Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Τα άνθη της ερήμου

ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ)

  Η ιστορία αυτή (του Σωκράτους) περιλαμβάνει γεγονότα που συνέβησαν στην Εκκλησία ανάμεσα στα έτη 305 και 439. Όποιος θέλει να τη διαβάσει, μπορεί να τη βρει στον 67ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του Migne.
*****
Παρακάτω δίνουμε σε μετάφρασι μερικές ωραίες πληροφορίες που αναφέρει ο ιερός ιστορικός για τους μεγάλους ασκητάς της Αιγύπτου μαζί με κάποια θαυμάσια λόγια τους που διέσωσε.
Ένας μοναχός που τον έλεγαν Δίδυμο και που έζησε ενενήντα χρόνια, ποτέ δεν είχε κάνει συντροφιά με κανένα άνθρωπο.
Άλλος, ονομαζόμενος Πίωρ, έτρωγε περπατώντας. Και σαν τον ρώτησε κάποιος γιατί τρώγει μ’ αυτόν τον τρόπο, αποκρίθηκε: «Δεν θέλω νάχω σαν έργο το φαγητό, αλλά σαν πάρεργο». Και σ’ έναν άλλο που του έκανε την ίδια ερώτηση, είπε: «Για να μην αισθάνεται η ψυχή καμμιά σωματική ευχαρίστηση».
Ο ασκητής Ισίδωρος έλεγε πως είχε σαράντα χρόνια που έννοιωθε την αμαρτία στη διάνοιά του, χωρίς ποτέ να συγκατατίθεται στους πειρασμούς της με την επιθυμία.
Ο Παμβώς, που ήταν αγράμματος, πήγε σε κάποιον για να μάθη κανένα ψαλμό του Δαυίδ. Σαν άκουσε, λοιπόν, τον πρώτο στίχο του τριακοστού ογδόου ψαλμού που λέγει: «Είπα· φυλάξω τας οδούς μου, του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου», δεν θέλησε ν’ ακούση παρακάτω και σηκώθηκε κι έφυγε λέγοντας: «Μου αρκεί αυτός ο στίχος, αν μπορέσω να τον αποστηθίσω στην πράξη». Και σαν του παραπονέθηκε ο δάσκαλος, γιατί έκανε έξη μήνες να ξαναφανεί, εκείνος αποκρίθηκε: «Δεν έμαθα ακόμα το στίχο του ψαλμού στα έργα». Πέρασαν κατόπιν πολλά χρόνια και κάποιος γνωστός του μια μέρα τον ρωτά αν έμαθε τον στίχο. Κι εκείνος είπε: «Κάπως τον έμαθα στα δέκα εννιά χρόνια που διάβηκαν».
Ο ίδιος, σαν τον κάλεσε ο Μέγας Αθανάσιος, που ήταν επίσκοπος, ήλθε από την έρημο στην Αλεξάνδρεια. Έτυχε, λοιπόν, εκεί να ιδή κάποια βαμμένη γυναίκα και τον πήραν τα δάκρυα. Και σαν ζήτησαν οι γύρω του να μάθουν γιατί έκλαιγε, τους είπε: «Δυο λόγοι μου έφεραν δάκρυα· πρώτα η απώλεια αυτής της γυναικός· ύστερα, γιατί εγώ δεν έχω τόση έγνοια ν’ αρέσω στο Θεό όπως έχει αυτή για ν’ αρέση στους ανθρώπους».
Ήσαν δύο περιβόητοι ασκηταί που είχαν το ίδιο όνομα. Ο Μακάριος από την Αίγυπτο και ο Μακάριος από την Αλεξάνδρεια. Ο πρώτος ήταν αυστηρός σ’ εκείνους που έρχονταν να τον συμβουλευθούν. Ο δεύτερος, που σε όλα τα άλλα έμοιαζε ακριβώς με τον πρώτο, σε τούτο ήταν διαφορετικός, στο ότι δηλαδή σ’ εκείνους που τον πλησίαζαν ήταν γλυκόθωρος και ιλαρός και με χαριτωμένους τρόπους τραβούσε τους νέους στην άσκηση.
Ένας μαθητής του,  ο περίφημος Ευάγριος, που ανεδείχθη κατόπιν πολύ, κάποιον μοναχό που ταρασσόταν από νυχτερινές φαντασίες, τον πρόσταξε να υπηρετή αρρώστους νηστεύοντας. Και είπε, σε σχετική ερώτηση: «Αυτά τα πάθη με τίποτε άλλο δεν σβύνουν παρά μονάχα με το έλεος».
Στον Μέγα Αντώνιο, ήλθε κάποιος σπουδασμένος και του είπε: «Πώς υπομένεις, πάτερ, στερούμενος την παρηγοριά των βιβλίων;»  Και ο Άγιος Αντώνιος του αποκρίθηκε: «Το δικό μου βιβλίο είναι η φύση και τόχω πάντα ανοιχτό μπροστά μου για να διαβάζω τον λόγο του Θεού».
Μεταφρ.  Βασ. Περιοδικό Κιβωτός

Από κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγει… (Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης)

Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι, ενώ πίστευαν, έχασαν την πίστη τους;
Αν δεν προσέχει κανείς στα θέματα της πίστεως και της λατρείας, σιγά-σιγά ξεχνιέται και μπορεί να γίνει αναίσθητος, να φθάσει σε σημείο να μην πιστεύει τίποτε.
Μερικοί, Γέροντα, λένε ότι η πίστη τους κλονίζεται, όταν βλέπουν να υποφέρουν καλοί άνθρωποι.
Ακόμη κι αν κάψει ο Θεός όλους τους καλούς, δεν πρέπει να βάλει κανείς αριστερό λογισμό, αλλά να σκαφθεί πως ο Θεός ότι κάνει, από αγάπη το κάνει. Ξέρει ο Θεός πως εργάζεται.
Για να επιτρέψει να συμβεί κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγει.
Γέροντα, σήμερα ακόμη και τα πιστά παιδιά αμφιταλαντεύονται, γιατί στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν την αθεΐα.
Γιατί να αμφιταλαντεύονται; Η Αγία Αικατερίνη δεκαεννιά χρονών ήταν και διακόσιους φιλοσόφους τους αποστόμωσε με την κατά Θεόν γνώση και την σοφία της. Ακόμη και οι Προτεστάντες την έχουν προστάτιδα της επιστήμης.
Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δεν χωράνε υποχωρήσεις... πρέπει να είναι κανείς αμετακίνητος, σταθερός.
Γέροντα, παλιά προσευχόμουν με πίστη στον Θεό και ο,τι ζητούσα μου το έκανε. Τώρα δεν έχω αυτήν την πίστη. Που οφείλεται αυτό;
Στην κοσμική λογική που έχεις. Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθείτε, πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», είπε ο Κύριος. Όλη η βάση εκεί είναι. Στην πνευματική ζωή κινούμαστε στο θαύμα. Εάν συν δύο δεν κάνει πάντα τρία κάνει και πέντε χιλιάδες και ένα εκατομμύριο!
Χρειάζεται καλή διάθεση και φιλότιμο. Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν έχη καλή διάθεση, τίποτε δεν καταλαβαίνει. Να, και για την Σταύρωση του Χριστού, τόσες λεπτομέρειες είχαν πει οι Προφήτες- μέχρι και τι θα κάνουν τα ιμάτιά Του, τι θα κάνουν τα χρήματα της προδοσίας, ότι θα αγοράσουν μ’ αυτά τον αγρό του Κεραμέως, για να θάβουν τους ξένους-, αλλά, οι Εβραίοι πάλι δεν καταλάβαιναν. «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι»…


Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε  ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

Άγιος Ιούλιος ο Πρεσβύτερος εξ Αιγίνης

Όπως αναφέρεται στο Συναξάρι του, ο Άγιος Ιούλιος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Αίγινα από εύπορους και ευσεβείς γονείς που τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα στην Αίγινα και στην συνέχεια σπούδασε στην Αθήνα, μαζί με τους Αγίους Βασίλειο  και Γρηγόριο . Αφού επανέκαμψε στην Αίγινα, αποφάσισε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, να μιμηθεί τον Απόστολο των εθνών Παύλο και να κηρύξει τον Χριστό. Έτσι οι δύο Άγιοι πήραν αποστολικές ράβδους και παρέδωσαν τον εαυτό τους στον Κύριο. Ο Επίσκοπος των Αθηνών χειροτόνησε τον Ιούλιο Πρεσβύτερο. Κοσμημένος με την χάρη της ιεροσύνης εξήλθε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και να βαπτίσει πολλούς Εθνικούς.

Στα τέλη του βίου του αναχώρησε στο Κούσιον της λίμνης Όρτα, όπου μετά από άσκηση και προσευχή κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 401 μ.Χ., σε ηλικία 71 ετών.

Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης

Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.

Μιλώντας κάποτε σ' αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.

Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.

Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.

Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.

Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.

Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Καλαμῶν θεῖος γόνος καὶ ἐγκαλλώπισμα, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἀξιοθαύμαστε, ἀνεδείχθης ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὃν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.



Αγία Τρυφαίνη

Η Αγία Τρυφαίνη καταγόταν από την Κύζικο και από ευσεβείς γονείς, τον συγκλητικό Αναστάσιο και την ενάρετη Σωκρατία που ήταν χριστιανή.

Η χριστιανική της ανατροφή και η γενναιότητά της φάνηκαν σ’ έναν διωγμό όπου για να ενδυναμώσει τους ασθενέστερους και λιπόψυχους ομολόγησε με παρρησία τη πίστη της στο Χριστό και το βέβαιο θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγεμόνας Καισάριος, εξοργίσθηκε και διέταξε να συλλάβουν την Αγία. Η διαταγή εκτελέσθηκε και άρχισαν τα βασανιστήρια. Πρώτα την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, η Αγία όμως διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και στην συνέχεια την κρέμασαν ψηλά και την άφησαν να πέσει πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα θηρία. Ένας άγριος ταύρος όρμησε και διαμέλισε το σώμα αυτής. Έτσι η Αγία έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.

Λένε ότι στον τόπο που χύθηκε το αίμα της, ανέβλυσε μία πηγή με καθαρό νερό. Από το νερό αυτό έπαιρναν και έπιναν οι γυναίκες που μετά τον τοκετό τους δεν είχαν γάλα. Έτσι, αμέσως, ο οργανισμός τους δημιουργούσε το γάλα που χρειάζονταν, για να θρέψουν τα νεογέννητα παιδιά τους.

Άγιοι Ουικτωρίνος, Ουίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίνος και Παπίας

Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σαραπίνου και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα.

Πιθανώς να είναι οι ίδιοι με αυτούς της 5ης Απριλίου.

Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.

Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.

Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.

Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.

Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.

Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.

Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.

Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Πρότυπα Χριστιανικής ζωής και συμπεριφοράς κατά τους Τρεις Ιεράρχες

ο θέμα της παρούσας εισήγησης «πρότυπα χριστιανικής ζωής και συμπεριφοράς κατά τους τρεις Ιεράρχες» είναι ένα θέμα επίκαιρο, αφού σήμερα ο άνθρωπος πλέει σε ένα απέραντο πέλαγος ιδεών χωρίς πυξίδα και προορισμό. Κατά καιρούς πολλοί έχουν αναφερθεί στο βίο, τις αρετές, τη δράση και το έργο των Τριών Ιεραρχών.

Επιλέξαμε όμως αυτό το θέμα γιατί πιστεύουμε ότι τα πρότυπα είναι απαραίτητα για όλους μας τη στιγμή που η λεγόμενη νέα Τάξη πραγμάτων εισάγει στη χώρα μας ήθη, έθιμα και θεσμούς ξένα προς την παράδοσή μας. Τα όσα λοιπόν προτείνουν οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες αποτελούν τους οδοδείκτες της πνευματικής ζωής μας και διασφαλίζουν την εθνική ταυτότητα και παράδοσή μας, μέσα στην τρικυμία των καιρών μας.

Με τη λέξη πρότυπο εννοούμε ό,τι είναι άξιο για μίμηση. Μπορεί να είναι μορφές δράσης ή πρόσωπα, τα οποία είναι φορείς αξιών, ικανοτήτων, ιδανικών κ.α. [1]

Τα προτεινόμενα πρότυπα χριστιανικής ζωής και συμπεριφοράς δεν αποτελούν αυθαίρετα συμπεράσματα ή αυθαίρετες συμβουλές των τριών εκλεκτών Πατέρων, αλλά είναι απαύγασμα της σοφίας και της εμπειρίας τους καθώς και της θείας φώτισης. Θεωρούνται τα άριστα και όσα μας συμφέρουν, αν τα προτιμήσουμε [2] . Με κύρια πηγή την Αγία Γραφή, και δευτερευόντως τα αρχαιοελληνικά κείμενα μεταξύ των προσώπων πρώτη θέση κατέχει ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος αποτελεί το τέλειο πρότυπο και το ύψιστο ηθικό ιδεώδες [3] και ακολουθούν, ο Απ.Παύλος, οι άγιοι της Εκκλησίας και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ποιητές, ήρωες κ.λ.π. Επιπρόσθετα πρότυπα δημιουργούνται και μέσα από τα αναφερόμενα των Τριών Ιεραρχών στις επιστολές, στους λόγους ή στις πραγματείες τους.

Θα αναφερθούμε σε πρότυπα που έχουν σχέση α) με την εκκλησιαστική διακονία, β) την κοσμική εξουσία και γ) τον απλό λαϊκό Χριστιανό. Σε εκείνα δηλ. από τα πολλά, τα οποία οφείλουν να πραγματοποιηθούν από τους αποφασισμένους να ευαρεστήσουν τον Θεό και τα οποία ανακινήθηκαν επί του παρόντος στην Εκκλησία ή για να δανειστώ τα λόγια του Μ.Βασιλείου: Πολλών όντων δηλουμένων και των κατορθούσθαι οφειλόντων τοις εσπουδακόσιν ευαρεστήσαι τω Θεώ, περί μόνον τέως των επί του παρόντος κινηθέντων παρ?υμίν, εν συντόμω υπομνήσει ειπείν αναγκαίως προεθυμήθην [4] .

Ξεκινώντας θα ήταν παράλειψη να μη σταθούμε στο γεγονός ότι οι ίδιοι οι άγιοι Τρεις Ιεράρχες αποτελούν πρότυπα για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς με τη τεράστια προσφορά τους. Θεωρία και πράξη σε πλήρη συμφωνία, κάτι άλλωστε που χαρακτηρίζει τη ζωή όλων των Πατέρων της Εκκλησίας. Κοινωνική προσφορά, εκκλησιαστικοί αγώνες, πύρινοι λόγοι, όπου και όποτε χρειαζόταν, υπεράσπιση και στήριξη όχι μόνο των Χριστιανών, αλλά και των αλλόθρησκων στις δύσκολες στιγμές, είναι μερικά από τα οποία μπορούμε ν?αναφέρουμε σχετικά με την προσφορά τους και τα οποία είναι άξια μίμησης από μέρους μας. Αποδεικνύεται δηλ. ότι δεν ήταν μόνο εραστές των λόγων, αλλά εφάρμοζαν τα όσα πρέσβευαν.

Εκκλησιαστική και πολιτική κατάσταση (4 ος αι.)

Η εποχή τους χαρακτηρίζεται από την εκκλησιαστική γραμματεία ως η εποχή της δογματικής κατοχύρωσης [5] . Ήταν το τέλος μιας προηγούμενης εποχής και η αρχή μιας νέας περιόδου [6] . Ο Χριστιανισμός βγαίνει νικητής από τη σύγκρουση με τον ειδωλολατρικό κόσμο, θα έχει όμως να αντιμετωπίσει τον Αρειανισμό και τους Πνευματομάχους. Τα προβλήματα λοιπόν δεν θα λείψουν, αφού για αρκετό χρόνο στον αυτοκρατορικό θρόνο θα βρίσκονται άλλοτε Ορθόδοξοι και άλλοτε μη Ορθόδοξοι αυτοκράτορες [7] . Ο Θεοδόσιος ο Μέγας όμως θα είναι αυτός που θα σταματήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτή τη σύγχυση που υπήρχε ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα, επιβάλλοντας μία πολιτική ενότητας. Εκκλησία και πολιτεία συμπορεύονται, αν και αρκετές φορές ο Καισαροπαπισμός εμφανιζόταν για να δυσχεράνει τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο μέρη. Ο αυτοκράτορας λοιπόν στο εξής θα έχει στην Εκκλησία δικαιώματα και καθήκοντα. Θα συγκαλεί τις Οικουμενικές συνόδους και θα επικυρώνει τις αποφάσεις τους, θα πρέπει να υπερασπίζεται την ορθόδοξη πίστη και να συντηρεί τον διοικητικό οργανισμό της Εκκλησίας. Αν κάποιος αυτοκράτορας ξεπερνούσε αυτά τα όρια και ήθελε να ρυθμίσει εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας με αυθαίρετο τρόπο, τότε αντιμετώπιζε την σθεναρή αντίσταση Ιεραρχών ή και μοναχών [8] . Εντύπωση πάντως θα προκαλέσει η ολιγόχρονη παρουσία στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ιουλιανού του επονομαζομένου και Παραβάτη, ο οποίος είχε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να επαναφέρει την παλιά ειδωλολατρική θρησκεία. Είναι το κύκνειο άσμα του παλαιού κόσμου. Περιόρισε τους Χριστιανούς και μάλιστα τους απέκλεισε από κάθε εκπαιδευτική δραστηριότητα υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν δάσκαλοι που διδάσκουν έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ή μαθητές που τα διδάσκονται να μη λατρεύουν και τιμούν τους αρχαίους θεούς, που οι συγγραφείς αυτοί τίμησαν [9] . Απέκλειε έτσι τους Χριστιανούς από τη δημιουργία του πολιτισμού και τα αρχαία γράμματα από καθετί χριστιανικό [10] Δεν κατάφερε φυσικά τίποτε απ?όσα επιδίωκε. Πολλοί Χριστιανοί μορφώθηκαν σε εθνικές σχολές ή κοντά σε εθνικούς δασκάλους, όπως και οι Τρεις Ιεράρχες, δίδαξαν σ?αυτές και στη συνέχεια αφοσιώθηκαν στην εκκλησιαστική διακονία [11] .

Η αρετή, ο επιδιωκόμενος στόχος

Σκοπός και επιδίωξη των Τριών Ιεραρχών είναι να φτάσει ο άνθρωπος στην αρετή. Και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι επιδίωξαν την αρετή. Δεν αποκλείονται, ούτε απαγορεύονται όμως στους Χριστιανούς. Πόσο διαφορετική αντίληψη και ευρύτητα πνεύματος από εκείνη τη στενή και φανατισμένη σκέψη του αυτοκράτορα Ιουλιανού, αλλά και των αρχαιολατρών. Γίνεται μάλιστα προτροπή από τον Μ.Βασίλειο να δεχτούμε όσους επαίνεσαν την αρετή ή στιγμάτισαν την κακία. Είναι επιτρεπτό να μιμηθούμε λόγια και πράξεις ποιητών ή στοιχεία της ζωής των φιλοσόφων, όπως η ασκητικότητα, η ευθύτητα, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη [12] . Στην ίδια γραμμή θα πορευτεί και ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος θα επαινέσει τους φιλοσόφους , όταν οι ιδέες τους ή η ηθική τους συμπεριφορά ταιριάζουν με τις χριστιανικές. Μιμούμενος τον Απ.Παύλο θα χρησιμοποιήσει στους λόγους του φράσεις των αρχαίων φιλοσόφων. Προηγούνται όμως πάντα γι?αυτόν οι Απόστολοι έναντι των φιλοσόφων γιατί αυτοί δέχτηκαν την αλήθεια του Θεού [13] . Η πιο πάνω θέση του Χρυσοστόμου, δηλ. η χρησιμοποίηση φράσεων των αρχαίων Ελλήνων, η μέθοδος της συγκατάβασης, εφαρμόστηκε και από τον Θεό κατά την επαφή του με τους ανθρώπους, όταν π.χ. χρησιμοποιεί την αστρολογία και όχι την προφητεία ή το αγγελικό μήνυμα, για να οδηγήσει τους Μάγους στο νεογέννητο Θείο Βρέφος Ο αγ.Γρηγόριος θα αναφέρει ως παραδείγματα συχνά ρήτορες, φιλοσόφους, ποιητές και έργα τους στα Ηθικά έπη του. Θα είναι όμως παράλληλα και επικριτικός προς τους αρχαίους φιλοσόφους, όπως όταν καταδικάζει την θεωρία περί προΰπαρξης των ψυχών και μετενσάρκωσης του Πλάτωνα, την φιληδονία και υλοφροσύνη του Επίκουρου, την πυθαγόρεια αυθεντία και σιωπή [14] . Συνθετική, επιλεκτική και όχι λοιπόν αποτρεπτική η στάση των Τριών Ιεραρχών απέναντι στον αρχαίο κόσμο [15] . Από εκεί θα προέλθει και ο λεγόμενος ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, όπου θα διασωθεί ό,τι θετικό είχε να παρουσιάσει ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Αν θέλαμε να δώσουμε τον ορισμό της αρετής σύμφωνα με όσα οι Τρεις Ιεράρχες αναφέρουν για το θέμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρετή είναι καθετί που αρέσει στον Θεό και καθετί που μας οδηγεί προς Αυτόν [16] . Η αρετή είναι το όπλο που θα μας βοηθήσει να φτάσουμε στην άλλη ζωή. Έχει όμως δύσκολο δρόμο [17] . Ο αγ.Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπληρώνει ότι η αρετή επιτυγχάνεται με τη χάρη του Θεού και την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου. Η τέλεια αρετή επιτυγχάνεται στους ουρανούς. Αποτελεί συνεργία Θεού και ανθρώπου. Η αρετή οδηγεί στη θέωση [18] . Η μεσότητα ? την οποία ο Αριστοτέλης πρώτος υποστήριξε ? υιοθετείται από τον Μ.Βασίλειο και τον αγ.Γρηγόριο τον Θεολόγο στο θέμα της αρετής. Θα τονίσουν ότι η αρετή βρίσκεται στη μέση των κακών [19] . Για να πετύχουμε τούτο πρέπει να προετοιμαζόμαστε για μια άλλη ζωή και να μη μας αγγίζουν οι πολυτέλειες, τα αξιώματα και τα κοσμικά στοιχεία που δεν μας βοηθούν σε τίποτε [20] . Αξιοθαύμαστη είναι η αρετή των αγίων, οι οποίοι με όπλα τους τον χριστιανικό τρόπο ζωής, την καρτερία, την υπομονή, την περιφρόνηση των παρόντων νίκησαν την κακία των ανθρώπων και τις εχθρικές πνευματικές δυνάμεις, δηλ. τις δαιμονικές επιθέσεις [21] .

Μίμηση Χριστού

Η μίμηση Χριστού είναι επίσης αναγκαία. Ο λόγος και οι πράξεις των Χριστιανών θα πρέπει να είναι ανάλογες με τις εντολές του Χριστού. Ούτος όρος Χριστιανισμού, μίμησις Χριστού εν τω μέτρω της ενανθρωπήσεως [22] . Ο άνθρωπος από τούτο τον κόσμο ξεκινάει για να πετύχει αυτό το ιδεώδες της πνευματικής ζωής [23] . Κάνοντας χρήση του αυτεξουσίου του και επιθυμώντας τα αγαθά, επιθυμεί και τον Θεό, που είναι το κυρίως αγαθό [24] . Το σχέδιο εξάλλου της σωτηρίας του Θεού για τον άνθρωπο είναι η ανάκληση από την έκπτωση και η επιστροφή κοντά στο Θεό. Η Ενανθρώπηση του Χριστού, τα παραδείγματα μέσα από τα Ευαγγέλια, τα πάθη, ο σταυρός, η ταφή και η ανάσταση αποβλέπουν σ?αυτό το σκοπό, ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον διά μιμήσεως Χριστού, την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν [25] . Αρχή της μίμησης και παράλληλα μίμησης του θανάτου του Χριστού είναι το βάπτισμα, με το οποίο διακόπτουμε τον προηγούμενο τρόπο ζωής μας. Έτσι ξεκινάει η αναγέννησή μας [26] .

Ο Απ. Παύλος

?λλο παράδειγμα μίμησης προβάλλεται και ο Απ.Παύλος, ιδιαίτερα από τον αγ.Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος τον ερμήνευσε, χωρίς όμως να υστερούν εδώ και οι άλλοι δύο Πατέρες. Ο Απ.Παύλος είναι εκείνος ο οποίος εφάρμοσε απόλυτα τις εντολές του Χριστού, ο μιμητής του Χριστού [27] . Η διδασκαλία του χρησιμοποιείται κατά κόρον, όταν υποστηρίζονται τα ορθόδοξα δόγματα ή κάποια ηθική διδασκαλία (π.χ. η αποφυγή της πολυτέλειας, η ψυχαγωγία, η παρθενία και ο έγγαμος βίος κ.α. Επαναλαμβάνεται στα κείμενά τους συχνά η φράση: ο Παύλος φησι [28] / ως γαρ εν Χριστώ λαλεί Παύλος [29] / ούτω προήνεγκεν ο απόστολος [30] /επιτιμάτω Παύλος υμίν [31] , απ?όπου διαφαίνεται η αναγωγή του Αποστόλου Παύλου σε αυθεντία και πνευματικό οδηγό. Είναι το «σκεύος εκλογής, που μέσα του μιλούσε ο Χριστός», «ο κήρυκας και βεβαιωτής του συντετμημένου λόγου, μαθητής και δάσκαλος των αλιέων» [32] , που έφτασε στο ψηλότερο μέτρο γνώσης του Θεού [33] . Γίνεται ακόμη λόγος για την μεταστροφή του Παύλου, ο οποίος από σφοδρός διώκτης του Χριστιανισμού, έγινε θερμός κήρυκας και υπερασπιστής του [34] , στην ικανοποίηση των βιοποριστικών αναγκών του με τις αποδοχές από την προσωπική εργασία [35] . Επιπλέον στην πνευματική εγρήγορση και προκοπή των Χριστιανών, την οποία ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει μεταφορικά με την καρποφορία της γης, που πετυχαίνει ο γεωργός, τον πόλεμο κατά των πονηρών πνευμάτων και των παθών της σάρκας, ο στρατιώτης, που φοράει την πανοπλία του Θεού, και η στέψη του νικητή στους αθλητικούς αγώνες, επειδή δεν παρέβη τους αθλητικούς νόμους [36] . Η αρπαγή του στους ουρανούς, όπως ο ίδιος αναφέρει (Β? Κορ. 12,2), χρησιμοποιείται σαν παράδειγμα, ώστε να γίνει κατανοητό πως για την ουσία του Θεού, ούτε ο Απ.Παύλος μπορεί να μιλήσει, όπως και για την εξιχνίαση και έρευνα όλης της αλήθειας [37] . Ο Απ.Παύλος προσπαθεί να πλησιάσει όχι τη φύση, αλλά τις ενέργειες του Θεού, τις οποίες και αυτές τις ονομάζει ακατάληπτες [38] . Υπάρχουν πολλά ερωτήματα που η διάνοια του ανθρώπου δεν μπορεί να φτάσει, όσο ψηλά κι αν μπορέσει να αναρριχηθεί αυτή.

Οι άγιοι της Εκκλησίας

Τρίτη κατηγορία προσώπων ? προτύπων είναι οι άγιοι της Εκκλησίας. ?γιος της Εκκλησίας για τον Χρυσόστομο είναι ο καθένας που τιμά ως τέτοιον η Εκκλησία. Κάτι αντίστοιχο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν ο ήρωας και ο φιλόσοφος. ?γιος είναι εκείνος που έχει ορθή πίστη και ζωή [39] . Κατά τον Μ.Βασίλειο οι άγιοι υπερέχουν των άλλων ανθρώπων. Έχουν μεγαλοπρέπεια γιατί δεν ρίχνουν τον εαυτό τους στα ευτελή πάθη, έχουν καθαρές ιδέες για τον Θεό και δεν είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά. Παρομοιάζει τον κάθε άγιο με αετό γιατί πετάει πάνω από τα πάθη και τις μικρότητες, με πρόβατο γιατί είναι ήρεμος και άκακος στη ζωή του, γεμάτος από αγάπη, με κριάρι, γιατί υπερέχει ηθικά από τους άλλους ανθρώπους, με περιστέρι για την αγνότητα των προθέσεών του και με ελάφι, γιατί έχει την ιδιότητα του ελαφιού και μάχεται με τα φίδια του κακού [40] . Θεωρούνται πρότυπα, γιατί οι ίδιοι με την ζωή και το έργο τους γίνονται παραδείγματα ευσέβειας για τους Χριστιανούς, τα εγκώμια προς αυτούς φανερώνουν τον πλούτο των χαρισμάτων τους και ο καθένας οίκοθεν βρύει την αρετήν [41] . Η μίμηση των αγίων αποτελεί επίσης προτροπή των Τριών Ιεραρχών. Ο Γρηγόριος εννοεί καταρχήν ως μίμηση την ενάρετη ζωή του μάρτυρα ή του ασκητή. Παράλληλα η καθημερινή πνευματική άσκηση θα μας αναδείξει αθλητές του Χριστού και θα μας οδηγήσει στην πνευματική τελείωση [42] . Το διηνεκές του πνευματικού αγώνα των Χριστιανών ως μίμηση των αγίων υποστηρίζει και ο Χρυσόστομος. Σήμερα δεν έχουμε διωγμούς, όπως την εποχή των μαρτύρων. Ο Χριστιανός όμως διώκεται από τους πειρασμούς των δαιμόνων και έτσι λοιπόν ο αγώνας του συνεχίζεται και χρειάζεται να ασκείται συνεχώς. Η συμμετοχή μας ακόμη στις εορτές των αγίων πρέπει να είναι ουσιαστική και πνευματική και όχι τυπική. Εννοείται ότι ο Χριστιανός μετά από κάθε παρουσία του σε εορτή αγίου βελτιώνεται προσθέτοντας στη ζωή του στοιχεία από τον βίο του κάθε αγίου [43] . Όποιος παραδέχεται αυτούς τους γενναίους μάρτυρες δεν θα υστερήσει κατά την μίμηση, όταν βρεθεί σε δύσκολες περιστάσεις. Ο Χριστιανός λοιπόν μπορεί να γίνει μάρτυς τη προαιρέσει, μάρτυρας κατά τη διάθεση, αν μακαρίσει αληθινά και ωφεληθεί ουσιαστικά, απ? όσους μαρτύρησαν την πίστη τους στον Χριστό [44] . ?ξιο λόγου είναι το ότι οι μάρτυρες λίγο πριν υποστούν το μαρτύριο τους εμφανίζονταν μπροστά στον τοπικό άρχοντα και δήλωναν: Χριστιανός ειμί. Περιφρονούσαν τα ονόματα που τους είχαν δοθεί από τη γέννησή τους και ονόμαζαν τον εαυτό τους από το κοινό όνομα του Σωτήρα. Απαρνούνταν στη συνέχεια τις τιμές που τους υπόσχονταν και στο τέλος ο ουρανός υποδεχόταν αυτούς [45] . Πάνω απ?όλα βλέπουμε ότι τοποθετούσαν τον Σωτήρα Χριστό. Ξέφευγαν από τα γήινα και πρόσκαιρα, κατακτούσαν τα ουράνια και αιώνια. Διερωτόμαστε αλήθεια, αν υπάρχει η ίδια διάθεση και δύναμη ψυχής σήμερα, σε όλους, όσους θέλουμε να ονομαζόμαστε Χριστιανοί.

Ο επίσκοπος και ο ιερέας

Ως προς τις μορφές προτύπων που παρουσίασαν στεκόμαστε καταρχήν σ?εκείνη του εκκλησιαστικού άνδρα. Ο κάθε ιερωμένος θεωρείται το άλας της γης (Ματθ. 5,13), όπως μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος. Επιβάλλεται να είναι καθαρός κατ?αναλογία με την υψηλή διακονία που αξιώθηκε. Συνετός, έμπειρος, να γνωρίζει τις βιοτικές ανάγκες, να είναι όμως απαλλαγμένος απ?αυτές. Πρέπει να είναι ποικίλος, δηλ. να ενεργεί με πλήρη ελευθερία και παρρησία και να συγκαταβαίνει, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Να είναι ταυτόχρονα καλός και αυστηρός, να μεταχειρίζεται το ίδιο τους πιστούς, ιδιαίτερα να είναι προσεκτικός σε ταραγμένες καταστάσεις είτε αυτές προέρχονται μέσα ή έξω από την Εκκλησία [46] . Οι Τρεις Ιεράρχες, αν και «αγωνίζονταν τον αγώνα τον καλό, προσέκρουαν σε κάθε βήμα, σε δυσχέρειες και ραδιουργίες, αντιδράσεις και πλεκτάνες, οι οποίες προέρχονταν, όχι μόνο από τους εχθρούς της πίστης, αλλά δυστυχώς και από ομόδοξους [47] ». Διώχτηκαν και συκοφαντήθηκαν πράγματι από ομόδοξους επισκόπους, λόγω του ότι ήταν επιτυχημένοι στο έργο τους, αγαπητοί στο λαό και ανυποχώρητοι σε ηθικά ή δογματικά θέματα. Δεν αντιμετώπισαν τους διώκτες με εκδικητική διάθεση, αλλά για το καλό της Εκκλησίας και την επικράτηση της ειρήνης, υποχωρούσαν ή υπέμεναν με καρτερία τα όσα τους επέβαλλαν. Ο επισκοπικός ή αργότερα αρχιεπισκοπικός θρόνος δεν ήταν μέσο εξουσίας και επιβολής, αλλά διακονία των Χριστιανών και προσφορά στην Εκκλησία. Ο καλός ποιμενάρχης ή ποιμένας φαίνεται, όταν δεν παραμένει κολλημένος στο πηδάλιο του μέσα στο λιμάνι, αλλά όταν οδηγεί το πλοίο έξω απ?αυτό και δείχνει ότι έχει ικανότητες να διακυβερνήσει το πλοίο που λέγεται Εκκλησία δηλ. να είναι κοντά στον άνθρωπο και να φροντίζει γι?αυτόν παρατηρεί εύστοχα ο Χρυσόστομος [48] . Η ιεροσύνη αναφέρει κάπου αλλού δεν είναι επάγγελμα που εξασφαλίζει τα υλικά μέσα της ζωής. Είναι διακονία που ιδρύθηκε από τον Θεό και είναι τιμιότερη απ?όλες τις εξουσίες πάνω στη γη [49] . Διαμαρτύρονται επίσης συχνά για την κατάπτωση του επισκοπικού αξιώματος, όπου άνθρωποι αμόρφωτοι, οι οποίοι στερούνται διοικητικής πείρας γίνονται επίσκοποι και πρόξενοι μεγάλων κακών για την Εκκλησία.

Ο κρατικός άρχοντας

Ο τύπος τέλος του κρατικού άρχοντα κατέχει ιδιαίτερη θέση στη σκέψη των Τριών Ιεραρχών. Συμφωνούν ότι η εξουσία δόθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο στην μεταπτωτική του κατάσταση. Μειώνεται έτσι η αντιπαλότητα που δημιουργείται στις ανθρώπινες κοινωνίες, στις οποίες λησμονήθηκε η ομοτιμία και ισοτιμία των ανθρώπων. Η ανισότητα που προκύπτει δεν εξαφανίζει την πνευματική ομοτιμία των ανθρώπων, αφού ισότιμα όλοι έχουν θέση στη βασιλεία του Θεού [50] . Είναι αναγκαίο να υποτασσόμαστε στον Θεό, ο ένας στον άλλον και στους επίγειους άρχοντες. Στον Θεό εξαιτίας των πάντων, ο ένας στον άλλον εξαιτίας της αγάπης προς τους αδελφούς μας και στους επίγειους άρχοντες χάρη της ευταξίας. Όσο πιο ήπιοι και καλοί είναι οι κοσμικοί άρχοντες, τόση μεγάλη προθυμία υπακοής να δείχνουμε. Να διευκρινίσουμε όμως εδώ ότι δεν προβάλλεται η ελέω Θεού εξουσία των φεουδαρχικών καθεστώτων. Ο πολίτης δηλ. δεν είναι παθητικός δέκτης των οποιοδήποτε κρατούντων. Ούτε ο Θεός χαρίζει την εξουσία σε όσους την κατέχουν. Ο αγ.Γρηγόριος μάλιστα συγκριτικά θεωρεί ανώτερη την θέση του επισκόπου από εκείνη του κοσμικού άρχοντα. Ο κοσμικός άρχοντας πρέπει να έχει συναίσθηση ότι διοικεί μαζί με τον Θεό. Η φιλανθρωπία, η ηπιότητα και ο οίκτος να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του [51] . Η εξουσία του είναι πρόσκαιρη. Κάποια στιγμή και αυτός θα κληθεί να δώσει λόγο μπροστά στον Θεό. Ο Μ.Βασίλειος ζητάει από τους πολίτες οι άρχοντες τους να είναι Χριστιανοί, φύλακες των νόμων και όχι δούλοι της αμαρτίας. Τι συμβαίνει όμως όταν προκύπτουν τύραννοι ή εχθρικά διακείμενοι στους Χριστιανούς; Τέτοια παραδείγματα υπήρχαν πολλά επί των ημερών τους. ΄Όλοι γνωρίζουμε ότι ο ιερός Χρυσόστομος εξαιτίας του ηθικού ελέγχου του προς την αυτοκράτειρα διώχτηκε και πέθανε στην εξορία. Ο Μ.Βασίλειος σε επιστολή του προς τον Ευστάθιο Σεβαστείας θα διαμαρτυρηθεί για τις προσβολές από μέρους του αυτοκράτορα Ουάλη και του έπαρχου Μόδεστου. Σ?αυτήν την περίπτωση ακολουθείται το παράδειγμα των μαρτύρων, οι οποίοι αρνούνται υποταγή στις διαταγές των διωκτών τους, δηλ. «οι Χριστιανοί οφείλουν να μην υποκύπτουν σε πολιτικές ενέργειες που αποσκοπούν στην καταδίωξη της πίστης τους ή στην υποταγή της Εκκλησίας, ή στη διατάραξη της ενότητας της Εκκλησίας [52] . <![endif]>

Επίλογος

Αναμφίβολα σήμερα η κατάσταση στα εκκλησιαστικά και γενικότερα θρησκευτικά θέματα δεν είναι ρόδινη, ούτε ευοίωνη. Οι ισχυροί κλυδωνισμοί που υφίσταται το σκάφος της Εκκλησίας από διάφορα αίτια και γεγονότα μας οδηγεί έτσι, ώστε, στρέφοντας το βλέμμα μας προς του Τρεις Ιεράρχες να διαπιστώσουμε πως παρόμοιες στιγμές έντασης αντιμετώπισαν οι Χριστιανοί της εποχής τους. Απαιτείται λοιπόν κατά πρώτον ενότητα του πληρώματος της Εκκλησίας, σύνεση και μίμηση των προτύπων που προαναφέραμε. Με βάση αυτά τα πρότυπα η κοινωνία μας, η οποία εμφανίζεται απονευρωμένη και αδύναμη να αντιδράσει σ?οτιδήποτε της παρουσιάζουν και να κρίνει το καλό και ωφέλιμο, από το άχρηστο και ανήθικο θα αποκτήσει και σωστή δυναμική, αλλά και στοιχεία υγιούς επιβίωσης. Ο τεχνοκρατισμός, ο γρήγορος και εύκολος πλουτισμός, που βάζει στην άκρη κάθε ηθική αξία δεν πρόκειται να μας δώσουν την χαμένη ανθρωπιά μας. Αυτήν την ανθρωπιά που μας χρειάζεται σήμερα, όσο τίποτε άλλο.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ιεραρχών τριών γιορτή (Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.)

Είναι η γιορτή της σπουδάζουσας νεολαίας και γενικά των γραμμάτων .

Επειδή στο 10ο αιώνα δημιουργήθηκε στο λαό η τάση για την προτίμηση του ενός η του άλλου αγίου που παρ' ολίγο να πάρει τη μορφή σχίσματος , η Εκκλησία όρισε τον 11ο αιώνα την κοινή αυτή γιορτή των τριών Ιεραρχών, θέλοντας να τιμήσει ισάξια τους αγώνες τους υπέρ της χριστιανικής πίστης.

Γιορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου.

Όπως ξέρουμε οι τρεις Ιεράρχες ήταν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ο Ναζιανζινός, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Βασίλειος ο Μέγας. Ο Βασίλειος ο Μέγας ήταν εξαίρετος κήρυκας του χριστιανισμού, ένας από τους τρεις Ιεράρχες. Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το 330 μ.χ από ευσεβείς γονείς χριστιανούς και πλούσιους. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και η μαμή του Μακρίνη. Και οι δύο διακρίνονταν για τις αρετές και τη χριστιανική τους ευσέβεια. Νέος ο Βασίλειος σπούδασε στην Καισαρεία, στο Βυζάντιο και στην Αθήνα. Τελειώνοντας τις σπουδές του ήρθε στην Καισαρεία , άνοιξε σχολή ρητορικής και δικηγορούσε. Η αγάπη του όμως προς τον κλήρο και τη θρησκεία τον έκαναν να ιερωθεί. Για να μελετήσει τον ασκητικό βίο πήγε στην Αίγυπτο, τη Συρία, τον Πόντο και τη Παλαιστίνη και αποκόμισε πλούτο από θεολογικές γνώσεις από διάφορους σοφούς και ασκητές. Από εκεί γύρισε στην Καισαρεία αλλά και πάλι με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζινό πήγε στον Πόντο και μελέτησαν την ασκητική ζωή. Γυρίζοντας στην πατρίδα του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και μετά λίγα χρόνια έγινε επίσκοπος Καισαρείας. Ως επίσκοπος αναδείχτηκε ανεξάντλητος σε ελεημοσύνες . Ιδιαίτερα προστάτεψε τις χήρες και τα ορφανά και γενικά όλους όσους δυστυχούσαν. Ξόδεψε όλη του την περιουσία και ίδρυσε νοσοκομεία, φτωχοκομεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Ένας ακόμα από τους τρεις Ιεράρχες ήταν και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που ήταν και αυτός ένας πολύ άξιος άνθρωπος και αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης. Επίσης ήταν και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του χριστιανισμού και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, οικουμενικός δάσκαλος της Εκκλησίας.

Όπως βλέπουμε πρόκειται για 3 Ιεράρχες που έχουν προσφέρει πολλά στον χριστιανισμό, την θρησκεία μας αλλά και στην διδασκαλία μας. Γι' αυτό και εμείς τους δοξάζουμε και τους τιμούμε γιορτάζοντας τους στις 30 Ιανουαρίου. Επειδή όμως ήταν πατέρες και των γραμμάτων όλα τα σχολεία της Ελλάδος δεν λειτουργούν προς τιμήν τους. Μόνο το πρωί όλα μαζί τα παιδία πηγαίνουν στην εκκλησία να εκκλησιαστούν.

Δήμητρα Παπαγεωργίου

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

Πέτρος Βασιλειάδης

Δύο σημαντικές χρονολογίες σηματοδοτούν την εξέλιξη της σήμερον εορταζομένης επετείου. Η πρώτη, καθαρά εκκλησιαστική, άγει την απαρχή της στα μέσα του 11ου μ.Χ. αι., όταν ο μητροπολίτης Ευχαϊτών Ιωάννης Μαυρόπους, επί βασιλείας Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-1055), καθιέρωσε τον κοινό εορτασμό των «τριών μεγίστων φωστήρων» της χριστιανικής Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Η δεύτερη, περισσότερο πολιτιστικού χαρακτήρα, δεν είναι άλλη από το ακαδημαϊκό έτος 1843/44, όταν με απόφαση της συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών η 30η Ιανουαρίου καθιερώθηκε και ως εορτή των ελληνικών γραμμάτων. Αφορμή για την πρώτη υπήρξε η αποκατάσταση και διατήρηση της ενότητας του κοινωνικού συνόλου, όταν «στάσις γέγονε παρά των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών» για το ποιος από τους τρεις μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ανώτερος, με αποτέλεσμα, όπως αναφέρει κατά λέξη ο Συναξαριστής, «διαιρεθήναι τα πλήθη και τους μεν Ιωαννίτας λέγεσθαι, τους δε Βασιλείτας, Γρηγορίτας δε τους λοιπούς». Στόχος της δεύτερης ήταν η απεγνωσμένη προσπάθεια του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους εύρεσης σταθερού σημείου αναφοράς για την πολιτιστική του ταυτότητα.


Κοινός παρονομαστής αμφοτέρων των πρωτοβουλιών ήταν η ιεραποστολική ευαισθησία της εκκλησίας να καταθέσει την μαρτυρία της για την ενότητα του κόσμου, η οποία δεν αποτελεί μόνον ιεραποστολική αναγκαιότητα, αλλά ύψιστη θεολογική και εκκλησιολογική επιταγή. Η επίτευξη, βέβαια, της ενότητας της οικουμένης και η προώθηση «της διακονίας της καταλλαγής», κατά την εύστοχη θεολογική διατύπωση του ιδρυτού της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και αποστόλου των εθνών Παύλου (), δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως συνέπεια της νεωτερικής αρχής της ανεκτικότητας, αλλά ως βαθύτατα θεολογικό ζήτημα, ως θέμα που αφορά πρωταρχικά στο «είναι» και την ταυτότητα της Εκκλησίας. Η ενότητα της κοινωνίας, αλλά και σύνολης της κτιστής δημιουργίας, είναι ο υπέρτατος στόχος της θείας οικονομίας (πρβλ. Eφ 1,10 Kολ 3,11 κ.α.). Γι' αυτό και η βασική επιταγή του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσιν» (Iω 17,20-21) δεν αποτελεί απλή επιλογή, αλλά δεσμευτικό αξίωμα της χριστιανικής μαρτυρίας. Άλλωστε, για το σκοπό αυτό αιώνες τώρα η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθώντας την παρακαταθήκη των Τριών Ιεραρχών, ακατάπαυστα προσεύχεται «υπέρ της των πάντων ενώσεως», έννοιας βέβαια πολύ ευρύτερης της καθ' αυτό συμβατικής δομικής ενότητας του χριστιανισμού.
Παναγιώτατε,
Κύριε υπουργέ,
Κύριοι βουλευτές,
Κύριε δήμαρχε,
Κύριε πρύτανη,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ομότιμοι και εν ενεργεία,
Αγαπητές φοιτήτριες και αγαπητοί φοιτητές.
Η Εκκλησία επιτελεί το σωστικό της έργο όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που είναι. Αυτό το «είναι», με άλλα λόγια αυτή η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα της προσδοκώμενης Βασιλείας του Θεού. Το όραμα όμως αυτό πέρα από εσχατολογική αποτελεί εν ταυτώ και χειροπιαστή ιστορική πραγματικότητα, εναλλακτική πρόταση ζωής, υπέρβαση της καθημερινότητας και της φθαρτότητας, τις οποίες εκφράζει η συμβατική ζωή. Αυτή την εναλλακτική πρόταση ζωής η Εκκλησία οφείλει να εκφράζει αυθεντικά στον εσωτερικό της χώρο, στη λατρεία δηλαδή και τη δομή της, και κατά δεύτερο και κύριο λόγο να την μεταλαμπαδεύει προς τα έξω, να την καταθέτει με άλλα λόγια ως ζωντανή «μαρτυρία» στον κόσμο. Η επίτευξη της ενότητας της κοινωνίας και η προώθηση «της διακονίας της καταλλαγής» αποτελεί βασικό στοιχείο της χριστιανικής μαρτυρίας.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στην τεράστια προσφορά των Τριών Ιεραρχών, των κορυφαίων αυτών διδασκάλων του χριστιανισμού, αλλά και του διαχρονικού ελληνισμού, θα επιχειρήσω να διερευνήσω τη διαλεκτική σχέση της Εκκλησίας, αλλά και της θεολογίας, με τη νεωτερικότητα, την εξέλιξη, τον εκσυγχρονισμό, θέμα που μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής. Αυτό οφείλεται τόσο στην επιφυλακτικότητα της Εκκλησίας να αναγνωρίσει τα επιτεύγματα της Διαφωτισμού, δηλαδή της νεωτερικότητας, όσο και στη μη αποδοχή από τη σύγχρονη διανόηση της αναγκαιότητας ύπαρξης διαχρονικών θεσμών που έχουν τις καταβολές στην προ-νεωτερικότητα, όπως η Εκκλησία και η θρησκεία γενικότερα, κυρίως όμως στην αμφισβήτηση της νομιμότητας να διαδραματίσει και ο γνήσιος θεολογικός λόγος ουσιαστικό ρόλο στο δημόσιο βίο και στις επιστημονικές αναλύσεις, χωρίς αναγκαστικά – τόσο η Εκκλησία όσο και η θεολογία – να αλλοτριωθούν ή να αφομοιωθούν από τη νεωτερικότητα.
Αν σήμερα είναι εφικτός – αλλά και κατά την ταπεινή μου γνώμη επιθυμητός – ένας τέτοιος διάλογος, αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στην αδιαφιλονίκητη μετάβαση της πνευματικής ζωής της οικουμένης στην μετανεωτερικότητα. Γι' αυτό θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τις νεώτερες επιστημονικές απόψεις για την μαρτυρία της Εκκλησίας, αλλά και το ρόλο της θεολογίας, κατά την μετανεωτερικότητα.
***
Μετανεωτερικότητα είναι ένας αρκετά αμφιλεγόμενος όρος, με τον οποίο προσδιορίζεται αφενός μια ιστορική μετάβαση στη νεώτερη ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού και αφετέρου μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος. Σε διεπιστημονικό επίπεδο γίνεται συνήθως αναφορά στη διαλεκτική αντιπαράθεση και βεβαίως στη διαδοχική μετάβαση από την προνεωτερικότητα (premodernity), στη νεωτερικότητα (modernity), κι από κει στη μετανεωτερικότητα (postmodernity). Πιο συγκεκριμένα, στην εναλλαγή κατά την ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού των σχέσεων θρησκείας και δημόσιας γνώσης (public knowledge). Το φαινόμενο της θρησκείας, τόσο στη γενικότερη μορφή του όσο και στις επί μέρους εξειδικεύσεις του, αποτελεί αντικείμενο της θεολογίας, η δημόσια γνώση κατά τεκμήριο παράγεται στα πανεπιστήμια και διαχέεται στην κοινωνία με τη δημόσια εκπαίδευση. Η θέση της θεολογίας στο σύγχρονο πανεπιστημιακό σύστημα και του θρησκευτικού μαθήματος στη δημόσια εκπαίδευση ήταν πάντοτε αμφιλεγόμενες.
Με βάση μάλιστα την εγελιανή – με την ευρύτερη έννοια –ανάλυση της ιστορίας η συνεπής ακαδημαϊκή κοινότητα προβληματίζεται για την επιστημονική αξιοπιστία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι παρά το πεδίο διαμάχης τριών αντικρουόμενων αντιλήψεων για τη ζωή και την εν γένει πραγματικότητα: της μαγείας, της θρησκείας και της επιστήμης. μιας διαμάχης, η οποία μαρτυρεί τη σταδιακή βελτίωση του ανθρωπίνου πνεύματος, καθώς οι υποδεέστερες εκφράσεις – η μαγεία δηλαδή και η θρησκεία – υποχωρούν (κατά Έγελον και συμπάσα τη χορεία των νεωτερικών φιλοσόφων, ιστορικών της θρησκείας και επιστημόνων) μπροστά στην ανωτερότητα της επιστήμης. Ο διάσημος μάλιστα ανθρωπολόγος James George Frazer στο έργο του Ο Χρυσός Κλώνος διατύπωσε την άποψη, που παλαιότερα αποτελούσε αξίωμα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ότι οι μαγικο-θρησκευτικές απόψεις και θεωρίες δεν αποτελούν παρά εσφαλμένες υποθέσεις, οι δε λατρευτικές τελετές απέλπιδες και απεγνωσμένες προσπάθειες να δώσουν λύση στα φυσικά και μεταφυσικά φαινόμενα. Ο Frazer μάλιστα χαρακτήριζε τις θρησκευτικές μυστηριακές τελετές πρωτόγονη επιστήμη.
Οι απόψεις αυτές έγιναν καθολικά αποδεκτές στο χώρο της επιστήμης (academia), με την επιστήμη της θεολογίας έκτοτε να βρίσκεται σε θέση άμυνας, και να κρατάει απολογητική στάση, χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να διατυπώσει αξιόπιστη και πειστική επιστημονικά εναλλακτική πρόταση. Όλα αυτά μέχρι και αρκετά πρόσφατα, στα τέλη του περασμένου (20ου μ.Χ.) αι., όταν ο Ludwig Wittgenstein στη μελέτη του με τίτλο «Παρατηρήσεις στο Χρυσό Κλώνο του Frazer» ανέτρεψε πλήρως τις ανωτέρω περί θρησκείας και θεολογίας απόψεις, και απεκατέστησε τη σπουδαιότητα του θρησκευτικού φαινομένου, καθώς και την «εκφραστική» δυναμική των μυστηριακών τελετών. Έτσι άρχισε να αμφισβητείται στην επιστημονική κοινότητα η αντίληψη ότι «οι μυστηριακές τελετές είναι απόρροια πρωτόγονων ή ελαττωματικών πεποιθήσεων και πιστεύω», και έγινε βαθμιαία δεκτό ότι προέρχονται από την ανάγκη της κοινότητας, όχι να εξηγήσει, αλλά να εκφράσει την εμπειρία της, στην περίπτωση του χριστιανισμού την εμπειρία εδώ και τώρα (έστω και προληπτικά) της Βασιλείας του Θεού.
Κατά την προνεωτερικότητα (premodernity), λοιπόν, την εποχή δηλαδή που προηγείται του «αιώνα των φώτων» (siècle des lumières), οι κοσμολογικές ιστορίες των ιερών κειμένων όλων ανεξαρτήτως των θρησκειών αποτελούσαν – η κάθε μία βέβαια για το δικό της πολιτιστικό περιβάλλον – τη μοναδική και αποκλειστική βέβαιη δημόσια γνώση, την οποία οι άνθρωποι πίστευαν ότι διέθεταν για την παγκόσμια πραγματικότητα.
Mε την εμφάνιση, όμως, του Διαφωτισμού η κοσμική επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία σε ό,τι αφορά τη βέβαιη δημόσια γνώση, με αποτέλεσμα να εκπέσουν οι ιερές ιστορίες στο επίπεδο της πλέον αβέβαιης γνώσης, και η θρησκεία σε ατομική υπόθεση. Γι' αυτό μάλιστα και ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του μοντερνισμού ήταν ανέκαθεν ο πλήρης διαχωρισμός κράτους-Εκκλησίας, αλλά και γενικότερα η εξώθηση της θρησκείας στον ιδιωτικό τομέα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο κοσμικός (secular) χαρακτήρας του δημόσιου τομέα, η απαλλαγή του δηλαδή από κάθε θρησκευτική επιρροή. Αυτή άλλωστε είναι και η πρωτογενής σημασία του όρου «εκκοσμίκευση».
Η εξέλιξη αυτή, βέβαια, δεν υπήρξε καρπός αντίθεων δυνάμεων, αλλά συνέπεια εγγενών αδυναμιών του δυτικού χριστιανισμού, των θρησκευτικών δηλαδή πολέμων μεταξύ Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών που συντάραξαν την Ευρώπη το 17ο αι. Η συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, η οποία ουσιαστικά σήμανε το τέλος της «χριστιανοσύνης» ως πολιτικού παράγοντα στο δημόσιο στίβο της Ευρώπης, δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να αποκλειστεί στο μέλλον η περίπτωση να μετατραπεί η θρησκεία σε αιτία πολέμου. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρόμοιο στόχο εξυπηρετούσε, με τη διαφορά βέβαια ότι οι προηγηθέντες αιματηροί πόλεμοι ελάχιστα συνδέονταν με τη θρησκεία, γι' αυτό και ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η ύπαρξή της ήταν τα ιδανικά τα νεωτερικότητας. Είναι, επομένως, κατανοητό, γιατί παρόλες τις πιέσεις δεν κατέστη δυνατή έστω και η παραμικρή αναφορά στις χριστιανικές καταβολές της Ευρώπης στο προοίμιο της υπό ψήφιση συνταγματικής της συνθήκης.
Η σταδιακή επικράτηση της νεωτερικής ιδεολογίας είχε ως συνέπεια ο χριστιανισμός (κατά κύριο λόγο στη Δύση) να συμβιβαστεί - εκών άκων - με την ατομοκρατία (individualism), να αναζητήσει διέξοδο και πεδίο δράσης στην εξωτερική ιεραποστολή, και η θεολογία της σε επιστημονικό επίπεδο να γίνει δεκτή εντός του πανεπιστημιακού συστήματος μόνον ακολουθώντας πιστά τους κανόνες της ιστορικής κριτικής ανάλυσης.

Η μετανεωτερικότητα (postmodernity), αν και φαινόμενο των τελευταίων κυρίως δεκαετιών, είχε τις προδρομικές απαρχές της στην εμφάνιση των κοινωνικών επιστημών. Οι επιστήμες αυτές, εξετάζοντας αρχικά τις κοινωνίες διαφόρων πολιτισμικών αποχρώσεων κατά την προ-νεωτερικότητα, ανακάλυψαν εντελώς διαφορετικές και σπάνια μονολιθικές (ιεροκρατικές) περιγραφές για τη φύση και τη φυσική τάξη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα ποτέ δεν έζησε στα όρια της «φύσης», της θρησκοληψίας (στη σκιά δηλαδή της θρησκείας), αλλά πάντα στα πλαίσια «πολιτισμού», που ως γνωστό είναι προϊόν της γλώσσας και της ανθρώπινης εν γένει δημιουργικότητας.
Η διαπίστωση αυτή, κυρίως όμως η εφαρμογή κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. και στην επιστήμη (συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών επιστημών) των ίδιων μεθόδων κοινωνιολογικής και ιστορικής κριτικής, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά τη νεωτερική εποχή στη θρησκεία, συνέβαλε κατά δραματικό τρόπο στην ανακάλυψη της σχετικότητας της επιστήμης, του ορθού λόγου, της ιστορικής κριτικής. Με άλλα λόγια αμφισβητήθηκε η αδιαφιλονίκητη ορθότητα κάθε κοσμοθεωρίας, και όχι αποκλειστικά και μόνον της θρησκευτικής. Κατά την άποψη συντηρητικών επιστημόνων, όπως ο Darrell Fasching, η ανακάλυψη αυτή στο σύγχρονο επιστημονικό κόσμο ήταν πιο συγκλονιστική και από εκείνη ότι η γη δεν αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος, αφού καμιά πλέον θεώρηση δεν μπορεί αυτόματα να εκληφθεί ως «αντικειμενική». Πριν από ακριβώς 100 χρόνια η παρουσίαση από τον Αλβέρτο Αϊνστάιν της επαναστατικής, και ελάχιστα πιστευτής τότε, θεωρίας της σχετικότητας στο χώρο των θετικών επιστημών σηματοδοτούσε προφητικά την μετανεωτερική εξέλιξη.
Η επιστημονική λοιπόν γνώση, η οποία αμφισβήτησε τη βασισμένη στην πίστη παραδοσιακή θρησκευτική γνώση, εν ονόματι του καθαρού λόγου και της επιστημονικής κριτικής, σε σημαντικούς τομείς είναι το ίδιο σχετική με την οποιαδήποτε θρησκευτική γνώση. Προσφέρει με άλλα λόγια εξίσου επινοητική και όχι επακριβή και αδιαφιλονίκητη ερμηνεία του κόσμου με εκείνη της προνεωτερικής εποχής.
Διάφοροι, βέβαια, κορυφαίοι διανοητές, όπως π.χ. ο J. Habermas, επιμένουν ότι ο κύκλος της νεωτερικότητας δεν ολοκληρώθηκε ακόμη, και ως εκ τούτου προσδοκούν την ολοκλήρωσή της. Σημαίνοντες, επίσης, θεωρητικοί της «μετανεωτερικότητας», όπως ο Jean-François Lyotard, ισχυρίζονται, ότι «το μεταμοντέρνο δε σηματοδοτεί το τέλος του μοντερνισμού, αλλά μια άλλη σχέση με αυτόν». Γι' αυτό και σήμερα πολλοί εκφραστές και υποστηρικτές της νεωτερικότητας αποφεύγουν τον όρο μετα-νεωτερικότητα, και κάνουν λόγο για «δεύτερη» ή «ύστερη» νεωτερικότητα.
Παρόλα αυτά, η σύγχρονη πραγματικότητα έδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι τουλάχιστον η βεβαιότητα της εκκοσμίκευσης ως υπέρβασης της ιερότητας, η απολυτότητα της ατομικότητας (individualism), και προ πάντων η βεβαιότητα της απόλυτης γνώσης με βάση τον καθαρό λόγο, με άλλα δηλαδή λόγια η ανακάλυψη της αλήθειας μέσω της κριτικής και ιστορικής έρευνας, αποτελεί αυταπάτη.
Πριν από μερικές μόνον δεκαετίες πλείστοι επιστήμονες και διανοούμενοι προέβλεπαν με απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα μια αυστηρά και αποκλειστικά κοσμική διάρθρωση της κοινωνίας, και τουλάχιστο στο λεγόμενο δυτικό κόσμο την εξάλειψη και αυτής ακόμη της παραδοσιακής θρησκείας, την πλήρη δηλ. εκκοσμίκευση της σύγχρονης κοινωνίας. Το 1965 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το πιο πολυδιαβασμένο και δημοφιλέστερο ίσως στο είδος του έργο του Ηarvey Cox, The Secular City, όπου αναγγέλλονταν η πλήρης εκκοσμίκευση των δυτικών τουλάχιστον κοινωνιών και η κατάρρευση της παραδοσιακής θρησκείας. Ενώ ο Cox, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε διανοούμενοι, ακολουθώντας τους διάσημους σύγχρονους κοινωνιολόγους, διέβλεπαν σ' αυτή την εξέλιξη ανθρωπιστικά και απελευθερωτικά στοιχεία, άλλοι χαρακτήριζαν το φαινόμενο της αυξανόμενης εκκοσμίκευσης της κοινωνίας ως εφιαλτικό και αποκαλυπτικό. Άλλωστε τα παραδείγματα του Auschwitz και της Hiroshima δεν είναι και πολύ μακριά, και ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος και μιας οικολογικής καταστροφής παρέμενε διαρκής απειλή. Εντούτοις, και οι μεν και οι δε ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι ο 20ος αιώνας, με μαθηματική μάλιστα ακρίβεια θα έκλεινε με ακόμη μεγαλύτερη εκκοσμίκευση.
Σήμερα, στην αυγή του 21ου αι., αυτή η θεωρία της εκκοσμίκευσης και η εξ αυτής απορρέουσα περιθωριοποίηση της θρησκείας σε ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας διανόησης είναι τόσο αποκρουστική, όσο δημοφιλής και αυτονόητη εμφανιζόταν τριάντα χρόνια πριν. Είναι ενδεικτική η διοργάνωση την περασμένη δεκαετία διεπιστημονικών συνεδρίων σε ακαδημαϊκά κέντρα όπως το Harvard ή η South Florida με θέμα τη θρησκεία και την πολιτική (με την ευρύτερη έννοια του όρου), πράγμα εντελώς αδιανόητο είκοσι ή τριάντα χρόνια νωρίτερα. Η έκδοση συλλογικών τόμων, που πραγματεύονται διεπιστημονικά το κοινωνικό αυτό φαινόμενο της παλινόρθωσης της θρησκείας, και του θρησκευτικού φαινομένου γενικότερα, στην κοινωνική ζωή των λαών, αποτελεί συνηθισμένο πλέον φαινόμενο. Ο ίδιος άλλωστε ο Cox αναγνωρίζει τη ριζική αλλαγή που έχει επέλθει στην ανθρώπινη πνευματικότητα, και ομολογεί την απροσδόκητη παλινόρθωση σε παγκόσμια κλίμακα της θρησκείας, με πρόθεση σε μερικές περιπτώσεις να επηρεάσει εκ νέου το δημόσιο βίο, ακόμη και την πολιτική.
Αλλά και από το χώρο των θετικών επιστημών είναι ενδεικτική η δημόσια ομολογία σήμερα, το μήνα που πέρασε, του γηραιού Βρετανού φιλοσόφου Anthony Flew, ο οποίος συνέδεσε για πάνω από πενήντα χρόνια το όνομά του με την άρνηση νομιμοποίησης της επιστημονικής αξιοπιστίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ότι «η έρευνα του DNA αποδεικνύει ότι η εμφάνιση της ζωής υποστηρίζει επιστημονικά την λογικότητα της ιδέας του 'Θεού'».
Δυστυχώς, η μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κρίση της παγκόσμιας κοινότητας με την αμφισβήτηση εν ονόματι της θρησκείας της έννομης τάξης και των διεθνών κανόνων ανάπτυξης των κοινωνιών και απόδοσης δικαιοσύνης για υπαρκτές αδυναμίες του συστήματος, διέκοψε απότομα αυτή την εξέλιξη. Παρά την βίαιη αυτή διακοπή του κριτικού διαλόγου στο χώρο της επιστήμης για τη θέση της θρησκείας κατά την μετανεωτερική εποχή, ελάχιστοι είναι οι θεωρητικοί που αρνούνται να αποδεχτούν ότι η θρησκεία – και φυσικά και η θεολογία, ο θεωρητικός της δηλαδή βραχίονας στον ακαδημαϊκό χώρο – μπορούν να συμβάλουν στην εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι είναι θεμιτό ο θεολογικός προβληματισμός να διαδραματίζει κάποιο ρόλο, γιατί όχι και σημαντικό, προς αυτή την κατεύθυνση. Με δεδομένη μάλιστα την επικίνδυνη προέλαση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (globalization), την αδυναμία της πολιτικής να ελέγξει την αυτόνομη και ανεξέλεγκτη πορεία της οικονομίας, με τη ραγδαία ανάπτυξη της βιολογίας και της ιατρικής τεχνολογίας (κλωνοποίηση), πολλοί θεωρούν κάτι τέτοιο, όχι μόνον θεμιτό, αλλά και επιθυμητό, ίσως και επιβεβλημένο. Θα πρέπει μάλιστα να επιζητείται, τουλάχιστο στο βαθμό που ενθαρρύνονται οι λεγόμενες «κινήσεις πολιτών». Όπως και να έχουν τα πράγματα, αναγνωρίζεται πλέον δειλά-δειλά ότι η θρησκεία αποτελεί εξόχως σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, ώστε να μην αποκλείεται από το δημόσιο διάλογο, τις δημόσιες ακαδημαϊκές, ηθικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, ακόμη και πολιτικές και οικονομικές αντιπαραθέσεις.
Υποστηρίζοντας όλα τα παραπάνω, θεωρώ επιβεβλημένο να υπογραμμίσω, εκείνο που οι κοινωνιολόγοι της γνώσεως πολύ συχνά μας υπενθυμίζουν, ότι δηλαδή ο μοντερνισμός, ο αντι-μοντερνισμός, ή κατ' άλλους εναλλακτικός μοντερνισμός, ο μετα-μοντερνισμός, η μετανεωτερικότητα δηλαδή, ακόμη και ο απο-μοντερνισμός, η πλήρης αποδόμηση της νεωτερικότητας, θα πρέπει πάντοτε να εκλαμβάνονται ως ταυτόχρονες, ταυτόσημες και παράλληλες διαδικασίες, ποτέ ως διαδοχικές. Αλλιώς η μετανεωτερικότητα μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα νέο είδος παραδοσιαρχίας (neo-traditionalism), να οδηγήσει δηλαδή σε τελευταία ανάλυση σε πλήρη άρνηση των επιτευγμάτων του Διαφωτισμού και των θετικών αξιών του λεγόμενου «δυτικού πολιτισμού». Αυτό για την επιστήμη της θεολογίας θα σήμαινε απλά αναίρεση του λεγόμενου επιστημονικού κριτικού «παραδείγματος». Κι αυτός οφείλω να ομολογήσω είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, αφού η επί αιώνες πλήρης κυριαρχία ενός αποστεωμένου ορθολογισμού μερικές φορές οδηγεί τους πάσης φύσεως νοσταλγούς του παρελθόντος στην αναζήτηση ενός νέου «παραδείγματος», το οποίο όμως πολλές φορές δεν είναι «νέο», αλλά απλή ανακύκλωση παλαιών δοκιμασμένων και απορριφθέντων «παραδειγμάτων», (νέο-ρομαντισμός, νέο-μυστικισμός, νατουραλισμός, κλπ.). Όλοι αυτοί οι νέο-ισμοί έχουν πολλά κοινά σημεία με τις σφοδρότατες αντιδράσεις, προερχόμενες κυρίως στην Ευρώπη από το χώρο της εκκλησίας και της θεολογίας, από τις αρχές του 18ου αι. και εξής ενάντια στη νεωτερική επανάσταση, την οποία τελικά η δυτική κοινωνία μας έχει ουσιαστικά αποδεχτεί και στην πράξη ενστερνιστεί.
Και στο σημείο αυτό ακριβώς συνίσταται η τεράστια πρόοδος, η οποία συντελέστηκε στον χώρο της παγκόσμιας ιεραποστολής, με ουσιαστική μάλιστα συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας, που ελάχιστα διαφέρει από τη συμβολή των Τριών Ιεραρχών στη δική τους εποχή. Η δυνατότητα, άλλωστε, της θρησκείας, και της χριστιανικής Εκκλησίας ειδικότερα, να ασκήσει τη φιλάνθρωπη δυναμική της στην κοινωνία «προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία, η μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου και η ακεραιότητα της δημιουργίας του Θεού», έγκειται στο τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία επιλέγει να καταθέσει τη μαρτυρία της, με τον τρόπο δηλαδή που ασκεί την ιεραποστολή της.
***
Όπως υποστηρίξαμε πιο πάνω, οι απαρχές της χριστιανικής ιεραποστολής ανάγονται στη σταδιακή ρήξη μεταξύ χριστιανισμού (στη θεσμική βέβαια εκκλησιαστική του έκφραση) και του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν φυσικό να επέλθει ως αποτέλεσμα του δόγματος της εκκοσμίκευσης (που σταδιακά κυριάρχησε στον ευρωπαϊκό χώρο) και της αναγκαστικής εξώθησης της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα. Καθ' όλη σχεδόν την περίοδο της νεωτερικότητας, και κυρίως κατά την πρώτη φάση της, η παγκόσμια χριστιανική ιεραποστολή προσπάθησε ουσιαστικά να ανασυστήσει την παλαιά στατική αντίληψη ενός χριστιανικού κόσμου, μιας χριστιανικής τάξεως, υποδαυλίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τη θεσμική αντίθεση Εκκλησίας και κόσμου. Κάτι παρόμοιο αναλογικά συνέβη και στη περίπτωση της ατυχούς εκμετάλευσης από την νεοελληνική καθεστηκεία τάξη του κοινού εορτασμού των Τριών Ιεραρχών ως ιδεολογικού προπετάσματος στην ιδεολογική αντιπαράθεση στον νεο-ελληνικό χώρο μεταξύ νεωτερικών και παραδοσιακών ιδεολογιών. Η επικρατούσα ιεραποστολική ορολογία σ' αυτή την περίπτωση ήταν: εκχριστιανισμός, προσηλυτισμός, ευαγγελισμός.
Η προσπάθεια αυτή, παρά την ποσοτική επιτυχία των αυτόνομων και ανεξάρτητων ιεραποστολικών αποστολών (ακόμη και στο ρωμαιοκαθολικό κόσμο), αποδείχτηκε ατελέσφορη για δύο κυρίως λόγους: (α) πρώτα-πρώτα εξαιτίας της πολυδιάσπασης του χριστιανικού κόσμου, που βέβαια προϋπήρχε αλλά συνεχώς διογκωνόταν, και (β) έπειτα εξαιτίας της απείρως ταχύτερης και επιτυχέστερης επέλασης της εκκοσμίκευσης σε όλο τον ανακαλυφθέντα και στη συνέχεια κατακτηθέντα (αν όχι υποδουλωθέντα) κόσμο.
Σημείο αναφοράς της αποστολής της Εκκλησίας σ' εκείνη τη φάση ήταν η αντίληψη της παγκοσμιότητας. Στην κλασική προνεωτερική θεοκρατική της εκδοχή η αντίληψη αυτή οδήγησε στην ιδέα μιας παγκόσμιας εκκλησίας, καθώς επίσης και μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας: ένας Θεός - ένας αυτοκράτορας, μία εκκλησία - μία αυτοκρατορία. Η ατυχής σύνδεση της χριστιανικής ιεραποστολής με την αποικιοκρατία την οδήγησε στην πεποίθηση ότι χρέος των χριστιανών ήταν να μεταφέρουν στην υπόλοιπη ανθρωπότητα τις ευλογίες του δυτικού (δηλ. αστικού) χριστιανικού πολιτισμού. Έδιναν, όμως, έτσι την εντύπωση, ότι τα γνήσια ιεραποστολικά κίνητρα ήταν επικίνδυνα συνδεδεμένα με άκρως αρνητικά πολιτιστικά και κοινωνικά κίνητρα. .
Η διάψευση της προσδοκίας εξάλειψης των αρχαίων προ- και μη-χριστιανικών θρησκειών, και συνεπώς και της δυνατότητας εκχριστιανισμού της οικουμένης, οδήγησε τη χριστιανική θεολογία σε μια νέα κατανόηση της μαρτυρίας της Εκκλησίας. Η κοινωνική αλλαγή – με άλλα λόγια τα ιδανικά της νεωτερικότητας – έπαψε να θεωρείται ως ρήξη ή επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, και άρχισε να εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της δράσεως του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής. Στη θέση ενός θεοκρατικά δομημένου κόσμου, εμφανίζεται πλέον ο κόσμος της ιστορίας, μέσα στην οποία επιτελείται το έργο του Θεού. Στην εξέλιξη αυτή κομβικό σημείο αποτελεί η αναγνώριση της παγκόσμιας σημασίας του γεγονότος Χριστός, στη θέση βέβαια της θεσμικής έκφρασης του πανίσχυρου τότε δυτικού χριστιανισμού. Στη φάση αυτή το παλαιό παράδειγμα της θεοκρατικής παγκοσμιότητας έδωσε τη θέση του σε ένα νέο, εκείνο της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας. Τόσο η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα όσο και η θεολογία της ιστορίας, ως εργαλείο αλλά και θεολογικό υπόβαθρο της μαρτυρίας της Εκκλησίας, αναπτύχθηκαν ως απάντηση – αλλά και αλλαγή πολιτικής απέναντι – στο φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, και γενικότερα στα ιδεώδη της νεωτερικότητας.
Στα θετικά σημεία αυτής της φάσεως της νεώτερης ιστορίας της παγκόσμιας ιεραποστολής θα πρέπει πρώτα-πρώτα να καταγράψουμε τη σταδιακή εγκατάλειψη της ιδέας ότι η ιεραποστολή είναι υπόθεση μόνον των μεμονωμένων χριστιανών (missio christianorum), και την αναγνώριση της ιεραποστολικής ευθύνης της Εκκλησίας στο σύνολό της (missio ecclesiae). Πιο σημαντική, όμως, λίγο αργότερα ήταν η αναγνώριση ότι το πραγματικό υποκείμενο της ιεραποστολής δεν είναι ούτε η Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο Θεός (missio Dei), αντίληψη, όμως, που αρχικά ο δυτικός χριστιανισμός περιόριζε στην αποστολή του Χριστού (missio Christi).
Πολύ σύντομα, εν τούτοις, έγινε αντιληπτό ότι η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα, συνέβαλε στο να μετατραπεί με λανθάνοντα τρόπο ο υγιής χριστοκεντρισμός σε προβληματικό χριστομονισμό. Σ΄ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο για το μέλλον της παγκόσμιας ιεραποστολής έκανε αισθητή την παρουσία της η Ορθόδοξη θεολογία, σημαντικότερη συμβολή της οποίας υπήρξε – στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου – η επανανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», την οποία ως γνωστόν πρώτος θεολογικά ανέπτυξε ο Μέγας Βασίλειος. «Η δυναμική συνάντηση», ομολογεί κορυφαίος θεολόγος της Δύσεως, «με τις ορθόδοξες παραδόσεις στο πεδίο της θεολογίας και της πνευματικότητας, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ριζωμένη πνευματολογική λήθη (Walter Kasper) στο Δυτικό Χριστιανισμό, τόσο στην Καθολική όσο και στην Προτεσταντική μορφή του».
Με τη συνδρομή της Ορθόδοξης θεολογίας έγινε κατανοητό ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι πρωταρχικά ζωή κοινωνίας, και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ' αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ευρέως η πάγια θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι «η χριστιανική ιεραποστολή δεν στοχεύει αποκλειστικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα».
Η εγκατάλειψη της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας και η θεμελίωση της χριστιανικής ιεραποστολής με πιο σταθερό τρόπο στο τριαδικό δόγμα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής και προσηλυτιστικής τακτικής της χριστιανικής ιεραποστολής του 19ου, αλλά και των αρχών του 20ου αι., με τις ολέθριες συνέπειες για τον ορθόδοξο αλλά και τον τρίτο κόσμο, και την υιοθέτηση μιας περισσότερο περιεκτικής και ολιστικής κοινής χριστιανικής μαρτυρίας. Πρακτικά αυτό σήμαινε εμπλοκή των χριστιανών στους κοινωνικούς αγώνες (θεολογία της απελευθέρωσης), στην καταπολέμηση του ρατσισμού (με τα γνωστά προγράμματα εναντίον του απαρντχάιντ, και της ανύψωσης της θέσης των γυναικών κλπ.), αλλά και καταδίκη του προσηλυτισμού. όχι μόνο μεταξύ χριστιανών διαφορετικών δογμάτων, αλλά και προς τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι ιεραποστολικοί όροι, οι οποίοι χρησιμοποιούνται πλέον είναι μαρτυρία και δια-θρησκειακός διάλογος. Θεολογικά πλέον, αλλά και πρακτικά, οι πιστοί των άλλων θρησκειών δεν είναι αντικείμενα της χριστιανικής ιεραποστολής, αλλά εταίροι στο διάλογο, με στόχο συνεργικά την εδραίωση, έστω και προληπτικά, της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει εγκατάλειψη από τη σύγχρονη ιεραποστολή της σωτηριολογικής σημασίας του Χριστού, ο οποίος παραμένει «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω 14,6), αλλά δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας. Είναι λοιπόν αυτονόητο, γιατί σε ιδεολογικό επίπεδο η θρησκευτική σημειολογία του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας και το «ιεραποστολικό» λεξιλόγιο του προέδρου των ΗΠΑ συναντάει τη σφοδρότερη αντίδραση από την οικουμενικά προσανατολισμένη χριστιανική ιεραποστολή.
Παρά την εσωτερική κρίση του παγκόσμιου ιεραποστολικού κινήματος, η ολιστική, και περιεκτική ιεραποστολική αντίληψη, με την ουσιαστική αποδοχή της νεωτερικότητας και του πλουραλισμού, και τη θεμελίωση της χριστιανικής μαρτυρίας σε υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο, αποτελεί τη μοναδική αποτελεσματική ομολογία και μαρτυρία του χριστιανικού κόσμου στη σύγχρονη μετανεωτερική εποχή.
Το δεύτερο σημείο ουσιαστικής συμβολής της Ορθοδοξίας ήταν η αγιοπνευματική διάσταση και η συνακόλουθη εσχατολογική κατανόηση της αποστολής της εκκλησίας. Η εσχατολογική δωρεά της καινούριας ζωής εν Αγίω Πνεύματι εγκαινιάζει μια νέα δημιουργία, την ανανεωμένη ιστορία όλων των ζώντων οργανισμών. Με την αυξανόμενη συμμετοχή των Ορθοδόξων έγινε αντιληπτό ότι, όπου αίρεται η διαλεκτική ένταση μεταξύ της ιστορίας και εσχατολογίας, η θεολογία χάνει την ικανότητά της να ενεργεί ως προφητική κριτική της συγκεκριμένης ανθρώπινης δράσης. H Εκκλησία δεν μπορεί να ενεργεί ως θεσμός του κόσμου τούτου, ούτε η θεολογία να νομιμοποιεί την θεσμική έκφραση ακόμη και της Εκκλησίας, αλλά να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του κόσμου τούτου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του.
Το τρίτο σημείο συμβολής της Ορθόδοξης θεολογίας στην εξέλιξη της θεολογικής τεκμηρίωσης της κοινής χριστιανικής μαρτυρίας ήταν η εκ νέου ανακάλυψη της ευχαριστιακής θεολογίας της αρχαίας Εκκλησίας, η οποία συνέβαλε στην ανάπτυξη της θεολογίας του «οίκου του Θεού». Η θεολογία αυτή ουσιαστικά συμπληρώνει, και σε ορισμένα σημεία υπερβαίνει, τη θεολογία της «Βασιλείας του Θεού», ως εργαλείου για τη διατύπωση της θεολογίας της ιεραποστολής. Ενώ, δηλαδή, το μοντέλο της Βασιλείας του Θεού στο χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής μετέφερε – εσφαλμένα βεβαίως – την αντίληψη της κυριαρχίας με όλα τα συνακόλουθα, τα οποία σημειωτέον για τον τρίτο κόσμο συνδέονται με τραυματικές αναμνήσεις της εποχής της αποικιοκρατίας, το μοντέλο του «οίκου του Θεού» προβάλλει την έννοια της ετερότητας, της σπουδαιότητας των σχέσεων, της οικειότητας, της ζεστασιάς της οικογένειας. Μιας παγκόσμιας οικογένειας Πατέρας της οποίας είναι ο Θεός που αδιάκοπα επιζητεί με θαλπωρή «επισυναγαγείν τα τέκνα (του) ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας»
Δυστυχώς αυτή η τεράστια πρόοδος στη θεολογία της ιεραποστολής, αυτή η τρομακτική υπέρβαση της αρνητικής εικόνας που προσέλαβε η χριστιανική ιεραποστολή κατά τομ παρελθόν, αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής τακτικής και αντι-νεωτερικής θεοκρατικής παγκοσμιότητας, δεν μεταλαμπαδεύτηκε ακόμη στον χώρο της ανατολικής Ορθοδοξίας. Κι' αυτό, παρά την ουσιαστική συμβολή της θεολογίας της σ' αυτή την υπέρβαση. Το όραμα, στο οποίο δυστυχώς συνεχίζει να στηρίζεται ο Ορθόδοξος ανατολικός χριστιανισμός, είναι ακόμη το προνεωτερικό θεοκρατικό βυζαντινό μοντέλο μιας προ πολλού ξεπερασμένης θεοκρατικής παγκοσμιότητας.
Αναφέραμε προηγουμένως ότι η μετανεωτερικότητα είναι αδιανόητη χωρίς κάποια διαλεκτική σχέση με αυτή καθαυτή τη νεωτερικότητα. Πριν από μερικές δεκαετίες, σημαίνων κοινωνιολόγος της θρησκείας, ο Peter Berger, οριοθετώντας τις σχέσεις της Εκκλησίας με τη νεωτερικότητα, και της θεολογίας με την επιστημονική γνώση, διέκρινε δύο κύριες συμπεριφορές: εκείνη της προσαρμογής (accommodation) και εκείνη της αντίστασης (resistance). Κατά την προσωπική μου άποψη και οι δύο συμπεριφορές θεολογικά κρίνονται ανεπαρκείς. Η αντίσταση για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Όσο για την προσαρμογή, τα στοιχεία στα οποία η Εκκλησία και η θεολογία της από τη φύση τους αδυνατούν να προσαρμοστούν, αφορούν στις αξίες και τους ακρογωνιαίους λίθους της νεωτερικότητας: (α) την «εκκοσμίκευση» (secularism), (β) την «ατομικότητα» (individualism), και (γ) την εξώθηση της Εκκλησίας στην ιδιωτική σφαίρα.
Για λόγους χρονικού περιορισμού δεν θα αναπτύξω το πλήρες θεολογικό σκεπτικό αυτής της ασυμβατότητας. Θα τονίσω μόνο, ότι στη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί αυτάρεσκα στην ιδιωτική σφαίρα για να καλύψει υποκριτικά τις ατομικές ανάγκες των πιστών. Ούτε η χριστιανική θεολογία μπορεί να αγνοήσει το χρέος της να αντιπαραθέσει το όραμα μιας άλλης οικουμένης, που είναι έκφραση ζωντανής αλληλεπίδρασης, μιας οικουμένης που θεμελιώνεται στο σύνολο των σχέσεων και όχι των δομών, μιας οικουμένης αυθεντικών σχέσεων κοινωνίας, αντανάκλαση των σχέσεων που ενυπάρχουν στην τριαδική θεότητα. Σ' αυτό το όραμα όλοι οι άνθρωποι πάσης φυλής και γλώσσας, ο κόσμος των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων, των χριστιανών και των πιστών των άλλων θρησκευμάτων, των πιστών και των απίστων, των δικαίων και των αμαρτωλών, είναι δημιουργήματα του ενός Θεού.
Αν, όμως, ούτε η αντίσταση ούτε η προσαρμογή της Εκκλησίας προς τη νεωτερικότητα είναι δυνατή, υπάρχει η δοκιμασμένη στην ιστορία της Εκκλησίας τρίτη λύση του ιστορικού συμβιβασμού, ή άλλως κοινωνικής ενσωμάτωσης, η παρακαταθήκη δηλαδή των Τριών Ιεραρχών. Στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας της η Εκκλησία όχι μόνο συμβιβάστηκε με τους «νεωτερικούς» - αν μπορούσε βέβαια καταχρηστικά να τους ονομάσει έτσι - για τα δεδομένα της εποχής θεσμούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όχι μόνο σεβάστηκε την άλλοτε αποκαλούμενη πόρνη Βαβυλώνα (Αποκ.), αλλά τους ενέταξε και στις λειτουργικές της δέλτους. Το μόνο που διατήρησε ανόθευτο ήταν η ταυτότητά της (κι αυτή όχι χωρίς δυσκολίες) και το δικαίωμα της προφητικής κριτικής της στάσης απέναντι στις ιστορικές εξελίξεις.
***
Δεν είναι, όμως, μόνον η μαρτυρία της εκκλησίας κατά την μετανεωτερικότητα που χρήζει επαναπροσδιορισμού. Είναι και η επιστήμη της θεολογίας, ο ρόλος της οποίας κατά τη μετανεωτερικότητα αποκτά πολύ ευρύτερους διαστάσεις. Συνεχίσει, βέβαια, να υπηρετεί την αποστολή και διακονία της Εκκλησίας, ως η προφητική της συνείδηση, διαλέγεται όμως παράλληλα με όλα σχεδόν τα γνωστικά αντικείμενα εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας με στόχο τη γνήσια κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου, υπερασπιζόμενη με τρόπο διαλεκτικό τις πανανθρώπινες αξίες και παρακολουθώντας κριτικά την αλματώδη εξέλιξη της κοσμικής επιστήμης. Τέλος, υπηρετεί και την ευρύτερη κοινωνία, αποτελώντας μοχλό καταλλαγής, θεραπείας και μεταμόρφωσης του κόσμου. Μέχρι σήμερα η θεολογική εκπαίδευση αναγκάστηκε να ακολουθήσει δύο δρόμους: Ή να παραμείνει καθαρά ιστορική, να κάνει δηλ. επιστήμη για την επιστήμη, με αποτέλεσμα πολλά θεολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα να μετατραπούν σε θρησκειολογικού/Religious Studies τύπου ακαδημαϊκές μονάδες, ή να αποκτήσει καθαρά ομολογιακό (σεμιναριακό) χαρακτήρα. Στον ορθόδοξο ελληνικό χώρο, ευτυχώς, και οι δύο αυτές ακραίες απολήξεις αποφεύχθηκαν. Η επιστήμη της θεολογίας μέσα στο σύγχρονο Πανεπιστήμιο διασφαλίζεται, μόνον εάν εγκαταλείψει τον απολογητικό, στενά ομολογιακό, και καθαρά ιστορικό χαρακτήρα και προσανατολισμό της.
Σήμερα, όλοι όσοι ασχολούνται σε παγκόσμια κλίμακα με το μέλλον της θεολογικής εκπαίδευσης κατανοούν ότι η οργάνωση των θεολογικών σπουδών χρήζει βελτίωσης. Πολύ συνοπτικά, σήμερα αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός σε τρεις κυρίως περιοχές:
(α) Στην επαναφορά του μοντέλου θεολογικής εκπαίδευσης, το οποίο πλέον θα βασίζεται στην «παιδεία» (μοντέλο της «κλασικής Αθήνας»), εγκαταλείποντας έτσι το αυστηρά επιστημονικό μοντέλο του «Βερολίνου», που βασίζεται στη Wissenschaft. Τα δύο αυτά μοντέλα επιστημολογικά κρίνονται σχεδόν ασυμβίβαστα. Το μοντέλο του «Βερολίνου» οδήγησε τις θεολογικές σπουδές στη Δύση (και εκ μιμητικής επιδράσεως και στην Ανατολή) σε υπαρξιακό αδιέξοδο, κυρίως με τον αναγκαστικό κατακερματισμό (και κυρίως την ανεξαρτητοποίηση) των γνωστικών αντικειμένων της επιστήμης της θεολογίας, με αποτέλεσμα να δεχθεί δικαιολογημένα την έντονη κριτική του Νότου, και όχι μόνον.
(β) Στην έμφαση στην πρακτική θεολογία. Χωρίς να υποβαθμίζονται η βασική θεολογία (Foundational theology), που σχετίζεται με την αποκάλυψη του Θεού, και η δομική θεολογική ανάλυση (Constructive theology), όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για επαναφορά στη θεολογική εκπαίδευση της πρακτικής θεολογίας (Practical theology), η οποία ουσιαστικά μεταφέρει το κέντρο βάρους από την ακαδημαϊκή elite στο σύνολο της πιστεύουσας κοινότητας. Γι' αυτό και το όραμα του νέου τύπου θεολογικής εκπαίδευσης περιστρέφεται γύρω από τις εξής 6 παραμέτρους: (i) τη λειτουργική διάσταση (=θεολογία ως λατρεία). (ii) την ηθική διάσταση (=θεολογία ως επιδίωξη της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ακεραιότητας της δημιουργίας). (iii) την πνευματική διάσταση (=θεολογία ως σχέση). (iv) την ποιμαντική διάσταση (=θεολογία ως φροντίδα και διακονία). (v) την εκκλησιακή διάσταση (=θεολογία ως είναι και ως κοινωνία). και τέλος (vi) τη διαλεκτική διάσταση (=θεολογία ως γίγνεσθαι, και διαρκής μάθηση).
(γ) Στην επαναφορά της θεολογίας στο κέντρο της θεολογικής εκπαίδευσης. Από το Πανεπιστήμιο του Harvard ο επί σειρά ετών Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Ronald F. Thiemann θεωρεί επιτακτική ανάγκη η θεολογία να ξαναγίνει κεντρικό τμήμα της θεολογικής εκπαίδευσης. Η πρόταση αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι προέρχεται από ένα καθαρά κοσμικό εκπαιδευτικό ίδρυμα δομημένο στα ιδανικά και τις επιστημονικές αρχές της νεωτερικότητας. Ο Thiemann διαπιστώνει ότι οι έννοιες «πίστη», «αφιέρωση», «μαρτυρία», «αξίες» κλπ. με το αυστηρά νεωτερικό μοντέλο που επιβλήθηκε στις θεολογικές σπουδές κατέστησαν ασυμβίβαστες με τις «αντικειμενικές» κριτικές θεολογικές σπουδές, με αποτέλεσμα η παραδοσιακή σχέση «θεολογικού στοχασμού» και «πρακτικής εφαρμογής του» (το κλασικό δηλ. «πράξις ως θεωρίας επίβασις») να έχει επικίνδυνα εξασθενίσει. Αυτό έχει σταδιακά οδήγησε όλα σχεδόν τα ακαδημαϊκά, αλλά και ορισμένα σεμιναριακά, κέντρα θεολογικής εκπαίδευσης σε «αποθεολογικοποίηση» (detheologizing of divinity school and seminary education).
Την ίδια προβληματική ανέπτυξαν και οι Ευρωπαϊκές Θεολογικές Σχολές σε πρόσφατο συνέδριο στο Graz (2002). Το κύριο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το συνέδριο αυτό ήταν ότι το παλαιότερο αίτημα μετατροπής των θεολογικών σχολών σε τμήματα ή σχολές θρησκειολογίας (Religious studies) σήμερα αποδεικνύεται ατελέσφορο και ξεπερασμένο. Με δεδομένες μάλιστα τις προκλήσεις από άλλα γνωστικά αντικείμενα εκείνο που ίσως θα ήταν χρηστικότερο είναι η επιστροφή στη γνήσια θεολογία, διαλεκτικού όμως αυτή τη φορά χαρακτήρα. Οι προκλήσεις από τον ακαδημαϊκό χώρο (Ιατρική, Φυσική κλπ.) είναι τρομερές. Η επιστημονική κοινότητα σήμερα απαιτεί γνήσιο θεολογικό λόγο, όχι απλώς το τι υποστηρίζει η τάδε ή η δείνα ομολογία, όχι το τι λέγει η κάθε χριστιανική παράδοσή. Οι θεολογικές σχολές καλούνται να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών εκπαιδευτικών και επιστημονικών αδιεξόδων, όχι βέβαια εξουσιαστικά όπως κατά το παρελθόν, αλλά με σύνεση και επιστημονικότητα.
Κυρίες και κύριοι
Οι Τρεις Ιεράρχες, αυτό το είδος χριστιανικής μαρτυρίας κατέθεσαν στην εποχή τους και αυτό το είδος διαλεκτικής, ολιστικής και πολυδιάστατης θεολογίας άφησαν ως παρακαταθήκη, τόσο στην εκκλησία, όσο και στην ακαδημαϊκή κοινότητα.

Οσία Πελαγία του Ντιβέεβο

Η Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1809 μ.Χ. στο Αρζαμά της Ρωσίας. Οι γονείς της, Ιβάν Ιβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και η μητέρα της Παρασκευή Ιβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ο Ιβάν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Η τελευταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο - μια συμπεριφορά που ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναίκας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα η όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. Έβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως η ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο που τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια.

Μεγαλώνοντας η Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Η Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, που την καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου. Η εποχή όμως δεν προσφερόταν για ανταρσία. Έτσι στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε το Σεργκέι Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ. Ο γάμος έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Αρζαμά, στις 23 Μαΐου 1828 μ.Χ. Ο νεαρός σύζυγος της θέλοντας να την βοηθήσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, την πήρε μαζί με τη μητέρα της στον Άγιο Σεραφείμ (βλέπε 2 Ιανουαρίου) στο ερημητήριό του στο Σαρώφ. Ο Άγιος, αφού τους καλωσόρισε, τους έστειλε στο αρχονταρίκι κρατώντας την Πελαγία κοντά του για συνομιλία. Αργότερα όταν ο Σεργκέι με την πεθερά του πήγαν ξανά στο κελί να δουν γιατί αργοπορεί η Πελαγία, βρήκαν τον Άγιο Σεραφείμ να κάνει μια εδαφιαία μετάνοια στην Οσία και να της δίνει ένα κομποσχοίνι, αποκαλώντας την Ματιούσκα. Ο Ιβάν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης του Αγίου Σεραφείμ, που ήταν παρών, ανέφερε ότι όταν η Πελαγία έφυγε, τον πλησίασε ο Άγιος και του είπε ότι η γυναίκα αυτή θα γινόταν ένα αστέρι που θα φώτιζε όλη τη Ρωσία.

Η αλλόκοτη συμπεριφορά της εξόργιζε τον άντρα της. Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες, κοιμόνταν σε φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς, γυρνούσε ημίγυμνη στους δρόμους. Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις. Τα παιδιά του πατριού της τη μισούσαν και ο ίδιος ο Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ την έδερνε. Η μικρότερη του κόρη τη φθονούσε ιδιαίτερα και έβαλε κάποιο καλό σκοπευτή να τη σκοτώσει την ώρα που η όσια γυρνώντας στην πόλη έκανε τις «παλαβομάρες» της. Αστοχώντας όμως άκουσε την Πελαγία να του λέει ότι αντί αυτήν πυροβόλησε τον εαυτό του. Η προφητεία αύτη επαληθεύτηκε μετά από λίγο καιρό. Ο σκοπευτής αυτοκτόνησε με πυροβολισμό.

Μετά από όλα αυτά η μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφείμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ο γέροντας αφού άκουσε προσεχτικά όσα η πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. Όλες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν ολονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους όπου ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια. Το 1837 μ.Χ., όταν κοιμήθηκε ο όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο η γερόντισσα Ιουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, που διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Έτσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι η Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρήστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».

Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν, άλλες τη φοβούνταν, άλλες την κορόιδευαν, μερικές μάλιστα την χτυπούσαν.

Απ' όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα. Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ. Π. Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει. Έσβησε από μακριά μια φωτιά, ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε. Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β’ για τον οποίον έκλαιγε και προσεύχονταν ασταμάτητα. Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της, αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη. Τρέφονταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο έφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.

Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 1884 μ.Χ. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, η Πελαγία Ιβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και η πολύταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα που η ίδια αρεσκόταν να φορά. Μια άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.

Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ. Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.

Ανάμνησις ευρέσεως εν Τήνω της ιεράς εικόνος της Ευαγγελιστρίας

Κατά το έτος 1821 μ.Χ., η Θεοτόκος είχε χαρίσει την πρώτη φανέρωση της θέλησής Της με την εμφάνισή της στο όνειρο ενός απλού γέροντα κηπουρού, του μπάρμπα Μιχάλη Πολυζώη καθοδηγώντας τον να πάει στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά, να σκάψει και να βρει το εικόνισμά της. Η προσπάθεια όμως έμεινε άκαρπη και γρήγορα ήρθε η απογοήτευση και εγκαταλείφθηκε.

Δύο χρόνια αργότερα η Μοναχή Πελαγία για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες (Κυριακή 9, 16 και 23 Ιουλίου 1822 μ.Χ.), έβλεπε στον ύπνο της την Παναγία να της ζητά να οργανώσει ανασκαφές για να ξεθάψουν και να ανακαινίσουν τον Ναό Της που είναι θαμμένος στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά, στη Χώρα. Η Μοναχή συνοδεία της Ηγουμένης της Μονής ειδοποιεί τον Μητροπολίτη της Τήνου Γαβριήλ, ο οποίος προσκαλεί τους τοπικούς παράγοντες και το λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους να συνδράμουν, για το σκοπό αυτό, όπως ο καθένας μπορούσε.

Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 μ.Χ. από τις οποίες αποκαλύφθηκαν τα ερείπια παλαιού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας γεγονός που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος.

Οι εργασίες επαναλαμβάνονται με περισσότερη οργάνωση και πείσμα και στις 30 Ιανουαρίου 1823 μ.Χ. η αξίνα του Δημ. Βλάσση, εθελοντή εργάτη από το χωριό Φαλατάδος, προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα του Ευαγγελισμού χωρίζοντας το στα δύο μεταξύ της εικονιζόμενης Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου.

Το Έθιμο «Φαναράκια»

Αστραπιαία η είδηση έφθασε σε κάθε σημείο του νησιού και αμέσως όλοι οι Τήνιοι παράτησαν κάθε ασχολία και κατευθύνθηκαν στην Χώρα να δουν και να προσκυνήσουν την εικόνα. Επειδή δε θα τους προλάβαινε η νύχτα στο δρόμο, όλοι πήραν μαζί τους και από ένα λαδοφάναρο.

Έτσι εκείνη τη νύχτα όλες οι στράτες και τα μονοπάτια του νησιού γέμισαν φώτα καθώς στη σειρά μέσα στο σκοτάδι – σε τριάντα χιλιάδες υπολογίζονται οι κάτοικοι της Τήνου μαζί με τους πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά εκείνα τα χρόνια - κατέβαιναν οι Τήνιοι από τα χωριά και τις εξοχές στη Χώρα, η οποία σημειωτέον είχε εγκαταλειφθεί λόγω επιδημίας.

Το γεγονός της πάμφωτης νύχτας αποτυπώθηκε βαθειά στη μνήμη των Τηνίων και έκτοτε, μαζί με τον εορτασμό της ευρέσεως της εικόνας και τις λαμπρές εκδηλώσεις της εκκλησίας καθιερώθηκε να εορτάζεται και με λαμπαδηφορία όπου συμμετέχουν όλοι οι Τήνιοι.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαρὰν μεγάλην, καὶ πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Πληθὺς ἡ τῶν Τηνίων ἐν ᾠδαῖς, εὐφημήσωμεν, ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου Προστάτιδα· πηγὴ γὰρ ἰαμάτων ἐν ἡμῖν, ἡ πάνσεπτος ἀνεύρηται Εἰκὼν τῆς Ἀχράντου Θεοτόκου, δι όπερ ἃπαντες ταύτη ἀναβοήσωμεν, χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς. χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ ρυσαμένη τῆς κατάρας τὸ ἀνθρώπινον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴν θαυμαστήν σου καὶ ἁγίαν Εἰκόνα, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τὴν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς· χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες Τὰς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας. Ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον Καὶ παρέχεις καθ’ ἑκάστην τὰ ἰάματα Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τὴν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τὴν προστασίαν σου.

Άγιος Ιππολύτος Πάπας Ρώμης

Πάπας Ρώμης με το όνομα Ιππόλυτος ουδέποτε υπήρξε. Ισως ο Ιππόλυτος αυτός να ήταν τοποτηρητής του θρόνου προ της άναρρήσεως, στον θρόνο, του Φήλικος. Μαρτύρησε πάντως επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.) αφού τον έριξαν στη θάλασσα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Αγία Χρυσή

Η Αγία Μάρτυς Χρυσή καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, και μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου (περί το 269 μ.Χ.).

Όταν συνελήφθη απ' τους ειδωλολάτρες, στην αρχή άνοιξαν τις πλευρές της και έκαψαν τις πληγές της με αναμμένες λαμπάδες. Έπειτα έσπασαν με πέτρες τα σαγόνια της, και με μολύβδινα σφαιρίδια τη ράχη της. Αλλά αυτή, αν και κατατραυματισμένη και ενώ πέθαινε, ομολογούσε την πίστη της. Η δε θηριωδία των φονέων της ήταν τέτοια, που αφού έθεσαν στο λαιμό της μεγάλη πέτρα, την έριξαν στον βυθό της θάλασσας. Αλλά τί κι αν το σώμα της εξαφανίστηκε απ' τα νερά, η μνήμη της παρέμεινε αιώνια και αθάνατη, περισσότερο χρυσή από το λαμπρότατο όνομα της.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής ο Μυτιληναίος

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.

Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.

Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.

Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.

Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.

Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.

Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.

Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (βλέπε 14 Ιουλίου) και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:

Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο , χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο  και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο , θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».

Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού».

Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.

Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.

Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.

Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.

Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.