Τρίτη 30 Απριλίου 2024

"Κύριε, Ἡ Ἐν Πολλαῖς Ἁμαρτίαις..." (Τροπάριο της Κασσιανής)

"Πόρνη Προσῆλθέ Σοι..."

Η Θ' Ὠδή τοῦ Κανόνος της Μεγάλης Τετάρτης μετὰ τῆς Καταβασίας.

"Σὲ Τὸν Τῆς Παρθένου Υἱόν", "Τὸ Πολυτίμητον Μύρον", "Ὅτε Ἡ Ἁμαρτωλός", "...

«Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη;»

 Lev Gillet


Μεγάλη Τετάρτη


Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φυσιογνωμίες, δύο ψυχικές καταστάσεις, δύο πράξεις: μία γυναίκα έρχεται να αλείψει την κεφαλή του Ιησού με πανάκριβα μύρα κι ένας μαθητής, ο Ιούδας, προδίδει τον Διδάσκαλο. Αυτές οι δύο πράξεις δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, γιατί ο ίδιος μαθητής διαμαρτύρεται γι’ αυτή την ολοφάνερη σπατάλη.


Το γεγονός μάς το διηγείται το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (26: 6-16): «Τοῦ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ, ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου…». Οι μαθητές αγανάκτησαν. Γιατί τόση σπατάλη; Αυτό μπορούσε να πωληθεί και να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Ο Ιησούς απαντά επαινώντας την πράξη της γυναίκας: «Τοὺς πτωχοὺς πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε». Κι αν άλειψε το μύρο στο σώμα μου, το έκανε ως προτύπωση του ενταφιασμού μου. Τότε ο Ιούδας έφυγε για να συναντήσει τους ιερείς. «Τί μοι θέλετέ δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;» Συμφώνησαν στα τριάντα αργύρια.


Ο Ιησούς επιδοκίμασε την πράξη της γυναίκας, καταρχάς μεν, επειδή προτύπωνε τον θάνατο και τον ενταφιασμό Του, και, εν συνεχεία, επειδή ήταν έκφραση μεγάλης αγάπης που νόμιμα απευθυνόταν προς Αυτόν που θα ήταν κοντά τους για λίγο μόνο ακόμη. Εμείς όμως μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι για τη δική μας ζωή από τα λόγια του Ιησού; Φαίνεται πως ναι. Αφενός, ο Ιησούς επαινεί τη σπατάλη της γυναίκας λόγω κάποιων πολύ συγκεκριμένων συγκυριών: σωματικά και ορατά θα είναι για πολύ λίγο ακόμη κοντά τους, και η ταφή Του πλησιάζει. Τώρα όμως που οι συγκυρίες αυτές δεν υφίστανται πια, το δικό μας καθήκον είναι διαφορετικό. Χωρίς να έχουμε αντίρρηση στο να τίθενται η ομορφιά και τα πλούτη στην υπηρεσία του Θεού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την κεφαλή την τιμούμε στο πρόσωπο των μελών του σώματός της που υποφέρουν. Θα ήταν προσβολή προς τον Θεό να κτίζουμε πολυτελείς εκκλησίες, αφήνοντας τους φτωχούς να πεθαίνουν από την πείνα.


Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη


Αφετέρου, το περιστατικό στη Βηθανία έχει σημασία ευρύτερη από την προσφορά ενός δοχείου με πολύτιμο μύρο. Μπορούμε να προσφέρουμε πλουσιοπάροχα στον Ιησού, αφιερώνοντάς Του όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά αγαθά άυλα: μια ζωή προσευχής και άσκησης, κάποια θυσία ακριβή μα φαινομενικά άχρηστη. Ο κόσμος θα διαμαρτυρηθεί, όπως και οι μαθητές στη Βηθανία: προς τι τόση σπατάλη, τόση απώλεια; Μια κανονική ζωή αφιερωμένη στους ανθρώπους δεν θα ήταν πιο χρήσιμη; Και, όμως, αυτές οι «άχρηστες αξίες» παραμένουν η ραχοκοκαλιά κάθε αληθινά ζωντανής πίστης. Εάν τελικά έχουμε χρέος να στραφούμε προς τη χειροπιαστή ή κραυγαλέα απόγνωση των συνανθρώπων μας, έχουμε κάθε δικαίωμα, όσον αφορά τον εαυτό μας, να χύσουμε το αόρατο μύρο στην κεφαλή του Ιησού, να «χάσουμε» δηλαδή (και στην πραγματικότητα να κερδίσουμε) το καλύτερο κομμάτι της ζωής μας. Η καρδιά μας είναι το πρώτο μυροδοχείο που πρέπει να σπάσει μπροστά Του και για χάρη Του.


Η περίπτωση του Ιούδα είναι τόσο τρομερή και τόσο σκοτεινή που δεν τολμούμε να διεισδύσουμε σ’ αυτή και να την εξηγήσουμε. Ας κρατήσουμε όμως μια φράση από την ακολουθία του Νυμφίου της Μεγάλης Τρίτης: «…καπηλεύων ὁ δεινὸς Ἰούδας τὴν φιλόθεον χάριν…». Είναι δυνατόν να καπηλευτούμε τη χάρη, αφού πρώτα έχουμε γεμίσει από αυτή. Και πόσοι δεν είναι οι χριστιανοί που στη διάρκεια της ζωής τους έχουν πει στο κυρίαρχο πάθος τους -τη σάρκα, το χρήμα, το εγώ-: «είμαι έτοιμος να πουλήσω τον Ιησού. Πες μου τι θα μου προσφέρεις κι εγώ θα σου τον παραδώσω».




Lev Gillet (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας), Πασχαλινή κατάνυξη, 1η έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009

Η μετάνοια της αμαρτωλής

 Μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος Καρούσος


«Ἡ βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ εὗρε Σε λιμένα τῆς σωτηρίας».


Η παραβολή του Ασώτου και η σκηνή που μας υπενθυμίζει σήμερα η Εκκλησία έχουν το ίδιο δίδαγμα. Με τη διαφορά, ότι στην παραβολή εκτίθεται η θεωρία της μετανοίας, ενώ εδώ έχουμε έμπρακτη την εκδήλωση της ευσπλαγχνίας του ελεήμονος Θεού.


Από την συγκινητική σκηνή, που θα σας παρουσιάσω στη συνέχεια, ενεπνεύσθη και συνέθεσε τον υπέροχο ύμνο της η αρχόντισσα του Βυζαντίου Κασσιανή. Δεν ήταν αμαρτωλή η Κασσιανή, όπως ανιστόρητα λένε μερικοί. Στον ύμνο της περιγράφει με άφθαστη πνοή και δύναμη μια σκηνή, που συνέβη, όταν ο Κύριος βρισκόταν στη γη. Και η οποία σκηνή αποτελεί το επίκεντρο της σημερινής λατρευτικής συνάξεως της Εκκλησίας μας.


***


Ποία ήταν η σκηνή και πού εξετυλίχθη;


Κάποιος, ονόματι Σίμων, προσεκάλεσε τον Κύριο σε γεύμα. Όχι για να Τον τιμήσει. Όχι από ευλάβεια και σεβασμό προς το Διδάσκαλο. Ούτε γιατί πίστευε στη θεία αποστολή Του. Αλλά μάλλον από λόγους επιδείξεως. Ήθελε να ιδεί ο κόσμος, ότι φιλοξενεί Αυτόν, που είχε όνομα μεγάλου θεραπευτού και διδασκάλου. Και γι’ αυτό η φιλοξενία του ήταν ψυχρή. Δεν πλένει τα πόδια του Κυρίου, όπως συνήθιζαν να κάνουν σε κάθε επιφανή φιλοξενούμενο. Δεν Του κάνει φιλοφρονήσεις. Δεν εκδηλώνει τον ενθουσιασμό του για τον Μέγα επισκέπτη του.


Ο Κύριος εδέχθη και πήγε στο σπίτι του Σίμωνος. Πολλοί άλλοι καλεσμένοι ευρίσκοντο εκεί. Το σπίτι ήταν γεμάτο από κόσμο, από φίλους του Σίμωνος, ίσως δε και από μερικούς φιλοπερίεργους.


Έξω στην πόρτα πλησιάζει μια αμαρτωλή. Την γνωρίζουν όλοι. Οι πάντες της ρίχνουν ματιές περιφρονήσεως. Είναι η παραστρατημένη της γειτονιάς.


Η γυναίκα διστάζει να μπει μέσα. Στην καρδιά της γίνεται μια πάλη. Τα πόδια της τρικλίζουν. Μα να, νικά τους δισταγμούς της. Αποφασίζει και εισέρχεται.


Όλων τα μάτια πέφτουν τώρα επάνω της. Άλλοι γελούν ειρωνικά. Άλλοι φυλάγονται μη και ακουμπήσει επάνω τους και μολυνθούν. Και άλλοι κάτι σιγοψιθυρίζουν στους διπλανούς τους. Η δύστυχη τρέμει. Έχει τα μάτια κατεβασμένα κάτω. Η καρδιά της κτυπά δυνατά. Το πρόσωπό της είναι χλωμιασμένο. Μα προχωρεί. Προχωρεί προς το μέρος του Διδασκάλου.


Εκείνος της ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο από οίκτο, από ευσπλαγχνία και συμπόνοια. Για τους αμαρτωλούς δεν ήλθε στη γη;


Η μετάνοια της αμαρτωλής


Η αμαρτωλή δεν μπορεί πια να συγκρατηθεί. Αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά. Αψηφά τις ειρωνείες των καλεσμένων και γονατίζει μπροστά στον Κύριο. Του αγκαλιάζει τα πόδια και τα πλένει με τα δάκρυα της μετανοίας της. Και με τα μαλλιά της κεφαλής της, τα οποία χρησιμοποιούσε άλλοτε για να προσελκύει τα θύματά της, σκουπίζει τα πόδια του Κυρίου. Και μετά βγάζει από τον κόρφο της ένα δοχείο γεμάτο με πολύτιμο μύρο, που είχε κρυμμένο, και το ρίχνει στα άγια πόδια του Κυρίου.


Η σκηνή είναι αφάνταστα συγκινητική. Ο Κύριος δέχεται τη μετάνοια της αμαρτωλής. Την συγχωρεί και της θεραπεύει τα τραύματα της ψυχής της. «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι» είναι ο παρήγορος λόγος Του.


Οι άλλοι κοιτάζουν με αγανάκτηση. Πώς αυτός -σκέπτονται- που κάνει τον Προφήτη, καταδέχεται την αμαρτωλή;


Όμως ο καρδιογνώστης Κύριος του δίδει το πρέπον μάθημα. Σίμων, λέγει, ήλθα στο σπίτι σου. Φίλημα δεν μου έδωσες, ενώ η γυναίκα αυτή ασπάσθηκε συντριμμένη τα πόδια μου. Δεν άλειψες την κεφαλήν μου με έλαιον, ενώ αυτή μου έριξε μύρο. Δεν έπλυνες τα πόδια μου, ενώ αυτή τα έπλυνε με τα δάκρυά της. Γι’ αυτό «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ».


***


Μέγα δίδαγμα μετανοίας.


Κι εμείς είμαστε ένοχοι, αδελφοί μου. Άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, έχουμε λερώσει την ψυχήν μας. Ο χιτώνας μας δεν είναι λευκός. Η πλανεύτρα αμαρτία μας έχει παρασύρει.


Αμφιβάλλετε; Ρίξτε μια ειλικρινή ματιά στον εσωτερικό σας κόσμο. Κάνετε μια αυτοκριτική των πράξεών σας. Ω! «ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» μας φωνάζει ο Απόστολος Ιάκωβος.


Και ημπορεί μεν να μας εφύλαξε ο Θεός από θανάσιμες πτώσεις. Όμως και αυτά, που θεωρούμε δήθεν μικρά και ασήμαντα σφάλματα, δημιουργούν ενοχήν ενώπιον του Θεού. Ενοχήν, που εάν δεν την ξεπλύνουμε με ειλικρινή μετάνοια μπορεί να μας χωρίσει αιώνια από την αγκάλη του Επουρανίου μας Πατρός. Γι’ αυτό, εφ’ όσον είτε λίγο είτε πολύ έχουμε μιμηθεί την αμαρτωλή σε παραστρατήματα και αμαρτίες, να την μιμηθούμε και στην μετάνοιά της. Ο Σωτήρας μας μάς περιμένει. Μην αναβάλλουμε ούτε στιγμή. Εφ’ όσον έχουμε βυθισθεί στην αμαρτία, ας βρούμε κοντά στον Χριστό το λιμάνι της σωτηρίας. Για να αισθανθούμε κι εμείς την ανακούφιση, που ένοιωσε η αμαρτωλή, όταν άκουσε από το στόμα του Κυρίου: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι».




Μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος Καρούσος, Η Εβδομάδα των Παθών, Δ΄ έκδ., Αθήνα 1983

Οίστρος-Έρως-Φίλτρο

 Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης


Αμαρτία-Αγάπη-Άφεσις


Δεν την λέγανε Μαρία Μαγδαληνή την αμαρτωλή γυναίκα. Καμμία σχέσι δεν έχει η Μαρία η Μαγδαληνή με το επεισόδιο της μετανοίας, που εξυμνείται τη Μεγ. Τετάρτη. Ανώνυμη παραμένει η αμαρτωλή. Να την κάνουμε επώνυμη; Ας δώση καθένας μας το όνομά του. Εγώ και σεις είμαστε σαν κι εκείνη, κι χειρότεροι. Έτσι τουλάχιστον παραδέχεται ο άγιος υμνογράφος: «Ὑπὲρ τὴν πόρνην, Ἀγαθέ, ἀνομήσας» (κοντάκιο Μ. Τετάρτης).


Οίστρος-Έρως-Φίλτρο


Ούτε βέβαια Κασσιανή ωνομαζόταν η πόρνη γυναίκα. Η Κασσιανή είναι η υμνογράφος (9ος αι.), που ζωγραφίζει υπέροχα με τον ποιητικό της λόγο τη μετάνοια της πόρνης. Η ίδια δεν υπήρξε πόρνη. Υπήρξε αγία μοναχή.


Τη Μεγ. Τετάρτη ούτε η Μαγδαληνή, ούτε η Κασσιανή γιορτάζουν. Γιορτάζουν όλοι οι πρώην αμαρτωλοί.


Οι πρώην μαθητές του Χριστού στιγματίζονται στο πρόσωπο του Ιούδα, που εγκατέλειψε τον Ιησού. Πόσοι οι λιποτάκτες και σήμερα! Πρώην μαθητές, πρώην τίμιοι, πρώην ορθόδοξοι, πρώην αγνοί, πρώην άγιοι!


Όσοι αμαρτωλοί, ας επιθυμήσουμε να συνταχθούμε με τους χειραγωγημένους από τη μετάνοια, με τους πρώην αμαρτωλούς.


Τη Μεγ. Τετάρτη ουσιαστικά βλέπουμε τα τρία Α.


Την Αμαρτία, που γίνεται παρελθόν.


Την Αγάπη, που είναι ένα συνεχές παρόν.


Την Άφεσι, που είναι το αιώνιο λυτρωτικό μέλλον.


Αμαρτία-Αγάπη-Άφεσις! Αυτά τα τρία συνθέτουν το Σταυρό. Αν ο Σταυρός είναι το δένδρο της ζωής, τότε:


Η Αγάπη το μεταφύτευσε από τον ουρανό στη γη.


Η Αμαρτία των ανθρώπων το γιγάντωσε.


Η Άφεσις των παραπτωμάτων μας αποτελεί το γλυκύτερο καρπό του.


Αμαρτία-Αγάπη-Άφεσις! Στο κέντρο η Αγάπη.


Η Αγάπη είναι το ποιητικό αίτιο, το κίνητρο για όλα, και για τα κακά και για τα καλά. Και η αμαρτία είναι αγάπη, ασφαλώς βρώμικη, πάντως αγάπη.


Η αμαρτωλή γυναίκα είχε αγαπήσει πολύ την αμαρτία. Και η μετάνοια μετέστρεψε την πολλή της αγάπη στην αμαρτία, σε πολλή αγάπη στο Χριστό. Σαν βρέθηκε στα πόδια του Χριστού πεσμένη η αμαρτωλή, σπαράζοντας από το κλάμα (Λουκ. 7, 38), οι παρευρισκόμενοι απορούσαν για το πώς την δέχεται ο Διδάσκαλος. Κι εκείνος απαντά στην απορία τους: «Ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47). Το «γιατί» στις δικές μας απορίες είναι το «διότι» της αγάπης του Θεού.


Αφύσικη-Φυσική-Υπερφυσική


Αγάπη!


Αυτή δεσπόζει και τη Μεγ. Τετάρτη, όπως άλλωστε όλη τη Μεγ. Εβδομάδα. Ας ζυγίσουμε τις τρεις αγάπες της Μεγ. Τετάρτης:


Η μία είναι η αγάπη του ανθρώπου στην αμαρτία. Πρόκειται για αφύσικη αγάπη. Είναι παρά φύσιν το ν’ αγαπάς τις ακαθαρσίες και όχι τα λουλούδια. Ανώμαλη αγάπη η αμαρτία. Και όμως πολλοί και πολύ την αγαπούν. Φλέγονται από την επιθυμία της.


Η δεύτερη είναι η αγάπη στο Χριστό. Πρόκειται για φυσική αγάπη. Είναι για τον άνθρωπο φυσιολογικό ν’ αγαπά τον ήλιο, το να μην αποστρέφεται το φως του, το να μη βρίζη τον ήλιο. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος αγαπά τον Ιησού Χριστό, που είναι ο ήλιος της αγάπης. Ο Χριστός είναι η φυσική στάσις της ζωής μας. Μόνο διεστραμμένοι άνθρωποι δεν αγαπούν το Χριστό και Τον βλασφημούν.


Η τρίτη είναι η αγάπη του Χριστού στον αμαρτωλό. Πρόκειται για υπερφυσική αγάπη. Βάσι του έχει ο Σταυρός την υπέρβασι της αγάπης.


Οι δύο μεθυσμένοι


Και τις τρεις αγάπες βλέπουμε τη Μεγ. Τετάρτη:


1. Την πρώτη, την αμαρτία, την είχε αγαπήσει και ποθήσει η αμαρτωλή γυναίκα. Προτού να συναντήση το Χριστό είχε συναντήσεις με αναρίθμητους εραστές του σαρκικού έρωτα.


Δεν είχε απλώς αγάπη. Είχε μανία. Είχε πάθος. Είχε οίστρο. Όπως τα άλογα είναι ασυγκράτητα, όταν τα τσιμπήση η αλογόμυγα, που ονομάζεται «οίστρος», έτσι ασυγκράτητη στην ακολασία είχε καταντήσει η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα. Υπήρχε «οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας» (δοξαστικό αποστίχων).


Ο έρωτας της αμαρτίας την είχε τυφλώσει. Δεν ήξερε τι έκανε. Δεν είχε αίσθησι του σκότους. Μέθη η αμαρτία. Ζάλη και παραζάλη. Φωτιά και πυράκτωμα.


Δεν είναι μόνο η αμαρτωλή κυριευμένη από τον οίστρο της αμαρτίας. Τη Μεγ. Τετάρτη τονίζεται σε μαύρο φόντο και άλλος με αμαρτωλό οίστρο. Είναι ο Ιούδας. Η γυναίκα είχε μανία για σαρκική ακολασία. Ο Ιούδας για τη φιλαργυρία. Κάπου βέβαια υπάρχει διαφορά.


Στην περίπτωσι της αμαρτωλής γυναίκας η αγάπη έγινε τελικά μίσος, ευλογημένο μίσος.


Στην περίπτωσι του Ιούδα η αγάπη του στα χρήματα γέννησε ένα άλλο μίσος, το καταραμένο μίσος.


Η γυναίκα με την τόση αγάπη στην αμαρτία, σε κάποια στιγμή μίσησε την αμαρτία. «Μισήσασα τὰ ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας» (οίκος Μεγ. Τετάρτης).


Ο Ιούδας είχε αγάπη σε αμαρτία, χειρότερη από τη σαρκική ακολασία. Από τη φιληδονία χειρότερη είναι η φιλαργυρία. Τα δεσμά της εξαρτήσεως, που λέγεται σαρκική αμαρτία, ευκολώτερα λύνονται με τα δάκρυα της μετανοίας. Τα δεσμά της εξαρτήσεως, που λέγεται φιλαργυρία, δύσκολα σπάνε. Σκληρή καρδιά ο φιλάργυρος.


Η αγάπη στα χρήματα γέμισε την καρδιά του Ιούδα από μίσος. Αγάπησε τη φιλαργυρία και μίσησε το φιλόπτωχο Χριστό. «Ὅθεν καὶ παροινήσας τρέχει πρὸς Ἰουδαίους» (κάθισμα). Μέθυσε, τρελλάθηκε από τη φιλαργυρία κι έτρεξε στους Ιουδαίους να παραδώση τον Ιησού.


Πίκρα-Γλύκα


Η αγάπη στην αμαρτία γεννάει την ηδονή και την οδύνη. Κάποια γλύκα στην αρχή. Παντοτινή και φρικτή πίκρα στο τέλος. Γεννάει τη γλύκα, που μεταστρέφεται σύντομα σε πίκρα. Η αμαρτία είναι η ερωμένη, που της δίνεις ανθοδέσμη και σου δίνει μαχαιριά.


2. Η δεύτερη αγάπη είναι εκείνη του αμαρτωλού στο Χριστό. Τη έζησε κι αυτήν έντονα η αμαρτωλή γυναίκα.


Το μίσος στην αμαρτία προκαλεί την αγάπη στο Χριστό. Δεν μπορούν να συνυπάρχουν οι δύο αγάπες. Η αγάπη είναι μονογαμική. Ένα νυμφίο έχει. Ή έχει πάθος για την αμαρτία ή έχει πάθος για το Χριστό.


Αν η αγάπη της συγκεκριμένης γυναίκας στην αμαρτία ήταν οίστρος παράλογος, η αγάπη της ύστερα στο Χριστό είναι έρωτας φλογερός και υπέρλογος.


Αν η αγάπη στην αμαρτία γεννάη την ηδονή και την οδύνη, η αγάπη της στο Χριστό γεννάει τα δάκρυα της μετανοίας, που είναι η πίκρα της γλύκας, ο πόνος της χαράς.


Η πιο γλυκειά και δυνατή αγάπη


3. Η τρίτη είναι η πιο υπέροχη αγάπη. Είναι η αγάπη του Χριστού σε μας. Η αγάπη του Αναμαρτήτου στον αμαρτωλό.


Αν η πρώτη παράγη τη γλύκα της πίκρας, αν η δεύτερη αποστάζη την πίκρα της γλύκας, η τρίτη, η αγάπη του Εσταυρωμένου, παράγει τη γλύκα της γλύκας.


Γλυκύτητα ανεκλάλητη αισθάνεται η αμαρτωλή γυναίκα, όταν λαμβάνη το δώρο της αφέσεως. Όταν ακούη από το στόμα του Κυρίου, «Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι» (Λουκ. 7, 48).


Δεν υπάρχει γλυκύτερη στιγμή από εκείνην, που ζη ο αμαρτωλός μετά την ειλικρινή του εξομολόγησι! Τότε, εν ονόματι του Σταυρού της αγάπης ακούει από τα χείλη του πνευματικού: «Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι».


Η αγάπη του χριστού είναι η πιο δυνατή. Είναι η ανίκητη αγάπη.


Αν η πρώτη αγάπη (στην αμαρτία) είναι παράλογος οίστρος, αν η δεύτερη αγάπη (του αμαρτωλού στο Χριστό) είναι φλογερός έρωτας, η τρίτη αγάπη (του Χριστού στον αμαρτωλό είναι το θεϊκό φίλτρο.


Ας δανεισθούμε εικόνα από τον ιερό Χρυσόστομο για να παρουσιάσουμε αυτήν, την πιο υπέροχη αγάπη: «Ἐννόησον σπινθῆρα εἰς πέλαγος ἐμπεσόντα. Μὴ δύναται στῆναι ἢ φανῆναι; Ὅσον σπινθὴρ πρὸς πέλαγος, τοσοῦτον κακία πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν· μᾶλλον δὲ οὐδὲ τοσοῦτον, ἀλλὰ πολλῷ πλέον. Τὸ μὲν γὰρ πέλαγος, κἂν μέγα ᾖ, μέτρον ἔχει, ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία ἀπεριόριστος. (Ε.Π.Ε. 30, 228). Μετάγρασις: Σκέψου ένα σπινθήρα, που έπεσε στο πέλαγος. Μήπως μπορεί να μείνη εκεί ή να φανή; Όσο είναι ο σπινθήρας μπροστά στο πέλαγος, τόσο είναι η κακία απέναντι στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή καλύτερα ούτε τόσο, αλλά πολύ περισσότερο. Διότι το πέλαγος, κι αν ακόμα είναι μεγάλο, έχει όρια, ενώ η φιλανθρωπία του Θεού είναι απεριόριστη.


Τα αμαρτήματά μας είναι σαν αναμμένα κάρβουνα. Καίνε τα σωθικά μας. Αλλ’ όσο πολλά κι αν είναι και μεγάλα και καυτά, εφ’ όσον τα ρίξουμε στο πέλαγος της αγάπης του Θεού, δια της μετανοίας, θα εξαφανισθούν.


Άπειρο το πέλαγος του ελέους του Θεού. Η γυναίκα εκείνη η αμαρτωλή, πήρε τα κάρβουνα, που έκαιγαν χρόνια την ύπαρξί της, τα μάζεψε με το φτυάρι της μετανοίας και τα έρριξε στη θάλασσα της αγάπης, στα πόδια του Ιησού Χριστού. Η άφεσις είναι πλέον γεγονός.


Η άφεσις των αμαρτημάτων δεν δίδεται κατά μαγικό τρόπο. Δίδεται βεβαίως από το Χριστό, αλλά μόνο όταν γίνεται η κίνησις, που λέγεται μετάνοια. Γι’ αυτό εισέπραξε το δώρο της αφέσεως η αμαρτωλή, διότι είχε ταπείνωσι, συναίσθησι, μετάνοια.


Αντίθετα, ο σπιτονοικοκύρης, που φιλοξενούσε την ημέρα εκείνη το Χριστό, ο Σίμων ο φαρισαίος, έχασε την άφεσι. Δεν είχε αγάπη. Βλέπει το θύμα της αμαρτίας να κλαίη, κι αυτό χτυπά ακόμα περισσότερο με την άγρια κριτική του. Κι όχι μόνο. Με την κριτική του χτυπά και το Γιατρό, που θεραπεύει το θύμα απ’ τις βρώμικες πληγές του.


-Αν ήταν προφήτης, θάξερε τι βρωμερό κουρέλι σέρνεται τούτη την ώρα μπροστά του (Λουκ. 7, 39)!


Ο άθλιος! Έβλεπε μόνο το μαύρο παρελθόν της. Δεν ήθελε να βλέπη το φωτεινό παρόν.


Ας μην κολλάμε στο παρελθόν του άλλου, αφού αυτό εξαλείφθηκε με την ειλικρινή μετάνοια. Ας βλέπουμε όχι τι ήταν, αλλά τι είναι. Πώς μεταμορφώθηκε με τη μετάνοια και την αγάπη!


Φωτιά με φωτιά!


Η μία αγάπη νίκησε την άλλη αγάπη.


Τι είναι η αγάπη; Προδοσία μιας άλλης αγάπης.


Ο Ιούδας πρόδωσε τη μεγάλη Αγάπη. Πρόδωσε το Χριστό για την πιο βρώμικη αγάπη, το χρήμα.


Η πόρνη πρόδωσε την αισχρή αγάπη, τους αμαρτωλούς έρωτες, για την πιο αγνή και ουράνια αγάπη, το Χριστό. Πόσα «ραντεβού» με σαρκικούς εραστές ακύρωσε για το μεγάλο «ραντεβού» της, για τη μεγάλη συνάντησί της με το Χριστό! «Ἔρως ἔρωτι νικᾶται» (Ιωάννης «Κλίμακος»).


Αν δεν προδώσουμε τις ψεύτικες αγάπες, αν δεν απατήσουμε τις απατηλές αγάπες, θα προδώσουμε την όντως Αγάπη, το Χριστό.


Αγάπησε


Η φωτιά δεν σβήνει με εύφλεκτες ύλες. Η αμαρτία δεν σβήνει με τους πειρασμούς. Όταν δεχώμαστε τους πειρασμούς του διαβόλου, και μάλιστα τους καλλιεργούμε, φουντώνουν τα πάθη.


Η αμαρτία είναι φωτιά.


Αν δεν προσπαθήσουμε να την σβήσουμε, με τη χάρι του Θεού, που είναι η πυροσβεστική του ουρανού, θα ξαπλωθή επικίνδυνα και θα μας παραδώση στην άσβεστη φωτιά της αιωνίου κολάσεως.


Αν ανησυχούμε για τις εξελίξεις της αμαρτίας, ας αγαπήσουμε το Χριστό φλογερά. Η αγία φωτιά θα σβήση την αμαρτωλή φωτιά! Έτσι λέγει ο Κύριος για την αμαρτωλή γυναίκα: «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47).


Τα στάδια της μετανοίας για τη γυναίκα εκείνη:


Επίγνωσις της καταστάσεως (Λουκ. 7, 37).


Προσέγγισις του Χριστού. Στάσις δέους και ειλικρινείας (Λουκ. 7, 38).


Θρήνος και κλάμα (Λουκ. 7, 38).


Ταπείνωσις. Δέχεται και τη διαπόμπευσι του φαρισαίου (Λουκ. 7, 39).


Αγάπη φλογερή στο Χριστό (Λουκ. 7, 47).


Πίστις. Εμπιστοσύνη στην παντοδύναμη χάρι. Το όλη σκηνικό σφραγίζεται με την βεβαιότητα και την ευχή του Κυρίου: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 7, 50).




Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης, Το Εκούσιο Πάθος: Αγάπη-Ελευθερία-Ανάστασις, Αθήνα, 2003

Η μυροφόρος πόρνη

 Μπλάθρας Κωνσταντίνος


Με την ανάσταση του Λαζάρου, ο Χριστός έδειξε τη δύναμή του ως Θεός ξεκάθαρα. Γι’ αυτό ο λαός τον επευφήμησε, όταν έμπαινε στην Ιερουσαλήμ. Στην πραγματικότητα, όμως, ο όχλος δεν ήξερε τι ζητούσε από τον Ιησού. Ο κόσμος τον ήθελε βασιλιά. Μα, ο Χριστός, είναι ο βασιλιάς των ορατών και των αοράτων, είναι η ζωή και η αλήθεια, δεν είναι, παναπεί, βασιλιάς «αυτού του κόσμου» (Ιωάν. 18, 36).


Όσο μεγάλη, για τα φυσικά δεδομένα, ήταν η ανάσταση του τετραήμερου νεκρού, του Λαζάρου, τόσο μεγάλη είναι και η σημερινή μετάνοια της πόρνης, δυο μέρες πριν από το Πάθος. Η πόρνη, σύμφωνα με τη φυσική τάξη των ανθρώπινων πραγμάτων, ήταν μια γυναίκα τσαλακωμένη, κατεστραμμένη, νεκρή. Το μόνο που θα μπορούσε να ελπίζει είναι η συμπόνοια των εφήμερων εραστών της, μια μετριασμένη… σκληρότητα, δηλαδή, κάτι λιγότερο από το τίποτα.


Η μυροφόρος πόρνη


Ο Χριστός με τη δύναμή του χαρίζει στη γυναίκα αυτή κάτι περισσότερο από τα πάντα. Δέχεται τη συγκλονιστική της μετάνοια. Την απαλλάσσει από κάθε χρέος και αμαρτία. Της δίνει κάτι που ούτε θα μπορούσε καν να το φανταστεί: την αγνότητα. Την ξανακάνει μικρό, αθώο παιδί. Γιατί η αληθινή μετάνοια είναι στ’ αλήθεια παλιγγενεσία, ξαναγέννημα.


Η αγάπη του Χριστού μας παρθενεύει, μας μνημονεύει, μας αιωνίζει. Αυτή είναι η Βασιλεία του. «Αλήθεια σας λέω ότι όπου κι αν κηρυχθεί το Ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα μαρτυρείται και η πράξη της σε μνημόσυνό της» (Ματθ. 26, 13). «Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν». Πόρνης γυναικός μνημονεύουμε σήμερα… Κι όχι μόνο αυτό. Ο Κύριος την αξιώνει να γίνει μυροφόρος του: «γιατί, βάζοντας αυτή τούτο το μύρο στο σώμα μου, για τον ενταφιασμό με ετοίμασε» (Ματθ. 26, 12).


Ο όχλος θαύμασε την ανάσταση του Λαζάρου, αλλά μάλλον θα χλεύασε και θα αγανάκτησε με την πράξη της γυναίκας. Όπως αγανάκτησαν και οι μαθητές. Γιατί όλοι ακούμε και δεν καταλαβαίνουμε το «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 21, 31). Παράξενα, επαναστατικά λόγια για βασιλιά! Ανατρέπουν την καθεστηκυία τάξη.


Ίσως αυτός είναι ο λόγος, που ο ίδιος όχλος, μόλις δυο μέρες μετά, επιφυλάσσει γι’ αυτόν που με τα κλαδιά των φοινίκων ανακήρυξε βασιλέα του μια θέση «ανάμεσα στους ανόμους»,[1] ανάμεσα στους παράνομους ληστές. Λιγότερο επικίνδυνος για την ασφάλεια και την τάξη του κόσμου είναι ο αιμοβόρος Βαρραβάς. Γι’ αυτό και ο όχλος αύριο θα μανιάσει: «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν…» (Ιωάν. 19, 15).




Μπλάθρας Κωνσταντίνος, Δέκα σκαλιά για την Ανάσταση, 1η έκδ., Αθήνα, Μαΐστρος, 2008.




[1] «Καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη» (Ησαΐας 53, 12).

Η Αμαρτωλή

 Δέλτα Πηνελόπη


Μια μέρα, πήγε στον Ιησού ένας Φαρισαίος που λέγουνταν Σίμων, και τον κάλεσε σε γεύμα. Ο Ιησούς δέχτηκε. Ήταν συνήθεια των Εβραίων, όταν ήθελαν να τιμήσουν έναν καλεσμένο, να τον δέχουνται με το φιλί της φιλοξενίας, να του προσφέρουν νερό για να πλύνει τα σκονισμένα από το δρόμο πόδια του, και να του αλείφουν τα μαλλιά με λάδι.


Τέτοιες ιδιαίτερες τιμές ο Σίμων ο Φαρισαίος δε συλλογίστηκε να κάνει του Ιησού· παρά αφού, κατά τη συνήθεια, οι καλεσμένοι άφησαν έξω τα σκονισμένα τους σανδάλια, μπήκαν μέσα, κι έπεσαν όλοι στα τρίκλινα που ήταν αραδιασμένα γύρω στο τραπέζι.


Στα ζεστά εκείνα φιλόξενα μέρη, οι πόρτες έμεναν ανοιχτές συνήθως, και οι περαστικοί έμπαιναν στα σπίτια ό,τι ώρα ήθελαν, κι έβγαιναν ελεύθερα, ή και στέκουνταν μέσα, αν τους διασκέδαζε να βλέπουν και ν’ ακούουν.


Μια γυναίκα αμαρτωλή είχε ακούσει το κήρυγμα του Ιησού, και η διδαχή του της είχε κάνει βαθιά εντύπωση. Έμαθε πως πήγαινε να φάγει στου Σίμωνα του Φαρισαίου· πήρε λοιπόν ένα δοχείο με μύρο, τον ακολούθησε, και, μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου έτρωγαν, πήγε ντροπαλή και στάθηκε πίσω του. Μιλούσε ο Ιησούς και άκουε εκείνη, και μέσα της ολοένα μεγάλωνε και ξεχειλούσε η αγάπη της για κείνον που σπλαχνίζουνταν την ανθρώπινη αδυναμία, και δίδασκε την ακούραστη συγχώρεση. Άκουε τα λόγια του τα ήμερα, και θυμούνταν τη δική της άτακτη αμαρτωλή ζωή. Και ντράπηκε, και λυπήθηκε για τις περασμένες πολλές της αμαρτίες· και η καρδιά της φούσκωσε, φούσκωσε, ώσπου ξεχείλισε, και, σκύβοντας το κεφάλι, άρχισε να κλαίει.


Η Αμαρτ


Έκλαιγε, και τα δάκρυά της στάλαζαν στα πόδια του Ιησού· κι εκείνη, ντροπιασμένη, συντριμμένη, τα σφούγγιζε με τα ξέπλεκα μαλλιά της, καταφιλούσε τα πόδια του και τ’ άλειφε με το πολύτιμο μύρο της.


Ο Φαρισαίος, που θα ξετινάζουνταν αν τολμούσε η αμαρτωλή να τον μολύνει με το άγγιγμά της, κοίταζε την ηρεμία του Ιησού, και μέσα του έλεγε:


– Τούτος, αν ήταν προφήτης, θα ήξερε τι είναι αυτή η γυναίκα που τον αγγίζει, πως είναι αμαρτωλή.


Ο Ιησούς κατάλαβε τη σκέψη του. Χωρίς ν’ αποδείξει τίποτε, του είπε:


– Σίμων, έχω κάτι να σου πω.


– Λέγε, δάσκαλε, αποκρίθηκε ο Φαρισαίος.


Και του είπε ο Ιησούς:


– Ένας δανειστής είχε δυο χρεώστες· ο ένας χρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια, και ο άλλος πενήντα. Κι επειδή δεν είχαν να πληρώσουν, τους τα χάρισε και των δύο. Ποιος από τους δυο, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο;


Αποκρίθηκε ο Σίμων:


– Υποθέτω, εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα.


Και του είπε ο Ιησούς:


– Σωστά αποκρίθηκες.


Και, δείχνοντάς του την αμαρτωλή που έκλαιγε, γερμένη στα πόδια του, είπε:


– Βλέπεις τούτη τη γυναίκα; Μπήκα στο σπίτι σου, και νερό στα πόδια μου δεν έχυσες· αυτή όμως με τα δάκρυά της μου τα έβρεξε και με τα μαλλιά της μου τα σφούγγισε. Φίλημα εσύ δε μου έδωσες αυτή όμως, αφότου μπήκε, δεν έπαυσε να μου καταφιλεί τα πόδια. Το κεφάλι μου με λάδι δεν το άλειψες· αυτή όμως με μύρο μου άλειψε τα πόδια. Για τούτο σου λέγω, συγχωρημένες οι αμαρτίες της οι πολλές, γιατί αγάπησε πολύ.


Και, στη γυναίκα γυρνώντας, είπε:


– Συγχωρημένες οι αμαρτίες σου· η πίστη σου σ’ έσωσε. Σύρε στο καλό.


Άκουσαν και απόρησαν οι καλεσμένοι Φαρισαίοι, φίλοι του Σίμωνα, και μέσα τους διαλογίζουνταν κι έλεγαν:


– Ποιος είναι τούτος που και αμαρτίες συγχωρεί;


Η μεγαλόκαρδη αυτή επιείκεια του Ιησού δε συγκίνησε τόσο την ξερή τους καρδιά, όσο τους σκανδάλισαν τα τελευταία του λόγια. Με απορία και δυσαρέσκεια τ’ άκουσαν, και, αν κι εκείνη την ώρα δεν του το είπαν, μέσα τους όμως, λίγο λίγο ξυπνούσε μια εχθρική διάθεση εναντίον του νέου, του δεν ήταν καν Ραββίνος, που δεν ανήκε σε καμιά γνωστή σχολή τους, και που έπαιρνε το θείο δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες.


Γιατί τη θεία υπόσταση του Ιησού δε θέλησαν να την αναγνωρίσουν οι διαβασμένοι και οι Φαρισαίοι, ούτε τότε ούτε ποτέ.




Δέλτα Πηνελόπη, Η ζωή του Χριστού, 4η έκδ., Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.

Δάκρυα και μύρα

 Κούρκουλας Κωνσταντίνος


«Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί,


ὅτι ἠγάπησεν πολύ».


(Λουκ. ζ΄, 47)


Το σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου έχει αναστατωθεί. Ο Ιησούς βρισκόταν εκεί! Όλοι είχαν τρέξει να ιδούν και ν’ ακούσουν Εκείνον πούδινε την υγεία στους αρρώστους, την ανάστασι στους νεκρούς, τη συγχώρεσι στους αμαρτωλούς.


Είχαν τελειώσει το φαγητό πια, και μέσα στη γαλήνια εκείνη γωνιά δεν ακουγόταν παρά μόνο η υπερκόσμια φωνή του Ραββί…


Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της αυλής. Μια νέα γυναίκα στάθηκε δισταχτική στο άνοιγμα της εξώθυρας. Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά ένα αλαβάστρινο βάζο. Τα μεγάλα μάτια της έτρεξαν γοργά πάνω στα ξαφνιασμένα πρόσωπα των καλεσμένων, ώσπου συνάντησαν το γαλήνιο βλέμμα του Ιησού.


Το πρόσωπό της χλωμό και ταραγμένο. Τα μάτια της χαμηλωμένα, ντροπαλά. Μια ανείπωτη συγκίνησι φουσκώνει τα στήθη της και μια ανατριχίλα περνάει το κορμί της.


Μα να, η γυναίκα προχωρεί…


Ανάλαφρα ακούγονται τα σάνδαλά της στ’ αστραφτερό πλακόστρωτο.


Γονατίζει μπροστά στα πόδια του Ιησού. Απιθώνει το γυαλιστερό βάζο, κι ενώ οι λυγμοί τραντάζουν το κορμί της, αδειάζει το πολύτιμο νάρδο πάνω στα πόδια Του. Χίλιων λουλουδιών μύρα ξεχύθηκαν γύρω. Πλένει απαλά, γλυκά, στοργικά τα κουρασμένα πόδια του Διδασκάλου. Βρύσες έχουν γίνει τα μάτια της. Πνιγμένα ακούγονται τα αναφιλητά της. Σκύβει ευλαβικά το κεφάλι κι ακουμπά τα ξέθωρα χείλη στα μυρωμένα πόδια. Ξεπλέκει τους βοστρύχους των πυκνών μαλλιών της και σπογγίζει τα πόδια εκείνα, που τ’ άκουσε η Εύα το δειλινό και κρύφθηκε φοβισμένη. Και με αλάλητους στεναγμούς εκλιπαρεί την άφεσι.


Δάκρυα και μύρα


Δέξαι μου…


Ναι, δέξου το μύρο τούτο, που άλλοτε τόχα δόλωμα για να ζαλίζω και εμπλέκω στα δίχτυα της αμαρτίας τα θύματά μου.


Δέξου το σπόγγισμα από τ’ αμαρτωλά τούτα μαλλιά, που κάθε τους βόστρυχος στάθηκε βρόχος για τόσες ψυχές.


Δέξου τα φιλήματα, που τα ωχρά μου χείλη θέτουν σαν σφραγίδα της βαθειάς μου μετάνοιας.


Δέξου τα καφτά δάκρυά μου. Ρέουν από κείνα τα μάτια, που παιχνίδιζαν σαγηνευτικά, φλογισμένα από οίστρο ακολασίας.


«Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησεν πολύ» τονίζει στο σκανδαλισμένο Σίμωνα το Φαρισαίο ο Κύριος.


Ανασηκώθηκε η γυναίκα. Τα μαλλιά της μουσκεμένα απ’ το πολύτιμο νάρδο, χύνονται αστραφτερά στους ώμους της.


Μια απέραντη γαλήνη απλώθηκε στην τρικυμισμένη ψυχή της. Πισωπάτησε ευλαβικά κ’ έφυγε…


«Πορεύου εἰς εἰρήνην» ήσαν τα λόγια του Διδασκάλου, που τη συντρόφεψαν.




Κούρκουλας Κωνσταντίνος, Σκηνές από το πάθος, Αθήνα, 1968

Σκόρπα το μύρο σου, Γυναίκα

 Γ. Γρηγοριάδου – Σουρέλη


Μεγάλη Τρίτη και σκέφτομαι, πως η μεγάλη μέρα της Γυναίκας είν’ αυτή. Γιατί -για συλλογίσου- δίνει στον άοσμο κόσμο η Γυναίκα, μυρωδιά. Από αυτήν ευωδιάζεται η οικουμένη! Μα πρόσεξε, την ευωδιά τη δίνει, τη σκορπά, εκείνη που είναι στον Χριστό κοντά! Μας έμαθε ο κόσμος εμπόριο να κάνουμε σωστό. Δώσε μου τόσα, στη ζυγαριά θα μπει αυτό που μου ’δωσες, να ξέρω πόσα θα σου δώσω εγώ. Και μέσα στη συναλλαγή, να τη η Γυναίκα που αρνήθηκε αυτό το αλισβερίσι.


Γι’ αυτήν μιλώ που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού. Πανάκριβο το μύρο, τ’ αγόρασε με στέρηση, με το αίμα της καρδιάς της το αγόρασε, για να το δώσει σ’ Εκείνον. Όλοι μιλούν για τη στιγμή που το περίχυσε στα πόδια του Χριστού. Για την αθέατη πλευρά, πώς έγινε και το αγόρασε το μύρο, δεν το μαθαίνουμε. Και συλλογιέμαι πως: Αν μια γυναίκα σαν εμένα, σαν εσένα, μια συνηθισμένη γυναίκα δηλαδή, ήθελε να κάνει δώρο ακριβό σε πρόσωπο ακριβό κι αγαπημένο, τι θα έκανε; Το πρώτο, θα πήγαινε στα μαγαζιά, θα κοίταζε στις όμορφες βιτρίνες, θα ’βλεπε τις τιμές, θα συλλογιόταν τα λεφτά που ’χει στο πορτοφόλι της. Μετά, θα ’μπαινε μέσα στο μαγαζί. Να ψάξει κι άλλο θέλει. Και να, αναπηδά. Το βρήκε επιτέλους! Μα η τιμή!!! Ώ, τι τιμή!! Τι ακριβό δώρο! Βγάζει το πορτοφόλι της, μετρά, ξαναμετρά, αδύνατο να τ’ αγοράσει. Πρέπει να μην αδειάσει και το πορτοφόλι ολότελα. Πρέπει να μείνει κατιτίς και γι’ άλλα ψώνια. Οι ανάγκες, βλέπεις, δεν τελειώνουνε ποτέ. Η λογική δεν έβλαψε κανένα. Να δώσουμε, δεν λέω, μα να ’ναι απ’ το περίσσευμα. Όχι κι από το στέρημα να είναι! Μα αυτή που πήγε στον Χριστό κι έπεσε στα ποδάρια Του, θα έδωσε χωρίς κρατούμενα. Ό,τι είχε και δεν είχε το ’δωσε, για ν’ αγοράσει το πανάκριβο το μύρο. Και το προσφέρει απλόχερα. Όχι μονάχο του. Με δάκρυα μετάνοιας γίνεται το μύρο ατίμητο. Και τα μαλλιά της να σφουγγίζουνε δάκρυα και μύρο μπερδεμένα. Οι άντρες που βλέπουνε εκεί μπροστά στα μάτια τους να χύνεται, σπαταλιέται κάτι τόσο ακριβό, όπως το μύρο, ταράζονται. Γιατί θα έπρεπε τόσα λεφτά να πάνε χαμένα; Τόσοι φτωχοί υπάρχουνε, τόση ανάγκη υπάρχει στον πλανήτη για λεφτά! Κι αυτή να τα σκορπά χωρίς να βάζει λογική στη σκέψη της, στην πράξη της!!! Και τα ’παν όλα ετούτα, γιατί ξέρανε μόνο την τιμή που ’χε το δώρο. Πως είν’ ατίμητο, γιατί ατίμητη η Αγάπη, « δεν το ’ξεραν οι αντρικές καρδιές». Την ώρα που κάθε είδος στο σούπερ μάρκετ έχει καρφιτσωμένη επάνω την τιμή, θέλαν και την Αγάπη, ναι κι αυτή, να την κοστολογήσουν. Πόσο πηγαίνει το κιλό η Αγάπη, πόσο το δίκιλο; Σε κείνο το μεγάλο το οικονομικό κουτί; Πόσο στοιχίζει, πόσο πουλιέται, πόσο αγοράζεται, άραγε, η Αγάπη; Μα οι μυρωδιές, που έχυσε η γυναίκα στα πόδια του Χριστού και που γιόμισαν ευωδιές το σύμπαν, δεν έχουνε τιμή. Να η Γυναίκα. Η πονεμένη, η απλή η παιδεμένη. Εσύ που δίπλα μου περνάς, Γυναίκα, στη σιωπή το μύρο ετοιμάζεις. Με στέρηση, με πόνο και οδύνη κι απέ απλόχερα το δίνεις, το σκορπάς στα πόδια του Χριστού. Κι οι μυρωδιές απλώνονται στην πλάση κι αγιάζεται η πλάση από τούτο το μοσκομύριστο μυρωδικό . Αυτό που τόσο, ω πόσο ακριβά στοιχίζει! Τόσο ακριβά, που μόνο ο Χριστός το κοστολόγησε σωστά!! Μεγάλη Τρίτη! Και σκέφτομαι πως τούτη είναι η μεγάλη μέρα της Γυναίκας.

Σκόρπα το μύρο σου




Συλλογικό, Η ζωή και η ανάστασις ημών, ανθολόγηση κειμένων: Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου, Παρρησία, Αθήνα 2012

Μια αδικημένη αγία ποιήτρια

 Π.Β. Πάσχος


Πόσο παράξενο πράγμα είναι ο άνθρωπος – αυτό το καλάμι που στοχάζεται και το δέρνουν οι πιο περίεργοι άνεμοι! Όλη τη χρονιά μπορεί να μη θυμότανε να πάει στην εκκλησία, παρά μόνο Χριστούγεννα ή Πάσχα, ή σε κάποιαν έκτακτη περίσταση. Σαν έρθει όμως η Μεγάλη Τρίτη, με την Κασσιανή και το περίφημο τροπάριό της, ξεσηκώνουνε οι πατεράδες τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, να πάνε στην Εκκλησία. Κ’ οι παππούδες κ’ οι γιαγιάδες σταυροκοπιούνται, που τους αξίωσε ο Θεός ν’ ακούσουνε κ’ εφέτος το «Τροπάριο της Κασσιανής».


Κι άμα τελειώσει το θρυλικό πια τροπάριο, χαιρετιούνται κι εύχονται «και του χρόνου!» Οι ψαλτάδες, έπειτα, που τόσο είχαν κουραστεί να προετοιμάσουν, ή την, εξευρωπαϊσμένα και χορωδιακά, πραγματική «εκτέλεση» του τροπαρίου, ή την βυζαντινή και κατανυκτική απόδοσή του -όπως μας το διέσωσε η παράδοση της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής μουσικής- φεύγουν ικανοποιημένοι ελπίζοντας, πως τον ερχόμενο χρόνο θα το κρατήσουν περισσότερο, θα το αργήσουν πιο πολύ και μ’ επιβλητικότερη μεγαλοπρέπεια. Η πιο αδικημένη, όμως, τη Μεγάλη Τρίτη, παραμένει από χρόνια τώρα η σεμνή μοναχή του Βυζαντίου, η εκκλησιαστική ποιήτρια, η Κασσιανή, που κάνει κάθε χρόνο τόσες καρδιές να χύνουν θερμά δάκρυα κατανύξεως, η Κασσιανή. Και νομίζω, πως αξίζει τον κόπο να μας απασχολήσει για λίγο η μορφή της αδικημένης ποιήτριας και τα βαθιά νοήματα που κλείνει μέσα του το, παρανοημένο από πολλούς, εξαίσιο ποίημα της.

αγία ποιήτρια


***


Και πρώτα, η μορφή της ποιήτριας. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με αριστουργηματικά τροπάρια της Εκκλησίας μας, στα οποία οι ερευνηταί τη βρίσκουν άλλοτε ως Κασσιανή, άλλοτε ως Εικασία (ή Ικασία), κι άλλοτε ως Κασσία. Επειδή όμως τα τροπάρια που αποδίδονται σ’ αυτήν είναι τα ίδια, φαίνεται πως είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Κασσιανή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από γονείς με αρχοντικό και αριστοκρατικό όνομα, κ’ έζησε στα χρόνια του Λέοντος του Σοφού· ή, όπως άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν, στα χρόνια του Θεοφίλου (Η΄-Θ΄ αιώνα). Αν και δεν έχουμε μια αυθεντική πηγή για το βίο της, τα σωζόμενα έργα της μας επιτρέπουν να πούμε, πως έλαβε κατά τη νεότητά της μια πλατειά και βαθειά παιδεία. Ιδιαίτερα στα πατερικά κείμενα, τα οποία βρίσκονταν σ’ όλα τα είδη των σχολείων εκείνη την εποχή, φαίνεται να έχει εγκύψει περισσότερο, χωρίς ν’ αγνοεί, βέβαια, και τα κλασσικά γράμματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να σώσουν την ψυχή και να την βάλουν στον Παράδεισο. Υπάρχει ανάμεσα στα τροπάρια της Κασσιανής ένα ποίημα -δοξαστικό στ’ απόστιχα της εορτής των αγίων Μαρτύρων Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου (13 Δεκεμβρίου)- που εκφράζει αυτή τη θέση της Κασσιανής:


Ὑπὲρ τὴν τῶν Ἑλλήνων παιδείαν,


τὴν τῶν Ἀποστόλων σοφίαν


προέκριναν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες,


τὰς βίβλους τῶν ρητόρων καταλείψαντες


καί ταῖς τῶν ἁλιέων ἐνδιατρίψαντες.


Ἐκεῖ μὲν γάρ, εὐγλωττία ρημάτων,


ἐν δὲ ταῖς τῶν ἀγραμμάτων θεηγορίαις


τὴν τῆς Τριάδος ἐδιδάσκοντο θεολογίαν.


(Π. Ν. Τρεμπέλα, Εκλογή κ.λπ., σελ. 247)


***


Η έλλειψη αυθεντικής ιστορικής πηγής, για το βίο της Κασσιανής, άφησεν ασύδοτη τη φαντασία των διαφόρων βυζαντινών χρονογράφων, τους οποίους προσπαθούν να ξεπεράσουν οι νεώτεροι μυθιστοριογράφοι, στο να πλάσουν το βίο της με όσες σκανδαλώδεις ερωτικές περιπέτειες χωρεί το κέφι τους, δημιουργώντας τη γνωστή ατμόσφαιρα του παραγεμισμένου από ανευλαβείς αναλήθειες θρύλου, που σε γενικές γραμμές είναι ο ακόλουθος – χωρίς τα φιλολογικά καρυκεύματα των μυθιστοριογράφων: Όταν ο Θεόφιλος ήρθε σε ώρα γάμου, η μητρυιά του Ευφροσύνη μάζεψε στ’ ανάκτορα του Βυζαντίου τις ωραιότερες θυγατέρες των αρχοντικών οικογενειών της βασιλευούσης, για να διαλέξει ο γιός της ποια θα πάρει γυναίκα και βασίλισσα. Κρατώντας ένα χρυσό μήλο στα χέρια του ο Θεόφιλος, στάθηκε μπρος στην ωραιότατη μα και σεμνότατη Κασσιανή, θαμπωμένος απ’ το απερίγραπτο κάλλος της. Και ίσως για να διαπιστώσει αν και το πνεύμα της ωραίας κόρης ήταν όμοιο με την εξωτερικήν εμορφιά της, τη ρώτησε: «Ὡς ἆρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαύλα;» -εννοώντας, πως όλα τα κακά που βρήκαν τον άνθρωπο πηγάζουν από τη γυναίκα· δηλαδή από την Εύα, Τότε η Κασσιανή, με θαυμαστή τόλμη κ’ ετοιμότητα πνεύματος απάντησε: «Ἀλλὰ καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τα κρείττονα» -εννοώντας την Παναγία, που με την γέννηση του Χριστού, έγινε βρύση, απ’ την οποία πηγάζουν τα «κρείττονα» αγαθά του ανθρώπου.


Ο Θεόφιλος δυσαρεστήθηκε από την προσφυέστατη και πνευματικότατη αυτή απάντηση, κ’ έδωκε το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα. Η Κασσιανή, ήταν ελεύθερη πια τώρα, να πραγματοποιήσει την παλιά παιδική της επιθυμία: να μονάσει. Φεύγει απ’ τον «δυσώνυμον» κόσμο και χτίζει ένα δικό της μοναστήρι, το «Ικάσιον» ή μοναστήρι «της Εικασίας», όπου έμενε μονάζοντας μέχρι τα τέλη του βίου και την εν Κύριω ανάπαυσή της. Ο θρύλος αναφέρει και μίαν αποτυχημένη προσπάθεια του Θεοφίλου, να επισκεφθεί την Κασσιανή στο μοναστήρι της. Την ώρα, όμως, που ακούστηκαν τα ποδοβολητά από τα άλογα της βασιλικής συνοδείας η Κασσιανή -που έγραφε κείνη την ώρα ένα λυρικό ποίημα για την πόρνη του Ευαγγελίου, που άλειψε το Χριστό με τα μύρα της ευωδίας και τα δάκρυα της μετανοίας- αφήνει το κελί της και κρύβεται, για να μην την ιδεί ο Θεόφιλος. Στο μισοτελειωμένο τότε ποίημα, ο Θεόφιλος πρόσθεσε μετά την φράση: «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα», τις τρεις αυτές λέξεις: «τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Σαν έφυγε ο Θεόφιλος με τη συνοδεία του, πικραμένος που δεν μπόρεσε να ιδεί την Κασσιανή, εκείνη γύρισε στο κελλί της και, αφήνοντας άθικτη την ποιητική προσθήκη του Θεοφίλου, συνέχισε το ποίημά της ως το τέλος:


Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη


καί κριμάτων σου ἀβύσσους,


τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;


Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδης,


ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.


Δεν ξέρουμε ακόμη, πόσα απ’ τα στοιχεία του θρύλου, και μέχρι ποιο βαθμό, είναι αληθινά. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι τούτο: αν έχασε έναν βασιλιά -ωστόσο γήινο- νυμφίο, κέρδισε τον ουράνιο Νυμφίο, το Χριστό· αν δεν γονάτισαν και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα, έκανε ως τώρα, συνεχίζει, και θα συνεχίζει να κάνει χιλιάδες χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά στο Χριστό και να παρακαλούν για την σωτηρία τους, ακούοντας τα κατανυκτικά της τροπάρια. Αν δεν άφησε πρίγκιπες και διαδόχους για το θρόνο της βασιλευούσης, άφησε ένα άγιο παράδειγμα και μια αγία ζωή, που θα θυμίζουν σε όλους μας την κάθε στιγμή, και ιδιαίτερα αυτές τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, πως όλα τα αγαθά της γης και τα βασίλεια του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής, «ὑπὲρ ἧς Χριστὸς ἀπέθανε». Και αν δεν ιδούν αυτές τις πλευρές απ’ τη ζωή της Κασσιανής οι άνθρωποι, πάντα θα πλέκουν ανόητα ρομάντζα, γύρω από λειψές σημειώσεις μεταγενέστερων βυζαντινών χρονογράφων, και, είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο, είτε στον άλλο γραφτό λόγο πάρουν την Κασσιανή ως θέμα τους, έξω από τις προηγούμενες θέσεις, όλοι θα αδικούν μια σεμνή αρχόντισσα του Βυζαντίου, που έγινε νύμφη του Χριστού. Θα αγνοούν και θα παρανοούν μια μεγαλόπνοη και σοφή ποιήτρια, που μας έδωκε αριστουργήματα εκκλησιαστικής ποιήσεως, όπως τα: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις», «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», «Ὅτε ἡ ἀμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον», «Ἐξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε καὶ λαοί», «Κύματι θαλάσσης, τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ἤπλωσας τὰς παλάμας» κ.π.α. Πρέπει να πούμε, πως είναι, ίσως, και αμαρτία να ομιλεί κανείς με καταφρόνεση και με ανευλάβεια για το πρόσωπο και τη ζωή της Κασσιανής, την οποίαν λόγω της αγίας ζωής της και των κατανυκτικών τροπαρίων της, σε πολλά μέρη της Ελλάδος -ιδιαίτερα στο νησί της Κάσου- την τιμούν ως οσία και τη γιορτάζουν στις 7 Σεπτεμβρίου- έχουν μάλιστα και ειδικήν Ακολουθία, που τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια στα 1889.


***


Ας έρθουμε τώρα στο γνωστότερο ποιητικό αριστούργημα της Κασσιανής, που ψάλλεται την Μεγάλη Τρίτη το βράδυ και ανήκει στον όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης, το «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις». Αυτό το τροπάρι ψάλλεται στον πλάγιο δ΄ ήχο, και είναι ποιητική, λυρική καθαρά επεξεργασία μιας Ευαγγελικής σκηνής, πολύ δραματικής: είναι η σκηνή, που ήρθε μια πόρνη κλαίουσα στο Χριστό, όταν Εκείνος βρισκότανε στο σπίτι του Φαρισαίου Σίμωνος, κι άρχισε να περιχύνει με πολύτιμο μύρο και με καυτερά δάκρυα τα πόδια Του, και ύστερα να σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της, που ως τότε ήταν δίχτυα, για να ψαρεύει τους νέους στην αμαρτία. Πρέπει να μην έχει κανείς την παραμικρή ιδέα και γνώση από λογοτεχνία γενικά, και από ποίηση ειδικότερα, για να αποδώσει τα αμαρτήματα του προσώπου του ποιήματος στην ποιήτρια, και να ταυτίσει έτσι την πόρνη του Ευαγγελίου, με την οσία μοναχή Κασσιανή, που έγραψε το περίφημο αυτό ποίημα. Το ότι είναι καμωμένο για την πόρνη του Ευαγγελίου το ποίημα, φαίνεται α) από εσωτερικές μαρτυρίες («ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει» – «οἴμοι λέγουσα» κ.λπ.), και β) από τις εξωτερικές μαρτυρίες, που μας δίνει η Παράδοση της Εκκλησίας, η οποία έχει βάλει το τροπάρι αυτό, να ψάλλεται σ’ εκείνη την ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, όπου γίνεται λόγος για την μετάνοια και την δημόσια εξομολόγηση «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός».


Τελειώνοντας, ίσως δεν είναι άσκοπο να δώσουμε και μια πρόχειρη μετάφραση του τροπαρίου, αν και, όταν αποδοθεί καλά στην βυζαντινή μουσική, δεν έχει ανάγκη από καμία γλωσσική ερμηνεία – για τον φιλακόλουθο βέβαια χριστιανό της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Λέγει, λοιπόν, το τροπάρι αυτό της Κασσιανής τα ακόλουθα:


Κύριε, η γυναίκα που ξεστράτισε απ’ το δρόμο σου κ’ έπεσε σε πολλές αμαρτίες, μόλις κατάλαβε πως βρίσκεται κοντά της η πραγματική αγάπη, ο Κύριος των πάντων, ο Θεός, τα πούλησε όλα για ν’ αγοράσει πολύτιμα μύρα, και σαν άλλη μυροφόρα, έρχεται με στεναγμούς και δάκρυα, και σου φέρνει λίγο πριν απ’ τον ενταφιασμό σου, τα μύρα της αγάπης της. Αλίμονό μου, στενάζει η αμαρτωλή, που έχω μέσα μου νύχτα ολοσκότεινη· και το μόνο που αναδεύει μέσα στο πηχτό σκοτάδι μου, είναι ο οίστρος της ακολασίας και ο έρωτας της αμαρτίας ο παντοτινός, που κάνουν την ζωή μου σαν μια ζοφερή νύχτα, δίχως φεγγάρι. Αλλά εσύ, Κύριε μου, δέξου τα δάκρυα που τρέχουνε σα βρύσες απ’ τα μάτια μου, Εσύ, που κάνεις το θαλασσινό νερό να γίνεται σύννεφο, κ’ ύστερα πάλι απαλά στη γη να πέφτει. Σκύψε και άκουσε τους βαρυστεναγμούς της πονεμένης μου καρδιάς. Εσύ που εχαμήλωσες τους ουρανούς, με την ανέκφραστή Σου ενανθρώπηση. Άφησε με να καταφιλήσω και να λούσω με τα δάκρυά μου τα άχραντα πόδια Σου, κ’ ύστερα να τα σφουγγίσω με τα μαλλιά της κεφαλής μου· να καταφιλήσω αυτά τα πόδια που όταν, ένα δειλινό, η Εύα άκουσε τα βήματά τους στον Παράδεισο, έτρεξε να κρυφτεί από το φόβο της. Είμαι πολύ αμαρτωλή, Κύριε. Μα, όπως δεν μπορεί κανένας να μετρήσει τα πλήθη των αμαρτιών, που ως τώρα διέπραξα, έτσι δεν μπορεί κανένας να μετρήσει και τις αβύσσους τις δικαιοκρισίας και της αγάπης Σου, με τις οποίες σώζεις τις ψυχές μας, Σωτήρα μου και Θεέ μου. Μην παραβλέψεις και περιφρονήσεις τώρα πια τη δούλη σου, που μετανόησε και σε παρακαλεί να τη σπλαχνιστείς, Εσύ που είσαι η αμέτρητη και η άπειρη ευσπλαχνία.


***


Ο «έρως της αμαρτίας» που τυφλώνει τους σοφούς και κουρελιάζει τους δυνατούς, μας έχει και σήμερα καβαλικέψει όλους και μας κρατάει απ’ τα πάθη και τις αδυναμίες μας, σα να πιάνεται απ’ τη χαίτη ενός αλόγου, που ο οίστρος της ακολασίας το σπρώχνει να γκρεμιστεί στην άβυσσο της απωλείας. Μακάρι να μπορούσαμε ν’ αποτινάξουμε όλοι, αυτές τις μέρες, τον οίστρο της ακολασίας και τον έρωτα της αμαρτίας, που μας κυβερνά, να πάρουμε να κάψουμε όλες τις αγάπες τις αμαρτωλές, και με τα μύρα των δακρύων μας ν’ αλείψουμε τ΄ άχραντα πόδια του Χριστού, που πορεύεται το δρόμο του μαρτυρίου, για χάρη μας, λέγοντας προς Αυτόν:


Ὑπὲρ τὴν πόρνην, Ἀγαθέ, ἀνομήσας,


δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα·


ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι,


πόθῳ ἀσπαζόμενος τοὺς ἀχράντους σου πόδας,


ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν ὡς Δεσπότης παράσχῃς,


τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ·


ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με.




Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Μεγάλη Τρίτη βράδυ

 Νευράκης Νικόλαος


Από το ποίημα της Κασσιανής


«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη


καὶ κριμάτων Σου ἀβύσσους


τίς ἐξιχνιάσει,


ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»


Τα αφυπνιστικά τούτα λόγια της λαμπρής ποιήτριας του Βυζαντίου Κασσιανής είναι τα πιο αξιοπρόσεκτα από όλο το εξαίρετο ποίημά της. Αυτή η αντίθεση της μεγάλης αμαρτωλότητας του ανθρώπου και της άπειρης αγιότητας του Χριστού πρέπει να μας προβληματίσει όλους και να μας οδηγήσει στην ηρωικότερη πράξη του κόσμου που είναι η αληθινή μετάνοια. Βασικά τρία πράγματα ας προσέξουμε σήμερα.


Το υπέροχο ποίημα της Κασσιανής στο σύνολό του.


Το πανανθρώπινο θλιβερό γεγονός της αμαρτίας και


Το πανευφρόσυνο γεγονός της μετανοίας και αφέσεως των αμαρτιών.


Μεγάλη Τρίτη βράδυ


Η Κασσιανή υπήρξε σπουδαία ποιήτρια του 9ου μ.Χ. αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν αγνή νέα και κακώς ταυτίζεται από πολλούς με την αμαρτωλή του Ευαγγελίου. Έγραψε πολλούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Αναφέρουμε τρία παραδείγματα. Έγραψε εκτός από το Ποίημα «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις…» και το Δοξαστικό του Εσπερινού των Χριστουγέννων «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς…» και τους πρώτους ειρμούς του Κανόνος του Μεγ. Σαββάτου («Κύματι θαλάσσης» κ.τ.τ.).


Το ποίημα είναι γεμάτο χάρη και λογοτεχνία. Είναι νεότερη έκδοση του καταπληκτικού 50ου ψαλμού της μετανοίας. Το ποίημα ακόμη μας υπενθυμίζει την παραβολή των παραβολών και μαργαρίτη των παραβολών και περίληψη όλου του Ευαγγελίου, την ασύγκριτη παραβολή του Ασώτου Υιού. Ιδιαίτερης αξίας, όπως είπαμε τα λόγια που ξεχωρίσαμε «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων Σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;». Ό,τι είναι ένα δαδί καπνίζον μέσα στη θάλασσα κάτι παρόμοιο και κάθε αμαρτία μπροστά στο άπειρο έλεος του Θεού.


Αμαρτία είναι κάθε παράβαση του Νόμου του Κυρίου εν έργω, λόγω και διανοία. Ο Απ. Παύλος την ονομάζει «εὐπερίστατον» (Εβρ. 12, 1) και γι’ αυτό ο Κύριος άρχισε το δημόσιό Του έργο με το κήρυγμα της μετανοίας λέγων επί λέξει «μετανοεῖτε…» (Ματθ. 4, 17). Ο Ιώβ ο πολυπαθής γράφει πολύ ψυχολογημένα: «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ᾿ οὐδείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (14, 4-5). Ο ιερός Χρυσόστομος, ως βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης καρδιάς, σημειώνει ότι «ἡ ἁμαρτία συσκιάζει τὸ εἰδεχθὲς ἑαυτῆς πρὸ τοῦ πραχθῆναι· ἐπειδὰν δὲ πραχθῇ… τότε μάλιστα φαίνεται αὐτῆς τὸ βλαβερόν» (Ε.Π. 55, 236). Με άλλα λόγια η αμαρτία κρύβει την ασχήμια της πριν την πράξη, ενώ μετά φέρνει όλη την αηδία και πικρία της. Ο Μέγας Κανόνας ονομάζει την αμαρτία «κλοιὸν βαρύν» τέσσερις φορές (τροπάρια υπ’ αρ. 16, 17, 18 και 22 της Α΄ Ωδής). Ένας σύγχρονος λόγιος ιεροκήρυκας αποκαλεί την αμαρτία ύφαλο και αναφέρει μάλιστα τραγική ιστορία ναυτικού. Γράφει ότι κάποτε ένας καπετάνιος θέλησε να διαψεύσει ένα χάρτη που παρουσίαζε έναν ύφαλο στην περιοχή της Ιταλίας. Έτσι κάποια μέρα πέρασε από πάνω από το βράχο και έγινε ναυάγιο. Και παρατήρησε ο γλαφυρός συγγραφέας (ο αείμνηστος μητροπολίτης Νικαίας Γεώργιος στο βαθυστόχαστο βιβλίο του «Φῶς τοῖς τρίβοις μου») το ίδιο παθαίνει και όποιος επιχειρήσει να διαψεύσει τον Χάρτη του Ουρανού, δηλαδή τον Ευαγγελικό Νόμο και υποτιμήσει τον πνευματικό ύφαλο της αμαρτίας. Για να αποφύγουν οι άνθρωποι τα ηθικά ναυάγια ο Θεός καλεί όλους κοντά Του με τα λόγια «Δεῦτε διαλεχθῶμεν» (Ησ. 1, 18) και «Δεῦτε προς με πάντε οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28).


Η μετάνοια θεωρείται η πιο ηρωική πράξη του ανθρώπου. Κάποιος συγγραφέας του 10ου μ.Χ. αι. λέγει ότι και από την ιεραποστολή η μετάνοια είναι πιο θεοφιλής. Η άφεση των αμαρτιών είναι το πρώτο δώρο του Αναστάντος Κυρίου (Ιω. 20, 23). Ο νεότερος άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (14ος μ.Χ. αι. μας υπενθυμίζει ότι ως μέλη Χριστού (ως Εκκλησία) πρέπει να έχουμε νουν Χριστού και αισθήσεις καθαρές (όπως ψέλνομε την Μεγ. Πέμπτη) και φωτεινή όλη την ύπαρξη. Μεγάλα παραδείγματα ειλικρινούς μετανοίας έχουμε πολλά από την Π. Διαθήκη και την Κ. Διαθήκη, και την παγκόσμια ιστορία, όπως τον Δαβίδ, Πέτρο, Παύλο, Ληστή, Αυγουστίνο και τόσους άλλους. Τέλος, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, ποτέ να μην αναβάλλουμε την μετάνοιά μας, γιατί το μέλλον δεν είναι δικό μας. Ένας ιεροκήρυκας στην Αμερική έδωκε προθεσμία στους ακροατές του να μετανοήσουν σε μια εβδομάδα. Το ίδιο όμως βράδυ ξαφνική πλημμύρα έπνιξε τους πιο πολλούς χωρίς φυσικά να έχουν μετανοήσει.


Γι’ αυτό, τώρα ας μετανοήσουμε για κάθε μας κακία. Και ας λέμε συχνά με βαθιά συναίσθηση αμαρτωλότητας το βαθυστόχαστο ερώτημα της Κασσιανής:


«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη


καὶ κριμάτων Σου ἀβύσσους


τίς ἐξιχνιάσει,


ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»




Νευράκης Νικόλαος, Το κατανυκτικό Τριώδιο, Αθήνα, 1995

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην

 π. Ἀνανίας Κουστένης


  Προοίμιον Ι           


 Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.


Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα. 


 Προοίμιον ΙΙ    


Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


 Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.  


                                                                    Οἶκοι              


 α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς  καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.


                                                                   Οἶκοι


 α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη  καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.  Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ  ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.  Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω  στὴν ἀσωτία μου.


β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,  πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


 β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.  


γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


 γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα  ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.


δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»


 δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;  


ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».


ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω  τὴν ἀσωτία μου.  


στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι  ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθρ


στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».    


ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου


ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας  γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς  ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.  Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη  ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.  


η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.


η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.


θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται  καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.


ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον  φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος  συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου


ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ  ἐλευθερώσῃ  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.  


ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι  τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου  τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.


ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.


ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου  τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ  καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.  


ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»


ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.


ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».  


ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».


ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ  λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω  στὴν ἄσωτη ζωή μου».


ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,  δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».


ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς  καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».


ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,  κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,  μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,  χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,  ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».


 ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».  


ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.


ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

Στην αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε τον Κύριο με μύρο και στον Φαρισαίο

 Άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου


Λόγος δ΄


1. Αρκετά μας γέμισε ευφροσύνη πριν ο Χριστός, όταν έτρωγε στο σπίτι του Ζακχαίου (Λουκ. ιθ΄ 6). Διότι όπου τρώει ο Χριστός και κάθεται στο τραπέζι μαζί με τους ανθρώπους κι απολαμβάνει από το ποτό και τα δικά μας φαγητά, όλα αυτά οδηγούν στο να εκφράσει κανείς την ευφροσύνη. Διότι, ποιος από τους τελώνες ή τις πόρνες και από όσους έκαναν απερίγραπτα κακά, βλέποντας τον δημιουργό του ουρανού και της γης να μπαίνει στο σπίτι του Τελώνη, κι Αυτόν που έδωσε τα σιτάρια να παίρνει στα χέρια Του το ανθρώπινο ψωμί, κι Αυτόν που έδωσε τα σταφύλια να ευλογεί τα πατητήρια με το να πίνει με άλλους το ποτό, δεν θα δικαιωθεί αν θεωρήσει το γεγονός γιορτή και πανηγύρι; Αυτή είναι στ’ αλήθεια γιορτή, αυτή είναι στ’ αλήθεια η ευφροσύνη του συμποσίου, το να βλέπει κανείς να απολαμβάνει την τροφή στο τραπέζι ο Δεσπότης μαζί τους δούλους, ο Θεός μαζί τους ανθρώπους, ο δικαστής μαζί με τους κατηγορουμένους.


Γι’ αυτό και ήλθε ο Χριστός στον κόσμο, χωρίς να εγκαταλείψει ο Ίδιος τον ουρανό, και έγινε άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι Θεός, ώστε πλέοντας στη θάλασσα, να απομακρύνει από το βυθό της αμαρτίας όσους ταλαιπωρούνται στο πέλαγος του βίου. Και περιόδευε σε κωμοπόλεις και πόλεις, και σε στενωπούς και μονοπάτια και δρόμους περπατούσε, για να επαναφέρει στο δικό Του ποίμνιο όσους πλανήθηκαν στα τρίστρατα, σαν τα πρόβατα που δεν έχουν τσομπάνη (Γ΄ Βασ. κβ΄ 17, Ιεζ. λδ΄ 5, Ματθ. θ΄ 36). Αυτός βέβαια, είναι που αναζητά το χαμένο πρόβατο, Αυτός που αφήνοντας τα ενενήντα εννιά πρόβατα έρχεται για την αναζήτηση του ενός (Ματθ. ιη΄ 12, Λουκ. ιε΄ 4). Αναζητούσε, λοιπόν, το ένα χωρίς να περιφρονεί τα πολλά, ούτε πάλι να προτιμά τα πολλά από το ένα. Αλλά άφηνε μεν τα ενενήντα εννιά, διότι γνώριζε ότι είναι ασφαλισμένα μέσα στη μάνδρα, Το δε ένα το αναζητούσε περιπλανώμενος για να μη γίνει τροφή στο διάβολο. Διότι το πρόβατο που δεν έχει ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο για τα θηρία, και την ψυχή που δεν σφραγίσθηκε -με το βάπτισμα- την επιβουλεύονται οι δαίμονες. Γι’ αυτό πριν τον Ζακχαίο τον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και τον ένωσε στη μάνδρα με τα άλλα πρόβατα και τον έκανε άξιο της σφραγίδας – του βαπτίσματος. Διότι όπως ο τσομπάνος θέλοντας να πιάσει το πρόβατο που αποπλανήθηκε, αφήνει ένα ήμερο ζώο, ώστε καθώς αυτό βόσκει πλούσια να ελκύσει το θήραμα που απομακρύνθηκε, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που πήρε από την Παρθένο Μαρία, όπως το πρόβατο στη βοσκή, την άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, ώστε με τον γνωστό νόμο του συμποσίου, ελκύοντάς τον για επικοινωνία, να τον ενώσει στην ποίμνη Του χωρίς αυτός να το καταλάβει.


2. Όμως μη κατανοώντας αυτό οι Φαρισαίοι γόγγυζαν βλέποντας τον Κύριο να τρώει μαζί με τους τελώνες (Ματθ. ια΄ 19, Λουκ. ιθ΄ 7). Και εκείνοι, βέβαια, σαν παλιό ασκί θα σκάσουν, γιατί δεν μπορούν να δεχτούν το νέο κρασί της διδασκαλίας, εμείς όμως ας βαδίσουμε ακολουθώντας τον φιλάνθρωπο ποιμένα. Διότι ο Χριστός που ένωσε τον τελώνη Ζακχαίο στη λογική ποίμνη των αποστόλων, ο Ίδιος και την αμαρτωλή πόρνη, που έκανε μύρια κακά, την πήρε ως αμνάδα από τον φάρυγγα του διαβόλου και ανεπηρέαστη πλέον την παρέδωσε στη μάνδρα. Και για να γνωρίσετε και τη φιλανθρωπία του Χριστού και τον παραλογισμό των Φαρισαίων και την επιστροφή της αμαρτωλής γυναίκας, θα εκθέσω τα λόγια του Ευαγγελίου που μιλούν γι’ αυτά. Και εάν βέβαια ακούσετε προσεκτικά την αφήγηση, εύκολα θα κατανοήσετε και το περιεχόμενο της ερμηνείας.


«Παρακάλεσε», λέει, «κάποιος από τους Φαρισαίους τον Ιησού να φάει μαζί του. O Ιησούς μπήκε στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι» (Λουκ. ζ΄ 36). Ω, τί ανέκφραστη χάρη! Ω, τί απερίγραπτη φιλανθρωπία! Και μαζί με τους Φαρισαίους τρώει, και τους Τελώνες δεν διώχνει, και τις πόρνες δέχεται, και με τη Σαμαρείτιδα κάνει διάλογο (Ιωάν. δ΄ 7) και τον λόγο της Χαναναίας καταδέχεται (Ματθ. ιε΄ 22-28), και την άκρη του ρούχου Του παραχωρεί στην αιμορροούσα (Ματθ. θ΄ 20), Ναι, διότι είναι γιατρός όλων, που εγγίζει τα πάθη για να τους ωφελήσει όλους, πονηρούς μαζί και αγαθούς, αχάριστους και ευγνώμονες (Ματθ. ε΄ 45, Λουκ. στ΄ 35). Οπότε και τώρα, όταν προσκλήθηκε από τον Φαρισαίο, μπαίνει στο σπίτι του, που από πριν είναι γεμάτο κακά. Διότι, όπου υπάρχει Φαρισαίος, εκεί είναι η πηγή της πονηρίας, το καταγώγιο της αμαρτίας, η υπεροπτική υποδοχή. Αλλά κι όταν ακόμη σ’ αυτή την κατάσταση βρίσκεται το σπίτι, ο Κύριος δεν αρνείται να προσέλθει. Και δικαίως. Διότι όπως ακριβώς ο ήλιος δεν βλάπτεται καθόλου όταν ρίξει τις ακτίνες του επάνω στον βόρβορο, αλλά αντίθετα και σπογγίζει τη βρωμιά, χωρίς αυτός να πάθει τίποτε, έτσι και ο Χριστός ως ήλιος δικαιοσύνης γεμίζει κάθε ένοχο και βέβηλο τόπο, και καταστρέφει με τις ακτίνες της αγαθότητάς Του τη δύσοσμη αμαρτία, χωρίς να παθαίνει τίποτε η θεότητά Του, ούτε προσβολή, ούτε μείωση, ούτε μολυσμό.


3. Γι’ αυτό και εύκολα συμφώνησε στην πρόσκληση του Φαρισαίου, με ηρεμία και σιωπή και χωρίς να ελέγχει τον βίο του. Κι αυτό το έκανε, πρώτα για να αγιάσει τους προσκεκλημένους, τον οικοδεσπότη που τους κάλεσε, όλους τους χώρους της κατοικίας, τα πολυτελή φαγητά. Μετά, πήγε εκεί για να δείξει ότι δεν ήταν φανταστική η ενανθρώπηση και κάθισε, έφαγε, ήπιε, κατανάλωσε τροφές. Και για να πούμε αλλιώς, επειδή επρόκειτο να τον πλησιάσει η πόρνη, και να δείξει εκείνον τον θερμό και ολόζεστο τρόπο της μετανοίας, γι’ αυτό όταν Τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, αμέσως δέχεται, ώστε όταν εκείνη διηγηθεί τα φοβερά κακά που έπραξε μπροστά στους Γραμματείς και Φαρισαίους, να τους διδάξει πώς πρέπει να εξευμενίζουν τον Θεό οι αμαρτωλοί που λυπούνται για τις αμαρτίες τους. Διότι λέει «Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα» (Λουκ. ζ΄ 37). Γυναίκα, η οποία είναι φύση που εύκολα γλιστρά, είναι το πρώτο δίχτυ που χρησιμοποίησε ο διάβολος, είναι αυτή που εισήγαγε την πλάνη, είναι ο δάσκαλος της παραβάσεως, είναι αυτή που έγινε για βοηθός του άνδρα και αποδείχθηκε εχθρά, είναι αυτή που έγινε καλή κατά φύση, και με τη θέλησή της αποδείχθηκε κακή, είναι αυτή που προξένησε τον θάνατο, είναι αυτή που έδειξε την ομορφιά του δένδρου και έχασε ολόκληρο τον παράδεισο. «Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα», που σήκωνε τα βάρη της Εύας και ήταν γεμάτη με πολλά κακά. Και αναφέρω από πριν τα τόσα πολλά κακά της, για να γνωρίσετε τη μεγαλοπρέπεια της μετανοίας της.


Στην αμαρτωλή γυναίκα


4. O Θεός, αφού πήρε από την πλευρά του Αδάμ ένα οστό και αφού το έντυσε με σάρκα, κατασκεύασε την Εύα (Γέν. β΄ 21), την οποία την ονόμασε γυναίκα και την έδωσε βοηθό στον Αδάμ. Αλλά μετά που αμάρτησαν παρέβησαν τον νόμο και εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο και πήραν ως τιμωρία τον θάνατο, για να μη χαθεί όλο το ανθρώπινο γένος καθώς οδηγείται προς τον θάνατο, ο Θεός έβαλε ως αντίθετο στον θάνατο τον γάμο, ώστε ο ένας να σπέρνει κι ο άλλος να θερίζει, ο ένας να κόβει τη ζωή κι ο άλλος να την βλασταίνει.


Και το ότι δόθηκε η χάρη του γάμου, μετά που επιβλήθηκε ο θάνατος, γίνεται φανερό από το ότι ο Αδάμ, ενώθηκε με τη γυναίκα του, για τεκνογονία – μετά την απομάκρυνσή του από τον παράδεισο. Διότι έχει γραφεί ότι μετά την έξοδο από τον παράδεισο, τότε ο Αδάμ γνώρισε ως σύζυγο τη γυναίκα του (Γέν. δ΄ 1). Πριν από την αμαρτία, λοιπόν, υπήρχε η παρθενία η οποία διατηρούσε αμόλυντο τον χιτώνα της φύσεως, μετά όμως από την παράβαση, μετά από την απόφαση του θανάτου, σε αντίθεση, ορίσθηκε ο γάμος ώστε να νικήσει τον θάνατο που αφαιρεί ανθρώπους με τη γέννηση άλλων, και να τον κάνει νικημένο που τρυγά ζωές, φυτρώνοντας καινούργιες. Επειδή, λοιπόν, για τη συνέχιση του ανθρωπίνου γένους και για την αύξηση της ανθρωπίνης φύσεως, δόθηκε ο νόμος του γάμου, έσπειρε μέσα στον άνδρα την τάση για ηδονή, τη δε γυναίκα την έκανε τρυφερή. Όχι για να ερεθίζονται για πορνική μίξη, αλλά για να ενώνονται νόμιμα στον γάμο. Γι’ αυτό η μεν θεσμοθετημένη ένωση του γάμου είναι άξια τιμής από τον Θεό, η δε ένωση που πραγματοποιείται για χάρη των ηδονών υποβάλλεται στον θάνατο. «Ο γάμος να είναι από όλους σας άξιος τιμής, και η συζυγική κλίνη αμόλυντη, γιατί ο Θεός θα καταδικάσει τους πόρνους και τους μοιχούς» (Εβρ. ιγ΄ 4). Οι γυναίκες, λοιπόν, που νόμιμα είναι ενωμένες με τους άνδρες για να κάνουν παιδιά, είναι ακατηγόρητες, όπως η Σάρρα και η Ρεβέκκα και η Ραχήλ, και όποια άλλη, όπως αυτές. Οι γυναίκες όμως που λόγω ηδυπάθειας διεγείρουν τους νέους για ακολασία, επειδή καταστρέφουν τον ναό του Θεού, παραδίδονται στην καταστροφή. Διότι λέει ο Παύλος: Av κάποιος καταστρέφει τον ναό του Θεού θα τον αφανίσει ο Θεός» (A΄ Κορ. γ΄ 17). Μεταξύ αυτών των γυναικών ήταν κι αυτή η αμαρτωλή για την οποία λέμε. Διότι νοθεύοντας τη φύση της, και με εξωτερικές βαφές κοκκινίζοντας τις παρειές της, και με παραπειστική τέχνη να φανεί καλή, παράσερνε τους νέους προς την ακολασία, ρίχνοντάς τους, χωρίς να το περιμένουν, στο βάραθρο της πορνείας.


5. Και αυτά τα λέω, όχι για να την περιπαίζω για όσα έπραξε πριν, αλλά για να την επαινέσω, γιατί από εκείνη την αξιοκατάκριτη κατάσταση έφτασε ξαφνικά σ’ αύτη την αξιέπαινη. Λέω, βέβαια, τι ήταν, για να δείξω τι έγινε τώρα. Λέω τα παραπτώματα της αμαρτίας της, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας.


Όμως αυτή, που πριν δεν χρησιμοποιούσε το σώμα της ενάρετα, και άλλους τους σαγήνευε τους βοστρύχους των μαλλιών της, και άλλους τους μάγευε με τα δάκρυα, άλλους πάλι τους γοήτευε με τα καλλυντικά της, όμως όλους και από παντού τους προσκαλούσε στον βόρβορο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό κι όλον πάθη ηδονής έρωτά της τον μεταβάλλει σε θεία και επουράνια μεγάλη αγάπη. Διότι, όταν είδε τον Ιησού κάποτε μεν ελεύθερα να συζητά την Σαμαρείτιδα, άλλοτε πάλι να προσέρχεται στη Χαναναία, και άλλη φορά την κλοπή της θεραπείας από την αιμορροούσα να την αναφέρει μπροστά σε όλους, και άλλοτε μεν να τρώει μαζί με τους τελώνες, και άλλοτε πάλε να επισκέπτεται τα σπίτια των Φαρισαίων, σκέφθηκε:


– Εάν πλησιάζει πόρνες και αμαρτωλούς και τελώνες, μέχρι πότε ασταμάτητα και με ορμή θα αδειάζω το πέλαγος της αμαρτίας; Δεν θα είμαι πάντα νέα, ούτε πάντοτε ωραία. Διότι όλα παρέρχονται, όλα μαραίνονται, και τα άνθη και τα κρίνα και τα κάλλη των προσώπων. Τί, λοιπόν, θα πάθω για όσα έκανα; Διότι ήδη αισθάνομαι τη φωτιά της γέεννας, ήδη την ψυχή μου τη γεμίζει η μετάνοια, επειδή για την καταστροφή των νέων βιαζόμουν να φανώ ωραία στους δρόμους της πόλης, στις αγορές, έτρεχα στα σταυροδρόμια, χρησιμοποιώντας για δίχτυ μεν τα πόδια και για δόλωμα τη γλώσσα μου. Αλήθεια πόσους νεαρούς τους γοήτευα ρίχνοντας γύρω το γεμάτο αδιαντροπιά βλέμμα μου! Για την καταστροφή των θεατών μου έκαμνα ωραίες τις πλεξίδες των μαλλιών μου, άλλοτε ανεβάζοντάς τες σαν πύργο στην κεφαλή μου, κι άλλοτε αφήνοντας από την κορυφή τις πλεξίδες να πέφτουν πολλές μαζί επάνω στο μέτωπό μου. Άλλοτε πάλι χρωμάτιζα κόκκινα τα μάγουλά μου και ζωγράφιζα τα μάτια μου, και άλλοτε άφηνα σταλαγματιές δακρύων, ώστε με την κολακεία να εκτραχηλίζω την ψυχή! Τί θα γίνω, λοιπόν, γι’ αυτά που έκανα; Ποιον γιατρό θα βρω γι’ αυτά τα άπειρα πάθη μου; Εάν τα δικά μου πάθη τα πω σε ανθρώπους, χωρίς ωφέλεια θα είναι αυτός ο τρόπος της εξομολογήσεως. Μήπως πρέπει να καλύψω τα κακά; Όμως δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Πώς να τα ξεχάσω μη μπορώντας να ξεχάσω τον Θεό; Πού λοιπόν να φύγω, βρίσκοντας παντού τον δικαστή, που ναι μεν είναι αόρατος, όμως που παντού με ελέγχει για τα κακά; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, ένα εφόδιο ζωής υπάρχει μπροστά μου, το να αναγνωρίσω τον Ιησού και να προστρέξω σ’ Αυτόν. Διότι, ο Χριστός που δέχεται τελώνες δεν θα απομακρύνει την πόρνη, που τρώει μαζί με τους Φαρισαίους, δεν θα παραβλέψει τα δάκρυα της αμαρτωλής γυναίκας. Επειδή, λοιπόν, έμαθα ότι ο Χριστός θα βρίσκεται στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου, που ήταν άνθρωπος λεπρός και αμαρτωλός, θα τρέξω προς Αυτόν. Αλλ’ όταν πάω τί θα του ζητήσω; Την υγεία των ματιών μου; Όμως αυτή είναι πρόσκαιρη χάρη. Την απαλλαγή από την ασθένειά μου; Όμως είναι μικρή πράξη, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι βαρύτερος αυτού εδώ. Παραβλέποντας τα παθήματα του σώματος, θα του ζητήσω επίμονα τη θεραπεία της ψυχής. Βρίσκω πως υπάρχει μια λύση για τα συγκεντρωμένα κακά, να δω τον Δικαστή, και να προλάβω τον καιρό της κολάσεως. Θα μιμηθώ τη Ραάβ την πόρνη (Ιησ. Ναυή β΄ 1), και θα ακολουθήσω τον ενάρετο τρόπο αυτής της γυναίκας. Διότι ο Θεός δεν ζητά τίποτε από εμάς παρά τη μετάνοιά μας.


6. Αυτά, λοιπόν, με ευσέβεια αφού σκέφτηκε και αφού έστρεψε την διάνοιά της προς την πίστη, μπαίνει στο σπίτι που ήταν καθισμένος στο δείπνο ο Ιησούς, και την προηγουμένη αδιαντροπιά της τη μετατρέπει σε παρρησία. Και δεν λέει βέβαια τίποτε σ’ Αυτόν. Διότι δεν τολμούσε, επειδή γνώριζε ότι ο Χριστός που γνωρίζει τους λογισμούς, δεν χρειάζεται λόγια. Γιατί τί είχε να πει σ’ Αυτόν που όλα τα γνώριζε; Ότι αμάρτησε; Ότι έγινε εργάτιδα πολλών κακών; Ότι ερωτευόμενη και ερωμένη υπηρέτησε την ηδονή όλων; Αυτά ήταν φανερά στον Θεό, όχι μόνο όταν πράττονταν, αλλά και στο απόκρυφο μέρος της ψυχής όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις ήταν γυμνά. Βλέποντας, λοιπόν, ότι όλα τα γνωρίζει και δεν του ξεφεύγει τίποτε, κλείνει τη γλώσσα και μιλά με τα δάκρυα. Λέει το Ευαγγέλιο «στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια Του και κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια Του με τα δάκρυά της» (Λουκ. ζ΄ 38), Αλλ’ αν και με τη γλώσσα δεν μιλούσε, όμως μιλούσε «με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις» (Ρωμ, η΄ 26) φανερώνοντας τη συντριβή της καρδιάς, νικώντας το πλήθος των αμαρτιών, και διώχνοντας τους απρεπείς λογισμούς, τις ένοχες ενθυμήσεις, τις βέβηλες πράξεις, τις παράνομες ομιλίες. Δεν υπήρχε, βέβαια, κανένα από τα κακά που έπραξε το οποίο να μη το ελεεινολογούσε με τα δάκρυα. Διότι γνώριζε ότι για τα αμαρτήματα που με τον τρόπο αυτό ομολογούσε, έπαιρνε τη συγχώρηση. Διότι λέει στους Ψαλμούς, είπα «θα αναφέρω στον Κύριο την ανομία μου, και Εσύ Κύριε, συγχώρησες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Και δεν μιλούσε μόνο χωρίς λόγια, παρακαλώντας θερμά με τους στεναγμούς της καρδιάς τον Κύριο, αλλά παρουσίαζε και με τη στάση της το κάλλος της μετανοίας. Και δάκρυσε βέβαια, γιατί γέλασε πριν πολύ, και με τα καλά δάκρυα ξέπλυνε το κακό γέλιο, και με τις σταλαματιές των ματιών ξέπλυνε τον ρύπο του προσώπου, ώστε με εκείνα που αμάρτησε, μ’ αυτά και να απολογηθεί, με εκείνα που παρανόμησε, μ’ αυτά και να κάνει ευμενή τον νομοθέτη Κύριο. Διότι, όπως ακριβώς ο Δαβίδ το στρώμα του, που παράνομα το μόλυνε με τη σαρκική ένωση, το ξέπλυνε με τα δάκρυα, γιατί λέει ο ίδιος «θα λούζω κάθε νύχτα το κρεββάτι μου, και με τα δάκρυά μου θα βρέξω το στρώμα μου» (Ψαλμ. στ΄ 7), έτσι κι αυτή η γυναίκα, τα μάτια με τα οποία πολλούς νέους παρέσυρε στην ακολασία, τα άφησε να δακρύζουν σαν πηγές και ξέπλυνε τον ρύπο της αμαρτίας που δύσκολα καθάριζε, παρουσιάζοντας τα δάκρυα ίδια για τον εαυτό της αυτά ως λουτρό μετανοίας. Διότι, τα μεν δάκρυα ως νερό αυτή τα έφερνε, τη δε συγχώρηση μ’ αόρατο τρόπο δεχόταν από τον Χριστό. Αλλ’ όμως και τον Άβραμ ίσως όχι μόνο μιμούμενη, αλλά ξεπερνώντας τον, έπλυνε τα πόδια του Χριστού. Διότι ο μεν Αβραάμ φέρνοντας λεκάνη, έβαλε νερό και έπλυνε τα πόδια και τα σφόγγισε με πετσέτα, αυτή όμως δεν έβγαλε νερό από το πηγάδι, αλλά άφησε τις βρύσες των δακρύων και έπλυνε τα πόδια του Ιησού. Και επειδή φοβόταν μήπως προσβάλλει με τα αμαρτωλά της δάκρυα τα άγια πόδια του Ιησού, σφόγγιζε τα πόδια με τα ωραία μαλλιά της, χρησιμοποιώντας τα ως πετσέτα (Πρβλ, Λουκ. ζ΄ 44 εξ.). Και έβλεπε κανείς ολόκληρη γενικά τη γυναίκα να λυγίζει για να θεραπευθεί από τον Ιησού. Διότι τα μεν μάτια από ψηλά σαν βρύσες δακρύων άδειαζαν ακατάπαυστα, η δε ψυχή σαν λεκάνη κάτω δεχόταν τις σταλαματιές που έσταζαν από τα πόδια, οι δε πλεξίδες σφόγγιζαν έχοντας θέση πετσέτας, και τα χέρια αδειάζοντας το αλάβαστρο του μύρου, άλειψαν τα θεία πόδια με μύρο, τιμώντας τον Χριστό που είναι το μύρο. Διότι λέει στο Άσμα: «Μύρο που άδειασε είναι το όνομα σου» (Άσμα α’ 3).


7. Είδες πώς νίκησε την αχάριστη γνώμη των Ιουδαίων η αμαρτωλή γυναίκα, που δεν γνώριζε τους θείους νόμους; Διότι οι Ιουδαίοι Τον λιθοβόλησαν ενώ η γυναίκα Τον ευχαρίστησε με μύρα. Όμως οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν αχάριστοι και άμυαλοι και χωρίς ευγνωμοσύνη, ανταπέδιδαν στον ευεργέτη Χριστό, τον ακρογωνιαίο λίθο (Ησ. κη΄ 16, Ματθ. κα΄ 42, Πράξ. δ΄ 11), ως φιλοφρόνηση κακούς λίθους. Η δε γυναίκα άλειφε με μύρο τα πόδια (Λουκ. ζ΄ 38), που επρόκειτο γι’ αυτήν να σταθούν επάνω στο ξύλο του σταυρού. Και τί λέω πως αυτή νίκησε τον αχάριστο λαό των Ιουδαίων, αφού αυτή ξεπέρασε ολόκληρο των όμιλο των άγιων. Διότι έλαβε χάρη που δεν την έλαβαν βασιλείς, που δεν την έλαβαν άρχοντες. «Διότι οι βασιλείς της Θαρσείς και τα νησιά θα προσφέρουν δώρα» (Ψαλμ. οα΄ 10), «και θα Τον προσκυνήσουν όλοι οι βασιλείς της γης» (Ψαλμ. οα΄ 11). Και βέβαια, σύμφωνα με τον προφήτη και δώρα έδωσαν και τον προσκύνησαν από μακρυά, όμως κανένας από αυτούς δεν φίλησε τα πόδια του Ιησού. Διότι πώς θα γινόταν αυτό; Ήλθαν οι μάγοι έχοντας οδηγό τον αστέρα, αλλά από μακρυά έδωσαν τα δώρα γνωρίζοντας σε ποια τάξη βρίσκονταν. Διότι λέει «ο ουρανός είναι ο θρόνος μου και η γη το στήριγμα των ποδιών μου» (Ησ. ξστ΄ 1). Ας επαινείτε, λοιπόν, η γυναίκα γιατί δέχτηκε την τιμή όλης της γης, επειδή άγγιξε τα αμόλυντα πόδια του Χριστού, των οποίων το χώμα θα γλείψουν τα έθνη και οι φυλές, σύμφωνα με εκείνο που λέει στους Ψαλμούς, ότι θα γλείψουν το χώμα των ποδιών Του (Πρβλ. Ψαλμ. οα΄ 9). Άγγιξε τα αμόλυντα πόδια, και μοιράστηκε με τον Ιωάννη το σώμα του Χριστού. Διότι ο Ιωάννης έπεσε επάνω στο στήθος του Χριστού (Ιω. ιγ΄ 23), περιμένοντας από εκεί να πάρει θεία διδασκαλία, η δε γυναίκα άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού που βάδιζαν για χάρη μας. Αλλ’ ο Χριστός βέβαια, που δεν κρίνει την αμαρτία αλλά επαινεί τη μετάνοια, που δεν τιμωρεί τα προηγούμενα, αλλά εξετάζει τα μελλοντικά, συγχωρώντας τα προηγούμενά της κακά τιμά τη γυναίκα και επαινεί τη μετάνοιά της, δικαιώνει τα δάκρυά της και στεφανώνει την πρόθεσή της.


8. Αλλά ο Φαρισαίος βλέποντας το θαύμα, αρρωσταίνει στη διάνοια και οδηγούμενος από φθόνο, δεν παραδέχεται τη μετάνοια της γυναίκας, κι αυτήν, που έτσι τίμησε τον Κύριο, την χτυπά με κοροϊδία και ελαττώνει το αξίωμα του Χριστού που τιμήθηκε από τη γυναίκα, καταλογίζοντάς Του άγνοια. Διότι λέει το Ευαγγέλιο «Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που Τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του. «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τί είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει, γιατί είναι αμαρτωλή» (Λουκ. ζ΄ 39). Ω άμυαλε και ασύνετε σε όλα Φαρισαίε! Λέγοντας αυτά δεν ελέγχεις τον τρόπο της ζωής της γυναίκας, αλλά κατηγορείς τη δική σου προαίρεση λέγοντας πως ο Χριστός αγνοεί το τί είδους υπήρξε κάποτε η γυναίκα. Λοιπόν, με την πρόσκληση δεν τον τίμησες τον Χριστό ως Θεό που όλα τα γνωρίζει. Δεν σέβεσαι, λοιπόν, μεγάλε κατήγορε και συκοφάντη, γιατί καλείς μεν τον Χριστό ως Θεό που μπορεί να ευλογήσει, τον κατηγορείς όμως ως άνθρωπο που δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο από εμάς. Αυτός, λέει, εάν ήταν προφήτης… Και πόσο ανώτερη από εσένα ήταν, Φαρισαίε, η γυναίκα εκείνη στα Σίκημα, που δεν Τον γνώριζε για προφήτη, μόλις τον είδε Τον Σωτήρα με ευγνωμοσύνη ομολόγησε. Διότι είπε: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης» (Ιωάν. δ΄ 19). Και πόσο πιο θαυμάσια από εσένα είναι και αύτη η αμαρτωλή γυναίκα, της οποίας την μεν αμαρτία βλέπεις, δεν βλέπεις όμως τη μετάνοιά της. Αλλά και κατακρίνεις εκείνη που δικαιώνει ο Κριτής, και μέμφεσαι και κατηγορείς εκείνην που ο Θεός τη δέχθηκε και τη στεφανώνει, επειδή γνώρισε και τίμησε τον Θεό να κάθεται κοντά σου με μορφή ανθρώπου, και ξεσκεπάζοντας τα τραύματα της ψυχής της ζήτησε έλεος και τη συγχώρηση των πράξεών της. Όμως εσύ Τον τίμησες με την πρόσκληση, Τον ατιμάζεις όμως με την κοροϊδία λέγοντας: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τί είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει» (Λουκ. ζ΄ 39). Άθλιε! Επειδή ο Χριστός δεν έλεγξε τα δικά σου κακά, Τον κατηγορείς για άγνοια; Επειδή μπήκε κάτω από τη δική σου στέγη που τη βαραίνουν πολλά κακά, αναιρείς τη γνώση Του; Αλλ’ επειδή Του ζήτησες να έλθει κάτω από τη στέγη σου, και να καθίσει μαζί σου στο τραπέζι και να πάρει με τα χέρια Του από τα φαγητά σου, και δέχτηκε και δεν αρνήθηκε την πρόσκλησή σου, Τον νομίζεις σαν έναν από τους πολλούς; Θα ήσουν άξιος να φιλοξενήσεις Θεό ή να παραθέσεις τραπέζι σ’ Αυτόν που ετοιμάζει τραπέζι στην έρημο; (Έξοδ. ιστ΄ 13). Επειδή όμως είναι φιλάνθρωπος, δεν το αρνήθηκε και καταδέχθηκε να λάβει ποτό και τροφή από τους υπηρέτες σου. Γιατί, λοιπόν, κατηγορείς Φαρισαίε, τον φιλάνθρωπο Κύριο, που όμοια σε όλους δίκαια ζυγίζει και δίνει τον ζυγό της αγαθοσύνης Του; Γιατί περνάς από στραγγιστήρι το κουνούπι της γυναίκας αυτής και καταπίνεις την καμήλα των δικών σου κακών; Και για εσένα θέλεις ο Θεός να είναι μεγαλόψυχος, για τη γυναίκα όμως αυτή απότομος; Γιατί για ξένα εγκλήματα εξοργίζεις τον δικαστή, και για τα δικά σου ζητάς συγγνώμη; Γιατί συμφωνήσατε, εσύ κι ο Ιούδας, να εκπειράσετε τον Κύριο; Διότι εσύ μεν, ως καθαρός από ρύπο κατηγορώντας λες πως ο Θεός έχει άγνοια των αμαρτημάτων του ανθρώπου, ο δε Ιούδας ως φίλος των φτωχών αγανακτεί λέγοντας: Προς τί η σπατάλη αυτού του μύρου; Διότι μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς (Προβλ. Ματθ. κστ΄ 8-9, Μάρκ. ιδ΄ 4, Ιωάν. ιβ’ 5). Ω τί αχάριστη γνώμη! Ω τί αχάριστοι τρόποι! Ιούδα, θεωρείς σπατάλη το να υπηρετήσει κανείς τον Χριστό, και άδικο ξόδεμα ονομάζεις αυτό που παραχωρήθηκε για την τιμή του Θεού;


9. Πόσα δώσαμε εμείς έναντι εκείνων που λάβαμε από τον Θεό; Ας σκεφτούμε από τότε που υπάρχει ο κόσμος, πόσοι ποταμοί ελέους ρέουν από τη φύση Του, και ο Θεός δεν λογαριάζει την αφθονία που το χορηγεί. Η γη πόσες ευωδίες βλαστάνει; Δηλαδή βλαστούς ρόδων και κρίνων, και μοσχοθυμίαμα, νάρδο και στακτή και τα άλλα από τα οποία κατασκευάζεται το καλό μύρο. Και ο Θεός δεν το λογαριάζει για απώλεια. Και γογγύζεις που ένα μικρό αλαβάστρινο δοχείο με μύρο άδειασε στα πόδια του Χριστού; Μήπως αυτό το πήρε δώρο χωρίς ανταπόδοση για να γογγύζεις; Πήρε μύρο και φανέρωσε τον τρόπο της μετανοίας, πήρε δάκρυα και σταμάτησε την πηγή των αμαρτημάτων. Ποια είναι, λοιπόν, η απώλεια, εάν σώθηκε η γυναίκα, για την οποία κλείσθηκε ο Παράδεισος -στο πρόσωπο της Εύας-, για την οποία διώχθηκε μαζί και ο Αδάμ; Αλλά αυτό σε λυπεί, Ιούδα; Φυσικό ήταν, διότι και τον διάβολο τον λύπησε η σωτηρία της. Διότι είδε πως στο έξης μέσω αυτής το ανθρώπινο γένος μεταστρέφεται προς τη μετάνοια και δαγκώνεται και λυπάται, γιατί δεν έχει πια το δίχτυ με το οποίο θα συλλάβει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε έσπρωξε να γογγύσεις. Λέει, για ποιο λόγο γίνεται αυτή η σπατάλη; Γιατί μπορούσε να πουληθεί με ακριβό αντίτιμο. Δεν έγινε ήδη η πώληση Ιούδα; Δεν έγινε η μελέτη της προδοσίας και η αρχή των κακών αινιγμάτων;


Όμως ο Ιησούς δεν ελέγχει την ασθένειά του, δεν ξεγυμνώνει τη φιλαργυρία του, για να μη σταματήσει τη μελλοντική προδοσία. Και επιπλήττοντας ο Χριστός λέει: «Γιατί δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα;» (Ματθ. κστ΄ 10, ιδ΄ 6), Γιατί κατηγορείτε τον άνθρωπο αυτό, αύτη τη γυναίκα, για τα προηγούμενα κακά που έκανε; Αρκετά έκανε το γένος των γυναικών. Κανείς να μην εμποδίζει τη σωτηρία τους, κανείς να μη δημιουργεί προβλήματα σ’ αυτήν που έλουσε με μύρο τα πόδια εκείνα που για χάρη της περπάτησαν επάνω στη γη. «Διότι τους φτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας» (Ματθ. κστ΄ 11). Υπολογίστε με κι Εμένα μαζί με τους φτωχούς, διότι για χάρη σας έγινα φτωχός όντας πλούσιος, ώστε να πλουτίσετε εσείς από τη δική μου φτώχεια (B΄ Κορ. η΄ 9), Με θανατώνετε και δεν σας κατηγορώ. Αυτή με ενταφιάζει και γογγύζετε; «Διότι το μύρο που έριξε στο σώμα μου αύτη η γυναίκα, ήταν προετοιμασία για την ταφή μου» (Ματθ. κστ’ 12).


Δεν ντρέπεσαι, Ιούδα, που αυτή μεν όντας αμαρτωλή με τιμά με μύρα, και εσύ όντας απόστολος την προσβάλλεις για όσα κάνει σ’ Έμενα; Και η μεν γυναίκα ετοιμάζει τα σχετικά με την ταφή, ο δε μαθητής παραδίδει τον Κύριο στον θάνατο. H γυναίκα είναι αμαρτωλή, το ξέρω. Αλλά δεν είχε τίποτε να μου χαρίσει παρά την πηγή των δακρύων, εξευμενίζοντας με την πηγή των δακρύων την πηγή του ελέους, προσφέροντας στον ακτήμονα Διδάσκαλο το άυλο θυσιαστήριο. Αλλά και υπολογίζεις, άθλιε, και λες ότι το μύρο άξιζε τριακόσια δηνάρια (Μάρκ. ιδ΄ 5), υπολογίζεις όμως όχι για να επαινέσεις τη μεγαλοψυχία της, επειδή όλο τον πλούτο που συγκέντρωσε από τις κακές πράξεις της τον ξόδεψε για αντίτιμο του μύρου, αλλά για να δείξεις γογγύζοντας ότι έπεσες σε μισητό κακό, δηλαδή πόσο πολύ ζημιώθηκες. Δεν είναι όμως μεγάλο ποσό, εάν στενοχωριέσαι που στερήθηκες τριακόσια δηνάρια αφού παίρνοντας τριάντα παρέδωσες Εμένα τον Κύριο. Διότι λέει «Τί θα δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω;» (Ματθ. κστ΄ 15). Άθλιε, ο δούλος πουλά τον κύριό του; Αντιστράφηκε η τάξη. Και εγώ βέβαια με το αίμα μου σε αγοράζω από την αμαρτία, εσύ όμως με πουλάς για τριάντα οβολούς. Μετά πάλι, ο άνθρωπος πουλά τον Θεό; Ας πούμε όμως ότι Τον πουλά. Ποιος θα Τον αγοράσει; Και με πόσο αντίτιμο θα αγοράσει κάποιος τον Θεό; Γιατί κάνεις φθηνό τον πωλούμενο; Πουλά κάποιος για τριάντα οβολούς τον Θεό που είναι με μορφή ανθρώπου, σαν δούλο και σαν βάρβαρο; Και κάνε διάκριση, πόσο αντίτιμο για τον ένοικο Θεό, και πόσο για τον άνθρωπο που φαίνεται; Λέει: «Τί θέλετε να μου δώσετε»; Εσύ τί θέλεις να πάρεις; Διότι εκείνοι δεν έχουν τίποτε να δώσουν αντάξιο του Θεού. Και λέει «όρισαν γι’ αυτόν τριάντα αργύρια» (Ματθ. κστ΄ 15). Πουλά κανείς για τριάντα οβολούς άμισθο γιατρό, γιατρό που έδινε μάτια στους τυφλούς, που τους χωλούς τους σήκωνε θεραπευμένους να περπατούν στο δρόμο; Αυτά τα λέω για να διδάξω τη διάνοιά σου, επειδή δημιουργείτε προβλήματα στη γυναίκα, που πριν από τον θάνατό Του τίμησε ως νεκρό Αυτόν που είναι ελεύθερος μεταξύ των νεκρών (Ψαλμ. πζ΄ 5), γιατί με το μύρο μίλησε από πριν για τη χάρη της ταφής και της αναστάσεως. Αλλά εσύ ως αμοιβή της προδοσίας θα έχεις το σκοινί της κρεμάλας, η μνήμη όμως αυτής θα είναι ανεξάλειπτη «όπου κι αν κηρυχθεί το Ευαγγέλιο» (Ματθ. κστ΄ 13). Είπε Χριστός και έτσι έγινε στην πράξη. Διότι του Ααρών και του Ελεάζαρ σταμάτησε το μύρο και δεν ακούγεται το κέρας, όμως το αλάβαστρο σε όλους τους αιώνες απλώνεται, έχοντας την ευωδία της ακένωτης μνήμης της.


10. Αλλά προς τον Ιούδα αυτά είπε ο Χριστός βέβαια, προς τον Φαρισαίο όμως που γόγγυζε είπε ο Χριστός αυτά τα λόγια: «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω» (Λουκ. ζ΄ 40). Τί απερίγραπτη χάρη! Τί φιλανθρωπία που δεν μπορεί να λεχθεί. O Θεός και ο άνθρωπος επικοινωνούν και ο Θεός παρουσιάζει ένα πρόβλημα και ένα κανόνα φιλανθρωπίας διώχνοντας την πονηρία του ανθρώπου. Διότι λέει «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω». Έχω να πω εκείνο που δεν είπα σε κανέναν από τους παλιούς, ούτε σε πατριάρχη, ούτε σε προφήτη, ούτε σε νομοθέτη. Διότι, παλιά, θέλοντας να επικρατήσει το δίκαιο, ζητούσα «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Εξ. κα΄ 24). Επειδή όμως δεν μπορείτε να υποφέρετε το δίκαιο, αντί για το νόμο εισάγω τη χάρη, και σου λέω απόρρητο μυστήριο. «O Φαρισαίος, είπε, πες μου Διδάσκαλε. Και ο Χριστός: Δύο άνθρωποι χρωστούσαν χρήματα σε κάποιον δανειστή» (Λουκ. ζ΄ 41). Βλέπετε τη σοφία του Θεού. Αποσιωπά την υπόθεση της γυναίκας, για να μη πάρει κακή απάντηση. Λέει στη συνέχεια «ο ένας χρωστούσε πεντακόσια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα (Λουκ. ζ΄ 41). Είναι φοβερός ο τρόπος της διηγήσεως. H ζωή μας είναι έγγραφο που γράφει και λογισμούς και πράξεις και περιπλανήσεις των ματιών και κινήματα της ψυχής. Όμως διώχνει τον φόβο φιλάνθρωπος δανειστής, ο Οποίος ξεσκίζει τα χειρόγραφα που περιέχουν την αμαρτία και δεν τα ξεσκίζει μόνο, αλλά και τα σβήνει με τα νερά του Βαπτίσματος, ώστε ούτε ίχνος κάποιου γράμματος ή κάποιας συλλαβής που έμεινε, να μην υπενθυμίζει τα προηγούμενα κακά. Λέει, λοιπόν, «επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο» (Λουκ. ζ΄ 42). Βλέπεις φιλάνθρωπο δανειστή, πώς δανείζει μεν, όμως δεν τα παίρνει πίσω; Πώς ενώ εκείνοι δεν τα επιστρέφουν, δεν αδιαφορεί, αλλά απλώθηκε το χέρι Του σ’ αυτούς που του ζητούσαν διαγραφή του χρέους. Λέει, «επειδή όμως αυτοί δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο». Τα χάρισε επειδή δεν είχαν, όχι γιατί δεν ήθελαν, διότι άλλο να μην έχει κανείς και άλλο να μη θέλει. Αλλά τι λέω; O Θεός δεν ζητά τίποτε από εμάς, παρά μόνο μετάνοια, αλλά θέλει να χαιρόμαστε πάντοτε και να τρέχουμε με προθυμία στη μετάνοια. Εάν, λοιπόν, όταν θέλουμε εμείς να μετανοήσουμε, οι πολλές μας αμαρτίες φανερώνουν αδύνατη τη μετάνοιά μας, όχι γιατί δεν θέλουμε, αλλά γιατί δεν έχουμε να πληρώσουμε το χρέος. Γι’ αυτό, λοιπόν, λέει «επειδή δεν είχαν», για να δείξει ότι, όταν τους είδε να θέλουν με μετάνοια να επιστρέψουν το χρέος, όμως να μη μπορούν λόγω των πολλών αμαρτιών, ως φιλάνθρωπος τους συγχωρέσε, όχι για την πράξη αλλά την προαίρεσή τους, ελευθερώνοντάς τους από την υποχρέωση της οφειλής. Αφού, λοιπόν, αυτοί δεν είχαν για να επιστρέψουν το χρέος, χωρίς να τους μαστιγώσει, χωρίς να τους βασανίσει, χωρίς να τους ντροπιάσει, χάρισε το χρέος και στους δύο.


11. Ποιος, λοιπόν, οφείλει να τον αγαπήσει αυτόν περισσότερο; Και αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα» (Λουκ. ζ΄ 43). Βλέπε τη δύσκολη θέση του Φαρισαίου. Όταν είδε τον εαυτό του να αποκλείεται, λόγω της αλήθειας, είπε «νομίζω», γιατί φοβόταν να δώσει ευθεία απάντηση. Και ο Κύριος δεν στάθηκε στη γνώμη, αλλά παίρνοντας την απάντηση του λέει: «Ορθά αποκρίθηκες. Και ρίχνοντας τη ματιά Του στη γυναίκα του είπε: Βλέπεις αύτη τη γυναίκα» (Λουκ. ζ΄ 44) την αμαρτωλή, που για σένα μεν είναι χαμένη, για έμενα όμως σωζομένη; Μπήκα στο σπίτι σου -γιατί το γεμάτο κοροϊδία σπίτι είναι δικό σου και όχι δικό μου- και «δεν μου έπλυνες τα πόδια» (Λουκ. ζ΄ 44), τα πόδια που σκονίστηκαν για χάρη σου και υπόφεραν τον κόπο για να ελευθερώσω από τους κόπους όσους κοπιάζουν και είναι βαρυφορτωμένοι (Ματθ. ια΄ 28). Πρόσφερες μισή τιμή, θαυμάζοντας τα υψηλά και μη υπηρετώντας τα ταπεινά. Και εσύ βέβαια, δεν έριξες νερό στα πόδια μου, όμως αυτή άνοιξε τις πηγές των δακρύων από τα βλέφαρά της, και καθάρισε καλά τον ρύπο της αμαρτίας της. Εσύ φίλημα δεν μου έδωσες (Λουκ. ζ΄ 45), όπως μακάρι ούτε ο Ιούδας να έδινε το φίλημα της προδοσίας (Λουκ. κβ΄ 48), «ενώ αυτή από τη στιγμή που μπήκε δεν έπαψε να μου φιλά πόδια». «Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι» (Λουκ. ζ΄ 45-46). Διότι το λάδι «του αμαρτωλού ας μην αλειφθεί στο κεφάλι μου» (Ψαλμ. ρμ΄ 5). Γιατί πώς θα τιμούσε το κεφάλι, αυτός που αμέλησε τα πόδια; Όμως αυτή προφητικά άλειψε τα πόδια μου με μύρο (Λουκ. ζ΄ 46). Διότι λέει «μύρο που άδειασε είναι το όνομά σου» (Άσμ. α΄ 3). Που άδειασε και όχι που χύθηκε. Επειδή βέβαια το σκεύος της ιουδαϊκής γνώμης ήταν έτοιμο να σπάσει, γι’ αυτό από την αλαβάστρινη θήκη σας άδειασε στα πόδια μου το μύρο, ώστε μέσω αυτού να φτάσει στα έθνη η χάρη της ευωδίας. «Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω ότι οι πολλές της αμαρτίες συγχωρέθηκαν» (Λουκ. ζ΄ 47). Διότι εσύ μεν που με δέχτηκες συγκάτοικο, δεν με τίμησες με φίλημα ούτε υπηρέτησες με άλειμμα μύρου, όμως αυτή παίρνοντας τη συγχώρηση πολλών κακών με ετίμησε με δάκρυα και με μύρα, και μου πρόσφερε κατά κάποιον τρόπο διπλό ποτήρι.


12. Λοιπόν, ας μακαρίσουμε αυτόν τον άνθρωπο, αυτή τη γυναίκα, που κάλυψε κακά της Εύας, αυτήν την αμαρτωλή, την πόρνη, αυτήν που έπραξε αγαθά, που έδειξε τον τρόπο της μετανοίας και φανέρωσε τον νόμο της φιλανθρωπίας, αυτήν που είχε συνήγορο τον Κριτή, αυτήν που νίκησε με τα δάκρυα το μεγάλο κλάμα της κρίσεως. Όσοι λοιπόν, είσαστε εδώ παρόντες, ζηλέψτε αυτά που ακούσατε και μιμηθείτε όχι την ηδονή της πόρνης, αλλά τον θρήνο. Διότι, η μεν ηδονή γέννησε τον θρήνο, και ο θρήνος προξένησε τη συγχώρηση των κακών. Λούστε το σώμα σας, λοιπόν, όχι με νερά, αλλά με δάκρυα. Αλείψετε τα μέλη όχι με μύρα, αλλά με αγνότητα. Ντυθείτε όχι με μεταξωτά υφάσματα, αλλά με το άφθαρτο ρούχο της σωφροσύνης, για να αποκτήσετε την ίδια δόξα, απευθύνοντας ευχαριστία στον Αμνό του Θεού, ο Οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου (Ιω. α΄ 29) και στον Οποίον ανήκει η δόξα και η τιμή, μαζί και στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και στους ατέλειωτους αιώνες.




Θεοφάνης ο Κεραμεύς, κ.α., Από την ανάσταση του Λαζάρου στην ανάσταση του Χριστού: Δέκα πατερικές ομιλίες, μετάφραση Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, 1η έκδ., Αθήνα, Αρμός, 2001.