶ ἡ κοινὴ προσευχὴ στὸ φαγητό, πρὸ τοῦ ὕπνου ἢ σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θὰ κάνει στὴ μικρὴ σπιτικὴ κοινωνία ἀκόμα καὶ θαύματα.


π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς (Ματθ. ιδ΄ 14-22)

 Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)


Ὁ χορτασμὸς τοῦ πεινασμένου λαοῦ στὴν Παλαιστίνη ἀποτελοῦσε σημάδι μεσσιανικό: Αὐτὸς ποὺ δίνει τροφὴ στὰ πλήθη καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ὑπερφυσικὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴ στιγμὴ τοῦ συγκλονιστικοῦ πειρασμοῦ μετὰ τὴ βάπτιση λέγει ὁ σατανᾶς στὸν Χριστό: «Ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πὲς νὰ γίνουν αὐτὲς οἱ πέτρες ψωμιὰ» (Ματθ. 4, 3. Λουκ. 3-4), γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: «Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνο μὲ τὸ ψωμὶ ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ». Ὡστόσο, ὅταν ὁ ἴδιος ἔκρινε πὼς ἦλθε ἡ κατάλληλη στιγμή, ἔκανε τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ χόρτασε πέντε χιλιάδες λαοῦ.



Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀφηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς (βλ. Μάρκ. 6, 31-44. 8, 1-9. Ματθ. 14, 14-22. 15, 32-39. Ἰωάν. 6, 1-15), ὄχι μόνο γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ καὶ μοναδικὸ στὸ εἶδος του, ἀλλὰ γιατί κρύβει μέσα του ἕνα βαθύτερο συμβολισμὸ καὶ ἕνα οὐσιαστικότερο περιεχόμενο. Ἐὰν ἀποτελεῖ θαῦμα τοῦ μίσους καὶ τῆς κακίας ποὺ ἐκπλήσσει ὅλους μας τὸ ὅτι σήμερα μὲ τόσο πλοῦτο καὶ μὲ τόσες παραγωγικὲς πηγὲς στὸν κόσμο ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ὑποσιτίζονται καὶ πεθαίνουν ἀπὸ πείνα, ἄλλο τόσο καὶ μάλιστα πολὺ περισσότερο εἶναι θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὸ ὅτι μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια χορταίνουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι!


Στὸ θαῦμα αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ἡ σημερινὴ περικοπή, εἶδε ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα οὐσιαστικότερο περιεχόμενο: ἀναγνώρισε τὴν προτύπωση τοῦ «ἄρτου τῆς ζωῆς», τῆς πραγματικῆς τροφῆς ποὺ ὅποιος τὴν τρώγει ζεῖ αἰώνια, χωρὶς νὰ φοβᾶται τὴν πείνα καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ὁ ἄρτος αὐτὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται νὰ θανατωθεῖ στὸν σταυρὸ γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εὐθὺς μετὰ τὴ διήγηση τοῦ θαύματος, παραθέτει μία ὁμιλία τοῦ Ἰησοῦ περὶ θείας Εὐχαριστίας, στὴν ὁποία λέγει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς ποὺ τρώει τὴ σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου ἔχει ζωὴ παντοτινή, κι ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἔσχατη ἡμέρα» (Ἰωάν. 6, 54). Πολὺ σοφὰ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτήρισαν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας «φάρμακο ἀθανασίας», γιατί ἡ τροφὴ αὐτὴ δὲν χορταίνει τὶς ὑλικὲς ἀνθρώπινες ἀνάγκες ἀλλὰ τὴν πείνα καὶ δίψα τῆς αἰωνιότητας.


Νὰ γιατί ὁ Χριστὸς ἀποφεύγει τὶς ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ, κατὰ τὴ διήγηση τοῦ θαύματος ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Ὁ λαὸς βλέπει στὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν του καὶ σπεύδει νὰ ἁρπάσει τὸν ἰσχυρὸ προστάτη του καὶ νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως ξεφεύγει ἀπ’ ἀνάμεσά τους καὶ πηγαίνει στὸ ὄρος νὰ προσευχηθεῖ. Δὲν πρέπει νὰ μείνουν στὸ ἐξωτερικὸ σημάδι. Ὁ νοῦς του εἶναι προσανατολισμένος στὴν Ἐκκλησία ποὺ πρόκειται νὰ ἱδρυθεῖ καὶ γιὰ τὴν ὁποία τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι μιὰ προεικόνιση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε καὶ ἡ ὁρολογία τῆς διηγήσεώς μας («λαβών», «ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανόν», «εὐλόγησε», «καὶ κλάσας ἔδωκε») μᾶς ἐνθυμίζει τὴ διήγηση περὶ τοῦ Μ. Δείπνου (Ματθ. 26, 26-29. Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20). Κι ἀκόμη ἂς προσθέσουμε ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἀπὸ τὴν εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐνισχύει τὴν παραπάνω ἑρμηνεία: Ἡ παρουσία τῶν ἰχθύων στὶς συμβολικὲς παραστάσεις τῆς θείας Εὐχαριστίας στὶς τοιχογραφίες τῶν κατακομβῶν μαρτυρεῖ ὅτι στὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων εἶδε ἡ Ἐκκλησία τὸν χορτασμὸ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν «ἄρτον τῆς ζωῆς».


Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς μας μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ στὰ ἑξῆς: Ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπροσωπεῖ ἁπλῶς μία ὡραία καὶ ὑψηλὴ διδασκαλία ποὺ ἐξυψώνει ἠθικά τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ εἶναι καὶ μυστήριο, τὸ μυστήριο τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ποὺ ἀποτελεῖ πηγὴ ζωῆς καὶ φάρμακο ἀθανασίας. «Ἐὰν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 6, 51).

«Καὶ ἦραν περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πήρεις»

 Τὸ μεγάλο θαῦμα, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἶχε γίνει.  Πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογισθοῦν αἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ, ἔφαγαν καὶ ἐχόρτασαν μὲ πέντε μόνον ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια. Εὐλογημένα ἀπὸ τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ αἰωνίου τροφοδότου τοῦ κόσμου, ἐπολλαπλασιάσθησαν, ὥστε νὰ φθάσουν καὶ νὰ περισσεύσουν!


Κατάπληκτοι ὅλοι ἀπὸ τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ θαῦμα. Ἀλλ’ ὁ Κύριος ἤθελε, πρὶν διαλυθῆ ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνθρωποθάλασσα, νὰ δώσῃ καὶ ἄλλο μάθημα. Διατάσσει, λοιπόν, νὰ μαζευθοῦν ὅλα τὰ περισσεύματα. Νὰ μὴ πεταχθῇ οὔτε κομματάκι. Δώδεκα μεγάλα κοφίνια ἐγέμισαν ἀπὸ τὰ περισεύματα, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἐπήγαιναν χαμένα. Γεμὰτη νόημα ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Σωτῆρος, ἀγαπητοί. Ὁλοφάνερο τὸ χρησιμώτατο δίδαγμα. Ἡ οἰκογένεια. Ἡ νοικοκυρευμένη ὀργάνωσις τῶν οἰκονομικῶν. Ἡ πειθαρχία στὶς δαπάνες.  Βλέπετε,  ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποβλέπει μόνον στὰ πνευματικά. Ἐνδιαφέρεται καὶ διὰ τὰ ὑλικά μας ζητήματα.

Εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθῶμεν δι’ ὀλίγων μὲ τὸ σοβαρώτατον καὶ κοινωννικώτατον αὐτὸ θέμα.

1.Αἱ ἀνάγκαι μας.


Μεγάλο πρόβλημα. Καὶ ἀκανθῶδες.  Καὶ δύσκολον.  Γεμᾶτο κατάθλιψιν καὶ ἀγωνίαν. Ἀνάγκαι διὰ τὴν συντήρησιν τῆς οἰκογενείας. Ἀνάγκαι διὰ τὴν ὑγείαν. Ἀνάγκαι διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τοῦ θέματος τῆς κατοικίας. Ἀνάγκαι διὰ τὴν σπουδὴν τῶν παιδιῶν. Ἀνάγκαι διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν θυγατέρων. Ἀνάγκαι διὰ τὸ α, ἀνάγκαι διὰ τὸ β ζήτημα.  Πάντοτε ἦτο σκληρὸν καὶ καταθλιπτικὸν αὐτὸ τὸ πρόβλημα.  Μεταπολεμικῶς ὅμως ἔγινε «βραχνᾶς», ἀσήκωτον βάρος, σταυρός.

Πῶς νὰ τὰ βολέψῃ ὁ ἐργάτης μὲ τὸ πενιχρὸ ἡμερομίσθιον; Πῶς νὰ τὰ «βολτάρῃ» ὁ ὑπάλληλος μὲ τὸν μισθὸν «τῆς πείνης»; Ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανὰ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς, ἤ ἡ  ἀδελφὴ ποὺ ἐκτελοῦν χρέη προστάτου στὸ ἀπωρφανισμένο σπίτι, ὁ συνταξιοῦχος, ὁ ἀνάπηρος, ὁ πτωχός; Καὶ γι’ αὐτὸ παντοῦ, στὸ σπίτι, στὶς παρέες, στὸν δρόμο, στὸ τράμ, στὸ λεωφορεῖο, στὸ καφενεῖο, αὐτὸ εἶναι τὸ ἀτελείωτο θέμα, τὸ ἄλυτο πρόβλημα: Αἱ ἀνάγκαι, ποὺ ἔγιναν πικρὴ ἁλυσιδα, ἡ ὁποία περισφίγγει τὸν λαιμὸν καὶ ἀπειλεῖ νὰ νεκρώσῃ τὴν χαράν.


2.Ἡ ἀντιμετώπισις.


Ναί, ἀληθινὸ μαρτύριο, τοὐλάχιστον διὰ μίαν μεγάλην μερίδα λαοῦ.

Καὶ προβάλλει ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ληφθοῦν ἄμεσα μέτρα ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους, ὥστε, ἐπὶ τέλους, νὰ ἐλαφρυνθῇ ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ ἐκείνη ἡ τάξις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὑποφέρουν καὶ ταλαιπωροῦνται.

Ἀσφαλῶς κάτι πρέπει νὰ γίνῃ.  Καὶ χωρὶς ἀναβολή. Ἀλλὰ πρέπει, ἐξ ἴσου, σὲ πολλὲς περιπτώσεις νὰ προσέξωμεν καὶ ἡμεῖς ἕνα σημεῖον, ποὺ εἶναι πολὺ σοβαρόν.  Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ  Ο ἰ κ ο ν ο μ ί α.  Καὶ πιὸ συγκεκριμένα:

α) Οἰκονομίαν εἰς τὸ φαγητόν.


Ἡ πεῖρα βεβαιώνει, ὅτι σὲ πολλὰ σπίτια πετιοῦνται στὸν τενεκὲ μὲ τὰ σκουπίδια πολλὰ φαγητά.  Εἰς τὸ τραπέζι, ὄχι μόνον τῶν πλουσίων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων μὲ μετρίας οἰκονομικὰς δυνατότητας  ἤ ἀκόμη καὶ τῶν πτωχῶν, γίνεται κάτι ἀνοικοκύρευτο.

Ἀφήνουν τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας στὰ πιάτα των ἕνα μέρος φαγητοῦ, ποὺ πετιέται μὲ τὸν χαρακτηρισμὸν «ἀποφάϊ».  Γιατί, σᾶς παρακαλῶ, νὰ πεταχθῇ τόσο φαγητό;   Δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν αὐτὰ τὰ περισσεύματα νὰ βγοῦν ἐκ τῶν προτέρων ἀπὸ κάθε πιάτο καὶ νὰ μποῦν σὲ κάποιο κενὸ καθαρό, τοποθετημένο στὸ μέσον τοῦ τραπεζιοῦ; Καὶ τὸ πιάτο αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε κάλλιστα εἰς τὰ πτωχὰς καὶ ὀλίγνω ἐσόδων οἰκογενείας νὰ γίνῃ τὸ βράδυ τὸ κύριον φαγητὸν ἑνὸς μέλους τῆς οἰκογενείας καὶ νὰ μὴ πεταχθῇ ὡς «ἀποφάϊ»;

Εἰς ἄλλας πάλιν οἰκογενείας ὑπάρχει, ἐκτὸς αὐτῶν, καὶ τὸ «πιάτο τῆς ἰδιοτροπίας». Εἶναι συχνὰ μέλη «μίζερα», ἰδιότροπα.  Εἴτε διότι ἀπὸ τὴν μικρὰν ἡλικίαν ἐσυνήθισαν νὰ μὴ τρῶνε ὅλα τὰ φαγητά, οἱ δὲ γονεῖς ὑποχωροῦσαν εἰς τὰ θελήματά των καὶ τοὺς ἑτοίμαζαν τὸ φαγητὸν τῆς ἀρεσκείας των, εἴτε διότι ὑπάρχει κάποια ἀνορεξία, ἐξωγκωμένη ἐνίοτε, τὸ γεγονὸς εἶναι, ὅτι καὶ σὲ ἄπορες οἰκογένειες γίνονται δαπάνες ἄσκοπες, μαγειρεύονται περσσότερα τοῦ ἑνὸς φαγητά, πετιοῦνται τελικὰ ἀρκετά, διότι δὲν ἠμπορεῖ, τάχα, νὰ τὸ φάγῃ ὁ νεαρὸς ἤ ἡ μοναχοκόρη...

Δὲν φαίνεται ἴσως στὶς μεμονωμένες αὐτὲς περιπτώσεις ἡ σπατάλη.  Ἅμα  ὅμως κανεὶς τὰ μαζεύῃ ὅλα, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν δαπάνην.


β) Οἰκονομία εἰς τὴν ἐνδυμασίαν.


Νὰ πᾶμε τώρα εἰς τὸ θέμα τοῦ ρουχισμοῦ. Ἐνῷ θὰ μποροῦσαν τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας νὰ περάσουν λ.χ. ἐφέτος μὲ τὰ περυσινὰ ροῦχα, τὰ ὁποῖα οὔτε σχισμένα εἶναι, οὔτε λερωμένα,  βλέπομε νὰ ἀγοράζουν καινούργια, τῆς «μόδας», καὶ ὁ νεαρός, ποὺ ἀρχίζει νὰ καλλλωπίζεται, καὶ ἡ κόρη, ποὺ θέλει νὰ ἐμφανίζεται μὲ «στὺλ» τῆς ἐποχῆς.  Δὲν θὰ ἀδικήσωμεν κανέναν, ὑποθέτομεν, ἄν σημειώσωμεν, ὅτι εἰς τὰ χωριά μας σήμερα ἕνας σοβαρὸς λόγος κακοδαιμονίας εἶναι ἡ ἔλλειψις ὀργανώσεως τῆς οἰκονομίας τοῦ σπιτιοῦ.

 Γίνονται ἄσκοπα ἔξοδα διὰ στολίδια καὶ λοῦσα, ἐνῷ θὰ μποροῦσαν τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν δι’ ἄλλας ἀνάγκας, ἐπιγούσης φύσεως καὶ ἀπαραιτήτους.  Δὲν ὑποστηρίζει κανεὶς νὰ γυρίζουν οἱ ἄνθρωποι μὲ παληὰ καὶ ἀφρόντιστα ροῦχα. Ὄχι.

 Ἀλλὰ δὲν εἶναι πάλιν συνετὸν νὰ ἐξοδεύωνται τὰ πολὺ ὀλίγα χρήματα, ποὺ ἐξοικονομοῦνται μὲ τόσον κόπον, διὰ τὴν πολυτελὴ ἀμφίεσιν τῶν νέων μας, καὶ μάλιστα τῶν νεανίδων. Ὁ Ἀπόστ. Παῦλος καθορίζει σαφῶς καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν χριστιανικὴν ἀντίληψιν «Ὡσαύτως καὶτὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἤ χρυσῷ ἤ μαργαρίταις ἤ ἰμαστισμῷ πολυτελεῖ...» (Α΄ Τιμ. β΄ 9).

Πόσες οἰκογένειες περνοῦν πικρὲς ἡμέρας ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων! Πόσα χρήματα, ποὺ στάζουν ἱδρῶτα καὶ αἷμα, σπαταλῶνται διὰ τὴν πολυτέλειαν καὶ τὴν ματαιοδοξίαν!  Μέχρι πότε ἡ ἐπιπολαιότης θὰ κυβερνᾷ τὴν ζωήν μας;

γ) Οἰκονομία εἰς τὴν ἐπίπλωσιν


Ποιὸς εἶπε πάλιν ὅτι τὸ σπίτι θὰ μένῃ χωρὶς ἐπίπλωσιν, χωρὶς ἀντικείμενα πρώτης ἀνάγκης; Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν πρόκειται, βαβαίως, περὶ τῶν ἀπαραιτήτων. Εἶναι ἐξηκριβμένον ὅτι γίνονται ἄσκοπα ἔξοδα δι’ ἀγορὰν πολυτελῶν εἰδῶν, ἀχρήστων κάποτε καὶ ἀσυμβιβάστων μὲ τὴν ὅλην οἰκογενειακὴν κατάστασιν.  Θὰ ἠμποροῦσε σὲ πολλὲς περιπτώσεις νὰ γίνῃ ἁπλούστερη ἡ ἐπίπλωσις τῆς κόρης, ποὺ δημιουργεῖ οἰκογένειαν·  νὰ εἶναι ὀλιγώτερα τὰ εἴδη καὶ μὲ ὑλικὰ ὄχι τόσον ἀκριβά· ὡραῖα θὰ ἦσαν πάλιν καὶ τότε.

Ἐπίσης θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι ὀλογώτερα καὶ τὰ ἄλλα εἴδη τοῦ νοικοκυριοῦ.  Μὴ τὰ θέλωμεν ὅλα στὴν ἐντέλεια.  Σιγὰ-σιγὰ  θὰ ζητᾶμε νὰ πατᾶμε ἕνα κουμπὶ καὶ νὰ γίνωνται ὅλα μόνα τους. Πρέεπι νὰ ὁμολογηθῇ ὅτι δημιουργοῦμε πολλάκις δαπάνας χωρὶς λόγον.

Ἐνῷ ἔχομεν ἀπὸ τὸ α πρᾶγμα, μόλις ἰδοῦμε κάτι νέωτερο, θέλομεν νὰ τὸ ἀγοράσωμεν ἀμέσως. Καὶ τὰ παλαιά; στὴν ἄκρη!  Ἔ, ὄχι, ἀδελφέ μου!  Πόσα χρήματα πηγαίνουν ἔτσι χαμένα!  Στιγματίζων δι’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς σπατάλης, ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει: «Ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. στ΄ 6,8).

δ) Οἰκονομία σὲ τόσα ἄλλα.


Θὰ ἐγίνετο πολὺ μεγάλος ὁ κατάλογος τῶν οἰκονομιῶν, αἱ ὁποῖαι εἶναι δυνατὸν νὰ προκύψουν ἀπὸ μίαν καλύτερα τακτικὴν ζωῆς. Ἄς λιγοστέψουν αἱ δαπάναι κοινωνικότητος. Ἄν λ.χ. συνηθίζαμε νὰ κάνωμε 5 δεξιώσεις στὸ σπίτι τὸν χρόνο, ἄς γίνουν τώρα 2-3.  Δὲν θὰ χάσωμεν τίποτα ἀπὸ κοινωνικότητα.

 Ξέρετε ὅμως τὶ οἰκονομία γίνεται; Καὶ ἄν μὲ τὰ χρήματα τέτοιων ἐκδηλώσεων, τέτοιων οἰκονομιῶν, μποροῦμε νὰ κάμωμε κι’ ἕνα καλό, νὰ βοηθήσωμεν μιὰ πτωχὴ οἰκογένεια, νὰ ἀγοράσωμεν τὰ φάρμακα ἑνὸς ἀρρώστου, νὰ σπουδάσωμεν ἕναν ἄριστον ἀλλὰ ὀρφανὸν νέον, νὰ βοηθήσωμεν εἰς τὴν ἀποκατάστασιν μιὰς ἐντίμου νέας, νὰ ... νὰ..., τότε δὲν εἶναι ἔγκλημα τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ σπαταλῶνται, νὰ πετιοῦνται, νὰ πηγαίνουν χαμένα;

Καὶ ὅταν ἀκόμη μία οἰκογένεια ἔχῃ οἰκονομικὴν ἄνεσιν, καὶ τότε ἁμαρτία εἶναι... Πολὺ περισσότερον, ὅταν εἶναι πτωχὴ καὶ ἠμπορεῖ μὲ αὐτὴν τὴν ὠργανωμένην οἰκονομίαν νὰ προλάβῃ τὴν στέρησιν καὶ τὴν καταστροφήν.


3. Μία ἐξήγησις.


Μὲ τὰ ἀνωτέρω, εἶναι εὐνόητον, ὅτι δὲν συνιστᾶται ἡ φιλαργυρία. Ἄλλο φιλαργυρία καὶ ἄλλο οἰκονομία. Ἐκεῖνοι, ποὺ δῆθεν διὰ λόγους οἰκονομίας στεροῦν καὶ τοὺς ἑαυτοὺς των καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα τῆς ζωῆς, εἶναι καταδικασμένοι καὶ ἐξ ἴσου ἔνοχοι μὲ τοὺς σπατάλους. Ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος μετὰ δριμύτητος καταφέρεται κατὰ τῆς φιλαργυρίας, τὴν ὁποίαν ὀνομάζει «ρίζαν πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. στ΄ 10).

Δὲν εἶναι, ἀσφαλῶς, φιλαργυρία νὰ κάμῃς οἰκονομίες, διὰ νὰ ἠμπορέσῃς νὰ ζῇς μὲ ἀξιοπρέπειαν, νὰ μὴ χρεωστᾷς στὸν παντωπώλη, στὸν ἔμπορο, στὸν ἀρτοποιό.  Δὲν εἶναι φιλαργυρία νὰ μαζεύῃς τὰ περισσεύματα καὶ νὰ μὴ τὰ πετᾷς στὸν τενεκέ, ὅπως δὲν ἦτο «τσιγκουνιὰ» αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος  σήμερα, μαζεύοντας τὰ περισσεύματα, ποὺ ἐγέμισαν 12 μεγάλα κοφίνια. 

Δὲν εἶναι φιλαργυρία νὰ κάμῃς εἰς ὅλα οἰκονομίαν, διὰ νὰ ἠμπορῇς νὰ ἐξοικονομῇς μκρότερα ἤ μεγαλύτερα ποσά, ὥστε νὰ κάμῃς ἔπειτα καὶ κάποιαν ἀγαθοεργίαν.  Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς μεγάλους εὐεργέτας ἔζησαν, συνήθως εἰς τὸ ἐξωτερικόν, τὴν ζωὴν των μὲ πολλὴν οἰκονομίαν.

Ἦσαν μετρημένοι καὶ εἰς τὸ φαγητὸν καὶ εἰς τὸ ντύσιμον καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας ἀνάγκας των.  Καὶ κατώρθωσαν ἔτσι νὰ συγκεντρώσουν σεβαστὰ ποσά, τὰ ὁποῖα κατόπιν, μὲ μίαν γενναίαν χειρονομίαν, προσέφεραν, διὰ νὰ ὑψωθοῦν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἱδρύματα καὶ ἐκκλησίες καὶ σχολεῖα καὶ ὑδραγωγεῖα καὶ τόσα ἄλλα ἔργα ἀγάπης καὶ πολιτισμοῦ.

Εἶναι ἀποδεδειγμένον, ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ παληόχαρτα καὶ τὰ κουρέλια, ποὺ ἐμάζευαν ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἀπ’  ἐκεῖ, κατώρθωσαν νὰ συγκεντρώσουν πολλὰ χρήματα, ὥστε νὰ καλύπτουν καὶ τὰς ἀτομικὰς των ἀνάγκας καὶ τὰς ἀνάγκας τῶν ἄλλων.  Μιὰ φιλάνθρωπος πτωχὴ κυρία εἰς τὴν Ἰταλίαν, γνωστὴ ὡς «Ρακοσυλέκτις», κατώρθωσε πρὸ ἐτῶν νὰ σπουδάσῃ 15 ἀπόρους νέους καὶ νὰ τοὺς κάμῃ ἐπιφανεῖς ἐπιστήμονας, μαζεύοντας ράκη (κουρέλια) ἀπὸ τὰ σπίτια, ποὺ οἱ νοικοκυρὲς τὰ πετοῦσαν.

Τί μπορεῖ νὰ κάμῃ ἡ οἰκονομία, ὅταν ἑνωθῇ μὲ τὴν ἀγάπην! Ἀληθινὰ θαύματα!


Ἀγαπητοί,


Καθαρὸς, σεμνὸς σοβαρὸς ὁ νέος ἐπλησίασε τὸν καταστηματάρχην καὶ μὲ εὐγένειαν τὸν ἐρώτησεν, ἄν ἐχρειάζετο τὸ κατάστημα καὶ ἄλλον ὑπάλληλον. Ἦτο τελειόφοιτος Γυμνασίου καὶ ἔπρεπε νὰ ἐργασθῇ.

Ὁ κύριος ἔμεινεν εὐχαριστημένος κατ’ ἀρχὴν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ νέου.  Τοῦ εἶπεν ὅμως νὰ ξαναπεράσῃ μετὰ ἀπὸ 10 ἡμέρες. Ὁ νέος ἐχαιρέτησε καὶ ἔφυγεν. Ἀπὸ τὴν τζαμέναι πόρτα ὁ καταστηματάρχης τὸν παρακολουθεῖ.  Λίγα μέτρα πιὸ πέρα τὸν βλέπει νὰ σκύβῃ.  Κάτι ἐπῆρεν ἀπὸ τὸν δρόμον. Ἦταν μάν καρφίτσα, ποὺ τὴν ἐκάρφωσε στὸ δεξιό του πέτο. Ὁ καταστηματάρχης ἔτρεξεν, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἐφώναξε νὰ γυρίσῃ πίσω.

-Σᾶς προσλαμβάνω ἀπὸ τὴν στιμγὴν αὐτὴν ὡς ὑπάλληλόν μου. Ἐξετίμησα τὸ πνεῦμα τῆς οἰκονομίας σας. Ἡ καρφίτσα, ποὺ ἐσκύψατε καὶ ἐπήρατε ἀπὸ τὸν δρόμον, μοῦ ἀπεκάλυψε τὸν ἑαυτὸν σας.  Μοῦ χρειάζεσθε. Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς εὐλογήσῃ.....

Σὲ λίγα χρόνια ὁ νέος εἶχε γίνει συνεταῖρος εἰς τὴν ἐπιχείρησιν.  Καὶ μὲ τὶ κεφάλαιον; Μὲ μίαν καρφίτσαν....



Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

(σελ.85-90)

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Ἑρμηνεία στὴν περικοπὴ τῶν Πέντε Ἄρτων

 Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς και του Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος


Χρόνο μὲ τὸ χρόνο καὶ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ νέα πλαίσια και ὑπὸ τὸ πρῖσμα σημερινῶν καταστάσεων, εἴτε εἶναι προσωπικὲς ἤ ἱστορικὲς. Καὶ κάθε φορὰ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο ἐδάφιο μπορεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο νὰ προκαλεῖ τὴν προσοχή μας.



Σήμερα διαβάσαμε τὴν περικοπὴ γιὰ τὸν χορτασμὸ τοῦ πλήθους ἀπὸ τὸν Χριστὸ. Καὶ πιὸ συχνὰ ἔχουμε διαβάσει στὰ κείμενα τῶν Πατέρων καὶ σὲ πνευματικοὺς συγγραφεῖς γιὰ τὸ αἴσθημα τῆς κατάπληξης στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δύναμης ποὺ μποροῦσε νὰ θρέψει τόσους πολλοὺς μὲ τόσο λίγα, ποὺ πράγματι κάνει θαύματα σ’ ἕναν κόσμο τόσο πολὺ ἀποξενωμένο ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅταν μοναχὰ μιὰ ὑποψία πίστης, μιὰ ρωγμὴ στὴν ἁρματωσιὰ τῆς ἀπιστίας μας θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐνεργήσει.


Καὶ σήμερα διαβάζοντας τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ μὲ ξάφνιασαν ξανὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μαθητὲς του κάνουν ἔκκληση νὰ διώξει τὰ πλήθη, ἐπειδὴ ἡ μέρα ἔφθασε στὸ τέλος της, ἐπειδὴ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρίσκονται μέχρι τὰ γειτονικὰ χωριὰ εἶναι μεγάλη, ἡ κούραση καὶ τὸ σκοτάδι θα τοὺς καταβάλλουν ἐὰν παραμείνουν ἐκεῖ περισσότερο. Καὶ ὅμως, ἔμειναν χωρὶς φαγητὸ μιὰ ὁλόκληρη μέρα, ἀκούγοντας τὸν ζωηφόρο λόγο τοῦ Χριστοῦ.


Καὶ ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς: Ὄχι, δὲν χρειάζεται νὰ φύγουν· δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε.. Πῶς μποροῦν νὰ θρέψουν ἕνα πλῆθος τόσο μεγάλο; Χιλιάδες ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ ἔχουν εἶναι πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Καὶ ἐδῶ εἶναι ἡ πρόκληση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς σ’ ἐκείνους καὶ σ’ ἐμᾶς. Ναί - ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ τὸ θαῦμα· ἀλλὰ ὄχι ἄν δὲν συμβάλλουμε σ’ αὐτὸ ἁπλόχερα καὶ μ’ ἀνοιχτὴ καρδιὰ. Δὲν εἶπε στοὺς μαθητὲς Του: Κρατῆστε ὅσο περισσότερα τρόφιμα μπορεῖτε γιὰ σᾶς, καὶ δῶστε τὰ ὑπόλοιπα, ὅ,τι ἀπέμεινε στοὺς ἄλλους. Τοὺς λέει: Πᾶρτε ὅ,τι ἔχετε καὶ δῶστε τα ὅλα…


Αὐτὸ δὲν μᾶς λέει ὁ Χριστὸς, μὲ πολὺ ἰδιαίτερο τρόπο, σὲ ἐποχές ποὺ εἴμαστε τόσο ἀσφαλεῖς, τόσο πλούσιοι, καὶ ὅταν καθημερινὰ ἀκοῦμε γιὰ πείνα, δυστυχία, γιὰ θάνατο ἀπὸ ἀσιτία ἑκατοντάδων ἀνθρώπων. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἁπλὰ μᾶς λέει ὁ Θεὸς εἶναι: δῶστε ὅ,τι μπορεῖτε καὶ ἄφηστε με μετὰ νὰ ἐνεργήσω· μὴν μοῦ ζητᾶτε νὰ κάνω ἕνα θαῦμα, ἐνῶ μπορεῖτε νὰ τὸ κάνετε μόνοι σας.


Οἱ Ἀπόστολοι μποροῦσαν νὰ κάνουν λίγα πράγματα· μποροῦσαν νὰ μοιράσουν πέντε ἅρτους καὶ δύο ψάρια· ἀλλὰ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ μοιράσουμε τόσα πολλὰ! Ἐὰν οἱ καρδιὲς μας ἦταν ἀνοιχτὲς, ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε τὶς πέτρινες καρδιές μας καρδιὲς ζωντανές, ἄν εἴχαμε μάθει τὶ σημαίνει νὰ εἴμαστε γενναιόδωροι καὶ ὑπεύθυνοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἄν εἴχαμε μάθει λίγο, τόσο λίγο! – ν’ ἀγαπᾶμε στὴν πράξη τὸν πλησίον μας, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε πείνα στὸν κόσμο.


Καὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει σήμερα το Εὐαγγέλιο, εἶναι , «κοιτᾶξτε γύρω σας»· σὲ κάθε πρόσωπο ποὺ πεινάει, ποὺ δὲν ἔχει στέγη, ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη καὶ θυμηθεῖτε ὅτι καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα εἶναι δική σας εὐθύνη, ἡ πείνα τους, ἡ ἔλλειψη στέγης, ἡ δυστυχία τους εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ πλούτου, τῆς ἄνεσης, καὶ τῆς ἄρνησής σας νὰ μοιραστεῖτε, νὰ προσφέρετε, ὄχι νὰ δώσετε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε -ἁπλὰ νὰ δώσετε.


Ἄν μοναχὰ θυμόμασταν, καθὼς ἕνας Ἅγιος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν θυμᾶμαι τώρα, γράφει σ’ ἕνα κείμενό του, ὅτι ὅποτε τρώει μιὰ μπουκιὰ ποὺ δὲν τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη, ὅποτε ἀποκτᾶ ἥ κατέχει ὁ,τιδήποτε πέρα ἀπὸ τὶς ἀπόλυτες ἀνάγκες του, τὸ κλέβει ἀπὸ τοὺς πεινασμένους, ἀπὸ τοὺς ἄστεγους, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ροῦχα – εἶναι κλέφτης.


Δὲν ἀπευθύνεται ἀκριβῶς αὐτὸ σὲ μᾶς ἀπ’ ὅτι στὸν ἀσκητή;


Ἄς προβληματιστοῦμε, ἐπειδὴ συμπεριφέρομαστε σὰν ἀνόητοι, ἀνάξιοι οἰκονόμοι· ὑπάρχει κάτι παρόμοιο ὅπως ἡ διαχείριση τοῦ πλούτου- πνευματικοῦ, συναισθηματικοῦ, ἠθικοῦ καὶ ὑλικοῦ. Θυμᾶστε πιθανὸν τὴν ἱστορία τοῦ ἀνάξιου, ἀπίστου οἰκονόμου ποὺ γέλασε τὸν κύριο του, τὸν ἔκλεψε, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν’ ἀπολυθεῖ ἐπειδὴ ὁ κύριος του ἀνακάλυψε τὴν ἀτιμία του,κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοῦ χρωστοῦσαν χρήματα καὶ μείωσε τὸ χρέος τους. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ μάθουμε. Στράφηκε στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἔδωσε ὅποια βοήθεια μποροῦσε· ἐμεῖς δὲν τὸ κάνουμε. Ἄς μᾶς προβληματίσουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Δὲν χρειάζεται νὰ φύγουν μακρυά μου γιὰ νὰ φᾶνε· δῶστε τους ὅ,τι χρειάζονται.. Καὶ ἄν κοιτάξουμε γύρω μας, ὄχι μακρυά, ἀλλὰ ἀκριβῶς δίπλα μας, τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ποὺ πεινᾶνε, ποὺ εἶναι ἄστεγοι, ποὺ εἶναι στερημένοι ἀπὸ δικαιώματα, ἤ ἁπλὰ τοὺς γείτονες μας ποὺ εἶναι κάποιες φορὲς τόσο μοναχικοὶ, ποὺ χρειάζονται ἕναν λόγο παρηγοριᾶς, φιλία, ἀλληλεγγύη, θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε πράξη τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.


Ἄς μὴν ξεγελιόμαστε, δὲν θὰ γίνει αὐτὸ μὲ λόγια παρηγοριᾶς, μ’ εὐγενικὲς χειρονομίες. Ὁ Χριστὸς εἶπε: Δῶστε ὅ,τι ἔχετε καὶ ἴσως θὰ πεῖ σὲ μᾶς ἐκτιμώντας τὴν λιγοστὴ πίστη ποὺ ἔχουμε, τὴν στενότητα καὶ τὴν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μας: Δῶστε ὅ,τι εἶναι περιττὸ στὴ ζωὴ σας, ὅ,τι ξοδεύετε γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας χωρὶς νὰ χρειάζεται, δίχως ν’ ἀντλεῖται ἀπ’ αὐτὰ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση- δῶστε τα καὶ τὸτε ἀφῆστε τὸ Θεὸ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ δῶρο Του, νὰ κάνει τὰ ὑπόλοιπα.


Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μου· εἶναι ἐπίσης τὸ κάλεσμα ποὺ ἀπευθύνει στὸν καθένα ἀπὸ σᾶς. Ἀμήν.


Κυριακή Η' Ματθαίου: Λόγος εις τους εκ πέντε άρτων τραφέντας πεντακισχιλίους

 (Όσιος Βασίλειος επίσκ. Σελευκείας)


Ομιλία του Οσίου πατρός ημών Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας, με θέμα τους εκ των πέντε άρτων τραφέντας πεντακισχιλίους.


Επαινώ μεν τον πόθο της φιλομαθείας, αποδέχομαι δε τον βαθμόν της φιλοθεΐας. Και γνωρίζω ποιος σας εμφύτευσε τον εξαίρετον αυτόν ζήλο. Γνωρίζω τον εκπαιδευτή της αρετής σας, τον πατέρα και συγχρόνως ποιμένα και ιατρόν και κυβερνήτην. Αυτόν που διαπρέπει στην ευαγγελική ζωή, και πνέει χάριν αποστολικήν. Αυτόν ο οποίος σας χειραγωγεί προς τους ουρανίους λειμώνες με πνευματικά σαλπίσματα, ως θησαυρός πνευματικών εννοιών που είναι. Την έμψυχον εικόνα της φιλανθρωπίας, αυτόν που υπερέβη την πραότητα του νόμου και είναι ανίκητος από τον θυμόν, λάμπει δε από σοφία, και στεφανώνεται με αρετές.

Αλλά πολύς ο πλούτος της αποστροφής σας κατά του θανάτου, και το πλάτος της φιλομαθείας σας, όπως είπα. Κι εγώ πώς να σας παραθέσω το πτωχό μου γεύμα; Πώς να χορτάσω με τις μικρές δυνατότητες του λόγου μου την άπληστο κοιλία της ακοής σας; Πώς θα επαρκέσει γλώσσα πτωχή να ευφράνει τόσον λαό; Ή, για να χρησιμοποιήσω επίκαιρα τα λόγια των Αποστόλων: «Πόθεν ημίν εν ερημία άρτοι τοσούτοι;», ώστε πάλιν ο πλούσιος Δεσπότης, απαλλάσσοντας από την πτωχεία, να χαρίσει την αφθονία;

«Ηκολούθει», λέγει, «όχλος πολύς τω Σωτήρι». Ακολουθούν τον ποιμένα τα πρόβατα, οι ασθενείς τον διώκτη των ασθενειών τους, οι δούλοι τον ελευθερωτήν των ψυχών. Ευρήκαν μίαν οδόν απλανή, και όλοι σ' αυτή συνέρρεαν. Όποιος ήθελε τον ακολουθούσε, ο άρρωστος απηλλάσσετο από το νόσημά του. Είχε αναβλύσει πηγή φιλανθρωπίας και όλοι απελάμβαναν.

Απορροφημένοι, λοιπόν, παρέτειναν την οδοιπορία μέχρι την έρημο. Τον παλαιό καιρό, όταν ο Θεός νομοθετούσε δια του Μωϋσέως στην έρημο, είχε περιβάλει το όρος Σινά με φωτιά, και οι φλόγες εξηκοντίζοντο στον ουρανό. Φόβος και ζόφος μαζί με σάλπιγγες και αλαλαγμούς κατέπλητταν εκείνους που παρακολουθούσαν. Αλλά τώρα ο Δεσπότης, αφήνοντας τον φόβο, περιεβλήθη μορφήν δούλου, δεικνύοντας τη φιλανθρωπία του με την πρόσληψη ανθρωπίνης φύσεως. Και παλαιά μεν η γη είχε ακούσει: «Εξαγαγέτω η γη βοτάνην χόρτου», ενώ τώρα την τράπεζα που εστρώθη στο έδαφος, την γεμίζει με αγαθά ο ίδιος ο Δεσπότης.

Παίρνοντας λοιπόν ο Κύριος τους ιχθύς, αφού εστράφη προς τον ουρανόν τους ευλόγησε. Άραγε ζητεί ωσάν να έχει ανάγκη; Άραγε υψώνοντας το βλέμμα καλεί σε βοήθεια τον ουρανό; Άραγε από αλλού αντλεί τη δύναμη της ευεργεσίας, και δίδει λαβή στον Άρειο, και οπλίζει τη γλώσσα του Ευνομίου για να εκτοξεύσουν τις βλασφημίες τους κατά του Υιού; Όχι βέβαια, αλλά προλαμβάνει τα εγκλήματα των Ιουδαίων. Επειδή ο Ιουδαίος πάντοτε ερευνά για αιτίες, και από αυτά που απολαμβάνει αλιεύει κατηγορίες. Επειδή λοιπόν κάποτε ο Θεός χορήγησε στην έρημο το μάννα στους Ισραηλίτες, και σε εκείνους που εβάδιζαν στη γη είχε απλώσει ουράνια τράπεζα, και εδίδαξε την πέτρα να μιμηθεί τα νέφη εξάγοντας ύδωρ απ' αυτήν, ήκουσε δε, αντί για ευχαριστίες, λόγια αχάριστα: «Επεί επάταξε πέτραν και έρρευσαν ύδατα, μη και άρτον δύναται δούναι;» —έπειδη εκτύπησε τον βράχο και εξεχύθησαν ύδατα, μήπως ημπορεί να μας δώσει και άρτο; Γι' αυτό λοιπόν ο Χριστός στα εγγόνια τους, για να μην πάρουν το μέγεθος του θαύματος σαν πρόφαση για συκοφαντία, ότι προσπαθεί δήθεν να δείξει ότι είναι μεγαλύτερος αυτός από τον Πατέρα, και επινοήσουν πάλι τη συνηθισμένη συκοφαντία της αντιθεΐας, αναθέτει το κατόρθωμα στον Πατέρα, υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό, αρπάζοντας την κατηγορία από τις ιουδαϊκές γλώσσες. Διότι έτσι μεταχειρίζεται πάντοτε ο Χριστός τις ιουδαϊκές πονηρίες. Έτσι τότε που εθεράπευσε τον λεπρό και εκήρυξε με εξουσία τη φυγή του πάθους, παρέπεμψε στο νόμο αυτόν που ηλευθερώθη από τη νόσο, λέγοντας: «προσένεγκε το δώρον σου τω ιερεί εις μαρτύριον» —ας γίνει δηλαδή μάρτυρας της θεραπείας ο νόμος και ας φραγεί η γλώσσα της παρανομίας. Γι' αυτό και τώρα υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, αποστομώνοντας τον κατήγορο της αντιθεΐας. Αλλά εκτός αυτού και εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους που κάθονται για φαγητό, να γνωρίζουν καλά τον αίτιο της απολαύσεως. Επειδή είναι ομολογία το να βλέπει κανείς στον ουρανό.

«Λαβών τοίνυν τους άρτους, έδωκε τοις μαθηταίς δούναι τοις όχλοις. Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν». Ω, τι πράγματα συνέβαιναν τότε! Οι άρτοι εγεννούσαν άρτους, και εγέμιζαν τα χορταρένια τραπέζια αυτοσχέδιες τροφές. Άρτοι ελεύθεροι από γεωργικούς ιδρώτες, που δεν εβλάστησαν από στάχια, αλλά άνθησαν από χέρια Δεσποτικά, μολονότι πολλά προϋποθέτει η ανθρώπινη τροφή: το όργωμα της γης, τη σπορά από τους γεωργούς, τη μεταβολή των αέρων σε νέφη, τη γέννηση βροχής, την κατάλληλη υγρασία γης και ατμοσφαίρας, τις αλλαγές θερμοκρασίας, τις εναλλαγές της σελήνης, τις νύκτες με τα αστέρια που τρεμοσβήνουν, τη βλάστηση των σταχιών, την έγκαιρη ωρίμανση των καρπών, την ταλαιπωρία του αλωνίσματος, τη συνεργασία του μύλου, την αφαίρεση του περιττού, το έντεχνο πλάσιμο και την απαραίτητη συμμετοχή της φωτιάς. Αυτά τα πραγματοποίησε τώρα όλα μαζί ο Κύριος μόνο με το άγγιγμα του χεριού του, αφού παρευρίσκετο εμπρός τους αυτός που διεγείρει την κοιλία της γης προς καρποφορίαν. Παρευρίσκετο αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με νεφέλες. Παρευρίσκετο αυτός που έχει δωρίσει στους θνητούς τη σοφία της τέχνης. Παρευρίσκετο «ο φέρων άπαντα τω ρήματι του στόματος αυτού».

Παρευρίσκετο εκεί επιβεβαιώνοντας την παρουσία του με τη σάρκα που εφορούσε. Έδειξε με ένα θαύμα ποιος είναι αυτός που κρατά τα ηνία της κτίσεως. Έλυσε το παλαιό έγκλημα των Ιουδαίων και το αχόρταστο πάθος τους. Δεν θα ημπορούσαν πλέον να λέγουν «μη και άρτον δύναται δούναι;».

Ιδού ότι και με άρτους εγέμισαν την έρημο. Ας διδάξει, Ιουδαίε, η συγγένεια των θαυμάτων ποιος είχε χορηγήσει και εκείνα.

«Και έφαγον», λέγει, «και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Ισάριθμα με τους Αποστόλους τα κοφίνια, ώστε ο καθένας τους βαστάζοντας από ένα να έχει τον κόπο μάρτυρα του θαύματος. Και ο ώμος με την αίσθηση της τριβής να εκπαιδεύσει προς συνειδητοποίηση του γεγονότος, ο δε κόπος να εξασφαλίζει τη μνήμη, για να μη θεωρήσουν φαντασία αυτό που είδαν, και βυθιστούν σε λογισμούς από το μέγεθος του θαύματος. Και επειδή ο νους δεν επαρκεί για να αντικρύσει με τους δικούς του οφθαλμούς το παράδοξον θαύμα, να μη γεννήσει σιγά – σιγά την υποψία πως ήταν όνειρο το γεγονός. Παρατείνει τη μνήμη του γεγονότος με το πλήθος των περισσευμάτων, ώστε καθημερινώς η βρώση, διδάσκοντας τη γνώση, να διεγείρει τη μνήμη.

Δέξου, παρακαλώ, τον άλλον Ευαγγελιστή, συνήγορο των λεγομένων να λέγει: «ην γαρ η καρδία αυτών πεπωρωμένη, και ου συνήκαν (δεν συνειδητοποίησαν δηλαδή) επί τοίς άρτοις». Φανερώνει το πάθος, για να κηρύξει το θαύμα. Διότι είναι μεγάλο το να φθάσουν πέντε μόνον άρτοι για τόσες χιλιάδες. Όμως το να μείνουν και τόσα πολλά περισσεύματα, όχι μόνον στους μαθητάς εγεννούσε τη μνήμη του θαύματος, αλλά φανέρωνε και τη δύναμη εκείνου που το πραγματοποίησε. Επειδή, αν τους έδιδε όσο είχαν ανάγκη, θα ενοθεύετο η χάρις της φιλοτιμίας του, και κάνοντας αυτό, δεν θα είχε γίνει σαφές πως είναι ο Κύριος του παντός, αφού υπηρέτησε μόνο την ανάγκη. Ενώ τώρα που η δωρεά έγινε ευρύτερη από την ανάγκη, μαρτυρεί την εξουσία Εκείνου που τη χορήγησε.

Ας μάθωμε και από αλλού σαφώς αυτό που λέγω: Κάποτε εδίδετο στους Ισραηλίτες το μάννα δια μέσου του Μωϋσέως. Αλλά επειδή αυτός που διακονούσε το θαύμα ήταν δούλος, μαζί μ' αυτόν ήταν και το δώρο υποδουλωμένο στην ανάγκη, αφού το περιττόν εξηφανίζετο. Και όποιο χέρι αρρώσταινε από απληστία, την ώρα της συλλογής, υπεχρέωνε και το δώρο να αρρωστήσει μαζί του. Ο ουρανός έστελνε κάτω στους Ιουδαίους την τροφή με μέτρο, και ο χρόνος υπερνικούσε το δώρο, και είχε προθεσμία η χάρις. Επειδή καθώς τελείωνε η πορεία στην έρημο, υπέδειξε πλέον και η γη τον φυσικόν άρτον. Τότε έπαυσε το μάννα, και το ταμείο του ουρανού για τους ανθρώπους έκλεισε.

Μετάφερε το νου σου σε άλλον υπηρέτη, ο οποίος διετάχθη να θαυματουργήσει με προθεσμία. Ο μέγας Ηλίας, που στείρωσε τον ουρανό με όρκο, συνεκράτησε τον αέρα με τα χείλη, και με τη φωνή κατεδίκασε σε αργία την κτίση. Αυτός έπεισε της φιλοξένου χήρας το έλαιο να μετατραπεί σε πηγή, και το ολίγον αλεύρι δεν ολιγόστευε μαζί με τον χρόνο, αλλά όσο κατανάλωνε η φύσις, τόσο αντικαθιστούσε η χάρις. Όταν ήλθε η βροχή, έκανε πτερά και το δώρο του Ηλία. Υπηρετούσε, διακονούσε δουλικώς και όχι από κάποια κυριαρχική φιλοτιμία. Γι' αυτό τώρα ο Κύριος πολλαπλασιάζει δυσανάλογα με την ανάγκη, φανερώνοντας την εξουσία του, και δίδοντας σε όλους να καταλάβουν ποιος είναι «ο διδούς την τροφήν πάση σαρκί».

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

(13ος Αιών, Migne P.G. τομ. 85, στ. 360 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 203 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΤΩΝ

 Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος, εἶναι ἀπαραίτητα. Δὲν κάνει τίποτα ἄσκοπο, τίποτα ὑπερβολικό, τίποτα ποὺ νὰ μὴ χρειάζεται. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι περιφέρονται τόσο ἄσκοπα καὶ κάνουν τόσο ἀδιάφορα πράγματα; Ἐπειδὴ δὲν εἶναι βέβαιοι γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προορισμὸ τοῦ ἐπίγειου ταξιδιοῦ τους. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι ὑπερφορτώνονται μὲ ἄσκοπες ὑποχρεώσεις, προβαίνουν σὲ ὑπερβολικὲς ἐνέργειες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν μποροῦν νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα κάτω ἀπὸ τέτοιο βάρος ὑποχρεώσεων; Ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν τὸ ἕνα πράγμα, «οὗ ἐστι χρεία».



.         Γιὰ νὰ βοηθήσει ὁ Κύριος τὸν ἄνθρωπο νὰ μαζέψει τὸν διασκορπισμένο νοῦ του, νὰ θεραπεύσει τὴ διχασμένη καρδιά του καὶ νὰ συγκροτήσει τὴν ἀνεξέλεγκτη δύναμή του, ἀποκάλυψε τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ στόχο ποὺ εἶναι ἀπαραίτητος: τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄσκοπη εἶναι ἀλήθεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἐπιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο ἀναίσθητη εἶναι ἡ διχασμένη καρδιά! Πόσο ἀδύναμη εἶναι ἡ θέληση, ὅταν ἡ δύναμή της κατακερματίζεται!


.         Ἑνός ἐστι χρεία. Μόνο ἕνα πράγμα μᾶς χρειάζεται: ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θαυματουργὸς Χριστὸς προσπάθησε νὰ στρέψει τὰ μάτια καὶ τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων πρὸς αὐτὸν τὸν προορισμό. Ὅποιος σκέφτεται ἔτσι, ἔχει ἕνα μόνο στόχο: τὸν Θεό. Ἕνα αἴσθημα: τὴν ἀγάπη. Μία νοσταλγία: νὰ πλησιάσει τὸν Θεό. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔφτασε σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει γίνει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγκεντρώνει τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου γιὰ νὰ δημιουργήσει φωτιά.


.         Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά• ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λούκ. ι´ 41, 42), ἦταν στὴν πραγματικότητα ἕνας ἔλεγχος, μία προειδοποίηση στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔχουμε πραγματικὴ ἀνάγκη, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. ϛ´ 33). Γιὰ ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκανε ὁ Κύριος, εἶχε στὸν νοῦ του τὸν στόχο αὐτό. Ἐκεῖ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ φλόγα, ποὺ φωτίζει τοὺς ταξιδιῶτες ἐκείνους ποὺ περιφέρονται γύρω ἀπὸ τὶς χαράδρες καὶ τοὺς ἀνεμοστρόβιλους τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.


.         Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος, εἶναι ἀπαραίτητα. Τὰ πάντα γίνονται μ᾽ αὐτὸν τὸν ὕψιστο, τὸ μοναδικὸ στόχο. Ὅλα εἶναι ἀπαραίτητα, τόσο τὰ λόγια ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ κάνει. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀργὸς λόγος, οὔτε ἕνα ἀχρείαστο ἔργο. Καὶ πόσο καρποφόρα ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑκατομμύρια φορὲς ἔχει καρποφορήσει κάθε λόγος καὶ κάθε Του πράξη, ὣς τὶς μέρες μας! Πόσο γλυκός, εὐωδιαστὸς καὶ ζωογόνος εἶναι ὁ καρπὸς αὐτός!


.         Γιατί ὁ Κύριος δὲν μετέτρεψε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ σατανᾶς; Σὲ δύο μεταγενέστερες περιπτώσεις, ὅταν γύρω του ὑπῆρχε ἕνα πεινασμένο πλῆθος, πολλαπλασίασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μία τεράστια ποσότητα, ὥστε μετὰ τὴ διατροφὴ τοῦ πλήθους, περίσσεψε περισσότερο ψωμὶ ἀπ᾽ ὅσο ἦταν ἀρχικά. Τὸ πρῶτο θαῦμα ὅμως (ἡ μετατροπὴ τῶν λίθων σὲ ψωμί), ἦταν κάτι ἀδόκιμο, ἀνάρμοστο, ἄτοπο. Τὸ δεύτερο θαῦμα (ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἄρτων) ἦταν κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.


.         Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε «σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» στοὺς Φαρισαίους, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησαν; Δὲν ἔδωσε τέτοια σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὲ ἀμέτρητες περιπτώσεις, ὅπως σὲ θαύματα-θεραπεῖες ἄρρωστων, λεπρῶν, δαιμονισμένων, δὲν ἀνέστησε νεκρούς; Κάθε σημεῖο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στοὺς φθονεροὺς Φαρισαίους ὅμως θὰ ἦταν ἀνάρμοστο, ἀκατάλληλο καὶ ὑπερβολικό, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις θὰ ἦταν κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.

Κυριακή Η’ Ματθαίου Ερμηνεία Αποστολικής περικοπής (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

 (Υπομνηματισμός των εδαφίων Α΄Κορ. 1, 10-13)


«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ (: σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να ομολογείτε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις, αλλά να είστε αρμονικά ενωμένοι με τα ίδια φρονήματα όλοι σας και με τις ίδιες γνώμες και αποφάσεις)».



Αυτό ακριβώς που έλεγα πάντοτε, ότι δηλαδή οι επιπλήξεις πρέπει να γίνονται βαθμιαία και με ήρεμο τρόπο, τούτο κάνει εδώ και ο Παύλος· επειδή δηλαδή πρόκειται να εισέλθει σε θέμα, το οποίο είναι πλήρες πολλών κινδύνων και ικανό να καταστρέψει εκ θεμελίων την Εκκλησία, γράφει με περισσότερη πραότητα. Λέγει δηλαδή ότι τους παρακαλεί, και μάλιστα τους παρακαλεί δια του Χριστού, σαν ούτε αυτός μόνος του ο Παύλος να αρκούσε να τους απευθύνει αυτήν την παράκληση και να τους πείσει.


Και τι σημαίνει «Παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»; Παίρνω ως σύμμαχο τον Χριστό και ως βοηθό το αδικημένο και υβρισμένο όνομά Του κατά τρόπο πολύ ελεγκτικό, ώστε να μην αρνηθούν αναίσχυντα να Τον ακούσουν· διότι η αμαρτία κάνει τους ανθρώπους θρασείς. Για τον λόγο αυτόν, αν μεν επιπλήξεις τον άνθρωπο κατευθείαν και έντονα, συνήθως τον καθιστάς σκληρό και αναίσχυντο· αν όμως τον κάνεις να ντραπεί, συνήθως κάμπτεις τον αυχένα του, ματαιώνεις την αθυροστομία του και τον κάνεις να σκύψει την κεφαλή από ντροπή. Τούτο ακριβώς εφαρμόζει και ο Παύλος και κατά πρώτον τους παρακαλεί δια του ονόματος του Χριστού.


Και τι είναι τέλος πάντων αυτό, για το οποίο τους παρακαλεί; «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα (: να ομολογείτε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις)». Η έμφαση στη λέξη σχίσμα και ως λέξη και μόνο ήταν αρκετή για να τους θέσει υπό επίκριση· διότι με το σχίσμα δεν παράγονται πολλά ολόκληρα μέρη, αλλά χάνεται και το αρχικό ένα· διότι, εάν μεν υπήρχαν εκκλησίες ολόκληρες, πολλά θα ήταν τα συστήματα· εάν όμως υπάρχουν σχίσματα, αφανίζεται και το αρχικό ένα· διότι το ολόκληρο, όταν διαιρεθεί σε πολλά, όχι μόνο δεν γίνεται πολλά, αλλά καταστρέφεται και το ένα. Τέτοια είναι η φύση των σχισμάτων.


Κατόπιν, επειδή τους κατηγόρησε έντονα με το να χρησιμοποιήσει τη λέξη «σχίσμα», πάλι μετριάζει και πραΰνει τον λόγο του λέγοντας «ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ (: να είστε αρμονικά ενωμένοι με τα ίδια φρονήματα όλοι σας και με τις ίδιες γνώμες και αποφάσεις)». Επειδή δηλαδή είπε «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε», «να μην νομίσετε» -λέγει- «ότι είπα πως η ομόνοια βρίσκεται μόνο στους λόγους· διότι επιζητώ τη συμφωνία που βρίσκεται στη σκέψη». Αλλά επειδή είναι δυνατόν να υπάρχει συμφωνία στη σκέψη, αλλά όχι σε όλα τα θέματα, για τον λόγο αυτόν πρόσθεσε και το «να είστε αρμονικά ενωμένοι με τα ίδια φρονήματα όλοι σας»· διότι εκείνος που σε ένα θέμα είναι ενωμένος, ενώ σε άλλο σκέπτεται διαφορετικά, δεν έχει ακόμη ενωθεί, ούτε έχει τελειοποιηθεί σε ομοφροσύνη.


Είναι δυνατόν να συμφωνεί κάποιος με τη σκέψη του, αλλά να μη συμφωνεί καθόλου με την εσωτερική του διάθεση, όπως π.χ. όταν ενώ έχουμε την ίδια πίστη, δεν είμαστε ενωμένοι κατά την αγάπη· έτσι δηλαδή ενωνόμαστε μεν ως προς τον νου- διότι έχουμε τις ίδιες σκέψεις- όχι όμως ακόμη ως προς την εσωτερική διάθεση. Αυτό ακριβώς συνέβη και τότε, διότι άλλος προτιμούσε τον τάδε, ενώ άλλος τον τάδε. Για τον λόγο αυτό λέγει ότι πρέπει να συμφωνούμε και κατά τη σκέψη και κατά την εσωτερική διάθεση· διότι τα σχίσματα δεν συνέβησαν λόγω των διαιρέσεων κατά την πίστη, αλλά λόγω των διαιρέσεων κατά την ψυχική διάθεση, εξαιτίας της τάσεως του ανθρώπου προς έριδες.


Ωστόσο, επειδή ο κατηγορούμενος αρνείται αναίσχυντα την ενοχή του, έως ότου δεν προσάγονται οι μάρτυρες, πρόσεξε πώς προσήγαγε μάρτυρες, επειδή δεν ήθελε να αρνηθούν·  (: και σας κάνω την προτροπή αυτή, διότι πληροφορήθηκα για σας, αδελφοί μου, από το σπιτικό της Χλόης)». Και ούτε είπε αυτό ευθύς εξαρχής, αλλά προηγουμένως ανέφερε την κατηγορία, αφού είχε πιστέψει εκείνους που του την ανέφεραν· εάν δηλαδή δεν είχε συμβεί αυτό, ούτε καν θα διατύπωνε κατηγορία, διότι ο Παύλος δεν θα πίστευε εύκολα. Ούτε λοιπόν ευθύς εξαρχής είπε τι του αναφέρθηκε, για να μην φανεί ότι τους κατηγορεί εξαιτίας εκείνων, ούτε το αποσιώπησε, για να μη φανεί ότι η κατηγορία έχει αυτόν και μόνο ως πηγή.


Και πάλι τους ονομάζει «αδελφούς»· δηλαδή και αν ακόμη είναι φανερό το αμάρτημα, τίποτε δεν τον εμποδίζει να τους ονομάζει ακόμη αδελφούς. Πρόσεξε τη σύνεσή του, πως δεν ανέφερε μεμονωμένο το πρόσωπο της Χλόης, αλλά ολόκληρη την οικία, ώστε να μην τους καταστήσει εχθρούς του πληροφοριοδότη του· έτσι δηλαδή προστάτεψε εκείνον και συγχρόνως χωρίς φόβο αποκάλυψε την κατηγορία· διότι δεν απέβλεψε μόνο στο συμφέρον εκείνου, αλλά και το δικό τους συμφέρον· για τον λόγο αυτό δεν είπε «Μου αναφέρθηκε από κάποιους» αλλά αποκάλυψε και την οικία, ώστε να μη θεωρηθεί ότι μόνος του τα επινοεί. Τι αναφέρθηκε; «ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι (: ότι υπάρχουν μεταξύ σας αντιθέσεις και φιλονικίες)». Όταν λοιπόν τους επιτιμά, λέγει «ἵνα μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα (: να μην υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα και διαιρέσεις)» αλλά, όταν ανακοινώνει τους λόγους άλλων, τους αναφέρει με ηπιότητα, λέγοντας: «ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι», ώστε να μη δημιουργήσει αντίθεση προς τους πληροφοριοδότες του.


Κατόπιν αναφέρει και το είδος της έριδας· «λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ (: Και με αυτό που λέω εννοώ αυτό, ότι καθένας από σας λέει με καύχηση: “Εγώ είμαι του Παύλου”· “εγώ όμως”, λέει ο άλλος, “είμαι θαυμαστής και μαθητής του Απολλώ”. Και ο τρίτος λέει: “Eγώ ανήκω στον Κηφά”· και άλλος πάλι ισχυρίζεται: “Eγώ είμαι του Χριστού”. Έγιναν έτσι ομάδες και μερίδες διάφορες)». «Έριδες δηλαδή», λέγει, «δεν εννοώ τις διαφωνίες για ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά τις σοβαρότερες από αυτές: «ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει». Η φθορά δηλαδή δεν επεκτάθηκε σε ένα μόνο μέρος, αλλά σε ολόκληρη την εκκλησία. Αν και δεν διαφωνούσαν για τον εαυτό του, ούτε για τον Πέτρο, ούτε για τον Απολλώ, αλλά όμως δείχνει ότι εάν δεν πρέπει να στηρίζονται σε αυτούς, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να στηρίζονται σε άλλους. Ότι δηλαδή ούτε για αυτούς διαφωνούσαν, λέγει στη συνέχεια στην επιστολή του: «Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου (: και αυτά που σας είπα, αδελφοί, τα μετέτρεψα ώστε να ταιριάζουν στον εαυτό μου και στον Απολλώ για την δική σας ωφέλεια. Για να μάθετε με το παράδειγμά μου να μην σχηματίζετε φρόνημα περισσότερο από εκείνο που είναι γραμμένο και μας παραγγέλλει η Αγία Γραφή, για να μην καυχιέστε και υπερηφανεύεστε ο ένας μαθητής, επειδή έχει αρχηγό και διδάσκαλο κάποιον εναντίον του άλλου μαθητή που έχει αρχηγό και διδάσκαλο κάποιον άλλο)» [Α΄Κορ. 4, 6]· διότι, εάν δεν έπρεπε να ιδιοποιούνται τον διδάσκαλο, τον πρώτο των αποστόλων, ο οποίος κατήχησε τόσο λαό, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε εκείνους που δεν είχαν καμία αξία. Επειδή λοιπόν επείγεται να απαλλάξει αυτούς από την ασθένεια, χρησιμοποιεί αυτά τα ονόματα. Άλλωστε κάνει τον λόγο του και λιγότερο δυσάρεστο με το να μην αναφέρει ονομαστικά αυτούς που διαιρούν την Εκκλησία, αλλά τους κρύπτει χρησιμοποιώντας ως πρόσωπα τα ονόματα των αποστόλων: «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ».


Ανάφερε τον Πέτρο τελευταίο όχι διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο από εκείνον, αλλά απεναντίας, διότι τον Πέτρο τον θεωρούσε πολύ ανώτερο από τον εαυτό του. Προχώρησε δηλαδή τον λόγο του κατά αύξουσα σημασία, για να μη θεωρηθεί ότι το κάνει αυτό από φθόνο και αφαιρέσει από εκείνους την τιμή λόγω βασκανίας. Για τον λόγο αυτόν έχει θέσει τον εαυτό του και πρώτο. Εκείνος δηλαδή που πρώτος αποδοκιμάζει τον εαυτό του, δεν το κάνει, διότι ποθεί τιμή, αλλά διότι τελείως περιφρονεί την δόξα του είδους αυτού. Δέχεται λοιπόν ο ίδιος όλη την επίθεση και μετά αναφέρει τον Απολλώ και στη συνέχεια τον Κηφά. Δεν έκανε βεβαίως αυτό εξυψώνοντας τον εαυτό του, αλλά σε θέματα που δεν έπρεπε να δημιουργηθούν, επιχειρεί τη διόρθωση κατά πρώτον με το δικό του πρόσωπο. Είναι βεβαίως φανερό ότι αμάρταναν όσοι συνέτασσαν τους εαυτούς τους με τον τάδε και τον τάδε, και καλώς τους κατηγόρησε λέγοντας ότι δεν ενεργούν σωστά λέγοντας «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ».


Για ποιο λόγο πρόσθεσε το «ἐγὼ δὲ Χριστοῦ (: και άλλος λέγει με καύχηση: “εγώ είμαι μαθητής του Χριστού”)»; Διότι εάν αμάρταναν όσοι συνέτασσαν τους εαυτούς τους με ανθρώπους, δεν αμάρταναν βεβαίως και όσοι αφιέρωναν τους εαυτούς τους στον Χριστό. Αλλά δεν κατηγορούσε αυτό, το ότι δηλαδή ιδιοποιούνταν τον Χριστό, αλλά ότι δεν Τον ιδιοποιούνταν όλοι μόνο Αυτόν. Νομίζω ότι ο ίδιος από δική του σκέψη έχει προσθέσει αυτό, επειδή ήθελε να παρουσιάσει βαρύτερο το αμάρτημα και έτσι να δείξει ότι ακόμη και ο Χριστός περιορίστηκε σε ένα μόνο μέρος των Χριστιανών, αν και εκείνοι δεν έπρατταν ακριβώς έτσι· διότι με τους εξής λόγους φανέρωσε ότι έκανε τέτοια νύξη: «(: έχει κομματιαστεί ο Χριστός;)». Αυτό που λέγει σημαίνει: «Κατακομματιάσατε τον Χριστό και διαιρέσατε το σώμα Του». Βλέπεις θυμό, βλέπει επίπληξη, βλέπεις λόγο γεμάτο από αγανάκτηση; Όταν δηλαδή δεν φέρει αποδείξεις, αλλά ερωτά μόνο, το κάνει διότι είχαν πλέον ομολογήσει το άτοπο. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Παύλος υπονοεί και κάτι άλλο με το να λέγει: «μεμέρισται ὁ Χριστός; (: έχει κομματιαστεί ο Χριστός;)»· δηλαδή χώρισε και διαμοίρασε την εκκλησία με τους ανθρώπους και πήρε ο ίδιος ένα τμήμα, ενώ άλλο τμήμα έδωσε σε εκείνους.


Στη συνέχεια εργάζεται για την εκρίζωση του κακού λέγοντας: «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; (: Απευθύνομαι σε όσους λένε: “Εμείς είμαστε του Παύλου”, και τους ρωτώ: “Μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για τη σωτηρία σας; Ή μήπως βαπτιστήκατε στο όνομα του Παύλου, ώστε να ανήκετε πλέον σε αυτόν;”)».


Πρόσεξε την φιλόχριστο σκέψη, πως τα πάντα τα αναφέρει στο δικό του όνομα, δείχνοντας πληρέστατα ότι σε κανέναν άνθρωπο δεν ανήκει αυτή η τιμή· και για να μη φανεί ότι τα λέγει αυτά κινούμενος από φθόνο, για τον λόγο αυτόν συνεχώς επαναφέρει τον εαυτό του. Και πρόσεξε τη σύνεση· δεν είπε δηλαδή: «Μήπως ο Παύλος δημιούργησε τον κόσμο; Μήπως ο Παύλος σας έδωσε ζωή;», αλλά τονίζει μόνο όσα είναι για τους πιστούς εξαίρετα και χρειάζονται πολλή επιμέλεια, δηλαδή τον σταυρό και το βάπτισμα και τα αγαθά που απορρέουν από αυτά· διότι την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο τη δείχνει μεν και η δημιουργία του κόσμου, προπαντός όμως η συγκατάβαση δια του σταυρού.


Και δεν είπε: «Μήπως ο Παύλος πέθανε για σας;», αλλά «μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για σας;», προσδιορίζοντας το είδος του θανάτου· «ή στο όνομα του Παύλου βαπτιστήκατε;»· και δεν είπε «Μήπως ο Παύλος σας βάπτισε;», διότι βάπτισε πολλούς· αλλά δεν ήταν αυτό το ζητούμενο, δηλαδή από ποιον βαπτίστηκαν, αλλά στο όνομα τίνος βαπτίστηκαν. Επειδή δηλαδή και τούτο έγινε αίτιο σχισμάτων, το να ονομάζονται οι πιστοί από το όνομα εκείνων που τους βάπτισαν, διορθώνει και αυτό λέγοντας: «Μήπως βαπτιστήκατε στο όνομα του Παύλου;». «Μη μου πεις δηλαδή», λέγει, “ποιος σε βάπτισε, αλλά στο όνομα Τίνος βαπτίστηκες»· ζητείται δηλαδή όχι εκείνος που βάπτισε, αλλά Εκείνος τον Οποίο επικαλούνται στο βάπτισμα· διότι Αυτός συγχωρεί τα αμαρτήματα.


Μέχρις αυτού του σημείου μίλησε πάνω σε αυτό και δεν προχώρησε πλέον στη συνέχεια· διότι δεν λέγει: «Μήπως ο Παύλος σας υποσχέθηκε τα μελλοντικά αγαθά; Μήπως ο Παύλος σας υποσχέθηκε βασιλεία των ουρανών;». Γιατί λοιπόν δεν προσθέτει και αυτά; Διότι το να υποσχεθείς βασιλεία δεν είναι ίσο με το να σταυρωθείς· το πρώτο μεν ούτε κίνδυνο περιείχε ούτε έφερε αισχύνη, το δεύτερο όμως τα είχε όλα αυτά· άλλωστε και εκείνα τα αποδεικνύει από αυτά· αφού είπε δηλαδή «ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; (: Αυτός ο οποίος δεν λυπήθηκε τον ίδιο τον Μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέδωσε σε θάνατο, πώς δεν θα μας χαρίσει μαζί με αυτόν και όλες τις χάριτες που είναι απαραίτητες για τη σωτηρία μας; Αφού χάρισε σε μας τον Υιό Του, δεν θα μας χαρίσει και όλα τα άλλα που χρειαζόμαστε για να σωθούμε;)» [Ρωμ. 8, 32], πρόσθεσε. «Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ (: διότι εάν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό με τον θάνατο του Υιού Του όταν ήμασταν εχθροί, πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε θα σωθούμε διαμέσου του Χριστού, ο Οποίος δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να πεθάνει, αλλά ζει ένδοξος στους ουρανούς ως μεσίτης δικός μας)»[Ρωμ. 5, 10]. Για τον λόγο αυτόν δεν πρόσθεσε εκείνα και διότι άλλα μεν δεν τα κατείχαν ακόμη, ενώ άλλα τα είχαν γευθεί· άλλα μεν ήταν ακόμη υποσχέσεις, άλλα όμως ήσαν πλέον γεγονότα.




[Υπομνηματισμός των εδαφίων Α΄Κορ. 1, 14-17]


«Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, (: καθώς βλέπω τώρα ποια κατάχρηση του ονόματός μου κάνετε, ευχαριστώ τον Θεό, διότι προνόησε να μη βαπτίσω αυτοπροσώπως κανέναν από εσάς, εκτός από τον Κρίσπο και τον Γάιο)» [Α΄Κορ. 1, 14]. «Γιατί μεγαλοφρονείτε για το ότι βαπτίζετε, ενώ εγώ απεναντίας ευχαριστώ τον Θεό επειδή δεν το έκανα αυτό;». Και λέγοντας αυτά, αφαιρεί με επιμέλεια την αλαζονεία για την εκτέλεση του βαπτίσματος, όχι τη δύναμη του βαπτίσματος – μη γένοιτο- αλλά τη μωρία όσων μεγαλοφρονούσαν για το βάπτισμα, πρώτα μεν με το να δείχνει ότι δεν είναι δικό του δώρο και δεύτερο με το να ευχαριστεί τον Θεό για αυτό· διότι είναι μεν το βάπτισμα μέγα, αλλά το καθιστά μέγα όχι αυτός που βαπτίζει αλλά Εκείνος που καλεί στο βάπτισμα· το βάπτισμα βεβαίως απαιτεί σημαντικό ανθρώπινο κόπο, αλλά είναι πολύ ευκολότερο από τον ευαγγελισμό. Είναι δηλαδή μέγα μεν το βάπτισμα -το επαναλαμβάνω- και χωρίς το βάπτισμα είναι αδύνατον να επιτύχει ο άνθρωπος τη Βασιλεία· αλλά αυτό δύναται να το πραγματοποιήσει και άνθρωπος που δεν είναι πολύ γενναίος, ο ευαγγελισμός όμως χρειάζεται πολύ κόπο.


Λέει επίσης και την αιτία, για την οποία ευχαριστεί ότι κανέναν δεν βάπτισε. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Λέει: «ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. (: Και έτσι τώρα δεν μπορεί κανείς να πει ότι στο δικό μου όνομα βάπτισα)» [Α΄Κορ. 1, 15]. Έλεγαν λοιπόν αυτό για εκείνους; Καθόλου; «Αλλά φοβούμαι», λέγει, «μήπως το νόσημα προχωρήσει μέχρις αυτού του σημείου. Εάν δηλαδή έχει γίνει εκλογή μεταξύ ευτελών ανθρώπων που βαπτίζουν χωρίς οι ίδιοι να έχουν καμία αξία, εάν εγώ που κήρυξα το βάπτισμα βάπτισα πολλούς, θα ήταν φυσικό αυτοί αφού συνενωθούν όχι μόνο να ονομάζονται από το όνομά μου, αλλά και να ταυτίζουν το βάπτισμα με εμένα»· διότι εάν προκλήθηκε τόσο μεγάλο κακό από δευτερεύοντα θέματα, ίσως θα δημιουργούνταν χειρότερες καταστάσεις από σοβαρότερες αιτίες.


Αφού λοιπόν έλεγξε όσους είχαν αμαρτήσει στο θέμα αυτό και αφού πρόσθεσε: «ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον (:Βάπτισα επίσης και την οικογένεια του Στεφανά)», πάλι ελαττώνει την αλαζονεία τους λέγοντας: «λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα (: Εκτός από αυτούς, δεν γνωρίζω αν βάπτισα κανέναν άλλον)» [Α΄Κορ. 1, 16]· εδώ δηλαδή δείχνει ότι καθόλου δεν τον ενδιέφερε το να τον τιμούν οι πολλοί· για τον λόγο αυτόν ούτε βάπτιζε για να αποκτήσει δόξα.


Και όχι μόνο αυτά, αλλά και με τα εξής περιορίζει πολύ την ένταση της ασθένειάς τους, λέγοντας: «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι (: Και δεν έκανα κύριο έργο μου το βάπτισμα, διότι ο Χριστός δεν μου ανέθεσε η διακονία του Αποστόλου για να βαπτίζω, πράγμα που μπορεί να κάνει και ένας απλός λειτουργός· αλλά με απέστειλε ο Θεός να κηρύττω το Ευαγγέλιο)» [Α΄Κορ. 1, 17]. Αυτό δηλαδή ήταν το πλέον επίπονο που ήθελε πολύ μόχθο και σιδηρά ψυχή και το οποίο περιλάμβανε τα πάντα· για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος αυτό το έργο αναλάμβανε.


Και για ποιο λόγο βάπτιζε, ενώ δεν απεστάλη να βαπτίζει; Το έκανε όχι εναντιούμενος προς Εκείνον που τον απέστειλε, αλλά από περίσσεια ζήλου· διότι δεν είπε ότι του είχε απαγορευθεί να βαπτίζει, αλλά ότι δεν απεστάλη αποκλειστικά για το έργο αυτό, αλλά  γι’ αυτό που ήταν το πλέον αναγκαίο· ο ευαγγελισμός δηλαδή θα μπορούσε να είναι έργο ίσως ενός ή δύο ανθρώπων, ενώ το βάπτισμα μπορούσε να το κάνει οποιοσδήποτε είχε την ιεροσύνη· το να πάρει δηλαδή κανείς έναν κατηχούμενο που είχε πειστεί στα της πίστεως και να τον βαπτίσει θα είχε τη δυνατότητα να το κάνει οποιοσδήποτε· διότι η βούληση εκείνου που προσερχόταν στην πίστη και η χάρη του Θεού εργάζονται στη συνέχεια τα πάντα· όταν όμως πρέπει να κατηχήσει κανείς απίστους, χρειάζεται πολύς κόπος και πολλή σοφία· τότε μάλιστα διέτρεχε κανείς και κίνδυνο.


Στο βάπτισμα δηλαδή έχει ήδη συντελεστεί όλη η προεργασία και έχει πειστεί αυτός που πρόκειται να βαπτιστεί και δεν είναι καθόλου δύσκολο το να βαπτίσει κάποιος έναν που πείστηκε· η κατήχηση όμως έχει πολύ κόπο, ώστε να μεταπείσει κανείς τη βούληση, να μεταβάλει τον νου, να αναταράξει την πλάνη, να εμφυτεύσει καλώς την αλήθεια. Αυτά όμως δεν τα λέει χωρίς λόγο, ούτε επινοεί και ισχυρίζεται ότι το βάπτισμα δεν έχει κανέναν κόπο, αλλά η κατήχηση· διότι γνωρίζει πάντοτε να τηρεί το μέτρο, αλλά κατά τη σύγκριση της πίστεως με την κοσμική σοφία απευθύνει έντονες ερωτήσεις όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει ορμητικότερο λόγο.


Δεν βάπτιζε λοιπόν εναντιούμενος σε Εκείνον που τον έστειλε, αλλά όπως ακριβώς στην περίπτωση των χηρών, ενώ οι απόστολοι είπαν «οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις (: δεν μας φαίνεται σωστό να αφήσουμε εμείς το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε σε τραπέζια φαγητού)» [Πράξ. 6, 2], εργάστηκε χειρωνακτικά όχι από αντίθεση προς εκείνους, αλλά ενεργώντας από περίσσεια ζήλου, έτσι και στην περίπτωση αυτήν.


Εξάλλου και τώρα στους μεν απλοϊκότερους από τους πρεσβύτερους αναθέτουμε αυτό, ενώ τη διδασκαλία την αναθέτουμε στους περισσότερο μορφωμένους, διότι εκεί υπάρχει ο κόπος και ο ιδρώτας· για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος λέγει: «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ (: όσοι από εκείνους που έχουν το αξίωμα του πρεσβυτέρου είναι καλοί προεστοί και κοπιάζουν για το ποίμνιο, είναι άξιοι να ανταμείβονται διπλά για τη συντήρησή τους. Προπαντός εκείνοι που κοπιάζουν στο κήρυγμα και τη διδασκαλία)» [Α΄ Τιμ. 5, 17]. Όπως ακριβώς δηλαδή η διδασκαλία της πάλης είναι έργο γενναίου ανδρός και σοφού παιδοτρίβη, το να στεφανωθεί όμως ο νικητής είναι έργο και εκείνου ακόμη που δεν μπορεί να παλεύει, αν και βέβαια ο στέφανος καθιστά λαμπρότερο τον νικητή, έτσι και σχετικά με το βάπτισμα: είναι δηλαδή αδύνατον να σωθεί κανείς χωρίς αυτό, εκείνος όμως που βαπτίζει δεν κάνει καθόλου δύσκολο έργο, διότι λαμβάνει προετοιμασμένη τη βούληση.


«οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ (: και να το κηρύττω όχι με ανθρώπινη τέχνη και απατηλά επιχειρήματα, για να παρουσιάζεται η διδασκαλία μου σοφή και λαμπρή, αλλά να το κηρύττω έτσι ώστε να μη χάσει τη θεία του δύναμη το κήρυγμα για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού)» [Α΄Κορ. 1, 17]. Αφού κατέστειλε την αλαζονεία όσων μεγαλοφρονούσαν για το ότι βάπτιζαν, στη συνέχεια ασχολείται με όσους κόμπαζαν για την κοσμική σοφία τους και οπλίζεται περισσότερο εναντίον τους· διότι προς μεν όσους υπερηφανεύονταν για το ότι βάπτιζαν έλεγε «Ευχαριστώ επειδή κανέναν δεν βάπτισα» και ότι «δεν με απέστειλε ο Χριστός για να βαπτίζω», και δεν ομίλησε ούτε με σφοδρότητα, ούτε με νέα επιχειρήματα, αλλά παρέκαμψε το θέμα, αφού απλώς έθιξε όσα ήθελε με λίγες λέξεις· εδώ όμως από το προοίμιο ακόμη επιτίθεται με σφοδρότητα λέγοντας «ώστε να μη χάσει τη θεία του δύναμη το κήρυγμα για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού». Γιατί λοιπόν μεγαλοφρονείς για θέμα για το οποίο έπρεπε να ντρέπεσαι;


Εάν δηλαδή η σοφία αυτή πολεμάει τον σταυρό και μάχεται τα ευαγγέλια, δεν πρέπει να επαίρεσαι για αυτήν, αλλά αντίθετα να αισθάνεσαι ντροπή· διότι η αιτία για την οποία οι απόστολοι δεν υπήρξαν κατά κόσμον σοφοί δεν είναι η αδυναμία του χαρίσματος, αλλά η πρόνοια να μη αποβεί αυτό σε βάρος του κηρύγματος. Επομένως εκείνοι δεν καλλιεργούσαν τον ρητορικό λόγο, αλλά αντιθέτως παραβίαζαν τους κανόνες του· οι ιδιώτες ήσαν εκείνοι που τον ενίσχυαν. Η πρόνοια αυτή δύναται να καταδικάσει την αλαζονεία, να αναχαιτίσει την ασθένεια, να πείσει για μετριοφροσύνη.


«Και αν είναι αληθές ότι δεν κήρυτταν με κοσμική σοφία λόγου, για ποιο λόγο έστειλαν τον Απολλώ, που ήταν λόγιος;» θα έλεγε κάποιος. Τον έστειλαν όχι διότι είχαν εμπιστοσύνη στη δύναμη των λόγων του, αλλά διότι ήταν πολύ καταρτισμένος στις Γραφές και έλεγχε τους Ιουδαίους. Αντίθετα, άλλο επιδίωκαν, το να μην είναι δηλαδή λόγιοι οι ηγέτες και όσοι έσπειραν πρώτοι τον λόγο· διότι αυτοί χρειάζονταν πολλή δύναμη, ώστε ευθύς εξαρχής να απωθήσουν την πλάνη και στην αρχή αυτής της προσπάθειας χρειαζόταν πολλή δύναμη. Αυτός λοιπόν που δεν χρειάστηκε μορφωμένους στην αρχή, εάν κατόπιν γνώριζε λογίους, δεν θα ήταν κάτι που θα το χρειαζόταν, αλλά κάτι που δεν θα του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση· όπως δηλαδή δεν χρειαζόταν σοφούς, για να κατορθώσει όσα ήθελε, έτσι ούτε θα τους απέκλειε γι΄αυτόν τον λόγο, εάν κατόπιν τους είχε.


Εσύ λοιπόν απόδειξέ μου το εξής, εάν δηλαδή ο Πέτρος και ο Παύλος ήσαν λόγιοι· δεν θα μπορούσες διότι ήσαν κοινοί και αγράμματοι άνθρωποι. Λοιπόν όπως ακριβώς ο Χριστός, όταν έστελνε τους μαθητές Του στην οικουμένη, αφού προηγουμένως τους έδειξε την δύναμή Του στην Παλαιστίνη και αφού τους είπε: «ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός (: Όταν στην πρώτη σας περιοδεία σάς έστειλα χωρίς χρήματα και χωρίς ταξιδιωτικό σάκο και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε τίποτε;” Και αυτοί απάντησαν: “Όχι. Δεν στερηθήκαμε τίποτε”)» [Λουκά 22, 35], τότε στη συνέχεια τους επέτρεψε να έχουν και σάκκο και βαλάντιο· το ίδιο έκανε και εδώ· ο αντικειμενικός δηλαδή σκοπός ήταν να δειχθεί η δύναμη του Χριστού και όχι εξαιτίας της κοσμικής σοφίας να αποκλείονται της πίστεως οι προσερχόμενοι.


Όταν λοιπόν οι Έλληνες κατηγορήσουν τους μαθητές ως απλοϊκούς, εμείς τους κατηγορούμε περισσότερο από εκείνους. Και ας μη λέγει κανείς ότι ο Παύλος ήταν σοφός· αλλά ενώ εξαίρουμε τους δικούς τους μεγάλους που θαυμάστηκαν για την σοφία και την ευγλωττία τους, ας λέμε ότι όλοι οι δικοί μας υπήρξαν κοινοί άνθρωποι, διότι και σε αυτό το σημείο θα υπερισχύσουμε αυτών, και έτσι η νίκη μας θα είναι λαμπρή.


Τα είπα αυτά, επειδή κάποτε άκουσαν κάποιον Χριστιανό να συζητεί με έναν Έλληνα κατά τρόπο γελοίο και στον αγώνα τους ο καθένας από αυτούς εξουδετέρωνε τα ίδια τα επιχειρήματά του· διότι όσα έπρεπε να πει ο Χριστιανός, αυτά τα έλεγε ο Έλληνας και όσα ήταν φυσικό να πει ο Έλληνας, αυτά τα προέβαλλε ο Χριστιανός. Η συζήτηση δηλαδή ήταν για τον Παύλο και τον Πλάτωνα και ο μεν Έλληνας προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο Παύλος ήταν αμαθής και απλοϊκός, ο δε Χριστιανός από αφέλεια προσπαθούσε να παρουσιάσει ότι ο Παύλος ήταν λογιότερος του Πλάτωνα. Και έτσι νικητής ήταν ο Έλληνας, διότι ο λόγος του ήταν ισχυρότερος· εάν δηλαδή ο Παύλος ήταν λογιότερος του Πλάτωνα, θα ήταν επόμενο πολλοί να υποστηρίζουν ότι υπερίσχυσε όχι με τη χάρη, αλλά με την ευγλωττία· ώστε τα όσα έλεγε ο Χριστιανός ήσαν υπέρ του Έλληνα και ό,τι έλεγε ο Έλληνας ήταν υπέρ του Χριστιανού· εάν δηλαδή ο Παύλος ήταν απαίδευτος και όμως υπερίσχυσε του Πλάτωνα- πράγμα που το υποστήριζαν- η νίκη ήταν λαμπρή διότι ο αμαθής, όταν συνάντησε όλους τους μαθητές Εκείνου, τους έπεισε και τους κέρδισε. Και έτσι είναι φανερό ότι το κήρυγμα δεν έχει γίνει με την ανθρώπινη σοφία, αλλά με τη χάρη του Θεού.


Για να μην παθαίνουμε λοιπόν αυτά και να μη μας περιγελούν, όταν έτσι συζητάμε με Έλληνες και αγωνιζόμαστε εναντίον τους, ας κατηγορούμε τους αποστόλους ως αμαθείς, διότι η κατηγορία αυτή είναι εγκώμιο. Και όταν εκείνοι πουν ότι οι απόστολοι ήταν αγροίκοι, ας προσθέσουμε και εμείς και ας πούμε ότι ήσαν και αμαθείς και αγράμματοι και πτωχοί και ευτελείς και ασύνετοι και αφανείς. Αυτά δεν είναι βλασφημία για τους αποστόλους, αλλά δόξα, το ότι τέτοιοι άνθρωποι αποδείχτηκαν λαμπρότεροι όλης της οικουμένης. Αυτοί δηλαδή οι απλοϊκοί και αγροίκοι και αμαθείς κατανίκησαν τους σοφούς και δυνατούς και τους τυράννους και όσους κόμπαζαν για τον πλούτο και τη δόξα και όλα τα εξωτερικά, τους εξουδετέρωσαν πλήρως σαν να μην ήσαν άνδρες. Έτσι έγινε φανερό ότι η δύναμη του σταυρού είναι μεγάλη και ότι αυτά δεν γίνονταν με ανθρώπινη ισχύ. Τα όσα συνέβησαν και κατορθώθηκαν δεν ήσαν φυσικά, αλλά υπερέβαιναν την φύση· και όταν κάτι γίνει παρά τη φύση, και μάλιστα πάρα πολύ παρά τη φύση, και συγχρόνως είναι πρέπον και ωφέλιμο, είναι σαφές ότι τούτο γίνεται με κάποια θεϊκή δύναμη και βοήθεια.


Και πρόσεξε το εξής: ο ψαράς, ο σκηνοποιός, ο τελώνης, ο απλοϊκός, ο αγράμματος, ήλθαν από την Παλαιστίνη, μια μακρινή χώρα, και αφού απώθησαν από την ίδια τους τη χώρα τους φιλοσόφους, τους ρήτορες, τους δεινούς ομιλητές, εντός ολίγου χρόνου και με πολλούς κινδύνους τους νίκησαν, αν και τους επιτίθεντο λαοί και βασιλείς, η ίδια η φύση τους μαχόταν, αν και η παλαιότητα του χρόνου και η πολλή συνήθεια με σφοδρότητα τους ανταγωνίζονταν, αν και οι δαίμονες ήσαν οπλισμένοι και ο διάβολος είχε παραταχτεί και κινούσε εναντίον τους τα πάντα, βασιλείς, άρχοντες, λαούς, έθνη, πόλεις, βαρβάρους, εθνικούς, φιλοσόφους, ρήτορες, σοφιστές, δικηγόρους, νόμους, δικαστήρια, ποικίλες τιμωρίες, αναρίθμητους και παντός είδους θανάτους· αλλά όμως όλα αυτά με το κήρυγμα των αλιέων ανασκευάζονταν και υποχωρούσαν όπως η λεπτή σκόνη δεν μπορεί να αντέξει την ορμή των ανέμων.


Ας μάθουμε λοιπόν έτσι να συζητούμε με τους εθνικούς, για να μην είμαστε σαν ζώα και βοσκήματα, αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι για την υπεράσπιση της ελπίδας μας. Προηγουμένως ας μελετήσουμε αυτό το θέμα που δεν είναι μικρό και ας λέμε προς αυτούς: Πώς οι ασθενείς νίκησαν τους ισχυρούς, οι δώδεκα την οικουμένη, ενώ δεν χρησιμοποιούσαν τα ίδια όπλα, αλλά πολεμούσαν γυμνοί εναντίον ενόπλων;


Πες μου δηλαδή, εάν δώδεκα άντρες άπειροι από πολεμικά πράγματα βρίσκονταν αιφνιδίως σε πολύ μεγάλη και οπλισμένη παράταξη στρατιωτών, και αυτοί οι ίδιοι ήσαν όχι μόνο άοπλοι, αλλά και με ασθενικό σώμα, και όμως δεν πάθαιναν τίποτε από εκείνους και ούτε τραυματίζονταν, αν και με άπειρα βέλη τους χτυπούσαν οι εχθροί, και ενώ τα βέλη είχαν διατρυπήσει το γυμνό σώμα, αυτοί κατανίκησαν όλους χωρίς να χρησιμοποιούν όπλα, αλλά χτυπώντας με το χέρι τους τελικά άλλους φόνευσαν, άλλους συνέλαβαν αιχμαλώτους, χωρίς οι ίδιοι να τραυματιστούν· άραγε θα έλεγε κανείς ότι το αποτέλεσμα είναι ανθρώπινο;


Και όμως η νίκη των αποστόλων είναι πολύ πιο αξιοθαύμαστη από εκείνο· διότι από το να μην πληγωθεί κάποιος γυμνός, πολύ παραδοξότερο είναι ο απλοϊκός και αγράμματος και ψαράς να νικήσει τόσο δεινούς αντιπάλους και να μην εμποδιστεί ούτε από τον μικρό αριθμό τους, ούτε από την πενία, ούτε από τους κινδύνους, ούτε από τη μακροχρόνια συνήθεια, ούτε από τη μεγάλη αυστηρότητα των διαταγών, τις οποίες έπαιρναν, ούτε από τους καθημερινούς θανάτους, ούτε από το πλήθος των απατηθέντων, μήτε από το αξίωμα αυτών που τους εξαπάτησαν.


Έτσι λοιπόν ας νικήσουμε αυτούς και ας πολεμούμε εναντίον εκείνων και αντί με λόγους ας τους καταπλήξουμε με τη ζωή μας· η μεγάλη μάχη, το ακαταγώνιστο επιχείρημα είναι η παρουσίαση έργων, διότι ακόμη και αν φιλοσοφήσουμε πάρα πολύ με τα λόγια, δεν παρουσιάζουμε όμως ζωή καλύτερη από εκείνους, τίποτε δεν είναι το κέρδος· διότι δεν προσέχουν σε όσα λέμε, αλλά εξετάζουν τις πράξεις μας και λένε: «Εσύ πρώτα πείσου στα λόγια σου και τότε συμβούλευε άλλους. Εάν όμως λες ότι υπάρχουν μύρια αγαθά στο μέλλον, εσύ όμως φαίνεσαι προσηλωμένος στα παρόντα σαν να μην υπάρχουν τα μέλλοντα, τότε τα έργα σου είναι για εμένα πιο πιστευτά. Όταν δηλαδή σε δω να αρπάζεις τα ξένα, να θρηνείς υπερβολικά για τους νεκρούς και να κάνεις πολλά άλλα σφάλματα, πώς να πιστέψω σε σένα ότι υπάρχει ανάσταση;». Και αν δεν τα λένε αυτά, τα σκέφτονται και τα γυρίζουν στον νου τους, και αυτό είναι που εμποδίζει τους απίστους να γίνουν Χριστιανοί.


Ας προτρέψουμε λοιπόν αυτούς με τη ζωή μας. Πολλοί απλοϊκοί άνθρωποι έτσι κατέπληξαν τον νου των φιλοσόφων με το να δείξουν τη φιλοσοφία των έργων και με το να χρησιμοποιήσουν δια της ζωής και της ασκήσεώς τους φωνή λαμπρότερη από τη σάλπιγγα· και αυτή είναι ισχυρότερη από τη γλώσσα. Όταν λοιπόν πω ότι δεν πρέπει να μνησικακούμε και κατόπιν κάνω άπειρα κακά στον εθνικό, πώς θα μπορέσω να τον προτρέψω με τα λόγια, ενώ τον αποτρέπω με τα έργα μου;


Ας θηρεύσουμε λοιπόν αυτούς με τη ζωή μας και με τις ψυχές τους ας οικοδομούμε την Εκκλησία και αυτόν τον πλούτο ας συγκεντρώσουμε. Τίποτε δεν είναι ισάξιο της ψυχής· ούτε ο κόσμος όλος. Ώστε και αν δώσεις άπειρα χρήματα στους φτωχούς, δεν κάνεις τίποτε ισάξιο αυτού που κάνει κάποιος που συντελεί στην επιστροφή μιας ψυχής. «ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ (: εάν από ανάξιο κάνεις κάποιον πολύτιμο θα είσαι ως το στόμα μου)», λέγει [Ιερ.15,19]. Είναι μεν μεγάλη αρετή η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να απαλλάσσει κάποιος τους ανθρώπους από την πλάνη· διότι όποιος κάνει αυτό, μοιάζει  με τον Παύλο και τον Πέτρο.


Είναι δηλαδή δυνατόν να δεχτήκαμε το κήρυγμα εκείνων, όχι για να κινδυνεύουμε όπως εκείνοι και να υποφέρουμε πείνα και ασθένειες και άλλα- διότι ζούμε σε ειρηνική περίοδο- αλλά για να δείξουμε τη μεγάλη προθυμία μας· και μάλιστα είναι δυνατόν να μένουμε στην οικία τους και συγχρόνως να αλιεύουμε ψυχές. Όποιος έχει φίλο, συγγενή και γνωστό, έτσι ας ενεργεί, αυτά ας τους λέει και θα είναι με τον Πέτρο και τον Παύλο. Και τι λέω με τον Πέτρο και τον Παύλο; Θα είναι στόμα του Χριστού. «Διότι εκείνος που από ανάξιο κάνει κάποιον πολύτιμο θα είναι ως το στόμα μου», λέγει. Και αν δεν πείσεις σήμερα, θα πείσεις αύριο· και αν δεν πείσεις ποτέ, εσύ θα έχεις πλήρη τον μισθό· και αν δεν πείσεις τους πάντες, θα μπορέσεις να πείσεις λίγους από τους πολλούς· διότι και οι απόστολοι δεν έπεισαν όλους τους ανθρώπους, αλλά όμως κήρυξαν προς όλους, και έχουν μισθό για όλο το έργο τους. Ο Θεός δηλαδή ορίζει τους στεφάνους όχι από το αποτέλεσμα των ενεργειών, αλλά από τη διάθεση όσων ενεργούν. Και αν προσφέρεις δύο οβολούς, τους δέχεται, και ό,τι έκανε στην περίπτωση της χήρας, αυτό πράττει και στην περίπτωση όσων διδάσκουν τον λόγο Του.


Μη λοιπόν περιφρονείς και τους λίγους επειδή δεν μπορείς να σώσεις την οικουμένη, ούτε να αποσπάσεις τον εαυτό σου από τα μικρά, επειδή επιθυμείς τα μεγάλα. Και αν δεν μπορείς να πείσεις εκατό, φρόντισε για τους δέκα· και αν δεν μπορείς δέκα, μην περιφρονήσεις τους πέντε· και αν δεν μπορείς να πείσεις πέντε, μην αδιαφορήσεις για τον ένα· και αν δεν μπορέσεις τον ένα, ούτε τότε να στενοχωριέσαι και να μην εμποδίζεις τον εαυτό σου από το έργο αυτό. Δεν βλέπεις ότι και στις συναλλαγές όχι μόνο με χρυσό αλλά και με άργυρο εμπορεύονται αυτοί που ασχολούνται με το εμπόριο;  Αν δηλαδή δεν περιφρονούμε ούτε τα μικρά, θα επιτύχουμε και στα μεγάλα· αν όμως αδιαφορήσουμε για τα μικρά, ούτε εκείνα θα τα επιτύχουμε εύκολα. Έτσι γίνεται πλούσιος ο καθένας, με το να συλλέγει δηλαδή και μικρά και μεγάλα. Έτσι ας κάνουμε και εμείς, για να πλουτίσουμε σε όλα και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Κυριακή Η΄ Ματθαίου: Για το θαύμα τού χορτασμού των πεντακισχιλίων

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


[Ματθ. 14, 14-22]


«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων (: όταν λοιπόν τα άκουσε αυτά ο Ιησούς, αναχώρησε από εκεί με πλοίο σε κάποιον ερημικό τόπο, για να μείνει μόνος Του με τους μαθητές Του. Και όταν άκουσαν τα πλήθη του λαού ότι αποχώρησε σε ερημικό τόπο, Τον ακολούθησαν πεζοί από τις πόλεις)» [Ματθ. 14, 13].


Πρόσεξε το ότι ο Κύριος σε κάθε περίπτωση αναχωρεί, και όταν παραδόθηκε ο Ιωάννης και όταν αποκεφαλίστηκε και όταν πληροφορήθηκαν οι Ιουδαίοι ότι οι μαθητές Του γίνονται όλο και περισσότεροι· διότι θέλει τα περισσότερα να τα τακτοποιεί κατά τρόπο πιο ανθρώπινο και να κινείται ως επί το πλείστον μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια, επειδή δεν ήταν ακόμη καιρός να αποκαλύψει με σαφήνεια τη θεότητά Του. Για τον λόγο αυτόν και στους μαθητές Του έλεγε να μην πουν σε κανένα ότι Αυτός είναι ο Χριστός· διότι ήθελε αυτό να γίνει περισσότερο γνωστό μετά την Ανάστασή Του. Για τον λόγο αυτόν δεν ήταν αρχικά πολύ αυστηρός προς τους Ιουδαίους εκείνους που έδειξαν δυσπιστία, αλλά ήταν περισσότερο επιεικής.


Αφού λοιπόν αναχώρησε από εκεί, δεν μεταβαίνει σε κάποια πόλη, αλλά πηγαίνει στην έρημο και μάλιστα ταξιδεύει με πλοίο, ώστε να μην Τον ακολουθήσει κανείς. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε ότι οι μαθητές του Ιωάννη αισθάνονται πλέον περισσότερο οικείοι προς τον Ιησού, καθόσον αυτοί είναι εκείνοι που είχαν αναγγείλει σε Αυτόν το γεγονός του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Βαπτιστού· και πράγματι, αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, καταφεύγουν στο εξής προς τον Ιησού. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα και της συμφοράς από τον θάνατο του Προδρόμου, αλλά και της απαντήσεως που τους έδωσε ο Ιησούς, η οποία και πέτυχε να τους φέρει κοντά Του.


Γιατί όμως δεν έφυγε από το μέρος εκείνο πριν Του αναγγείλουν τον θάνατο του Ιωάννη, μολονότι βέβαια τον γνώριζε και πριν Του τον αναγγείλουν; Επειδή ήθελε με όλες τις ενέργειές Του να αποκαλύπτει την αλήθεια της θείας οικονομίας· διότι πράγματι δεν ήθελε μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα να το κάνει αυτό πιστευτό, καθώς γνώριζε την κακουργία του διαβόλου και ότι αυτός θα μεταχειριζόταν κάθε μέσο για να διαλύσει αυτήν την εκτίμηση και αντίληψη.


Ο Ιησούς λοιπόν γι’ αυτόν τον λόγο φεύγει από το μέρος εκείνο, τα πλήθη του λαού όμως και πάλι δεν απομακρύνονται από κοντά Του, αλλά Τον ακολουθούν με αφοσίωση, χωρίς να τους φοβίσει καθόλου το δραματικό τέλος του Ιωάννου του Βαπτιστού. Τόσο έντονος είναι ο πόθος να βρίσκονται κοντά στον Ιησού και να ακούνε τη διδασκαλία Του, τόσο μεγάλη είναι η δύναμη της αγάπης τους και ακριβώς γι΄αυτόν τον λόγο τα πάντα η αγάπη αυτή κατανικά και αποκρούει τους κινδύνους. Γι’ αυτό έλαβαν και αμέσως την αμοιβή τους. «Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς (: και όταν βγήκε ο Ιησούς από το ερημικό καταφύγιό Του)», λέει ο ευαγγελιστής, «εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀῤῥώστους αὐτῶν (: είδε πολύ λαό, και τους σπλαχνίστηκε και τους θεράπευσε τους αρρώστους τους)» [Ματθ. 14, 14].


Αν και η προθυμία του λαού ήταν μεγάλη, εντούτοις τα όσα έπραττε σε αυτούς ο Ιησούς ήσαν ανώτερα από την αμοιβή κάθε προθυμίας και σπουδής εκ μέρους του λαού. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής αναφέρει ως αιτία της θεραπείας των ασθενών την ευσπλαχνία του Ιησού και μάλιστα την ευσπλαχνία Του εκείνην που επεκτείνεται προς όλους και για τον λόγο αυτό θεραπεύει όλους τους ασθενείς χωρίς να ζητεί στην περίπτωση αυτή πίστη από τους ασθενείς· διότι το γεγονός ότι έτρεξαν κοντά Του, ότι εγκατέλειψαν τις πόλεις, ότι Τον ζήτησαν και Τον βρήκαν με μεγάλη προθυμία και με κάθε επιμέλεια και το ότι παρέμειναν μαζί Του αν και η πείνα τους πίεζε, όλα αυτά φανερώνουν ξεκάθαρα την πίστη τους.


Πρόκειται επίσης να τους δώσει ως αμοιβή για την πίστη και την αφοσίωσή τους και υλική τροφή. Και δεν το κάνει αυτό με δική Του πρωτοβουλία, αλλά περιμένει να Του το ζητήσουν, διότι, όπως είπα και άλλοτε, τηρεί σε κάθε περίπτωση την αρχή αυτή, δηλαδή δεν σπεύδει να θαυματουργήσει, εάν προηγουμένως δεν Του το ζητήσουν. Και γιατί δεν Τον πλησίασε κάποιος από το πλήθος για να Του μιλήσει εξ ονόματος όλων των άλλων; Διότι έτρεφαν προς Αυτόν υπερβολικό σεβασμό, αλλά και δεν ένιωθαν πείνα εξαιτίας του πόθου τους να βρίσκονται διαρκώς κοντά Του.


Αλλά ούτε και οι μαθητές Του, όταν Τον πλησίασαν, δεν Του είπαν «δώσε τροφή στο πλήθος του κόσμου», διότι η γνώση τους για τη δύναμη του Ιησού ήταν ακόμη ατελής. Αλλά τι λέγουν στον Κύριο καθώς πια πλησίαζε να βραδιάσει; «ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα (: ‘’Είναι έρημος ο τόπος και η ώρα πλέον πέρασε. Δώσε διαταγή να διαλυθούν τα πλήθη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους τροφές να φάνε’’)»· διότι αφού και μετά το θαύμα λησμόνησαν τα όσα συνέβησαν και μετά από τα κοφίνια που γέμισαν από τα περισσεύματα, νόμιζαν ότι τους ομιλεί για το ψωμί, όταν αποκάλεσε «ζύμη» τη διδασκαλία των Φαρισαίων [βλ. Ματθ. 16, 6: «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων (: ο Ιησούς τότε τους είπε: “Ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με κακό προζύμι”)»], πολύ περισσότερο τώρα, που δεν είχαν ακόμη δει τέτοιο θαύμα, δεν ήλπιζαν ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο (να τραφούν δηλαδή 5000 άνθρωποι με μόλις πέντε ψωμιά και δύο ψάρια). Αν και πριν από αυτό βέβαια είχε θεραπεύσει πολλούς αρρώστους, εντούτοις δεν περίμεναν το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Σε τέτοιο βαθμό πνευματικής ατέλειας  βρίσκονταν ακόμη.


Εσύ, όμως, πρόσεξε, σε παρακαλώ, τη σοφία του Διδασκάλου, με ποιο ολοφάνερο τρόπο τους προσκαλεί στο να πιστέψουν. Δηλαδή, δεν τους είπε ευθύς εξαρχής «εγώ θα τους δώσω τροφή», εφόσον αυτό δεν επρόκειτο να το δεχθούν εύκολα. Τι έκανε λοιπόν; Αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν (: ο Ιησούς τους είπε: ‘’Δεν είναι ανάγκη να φύγουν και να αγοράσουν τρόφιμα. Δώστε τους εσείς να φάνε’’)». Δεν είπε “δίνω εγώ σε αυτούς” αλλά “δώστε τους εσείς να φάνε”· διότι ακόμη Τον θεωρούσαν ως άνθρωπο.


Αυτοί όμως ούτε και μετά από όλα αυτά υψώθηκαν πνευματικά, αλλά εξακολουθούν ακόμη να συνομιλούν μαζί Του σαν να ήταν άνθρωπος (και όχι Θεάνθρωπος – δεν το είχαν ακόμη εννοήσει) και Του λέγουν: «οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας (: Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο παρά μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια)». Γι΄αυτό και ο ευαγγελιστής Μάρκος λέγει ότι «καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη (: και ανέβηκε μαζί τους στο πλοίο και τότε ακαριαία ησύχασε ο άνεμος. Και κυριεύτηκαν μέσα τους από υπερβολική έκσταση, ώστε να μην μπορούν να εκφράσουν ό,τι αισθάνονταν. Και θαύμαζαν, παρόλο που ο Ιησούς πριν από λίγο είχε κάνει και το άλλο καταπληκτικό θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ψαριών. Θαύμαζαν όμως τώρα πάρα πολύ, διότι δεν είχαν καταλάβει τι είχε γίνει με τα ψωμιά και δεν είχαν εκτιμήσει βαθιά το θαύμα εκείνο. Έπρεπε βέβαια να το είχαν καταλάβει, αλλά η διάνοιά τους ήταν ακόμη πωρωμένη και βραδυκίνητη, επειδή δεν είχαν δεχθεί ακόμη τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και ήταν η διάνοιά τους προσκολλημένη ακόμη στην ύλη)» [: Μάρκ 6, 51-52]· [πρβλ. και Μάρκ. 8, 17: «καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; (: ο Ιησούς τότε που ως Θεάνθρωπος κατάλαβε τις απόκρυφες σκέψεις τους, τους είπε: ‘’Γιατί πέσατε σε συλλογισμούς και σκέψεις, επειδή δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσα θαύματα που είδατε και ακούσατε, δεν εννοείτε και δεν καταλαβαίνετε; Έχετε ακόμη τόσο δυσκίνητη και πωρωμένη την καρδιά και την διάνοιά σας και τόσο σαρκικές τις σκέψεις σας;’’)].


Επειδή λοιπόν ακόμη ήσαν προσκολλημένοι στην ύλη και στα γήινα, τότε πλέον παίρνει πρωτοβουλία ο Κύριος και προσφέρει την βοήθειά Του και τους λέγει: «Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε (: Φέρτε τα μου εδώ)»· διότι και αν ακόμη ο τόπος είναι έρημος, είναι όμως παρών Αυτός που τρέφει ολόκληρη την οικουμένη· κι αν η ώρα έχει περάσει και βραδιάζει, συνομιλεί μαζί σας Αυτός που βρίσκεται πάνω και πέρα από τον χρόνο και δεν υπόκειται σε ώρες, καθώς κυριαρχεί και σε αυτές. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μάλιστα αναφέρει ότι τα ψωμιά ήσαν κρίθινα [βλ. Ιω. 6, 9: «λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου. ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; (: λέγει σε Αυτόν ένας από τους μαθητές Του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου: “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά τα λίγα μπροστά σε τόσο πλήθος ανθρώπων;”)»]. Και δεν παραθέτει τυχαία την λεπτομέρεια αυτή, αλλά την προσθέτει για να μας διδάξει να αποφεύγουμε την αλαζονεία της πολυτελείας. Άλλωστε τόσο λιτό ήταν και το τραπέζι των προφητών.


«Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων (: και αφού παρακίνησε τα πλήθη του λαού να καθίσουν πάνω στα χόρτα, ύψωσε το βλέμμα Του στον ουρανό, ευχαρίστησε και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του. Αφού ευλόγησε τα ψωμιά, τα έκοψε σε κομμάτια, τα έδωσε στους μαθητές και οι μαθητές στα πλήθη του λαού. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και μάζεψαν όσα κομμάτια είχαν περισσέψει, δώδεκα δηλαδή κοφίνια γεμάτα. Εκείνοι μάλιστα που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να συνυπολογίζονται στον αριθμό αυτό οι γυναίκες και τα παιδιά)» [Ματθ. 14, 19-21].


Για ποιο λόγο σήκωσε τα μάτια Του προς τον ουρανό και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του; Διότι έπρεπε να πιστέψουν οι άνθρωποι ότι είναι απεσταλμένος από τον Πατέρα Του και ότι είναι ίσος με Αυτόν. Τα στοιχεία όμως που απεδείκνυαν αυτά, έδιναν εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι ήταν αλληλοσυγκρουόμενα· διότι την ισότητα την απεδείκνυε το γεγονός ότι έπραττε τα πάντα με απόλυτη εξουσία ο Κύριος. Το ότι, όμως, προερχόταν από τον Πατέρα δεν μπορούσαν να το πιστέψουν διαφορετικά, εάν δεν έπραττε τα πάντα αναφέροντας και αποδίδοντας αυτά με μεγάλη ταπείνωση στον Πατέρα και επικαλούμενος τη βοήθειά Του. Για τον λόγο αυτό, ούτε το ένα έκανε μόνο, ούτε το άλλο, για να αποδεικνύονται και τα δύο. Και άλλοτε μεν επιτελεί τα θαύματα με εξουσία, ως απόλυτος Κύριος, ενώ άλλοτε θαυματουργεί, αφού πρώτα επικαλεστεί και προσευχηθεί στον Πατέρα.


Επίσης, για να μη σχηματιστεί η εντύπωση ότι όσα πράττει δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους, όταν μεν επιτελεί τα μικρότερα θαύματα, υψώνει το βλέμμα Του προς τον ουρανό, όταν ωστόσο επιτελεί μεγαλύτερα θαύματα, το κάνει αυτό με απόλυτη εξουσία, ώστε να αντιληφθείς ότι και τα μικρότερα δεν τα επιτελεί λαμβάνοντας δύναμη από κάποιον άλλον, αλλά ότι ενεργεί έτσι για να αποδώσει τιμή στον Πατέρα Του που Τον γέννησε. Όταν λοιπόν συγχώρησε τις αμαρτίες, όταν άνοιξε τον παράδεισο και εισήγαγε εκεί τον ληστή, όταν κατήργησε τον παλαιό νόμο στις περισσότερες εντολές του, όταν ανέστησε πολλούς νεκρούς, όταν σταμάτησε την τρικυμία στη θάλασσα, όταν έλεγξε τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, όταν χάρισε το φως στα μάτια των εκ γενετής τυφλών, πράξεις που αποκλειστικά ανήκουν στον Θεό και μόνον και σε κανέναν άλλον, σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν φαίνεται να επικαλείται τον Πατέρα Του. Όταν όμως πολλαπλασίασε τους άρτους, πράγμα που ήταν κατά πολύ μικρότερο ως θαύμα από όλα τα άλλα, τότε ανυψώνει τα μάτια Του προς τον ουρανό, προσεύχεται και επικαλείται την βοήθεια του Πατέρα Του, αφενός μεν για να αποδείξει αυτά που είπα προηγουμένως, αφετέρου δε για να μας διδάξει να μην αρχίζουμε προηγουμένως το φαγητό μας, εάν πρώτα δεν ευχαριστήσουμε Εκείνον που μας δίδει την τροφή.


Και για ποιο λόγο δεν δημιουργεί τροφή χωρίς αυτή να υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά πολλαπλασιάζει την τροφή από την ήδη υπάρχουσα (τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια); Για να αποστομώσει τους κατοπινούς αιρετικούς Μαρκίωνα και Μανιχαίο, που με τη βλάσφημη διδασκαλία τους, επιδίωκαν να αποξενώσουν τον άγιο Τριαδικό Θεό από την δημιουργία και την κτίση, και να διδάξει με τις πράξεις Του ότι και τα ορατά όλα είναι έργα και κτίσματα δικά Του, όπως επίσης ότι Αυτός είναι που δίδει τους καρπούς και Αυτός είναι που είπε κατά την αρχή της δημιουργίας: «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου (: Να βλαστήσει η γη βοτάνη χόρτου)» [Γέν. 1, 11] και «Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν (: Να βγάλουν τα ύδατα των θαλασσών ζωντανούς υδρόβιους οργανισμούς)» [Γέν. 1, 20]· ούτε και βέβαια ήταν μικρότερο το παρόν θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων από εκείνο που αναφέρει η Γένεση, εφόσον και εκείνα, μολονότι τα δημιούργησε από μη υπάρχοντα, εντούτοις τα έπλασε από το νερό. Δεν ήταν μικρότερο θαύμα το ότι από πέντε άρτους δημιούργησε τόσους πολλούς, καθώς επίσης και από τα δύο ψάρια τόσα πολλά, από το να παράγει από τη γη τους καρπούς και από το νερό τους υδρόβιους οργανισμούς· αυτό ήταν απόδειξη ότι ήταν Κύριος και της ξηράς και της θάλασσας.


Επειδή όμως με τα θαύματα που έκανε θεράπευε συνεχώς ασθενείς, στην περίπτωση αυτή προβαίνει σε μια καθολική θαυματουργική ευεργεσία, ώστε να μην είναι μόνο οι πολλοί άνθρωποι θεατές των θαυμάτων που γίνονταν στους άλλους, αλλά να απολαύσουν και οι ίδιοι τη δωρεά των θαυμάτων Του. Και εκείνο ακριβώς που κάποτε στην έρημο (καθώς όδευαν προς τη γη της Επαγγελίας) προκαλούσε τον θαυμασμό στους Ιουδαίους (διότι έλεγαν: «μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι ἢ ἑτοιμάσαι τράπεζαν τῷ λαῷ αὐτοῦ; (: μήπως μπορεί να μας δώσει και άρτους ή να ετοιμάσει τράπεζα με φαγητά για τον λαό του στην έρημο;)» [Ψαλμ. 77, 20]) με το μάννα που έπεφτε από τον ουρανό και τους έτρεφε καθημερινά, αυτό το αποδεικνύει τώρα εμπράκτως. Για τον λόγο αυτό και τους οδηγεί στην έρημο, ώστε να απαλλάξει τελείως το θαύμα από κάθε υποψία και να μη νομίσει κανένας ότι κάποια πόλη, που βρισκόταν εκεί κοντά, πρόσφερε τα απαραίτητα για την τροφή των πέντε χιλιάδων αυτών ανθρώπων. Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε ο ευαγγελιστής αναφέρει όχι μόνο τον τόπο, αλλά και την ώρα που έγινε το θαύμα.


Αλλά και κάτι άλλο διδασκόμαστε από το γεγονός αυτό, την φιλόσοφη αντίληψη των μαθητών για την κάλυψη μόνο των εντελώς απαραίτητων αναγκών και την αδιαφορία τους για την τροφή. Πραγματικά, αν και ήσαν δώδεκα άτομα, είχαν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Τόσο επουσιώδεις θεωρούσαν τα σωματικές ανάγκες και φρόντιζαν μονάχα για τα πνευματικά. Και δεν κράτησαν τα ολίγα αυτά τρόφιμα για τον εαυτό τους, αλλά τα προσέφεραν, όταν τους το ζήτησε ο Ιησούς. Από αυτό ακριβώς πρέπει να διδαχτούμε ότι, και αν ακόμη έχουμε λίγα, και αυτά να τα δίνουμε σε όσους έχουν ανάγκη.


Όταν λοιπόν, τους έδωσε εντολή ο Κύριος να φέρουν τα πέντε ψωμιά, δεν λένε: ’’Και τι θα φάμε εμείς; Πώς θα καταπραΰνουμε την πείνα μας;’’, αλλά υπακούουν αμέσως με προθυμία. Πέρα από όσα ελέχθησαν, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, για τον λόγο αυτό θαυματουργεί με βάση τα υπάρχοντα ψωμιά και τα ψάρια, για να οδηγήσει τους μαθητές Του στην πίστη, διότι ήταν ακόμα η πίστη τους πολύ ασθενής. Γι’ αυτόν τον λόγο και υψώνει το βλέμμα Του στον ουρανό· διότι από μεν τα άλλα θαύματα είχαν πολλά παραδείγματα, ενώ δεν είχαν δει τίποτε παρόμοιο με αυτό.


Αφού λοιπόν ο Κύριος έλαβε τους άρτους, τους έκοψε σε κομμάτια και τα έδιδε στα πλήθη του κόσμου μέσω των μαθητών Του τιμώντας τους με αυτήν την ενέργειά Του. Και δεν το κάνει αυτό μόνο για να τους τιμήσει, αλλά και για να μη δείξουν απιστία, όταν θα γίνει το θαύμα, ούτε να το λησμονήσουν με το πέρασμα του χρόνου, αφού θα είχαν ως μάρτυρες τα ίδια τα χέρια τους που είχαν μοιράσει τα πολλαπλασιασμένα ψωμιά και ψάρια. Για τον λόγο αυτό αφήνει προηγουμένως και τα πλήθη του κόσμου να πεινάσουν καλά και περιμένει να έλθουν πρώτα οι μαθητές Του και να Τον ρωτήσουν και μέσω αυτών βάζει τα πλήθη να καθίσουν και τους μοιράζει τα κομμάτια των άρτων και των ψαριών, επειδή ήθελε να εξασφαλίσει του καθενός την ομολογία και τις πράξεις του. Γι΄ αυτό και λαμβάνει τους άρτους από τους μαθητές για να έχουν πολλές αποδείξεις των όσων συνέβησαν και πολλά στοιχεία να τους υπενθυμίζουν το θαύμα· διότι εάν, μολονότι συνέβησαν αυτά, το λησμόνησαν αργότερα, τι δεν θα πάθαιναν, εάν δεν προέβαινε σε όλες αυτές τις ενέργειες;


Και δίνει εντολή στα πλήθη να καθίσουν επάνω στα χόρτα με σκοπό να τους διδάξει ότι πρέπει να αντιμετωπίζουν καρτερικά τις δύσκολες περιστάσεις· διότι ήθελε να θρέψει όχι μόνο τα σώματά τους, αλλά να διδάξει και την ψυχή τους. Και από τον τόπο λοιπόν, και από το ότι δεν τους έδωσε τίποτε περισσότερο παρά ψωμί και ψάρια, και από το ότι σε όλους προσέφερε τα ίδια και τα έκανε κοινά, και από το ότι δεν έδωσε σε κανένα περισσότερο από τον άλλο, τους δίδασκε την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια, την αγάπη, το να επιδεικνύουν αμερόληπτα όμοια στάση προς όλους και το να θεωρούν ότι τα πάντα είναι κοινά.


«Καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις (: και αφού έκοψε τα ψωμιά ο Κύριος, τα έδωσε στους μαθητές Του και οι μαθητές στα πλήθη του κόσμου)»[Ματθ. 14, 19]. Τους πέντε άρτους έκοψε και οι πέντε αυτοί άρτοι πολλαπλασιάζονταν στα χέρια των μαθητών Του. Και δεν σταματά το θαύμα σε αυτό μόνο το σημείο, αλλά έκαμε ώστε και να περισσεύσουν οι άρτοι. Και δεν περίσσευσαν ολόκληροι άρτοι, αλλά κομμάτια, με σκοπό να δείξει ότι αυτά ήσαν υπολείμματα εκείνων των άρτων, ώστε όλοι να πληροφορηθούν το γεγονός. Και ακριβώς για τον λόγο αυτό άφησε τον κόσμο να πεινάσει, για να μη θεωρήσει κανείς ότι ήταν φαντασία αυτό που συνέβη. Γι’ αυτό έκανε να περισσεύσουν και δώδεκα κοφίνια, για να κρατήσει και ο Ιούδας ένα. Βέβαια μπορούσε να σβήσει την πείνα τους, αλλ΄ όμως δεν θα γνώριζαν τότε οι μαθητές Του την δύναμή Του, πράγμα βέβαια που έγινε και στην περίπτωση του Ηλία. Τόσο πολύ λοιπόν κατεπλάγησαν οι Ιουδαίοι από το θαύμα αυτό, ώστε θέλησαν και βασιλέα να Τον ανακηρύξουν, πράγμα βέβαια που δεν έκαναν σε κανένα από τα άλλα θαύματά Του.


Ποια λόγια λοιπόν θα μπορέσουν να παραστήσουν το πώς πολλαπλασιάζονταν οι άρτοι; Το πώς έρρεαν τα πλήθη στην έρημο; Το πώς έφτασαν για τόσο πλήθος κόσμου; Διότι πράγματι ήσαν πέντε χιλιάδες άνθρωποι χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά, πράγμα που αποτελεί τον πιο μεγάλο έπαινο του λαού, διότι και γυναίκες και παιδιά περιέβαλλαν τον Κύριο. Το πώς περίσσευσαν τα κομμάτια; Καθόσον και αυτό δεν είναι μικρότερο θαύμα από το προηγούμενο. Και το πώς έμειναν τόσα υπολείμματα, ώστε να γεμίσουν ισάριθμα κοφίνια με τους μαθητές, και να μην είναι ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα; Και αφού λοιπόν έλαβε τα υπολείμματα δεν τα έδωσε στα πλήθη του κόσμου, αλλά στους μαθητές, καθόσον το πλήθος του κόσμου βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο από ό,τι οι μαθητές.


Αφού λοιπόν έκανε το θαύμα, «εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους (: και αμέσως ο Ιησούς, για να μην παρασυρθούν οι μαθητές Του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά, τους ανάγκασε να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ’ Αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου Αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού)» [Ματθ. 14, 21]· διότι αν και όταν ήταν παρών, θεωρούνταν τα επιτελούμενα απ΄ Αυτόν ως φαντασία και όχι ως πραγματικότητα, οπωσδήποτε λοιπόν θα συνέβαινε το ίδιο εφόσον θα απουσίαζε. Γι΄ αυτό λοιπόν προκειμένου να εξεταστεί με ακρίβεια το συμβάν, έδωσε εντολή να φύγουν από κοντά Του εκείνοι που έλαβαν τα υπολείμματα και τα αποδεικτικά στοιχεία του θαύματος.


Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όταν επιτελεί μεγάλα έργα, αποφεύγει το πλήθος του κόσμου και τους μαθητές Του, με σκοπό να μας διδάξει να μην επιδιώκουμε σε καμία περίπτωση την δόξα των ανθρώπων και να μην παρασυρόμαστε από τον κόσμο. Και όταν ο ευαγγελιστής λέγει ότι «τους ανάγκασε», φανερώνει τη μεγάλη επιθυμία των μαθητών να μείνουν κοντά στον Κύριο. Και απέστειλε τους μαθητές Του έχοντας αυτό ως πρόσχημα για το πλήθος, ώστε να διαλυθεί, ενώ ο Ίδιος ήθελε να ανεβεί στο όρος. Και αυτό το έκανε για να μας διδάξει να μην αναμειγνυόμαστε συνεχώς με τον κόσμο, ούτε πάλι να τον αποφεύγουμε πάντοτε, αλλά και τα δύο να τα κάνουμε προς ωφέλεια, το ένα μετά το άλλο, ανάλογα προς την εκάστοτε ανάγκη.


Ας μάθουμε λοιπόν κι εμείς να μένουμε πάντοτε κοντά στον Ιησού χωρίς να αποβλέπουμε στην υλική ανταπόδοση, για να μη συμβεί να κατηγορηθούμε, όπως συνέβη και με τους Ιουδαίους. Καθόσον λέγει ο Κύριος: «ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε (: αληθινά σας λέω ότι ζητείτε να με βρείτε όχι επειδή είδατε θαύματα που σας έπεισαν για τη θεϊκή μου αποστολή και τη σωτηριώδη αλήθεια της διδασκαλίας μου, και θέλετε έτσι να ωφεληθείτε πνευματικά, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε, και θέλετε πάλι να σας δώσω υλικά αγαθά)» [Ιω. 6, 26]. Για τον λόγο αυτόν δεν κάνει συνεχώς αυτό εδώ το θαύμα, αλλά το θέτει σε δεύτερη μοίρα, με σκοπό να τους διδάξει να μην είναι δούλοι της κοιλιάς τους, αλλά να επιδιώκουν διαρκώς να αποκτήσουν τα πνευματικά αγαθά.


Επομένως και εμείς ας επιδιώκουμε αυτά και ας ζητούμε τον Άρτο τον ουράνιο και λαμβάνοντάς τον, ας απαλλασσόμαστε από κάθε βιοτική φροντίδα· διότι, εάν εκείνοι άφησαν και τα σπίτια τους και τις πόλεις και τους συγγενείς και τα πάντα και έμεναν στην έρημο χωρίς να απομακρύνονται από εκεί, αν και πιέζονταν από την ανάγκη της πείνας, πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνει αυτό σε εμάς που πλησιάζουμε μία τέτοια είδους Τράπεζα, οι οποίοι πρέπει να δείξουμε περισσότερη ευσέβεια και να ζητούμε με πολύ πόθο πρώτα τα πνευματικά αγαθά, και ύστερα τα υλικά. Καθόσον και οι Ιουδαίοι κατηγορούνταν, όχι επειδή ζήτησαν τον Κύριο για τον άρτο, αλλά επειδή Τον ζήτησαν γι΄ αυτόν και μόνο τον σκοπό και μάλιστα πρώτα γι’ αυτόν· διότι εάν κάποιος περιφρονεί μεν τις μεγάλες δωρεές, επιδιώκει όμως τις μικρές, τότε ο Δωρεοδότης τον καταφρονεί και έτσι χάνει και εκείνα που αυτός επιθυμεί. Ενώ αντιθέτως, εάν επιδιώκουμε με πόθο τα πνευματικά, μας προστίθενται μαζί με αυτά και τα υλικά· καθόσον αυτά αποτελούν προσθήκη στα πνευματικά. Αυτά είναι τόσο ασήμαντα και μικρά, συγκρινόμενα προς τα πνευματικά, έστω και αν ακόμη θεωρούνται ότι είναι μεγάλα.