Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Το νέο σύνθημα: Enjoy (απόλαυσε)

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Όταν βγούμε για φαγητό ή για παγωτό σε ένα μοντέρνο στέκι ή όταν ταξιδεύουμε με αεροπλάνο στο εξωτερικό και μας φέρνουν κάτι για φαγητό, η φράση που συνοδεύει την τροφή είναι: «enjoy (απόλαυσε)!». Ήμασταν συνηθισμένοι στο «καλή όρεξη». Πλέον όμως το «απόλαυσε»  μαρτυρεί μιαν άλλη νοοτροπία, η οποία είναι φανερό ότι θα περάσει και στην νέα γενιά. Το φαγητό δεν είναι απλώς η κάλυψη μιας βασικής ανάγκης. Γίνεται  πηγή απόλαυσης. Γνωρίζαμε ότι απόλαυση φέρνουν η ανθρώπινη σχέση, η παρέα, η χαρά. Τώρα πλέον αισθανόμαστε ότι ο πολιτισμός μας έχει μεταφέρει το κέντρο βάρους από τον άνθρωπο, το υποκείμενο, στην ύλη, το αντικείμενο.
Η σχέση θέλει διακινδύνευση. Θέλει έξοδο από τον εαυτό μας, από το εγώ μας. Θέλει θέαση του άλλου και των αναγκών του. Θέλει κοινωνία προσώπων. Η απόλαυση των καιρών μας δεν νοιάζεται για τον άλλο. Λειτουργεί στα πλαίσια μιας συναλλαγής. Έχω χρήματα; Μπορώ να αγοράσω την τροφή που θα με κάνει ευτυχισμένο μέσω της απόλαυσης που θα μου προσφέρει. Αλλά και ο συνάνθρωπός μου γίνεται αντικείμενο συναλλαγής. Υπάρχει για να μου προσφέρει με το σώμα του στιγμές απόλαυσης. Το ίδιο κι εγώ. Δεν χρειάζεται να ματώσουμε στην αγάπη, να παλέψουμε, να μοιραστούμε, να ανεχτούμε, να υποχωρήσουμε. Αρκεί η εξουσία επί του σώματος του άλλου, ακόμη και για λίγο.
Η θέαση της τροφής ως πηγής απόλαυσης αποτυπώνεται σε όλες τις πτυχές του σύγχρονου μιντιακού πολιτισμού. Εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση, περιοδικά, βίντεο με παρασκευή τροφής στο Διαδίκτυο, διαγωνισμοί, κριτική στα εστιατόρια και στα παντοπωλεία, κινηματογραφικές ταινίες, ένας κόσμος που χρηματοδοτεί και κερδίζει από την τροφή, αφού πέτυχε να μας πείσει ότι δεν τρως για να ζήσεις, αλλά ζεις για να τρως. Η ευτυχία περνά μέσα από την τροφή. Και όχι ό,τι και ό,τι. Πιο ευτυχισμένο σε κάνει αυτός που παράγει πρωτότυπα και μοναδικά φαγητά. Όχι από αγάπη, αλλά από επίδειξη. Από ανάγκη για καταξίωση.
Έχει γίνει σύνθετος ο κόσμος μας. Ακόμη και στην εκκλησιαστική ζωή περίοδοι όπως οι νηστείες, όχι μόνο στις σαρακοστές, αλλά και στις Τετάρτες και τις Παρασκευές, γίνονται ευκαιρία να προβληθούν νέα προϊόντα. Μία ποικιλία μοναδική, η οποία αποσκοπεί στην απόλαυσή μας και όχι στην στέρηση, στην εκούσια παραίτηση από το πολύ, για να ζήσουμε τον Θεό. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι πρέπει να τρώμε άνοστα φαγητά, για να δείξουμε ότι πιστεύουμε. Το αληθινό νόημα όμως της νηστείας δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η ολιγάρκεια. Το μέτρο. Και οι τροφές που η Εκκλησία είχε ορίσει είναι αρκετές, για να κρατηθούν οι δυνάμεις μας όσο χρειάζεται, ώστε να προχωρήσουμε στο πνευματικό νόημα της νηστείας.
Η αληθινή απόλαυση, αυτή που έχει διάρκεια και ουσία, πηγάζει μέσα από την σχέση με τον Θεό. Την καλλιέργεια του νου και της καρδιάς. Την μάθηση, αλλά και την Θεογνωσία. Την χαρά της αγάπης. Ό,τι δηλαδή προέρχεται από  την συνάντηση εντός της Εκκλησίας. Σ’ αυτόν τον δρόμο αξίζει να επανέλθουμε και να μυήσουμε τους νεώτερους. Δεν είναι το θέμα τι τρως και πόσο τρως, αλλά με ποιον τρως μαζί και με ποια διάθεση. Το enjoy αλλοτριώνει το ουσιώδες και γι’ αυτό χρειάζεται να αρνηθούμε ό,τι  καθιστά το πρόσκαιρο καίριο, το αντικείμενο σκοπό ζωής.  Εκκλησία και οικογένεια ας αντισταθούμε!

"Θα σε μαλώσει ο πάτερ"!

Μια φορά, ρώτησα κάτι μαθητές σε μια γ' λυκείου τι περιμένουν από ένα παπά. “Βλέπετε έναν παπά στο δρόμο, τι σκέφτεστε, ποια είναι η πρώτη σας σκέψη”;
 Οι περισσότεροι μαθητές απάντησαν ότι ταυτίζουν τον παπά μ' ένα σύνολο απαγορεύσεων: τι πρέπει να κάνουν, τι πρέπει να μη κάνουν.

 Μια άλλη φορά, χειμώνα, σ' ένα περίπτερο, περίμενα να ψωνίσω πίσω από μια μανούλα που το παιδί της έσκουζε και ζητούσε παγωτό. Όταν είδε ότι πίσω της περίμενε ο παπάς, γύρισε στο παιδί σοβαρότατα και είπε: “Ησύχασε επιτέλους! Θα σε μαλώσει ο πάτερ!” κι έδειξε προς το μέρος μου. Εγώ τηνε κοίταξα απλώς με μια σχετική απορία και τ' άφησα ασχολίαστο.

Σήμερα πήγα να βγάλω κάτι φωτοτυπίες κι ήταν εκεί μια άλλη μάνα με το τουλάχιστον εξάχρονο κοριτσάκι της. Το παιδί με κοιτάει με το ράσο και γουρλώνει τα μάτια. Τραβάει το ρούχο της μαμάς και ρωτάει: Μαμά! Γιατί αυτός ο κύριος είναι έτσι ντυμένος;;”. Η μαμά μου χαμογέλασε συγκαταβατικά και μ' ελαφρύ μειδίαμα μου 'πε “παιδί είναι... Που να ξέρει...;”.
 Σ' εκείνη τη γ' λυκείου κανείς δε μίλησε ούτε για ψυχή, ούτε για Θεό: όχι γιατί τα παιδιά αυτά είναι κακά ή άσχετα με τη θεολογία, αλλά γιατί φτάνοντας στην γ' λυκείου μεγάλωσαν μέσα σε μια κοινωνία που στο πρόσωπο του ιερέα συχνότερα έβλεπε τον τηρητή της Τάξεως και της Ηθικής παρά τον κήρυκα του Ευαγγελίου. Ίσως γιατί άθελά μας παραφράσαμε το Ευαγγέλιο σ' ένα κατάλογο κανόνων, για το τι πρέπει να κάνουμε και τι να μην κάνουμε ώστε να μην πάμε στη Κόλαση.

Μια φορά, έκανα κάπου κήρυγμα και μιλούσα για την κόλαση ως κενό και παντελή απουσία Θεού και ότι “τα καζάνια κι οι φωτιές δεν είναι πραγματικά αλλά συμβολικά”.
 Τότε μια κυρία, πάνω από ογδόντα χρονών, ξεσηκώθηκε φωνάζοντας “είσαι σε πλάνη! Ο παπάς είναι σε πλάνη! Στη κόλαση θα έχει καζάνια και φωτιές και διαόλους να χορεύουνε” κι έφυγε απ' την εκκλησία. Όταν μετά από καιρό την κήδεψα, πρόσεξα στη κάσα ότι όλο το χέρι της ήταν καμένο καθώς διακρίνονταν ένα φρικτό έγκαυμα. Τότε, ρώτησα κάποιον γνωστό αν ήξερε τι ήταν αυτό στης νεκρής το χέρι. Ευθύς, εκείνος μου είπε ότι όταν ήταν νέα το έκαψε δουλεύοντας σ' ένα εργοστάσιο. Η θεωρία της φωτιάς ταίριαζε στους φόβους της μακαρίτισσας γάντι. Αναζητούσε τέλος πάντων μια δικαίωση. Στη τελική, ήταν καλός άνθρωπος, απλά κολλημένη...
Όπως και να 'χει, σήμερα στεναχωρέθηκα που το κοριτσάκι στις φωτοτυπίες δεν είχε πάει ποτέ -μάλλον- στην εκκλησία και δεν είχε δει ποτέ μπροστά του παπά και γι' αυτό ρωτούσε για 'μενα τη μαμά του.

Ας μη κρίνουμε όμως με τη μια τη “κακή” μάνα που δε κοινωνάει το παιδάκι της κάθε Κυριακή. Η μάνα αυτή μεγάλωσε μέσα στην ίδια κοινωνία που έφτιαξε έναν Χριστό τιμωρό, που εξευμενίζεται με δωρεές σε ναούς και μόνο.
Θυμάμαι την εμμονή μιας κυρίας που εχάρισε ένα καντήλι στο ναό, να βάλει ταμπελάκι να κρέμεται να φαίνεται, καλά χαραγμένο, τ' όνομά της αφού το δώρισε στην εκκλησιά. Να βλέπει κανείς λοιπόν τον Χριστό σαν εισαγγελέα που δέχεται πεσκέσια είναι βλασφημία τεράστια στ' όνομά Του. Αν μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με “το φόβο του πάτερ” -όπως η κυρία στο περίπτερο- τότε ας μην περιμένουμε, όταν φτάσουνε τα παιδιά στη γ' λυκείου, ν' αναζητούν ψυχή και Θεό. Ό, τι τους δώσουμε, έτσι θα πράξουνε. Κι είναι καλά τα παιδιά μας.

Άγιος Νικόλαος από τη Χίο ο Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, τον Πέτρο και την Σταματού. Από μικρό παιδί ήταν χαριτωμένος όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Ζούσε χριστιανικά με πολλή ευλάβεια και εγκράτεια, παρόλο που μεγάλωνε χωρίς νουθεσίες, καθώς ήταν ορφανός από πατέρα. Πάνω απ’ όλα ήταν απλός, άκακος και όλοι θαύμαζαν την υπομονή του.

Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να εργαστούν. Εκεί στη Μαγνησία ο Άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή.

Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.

Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.

Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.

Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.

Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο Νικόλαος άρχισε να ζει με μεγάλη μετάνοια, με προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.

Πράγματι κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Εκείνον τον οδήγησαν στον δικαστή ενώ τους άλλους απλώς τους φυλάκισαν. Ο δικαστής τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Ο άγιος απάντησε: Επειδή εγώ από Χριστιανούς γεννήθηκα και Χριστιανός ανατράφηκα και είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου ποτέ δεν Τον αρνήθηκα ούτε έγινα μουσουλμάνος ούτε πρόκειται να Τον αρνηθώ ποτέ αλλά Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.

Ο δικαστής και οι δικοί του προσπαθούσαν με κολακείες και διάφορες υποσχέσεις να τον πείσουν να εξισλαμιστεί. Δεν κατάφεραν τίποτε παρά να ανάψουν τον ζήλο του. Χωρίς να φοβηθεί το πλήθος των Τούρκων, ήλεγξε την αμάθειά τους και την πλάνη τους χωρίς να μπορέσει κάποιος να αντιτάξει κάποιο αντιρρητικό λόγο. Επειδή λοιπόν εκείνοι ντροπιάστηκαν από ένα απλό και αγράμματο νεαρό Ρωμιό, άλλαξαν στάση, άρχισαν τις απειλές και τον έδειραν σκληρότατα, με πεντακόσιους ραβδισμούς στα πόδια. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή σφίγγοντας τα καταπληγιασμένα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.

Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο. Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει. Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.

Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια. Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.

Τη νύχτα έγινε σεισμός, έπεσε η πλάκα από πάνω του και διαπιστώθηκε ότι ούτε του είχε σπάσει τα κόκαλα ούτε τα καρφιά είχαν μπηχτεί στη ράχη του. Η φυλακή δε είχε πλημμυρήσει από ευωδία. Όλοι οι φυλακισμένοι εξεπλάγησαν και φώναζαν ότι είναι άγιος ο άνθρωπος, ο δε ιερέας του ζητούσε συγγνώμη για τα βλάσφημα λόγια του.

Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον σταύλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον. Ο άγιος όμως με τη χάρη του Θεού διαφυλάχτηκε σώος και αβλαβής, όπως και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Όλες τις ημέρες στον σταύλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν.

Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη της Σούδας του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν τουρκεύει κι εκείνος ο μακάριος εξουθενωμένος τους απάντησε όχι, μόνο με κίνηση της κεφαλής. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν τουρκεύει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν τουρκεύει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη, ξανά και ξανά, για να τον αποκεφαλίσει αλλά η πάντιμη κεφαλή δεν κοβόταν, οπότε πιάνοντάς τον από τα μαλλιά τον έσφαξε σαν το πρόβατο.

Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού. Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο. Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό. Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του. Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.

Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον· ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας· ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν· Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.

Άγιος Επίμαχος ο Αιγύπτιος

Ο Άγιος Επίμαχος καταγόταν από την πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου και έζησε την εποχή που ο διοικητής της Αλεξάνδρειας Απελλιανός καταδίωκε τους Χριστιανούς.

Ο Άγιος Επίμαχος μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και κατέφυγε στην έρημο, όπου έκανε άσκηση στην τελειότερη πνευματική ζωή. Αλλά όταν άρχισε ο διωγμός των Χριστιανών, αποφάσισε να πάει στην Αλεξάνδρεια, για να συμμετέχει από κοντά στη σκληρή και φλογερή πάλη.

Εκεί, κατηγορήθηκε στον διοικητή ως Χριστιανός και συνελήφθη. Ο Απελλιανός τον διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν ο Άγιος αρνήθηκε διέταξε να τον βασανίσουν. Συγκεκριμένα διέταξε να του σχίσουν τις σάρκες. Την ώρα που οι δήμιοι καταξέσκιζαν τις σάρκες του, ένα κομμάτι αποσπάστηκε από το δέρμα του και έσταξε αίμα στο τυφλό μάτι μίας γυναίκας, η οποία τον συμπονούσε. Τότε ευθύς η γυναίκα απόχτησε φως από το τυφλό της μάτι. Μετά από αυτό το θαύμα ο Άγιος Επίμαχος υπέκυψε στα βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το λείψανο του παρέλαβαν ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Σωτῆρος Ἐπίμαχε, τῷ ἐχθρῷ στερρῶς συνεπλάκης, συμμαχίᾳ τῆς πίστεως, καὶ τοῦτον ἐτροπώσω Ἀθλητά, βασάνους πολυτρόπους ὑποστάς· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου σε κοινωνόν, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Αὐτοκλήτως ὥρμησας, πρὸς εὐσεβείας τοὺς ἄθλους, ἀκβοῶν Ἐπίμαχε, τοῖς παρανόμοις ἀνδρείως· Πάρειμι, ὑπεραθλῆσαι τῆς ἀληθείας, ξόανα, ἐκμυστηρίσαι τῆς ἀπωλείας· καὶ τμηθεὶς τὸν σὸν αὐχένα, δικαιοσύνης στέφανον εἰληφας.

Μεγαλυνάριον
Μάχην συγκροτήσας περιφανῆ, Ἐπίμαχε μάκαρ, ἐναντίον τῶν δυσμενῶν, θείᾳ δυναστείᾳ λαμπρὸν τρόπαιον ἦρας· διὸ τῶν σῶν καμάτων, δρέπεις τὰ ἔπαθλα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις» (Β' προς Κορινθίους, Β' 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ' αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.

Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.

Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.

Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶv αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε, καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Εἰς ἅπασαν τὴν γῆν, ὁ σοφὸς ὑμῶν φθόγγος, ἐξῆλθεν ἀληθῶς, τοῦ Κυρίου αὐτόπται, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι, Οὐρβανὲ σὺν Ἀμπλίᾳ τε, Ἀριστόβουλε, καὶ Ἀπελλῆ σὺν Ναρκίσσῳ, μετὰ Στάχυος, ὑπὲρ ὑμῶν τὸν Σωτῆρα, ἀπαύστως πρεσβεύσατε.

Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἀποστόλων τὴν μνήμην πάντες, ὡς σωτηρίας ἡμέραν εὐφημήσωμεν νῦν, καὶ εὐσεβῶς μακαρίσωμεν. Αὕτη γὰρ πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ὥς περ ἥλιος λάμπει, φωτὸς ἀκτῖσι πᾶσαν ἀχλὺν ἐκδιώκουσα, καὶ καταλάμπουσα τοὺς πόθῳ ταύτην ἐκτελοῦντας, καὶ πίστει γεραίροντας· διὸ προθύμως συνδράμωμεν, ἀνυμνοῦντες αὐτοὺς καὶ κραυγάζοντες· Ἐκ τῶν κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, Ἀπόστολοι Κυρίου παναοίδιμοι.

Μεγαλυνάριον
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία ...

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

 Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν από την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ’ Αυτόν» (Παροιμ. 13:13).
  Τι κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ’ αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;

  Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα μιμούνται… Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.

…Ήταν Άγγελος Κυρίου…

Μια χειροπιαστή βοήθεια αγίου Αγγέλου έζησε και ο αγωνιστής μοναχός π. Γεράσιμος Μενάγιας (†1957), στο πρώτο μισό του αιώνα μας, ενώ ασκήτευε στο Άγιο Όρος.
Τον έστειλε κάποτε ο γέροντάς του στη μονή της Λαύρας για μια επείγουσα υπόθεση. Ο π. Γεράσιμος πήρε την ευχή του και ξεκίνησε. Η απόσταση Κατουνάκια-Λαύρα είναι 3-4 ώρες, αλλά ήταν χειμώνας καιρός και είχε ρίξει χιόνι.
Όταν πέρασε την Κερασιά, ξέσπασε τρομερή χιονοθύελλα. Τον τύλιξαν πυκνές νιφάδες και δεν διέκρινε σχεδόν που βρισκόταν. Έχασε και το μονοπάτι, γιατί είχε σκεπαστεί από το χιόνι, και αναγκάστηκε να σταματήσει.
Βλέποντας τον κίνδυνο που δίετρεχε, άρχισε να προσεύχεται θερμά στον Κύριο και τη Θεοτόκο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, και ήρθε απ’ τον ουρανό η απάντηση: Φανερώνεται μπροστά του ένα χαριτωμένο δεκάχρονο παιδάκι.
- Ευλόγησον, γέροντα! Του λέει.
- Ο Κύριος.
- Που πηγαίνεις, γέροντα, μ’ αυτό τον καιρό; Θα σε σκεπάσουν τα χιόνια. Θα χαθείς στο δάσος με τέτοια χιονοθύελλα.
- Τι να κάνω, παιδάκι μου; Μ’ έστειλε ο γέροντάς μου στη Λαύρα. Είναι ανάγκη να πάω.
- Έλα τότε να σε βοηθήσω να προσανατολιστείς.
Κι αφού τον οδήγησε ως ένα σημείο, του είπε:
- Θα πάρεις τον κάτω δρόμο και θα βγεις στο μονοπάτι που οδηγεί στη Λαύρα.
Ο π. Γεράσιμος ευχαρίστησε. Μόλις έκανε μερικά βήματα, συνήλθε. «Πως βρέθηκε μικρό παιδί εδώ και μέσα στα χιόνια;», αναρωτήθηκε. Γύρισε πίσω, αλλά δεν βλέπει κανένα. Το παιδάκι είχε εξαφανιστεί. Ίχνη βημάτων δεν υπήρχαν στα χιόνια. Ήταν άγγελος Κυρίου.


Πηγή: Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα των αγγέλων»

Αγία Απολλωνία, η Παρθένος και Πρεσβύτης, και οι συν αυτή εν Αλεξάνδρεια Μάρτυρες

Η μνήμη της τιμάται στην Ελλαδική Εκκλησία, στις 30 Οκτωβρίου, σύμφωνα με σχετική Απόφαση (έτος 2000 μ.Χ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ στη Δυτική Εκκλησία τιμάται στις 9 Φεβρουαρίου και μάλιστα θεωρείται ως προστάτιδα των οδοντιάτρων (μέχρι το έτος 1967 μ.Χ., την τιμούσαν και στον Ελλαδικό χώρο, οι οδοντίατροι, ως προστάτιδά τους. Έκτοτε καθιέρωσαν ως προστάτη τους τον Άγιο Αντίπα, Επίσκοπο Περγάμου ).

Η Αγία Απολλωνία μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια, λίγο πριν να ξεσπάσει ο διωγμός επί Δεκίου (248 – 249 μ.Χ.). Αναφέροντας ο ιστορικός Ευσέβιος (ο Καισαρείας) επιστολή του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας  για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του διωγμού του Δεκίου στην Αλεξάνδρεια, μνημονεύει την Αγία Απολλωνία, «τήν θαυμασιωτάτην πρεσβῡτιν παρθένον», η οποία έπεσε αυτοβούλως στην πυρά. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρει: «Ἀλλά καί τήν θαυμασιωτάτην τότε παρθένον πρεσβῡτιν Ἀπολλωνίαν διαλαβόντες, τούς μέν ỏδόντας ἃπαντας κόπτοντες τάς σιαγόνας έξήλασαν,πυράν δέ νήσαντες πρό τῆς πόλεως ζῶσαν ἠπείλουν κατακαύσειν, εἰ μή συνεκφωνήσειεν αὐτοῖς τά τῆς ἀσεβείας κηρύγματα. Ἡ δέ, ὑποπαραιτησαμένη βραχύ καί ἀνεθεῖσα, ἐπήδησεν εἰς τό πῡρ καί καταπέφλεκται». Το «παρθένος πρεσβῡτις» προφανώς σημαίνει ότι η Απολλωνία ήταν Διακόνισσα.

Δυστυχώς στα συναξάρια δεν αναφέρονται κάποια στοιχεία. Στο συναξάριο της Αγία Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας , αναγράφεται ότι, όταν μαρτύρησε η Αγία Αναστασία, «το λείψανό της το πήρε μία γυναίκα, που λεγόταν Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τη γνωριμία της με τη σύζυγο του Επάρχου. Ενταφίασε το Σώμα της στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε Ναό προς τιμήν της (ποιός ακριβώς ήταν ο τόπος του μαρτυρίου και του ενταφιασμού της δεν γνωρίζουμε). Από το γεγονός πάντως, ότι είχε γνωριμία με τη γυναίκα του Επάρχου, εξάγεται το συμπέρασμα, ότι ήταν γόνος οικογένειας περιωπής.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α’ Τον συνάναρχον Λόγον.
Των οδόντων εκρίζωσιν καθυπέμεινας και συντριβήν των σων γνάθων, Απολλωνία σεμνή, εκλεκτή παρθενομάρτυς και παρέδωκας σώμα το θείον σου πυρί, ίνα δρόσου θεϊκής παστάδος επαπολαύσης και χάριν λάβης οδόντων διώκειν άλγη τα κατώδυνα.

Όσιος Θεράπων ο παρά τον Λυθροδόνταν ασκήσας

Ο Όσιος Θεράπων του Λυθροδόντα ήρθε μαζί με την ομάδα των «Τριακοσίων» προσφύγων από την Παλαιστίνη κατά τους διωγμούς που έγιναν κατά τον Ζ' αιώνα από τους μουσουλμάνους Άραβες. Αφού έζησε και εδιδάχθη στην έρημο της Παλαιστίνης τον μοναχισμό, τον ασκητισμό, την προσευχή, την ταπείνωση, την αγρυπνία και την εγκράτεια, όταν ήρθε στην χριστιανική Κύπρο, ψάχνοντας τόπο επιτήδιο για άσκηση, βρήκε τον κατάλληλο, και δίπλα σε αυτόν νερό, κοντά στο χωριό Λυθροδόντας, της επαρχίας Λευκωσίας.

Στον ερημικό εκείνο τόπο του Λυθροδόντα, ο Όσιος Θεράπων, μετά από πολλούς πνευματικούς αγώνες, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας. Οι πιστοί της γύρω περιοχής προσέτρεχαν κοντά του για να θεραπευτούν από διάφορες αρρώστιες, αλλά και για να πάρουν και την ορθή χριστιανική διδασκαλία για τη ψυχική τους ωφέλεια.

Όταν ο Όσιος αποδήμησεν εις Κύριον, το σώμα του τάφηκε εκεί στον τόπο της άσκησής του από τους πιστούς ή από τους μαθητές του. Από θαύμα Θεού, μετά από πολλούς αιώνες, ανευρέθηκαν τα οστά του, με αυτό τον τρόπο: Σύμφωνα με διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων του Λυθροδόντα, στα παλαιότερα χρόνια, πριν κτιστεί το χωριό εδώ που βρίσκεται σήμερα, υπήρχε μόνο μικρός οικισμός εκεί που βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Οι κάτοικοι κάποτε παρακολουθούσαν τις νύκτες κάποιο φως που φαινόταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του.

Αφού πήγαν κοντά δεν είδαν τίποτα. Το είδαν και δεύτερη και τρίτη φορά τον μυστηριώδες από φως και τελικά το φως φαινόταν πάνω από κάποιο βάτο. Απεφάσισαν τότε να κόψουν από την ρίζα το βάτο. Έτσι κι έκαμαν. Όταν έκοψαν το βάτο, τότε ανακάλυψαν και τον τάφο του Οσίου Θεράποντα μαζί με τα οστά του. Τότε έκτισαν εκκλησία στο όνομα του Οσίου Θεράποντος. Ο ναός αυτός υπήρχε μέχρι το 1863 μ.Χ., οπότε κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο έως της σήμερον υπάρχων μεγάλος ναός. Στον ναό σώζεται μικρό τεμάχιο του μετώπου του Αγίου, το οποίο βρίσκεται σε αργυρόχρυση θήκη και λιτανεύεται την ημέρα της εορτής του.

Για το θαύμα της ανεύρεσης των λειψάνων του Οσίου Θεράποντα αναφέρει, τροπάριον της η' ωδής της Ακολουθίας του: «Ὁ Μωϋσῆς τὸ πρότερον ἀπὸ στύλου φεγγόμενος, στῦλον ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανοὺς ὁλόφωτον, ἀκτῖνα σὲ ἔδειξε, ἔνθα καὶ νῦν κατακεῖται τὸ καρτερικόν σου καὶ πολυᾶθλον σῶμα ὢ πιστοὶ παρεστῶτες εὐσεβῶς μελωσούσιν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Το λείψανο του Οσίου μετά την ανεύρεσή του έκαμε πολλά θαύματα και κυρίως θεράπευσε πολλούς από ελώδη πυρετό. Και μέχρι σήμερα κάνει διάφορα θαύματα σε αυτούς που έρχονται με πίστη στον ναό του. Για τούτο πήρε την προσωνυμία θαυματουργός. Κοντά στην εκκλησίαν υπάρχει και το αγίασμα του Οσίου.

Από το δοξαστικόν των αίνων της Ακολουθίας του Οσίου, φαίνεται να δίδασκεν ο Όσιος: «Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν καὶ εὑρήσετε χάριν αἰώνιον, μηδὲν προτιμήσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων». Επίσης σε ειλητάριον νεοτέρας εικόνας του αναγράφεται: «Ἐγκράτεια γλώσσης καὶ κοιλίας μεγίστη φιλοσοφία».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δεῦτε, πάντες Θεράποντα ὁσιώτατον, ἐν Λυθροδόντᾳ ἀσκήσει συντόνῳ καὶ προσευχῆ τῷ Χριστῷ εὐαρεστήσαντα τιμήσωμεν ὡς ταχινὸν θεραπευτὴν τῶν νοσούντων ἀλγεινῶς καὶ πάντων θερμὸν προστάτην τῶν ἐκβοώντων ἐν πίστει· Χαῖρε, κρουνὲ τῆς Θείας Χάριτος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Επ' εὐλογίαις σπόρον σπείραντα ἀσκήσεως ἐν λυθροδόντα καὶ θερίσαντα τὸν ἄσταχυν τὸν πολύχουν ἀφθαρσίας ψαλμοῖς εὐτάκτοις εὐφημήσωμεν, Θεράποντα, τὸ σέμνωμα ἰσαγγέλου πολιτείας καὶ θεώσεως, πόθω κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.



Άγιοι Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλη τα αδέλφια


Βιογραφία
Οι Άγιοι αυτοί ήταν από την πόλη των Λαράνδων, το γένος Ίσαυροι και αδέλφια κατά σάρκα, στα χρόνια του Διοκλητιανού και Λυσίου ηγεμόνος της Κιλικίας (περί το 288 μ.Χ.).

Όταν πέθανε ο πατέρας τους, έπεσαν στα νύχια της κακιάς μητριάς τους, που ήθελε να αρπάξει την περιουσία που τους άφησε ο πατέρας τους. Τα τέσσερα αδέλφια δεν επέτρεψαν στη μητριά τους να οικειοποιηθεί την περιουσία τους, αντίθετα όμως, με κάθε προθυμία βοηθούσαν με τα χρήματα αυτά τους φτωχούς. Τότε η μέγαιρα μητριά, για να εκδικηθεί τα τέσσερα αδέλφια, τα κατάγγειλε στον ηγεμόνα της Κιλικίας Λυσία, ότι ήταν χριστιανοί. Αμέσως συνελήφθησαν και βασανίστηκαν σκληρά. Αλλά το φρόνημά τους δεν άλλαξε. Τότε αποκεφαλίστηκαν και οι τέσσερις, τα δε σώματά τους ρίχτηκαν στα φαράγγια για να τα φάνε τα όρνεα. Αλλά η ψυχή τους πέταξε ένδοξη μπροστά στον θρόνο του Θεού, περιμένοντας τη μεγάλη ήμερα της μισθαποδοσίας.

Άγιοι Κλεόπας ο Απόστολος και Ιωσήφ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Κλεόπας ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτόν βλέπε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον κδ’ 19-27. Ο Κλεόπας, έλαβε και αυτός κατά την ήμερα της Πεντηκοστής τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και πέρασε τη ζωή του κοπιάζοντας για το Ευαγγέλιο.

Ο Ιωσήφ έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ.. Έγινε Ιερομόναχος μετά τον θάνατο της συζύγου του και διαδέχτηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Γερμανό Γ' το 1268 μ.Χ. Το 1275 μ.Χ. υπέβαλε την παραίτησή του, διότι ο βασιλιάς Μιχαήλ, είχε υπογράψει χωρίς τη θέληση κλήρου και λαού, στη Λυών της Γαλλίας, την ένωση της Ανατολικής και της παπικής Εκκλησίας. Στις 31 Οκτωβρίου 1282 μ.Χ. επανήλθε στον θρόνο και έκανε πολλές και κοπιαστικές περιοδείες για να αποκαταστήσει την Ορθόδοξη εκκλησιαστική τάξη. Όμως, τον Μάρτιο του 1283 μ.Χ., εξουθενωμένος από τους κόπους, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Αγία Ευτροπία

Η Αγία Ευτροπία ήταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μάταια ο έπαρχος Απελλιανός προσπαθούσε να διεγείρει την ψυχή της Ευτροπίας στις ορμές της ζωής των ανέσεων, των τέρψεων και των ηδονών, που υποσχόταν σ' αυτή αν ήθελε ν' αρνηθεί τον Χριστό. Τέρψη, ηδονή και άνεση για μένα είναι, έλεγε η Ευτροπία, το να ζω κατά τα χριστιανικά παραγγέλματα. Εμάς ελκύουν η εγκράτεια, η λιτότητα, οι κακοπάθειες και οι θλίψεις για τους άλλους, η δε μεγαλύτερη των ηδονών είναι ο θάνατος για το Χριστό. Και αυτό το απέδειξε η μάρτυς και με έργα. Ούτε φυλακή, ούτε σιδερένια νύχια και αναμμένες λαμπάδες πτόησαν ή πίκραναν την ψυχή της. Τα λόγια της εξακολουθούσαν θαρραλέα και ηρωικά, το δε κεφάλι της βάφηκε με το αίμα της. Και το κεφάλι εκείνο, που με τέτοιο τρόπο έπεσε, ήταν το τιμιότερο από κάθε άλλο κεφάλι στολισμένο με διαμάντια και στέμματα βασιλικά.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.

Σημείωση: Κατ, άλλη εκδοχή ο Ζηνόβιος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού. Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς τον Ζηνόδοτο και τη Θέκλα, και πως, όταν μεγάλωσε έγινε επίσκοπος Αιγών, επιτελώντας πολλά θαύματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφανῶν τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκαταλύτου ἠξιώθητε, ἅμα ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Zηvόβιοv ἅμα τῇ σεπτῇ Zηνοβία, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον καὶ μέγαν Ζηνόβιον, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, καὶ σὺν αὐτῷ τὴν παρθένον καὶ ἄσπιλον Ζηνοβίαν· ὑπάρχει γὰρ σύναθλος. Οὗτοι καθεῖλον ἐχθροῦ φρυάγματα, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ κατετράνωσαν· διὸ περιφανῶς ἐκομίσαντο, οὐρανόθεν ἀξίως παρὰ Θεοῦ, στέφος ἄφθαρτον.


Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Ἄγγιγμα θείας Χάριτος

«Ἥψατό μού τις»

Στὴν ἀρχὴ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς παρακολουθήσαμε τὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας. Ἡ ἄρρωστη αὐτὴ γυναίκα πίστεψε ὅτι καὶ μόνον ἂν ἄγγιζε κρυφὰ τὸν Κύριο, θὰ γινόταν καλά. Πράγματι, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του καὶ ἀμέσως θεραπεύθηκε. Ὁ Κύριος τῆς χάρισε τὴ σωματικὴ ὑγεία ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀσθένειά της. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἂς κάνουμε σήμερα μιὰ προέκταση: νὰ ἀναλογισθοῦμε πόσο ἀναγκαῖο εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μας νὰ ἀγγίζουμε τὸν Κύριο· πόσο ἀναγκαῖο εἶναι νὰ λαμβάνουμε τὴ θεία Χάρι· καὶ κατόπιν νὰ δοῦμε πῶς μποροῦμε νὰ τὴν λαμβάνουμε.

1. Ζωὴ τῆς ψυχῆς ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Τὸ σῶμα μας γιὰ νὰ διατηρεῖται στὴ ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὀξυγόνο, νερό, τροφή, ὕπνο… Ἡ ψυχή μας, τὸ κύριο συστατικὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, γιὰ νὰ εἶναι ζωντανή, γιὰ νὰ ζεῖ εὐτυχισμένη, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συνεχὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θεία Χάρι. Ἡ θεία Χάρις εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μας, καὶ εἰδικότερα ἡ ἁγιαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γράφει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς πὼς ὅ,τι εἶναι ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὴν ψυχή1. Δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ζωὴ στὴν ψυχή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι οὐσιαστικὰ νεκρός, ἔστω καὶ ἂν ζεῖ τὴ σωματικὴ ζωή. Στὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ὁ Πατέρας λέει ὅτι αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρός (τὸν καιρὸ τῆς ἀσωτείας του) καὶ ἀνέζησε (μὲ τὴ μετάνοια) (Λουκ. ιε´ [15] 24). Ὁμοίως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, «τὸ δια­ζευχθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς θείας χάριτος καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ συζυγῆναι», τὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴ θεία Χάρι καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἁμαρτία2· ἐνῶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ νὰ ζεῖ ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό.

Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς αἱμορροούσας, νὰ προσ­βλέπουμε στὸν Κύριο ὡς τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ νὰ Τὸν «ἀγγίζουμε», ὥστε νὰ μᾶς μεταδίδει ζωὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία.

2. Ἄγγιγμα μὲ πίστη

Πῶς μποροῦμε νὰ λαμβάνουμε τὴ θεία Χάρι; Μὲ τὸ νὰ βρισκόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν πηγὴ τῆς θείας Χάριτος, δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Μὲ τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ ὅταν μετανοοῦμε, ἐπιστρέφουμε κοντά Του. Πλουτίζουμε σὲ θεία Χάρι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀνεξικακία, γενικὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν· κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως, ὅταν συμμετέχουμε στὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ τὴ θεία Κοινωνία.

Ὅμως δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ ἐξωτερικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τυπικὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας Χάριτος. Πολλοὶ ἄγγιζαν τὸν Κύριο σωματικά, ἀλλὰ μόνο ἡ αἱμορροοῦσα ἔλαβε Χάρι. Μόνο γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Ἥψατό μού τις». Μὲ ἄγγιξε κάποιος. Μόνον ἕνας. Οἱ ἄλλοι ὄχι.

Ἑπομένως γιὰ νὰ λάβουμε τὴ Χάρι, ἀπαιτεῖται πίστη, συμμετοχὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Ὅταν π.χ. προσευχόμαστε, νὰ μὴ λέμε μόνο λόγια μὲ τὸ στόμα μας, ἀλλὰ νὰ ὑψώνουμε τὸ νοῦ μας στὸ Θεό. Παρομοίως στὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση νὰ ὁμολογοῦμε μὲ πόνο καὶ εἰλικρίνεια τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ καὶ μὲ πίστη ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἄφεση χάρη στὴ θυσία τοῦ Ἐσταυρωμένου. Στὴ θεία Κοινωνία ἐπίσης νὰ προσερχόμαστε συγκεντρωμένοι, μὲ πόθο ἱερὸ καὶ ἀπόφαση καινούργιας ζωῆς… Γνωρίζουμε ποῦ θὰ βροῦμε τὸν Κύριο γιὰ νὰ Τὸν ἀγγίξουμε. Αὐτὸ ποὺ μᾶς λείπει εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς αἱμορροούσας, ἡ ζωντανὴ πίστη της.

***

Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ τῆς θείας Χάριτος. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε κάποια ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος. Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι νὰ μὴ γευόμαστε ἁπλῶς στιγμὲς Χάριτος, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τῆς Χάριτος· δηλα­δὴ νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα μας μόνιμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε ἡ ψυχή μας θὰ εἰρηνεύσει τελείως καὶ θὰ καρποφορεῖ ἀνεμπό­διστα τὶς ἀρετές. Θὰ ζεῖ τὴ ζωὴ ποὺ τῆς ταιριάζει. Θὰ ζεῖ ἀπὸ τώρα στὴ Βα­σιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὲ τὶς πρε­σβεῖες ὅλων τῶν Ἁγίων, τῶν πνευ­ματέμφορων ἀνθρώπων, μα­κάρι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸν σκοπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, ὥστε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς δοχεῖα τῆς Χάριτος, μυροδοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πέθανα γιὰ νὰ ζἠσω

1. ΓΙΑΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται τηρώντας μόνο τὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· καὶ ἀπολογεῖται γιατί ὁ ἴδιος ἐγκατέλειψε τὸν Νόμο αὐτό. Βέβαια ἐμεῖς ἀκούγοντας αὐτὲς τὶς ἔννοιες δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τί σήμαινε γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γιὰ ἕναν Ἑβραῖο καὶ μάλιστα γιὰ ἕναν τόσο μεγάλο νομοδιδάσκαλο ὅπως ὁ Παῦλος νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Nόμο. Αὐτὸ φαινόταν ἀδιανόητο ἢ παράλογο. Μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε ἕνα χαρισματοῦχο νέο μὲ τέτοια μόρφωση, δράση καὶ προοπτική, νὰ τὰ ἐγκαταλείπει ὅλα καὶ νὰ διακηρύττει μὲ θάρρος τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ Νόμου; Ἦταν πραγματικὰ ὅλα αὐτὰ ἕνας θάνατος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως περιφρόνησε τὴν κατακραυγὴ τοῦ κόσμου, ἀδιαφόρησε γιὰ τὶς προσωπικὲς συνέπειες καὶ ἔκανε αὐτὸ τὸ ἅλμα.

Καὶ διακηρύττει πλέον ξεκάθαρα: κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ τηρώντας τὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο πιστεύοντας στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ πολλοὶ Ἑβραῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὅσοι ἄφησαν τὸν Νόμο εἶναι ἁμαρτωλοί, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογεῖται: Δὲν εἴμαστε ἁμαρ-τωλοὶ ὅσοι ἀφήσαμε τὸν Νόμο, διότι σ’ αὐτή μας τὴν πράξη μᾶς ὁδήγησε ὁ Χριστός. Εἶναι δυνατὸν λοιπὸν κι ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ὑπηρέτης τῆς ἁμαρτίας;

Ὅμως ὁ ἅγιος Ἀπόστολος προσθέτει κι ἕνα ἀκόμη ἐπιχείρημα: Ὁ Νόμος, λέει, τιμωρεῖ μὲ θάνατο κάθε παραβάτη του. Ἄρα ἐγὼ ποὺ ἐγκατέλειψα τὸν Νόμο εἶμαι καταδικασμένος σὲ θάνατο. Κι ἐφ’ ὅσον εἶμαι νεκρός, πάνω μου δὲν ἔχει καμία ἰσχὺ πλέον ὁ Νόμος. Ἔχω πεθάνει ὡς πρὸς τὸν Νόμο γιὰ νὰ ζήσω γιὰ τὸν Χριστό.

Ἀκούγοντας ὅλα αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ἱερὰ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος ἂς θέσουμε ἐμεῖς ἕνα ἁπλὸ ἐρώτημα στὸν ἑαυτό μας. Ἐμεῖς ἄραγε ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα στὴν ἁγία κολυμβήθρα νεκρωθήκαμε ὡς πρὸς τὴν ἁ-μαρτία, ἔχουμε τὴ διάθεση τοῦ ἀποστόλου Παύλου νὰ νεκρώνουμε καθημερινὰ τὸν ἑαυτό μας ὡς πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὴν ἁμαρτία; Ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ περιφρονοῦμε κάθε ἐγκόσμιο, γιὰ νὰ ζοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό;

2. Η ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΖΩΗ

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως δὲν μένει μόνο μέχρι τὸ στάδιο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ συνεχίζει λέγοντας ὅτι πλέον ζεῖ μιὰ νέα ζωή, ζωὴ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωὴ ποὺ μέχρι τότε ζοῦσε. Διότι πλέον δὲν ζεῖ ὁ ἴδιος, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός.

Βέβαια εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ περιγράψει κανεὶς αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ κάθε ἀναγεννημένου πιστοῦ. Διότι εἶναι ζωὴ ἀνεξιχνίαστη καὶ ὑπερφυσική. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ καλύτερη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν ἀλλὰ εἶναι ἡ ὄντως ζωή, ζωὴ πίστεως καὶ ἁγιότητος καὶ πλήρους ἀφοσιώσεως στὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ ἀγωνίζεται νὰ νεκρώνει μέσα του καθημερινὰ τὴν ἁμαρτία, νὰ νεκρώνει τὸ δικό του θέλημα, γιὰ νὰ ἀφήνει τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ νὰ κυβερνᾶ τὴ ζωή του. Κι ἔτσι μέσα στὴν καρδιά του κατοικεῖ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς κυριεύει τὴν ψυχή του καὶ τὴν κινεῖ πρὸς τὸ δικό του θεῖο θέλημα. Τώρα πλέον δὲν ἐνεργεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀλλὰ μέσα του ἐνεργεῖ ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς κάνει τὰ πάντα, ὁ Χριστὸς μιλάει, ὁ Χριστὸς ἀκούει, ἀγαπάει, κυριαρχεῖ καὶ δεσπόζει.

3. ΠΟΣΟ ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ

Ποιὰ ἦταν ὅμως ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ ὁδήγησε τὸν Παῦλο σὲ μία τόσο μεγάλη μεταστροφή; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: Ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος, λέει, τὸν ἀγάπησε προσωπικὰ καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του στὸ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία του.

Ἐδῶ ὅμως προκύπτει τὸ ἐρώτημα: Ὁ Χριστὸς μόνο τὸν Παῦλο ἀγάπησε καὶ μόνο γι’ αὐτὸν σταυρώθηκε καὶ πέθανε; Ὁ Χριστὸς ὅλους τοὺς ἀγάπησε καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους θυσιάστηκε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως ἐπειδὴ κατάλαβε ἀπὸ τί μᾶς ἀπάλλαξε ὁ Χριστὸς καὶ ποιὰ ἀγαθὰ μᾶς χάρισε, τόσο πολὺ πυρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὅπως λένε οἱ ἱεροὶ Πατέρες, «τὸ κοινὸν ἴδιον ποιεῖται», αἰσθάνθηκε αὐτὴ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο· σὰν νὰ ἀγάπησε ὁ Χριστὸς μόνο τὸν Παῦλο καὶ σὰν νὰ πέθανε μόνο γι’ αὐτόν.

Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅσο μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὴν τὴν προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στὸν καθένα μας. Νὰ συναισθανθοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε σὰν νὰ ἦταν ὁ καθένας μας τὸ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς ἀγάπης του. Καὶ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς προσωπικά. Καὶ μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ χειρότερο δεινό, τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ἂν τὸ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ πραγματικὰ μέσα μας, θὰ γεμίσει ἡ ψυχή μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸν Λυτρωτή μας, θὰ ἀλλάξει καὶ ἡ δική μας ζωή. Θὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς τότε νὰ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ νὰ λέμε: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἀμήν.

Άγιος Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης ο νέος Οσιομάρτυρας

Πατρίδα του Αγίου Τιμοθέου ήταν το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης (ή Κισάννης) της Θράκης, και κατά κόσμον ονομαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες.

Κάποτε, η σύζυγός του, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε , για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.

Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται να γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και αφού του έκαναν περιτομή του έδωσαν τη σύζυγό του.

Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.

Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου  που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.

Κατόπιν πήγε στο κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου έγινε μεγαλόσχημος και προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Τελικά, αφού πήρε την ευχή του ηγούμενου του Ευθυμίου, αναχώρησε από το Άγιο Όρος και έφτασε στην Κεσσάνη.

Στην Κεσσάνη, μαζί με τον συνοδό του Ιερομόναχο Ευθύμιο, προσπαθούσαν να επαναφέρουν στη σωστή πίστη αρνησίχριστους. Τους πρόδωσαν όμως και αφού τους συνέλαβαν τους μετέφεραν στις φυλακές της Αδριανούπολης. Εκεί βασανίστηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Αλλά επειδή οι Όσιοι έμεναν σταθεροί στην πίστη τους, τους μεν Ευθύμιο και κάποιον άλλο μοναχό Βαρνάβα τους ελευθέρωσαν και τους απέλασαν, τον δε Τιμόθεο αποκεφάλισαν στις 29 Οκτωβρίου 1820 μ.Χ.

Μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του, βρίσκεται στη Μονή Εσφιγμένου.

Ορισμένοι Συναξαριστές, μαζί μ' αυτούς τους Αγίους, αναφέρουν και κάποιον Ιερέα Νικόλαο.

Οσία Άννα η μετονομασθείσα Eυφημιανός

Η Οσία Άννα γεννήθηκε στο Βυζάντιο από ευσεβείς γονείς και ο πατέρας της, Ιωάννης ονομαζόμενος, ήταν Διάκονος στον Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες.

Νωρίς έμεινε ορφανή από γονείς και η γιαγιά της την πάντρεψε με κάποιο ευσεβή Διάκονο, με τον όποιο απόκτησε δύο παιδιά. Αλλά αργότερα, ο άντρας της και τα δύο της παιδιά πέθαναν και έτσι η Άννα διαμοίρασε τα υπάρχοντα της και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Κατόπιν όμως, ο εικονομάχος Λέων ο Ισαυρος (περί το 716 μ.Χ.), διέλυσε τη Μονή στην οποία ανήκε η Άννα.

Στην ανάγκη αυτή, η Οσία φόρεσε ρούχα ανδρικά και μπήκε σε ανδρικό μοναστήρι με το ψευδώνυμο: Ευφημιανός. Εκεί έζησε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, και μετά τον θάνατο του Λέοντα του Ισαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεία ρούχα και έμεινε σαν μοναχή στο Βυζάντιο. Εκεί επιδόθηκε στη διακονία των φτωχών και των ασθενών.

Με τέτοια δε θεοφιλή εργασία παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.

Όσιος Αβράμιος και Μαρία η ανεψιά του

Αριστεύς της εγκράτειας και των πνευματικών ασκήσεων ο όσιος Αβράμιος, άφησε τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού και του πλησίον. Ζούσε σε ερημικό τόπο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Από εκεί πήγαινε σε διάφορες πόλεις, για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να διακονήσει τη βασιλεία της αλήθειας και της ειρήνης του Ευαγγελίου. Η πίστη, η αγάπη και η υπομονή του κατόρθωσαν πολλές φορές να καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιές και να ελκύσουν στο σταυρό ψυχές υπερβολικά εξαγριωμένες.

Πάνω από 70 ετών ο Αβράμιος, διατηρούσε όλη τη ζωντάνια της Ιεραποστολικής δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα και από την ηλικία του, μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών. Κάποτε ευτύχησε να ανασύρει από το βόρβορο της αμαρτίας και την κόρη του αδελφού του, τη Μαρία. Την είδε σε κάποιο πανδοχείο, χωρίς να τη γνωρίζει, φορτωμένη με κοσμήματα και συντροφιά με ακόλαστους νέους. Η παραστρατημένη όμως νεαρή, δεν είχε αποβάλει εντελώς τις ευσεβείς αναμνήσεις της. Την επομένη, πήγε στο γέροντα ασκητή και ζήτησε την ευλογία του. Εκείνος της απάντησε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα η ευλογία των ανθρώπων, όταν ο Θεός είναι αναγκασμένος να μη παρέχει τη δική Του. Τα λόγια αυτά συντάραξαν τη Μαρία, μετανόησε, εξομολογήθηκε και από τότε έζησε ζωή αγία. Ο δε Αβράμιος πέθανε υπέργηρος, υπηρετώντας πιστά μέχρι τέλους το Θεό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπῶν τᾶς ἀπολαύσεις, ἐν τὴ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς Ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεφάνης, καὶ ἀσκήσας γέγονας, πεφυτευμένον ὡς ξύλον, ὕδατι τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύματι τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Ὁ Οἶκος
Τὰ φθαρτὰ παριδών, τὴν ἀφθαρσίαν εἴληφας, τὰς τερπνὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος ἐμίσησας σοφὲ ἀπὸ βρέφους, ποθήσας ἁγνείαν· ὅθεν θαλάμου καὶ κόσμου ἀπέδρασας, συζύγου τε εὔκλειαν, καὶ τῶν γονέων ἐξέκλινας, μόνου Θεοῦ σοφὲ τὸν ἔρωτα ἐπιποθήσας, καὶ ἀγαπήσας ἐξ ὅλης, Πάτερ τῆς ψυχῆς, καὶ διανοίας ἀληθῶς· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Οσιομάρτυς

Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας vάμασι, καθηγvισμέvη ὁσία, μαρτυρίου αἵμασιν, Ἀvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας, ἰσχὺν γᾶρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύωv, χάριν ἀέναον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως, καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.




Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Εὐαγγέλιον Κυριακής

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 41 - 56
41 Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ οὗτος ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.


Ερμηνευτική απόδοση

Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή στο σπίτι του, 42 διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος. Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με τον συνωστισμόν των. 43 Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από κανένα, 44 επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της. 45 Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;” 46 Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”. 47 Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως. 48 Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”. 49 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”. 50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”. 51 Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα. 52 Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. 53 Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει. 54 Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”. 55 Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον. 56 Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.

Ἀπόστολος Κυριακής

Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. 18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

Ερμηνευτική απόδοση


Επειδή όμως εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς διατάξστου μωσαϊκού Νομου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”. 17 Εάν δε ημείς, αφήσαντες τον Νομον και ζητούντες να επιτύχωμεν την δικαίωσίν μας δια της πίστεως και επικοινωνίας μας με τον Ιησούν Χριστόν, ευρεθήκαμεν στο κεφαλαιώδες αυτό θέμα αμαρτωλοί, τότε έρχεται στο στόμα το παράλογον ερώτημα· άρα γε ο Χριστός που μας εκάλεσεν εις αυτόν τον δρόμον, μας ηπάτησε και είναι υπηρέτης αμαρτίας; Μη γένοιτο να σκεφθώμεν ποτέ τέτοιαν βλασφημίαν. 18 Διότι, εάν εκείνα τα οποία έχω καταργήσει ως άχρηστα, δηλαδή τα τυπικά έργα του μωσαϊκού Νομου, αυτά πάλιν επαναφέρω εις την ισχύν και τα τηρώ, αποδεικνύω τον ευατόν μου παραβάτην, διότι έτσι ομολογώ, ότι η προηγουμένη παραμέλησις των τυπικών διατάξεων του Νομου ήτο αμαρτία. 19 Αυτό όμως δεν είναι αληθινό, διότι εγώ δια του Νομου, τον οποίον κατήργησα και ο οποίος καταδικάζει εις θάνατον κάθε παραβάτην, έχω πλέον αποθάνει δι' αυτόν, δια να ζήσω πλέον εν τω Θεώ, χάρις εις την πίστιν μου προς τον Χριστόν. 20 Εγώ έχω σταυρωθή μαζή με τον Χριστόν και δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός φυσικός άνθρωπος, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός. Αυτήν δε την ζωήν που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα, την ζω με την χάριν και την δύναμιν της πίστεως στον Υιόν του Θεού, ο οποίος με έχει αγαπήσει και παρέδωκε τον ευατόν του εις σταυρικόν θάνατον, δια την σωτηρίαν μου. 

Σύναξη της Παναγίας Πονολύτριας στις Σέρρες

Η μαρμαρόγλυφη εικόνα της Θεοτόκου με τη σπάνια προσωνυμία της «Πονολύτριας», ήταν εντοιχισμένη στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων. H Θεοτόκος εικονίζεται κατά μέτωπο, με υψωμένα τα χέρια της σε στάση δεήσεως.

H εικόνα αυτή, που δεν ήταν η μοναδική στην εικονιστική γλυπτική στην περιοχή των Σερρών, χρονολογείται από τούς περισσότερους μελετητές ως έργο του 11ου μ.Χ. αιώνα.

H θέση στην οποία καταγράφηκε η εικόνα από διάφορους μελετητές στα νεότερα χρόνια δεν ήταν η αρχική της. O δυτικός τοίχος της παλαιάς Μητροπόλεως, που σήμερα ορίζει την αρχή του νάρθηκά της, καο στον οποίο ήταν εντοιχισμένη η εικόνα, είναι έργο του 1602 μ.Χ., όπως μαρτυρά ο παπά-Συναδινός: «(1601-1602) Eγίνην νέος αρχιερεύς Σερρῶν ο κύρ Θεοφάνης είς τήν Kοσίνιτζα, άνδρας θεωριτικός...ευλαβής, φιλοκκλήσιος, είς τόν λόγον του στέρεος. Kαί ἒκαμεν... τόν τοῖχον του νάρθηκα εκ βάθρων καί τό σκέπος ὃλο τοῦ νάρθηκα και ἐχώρισε καί τόν γυναικίτην...».

H εντοίχιση της γλυπτής εικόνας της Θεομήτορος στο δυτικό τοίχο, προφανώς έγινε το 1602 μ.Χ., εποχή της οικοδομήσεώς του από τον επίσκοπο Θεοφάνη (1601 – 1613 μ.Χ.). Η εντοίχιση ιερών συμβόλων και εικόνων απηχεί πανάρχαιες δοξασίες, σύμφωνα με τις οποίες τα εντοιχισμένα σύμβολα λειτουργούν προστατευτικά για το όποιο ανθρώπινο έργο. Έτσι και στην περίπτωση του ναού των Αγίων Θεοδώρων, η εντοίχιση της εικόνας της Θεοτόκου έγινε το 1602 μ.Χ., με την ακλόνητη προσδοκία πως η Παναγία με την ακεραιότητα και αγιότητα της υπάρξεώς της, η Θεοτόκος η Πονολύτρεα, «τό ἱερόν παλλάδιον τῶν Σερρῶν», θα προστάτευε το ναό από κάθε κακό όπως αυτό π.χ. της λεηλασίας του από τούς Τούρκους πριν από τριάντα χρόνια (1571 μ.Χ.).

Η εικόνα της Θεοτόκου της Πονολύτρεας σπασμένη στη μέση κατά την οριζόντια διάστασή της, παρέμεινε στη θέση της στο δυτικό τοίχο των Αγίων Θεοδώρων έως και τις αρχές του 1917 μ.Χ. οπότε, μετά το θάνατο του Μητροπολίτη Σερρών Απόστολου Χριστοδούλου, που συνέβη στις 14/27 Ιανουαρίου του 1917 μ.Χ., οι Βούλγαροι την αποτοίχισαν και την αποθήκευσαν, μαζί με άλλα κλοπιμαία από τις εκκλησίες της πόλης των Σερρών, σε παρακείμενη οικία που χρησιμοποιούσαν τα στρατεύματα κατοχής για αποθήκη επισιτισμού, προφανώς, για να τη μεταφέρουν στη Βουλγαρία, πράγμα που δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της εσπευσμένης τους φυγής.

Το 1919 μ.Χ. η εικόνα, που θεωρούνταν χαμένη, εντοπίστηκε και μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, απ’ όπου, κατά τη διάρκεια της τρίτης Βουλγαρικής κατοχής, τον Οκτώβριο του 1941 μ.Χ., οι βούλγαροι την αφαίρεσαν. Εντοπίστηκε τα νεότερα χρόνια στη Δράμα.

Που βρισκόταν λοιπόν το «...μαρμάρινον ἀνάγλυφον τῆς Θεομήτορος ευλογούσης», πριν από τη θέση που την κατέγραψαν οι μελετητές του μνημείου;

Στους βυζαντινούς χρόνους και σχεδόν έως το τέλος του 15ου μΧ. αιώνα, οι μαρμάρινες εικόνες που απεικόνιζαν το Χριστό και την Παναγία σε στάση Δεομένης ή Οδηγήτριας, προορίζονταν αποκλειστικά για προσκύνηση και τοποθετούνταν στο εσωτερικό του ναού, μέσα σε πλαίσιο, στις παραστάδες του Ιερού Βήματος.

Στο ναό των Αγίων Θεοδώρων το 1602 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Σερρών Θεοφάνης, κατά τη μαρτυρία του παπα-Συναδινοῦ, αντικατέστησε το μαρμάρινο τέμπλο με ξυλόγλυπτο: «Eγίνην νέος αρχιερεύς Σερρῶν ο κύρ Θεοφάνης... Kαί ἒκαμεν τον τέμπλον τῆς μητρόπολης...». Tο νέο τέμπλο η σωστότερα εικονοστάσιο, που ήταν ένα από τα πρώτα πού κατασκευάστηκαν στις εκκλησίες της Βορείου Ελλάδος, για να εντάξει οργανικά στο χώρο του Ιερού Βήματος το Διακονικό και την Πρόθεση, χωρίς να διακόπτεται από τους πεσσούς, όπως γινόταν με το μαρμάρινο τέμπλο, στηρίχθηκε σε βάσεις πριν από το θριαμβευτικό τόξο καλύπτοντας έτσι τις ανατολικές παραστάδες, οπότε, η εικόνα της Θεοτόκου της Πονολύτρεας αφαιρέθηκε από τη θέση της και τοποθετήθηκε στο δυτικό τοίχο της Εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων.

Εν κατακλείδι, η ανάγλυφη εικόνα της Θεοτόκου της Πονολύτριας, ηταν λατρευτική εικόνα και ως τέτοια, ήταν τοποθετημένη στις ανατολικές παραστάδες του ναού των Αγίων Θεοδώρων .

Μετά τον εντοπισμό της εικόνας της Θεοτόκου της Πονολύτρεας και την επιστροφή της, με τις ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Θεολόγου και την ευγενική συνδρομή του Σεβ. Μητροπολίτου Δράμας κ. Παύλου στο πάνσεπτο χώρο πού η παρουσία της καθαγίαζε, η ιερά εικόνα τοποθετήθηκε και πάλι στην αριστερή, προς ανατολάς παραστάδα του Ιερού Βήματος του ναού των Αγίων Θεοδώρων όπου, ως λατρευτική εικόνα βρισκόταν έως και το 1602 μ.Χ. Καθιερώθηκε μάλιστα ο επίσημος και πάνδημος εορτασμός της την 28η Οκτωβρίου εκάστου έτους (Αγίας Σκέπης).

Σύναξη της Παναγίας Ελευθερώτριας στo Διδυμότειχο

Το πλάτος του Ιερού Ναού Παναγίας Ελευθερώτριας στο Διδυμότειχο είναι 28μ., το μήκος 42μ. και το ύψος 35μ ενώ το κωδωνοστάσιο έχει 33 μέτρα ύψος. Ο ναός είναι βυζαντινού ρυθμού και την σχεδίαση έκανε ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου κ. Νικόλαος Μουτσόπουλος ενώ την επίβλεψη των έργων έκανε ο πολιτικός μηχανικός και μετέπειτα δήμαρχος της πόλης κ. Χρήστος Τοκαμανης. Το επιχρυσωμένο τέμπλο του Ναού, μοναδικό στην Ελλάδα, έχει μήκος 30 μ. και ύψος 5.5μ. Οι τοιχογραφίες έγιναν δια χειρός Ιωάννου Σαρσακη και των βοηθών αυτού, Γεωργίας Νταλαγιώργου, Ιωάννου Καμπασάκη και Χρήστου Σαρσακη. Τα ψηφιδωτά στον τρούλο από τον Παύλο Σαρφατη ενώ οι ψηφίδες είναι από το Μουράνο της Ιταλίας. Το τέμπλο κατασκεύασε ο Παντελεήμων Αμανατίδης ενώ η χρύσωση έγινε από ειδικούς τεχνίτες από το Ιάσιο της Ρουμανίας, το φύλλο χρυσού αγοράστηκε από την Νυρεμβέργη της Γερμανίας και είναι 22 καρατίων. Να σημειωθεί επίσης και η μεγάλη βοήθεια της 16ης Μεραρχίας στην επιχωμάτωση των θεμελίων. Σημαντική ήταν η συμπαράσταση του τότε δημάρχου της πόλης κ. Ευάγγελου Παπατσαρούχα για την παραχώρηση του οικοπέδου και στην τελετή εγκαινίων ο μακαριστός Μητροπολίτης κ .Νικηφόρος ο Β’ τον κάλεσε κοντά του και του είπε: «Ἐμείς οι δυο θα φωνάξουμε! Όλοι είναι άξιοι συγχαρητηρίων και τους εὐχαριστούμε... Όμως εμείς περάσαμε τις δυσκολίες... Και από το μικρόφωνο μαζί θα φωνάξουμε: Νενίκηκά σε, Βαγιαζήτ»!

Ο Ναός πανηγυρίζει στις 28 Οκτωβρίου .


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Εἰκόνα σου ἁγίαν, Ἐλευθερώτριαν Ἄχραντε, νῦν πανευλαβῶς προσκυνοῦντες, γεραίρομεν, Παρθένε· ἐπέστη γὰρ σκέπη πρὸς ἡμᾶς, βραβεύουσα θαυμάτων προχοήν. Ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ νόσων ἡμᾶς ἀπαλλάττουσα εὐχαρίστως βοῶμεν. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς διὰ τοῦ τόκου σου.

Άγιος Δημήτριος Μητροπολίτης Ροστόφ

Ο Άγιος Δημήτριος του Ροστόφ, γιος του αξιωματικού Σάββα Τουπτάλα, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1651 μ.Χ. στην κωμόπολη Μακάρωφ, κοντά στο Κίεβο. Το βαπτιστικό του όνομα Λίαν Δανιήλ. Ανατράφηκε και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα μέσα σε μια βαθύτατα ευσεβή οικογένεια. Από το 1662 μ.Χ. μέχρι το 1665 μ.Χ. ο Δανιήλ φοιτησε στο κολλέγιο Κιεβο-Μογγιλιάνσκυ, όπου για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν τα σπάνια χαρίσματα και οι εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες του. Πολύ γρήγορα έμαθε την ελληνική και λατινική γλώσσα και σπούδασε κλασσικές επιστήμες. Στις 9 Ιουλίου του 1668 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Κυρίλλου και πήρε το όνομα Δημήτριος, προς τιμήν του μεγαλομάρτυρας αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικέως .

Στις 25 Μαρτίου του 1669 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, από τον μητροπολίτη Κιέβου Ιωσήφ, και στις 23 Μαΐου του 1675 μ.Χ. πρεσβύτερος, από τον αρχιεπίσκοπο Τσερνιγώφ Λάζαρο. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και ηγούμενος σε διάφορες μονές της Ουκρανίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας. Γύρω στα 1684 μ.Χ. άρχισε να συγγράφη, στη Λαύρα του Κιέβου, το μεγάλο έργο του, τον Συναξαριστή («Τσέτμινέϊ»), δηλαδή τους βίους των αγίων ολοκλήρου του εκκλησιαστικού έτους. Ο προϊστάμενος της Λαύρας αρχιμανδρίτης Βαρλαάμ (Γιασίνσκυ), γνωρίζοντας καλά το υψηλό διανοητικό επίπεδο, τη μόρφωση, τη φιλοπονία και το λογοτεχνικό χάρισμα του μαθητού του, τον προέτρεψε επίμονα ν' ασχοληθή μ' αυτή τη σπουδαία εργασία.

Από τότε ολόκληρη η ζωή του Αγίου Δημητρίου αφιερώθηκε στη σύνταξη του Συναξαριστού. Το 1688 μ.Χ. εκτυπώθηκε ο πρώτος τόμος (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος), το 1695 μ.Χ. ο δεύτερος (Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος) και το 1700 μ.Χ. ο τρίτος (Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος).

Εν τω μεταξύ, το κηρυκτικό χάρισμα και το συγγραφικό έργο του ιερομόναχου Δημητρίου προκάλεσαν την προσοχή του πατριάρχου Αδριανού (+ 1700 μ.Χ.) και άλλων εκκλησιαστικών αξιωματούχων, οι όποιοι εκτίμησαν βαθιά τα πνευματικά προσόντα, τις αρετές και τον ένθεο ζήλο του. Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1701 μ.Χ. χειροτονείται στον ναό της Κοιμήσεως του Κρεμλίνου μητροπολίτης Τομπόλσκ και Σιβηρίας. Επειδή όμως, λόγω της εύθραυστης υγείας του, ήταν αδύνατη η παραμονή του στη Σιβηρία, στις 4 Ιανουαρίου 1702 μ.Χ. εκλέγεται μητροπολίτης Ροστόφ και Γιαροσλάβ. Μόλις έφθασε στην έδρα του, την 1η Μαρτίου του 1702 μ.Χ., άρχισε ένα ευρύ έργο για την πνευματική και υλική ανόρθωση της επαρχίας και του ποιμνίου του. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι οραματισμοί του έμειναν ανεκπλήρωτοι ή ημιτελείς, λόγω ελλείψεως οικονομικών μέσων: Ήταν η εποχή που η πολιτεία επιζητούσε με όλα τα μέσα να περιορίση τις δυνατότητες της Εκκλησίας, πλήττοντας πρωτίστως την οικονομική ευρωστία της.

Ο Άγιος Δημήτριος αγωνίσθηκε σθεναρά και για την ενότητα της Ρωσικής Εκκλησίας, πού υπέστη βαρύτατο πλήγμα με το σχίσμα των παλαιοπίστων [Παλαιόπισιοι ή ρασκόλνηκοι (ρασκόλ = σχίσμα): Ρώσοι σχισματικοί, οι οποίοι τον 17ο-18ο αι μ.Χ., χωρίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, με πρωτοβουλία του πατριάρχου Μόσχας Νίκωνος, έκανε ορισμένες διορθώσεις και βελτιώσεις στα βιβλία της λατρείας]. Έκτος από πολυάριθμα κηρύγματα, αφιέρωσε στη μελέτη και την κριτική της σχισματικής διδασκαλίας και το έργο «Έρευνα περί της πίστεως του Μπρύνσκ» (Μπρύνσκ ήταν η περιοχή πού ζούσαν οι πιο πολλοί σχισματικοί).

Το 1709 μ.Χ., τελευταίο έτος της επιγείου ζωής του, ο άγιος Δημήτριος τελείωσε και τον τέταρτο τόμο του Συναξαριστού (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος), ενώ συγχρόνως αναθεώρησε και τους προηγουμένους τρεις τόμους.

Στις 28 Οκτωβρίου του 1709 μ.Χ., κατά τη διάρκεια νυκτερινής προσευχής, ο άγιος ιεράρχης αναπαύθηκε εν Κυρίω ζώντας μέσα σε απόλυτη πτώχεια. Εκτός από βιβλία και χειρόγραφα, δεν βρέθηκε κανένα άλλο περιουσιακό του στοιχείο. Τούτο μαρτυρεί και η συγκινητική διαθήκη του. Ετάφη στη μονή του αγίου Ιακώβου του Ροστώφ, σε μια γωνιά του Καθολικού πού ο ίδιος είχε επιλέξει, στις 25 Νοεμβρίου του 1709 μ.Χ.

Η εύρεσης του ιερού σκηνώματος του έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1752 μ.Χ. Το δρύινο φέρετρο και τα χειρόγραφα, που υπήρχαν μέσα σ' αυτό, είχαν σχεδόν καταστραφή από την υγρασία του τόπου, αλλά το σώμα του αγίου ιεράρχου βρέθηκε άφθορο, καθώς επίσης και η αρχιερατική ενδυμασία και το μεταξωτό κομποσχοίνι του. Το χαριτόβρυτο σκήνος του, μετά την ανεύρεση του, άρχισε να χαρίζη τη θεραπεία σε πολλούς ασθενείς και να επιτελή ποικίλα θαύματα. Γι' αυτό η λαϊκή εκκλησιαστική συνείδησης του έδωσε την προσωνυμία του θαυματουργού.

Όταν η Ιερά Σύνοδος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, απέστειλε επιτροπή, από τον μητροπολίτη Σουζντάλ Σίλβεστρο και τον αρχιμανδρίτη της μονής Σιμωνώφ Γαβριήλ, για να εξέταση το σκήνωμα του ιεράρχου Δημητρίου και να πιστοποίηση τις επιτελούμενες απ' αυτό θαυματουργικές θεραπείες.

Μετά από εισήγηση της επιτροπής, στις 29 Απριλίου του 1757 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας συγκατέλεξε με πράξη της τον αοίδιμο μητροπολίτη Ροστόφ και Γιαροσλάβ Δημήτριο, κατά κόσμον Δανιήλ Σάββιτς Τουπταλα, στη χορεία των αγίων.

Άγιοι Νεομάρτυρες Αγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος και Νικόλαος «ἐκ Μελάμπων Κρήτης»

Όλοι γεννήθηκαν στο χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, από γονείς ευσεβείς χριστιανούς.

Ο Αγγελής και ο Μανουήλ ήταν γνήσια αδέλφια, γιοι του Ιωάννη Ρετζέπη. Ο Γεώργιος ήταν γιος του Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ο Νικόλαος ήταν γιος κάποιου άλλου Ιωάννη Ρετζέπη. Όλοι δηλαδή ήταν από την ίδια οικογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι για την ανδρεία τους, έγγαμοι με παιδιά και απολάμβαναν όλα τα προνόμια των Μωαμεθανών, διότι υποκρίνονταν τους Τούρκους.

Το 1821 μ.Χ. όμως, συντάχθηκαν με τους χριστιανούς και πολέμησαν γενναία για την ελευθερία της Πατρίδας. Όταν επέστρεψαν στη γενέτειρα τους και πήγαν να πληρώσουν τους καθιερωμένους φόρους στους εντεταλμένους Τούρκους, τους κατάγγειλαν σαν αποστάτες του Μουσουλμανισμού στον Μεχμέτ Πασά του Ρεθύμνου. Συλλήφθηκαν και οδηγήθηκαν δεμένοι στην πόλη αυτή. Επειδή όμως δεν υπέκυψαν στις κολακείες των τυράννων και έμειναν σταθεροί στην πίστη, βασανίστηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο.

Τελικά στις 28 Οκτωβρίου 1824 μ.Χ. τους αποκεφάλισαν μπροστά στη «Μεγάλη Πόρτα» του Ρεθύμνου. Οι τρεις κάρες απ' αυτούς τους Νεομάρτυρες, φυλάσσονται στον Ναό των τεσσάρων μαρτύρων στο Ρέθυμνο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς Κρήτης γεννήματα καὶ Λάμπῃς θρέμματα, τοὺς τετραρίθμους Νεομάρτυρας ἀνευφημήσωμεν, Γεώργιον, Ἀγγελήν, Μανουὴλ καὶ Νικόλαον, οὗτοι γὰρ διὰ πίστιν τοῦ Κυρίου σφαγέντες, τὸ αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως ἐν τὴ Ρεθύμνη ἐξέχεαν, διὸ καὶ παρρησίαν ἔχοντες πρὸς Χριστόν, πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Άγιος Αρσένιος ο Αυτωρειανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Αρσένιος ο επονομαζόμενος Αυτωρειανός, γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος σημαντικής οικογενείας (ο πατέρας του είχε τιμηθεί με το αξίωμα του «Κριτοῦ τοῦ δρόμου».

Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος, αλλά μετονομάσθηκε Γεννάδιος, όταν ασπάστηκε τον μοναχικό βίο στην Ιερά Μονή της Πόλεως και ύστερα της Βιθυνίας. Έχαιρε της εμπιστοσύνης του βασιλέως της Νίκαιας Θεόδωρου Β´ του Λάσκαρη (1254 – 1258 μ.Χ.), με απαίτηση του οποίου εξελέχθη το 1254 μ.Χ. Πατριάρχης, παρά το γεγονός ότι οι αρχιερείς επιθυμούσαν την εκλογή του Νικηφόρου Βλεμμύδη. Μετά τον θάνατο του Θεοδώρου (1258 μ.Χ.) ανέλαβε την επιτροπεία του ανήλικου υιού του, Ιωάννου Β´, τον οποίο προσπάθησε να προστατεύσει από την άκρατο φιλοδοξία του Μιχαήλ Παλαιολόγου.

Ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος τύφλωσε τον νόμιμο διάδοχο και σφετερίσθηκε τον θρόνο. Επειδή ο Πατριάρχης Αρσένιος αντέδρασε σθεναρώς, εξορίσθηκε στην Προκόνησο, όπου κοιμήθηκε το 1273 μ.Χ.. Οι αντιδράσαντες στο έγκλημα του Μιχαήλ Παλαιολόγου ακολούθησαν τον Αρσένιο και δημιούργησαν έτσι το σχίσμα των Αρσενιατών. Η Εκκλησία ανακήρυξε τον Αρσένιο Άγιο και τον τιμά την 28η Οκτωβρίου· η δε διαθήκη του Πατριάρχη, το μόνο σωζόμενο αυθεντικό του έργο, θεωρείται αξιόλογη πηγή (ΡG 140, 947-958).

Όσιος Αθανάσιος Α' Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Όσιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Θράκης (ή κατά άλλες πηγές στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας περί το 1235 μ.Χ.), από τους ευσεβείς γονείς Γεώργιο και Ευφροσύνη. Το πρώτο του όνομα ήταν Αλέξιος και ήταν άνθρωπος μεγάλης εγκράτειας και σωφροσύνης. Ασπάσθηκε τον μοναχισμό σε νεαρή ηλικία και ασκήτευσε στο Άγιο Όρος και στο μοναστήρι του Γάνου της Θράκης.

Ο Όσιος Αθανάσιος διακρίθηκε για την αυστηρότητα των αντιλήψεων του, όχι μόνο στον μοναχικό βίο αλλά και στην ποιμαντική δραστηριότητα του κλήρου και ιδιαιτέρως των επισκόπων. Η προσπάθεια του να επιβάλει την τάξη στους απείθαρχους και περιφερόμενους μοναχούς, όπως και η επιμονή του για την επιστροφή των επισκόπων που έμεναν στης Κωνσταντινούπολη στις επαρχίες τους προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Οι θαρραλέες προσπάθειές του, που θα έδιναν ριζικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα της Εκκλησίας, δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν, διότι ήρθαν σε αντίθεση με τις γενικότερες τάσεις της εποχής του. Στον διορατικό αυτόν Πατριάρχη οφείλονται οι σχετικές «Νεαραί», που εξεδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ τον Παλαιολόγο (1282 – 1328 μ.Χ.), όπως φαίνεται από τις αξιολογότατες επιστολές του Πατριάρχη προς τον αυτοκράτορα. Οι θιγόμενοι από αυτά τα αυστηρά μέτρα επίσκοποι και μοναχοί έγιναν προσωπικοί του αντίπαλοι και επιδόθηκαν στην κατασυκοφάντηση του Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να παραιτηθεί δύο φορές. Την πρώτη φορά διαδέχτηκε τον Γρηγόριο, τον Κύπριο (1289 - 1293 μ.Χ.) και τη δεύτερη φορά (1304 - 1311 μ.Χ.) τον Ιωάννη IB'. Κατόπιν αποσύρθηκε του θρόνου και μόνασε σε κάποια Μονή (πιθανότατα στο μοναστήρι του Ξηρολόφου, που ίδρυσε ο ίδιος), όπου απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών (περί το 1323 μ.Χ.).

Τη βιογραφία του συνέγραψε ο Ιωάννης Καλόθετος, σύγχρονος του Γρηγορίου Παλαμά και η μεταγλώττιση αυτής έγινε από τον Αγάπιο Λάνδο στον «Νέο Παράδεισο».

Το Λείψανο του Αγίου Αθανασίου Α’ μεταφέρθηκε στη Βενετία από την Κωνσταντινούπολη το 1455 μ.Χ., μετά την Άλωση της Πόλεως από τους Τούρκους, από τον Βενετό πλοιοκτήτη Δομήνικο Zottarello, ως λείψανο του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειας και ως τέτοιο τιμάται μέχρι σήμερα από τους Βενετούς. Το 1705 μ.Χ. η Κάρα του Λειψάνου καταστράφηκε από πυρκαγιά και αντικαταστάθηκε από επιχρυσωμένη κεφαλή. Το 1807 μ.Χ. το Λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή του Αγίου Ζαχαρία, όπου και σήμερα φυλάσσεται.

Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλλη οι σύζυγοι και τα παιδιά τους Σάρβηλος, Νίτας, Ιέραξ, Θεόδουλος, Φώτιος, Βήλη και Ευνίκη

Ήταν μια πραγματική «κατ᾿ οἶκον ἐκκλησία» (Α' προς Κορινθίους ιστ' 19.). Οικογένεια αληθινά χριστιανική, με μια ψυχή, με μια καρδιά και το ίδιο φρόνημα.

Όταν άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ειδοποίησαν τους δύο συζύγους ότι κινδυνεύουν να συλληφθούν. Τότε ο Τερέντιος και η Νεονίλλη αναρωτήθηκαν να φύγουν μακριά, προκειμένου να προστατέψουν τα παιδιά τους, ή να μείνουν και να περιμένουν με γενναιότητα οποιοδήποτε μαρτύριο; Οι πέντε γιοι και οι δύο θυγατέρες τους έδωσαν αποφασιστική απάντηση. Γιατί να φύγουν; Ο διωγμός είχε εξαπλωθεί παντού. Έπειτα, η αναχώρησή τους θα ενέσπειρε τον πανικό στους εκεί χριστιανούς. Και το σπουδαιότερο, η Εκκλησία δεν ενισχύεται από φυγάδες, αλλά από μάρτυρες και αθλητές. Έτσι, όλη η οικογένεια αποφάσισε να μείνει σταθερή στην απόφαση της. Και όλοι μαζί, αφού ομολόγησαν το Χριστό, πέθαναν με αποκεφαλισμό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμω φύσεως, συνδεδεμένοι, κράτος πίστεως, ἐνδεδυμένοι, μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διηνύσατε, σὺν Νεονίλλη θεόφρον Τερέντιε, καὶ ἡ τῶν Παίδων ὑμῶν ἑπτὰς ἔνθεος. Καὶ νῦν ἄφεσιν, αἰτήσασθε παμμακάριστοι, τοὶς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ὡς ἀστέρες ἡλίῳ φωτοειδεῖς, Τερεντίῳ οἱ παῖδες οἱ ἱεροί, σαφῶς συνανατέλλουσι, καὶ τὴν κτίσιν αὐγάζουσιν, ἀνδρικῶν ἀγώνων, γενναίοις πυρσεύμασι, πολυθεΐας ὄντως, τὴν νύκτα σκεδάσαντες, οὓς ἐν εὐφροσύνῃ μακαρίσωμεν πίστει, ὡς ὄντας θεράποντας, τοῦ Θεοῦ καὶ βοήσωμεν· Ἀθλοφόροι πανεύφημοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.

Όσιος Στέφανος ο Σαββαΐτης

Λόγιος μοναχός ο όσιος Στέφανος στη Λαύρα του αγίου Σάββα, έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. Η ασκητική του ζωή, συνοδευόταν από μεγάλη αγάπη στη μελέτη και από την αξιόλογη επιδεξιότητα της Ιερής ποίησης. Αγαπούσε τους αγώνες για την ορθόδοξη αλήθεια, και πρόθυμα μετείχε στον πόλεμο κατά των αιρέσεων. Συχνά απέφευγε κάθε λογής ανθρώπινης επικοινωνίας και ζούσε εντελώς μόνος σε διάφορα ερημικά μέρη. Εκεί αγαπούσε να παρατηρεί τη φύση και να μεταρσιώνεται με την προσευχή. Επίσης χάιδευε τα ελάφια, που τον πλησίαζαν συναισθανόμενα και αυτά την αγαθότητα και την παιδική αφέλεια της ψυχής του. Τέλος ο ερημοπολίτης Στέφανος ο Σαββαΐτης, βάσταξε και τα βάρη του επισκόπου, μετά από επίμονες παρακλήσεις. Πέθανε διδάσκοντας και οικοδομώντας το λαό με το χρηστό, άμεμπτο και φιλάνθρωπο παράδειγμα του.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Στέφος εἴληφας, τῆς εὐδοκίας, στέφος γεγονός, τῆς Ἐκκλησίας, ἐπωνύμως παναοίδιμε Στέφανε, σὺ γὰρ ἐνθέοις στεφόμενος χάρισι, δι’ εὐσέβειας ποικίλως διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Στέφανε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Καταφυτεύσας ἀρετῶν τὸν παράδεισον, καὶ καταρδεύσας ταῖς ῥοαῖς τῶν δακρύων, ὡς τῆς ζωῆς Πανένδοξε τοῦ ξύλου τυχῶν, σῶσον ἰκεσίαις σου, ἐκ φθορᾶς τὴν σὴν ποίμνην, ῥύσαι περιστάσεως τοὺς θερμῶς σε τιμῶντας, σὲ γὰρ προστάτην μέγιστον Σοφέ, πάντες ἐν πίστει καὶ πόθῳ κεκτήμεθα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ»

Βιογραφία
Η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ εορτάζει την 1η Οκτωβρίου όπου και το βιογραφικό σημείωμα. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως, την έχει μεταθέσει στις 28 Οκτωβρίου, όπου η Ελλάδα γιορτάζει το μεγάλο γεγονός της διασώσεως και απελευθερώσεως της από τον Ιταλογερμανικό ζυγό. Την Ακολουθία που ψάλλεται αυτή την ημέρα την έγραψε ο Αγιορείτης Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 21 Οκτωβρίου 1952 μ.Χ. όπου και αποφασίστηκε ο συνεορτασμός της εορτής της Αγίας Σκέπης και της Εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» (Συνοδικές Εγκύκλιοι, Τόμος Β', Αθήνα 1956, σελ. 649).


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀvuμνοῦμεν τάς χαρίτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Θεοτόκε Ἀειπάρθενε.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, δι' ἧς περισκέπεις, τοὺς εἰς σὲ ἐλπίζοντας, κραταιὰν τῷ Ἔθνει σου καταφυγὴν ἐδωρήσω‧ ὅτι ὡς πάλαι καὶ νῦν θαυμαστῶς ἡμᾶς ἔσωσας, ὡς νοητὴ νεφέλη, τὸν σὸν λαὸν περιβαλοῦσα. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαῶς ἐπισκιάζουσα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε, ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ Βασιλίδι. Ἀλλ' ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος, περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας· Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἐφαπλοῦσα, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, Παρθένε Θεοτόκε Μαρία, σκέπεις καὶ σῴζεις τὸν σὸν λαόν, καθ' ὥραν σε Ἁγνὴ ἐπιβοώμενον· νῦν δὲ σου τὰ θαυμάσια, εὐγνωμόνως ὑμνεῖ κραυγάζων·

Χαῖρε τοῦ κόσμου ἡ Σωτηρία
Χαῖρε Ἑλλάδος ἡ προστασία.
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων παράδοξον θέαμα
Χαῖρε τῶν ἀνθρώπων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαῖρε Μήτηρ Ἀειπάρθενος τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ
Χαῖρε σκέπη καὶ ἀντίληψις τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ.
Χαῖρε ὅτι ἐφάνης σκέπουσα τὸ σὸν Ἔθνος
Χαῖρε ὅτι παρέχεις νίκας τῷ στρατοπέδῳ.
Χαῖρε πηγὴ πλουσίας χρηστότητος
Χαῖρε λαμπὰς Θεοῦ ἀγαθότητος.
Χαῖρε δι' ἧς τοὺς ἐχθροὺς ἐκνικῶμεν
Χαῖρε πρὸς ἣν καθ' ἑκάστην βοῶμεν·
Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου: "Επέμβαση χωρίς νάρκωση"

- Με την πίστη, παιδί μου Ανάργυρε, μπορείς να κάνεις τα αδύνατα, δυνατά. Βέβαια, εμείς δεν έχουμε τόσο μεγάλη πίστη, για να μετακινήσουμε ακόμη και βουνά. Ούτε να κάνουμε μεγάλα θαύματα, που κάνουν οι  Άγιοι του Θεού, με την Χάρη του καλού μας Θεού.



Μπορούμε, όμως, και εμείς οι αμαρτωλοί, όπως είμαι εγώ, όταν ακουμπήσουμε τις ελπίδες μας στο Χριστό, να πετύχουμε θαυμαστά πράγματα και να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις και γεγονότα, που αφήνουν ακόμη και τους επιστήμονες άναυδους και σηκώνουν ψηλά τα χέρια!
Αυτά και άλλα πολλά, μου ’λεγε σε μία συζήτηση που κάναμε μία ημέρα στο Μοναστήρι τού  Αγίου Νικολάου στα Καλλίσια Αττικής, η οποία είχε σαν θέμα την δύναμη της Πίστεως στον Χριστό μας.

Και ενώ ο άγιος πατέρας συνέχιζε να μου αναπτύσσει το θέμα κι εγώ τον κοίταζα κατάματα, ως συνήθως, προσπαθώντας να διαβάσω τη σκέψη του, ο μακαριστός Γέροντας με παρατήρησε, γιατί τον κοιτάζω έτσι στα μάτια. Και πρόσθεσε:

-Δεν με πιστεύεις; Άκουσε να σου διηγηθώ κάτι που συνέβη σε μένα τον ίδιο και θα δεις πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της Πίστεως: Είχα βγάλει στο κεφάλι μου μία μεγάλη ελιά, σαν ρεβύθι, η οποία συνεχώς μεγάλωνε και πονούσα πολύ. Γνώριζα, με την Χάρη που μου έχει δώσει ο Θεός, ότι έπρεπε να αφαιρεθεί, γιατί θα εξελίσσετο σε κακοήθη.
Συμφώνησαν μαζί μου και οι γιατροί και γι’ αυτό μου έκλεισαν ημερομηνία για χειρουργείο. Στο χειρουργείο, όμως, εγώ διεφώνησα μαζί τους.  Εκείνοι επέμεναν να γίνει αφαίρεση της ελιάς με τοπική νάρκωση, γιατί και η διάρκεια της επέμβασης θα ήταν μεγάλη, και οι πόνοι της επέμβασης αφόρητοι.  
Εγώ αρνήθηκα και τους είπα ότι, ούτε αφαίρεση θα κάνετε, ούτε νάρκωση. Αλλά θα την καυτηριάσετε με διαθερμοπληξία. Οι γιατροί τρόμαξαν και μου είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι επιστημονικώς αδύνατον.  Εγώ, όμως, επέμενα και επειδή ήσαν δικά μου παιδιά, δεν ήθελαν να με στενοχωρήσουν και μου είπαν: «Θα την κάνουμε με δική σας ευθύνη».

Έκαναν τον σταυρό τους και άρχισαν.  Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και μπροστά μου φαντάστηκα τόν  Εσταυρωμένο  Ιησού σε ένα μεγάλο Σταυρό και με μεγάλη πίστη έλεγα, συνεχώς μέσα μου: Κύριε ημών  Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Οι γιατροί με αγωνία και με χέρια που έτρεμαν συνέχιζαν την καυτηρίαση, ενώ το χειρουργείο είχε «ντουμανιάσει» από καπνό και οσμή ψημένου κρέατος!  
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε η πίστη μου και έφθασα σε τέτοιο σημείο, που δεν αισθανόμουν σχεδόν τίποτε! Αντίθετα, τους γιατρούς τους είχε κόψει κρύος ιδρώτας. Δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Συνέχεια με ρωτούσαν, εάν αισθάνομαι καλά και εγώ τους έλεγα: Προχωρήστε.  Η επέμβαση διήρκεσε περισσότερο από 3/4 της ώρας.  Όταν τελείωσε, σηκώθηκα ήρεμος και γελαστός και αφού ευχαρίστησα τον Θεόν και τους γιατρούς, πρόσθεσα: Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα!

Βλέπεις, λοιπόν, παιδί μου Ανάργυρε, τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος, όταν έχει πίστη στο Θεό; Γι’ αυτό και εσύ να πιστεύεις και να μη φοβάσαι τίποτε στη ζωή σου, γιατί ο Θεός είναι μεγαλύτερος από όλους και από όλα!

Πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ: Τι μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους;

π. Σεραφείμ Ρόουζ



   Ο καθένας από εμάς που επιθυμεί να εκφράσει την αγάπη του για τους νεκρούς και να τους βοηθήσει ουσιαστικά, μπορεί να το επιτύχει προσευχόμενος υπέρ των ψυχών τους, και ειδικότερα μνημονεύοντας αυτούς στη Θεία Λειτουργία, όταν οι μερίδες που αποκόπτονται για ζώντες και νεκρούς αφήνονται να πέσουν μέσα στο Αίμα του Κυρίου με τις λέξεις: «Απόπλυνον Κύριε τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αίματί σου τω Αγίω πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.» Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο η σπουδαιότερο για τους νεκρούς από το να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, προσφέροντάς τους μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία. Το έχουν πάντα ανάγκη, ειδικά κατά τη διάρκεια εκείνων των σαράντα ημερών όπου η ψυχή του απελθόντος πορεύεται προς τις αιώνιες κατοικίες. Το σώμα δεν αισθάνεται τίποτε τότε• δε βλέπει τους οικείους που έχουν συγκεντρωθεί, δε μυρίζει το ευωδιαστό άρωμα των λουλουδιών, δεν ακούει τους επικήδειους. Η ψυχή όμως αισθάνεται τις προσφερόμενες υπέρ αυτής προσευχές και είναι ευγνώμων στους ανθρώπους που τις απευθύνουν και βρίσκεται πνευματικώς κοντά τους.

   Ω συγγενείς και αγαπημένοι του νεκρού! Πράξετε γι’ αυτούς ότι έχουν ανάγκη και ότι είναι εντός της δικαιοδοσίας σας. Δώστε τα χρήματά σας όχι για να καλλωπίσετε εξωτερικά το φέρετρο και το μνήμα, αλλά για να βοηθήσετε όσους το χρειάζονται, εις μνήμην των αγαπημένων σας που έφυγαν από τη ζωή, για να ενισχύσετε εκκλησίες, στις οποίες προσφέρονται προσευχές υπέρ αυτών. Ελεήστε τους νεκρούς, φροντίστε για τις ψυχές τους. Μας περιμένει όλους ο ίδιος δρόμος, και όταν κι εμείς βρεθούμε εκεί πόσο πολύ θα ευχόμαστε να μας θυμάται κάποιος στις προσευχές του! Αξίζει λοιπόν να ελεήσουμε εμείς οι ίδιοι τους νεκρούς.
   Αμέσως αφού αναπαυθεί κάποιος, καλέστε η ενημερώστε έναν ιερέα, ώστε να διαβάσει τις «Προσευχές για την Αναχώρηση της Ψυχής», τις οποίες η Εκκλησία έχει ορίσει να διαβάζονται πάνω από όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς μετά το θάνατό τους. Προσπαθήστε, ει δυνατόν, να τελέσετε την κηδεία στην εκκλησία και να αναγνώσετε το Ψαλτήρι πάνω από τον απελθόντα μέχρι την κηδεία. Η κηδεία δεν χρειάζεται να είναι περίτεχνη, αλλά πρέπει απαραιτήτως να είναι πλήρης, χωρίς συντομεύσεις• την ώρα εκείνη μη σκεφτείτε τον εαυτό σας και την άνεσή σας, αλλά τον απελθόντα, από τον οποίο χωρίζεστε δια παντός. Εάν υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλοι απελθόντες που αναμένουν κηδεία στην εκκλησία, μην αρνηθείτε εάν σας προταθεί να τελέσετε την κηδεία για όλους μαζί. Είναι καλύτερο να τελείται μία κηδεία για δύο η περισσότερους απελθόντες ταυτόχρονα, όταν οι προσευχές όλων των παρευρισκομένων προσφιλών προσώπων θα είναι ιδιαιτέρως ένθερμες, παρά να τελούνται ξεχωριστές, διαδοχικές κηδείες, και να συντομεύονται οι λειτουργίες εξ αιτίας έλλειψης χρόνου και ενέργειας• αφού κάθε λέξη της προσευχής για τον αναπαυθέντα είναι ότι μια σταγόνα νερό για το διψασμένο.

   Κανονίστε οπωσδήποτε εκείνη την ώρα τα σχετικά με την τέλεση σαρανταλείτουργου, δηλαδή καθημερινή μνημόνευση στη θεία Λειτουργία σε όλη τη διάρκεια των σαράντα ημερών. Συνήθως στους ναούς όπου τελείται καθημερινά Θεία Λειτουργία, οι απελθόντες οι οποίοι έχουν κηδευτεί εκεί μνημονεύονται επί σαράντα και πλέον ημέρες. Εάν όμως η κηδεία γίνει σε ναό όπου δεν τελείται καθημερινά Θεία Λειτουργία, τότε οι ίδιοι οι συγγενείς θα πρέπει να φροντίσουν να ζητήσουν την τέλεση του 40ημερου μνημοσύνου οπουδήποτε τελούνται Θείες Λειτουργίες. Παρομοίως είναι καλό να στέλνουμε εισφορές για μνημόνευση των νεκρών σε μοναστήρια, όπως και στα Ιεροσόλυμα, όπου καθημερινά διεξάγεται προσευχή στους Αγίους Τόπους. Αλλά η διαδικασία της 40ημερης δέησης υπέρ των νεκρών πρέπει να ξεκινήσει αμέσως μετά το θάνατο, όταν η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη βοηθείας από την προσευχή• επομένως, θα πρέπει να ξεκινούμε αυτό το μνημόσυνο στον κοντινότερο ναό όπου τελείται καθημερινώς Θεία Λειτουργία.

   Αξίζει λοιπόν να φροντίσουμε γι’ αυτούς που έφυγαν για τον άλλο κόσμο πριν από εμάς, προκειμένου να κάνουμε ο,τι μπορούμε για τις ψυχές τους, ενθυμούμενοι ότι: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί θα ελεηθούν».

Όσιος Δημήτριος ο Νέος (Μπασαράμπης)

Ο προστάτης της ρουμανικής πρωτευούσης είναι ο Όσιος Δημήτριος ο Νέος ή Μπασαράμπης, από το όνομα του χωριού του, που ονομαζόταν Μπασαραμπόβ. Η παρουσία του ιερού σκηνώματός του στον μητροπολιτικό ναό Βουκουρεστίου είναι ένα μεγάλο πνευματικό δώρο. Ο Όσιος, και όταν ακόμη ζούσε, είχε λάβει το θαυματουργικό χάρισμα. Έζησε στην γη ως πτωχός και άσημος, και τώρα αξιώθηκε να είναι διδάσκαλος των σοφών, ιατρός των ασθενούντων και θερμός πρεσβευτής για την σωτηρία όλων μας.

Βίος
Γεννήθηκε στο χωριό Μπασαραμπόβ, που απέχει από τον Δούναβη 20 χιλιόμετρα, και βρίσκεται στο έδαφος της Βουλγαρίας. Έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. στην περίοδο της βασιλείας των Πέτρου και Ιωάννου Ασάν. Επειδή προερχόταν από ευσεβείς μεν, αλλά πτωχούς γονείς, έβοσκε από μικρός αγελάδες στο χωριό του. Η ησυχία του χωριού, η μοναξιά του, ο πόθος του για τον Θεό, τον βοήθησαν ημέρα με την ημέρα στην πνευματική του πρόοδο. Έλαβε από τον Θεό το δώρο των καθαρτικών δακρύων, της καθαράς προσευχής και των ταπεινών στοχασμών. Η ίδια η δημιουργία του Θεού απετέλεσε για τον νεαρό εραστή της Βασιλείας των Ουρανών την πρώτη σχολή της πνευματικής μορφώσεως. Αγωνίσθηκε κατά των πειρασμών της νεότητος με τα όπλα του Πνεύματος και προετοίμασε το έδαφος της καρδιάς του για την σπορά της Θείας Χάριτος. Το πόσο προόδευσε στην αρετή και αγάπη του Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως φαίνεται από το εξής πάθημά του:

Κάποια ημέρα πάτησε με το ένα του πόδι χωρίς να το θέλει, ένα πουλί που ευρισκόταν μέσα στα χόρτα. Τόση λύπη ένιωθε στην καρδιά του, ώστε τιμώρησε το ένοχο πόδι του. Επί τρία λοιπόν χρόνια βάδιζε από αυτό το πόδι ξυπόλυτος, με αποτέλεσμα, το μεν καλοκαίρι το γυμνό του πόδι να υποφέρει από τις πέτρες και τα αγκάθια, τον δε χειμώνα από το χιόνι και τους παγετούς. Αφού έφθασε σε υψηλά μέτρα πνευματικής ασκήσεως και η αγνή καρδιά του πληγώθηκε περισσότερο από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε το χωριό του. Πήγε σε ένα μοναστήρι κοντά στον ποταμό Λωμ, εκάρη μοναχός, και συνέχισε την σκληρή του άσκηση με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχές. Και πάλι δεν αρκέστηκε σε αυτούς τους κόπους και την κοινοβιακή ζωή. Έφυγε για την τέλεια ησυχία μένοντας σε μια πέτρινη σπηλιά. Εκεί αγωνίσθηκε μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Χριστού. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του κρύφτηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες πέτρινες πλάκες, σαν σε φέρετρο, και εκοιμήθη.

Το σώμα του, άγνωστο και άφθαρτο, παρέμεινε στην σπηλιά του περί τα 300 χρόνια. Με θεία παραχώρηση, ο ποταμός Λωμ, κατέβασε άφθονα νερά, τα οποία παρέσυραν τις πέτρες της σπηλιάς μαζί με το ιερό λείψανο, το οποίο σκεπάσθηκε με τις λάσπες και τα νερά, παραμένοντας σε αυτήν την κατάσταση περί τα 100 χρόνια.

Θέλοντας ο Θεός να αποκαλύψει τον θησαυρό αυτό, ευδόκησε να εξελιχθούν τα πράγματα ως εξής: Κάποτε φανερώθηκε ο Όσιος στο όνειρο μίας παιδούλας, η οποία έπασχε από επιληψία και της είπε: Εάν θα με βγάλουν οι γονείς σου από την κοίτη του ποταμού, εγώ θα σε θεραπεύσω. Το κοριτσάκι είπε το όνειρό του στους γονείς του, οι οποίοι με την συνοδεία ιερέων και άλλων χριστιανών, έψαξαν και βρήκαν το λείψανο του Οσίου Δημητρίου. Εκείνη την στιγμή, θεραπεύθηκε η μικρή κόρη καθώς και άλλοι ασθενείς. Μετέφεραν τον Άγιο στην γενέτειρά του, στην εκκλησία όπου από μικρός σύχναζε και προσευχόταν. Εκεί παρέμεινε πολλά χρόνια επιτελώντας παντός είδους θαύματα.

Κατά τα έτη 1769 – 1774 μ.Χ., δηλαδή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο ρωσικός στρατός πέρασε και από το χωριό του Οσίου. Ο Ρώσος στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωβ αποφάσισε να πάρει το ιερό λείψανο για να το μεταφέρει στην Ρωσία. Τότε, ένας ρουμάνος ευλαβής χριστιανός, ονόματι Δημήτριος Χάτζι, έχοντας γνωριμία με τον ανωτέρω στρατηγό, ζήτησε να αφήσει το λείψανο του Αγίου στους ρουμάνους ως παρηγοριά, λόγω των πολλών ληστειών που έκαναν οι τούρκοι στην ρουμανική χώρα.

Έτσι, ο Όσιος Δημήτριος, ήλθε στο Βουκουρέστι το 1774 μ.Χ. και τοποθετήθηκε με μεγάλη τιμή στον μητροπολιτικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, επιτελώντας πολλά θαύματα και εκπέμποντας άρρητη ευωδία.

Στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Βουκουρέστι είχε καταληφθεί από τους γερμανούς, μερικοί βούλγαροι στρατιώτες έσπασαν την θύρα εισόδου του καθεδρικού ναού και άρπαξαν το ιερό λείψανο για να το μεταφέρουν στην χώρα τους. Το έκρυψαν σε ένα αυτοκίνητο και την νύκτα ξεκίνησαν για τον Δούναβη ποταμό. Αλλά ο Όσιος, μη θέλοντας να φύγει από την Ρουμανία, προκάλεσε τέτοιο μπέρδεμα στους δρόμους, ώστε οι κλέφτες δεν εύρισκαν διέξοδο να αναχωρήσουν, με αποτέλεσμα να βρεθούν πάλι έξω από την Μητροπολιτική εκκλησία. Μόλις ξημέρωσε, πέτυχαν να βρουν την δημόσια οδό εξόδου, αλλά στον δρόμο τους χάλασε πολλές φορές το αυτοκίνητο και συνελήφθησαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Έτσι το ιερό λείψανο επιστράφηκε στην θέση του εν μέσω λαμπρής υποδοχής εκ μέρους του οικείου Μητροπολίτου και χιλιάδων λαού.

Θαύματα
Τα θαύματα του Οσίου Δημητρίου σχετίζονται κυρίως με θεραπείες ασθενών και άμεση βοήθεια σε διάφορες ανάγκες των πιστών. Τα περισσότερα λησμονήθηκαν διότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα γράψει. Σημειώνουμε στην συνέχεια μερικά, όπως, έστω και από τα λίγα αντιληφθούμε το μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα του Αγίου.

1) Δύο αδελφές από ένα χωριό της Κωνστάντζας, αφού έφτιαξαν μία καινούρια εκκλησία προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήλθαν να προσκυνήσουν τον Άγιο και να πάρουν ένα τεμάχιο λειψάνου του για την δική τους εκκλησία. Προσκύνησαν τον Άγιο και συγχρόνως έκοψαν κρυφά ένα κομμάτι από το λείψανό του και έτρεξαν στο κάρο τους. Τα βόδια όμως δεν κινήθηκαν από την θέση τους. Τότε εκείνες κατάλαβαν την αμαρτία τους. Επέστρεψαν το κλεμμένο τεμάχιο και έτσι ξεκίνησαν τα ζώα και επέστρεψαν στον τόπο τους με ειρήνη.

2) Στα περίχωρα της πρωτευούσης ζούσε μία οικογένεια στην οποία ο σύζυγος τυραννούσε επί 15 χρόνια με γκρίνιες, βλασφημίες και μεθύσια την γυναίκα του. Εκείνη τον υπέμεινε διότι ήταν πιστή χριστιανή. Το 1955 μ.Χ. εκείνος παρέλυσε και έπεσε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του τον υπηρετούσε, αλλά εκείνος την ύβριζε και την χτυπούσε με ο, τι έβρισκε μπροστά του. Απελπισμένη εκείνη ήλθε στον Ναό, και με δάκρυα ζητούσε συμβουλές από τον ιερέα. Αυτός την συμβούλευσε να υπομένει, τέλεσε για χάρη της Θεία λειτουργία και τέλος την ρώτησε:

-Αδελφή, ξέρεις να διαβάζεις;
-Ξέρω Πάτερ.
-Πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασε γονατιστή, δίπλα στο ιερό λείψανο του Οσίου Δημητρίου τους χαιρετισμούς του.

Αφού τους διάβασε πήγε στο σπίτι της κουρασμένη και όπως ήταν ξάπλωσε σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τα μεσάνυκτα ο άνδρας της άρχισε να φωνάζει δυνατά:

-Γυναίκα Μαρία, που είσαι, έλα γρήγορα εδώ. Που ήσουν; Πήγες μήπως στο Βουκουρέστι και κάλεσες ιατρό για να με συμβουλεύσει;
-Όχι άνθρωπέ μου, δεν κάλεσα κανέναν ιατρό από το Βουκουρέστι.
-Πως όχι, αφού τώρα ήλθε και μου είπε ότι τον κάλεσες για να με συμβουλεύσει. Έφυγε πριν από 5 λεπτά. Ανέβηκε σε μία καρότσα με λευκές αγελάδες, και ξεκίνησε για το Βουκουρέστι. Λοιπόν, κάλεσε τον ιατρό και πλήρωσέ τον.
-Και τι σε συμβούλευσε να κάνεις;
-Αν θέλω να θεραπευθώ μου είπε, να μη σε στενοχωρώ και σε υβρίζω. Λοιπόν, σου υπόσχομαι δεν θα σε λυπήσω πάλι. Αλλά μη ξεχάσεις, πήγαινε το πρωί στο Βουκουρέστι να τον πληρώσεις, διότι εσύ γνωρίζεις που μένει, γιατί εσύ τον κάλεσες!
Το πρωί ο άνδρας της σηκώθηκε τελείως υγιής και ειρηνικός. Η γυναίκα έτρεξε μαζί του με χαρά να ευχαριστήσουν τον Άγιο, για αυτό το μεγάλο θαύμα.

3) Στην περίοδο του πολέμου υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας της Ρουμανίας το έτος 1877 μ.Χ., ένας πιστός χριστιανός από το Βουκουρέστι έστειλε και τα 7 παιδιά του στον πόλεμο. Φοβόταν μη πεθάνουν και τα 7 στα πεδία των μαχών και πήγε και προσευχήθηκε θερμά στον Όσιο Δημήτριο. Συγχρόνως έγραψε τα ονόματά τους σε ένα χαρτί, και το έβαλε κάτω από την κεφαλή του Οσίου. Εκείνος πράγματι προστάτευσε τα παιδιά του, διότι και τα 7 επέστρεψαν μετά από τον πόλεμο στο πατρικό τους σπίτι.

4) Για δύο σχεδόν χρόνια η νεαρή Αλεξαδρινα Π. πήγαινε κάθε Τρίτη στην εκκλησία της ενορίας της,όπου ιερέας είναι ο π. Ντανιέλ Γκόγκα για να της διαβάσει τους εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου,αφού εξαιτίας των κατάρων των γονέων της είχε δαιμονιστεί. Μετα από δυο χρόνια και αφού δεν είχε γίνει ακόμη καλά ο π. Δημήτριος της ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί να προσευχηθούν στα λείψανα του Αγίου Δημητρίου. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα είδε στον ύπνο της μια απαίσια μορφή η οποία την κατατρόμαξε λέγοντάς της με μίσος: «Πρέπει να φύγω από εσένα γιατί φοβάμαι τον Άγιο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δώσεις θα γυρίσω»! Την επόμενη ημέρα - 27 Οκτωβρίου όπου εορτάζεται η μνήμη του Οσίου Δημητρίου του Νέου - περίμεναν στη σειρά για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο. Σ' αυτά τα 10 λεπτά που περίμενε αισθανόνταν πολύ άσχημα και λίγα μέτρα πριν φτάσει στο λείψανο νόμιζε ότι θα λiποθυμησει. Μόλις ασπάστηκε το λείψανο αισθάνθηκε σαν να πήρε το στόμα της φωτιά. Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκλαιγε συνεχώς. Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο ύπνο η Αλεξανδρίνα ξύπνησε εξαντλημένη αλλά αισθανόνταν ελαφριά σαν πούπουλο. Ο Άγιος Δημήτριος είχε κάνει το θαύμα του.

5) 26 Οκτωβρίου 1988 μ.Χ. (Μοναχή Αικατερίνη): «Θαύμα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια στις 12 τη νύχτα,όταν τελείωσε το προσκύνημα στον άγιο. Είχαμε μείνει 5-6 άτομα, εγώ και 2 ιερείς και θέλαμε να βάλουμε το λείψανο τη θέση του. (Ήταν έξω προς προσκύνηση). Η λάρνακα όμως δεν μετακινούνταν. Προσπαθήσαν όλοι αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Ο ιερέας έτρεξε και ξύπνησε τον επίσκοπο. Εκείνος ντυμένος με τα άμφιά του, με δύο διακόνους, δύο ιερείς, θυμιατά, ψαλμωδίες και λάβαρα έφερε τον άγιο μέσα στην εκκλησία. Μόνο με τον πρέποντα σεβασμό θέλησε να μπει! Αυτό προς απάντηση αυτών που βλαστημάνε (και ξέρω πολλούς) και οι οποίοι λένε ότι πρόκειται για κόκκαλα και τσάμπα τα προσκυνάμε».