Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Δοξαστικό των Αίνων Β΄ Κυριακής των Νηστειών

Η ΑΠΟΣΤΕΓΑΣΗ(Β'Κυριακή Νηστειών)

 Ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὴν Καπερναούμ. Κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι, στὸ ὁποῖο ἐπικρατεῖ συνωστισμός. Οὔτε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα δὲν μποροῦσε κάποιος νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ τότε, τέσσερις ἄνθρωποι ἀνοίγουν τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ κατεβάζουν μπροστὰ στὸ Χριστὸ ἕναν παραλυτικὸ ξαπλωμένο σὲ ἕνα κρεβάτι. Ὁ Χριστὸς θαυμάζει τὴν πίστη τους, τήν δύναμη καί τήν ἐφευρετικότητα πού τούς ἔδωσε, ὥστε συγχωρεῖ ἀρχικὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ καὶ στὴ συνέχεια, διαβλέποντας τὶς ἀντιδράσεις τῶν γραμματέων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, τὴν σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀπιστία τους πρὸς τὸ πρόσωπό του, τοῦ δίνει καὶ τὴν σωματικὴ ὑγεία. Κάνει ἔτσι ὅλους τους παραβρισκόμενους νὰ δοξάσουν τὸ Θεό, ἀναφέροντας ὅτι τέτοια σημεῖα δὲν εἶχαν δεῖ ποτέ.


  Μ’ αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση (Μᾶρκ. 2, 1-12) κλείνει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν δεύτερη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ προχωρεῖ καὶ μαζί της ὁ καθένας μᾶς καλεῖται νὰ μὴν λησμονήσει τὶς πρῶτες ἡμέρες της. Γιατί, καθὼς ὁ χρόνος μᾶς κάνει νὰ συνηθίζουμε στὴ νηστεία, ταυτόχρονα μᾶς δημιουργεῖ τὸ αἴσθημα τῆς ἐπανάπαυσης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προβολὴ τῶν πνευματικῶν μορφῶν τῆς πίστης μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Γιὰ νὰ συνδυάσουμε τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν βίο τῶν ἁγίων καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Εἶναι στάδιο ἡ Σαρακοστή. Νικητὴς ἐξέρχεται ὅποιος ἀντέξει μέχρι τὸ τέλος.


Οἱ γραμματεῖς καί οἱ παρατηρητές

 Σημεῖο κλειδί ἡ ἀποστέγαση! Αὐτή δέν τήν ἔκαναν οἱ γραμματεῖς, ἄνθρωποι μέ κλειστή τήν στέγη τῆς ψυχῆς τους, πού δέν ἀφήνουν τὸ φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ τοὺς φωτίσει. Δὲν ἐπιτρέπουν σὲ ἄλλους νὰ χωρέσουν στήν καρδιά τους, ἀλλὰ γεμίζουν μὲ τὴν αἴσθηση τῆς αὐτάρκειας ὅτι εἶναι καλά. Ἡ στάση τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξασφάλισαν τὴν θέση τους στὸ σπίτι δείχνει ὅτι ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν Χριστὸ τὸν θέλουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ἐὰν ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ τὸν δοῦνε, νὰ τὸν ἀκούσουν, νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ γιατρευτοῦν ἀπὸ ἐκεῖνον. Δέν θέλουν νά μοιραστοῦν τόν Χριστό μέ ἄλλους, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ψυχὴ τους νὰ μοιάζει μὲ χῶρο φαρισαϊκό, ποὺ θέλει τὸ Θεὸ πρὸς ἀτομικὴ δόξα καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ λάμψει ἐνώπιον τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἄλλων.


Ἡ πέτρινη καρδιά

 Ἀποστέγαση χρειαζόμαστε καὶ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθέσεις τῆς ἁμαρτίας ποὺ κάνουν τὴν καρδιὰ μας «πέτρινη». Μᾶς κάνουν νὰ ἀσχολούμαστε μόνο μὲ τὸν ἑαυτό μας. Μᾶς κάνουν νὰ βλέπουμε τοὺς ἄλλους ὡς ἀντικείμενα πρὸς χρῆσιν. Νὰ κοιτᾶμε νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐξουσιάσουμε, νὰ τοὺς κατακρίνουμε, νὰ ἁμαρτήσουμε μαζί τους. Καὶ πετρώνει ἡ ψυχή μας, γιατί δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε ἀληθινὴ χαρὰ στὴ ζωή μας. Τὸ κυνήγι τῆς ἐξουσίας, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαυτίας εἶναι μία πλάνη. Δίνει τὴν ψευδαίσθηση πὼς μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν χαρά, ἀλλὰ ὑπονομεύει τὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεῖ τὸν κόσμο πνευματικά. Καὶ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βρίσκεται στὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό, στοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ καθιστοῦν τὴν ὕπαρξή μας «σάρκινη», δηλαδὴ εὐαίσθητη, δοτική, ἀγαπητική, ἀνοιχτὴ στὴν μακροθυμία καὶ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐμεῖς «ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6,12), νικώντας τούς μάταιους λογισμούς!


Τό κοσμικό πνεῦμα

 Ἀποστέγαση χρειαζόμαστε καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο. Νοῦς καί καρδιά ἔχουν ἀπορροφηθεῖ ἀπό τίς προτάσεις τοῦ κοσμικού τρόπου ζωής. Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀνομία, ὁ τρόπος τῆς ἐποχῆς μας ποὺ στηρίζεται στὰ δικαιώματά μας καὶ ἀμνηστεύει δικαιολογώντας κάθε παρεκτροπή μας, μᾶς δείχνει ὅτι ἡ στέγη τῆς ὑπάρξεώς μας εἶναι κλειστὴ στὸ Θεό, τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποστέγαση ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἡ προσευχή, ἡ ἄσκηση, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀποτελεῖ κλειδὶ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Χριστὸς νὰ φωτίσει τὴν ὕπαρξή μας καὶ νὰ τὴν μεταμορφώσει.


 Ὁ παραλυτικός της Καπερναοὺμ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποστεγάσει ὁ ἴδιος τὸ σπίτι στὸ ὁποῖο βρισκόταν ὁ Χριστός. Εἶχε ὅμως τέσσερις φίλους του κοντά του. Ἄραγε, ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς σὲ ποιὸν μοιάζει; Στὸν παραλυτικὸ ἢ στοὺς φίλους του; Ἢ μήπως μοιάζουμε στοὺς παρατηρητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀποστέγασης ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στοὺς γραμματεῖς πού κατέκριναν; 

Ἂς δώσει ὁ καθένας μας τὴν ἀπάντηση, καθὼς προχωρᾶ ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, μέ τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων μας.


Γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ(31 Μαρτίου 2024)

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν έκλεισε.Συνεχίζεται με τη μνήμη του μεγάλου αγίου Γρηγορίου του Παλαμά....

 Η Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν έκλεισε. Συνεχίζεται και τη Β΄ Κυριακή των Νηστειών, με τη μνήμη του μεγάλου αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Γρηγόριος έζησε τον 14ο αι. και υπήρξε ένας από τους σοφότερους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Όλη του η ζωή υπήρξε ένας μεγάλος αγώνας για την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα για το μεγάλο κεφάλαιο της θεολογίας μας που αφορά την ομοίωση του ανθρώπου με τον Θεό και την τελική ένωση μαζί του (θέωση).


 Ο άγιος Γρηγόριος καταπολέμησε την αιρετική διδασκαλία της δυτικής χριστιανοσύνης, η οποία με το ορθολογιστικό-σχολαστικιστικό πνεύμα της αποφαινόταν, ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά πραγματική-οντολογική ένωση με τον Θεό, επειδή η ουσία του είναι αμέθεκτη και απρόσιτη (απλησίαστη). Οι απόψεις αυτές εκφράζονταν κυρίως από τον μοναχό Βαρλαάμ της Καλαβρίας (Κάτω Ιταλίας), που υπό την επίδραση της λατινικής θεολογίας έλεγε, ότι ο μόνος τρόπος να γνωρίσουμε τον Θεό είναι η λογική.


 Στη θέση αυτή η ορθόδοξη θεολογία αντιπαραθέτει την πνευματική εμπειρία, τη βιωματική γνώση που αποκτάται με την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, την οποία ακολουθεί ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος και στη συνέχεια η θεοπτία, η θέα δηλαδή του Θεού. Η θεοπτική εμπειρία δεν είναι θέα και ένωση με την απροσπέλαστη ουσία του Θεού, αλλά με τις θείες και άκτιστες (άυλες) ενέργειες που εκπέμπονται με φυσικό τρόπο από τη θεία ουσία (όπως οι ακτίνες από τον ήλιο). Στον Θεό δηλαδή ενυπάρχουν εκ φύσεως δύο πράγματα: Η αμέθεκτη ουσία του και οι μεθεκτές ενέργειες (αυτό που ονομάζουμε Θεία Χάρη και έρχεται σε επαφή και άμεση μετοχή με τη δική μας φύση).


 Η ένωση αυτή με απόλυτο τρόπο έγινε για πρώτη φορά στο πρόσωπο του Χριστού. Με την ενσάρκωσή του ο Υιός και Λόγος του Θεού φανέρωσε ακριβώς πώς είναι ο τέλειος άνθρωπος, που από το «κατ’ εικόνα» φτάνει στο «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Στο πρόσωπο του Χριστού αποτυπώνονται η αρχή και το τέλος της ανθρώπινης φύσης, φαίνεται καθαρά ποιος είναι ο αυθεντικός άνθρωπος και ποιος είναι ο προορισμός του. Ο Χριστός έδειξε ότι η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό είναι απολύτως εφικτή. Επειδή ο άνθρωπος κατασκευάστηκε με πρότυπο τον Χριστό. Ο Χριστός με τις δύο φύσεις του, θεία και ανθρώπινη, είναι το ακριβές αρχέτυπο του ανθρώπου.


 Κατά τον άγιο Γρηγόριο, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε απ’ αρχής για τον Χριστό. Πλάστηκε «κατ’ εικόνα» Θεού, «ίνα δυνηθή ποτε χωρήσαι το αρχέτυπον».

Έχει φυσική εκ της κατασκευής του τάση και σκοπό την ομοίωσή του και ένωση με τον Χριστό.


π. Δημητρίου Μπόκου

Κυριακή Β’ Νηστειών: Η Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

 Lev Gillet, μοναχός της Ανατολικής Εκκλησίας


Το Ευαγγέλιο της πρώτης Κυριακής των Νηστειών τελείωνε με μια αναφορά στο λειτούργημα των αγγέλων. Και πάλι σήμερα τους αγγέλους φέρνει μπροστά μας το αποστολικό ανάγνωσμα (Εβρ. 1:10. 2:3). Το ιερό κείμενο συγκρίνει το έργο των αγγέλων με το πολύ ανώτερο έργο του Σωτήρος. Εάν η ανυπακοή στα μηνύματα που μας μεταφέρουν οι άγιοι άγγελοι λαμβάνει «ἔνδικον μισθαποδοσίαν», πόσο περισσότερο θα τιμωρηθεί ο άνθρωπος που θα παραμελήσει τη σωτηρία που κήρυξε και υλοποίησε ο Χριστός: «Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκε ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῷ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;»


Το Ευαγγέλιο της ημέρας (Μάρκ. 2:1-12) διηγείται τη θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ. Ο Ιησούς του συγχωρεί τις αμαρτίες, και, καθώς οι Γραμματείς μένουν έκπληκτοι πώς κάποιος άλλος πλην του Θεού μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, Εκείνος απαντά: «Τι είναι ευκολότερο; Να πω στον παραλυτικό συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του πω σήκω και πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο και περπάτα; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες επί της γης, σε διατάζω, σήκω και πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Το κεντρικό θέμα αυτού του επεισοδίου είναι τόσο η συγχωρητική όσο και η θεραπευτική εξουσία που κατέχει ο Κύριος Ιησούς. Κατόπιν είναι η απόδειξη ότι η θεραπεία και η άφεση δεν πρέπει να διαχωρίζονται. Ο παραλυτικός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, εναποτέθηκε στα πόδια του Κυρίου. Και οι πρώτες λέξεις Του δε είναι «γίνε καλά» αλλά «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Στις σωματικές μας ταλαιπωρίες, πριν ακόμη ζητήσουμε την απαλλαγή, οφείλουμε να ζητάμε την εσωτερική μας κάθαρση, την άφεση των αμαρτιών μας. Στο τέλος, ο Ιησούς διατάζει τον θεραπευμένο παραλυτικό να μεταφέρει το κρεβάτι του στο σπίτι του. Αφενός, το πλήθος θα πεισθεί καλύτερα για την πραγματικότητα του θαύματος, αν δει τον άνθρωπο αυτό να έχει γίνει αρκετά δυνατός για να μεταφέρει το κρεβάτι του. Αφετέρου, αυτός που συγχωρήθηκε και άλλαξε εσωτερικά από τον Ιησού, πρέπει να δείξει στους οικείους του, μα κάποιο απτό τρόπο (όχι πλέον σηκώνοντας το κρεβάτι του αλλά με τα λόγια, τις πράξεις, τη στάση του), ότι είναι ένας καινούργιος άνθρωπος που ξαναπαίρνει τη θέση του ανάμεσά τους.


Θα παρατηρήσουμε ότι ούτε το ευαγγελικό ούτε το αποστολικό ανάγνωσμα έχουν κάποια σχέση με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά από τον οποίο παίρνει το όνομά της η Β΄ Κυριακή των Νηστειών. Και αυτό διότι η μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εισήχθη μόλις κατά τον 14ο αιώνα, ενώ η λειτουργική δομή αυτής της Κυριακής είχε ήδη παγιωθεί. Ανακαλούμε όμως στη μνήμη μας τον άγιο κατά τις Ακολουθίες του Εσπερινού και του Όρθρου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξέθεσε και υπερασπίστηκε, μέσα από έντονες αμφισβητήσεις, το θεολογικό δόγμα που αφορά το «άκτιστο» θείο φως. Τα κείμενα της Ακολουθίας δεν μπαίνουν σε λεπτομέρειες ή διευκρινήσεις για τη διδασκαλία του αγίου, μιλούν όμως κατά τρόπο γενικό για το φως και για Εκείνον που είπε: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Συνοψίζοντας ένα από τα κείμενα του Όρθρου, βλέπουμε να συνδυάζονται τρεις έννοιες: η έννοια του Χριστού που φωτίζει τους αμαρτωλούς, η έννοια της εγκράτειας κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και η έννοια του λόγου «ἔγειρε», που ο Κύριος απηύθυνε στον παραλυτικό, την οποία εμείς απευθύνουμε τώρα στον Ίδιο:


«Τοῖς ἐν σκότει ἁμαρτημάτων πορευομένοις φῶς ἀνέτειλας, Χριστέ, τῷ καιρῷ τῆς ἐγκρατείας καὶ τὴν εὔσημον ἡμέραν τοῦ Πάθους Σου δεῖξον ἡμῖν, ἵνα βοῶμέν σοι ἀνάστα, ὁ Θεὸς, ἐλέησον ἡμᾶς».


[Lev Gillet (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας), Πασχαλινή κατάνυξη, 1η έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009]

Κυριακή Β’ Νηστειών: Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ο άριστος των πιστών οδηγός

 † Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης


Η Εκκλησία μας τιμά σήμερα τη μνήμη ενός ηρωικού τέκνου της, ενός μεγάλου πατρός, του Αγιορείτου ασκητού, του φωστήρα της Θεσσαλονίκης, του υπέρμαχου της Ορθοδοξίας, του κήρυκα της χάριτος και του φωτός, του σοφωτάτου και γλυκητάτου διδασκάλου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά του θαυματουργού.



Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε εύπορους, ευπαίδευτους και ενάρετους γονείς. Ιδιαίτερα ο πατέρας του μας έμεινε γνωστός ως ο αυτοκρατορικός εκείνος σύμβουλος που κυκλοφορούσε με το κομποσχοίνι στο χέρι. Γονείς και αδέλφια του αγίου, τελείωσαν τον βίο τους φορώντας το μοναχικό ένδυμα. Η μόρφωση του αγίου στην Κωνσταντινούπολη ήταν λαμπρή. Βασική πηγή του βίου του είναι το συναξάρι που έγραψε ο ομότροπός του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος. Τρεις άγιοι θα γίνουν δάσκαλοί του στην κατά Χριστόν φιλοσοφία·


ο Αγιορείτης μητροπολίτης Φιλαδελφείας Θεόληπτος στη Βασιλεύουσα, ο Νικόδημος παρά τη μονή Βατοπεδίου και ο Γρηγόριος ο Βυζάντιος στην αγιορείτικη σκήτη της Προβάτας. Άγιοι θα τον επισκεφθούν προς παρηγορία και στηριγμό σε οράματα· Ιωάννης ο Θεολόγος, Δημήτριος ο Μυροβλύτης, Αντώνιος ο Μέγας. Πειρατικές επιδρομές στα παράλια του Αγίου Όρους θα τον φέρουν το 1325 στη Θεσσαλονίκη και το επόμενο έτος στη σκήτη της Βεροίας, όπου μαζί με τη μικρή συνοδεία του θα συνεχίσει τη μεγάλη του άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή. Μετά μια πενταετία επιστρέφει στη Μ. Λαύρα κι αποσύρεται στην ησυχία γειτονικού κελλιού για να δοθεί ολοκληρωτικά στην εργασία της προσευχής και την πλούσια συγγραφή.

Η φήμη της αρετής του τον φέρνει ηγούμενο της μονής Εσφιγμένου και αργότερα υπερασπιστή του Ορθοδόξου δόγματος στη Θεσσαλονίκη. Ο άγιος Παλαμάς αναδείχθηκε σε μεγάλο θεολόγο, εκκλησιαστικό ηγέτη και υπερασπιστή της Ορθοδοξίας. Αντίπαλος του αγίου ήταν ο Καλαβρός Βαρλαάμ. Ο Βαρλαάμ υπήρξε μορφωμένος μοναχός, αλλά εγωιστής και φιλόδοξος, πάθη που τον οδήγησαν σε φιλονικίες και ταραχές. Ο άγιος, το 1335, έγραψε δύο αποδεικτικούς λόγους Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Είναι τα δύο πρώτα δογματικά του έργα, γραμμένα με γνώση, σθένος και δύναμη, που δεν κατάφεραν όμως να πείσουν τον αταπείνωτο Βαρλαάμ. Με πρόσκληση του επίσης Αγιορείτου αγίου Ισιδώρου ο άγιος Παλαμάς κρίνει πως πρέπει ν’ αφήσει την αθωνική ησυχία και να έλθει ξανά στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν ο άγιος γράφει τις τρεις τριάδες έργων του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, αντικρούοντας τις βαρλααμικές κατά των ησυχαστών κατηγορίες. Το 1340 υπογράφεται ο Αγιορείτικος Τόμος, που είναι μια σαφέστατη έκθεση για την ησυχαστική διδασκαλία, κατοχυρωμένη με χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Στις 10.6.1341, στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως καταισχύνεται ο Βαρλαάμ και ο άγιος Γρηγόριος δικαιώνεται και αποκτά υψηλό κύρος. Μετά ένα τρίμηνο σε νέα σύνοδο την αρχηγία και υπεράσπιση των αντιησυχαστών αναλαμβάνει ο διχασμένος Γρηγόριος Ακίνδυνος ο οποίος κατατροπώνεται από τον άγιο. Μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου του Γ΄ η αυτοκρατορία σπαράσσεται από εμφύλιο πόλεμο, κατά τον οποίο ο άγιος Παλαμάς δοκιμάζεται πικρά και διώκεται, αλλά τελικώς υπερισχύει και γίνεται δημοφιλέστατος.


Η αρετή του αγίου Γρηγορίου τον φέρνει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης. Οι πολιτικές ταραχές και έριδες δεν τον αφήνουν να εγκατασταθεί αμέσως στην επαρχία του. Έτσι παραμένει για ένα διάστημα στο Άγιον Όρος και τη Λήμνο. Μετά τη μεγαλόπρεπη εγκαθίδρυσή του αναπτύσσει πλούσια ποιμαντική δράση. Στα έτη της ποιμαντορίας του αγάπησε τον κλήρο και τον λαό υπέρμετρα και τούτο το απέδειξε με λόγους και έργα. Το κήρυγμά του, όπως σημειώνει σύγχρονος μελετητής του, διακρινόταν ως παιδαγωγία ψυχής, διόρθωση ήθους, ανατροπή αμαρτίας και διδασκαλία αρετής (Χρήστου Παναγιώτης). Ο ακούραστος όμως ιεράρχης δεν αργεί να εισέλθει σε νέους δογματικούς αγώνες. Κατήγορός του τώρα είναι ο πολυμαθής αλλ’ εμπαθής Νικηφόρος Γρηγοράς. Απομακρύνεται και καταδικάζεται στη σύνοδο του 1451. Στον άγιο Παλαμά οφείλεται η διατύπωση της διακρίσεως και διαφοράς μεταξύ θείας ουσίας και θείας ενεργείας, που περιελήφθη στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας. Οι συνεχιζόμενες πολιτικές ταραχές είχαν σαν αποτέλεσμα να φέρουν κι άλλες ταλαιπωρίες στον άγιο ιεράρχη, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η αιχμαλωσία του από τους Τούρκους. Συνέπεια των δεσμών του νέες κακουχίες στο ασθενικό του σώμα, αλλά και μεγάλη ευεργετική επίδραση των λόγων του στους συναιχμαλώτους του. Όταν επέστρεψε στην αγαπητή του Θεσσαλονίκη συνέχισε το έργο του μέχρι της μακαρίας τελευτής του, που συνέβη στις 14.11.1359. Τα θαύματά του συνέχισε και μετά την κοίμησή του. Σύντομα ανακηρύχθηκε επίσημα άγιος.


Αναφέραμε πως το κήρυγμά του διακρινόταν ως παιδαγωγία ψυχής, διόρθωση ήθους, ανατροπή αμαρτίας και διδασκαλία αρετής. Θ’ απασχολήσω τη φίλη αγάπη σας για λίγο ακόμη στο θέμα αυτό της ψυχοσωτήριας διδασκαλίας του αγίου, και μάλιστα τη σημερινή ημέρα της μνήμης του, καθώς διανύουμε την περίοδο της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο κατεξοχήν προς ψυχής ωφέλεια. Και θα συγκεκριμενοποιήσουμε το θέμα μας στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο περί παθών και αρετών, καθώς μας το αναλύει ο θείος πατήρ, ο ασφαλής των πιστών οδηγός. Ο χρόνος μας αναγκάζει να είμαστε σύντομοι σε θέματα που οπωσδήποτε θέλουν μεγαλύτερη ανάλυση.


Ο προσφιλής άγιος Γρηγόριος αναφέρει την αρχή των παθών στην πτώση των πρωτοπλάστων. Αιτίες των παθών θεωρεί ο άγιος τις απάτες του κόσμου. Μιλώντας για την εξέλιξη των παθών -που οδηγούν στην απομάκρυνση από τον Θεό, δίνοντας μικρή ηδονή και μακρά οδύνη- αναφέρεται και στα είδη των παθών. Τα ποικιλόμορφα και πολύμορφα πάθη έχουν συχνά-πυκνά σύνδεσμο και εξάρτηση μεταξύ τους. Ο άγιος Παλαμάς διακρίνει τα πάθη κατά την προέλευσή τους σε δύο κατηγορίες. Αυτά που προέρχονται από τις σωματικές αισθήσεις και αυτά που προέρχονται από τη φαντασία.


Αφήνοντας ο άνθρωπος απρόσεκτο τον εαυτό του τον σκλαβώνει σε μια σειρά παθών που με ακρίβεια ο άγιος τα περιγράφει. Ο ένας κρίκος ενώνεται με τον άλλο και πνίγουν την ελευθερία του ανθρώπου. Ας παρακολουθήσουμε την ενδιαφέρουσα αυτή παθολογία. Κεντρική θέση έχει η αίσθηση της γεύσεως. Η αμετρία της βρώσεως και πόσεως, η λαιμαργία και πολυποσία, φέρνουν τη γαστριμαργία και τη μέθη. Η γαστριμαργία ερεθίζει τα σαρκικά πάθη. Όταν τα σαρκικά πάθη θεριέψουν θέλουν και τις άλλες αισθήσεις δικές τους. Ο φιλοσώματος άνθρωπος γίνεται φιλόϋλος και φιλόκοσμος. Οι επόμενοι κρίκοι της βαριάς αυτής αλυσίδας είναι η φιλοκτημοσύνη και η φιλαργυρία. Ο φιλάργυρος ως πλεονέκτης δεν θ’ αργήσει να οδηγηθεί σε αδικίες και αρπαγές. Ο νους του θολώνεται, ο δαίμονας, τον περιπαίζει, γίνεται μισάνθρωπος και καταστροφέας του εαυτού του. Η πλεονεξία τον κυριεύει και η αφροσύνη της αθεΐας -γιατί η φιλαργυρία είναι απόρριψη του Θεού κι εμπιστοσύνη στο χρήμα- βρίσκεται επί θύραις.


Η φαντασία, η δεύτερη πηγή των παθών, κατά τον ιερό πατέρα είναι ανεπτυγμένη στους φιλόκοσμους και γεννά την αλαζονεία. Τη φαντασία υποδαυλίζει ο δαίμονας και η νίκη του η μεγάλη είναι ότι οι παγιδευμένοι στις πλεκτάνες του δύσκολα μπορούν να το υποψιαστούν κι ας είναι χρόνια η πάθηση. Ο συνδυασμός φαντασίας και αισθήσεων δίνει τα πάθη της ανθρωπαρέσκειας, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Γενικώς τα πάθη διακρίνονται σε φανερά και αφανή. Ο άγιος Παλαμάς δίνει σημασία και στα φαινομενικώς ασήμαντα πάθη τα οποία γεννούν σοβαρότερα. Τα πάθη οδηγούν την ψυχή του εργάτη τους στο θάνατο, ένας θάνατος που συνεχίζεται για τους αμετανόητους και μετά τον σωματικό θάνατο. Είναι πολύ αξιοπρόσεκτες οι θέσεις αυτές του αγίου, που πηγάζουν από το Ευαγγέλιο και την πατερική θεολογία. Δυστυχώς συμβαίνει με νεότερους θεολόγους να μιλούν με παρρησία περί την των πάντων αποκαταστάσεως. Η αγάπη του Θεού δεν απορρίπτει τη δικαιοσύνη του, και η αγάπη του αυτή γίνεται μια παρουσία κριτική για τον άνθρωπο.


Η παρουσία και η επίδραση των παθών στην τριμερή ψυχή και ο υποκινητής τους διάβολος είναι μεγάλης σημασίας. Τα πάθη αγωνίζονται να διασπάσουν την ενότητα των τριών δυνάμεων της ψυχής· του λογιστικού, του θυμικού και του επιθυμητικού. Σοφός και σαφής ο άγιος περιγράφει άριστα τη διεστραμμένη από τα πάθη ψυχή. Ο νους λησμονά τον Θεό, ο θυμός στρέφεται προς τα κτίσματα και δεν λατρεύει τον Κτίστη και η επιθυμία ζει κάτω από την τυραννία των παθών. Ο μέγας ψυχοανατόμος Παλαμάς διδάσκει πώς τα μέρη της ψυχής προσβάλλονται από τα πάθη και πώς θεραπεύονται. Η φιλοκτημοσύνη με την ακτημοσύνη, η φιλοδοξία και η κενοδοξία με τη συναίσθηση της αναξιότητας, η γαστριμαργία και η φιληδονία με τη νηστεία και την εγκράτεια. Ο άνθρωπος καλείται να δώσει την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό, για να ισορροπήσει και να προχωρήσει πνευματικά.


Τον αγώνα του ανθρώπου προς θείες αναβάσεις επιχειρεί συστηματικά να πολεμεί ο αρχαίος εχθρός, ο δαίμονας, πρώτο θήραμα του οποίου υπήρξε ο Αδάμ. Ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, καταστρέφει τις πλεκτάνες του κι ελευθερώνει τον άνθρωπο ν’ ανυψωθεί προς αυτόν. Ο άγιος Παλαμάς στην αθωνική έρημο δέχθηκε πολλές δαιμονικές επιθέσεις, οι οποίες τον έκαναν ανδρειότερο και έμπειρο διδάσκαλο των τρόπων που μεθοδεύεται ο δαίμονας: Με τέχνη αρχίζει ν’ απομακρύνει το θύμα του από τη ζωή της Εκκλησίας οδηγώντας το στην πλάνη της απομονώσεως. Κατόπιν σπείρει τα ζιζάνια των εμπαθών λογισμών για να οδηγήσει με την κακουργία του τον άνθρωπο σε φοβερή απιστία και απελπισία. Η ραθυμία και η ακηδία δέρνουν τώρα αλύπητα τον δαιμονόπληκτο άνθρωπο. Ο άγιος συγκρίνοντας τους δαιμονισμένους με αυτούς που εκούσια υποδουλώθηκαν στον δαίμονα, βρίσκει τους δεύτερους πολύ αθλιότερους. Αξίζει να τονίσουμε πως μια έντονη δαιμονολογία που αναπτύσσεται εύκολα από τη λαϊκή ευσέβεια χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Το να ρίχνουμε τα βάρη στον δαίμονα για ό,τι κακό μας συμβαίνει και πράττουμε, δίχως να δίνουμε καμιά ευθύνη στον εαυτό μας είναι λαθεμένο, άστοχο κι επικίνδυνο.


Να η συμβουλή του αγίου για τη θεραπεία των παθών: Η μετάνοια. Η μετάνοια, κατά σύγχρονο φιλοπαλαμιστή θεολόγο, δίνει την απελευθέρωση από τα δεσμά της αμαρτίας· είναι αρχή και διαρκής τρόπος ζωής του χριστιανού· δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς, ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή στη ζωή του ανθρώπου· δεν είναι μια παροδική συντριβή από τη συναίσθηση διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μια μόνιμη πνευματική κατάσταση, που σημαίνει σταθερή κατεύθυνση του ανθρώπου προς τον Θεό και συνεχή διάθεση για ανόρθωση, θεραπεία και ανάληψη πνευματικού αγώνα (Κεσελόπουλος Ανέστης).


Της μετανοίας προηγείται η επίγνωση και η συναίσθηση των αμαρτημάτων και ακολουθεί με τη χάρη του Θεού η αυτομεμψία, η εξομολόγηση, η αποστροφή της αμαρτίας, η προσευχή. Καρποί της μετανοίας εκτός από την εξομολόγηση είναι η ελεημοσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη, η ειρήνη.


Ακόλουθοι του Βαρλαάμ θα πρέπει να θεωρούνται όσοι αρνούνται το μακάριο πένθος, το οποίο ως αρχή και πηγή μετανοίας είναι βασική προϋπόθεση εξόδου από τα δεσμά των παθών. Τα δάκρυα του ασώτου είναι αυθόρμητα κι αποπλύνουν τον ρύπο της ψυχής και πάντα συνδυάζονται με την ταπείνωση, την άσκηση και την προσευχή. Το πένθος αυτό δεν προξενεί καμιά νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώσει πνευματική χαρά. Πενθούμε γιατί στερούμαστε τον Θεό και με τις εκτροπές μας τον λυπήσαμε.


Ο μοναχισμός είναι ο τόπος όπου το εύκρατο κλίμα της ασκήσεως δίνει συνεχώς στον μοναχό τη μεταβολή της λύπης σε χαρά. Όσο το μακάριο πένθος χρονίζει στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με τρόπο ανέκφραστο και ακατάληπτο ενώνεται μαζί της, γευόμενη την παραμυθία της χρηστότητας του Παρακλήτου.


Η όλη εργασία της μετανοίας και του πένθους σκοπό έχει την τελεία κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, στην οποία έχουμε συνεργία του ανθρώπου και της θείας Χάριτος. Η κάθαρση πρέπει να υπάρχει και στις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Έτσι με την άσκηση θεραπεύεται το πρακτικό μέρος, με τη γνώση το γνωστικό και με την προσευχή καθαρίζεται το θεωρητικό. Η προσευχή και η μυστηριακή ζωή βοηθούν στην κάθαρση της ψυχής κι εντός τους ο άνθρωπος ξεπερνά την ατομικότητά του και αναπτύσσει προσωπική κοινωνία με τον Θεό και τους αδελφούς του. Ιδιαίτερα με το μυστήριο της εξομολογήσεως ο πιστός προσφέρει στην Εκκλησία την πτώση, την αποτυχία, τον μολυσμό, την αδυναμία και την αστοχία του να είναι αυτό για το οποίο πλάστηκε να είναι. Μέσα στη θέρμη της Εκκλησίας βρίσκει ο πιστός υπακούοντας τη χάρη της δυνάμεως να ξεπεράσει την αδυναμία του. Η κάθαρση κορυφώνεται εκεί που ο άνθρωπος συναντά την αγάπη του Θεού, στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, που αποτελεί τον πιο ουσιαστικό τρόπο προσωπικής υπάρξεως και κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Η κάθαρση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει κανείς μια μυστική, ζωντανή και προσωπική συνάντηση με τον ένα, μόνο και αληθινό Θεό. Στη σημερινή τεχνολογία, ατομοκρατία και πλουτοκρατία η Ορθόδοξη Εκκλησία ενσαρκώνει ένα άλλο ήθος και ένα διαφορετικό τρόπο υπάρξεως.


Η αρετή πρέπει να κοσμήσει την καθαρή ψυχή. Στη θέση των παθών να τεθούν οι αρετές γιατί διαφορετικά τα πάθη ξαναγυρίζουν πιο άγρια. Είναι αναγκαίο να τονισθεί πως ο άγιος Παλαμάς δεν βλέπει τον αγώνα του ανθρώπου περιορισμένο μόνο στην αποφυγή της αμαρτίας, αλλά τον συνδέει με την άσκηση των αρετών και ιδιαίτερα την αγάπη. Η αρετή κατά τον άγιο δεν εξαντλείται σε μια διάθεση ευσεβείας, ή ένα στείρο ηθικισμό, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η αρετή είναι πάντα αγωνιστική και θυσιαστική. Πηγή κάθε αρετής είναι ο Θεός. Η αρετή έχει εξελικτικές καταστάσεις. Ο φόβος και η εκζήτηση αμοιβής εμφανίζονται, δικαιολογημένα ίσως, στον αρχάριο. Η αρετή βάση και κριτήριο πρέπει πάντα να έχει την πίστη στον Θεό. Η ειρήνη των λογισμών, η ταπείνωση, η αγάπη και η χαρά, ως καρποί του Αγίου Πνεύματος είναι τα ουσιαστικά γνωρίσματα των υιών του Θεού. Τον πύργο των αρετών γκρεμίζει η ανθρωπαρέσκεια. Οι άγιοι είναι οι βοηθοί μας στον αγώνα της αρετής, οι συναγωνιστές.


Ο άγιος Παλαμάς, όπως και οι προγενέστεροι του θείοι Πατέρες, πιστεύει πως η απόκτηση των αρετών, χρειάζεται έναν αδιάκοπο αγώνα, που βοηθιέται από την τήρηση των αντίστοιχων εντολών. Η εκπλήρωση των εντολών μας δίνει την αληθινή γνώση, απαραίτητη για την ίαση της ψυχής. Η τήρηση των εντολών φανερώνει την αγάπη του ανθρώπου στον Θεό, είναι για όλους, αλλά όπως είναι φυσικό, δεν είναι δυνατόν να επιτελεσθεί στον ίδιο βαθμό απ’ όλους. Αυτό δεν θα πρέπει ν’ απελπίζει τον πιστό, αλλά συνεχίζοντας τον αγώνα του και προσφέροντας όλα του τα τάλαντα, να ζητά με ταπείνωση το έλεος του Θεού για τις ελλείψεις του και να ελπίζει πως η χάρη του Θεού θ’ αναπληρώσει τις ελλείψεις. Η εφαρμογή των εντολών μεταβάλλουν, αγιάζουν και ζωοποιούν τον άνθρωπο, που από μόνο αυτό τον δρόμο οδηγείται στη θέωση.


Είναι γεγονός πως όλη η χριστιανική διδαχή, ως δόγμα και ήθος, είναι ένας αδιάκοπος ασκητισμός. Η άσκηση έχει μεταμορφωτική δύναμη, είναι για όλους, οδηγία που μεταστρέφει, αναμορφώνει κι ευτρεπίζει τον άνθρωπο. Ο μοναχός ασκούμενος προχωρεί περιορίζοντας ακόμη και την καλή χρήση των αγαθών του Θεού. Στην άσκηση πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η σωματική υγεία του ανθρώπου. Το μέτρο της διακρίσεως, η ευλογία του πνευματικού, η γνώση του σκοπού της ασκήσεως, ως τρόπου και μέσου προς τη θέωση, είναι απαραίτητα. Η άσκηση μαραίνει τη σάρκα, κατανύσσει, φέρνει την προσευχή. Η άσκηση είναι σε έξαρση μέσα στον κορμό του μοναχισμού, αλλά και στο όλο σώμα της Εκκλησίας η οποία ανέκαθεν ήταν μαρτυρική και ασκητική.


Ένα από τα πρώτα ένθεα πάθη είναι η προσευχή και μάλιστα η αδιάλειπτη, η μονολόγιστη ευχή του Ιησού, το γνωστό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἀμαρτωλό». Προϋπόθεση της ευχής η συγκέντρωση του νου με τον εμποδισμό κάθε πλάνης και την αποφυγή κάθε σαρκικής και δαιμονικής προσβολής. Η διατήρηση και διαφύλαξη του νου στην καθαρότητα και ησυχία είναι έργο δύσκολο. Η τεχνική της προσευχής δεν έχει σκοπό τη μηχανοποίησή της αλλά να βοηθήσει τον αδύναμο άνθρωπο στη συναγωγή του νου. Η προσευχή τελικώς είναι δώρο Θεού στον άνθρωπο που τον θέλει και αγαπά. Η αδιάλειπτη προσευχή οδηγεί στο θείο φωτισμό. Η θέα του θείου φωτός φανερώνεται σε όσους κέρδισαν την προσευχή.


Η απάθεια είναι ένα άλλο ένθεο πάθος. Η απάθεια κατά τον απαθή Αγιορείτη άγιο, και σε αντίθεση του ορθολογιστή φιλοσόφου Βαρλαάμ και ακολούθου των στωικών, δεν είναι νέκρωση των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, αλλά μεταστροφή τους προς την ορθή κατεύθυνση. Η απάθεια είναι διακαής πόθος του Θεού. Η κατάσταση της απάθειας δεν είναι καθόλου στατική, αλλά πάντα εξελικτική, δεν σημαίνει απαλλαγή από τους πειρασμούς και απτωσία, αναισθησία ή απραξία. Οι απαθείς προσβάλλονται αλλά δεν υποκύπτουν. Η απάθεια είναι απαραίτητο πέρασμα για τη θεογνωσία και θεοπτία. Η καθαρή αγάπη είναι εγκατάλειψη του εγώ, μίσος των παθών, θείος έρωτας, δίψα Θεού ακόρεστη. Η αγάπη προς τον Θεό υπάρχει σε σχέση με την αγάπη προς τους ανθρώπους.


Η καθαρότητα της καρδιάς κάνει τον κάθε πιστό, όπως τους τρεις μαθητές στο Θαβώρ’ να έχουν πρόγευση της θεοφάνειας. Η θέση αυτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι η πιο σημαντική επισήμανση του αγίου, όπου ανακεφαλαιώνεται όλη η προηγούμενη πατερική παράδοση. Στη θέωση του ανθρώπου βρίσκεται η πληρότητα του ορθοδόξου ήθους, που συνίσταται στην περιχώρηση της θεανθρώπινης ζωής του Χριστού στη ζωή του πιστού.


Η διδασκαλία του αγίου είναι ένα προσωπικό δώρο βοηθείας στην κάθε αγωνιζόμενη ψυχή που ποθεί τα ουράνια. Ο νέος οικουμενικός άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο θεόπτης, ο θεολόγος, ο θεοφόρος, ο θεοφύλακτος, ο θεοδόχος, ο διαπρύσιος κήρυκας της χάριτος και του φωτός, ο ασφαλής των πιστών οδηγός, ας πρεσβεύει υπέρ αναπαύσεως των προσφιλών πατέρων, των οποίων τα ιερά μνημόσυνα τελούμε σήμερα, ας ευλογεί το έργο του Συλλόγου «οι Φίλοι του Αγίου Όρους», κι ας σκέπει με τη πλούσια χάρη του όλους σας για την ευλάβειά σας, την αγάπη σας και την υπομονετική προσοχή σας.


[Μωυσής Αγιορείτης (Μοναχός), “Η κοινωνία της ερήμου και η ερημία των πόλεων”, εκδ. Τήνος, Αθήνα, 1987]

Ομιλία κατά την Κυριακή Β’ Νηστειών της Αγίας Τεσσαρακοστής. Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς

 Για τον παράλυτο που εθεραπεύτηκε στην Καπερναούμ από τον Κύριο και προς τους ομιλούντας ακαίρως μεταξύ τους κατά τις ιερές συνάξεις στην Εκκλησία.


Μικρή περίληψη της 10ης ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά:


Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Ο παράλυτος της Καπερνα­ούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών προς θεραπείαν παρά του Ιησού.



Ο ψυχικώς παράλυτος, μετανοών, φέρεται εις τον Κύ­ριον από τέσσαρας δυνάμεις· την αυτοκριτικήν, την εξομολόγησιν, την υπόσχεσιν αποχής από τα κακά εις το μέλλον, την δέησιν προς τον Θεόν. Η οροφή την οποίαν θα χαλάσωμεν δια να φθάσωμεν εις τον Κύριον είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθή δια να καθοδηγή και το σώμα.


1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λό­για, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοεί­τε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρα­νών» (Ματθ. 3, 21).


Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύ­ριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξου­σία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτη­τη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.


2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυ­τούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συν­ήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν.


Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορ­νεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μά­λιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας.


Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσε­ως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι, (Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυ­ριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας), έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυ­τούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοι­λίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.


3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλλη­λος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρό­νος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών.


Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώ­πων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ περισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως.


Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, εί­ναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρ­χουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση;


Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.


4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισ­σότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγ­γείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26).


Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματ­θαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12).


Πραγματι­κά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρα­σμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη.


Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκη­σε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).


5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευ­χής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλ­θε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες.


«Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς εί­χαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύ­θυνε προς αυτούς τον λόγο.


Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθε­λε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).


6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι.


Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχα­ρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει.


Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δι­καιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.


7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην.


Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χά­ριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κά­ποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αι­τίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό.


Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγα­τέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυ­τών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέ­ρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχο­παθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν πα­ράλυτος στο σώμα.


Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμ­πρός στον Κύριο.


Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμ­ματα στην πίστι.


8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44).


Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογι­σμούς του παραλύτου.


Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύ­νοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θε­ραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύ­ναμι έχει.


Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό, τέκνο, συγχω­ρούνται οι αμαρτίες σου».


9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της α­μαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.


10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού;


Ο δε Κύριος, γνωρί­ζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;».


Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλι­στα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι.


Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών.


Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».


11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άν­θρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9).


 Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολού­θησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι».


Η μεν άφεσις των πταισμά­των με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού.


Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαί­νει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».


12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή.


Διότι ο καθένας από τους προσ­κολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενι­κής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυ­χής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνά­μεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και την δέησι προς τον Θεό.


Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επά­νω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρι­σκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα.


Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσ­σερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.


13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθη­καν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11).


Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και την θεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμ­βάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος.


Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.


14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο.


Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τού­το, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς.


Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλ­μούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια.


Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέ­χει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτει­νό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δι­καιοσύνης Χριστού.


15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που ανα­πέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμί­ζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.


16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν;


«Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφον­τας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων;


Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό κα­θώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;


17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34).


Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυ­σιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθι­στώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης.


Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσία παριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβά­ζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι, αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).


18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέ­ρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αι­σθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρίπτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πρα­γματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.


19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


Πηγή Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»

Λόγος περὶ πίστεως

 Λόγος περὶ πίστεως. Καὶ διδασκαλία γιὰ ἐκείνους πού λένε, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μέσα στὶς φροντίδες τοῦ κόσμου νὰ φτάσουν στὴν τελειότητα τῶν ἀρετῶν. Καὶ διήγηση ἐπωφελὴς στὴν ἀρχή.


Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος,


[1]Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες· εἶναι καλὸ νὰ διακηρύττουμε σὲ ὅλους τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φανερώνουμε στοὺς πλησίον μας τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀνείπωτη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς. « Ἐγὼ λοιπόν, καθὼς τὸ βλέπετε, μήτε νηστεῖες ἔκανα, μήτε ἀγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, ἀλλὰ μόνο ταπεινώθηκα καὶ ὁ Κύριος σύντομα μὲ ἔσωσε», λέει ὁ θεῖος Δαβίδ. Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ πολὺ πιὸ σύντομα: «Μόνο πίστεψα, καὶ μὲ δέχτηκε ὁ Κύριος».


Ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ αὐτὰ πού μᾶς ἐμποδίζουν ν΄ ἀποκτήσουμε τὴν ταπείνωση, νὰ βροῦμε ὅμως τὴν πίστη δὲν μᾶς ἐμποδίζει τίποτε. Γιατί ἂν τὸ θελήσουμε ὁλόψυχα, εὐθὺς ἐνεργεῖ μέσα μας ἡ πίστη, ἀφοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὸ προσόν, ἂν καὶ ὑπόκειται στὴν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς μας. Γι΄ αὐτὸ ἀκόμη καὶ οἱ Σκύθες καὶ οἱ βάρβαροι πιστεύουν ὁ ἕνας τὰ λόγια τοῦ ἄλλου. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς δείξω στὴν πράξη τὴν ἐνέργεια τῆς ἐνδιάθετης πίστεως καὶ νὰ βεβαιώσω ὅσα εἶπα, ἀκοῦστε νὰ σᾶς διηγηθῶ κάτι πού ἄκουσα ἀπὸ κάποιον πού δὲν ψεύδεται.


Κάποιος, Γεώργιος ὀνομαζόμενος, νέος στὴν ἡλικία, ἕως εἴκοσι χρόνων, κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη τώρα στοὺς καιρούς μας· ὁ ὁποῖος ἦταν ὄμορφος καὶ φανταχτερὸς στὴν ἐμφάνιση, τοὺς τρόπους καὶ τὸ βάδισμα, ἔτσι πού μερικοὶ ἀπὸ τοῦτα σχημάτισαν κακὴ γνώμη γι΄ αὐτόν, ὅσοι δηλαδὴ βλέπουν μόνο τὰ ἐξωτερικὰ καὶ κρίνουν κακῶς τὰ τῶν ἄλλων. Αὐτὸς γνωρίστηκε μὲ κάποιον ἅγιο μοναχὸ πού ζοῦσε σ΄ ἕνα μοναστήρι τῆς πόλεως, καὶ ἀναθέτοντάς του ὅλα τὰ τῆς ψυχῆς του, ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν γιὰ ὑπενθύμιση μία μικρὴ ἐντολὴ (ἕνα σύντομο κανόνα). Ὁ νέος ζήτησε ἀκόμη ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ τοῦ δώσει κανένα βιβλίο πού νὰ περιέχει διηγήσεις γιὰ τὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ τὴν πρακτική τους ἄσκηση. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε νὰ διαβάσει τὸ σύγγραμμα τοῦ μοναχοῦ Μάρκου πού διδάσκει περὶ τοῦ πνευματικοῦ νόμου· τὸ ὁποῖο ὁ νέος τὸ πῆρε σὰν νὰ ἦταν σταλμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Καὶ ἐλπίζοντας πώς θὰ λάβει πολὺ μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ αὐτό, τὸ διάβασε ὅλο μὲ πόθο καὶ προσοχή. Καὶ ὠφελήθηκε βέβαια ἂπ΄ ὅλα ὅσα διάβασε, ὅμως τρία κεφάλαια μόνο ἐνσφήνωσε, νὰ πῶ ἔτσι, στὴν καρδιά του.

«Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».

 Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ


Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Νά εἶσαι τροφὴ καὶ ποτὸ τῆς ψυχῆς μου. Νά εἶσαι πηγὴ γιά τή διψῶσα ψυχή μου. Νά εἶσαι τὸ φῶς γιά τη σκοτισμένη ψυχή μου. Νά εἶσαι παρηγοριά μέσα στίς θλίψεις μου. Νά εἶσαι ἀγαλλίαση στή λύπη μου. Νά εἶσαι λύτρωση στήν αἰχμαλωσία μου. Νά εἶσαι εἰρήνη καὶ ἡσυχία ἔναντι τῆς κακῆς συνειδήσεώς μου.


Νά εἶσαι σοφία ἔναντι τῆς ἀφροσύνης μου. Νά εἶσαι προστάτης ἔναντι τῶν συκοφαντῶν μου. Νά εἶσαι δικαιοσύνη ἔναντι τῶν ἁμαρτιῶν μου. Νά εἶσαι ἁγιασμὸς ἔναντι τῆς ἀκαθαρσίας μου. Νά εἶσαι νίκη ἔναντι τῶν ἐχθρῶν μου. Νά εἶσαι ἀσπίδα ἔναντι τῶν διωκόντων με. Νά εἶσαι εἰρηνοποιὸς ἔναντι τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ. Νά εἶσαι θυσία γιά τὶς ἁμαρτίες μου. Νά εἶσαι ἰσχύς μου στήν ἀδυναμία μου. Νά εἶσαι ζωὴ ἔναντι τοῦ θανάτου μου. Νά εἶσαι συμβουλὴ ἔναντι τῆς ἀγνοίας μου.


Νά εἶσαι δύναμη ἔναντι τῆς ἑξαντλήσεώς μου. Νά εἶσαι αἰώνιος Πατὴρ γιά μένα τὸν ὀρφανό. Νά εἶσαι δικαστὴς ἔναντι τῶν ἀδικούντων με. Νά εἶσαι Βασιλιᾶς ἔναντι τῆς διαβολικῆς βασιλείας. Νά εἶσαι ὁδηγὸς στίς ὁδούς μου. Νά εἶσαι ὑπερασπιστής μου τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μου. Νά εἶσαι προστάτης μου μετὰ τὸν θάνατό μου. Νά εἶσαι ἡ αἰώνια ζωὴ μου, μετὰ τὴν ἀνάστασή μου.


Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με. «Δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου», καὶ ἐμοὶ τὴν αἰωνίαν σωτηρίαν. «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν ἀλλ’ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν». Ἀμήν.

Ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ

 Ὅσιος Μακάριος τῆς Ὄπτινα


Ἄκουσε! Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει γιά τόν ἄνθρωπο πού ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στήν θεία Πρόνοια: «Ἐπʼ ἐμέ ἤλπισε, καί ρύσομαι αὐτόν· σκεπάσω αὐτόν, ὅτι ἔνγνω τό ὄνομά μου. Κεκράξεται πρός με, καί ἐπακούσομαι αὐτοῦ, μετ’ αὐτοῦ εἰμί ἐν θλίψει· ἐξελοῦμαι αὐτόν καί δοξάσω αὐτόν» (Ψαλμ. 90: 14-15). Οἱ θλίψεις καί τά βάσανα ἑδραιώνουν τήν πίστη μέσα μας, καί μᾶς διδάσκουν νά περιφρονοῦμε τόν κόσμο καί τή δόξα του.


Πίστευε πάντοτε ὅτι κανένα κακό, καμιά λύπη δέν μπορεῖ νά μᾶς βρεῖ -οὔτε μιά τρίχα δέν μπορεῖ νά πέσει ἀπό τό κεφάλι μας- χωρίς νά τό παραχωρήσει ὁ Θεός.


Τίποτα δέν γίνεται, λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος, χωρίς τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπου ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε αὐτό πού συμβαίνει, ὅσο πικρό κι ἄν εἶναι, θά φέρει ὠφέλεια στήν ψυχή.


Μή λυπᾶσαι λοιπόν καί μή μικροψυχεῖς γιά τούς πειρασμούς σου. Νά τούς δέχεσαι ἀτάραχα, μέ ταπεινοφροσύνη καί ἐλπίδα στόν Θεό. Πίστεψέ το: Ποτέ δέν εἶναι δυνατό νά πάρουν τά πράγματα καλύτερη ἐξέλιξη, παρά μόνο ἔτσι ὅπως τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός μέσα στό ἔλεός Του. Γι’ αὐτό δόξαζέ Τον γιά ὅλα. Καί μή ρίχνεις τίς εὐθύνες, γιά ὅ, τι σοῦ συμβαίνει, σέ ἄλλους ἀνθρώπους.


Ἄν καί ἔχουμε πάντα τήν τάση ν’ ἀποδίδουμε τά προβλήματά μας στούς ἄλλους, στήν κακία ἤ τήν ἀνικανότητά τους, στήν πραγματικότητα αὐτοί δέν εἶναι παρά ἐργαλεῖα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐργαλεῖα, πού τά χρησιμοποιεῖ γιά νά οἰκονομήσει τή σωτηρία μας.


Πάρε λοιπόν θάρρος καί προσευχήσου. Προσευχήσου θερμά στόν Κύριο, πού πάντοτε ἐργάζεται γιά τή σωτηρία μας, χρησιμοποιώντας γι’ αὐτό τό σκοπό καί τά δυό μέσα: Καί ὅ, τι ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε εὐτυχία, καί ὅ, τι ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε εὐτυχία, καί ὅ, τι ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε δυστυχία.


****


Γιά μᾶς, πού σταθερά καί ἀκλόνητα πιστεύουμε στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καί ἡ χειρότερη ἀναποδιά δέν εἶναι παρά μιά κίνηση τοῦ χεριοῦ Ἐκείνου, τοῦ Κυρίου μας, πού δέν κουράζεται ποτέ νά ἑλκύει τόν ἄνθρωπο στό δικό Του δρόμο πρός τήν αἰωνιότητα. Καί δέν κουράζεται ποτέ νά δείχνει αὐτό τό δρόμο.


Ἀλλά γι’ αὐτούς πού δέν ἔχουν τήν πίστη μας, οἱ θλίψεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι πραγματικά πικρές, πικρότατες. Τούς λείπει, βλέπεις, ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα πού, ὅπως εἶπε κάποιος ἅγιος, γεννιέται ἀπό τή γεύση καί τήν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου.


Εἶναι μετά ν’ ἀπορεῖ κανείς, ὅταν ὁ θάνατος κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου τούς ἀφήνει ἀπαρηγόρητους καί τούς γεμίζει ἀπελπισία;


Ἀπό τό βιβλίο:Πνευματικές Νουθεσίες


Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠροπός Ἀττικῆς

Γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

 Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


«Ἀλλοίμονο στόν καιρὸν ἐκεῖνο πού δέν σὲ ἀγαποῦσα», λέγει κάπου πρὸς τὸν Θεό, φλεγόμενος ἀπὸ ἔρωτα, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος. Ἐγὼ δὲ μεταβάλλοντας ἐλαφρῶς τὸν λόγο, θὰ ἔλεγα ἀναλόγως: ἀλλοίμονο στόν καιρὸν ἐκεῖνο πού δέν εἶχαν ἐκδοθῇ διὰ τοῦ τύπου τὰ πάνσοφα καὶ θαυμαστὰ καὶ θεόβροντα συγγράμματα τοῦ μεγάλου φωστῆρος τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου. Ἂς χαθῆ ὁ φθόνος! Μᾶλλον δὲ ὁ πατὴρ τοῦ φθόνου, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὰ συγγράμματα αὐτὰ κάπου τέσσερις αἰῶνες καὶ πλέον μέσα στό σκότος, παραπεταμένα σὲ μίαν ἄκρη, καὶ μόλις νά σωθοῦν ἀπὸ τὴν φθορά, αὐτά πού ἦσαν ὄχι μόνον ἄξια ἀλλὰ καὶ ὑπεράξια νά ἰδοῦν τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, γιά νά μὴν εἴπω ἄξια καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ.


Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δεινά πού περιβάλλουν τὸ δυστυχὲς γένος μας, ἦταν καὶ αὐτὸ τὸ καλό, νά στερηθοῦν τόσοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸν φθόνο πού παρακολουθεῖ κάθε καλό. Καὶ γιά τὴν στέρησι αὐτὴ θρηνεῖ ἡ ἠθική, ἡ ὁποία καθαίρει ἀπὸ τὰ πάθη, διότι ἐζημειώθη τὴν ἀκριβεστάτη διάκριση καὶ στάθμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν παθῶν. Θρηνεῖ ἡ φυσικὴ θεολογία, ἡ ὁποία φωτίζει τὴν ψυχή, καθὼς καὶ ἡ Θεόπνευστος Γραφή, ποὺ ἀναζητοῦν τοὺς τρανοὺς καὶ ἀληθεῖς λόγους τους. Πρὸ παντὸς θρηνεῖ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν τελειότητα, ἐπειδὴ μένει ἀκόμη κάπως ἀτελής, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναζητεῖ γοερῶς τὴν τελειότητά της.


Καὶ γιά νά εἴπω μὲ ἕνα λόγο, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλο τὸ ὀρθόδοξον πλήρωμα, ὅλος ὁ ἱερὸς κλῆρος πού εἰσέρχεται στό ἱερό Βῆμα καὶ προσεγγίζει τὸν Θεόν, καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ παραμένει ἔξω ἀπὸ τὸ Βῆμα, ὦ, ποίαν δόξα ἔχουν στερηθῆ, ποίαν δύναμη, ποῖον πλοῦτον ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τοιούτων πνευματικῶν θησαυρῶν! Καὶ γιά νά μιλήσω κάπως πιὸ τολμηρά, ποίαν ἀδοξίαν ἡ ἔνδοξος, ποίαν ἀδυναμίαν ἡ δυνατή, ποίαν πτωχείαν εἶχε περιβληθῆ μέχρι σήμερα ἡ πλουτοδότις Ἐκκλησία, ἐπειδὴ δέν εἶχε τὰ συγγράμματα τοῦ θείου Παλαμᾶ!


Ἀλλὰ ἂς εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ Νοός, ὁ δοτὴρ καὶ αἴτιος κάθε καλοῦ καὶ μάλιστα τῶν λόγων περὶ Αὐτοῦ τοῦ ἰδίου. Αὐτὸς καὶ τώρα τὰ μεταβάλλει ὅλα μόνον μὲ τὴν θέληση, καὶ τὸν τωρινὸν αἰῶνα τὸν κάμει μακαριστόν. Καὶ τὸν φθόνον διαλύει, καὶ τὴν λύπη μεταβάλλει σὲ χαράν, καὶ στήν Ἐκκλησία ἀποδίδει τὸν στολισμὸ της μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν. Καὶ οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὅπως ἠμπορεῖ νά συμπεράνῃ κανείς, ὥστε νά προηγηθοῦν παιδαγωγικότερα συγγράμματα ἄλλων θεολόγων, γιά νά καταστήσουν τοὺς νόες δεκτικοὺς τῶν ὑψηλῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου τούτου Πατρός, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν σύνοψη καὶ κατάληξη ὅλων ἐκείνων καί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἐπισφράγισμά των. Διότι αὐτὸς εἶναι θεσμὸς καὶ τάξις πανίερος, καὶ στα ἀγγελικὰ τάγματα, πάντοτε καὶ σὲ ὅλα, πρώτα διδῶνται τὰ ἀτελέστερα καὶ στοιχειώδη, καὶ ὕστερα τὰ τελειότερα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτελείας ἐκείνων πού θὰ τὰ δεχθοῦν. Αὐτὸ βεβαιώνει ὁ Νόμος ὁ Μωσαϊκὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ μὲν ὡς ἀτελὴς προκηρυττόμενος πρὸς ἀτελεῖς, τὰ δὲ ὡς τέλειο ἀποκαλυπτόμενο ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμο πρὸς τελείους. Ἄλλωστε αὐτὸ φανερώνουν τυπικῶς καὶ οἱ φωνὲς τῆς σάλπιγγος ἐπάνω στό Σινᾶ, οἱ ὁποῖες, λέγει, ἔφθασαν βαθμιαίως σὲ μεγάλη ἔνταση.


Ἐκτὸς αὐτῶν, δέν ἦταν καθόλου ἀνεκτὸ στόν Θεόν, ἀλλὰ οὔτε καὶ δίκαιον, τοὺς λόγους πού ἔγραψε στις πλάκες τῆς καρδίας ὄχι μὲ μέλανι ἀλλὰ μὲ τὸ Πνεῦμα, νά τοὺς ἀφήσῃ νά μενοῦν στό σκότος, ἀγνώστους, ἀδόξους, καὶ ἔτσι νά στεροῦνται καὶ οἱ σύγχρονοι καὶ οἱ μελλοντικοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τόσην ὠφέλεια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νά περιφρονῆται ὁ φίλος τοῦ Γρηγόριος, ποὺ ἐκοπίασε νά τοὺς γράψῃ.


Για νά δείξω μὲ ὀλίγα λόγια τoν ἄνδρα λέγω τὰ ἑξῆς: ὁ Γρηγόριος ἔφθασε στήν ἀκρότητα τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, περισσότερο ἀπὸ τoν καθένα. Λοιπόν, ὁ τρισόλβιος ἐκάθισε σὲ ἔναν τόπον στόν ἱερὸν Ἄθω, ἀθόρυβο καὶ ἀπλησίαστο καί, ἀφοῦ ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε αἰσθητὸν καὶ κάθε σύγχυση (ἂς χρησιμοποιήσω γιά τόν ἑαυτὸν του τὰ λόγια τὰ ἰδικὰ του), δίδεται ὅλος στήν νοερὰν ἐπιστροφὴ καὶ ἑστιάσῃ τῆς προσοχῆς στόν ἔσω ἄνθρωπον, ἢ μᾶλλον στήν ἐπιστροφὴν ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν νοῦ, πρᾶγμα θαυμαστὸν καὶ νά τὸ λέγῃ κανείς. Καὶ σπεύδει νά ἀποπλύνῃ μὲ τὸ πένθος, τὸ ἀποκρουστικὸν προσωπεῖον τὸ ὁποῖο τοῦ προξένησε ἡ περιπλάνησις στά γήινα. Καὶ ἀφοῦ ἠνάγκασε σὲ περιορισμὸ μὲ βίαν ἰσχυρὰ τὸ πολυπόρευτον τῆς διανοίας του, συνάπτεται μὲ τὴν Θεαρχικὴν Τριάδα διὰ τῆς συνεπτυγμένης καὶ νοερὰς προσευχῆς, καὶ ἔκαμε τὸ μοναδικὸν τοῦ νοῦ τριαδικόν, ἂν καὶ δέν ἔπαυε νά εἶναι ἑνιαῖον. Καρτερώντας δὲ ἐπὶ πολὺν χρόνο στήν κατάστασι αὐτὴ τὴν γεννητικὴν τῶν ἀποῤῥήτων μυστηρίων, καὶ καθαρίζοντας ὅλο καὶ περισσότερο τoν ἑαυτὸν του, τόν ἀποσπογγίζει ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν ἐπήρεια, ἀλλὰ καὶ τόν ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε τι ἐπίκτητο, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἀθῶα καὶ δέν ῥυπαίνει τόν νοῦ.


Ἀφοῦ λοιπόν, κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον, ἀνῆλθε ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ παθῶν, οὔτε ἐπάνω μόνον ἀπὸ τὴν φύση, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπό τοὺς λόγους τῆς φύσεως, οὔτε ἐπάνω γενικὼς ἀπὸ ὅσα νοητὰ δέν ὑπερβαίνουν τὴν φαντασία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους των, δέχεται στήν καρδία του τόν ἐνυπόστατον φωτισμὸ τῆς Θείας χάριτος, καὶ ἔτσι εὑρίσκει μέσα του ἄλλον οὐρανὸν καὶ ἄλλο ἥλιο καὶ τὴν νοητὴ σιγή, ἡ ὁποία ἐπακολουθεῖ, φυσικῶς στήν κατάστασι αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Ἀπόστολος Ἰοῦστος ὀνομάζει ἱερὰν ἀφθεγξίαν, κατά τὴν ὁποία ἐνεργεῖται ὁ λεγόμενος ἐγκάρδιος καὶ ἐκπληκτικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Σιναΐτης Γρηγόριος. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴν ἐργασίαν ὀδεύοντας μέσα στήν ὀδὸ τοῦ θείου φωτός, ἁρπάζεται καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Παῦλος, ὄχι μόνον κατὰ τὸν νοῦ καὶ τὶς ἄλλες ψυχικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν αἴσθησιν, (πλὴν τῆς ἀναπνοῆς) μὲ μίαν ὁλικὴν καὶ ὑπερφυσικὴν ἁρπαγή, κατὰ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ὁ πρὸς τὸν Κύριον ἐκστατικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ αὐτὸς Σιναΐτης Γρηγόριος. Καὶ ὕστερα ἀνεβαίνει σὲ ὅρη αἰώνια, ἢ ἀνάγεται ὄχι μὲ τὴν φαντασία τῆς διανοίας ἀλλὰ μὲ μίαν ἀποῤῥητο δύναμη τοῦ Πνεύματος, «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος» μὴ γνωρίζων. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, γίνεται θεατὴς τῶν ὑπερκοσμίων, ὅπου ἀκούει ἀλάλητα ῥήματα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δέν ἠμπορεῖ νά φανερωθὴ ἢ νά ἐκφρασθῆ καὶ νά ἐπιτευχθῆ.


Ἀκολούθως δέ, ἀφοῦ ἔφθασε στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς θείας πηγῆς, ὅπως λέγει ὁ κρυφιομύστης Διονύσιος, ὅπου εἶναι κεκαλυμμένα τὰ ἁπλά καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα μυστήρια τῆς θεολογίας, καταξιώνεται νά ἴδῃ καὶ νά γνωρίσῃ διὰ μέσου τῆς ἀβλεψίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τὸν «ὑπὲρθεον καὶ γνῶσιν» μὲ τὸ νά μὴν ἴδῃ καὶ νά μὴ γνωρίσῃ. Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ ὅρασις καὶ γνῶσις. Καὶ γιά νά μιλήσω συνοπτικά, μένει ὅλος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα στήν φύσῃ, ἀλλὰ γίνεται ὅλος Θεὸς κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἀπειρόδωρο χαρῇ τῆς θεώσεως, ὅπως λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος: «ἡνώθη μὲ τὸν κατὰ φύσιν Θεὸν καὶ ἐγνώρισε τόσο τὸν γινωσκόμενον, ὅσον εἶχε γνωρισθῆ αὐτὸς ἀπὸ ἐκεῖνόν πού γνωρίζει τὰ πάντα». εἶναι ἐπικαιρο νά λεχθῇ ἔδω τό τοῦ Θεολόγου καὶ συνωνύμου περὶ αὐτοῦ τοῦ συνωνύμου καὶ Θεολόγου: «Βλέπει μὲν τὰ ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ δέν τοῦ ἐμφανίζεται καθόλου. Καί, ὅπως ὁ Μωυσῆς, φίλος Θεοῦ χρηματίζει. Ἐπειδὴ δὲ τὰ τῶν φίλων εἶναι κοινά, κατὰ τὴν παροιμία, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει στόν φίλο του τὰ θεῖα του μυστήρια, καὶ τὸν διδάσκει ἀποκρύφους λόγους τῆς φύσεως, καὶ σηκώνει τὸ κάλυμμα καποίων σκοτεινῶν νοημάτων τῆς Γραφῆς. Καὶ τοῦ δίδει τὸ χάρισμα, ὄχι μόνον τῆς διοράσεως τῶν ὄντων καὶ ἐκείνων πού ἤδη ὑπάρχουν, οὔτε μόνον τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγιστον χάρισμα τῆς προοράσεως ἐκείνων πού θὰ γίνουν μετὰ πολὺν χρόνον. Τοῦ δίδει ἀκόμη καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἅγιον, μὲ ἀφθονίαν, καὶ ὅταν ἦταν στήν ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον, ὥστε νά τοῦ ἀποδοθῇ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἐπωνυμία τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι τὸ ἱερὸν τοῦ σκήνωμα, εὐῶδες καὶ ἀδιάλυτον, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ὅρους, ὅπως ἀκόμη καὶ μέχρι τώρα βλέπεται στήν Θεσσαλονίκη.


Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει ὡρισμένα ἀπὸ ἐκείνα τὰ συμβολικὰ «ὀπίσθια», δηλαδὴ λόγους θείας δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, σοφίας καὶ ἀγαθότητος, δόξῃς καὶ ἀπειρίας, καὶ ὅλων τῶν γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸν φυσικῶς θεωρουμένων, τὰ ὁποῖα ὁ θεολόγος νοῦς πρέπει νά ζητῇ. Διότι μόνα αὐτὰ εἶναι προσιτά. Αὐτὸ δέ πού συμβολικῶς λέγεται πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τόν λόγο τῆς οὐσίας, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τὸ ζητῇ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ εἶναι τελείως ἀπροσπέλαστος καὶ ἀπρόσιτος σὲ κάθε κτιστὸ νοῦ καὶ ὄχι μόνον ἀνέκφραστος, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἀνώνυμος καὶ ἄγνωστος, καὶ εὑρίσκεται ἐπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν «καθ’ ὑπερουσιότητα θέσιν».


Ἀλλὰ γιατὶ νά λέγωμε πολλά; Ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χαρίσματά του χαρίζει τὸ δῶρο νά θεολογῆ ἀσφαλῶς καὶ ἀπταίστως, ποὺ εἶναι τὸ ὑψηλότατον ἀπὸ ὅλα τὰ δῶρα, καὶ πολυέραστο καὶ καταλληλότατο στό νά ὁδηγῆ στήν θείαν ἀγάπη.


Γιά τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐμεσίτευσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ πρῶτος τῶν θεολόγων, ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ὁποῖος μὲ ὅραμα μυστικὸν τὸ ἀνήγγειλε στόν Γρηγόριο, σὲ στιγμή πού εὑρίσκετο σὲ κατάστασιν ἐγρηγόρσεως. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, σὲ νυκτερινὴν ὀπτασίαν τοῦ συνιστᾶ νά συγγράψῃ ὁπωσδήποτε χάριν τῆς ὠφελείας τῶν χριστιανῶν, ὅλα ὅσα τοῦ ἐνήχησε τὸ πνεῦμα στά ὦτα τῆς καρδίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαιρετικὸν πλεονέκτημα τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰδικοῦ μου θεολόγου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους, ὅτι ἤρχισε νά συγγράφῃ ὅσα συνέγραψε ὄχι ἀπὸ προσωπικὴν ἐπιθυμία οὔτε χωρὶς θεία θέληση, ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως καὶ ἐντολῆς. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Γρηγόριος μέσα σὲ πολὺν χρόνο, ὄχι μόνον ἔμαθε, ἀλλὰ καὶ ἔπαθε τὰ θεῖα, καὶ ἐτελειοποιήθη μὲ τὴν ἔνωση καὶ τὴν γνωριμία μὲ αὐτά, γιά νά ἐκφρασθῶ ὅπως ὁ Ἀρεοπαγίτης. Καὶ ἔτσι ἀρχίζει νά θεολογὴ ἀπλανῶς, ἐπειδὴ ἀνῆκε στήν τάξιν ὄχι ἁπλῶς αὐτῶν πού καθαίρονται, ἀλλὰ ἐκείνων πού ἔχουν ἤδη καθαρθῇ τὴν τελειοτάτην κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας, ἀφοῦ καὶ ἐνωρίτερα εἶχε καὶ θεοπτίες, οἱ ὁποῖες ὑπερέχουν ἀπείρως ἀπὸ τὴν μὲ μόνον τὸν λόγον θεολογίαν. Καὶ αὐτὸ διότι ἤκουσε τὸν συνώνυμόν του Θεολόγον, ὅτι δέν εἶναι εὔκολον τὸ πρᾶγμα, οὔτε εἶναι γιά τὸν καθένα νά θεολογῆ ἀληθῶς, ἀλλὰ γιά ἐκείνους πού ἔχουν καθαρθῇ στήν ψυχὴ καὶ στό σῶμα, ἢ τουλάχιστον εὑρίσκονται στό στάδιον τῆς καθάρσεως.


Μὲ αὐτὲς λοιπὸν τὶς προϋποθέσεις λογογραφεῖ τὰ ἀπόῤῥητα δόγματα τῆς εὐσεβείας, αἰνεῖ τὸν Κύριον σὲ καθέδρα πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, καὶ ἔτσι ἀναπτύσσει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύγκλητο, λαμπρυνομένην ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν βασιλέων, καὶ σὲ πολλὲς συνόδους πολὺ μεγάλες καὶ πολυανθρώπους, ποὺ ἐλάχιστα ὑστεροῦν ἀπὸ τὶς οἰκουμενικές. Καὶ ἀντιπαρατάσσεται γενναίως στίς ἀντιθέους κενοφωνίες τῶν αἱρετικῶν, καὶ μὲ τὶς Γραφικὲς καὶ λογικὲς ἀποδείξεις νικᾶ τούτους κατὰ κράτος καὶ στήνει τὸ τρόπαιον. Προμαχεῖ τῆς πίστεως, ὑπερμαχεῖ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Θεολόγων Πατέρων, καὶ χάριν αὐτῆς φυλακίζεται καὶ ἀποθνῄσκει κατὰ προαίρεσιν. Ἀπὸ ὅλους δέ πού τὸν ἤκουαν καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἀλλὰ δέν τὸν ἐγνώριζαν, ἐθαυμάζετο ὑπερβολικὰ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀληθὴς θεολόγος, ὁ ὁποῖος δέν ὑστερεῖ στό παραμικρὸν ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ περιφανεῖς θεολόγους, Βασίλειον τὸν Μέγα, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, Ἀθανάσιον καὶ Κύριλλον καὶ τοὺς λοιπούς.


Ἔτσι, μὲ ἕνα λόγον, φῶς ὑπάρχοντας, καὶ φῶς βλέποντας, καὶ στό φῶς διαμένοντας, μὲ τὸ φῶς ἐννοεῖ καὶ ὁμιλεῖ καὶ συγγράφει ὅλα τὰ θεουργικὰ του φῶτα. Διότι ἔτσι ὀνομάζω ἐγὼ τὰ συγγράμματά του, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ γνωστικοὶ φωταγωγοῦνται καὶ μεταμορφώνονται πρὸς θέωση, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ θείου Μαξίμου, μὲ ὅσα ἀναφέρονται στήν ἠθική, ὅσα στήν φυσικὴ Θεολογία, ὅσα στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅσα εἶναι τῆς μυστικῆς θεολογίας, ὅσα νηπτικὰ καὶ ὅσα ἀντιῤῥητικά, καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο περιέχεται στα συγγράμματά του…


Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι εἶστε μέτοχοι τῆς ἐπουρανίου κλήσεως, στήν ποικίλην αὐτὴ καὶ ἄφθονο πνευματικὴ πανδαισία, τῆς ὁποίας ἑστιάτωρ καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ μέγας καὶ Θαυματουργὸς Γρηγόριος, μᾶλλον δὲ ὁ μέσα στόν Γρηγόριο φθεγγόμενος Παράκλητος. Οἱ μὲν πρακτικοὶ καὶ ἀρχάριοι, τρώγετε τὸ καθαρὸν καὶ ἄδολον γάλα τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας, καὶ καθαρίζετε τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα σᾶς. Ὅσοι ἀρχισατε νά προκόπτετε, κατατρυφάτε ἀπὸ τὸ μέλι τῆς νηπτικὴς ἐργασίας τοῦ νοός, διὰ μέσου τῆς ὁποίας εὑρίσκεται τὸ μακαριστὸν πένθος, καὶ ἀντλείται ἡ πνευματικὴ ἡδονή πού πηγάζει ἀνεκφράστως ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ γνωρίζεται μὲ νοερὰν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι χρηστὸς καὶ γλυκύτατος κατὰ τὸν Προφήτην. Οἱ δὲ μέσοι, ποὺ τρέχετε πρὸς τὴν τελειότητα, τρώγετε τὴν στερεωτέρα τροφή, τὸν ἄρτον, λέγω, τῆς φυσικῆς θεωρίας, μυούμενοι καὶ στους βαθυτέρους λόγους τῶν θείων γραφῶν. Οἱ δὲ τέλειοι, πίνετε τὸν ἐκστατικὸν οἶνον τῆς ὑπὲρ φύσιν θεολογίας ἤ, ἠμποροῦμε νά ποῦμε, θεοπτίας, καὶ μεθύοντας αὐτὴν τὴν μέθη τῆς θεώσεως, διὰ τῆς χάριτος θὰ γίνετε τελείως ἐκστατικοί. Καὶ ὄχι μόνον θὰ ἀνέλθετε ἐπάνω ἀπὸ κάθε νόημα, ἀλλὰ θὰ γίνετε καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ σᾶς γιά νά ἑνωθῆτε ὁλόκληροι μὲ τὸν Θεόν, διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς ἑνώσεως ἢ ἀνακράσεως ἢ συμφύσεως ἢ δέν γνωρίζω τὶ νά εἴπω καταλληλότερον. Πάντως, μὲ μίαν λέξιν, ὅλοι ἀπολαύσετε τὴν καλὴν καὶ λαμπρὰν αὐτὴν πανδαισίαν. Ὅλοι τρυφήσατε ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ συμποσίου αὐτοῦ, ποὺ δέν ἐλαττώνεται καὶ δέν χάνεται, διότι εἶναι ἀθάνατος, καὶ ὠφελεῖ ἀνερμηνεύτως τὴν ἀθάνατον ψυχή. Καὶ σᾶς λέγω ἐκεῖνο τὸ εὐαγγελικόν, ὅτι ἀληθῶς «πολλοὶ σοφοί, διδάσκαλοι καὶ θεολόγοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν καὶ ἀπολαύσαι τούτων, ὧν ὑμεῖς ὁρᾶτε καὶ ἀπολαμβάνετε, καὶ τῆς ἐφέσεως οὐκ ἐπέτυχον».


Πίνοντας ὅμως τὸν καλὸν οἶνον τῶν ὑψηλῶν τούτων συγγραμμάτων, μὴ κατηγορήσετε γιά ἀμέλειαν αὐτόν πού σᾶς ἐκάλεσε στό δεῖπνο, καὶ μὴ εἴπητε πρὸς αὐτὸν τὰ λόγια τοῦ ἀρχιτρικλίνου: «Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι καὶ ὅταν μεθυσθῶσι τότε τὸν ἐλάσσω. Σύ δὲ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι». Ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων αὐτὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀντίστροφος, διότι, λέγει, πρῶτον προσφέρουν τὸν «ἐλάσσω» καὶ ὕστερα τὸν «κάλλιστον». γιά τοῦτο καὶ αὐτὸς συνετηρήθη μέχρι τώρα, γιά νά χορηγηθῆ στους πιστοὺς σὰν ἐξαίρετον δῶρο πού μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν.


Ἐὰν στήν πνευματικὴν αὐτὴν εὐωχία πρέπει νά προσφέρω καὶ ἐγὼ κάτι εὐφραντικόν, θὰ εἴπω στούς καλοὺς συνδαιτημόνες μὲ ὀλίγα λόγια πόση ἡδονὴ καὶ χάρις ὑπάρχει στά συγγράμματα αὐτά, γιά νά ἐρεθίσω τὴν ἐπιθυμία σας στήν ἀναγνώσή τους. Ὅταν διαβάζω τὰ ἠθικὰ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ἀποτάσσομαι τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο, μισῶ τὰ πάθη, καὶ ἀσπάζομαι τὴν «κεκρυμμένην σὺν τῷ Χριστῷ ζωὴν» τῶν μοναχῶν. Μὲ τὶς ἐντολὲς καθαρίζομαι, ποθῶ νά συμβιώσω μὲ τὶς ἀρετὲς καί, ἀνυψούμενος πρὸς τὰ τελειότερα, γίνομαι ναὸς Θεοῦ καὶ κατοικητήριον τοῦ Πνεύματος.


Ὅταν διαβάζω τὰ Νηπτικά, μυοῦμαι στά μυστικὰ αὐτὰ ὄργια τῆς ἱερᾶς νήψεως καὶ τῆς εὐκτικῆς ἀρετῆς, καὶ μαθαίνω τὴν ὁλικὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, καθὼς καὶ τὴν ἀπλανῆ κυκλικὴν κινήσῃ τοῦ νοῦ καὶ ἀνάτασὴ του πρὸς τὸ θεῖον. Καὶ τότε εἰσέρχομαι στους ὅρους τῆς ἀληθοῦς ἡσυχίας, κατὰ τὴν ὁποίαν νοῶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου νοῶ τὸν Θεόν, καὶ πλησιάζω πρὸς αὐτὸν διὰ καρδιακῆς καὶ συνεπτυγμένης εὐχῆς καὶ ἐμπύρου κατανύξεως, ἡ ὁποία γεννᾶται ἀπὸ τὴν εὐχή. Καὶ μυσταγωγοῦμαι καὶ μαθαίνω ποία εἶναι ἡ μονιμωτάτη καθαρότης τοῦ νοῦ καὶ ποία τῆς καρδίας. Καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ διδάσκομαι καὶ τοὺς λόγους τῆς νοερᾶς αὐτῆς ἐπιστροφῆς μέσα στήν καρδία, καθὼς καὶ τὶς θεωρητικὲς ἀποδείξεις ἀπὸ τὴν Γραφήν, ἀπὸ τὴν φύσῃ καὶ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν πεῖρα, γιά τὴν ὀρθότητα τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Καὶ στά ἀποδεικτικὰ αὐτὰ στοιχεῖα πειθόμενος, καταγελῶ ὡς ἀσόφους καὶ ἀμυήτους ὅσους ἀντιλέγουν, εἴτε παλαιοὺς εἴτε συγχρόνους.


Ὅταν πάλιν ἐγκύψω στα συγγράμματά πού πραγματεύονται περὶ τῆς φυσικῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, εὑρίσκω κάποιες νέες καὶ πρωτότυπες ἑρμηνεῖες, συγκριτικῶς μὲ ὅσα ἔχουν εἰπεῖ παλαιοτεροι ἅγιοι, διὰ τῶν ὁποίων, μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴν ἐπεξεργασία, τὸ γράμμα ἀποκτᾷ ἀπροσδόκητον βαθύτητα. Διότι ὁ ἅγιος Πατὴρ ἔσπασε τὸν φλοιὸ τῶν ἐξωτερικῶν ἐκφράσεων, καὶ ἀπεκάλυψε τὸ μυστικὸν κάλλος τῶν λόγων τῆς ἐνσωμάτου ἢ ἀσωμάτου φύσεως, εἴτε τῶν νοημάτων τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον βλέποντας ἐγὼ ὅτι ἦταν κρυμμένο σὰν μαργαριτάρι μέσα στό ὄστρακον, πληροῦμαι ἀπὸ χαρὰν καὶ γίνομαι περισσότερον θεωρητικός, ἀπὸ βάθους σὲ βάθος βυθιζόμενος καὶ ἀπὸ ἀβύσσου σὲ ἄβυσσον κατερχόμενος. Καὶ γιά νά εἴπω ὅλην τὴν ἀλήθεια, εὑρίσκω στά φυσικὰ καὶ στίς ἑρμηνεῖες τούς λόγους ἀσφαλεῖς καὶ σπουδαίους καὶ τετραγώνους. Εὑρίσκω νά ἐξακριβώνεται ὁ ἴδιος ὁ μυελὸς καὶ τὸ βάθος κάθε ἐξεταζομένου θέματος.


Ἀλλὰ προκειμένου γιά τὰ θαυμαστὰ θεολογικὰ καὶ ἀντιῤῥητικὰ συγγράμματα τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ὁ λόγος μου ἀγαπᾷ μὲν νά πλησιάση, ἀλλὰ νά προσπελάση σ’ αὐτὰ ἰλιγγιᾶ ἐνώπιον τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους, τοῦ μήκους καὶ τοῦ πλάτους των, ποὺ εἶναι ἀληθῶς ἀνέκφραστα. Διότι ὄχι μόνον συνέλεξε σὲ μίαν ἑνότητα ὅσα ἐγράφησαν σποραδικῶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους πατέρες, καὶ ἀπάνθισεν ὅ,τι θεολογικώτερον ὑπῆρχε, ὁ θεολογικώτατος ἐκεῖνος νοῦς, ποὺ ἔγινε τοιοῦτος ὄχι ἁπλῶς δυνάμει ἀλλὰ ἐνεργεία, λόγω τῆς καθαρότητός του. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἐφαίνετο ὡς ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας ἡ ὡς ἐπιλήψιμο στούς κακοδόξους, τὸ μεθερμήνευσε μὲ εὐσεβεστέρα διατύπωση θεοσόφως, καὶ διέσωσεν ἔτσι τὸ κῦρος τῶν θεολόγων Πατέρων.


Πλὴν αὐτῶν, ὁ Θεῖος Γρηγόριος προσέθεσε ὅσα τοῦ ἀπεκαλύφθησαν ὑπερφυῶς. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐπεξεργασθῇ, καὶ τὰ ἐνεσωμάτωσε σὲ μίαν ἑνότητα, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα πραγματικὸν ἀριστούργημα Θεολογίας, ἕνα τέλειον οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ ὄντως τoν θαυμασμὸ σὲ κάθε ἀκοὴν καὶ διάνοιαν.


Σὲ αὐτὰ λοιπὸν τὰ συγγράμματα ὅταν ἐγκύπτω ἐγώ, ἀμέσως γίνομαι ἀληθὴς θεολόγος. Ώ, πόσων μυστηρίων ἀξιώνομαι ἀκαριαίως, καὶ σὲ ποῖες νοερὲς συλλήψεις φθάνω! Ὑπερπηδῶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, διασχίζω τόν περίγειον τοῦτον ἀέρα, ὑπερβαίνω τόν αἰθέρα, διέρχομαι ἐπάνω ἀπὸ τόν ἐμπύρινον οὐρανόν, λίγο ἀκόμη καὶ θὰ φθάσω ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Πληροῦμαι ἀπὸ ἐνθουσιασμόν, ἀνεβαίνω ὑψηλότερα ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ μυοῦμαι τὴν ἀσύγχυτον Μονάδα καὶ ἀδιαίρετον Τριάδα, τὸν ἕνα καὶ τρία Θεόν: τὸ μὲν κατὰ τὴν οὐσία, τὸ δὲ κατὰ τὶς ὑποστάσεις. Καὶ μαθαίνω ὅτι μία εἶναι ἡ οὐσία ἀριθμητικῶς, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, ἁπλῆ, ἀπερινόητος, ἀνώνυμος καὶ τελείως ἀμέθεκτος ἀπὸ τὴν κτίσῃ. Ἀπὸ δὲ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις. ὁ μὲν Πατὴρ εἶναι ἡ μόνη ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ῥίζα τῆς «ἐν Υἱῷ καὶ Ἁγίω Πνεύματι» θεωρουμένης θεότητος. Ὁ δὲ Υἱὸς εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα γεννητῶς, ἀλλὰ ὄχι καὶ αἴτιος τοῦ Πνεύματος. Ἐπίσης τὸ Πνεῦμα εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ μόνον τὸν Πατέρα ἐκπορευόμενον, ὄχι καὶ ἀπὸ τὸν Υἱόν. Καὶ ἔτσι ἀποβάλλω τὸ αἰτιατοαίτιον (σημείωση: ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὴν Δυτικὴ καινοτομία τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Φιλιόκβε)), τὴν νέαν αὐτὴν προσθήκην, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τὴν μοναρχία μέσα στήν θεότητα, καὶ εἰσάγει κατ’ ἀνάγκην στήν Τριάδα τὴν δυαρχίαν.


Καὶ δέν μαθαίνω μόνον αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κοινὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων θεολόγων Πατέρων, ἀλλὰ μυσταγωγοῦμαι καὶ στήν γνώση τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου Παλαμᾶ, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθη μέχρι τέλους μὲ διαλόγους καὶ μὲ τὰ συγγράμματά του. Καὶ συγκεκριμένως μαθαίνω ἐκεῖνο πού εἶναι μεταξὺ τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτιστῶν ἀνθρώπων πού μετέχουν σ’ αὐτό. Καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ μετέχουν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δέν εἶναι ἕνα μόνον, ἀλλὰ καὶ πολλά. εἶναι οἱ οὐσιώδεις ἐνέργειες καὶ δυνάμεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διαφέρουν καὶ μεταξὺ τους καὶ ἀπὸ τὴν οὐσίαν. Καὶ μαθαίνω ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι ἄκτιστοι καὶ ὅτι ὁ Θεὸς δέν εἶναι σύνθετος, ἐπειδὴ ἔχει μίαν οὐσία καὶ τὶς πολλὲς αὐτὲς ἐνέργειές του. εἶναι δὲ ὁ Θεὸς κατὰ τὴν οὐσία ἐπάνω ἀπὸ ὅλα, ὡς αἴτιος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ ὅλων τῶν περὶ αὐτὸν ἀϊδίως θεωρουμένων τούτων ἐνεργειῶν καὶ δυνάμεων. Καὶ ἐδῶ μὲν διδάσκομαι ὅτι αὐτὲς μετέχονται καὶ γίνονται ὁρατὲς ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς μὴ ἁγίους εἶναι ἀμέθεκτες καὶ ἀόρατες. Ἐκεῖ δέ, μαθαίνω ὅτι αὐτό πού μετέχεται εἶναι ἄκτιστο. Ἀλλὰ ἂν καὶ ἄκτιστον, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἐπίσης, ἐπειδὴ δέν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι καὶ χωρισμένον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ εἶναι ἀχώριστον.


Καὶ τώρα μὲν φωταγωγοῦμαι διδασκόμενος ὅτι, ἡ μετεχομένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους θεοποιὸς δωρεὰ καὶ ἐνέργεια, λέγεται θεότης. Δηλαδὴ ἡ θεοποιὸς δωρεὰ πλουτεῖ τὸ ὑπερφυὲς ὄνομα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται φυσικῶς. Τώρα δὲ φωτίζομαι ὅτι ἡ θεοποιὸς δωρεὰ δέν εἶναι κάτι τὸ κτιστὸν οὔτε ἔχει σχέση μὲ τὰ φυσικὰ φαινόμενα. εἶναι ἔξω ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, καὶ βλέπεται ἀπὸ τοὺς ἀξίους ὡς φῶς ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρις αὐτὴ εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μία μόνη κατὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ «ὁρμᾶται ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς μόνου αἰτίου, προέρχεται, προχωρεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ φανεροῦται ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι». Καὶ ὅταν μὲν τὸ θεῖον διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις, εἶναι ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ὅταν πάλι διαιρεῖται κατὰ τὶς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, μένει ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ὑποστάσεις.


Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν πολὺν ὄντως καὶ θεοφόρητον νοῦν τῶν ἱερῶν Πατέρων, οὐσία ὀνομάζεται ὀρθοδόξως κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ὄχι λιγώτερο θεοφόρος ἀπὸ ἐκείνους καὶ πνευματοφόρος καὶ χριστοφόρος Θεῖος Γρηγόριος λέγει ὅτι ἠμποροῦμε νά ὀνομάζωμέ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ οὐσίες, ὄχι παραβαλλόμενες μὲ τὴν ὑπερούσιο μίαν οὐσίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγάζουν, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὰ κτίσματα τὰ ὁποῖα οὐσιοποιοῦν. Διότι ἂν τὰ κτίσματα εἶναι οὐσίες, πολὺ περισσότερο οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἐπὶ πλέον μαθαίνω ἀπὸ τὸν μοναδικὸν αὐτὸν καὶ ἀκριβέστατον θεολόγον, ὅτι τὰ θεαρχικὰ πρόσωπα τῆς βασιλικωτάτης Τριάδος, ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς ὑπάρξεως, θεολογούναι αὐθυπόστατα καὶ ἐνυπόστατα, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς ἄλλος θεολόγος πατὴρ εἶπε μέχρι σήμερα.


Ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ διδάσκομαι ὅτι τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔλαμψε στό ὅρος Θαβὼρ δέν εἶναι οὔτε φάντασμα οὔτε κτίσμα, καὶ κάτι κατώτερον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην νοήσῃ, ἀλλὰ οὔτε πάλιν οὐσία Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ τὰ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα κακὰ καὶ ἰσότιμα σὲ δυσσέβεια. Ἀλλὰ ὅτι εἶναι φῶς ἄκτιστον, οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, Θεότης καὶ Βασιλεία καὶ λαμπρότης, καὶ ὅσα ἄλλα θεοπρεπῆ ὀνόματα τοῦ ἔδωσαν οἱ θεολόγοι Πατέρες.


Ἀφήνω ὅλα τὰ ἄλλα ἐκφαντορικὰ καὶ θεολογικὰ θεάματα τῆς πνευματοκινήτου διανοίας καὶ γλώσσης τοῦ Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσον ὑψηλῶς καὶ μεγαληγόρως καὶ ἀπὸ βαθεῖαν ἁγιοπνευματικὴν πείρα διατυπωμένα, ὥστε νά μὴ φαίνωνται ὡς γεννήματα ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ κάποιας ἄλλης, ὑπερφυσικῆς καὶ οὐρανίας. Ἐνώπιόν τους δέν ἠμπόρεσαν νά σταθοῦν γιά νά ἰδοῦν καὶ νά ἀκούσουν οἱ πορευόμενοι στήν ἀπώλειαν αἱρετικοί, ποὺ ἐτόλμησαν νά ἐμβαθύνουν στά θεῖα. Ἀλλὰ κατεκεραυνώθησαν, ἔμειναν ἄναυδοι καὶ ἐπέστρεψαν στά σκοτεινὰ βάθη τούς, ἀπ’ ὅπου προῆλθαν. Καὶ ἀπεδείχθησαν ὅτι ἦσαν πίθηκοι ἀπέναντι σὲ λέοντα καὶ κώνωπες ἔναντι ἐλέφαντος, κατὰ τὴν παροιμίαν, ἐπειδὴ δέν κατώρθωσαν νά ἀντισταθοῦν στήν θεολογικὴν ἐπιστήμη, στήν ἀκρίβεια τῶν ἀποδείξεων καὶ στίς λοιπὲς ἱερολογίες τοῦ μεγάλου Γρηγορίου.


Καὶ ὄχι μόνον τώρα, ἀλλά, ὅπως γνωρίζω καλῶς, καὶ στόν αἰῶνα τὸν ἅπαντα θὰ μείνουν κρυμμένοι στά σπήλαιά των αὐτὰ καὶ στίς σήραγγες. Ἐννοῶ μάλιστα τοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα τῶν αἱρετικῶν τούτων, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ νοητοῦ τούτου ἡλίου τῆς θεολογίας μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων του. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἐγὼ εὐχαρίστως τὰ παρομοιάζω μὲ ἐκείνην τὴν Σκηνὴν τοῦ Μωυσέως, ποὺ ἦταν ἀντίτυπος τῆς γῆς, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὑπερουρανίων. Διότι τὰ μὲν ἠθικὰ ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἀντίτυπο τῆς γῆς αὐλὴν τῆς Σκηνῆς. Τὰ δὲ νηπτικά, φυσικὰ καὶ ἐξηγητικά, ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀντίτυπα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ἅγια. Καὶ τὰ θεολογικὰ ὁμοιάζουν, κατὰ τoν μυσταγωγὸν Δαβίδ, μὲ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀντίτυπα τῶν ὑπερουρανίων ἐκείνων ἀδύτων «καὶ τῆς πρώτης φύσεως, ὅση μένει ἔσω τοῦ πρῶτον καταπετάσματος καὶ συγκαλύπτεται ἀπὸ τὰ Χερουβίμ».


Ἐὰν δὲ κάποιος ζητῇ νά μάθῃ τὴν μορφὴν τῆς ἐκφράσεως, ἂς γνωρίζῃ, ἐὰν δέν μὲ θεωρῇ φαῦλο κριτὴν αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ὁ ἄνδρας δέν ἦταν ἄμοιρος οὔτε στό θέμα τοῦ κάλλους τοῦ λόγου. «Διότι εἶχε περάσει ὅλην τὴν ἐξωχριστιανικὴν φιλοσοφία, καὶ δέν ἦταν ἀμελέτητος οὔτε στα σχήματα τῆς ῥητορικῆς, οὔτε στερεῖτο ἀπὸ τὸ μέλι τῶν ἀττικῶν χαρίτων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κομψότητα καὶ εὐμορφία τῶν λόγων. Ὁ λόγος του εἶναι σύμμετρος στίς περιόδους, καὶ αὐτὸ φαίνεται παντοῦ, περισσότερο δὲ στά ἐξηγητικά, τὰ ἐγκωμιαστικὰ καὶ τὰ ἀντιῤῥητικὰ συγγράμματά του. Παντοῦ ὅμως εἶναι δημιουργὸς σαφηνείας περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, χρησιμοποιεῖ κυριολεξίες καὶ ἐκφραστικὲς λέξεις ἀκριβείας, τηρεῖ τοὺς συντακτικοὺς κανόνες καὶ ἀποφεύγει τὰ ὑπερβατὰ καὶ ἐλλειπτικὰ σχήματα καὶ τὶς μεταφορές, καθὼς καὶ τὶς σχοινοτενεῖς περιόδους. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως ὁ λόγος του δέν κατέρχεται σὲ πεζότητα. Διότι πάντοτε ἐπιτυγχάνει ἄριστον συνδυασμὸν τοῦ σαφοῦς μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ σοβαρόν, ἀποφεύγοντας τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ὑπερβολές, κινούμενος στόν χῶρο τῆς μεσότητος. Σὲ ὅλα δὲ τὰ συγγράμματά του ἀκμάζει ἡ γλυκύτης, ἡ λαμπρότης καὶ τὸ στρογγυλὸν τοῦ λόγου, ποὺ τὸν κάνουν νά ὁμοιάζη μὲ μαργαριτάρι.


Ὡς ἐκ τούτου ἐπιτυγχάνει, ὥστε τὸ ὑψηλὸν καὶ δυσθεώρητον τῶν θεωρημάτων τοῦ περὶ τῆς Τριαδικῆς Θεολογίας ἢ τῆς μυστικῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, νά μὴ γίνωνται δύσκολα στήν κατανοήσῃ. Ὁ γλυκύτατος αὐτὸς ὁ ἰδικός μου ῥήτωρ διακρίνεται γιά τὴν ἄνετον ἀπομνημονεύσῃ κειμένων, γιά τὸν πλούσιον λόγο του καὶ γιά τὴν ἀκριβολογία του. Εἶναι δογματικός, συλλογιστικὸς καὶ ἀποφαντικός, καὶ ἀγαπᾷ ἰδιαιτέρως τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ νηπτικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του, ὅταν συγγράφῃ, ὁμοιάζει νά ἔχῃ βάσῃ κυβικὴν ἢ τετράγωνον. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀποτελεσματικώτατος καὶ παρέχεται ὡς ὑπόδειγμα στούς φιλολόγους πρὸς μίμησιν. Ἐπαινοῦνται δηλαδὴ διττῶς αὐτὰ τὰ συγγράμματα ἀπὸ τὸ χρυσοῦν γένος τῶν λογίων, δηλ. καὶ ὡς πρὸς τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος. Διότι ὁ ποιητὴς τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν εἶναι ὁ μόνος, ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀλίγους, ποὺ εὐδοκίμησε καὶ στά δύο αὐτά, δεινὸς στήν νόησῃ καὶ στό νά ἐκφράση εὔμορφα αὐτό πού ἔχει συλλάβει. Καὶ θὰ ἠμποροῦσε νά μεταβάλῃ τὸν λόγο του σὲ κῆπο μὲ τριαντάφυλλα ἢ ἐναρμόνιο λύρα ἢ γλυκύφθογγο σάλπιγγα, ἐὰν πρὸ ἐτῶν δέν εἶχεν ἐγκαταλείψει τὴν ἐνασχόληση μὲ τοὺς λόγους, χάριν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος γιά τὸν ἑαυτὸν του.


Τὰ λεγόμενά μου μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἁγιώτατος καὶ σοφώτατος μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν Φιλόθεος, λέγοντας περὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου Γρηγορίου, καὶ μάλιστα περὶ τῶν νηπτικῶν καὶ θεολογικῶν, τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ τὶ νά εἴπῃ κανείς, ὢ θεία καὶ ἱερὰ κεφαλή, περὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν σου λόγων. Διότι αὐτοὶ κυρίως πρέπει νά ὀνομάζωνται ἱεροὶ λόγοι. Μᾶλλον ὅμως ἱεροὶ εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀναφέρονται στά θεῖα καὶ ἱερὰ πράγματα. Ἐνῶ οἱ ἰδικοί σου δικαίως πρέπει νά λέγωνται ὄχι μόνον ἱεροὶ ὅπως οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἱεροὶ τῶν ἱερῶν, ὅπως εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, ὅπως λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς θεολόγους, ὡς περιεκτικώτερα καὶ κυριώτερα».


Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος τελειώνοντας τὸν βίο τοῦ θεσπεσίου Γρηγορίου: «Σύ λοιπὸν καὶ τώρα πού μετέστης πρὸς τὸν Χριστόν, ἐποπτεύεις τὴν ποίμνη σου καὶ ὅλο τὸ κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη τρανότερα ἀπὸ ὑψηλά. Κάθε εἴδους νόσο θεραπεύεις, καταρτίζεις μὲ τοὺς λόγους σου, ἀποδιώκεις τὶς αἱρέσεις καὶ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ παντοειδῆ πάθη. Διότι οὐδέποτε θὰ λησμονήσης τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἐπιστήμη καὶ τοὺς τόσο μεγάλους ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες πρὸς χάριν μας… Καὶ λύσε τὴν καταιγίδα αὐτῶν τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων παθῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ κορυφώνεται ἐπὶ τόσο μακρὸν χρόνο καὶ διεγείρει τὴν τρικυμίαν αὐτὴ καὶ τὴν ζάλη, ἢ ἁπάλλαξέ μας τώρα ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ ἀγαθὲς ἐλπίδες γιά τὰ ἐκεῖθε καὶ γιά τὴν προσδοκωμένην μακαρίαν ἀναψυχὴ καὶ ἄνεση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς


Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή. Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία! Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).


Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ. Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.


* * *


Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον. Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες.


Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου.


 Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία.


 Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου. Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα.


Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία.


Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη. Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.


 * * *


Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ; Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ.


Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους. Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη! Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι! Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.


* * *


 Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου. Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός.


Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό. Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο. Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας. Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος.


Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.


* * *


Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της.


Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα. Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.


 * * *


Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του. Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.


Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν. Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν.


Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.


Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.