Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Με πρότυπο την Παναγία

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Στην ζωή των μεγαλυτέρων η Παναγία είναι παρούσα. Στις δυσκολίες, στα αιτήματα, στις αγωνίες την επικαλούμαστε, συχνά αυθόρμητα. Οι περισσότεροι νέοι όμως δεν έχουν αυτόν τον σύνδεσμο. Ίσως γιατί δεν μπορούν να κατανοήσουν πόσο σημαντικό είναι να έχουμε ως πρότυπο μία γυναίκα η οποία από την παιδική της ηλικία αγάπησε τον Θεό και προχώρησε στην πιο ηρωική πράξη που θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος: να δεχτεί στην ύπαρξή του τον Θεό ακέραιο και να του δανείσει την σάρκα, ώστε να προσλάβει την ανθρώπινη φύση.
                Η κίνηση αυτή της Παναγίας είναι καρπός απόλυτης αγάπης. Οι νέοι σήμερα δεν μπορούν να αγαπήσουν τον Θεό κατά προτεραιότητα. Ακόμα κι όσοι συμμετέχουν στην Εκκλησία αισθάνονται τον Θεό ως ένα τμήμα, όχι ως την ίδια τους την ζωή. Γι’  αυτό και δεν μπορούν να καταλάβουν την απόφαση της Θεοτόκου να εμπιστευθεί τον Θεό θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή, την αξιοπρέπεια, την σχέση της με τον κόσμο. Διότι ο ιουδαϊκός νόμος ήταν σαφής. Παραδειγματική τιμωρία την περίμενε αν ο Ιωσήφ, ο μνήστοράς της, δεν την κάλυπτε για την απρόσμενη εγκυμοσύνη. Η Παναγία δεν επιτρέπει ενδοιασμούς στον εαυτό της. Η αγάπη είναι παράδοση στο θέλημα του Θεού.
                Οι νέοι σήμερα δυσκολεύονται να κατανοήσουν το πώς μία γυναίκα αποφασίζει να αφιερώσει την ζωή της στο μεγάλωμα ενός παιδιού, γνωρίζοντας ότι αυτό θα ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. Δεν θα δει από αυτό την χαρά της οικογένειας, της επαγγελματικής επιτυχίας, της φροντίδας. Δεν θα μπορεί να έχει ούτε καν φιλοδοξίες γι’ αυτό, να προσδοκά. Γνώριζε εξ αρχής ότι θα ήταν «σημείον αντιλεγόμενον». Ότι θα βίωνε κοντά Του οξύ τον πόνο της δίστομης ρομφαίας στην καρδιά της. Σε μία εποχή ιδιοτέλειας και κτητικότητας, μία τέτοια πρόγνωση είναι απόλυτα αποτρεπτική.
                Οι νέοι σήμερα δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι σημαίνει πνευματική χαρά, αυτήν δηλαδή που βίωνε η Παναγία όντας κοντά στον Υιό της. Ότι δεν είναι οι υλικές απολαύσεις, η σταθερότητα και η ασφάλεια το κλειδί για να είναι χαρούμενος ο άνθρωπος, αλλά το να έχει τον Θεό στην καρδιά του, να Τον κοινωνεί στα πρόσωπα όσων Τον αποδέχονται και να προσεύχεται για όλους όσους Τον απορρίπτουν. Ότι χαρά σημαίνει καθαρή καρδιά. Σημαίνει να νοιάζεται κάποιος για να μπορούν οι άνθρωποι να έχουν νόημα ζωής. Να επιλέγει την οδό της ταπείνωσης και όχι της έπαρσης. Να σηκώνει τον σταυρό που του αναλογεί όχι με μίσος και απέχθεια, αλλά με ελπίδα.  Ότι χαρά είναι τελικά η αγάπη.
                Ο πολιτισμός μας κάνει τους νέους να αναζητούν αλλού πρότυπα. Στον εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής η εικόνα του εαυτού δεσπόζει, στα κινητά, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, στον καθρέφτη του σπιτιού. Στις εικόνες της η Παναγία είναι πάντοτε μαζί με τον Υιό της. Εκείνον κοιτά. Εκείνον δείχνει. Αλλά και όταν είναι μόνη της έχει τα χέρια της στραμμένα προς τον ουρανό, προσευχόμενη για τον καθέναν μας. Άφησε τον εαυτό της κατά μέρος. Και δείχνει σε όλους, ιδιαίτερα στους νέους, ότι η αληθινή καταξίωση δεν είναι η έγνοια για το «εγώ», αλλά το μοίρασμα, η σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ο τρόπος τελικά της Εκκλησίας. Ας είναι λοιπόν η Παναγία το πρότυπο που θα υιοθετήσουμε!  

Μα, αν δεν λέμε το «δόξα Σοι ο Θεός» στις χαρές, πως θα το πούμε στις θλίψεις;

-Γέροντα, πρέπει να λέμε «δόξα Σοι ο Θεός», όταν όλα πηγαίνουν καλά;
- Μα, αν δεν λέμε το «δόξα Σοι ο Θεός» στις χαρές, πως θα το πούμε στις θλίψεις; Εσύ το λες στις θλίψεις και δεν θέλεις να το πης στις χαρές; Αλλά, όταν είναι αχάριστος κανείς, δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού.
Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία. Για μένα είναι θανάσιμο αμάρτημα. Ο αχάριστος με τίποτε δεν ευχαριστιέται Για όλα γκρινιάζει, όλα του φταίνε. Στην πατρίδα μου, τα Φάρασα, χρησιμοποιούσαν πολύ το πετιμέζι. Ένα βράδυ μια κοπέλα έκλαιγε, γιατί ήθελε πετιμέζι. Η μάνα της - τι να κάνη; - πήγε και ζήτησε από την γειτονιά.
Αυτή, μόλις πήρε το πετιμέζι, έβαλε πάλι τα κλάματα. Χτυπούσε τα πόδια της κάτω και φώναζε: «Μαμά, θέλω και γιαούρτι». «Τέτοια ώρα, παιδάκι μου, που να βρω γιαούρτι;» της λέει η μάνα της. «Όχι, θέλω γιαούρτι». Πήγε, υποχρεώθηκε η καημένη σε μια γειτόνισσα, της έφερε και γιαούρτι. Το παίρνει η κόρη και βάζει πάλι τα κλάματα. «Τώρα γιατί κλαις;», την ρωτάει η μάνα της. «Μαμά, τα θέλω ανακατεμένα».
Τα παίρνει η μάνα, τα ανακατεύει. Αυτή βάζει πάλι τα κλάματα. «Μαμά δεν μπορώ να τα φάω έτσι. Θέλω να τα ξεχωρίσω!». Οπότε την περιέλαβε στα σκαμπίλια η μάνα της, και ... ξεχωρίσθηκε το πετιμέζι από το γιαούρτι!
Έτσι, θέλω να πω, κάνουν μερικές φορές πολλοί άνθρωποι, και τότε έρχεται η παιδαγωγία του Θεού. Τουλάχιστον να αναγνωρίζουμε την αχαριστία μας και να ευχαριστούμε τον Θεό μέρα-νύχτα για τις ευλογίες που μας δίνει. Με αυτόν τον τρόπο θα πάρουμε καταπόδι τον δειλό διάβολο, ο οποίος θα συμμαζέψη τα ταγκαλάκια του και θα γίνη μαύρο καπνός, γιατί θα του έχουμε βρει πια το αδύνατο σημείο.
Γέροντας Παίσιος

Ο Ακάθιστος Ύμνος: Ιστορία, Δομή, Περιεχόμενο, Σύνθεση

Ιδιαίτερη είναι η αγάπη και ξεχωριστός ο σεβασμός, με τον οποίο το σύνολο των πιστών περιβάλλει την Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου. Αγάπη και σεβασμός που πηγάζουν και εμπνέονται από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η Ακολουθία, από την εκφραστικότητα και τον πλούτο των κειμένων, από το μελωδικό ένδυμα των λόγων. Αγάπη και σεβασμός που εκδηλώνονται με την ευλαβή παρουσία και ενεργό συμμετοχή στην Ακολουθία των «πιστώς προσκυνούντων και δοξαζόντων» Χριστιανών, τα απογεύματα της Παρασκευής καθ' όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Ο Ακάθιστος ύμνος χαρακτηρίζεται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, γραμμένο πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και μερικώς της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του ύμνου είναι σοβαρή και ρέουσα, γεμάτη από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα. Έτσι η εξωτερική του μορφή παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και ωραιότητα, που συναγωνίζεται το βαθύ του περιεχόμενο.



Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πλούτο του λόγου, την ύπαρξη σχημάτων, την ποιητικότητα ορισμένων στίχων και προπαντός το υψηλό περιεχόμενο του ύμνου, που εξυμνεί την ενανθρώπιση του Θεού δια της Παναγίας Θεοτόκου. Είναι αλλεπάλληλες οι εκφράσεις χαράς, αγαλλιάσεως και λυτρώσεως που δίνουν ενθουσιαστικό τόνο στον ύμνο.

Το γεγονός δε ότι απ' όλα τα κοντάκια μόνο αυτό είναι σήμερα σε χρήση στην λατρεία της Εκκλησίας μας δείχνει την δύναμη και την εντύπωση που έκανε και εξακολουθεί να κάνει στους πιστούς.

Ακάθιστος Ύμνος – δομή

Η Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου αποτελείται, κατά βάση, από τον Ακάθιστο Ύμνο και τον Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου, πλαισιωμένα με ψαλμούς, απολυτίκια και ευχές.

Ακάθιστος Ύμνος επεκράτησε να ονομάζεται το Κοντάκιο, το όποιο ψάλλουμε προς τιμήν της Θεοτόκου, τμηματικά κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της Μ. Σαρακοστής (6 οίκοι με απόδειπνο – Χαιρετισμοί), και ολόκληρο την πέμπτη εβδομάδα (24 οίκοι). Το προοίμιο του είναι το «Τη Υπερμάχω στρατηγώ», έχει αλφαβητική ακροστιχίδα (Α – Ω) και διπλό εφύμνιο (Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε και Αλληλούια).

«Κοντάκια» παλαιότερα λέγονταν ολόκληροι ύμνοι, ανάλογοι προς τους «Κανόνες». Η ονομασία οφείλεται μάλλον στο κοντό ξύλο επί του οποίου τύλιγαν τη μεμβράνη που περιείχε τον ύμνο.

Το πρώτο τροπάριο λεγόταν «προοίμιο» ή «κουκούλιο» και όσα ακολουθούσαν λέγονταν «οίκοι», ίσως διότι ολόκληρος ο ύμνος θεωρείτο ως σύνολο οικοδομημάτων αφιερωμένων στη μνήμη κάποιου αγίου.

Κοντάκιο λέγεται συνήθως σήμερα το πρώτο τροπάριο ενός τέτοιου ύμνου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος περιέχει προοίμιο και 24 «οίκους». Ως προοίμιο του Ύμνου ψάλλεται σήμερα το «Τη Υπερμάχω στρατηγώ», το οποίο όμως, καθώς φαίνεται, δεν είναι το αρχικό. Αντίθετα, ως γνήσιο προοίμιο φέρεται το, σήμερα, αυτόμελο απολυτίκιο «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει», που έχει αμεσότερη σχέση με το περιεχόμενο του Ύμνου, αναφερόμενο κι αυτό στο γεγονός του Ευαγγελισμού.

Το «Τη Υπερμάχω» συνετέθη επ' ευκαιρία της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης από κάποιο κίνδυνο και συνδέθηκε μάλλον αργότερα με τον Ύμνο. Σ' αυτό θα συνέβαλε και το γεγονός ότι ο Ύμνος ψαλλόταν συχνά στην Κωνσταντινούπολη στις ευχαριστήριες ακολουθίες προς τιμήν της Παναγίας, πολιούχου της Βασιλεύουσας.

Οι 24 «οίκοι» σχηματίζουν αλφαβητική ακροστιχίδα και έχουν εφύμνιο οι μεν περιττοί «Χαίρε, Νύμφη, ανύμφευτε», οι δε άρτιοι «Αλληλούια». Από αυτούς οι 12 αναφέρονται στον Κύριο και τελειώνουν με το «Αλληλούια» = Αινείται το Θεό. Οι άλλοι 12 οίκοι αναφέρονται στη Θεοτόκο και τελειώνουν με το «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε». «Εφύμνιο» λέγεται η τελευταία φράση του ύμνου που επαναλαμβάνει ο λαός.

Μέσα στους 72 στίχους συναντούμε 144 χαιρετισμούς στη Θεοτόκο: «Χαίρε, της εκκλησίας ο ασάλευτος Πύργος, Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος, Χαίρε δι ης εγείρονται τρόπαια, Χαίρε, δι ης εχθροί καταπίπτουσι ...;». Από τη λέξη ΧΑΙΡΕ ονομάστηκαν και Χαιρετισμοί.

Περιεχόμενο του Ύμνου

Ο Ύμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες:

Α) Α-Μ, που αποτελεί το ιστορικό τμήμα (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, σύλληψη Χριστού από την Παναγία, επίσκεψη της Θεοτόκου στην Ελισάβετ, ανησυχία Ιωσήφ, επίσκεψη ποιμένων και μάγων στο νεογέννητο Χριστό, επιστροφή Μάγων, φυγή στην Αίγυπτο, Υπαπαντή), και

Β) Ν-Ω, που αποτελεί το δογματικό-θεολογικό τμήμα (άσπορος σύλληψη, θεότης και ανθρωπότης του Χριστού, σωτηρία του ανθρώπινου γένους με τη θυσία του Ιησού, θέωση των ανθρώπων, θεομητορικής αξίας της Θεοτόκου κά) χωρίς όμως να λείπουν από κάθε ενότητα και στοιχεία της άλλης.

Πηγές του ύμνου είναι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Η Ονομασία του Ύμνου

Η ονομασία Ακάθιστος Ύμνος αποδόθηκε στον Ύμνο οφείλεται στο ότι «ορθοστάδην τότε πάς ο λαός κατα την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί έμελψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος όρθοv πάντες ακροώμεθα». Αυτά γράφει το Συναξάριο, και εντοπίζει «την νύκτα εκείνη» το καλοκαίρι του 626.

Επίσης, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε ο ύμνος οι πιστοί σε κάθε ευκαιρία και αφορμή, τον έψαλαν όρθιοι και απ'; την αρχή συνδέθηκε με την εορτή του Ευαγγελισμού του οποίου την ακολουθία το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο.

Χρόνος και αιτία σύνθεσης

Σύμφωνα με το Συναξαριστή, ο Ύμνος δημιουργήθηκε το 626, μετά τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβάρων και των Περσών, οπότε και εψάλει για πρώτη φορά.
Κατά το έτος 626 η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε από τους Πέρσες και Αβάρους. Ο βασιλέας Ηράκλειος απουσίαζε στη Μικρά Ασία σε πόλεμο κατά των Περσών. Τότε ο φρούραρχος Βώνος μαζί με τον Πατριάρχη Σέργιο ανέλαβαν την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας. Ο Πατριάρχης περιέτρεχε τη πόλη με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε τα πλήθη και τους μαχητές.

Ξαφνικά έγινε φοβερός ανεμοστρόβιλος που δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο και τη νύκτα της 7ης προς την 8η Αυγούστου, αναγκάσθηκαν να φύγουν άπρακτοι. Ο λαός πανηγυρίζοντας τη σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους στην «Τη Υπερμάχω στρατηγώ».

Για να ψαλθεί όμως τότε θα πρέπει να είχε συντεθεί νωρίτερα, καθώς δεν ήταν δυνατό να γίνει αυτό σε μια νύχτα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη, και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μεγίστη αφοσίωση προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου. Και προκρίθηκε αυτός ο ύμνος από κάποιον άλλον ενδεχομένως, επειδή θα ήταν κιόλας καθιερωμένος στην Αγρυπνία της 15ης Αυγούστου στη Βλαχέρνα, και επειδή το περιεχόμενό του, με χαρακτήρα διηγηματικό, δογματικό, και δοξολογικό -εγκωμιαστικό προσφερόταν για τη διάσωση και τη λύτρωση της Πόλης από τη δεινή περίσταση.

Η δομή, το ύφος και το περιεχόμενο του ύμνου είναι μάλλον μεταρωμανικά στοιχεία, όπως κατάδειξε ο καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης. Ο ύμνος αναφέρεται σε όλο το μυστήριο της ενανθρώπησης του Χριστού, στο οποίο είναι βασικός παράγοντας η Θεοτόκος. Έτσι, ο μαριολογικός και ο χριστολογικός χαρακτήρας του είναι φανερός.

Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων -; οι γιορτές χωρίστηκαν στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565) -; αλλά εύκολα επίσης μπορούμε να πούμε ότι ο εγκωμιαστικός και δοξολογικός χαρακτήρας του ύμνου είναι πρόσφορος για κάθε περίσταση που η θρησκεύουσα ψυχή θέλει να αναφερθεί στο θαύμα της σωτηρίας της.

Σύνθεση του Ύμνου

Από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα είναι αυτό της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου. Συνθέτης, χρόνος και αιτία της σύνθεσης παραμένουν ακόμα ανεξακρίβωτα από τους μελετητές.

Με τη χρονολογία σύνθεσης του ύμνου συνδέεται αναπόφευκτα το όνομα του ποιητή του ύμνου, του μελωδού. Ο ύμνος φέρεται σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ανώνυμος, και ο Συναξαριστής που τον συνδέει με το γεγονός της διάσωσης από την πολιορκία του 626 δεν κάνει λόγο ούτε για το χρόνο της σύνθεσης ούτε για τον ποιητή του.

Ήταν φυσικό, η παράδοση σιωπηρά, αλλά και πολλοί μεγάλοι μελετητές να αποδώσουν τον έξοχο αυτό ύμνο στον κατ'; εξοχήν πρίγκηπα των βυζαντινών υμνογράφων, τον Ρωμανό το μελωδό (α΄ μισό ς΄ αι.). Υπάρχει και μια μεταγενέστερη μαρτυρία, του ις΄ αι., ως σημείωση σε κώδικα του ΙΓ΄ αι. (της μονής Βλατάδων 41, φ. 193α) που αναφέρει το όνομα του Ρωμανού ως ποιητή του ύμνου.

Υπάρχουν όμως και άλλες δύο περιπτώσεις για τον μελωδό του Ακάθιστου Ύμνου, με εξίσου σοβαρές ενδείξεις. Η μία είναι ότι στη λατινική μετάφραση του ύμνου, γύρω στο 800, από τον Επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, αναφέρεται το όνομα του Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) που ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα του 718 ";Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano";.

Η άλλη περίπτωση είναι, ότι σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, εικονίζεται κι ένας μοναχός που κρατάει ειλητάριο με γραμμένο το «Αγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη». Στο κεφάλι του μοναχού υπάρχει η ένδείξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αυτός ο Άγιος Κοσμάς δεν είναι άλλος από τον Κοσμά το μελωδό, που κοιμήθηκε το 752-4, κι είναι κι αυτός σύγχρονος με την θαυμαστή λύτρωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία του 718.

Ο Κανόνας του Ακάθιστου είναι έργο των Ιωάννου Δαμασκηνού (οι ειρμοί) και Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (τα τροπάρια).

Τρόπος εκτελέσεως

Ιστορικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν να διασωθεί ως τις μέρες μας ο τρόπος μελωδικής εκτέλεσης του Ύμνου. Γι' αυτό τον λόγο δεν ψάλλεται αλλά ραψωδείται από τους ιερείς στους ναούς, κατά την τέλεση της Ακολουθίας.

Άγιος Ιωάννης ο πρίγκιπας

Ο Άγιος Ιωάννης (Ντανίλοβιτς), ο αποκαλούμενος Καλιτά, ήταν υιός του Αγίου Δανιήλ, πρίγκιπα της Μόσχας (τιμάται 4 Μαρτίου) και γεννήθηκε περί το έτος 1290 μ.Χ. Το όνομά του εμφανίζεται για πρώτη φορά στα λειτουργικά Μηναία του Νόβγκοροντ μεταξύ των ετών 1296 - 1297 μ.Χ., όπου διαβάζουμε, πως όταν οι κάτοικοι της πόλεως αυτής κάλεσαν τον πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας να καταλάβει τον θρόνο της, αυτός τους έστειλε τον υιό του Ιωάννη. Πιθανόν, όχι αργότερα από το 1299 μ.Χ., ο Ιωάννης εγκαταλείπει το Νόβγκοροντ και επιστρέφει στην Μόσχα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κατά το έτος 1303 μ.Χ., ο Ιωάννης υποχρεώθηκε αρχικά να στηρίξει τον αδελφό του Γεώργιο, τον οποίο και διαδέχθηκε αργότερα ως πρίγκιπας της Μόσχας, στην διαμάχη της μελλοντικής πρωτεύουσας με την ανταγωνίστρια πόλη Τβερ. Το θετικό αποτέλεσμα της διαμάχης, αποδιδόμενο στην πολιτική επιδεξιότητα του Ιωάννου, θα καθορίσει την οριστική επικράτηση της Μόσχας. Με μια πρώτη νίκη εναντίων των στρατευμάτων της Τβερ, που είχαν καταλάβει την πόλη του Περεγιασλάβλ, ο Ιωάννης την ανακαταλαμβάνει το έτος 1304 / 1305 μ.Χ. Κατά τα έτη 1320 - 1326 μ.Χ., με αφορμή τους γάμους των θυγατέρων των ηγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες με τους πρίγκιπες του Ροστώβ, Μπελοζέρσκ και Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους εναντίων της Τβερ.

Στις 15 Αυγούστου του 1327 μ.Χ., στην Τβερ, σκοτώνεται σε μια λαϊκή εξέγερση, καθοδηγούμενη από τον Άγιο πρίγκιπα Αλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ο αντιπρόσωπος του χάνη Ουζμπέκ Κόλχαν. Ο Αλέξανδρος καταφεύγει στο Πσκωφ και η πόλη της Τβερ καταλαμβάνεται και ανατίθεται στον Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιας ανεψιάς του Ιωάννου. Το 1329 μ.Χ. ο Ιωάννης αποστέλλει τον στρατό του εναντίων του Πσκωφ, ο Μητροπολίτης Θεόγνωστος αναθεματίζει τους κατοίκους της, επειδή έδωσαν άσυλο στον πρίγκιπα Αλέξανδρο, και ο Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς εξαναγκάζεται να εγκατασταθεί αρχικά στη Λιβονία και αργότερα στη Λιθουανία.

Το έτος 1331 μ.Χ. ο Ιωάννης αποκτά από το χάνη τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα. Τα πράγματα όμως δεν θα ησύχαζαν. Το έτος 1338 μ.Χ. ο Αλέξανδρος της Τβερ πέτυχε την συγγνώμη του χάνη Ουζμπέκ και επανήλθε στον θρόνο. Το 1339 μ.Χ. ο Ιωάννης πηγαίνει στην Χρυσή Ορδή και κατηγορεί τον Αλέξανδρο πως σκευωρεί εναντίον του Χάνη. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος και ο υιός του Θεόδωρος έρχονται κατηγορούμενοι στην Χρυσή Ορδή και δικάζονται. Για να ταπεινώσει την Τβερ, ο Ιωάννης αφαιρεί τις καμπάνες από τον καθεδρικό ναό του Σωτήρος και τις μεταφέρει στην Μόσχα.

Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Ιωάννου εκδίδεται ένα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστό ως Sijskoe Evangelie, στο οποίο έχει γραφεί ένας πανηγυρικός λόγος για την δικαιοσύνη και την ειρήνη στη Ρωσική γη, και πραγματοποιείται η οικοδόμηση με πέτρα ολόκληρου του αρχιτεκτονήματος του Κρεμλίνου. Στις 4 Αυγούστου του έτους 1326 μ.Χ., ακολουθώντας την συμβουλή του ηλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ο Ιωάννης θα αποτολμήσει την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με αυτόν τον τρόπο η Μόσχα θα συνεχίσει την παράδοση της προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, όπου η αφοσίωση και η τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας είχε ιδιαίτερα καλλιεργηθεί.

Ο Ιωάννης θα διατηρήσει στενούς δεσμούς με τον Μητροπολίτη Πέτρο και αμέσως μετά τον θάνατό του θα κινήσει την διαδικασία της αγιοποιήσεώς του, αποστέλλοντας στη Σύνοδο του Βλαντιμίρ, το έτος 1327 μ.Χ., μια επιστολή, που κατέγραφε τα πραγματοποιηθέντα θαύματα επάνω στον τάφο του Μητροπολίτου Πέτρου.

Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Μαρτίου 1340 ή 1341 μ.Χ., αφού ήδη είχε γίνει μοναχός παίρνοντας το όνομα Ανανίας. Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου στο Κρεμλίνο.

Ήδη κατά την διάρκεια του βίου του είχε αναπτυχθεί θρησκευτική ευλάβεια γύρω από το πρόσωπό του. Ο Ιωάννης παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, ως ένας κυβερνήτης δίκαιος και φιλάνθρωπος. Το Πατερικόν του μοναστηριού του Βολοκολάμσκ, του 16ου αιώνος μ.Χ., μεταφέρει την αφήγηση του ηγουμένου του Μπορόφσκ, κατά τον οποίο μία μοναχή είδε σε όραμα την μορφή του Αγίου Ιωάννου μέσα στην δόξα του Παραδείσου, να βγάζει από την τσάντα του (καλιτά) θησαυρούς και να τους μοιράζει στους πτωχούς.

Όσιος Ιννοκέντιος Βενιάμινωφ Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και τη Θέκλα. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού. Σπουδάζει στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ και ένα χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύεται την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ιδίου έτους χειροτονείται διάκονος και διορίζεται στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονείται πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, αναχωρεί με την οικογένειά του για την Αμερική. Φθάνει στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Μαθαίνει την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μεταφράζει λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια συντάσσει την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνεχίζει το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ένας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ. Η κουρά του έγινε από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέγεται Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δίδεται η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχής. Η έδρα του ήταν η πόλη Σίτκα. Το έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Η ίδρυση σχολείων αποτελεί κύριο μέλημά του. Γράφει γι αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο γιατί τους έχω διδάξει». Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις, υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθεί και να εγκαταβιώσει σε κάποιο μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Και από τη νέα αυτή έπαλξη εργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879 και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών

Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο, εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς πίστεως δόγματα, κρατύνων Ὅσιε, Πατρὶ συναΐδιον, καὶ ὁμοούσιον, τὸν Λόγον ἐκήρυξας· ὅθεν ὀρθοδόξως, τὴν σὴν ποίμνην ποιμάνας, ᾔσχυνας τοῦ Ἀρείου, τήν κακόφρονα γνώμην· διὸ νῦν μεταβὰς πρὸς τὸν Χριστόν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Ακάθιστος Ύμνος

Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.

Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω· ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι· Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.


Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη (Λόγοι Διδαχής περί Υπακοής)

Κάποια καλογριούλα μου έγραψε, λέει: Γέροντα, ακούμε ότι θα ‘ρθουν οι Τούρκοι και δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε.
– Α! άκουσε, παιδάκι μου, της λέω. Δεν έχεις υπακοή.

Διότι αν είχες υπακοή, τότε: «Τι με νοιάζει εμένα; Ο,τι μου πει η Γερόντισσα. Ο,τι μου πει η Γερόντισσα. Δεν είναι Γερόντισσα η Μ.; Ε, ο,τι πει η Μ., εμένα δεν με νοιάζει». Αύτη είναι υπακοή. Αλλά για να φοβάσαι, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα.

Μεγάλη Σαρακοστή-Μέγας Κανών

Στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, στο μεγάλο απόδειπνο των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α  Εβδομάδας των Νηστειών διαβάζεται χωρισμένος σε τέσσερα μέρη ο Μεγάλος Κανόνας και ολόκληρος την Πέμπτη της Ε  Εβδομάδας των Νηστειών. Ψάλλεται σε ήχο πλ. β  ποὺ είναι ιδιαίτερα κατανυκτικός, εκφραστικός του πένθους και της συντριβής της καρδιάς
Μπορούμε να περιγράψουμε το κανόνα αυτό σαν ένα θρήνο μετάνοιας που μας μεταφέρει στο βάθος και στο πεδίο δράσης της αμαρτίας, κλονίζοντας τη ψυχή μας με την απόγνωση, τη μετάνοια και την ελπίδα. Με μια μοναδική τέχνη ο Άγιος Ανδρέας συνυφαίνει τα μεγάλα βιβλικά θέματα: Αδάμ και Εύα, Παράδεισος και Πτώση, Πατριάρχες, Νώε και κατακλυσμός, Δαβίδ, Χώρα της Επαγγελίας και τελικά Χριστός και Εκκλησία, ομολογία των αμαρτιών και μετάνοια. Τα γεγονότα της ιερής ιστορίας παρουσιάζονται σαν γεγονότα της ζωής μου. Οι ενέργειες του Θεού στο παρελθόν αποβλέπουν σε μένα και στη σωτηρία μου, η τραγωδία της αμαρτίας και η προδοσία παρουσιάζονται σαν προσωπικά δική μου τραγωδία. Η ζωή μου παρουσιάζεται σαν ένα κομμάτι της μεγάλης πάλης ανάμεσα στο Θεό και τις δυνάμεις του σκότους που επαναστατούν εναντίον του.
Η πνευματική ιστορία του κόσμου είναι επίσης και δική μου ιστορία. Γίνονται για μένα μια πρόκληση με τα αποφασιστικά γεγονότα και τις πράξεις από το παρελθόν, που το νόημά τους και η δύναμή τους είναι αιώνια, γιατί κάθε ανθρώπινη ψυχή – μοναδική και ανεπανάληπτη – συγκινείται από το ίδιο δράμα, αντιμετωπίζει την ίδια τελικά εκλογή, ανακαλύπτει την ίδια πραγματικότητα.
Το έργο και ο σκοπός του Μεγάλου Κανόνα είναι να ξεσκεπάσει την αμαρτία και έτσι να μας οδηγήσει στη μετάνοια. Η αποκάλυψη αυτή, δεν γίνεται με ορισμούς και απαριθμήσεις, αλλά με μια βαθειά ενατένηση στη μεγάλη βιβλική ιστορία που είναι η ίδια η ιστορία της αμαρτίας, της μετάνοιας και της συγγνώμης.
   Καταλαβαίνουμε ότι αμαρτία είναι, πρώτα απ’ όλα, η άρνηση ότι η ζωή είναι προσφορά η θυσία στο Θεό, με άλλα λόγια δηλαδή, η άρνηση ότι η ζωή έχει θεϊκό προσανατολισμό, ότι η αμαρτία, επομένως, είναι από τις ρίζες της, η παρέκκλιση της αγάπης μας από τον τελικό σκοπό της.
Για να καταλάβουμε σωστά τον Μεγάλο Κανόνα θα πρέπει να ξέρουμε την Αγία Γραφή και να έχουμε την ικανότητα να μεταφέρουμε τα νοήματά του στη ζωή μας.
Κανόνες στην εκκλησιαστική υμνογραφία λέγονται ύμνοι μεγάλοι, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Κάθε Ωδή (σημαίνει άσμα θρησκευτικό, από το ρήμα άδω) αποτελείται από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα και βάση των στροφών που ακολουθούν, τα λεγόμενα τροπάρια (τρέπονται σύμφωνα με τον ειρμό).
Μέγας ονομάσθηκε για την έκτασή του, αποτελείται από εννέα ωδές, έντεκα ειρμούς (η β καὶ η γ  ὠδὴ έχουν από δύο ειρμούς) και 250 τροπάρια (25 η α  ὠδή, 41 η β , 28 η γ , 29 η δ , 23 η ε , 33 η στ , 22 η ζ , 22 η η  καὶ 27 η θ ).
Συντάχθηκε από τον Άγιο Ανδρέα αρχιεπίσκοπο Κρήτης, ο οποίος γεννήθηκε γύρω στα 660 στη Δαμασκό. Έγινε μοναχός στα Ιεροσόλυμα και κληρικός στη Κωνσταντινούπολη. Ψηφίσθηκε μετά το 710 αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, κυρίως υμνογραφικό και ομηλιτικό.
Την Πέμπτη της Ε  Εβδομάδας των Νηστειών, στα μοναστήρια ψάλλεται ολόκληρος την δ΄  ώρα της νύκτας, γύρω στα μεσάνυχτα και στους ενοριακούς ναούς το βράδυ της Τετάρτης μαζί με το μικρό απόδειπνο, της ίδιας εβδομάδας.

Το θέμα και το σκοπό του Κανόνα περιγράφει το συναξάρι της Ε  Εβδομάδας των Νηστειών: Ο ποιητής, με πλήθος αγιογραφικών ιστορημάτων και παραδειγμάτων, θετικών και αρνητικών, από την πλάση και τη πτώση του Αδάμ ως την Ανάληψη του Χριστού και τον ευαγγελισμό της ανθρωπότητος από τους Αποστόλους, παρακινεί κάθε ψυχή να μιμείται τις καλές πράξεις, ν’ αποφεύγει τις φαύλες και να καταφεύγει πάντα στο Θεό με μετάνοια, δάκρυα, εξομολόγηση και κάθε ευαρέστηση.

Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ

Ο Άγιος Σωφρόνιος, κατά κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκιυ, γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1703 μ.Χ. στην Ουκρανία, κοντά στην περιοχή του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική του ηλικία αγάπησε την Εκκλησία και το μοναχικό βίο. Ανέπτυξε σπουδαία ιεραποστολική δράση και εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Ιρκούτσκ.

Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1771 μ.Χ., κατά την Δευτέρα ημέρα του Πάσχα. Ενώ αναμενόταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου περί του ενταφιασμού του ιερού λειψάνου, η σορός του παρέμεινε άταφη επί έξι μήνες, χωρίς να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση. Το γεγονός αυτό, καθώς και η φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του Αγίου διασώθηκαν θαυματουργικά από την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ στις 18 Απριλίου 1917 μ.Χ. και επιτελούν πλήθος θαυμάτων.

Η ανακήρυξη της αγιοποιήσεώς του έγινε από τη Ρωσική Εκκλησία στις 23 Απριλίου 1918 μ.Χ.

Προφήτης Ιωήλ

Ο Προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ κατά την Β΄Παραλειπομένων (Θ΄29), Ιωάδ κατά μερικούς συναξαριστές) καταγώταν από τον Ιούδα (Γ΄Βασιλ. 10). Αυτός λοιπόν στάλθηκε από τον Θεό προς τον βασιλιά Ιεροβοάμ για να ελέγξει αυτόν για τις δαμάλεις (Γ΄Βασιλ. ιγ΄,2). Όταν δε άπλωσε το χέρι του ο Ιεροβοάμ για να κρατήσει τον προφήτη, ξεράθηκε το χέρι του και αποκαταστάθηκε πάλι δια της προσευχής του προφήτου. Επειδή όμως ο προφήτης πήρε εντολή από τον Θεό να μη φάει και πιει, αυτός έφαγε παραπλανηθείς από τον ψευδοπροφήτη Ενβέ. Γι' αυτό κατασπαράχθηκε, για την παρακοή του, από ένα λιοντάρι, χωρίς όμως το θηρίο να φάει το σώμα του. Τάφηκε δε κοντά στον τάφο του πλανήσαντος αυτόν ψευδοπροφήτου Ενβέ.

Να σημειώσουμε εδώ ότι, άλλος είναι ο προφήτης Ιωήλ που τη μνήμη του γιορτάζουμε την 19η Οκτωβρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιωάννης συγγραφέας της Κλίμακος

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».
Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:
1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.



Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ: Προσευχή γιά παράταση ζωής

«Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου» (Ψαλμ. 101,25).
Προσευχόμενοι για παράταση της ζωής μας η της ζωής των άλλων προσώπων δεν παρακαλούμε για την άσκοπη συνέχιση της βιολογικής υπάρξεως, κατά την οποία θα είμαστε ανίκανοι για καλύτερη ανάβαση.
Προσευχόμαστε για ευλογημένη αύξηση των ημερών μας επί της γης, έως ότου όλη η ύπαρξή μας γεμίσει με πνευματική δύναμη, φως συνέσεως, για να προσλάβουμε νέες γνώσεις για τον άνω κόσμο.

Αναλογιζόμαστε στην καρδιά μας τη μετάβαση στον Θείο κόσμο σαν να πρόκειται για το προσωπικό μας Πάσχα . για να πραγματοποιηθεί αυτό στην πιο ευνοϊκή στιγμή, με αγάπη και ειρήνη . με την ειρήνη εκείνη, που ο Κύριος έδωσε στους μαθητές Του πριν την έξοδο Του (βλ. Ιω. 14, 27).

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής: «Όταν σου έλθει θυμός, κλείε το στόμα σου!»

«Ο θυμός καθ’ εαυτόν είναι φυσικός.
Όπως τα νεύρα στο σώμα.
Είναι και αυτός νεύρον ψυχής και οφείλει να τον μεταχειρίζεται ο καθείς εναντίον των δαιμόνων, ανθρώπων αιρετικών, και παντός κωλύοντος από την οδόν του Θεού.
Εάν δε θυμώνεις κατά των ομοψύχων αδελφών η, εκτός εαυτού γενόμενος, χαλάς τα έργα των χειρών σου, γίνωσκε ότι κενοδοξίαν νοσείς και κάμνεις παράχρησιν του νεύρου της ψυχής. Απαλλάττεσαι δε δια της αγάπης προς πάντας και αληθούς ταπεινώσεως.
Δια τούτο όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου δυνατά και μη ομιλήσεις εις τον υβρίζοντα η ατιμάζοντα η ελέγχοντα η πολυειδώς σε πειράζοντα άνευ λόγου.Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ήμερος και λογικός και επομένως ο θυμός δεν αρμόζει ουδέποτε εις την φύσιν του, ενώ με την αγάπην πάντοτε ευδοκιμεί και υποτάσσεται.
Με το καλό και με την αγάπην μπορείς να κάμεις πολλούς να ημερέψουν και αν κανείς είναι καλοπροαίρετος, τον κάμνεις ογλήγορα να συμμορφωθεί, να γένη Άγγελος Θεού».
«Μη ζητήσεις ποτέ σου να ευρείς το δίκαιον, διότι τότε έχεις το άδικον.
Αλλά μάθε να υπομένεις ανδρείως τους πειρασμούς, οιουσδήποτε και αν επιτρέψει ο Κύριος.
Χωρίς πολλές δικαιολογίες να λέγεις «Ευλόγησον»!
Και χωρίς να σφάλλεις να μετανοείς ότι έσφαλες.
Εν επιγνώσει ψυχής και όχι απ’ έξω, δι  ἔπαινον, να λέγεις πως έσφαλες και μέσα να κατακρίνεις.
Μη ζητάς εις τις θλίψεις σου παράκληση από τους ανθρώπους, δια να παρακληθείς από τον Θεόν. Μη νομίζεις ανάπαυσιν οπόταν ομιλήσεις, εάν ζητήσεις να ευρείς το δίκαιον.
Το δίκαιον είναι να υπομείνεις ανδρείως τον επερχόμενον πειρασμόν δια να βγης νικητής καν έπταισες ή δεν έπταισες. Ει δε και λέγεις «μα διατί;» μάχεσαι τον Θεόν, τον αποστείλαντα λυπηρά δια την εμπαθή σου κατάσταση».

Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού-διδασκαλίες,
«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας»,
 εκδ. Ι. Μ. Φιλοθέου -Αγ. Όρος
  

Άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής

Τον Άγιο Διάδοχο, δεν τον αναφέρουν οι Συναξαριστές. Συναντάται στον Λαυριωτικό Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζί με τον πρεσβύτερο Μάρκο τον μεγάλο ασκητή (+5 Μαρτίου), όπου υπάρχει και κοινός Κανόνας των δύο μη ολοκληρωμένος.
Ο Άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου, έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, αλλά και της συναρπαστικής συγγραφής. «Τα Εκατό γνωστικά ασκητικά κεφάλαια» πού έγραψε, διαβάζονταν με απληστία από τους μοναχούς. Επίσης έγραψε και αλλά, όπως την «Όραση» και «Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου».

Στα «Εκατό γνωστικά κεφάλαια» ο Άγιος Διάδοχος στο προοίμιο του βιβλίου εκθέτει τους «δέκα όρους», που είναι κατά κάποιο τρόπο τα κύρια σημεία του βιβλίου και θα μπορούσαμε κατ' επέκταση να ισχυρισθούμε ότι είναι οι δέκα όροι της πνευματικής ζωής. Συγκεκριμένα γράφει:
Πρώτος όρος της πίστεως: Έννοια περί Θεού απαθής.
Δεύτερος όρος της ελπίδος: εκδημία του νου εν αγάπη προς τα ελπιζόμενα.
Τρίτος όρος της υπομονής: Τον αόρατον ως ορατόν ορώντα τοις της διανοίας οφθαλμοίς αδιαλείπτως καρτερείν.
Τέταρτος όρος της αφιλαργυρίας: Ούτω θέλειν το μη έχειν ως θέλειν τις το έχειν.
Πέμπτος όρος της επιγνώσεως: Αγνοείν εαυτόν εν τω εκστήναι τον Θεόν.
Έκτος όρος της ταπεινοφροσύνης: Λήθη των κατορθουμένων προσευχής.
Έβδομος όρος της αοργησίας: Επιθυμία πολλή του μη οργίζεσθαι.
Όγδοος όρος της αγνείας: Αίσθησις αεί κεκολλημένη Θεώ.
Ένατος όρος της αγάπης: Αύξησις φιλίας προς τους υβρίζοντας.
Δέκατος όρος της τελείας αλλοιώσεως: Εν τρυφή Θεού χαράν ηγείσθαι το στυγνόν του θανάτου.

Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)

Οι Άγιοι Ιωνάς και Βαραχήσιος ήταν ασκητές και μαρτύρησαν περίπου το 330 μ.Χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Σαβώριος και των Βυζαντινών ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Αναχώρησαν από τη Μονή που μόναζαν και πήγαν σε κάποια κωμόπολη, πού ονομαζόταν Μαρβιαβώχ (ή Μαρμιαβώχ). Εκεί επισκέφθηκαν εννιά κρατούμενους Μάρτυρες στην φυλακή, τον Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ηλία, Μάρη, Άβίβο, Σιμιάθη και Σάβα (ή Σώβα) και τους ενθάρρυναν στο μαρτύριο. Αμέσως τότε τους συνέλαβαν και αυτούς και τους οδήγησαν μπροστά σε τρεις άρχοντες των Περσών, τον Μασδράθ, τον Σιρώ και Μαρμισή. Αυτοί συμβούλευσαν τους Ιωνά και Βαραχήσιο ν' αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνήσουν τη φωτιά, το νερό και τον ήλιο.

Οι Άγιου δεν υπάκουσαν και αφού τους έδεσαν, άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα. Στην συνέχεια τους έσυραν με τραχιά ραβδιά και τους άφησαν έξω στην παγωνιά όλη τη νύχτα. Κατρόπιν, έκοψαν τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών του Αγίου Ιωνά και τον έδεσαν σφικτά σε δένδρο. Εκεί τον πριόνισαν στη μέση και τον έριξαν σε λάκκο. Τον Άγιο Βαραχήσιο, αφού τον έσυραν γυμνό στα αγκάθια, τον έριξαν σε λάκκο και έχυσαν βραστή πίσσα επάνω στον φάρυγγά του, και έτσι τελειώθηκε ο βίος του.

Το ίδιο σκληρά βασανίσθηκαν και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι θανατώθηκαν με πικρότατο θάνατο.

Τα ιερά λείψανα αυτών αγοράστηκαν από κάποιον ευσεβή Χριστιανό ονόματι Aυδηισώτην προς πεντακόσια μιλιαρίσια (περσικά νομίσματα), ο οποίος τα ενταφίασε με ευλάβεια.

Οι μεν ανωτέρω εννέα Mάρτυρες, τελειώθησαν την εικοστή εβδόμη Mαρτίου, οι δε Άγιοι Iωνάς και Bαραχήσιος τελειώθησαν την εικοστή ενάτη Mαρτίου.

Σημείωση: Τα λείψανα του Aγίου Mάρτυρα Λαζάρου, ενός εκ των εννέα Mαρτύρων αποθησαυρίσθηκαν στον Nαό των Aγίων Aποστόλων των Mεγάλων στην Κωνσταντινούπολη στις 20 Ιουνίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορόν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητών, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμῖν καὶ ἔλεος

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μαρτύρων την δυάδα ἐπαξίως τιμήσωμεν, θεῖον Ἰωνᾶν και σεπτόν Βαραχήσιον, ἀσκήσαντας μεν πρότερον καλῶς, ἀθλήσαντας δε ἔπειτα στερρῶς. Διά τοῦτο και ὀ Ἀθλοθέτης Χριστός ἔστεψεν αὐτῶν τας κάρας: Δόξα τῷ δυναμώσαντι αὐτοῦς, δόξα τῷ καταστέψαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ αὐτῶν πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία, την λαμπράν πανήγυριν τῶν ἀηττήτων Ἀθλητῶν, Βαραχησίου και Ἰωνᾶ. Διό και χαίρει τον Κτίστην δοξάζουσα.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μαρτύρων ἑνδεκάριθμος φάλαγξ, ἀνευφημείσθω μελῳδίαις ᾀσμάτων, σὺν Ἰωνᾷ ἡ θεῖος Βαραχήσιος, Ἄβιβος καὶ Λάζαρος, καὶ Ναρσῆς καὶ Ἠλίας, Μάρης Σιμεήθης τε, Μαρουθᾶς ὁ θεόφρων, καὶ Ζανιθᾶς καὶ Σάββας ὁ στερρός· ὑπὲρ ἡμῶν γάρ, Χριστὸν ἱκετεύουσι.

Κάθισμα
Ἦχος γ᾿. Την ὡραιότητα.
Τους ἐκνικήσαντας ἀσκήσει πρότερον, ἐχθρόν τον κάκιστον, εἶτα αἰσχύναντας τύραννον ἄθεον καλῶς, Μάρτυρας τους ἔνδοξους, θεῖον Βαραχήσιον, Ἰωνᾶν θεορρήμονα σήμερον ὑμνήσωμεν, ἐν ἐνθέοις τοῖς ἄσμασιν, προς οὕς και εἴπωμεν πιστοί πάντες, :Χαίροις ὦ δυάς μακαρία.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ' . Την Σοφίαν και Λόγον.
Ἀθλήσεως καύχημα, καὶ στεφάνων ἀξίωμα, οἱ ἔνδοξοι Ἀθλοφόροι περιβέβληνταί σε Κύριε· καρτερίᾳ γὰρ αἰκισμῶν, τοὺς ἀνόμους ἐτροπώσαντο, καὶ δυνάμει θεϊκῇ, ἐξ οὐρανοῦ τὴν νίκην ἐδέξατο. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸ μέγα σου ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Τους ὁμοζήλους Μάρτυρας, τους νικήσαντας τους Βασιλεῖς, οὖν οἰ πιστοί ἐπαινέσωμεν διηνεκῶς. Οὗτοι γαρ, τας τῶν τρυφῶν τοῦ βίου καταφρονήσαντες, εἰς τας οὐρανίους σκηνάς μετεστάθησαν, και ἡ κτίσις θεωροῦσα ἔχαιρε, τον Κύριον δοξάζουσα.

Μεγαλυνάριον
Στῖφος ἑνδεκάριθμον Ἀθλητῶν, ἐχθρῶν μυριάδας, ἐτροπώσαντο νοητῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, αἰνοῦντες χαρμοσύνως, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην, ὑπερδοξάσωμεν.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Μάρκος επίσκοπος Αρεθουσίων, Κύριλλος διάκονος, και των εν Ασκάλωνι και Γάζη παρθένων γυναικών και ιερωμένων ανδρών

Ο Άγιος Μάρκος ήταν επίσκοπος Αρεθουσίων (Η Αρέθουσα είναι οικισμός στα ανατολικά του Νομού Θεσσαλονίκης) και ήκμασε στα χρόνια του Μέγα Κωνσταντίνου, του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).

Το 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά μάλιστα αυτής, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η οποία μετέβη στα Τρέβηρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κώνσταντα. Το 343 μ.Χ. έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Φιλιππουπόλεως και το 351 μ.Χ. στην Σύνοδο του Σιρμίου, η οποία καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου, ως οπαδό του αιρετικού Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της Σελευκείας της Ισαυρίας, το 358 μ.Χ.

Μια μέρα, κινούμενος από θείο ζήλο, γκρέμισε ένα ναό των ειδώλων και τον έκανε εκκλησία. Όταν όμως ανέλαβε αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, συνέλαβε το Μάρκο (363 μ.Χ.), διότι γκρέμισε τον ειδωλολατρικό ναό. Τότε οι στρατιώτες, αφού τον γύμνωσαν και τον μαστίγωσαν αλύπητα, τον έριξαν μέσα σε χαντάκια με βρώμικο νερό. Μετά τον έβγαλαν από 'κει, και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά, να τον τρυπούν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη. Κατόπιν τον άλειψαν με μέλι και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και πολλή υπομονή. Οπότε, βλέποντας οι ειδωλολάτρες αυτή την ανδρεία και μεγαλοψυχία του γέροντα Μάρκου, έγινε στις ψυχές τους μέγα θαύμα. Αφού τον κατέβασαν από 'κει που τον είχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, έγινε διδάσκαλος τους και έμαθαν απ' αυτόν την αληθινή πίστη.

Ο Άγιος Μάρκος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Επί Ιουλιανού του Παραβάτη (363 μ.Χ.) έλαμψε και ο Διάκονος Κύριλλος, καύχημα της Εκκλησίας της Φοινίκης. Επειδή στάθηκε αμετακίνητος στη χριστιανική ομολογία και κήρυττε κατά των ειδώλων, κίνησε τη μανία των ειδωλολατρών, οι όποιοι με ξίφη άνοιξαν την κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του.

Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ήμερα αυτή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τὴ Φοινίκη δὲ ὢ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τὴ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν, οὖς ὡς ὀπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι' ἐγκρατείας τῶν παθῶν τᾶς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμᾷς καὶ τᾶς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τᾶς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργείν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα, Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ποιμὴν ἱερώτατος Ἀρεθουσίων ὀφθείς, ἐνθέως ἐποίμανας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, Μᾶρκε Ἱερομάρτυς, τοῦ Σωτῆρος θεράπων, ᾧπερ ἀκαταπαύστως, μὴ ἐλλίπῃς πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν ἐκτελούντων τὴν πάντιμον μνήμην σου.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ θείῳ φωτί, τὸν νοῦν σου λαμπρυνόμενος, φωστὴρ φαεινός, καὶ Ἱεράρχης Ὅσιος, ὦ Μᾶρκε ἐχρημάτισας, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἤθλησας, ὑπὲρ αὐτῆς ἀνδρείᾳ ψυχῆς, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὴν ζωὴν κατευθύνων θεοπρεπῶς, Ἱεράρχης ἐδείχθης θεοειδής, καὶ πόνοις ἀθλήσεως, ἀνενδότως ὡμίλησας, καὶ ἔδειξας τοῖς πᾶσι, τὴν χάριν τῆς πίστεως, ἐκλάμπουσιν ἐν ἄθλοις, και πάντας ἐκπλήττουσαν, ὅθεν διπλοῦν στέφος, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, ἐδέξω λαμπρότατα, ἐπαξίως τῶν πόνων, Πάτερ Μᾶρκε θεόσοφε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ἀνατεθεὶς ὀλικῶς τῷ Κυρίῳ, τῶν ἐν κόσμῳ τερπνῶν κατεφρόνησας, καὶ καθάρας σαὐτὸν θείαις πράξεσιν, ἐπιπνοίας τῆς θείας κειμήλιον, καὶ ὄργανον χωρητικόν, τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐγένου Μᾶρκε Ὅσιε, καὶ τὴν θείαν στολὴν κληρωσάμενος, ἀρχιερεὺς θεοφόρος ἐδείχθης, μεσιτεύων Πλάστῃ καὶ πλάσματι, ἐν τῷ προσφέρειν Αὐτῷ, τὰς μυστικὰς προσφοράς, πόνων δὲ μαρτυρικῶν ὑπελθὼν τὸν ἀγῶνα, τὴν τῶν εἰδώλων πλάνην κατήσχυνας, καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ ἤθλησας στεῤῥότατα, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἱεράρχα Μᾶρκε σοφέ, τῶν Ἀρεθουσίων ποιμενάρχης ὁ ἱερός, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ὁμότροπος ἐν ἄθλοις, καὶ πρέσβυς καὶ μεσίτης ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Γέροντας Παΐσιος: Πως φθάνουμε στην κατάκριση

- Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση;
- Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι τις αδελφές και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνεις τι κάνει η μια, τι κάνει η άλλη. Έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχει το ταγκαλάκι να εργάζεται και να σε ρίχνει στη κατάκριση.

- Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;
- Τώρα βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.

- Από που προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;
- Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας- δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.

- Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
- Εμ, τι έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.

- Μερικές φορές, Γέροντα, με στεναχωρεί η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.
- Που ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να τη πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πεις: «Α, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δουν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνεις ακόμα περισσότερο. Μπορεί λ.χ. να της πεις: «Αδελφή, μη βάζεις αυτό το πράγμα εκεί, εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνει το ταγκαλάκι να ξεχάσει τι της είπες και να το βάλει πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνει και καμιά άλλη αταξία και θα λες με το λογισμό σου: «Μα χθες της είπα να προσέξει και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Οπότε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθείς και να μη μιλήσεις. «Αδελφή, της λες, δεν σου είπα να μην το βάλεις εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε την δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνεις, αλλά και  να ψυχρανθείς μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν η αιτία για την απροσεξία της, θα νοιώθει τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέσει σε λύπη. Βλέπετε με τι πονηριά εργάζεται το ταγκαλάκι κι εμείς το ακούμε;

Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν. Να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και , αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.

Ο άρτος που έγινε πέτρα!

Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του άγιου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, άγιας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μία μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, που συνήθιζαν να κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το έξης περιστατικό: Η γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για να κοινωνήσει.
Δεν κοινώνησε όμως, αλλ` αφού πήρε στα χέρι της τον άρτο τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει χωρίς κανείς άλλος ν' αντιληφθεί κανείς αυτό που έκανε.
Όταν αργότερα γινόταν η θεία λειτουργία των ορθοδόξων, η γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για να κοινωνήσει.
Σαν ήρθε η σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι του ιερού Χρυσοστόμου, άλλα δεν τον έβαλε στο στόμα της μετάλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: '0 άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Η γυναίκα φοβήθηκε. με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ` όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη εκκλησία.
Ο άγιος 'Ιωαννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για να θυμίζει το θαύμα.

 ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής

Όσιος Διονύσιος ο Ελεήμων

Για τον Άγιο Διονύσιο τον Ελεήμονα, Μητροπολίτη Λαρίσης και κτίτορα της μονής του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά των Μετεώρων, δεν διασώζονται αγιολογικά κείμενα, ακολουθίες, συναξάρια ή βίος.

Ο Άγιος Διονύσιος εικονίζεται σε τοιχογραφία του 1627 μ.Χ. στο αριστερό κλίτος του ναού των Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, όπου κατά χρονολογική σειρά από αριστερά προς δεξιά τοιχογραφούνται επτά «Άγιοι Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης». Ο Άγιος Θωμάς ο Γοριανίτης, ο Άγιος Κυπριανός ο Θαυματουργός, ο Άγιος Αντώνιος ο Λογιώτατος και Νέος Θεολόγος, ο Άγιος Βησσαρίων, ο Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων, ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής και ο Άγιος Βησσαρίων του Σωτήρος.

Η επιγραφή της τοιχογραφίας (ο Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων Αρχιεπίσκοπος [λαρίσης]), μαρτυρεί ότι ο Άγιος καταξιώθηκε στη συνείδηση του πιστού ποιμνίου του και συγκαταριθμήθηκε στην τιμητική χορεία των τοπικών Αγίων της περιοχής. Ακόμη, η επωνυμία Ελεήμων που του αποδόθηκε, αποδεικνύει αναντίρρητα την πλούσια προσφορά του, τόσο στον Εκκλησιαστικό όσο και στον κοινωνικό τομέα, ως φιλεύσπλαχνου διακόνου σε όσους βρίσκονταν σε χαμηλή κοινωνική κατάσταση και ως παρηγορητή σε εκείνους που έπασχαν.

Με βάση την χρονολογική σειρά των παραπάνω επτά Αγίων Μητροπολιτών της Λάρισας, η αρχιερατεία του Αγίου Διονυσίου του Ελεήμονος, πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1489 - 1490 μ.Χ. και πριν το 1499 μ.Χ. και οπωσδήποτε θα ήταν μικρής διάρκειας. Περί το έτος 1499 μ.Χ. ο Άγιος Διονύσιος παραιτήθηκε από το αξίωμά του και την θέση του κατέλαβε ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής. Μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε και μόνασε στη μονή Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, της οποία υπήρξε και ο νεότερος κτίτορας.

Επίσης ο Άγιος Διονύσιος Λαρίσης μνημονεύεται πολλές φορές στο «Σύγγραμμα Ἱστορικόν» ή «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», το οποίο πρέπει να γράφτηκε λίγο μετά το έτος 1529 μ.Χ. Σύμφωνα λοιπόν, με το κείμενο αυτό, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εκείνος που πρώτος έδωσε τον τίτλο του ηγουμένου στον «πατέρα» της μονής Μεταμορφώσεως του Μετεώρου, ιερομόναχο Ιωάσαφ, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση προς τον ομώνυμο κτίτορα της μονής βασιλέα Ιωάννη Ούρεση Παλαιολόγο - Ιωάσαφ μοναχό, και κατόπιν τον χειροτόνησε Επίσκοπο Φαναρίου.

Ο Όσιος Διονύσιος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, την Μεγάλη Πέμπτη του έτους 1510 μ.Χ.



Άγιος Boyan ο επονομαζόμενος Enravota πρίγκιπας των Βουλγάρων

Ο Άγιος Boyan (Μποϋάν) ο επονομαζόμενος Enravota (Ενραβωτά) ήταν υιός του βασιλέως της Βουλγαρίας Ομουρτάγ (816 - 831 μ.Χ.), την εποχή κατά την οποία οι Βούλγαροι ήταν ακόμη στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Ενώ ήταν πρωτότοκος, μετά τον θάνατο του πατέρα του, δεν έγινε βασιλέας, αλλά η εξουσία πέρασε στον μικρότερο αδελφό του Μαλαμίρ.

Από την αρχή του 9ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή από τότε που άρχισε η βασιλεία του φιλοπόλεμου Κρούμμου (803 - 814 μ.Χ.), οι Χριστιανοί διώκονταν, ιδιαίτερα στις περιοχές που είχαν αποσπασθεί από τους Βυζαντινούς.

Όταν ο αδελφός του Αγίου ανέκτησε την εξουσία, θέλησε να βεβαιωθεί ότι ο Boyan δεν είχε ασπασθεί την χριστιανική πίστη. Γι' αυτό του πρότεινε να συμμετάσχει σε ένα ειδωλολατρικό θυσιαστικό συμπόσιο. Στην άρνηση του Αγίου να θυσιάσει στα είδωλα, ο βασιλέας διέταξε τον διά αποκεφαλισμού θάνατό του. Ήταν περί το έτος 833 μ.Χ.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεοφύλακτου, Αρχιεπισκόπου Αχρίδος (1090 - 1126 μ.Χ.), ο πρίγκιπας Boyan κατά την στιγμή του μαρτυρίου του προφήτευσε τα ακόλουθα: «Αυτή η πίστη, για την οποία σήμερα πεθαίνω, θα διαδοθεί στην χώρα των Βουλγάρων. Εσείς μάταια προσπαθείτε να την καταστρέψετε με τον θάνατό μου. Το σημείο του Σταυρού θα υπάρχει παντού. Θα ανεγερθούν ναοί καθαροί και αγνοί προς τιμήν του αληθινού Θεού και ιερείς καθαροί και αγνοί θα Τον διακονήσουν. Τα είδωλα και οι βωμοί σας θα καταστραφούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ».

Τρία χρόνια αργότερα ο βασιλέας Μαλαμίρ πέθανε. Ο απόγονος του Αγίου Boyan βαπτίσθηκε Χριστιανός, το έτος 865 μ.Χ., και ανακήρυξε την ορθόδοξη πίστη ως πίστη του κράτους.

Όσιος Ησύχιος ο Ιεροσολυμίτης

Ο Όσιος Ησύχιος έζησε και ασκήτεψε στην Παλαιστίνη κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. και διακρίθηκε στην συγγραφή πνευματικών κειμένων. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα των Ιεροσολύμων. Αφού μελέτησε σε βάθος την Αγία Γραφή, πλούτισε σε γνώσεις για τον Θεό. Ακολούθως, αφού αναχώρησε και έγινε μοναχός, ζούσε στην έρημο επισκεπτόμενος τους Οσίους Πατέρες που ευρίσκονταν εκεί και συλλέγοντας από τον καθένα τα άνθη της αρετής ως φιλόπονη μέλισσα. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής, τόση αρετή, αφού εξαναγκάστηκε από τον τότε Αρχιερέα των Ιεροσολύμων, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Και προσμένοντας επάνω στον Τάφο του Κυρίου και στους άλλους τόπους, στους οποίους ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός υπέμεινε τα Άγια Πάθη για χάρη μας, άντλησε πηγές γνώσεως και σοφίας. Γι' αυτό ερμήνευσε και διασαφήνισε κάθε Γραφή και προέβη σε ωφέλεια πολλών.

Στα στοιχεία αυτά του Συναξαρίου, ο Θεοφάνης στη Χρονογραφία του προσθέτει την πληροφορία ότι η χειροτονία του Οσίου Ησυχίου σε πρεσβύτερο, τελέσθηκε αμέσως μόλις αναδείχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας ο Άγιος Κύριλλος (412 μ.Χ.). Ο δε Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα από την τοπική παράδοση, πλην των χαρακτηρισμών για τον Όσιο, «πρεσβύτερος και της Εκκλησίας διδάσκαλος», «πεφωτισμένος», «θεολόγος», «φωστήρ», παρέχει και την είδηση, ότι κατά τον εγκαινιασμό του ναού της μονής του Ευθυμίου από τον Πατριάρχη Ιουβενάλιο (422 - 458 μ.Χ.), το 428 ή 429 μ.Χ., στην συνοδεία αυτού παρίστατο και ο Όσιος Ησύχιος προς μεγάλη χαρά του Αγίου Ευθυμίου.

Ο Όσιος αναμείχθηκε ενεργά στους δογματικούς αγώνες της εποχής κοντά στο πλευρό του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του οποίου την αντινεστοριακή πολιτική ακολούθησε, όπως συνάγεται και από το τμήμα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του, το οποίο παρατίθεται στα Πρακτικά της Ε' Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.).

Ο Όσιος, αφού έγινε σε όλους γνωστός και αξιοθαύμαστος και υπηρετούσε τον Θεό με κάθε τρόπο, κοιμήθηκε με ειρήνη και ανέβηκε με χαρά προς τον Κύριο. Ο τάφος του εδεικνύετο ακόμη περί το έτος 570 μ.Χ. στην ανατολική πύλη των Ιεροσολύμων, όπου υπήρχε παρεκκλήσι προς τιμήν του, γίνονταν λατρευτικές συνάξεις και διανέμονταν στους πτωχούς δώρα.

Ως έργα του Οσίου Ησυχίου θεωρούνται τα: «Ὑπόμνημα εἰς τὸ Λευιτικόν», «Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰώβ», «Ἑρμηνεία Ψαλμῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἠσαΐαν», «Στιχηρὸν τῶν Ἰβ' Προφητῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τᾶς ὠδᾶς», «Συναγωγὴ ἀποριῶν καὶ ἐπιλύσεων», «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», «Ὁμιλίαι».


Άγιος Ηρωδίων ο Απόστολος

O Άγιος Ηρωδίων, ανήκε στο κύκλο των εβδομήκοντα Αποστόλων του Κυρίου. Μετά την ανάληψη του Χριστού, ο Άγιος αφοσιώθηκε στη διάδοση του Ευαγγελίου και υπήρξε συνεργάτης των 12 Αποστόλων και ιδιαίτερα του Απόστολου Πέτρου. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του απόστολου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, στην εκκλησία της Πάτρας επίσκοπος έγινε ο Ηρωδίων. Από τη νέα του θέση έδειξε όλες τις αρετές πού τον κοσμούσαν. Για τη χριστιανική του όμως δράση, συνελήφθη από τούς Ιουδαίους και τούς ειδωλολάτρες. Αφού τον έδειραν άγρια και τον λιθοβόλησαν, στο τέλος τον έσφαξαν με τον πιο ωμό τρόπο. Έτσι με μαρτυρικό τρόπο επισφράγισε την πίστη του στο Σωτήρα και Λυτρωτή του Κύριο.

Η μνήμη του Αγίου Ηρωδίωνα επαναλαμβάνεται στις 10 Nοεμβρίου.


Ἀπολυτίκιον
Τῆς Ὑπάτης φωστῆρα καί ποιμένα θεόληπτον, τοῦ Παρακλήτου σέ χάρις, Ἠρῳδίων ἀνέδειξεν ἐν ταύτῃ γάρ Ἀπόστολε τό φῶς ἐκήρυξας τό θεῖον τοῦ Χριστοῦ, καί ὡδήγησας πρός πίστιν τήν ἀληθήν τούς εὐσεβῶς βοῶντάς σοι δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν τά κρείττονα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ιλαρίων ο Νέος

Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι' αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰλαρότητι τρόπων καλλωπιζόμενος, ὡς καθαρώτατον σκεῦος τῆς ἐπιπνοίας Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου βιοτῆς ἐδείχθης ἔσοπτρον ὅθεν ἀστράπτεις νοητῶς, ἀρετῶν μαρμαρυγᾶς, Πατὴρ ἠμῶν Ἰλαρίων, πρὸς ἀπλανῆ ὁδηγίαν, καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἱλαρίων τό πνεῦμά σου.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Αγιότητα - Αρετή - Αγώνας (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι του λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους Αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράμματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας μας κυριεύει πολλές φορές. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιόν του Θεού!
Γι’ αυτό πολλές φορές, να σας πω, πατέρες, εφοβήθηκα την κρίση του Θεού. Είναι σύμφωνος ο Θεός με μένανε η μήπως αλλάζει ο Θεός; «Εμνήσθην των κριμάτων Σου και εφοβήθην, εμνήσθην των κριμάτων Σου και παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118, 12,52). Έτσι είναι.
Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφόσον κι ο αρχηγός μας ανέβηκε στον Σταυρό, κι εμείς θ’ ανεβούμε, να πούμε. Αλλά απ’ τη μια πλευρά είναι γλυκύς και ελαφρός, απ’ την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή μας. Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι, φελλός. Αν τον πάρεις, δηλαδή, απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος.
Γι’ αυτό, και μένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν απ’ το Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις, μα γιατί ετούτο, εκείνο, δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα? δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελε να φύγω την Τετάρτη ε, ο Θεός έτσι τα ‘φέρε. Αν τα πάρεις απ’ την άλλη πλευρά με την κρίση την δική σου, θα σφάλλεις και μισθόν δεν έχεις. Μισθόν δεν έχεις!
Μέσα σου βράζει η χαρά, να μη φαίνεται, μέσα σου να βράζει η λύπη, η κόλαση, αλλά να μην το εξωτερικεύεις. Αυτός είναι ο καλόγηρος.
Ειδάλλως, εσύ εκεί κι εγώ εδώ, και να προσευχώμεθα, να μην ακούει ο ένας τον άλλονε.
Μπορείς να κατανύσσεσαι εσύ κι εγώ εδώ, κι ο ένας να μην παίρνει μυρωδιά τον άλλονε.
Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις, είτε υπερηφάνεια θα σε πιάσει, η… θα το χάσεις.
Γι’ αυτό λέω ότι, όπου κι αν ευρεθεί ο άνθρωπος, να μην απελπίζεται. Να μην τα χάνει, να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο, ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου ‘δωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους, λέει: «Εωράκαμεν υιούς γιγάντων και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες» (Αριθμ. 13, 34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιός το λέει αυτό; Ποιός το λέει; «Δειλός αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει: λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26, 13). Δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτε. Ενώ ο τολμηρός πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;

Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.

Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης: " Ο Θεός προνοεί και ενδιαφέρεται ως Πατέρας, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας"

“Ο Θεός είναι αγάπη, δεν είναι απλός θεατής της ζωής μας. Προνοεί και ενδιαφέρεται ως Πατέρας μας που είναι, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας. Δεν μας πιέζει. Εμείς να έχουμε την ελπίδα μας στην πρόνοια του Θεού και, εφόσον πιστεύουμε ότι ο Θεός μας παρακολουθεί, να έχουμε θάρρος, να ριχνόμαστε στην αγάπη Του και τότε θα Τον βλέπουμε διαρκώς κοντά μας.
Δεν θα φοβόμαστε μήπως παραπατήσουμε.
Το σώμα του ανθρώπου, τόσο τέλειο! Μεγάλο εργοστάσιο, πίνει νερό, πηγαίνει στο στομάχι, στα νεφρά, καθαρίζει το αίμα.
Η λειτουργία της καρδιάς, ολόκληρη αντλία, οι πνεύμονες, το συκώτι, η χολή, το πάγκρεας, ο εγκέφαλος, το νευρικό σύστημα, οι αισθήσεις, η όραση, η ακοή.
Τι να πούμε για τις πνευματικές δυνάμεις και πως συλλειτουργούν ολ αὐτὰ συγχρόνως αρμονικά κάτω από την προστασία και την πρόνοια του Θεού!
Όλα είναι στην πρόνοια του Θεού. Βλέπετε τα πεύκα;
Πόσες βελόνες έχει το κάθε πεύκο; Μπορείτε να τις μετρήσετε;
Ο Θεός, όμως, τις γνωρίζει και χωρίς τη δική Του θέληση ούτε μια δεν πέφτει κάτω. Όπως και τις τρίχες της κεφαλής μας και αυτές όλες είναι ηριθμημένες. Εκείνος φροντίζει και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας, μας αγαπάει, μας προστατεύει.
Εμείς ζούμε σαν να μην αισθανόμαστε το μεγαλείο της Θείας πρόνοιας. Ο Θεός είναι πολύ μυστικός. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις ενέργειές Του.
Μη νομίζετε ότι ο Θεός το έκανε έτσι και μετά το διόρθωσε. Ο Θεός είναι αλάθητος. Δεν διορθώνει τίποτε. Ποιος είναι, όμως, ο Θεός στο βάθος, στην ουσία, εμείς δεν το γνωρίζουμε. Τις βουλές του Θεού δεν μπορούμε να τις εξιχνιάσουμε.
“Ου γαρ εισίν αι βουλαί μου, ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδ ὥσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος, αλλ ὡς απέχει ο ουρανός  από της γης, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου”.
Όταν ο Θεός μας δωρίσει το χάρισμα της ταπεινώσεως, τότε όλα τα βλέπουμε, όλα τα αισθανόμαστε, τότε Τον ζούμε τον Θεό πολύ φανερά. Όταν δεν έχουμε την ταπείνωση, δεν βλέπουμε τίποτε. Το αντίθετο, όταν αξιωθούμε της αγίας ταπεινώσεως, τα βλέπουμε όλα, τα χαιρόμαστε όλα. Ζούμε τον Θεό, ζούμε τον Παράδεισο μέσα μας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Θα σας διηγηθώ κάτι -δεν ξέρω αν το έχετε διαβάσει στο Γεροντικό- που δείχνει την Πρόνοια του Θεού και τη δύναμη της προσευχής του γέροντα.
Ένας Γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του, τον Παϊσιο, να πάει σε μια δουλειά κάπου μακριά απ τὴν ασκητική του καλύβα. Εκείνος βάδιζε, βάδιζε ώρες. Ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε. Είδε ένα μεγάλο βράχο που είχε σκια και πήγε και ξαπλώθηκε κάτω απ τὴ σκια του βράχου να ξεκουραστεί και εκεί αποκοιμήθηκε. Εκεί που κοιμόταν -η κοιμόταν η ήταν έτσι σε μια κατάσταση χαλαρώσεως- βλέπει τον Γέροντά του να του λέει:
- Παϊσιε, Παϊσιε, σήκω πάνω και φεύγα απ αὐτοῦ!
Κι όπως τον άκουσε τον Γέροντά του να του φωνάζει δυνατά, σηκώθηκε πάνω κι έκανε πέρα. Μόλις πήγε λίγο πέρα, πέντε-έξι βήματα, “γουώωπ!”, είδε το βράχο που έπεφτε. Θα τον πλάκωνε σαν το πουλί στην παγίδα. Δεν θα του άφηνε ούτε κοκκαλάκι, δηλαδή. Ήταν πολύ μακριά ο Γέροντας απ τὸν Παϊσιο κι όμως τον είδε.
Αυτή είναι η πρόνοια του Θεού. Τα λόγια του Κυρίου επαληθεύονται:
“Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει, εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις άρουσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει, επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν”.
Μπορούμε να σκεπτόμαστε και να λέμε:
- Θεέ μου, είσαι πανταχού παρών και τα βλέπεις όλα, όπου κι αν είμαι. Παρακολουθείς με στοργή το κάθε μου βήμα.
Να επαναλαμβάνουμε με τον Δαβίδ:
“Που πορευθώ από του πνεύματός Σου και από του προσώπου Σου που φύγω; Εάν ανεβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί ει, εάν καταβώ εις τον Άδην, πάρει, εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγάς μου κατ ὄρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατά της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ Σου οδηγήσει με κα καθέξει με η δεξιά Σου”.

Αυτό βέβαια δεν αρκεί που το γνωρίζουμε, αλλά είναι μεγάλη ενίσχυση και παρηγοριά, όταν το πιστεύουμε, όταν το ζούμε, όταν το ενστερνιζόμαστε”.

Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ της Ρωσίας

Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε περί τα τέλη του 14οι αιώνος μ.Χ. στη Ρωσία. Στις 13 Απριλίου 1427 μ.Χ. χειροτονήθηκε Επίσκοπος της πόλεως Ροστώβ από τον Άγιο Φώτιο, Μητροπολίτη Κιέβου (τιμάται 2 Ιουλίου). Σύμφωνα με τα τοπικά Χρονικά, αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο, άρχισε την ανοικοδόμηση της μονής Βαρινίσκιζ της Τριάδος του Αγίου Σεργίου, στο Πσκωφ, στο μέρος όπου βρισκόταν η οικία του ευγενούς Κυρίλλου, πατέρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ.

Ο Άγιος αναδείχθηκε φίλος της μοναχικής πολιτείας και υπερασπιστής του κοινοβιακού συστήματος δίνοντας την ευλογία του για την ίδρυση μονών.

Σπουδαίο ρόλο ανέπτυξε και στα πολιτικά - στρατιωτικά πράγματα της εποχής του και ιδιαίτερα στις συγκρούσεις, που ανεφύησαν μεταξύ των ετών 1430 - 1440 μ.Χ., για την υπεροχή των Ρώσων. Αν και η περιοχή του Γκαλίτς ανήκε στην κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεώς του, ο Άγιος Εφραίμ υπήρξε σθεναρός αντίπαλος των ηγεμόνων του Γκάλιτς και υποστηρικτής των ηγεμόνων της Μόσχας. Το έτος 1453 μ.Χ. ο πρίγκιπας του Γκάλιτς, Βασίλειος Κοζόυ, απήγαγε τον Άγιο και τον ανάγκασε, μαζί με άλλους Επισκόπους, να υπογράψει επιστολές και εγκυκλίους κατά του αντιπάλου του, πρίγκιπα Δημητρίου Σεμζάκα.

Ο Άγιος Εφραίμ υπήρξε, επίσης, φλογερός πολέμιος της ενώσεως Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία αποφασίσθηκε το έτος 1439 μ.Χ. στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και υπεγράφη από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ισίδωρο, που έλαβε μέρος στην Σύνοδο. Για τον λόγο αυτό συμμετείχε σε έκτακτη Σύνοδο των Ρώσων Επισκόπων το 1440 - 1441 μ.Χ., η οποία καταδίκασε τελικά την στάση του λατινόφρονος Ισιδώρου.

Το έτος 1448 μ.Χ. προήδρευσε της Συνόδου της Μόσχας, κατά την διάρκεια της οποίας εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας και πασών των Ρώσων ο Άγιος Ιωνάς (τιμάται 31 Μαρτίου).

Ο Άγιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1454 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Ροστώβ. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του, επίσης, στις 23 Μαΐου, εορτή της Συνάξεως των Αγίων του Ροστώβ και Γιαροσλάβ.

Άγιοι Φιλητός ο Συγκλητικός, Λυδία σύζυγος αυτού, Θεοπρέπιος και Μακεδόνας τα τέκνα αυτών, Αμφιλόχιος ο Δούκας και Κρονίδης ο κομενταρήσιος οι Μάρτυρες

Σε καιρό διωγμού (125 μ.Χ.), και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός (117 - 138 μ.Χ.), ο Φιλητός με τη σύζυγο του Λυδία και τα δυο τους παιδιά, συνελήφθησαν και τους ζητήθηκε ν' αρνηθούν το Χριστό. Αλλά γονείς και παιδιά, έμειναν πιστοί στην ομολογία Του. Μάλιστα, επειδή δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην σοφία του Αγίου Φιλητού, τους παρέδωσαν στον Δούκα Αμφιλόχιο, που ήταν δούκας στην Σλαβονία, ο οποίος, αφού κρέμασε τον Άγιο Φιλητό και την Αγία Λυδία επάνω σε ξύλο, τους έγδαρε. Τότε πίστεψε στον Χριστό ο Κρονίδης ο κομενταρήσιος, ο οποίος μαζί με τους λοιπούς Αγίους φυλακίστηκε.

Τη νύχτα, ενώ οι Άγιοι έψαλλαν και προσεύχονταν, ήλθαν Άγγελοι που τους έδωσαν θάρρος για τους μαρτυρικούς αγώνες. Την επόμενη ημέρα παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι στον Αμφιλόχιο, ο οποίος έδωσε εντολή να τους ρίξουν μέσα σε χάλκινο λέβητα πυρωμένο και γεμάτο με λάδι και ρητίνη. Μόλις, όμως, οι Άγιοι έκαναν το σημείο του Σταυρού, ο λέβητας ψυχράνθηκε. Όταν το είδε αυτό ο Αμφιλόχιος πίστεψε στον Χριστό και έριξε τον εαυτό του στον λέβητα λέγοντας: «Κύριε, βοήθησε με». Τότε ήλθε φωνή από τον ουρανό που είπε: «Άκουσα την δέησή σου, ανέβα προς Εμένα με χαρά».

Όταν ο βασιλέας έμαθε ότι οι Άγιοι είχαν διαφυλαχθεί σώοι και υγιείς τους άφησε ελεύθερους και έτσι τελείωσαν τον βίο τους προσευχόμενοι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη

Η Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα ή Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί.

Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. σε μία εορτή των Ιουδαίων, κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν. Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.

Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού. Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι στην φυλακή.

Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα και να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσει και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα της.

Η Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα και στην συνέχεια να το ρίξει έξω από τα τείχη της πόλεως. Το ιερό λείψανό της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό. Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα της Μάρτυρος και το μετέφερε μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε ναό, το απέθεσε εντός αυτού.

Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Γνώμην ἀήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τὴ ἀπηνεία ὅθεν ἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὒν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἠμᾶς ρυσθήναι βλάβης.