Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

«Πήγαινε να ψάλλεις στο Πανηγύρι μου! Και μην προσβάλλεις τη Γιορτή μου με τον εγωισμό σου!…»

Ο μακαριστός γιατρός του Αγίου Πορφυρίου, ο καρδιολόγος Γεώργιος Παπαζάχος (1935–2001), μας διασώζει ένα συγκινητικό περιστατικό που έζησε στο Άγιον Όρος και που έχει άμεση σχέση με το θέμα μας. Διηγείται ο ίδιος:

«Κατηφορίσαμε με τον π. Ιωσήφ για τον ασθενή μου.

Η καλύβα του γερο-Χρυσόστομου είναι σε απότομο και κακοτράχαλο σημείο.
Τον βρήκαμε να κάθεται στο πεζούλι της στενής αυλής τους με τον υποταχτικό του.
Ήταν 92 χρόνων.
Συμπαθής φυσιογνωμία.
Μάλλον ψηλός, με έντονα οιδήματα σφυρών.
Εύκολη η διάγνωση με την πρώτη ματιά.
Του φίλησα το χέρι και συστήθηκα. Συστήθηκε και εκείνος.
Ήρθε νέος στο όρος.
Στον κόσμο ήταν πυροσβέστης,
αλλά και καλός ψάλτης.
Θέλησε να προσφέρει το “χάρισμα” της φωνής του στη συνεχή δοξολογία του Θεού μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας.
»Μπήκαμε μέσα στο καλύβι του.

Ο απέναντι τοίχος του κελιού ήταν γεμάτος από ημιτελείς εικόνες του αγίου Γεωργίου.
Απόρησα γι’ αυτό, αλλά δεν ρώτησα.

Εκείνος με ρώτησε το βαφτιστικό μου όνομα και, όταν είπα “Γεώργιος”, με αγκάλιασε, με φίλησε και με παρακάλεσε διακριτικά να καθίσω σε ένα πάγκο δίπλα στο παράθυρο για να μου διηγηθεί μια ιστορία…
Κάθισα.
Από το παράθυρο φαινόταν κάτω η θάλασσα, σαν από αεροπλάνο.
»–Σου είπα ότι είχα πάθος με την “ψαλτική”.

Η φωνή μου με κολάκευε κι εγώ,
όπου πήγαινα να ψάλω, ζητούσα την πρωτοκαθεδρία.
Οι ταπεινοί αδελφοί πάντα με αναγνώριζαν πρωτοψάλτη.
Έτσι, μια χρονιά του αγίου Γεωργίου, είχαν ολονυχτία στην Αγία Άννα κι εγώ έβαλα στον τορβά μου τα μουσικά βιβλία κι έφθασα στον ναό λίγο καθυστερημένος.
Όμως, άλλοι είχαν ήδη ανέβει στο ψαλτήρι και δεν μού ’διναν τη θέση του “πρώτου”.
Περίμενα λίγο. Τίποτα!
Τους έδωσα να καταλάβουν …
“ότι ήρθα”, αλλά αυτοί συνέχιζαν να ψάλλουν τα δικά τους.
Άρχισα να θυμώνω και να ταράσσομαι.
“Γιατί ήρθα;”, σκέφτηκα, “για δεύτερος ή για τρίτος;

Εγώ λαμπαδάριος ή δομέστιχος;
Ή εγώ πρώτος ή θα φύγω!”.
Και, δυστυχώς, ο εγωισμός με οδήγησε στο δεύτερο.
Μάζεψα τα βιβλία μου και επιδεικτικά έφυγα.
“Να μάθετε ποιος είμαι!…”, είπα μέσα μου.
Σε καμιά ώρα έφθασα στο κελί μου, στενοχωρημένος “έως θανάτου”.
Άφησα τον τορβά μου, κάθισα στον πάγκο που κάθεσαι τώρα, γιατρέ.
Ήμουν ιδρωμένος και κατάκοπος.
Ράκος ψυχικό. Με πήρε ο ύπνος.
Και τότε, μου συνέβη κάτι θαυμαστό. Δεν ξέρω αν ήταν όραμα ή όνειρο.

»Βρέθηκα κάτω στον αρσανά των Κατουνακίων και ήταν βαθύ σκοτάδι. Μόνο τα κύματα ακούγονταν.
Σε λίγο άκουσα κουβέντες και μια βάρκα που πλησίαζε.
Μόλις που διακρινόταν.
Κωπηλατούσαν 6-8 στρατιώτες και ένας Αξιωματικός στεκόταν όρθιος.

Η στολή του δεν έμοιαζε με τις στολές των δικών μας αξιωματικών.
Η βάρκα ακούμπησε στον αρσανά. Φοβήθηκα.
Ακούστηκε στην ησυχία η φωνή του Αξιωματικού:
»–Κατεβείτε και φέρτε τον μέσα στη βάρκα!

»Εγώ αντέδρασα και μαζεύτηκα.

»–Όχι, όχι!… Εγώ είμαι καλός άνθρωπος!…, είπα. Εγώ ήρθα στο Όρος να καλογερέψω. Δεν είμαι κλέφτης!… Μη με πιάσετε!…

»–Έλα μέσα!… Έλα μέσα!…

»Ακούστηκε σταθερή η φωνή του Αξιωματικού. Με πήραν μαζί τους και η βάρκα κατευθύνθηκε προς τον αρσανά της Αγίας Άννης. Δεν μίλαγε κανείς. Σκοτάδι γύρω. Μαύρη η θάλασσα. Δεν μίλαγε κανείς. Φοβήθηκα πολύ. Δεν τολμούσα να κοιτάξω τα πρόσωπά τους, ούτε να τους ρωτήσω. Μόνο όταν φθάσαμε στην Αγία Άννα, μου μίλησε αυστηρά ο Αξιωματικός:

«–Πήγαινε να ψάλλεις στο Πανηγύρι μου! Και μην προσβάλλεις τη Γιορτή μου με τον εγωισμό σου!… Πήγαινε!… Σ’ αγαπώ!…»

»Τότε κατάλαβα ποιος ήταν:

ήταν ο ίδιος ο άγιος Γεώργιος!
Ξύπνησα τρομαγμένος και έβαλα τα κλάματα. Δάκρυα μετανοίας για την απαίσια διαγωγή μου.
Κοίταξα το ρολόι.
Προλάβαινα.
Αν έτρεχα, προλάβαινα πριν τελειώσουν. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Της επιστροφής του ασώτου.
Στον δρόμο παρακαλούσα τον άγιο Γεώργιο να με συγχωρέσει.
Τέτοιο αμάρτημα που έκανα απόψε!… Να χαλάσω την ατμόσφαιρα του πανηγυριού!…
Να παγώσω τις καρδιές των συνασκητών μου με το πάθος μου!…
–Συγχώρησέ με, άγιέ μου, τον ανάξιο μοναχό!…

»Έφθασα πριν τελειώσουν.

Μόλις μπήκα στον ναό, ξαφνιάστηκαν όλοι.
Στάθηκα κάτω από τον πολυέλεο και φώναξα με δάκρυα:
»–Συγχωρέστε με, αδελφοί μου!

»Και έκανα εδαφιαίες μετάνοιες προς τα τέσσερα σημεία του ναού.

Έκλαιγαν οι αδελφοί, έκλαιγα κι εγώ. Με το “Δι’ ευχών” αγκάλιασα έναν-έναν όλους και συγχωρεθήκαμε.
Ήταν η πιο έντονη μέρα της ζωής μου…».
Φαίνεται ότι η ταπείνωση ξαναχτίζει ό,τι γκρεμίζει ο εγωισμός· την αγάπη και το χαμόγελο μέσα μας και γύρω μας…

«Πολλάκις την υμνωδίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών•
τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενος,
τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος• αλλ’ εκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ο Θεός, δια της μετανοίας, και σώσόν με».

Παρακλητική, Γ’ Ήχος, Όρθρος Δευτέρας, Β’ Απόστιχο των αίνων.]

Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου): «Ψαλώ τω Θεώ μου ή τω εαυτώ μου;» –Η ψαλτική τέχνη ως διακονία και χάρισμα– Κεφ. 7ο, σελ. 75.

Πνευματικές Συμβουλές του μακαριστού πάπα-Διονύσιου της Βατοπαιδινής Σκήτης της Κολιτσού

...«Όταν κάνης τον κανόνα σου, να μη δέχεσαι λογισμούς κατακρίσεως για τους αδελφούς, ότι είναι αμελείς, αλλά να αυτομέμφεσαι ότι εσύ είσαι ο πιο αμαρτωλός και κάνεις αυτό που έχεις χρέος να κάνης, ενώ οι άλλοι πατέρες έχουν αρετές που εσύ δεν τις βλέπεις».
«Όταν κάνης μικρές μετάνοιες, το χέρι πρέπει να φθάνη στο χώμα. Αν δεν μπορής,τουλάχιστον στα γόνατα. Αν κουραστής κατά τον κανόνα, μπορείς να κάνης διάλειμμα, προσευχόμενος όμως νοερώς. Αν δεν μπορής να κάνης μετάνοιες μεγάλες για κάποιο λόγο, να κάνης διπλάσιες μικρές».
«Είμαστε υποχρεωμένοι να προσευχώμαστε για τους ευεργέτες μας. Να μη μένουμε χρεωμένοι στους ευεργέτες μας, αλλά να ξεπληρώνουμε με προσευχή. Ένας μοναχός που δεν προσευχόταν για τους ευεργέτες του, όταν εκοιμήθη πήγε να περάση η ψυχή του τα τελώνια. Όμως αυτά που είχε κερδίσει από τα καλά του έργα, ο φύλακας Άγγελός του τα μοίρασε στους ευεργέτες του για να ξεπληρώση, και έτσι δεν κατώρθωσε να περάση τα τελώνια. Τότε ο Άγγελος του είπε να επιστρέψη στο σώμα του και μέχρι το τέλος της ζωής του έκλαιγε και έδινε ελεημοσύνη».
«Χωρίς να κάνουμε τον κανόνα μας δεν μπορούμε να είμαστε μοναχοί. Όταν ήρθα το 1924 στο Άγιον Όρος, στο Καρακάλλου σ’ ένα τοίχο είχε την εξής διήγηση: “Δύο καλοί ιερομόναχοι στα Ιεροσόλυμα βοηθούσαν και ωφελούσαν πολύ κόσμο, αλλά πολλές φορές άφηναν τον κανόνα τους. Όταν τους έκαναν την ανακομιδή βρέθηκαν άλυωτοι. Τότε ο Πατριάρχης έδωσε εντολή σε όλους τους μοναχούς να κάνουν αγρυπνία γι’αυτούς. Σ’ έναν αναχωρητή εμφανίστηκε Άγγελος και είπε ότι αυτοί οι δύο είναι καλοί, αλλά δεν έλυωσαν, γιατί άφηναν τον κανόνα τους. Ο Άγγελος είπε να κάνουν οι μοναχοί της περιοχής τον κανόνα των δύο ιερομονάχων για ένα χρόνο. Όταν έπειτα έκαναν την ανακομιδή, είχαν λυώσει”».
«Παλαιά στο Άγιον Όρος, για να γίνη κανείς μοναχός, έπρεπε να μάθη τους Χαιρετισμούς απ’έξω».
«Αν στην προσπάθεια για νοερά προσευχή εμφανιστούν πόνοι στην καρδιά σωματικοί και όχι πνευματικοί, αυτοί που λένε οι Πατέρες, τότε μπορεί να είναι κρύωμα η τα νεύρα.Πάντως μην αφήσης την ευχή και να σταυρώνης την καρδιά με λάδι από το καντήλι του Αγίου της Μονής».
«Αν στον κανόνα σου έρθη κατάνυξη και κατάσταση καλή, ακόμη και αν τελείωσης τα κομποσχοίνια, μη σταματήσης την ευχή μέχρι να φύγη από μόνη της αυτή η κατάσταση».
«Να μη λες την ευχή με βεβιασμένη εσωτερική κατάσταση, αλλά ο νους σου να είναι συγκεντρωμένος στην ευχή. Την αίσθηση της μετανοίας και την κατάνυξη να τις περιμένης από τον Κύριο».
«Όταν φιλοξενήσαι μαζί με άλλους στο ίδιο δωμάτιο και δεν μπορής να κάνης τον κανόνα σου, πρέπει να τον κάνης την άλλη μέρα. Καλά είναι να έχης κάνει μερικούς κανόνες από πριν, και όταν δεν μπορής να κάνης κανόνα, να τον έχης εξασφαλισμένον από πριν».

«Οι Παλαιοί πατέρες έλεγαν: “Όταν πας κάπου και σε φιλοξενήσουν, ύστερα, όταν φύγης,ακόμη και στον δρόμο, κάνε ένα κομποσχοίνι γι’ αυτούς, γιατί έκαναν κόπο.  και αν δεν προσευχηθής γι’ αυτούς μένεις με χρέος. Πάντοτε να ευχαριστής εκείνους που σε φιλοξένησαν, και να προσεύχεσαι γι’ αυτούς”».

Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε το έτος 1807 μ.Χ. στην κωμόπολη Ποκρόφσκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια ευγενών. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δημήτριος. Ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Άγιος ήταν γεμάτος από μονές και σκήτες και γι' αυτό τον λόγο ονομαζόταν «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Το πνευματικό αυτό περιβάλλον επέδρασε πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Αγίου και στην καλλιέργεια της ευσέβειάς του.

Ο πατέρας του τον έγραψε στην αυτοκρατορική σχολή πολέμου στην Αγία Πετρούπολη. Παρά την πρόοδό του στη σχολή, εκείνος επιθυμούσε να γίνει μοναχός και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Αφορμή γι' αυτό έδωσε μια σοβαρή ασθένειά του το έτος 1827 μ.Χ., όταν ο Άγιος ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως εγκαταβιώνει στη μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέεται πνευματικά με τον Στάρετς Λεωνίδα, της Όπτινα ο οποίος διέμενε εκείνο τον καιρό στη μονή. Στην συνέχεια πήγε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε τον Στάρετς Θεοφάνη. Εκεί έμεινε τέσσερα ακόμη χρόνια, για να καταλήξει κοντά στον γέροντά του Λεωνίδα στη μονή της Όπτινα.

Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος. Ο Άγιος αρχίζει τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στην οποία εμφανίζεται ο Θεός να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά και ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα αυτή γίνεται φορεύς φωτός, εκπληρώνοντας την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον όχι με σωματική υπηρεσία, αλλά με τη διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας τις ψυχικές τους πληγές. Ο χορός των μοναχών έδωσε στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα, ποίμαναν και στερέωναν την Εκκλησία.

Ιδού, γιατί η Εκκλησία μετά την περίοδο των Μαρτύρων επεκτάθηκε στην έρημο. Εκεί βρίσκεται η τελειότητα της Εκκλησίας, η πηγή του φωτός της και η κύρια δύναμη της στρατευόμενης Εκκλησίας».

Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως, παραιτείται από όλα τα αξιώματα που είχε στην Εκκλησία και αποσύρεται στην ησυχία της μονής της Όπτινα. Στο μεταξύ η Εκκλησία τον καλεί να την διακονήσει ως Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου. Η πνευματική του δραστηριότητα δεν σταματά. Κατά εκείνη την περίοδο θα γράψει και το περίφημο έργο του «Προσφορά εις τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της υπάρξεώς του.

Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Μπαμπάεβο.

Ο Άγιος Ιγνάτιος, αφού έζησε εκεί ως απλός μοναχός, κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, το έτος 1867 μ.Χ., σε ηλικία εξήντα ετών.

Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου

Ο Άγιος Δονάτος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περί το 330 μ.Χ. στην Εύροια και μορφώθηκε στο Βουθρωτό της Ηπείρου. Σε ηλικία τριάντα ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ευροίας και αρχιεράτευσε επί αξήντα χρόνια. Μετείχε δε στην Β' Οικουμενική Σύνοδο. Άλλες πηγές θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από τη Δύση, αφού το όνομα αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο εκεί.

Στις λατινικές πηγές παρατηρείται σύγχυση μεταξύ του Αγίου Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, και του ομωνύμου του Επισκόπου Αρητίου Τυρρηνίας, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτου. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί, αφενός μεν λόγω της συνωνυμίας, αφετέρου δε διότι η Επισκοπή Ευροίας υπαγόταν Εκκλησιαστικά στη Δύση, αν και πολιτικά ανήκε στο Βυζάντιο.

Οι αγιολογικές πηγές μαρτυρούν πλήθος θαυμάτων από τον Άγιο. Στο Συναξάρι αναφέρεται και το θαύμα του Αγίου που φόνευσε τον δράκοντα. Κοντά στην Εύροια υπήρχε ένα χωριό που ονομαζόταν Σωρεία, στο οποίο υπήρχε μία πηγή, από την οποία, όποιος έπινε, πέθαινε. Όταν ο Άγιος πληροφορήθηκε το γεγονός, πήρα μαζί του και άλλους ιερείς και πήγε στην πηγή. Την στιγμή που έφθασε εκεί, ακούσθηκε μία βροντή. Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά του ένας δράκοντας, που είχε την φωλιά του στην πηγή. Μόλις ο Άγιος έστρεψε το βλέμμα του και είδε το θηρίο, πήρε στα χέρια του το σχοινί, με το οποίο κτυπούσε τον όνο επάνω στον οποίο επέβαινε, χτύπησε το θηρίο στη ράχη, που έπεσε νεκρό στο έδαφος. Στην συνέχεια ο Άγιος ευλόγησε την πηγή, ήπιε πρώτος αυτός νερό απ' αυτή και, ακολούθως, προέτρεψε και τους άλλους να πιουν χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι, πράγματι, ήπιαν και ευφράνθηκαν και επέστρεψαν ασφαλείς στις οικίες τους.

Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου, έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο, ο οποίος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να θεραπεύσει την θυγατέρα του που έπασχε από δαιμόνιο. Ο Άγιος θεράπευσε τη βασιλόπαιδα και ο Θεοδόσιος του πρόσφερε τόπο στον Ομφάλιο Ηπείρου και χρήματα, προκειμένου ο Άγιος να ανεγείρει ναό. Στην τοποθεσία αυτή σώζονται ερείπια αρχαίου ναού, που χρονολογείται όμως από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Είναι πιθανό ο νεότερος αυτός ναός να οικοδομήθηκε επί των θεμελίων εκείνου, τον οποίο έχτισε ο Άγιος, διότι κατά τις ανασκαφές βρέθηκε και παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο Άγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μάλλον το 388 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του ανωτέρου ναού σε μνημείο, το οποίο κατά την παράδοση είχε ο ίδιος ετοιμάσει.

Το 604 μ.Χ. ο επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, εξαιτίας των συχνών βαρβαρικών επιδρομών που γίνονταν στα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με τον ιερό κλήρο της Ευροίας στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, μεταφέροντας και το λείψανο του Αγίου Δονάτου. Αργότερα, το 1125 μ.Χ., κατά την εποχή των Σταυροφοριών στην Δύση, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Δονάτου, μεταφέρθηκε από τον Ενετό Δόγη Domenico Michelli, στην Εκκλησία της Παναγίας και Δονάτου στο Murano (Μουράνο) της Βενετίας.

Μέρος του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δονάτου δια των ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου και του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη στις 29ην Σεπτεμβρίου 2000 από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Ο Άγιος Δονάτος είναι πολιούχος της Παραμυθίας και όλης της Ιεράς Μητροπόλεως και η μνήμη του τιμάται ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα.

Σημείωση: Στην Λευκάδα, η μνήμη του Αγίου Δονάτου τιμάται στις 7 Αυγούστου. Με αυτήν την ημερομηνία συμφωνεί και χειρόγραφο της Αθωνικής Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλ. Ζαμπέλη Γερασ., Πρωτοπρ., Ιστορία…, ό.π., σελ. 51).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Κυριε τον παραλυτον.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ Ὁμιλία τοῦ ἁγίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Στό χρυσωρυχεῖο οὔτε τήν πιό ἀσήμαντη φλέβα δέν θά δεχόταν νά περιφρονήση κανένας κι ἄς προξενῆ πολύν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καί στίς θεῖες Γραφές δέν εἶναι χωρίς βλάβη νά προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μιά κεραία. Ὅλα πρέπει νά ἐξετάζωνται. Τό ἅγιο Πνεῦμα τά ἔχει πεῖ ὅλα καί τίποτα δέν εἶναι ἀνάξιο σ̉ αὐτές. Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστής κι ἐδῶ: Αὐτό πάλι ἦταν τό δεύτερο σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Γαλιλαία. Καί δέν πρόσθεσε βέβαια ἔτσι ἁπλᾶ τή λέξη «δεύτερο», ἀλλά τονίζει ἀκόμα περισσότερο τό θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν. Δείχνει ὅτι, μόλο πού ἔγινε καί δεύτερο σημεῖο, δέν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στό ὕψος ἐκείνων πού τίποτα δέν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοί πού ἔχουν δεῖ πολλά καί θαυμάσει. Ὕστερ̉ ἀπ̉ αὐτά ἦταν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων. Ποιά ἑορτή; Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καί ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Συστηματικά τίς γιορτές βρίσκεται στήν πόλη. Ἀπ̉ τή μιά γιά νά φανῆ πώς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ̉ τήν ἄλλη γιά νά τραβήξη κοντά του τόν ἁπλό λαό. Γιατί αὐτές τίς μέρες γινόταν περισσότερη συρροή τῶν πιό ἁπλῶν. Ὑπάρχει στά Ἱεροσόλυμα ἡ προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά μέ τό Ἑβραϊκό ὄνομά της, μέ πέντε στοές. Σ̉ αὐτές ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος - κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεραπείας; Τίνος μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό; Αὐτά δέν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶ καί τυχαῖα ἀλλά εἰκονίζει καί ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. Μ̉ αὐτόν τόν τρόπο, τόν ὑπερβολικά παράξενο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἀπροσδόκητα, δέ θά κατάστρεφε μέσα στίς ψυχές τῶν πολλῶν τή δύναμη τῆς πίστης. Ποιό εἶναι λοιπόν αὐτό πού εἰκονίζει; Σκόπευε νά δώση τό βάπτισμα πού ἔχει πολλή δύναμη καί μεγάλη χάρη.τό βάπτισμα πού ἀποπλύνει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ὅπως λοιπόν σέ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτά στήν κολυμβήθρα καί σέ πολλά ἄλλα. Καί πρῶτα ἔδωσε τό νερό πού βγάζει τά στίγματα τῶν σωμάτων καί πού δέν εἶναι μιάσματα ἀλλά φαίνονται, ὅπως τά μολύσματα ἀπό κηδεῖες, ἀπό λέπρα καί ἄλλα τέτοια. Καί πολλές ἄλλες θεραπεῖες στήν Παλαιά Διαθήκη θά μποροῦσε κανείς νά δῆ πού πραγματοποιήθησαν μέ νερό, γι̉ αὐτό τό λόγο. Ἀλλά ἄς μποῦμε στό θέμα μας. Πρῶτα λοιπόν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμούς σωματικούς κι ἔπειτα διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νά θεραπεύωνται μέ νερό. Γιατί θέλοντας ὁ Θεός νά μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στή δωρεά τοῦ βαπτίσματος δέν θεραπεύει τούς μολυσμούς μονάχα ἀλλά καί ἀσθένειες. Γιατί οἱ πλησιέστερες πρός τήν ἀλήθεια εἰκόνες καί σχετικά μέ τό βάπτισμα καί τό πάθος καί τά ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπό τίς παλαιότερες. Γιατί ὅπως οἱ κοντινοί τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τούς πιό μακρινούς, ἔτσι γίνεται καί σχετικά μέ τούς τύπους. Κι ὁ ἄγγελος καταβαίνοντας ἀνατάραζε τό νερό καί τοῦ ἔδινε θεραπευτική δύναμη, γιά νά μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολύ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νά θεραπεύση ὅλα τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτική δύναμη δέν ἦταν φυσική ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατί τότε θά ἐκδηλωνόταν ἀδιάλειπτα, ἀλλά παρουσιαζόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καί πάνω σ̉ ἐμᾶς δέν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τό νερό ἀλλά ὅταν δεχτῆ τή χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τίς ἁμαρτίες. Γύρω ἀπ̉ αὐτή τήν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄρρωστοι τυφλοί, κουτσοί, λεπροί πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ καί τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ̉ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά θεραπευτῆ. Μά τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νά προσέλθη. Γιατί δέν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλά εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτός πού τά ἐκτελεῖ ὅλα καί δέν εἶναι δυνατό νά πῆ ὁ ἀσθενής«μόλις πάω νά κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρίν ἀπό μένα». Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δέν ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλά ἴδια καί ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακές ἀκτῖνες καθημερινά δίνουν τό φῶς τους καί δέν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπό τήν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, δέν ἐλαττώνεται μ̉ ὅλο τό πλῆθος πού τήν ἀπολαμβάνει. Αὐτό συνέβαινε, μέ τό σκοπό ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυνατό μέ τό νερό νά θεραπευτοῦν πολλά σωματικά νοσήματα καί ἀσκήθηκαν στή γνώση αὐτή πολύν καιρό, νά πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύση καί νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καί γιατί τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τούς ἄλλους καί ἦρθε σ̉ αὐτόν, πού εἶχε τριάντα ὀχτώ χρόνια καί γιατί τόν ρώτησε ἄν θέλη νά γίνη ὑγιής. Ὄχι γιά νά μάθη, αὐτό ἦταν περιττό, ἀλλά γιά νά δείξη τήν ὑπομονή τοῦ παραλυτικοῦ καί γιά να καταλάβωμε ὅτι γι̉ αὐτό ἄφησε τούς ἄλλους καί πῆγε σ̉ αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενής τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:«Κύριε δέν ἔχω κάποιον νά μέ βάλη στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τό νερό. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρίν ἀπό μένα». Γι̉ αὐτό ρώτησε, ἄν θέλη νά γίνη γερός. Γιά νά πληροφορηθοῦμε αὐτά τά πράγματα. Δέν τοῦ εἶπε θέλεις νά σέ κάμω καλά; - Γιατί δέν φανταζόταν ἀκόμα τίποτα σπουδαῖο γι̉ αὐτόν - ἀλλά θέλεις νά γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικός παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀχτώ ἔτη τήν ἀσθένεια καί κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θά γλύτωνε ἀπ̉ αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καί δέν ἀπομακρυνόταν. Χωρίς τήν καρτερία του ἄν ὄχι τά περασμένα, δέν θά ἦσαν ἱκανά τά μέλλοντα νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κεῖ; Σκέψου σέ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικό καί οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νά εἶναι ἥσυχοι. Γιατί μήτε ἡ ὥρα δέν ἦταν φανερή πού ταραζόταν τό νερό. Καί στό κάτω-κάτω οἱ κουτσοί καί οἱ κουλλοί μποροῦσαν νά παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοί ὅμως πού δέν ἔβλεπαν; Ἴσως τό καταλάβαιναν ἀπό τό θόρυβο. Ἄς νιώσωμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ντροπή καί ἄς στενάξωμε γιά τήν πολλή ἀδιαφορία μας. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ἔμεινε στό ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καί, μ̉ ὅλο πού δέν πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δέν ἀπομακρυνόταν. Καί δέν πετύχαινε ὄχι ἀπό ἀδιαφορία δική του ἀλλά γιατί τόν ἐμπόδιζαν καί τόν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως δέν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα ἡμέρες, ἄν μείνωμε κάπου καί παρακαλέσωμε γιά κάτι χωρίς νά πετύχουμε στό τέλος βαρυόμαστε νά δείξωμε τόν ἴδιο ζῆλο. Καί στούς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα ὑποφέροντες τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καί ἐκτελώντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρίς νά ἐκπληρώνεται πολλές φορές ἡ ἐλπίδα μας. Στόν Κύριο ὅμως τό δικό μας, ὅπου θά πάρωμε ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη ἀπό τούς κόπους μας ἀμοιβή - ἡ ἐλπίδα, γράφει, δέν ἀπογοητεύει - δέν θέλομε νά μείνωμε κοντά του μέ τό ζῆλο πού πρέπει. Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ̉ αὐτή τή στάση; Ἀκόμη κι ἄν δέν ἦταν δυνατό νά πάρουμε τίποτα, αὐτή τήν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί του δέν ἔπρεπε νά τήν θεωροῦμε ἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλά εἶναι κουραστική ἡ ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλά καί ποιά ἀρετή δέν εἶναι κοπιαστική; Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζί μέ τήν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μέ τήν ἀρετή ὁ πόνος. Πολλοί ἀναζητοῦν τήν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπ̉ τήν ἀρχή ζωή ἐλεύθερη ἀπό φροντίδες καί κόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στή διαστροφή καί χάσαμε τόν παράδεισο. Γι̉ αὐτό ἔκαμε ἐπίπονη τή ζωή μας, σάν νά δικαιολογοῦνταν στό γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας.σᾶς ἔβαλα μέσα στήν τρυφή, ἀλλά ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε χειρότερους. Γι̉ αὐτό διέταξα νά δοκιμάζετε τόν πόνο καί τόν ἱδρῶτα. Ἐπειδή ὅμως οὔτε αὐτός ὁ πόνος δέν συγκράτησε τόν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μέ πολλές ἐντολές βάζοντάς μας, ὅπως στό δύσκολο ἄλογο, δεσμά καί χαλινάρια. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι̉ αὐτό εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωή ἡ χωρίς κόπο συνήθως διαφθείρει. Ἡ φύση μας δέν δέχεται τήν ἀργία, εὔκολα κλίνει στήν κακία. Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κόπους ὁ φρόνιμος καί ἐνάρετος γενικά, ἀλλά ἐπιτυγχάνουν τό κάθε τι ἀκόμα καί κοιμισμένοι. Τήν ἄνεση πού θά προέκυπτε ποῦ θά τή χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στήν ἀνοησία καί τήν ὑπερηφάνεια;

Ἀλλά γιατί ἔχει συζευχθῆ μέ τήν κακία πολλή εὐχαρίστηση καί μέ τήν ἀρετή πολύς κόπος καί ἱδρῶτας; Καί τί χάρη θά εἶχε καί τί μισθό θά ἔπαιρνε, ἄν τό πρᾶγμα δέν ἦταν κοπιαστικό; Ἔχω νά σᾶς δείξω πολλούς πού ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τό γάμο καί τόν ἀποφεύγουν μέ σιχαμάρα. Αὐτούς θά τούς ποῦμε φρόνιμους καί θά τούς στεφανώσωμε καί θά τούς ἀνακηρύξωμε πανηγυρικά; καθόλου. Γιατί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καί ὑπερίσχυση πάνω στίς ἡδονές ὕστερα ἀπό μάχη. Καί τά πολεμικά τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναι σκληροί, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δέν ἀντιστέκονται. Εἶναι πολλοί νωθροί ἀπό τή φύση. Αὐτούς δέ θά τούς ποῦμε ἐνάρετους. Γιαυτό ὁ Χριστός ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τούς δύο τούς ἀφήνει ἀβράβευτους καί τόν ἕναν μόνο βραβεύει μέ τή βασιλεία. Σᾶς λέω καί γιατί χρειάζεται ἡ κακία. Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κακίας ἀπό τή θεληματική ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοί ἔπρεπε νά εἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καί τό ροχαλητό; Καί γιατί φαινόταν γιά ἀγαθό τό νά ἐπιτυγχάνης χωρίς κόπο; Φέρνεις ἐνστάσεις πού θά ἔφεραν ζωντανά καί λαίμαργοι καί ἄνθρωποι πού νομίζουν Θεό τήν κοιλιά τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοί εἶναι λόγοι ἀδιαφορίας. Ἄν ὑπάρχη βασιλέας καί στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιάς κοιμᾶται καί μεθᾶ, ὁ στρατηγός μέ ταλαιπωρίες τήν ἕκτη ὥρα στήνει τά τρόπαια, σέ ποιόν θά ἀπέδιδες τήν νίκη; Καί ποιός χάρηκε τή χαρά τῆς νίκης; Βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή κλίνει σ̉ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖον κοπίασε; Γι̉ αὐτό καί τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τή συνώδεψε μέ κόπους, ἐπειδή ἤθελε νά ἐξοικειώση τήν ψυχή μ̉ αὐτή. Γι̉ αὐτό τήν ἀρετή κι ἄν ἀκόμα δέν τήν πραγματοποιήσωμε τή θαυμάζομε, ἐνῶ τήν κακία μ̉ ὅλη τή γλυκύτητα τήν καταδικάζομε. Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατί δέ θαυμάζομε πιό πολύ τούς ἐκ φύσεως ἀγαθούς ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀγαθοί μέ τήν θέλησή τους; Ἐπειδή εἶναι δίκαιο νά προτιμᾶται αὐτός πού κοπιάζει. Καί γιά πιό λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδή τήν ἔλλειψη τοῦ κόπου δέν τήν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε. Κι ἄν τό καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καί δημιούγησε πολύν κόπον. Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσουμε κάποιον σ̉ ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τή λαιμαργία του, χωρίς νά τόν ἀφήνουμε οὔτε νά βαδίζη οὔτε στήν ἐργασία νά τόν βγάζουμε. Ἀλλά ἄς χαίρεται τό φαγητό καί τόν ὕπνον καί ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωή ἀπ̉ αὐτήν; Εἶναι ἄλλο ὅμως νά ἐργάζεσαι καί ἄλλο νά κοπιάζης. Ἦταν στό χέρι μας τότε νά ἐργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μά εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτό θέλησε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τό ἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι̉ αὐτό μᾶς ἔβαλε νά καλλιεργοῦμε τόν Παράδεισο, ὁρίζοντάς μας τήν ἐργασία χωρίς νά ἀναμείξη τόν κόπο. Γιατί βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπό τήν ἀρχή δέν θά πρόσθετε ἔπειτα τόν κόπο σάν τιμωρία. Γιατί εἶναι δυνατόν νά ἐργάζεται κανείς καί νά μήν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι. Γιά νά πεισθῆτε ὅτι ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μέ τή δύναμή τους νά ἐκτελέσουν τό λόγο του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλή κούραση.τότε ὅμως αὐτό δέ γινόταν. Αὐτός πού μπῆκε στήν περίοδο τῆς ἀναπαύσεώς του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπό τά ἔργα του, ὅπως ἀπό τά δικά του ὁ Θεός. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλά ἔλλειψη κόπου. Γιατί ὁ Θεός καί τώρα ἀκόμη ἐργάζεται καθώς λέγει ὁ Χριστός.Ὁ πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ. Γι̉ αὐτό συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψεται κάθε ἀδιαφορία νά ζηλέψετε τήν ἀρετή. Γιατί ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι σύντομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή.τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρά καί πρόσκαιρος ὁ κόπος. Ἡ ἀρετή ξεκουράζει τόν ἐργάτη της καί πρίν ἀπό τή βράβευσή του, συντηρῶντας τον μέ τίς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τόν δικό της ἐργάτη, πιέζοντας τή συνείδηση καί τρομοκρατῶντας την καί προδιαθέτοντας σέ ὑποψία ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτά βέβαια ἀπό πόσους κόπους καί ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα. Κι ἄν στή θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπό τήν εὐχαρίστηση αὐτή; Τήν ἴδια ὥρα φανερώνεται καί μαραμένη χάνεται καί φεύγει πρίν τήν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τήν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν χρημάτων.δέν παύουν νά γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονή συνεπάγεται κόλαση καί τιμωρία, ποιός θά ἦταν πιό ἀξιολύπητος ἀπό αὐτούς πού τήνἐπιδιώκουν; Ἄς τά ξέρωμε αὐτά κι ἄς ὑποφέρωμε τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἔτσι θά χαροῦμε καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί μ̉ ἐκεῖνον καί στόν Πατέρα καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Τό νοσοκομεῖο τοῦ Θεοῦ

1. ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ

Δίπλα στὴν προβατικὴ πύλη ἡ Βηθεσδά, μία μεγάλη δεξαμενὴ ὕδατος, συγκέντρωνε πλήθη ἀσθενῶν. Διότι ἐκεῖ πολλὰ θαύματα θεραπειῶν συνέβαιναν. Κάθε τόσο ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβαινε καὶ ἐτάραζε τὸ ὕδωρ. Κι ὅποιος ἀσθενὴς προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα, θεραπευόταν ἀπὸ ὁποιοδήποτε νόσημα κι ἂν ἔπασχε. Ὁ παράλυτος ὅμως τοῦ Εὐαγ-γελίου δὲν εἶχε κανένα βοηθὸ κοντά του νὰ τὸν σύρῃ στὴν κολυμβήθρα πρῶτον. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια παράλυτος καὶ μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸν ἐπισκέφθηκε ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, τὸν τσακισμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε, ὅταν ὁ Κύριος πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα, δὲν ἐπισκεπτόταν ἀνάκτορα ἀλλὰ παράλυτους, τυφλοὺς καὶ ἀρρώστους. Πόσοι τέτοιοι ἄρρωστοι ὑπάρχουν καὶ σήμερα στὰ νοσοκομεῖα, στὰ κέντρα ἀνιάτων, στὰ γηροκομεῖα, σὲ κλινικές, σὲ σπίτια. Πόσες θλίψεις δοκιμάζουν αὐτοί, καὶ μάλιστα ὅταν δὲν ἔχουν κανένα νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Πόσα παράπονα καὶ στεναγμοὶ ἀκούονται. Ἀμέτρητοι ἀσθενεῖς, ἀμέτρητοι στεναγμοί. Καὶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ὑποχρέωσίς μας νὰ τοὺς ἐπισκεπτώμαστε, νὰ τοὺς βοηθοῦμε, νὰ τοὺς δείχνουμε ἀγάπη καὶ στοργή.

Ἀλλὰ καὶ πόσο μᾶς οἰκοδομεῖ ἡ δική τους ἀσθένεια στὸ νὰ ἐκτιμήσουμε τὴ δική μας ὑγεία καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε κα-θημερινὰ τὸν Θεὸ γι’ αὐτή. Γιὰ τὴν ὑγεία ποὺ ἀπολαμβάνουμε καὶ γιὰ τὰ τόσο πολλὰ ἀγαθά, ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε. Ἀλλὰ καὶ πόσο πρέπει νὰ παρηγορούμαστε γιὰ τὶς δικές μας μικρὲς θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Πόσες φορὲς παραπονιόμαστε γιὰ τὴν ἀϋπνία μιᾶς νύχτας ἢ γιὰ τὴν ἀδιαθεσία μιᾶς ἡμέρας. Καὶ δὲν σκεπτόμαστε ὅτι ὑπάρχουν ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ πολλὰ χρόνια δὲν ἀπόλαυσαν οὔτε μιὰ ἡμέρα ὑγείας. Ἔλεγε κάποιος: Παραπονιόμουν στὸν Θεὸ γιατὶ δὲν εἶχα παπούτσια, ὥσπου κάποια μέρα εἶδα ἕναν ποὺ δὲν εἶχε πόδια.

2. Η ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Ὁ Κύριος ἐκεῖ στὴν κολυμβήθρα ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς κατάκοιτους προτίμησε νὰ θεραπεύσῃ τὸν μακροχρονίως παράλυτο. Τὸν προτίμησε γιὰ τὴν καρτερικότητά του καὶ τὴν ὑπομονή του. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἄλλες πολλὲς ἀρετές του. Γιὰ σκεφθῆτε: Κανεὶς δίπλα του δὲν τὸν βοηθοῦσε. Ὅλοι κοιτοῦσαν τὸν ἑαυτό τους. Κι ἐνῶ αὐτοὶ δὲν τοῦ ἔδειχναν καμμία συμπάθεια, ὁ παράλυτος δὲν τοὺς κατηγορεῖ, δὲν τοὺς καταδικάζει. Ἦταν ὑπομονετικὸς στὴν ἀδιαφορία τους. Ἀλ-λὰ καὶ πόσα χρόνια περίμενε καὶ δὲν ἔφευγε. Δὲν καταριόταν τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε, οὔτε βλασφημοῦσε τὸν Θεό. Οὔτε ἀντέδρασε στὴν ἐρώτησι τοῦ Κυρίου. Ἐὰν ἦταν ἄλλος, ἴσως θὰ Τοῦ ἔλεγε: «Μὲ ρωτᾷς ἂν θέλω νὰ γίνω ὑγιής; Μὲ ἐμπαίζεις;». Ὁ παράλυτος ὅμως δείχνει μεγάλη πραότητα καὶ ὑπομονή. Καὶ ὁ Κύριος τὸν ἐπιβραβεύει. Κάνει τὸ θαῦμα. Τὸν θεραπεύει τελείως ἀμέσως.

3. ΤΑ ΨΥΧΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Νὰ σκεφθοῦμε ὅμως καὶ κάτι ἅλλο:Ὁ πρώην παράλυτος ἔζησε μετὰ τὴν θαυμαστὴ θεραπεία του λίγα ἀκόμη χρόνια ὑγιὴς καὶ κατόπιν πέθανε. Πόσο ἔζησε; Δέκα; Εἴκοσι χρόνια; Πόσο διαρκεῖ ἡ ἐπίγειος ζωή; Ἀτμὸς εἶναι ποὺ ἐξα-τμίζεται. Ἄρα καὶ ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σχετικὰ μικρὸ ἀγαθό. Ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ ἀξίζει εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Κύριος λέγοντας στὸν πρώην παράλυτο: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε». Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Κύριος στὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ἦσαν ἐνδεικτικὰ τῶν ἀσυγκρίτως μεγαλύτερων θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀναγέννησι τῶν ψυχῶν, ὁ ἁγιασμός μας εἶναι τὸ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔχει προεκτάσεις στὴν αἰωνιότητα.

Ὅλοι μας λοιπὸν ποὺ ἐζήσαμε τέτοια μεγάλα πνευματικὰ θαύματα, ποὺ καθαρισθήκαμε στὴν πνευματικὴ Βηθεσδά, στὴν κολυμβήθρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ στὸ λουτρὸ τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἄς ἀκούσουμε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς λέγῃ νοερά: «Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Ἀναστήσου ἀπὸ τὴν πνευματική σου παραλυσία. Ὅσα χρόνια πρόκειται νὰ ζήσῃς στὸ ἑξῆς, βάδιζε στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ζητεῖ νὰ βαδίζουμε σταθερὰ στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου μας ἐργαζόμενοι τὸ θέλημά του. Καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη νὰ ἐπαναλαμ-βάνουμε μέσα μας καὶ γύρω μας τὰ λόγια τοῦ ἰαθέντος παραλύτου: «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας με ὑγιῆ». Αὐτὸς μὲ ἔσωσε, Αὐτὸς μὲ ἐλύτρωσε, Αὐτὸς μὲ συγχώρησε, Αὐτὸς μὲ ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴν πνευματική μου παραλυσία. Γι’ αὐτὸ Τὸν ἀγαπῶ καὶ περιμένω νὰ μὲ ὑποδεχθῇ στὴ Βασιλεία του.

Ὁ Χριστός καί ὄχι ἐγώ

«Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς»

Σήμερα ὁ Κύριος θεράπευσε ἕναν παράλυτο δίπλα στὴν «κολυμβήθρα», στὴ μικρὴ λίμνη τῆς Βηθεσδᾶ, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος θεράπευσε τὸν παράλυτο Αἰνέα, ὅπως ἀκούσαμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Τὸν θεράπευσε ὁ Πέτρος; Ναί, ἐκεῖνος τὸν θεράπευσε. Ὡστόσο ὁ ἴδιος εἶχε ἄλλη αἴσθηση γιὰ τὸ θαῦμα. Ἀναγνώριζε ὅτι ὁ Χριστὸς θαυματουργεῖ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸν Αἰνέα: «Σὲ θεραπεύει Ἰησοῦς ὁ Χριστός».

Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὲς ἀρετὲς δείχνει ὁ λόγος αὐτός.

1. Ἀκλόνητη πίστη

Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, μὲ τὸν ὁποῖο ἐνήργησε τὸ θαῦμα, δείχνει πολὺ δυνατὴ πίστη. Δὲν εἶπε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος «Μακάρι νὰ σὲ θεραπεύσει» ἢ «Ἐλπίζω νὰ σὲ θεραπεύσει», οὔτε ἀκόμη «Θὰ σὲ θεραπεύσει», ἀλλὰ «Σὲ θεραπεύει». Τώρα. Ὁ Ἀπόστολος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος. Μᾶλλον οὔτε ἁπλὴ βεβαιότητα μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε, βεβαιότητα ἀνθρώπινη, ἀλλὰ κάτι πολὺ περισσότερο: θεία πληροφορία, τὴν ὁποία παρέχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὴν ἁγιασμένη ψυχὴ στὴν ὁποία κατοικεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὑποταγεῖ τελείως στὸν Χριστό, ἔχει γίνει ἕνα μὲ τὸν Χριστό, ζεῖ τὸν Χριστό, καὶ ὅταν ἐνεργεῖ, οὐσιαστικὰ ἐνεργεῖ ὁ Χριστὸς δι᾿ αὐτοῦ. Πρόκειται γιὰ ὑπερφυσικὴ κατάσταση, κατάσταση Χάριτος, τὴν ὁποία ὁ μὴ ἁγιασμένος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει, ἁπλῶς ἴσως λίγο νὰ ὑποψιασθεῖ.

Ἐμεῖς βέβαια οὔτε χάρισμα θαυμα­τουρ­γίας ἔχουμε οὔτε τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἀποστόλου. Πόρρω ἀπέχουμε! Ὅ­μως ἡ μεγάλη πίστη του μᾶς δίνει τὴν ἀ­φορ­μὴ νὰ ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία μας, ἐμεῖς ποὺ θέλουμε νὰ λεγόμαστε πιστοί· ἐμεῖς ποὺ τόσες φο­ρὲς καὶ τόσο πολὺ εὐεργετηθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἀκόμη ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴ στοργικὴ συμπαράστασή Του στὰ κα­θημερινά μας προβλήματα. Εἶναι εὐ­καιρία μὲ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα νὰ βάλουμε ἀρχή, νὰ καλλιεργοῦμε λογισμοὺς πίστεως καὶ κατὰ Θε­ὸν αἰσιοδοξίας. Τὸ κυριότερο: νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· διότι ἔνοχη συνείδηση καὶ ἀ­κλόνητη πίστη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συν­υπάρχουν.

2. Βαθιὰ ταπεινοφροσύνη

Ὁ λόγος αὐτὸς ὅμως τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου φανερώνει καὶ τὴ βαθιά του τα­πεινοφροσύνη. Ποιὸς ἦταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος; Ὁ πρωτοκορυφαῖος, ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν πιὸ στενῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὁ θεόπτης τοῦ Θαβώρ! Ἀπὸ τὸ κήρυγμά του τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς πίστεψαν τρεῖς χιλιάδες· ἡ σκιά του θεράπευε θαυματουργικὰ ἀσθενεῖς, μ᾿ ἕναν του λόγο ἐπετίμησε μὲ θάνατο τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα (βλ. Πράξ. β´ 41, ε´ 1-11, 15)! Καὶ τώρα λέει στὸν παράλυτο Αἰνέα: «Ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς». Ἐξαρχῆς καὶ προκαταβολικὰ διακηρύσσει: «Αἰνέα, σὲ θεραπεύω ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Χριστός». Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου δὲν κάνω τίποτε, τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρις, ἡ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ εἶμαι ἕνας ταπεινὸς δοῦλος Του, ἁπλὸ ὄργανο τῆς θαυμαστῆς δυνάμεώς Του».

Πόσα ἔχει νὰ μᾶς πεῖ τὸ φρόνημα τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου! Νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας μήπως ὑπερηφανευόμαστε γιὰ τὰ καλά μας ἔργα, ποὺ ὁπωσδήποτε εἶναι πολὺ μικρότερα ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅτι ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἅγιοι, ἐμεῖς δὲν θυμόμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας, ποὺ εἶναι πολλὰ καὶ κάποτε πολὺ σοβαρά, ἐνῶ, ἂν κατορθώσουμε κάτι μικρό, συνέχεια τὸ σκεφτόμαστε καὶ δὲν σταματᾶμε νὰ ὑπερηφανευόμαστε γι᾿ αὐτό, μέχρις ὅτου καὶ αὐτὸ τὸ μικρὸ «διὰ τῆς ἀλαζονείας κενώσωμεν», τὸ χάσουμε ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία μας (PG 47, 419).

Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ θυμόμαστε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε´ [15] 5). Ὅ,τι κατορθώνουμε, νὰ τὸ ἀποδίδουμε στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ λέμε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α´ Κορ. ιε´ [15] 10). Νὰ καλλιεργοῦμε τὸ ταπεινὸ φρόνημα. Τότε θὰ μᾶς σκεπάζει ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός Του· καὶ περισσότερη πνευματικὴ προκοπὴ θὰ μᾶς δίνει καὶ ἀληθινὸ ταπεινὸ φρόνημα θὰ μᾶς χαρίζει.

***

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ ἀληθινὴ πνευματικότητα ἔγκειται στὴν ταπεινοφροσύνη, στὸ νὰ σβήνει τὸ ἐγὼ καὶ νὰ φαίνεται ὁ Χριστός. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστη, ἡ ἀληθινὴ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό: τὴν ὥρα τῆς θείας Χάριτος νὰ ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας εἴμαστε ἕνα μηδὲν καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ δώσει ὁ Κύριός μας, ποὺ ἀνέστησε τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδᾶ καὶ διὰ τοῦ Ἀποστόλου Του τὸν παράλυτο Αἰνέα, νὰ ἀναστήσει καὶ τὴν ψυχή μας «τὴν δεινῶς παραλελυμένην» στὴ ζωὴ τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ ταπεινοφροσύνης.

Ανάμνηση Θαύματος Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου

Το 1832 μ.Χ. μάστιζε φοβερή θανατηφόρος αρρώστια, η πανώλης, τον πληθυσμό της Μυτιλήνης. Οι θάνατοι κάθε μέρα γινότανε και περισσότεροι. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σκορπιστούν στους γύρω λόφους ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Και οι αρχές της πόλεως αφήκαν τα γραφεία τους στην πόλη και κατέφυγαν και αυτές στα βουνά. Όλα τα μέτρα όμως που έπαιρναν, ήταν ανίσχυρα να σταματήσουν την αρρώστια και το θάνατο. Η κυβέρνηση έστειλε συνεργεία γιατρών από την Κωνσταντινούπολη και φάρμακα, που πάλι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.

Αλλά ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ανθρώπινες προσπάθειες, το έκαμε η χάρη του Θεού με τις προσευχές του Αγίου Θεοδώρου.

Σ’ αυτές τις κρίσιμες μέρες και μάλιστα τη νύχτα της Παρασκευής της α΄ εβδομάδας των Νηστειών, φανερώθηκε ο Άγιος στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και του παρήγγελε να ειπεί στο Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς από τις εξοχές, όπου είχαν καταφύγει, να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού. Ο Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, αλλά μετά από μια εβδομάδα, και πάλι νύκτα της Παρασκευής, βλέπει το ίδιο όνειρο ζωηρότερα, και αυστηρότερον τον Άγιο. Αμέσως αυτή τη φορά έτρεξε και ανακοίνωσε στο Μητροπολίτη την εντολή του αγίου. Ο Μητροπολίτης αμέσως συνάντησε τον Τούρκο Διοικητή και του ζήτησε την αδεία να επιτρέψει να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τους χριστιανούς, να έλθουν στο ναό και να παρακαλέσουν όλοι τον Θεό να σωθούν απ’ την αρρώστια. Οι Τούρκοι γιατροί, που ήρθαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να γίνει συγκέντρωση από φόβο να μη μεταδοθεί η αρρώστια περισσότερο. Όμως ο Διοικητής βλέποντας ότι ο κόσμος πέθαινε, παρ’ όλα τα μέτρα που είχαν πάρει οι γιατροί, έστω και αν είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους οι κάτοικοι, έδωκε την άδεια για συγκέντρωση και αγρυπνία.

Όλοι οι χριστιανοί με πίστη και ελπίδα έτρεξαν στο ναό, που γέμισε μέσα, έξω και τους γύρω δρόμους. Έκλαψαν, παρακάλεσαν το Θεό, και ζήτησαν και τη βοήθεια του Αγίου, που έμαθαν ότι φανερώθηκε με όνειρο στον Πρωτοσύγκελλο. Ξημέρωσε και προσευχότανε. Τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος κατέβηκαν στην κρύπτη του ναού, έβγαλαν με ευλάβεια το λείψανο του Αγίου Θεοδώρου και έκαμαν μια σύντομη λιτανεία γύρω στο ναό.

Από εκείνη την ώρα δεν πέθανε κανείς Χριστιανός ή Τούρκος από την πανώλη. Η πόλη ονόμασε τον Άγιο Θεόδωρο «Πολιούχο», δηλαδή προστάτη της πόλεως και του νησιού της Λέσβου. Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη Άγιο.

Από τότε το σεπτό λείψανο του αγίου δεν το ξανάβαλαν στην κρύπτη του ναού, αλλά το τοποθέτησαν φανερά και για τους Τούρκους στη θέση του Μητροπολιτικού ναού, που βρίσκεται σήμερα και αποτελεί, όπως λέγει και το απολυτίκιο του αγίου, «θησαυρόν τιμαλφή» για την Λέσβο.

Σαν πολιούχος ο Άγιος Θεόδωρος προστάτεψε την Λέσβο και κατά τον τελευταίο πόλεμο του 1940 μ.Χ., που ενώ οι Ιταλοί βομβάρδιζαν διαφόρους στόχους, όπως τον ασύρματο της πόλεως, που ήταν στη Νεάπολη, τα εργοστάσια Σουρλάγκα στον κόλπο της Γέρας, στο λιμάνι το πλοίο «Αρντένα», καμιά βόμβα δεν πέτυχε το στόχο της και πολλές απ’ αυτές βυθίστηκαν στο έδαφος χωρίς να εκραγούν.

Σε ανάμνηση του θαύματος της διασώσεως του πληθυσμού της πόλεως από την πανώλη, από το έτος 1936 μ.Χ., με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, καθιερώθηκε νέα γιορτή στη Μυτιλήνη την Δ' Κυριακή από το Πάσχα, κατά την οποία γίνεται με μεγάλη λαμπρότητα και με συμμετοχή χιλιάδων λαού η λιτάνευση του σεπτού λειψάνου του Αγίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ πάντιμον Λείψανον τοῦ Θεοδώρου πιστοί, ἐνδόξως τιμήσωμεν ὡς θησαυρὸν τιμαλφῆ, καὶ πάντες βοήσωμεν· Σῶσον ἐκ τῶν κινδύνων τοὺς πιστῶς σε ὑμνοῦντας, ὡς πότε σὺ ἐῤῥύσω ἐκ πανώλους τὴν πόλιν, καὶ πάντας περιφρούρησον ταῖς ἱκεσίαις σου.

Άγιος Βασίλειος ο Θαυματουργός εκ Σερβίας

Ο Άγιος Βασίλειος, Επίσκοπος Ζακχόλμσκ, γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς το 1610 μ.Χ. στην περιοχή του Πόποβ της Ερζεγοβίνης. Από αγάπη προς το μοναχικό βίο εγκατέλειψε την πατρική οικία και εισήλθε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τρέμπινκ, όπου εκάρη μοναχός.

Λόγω της αρετής του εξελέγη Επίσκοπος Ζάκχολμσκ και Σκεντερίας. Ανέλαβε τον Μητροπολιτικό θρόνο στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, ως διάδοχος του Επισκόπου Παύλου και προκάτοχος του Επισκόπου Νικοδήμου. Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας πραγματικός ποιμένας για το ποίμνιο του Χριστού και ο Κύριος τον αξίωσε του χαρίσματος της Θαυματουργίας.

Για να γνωρίσει ο Άγιος τη βυζαντινή μοναστική και ησυχαστική παράδοση, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος.

Ο Άγιος Βασίλειος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1671 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στην πόλη Όστρογκ, στην Τσερνογκόρια, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ερζεγοβίνη.

Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης Μητροπολίτης Θηβών

«Τῇ 29η τοῦ μηνός Ἀπριλίου μνήμη του εν Ἁγίοις Πατρός ημών Ἰωάννου Μητροπολίτου Θηβῶν καί ἐξάρχου πάσης Βοιωτίας τοῦ Καλοκτένους καί νέου Ἐλεήμονος».

Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας «διά να μάθη τις τόν βίον ἀνθρώπου παλαιοτέρας ἐποχής, πρέπει νά γνωρίση την κοινωνικήν καί πολιτικήν κατάστασιν τῶν χρόνων ἐκείνων, να γνωρίζη τόν τρόπον τῆς ζωῆς τῶν τότε ἀνθρώπων, την χώραν, είς τήν ὁποίαν ἐκείνος ἔζησε, καί ἐπί τούτων στηριζόμενος ὡς ἐπί ἀσφάλῶν θεμελίων νά μελετήση καί περιγράψη τόν βίον τοῦ προσώπου».

Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη ζωή και τη δράση του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη. Η εποχή στην οποία έζησε ο Άγιος (12ος αιώνας μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από σοβαρά ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές ανακατατάξεις όχι μόνο στην περιοχή της Βοιωτίας, αλλά και σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τα βόρεια σύνορα της μέχρι τα ακρότατα, τα νοτιότατα σύνορα. Η Αυτοκρατορία επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού απειλείται από παντού από εχθρούς οι οποίοι οραματίζονταν τον πλούτο του Κράτους. Οι Νορμανδοί με το βασιλιά τους Ρογήρο κατέρχονταν προς τα νότια καί απειλούσαν τις ακραίες περιοχές του Βυζαντίου. Οι πρώτοι Σταυροφόροι εγκαθιδρυμένοι από πολλά χρόνια στην περιοχή των Ιεροσολύμων, απειλούνταν από τους Σαρακηνούς και ζητούσαν βοήθεια από τη Δύση την οποία και έδωσαν οι βασιλείς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄ καί της Γερμανίας Κονράδος Γ΄. Ταυτόχρονα οι Νορμανδοί εισβάλλουν στην Ελλάδα, καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, περιπλέουν την Πελοπόννησο, λεηλατούν την Αιτωλοακαρνανία, εισπλέουν στον Κορινθιακό καί μέσω της Κρίσας (σημερινό Χρυσό) επιτίθενται εναντίον των Θηβών.

Η Θήβα την εποχή εκείνη είχε μεγάλη ακμή. Ήταν σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Φημισμένα ήταν τα μεταξουργεία των Θηβών. Η πόλη κατείχε τα πρωτεία στη Στερεά Ελλάδα καί ήταν πρωτεύουσα της. Εκεί είχε την έδρα του ο Μητροπολίτης Θηβών ο οποίος έφερνε τον τίτλο «Έξαρχος πάσης Βοιωτίας». Στην πόλη αυτή επέδραμαν οι Νορμανδοί, την βρήκαν ανυπεράσπιστη, επειδή τα βασιλικά στρατεύματα φρόντιζαν την Κωνσταντινούπολη, και την κατέλαβαν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του εθνικού μας Ιστορικού Παπαρρηγόπολου «Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν καί έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομόσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων, καί ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες καί γυναίκες, καί μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Την ίδια εποχή λεηλατήθηκαν η Κόρινθος, η Ευβοια καί η Αθήνα. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Πάνορμο της Σικελίας όπου δίδαξαν την τέχνη του μεταξιού στους κατοίκους.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς – τον Κωνσταντίνο Καλοκτένη και τη σύζυγό του Μαρία – ο Ιωάννης. Παιδί προσευχής (μιάς και οι γονείς του ήσαν για χρόνια άτεκνοι) ο Ιωάννης αφιερώθηκε από τη σύλληψη του ακόμη, από τους γονείς του στην Εκκλησία. Ανατράφηκε με επιμέλεια από τη μητέρα του η οποία φρόντισε να λάβει ο Ιωάννης την απαιτούμενη μόρφωση. «Από μαθήσεως εις μάθησιν προβαίνων ο Άγιος, χάρις εις την μεγάλην αυτού επιμέλειαν καί ευφυΐαν, εγένετο πρότυπο αληθούς μαθητού».

Δωδεκαετή τον παρέδωσε ο πατέρας του στον Μέγα Δομέστικο της Βυζαντινής Αυλής, στον αρχηγό των στρατιωτικών, προκειμένου να τον εκπαιδεύσει στα στρατιωτικά. Όμως η κλίση του προς την Εκκλησία παρά προς το στρατό, η επίδραση της μητέρας του, αλλά και η ευχή που είχαν κάνει οι γονείς του, υποχρέωσαν τον Μέγα Δομέστικο να τον κατατάξει στην τάξη των ιερομονάχων. Έκτοτε ο Ιωάννης άρχισε να προετοιμάζεται με περισσότερη δραστηριότητα για το υψηλό αξίωμα. Από μικρή ηλικία έδειξε την κλήση του στα γράμματα. Σπούδασε τα «ἱερά γράμματα», Ρητορική, Φιλοσοφία άλλες «θύραθεν ἔπιστῆμες». Λόγω της μεγάλης ευσέβειας και της αγάπης του προς τη Θεοτόκο αξιώθηκε να ακούσει τη φωνή Εκείνης όταν κάποια μέρα διάβαζε τους χαιρετισμούς: «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε», «Χαίροις και εσύ των Θηβών προστάτα» ήταν η συνομιλία.

Εν τω μεταξύ η εκκλησιαστική κατάσταση στην πόλη των Θηβών ήταν απελπιστική. Ο Μητροπολίτης Θηβών από τη μεγάλη λύπη για την κατάσταση αυτή και λόγω των καταπιέσεων των Νορμανδών πέθανε. Ο νέος Μητροπολίτης που εκλέγεται στην Κωνσταντινούπολη, πεθαίνει καθ’ οδόν. Το Πατριαρχείο δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη την κατάσταση της Θήβας. Κάτω όμως από την πίεση των Θηβαίων επέλεξε ως καταλληλότερο πρόσωπο για την έδρα Πάσης Βοιωτίας τον Ιωάννη, ο οποίος μόναζε σε Μονή της Κωνσταντινούπολης. Ο ήδη εκλεγμένος από τη Θεοτόκο προστάτης των Θηβών δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκλογή και τη χειροτονία του ως Μητροπολίτη Θηβών. Η εκλογή αυτή χαροποίησε τους Θηβαίους και τους έδωσε ελπίδες και δυνάμεις.

Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος και της δράσης. Όχι μόνο ανακούφιζε τους πτωχούς Χριστιανούς της επαρχίας του με την ελεημοσύνη, αλλά αγωνίσθηκε και έδωσε ώθηση στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Βρήκε κατεστραμμένη την πόλη και την περιοχή και γι’ αυτό ξεκινά αμέσως το δύσκολο έργο του.

Και πράγματι με την είσοδο του ο Άγιος στην πόλη άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ευτυχία της. Τα εμπόδια ήταν πολλά. Από τη μία οι Νορμανδοί είχαν στην κυριολεξία αφανίσει κάθε πλούτο από την περιοχή και από την άλλη οι 2.000 περίπου Εβραίοι, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το φρόνημα των Θηβαίων προσφέροντες δουλειά και χρήματα. Η απουσία υλικών αγαθών και η διάβρωση της Χριστιανικής πίστης ήταν δύο μέτωπα εναντίον των οποίων έπρεπε να αγωνισθεί ο Άγιος.

Η ανέγερση του Ναού της Θεοτόκου με χρήματα από την πατρική του περιουσία, η πατρική διδασκαλία του, η διαρκής ελεημοσύνη του και βοήθεια έκανε πολλούς Εβραίους και Αρμένιους να ασπαστούν τη Χριστιανική πίστη, ο δε πιστός λαός από τότε του έδωσε το όνομα του Νέου Ελεήμονος.

Εκτός από αυτά ο Άγιος έκανε πολλά έργα κοινής ωφέλειας στην πόλη. Η εκτροπή του ποταμού Ισμηνου προσέφερε στην πεδιάδα των Θηβών, αλλά και στα προάστια, Πυρί και Άγιος Θεόδωρος γονιμότητα και δύναμη, θέτωντας σε λειτουργία υδρόμυλους και θεμελίωσε υδραγωγεία. Το ποτάμι αυτό πήρε αργότερα το όνομα Αγίαννης. Στο σημείο της εκτροπής οι Θηβαίοι έκτισαν ναό προς τιμήν του Αγίου, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Κατασκεύασε γέφυρες, διευκολύνοντας τη διέλευση των ανθρώπων. Ονομαστή η «Ιωαννιάδα» του, (κατά μίμηση της Βασιλειάδας). Ίδρυσε Γηροκομείο, Πτωχοκομεία, Νοσοκομεία και Σχολεία τόσο χρήσιμα τα έργα αυτά για την εποχή του Αγίου. Σαν άλλο δε Υπουργείο περιβάλλοντος ο Άγιος με την μεταφορά των υδάτων στην πόλη φρόντισε για την δεντροφύτευση ιδιαίτερα μουριών κατάλληλων για την σηροτροφία. Όλα τα έργα τα επέβλεπε καθημερινά προσωπικώς. Ρηξικέλευθο έργο του ο Παρθενώνας (Σχολή Γυναικών). Μάθαιναν γράμματα και τέχνες. Με τα χειροτεχνήματα τους, βοηθούσαν τους εμπερίστατους. «Δεν άφησε το πλοίον εις την διάκρισην των ανέμων και της τρικυμίας, αλλ’ως επιδέξιος κυβερνήτης προεφύλαττε τούτο από πάσης επικινδύνου πορείας, ίνα μη επιπίπτουν εις τους βράχους συντριβή» σημειώνει ο Συναξαριστής.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Άγιος τη δύσκολη εκείνη εποχή όχι μόνο έσωσε την πόλη από ολοσχερή καταστροφή, τέτοια που ούτε τα θεμέλια της δεν θα βρίσκαμε σήμερα, αλλά και την ανύψωσε σε θέση περιωπής και την κατέστησε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο. Γι’ αυτό οι Θηβαίοι ενόσω ακόμη ζούσε ο Άγιος τον είχαν ανακηρύξει προστάτη τους.

Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1166 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Από τα πρακτικά αυτής της Συνόδου, διασώζεται η θεολογική διδασκαλία του Αγίου: «Ἐρωτηθεὶς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τὸν Υἱὸν συγκτίστην καὶ συνδημιουργὸν τῷ Πατρὶ οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γὰρ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν , ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι, καὶ ἐτυπώθη τῆ προτεραία κατεξετασθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἣν προσελάβετο, καθ’ ἣν παραπλησίως ἡμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινώνηκεν». Η μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αποδεικνύει τη μεγάλη θεολογική κατάρτιση και τη βαθιά πίστη του Αγίου.

Μετά την ειρηνική κοίμηση του μεταξύ του 1182 και 1193 μ.Χ. και την αναγνώριση της αγιότητος του ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό όπου κατέθεσαν τα Λείψανα του. Σήμερα ο ναός αυτός δεν σώζεται. Στα θεμέλια του κτίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα περικαλλής Ναός ο οποίος και σώζεται μέχρι τις μέρες μας.

Υπάρχουν φήμες πως τα Τίμια & Χαριτόβρυτα Λείψανα του βρίσκονται στην Ιταλία.

Μέχρι σήμερα διατηρείται η ανάμνηση των έργων υποδομής του Αγίου μεταξύ των κατοίκων των Θηβών, και της γύρω περιοχής.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ἐκ μέσης τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας ψυχῆς, τὰ ῥέοντα ἔφυγες, καὶ ἐπιπόνῳ ζωή, τὴν σάρκα ἐξέτηξας· ἔσπευσας Ἱεράρχα, Βοιωτὼν Ἰωάννη, φίλος Χριστοῦ γενέσθαι, διὰ οἶκτον πενήτων· διὸ καὶ νέος ἐλεήμων, ἐκλήθης μακάριε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ σοφὲ τοὺς οἴακας, ἐπιστημόνως χειρισθεὶς ταύτην ἀκύμαντον, διεχήρησας μακάριε Ἰωάννη, τὰς ζαλώδεις καταιγίδας ἐκκρουσάμενος, καὶ βιαίας τρικυμίας τῶν αἱρέσεων· ὅθεν κράζω Σοι· Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγχνε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἀναβὰς εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν, καὶ τῇ θεία ἐκείνη καταυγασθείς, ὢ Πάτερ λαμπρότητι, τῶν δογμάτων τοῦ Πνεύματος, ἀληθῶς ἐδείχθης φωστὴρ διαυγέστατος, ἀστραπαῖς φωτίζων, τοῦ Πνεύματος ἅπαντας· ὅθεν καὶ ὁμίχλην, τῶν παθῶν ἐκδιώξας, λαὸν σου ἐποίμανας, θεαρέστως μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμεν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν φωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ποιμένα σε Θηβῶν, καὶ προστάτην τιμῶντες, χήρων καὶ ὀρφανῶν, μὴ κενούμενον πλοῦτον, ἀξίως δοξάζομεν, Ἰωάννη τὴν μνήμην σου, ἢν ἐδόξασεν, ὁ τῶν ἁπάντων Δεσπότης, ὃν ἱκέτευε, ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, Πάτερ τοῦ βίου Σου, καὶ τὴν λαμπρότητα,τῆς πολιτείας Σου, ἡ Θεοτόκος Μαριάμ, ἐδήλωσε παραδόξως· ὅθεν καὶ Ποιμένα σε, Βοιωτία προσήκατο, ἤν περ καὶ ἐποίμανας, θεία ῥάβδῳ τῶν λόγων σου, τὴν θάλασσαν παθῶν διαῤῥήξας, τὸν νέον Ἰσραὴλ ἐκλυτρούμενος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννην, τὸν Βοιωτίας ἐλεήμονα νέον, χρεωστικὼς τιμήσωμεν φιλέορτοι, πόθῳ ἐκμιμούμενοι, τὴν αὐτοῦ πολιτείαν, ἵνα ὑπαντήσωμεν, τῷ Χριστῷ ἐν ἐλέω, λαμπαδηφόροι πάντες οἱ πιστοί, ἐν οὐρανίοις σκηναῖς ἀγαλλόμενοι.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος σαρκοφόρος, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὴν φλόγα τῆς σαρκὸς κατασβέσας· καὶ τὰ θανατηφόρα Σατάν, καὶ πυρφόρα βέλη κραταιῶς Ὅσιε, συνέτριψας· διὰ τοῦτο Σοι κράζω Ἰωάννη ταὐτά:

Χαῖρε, ποιμὴν λογικῶν προβάτων·
Χαῖρε, λιμὴν τῶν ἐν ζάλη τοῦ βίου.
Χαῖρε, τῶν πενήτων τροφὴ ἀδαπάνητε·
Χαῖρε, τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλε.
Χαῖρε, ὅτι διεσκέδασας τὴν ὁμίχλην τῶν παθῶν·
Χαῖρε, ὅτι κατεφώτισας τὰς καρδίας τῶν πιστῶν.
Χαῖρε, τοῦ Βυζαντίου ὁ θεοφυτος κλάδος·
Χαῖρε, τῆς Βοιωτίας ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης.
Χαῖρε, λαμπρὸν Θεοῦ ἐνδιαίτημα·
Χαῖρε, σεπτὸν Ναοῦ ἐγκαλλώπισμα.
Χαῖρε, γυμνῶν ἀναπήρων τε σκέπη·
Χαῖρε, Θηβῶν μέγα κλέος καὶ στῦλε,
Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγγνε.

Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρχιερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν κινδῦνοις, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· Χαίροις ὁ τὸ χαῖρε, παρὰ τῆς Θεοτόκου, λαβὼν ω Ἰωάννη, Θηβῶν τὸ καύχημα.


Αγία Κέρκυρα η Μάρτυρας

Η Αγία Κέρκυρα έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και ήταν κόρη του Βασιλιά Κερκυλλίνου και πίστεψε στον Χριστό από τα μαρτύρια των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ομολόγησε τον Χριστό και πούλησε όλα της τα κοσμήματα, και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της και αφού δεν μπόρεσε να μεταστρέψει τη γνώμη της, την παρέδωσε σ' έναν Αιθίοπα για να τη διαφθείρει. Αλλά ο Αιθίοπας πίστεψε στον Χριστό δι' αυτής και θανατώθηκε. Η δε Κέρκυρα βασανίστηκε με πολλούς τρόπους και στο τέλος την κρέμασαν και τη θανάτωσαν με βέλη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.

Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.

Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.

Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.

Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.

Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.

Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.

Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».

Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.

Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.

Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.

Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.

Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.

Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.

Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.

Κυριακή του Παραλύτου

Η Κυριακή του Παραλύτου αντλεί το θέμα της από την ευαγγελική περικοπή, που αναγινώσκεται στην θεία λειτουργία. Αυτή περιλαμβάνει τήν διήγηση της ιάσεως του παραλυτικού στην Προβατική κολυμβήθρα, την Βηθεσδά, στα Ιεροσόλυμα (Ιω. 5, 1-15). Το δράμα του επί 38 έτη παραλύτου συγκινεί τον Κύριο και τον θεραπεύει. Ο Χριστός παρουσιάζεται σαν ιατρός ψυχών και σωμάτων. Τον παράλυτο δεν τον θεραπεύει η κολυμβήθρα, αλλά ο πανσθενουργός λόγος του Κυρίου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον, τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ καὶ τὸν Παράλυτον, ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσωσμένος· οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Εὐαγγέλιον Κυριακής (τοῦ Παραλύτου)

Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. 2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. 6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

 Ερμηνευτική απόδοση

Επειτα από αυτά ήλθεν η εορτή των Ιουδαίων και ανέβη ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα. 2 Εκεί δε εις τα Ιεροσόλυμα, κοντά εις την προβατικήν πύλην του τείχους, υπήρχε μία δεξαμενή νερού, η οποία εις την Εβραϊκήν γλώσσαν είχε το όνομα Βηθεσθά. Γυρω από αυτήν ήσαν και πέντε υπόστεγα. 3 Εις αυτά τα υπόστεγα ευρίσκετο πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, χωλοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό κάποιο μέλος του σώματός των και οι οποίοι όλοι επερίμεναν να κινηθή το νερό. 4 Διότι κατά καιρούς κατέβαινε άγγελος εις αυτήν την κολυβήθρα και ανεταράσσετο το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που θα έμπαινε μετά την ταραχήν του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα και αν κατείχετο. 5 Υπήρχε δε εκεί ένας άνθρωπος, ο οποίος ήτο ασθενής τριάντα οκτώ χρόνια. 6 Οταν τον είδε ο Ιησούς να κατάκειται, και σαν Θεός που ήτο εγνώρισε ότι πολύν καιρόν είναι άρρωστος, του λέγει· “θέλεις να γίνης υγιής;” 7 Απεκρίθη ο ασθενής· “θέλω, Κυριε, αλλά δεν έχω άνθρωπον, ώστε όταν ταραχθή το νερό νε με ρίψη εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε εγώ σύρομαι προς αυτήν, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει εις την κολυμβήθραν”. 8 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σήκω επάνω, πάρε το κραββάτι σου και περιπάτει”. 9 Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος, επήρε το κρεββάτι του και ήρχισε να περιπατή, όπως όλοι οι υγιείς. Ητο δε Σαββατον κατά την ημέραν εκείνην. 10 Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι στον θεραπευθέντα· “σήμερα είναι Σαββατον. Και δεν σου επιτρέπεται να σηκώνης το κρεββάτι σου”. 11 Απήντησε εις αυτούς· “εκείνος, που με θαύμα μου έδωσε την υγείαν μου, μου είπε· Παρε το κρεββάτι σου, και περιπάτει”. 12 Ηρώτησαν, λοιπόν, αυτόν· “ποίος είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· “πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;” 13 Ο θεραπευθείς όμως δεν εγνώριζε ποιός είναι, διότι ο Ιησούς είχε απομακρυνθή μέσα στον όχλον, που ευρίσκετο στον τόπον εκείνον. 14 Επειτα από αυτά τον ευρήκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και του είπε· “πρόσεξε· έγινες υγιής· μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή κάτι το χειρότερον”. 15 Εφυγε τότε ο άνθρωπος από τον ναόν, επήγε στους Ιουδαίους και τους ανήγγειλε, ότι αυτός που τον έκαμε υγιή είναι ο Ιησούς. (Θα έπρεπε από λόγους και μόνον ευγνωμοσύνης να είχε κινηθή ο τέως παράλυτος, δια να γνωστοποιήση στους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς του είχε δώσει την υγείαν ). 

Ἀπόστολος Κυριακής

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 32 - 42
32 Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. 33 εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. 34 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. 35 καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. 36 Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. 37 ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. 38 ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. 39 ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ’ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. 40 ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. 41 δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. 42 γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ’ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Ερμηνευτική απόδοση

Συνέβη δε, όταν ο Πετρος περιώδευε όλα αυτά τα μέρη, να κατεβή στους πιστούς, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Λυδδαν. 33 Ευρήκε δε εκεί ένα άνθρωπον, ονόματι Αινέαν, ο οποίος κατέκειτο επί οκτώ έτη παράλυτος επάνω εις ένα κρεββάτι. 34 Και του είπεν ο Πετρος· “Αινέα, ο Ιησούς, ο Χριστός σε θεραπεύει από την ασθένειάν σου. Σηκω και στρώσε μόνος σου το κρεββάτι σου”. Και αμέσως εκείνος εσηκώθηκε υγιής. 35 Και τον είδαν όλοι, όσοι κατοικούσαν την Λυδδαν και την περιοχήν του Σαρωνος, οι οποίοι επίστευσαν και επέστρεψαν στον Κυριον, παρακινηθέντες από το θαύμα αυτό. 36 Εις δε την Ιόππην εζούσε μία μαθήτρια του Κυρίου, ονόματι Ταβιθά, της οποίας το όνομα εις την ελληνικήν σημαίνει Δορκάς. Αυτή ήτο γεμάτη από καλά έργα και ελεημοσύνας, τας οποίας έκανε συνεχώς. 37 Συνέβη όμως κατά τας ημέρας εκείνας να ασθενήση και να πεθάνη. Αφού δε, σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα, την έλουσαν και την ετοίμασαν δια την ταφήν, την έβαλαν στο υπερώον. 38 Επειδή δε η Λυδδα ήτο κοντά εις την Ιόππην και οι μαθηταί είχαν ακούσει, ότι ο Πετρος ήταν εκεί, έστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν και τον παρακαλούσαν να μη βραδύνη να έλθη μέχρις αυτών. 39 Πράγματι ο Πετρος εσηκώθηκε και επήγε μαζή με τους δύο απεσταλμένους. Οταν δε έφθασε, τον ανέβασαν στο υπερώον. Εκεί δε παρουσιάσθησαν εις αυτόν όλαι αι χήραι κλαίουσαι δια τον θάνατον της Ταβιθάς, και εδείκνυαν στον Πετρον χιτώνας και επανωφόρια, όσα έφκιανε, όταν ήτο εν ζωή η Δορκάς. 40 Ο Πετρος, αφού έβγαλε όλους έξω από το υπερώον, εγονάτισε και προσευχήθηκε. Επειτα εστράφη προς το σώμα και είπε· “Ταβιθά, σήκω”. Εκείνη δε άνοιξε αμέσως τα μάτια της και όταν είδε τον Πετρον ανασηκώθηκε στο κρεββάτι της. 41 Της έδωσε τότε το χέρι του ο Πετρος και την εσήκωσε. Και αφού εκάλεσε τους Χριστιανούς και μάλιστα τας χήρας, τους την παρουσίασε ζωντανήν. 42 Εγινε δε γνωστόν το θαύμα αυτό της αναστάσεως εις όλην την Ιόππην και πολλοί επίστευσαν στον Κυριον. 

Όσιος Κύριλλος Επίσκοπος Τούρωφ

Ο Όσιος Κύριλλος γεννήθηκε από πλούσιους γονείς την τρίτη δεκαετία του 12ου αιώνα μ.Χ. στην πόλη Τούρωφ, στον ποταμό Προπάιατ. Από πολύ νωρίς ο Όσιος Κύριλλος με ένθερμο ζήλο μελετούσε τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας και τους Πατέρες. Σπούδασε μάλιστα και την ελληνική γλώσσα.

Όταν ωρίμασε, αρνήθηκε την πατρική του κληρονομιά και εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Εκάρη μοναχός στο μοναστήρι των Αγίων Βόριδος και Γκλεμπ, στο Τούρωφ. Ασκήθηκε πάρα πολύ στη νηστεία και στην αδιάλειπτη προσευχή και δίδασκε με τον τρόπο του την υπακοή. Έλεγε δε ότι ο μοναχός ο οποίος δεν υπακούει στον ηγούμενο, δεν ολοκληρώνει την μοναχική του υπόσχεση και έτσι δεν μπορεί να σωθεί. Έχουν μάλιστα διασωθεί και τρία συγγράμματα του Οσίου Κυρίλλου σχετικά με τον μοναχικό βίο και την πολιτεία των μοναχών.

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο Όσιος έζησε ως στυλίτης και εντρύφησε πολύ στην Αγία Γραφή. Και πολλοί άνθρωποι τον επισκέπτονταν για συμβουλές στην πνευματική ζωή και καθοδήγηση.

Λόγω της αγιότητας του βίου του ο Άγιος ασκητής εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Τούρωφ έχοντας πάντα συναίσθηση του υψηλού ιεραρχικού αξιώματος, στο οποίο ο Κύριος τον είχε καλέσει.

Το έτος 1169, ο Όσιος Κύριλλος συμμετείχε σε μία Σύνοδο και επέκρινε τον Επίσκοπο Θεόδωρο, ο οποίος κατείχε την καθέδρα του Βλαντιμίρ και της Σουζδαλίας και ο οποίος επιθυμούσε να χωρισθεί από την κανονική δικαιοδοσία της μητροπολιτικής περιφέρειας του Κιέβου.

Η αγάπη του για την ησυχία και την απομόνωση τον οδήγησε σε παραίτηση από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι αφιερώθηκε πλήρως στην άσκηση και την συγγραφή πνευματικών έργων.

Ο Όσιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1183. Οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν ως τον Χρυσόστομο της Εκκλησίας της Ρωσίας. Εκείνος όμως ταπεινά έγραφε για τον εαυτό του: «Δεν είμαι θεριστής, παρά μαζεύω τα δεμάτια των σιτηρών».

Όσιος Μέμνων ο Θαυματουργός

Ο Όσιος Μέμνων από νεαρή ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και αφιέρωσε τον εαυτό του στον Θεό. Εκάρη μοναχός και με τους ασκητικούς του αγώνες υπέταξε τη σάρκα στο πνεύμα. Η θεία χάρη, αντάμειψε την αρετή του Οσίου Μέμνων και τον αξίωσε να θαυματουργεί.

Συνέβη κάποτε να κατακλύσουν τους αγρούς των χωρικών σμήνη ακριδών. Αυτοί χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, κλαίγοντας έβλεπαν την καταστρεπτική αυτή μάστιγα. Ο Όσιος Μέμνων λυπήθηκε τους οικογενειάρχες εκείνους και ένοιωσε την απόγνωση τους. Προσευχήθηκε λοιπόν θερμά στο Θεό και πέτυχε την απαλλαγή του τόπου από τα ολέθρια σμήνη. Και όσες φορές οι γεωργικοί πληθυσμοί της περιοχής του έπεφταν σε μεγάλη στενοχώρια, ο Μέμνων τους πήγαινε βοήθεια από τις οικονομίες του μοναστηριού, του οποίου αναδείχτηκε και ηγούμενος. Πήγαινε μάλιστα και σ' άλλες πόλεις που μάζευε συνδρομές, με τις οποίες συμπλήρωνε την ανακούφιση των πασχόντων.

Κατά το θάνατο του, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν και συνόδευσαν την κηδεία του, με τα θερμότερα δάκρυα και τις εγκαρδιότερες ευχές.

Σε μερικούς συναξαριστές η μνήμη του Οσίου επαναλαμβάνεται και στις 19 Μαΐου.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὡς ἀστέρα σε πάντες φωτοειδῆ, ἀρετῶν καὶ θαυμάτων μααρμαρυγαῖς, τὸν κόσμον φωτίζοντα, εὐφημοῦμεν μακάριε, κοινωνὸς γὰρ θείας, λαμπρότητος γέγονας, καὶ πρὸς φέγγος Μέμνων, μετέβης τὸ ἄδυτον· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ ἁγίαν σου μνήμην, τιμῶμεν ἑκάστοτε, τὸν Σωτῆρα δοξάζοντες, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμέν σοι· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω

Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου δηλ. ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας καταγόταν από διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν όμως όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα επέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα και υπερασπίσθηκαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους. για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το σθένος τους ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσευχόταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους ο οποίος τούς αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον. Όταν ο άρχοντας από τη φυλακή και τούς ρώτησε για τελευταία φορά αν επιμένουν να πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Πλάστη και Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου. Έξαλλος από οργή ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους χαρίζοντάς τους την ουράνια δόξα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν προσευχὴ ὠφελοῦμε τὸν ἄλλον μυστικὰ

Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη
Ὅταν βλέπουμε τοὺς συνανθρώπους μας νὰ μὴν ἀγαποῦν τὸν Θεό, στενοχωρούμαστε. Μὲ τὴ στενοχώρια δὲν κάνουμε ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε καὶ μὲ τὶς ὑποδείξεις. Οὔτε αὐτὸ εἶναι σωστό. Ὑπάρχει ἕνα μυστικό· ἂν τὸ καταλάβουμε, θὰ βοηθήσομε.
Τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀφοσίωσή μας στὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐνεργήσει ἡ χάρις Του.
Ἐμεῖς, μὲ τὴν ἀγάπη μας, μὲ τὴ λαχτάρα μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ προσελκύσουμε τὴν χάρη, ὥστε νὰ περιλούσει τοὺς ἄλλους, ποὺ εἶναι πλησίον μας, νὰ τοὺς ξυπνήσει, νὰ τοὺς διεγείρει πρὸς τὸ θεῖο ἔρωτα.
Ή, μᾶλλον, ὁ Θεὸς θὰ στείλει τὴν ἀγάπη Του νὰ τοὺς ξυπνήσει ὅλους. Ὅ,τι ἐμεῖς δὲν… μποροῦμε, θὰ τὸ κάνει ἡ χάρις Του.

Μὲ τὶς προσευχές μας θὰ κάνομε ὅλους ἄξιούς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ…
Νὰ γνωρίζετε καὶ τὸ ἄλλο. Οἱ ψυχὲς οἱ πεπονημένες, οἱ ταλαιπωρημένες, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὰ πάθη τους, αὐτὲς κερδίζουν πολὺ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιοι γίνονται ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε. Θυμηθεῖτε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τί λέγει: «Οὐ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ὅταν τὸ θυμάστε αὐτό, θὰ αἰσθάνεσθε ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιὸ ἄξιοι κι ἀπὸ σᾶς κι ἀπὸ μένα. Τοὺς βλέπουμε ἀδύνατους, ἀλλὰ ὅταν ἀνοίξουν στὸν Θεό, γίνονται πλέον ὅλο ἀγάπη κι ὅλο θεῖο ἔρωτα. Ἐνῶ εἴχανε συνηθίσει ἀλλιῶς, τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τοὺς τὴ δίδουν μετὰ ὅλη στὸν Χριστὸ καὶ γίνονται φωτιὰ ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ. Ἔτσι λειτουργεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ λέμε «πεταμένες».
Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νὰ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ κρίνομε ἀπὸ πράγματα ἐπιφανειακὰ κι ἐξωτερικά. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, βλέπετε μία γυναίκα γυμνὴ ἢ ἄσεμνα ντυμένη, νὰ μὴ μένετε στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ μπαίνετε στὸ βάθος, στὴ ψυχή της.
Ἴσως εἶναι πολὺ καλὴ ψυχὴ κι ἔχει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ποὺ τὶς ἐκδηλώνει μὲ τὴν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τὴ δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νὰ ἑλκύσει τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπὸ ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τὰ πράγματα.
Σκεφθεῖτε αὐτὴ νὰ γνωρίσει τὸν Χριστό.
Θὰ πιστέψει, κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὁρμὴ θὰ τὴν στρέψει στὸν Χριστό.
Θὰ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ἁγία.
Εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας νὰ ἐπιμένουμε νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι καλοί. Στὴν πραγματικότητα, θέλομε ἐμεῖς νὰ γίνομε καλοὶ κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε, τὸ ἀπαιτοῦμε ἀπ’ τοὺς ἄλλους κι ἐπιμένομε σ’ αὐτό. Κι ἐνῶ ὅλα διορθώνονται μὲ τὴν προσευχή, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς στενοχωρούμεθα κι ἀγανακτοῦμε καὶ κατακρίνουμε.

Ντροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, όχι όταν μετανοείς! ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )

Κοίταξε τι σου έκανε ο διάβολος. Υπάρχουν δύο πράγματα η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τα σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και για την ψυχή υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια.
H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πως είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τι θα πω! Υπάρχει το τραύμα υπάρχει και το φάρμακο.
Υπάρχει η αμαρτία υπάρχει και η μετάνοια. Το τραύμα είναι η αμαρτία το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση υπάρχει ντροπή υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση υπάρχει ελευθερία υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου!
Μετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. ‘Εδωσες προσοχή σ’ αυτό που είπα; Αυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.
O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να ‘ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε.
Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή δεν υπάρχει σημάδι δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (…). Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια!
Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (…). Στα χέρια της μετάνοιας σας παραδίδω για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει για να γνωρίσετε τι είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πως δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ’ τη δική της δύναμη (…).

Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Του. Αμήν.”

Άγιος Στέφανος Επίσκοπος Βλαντιμίρ

Ο Άγιος Στέφανος έζησε στη Ρωσία κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα του Κιέβου. Μετά την κοίμηση του Οσίου Θεοδοσίου (τιμάται 3 Μαΐου) έγινε ηγούμενος της ιεράς μονής των Σπηλαίων του Κιέβου. Από τη νέα αυτή θέση ήταν πολύ δραστήριος και φρόντισε με επιμέλεια για την κτηριακή ολοκλήρωση της μονής. Παράλληλα όμως φρόντιζε και για την πνευματική αύξηση των μοναχών. Όρισε να τελείται καθημερινά στη μονή, η Θεία Λειτουργία υπέρ αναπαύσεως των μακαρίων κτητόρων και των κεκοιμημένων αδελφών, καθώς και για την σωτηρία των ζώντων αδελφών και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών.

Ο επίβουλος διάβολος όμως φθόνησε τον ένθεο ζήλο του Αγίου Στεφάνου και ξεσήκωσε μερικούς αδελφούς εναντίον του Αγίου ηγουμένου τους και δημιούργησε έτσι μεγάλη αναταραχή στην αδελφότητα. Ο Άγιος αναχώρησε από την ηγουμενία και εκδιώχθηκε αναίτια από τη μονή. Ωστόσο τα υπέμεινε όλα αγόγγυστα, χωρίς παράπονο και μνησικακία.

Ο Θεός όμως ευλόγησε τόσο τον πιστό δούλο Του, ώστε ο Άγιος Στέφανος αξιώθηκε να χτίσει νέα μονή στο Κλοβ, με πέτρινο ναό αφιερωμένο στην Κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η αρετή του προσείλκυσε πολλές ευσεβείς ψυχές, που ήλθαν κοντά του και δέχθηκαν από τα τίμια χέρια του το μοναχικό σχήμα. Η φήμη του Αγίου απλώθηκε σε όλη τη Ρωσική γη. Γι' αυτό, όταν το έτος 1091 ο Επίσκοπος του Βλαντιμίρ κοιμήθηκε, ο Άγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Αρχιερέας και διάδοχός του στο Βλαντιμίρ από τον Μητροπολίτη Κιέβου Ιωάννη.

Ο Άγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1094.

Όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Καθαρών

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε περί το 778 μ.Χ. στην Ειρηνούπολη, που υπαγόταν στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας. Οι γονείς του, ο Θεόδωρος και η Γρηγορία, διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, την οποία και μετέδωσαν με κάθε φροντίδα στον ευπειθή υιό τους. Κατά την παιδική του ηλικία περνούσε τον χρόνο του μεταξύ της ανατροφής του αυτής, των σπουδών του και πολλών αγαθοεργιών, με τις οποίες οι γονείς του προσπάθησαν από νωρίς να τον εξοικειώσουν. Η ίδια ευσέβεια και η φιλάνθρωπη τάση τον διέκρινε και κατά τη νεότητά του, κατά την οποία με την τήρηση του θείου θελήματος διατηρήθηκε μακριά από κάθε ματαιότητα και ακαθαρσία.

Αργότερα έγινε μοναχός. Και στη νέα αυτή ζωή δεν ευδοκίμησε λιγότερο. Ο ζήλος του και η παιδεία του τον έκαναν να ξεχωρίσει στην εκτίμηση των λοιπών αδελφών, τον παρέλαβε δε μαζί του ο ηγούμενος της μονής στη Νίκαια, το 787 μ.Χ., όπου τότε συγκαλείτο η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος. Μετά από το τέλος της Συνόδου ήλθαν και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη. Και επειδή και οι δυο τους κατά την διάρκεια των συνοδικών εργασιών απέσπασαν την ευμενή προσοχή και της βασίλισσας Ειρήνης και του Πατριάρχη Ταρασίου, ο γέροντας και ηγούμενός του, αναδείχθηκε ηγούμενος της μονής των Δαλμάτων, ο δε Όσιος Ιωάννης χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Νικηφόρου (802 - 811 μ.Χ.), που διαδέχθηκε την Ειρήνη στον βασιλικό θρόνο, διορίσθηκε ηγούμενος στο μοναστήρι, το αποκαλούμενο των Καθαρών.

Τα καθήκοντά του εκεί τα άσκησε με κάθε ευσυνειδησία, αφού πρόσεξε να προαγάγει την πειθαρχία μεταξύ των αδελφών και να υψώσει την πνευματική και ηθική ζωή τους. Και επειδή κατά τα χρόνια εκείνα εξακολουθούσαν ακόμα οι συνέπειες εκείνου του σαλού εναντίων των εικόνων, ο Όσιος Ιωάννης μετέδιδε στους μοναχούς του τα διδάγματα της Ορθοδοξίας και τους προετοίμαζε σε κάθε τόλμη και κάθε κίνδυνο γι' αυτά. Και η μέρα της μεγάλης δοκιμασίας φανερώθηκε κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του Ε', ο οποίο κατέλαβε τον θρόνο το έτος 813 μ.Χ.

Ο βασιλέας αυτός συμπαθούσε τις αρχές της μεταρρυθμίσεως. Μεταξύ δε των άλλων, κρίνοντας επιπόλαια τα πράγματα, πρέσβευε ότι η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να ανορθωθεί, εάν επιτέλους δεν επερχόταν η πλήρης κατάργηση των αγίων εικόνων από αυτή. Ότι μια τέτοια δοξασία ήταν ανόητη, ότι οι υπέρμαχοι της λεγόμενης μεταρρυθμίσεως μέσω του λυσσαλέου αγώνος κατά των εικόνων, κατανάλωσαν χωρίς λόγο δυνάμεις πολύτιμες για το βυζαντινό κράτος και την Εκκλησία, το ομολογούν και περίφημοι ιστορικοί.

Ο Λέων ο Ε' όμως παρασυρόταν και ο ίδιος από την τυφλή προκατάληψη κατά των εικόνων. Σε αυτό τον ωθούσαν και δύο άνδρες που ασκούσαν πάνω του μεγάλη επιρροή, ο Θεόδοτος Μελισσηνός και ο Ιωάννης ο Γραμματικός. Προέβη λοιπόν σε διατάγματα και βίαια μέτρα για την κατάργηση των ιερών εικόνων και επεχείρησε φοβερό διωγμό εναντίων των Ορθοδόξων Επισκόπων και ηγουμένων και μοναχών, το οποίο επέκτεινε και εναντίον των συγκλητικών, πατρικίων, ακόμα δε και εναντίον γυναικών και παρθένων. Το μοναστήρι των Καθαρών συμπεριελήφθη στον διωγμό. Μαινόμενοι στρατιώτες άρπαξαν τα υπάρχοντά του, οι μοναχοί κακοποιήθηκαν και διασκορπίσθηκαν, ενώ ο ηγούμενος Ιωάννης οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλέας είχε ακούσει πολλά γι' αυτόν. Και θέλησε να τον δει, θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατόν να τον μεταπείσει. Αλλά ο Όσιος, αφού απέδειξε το αντιορθόδοξο και επιβλαβές πνεύμα του διωγμού κατά των εικόνων, έλεγξε τον βασιλέα για το πείσμα του και τις δυσσεβείς απόψεις του και προανήγγειλε σε αυτόν ότι η δυσμένεια των Αγίων και η κατακραυγή των θυμάτων προς τον Θεό θα έφερναν κάποια ημέρα την τιμωρία.

Ο βασιλέας εξοργίσθηκε και διέταξε την κράτηση του Οσίου σε μετόχι του μοναστηριού του. Διότι δεν σταμάτησε να διατηρεί τη μάταιη ελπίδα ότι ωριμότερα σκεπτόμενος ο Όσιος, θα συμμορφωνόταν προς την βασιλική θέληση. Όταν όμως αντιλήφθηκε την άκαρπη προσδοκία του, τον εξόρισε σε φρούριο που ονομαζόταν Πενταδάκτυλο και βρισκόταν στη χώρα της Λάμπης.

Από εκεί, μετά από αυστηρή κάθειρξη δεκαοκτώ μηνών, τον μετέφεραν πάλι στην Κωνσταντινούπολη, όπου μάταιες, όπως και πριν, απέβησαν οι προσπάθειες και του νέου Πατριάρχη Θεοδότου Α' του Μελισσηνού (815 - 821 μ.Χ.), του επονομαζόμενου Κασσιτερά, να παραπείσουν τον Όσιο να απαρνηθεί τις άγιες εικόνες. Ακολούθησε νέα κάθειρξη του Ιωάννου, η οποία διήρκησε δύο χρόνια, στο φρούριο Κριόταυρο των Βουκελλαρίων. Και εκεί υπέστη τα πάνδεινα, χωρίς όμως να μετριασθεί στο παραμικρό ο ζήλος του προς τις ιερές εικόνες.

Η πρόρρησή του επαληθεύθηκε. Ο Λέων ο Ε' σφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δε αυτόν ο Μιχαήλ ο Β'. Αυτός σχεδίαζε να συμβιβάσει τα αντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδή των φίλων της μεταρρυθμίσεως και των υπερασπιστών των αγίων εικόνων, επέτρεψε δε στους διωχθέντες από τον Λέοντα τον Ε', να επανέλθουν από την εξορία τους. Επανήλθε τότε και ο Όσιος Ιωάννης. Αλλά οι αντίπαλοι των εικόνων έπεισαν τον βασιλέα να του επιτρέψει διαμονή μόνο στη Χαλκηδόνα. Έτσι του απαγορεύθηκε η είσοδος στην Κωνσταντινούπολη.

Τον Μιχαήλ διαδέχθηκε ο υιός του Θεόφιλος, κατά το 829 μ.Χ., θιασώτης και αυτός και προστάτης της μεταρρυθμίσεως και εχθρός των εικόνων. Ο Όσιος Ιωάννης, το έτος 836 μ.Χ., θέλησε να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη για να μείνει κοντά στους ομόφρονές του κληρικούς, στην περιοχή ενός ναού. Αλλά, ο τότε Πατριάρχης Ιωάννης ο Ζ' ο Γραμματικός (836 - 842 μ.Χ.) δεν το επέτρεψε και εξόρισε τον Όσιο στη νήσο Αφουσία. Εκεί ο Όσιος Ιωάννης, μετά από δυόμισι χρόνια, πιθανώς το έτος 839 μ.Χ., κοιμήθηκε με ειρήνη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Συμεών ο Αδελφόθεος Επίσκοπος Ιεροσολύμων

Ο Άγιος Συμεών ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του μνήστορος Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου, που έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Μετά τη δολοφονία του Ιακώβου, επίσκοπος ανέλαβε ο Συμεών. Σ' όλη τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας, υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η ανεξάντλητη αγωνιστικότητα του, η τέλεια αυταπάρνηση του, καθώς και το απαράμιλλο θάρρος του, κατέστησαν τον Συμεών φωτεινό πνευματικό αστέρι, δια του οποίου στηρίχθηκαν και οδηγήθηκαν πολλές ψυχές στη σωτηρία. Το εντυπωσιακότερο, όμως, χαρακτηριστικό του Συμεών ήταν το ακατάβλητο φρόνημα του. Αν και 120 χρονών γέροντας, δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο. Υπέστη με νεανική φλόγα το σταυρικό θάνατο το έτος 107 μ.Χ. Και η νεανική ψυχή του γέροντα Συμεών αποδήμησε κοντά στο στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, με το παράδειγμα του άφησε διδαχή στο ποίμνιο του την εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Προς Κολασσαεΐς, γ' 2). Δηλαδή, προς τα πάνω, προς το Θεό, διευθύνετε και προσηλώνετε τις σκέψεις σας, όχι στα γήινα και φθαρτά. Διότι και ο Συμεών, αν και 120 χρονών γέροντας, από τέτοιο φρόνημα εμπνεόμενος αντιμετώπισε παλικαρίσια το μαρτύριο. Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. (Ορισμένοι Συναξαριστές επαναλαμβάνουν τη μνήμη του και 18 Σεπτεμβρίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στεῤῥόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τήν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιών, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιών, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι· καὶ καλῶς τό ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τό θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.


Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

"Η θλίψη"

του Γέροντα Μωυσή του Αγιορείτη

Επικρατεί μια συννεφιά στον τόπο μας. Πρόσωπα σκυθρωπά, αγέλαστα, θλιμμένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην πέρασε θλίψη. Διάφορες είναι οι πηγές της θλίψεως. Κουράζουν το σώμα και την ψυχή.

Οι θλίψεις μπορούν να αρρωστήσουν τον άνθρωπο, αλλά μπορούν και να τον ωριμάσουν και να τον καλλιεργήσουν. Να τον κάνουν να δει τον συνάνθρωπό του με μεγαλύτερη επιείκεια, κατανόηση και συμπάθεια.

Η υπομονή και η ελπίδα στις θλίψεις ανακουφίζουν. Μπορεί οι θλίψεις να οδηγήσουν σε καλό, σε μετάνοια. Δεν είναι κανείς που να μην πέρασε θλίψεις, πόνους, πειρασμούς και δοκιμασίες. Σαν σαράκι η θλίψη κατατρώει τον έσω άνθρωπο. Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας δεν είναι ότι ο Θεός αρέσκεται να τιμωρεί και να βασανίζει τους ανθρώπους σαν ένας σαδιστής πατέρας, αλλά η διόρθωσή μας, η βελτίωσή μας, η κατεύθυνσή μας στα άνω. Οι θλίψεις μπορούν να γίνουν ένας δρόμος προς συνάντησή μας με τον ζώντα Θεό.

Οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι και όχι το φως, και γι’ αυτό θλίβονται. Μερικές φορές οι θλίψεις διώχνουν την οκνηρία, τη νωχέλεια και την αδιαφορία.

Μπορούν να συγκεντρώσουν τον άνθρωπο στον εαυτό του, να γίνει αφορμή περισυλλογής, ενδοσκαφής, αυτοανάκρισης, αυτογνωσίας και αυτομεμψίας. Οι πολλές και διάφορες ανέσεις μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο πιο ράθυμο, χλιαρό και χαλαρό. Μπορεί να νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος, μέσα του όμως να έχει μια ανεκπλήρωτη χαρά. Η γενναία αντιμετώπιση των θλίψεων της ζωής θα δώσει τη νίκη της ανδρείας. Μπορεί οι θλίψεις να μας φέρουν πιο κοντά στο Θεό. Ο Θεός αγαπά να δοκιμάζει παιδαγωγικά για να βοηθήσει, να φωτίσει, να ανορθώσει. Οι θλιμμένοι μπορούν να γίνουν πιο συμπάσχοντες και φιλάδελφοι.



Μη στη στενοχώρια προσθέτουμε στενοχώρια και στη θλίψη άλλη θλίψη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο κακό δεν είναι η ασθένεια, η απόρριψη, η οικονομική ζημιά, η φτώχεια και η στέρηση παρά μόνο η αμαρτία. Η σοφία του Θεού αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται λαθεμένα, εσφαλμένα, πλεονεκτικά και απάνθρωπα. Επιτρέπει τις ασθένειες στο σώμα για να το ταπεινώσει, να δώσει υγεία στην ψυχή, να μην αφηνιάσει στην αμαρτία. Παίρνει, παρά τη θλίψη μας, εκείνους που κρίνει πως είναι η καλύτερή τους ώρα. Μην τα βάζουμε με τον Θεό. Ξέρει καλά τι κάνει. Δεν γνωρίζουμε το σωτήριο σχέδιο και τον λυτρωτικό Θεό. Αρκετές φορές το φάρμακο είναι πικρό, δεν θέλουμε να το πάρουμε, όμως δίνει θεραπεία.

Η αμαρτία είναι η κύρια και η μεγάλη πηγή των θλίψεων. Η αμαρτία τυραννά, παρασύρει, δεσμεύει, φυλακίζει, εξαθλιώνει. Ο Θεός δεν θα κρίνει όσους αμάρτησαν, αλλά όσους δεν μετανόησαν. Η ταπεινοφροσύνη, η προσευχή, η υπομονή ελαφρύνει το βάρος των θλίψεων. Μη λοιπόν αφήσουμε εξαιτίας μας να μεγαλώσουν οι θλίψεις.

Μην επιτρέψουμε θλίψη επί των θλίψεων. Ας τις δούμε και με αυτό το άλλο μάτι που αναφέρουμε. Μην, παρακαλώ, οδηγηθεί ποτέ κανείς στην απελπισία. Μετά τη συννεφιά συνήθως η λιακάδα είναι πιο γλυκιά.

Γέροντας Παΐσιος σε τελειόφοιτούς της Αθωνιάδας: "Προσέξτε στην ζωή σας τα καθημερινά μικρά γεγονότα"

Τον ρώτησαν οι τελειόφοιτοί της Αθωνιάδας τι να προσέξουν περισσότερο στην ζωή τους και απάντησε: «Προσέξτε στην ζωή σας τα καθημερινά μικρά γεγονότα. Κάθεστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και σκέφτεσθε ότι δεν είναι κακό η αμαρτία αυτό, λέτε “δεν πειράζει”.
Δεν πειράζει να φάμε κάτι παραπάνω η να ζητάμε το καλό φαγητό.
Δεν πειράζει να κοιμηθούμε λίγο περισσότερο.
Δεν πειράζει που μιλήσαμε λίγο απότομα στους γονείς η σε κάποιον άλλον.
Δεν πειράζει το ένα, δεν πειράζει το άλλο…
Όλα τα βλέπουμε μικρά σφάλματα και τα δικαιολογούμε. Μη προσέχοντας όμως στα μικρά θα κάνουμε και μεγάλα σφάλματα και πάλι θα λέμε “- δεν πειράζει”. Να μην αφήνουμε το σώμα χαλαρό γιατί επηρεάζει το πνεύμα. Να υπάρχει εγρήγορση».

Όσιος Καλανδίων

Στο χωριό Πάνω Αρόδες στην επαρχία της Πάφου βρίσκεται η μοναδική εκκλησία στον κόσμο η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Καλανδίωνα. Είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού και κτίστηκε το 18ο μ.Χ. αιώνα. Ο Άγιος Καλανδίων είναι ένας από τους Αγίους της Πάφου που είναι άγνωστοι όχι μόνο στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, αλλά και στις άλλες επαρχίες της Κύπρου.

Σύμφωνα με τον Κύπριο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, ο οποίος έζησε κατά την 15ο μ.Χ. αιώνα, ο Όσιος αυτός είναι ένας από τους «Τριακόσιους» Αλαμάνους Αγίους που ήρθαν στη Κύπρο κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα όταν οι Σαρακηνοί κυρίευσαν τη Παλαιστίνη και τη Συρία, χώρες που ήσαν τότε τα μεγάλα κέντρα του Μοναχίσμου. Ο Άγιος Καλαντίων ήταν επίσκοπος στην Αντιόχεια και αφού έχασε το ποίμνιό του, μετέβει στη Κύπρο μαζί με τον Άγιο Αγάπιο και τον Άγιο Βαρλαάμ, όπου αποφάσισαν να ζήσουν πλέον ως ασκητές. Σύμφωνα ξανά με τον χρονογράφο Μαχαιρά οι τρεις αυτοί Όσιοι ασκήτεψαν στο χωριό Αρόδες της Πάφου. «... εις την Αρόδαν ο Άγιος Καλάντιος, ο Άγιος Αγάπιος και ο Άγιος Βαρλαάμ..».

Για τα θαύματά τους αναδείχθηκαν Άγιοι μετά το θάνατό τους και οι πιστοί τους έκτισαν εκκλησία. Νότια της εκκλησίας βρίσκεται μαρμάρινη λάρνακα, η οποία φέρει το όνομα του Αγίου Αγαπίου ή Αγαπητικού. Πρόκειται για τον Όσιο Αγάπιο. Στα βόρεια βρίσκεται άλλη λάρνακα η οποία φέρει το όνομα του Αγίου Μίσιου ή Μισιτικού. Αυτά τα ονόματα τα άλλαξαν δεισιδαίμονες κάτοικοι. Το πιθανότερο είναι ότι ανήκει στο Όσιο Βαρλαάμ.

Ακολουθία του Αγίου εξεδόθη το 1914 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.