Πόσο ἐπιθυμῶ τήν ἀρετή· ἀλλ’ αὐτό δέ μ’ ἔχει μάθει
ποιά νά ‘ναι αὐτή ἀλλά καί πώς θά φτάσει καί σ’ ἐμένα
πού τήν ποθῶ˙ ὁ ἀνεκπλήρωτος ὁ πόθος εἶναι πόνος.
Ἄν εἶναι ρεῦμα καθαρό πού δέ σμίγει καθόλου
μέ τά νερά τοῦ χειμώνα πού τρέχουν στίς χαράδρες,
ποιός τήν ἀπάντησε στή γῆ, ρωτιέμαι. Ἤ ἔχει ἀντλήσει
ἀπ’ τήν καρδιά τοῦ βόρβορον ἤ δέχτηκε, τή βαριά σάρκα
σέρνοντας, καί ἀπ’ τό σκοτεινό θολωμένος ἐξωτερικό ἐχθρό
της ζωῆς μας καί τό λασπερό βάραθρο.
Δέν ἦταν κάτι ταιριαστό, ἀφοῦ εἶμαι στάλα πού ἔπηξε
καί κυλῶ μές στή ζωή πού κυλάει, νά μείνω ἔξω ἀπ’ τή ροή.
Μ’ ἄν ἀσημένιο καθαρό δέν ἦταν ρεῦμα μόνο,
ἡ ἀρετή θά ἦταν γιά τούς κατώτερους καί τό ἀνακάτωμα ἄκοσμο.
Πῶς εἶναι ἀρετή αὐτό; νά μοῦ πεῖς. Γιατί κι ἐγώ
πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ τή γοργή σκέψη στρέφω.
Παγωμένο εἶναι τό χιόνι καί λαμπρό,
κόκκινη καί ζεστή ἡ φύση τῆς φωτιᾶς οὔτε σμίγουν
αὐτά τά δύο. Καταλύεται ἡ δύναμή τους προτοῦ ἀναμιχθοῦν.
Καί πώς ἔπεσε ντροπή στήν ἀρετή ἀσχημίζοντας τήν εἰκόνα,
τήν εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ ἡ κακοχάρη ἁμαρτία,
ἄν ἀληθινά εἶμαι Θεός καί κλῆρος δικός του καυχιέμαι ὅτι εἶμαι.
Ἀκούω καί τό ἥμερο ρεῦμα τοῦ Ἀλφειοῦ˙ μέσα ἀπό τήν πικρή
θάλασσα κυλᾶ θαῦμα μεγάλο τό γλυκύ ρεῦμα καί δέν περνᾶ
μέσα τοῦ τό μόλυσμα. Τοῦ ἀέρα μόλυσμα εἶναι ἡ θολούρα
καί ἡ ἀρρώστια στό σῶμα˙ τῆς ἀρετῆς, τό δικό μας σκοτάδι.
Συχνά ἔβαλα φτερά στά πόδια γιά τά ἐπάνω ἀλλά, βαριά,
πού μέ λιώνει φροντίδα μ’ ἔριξε κάτω συχνά πάλι
μέ καταφώτισε τό ἅγιο φῶς τῆς θεότητας ἀλλά μπῆκε
στή μέση ἕνα σύννεφο, κρύφτηκε ἡ μεγάλη λάμψη καί μέ σπάραξε
ποῦ μου διέφυγε ἐνῶ ἤμουν κοντά˙ ποιός φθόνος; Μήπως νά ποθεῖται
πάντοτε ἀπό μένα ποθεῖ τῶν θνητῶν ὁ νόμος, ἤ τοῦτο καλύτερο
εἶναι γιά μένα, μέ δυσκολία ν’ ἀποχτήσω καί μέ δυσκολία νά φυλάξω,
γιατί τοῦτο εἶναι τό μόνιμο, γιά ὅποιο κουράστηκε ὁ νοῦς. Συχνά πάλι
τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ τή διάκριση ὁ ἐχθρός ἀποστέρησε
σάν ἀγρίμι παμπόνηρο ἐφαρμόζοντας σέ ἄλλα ἴχνη τά ἴχνη του,
γιά νά παραπλανήσει μέ τούς δόλους τοῦ τόν κυνηγό τοῦ καλοῦ.
Σέ ἄλλο μέ σπρώχνει πού ἀγαπῶ ἡ σάρκα, σέ ἄλλο ἡ ἐντολή
σέ ἄλλο ὁ Θεός, ὁ φθόνος σέ ἄλλο, σέ τοῦτο ὁ χρόνος σ’ ἐκεῖνο ἡ ἱκανότητα˙
πράττω αὐτό πού μισῶ καί χαίρομαι μέ τίς παρανομίες μου.
Καί γελῶ μέ τό φοβερό θάνατο πού κλείνεται μέσα στά σπλάχνα μου,
καγχάζοντας, κακοχαρά, γιατί κι ὁ ὄλεθρος εἶναι τερπνός.
Τώρα σέρνεται χαμηλά, τώρα μετεωρίζεται˙ τήν ὕβρη περιφρονεῖ
σήμερα, καί ὑβριστής γίνεται αὔριο, διαφορετικός σέ διαφορετικούς
καιρούς σάν κανένα χταπόδι πού παίρνει τό χρῶμα τῆς πέτρας
χύνοντας θερμά δάκρυα, ἀλλά μαζί τους δέ χύθηκε ἡ ἁμαρτία˙
ἄλλα ἄφησα νά χυθοῦν κι ἄλλα ἀμέσως συναθροίζω μέσα μου
γιά νέες ἁμαρτίες κι ἔχω ἀπορρίψει τά φάρμακα τῆς θεραπείας.
Εἶμαι παρθένος στό σῶμα, ἄν εἶμαι καί στό μυαλό δέν καλοξέρω.
Τό σῶμα σκεπάστηκε μέ τήν ντροπή ἀλλά φέρθηκε μ’ ἀναίδεια ὁ νοῦς
βλέπει καθαρά τίς ξένες κακίες κι εἶναι τυφλός γιά τίς δικές του·
οὐράνιος εἶμαι στίς σκέψεις ἀλλά γήινος στίς ἐπιθυμίες,
γαλημένος καί εἰρηνεμένος ἀλλά ἄν κάποιος ἄνεμος
φυσήξει, ἀκόμα καί μικρός, ὀρθώνομαι μέ ὁλοφούσκωτα
κύματα καί δέ σταματᾶ ὁ παφλασμός προτοῦ γίνει
γαλήνη. Ἄν πέσει τότε ὁ θυμός δέν εἶναι μέγα θαῦμα.
Συχνά ἐνῶ καλοδρομίζω μέ ἄριστες ἐλπίδες
καί πιά ἁπλώνομαι πέρα ἀπό τό μέσο τῆς ἀρετῆς,
ξαφνικά μέ ξαναφέρνει πίσω πάλι στήν ἀρχή
ὁ ὀλέθριος ἐχθρός καί βρίσκομαι πάλι νά πατῶ στήν ἄμμο
πού μᾶς ξεγέλασε πιό μπροστά μέ ἀβέβαια βήματα.
Ἀνεβαίνω ἐγώ πάλι καί πάλι μέ πηγαίνει πίσω
περισσότερο ἀπό πρῶτα τό δύστυχο καί περπατῶ πάντα
καί πάντα ὁ φόβος μου μεγάλος· λίγο προχώρησα κι ἀμέσως πίσω.
Μακρά εἶναι ἡ ζωή μου καί δέ θέλω τῆς ζωῆς μου
τή λύση, ποθῶ τή θεραπεία πού ὡστόσο βρίσκεται μακριά μου·
σέ περισσότερες ἡμέρες μαζεύω περισσότερη κακία.
Γι’ αὐτό γιά τό γένος μας ἄς ἰσχύει αὐτή ἡ σκέψη:
Πρώτη εἶναι ἡ καθαρή φύση τῆς Τριάδας κι ἔπειτα
οἱ ἄγγελοι˙ τρίτη ἐγώ ὁ θνητός, φύση ἀμφίβολη·
ἀνάμεσα στή ζωή καί στόν ἀπαίσιο θάνατο
στέκομαι, ἔχοντας πλουσιόδωρο τέλος ἀλλά ὅλο μόχθο,
ἄν καί λίγο μόνο ἄνοιξα τήν πόρτα τῆς κακῆς ζωῆς.
Ἔτσι ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ νοῦ μου.
Ὁ ἄριστος εἶναι αὐτός πού μέσα σέ πλησμονή κακῶν
κρατάει ἰσχνές εἰκόνες τῆς κακίας καί πρός τόν ἀνήφορο
τρέχει μέ τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἀπό φλογερό ἔρωτα
τῆς ἀρετῆς γεμάτος καί καταδιώκοντας καταπόδι τήν κακία.
Κι ὅπως ρεῦμα ποταμοῦ πού ὁρμᾶ σέ ἄλλο ρεῦμα
τραχύ, θολό κι ἄγριο, ἄν ἀνακατωθεῖ,
μέ τό ἀφθονότερο καθαρό νερό τοῦ σκεπάζει τό λασπόνερο,
νά ἡ ἀρετή τοῦ δίπλεχτου ἀνθρώπου, τό παραπάνω εἶναι τῶν οὐράνιων.
Κι ἄν κάποιος ἀπό ἐδῶ ἀκόμα εἶδε τό Θεό ἤ στό βασιλιά
ἔτρεξε σηκώνοντας ἀπό δῶ στόν οὐρανό τή βαριά σάρκα,
αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, οἱ θνητοί ἄς περιορίζονται στό μέτρο.
Ἀλλά ἐμπρός ἄς ἀποθέσω στό νοῦ σου καί τοῦτο τό λόγο:
πώς θά φθάσεις στήν κορυφή τῆς μεγάλης ἀρετῆς,
ἄν μόνη αὐτή εἶναι καθαρή θυσία στόν καθαρό. Δέν πιστεύω
ἐδῶ. Γιατί ἐδῶ στενοχωρεῖ τά μάτια πυκνός καπνός
κι εἴμ’ εὐχαριστημένος ἄν τοῦ ξεφύγω ἔστω καί μέ πικρά δάκρυα.
Δέν ἔγινε τότε ἡ ἀρετή δῶρο μονάχα σ’ ἐσένα τοῦ μεγάλου Θεοῦ
τιμώντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀλλά εἶναι καί δική σου ἐπιθυμία˙
κι οὔτε εἶναι ἐπιθυμία σου μόνο, θέλει καί ἀνώτερη δύναμη,
ὅπως οὔτε ἡ δική μου ὅραση εἶδε μόνη της ὅσα βλέπομε
κι ἄς εἶναι καί πολύ δυνατή, χωρίς τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Φαέθοντα
Αὐτός ἔδωσε λάμψη στά μάτια, κι αὐτός φάνηκε σ’ αὐτό.
Δύο εἶναι τοῦ μεγάλου Θεοῦ σχετικά μέ τά καλά ἔργα οἱ μοῖρες,
ἡ πρώτη καί ἡ τελευταία καί μία εἶναι ἡ δική μου.
Ἐκεῖνος μ’ ἔκανε δεκτικό του καλοῦ καί μοῦ ἔδωσε τή δύναμη γι’ αὐτό.
Κι ἐγώ δρομέας στή μέση του σταδίου ὄχι πολύ ἐλαφρός
τρέχω, ὄχι δίχως βραβεῖο, τεντώνοντας τά μέλη μου στά ἅλματα
ἔχοντας τό Χριστό πνοή μου, τό Χριστό δύναμη κι εὐτυχία θαυμαστή,
πού καί τά μάτια μου καθαρίζει καί μοῦ ἐξασφαλίζει δρόμο καλό.
Χωρίς αὐτόν ὅλοι οἱ θνητοί εἶναι παιγνίδια μάταια,
εἶναι ζωντανοί νεκροί πού σκορποῦν ὀσμή ἁμαρτίας.
Εἶδες πουλί νά πετάει δίχως ἀέρα;
οὔτε κολυμπᾶ τό θαλασσοπλάνητο δελφίνι χωρίς νερό.
Ἔτσι καί χωρίς τό Χριστό ὁ θνητός δέν κάνει μήτε βῆμα.
Γι’ αὐτό μή μᾶς κάνεις τό σπουδαῖο μήτε σ’ ἐσένα
νά στηρίζεις μέ τό νοῦ σου τή δύναμή σου κι ἄς εἶσαι πάνσοφος.
Μήτε βλέποντας κάποιον πιό χαμηλά νά σηκωθεῖς στά ὕψη
σά νά ἔχεις νικήσει τούς πάντες καί βαδίζεις κοντά στό τέρμα.
Μένει ἐδῶ ἀπ’ τό τέρμα ὅποιος δέ βλέπει τό τέρμα τῆς πορείας.
Μήν τρομάζεις ὑπερβολικά μήτε νά εἶσαι ὑπερβολικά θαρραλέος·
ἡ ἔπαρση σέ γκρέμισε στή γῆ, ἡ ἐλπίδα σέ σήκωσε στόν οὐρανό.
Ὀργίζεται ὁ Θεός μέ τίς ὑπερβολικές περηφάνειες.
Πιάσε τοῦτο μέ τά χέρια σου, ἔλπιζε ἐκεῖνο, λύγιζε στό ἄλλο˙
νά, ἡ φρονιμάδα, νά ξέρεις τά ὅρια τῆς ζωῆς σου.
Εἶναι ἴσο κακό ν’ ἀπελπίζεσαι γιά τά καλά
καί νά ἔχεις μεγάλο θάρρος ὅτι τό ἄριστο εἶναι εὔκολο.
Καί μέ τό ἕνα καί μέ τό ἄλλο βάζεις στό νοῦ σου κακές διακοπές τῆς πορείας σου·
πάντοτε τεντωμένο στά χέρια σου τό τόξο ἄς σκοπεύει τό στόχο.
Μήτε πέρα ἀπό τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου Χριστοῦ νά χτυπᾶς,
μήτε πιό δῶ· δέν πετυχαίνεις τό στόχο οὔτε ἔτσι οὔτ’ ἀλλιῶς.
Καί τό παραπάνω συχνά εἶναι ἄχρηστο, ὅταν καινούργια
δόξα ποθώντας ρίχνομε μέ παρατεντωμένο τόξο.
Ἄν μεγαλοφρονεῖς θά σού θυμίσω πώς ἦρθες στή ζωή.
Τί ἤσουν πρωτύτερα, μέ ποιά μορφή κρυβόσουν στά σπλάγχνα
καί τί θά εἶσαι ἀργότερα˙ σκόνη καί τροφή τῶν σκουληκιῶν
μήν ἔχοντας στούς νεκρούς τίποτα παραπάνω ἀπό τόν πιό ἀσήμαντο.
Ἄν ταπεινοφρονεῖς, ἔχεις γίνει τοῦ Χριστοῦ πλάσμα
καί πνοή καί σεβαστό μέρος ἐκείνου πού σ’ ἔπλασε˙
εἶσαι οὐράνιος κι ἐπίγειος, Θεός πού ἔγινες καί εἶσαι ἔργο ἀΐδιο,
μέ τοῦ Χριστοῦ τά πάθη βαδίζοντας σέ ἄφθαρτη δόξα.
Γι’ αὐτό μή χαρίζεσαι στό σῶμα, νά μήν ἀγαπᾶς
τά περιττά της ζωῆς αὐτῆς ἀλλά νά τό κάνεις ὡραῖο ναό.
Ὁ θνητός εἶναι ναός τοῦ μεγάλου Θεοῦ πού τόν ἔπλασε
καί κινεῖται ἀπό τή γῆ καί βαδίζει πάντα πρός τόν οὐρανό.
Αὐτόν ἐγώ παρακαλῶ νά τόν διατηρεῖς εὐωδιαστό
μέ κάθε πράξη σου καί λόγο καί νά ἔχει πάντα μέσα τό Θεό,
ἄριστο πάντοτε, πραγματικό ὄχι φαινομενικό.
Μή κοκκινοβαμμένο, πολύχρωμο καράβι, πού ἀστράφτει
ἀπό ψεύτικη ὀμορφιά, μή ρίξεις στήν πλάτη τῆς θάλλασας
ἀλλά καλοκάρφωτο, καλοτάξιδο, στέρεα δεμένο
ἀπό τά χέρια τοῦ ναυπηγοῦ, πού πετάει γοργά στά κύματα.
Ἄς προχωρεῖ καθένας μπροστά κι ὅλοι νά κρατιέστε ἀπό τό Θεό
καί ὁ σοφός κι ὁ δυνατός κι ὁ πλούσιος κι ὁ ἀναγκασμένος,
τό Θεό, τήν ἀκλόνητη ἄγκυρα. Ἀπό κεῖ ἄς δέσουν τά σκοινιά
ὅλοι καί πιό πολύ ἐγώ πού κάθομαι σέ θρόνο ὑψηλό,
ὁδηγώντας μέ τίς θυσίες μου τό λαό στόν οὐρανό, πού ἔχω τόσο βάρος˙
ὅταν προσβάλλω τό Χριστό μέ μαυρισμένη ψυχή,
πόση δόξα ἀποχτῶ ὅταν πλησιάζω τή θεότητα.
Γιατί τά μέτρα τοῦ Θεοῦ τ’ ἀκολουθοῦν καί τά μέτρα τῆς ζωῆς
κι ὅπως πάλι εἶναι τά μέτρα τῆς ζωῆς εἶναι καί τοῦ Θεοῦ τά μέτρα.
Ἔτσι ἄν φρονεῖς κυβερνᾶς ἐδῶ σίγουρη τή ζωή σου
τώρα κι ἔπειτα μαζί μέ τήν ἀνώτερη ἀκολουθία τοῦ Θεοῦ,
ὅποτε θά διαλυθεῖ ὁ ἴσκιος τῆς ζωῆς αὐτῆς μέσα στό φῶς τῆς ἡμέρας.
ποιά νά ‘ναι αὐτή ἀλλά καί πώς θά φτάσει καί σ’ ἐμένα
πού τήν ποθῶ˙ ὁ ἀνεκπλήρωτος ὁ πόθος εἶναι πόνος.
Ἄν εἶναι ρεῦμα καθαρό πού δέ σμίγει καθόλου
μέ τά νερά τοῦ χειμώνα πού τρέχουν στίς χαράδρες,
ποιός τήν ἀπάντησε στή γῆ, ρωτιέμαι. Ἤ ἔχει ἀντλήσει
ἀπ’ τήν καρδιά τοῦ βόρβορον ἤ δέχτηκε, τή βαριά σάρκα
σέρνοντας, καί ἀπ’ τό σκοτεινό θολωμένος ἐξωτερικό ἐχθρό
της ζωῆς μας καί τό λασπερό βάραθρο.
Δέν ἦταν κάτι ταιριαστό, ἀφοῦ εἶμαι στάλα πού ἔπηξε
καί κυλῶ μές στή ζωή πού κυλάει, νά μείνω ἔξω ἀπ’ τή ροή.
Μ’ ἄν ἀσημένιο καθαρό δέν ἦταν ρεῦμα μόνο,
ἡ ἀρετή θά ἦταν γιά τούς κατώτερους καί τό ἀνακάτωμα ἄκοσμο.
Πῶς εἶναι ἀρετή αὐτό; νά μοῦ πεῖς. Γιατί κι ἐγώ
πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ τή γοργή σκέψη στρέφω.
Παγωμένο εἶναι τό χιόνι καί λαμπρό,
κόκκινη καί ζεστή ἡ φύση τῆς φωτιᾶς οὔτε σμίγουν
αὐτά τά δύο. Καταλύεται ἡ δύναμή τους προτοῦ ἀναμιχθοῦν.
Καί πώς ἔπεσε ντροπή στήν ἀρετή ἀσχημίζοντας τήν εἰκόνα,
τήν εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ ἡ κακοχάρη ἁμαρτία,
ἄν ἀληθινά εἶμαι Θεός καί κλῆρος δικός του καυχιέμαι ὅτι εἶμαι.
Ἀκούω καί τό ἥμερο ρεῦμα τοῦ Ἀλφειοῦ˙ μέσα ἀπό τήν πικρή
θάλασσα κυλᾶ θαῦμα μεγάλο τό γλυκύ ρεῦμα καί δέν περνᾶ
μέσα τοῦ τό μόλυσμα. Τοῦ ἀέρα μόλυσμα εἶναι ἡ θολούρα
καί ἡ ἀρρώστια στό σῶμα˙ τῆς ἀρετῆς, τό δικό μας σκοτάδι.
Συχνά ἔβαλα φτερά στά πόδια γιά τά ἐπάνω ἀλλά, βαριά,
πού μέ λιώνει φροντίδα μ’ ἔριξε κάτω συχνά πάλι
μέ καταφώτισε τό ἅγιο φῶς τῆς θεότητας ἀλλά μπῆκε
στή μέση ἕνα σύννεφο, κρύφτηκε ἡ μεγάλη λάμψη καί μέ σπάραξε
ποῦ μου διέφυγε ἐνῶ ἤμουν κοντά˙ ποιός φθόνος; Μήπως νά ποθεῖται
πάντοτε ἀπό μένα ποθεῖ τῶν θνητῶν ὁ νόμος, ἤ τοῦτο καλύτερο
εἶναι γιά μένα, μέ δυσκολία ν’ ἀποχτήσω καί μέ δυσκολία νά φυλάξω,
γιατί τοῦτο εἶναι τό μόνιμο, γιά ὅποιο κουράστηκε ὁ νοῦς. Συχνά πάλι
τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ τή διάκριση ὁ ἐχθρός ἀποστέρησε
σάν ἀγρίμι παμπόνηρο ἐφαρμόζοντας σέ ἄλλα ἴχνη τά ἴχνη του,
γιά νά παραπλανήσει μέ τούς δόλους τοῦ τόν κυνηγό τοῦ καλοῦ.
Σέ ἄλλο μέ σπρώχνει πού ἀγαπῶ ἡ σάρκα, σέ ἄλλο ἡ ἐντολή
σέ ἄλλο ὁ Θεός, ὁ φθόνος σέ ἄλλο, σέ τοῦτο ὁ χρόνος σ’ ἐκεῖνο ἡ ἱκανότητα˙
πράττω αὐτό πού μισῶ καί χαίρομαι μέ τίς παρανομίες μου.
Καί γελῶ μέ τό φοβερό θάνατο πού κλείνεται μέσα στά σπλάχνα μου,
καγχάζοντας, κακοχαρά, γιατί κι ὁ ὄλεθρος εἶναι τερπνός.
Τώρα σέρνεται χαμηλά, τώρα μετεωρίζεται˙ τήν ὕβρη περιφρονεῖ
σήμερα, καί ὑβριστής γίνεται αὔριο, διαφορετικός σέ διαφορετικούς
καιρούς σάν κανένα χταπόδι πού παίρνει τό χρῶμα τῆς πέτρας
χύνοντας θερμά δάκρυα, ἀλλά μαζί τους δέ χύθηκε ἡ ἁμαρτία˙
ἄλλα ἄφησα νά χυθοῦν κι ἄλλα ἀμέσως συναθροίζω μέσα μου
γιά νέες ἁμαρτίες κι ἔχω ἀπορρίψει τά φάρμακα τῆς θεραπείας.
Εἶμαι παρθένος στό σῶμα, ἄν εἶμαι καί στό μυαλό δέν καλοξέρω.
Τό σῶμα σκεπάστηκε μέ τήν ντροπή ἀλλά φέρθηκε μ’ ἀναίδεια ὁ νοῦς
βλέπει καθαρά τίς ξένες κακίες κι εἶναι τυφλός γιά τίς δικές του·
οὐράνιος εἶμαι στίς σκέψεις ἀλλά γήινος στίς ἐπιθυμίες,
γαλημένος καί εἰρηνεμένος ἀλλά ἄν κάποιος ἄνεμος
φυσήξει, ἀκόμα καί μικρός, ὀρθώνομαι μέ ὁλοφούσκωτα
κύματα καί δέ σταματᾶ ὁ παφλασμός προτοῦ γίνει
γαλήνη. Ἄν πέσει τότε ὁ θυμός δέν εἶναι μέγα θαῦμα.
Συχνά ἐνῶ καλοδρομίζω μέ ἄριστες ἐλπίδες
καί πιά ἁπλώνομαι πέρα ἀπό τό μέσο τῆς ἀρετῆς,
ξαφνικά μέ ξαναφέρνει πίσω πάλι στήν ἀρχή
ὁ ὀλέθριος ἐχθρός καί βρίσκομαι πάλι νά πατῶ στήν ἄμμο
πού μᾶς ξεγέλασε πιό μπροστά μέ ἀβέβαια βήματα.
Ἀνεβαίνω ἐγώ πάλι καί πάλι μέ πηγαίνει πίσω
περισσότερο ἀπό πρῶτα τό δύστυχο καί περπατῶ πάντα
καί πάντα ὁ φόβος μου μεγάλος· λίγο προχώρησα κι ἀμέσως πίσω.
Μακρά εἶναι ἡ ζωή μου καί δέ θέλω τῆς ζωῆς μου
τή λύση, ποθῶ τή θεραπεία πού ὡστόσο βρίσκεται μακριά μου·
σέ περισσότερες ἡμέρες μαζεύω περισσότερη κακία.
Γι’ αὐτό γιά τό γένος μας ἄς ἰσχύει αὐτή ἡ σκέψη:
Πρώτη εἶναι ἡ καθαρή φύση τῆς Τριάδας κι ἔπειτα
οἱ ἄγγελοι˙ τρίτη ἐγώ ὁ θνητός, φύση ἀμφίβολη·
ἀνάμεσα στή ζωή καί στόν ἀπαίσιο θάνατο
στέκομαι, ἔχοντας πλουσιόδωρο τέλος ἀλλά ὅλο μόχθο,
ἄν καί λίγο μόνο ἄνοιξα τήν πόρτα τῆς κακῆς ζωῆς.
Ἔτσι ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ νοῦ μου.
Ὁ ἄριστος εἶναι αὐτός πού μέσα σέ πλησμονή κακῶν
κρατάει ἰσχνές εἰκόνες τῆς κακίας καί πρός τόν ἀνήφορο
τρέχει μέ τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἀπό φλογερό ἔρωτα
τῆς ἀρετῆς γεμάτος καί καταδιώκοντας καταπόδι τήν κακία.
Κι ὅπως ρεῦμα ποταμοῦ πού ὁρμᾶ σέ ἄλλο ρεῦμα
τραχύ, θολό κι ἄγριο, ἄν ἀνακατωθεῖ,
μέ τό ἀφθονότερο καθαρό νερό τοῦ σκεπάζει τό λασπόνερο,
νά ἡ ἀρετή τοῦ δίπλεχτου ἀνθρώπου, τό παραπάνω εἶναι τῶν οὐράνιων.
Κι ἄν κάποιος ἀπό ἐδῶ ἀκόμα εἶδε τό Θεό ἤ στό βασιλιά
ἔτρεξε σηκώνοντας ἀπό δῶ στόν οὐρανό τή βαριά σάρκα,
αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, οἱ θνητοί ἄς περιορίζονται στό μέτρο.
Ἀλλά ἐμπρός ἄς ἀποθέσω στό νοῦ σου καί τοῦτο τό λόγο:
πώς θά φθάσεις στήν κορυφή τῆς μεγάλης ἀρετῆς,
ἄν μόνη αὐτή εἶναι καθαρή θυσία στόν καθαρό. Δέν πιστεύω
ἐδῶ. Γιατί ἐδῶ στενοχωρεῖ τά μάτια πυκνός καπνός
κι εἴμ’ εὐχαριστημένος ἄν τοῦ ξεφύγω ἔστω καί μέ πικρά δάκρυα.
Δέν ἔγινε τότε ἡ ἀρετή δῶρο μονάχα σ’ ἐσένα τοῦ μεγάλου Θεοῦ
τιμώντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀλλά εἶναι καί δική σου ἐπιθυμία˙
κι οὔτε εἶναι ἐπιθυμία σου μόνο, θέλει καί ἀνώτερη δύναμη,
ὅπως οὔτε ἡ δική μου ὅραση εἶδε μόνη της ὅσα βλέπομε
κι ἄς εἶναι καί πολύ δυνατή, χωρίς τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Φαέθοντα
Αὐτός ἔδωσε λάμψη στά μάτια, κι αὐτός φάνηκε σ’ αὐτό.
Δύο εἶναι τοῦ μεγάλου Θεοῦ σχετικά μέ τά καλά ἔργα οἱ μοῖρες,
ἡ πρώτη καί ἡ τελευταία καί μία εἶναι ἡ δική μου.
Ἐκεῖνος μ’ ἔκανε δεκτικό του καλοῦ καί μοῦ ἔδωσε τή δύναμη γι’ αὐτό.
Κι ἐγώ δρομέας στή μέση του σταδίου ὄχι πολύ ἐλαφρός
τρέχω, ὄχι δίχως βραβεῖο, τεντώνοντας τά μέλη μου στά ἅλματα
ἔχοντας τό Χριστό πνοή μου, τό Χριστό δύναμη κι εὐτυχία θαυμαστή,
πού καί τά μάτια μου καθαρίζει καί μοῦ ἐξασφαλίζει δρόμο καλό.
Χωρίς αὐτόν ὅλοι οἱ θνητοί εἶναι παιγνίδια μάταια,
εἶναι ζωντανοί νεκροί πού σκορποῦν ὀσμή ἁμαρτίας.
Εἶδες πουλί νά πετάει δίχως ἀέρα;
οὔτε κολυμπᾶ τό θαλασσοπλάνητο δελφίνι χωρίς νερό.
Ἔτσι καί χωρίς τό Χριστό ὁ θνητός δέν κάνει μήτε βῆμα.
Γι’ αὐτό μή μᾶς κάνεις τό σπουδαῖο μήτε σ’ ἐσένα
νά στηρίζεις μέ τό νοῦ σου τή δύναμή σου κι ἄς εἶσαι πάνσοφος.
Μήτε βλέποντας κάποιον πιό χαμηλά νά σηκωθεῖς στά ὕψη
σά νά ἔχεις νικήσει τούς πάντες καί βαδίζεις κοντά στό τέρμα.
Μένει ἐδῶ ἀπ’ τό τέρμα ὅποιος δέ βλέπει τό τέρμα τῆς πορείας.
Μήν τρομάζεις ὑπερβολικά μήτε νά εἶσαι ὑπερβολικά θαρραλέος·
ἡ ἔπαρση σέ γκρέμισε στή γῆ, ἡ ἐλπίδα σέ σήκωσε στόν οὐρανό.
Ὀργίζεται ὁ Θεός μέ τίς ὑπερβολικές περηφάνειες.
Πιάσε τοῦτο μέ τά χέρια σου, ἔλπιζε ἐκεῖνο, λύγιζε στό ἄλλο˙
νά, ἡ φρονιμάδα, νά ξέρεις τά ὅρια τῆς ζωῆς σου.
Εἶναι ἴσο κακό ν’ ἀπελπίζεσαι γιά τά καλά
καί νά ἔχεις μεγάλο θάρρος ὅτι τό ἄριστο εἶναι εὔκολο.
Καί μέ τό ἕνα καί μέ τό ἄλλο βάζεις στό νοῦ σου κακές διακοπές τῆς πορείας σου·
πάντοτε τεντωμένο στά χέρια σου τό τόξο ἄς σκοπεύει τό στόχο.
Μήτε πέρα ἀπό τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου Χριστοῦ νά χτυπᾶς,
μήτε πιό δῶ· δέν πετυχαίνεις τό στόχο οὔτε ἔτσι οὔτ’ ἀλλιῶς.
Καί τό παραπάνω συχνά εἶναι ἄχρηστο, ὅταν καινούργια
δόξα ποθώντας ρίχνομε μέ παρατεντωμένο τόξο.
Ἄν μεγαλοφρονεῖς θά σού θυμίσω πώς ἦρθες στή ζωή.
Τί ἤσουν πρωτύτερα, μέ ποιά μορφή κρυβόσουν στά σπλάγχνα
καί τί θά εἶσαι ἀργότερα˙ σκόνη καί τροφή τῶν σκουληκιῶν
μήν ἔχοντας στούς νεκρούς τίποτα παραπάνω ἀπό τόν πιό ἀσήμαντο.
Ἄν ταπεινοφρονεῖς, ἔχεις γίνει τοῦ Χριστοῦ πλάσμα
καί πνοή καί σεβαστό μέρος ἐκείνου πού σ’ ἔπλασε˙
εἶσαι οὐράνιος κι ἐπίγειος, Θεός πού ἔγινες καί εἶσαι ἔργο ἀΐδιο,
μέ τοῦ Χριστοῦ τά πάθη βαδίζοντας σέ ἄφθαρτη δόξα.
Γι’ αὐτό μή χαρίζεσαι στό σῶμα, νά μήν ἀγαπᾶς
τά περιττά της ζωῆς αὐτῆς ἀλλά νά τό κάνεις ὡραῖο ναό.
Ὁ θνητός εἶναι ναός τοῦ μεγάλου Θεοῦ πού τόν ἔπλασε
καί κινεῖται ἀπό τή γῆ καί βαδίζει πάντα πρός τόν οὐρανό.
Αὐτόν ἐγώ παρακαλῶ νά τόν διατηρεῖς εὐωδιαστό
μέ κάθε πράξη σου καί λόγο καί νά ἔχει πάντα μέσα τό Θεό,
ἄριστο πάντοτε, πραγματικό ὄχι φαινομενικό.
Μή κοκκινοβαμμένο, πολύχρωμο καράβι, πού ἀστράφτει
ἀπό ψεύτικη ὀμορφιά, μή ρίξεις στήν πλάτη τῆς θάλλασας
ἀλλά καλοκάρφωτο, καλοτάξιδο, στέρεα δεμένο
ἀπό τά χέρια τοῦ ναυπηγοῦ, πού πετάει γοργά στά κύματα.
Ἄς προχωρεῖ καθένας μπροστά κι ὅλοι νά κρατιέστε ἀπό τό Θεό
καί ὁ σοφός κι ὁ δυνατός κι ὁ πλούσιος κι ὁ ἀναγκασμένος,
τό Θεό, τήν ἀκλόνητη ἄγκυρα. Ἀπό κεῖ ἄς δέσουν τά σκοινιά
ὅλοι καί πιό πολύ ἐγώ πού κάθομαι σέ θρόνο ὑψηλό,
ὁδηγώντας μέ τίς θυσίες μου τό λαό στόν οὐρανό, πού ἔχω τόσο βάρος˙
ὅταν προσβάλλω τό Χριστό μέ μαυρισμένη ψυχή,
πόση δόξα ἀποχτῶ ὅταν πλησιάζω τή θεότητα.
Γιατί τά μέτρα τοῦ Θεοῦ τ’ ἀκολουθοῦν καί τά μέτρα τῆς ζωῆς
κι ὅπως πάλι εἶναι τά μέτρα τῆς ζωῆς εἶναι καί τοῦ Θεοῦ τά μέτρα.
Ἔτσι ἄν φρονεῖς κυβερνᾶς ἐδῶ σίγουρη τή ζωή σου
τώρα κι ἔπειτα μαζί μέ τήν ἀνώτερη ἀκολουθία τοῦ Θεοῦ,
ὅποτε θά διαλυθεῖ ὁ ἴσκιος τῆς ζωῆς αὐτῆς μέσα στό φῶς τῆς ἡμέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου