Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙ

Ο... σκανδαλισμός της γερόντισσας!



   Η θεία Λειτουργία της Κυριακής μόλις είχε τελειώσει. Η ατμόσφαιρα στον ναό ήταν διάχυτη από τη χάρη του Θεού. Η οσμή ευωδίας από το λιβάνι και το κερί είχαν διαποτίσει ακόμα και τους τοίχους. Κοντά στους ιστορημένους αγίους που σε αγκάλιαζαν από παντού, ένιωθες ότι κολυμπάς στο… μέλι. Μελωμένες πράγματι και οι αγιογραφίες. Ποιος ξέρει τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, κι ένα μικρό παιδάκι στην αγκαλιά του πατέρα του που πάσχιζε να το φέρει κοντά στις εικόνες να τις φιλήσει, εκείνο ήθελε και να τις… γλείφει! Οι άγιοι σού χαμογελούσαν, ευχαριστημένοι που είδαν για μία ακόμη φορά να έχουν τελεστεί τα μυστήρια του Θεού. Οι άγγελοι κρατούσαν συγχορδία στη συστολή του ιερέα: μάζευαν κι αυτοί τα φτερά τους! Ο Κύριος εν χαρά μεγίστη· που προκλήθηκε να μοιράσει τον εαυτό Του στους κοινωνημένους πιστούς, οι οποίοι θα Τον μετέφεραν στα σπίτια τους και στην καθημερινότητά τους.
Οι πιστοί, πλην ολίγων που είχαν κάποια επείγουσα εργασία, κατέβηκαν στο υπόγειο του ναού για τον καθιερωμένο καφέ. Το υπόγειο λειτουργούσε ως αίθουσα πολλαπλών χρήσεων: προσφορά πρωινού καφέ μετά τη θεία Λειτουργία, προσφορά καφέ σε μνημόσυνα, τόπος πνευματικών συνάξεων για μελέτη Αγίας Γραφής, αίθουσα κατηχητικών… Μεγάλη ευλογία για τον ναό! Εκεί πραγματοποιείτο η λειτουργία μετά τη… Λειτουργία. Κι εκεί η ατμόσφαιρα πανηγυρική και ευχάριστη.

Ο ιερέας κατέλυσε και ξεφόρεσε. Κατέβηκε κι αυτός να συναντήσει τους ενορίτες του, να πιει κι αυτός τον καφέ του. Πριν καθίσει, έκανε ένα γύρο στα διάσπαρτα τραπέζια. Σε όλους είχε κάτι να πει: έναν ενθαρρυντικό λόγο, μία σύντομη παρατήρηση στο πρόβλημα που πεταχτά κάποιος του έλεγε, ένα αστείο. Σε κάποιους απλώς κτύπησε φιλικά την πλάτη. Ο αδελφός ανάμεσα στους αγαπημένους αδελφούς. Ο πατέρας μαζί με τα παιδιά του!

Κάθισε κι αυτός και σερβιρίστηκε. Οι γύρω του που είχαν προλάβει τις θέσεις χαίρονταν την παρουσία του. Ο καθένας ήθελε και κάτι να του πει. Όλους τους άκουγε με χαμόγελο και ευχαρίστηση. Ορισμένοι ήθελαν να τον… μονοπωλήσουν. Πάντα συμβαίνει κι αυτό. Οι άλλοι βεβαίως δεν τον άφησαν. Ο παπάς ήταν ο παπάς τους. Για όλους.

Είδε την ηλικιωμένη γυναίκα που πάντα ήταν πρώτη στη διακονία, να στέκεται παράμερα, σαν να τον περίμενε. Φαινόταν ότι κάτι την απασχολούσε, αλλά δίσταζε με όλους αυτούς που τον περιτριγύριζαν.
«Τι κάνετε, κ. Πηνελόπη;» τη ρώτησε ο παπάς. «Ελάτε πιο κοντά. Καθίστε κι εσείς λίγο μαζί μας. Μια ζωή μας υπηρετείτε όλους. Πιείτε κι εσείς το καφεδάκι σας».
Η κ. Πηνελόπη διστακτικά προχώρησε. Τα μάγουλά της ήταν λίγο κοκκινισμένα. «Πάτερ», είπε γέρνοντας λίγο προς τον ιερέα. «Πάτερ, θέλω έπειτα κάτι να σας ρωτήσω, που καιρό τώρα με απασχολεί και με ενοχλεί. Σαν αγκάθι τριβελίζει μέσα στο μυαλό μου. Κι ιδιαιτέρως σήμερα, δεν ξέρω γιατί, ήταν αυτό που απορρόφησε τόσο τη σκέψη μου, σαν λογισμός εκ του πονηρού σχεδόν, που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και στη Θεία Λειτουργία».
«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε ψιθυριστά σχεδόν και ο ιερέας. «Θέλετε να ρωτήσετε τώρα, ή λίγο αργότερα, όταν φύγουν οι πολλοί;»
Φύγανε οι πολλοί, έμειναν ελάχιστοι, ο ιερέας έμεινε με την κ. Πηνελόπη.
«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε στην αγαθή γυναίκα, η οποία μπορεί να μην ήξερε πολλά γράμματα, όμως στην καρδιά της είχε αναμμένο πυρσό αγάπης του Θεού. «Τι σας απασχολεί»;
«Όπως σας είπα, πάει πολύς καιρός που μ’ ενοχλεί αυτό που ακούω, αλλά σήμερα μου έχει καρφωθεί, όπως σας είπα, στο μυαλό. Λοιπόν, πατέρα μου, φταίτε… κι εσείς για τον πειρασμό μου αυτόν, όπως και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί που ακούω, όταν δεν έρχομαι στον ναό και ακούω από ραδιοφώνου τη Λειτουργία».
Ο ιερέας στενοχωρήθηκε. Ο ίδιος να γινόταν αιτία πειρασμού σε μία τόσο αγαθή γερόντισσα; Μία ρυτίδα αυλάκωσε για λίγο το μέτωπό του.
«Λοιπόν», συνέχισε η γυναίκα, «πρόκειται για κάτι που σχετίζεται με την Παναγία μας. Νιώθω ότι μ’ αυτό που λέτε, όπως το λέτε, την… υποβαθμίζεται, την προσβάλλεται – πώς να το πω; Και η Παναγία είναι Παναγία. Είναι το λατρευτό μας πρόσωπο. Μετά τον Χριστό μας, όπως και σεις ο ίδιος λέτε, σ’ αυτήν αναφερόμαστε. Θυμάμαι μάλιστα και τη φράση που συνεχώς μας λέτε: Θεός μετά Θεό!»
Έπεφτε από τα σύννεφα ο παπάς. Υποβαθμίζει κ αυτός την… Παναγία και δεν το έχει πάρει είδηση; Μα τι συμβαίνει; Δεν μίλησε. Άφησε την Πηνελόπη να ολοκληρώσει.
Η γυναίκα έκανε μία παύση. Σαν να δίσταζε να εκστομίσει τη… «βλασφημία»! Στο τέλος είπε αποφασιστικά.
«Πάτερ, γιατί την Παναγία Μάνα μας, που είναι η Δέσποινα του Κόσμου, εσείς και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί τη λέτε «Δεσποινίς»;»
Κάτι άρχισε να καταλαβαίνει ο παπάς. «Πότε γίνεται αυτό, κ. Πηνελόπη μου;»
«Ε, να, τότε που λέτε «Της Παναγίας, αχράντου..», μετά αντί να πείτε Δέσποινας λέτε, «Δεσποινίς»!!»
Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα χείλη του ιερέα και χαμογέλασε πλατιά. Αγκάλιασε τη γερόντισσα και εξακολουθώντας να χαμογελά της είπε.
«Κυρία Πηνελόπη μου, φταίει που δεν ξέρετε καλά τη γραμματική της ελληνικής γ λ ώ σ σ η ς», είπε και τόνισε ιδιαιτέρως το «γλώσσης». Είδατε τι μόλις είπα κ. Πηνελόπη; Είπα όχι γλώσσας, αλλά γλώσσης. Είναι λάθος αυτό»;
«Όχι, πάτερ», μουρμούρισε η αγαθή γυναίκα, χωρίς να καταλαβαίνει την ερώτηση του ιερέα.
«Να, τι συμβαίνει κ. Πηνελόπη. Στην αρχαία ελληνική, η Δέσποινα κάνει γενική της Δεσποίνης και όχι της Δέσποινας. Όπως συμβαίνει και με το γλώσσα, με τη θάλασσα και με ένα σωρό ακόμη λέξεις. Δεν θέλω να κάνουμε τώρα μάθημα γραμματικής, αλλά δεν είναι λάθος αυτό που λέμε, κ. Πηνελόπη μου. Η Δέσποινα είναι της Δεσποίνης, δηλαδή της Δέσποινας. Οπότε λέμε στην αίτηση: «Της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», και όχι «Δεσποινίς». Επειδή μάλλον λέμε την αίτηση με τρόπο εμμελή, λίγο τραγουδιστά δηλαδή, ακούτε τον τόνο να κατεβαίνει στη λήγουσα που λέμε».
«Α!», είπε η κ. Πηνελόπη. «Να με συμπαθάτε, πάτερ, δεν ξέρω πολλά γράμματα, και γι’ αυτό το είχα παρεξηγήσει. Συγγνώμη, πάτερ, που σας στενοχώρησα».
«Να είστε καλά, κ. Πηνελόπη. Ό,τι θέλετε να ρωτάτε κι αν μπορώ θα σας απαντώ. Μάλλον όμως πρέπει κι εμείς οι ιερείς να προσέχουμε καλύτερα στο πώς λέμε τις αιτήσεις και τις ευχές, για να μη δημιουργούνται προβλήματα…».

Αγιότητα - Αρετή - Αγώνας (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι του λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους Αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράμματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας μας κυριεύει πολλές φορές. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιόν του Θεού!
Γι’ αυτό πολλές φορές, να σας πω, πατέρες, εφοβήθηκα την κρίση του Θεού. Είναι σύμφωνος ο Θεός με μένανε η μήπως αλλάζει ο Θεός; «Εμνήσθην των κριμάτων Σου και εφοβήθην, εμνήσθην των κριμάτων Σου και παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118, 12,52). Έτσι είναι.
Ο Σταυρός δεν λείπει. Γιατί; Γιατί εφόσον κι ο αρχηγός μας ανέβηκε στον Σταυρό, κι εμείς θ’ ανεβούμε, να πούμε. Αλλά απ’ τη μια πλευρά είναι γλυκύς και ελαφρός, απ’ την άλλη μεριά είναι πικρός και βαρύς. Κατά την προαίρεσή μας. Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι, φελλός. Αν τον πάρεις, δηλαδή, απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος.
Γι’ αυτό, και μένα η πείρα αυτό με δίδαξε. Το θέλημα του Θεού να γίνει. Ήταν απ’ το Θεό έτσι. Και ειρηνεύεις, να πούμε. Αν πεις, μα γιατί ετούτο, εκείνο, δεν ειρηνεύεις, δεν ειρηνεύεις. Δεν ήταν το θέλημα του Θεού να φύγω την Κυριακή, ήταν τη Δευτέρα? δεν ήθελε ο Θεός την Τρίτη, ήθελε να φύγω την Τετάρτη ε, ο Θεός έτσι τα ‘φέρε. Αν τα πάρεις απ’ την άλλη πλευρά με την κρίση την δική σου, θα σφάλλεις και μισθόν δεν έχεις. Μισθόν δεν έχεις!
Μέσα σου βράζει η χαρά, να μη φαίνεται, μέσα σου να βράζει η λύπη, η κόλαση, αλλά να μην το εξωτερικεύεις. Αυτός είναι ο καλόγηρος.
Ειδάλλως, εσύ εκεί κι εγώ εδώ, και να προσευχώμεθα, να μην ακούει ο ένας τον άλλονε.
Μπορείς να κατανύσσεσαι εσύ κι εγώ εδώ, κι ο ένας να μην παίρνει μυρωδιά τον άλλονε.
Αυτό είναι κατά Θεόν. Άμα το εξωτερικεύεις, είτε υπερηφάνεια θα σε πιάσει, η… θα το χάσεις.
Γι’ αυτό λέω ότι, όπου κι αν ευρεθεί ο άνθρωπος, να μην απελπίζεται. Να μην τα χάνει, να μην τα σαστίζει. Για τον άλφα και τον βήτα λόγο, ο Θεός γνωρίζει, σε δοκιμάζει. Σε δοκιμάζει: Μπορείς να κρατήσεις αυτήν τη θλίψη; Μπορώ. Θα σου δώσω χάρισμα. Δεν μπορείς; Κι αυτό που σου ‘δωσα, θα το αφαιρέσω. Εγώ δεν θέλω δειλούς ανθρώπους. Όχι όπως έστειλε ο Μωυσής τους κατασκόπους, λέει: «Εωράκαμεν υιούς γιγάντων και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες» (Αριθμ. 13, 34). Έτσι; Ναι, αλλά ποιός το λέει αυτό; Ποιός το λέει; «Δειλός αποσταλείς εις υπακοήν, λέγει: λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26, 13). Δειλός άνθρωπος δεν αξίζει τίποτε. Ενώ ο τολμηρός πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;

Η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Οι άγιοι όχι μόνο δεν δικαιολογούνται, αλλά υποφέρουν εκουσίως για τους άλλους.

Όσιος Υπάτιος ο θεραπευτής

Ο Όσιος Υπάτιος ο θεραπευτής έζησε κάνοντας αυστηρή νηστεία. Τις νύχτες, έκανε προσευχές, κοιμόταν λίγο, έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε μόνο νερό. Ο Όσιος Υπάτιος αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία των αρρώστων, και έλαβε από το Θεό το δώρο της θεραπείας.

Άγιος Ιωάννης ο πρίγκιπας

Ο Άγιος Ιωάννης (Ντανίλοβιτς), ο αποκαλούμενος Καλιτά, ήταν υιός του Αγίου Δανιήλ, πρίγκιπα της Μόσχας (τιμάται 4 Μαρτίου) και γεννήθηκε περί το έτος 1290 μ.Χ. Το όνομά του εμφανίζεται για πρώτη φορά στα λειτουργικά Μηναία του Νόβγκοροντ μεταξύ των ετών 1296 - 1297 μ.Χ., όπου διαβάζουμε, πως όταν οι κάτοικοι της πόλεως αυτής κάλεσαν τον πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας να καταλάβει τον θρόνο της, αυτός τους έστειλε τον υιό του Ιωάννη. Πιθανόν, όχι αργότερα από το 1299 μ.Χ., ο Ιωάννης εγκαταλείπει το Νόβγκοροντ και επιστρέφει στην Μόσχα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κατά το έτος 1303 μ.Χ., ο Ιωάννης υποχρεώθηκε αρχικά να στηρίξει τον αδελφό του Γεώργιο, τον οποίο και διαδέχθηκε αργότερα ως πρίγκιπας της Μόσχας, στην διαμάχη της μελλοντικής πρωτεύουσας με την ανταγωνίστρια πόλη Τβερ. Το θετικό αποτέλεσμα της διαμάχης, αποδιδόμενο στην πολιτική επιδεξιότητα του Ιωάννου, θα καθορίσει την οριστική επικράτηση της Μόσχας. Με μια πρώτη νίκη εναντίων των στρατευμάτων της Τβερ, που είχαν καταλάβει την πόλη του Περεγιασλάβλ, ο Ιωάννης την ανακαταλαμβάνει το έτος 1304 / 1305 μ.Χ. Κατά τα έτη 1320 - 1326 μ.Χ., με αφορμή τους γάμους των θυγατέρων των ηγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες με τους πρίγκιπες του Ροστώβ, Μπελοζέρσκ και Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους εναντίων της Τβερ.

Στις 15 Αυγούστου του 1327 μ.Χ., στην Τβερ, σκοτώνεται σε μια λαϊκή εξέγερση, καθοδηγούμενη από τον Άγιο πρίγκιπα Αλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ο αντιπρόσωπος του χάνη Ουζμπέκ Κόλχαν. Ο Αλέξανδρος καταφεύγει στο Πσκωφ και η πόλη της Τβερ καταλαμβάνεται και ανατίθεται στον Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιας ανεψιάς του Ιωάννου. Το 1329 μ.Χ. ο Ιωάννης αποστέλλει τον στρατό του εναντίων του Πσκωφ, ο Μητροπολίτης Θεόγνωστος αναθεματίζει τους κατοίκους της, επειδή έδωσαν άσυλο στον πρίγκιπα Αλέξανδρο, και ο Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς εξαναγκάζεται να εγκατασταθεί αρχικά στη Λιβονία και αργότερα στη Λιθουανία.

Το έτος 1331 μ.Χ. ο Ιωάννης αποκτά από το χάνη τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα. Τα πράγματα όμως δεν θα ησύχαζαν. Το έτος 1338 μ.Χ. ο Αλέξανδρος της Τβερ πέτυχε την συγγνώμη του χάνη Ουζμπέκ και επανήλθε στον θρόνο. Το 1339 μ.Χ. ο Ιωάννης πηγαίνει στην Χρυσή Ορδή και κατηγορεί τον Αλέξανδρο πως σκευωρεί εναντίον του Χάνη. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος και ο υιός του Θεόδωρος έρχονται κατηγορούμενοι στην Χρυσή Ορδή και δικάζονται. Για να ταπεινώσει την Τβερ, ο Ιωάννης αφαιρεί τις καμπάνες από τον καθεδρικό ναό του Σωτήρος και τις μεταφέρει στην Μόσχα.

Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Ιωάννου εκδίδεται ένα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστό ως Sijskoe Evangelie, στο οποίο έχει γραφεί ένας πανηγυρικός λόγος για την δικαιοσύνη και την ειρήνη στη Ρωσική γη, και πραγματοποιείται η οικοδόμηση με πέτρα ολόκληρου του αρχιτεκτονήματος του Κρεμλίνου. Στις 4 Αυγούστου του έτους 1326 μ.Χ., ακολουθώντας την συμβουλή του ηλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ο Ιωάννης θα αποτολμήσει την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με αυτόν τον τρόπο η Μόσχα θα συνεχίσει την παράδοση της προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, όπου η αφοσίωση και η τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας είχε ιδιαίτερα καλλιεργηθεί.

Ο Ιωάννης θα διατηρήσει στενούς δεσμούς με τον Μητροπολίτη Πέτρο και αμέσως μετά τον θάνατό του θα κινήσει την διαδικασία της αγιοποιήσεώς του, αποστέλλοντας στη Σύνοδο του Βλαντιμίρ, το έτος 1327 μ.Χ., μια επιστολή, που κατέγραφε τα πραγματοποιηθέντα θαύματα επάνω στον τάφο του Μητροπολίτου Πέτρου.

Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Μαρτίου 1340 ή 1341 μ.Χ., αφού ήδη είχε γίνει μοναχός παίρνοντας το όνομα Ανανίας. Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου στο Κρεμλίνο.

Ήδη κατά την διάρκεια του βίου του είχε αναπτυχθεί θρησκευτική ευλάβεια γύρω από το πρόσωπό του. Ο Ιωάννης παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, ως ένας κυβερνήτης δίκαιος και φιλάνθρωπος. Το Πατερικόν του μοναστηριού του Βολοκολάμσκ, του 16ου αιώνος μ.Χ., μεταφέρει την αφήγηση του ηγουμένου του Μπορόφσκ, κατά τον οποίο μία μοναχή είδε σε όραμα την μορφή του Αγίου Ιωάννου μέσα στην δόξα του Παραδείσου, να βγάζει από την τσάντα του (καλιτά) θησαυρούς και να τους μοιράζει στους πτωχούς.

Όσιος Ιννοκέντιος Βενιάμινωφ Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και τη Θέκλα. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού. Σπουδάζει στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ και ένα χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύεται την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ιδίου έτους χειροτονείται διάκονος και διορίζεται στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονείται πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, αναχωρεί με την οικογένειά του για την Αμερική. Φθάνει στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Μαθαίνει την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μεταφράζει λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια συντάσσει την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνεχίζει το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ένας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ. Η κουρά του έγινε από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέγεται Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δίδεται η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχής. Η έδρα του ήταν η πόλη Σίτκα. Το έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Η ίδρυση σχολείων αποτελεί κύριο μέλημά του. Γράφει γι αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο γιατί τους έχω διδάξει». Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις, υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθεί και να εγκαταβιώσει σε κάποιο μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Και από τη νέα αυτή έπαλξη εργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879 και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Όσιος Ιωνάς Μητροπολίτης πασών των Ρωσιών

Γνωστός στη ρωσική Εκκλησία, άγνωστος στους Συναξαριστές. Είναι για τους Ρώσους ό,τι είναι για μας ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1375 - 1461 μ.Χ.). Την ακολουθία του συνέταξε ο Ιεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης και την εξέδωσε στην Πετρούπολη το 1897 μ.Χ.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου

Ο Όσιος Βλάσιος καταγόταν από το Αμόριο της Μικράς Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο . Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.

Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο .

Περί το 896 μ.Χ., «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό. Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».

Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».

Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του, το έτος 909 ή 912 μ.Χ.. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.

Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 μ.Χ. από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος».

Άγιος Μένανδρος

Ο Άγιος Μένανδρος γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου και ήταν στρατιωτικός. Μαρτύρησε αφού τον έσυραν γυμνό, πάνω σε αιχμηρές πέτρες κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). (Στον Λαυριωτικό Κώδικα 170 η μνήμη του φέρεται κοινή μετά του Αγ. Σαβίνου

Άγιος Αυδάς επίσκοπος Περσίας, Βενιαμίν ο Διάκονος και οι μαζί μ' αυτούς εννέα Μάρτυρες και άλλοι πολλοί Άγιοι, που μαρτύρησαν στην Περσία

Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αυδάς, ο επίσκοπος της Περσίας και οι μαζί μ' αυτόν εορταζόμενοι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Θεοδοσίου του Μικρού (408-450) και Ισδιγέρδου του βασιλιά των Περσών (399-420). Το έτος 412 ο Ισδιγέρδης κίνησε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την έξης αφορμή: ο Αυδάς, που ήταν στολισμένος με πολλά είδη αρετών, από ιερή αγανάκτηση, γκρέμισε τον ναό, στον όποιο οι Πέρσες λάτρευαν τη φωτιά. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς από τους μάγους, έστειλε και έφεραν μπροστά του τον Αυδά. Στην αρχή κατηγόρησε με ηπιότητα την πράξη του και τον πρόσταξε να ξανακτίσει τον ναό. Ο Αυδάς όμως αρνήθηκε. Τότε ο Ισδιγέρδης γκρέμισε όλες τις εκκλησίες των χριστιανών και θανάτωσε τον Αυδά μαζί με άλλους εννιά προκρίτους χριστιανούς. Μετά 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμός κατά των χριστιανών, όπου πολλοί Άγιοι θυσιάστηκαν στο βωμό της αληθινής πίστης. Όπως λ.χ. ο ευγενικής καταγωγής Ορμίσδης, ο διάκονος Βενιαμίν ο μεγαλομάρτυρας κ.ά. Όλων αυτών, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν κατά τον διωγμό αυτό, όρισε μνήμη τιμητική ή αγία μας Εκκλησία μαζί μ' αύτη του Επισκόπου Αυδά, για να δείξει, ότι γνωστοί και άγνωστοι στους ανθρώπους ήρωες της πίστης, έχουν κοινή τιμή στον ουρανό και κοινά θα απολαύσουν τα στεφάνια των μεγάλων αγώνων και της αθάνατης δόξας τους. 

Άγιος Θεόφιλος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες εν Κρήτη

Άγνωστος στους Συναξαριστές. Τη μνήμη του βρίσκουμε στον Παρισινό Κώδικα 1575 και στους Λαυριωτικούς Η 76, Δ 25 και Δ 45, οπού υπάρχει και πλήρης ακολουθία του.

Ο Άγιος Θεόφιλος μαρτύρησε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Στο α' στιχηρό του Εσπερινού υπάρχει πληροφορία περί του μαρτυρίου της συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…».. Στο α' τροπάριο της γ' Ωδής του Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου και των τέκνων του. Προφανώς έχουμε περίπτωση οικογενειακού μαρτυρίου ανάλογο προς εκείνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου (τιμάται 20 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Εσπέρου (τιμάται 2 Μαΐου). Πιθανότατα οι Άγιοι μαρτύρησαν κατά την εποχή των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας.

Όσιος Ακάκιος ο Ομολογητής επίσκοπος Μελιτηνής

Ο Όσιος Ακάκιος έζησε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. (γεννήθηκε περί το 431 μ.Χ.). Διακρινόταν πολύ για τις αρετές του, την παιδεία του και τον ορθόδοξο ζήλο του.

Όταν τάραξε την Εκκλησία η αίρεση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριου, ο Ακάκιος διακρίθηκε για την επιμελημένη και συστηματική εργασία του, για την προφύλαξη του ποιμνίου του απ' αυτή την αιρετική πλάνη. Επιθυμώντας μάλιστα να προσβάλει αυτή ευρύτερα και να συντελέσει στη γενική απόκρουση της από την Εκκλησία, έγραψε κατά του Νεστορίου. Ο Ακάκιος ήταν και ικανότατος ομιλητής και διδάσκάλος του λάου. Σώζεται δε μια ομιλία του, η οποία εξεφωνήθη στην Έφεσο.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών

Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο, εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς πίστεως δόγματα, κρατύνων Ὅσιε, Πατρὶ συναΐδιον, καὶ ὁμοούσιον, τὸν Λόγον ἐκήρυξας· ὅθεν ὀρθοδόξως, τὴν σὴν ποίμνην ποιμάνας, ᾔσχυνας τοῦ Ἀρείου, τήν κακόφρονα γνώμην· διὸ νῦν μεταβὰς πρὸς τὸν Χριστόν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Η αιωνιότητα είναι φρικιαστική δίχως Θεάνθρωπο...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς


  Η αιωνιότητα είναι φρικιαστική δίχως Θεάνθρωπο, γιατί και ο άνθρωπος είναι φοβερός δίχως τον Θεάνθρωπο. Καθετί το ανθρώπινο, μονάχα στον Θεάνθρωπο έχει την τελική και λογική του ερμηνεία. Δίχως τον θαυμαστό Κύριο Ιησού Χριστό, όλα τα ανθρώπινα μεταβάλλονται αναπόφευκτα σε χάος, σε φρίκη, σε θάνατο, σε κόλαση: η φρόνηση σε αφροσύνη, η αίσθηση σε απόγνωση, η επιθυμία σε αυτοδιάσπαση μέσα από την αυτοθέωση η την αυτοεξουθένωση.

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: «Η νηστεία είναι εντολή του Θεού. Γι’ αυτό και ‘μεις να νηστεύουμε, παιδιά μου.!»

Αναφερόμενος ο Γέροντας Ιάκωβος στο θέμα της νηστείας μεταξύ άλλων έλεγε και τα εξής (επί λέξει): «Η νηστεία είναι εντολή του Θεού. Γι’ αυτό και μεις να νηστεύουμε, παιδιά μου. Δε μ’ έβλαψε η νηστεία μέχρι σήμερα που είμαι 70 χρονών.Η μητέρα μου μ’ έμαθε νηστεία παιδιόθεν. Δεν κάνω τον υποκριτή ότι, παιδιά μου, νηστεύω, αλλά αυτά με δίδαξαν οι γονείς μου και μέχρι σήμερα αυτά τηρώ, τέκνα μου. Δεν με έβλαψε ποτέ η νηστεία κι ας έχω ασθένειες πάνω μου.
Είπαν οι γιατροί και οι Επίσκοποι: Η νηστεία κι αυτή η λιτοδίαιτα πολύ ωφελούν τον άνθρωπο. Εφόσον ωφελεί όταν ο γιατρός, με συγχωρείτε, μας λέει: πέντε μέρες πάτερ μου, δε θα πιεις νερό ούτε μια σταγόνα, για να κάνουμε μια θεραπεία, να δούμε το σώμα σου τι έχει. Λοιπόν πέντε μέρες άντεξα. Πολύ καλό με είχε κάνει. Ε, πόσο μάλλον ωφελεί όταν νηστεύουμε για την ψυχή μας! Αλλά και στο σώμα αυτό κατοικεί ψυχή αθάνατος. Γι’ αυτό ας φροντίζουμε για την ψυχή μας που είναι πράγμα αθάνατο. Να νηστεύετε παιδιά μου, μην ακούτε που λένε δεν είναι η νηστεία τίποτε κι ότι τα λένε οι καλόγηροι. Δεν τα λένε οι καλόγηροι παιδιά μου, με συγχωρείτε, τα λέει ο Θεός. Η πρώτη εντολή του Θεού ήταν η νηστεία, καθώς και ο Χριστός μας νήστευσε.
Εμείς μπορούμε να πούμε ότι νηστεύουμε; Ε, τρώμε τόσα και τόσα. Τώρα νηστεία, παιδιά μου, κάνουμε εμείς; Όταν τρώμε, με συγχωρείτε, τόσα και τόσα φαγητά, έστω αλάδωτα, έστω… Υπάρχουν νηστίσιμα φαγητά πολλά. Αρκεί ο άνθρωπος να ‘χει την υγεία του και τη θέληση να νηστέψει. Κάποτε ήρθε ένα πρόσωπο και μου λέει: παπά μου, μου είπανε ότι νηστεία δεν υπάρχει. Και ότι ποιος είπε ότι υπάρχει νηστεία. Του είπα να πει στον Ιερέα ν’ ανοίξει το Βιβλίο να δει που υπάρχει νηστεία. «Εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ…», λέγει στο Ευαγγέλιο ο Χριστός μας και άλλα πολλά. Και τα δαιμόνια και οι αρρώστιες κι όλα τα πάθη με τη νηστεία και την προσευχή αποβάλλονται. Ο Άγιος Πρόδρομος τι έτρωγε εκείνος στην έρημο; Τι έτρωγε ο Όσιος Δαυίδ; Μ’ ένα αντίδωρο περνούσε στο ασκητήριό του όλη την εβδομάδα. Αλλά «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν». Γι’ αυτό τον αγίασε ο Θεός και ζει τετρακόσια πενήντα χρόνια στον Ιερό τόπο αυτόν. Είναι πολύ θαυματουργός και ζωντανός Άγιος.
Προσευχή, παιδιά μου, και νηστεία: αυτά ωφελούν την ψυχή του ανθρώπου. Κι ο προφήτης Ηλίας, λέει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, «ομοιοπαθής» άνθρωπος ήταν κι αυτός, αλλά με την προσευχή του και τη νηστεία του έκλεισε τον Ουρανό και δεν έβρεξε στη γη τρία χρόνια και έξι μήνες. Και μετά βέβαια πάλι προσευχήθηκε και ζήτησε να βρέξει κι ο Ουρανός έδωσε βροχή και η γη βλάστησε τους καρπούς της».
Διασκευασμένο απόσπασμα από το Βιβλίο «Ένας άγιος Γέροντας, ο μακαριστός π. Ιάκωβος».

Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ

Ο Άγιος Σωφρόνιος, κατά κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκιυ, γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1703 μ.Χ. στην Ουκρανία, κοντά στην περιοχή του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική του ηλικία αγάπησε την Εκκλησία και το μοναχικό βίο. Ανέπτυξε σπουδαία ιεραποστολική δράση και εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Ιρκούτσκ.

Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1771 μ.Χ., κατά την Δευτέρα ημέρα του Πάσχα. Ενώ αναμενόταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου περί του ενταφιασμού του ιερού λειψάνου, η σορός του παρέμεινε άταφη επί έξι μήνες, χωρίς να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση. Το γεγονός αυτό, καθώς και η φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του Αγίου διασώθηκαν θαυματουργικά από την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ στις 18 Απριλίου 1917 μ.Χ. και επιτελούν πλήθος θαυμάτων.

Η ανακήρυξη της αγιοποιήσεώς του έγινε από τη Ρωσική Εκκλησία στις 23 Απριλίου 1918 μ.Χ.

Όσιος Ιωάννης ο εν τω φρέατι

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στα χρόνια των διωγμών της Εκκλησίας από τους ειδωλολάτρες. Η ευσεβής μητέρα του, τον πότισε με τα νάματα της χριστιανικής θρησκείας, και αργότερα ο Ιωάννης κατέφυγε στην έρημο όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την πνευματική άσκηση. Επειδή όμως το μέρος που έμενε ήταν μια μικρή σπηλιά, αναγκάσθηκε ο ευσεβής ερημίτης να χρησιμοποιήσει σαν άσκητήριο, ένα ξεροπήγαδο. Γι' αυτό και έπωνομάστηκε: «Ιωάννης ο εν τω φρέατι». Μετά από καιρό, ήλθαν κι άλλοι στον τόπο εκείνο, όπου έκτισαν μικρά κελιά για τον εαυτό τους. Αλλά ο Ιωάννης, δεν ήθελε πλέον να φύγει από εκείνο το ξεροπήγαδο, που είχε συνδεθεί με τόσα χρόνια της ζωής του. Επικοινωνούσε όμως με τους νεοελθόντες και χρησίμευε ως πολύτιμος σύμβουλος και καθοδηγός τους. Έτσι ώστε η μικρή εκείνη αδελφότητα, καταρτιζόταν και προαγόταν κατά Χριστόν απ' αυτόν. Ο Ιωάννης πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.

Προφήτης Ιωήλ

Ο Προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ κατά την Β΄Παραλειπομένων (Θ΄29), Ιωάδ κατά μερικούς συναξαριστές) καταγώταν από τον Ιούδα (Γ΄Βασιλ. 10). Αυτός λοιπόν στάλθηκε από τον Θεό προς τον βασιλιά Ιεροβοάμ για να ελέγξει αυτόν για τις δαμάλεις (Γ΄Βασιλ. ιγ΄,2). Όταν δε άπλωσε το χέρι του ο Ιεροβοάμ για να κρατήσει τον προφήτη, ξεράθηκε το χέρι του και αποκαταστάθηκε πάλι δια της προσευχής του προφήτου. Επειδή όμως ο προφήτης πήρε εντολή από τον Θεό να μη φάει και πιει, αυτός έφαγε παραπλανηθείς από τον ψευδοπροφήτη Ενβέ. Γι' αυτό κατασπαράχθηκε, για την παρακοή του, από ένα λιοντάρι, χωρίς όμως το θηρίο να φάει το σώμα του. Τάφηκε δε κοντά στον τάφο του πλανήσαντος αυτόν ψευδοπροφήτου Ενβέ.

Να σημειώσουμε εδώ ότι, άλλος είναι ο προφήτης Ιωήλ που τη μνήμη του γιορτάζουμε την 19η Οκτωβρίου.

Άγιος Ζαχαρίας Μητροπολίτης Κορίνθου

Ο Άγιος Ζαχαρίας ήταν Επίσκοπος Κορίνθου και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους ότι συνεργαζόταν με τους Ενετούς, κατά την εκστρατεία του Μοροζίνη στην Ελλάδα, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Συνελήφθη και αφού βασανίστηκε σκληρά οδηγήθηκε στον κριτή, ο οποίος τον προέτρεψε να αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Ζαχαρίας, με αηδία άκουσε την πρόταση αυτή του κριτή και γι' αυτό βασανίστηκε φρικτά. Καταδικάστηκε να καεί ζωντανός στη φωτιά περιστρεφόμενος! Οι χριστιανοί της Κορίνθου κατόρθωσαν, αφού πρόσφεραν μεγάλο χρηματικό ποσό στον Τούρκο έπαρχο, να μεταβληθεί ο φρικτός αυτός τρόπος της θανατικής καταδίκης. Έτσι ο νέος ιερομάρτυρας Ζαχαρίας αποκεφαλίστηκε στην Κόρινθο, 30 Μαρτίου 1684 μ.Χ., Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιωάννης συγγραφέας της Κλίμακος

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας γεννήθηκε πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».
Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:
1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Δεύτε εργασώμεθα | Δοξαστικό Δ' Κυριακής των Νηστειών

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ Δ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ἡ ἐν Χριστῷ ἄσκηση

 Μέσα στό Μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ὁποῖο κτυπᾶ ἡ καρδιά τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποκαλύπτεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τιμᾶμε καί γεραίρουμε πάντοτε τήν ἱερά μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, γιά νά διδαχθοῦμε ἀπό τήν αἰωνόβια πεῖρα του περί τοῦ ὄντως Ὄντος Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά εἰσέλθουμε στό βάθος τῆς μεγαλουργίας τοῦ Θεοῦ, πού σοφά τόν ἐνέπνευσε γιά τήν οὐσιαστική ἀξία τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως.

Τό νόημα τῆς ἀσκήσεως

Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ταυτίζεται καί ἐκφράζεται μέ τήν ὀρθόδοξη ἄσκηση. Γιατί ἡ ἄσκηση μέσα στή χάρη, πού μεταμορφώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο γιά νά ἀρχίσει συνομιλία μέ τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί του, εἶναι ἡ πιό γνήσια καί αὐθεντική καί ἀδιάφθορη ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἤ γιατί ἡ αὐθεντική ἐσωτερική ζωή δέν εἶναι κάποια παθητική-ψυχολογική κατάσταση, ἀλλά πρόοδος πνευματική καί ἀγώνας γιά τήν ἐργασία ὅλων τῶν θεανθρώπινων ἀρετῶν.


Ἡ πίστη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦν τό μοναδικό νόημα καί σκοπό τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως. Τό νόημα τῆς ἀσκήσεως μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ φανερή προσπάθεια καί ὁ ἐλεύθερος συνειδητός ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἐν Χριστῷ τελειότητος. Ἐπειδή ἡ τελειότης δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο καί δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ καί νά ἀποκτηθῆ μόνον ἀπό τίς προσπάθειες τῶν φυσικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ἐκ τούτου ἡ ἄσκηση καθ' ἑαυτήν ποτέ δέν ἀποβαίνει σκοπός, ἀλλά μόνο μέσον πρός ἀπόκτηση τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ.

Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἡ δυνατότητα νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἐλεύθερη ἄσκηση καί τή χάρη τῶν μυστηρίων, τόν ἑαυτό του καί τόν προορισμό του, νά γίνει δηλαδή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅλος ὁ χριστιανισμός σάν ὀρθόδοξο δόγμα καί ἦθος εἶναι ἕνα στάδιο ἀσκήσεως. Τό δόγμα καί τό ἦθος εἶναι ἡ κλίση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἄσκηση τῆς νέας ζωῆς ἐν Χριστῷ, πού ἐκφράζεται κυρίως μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα αὐτό πού καλοῦμε Ἠθική, δέν εἶναι ἔκθεση τῶν ἀντικειμενικῶν ἠθικῶν ἀρχῶν καί κανόνων, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους πρέπει νά πράττει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἀσκητική ἐργασία, φύλαξη τῶν ἐντολῶν καί ἄσκηση τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά σημαίνουν ὅτι ἡ ἄσκηση τῶν Χριστιανῶν δέ νοεῖται σάν ἕνα κλειστό τεχνικό σύστημα αὐξήσεως τῶν ἀνθρώπινων δυνατοτήτων, ἀλλά εἶναι προσπάθεια μεταμορφώσεως καί αὐξήσεως τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς, πού ὁ Θεός χάρισε στούς ἀνθρώπους. Μέ τήν ἐλεύθερη ἄσκηση ἐπιστρέφουμε στήν πληρότητα τῆς Θεανθρώπινης ζωῆς καί χάρης, στή θεόνομη καί χαριτωμένη ζωή, στό πλήρωμα τῆς θείας ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης, στήν εὐαγγελική κλήση καί ἐργασία μας, γεγονός πού ἀπαιτεῖ ἀπό μέρους μας αὐτογνωσία καί ἐπίγνωση, ἐλευθερία καί εὐθύνη. Πρόκειται γιά μιά ἐπίπονη καί μακρυνή πορεία, στήν ὁποία καί μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνει καί ἐλευθερώνει πραγματικά τόν ἑαυτό του.

Ἡ ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά στείρα καθηκοντολογία, μιά πιστή τήρηση ἑνός ἄκαμπτου τυπικοῦ, ἕνας τακτικός καθωσπρεπισμός, μιά ὑποκριτική εὐσεβοφάνεια. Ἄσκηση εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἄσκηση εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄσκηση σημαίνει ὑπακοή στήνἘκκλησία.

Ἄσκηση καί αὐτόνομη ἠθική

Ἡ καθολικότητα τῆς ἀσκήσεως ἀποκλείει κάθε ταύτισή της μέ τήν ἠθικολογία ἤ ἀρετολογία τῆς αὐτόνομης ἠθικῆς. Ἡ ἄσκηση ὅπως ὁρίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀρετῶν ἤ μία ἠθική φιλοσοφία. Ἡ ἄσκηση δέν ἀποβλέπει σέ ἠθικά πρότυπα, δηλαδή σέ ἀντικειμενικά πιστοποιημένες ἀρετές, πού μπορεῖ νά εἶναι μόνο φυσικά προτερήματα. Ἀποβλέπει στήν δοκιμασία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας πού ἐπιμένει νά στρέφεται πρός τό Θεό παρά τήν ἐπαναστατημένη ἀντίπραξη τῆς ἴδιας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἄσκηση εἶναι ἕνα προσωπικό γεγονός, ὅπως ἰδιαίτερα ἐκφράζεται στήν πάλη μέ τίς δαιμονικές δυνάμεις καί στόν ἀγώνα γιά τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα ἄθλημα πού δέ σχετίζεται μέ κάποιο σύστημα ἠθικῶν ἀξιῶν καί μαρτυρεῖ τόν ἀνθρώπινο δυναμισμό, πού κινητοποιεῖται ἀπό τή φιλάνθρωπη παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ σημασία της ἀσκήσεως στήν ἐποχή μας

Εἶναι γεγονός πώς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν τό νόημα τῆς ἀσκήσεως στή ζωή μας. Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅλος σῶμα, ὑποδουλωμένος σέ ἰδεολογήματα καί προκατασκευασμένες θεωρίες. Τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς γιά καταναλωτική πεῖρα, πού περιώρισε στό ἐλάχιστο τήν ἄσκηση τοῦ ἀνθρώπου, ἐγκλώβισε τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου στήν φυλακή τῆς αἰσθητικῆς ζωῆς, καί δημιούργησε μιά κατ' ὄνομα ὀρθόδοξη ζωή, ἡ ὁποία δέν πληροφορεῖ τόν ἄνθρωπο περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί στόν μοναχικό βίο παρατηροῦνται φαινόμενα πού ἀποκαλύπτουν τήν βασική ἀπόκλιση τῆς νεωτέρας πνευματικῆς ἐκπτώσεως: τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἀσκητικό ἦθος.

Γι' αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία πολύ σοφά μέσα στόν χρόνο προβάλλει καί τά ἀθλήματα τῶν Ἁγίων Της καί ὁρίζει τρόπους ἀσκήσεως πού παιδαγωγοῦν τίς θελήσεις τῶν ἀνθρώπων, τῶν Κληρικῶν, τῶν Μοναχῶν, τῶν Λαϊκῶν καί τίς μεταστρέφουν ἀπό τά χείρονα στά κρείττονα καί μᾶς ἐνισχύουν, σήμερα πού καθημερινά δοκιμά-ζεται ἡ ἐλευθερία μας, νά διασώζουμε τήν αὐτογνωσία μας καί τήν αὐτογνωσία τῆς μοναχικῆς μας κλήσης.

Τό ἔργο δέν εἶναι εὔκολο. Ἀπαιτεῖ πόνο καί αἷμα. Ἄρση τοῦ Σταυροῦμας μέσα στήν ἔμπονη καθημερινή μας πορεία. Ὅμως ὑπάρχει ὁ Χριστός "Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ... ὅτι ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι" (Ματθ. 11, 30). Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου σημαίνει τόν ἀνθρώπινο δυναμισμό κινητοποιημένο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται γιά κανένα ἀξιόμισθο ἔργο. "Οὐκ ἔστι μισθός ἔργων ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά χάρις Δεσπότου πιστοῖς δούλοις ἡτοιμασμένη" (Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης, P.G. 65, 929).

Ἡ ἄσκηση, μέ τήν ποικιλία τῶν μορφῶν καί τῶν κανόνων της, εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τίς ἱστορικές συνθῆκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή στή βαθύτερή της ἔννοια εἶναι ἄσκηση, καί ἡ ἄσκηση στή δυναμική της ἔκφραση ζωή. Ἄν χωρίσουμε τή ζωή ἀπό τήν ἄσκηση, τότε ἡ ζωή ἐκπίπτει σ' ἕνα καθαρά βιολογικό ἤ ἐνστικτῶδες ἤ στατικό φαινόμενο. Καί ἄν χωρίσουμε τήν ἄσκηση ἀπό τήν ζωή τότε ἡ ἄσκηση καταντᾶ ἕνας καθαρά ἀντικειμενικός ἤ τυραννικός κανόνας, ἕνας ἐξωτερικός ἤ νεκρός τύπος. Ἡ χριστιανική ἄσκηση δέν ἀρνεῖται τή ζωή, ἀλλά τή μεταμορφώνει καί τήν ὁλοκληρώνει μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στό Γεροντικό διασώζεται ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ ἀββᾶς Σισώης, ἐνῶ βρισκόταν στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του, δέν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τό ἔργο τῆς ἀσκήσεως καί γιά τοῦτο καί παρακαλοῦσε νά μείνει μόνος, ἔστω γιά ἕνα σύντομο ἀναστεναγμό. Πρόκειται γιά τήν μόνιμη ἐμπειρία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ἄσκησης: "Ἀπέρχομαι πρός τόν Θεόν, ὡς μηδέ ἀρξάμενος Θεῷ δουλεύειν".

 π. Α.Χ.

Πιστεύω, Κύριε, βοήθα με στην απιστία μου - ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Π. Αντώνιος Μπλούμ
 Μητροπολίτης Σουρόζ Γαλίας


 Στο σημερινό Ευαγγέλιο, όπως και σε άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης, βλέπουμε να έρχονται η να φέρνουν στον Κύριο άνδρες, γυναίκες και παιδιά με την ελπίδα της ιάσης – της ίασης από σωματικές ασθένειες, από την δυστυχία, από τον πόνο, την αγωνία της ζωής. Και κάθε φορά ο Χριστός τους λέει, «Πιστεύεις ότι μπορώ να το κάνω αυτό; » Και σ’ αυτήν την περίπτωση, ο άνδρας που ρωτήθηκε από τον Κύριο αν πιστεύει σε σχέση με τον ασθενή υιό του είπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία μου». Αλλά εάν πιστεύουμε ότι ο Χριστός ο Κύριός μας έχει τη δύναμη να σώσει, υπάρχει κάτι περισσότερο σε αυτό. Επειδή είναι αναμενόμενο να πιστέψουμε όχι μόνο στην Θεϊκή δύναμη, αλλά στην Θεϊκή συμπόνια.

Το κείμενο του σημερινού Ευαγγελίου μας μιλάει για το έλεος. Έλεος σημαίνει τρυφερότητα, φροντίδα, αλλά πέρα απ’ αυτό, υπάρχει αυτή η σπουδαία, και κατά έναν τρόπο τρομακτική λέξη, «συμπόνια», που σημαίνει ετοιμότητα, και πράγματι όχι μόνο ετοιμότητα αλλά την πραγματικότητα να υποφέρει κανείς, αναλαμβάνοντας μαζί τον πόνο ενός άλλου προσώπου. Και αυτό είναι που στην πραγματικότητα έκανε ο Χριστός με την Ενσάρκωσή Του. Δεν ενδύθηκε μόνο την ανθρώπινη φύση σ’ όλη την αδυναμία της, αλλά όλο τον πόνο, τα βάσανα, την αγωνία του καθένα από εμάς. Και εάν στρεφόμαστε σ’ αυτόν ζητώντας Του να μας θεραπεύσει, να μας βοηθήσει, αυτό που αληθινά θέλουμε να πούμε είναι, «Πιστεύω, Κύριε, ότι η αγάπη Σου είναι τέτοια ώστε δεν υπάρχει πόνος του νου, καμιά αγωνία του νου, κανένας σωματικός πόνος που να μην συμμετέχεις. Ναι, Εσύ σταυρώθηκες, δεν μοιράστηκες μοναχά τον θάνατό μας, αλλά τον πόνο που καίει σε κάθε καρδιά και ξεσχίζει κάθε μέλος του σώματος.» Μπορούμε να στραφούμε στον Θεό όταν βρισκόμαστε σε ανάγκη και να πούμε, «Κύριε, έχω εμπιστοσύνη στην συμπόνια Σου. Πιστεύω ότι όποτε υποφέρω, δίκαια η άδικα, από δικό μου φταίξιμο η όχι, Εσύ υποφέρεις μαζί μου, μοιράζεσαι την αγωνία μου· και η αγωνία Σου είναι μεγαλύτερη από την δική μου, επειδή γνωρίζεις περισσότερο από εμένα, τι θα μπορούσα να είμαι στην ψυχή και στο σώμα.»

Και έτσι όταν έχουμε ανάγκη το θείο έλεος η τη θεία βοήθεια, ας μην στραφούμε απλά σε Εκείνον για να του πούμε, «Κύριε, βρίσκομαι σε ανάγκη και έχεις Εσύ τη δύναμη», ας στραφούμε και ας πούμε, «Γνωρίζω, Κύριε, ότι δεν υπάρχει ελπίδα, πόνος, αγωνία που να μην μοιράζεσαι με μένα· λατρεύω την αγάπη Σου, γονατίζω μπροστά στον σταυρό Σου, δέχομαι τον τρόμο να μοιράζομαι με Σένα τον πόνο μου, επειδή, πιστεύω τόσο βαθιά, εξ ολοκλήρου στην συμπόνια Σου, δώρισέ μου να μοιράζομαι την ολότητά Σου». Αμήν

Η δύναμη του Χριστού - ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ιωήλ Φραγκάκος
(Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας)

‹‹Επετίμησεν τω πνεύματι τω ακαθάρτω››



 Οι επιβουλές των δαιμόνων εναντίον του ανθρώπου είναι πολλές. Πολύ περισσότερες όμως είναι οι ευεργεσίες του Θεού στον άνθρωπο. Εάν δεν ερχόταν ο Θεός να γίνει σύμμαχος του ανθρώπου, θα καταστρεφόταν το γένος μας, επειδή το πολιορκεί ασταμάτητα ο πονηρός. Δεν υπήρχε καιρός και χρόνος που να μας είχε αφήσει ελεύθερους και ανεπηρέαστους ο διάβολος. Είναι ο κατ’ εξοχήν δημιουργός και αίτιος όλων των συμφορών μας, γράφει ο Θεοφάνης ο Κεραμέας. Ο Κύριος σήμερα κατήργησε τη δύναμη του αντιδίκου της σωτηρίας μας, θεραπεύοντας το παιδί του ολιγόπιστου πατέρα.

Η ολιγοπιστία είναι άρρωστη πνευματική κατάσταση
Πράγματι ο πατέρας ήταν ολιγόπιστος κι αυτό ήταν ένας λόγος που οι μαθητές του Χριστού δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί. Ναι μεν πήγε σ’ αυτούς για να το θεραπεύσουν, αλλά μέσα του δεν πίστευε ακράδαντα ότι μπορούν. Φαίνεται αυτό κι από τα λόγια του: ‹‹...είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσιν και ουκ ίσχυσαν›› (Μαρκ. 9,18) δηλ. Απλώς το έφερε στους μαθητές και τους είπε απλά και άχρωμα να το θεραπεύσουν. Δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε, δεν έκλαυσε για το παιδί του, όπως π.χ. η Χαναναία γυναίκα για την θυγατέρα της που ήταν κι αυτή δαιμονισμένη. Ο Χριστός με την ένσαρκη παρουσία Του, αναγκαζόταν να συναναστρέφεται και με μη αγαθούς ανθρώπους, προκειμένου να τους διορθώσει. Για τον Χριστό δεν ήταν τόσο βαρύ γεγονός ο Σταυρός Του, αυτό μάλλον επιθυμητό ήταν, όσο το να είναι ανάμεσα σε αμαρτωλούς ‹‹το είναι μετ’ αυτών βαρύ››, τονίζει ο άγιος Κύριλλος. Ο πατέρας του νέου ήταν και άπιστος και διεστραμμένος. Βέβαια δεν πλασθήκαμε απ’ τον Θεό κακοί, μας έκανε έτσι η αμαρτία. Λαθραία μπήκε η αμαρτία στον άνθρωπο και τον αλλοίωσε.

Το πρόσωπο του δαιμονισμένου παιδιού
Το πρόσωπο του δαιμονισμένου παιδιού είναι τραγικό. Το δαιμόνιο που κατέβαλε τον νέο, ήταν φοβερό. Έμοιαζε σαν ένα μεγάλο βουνό που χρειαζόταν πίστη για να το μετακινήσει κάποιος, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (κεφ. 17, 20). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το ονομάζει ‹‹παγχάλεπον››. Ενεργούσε επάνω του κατά την περίοδο της σελήνης και του είχε αφαιρέσει την ομιλία και την ακοή. Άλλο πράγμα ο ψυχοπαθής κι άλλο ο δαιμονισμένος. Ο ένας πάσχει από αρρώστια κι ο άλλος από δαιμονική επήρεια. Ο δαιμονισμένος έχει προβλήματα που δημιουργούνται από το διάβολο, ενώ ο ψυχοπαθής από την αλλοίωση σωματικών του λειτουργιών.

Η θεραπεία του νέου
Ο Χριστός για να διαλύσει την ψευδή εντύπωση του πλήθους πως και ο ίδιος είναι ανίκανος να θεραπεύσει το παιδί, όπως και οι μαθητές του, αμέσως διέταξε το δαιμόνιο να βγει και να αναχωρήσει ‹‹έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθεις εις αυτόν›› (Μαρκ. 9,25). Ο Κύριος είχε εξουσία θεοπρεπή, όχι όπως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Ως κυρίαρχος και δεσπότης συμπεριφερόταν στους δαίμονες γιατί ήθελε να μας απαλλάξει από την επήρειά τους. Μας έδωσε και τα όπλα να τους πολεμήσουμε, δηλ. την προσευχή και τη νηστεία (στιχ. 29).

Τα πάθη του ανθρώπου
Τα πάθη, οι αμαρτίες μας και οι δαιμονικές επήρειες μοιάζουν σαν μεγάλα βουνά. Τέτοιες καταστάσεις είναι ο θυμός, οι σαρκικές επιθυμίες, η αρχομανία κ. α. Όλα αυτά έχουν φοβερή στερεότητα κι αντοχή μέσα μας. Ο διάβολος είναι το όρος της υπερηφάνειας. Μας χρειάζεται πίστη, για να έχουμε παρρησία στο Θεό και για να δώσουμε το δικαίωμα στον Κύριο να ενεργήσει ευεργετικά επάνω μας. Η μικρή ζωντανή πίστη θα μετακινήσει όλα τα πονηρά υψώματα μέσα μας. Δεν είναι σωστό να τρέφουμε ολιγοπιστία απέναντι στον Χριστό και τη διδασκαλία του. Όσο πιο ταπεινοί είμαστε, τόσο πιο πολύ μας τειχίζει η χάρη του Θεού και μας προστατεύει από την ενέργεια του διαβόλου.

Αδελφοί μου,
Ας ικετεύσουμε τον Θεό να μας καθαρίσει από τα πάθη, όπως καθάρισε τον νέο του Ευαγγελίου.

Ἕνα φοβερό δαιμόνιο

1. Ε­ΩΣ ΠΟ­ΤΕ ΘΑ ΜΑΣ Α­ΝΕ­ΧΕ­ΤΑΙ;

Πά­νω στό ὄ­ρος Θα­βώρ τρεῖς μα­θη­τές ζοῦν τό με­γα­λει­ῶ­δες θαῦ­μα τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου καί κά­τω στόν κό­σμο οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­νέ­α μα­θη­τές ἀ­ντι­με­τω­πί­ζουν τό φο­βε­ρό δρᾶ­μα τῆς πα­ρα­μορ­φώ­σε­ως ἑ­νός δαι­μο­νι­σμέ­νου. Καί κα­θώς ὁ Κύ­ρι­ος κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό φῶς τοῦ Θα­βώρ, συ­να­ντᾶ τό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου. Ἀ­ντι­κρύ­ζει τόν βα­σα­νι­σμέ­νο πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νά γο­να­τί­ζῃ­μέ πό­νο στά πό­δι­α του καί νά τοῦ λέ­ει:

– Δι­δά­σκα­λε σοῦ ἔ­φε­ρα τό παι­δί μου, πού ἔ­χει κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πό φο­βε­ρό δαι­μό­νι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἔ­χει πά­ρει τή λα­λι­ά του. Κι ὅ­που τό πι­ά­σῃ, τό ρί­χνει στή γῆ, τό κά­νει νά βγά­ζῃ ἀ­πό τό στό­μα του ἀ­φρούς, νά τρί­ζῃ τά δό­ντι­α του καί νά μέ­νῃ ξε­ρό καί ἀ­ναί­σθη­το. Ἔ­φε­ρα, Κύ­ρι­ε, τό παι­δί μου στούς μα­θη­τές σου καί τούς πα­ρε­κά­λε­σα νά βγά­λουν τό δαι­μό­νι­ο, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σαν.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πο­κρί­νε­ται στό πο­νε­μέ­νο πα­τέ­ρα:

– Ὦ γε­νε­ά ἄ­πι­στη, πού τό­σα θαύ­μα­τα εἶ­δες ἀ­πό ἐ­μέ­να! Ἕ­ως πό­τε θά εἶ­μαι ἀ­κό­μη μα­ζί σας; Ἕ­ως πό­τε θά σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι;

Ε­ΩΣ ΠΟ­ΤΕ λοι­πόν θά ἀ­νέ­χε­ται ὁ Κύ­ρι­ος τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α τῶν ἀν­θρώ­πων; Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου βέ­βαι­α εἶ­χε ἐ­λα­φρυ­ντι­κά. Δέν γνώ­ρι­ζε ποι­ός ἦ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος. Ἐ­μεῖς ὅ­μως δέν ἔ­χου­με κα­νέ­να. Ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γνω­ρί­ζου­με πώς εἶ­ναι ὁ Θε­ός πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί θυ­σι­ά­στη­κε γι­ά μᾶς. Δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά τίς φα­νε­ρές καί ἀ­φα­νεῖς εὐ­ερ­γε­σί­ες του, τό πο­λύ ἔ­λε­ός του, τή χά­ρι τῶν μυ­στη­ρί­ων του. Καί πα­ρό­λα αὐ­τά ὀ­λι­γο­πι­στοῦ­με. Ἀλ­λά ὁ Κύ­ρι­ος δέν μᾶς ἐ­γκα­τα­λεί­πει, δέν μᾶς κα­τα­δι­κά­ζει. Μᾶς ἀ­νέ­χε­ται, δι­ό­τι θέ­λει τή σω­τη­ρί­α μας.

Αὐ­τή ὅ­μως ἡ ἀ­νο­χή τῆς ἀ­γά­πης του δέν πρέ­πει νά μᾶς κά­νῃ νά ἐ­φη­συ­χά­ζου­με. Ἀλ­λά νά μᾶς βο­η­θᾷ νά με­τα­νο­ή­σου­με. Νά κα­τα­λά­βου­με τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας, νά ἀ­πο­τι­νά­ξου­με κά­θε ὀ­λι­γο­πι­στί­α, δι­στα­γμό ἤ ἀμ­φι­βο­λί­α. Καί νά ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν Κύ­ρι­ο καί στήν πρό­νοι­α του. Νά ἐ­μπι­στευ­θοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τήν ζω­ή μας σ’ Αὐ­τόν. Καί θά ἀ­κο­λου­θῇ τό θαῦ­μα. Ὅ­πως ἔ­γι­νε καί μέ τόν δαι­μο­νι­σμέ­νο νέ­ο.

2. ΒΟ­Η­ΘΕΙ­Α ΣΤΗΝ Ο­ΛΙ­ΓΟ­ΠΙ­ΣΤΙ­Α ΜΑΣ

Κα­θώς λοι­πόν φέρ­νουν τόν νέ­ο στόν Κύ­ρι­ο, γί­νε­ται κά­τι συ­γκλο­νι­στι­κό. Μό­λις τό δαι­μό­νι­ο βλέ­πει τόν Κύ­ρι­ο, τα­ρά­ζει τόν νέ­ο μέ φο­βε­ρούς σπα­σμούς. Τό δυ­στυ­χι­σμέ­νο παι­δί τώ­ρα ἀρ­χί­ζει νά κυ­λι­έ­ται στή γῆ καί νά βγά­ζῃ ἀ­φρούς ἀ­π’­τό στό­μα του. Μπρο­στά σ’­ αὐ­τό τό σπα­ρα­κτι­κό θέ­α­μα, ὁ Κύ­ρι­ος ρω­τᾶ τόν πα­τέ­ρα:

– Ἀ­πό πό­τε τό δαι­μό­νι­ο ἔ­χει κυ­ρι­εύ­σει τόν γι­ό σου καί τοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε αὐ­τή τήν τρο­με­ρή κα­τά­στα­σι;

Καί ὁ δυ­στυ­χι­σμέ­νος πα­τέ­ρας τοῦ ἀ­πα­ντᾶ.

– Ἀ­πό μι­κρό παι­δί, Κύ­ρι­ε, τό βα­σα­νί­ζει. Πολ­λές φο­ρές μά­λι­στα τό ἔ­χει ρί­ξει στή φω­τι­ά καί στό νε­ρό, γι­ά νά τό θα­να­τώ­σῃ. Ἀλ­λά, Κύ­ρι­ε, ἐ­άν μπο­ρῇς νά κά­νῃς κά­τι, λυ­πή­σου μας καί βο­ή­θη­σέ μας.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πα­ντᾷ στόν πα­τέ­ρα μέ τήν ἀ­σθε­νι­κή πί­στι: «Ἐ­σύ ἄν μπο­ρῇς νά πι­στεύ­σῃς, θά γί­νῃ τό παι­δί σου κα­λά. Δι­ό­τι ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά σέ κεῖ­νον πού πι­στεύ­ει». Ὁ πα­τέ­ρας τώ­ρα γε­μᾶ­τος δά­κρυ­α στά μά­τι­α, σάν μό­λις νά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τό λή­θαρ­γο τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας του, φω­νά­ζει μέ δύ­να­μη στόν Χρι­στό:

– Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ἀλ­λά ἔ­χω ἀ­δύ­να­μη πί­στι. Βο­ή­θα με λοι­πόν νά ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πό τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μου.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­μέ­σως μέ ἕ­να πα­ντο­δύ­να­μο πρό­στα­γμα ἐ­πι­πλήτ­τει αὐ­στη­ρά τό δαι­μό­νι­ο καί τοῦ λέ­ει: «πο­νη­ρό πνεῦ­μα, ἄ­λα­λο καί κω­φό, σέ δι­α­τά­ζω νά βγῇς ἀ­πό αὐ­τό τό νέ­ο καί νά μήν εἰ­σέλ­θῃς πο­τέ πλέ­ον σ’ αὐ­τόν». Τό πο­νη­ρό πνεῦ­μα τό­τε ἀρ­χί­ζει νά φω­νά­ζῃ καί νά συ­ντα­ρά­ζῃ τό παι­δί. Καί κα­τό­πιν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­φή­νο­ντάς τό παι­δί κά­τω σχε­δόν νε­κρό. Ὅ­μως ὁ Κύ­ρι­ος τό  πι­ά­νει ἀ­πό τό χέ­ρι καί τό ση­κώ­νει γε­μᾶ­το ὑ­γεί­α, ἐλεύθερο ἀπό τό δαιμό­νιο.

Συ­γκλο­νι­σμέ­νοι οἱ μα­θη­τές ρω­τοῦν κα­τό­πιν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τόν Κύ­ρι­ο μέ ἀ­πο­ρί­α. «Γι­α­τί ἐ­μεῖς δέν μπο­ρέ­σα­με νά δι­ώ­ξου­με τό πο­νη­ρό πνεῦ­μα ἀ­πό τό νέ­ο;»

«Αὐ­τό τό εἶ­δος τοῦ δαι­μο­νί­ου» ἀ­πα­ντᾶ ὁ Κύ­ρι­ος «δέν ἐκ­δι­ώ­κε­ται μέ τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά μό­νο μέ προ­σευ­χή καί νη­στεί­α».

ΕΙ­ΝΑΙ πρα­γμα­τι­κά συ­γκι­νη­τι­κή ἡ ἀ­πά­ντη­σι καί προ­σευ­χή συ­νά­μα τοῦ ὀ­λι­γό­πι­στου πα­τέ­ρα στόν Κύ­ρι­ο. «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ». Αὐ­τή θά πρέ­πει νά εἶ­ναι καί ἡ δι­κή μας θερ­μή καί δυ­να­τή προ­σευ­χή. Δι­ό­τι κι ἐ­μεῖς πολλές φορές ὀ­λι­γό­πι­στοι εἴ­μα­στε. Δέν ἐ­μπι­στευ­ό­μα­στε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό μας, τή ζώ­η μας, τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά μας, τό μέλ­λον μας, στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ λέ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε πι­στοί, στήν οὐ­σί­α κά­πο­τε φε­ρό­μα­στε σάν ἄ­πι­στοι. Δι­ό­τι σέ στι­γμές πει­ρα­σμῶν καί θλί­ψε­ων, σέ μί­α ἀ­σθέ­νει­α ἤ μι­ά πε­ρι­πέ­τει­α, τρο­μο­κρα­τού­μα­στε καί τά χά­νου­με. Βα­σα­νι­ζό­μα­στε μέ­σα στούς φό­βους, τίς δει­λί­ες ἤ τίς ἀ­πελ­πι­σί­ες μας. Λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι δί­πλα μας, γνω­ρί­ζει τά προ­βλή­μα­τα καί τίς ἀ­γω­νί­ες μας, θέ­λει καί μπο­ρεῖ νά μᾶς βο­η­θή­σῃ. Νά πο­λε­μή­σου­με λοι­πόν τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μας. «Ἑ­αυ­τούς καί ἀλ­λή­λους καί πᾶ­σαν τήν ζω­ήν ἡ­μῶν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα». Νά ἐ­μπι­στευ­θοῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας καί τούς γύ­ρω μας καί ὅ­λη μας τή ζω­ή στόν Κύ­ρι­ο. Καί νά προ­σευ­χό­μα­στε λέ­γο­ντας μέ δύ­να­μι: «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ».

* * *

Ἀ­γα­πη­τοί ἀ­δελ­φοί, στό τέ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος κα­τό­πιν ἔ­φυ­γε μέ τούς μα­θη­τές περ­νώ­ντας ἔ­ξω ἀ­πό πό­λεις τῆς Γα­λι­λαί­ας, γι­ά νά μήν μά­θῃ κα­νείς πού ἦ­ταν καί τί ἔ­κα­νε. Δι­ό­τι πλη­σί­α­ζε ὁ και­ρός τοῦ πά­θους του. Γι’ αὐ­τό προ­ε­τοί­μα­ζε τούς μα­θη­τές, λέ­γο­ντάς τους ὅ­τι σέ λί­γο θά πα­ρα­δο­θῇ σέ ἄ­νο­μους ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά τόν θα­να­τώ­σουν. Αὐ­τός ὅ­μως τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα θά ἀ­να­στη­θῇ.

Ἄς συ­μπο­ρευ­θοῦ­με λοι­πόν καί μεῖς μέ πί­στι μα­ζί του κι ἄς συ­σταυ­ρω­θοῦ­με γι­ά νά συ­να­να­στη­θοῦ­με καί νά συ­ζή­σου­με μέ τόν Κύ­ρι­ο στήν αἰ­ώ­νι­ο Βα­σι­λεί­α του.

Ἀργεῖ ὁ Θεός;

1. Τηρεῖ τὶς ὑποσχέσεις Του

Τὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Δ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν μᾶς μεταφέρει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὴ μεγαλειώδη ἐκείνη στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὶς ὑποσχέσεις Του στὸν Ἀβραάμ. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀποκτήσει υἱό, ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ εἶναι πολυάριθμοι σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης κι ὅτι θὰ κληρονομήσει τὴ γῆ Χαναάν. Γιὰ νὰ τὸν διαβεβαιώσει μάλιστα γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων αὐτῶν ὁ Θεὸς ἔδωσε ὅρκο. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἀνώτερο στὸ ὁποῖο νὰ ὁρκισθεῖ, ὁρκίσθηκε στὸν Ἑαυτό του.

Παράδοξες, πράγματι, οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ! Διαβεβαίωσε τὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ τοῦ χαρίσει υἱὸ καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ἀμέτρητους ἀπογόνους, ἐνῶ ἡ σύζυγός του Σάρρα ἦταν στείρα κι ὁ Ἀβραὰμ βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία. Ὅ­λα ἔμοιαζαν ἀπραγματοποίητα, ἀδύνα­τα νὰ συμβοῦν. Ὁ μέγας πατριάρχης Ἀβρα­ὰμ ὅμως πίστεψε στοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ δικαιώθηκε βλέποντας τὴν πρα­γματοποίησή τους.

Ὁ Θεὸς λοιπόν, δὲν ἀθετεῖ τὸν λόγο Του· δὲν ἀναιρεῖ τὶς ὑποσχέσεις Του, ὅσο δύσ­κολες κι ἂν φαίνονται οἱ συνθῆκες, ὅσο ἀ­δύνατη κι ἂν μοιάζει ἡ ὑλοποίησή τους. Ἴσως κάποτε νὰ καθυστερεῖ. Ἡ προσμονή μας τότε γίνεται ἴσως ὀδυνηρή. Εἶναι ὅμως πάντοτε ἀξιόπιστος ὁ λόγος Του. Ὅσο ἀργεῖ ὁ Θεός, τόσο μεγαλύτερες θὰ εἶναι οἱ εὐλογίες ποὺ τελικὰ θὰ μᾶς χαρίσει· πολὺ πλουσιότερες ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχουμε φαν­ταστεῖ.

2. Ἀμείβει τὴν ὑπομονή μας

Γιὰ τὴν πραγματοποίηση ὅμως τῶν ἐ­παγγελιῶν τοῦ Θεοῦ ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ σπουδαῖο ὑπόδειγμα ὑπομονῆς εἶναι ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος «μακροθυμήσας ἐ­πέτυχε τῆς ἐπαγγελίας». Περίμενε, δηλα­δή, πολλὰ χρόνια μὲ ὑπομονή, κι ἔτσι πέτυχε τὴν εὐλογία ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἐπίγεια ζωή του: Ἀπέκτησε παιδὶ ἀπὸ τὴ Σάρρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του κι ἔγιναν μεγάλο ἔθνος.

Πόσο θαυμάζουμε, ἀλήθεια, τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξε ὁ μέγας Πατριάρχης, μέχρι νὰ δεῖ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ! Ἂν καὶ περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ προχωροῦσε ἡ ἡλικία του, οὔτε στιγμὴ δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν θείων ἐπαγγελιῶν. Καὶ πόσο μᾶς διδάσκει τὸ παράδειγμά του! Σήμερα, μάλιστα, ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς ταχύτητας· ποὺ ἐπιζητοῦμε τὴ γρήγορη μετακίνησή μας, τὴν ἄμεση ἐπιτέλεση τῶν ἐργασιῶν μας.

Κι ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μαθητεία μας στὸ πανεπιστήμιο τῆς ὑπομονῆς. Ἐκεῖ θὰ διδαχθοῦμε νὰ εἴμαστε καρτερικοὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας, τῆς ἀσθένειας, τῆς ἀδικίας, τῆς ἀποτυχίας, φέρνοντας στὴ σκέψη μας τοὺς αἰώνιους λόγους τοῦ Κυρίου: «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. κδ΄ 13). Ὅποιος δείξει ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος τῶν δοκιμασιῶν του, ὄχι μόνο θὰ πετύχει τὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάτι πολὺ ἀνώτερο: θὰ εἰσέλθει καὶ θὰ κατοικήσει στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, στὴν οὐράνια Βασιλεία Του.

3. Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας

Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος ὑπογραμμίζει πόσο σημαντικὸ ἐφόδιο στὸν πνευματικό μας ἀγώνα εἶναι ἡ ἐλπίδα. Ἀναφέρει συγ­κεκριμένα ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὸν ὅρκο Του, ὥστε, ὅσοι καταφεύγουμε σ᾿ Ἐκεῖνον, νὰ κρατοῦμε σταθερὴ τὴν ἐλπίδα μας, «ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν». Παρομοιάζει, δηλαδή, τὴν ἐλπίδα τοῦ πιστοῦ μὲ τὴν ἄγκυρα, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη σὲ ἕνα πλοῖο. Αὐτὴ τὸ ἀσφαλίζει καὶ τὸ κρατάει σταθερό, ὅταν τὰ κύματα κι ὁ ἀέρας ἀπειλοῦν νὰ τὸ παρασύρουν.

Καὶ ἡ ἐπίγεια ζωή μας ὅμως μοιάζει μὲ ἕνα θαλάσσιο ταξίδι. Ἡ θάλασσα τοῦ κόσμου σπάνια ἔχει γαλήνη καὶ ἡσυχία. Ἔρχονται συχνὰ στιγμὲς ποὺ ταράζεται ἀπὸ δυνατοὺς ἀνέμους καὶ σηκώνονται τεράστια κύματα ποὺ ἀπειλοῦν μὲ ναυάγιο τὸν ἄνθρωπο. Ἄγκυρά του τότε εἶναι ἡ ἐλπίδα. Ὄχι ἡ ἐλπίδα του στὰ πλούτη καὶ στὶς ἱκανότητές του ἢ στὰ ὑψηλὰ πρόσ­ωπα καὶ στὶς ἰδεολογίες τους. Οἱ ἄγκυρες αὐτὲς δὲν θὰ ἀντέξουν τὴ δύναμη τῶν κυμάτων καὶ θὰ σπάσουν.

Ἐλπίδα σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη γιὰ ἐμᾶς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἄγκυρά μας δὲν βυθίζεται στὸν πυθμένα κάποιας θάλασσας, ἀλλὰ στὸ ἱερότερο σημεῖο τοῦ οὐρανοῦ· στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου. Ὅταν γύρω μας ὅλα μᾶς ὠθοῦν στὴν ἀπελπισία, Ἐκεῖνος κρατᾶ στὰ παντοδύναμα χέρια Του τὴν ἄγκυρα τῆς ζωῆς μας. Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, ἡ προσδοκία μας, ὁ ἀμετακίνητος συνοδοιπόρος καὶ συμπαραστάτης μας. Ὁ Παντοδύναμος!

Σύναξη πάντων των εν Ρόδω Αγίων

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων, ἤτοι, τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων Παύλου (29 Ιουνίου) καὶ Σίλα (30 Ιουλίου)· τῶν Ἱεραρχῶν Εὐφροσύνου, Ἑλλανίκου, Θεοδοσίου καὶ Ἰσιδώρου· τῶν Μαρτύρων Φανουρίου τοῦ νεοφανοῦς (27 Αυγούστου), Κλήμεντος καὶ Ἀγαθαγγέλου (23 Ιανουαρίου)· τῶν Νεομαρτύρων Εὐθυμίου Ἐπισκόπου αὐτῆς γενομένου (9 Αυγούστου), Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (27 Ιουνίου), Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου (14 Νοεμβρίου), Νικήτα τοῦ Νισυρίου (21 Ιουνίου) καὶ Μαλαχία τοῦ Λινδίου (29 Σεπτεμβρίου), καὶ τοῦ Ὁσίου Μελετίου, τοῦ ἐν Ὑψενῇ (12 Φεβρουαρίου).»

Η εορτή της ιεράς Συνάξεως πάντων των εν Ρόδω Αγίων θεσπίστηκε και τελέσθηκε για πρώτη φορά στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου το έτος 2009 μ.Χ., όπου και κατ’ έτος τελείται. Την ίδια ημέρα τελείται και τι μνημόσυνο των αοιδίμων Μητροπολιτών Ρόδου, των κεκοιμημένων Ιερέων, Διακόνων και Μοναχών της Ιεράς Μητροπόλεως, των ευεργετών της Ορθοδόξου Κοινότητος Ρόδου και των ευεργετών της Εκκλησίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς ἐν Ῥόδῳ Ἁγίους, ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, ὡς τῆς εὐσεβείας κρηπίδας, καὶ φωστῆρας τῆς πίστεως· Χριστῷ γὰρ παρεστῶτες τῷ Θεῷ, πρεσβεύουσιν αὐτῷ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παρέχουσι τῆς χάριτος δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι· Δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι᾿ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ἁγίων σήμερον, τῶν ἐν τῇ Ῥόδῳ, οἱ πιστοὶ τελέσωμεν, τὴν παναγίαν ἑορτήν, καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐκβοήσωμεν· Ὑπὲρ τῆς νήσου, Χριστὸν ἱκετεύετε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Χορείαν τὴν σεπτήν, τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων, τιμήσωμεν πιστοί, ἐν φαιδροῖς ἐγκωμίοις, αὐτῶν τὴν φωτοπάροχον, ἑορτάζοντες Σύναξιν, καὶ βοήσωμεν, ἐν κατανύξει καρδίας· Παμμακάριστοι, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωπεῖτε, Τριάδα τὴν ἄκτιστον.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Τῶν Ῥοδίων ὁ λαός, σήμερον γάνυται λαμπρῶς, καὶ χορεύει ἱερῶς, ἐν τῇ εὐσήμῳ ἑορτῇ, τῶν ἐν τῇ νήσῳ Ἁγίων καὶ ἀνακράζει· Χαίρετε Χριστοῦ, φίλοι γνήσιοι, ἄνθη μυστικά, Θείου Πνεύματος, τῆς εὐσεβείας πρόβολοι γενναῖοι, καὶ ὑποφῆται τῆς πίστεως· πᾶσιν αἰτεῖσθε, ἐν παῤῥησίᾳ, σωτηρίας τὴν χάριν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Θείας πίστεως, τῇ συμφωνίᾳ, διαλάμψαντες, τῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ ἐν Ῥόδῳ πανεύφημοι Ἅγιοι, τῶν εὐσεβῶν τὰς καρδίας λαμπρύνετε, καὶ ἀσεβείας τὸν ζόφον ἐλαύνετε. Ὅθεν πάντοτε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύετε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ Ῥόδῳ τοῦ Χριστοῦ στεφανίτας, ὡς εὐσεβείας θαυμαστοὺς ὑποφῆτας, νῦν ἐν κοινῇ τιμήσωμεν, συμφώνως ἑορτῇ· οὗτοι γὰρ ἐκλάμψαντες, ὡς φωστῆρες τῷ κόσμῳ, συμφωνίᾳ πίστεως, ἀνατέλλουσι πᾶσι, τὸν φωτισμὸν τῆς χάριτος ἡμῖν, τοῖς ἐκτελοῦσιν αὐτῶν τὴν πανήγυριν.

Ὁ Οἶκος
῾Ο θεσπέσιος Παῦλος καὶ ἔνδοξος, τῶν Ἐθνῶν ὁ πυρίπνους Ἀπόστολος, τῆς εὐσεβείας ἀπαρχή, καὶ πίστεως ὑποφήτης, ἐν Ῥόδῳ τῇ περιφήμῳ γενόμενος, μαθητῶν χορείαν οὐράνιον, ἡγιασμένην ἐκτήσατο, τοὺς ἐσύστερον ἁγιότητος, ταῖς πράξεσιν ἐν αὐτῇ διαπρέψαντας, καὶ εὐαγγελικῇ πολιτείᾳ διαλαμψάντας· οὓς σήμερον εἰς χορείαν μίαν συνάψαντες, ἐν ἐγκωμίοις μακαρίζομεν, ὡς εὐεργέτας τοῦ λαοῦ καὶ προστάτας, καὶ τῇ πρεσβείᾳ αὐτῶν καταφεύγοντες, ἐν κατανύξει ἱκετεύομεν· Ἅγιοι τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τῆς οὐρανῶν βασιλείας τὰ ἄνθη, τοῦ Παραδείσου οἱ οἰκήτορες, ἐν παῤῥησίᾳ ἀπαύστως, ὑπὲρ τῆς νήσου, Χριστὸν ἱκετεύετε.

Μεγαλυνάριον
Δεῦτε οἱ ἐν Ῥόδῳ πάντες πιστοί, τιμήσωμεν ὕμνοις, τὴν χορείαν τὴν θαυμαστήν, τῶν διαλαμψάντων, Ἁγίων ἐν τῇ νήσῳ, ὡς ταῖς αὐτῶν πρεσβείαις, περιφρουρούμενοι.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, ἡ περίφημος Ῥόδος, ἀγάλλου καὶ χόρευε, τῶν ἐν σοὶ διαλαμψάντων Ἁγίων, τὴν μνήμην σήμερον ἑορτάζουσα. Οὗτοι γὰρ οἱ μακάριοι, τὴν πίστιν τηρήσαντες, καὶ Εὐαγγελίου τὰ λόγια πληρώσαντες, τῆς ἀθανάτου ζωῆς κατηξιώθησαν, Χριστῷ ἐν οὐρανοῖς παριστάμενοι, καὶ πρεσβεύοντες ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν εὐσεβῶς ἀναβοώντων· Ὁ θαυμαστὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις σου Θεός, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
῾Εορτὴ χαρμόσυνος, καὶ ἔαρ πανευφρόσυνον, σήμερον τῇ Ῥόδῳ ἀνέτειλε, τῶν ἐν αὐτῇ διὰ πίστεως, Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι οἰκειωθέντων, ἡ ὑπέρτιμος Σύναξις. Ὅθεν ταύτην πιστοί, πνευματικῶς ἐπιτελοῦντες, αὐτοῖς ἐκβοήσωμεν· Μακάριοι Ἅγιοι, Ποιμένες καὶ Μάρτυρες καὶ Ὅσιοι, πανολβία παράταξις, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης Χριστοῦ, σὺν τῇ Θεοτόκῳ καὶ τῷ Ἀρχιστρατήγῳ Μιχαήλ, πρεσβεύετε αὐτῷ ἐκτενῶς, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων, τῶν μακάριον ὅμιλον, δεῦτε πιστοὶ τιμήσωμεν, ὅτι Χριστὸν ἐνδυσάμενοι, ἐν χρόνοις ἰδίοις ἕκαστος, τῆς κατ᾿ αὐτὸν ζωῆς ἐξανέτειλαν, τὴν ἀνέσπερον λαμπρότητα, φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας γνωριζόμενοι, καὶ πάντας φωτίζοντες, τοὺς πρὸς αὐτοὺς ἐκβοῶντες· Πανεύφημοι Ἅγιοι, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ὑμεῖς τὸ φῶς τοῦ κόσμου, τὰ ἄνθη τοῦ Παραδείσου, οἱ τοῦ λαοῦ ἀντιλήπτορες· πρεσβεύετε ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ΄.
Δεῦρο σήμερον ὁ τῶν Ῥοδίων λαός, τῶν ἐν τῇ νήσῳ Ἁγίων, τὴν πανολβίαν συνέλευσιν, ἐν φαιδροῖς ἐγκωμίοις, τιμήσωμεν κράζοντες· Χαίρετε Παῦλε καὶ Σίλα, Ἀπόστολοι Χριστοῦ, οἱ ἐν Ῥόδῳ Χριστὸν καταγγείλαντες· χαίρετε ἔνδοξοι Μάρτυρες, Φανούριε μεγάλαθλε, Κλήμη καὶ Ἀγαθάγγελε· χαίρετε θεῖοι Νεομάρτυρες, Εὐθύμιε ποιμὴν φιλοπρόβατε, Κύριλλε τῆς Κωνσταντίνου ὁ πρόεδρος, Κωνσταντῖνε, Νικήτα καὶ Μαλαχία, σὺν τῷ ἐν Ὁσίοις θαυμαστῷ, Μελετίῳ τῆς Θεοτόκου τῷ θεράποντι· Χριστῷ γὰρ ἀκολουθήσαντες, καὶ αὐτὸν διὰ πίστεως εὐαρεστήσαντες, εὐαγγελικῆς ζωῆς παραδείγματα ὑπάρχετε, καὶ τῶν πιστῶν προπύργια ἀκλόνητα, πάντας σῴζοντες ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, τοὺς προσιόντας τῇ ἀντιλήψει ὑμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος πλ. δ΄.
Τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων τὸν χορόν, ὁ τῶν Ῥοδίων χριστώνυμος λαός, σήμερον ὁμοτίμως ὕμνοις τιμήσωμεν. Οὗτοι γὰρ ἐπὶ γῆς, εὐαγγελικῶς πολιτευσάμενοι, τῆς ἁγιότητος τὸν πλοῦτον ἐθησαύρισαν· νῦν δὲ εἰς μίαν χορείαν συναφθέντες, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον, ὑπεμφαίνουσι τοῖς ψάλλουσιν· Δόξα σοι Πάτερ, δόξα σοι Υἱέ, δόξα σοι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος Θεός, ὁ θαυμαστὸς ὡς γέγραπται, ἐν τῇ χορείᾳ τῶν Ἁγίων σου.

Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ Ρωσίας

Ο Άγιος Εφραίμ κόσμησε τον αρχιερατικό θρόνο του Ροστώβ από το έτος 1427 μ.Χ. μέχρι το 1454 μ.Χ. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος από τον Μητροπολίτη Φώτιο στις 13 Απριλίου 1427 μ.Χ. Σύμφωνα με τα τοπικά Χρονικά άρχισε αμέσως την ανοικοδόμηση της μονής Βαρινίσκιυ του Πσκωφ, στον τόπο όπου βρισκόταν η οικία του ευγενούς Κυρίλλου, πατέρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Επίσκοπος Εφραίμ υπήρξε φίλος και προστάτης των μοναχών και συναντιλήπτορας του Αγίου Ασκητού Γρηγορίου της Πάλμα.

Ο Άγιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1454 μ.Χ.

Άγιος Ευστάθιος ο Ομολογητής επίσκοπος Κίου Βιθυνίας

Έζησε στα χρόνια της εικονομαχίας. Από νέος βάδισε το δρόμο της ευσέβειας, στολισμένος με βαθειά και ένθερμη πίστη. Ήταν συγχρόνως και ακριβής τηρητής των εντολών, τις όποιες δεν γνώριζε μόνο αλλά και εφάρμοζε. Τη ζωντανή αυτή ευσέβεια του, καλλιέργησε ακόμα περισσότερο, όταν έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε υστέρα Ιερέας. Η κοινή αναγνώριση των προτερημάτων αυτών, τον ανέβασε στην επισκοπή της Κίου στη Βιθυνία. Στη νέα του αυτή διακονία, έδειξε περισσότερα ποιμαντικά χαρίσματα και εργάστηκε με μεγαλύτερη αφοσίωση στη φιλανθρωπική αποστολή του. Απέναντι στους εικονομάχους, ο ειρηνικός ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικός και ακοίμητος φρουρός της Ορθοδοξίας. Ούτε πτοήθηκε, όταν είδε μπροστά του τον άγριο διωγμό. Φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε. Αλλά από παντού συμμετείχε στην άμυνα της Ορθοδοξίας. Υπέμεινε δε απερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας και άλλων κακουχιών. Τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό, του οποίου έλαμψε πιστός και γνήσιος υπηρέτης, που προτίμησε τις ταλαιπωρίες και το θάνατο από την εγωιστική διατήρηση του αξιώματος του.

Άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής

Τον Άγιο Διάδοχο, δεν τον αναφέρουν οι Συναξαριστές. Συναντάται στον Λαυριωτικό Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζί με τον πρεσβύτερο Μάρκο τον μεγάλο ασκητή (+5 Μαρτίου), όπου υπάρχει και κοινός Κανόνας των δύο μη ολοκληρωμένος.
Ο Άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου, έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, αλλά και της συναρπαστικής συγγραφής. «Τα Εκατό γνωστικά ασκητικά κεφάλαια» πού έγραψε, διαβάζονταν με απληστία από τους μοναχούς. Επίσης έγραψε και αλλά, όπως την «Όραση» και «Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου».

Στα «Εκατό γνωστικά κεφάλαια» ο Άγιος Διάδοχος στο προοίμιο του βιβλίου εκθέτει τους «δέκα όρους», που είναι κατά κάποιο τρόπο τα κύρια σημεία του βιβλίου και θα μπορούσαμε κατ' επέκταση να ισχυρισθούμε ότι είναι οι δέκα όροι της πνευματικής ζωής. Συγκεκριμένα γράφει:
Πρώτος όρος της πίστεως: Έννοια περί Θεού απαθής.
Δεύτερος όρος της ελπίδος: εκδημία του νου εν αγάπη προς τα ελπιζόμενα.
Τρίτος όρος της υπομονής: Τον αόρατον ως ορατόν ορώντα τοις της διανοίας οφθαλμοίς αδιαλείπτως καρτερείν.
Τέταρτος όρος της αφιλαργυρίας: Ούτω θέλειν το μη έχειν ως θέλειν τις το έχειν.
Πέμπτος όρος της επιγνώσεως: Αγνοείν εαυτόν εν τω εκστήναι τον Θεόν.
Έκτος όρος της ταπεινοφροσύνης: Λήθη των κατορθουμένων προσευχής.
Έβδομος όρος της αοργησίας: Επιθυμία πολλή του μη οργίζεσθαι.
Όγδοος όρος της αγνείας: Αίσθησις αεί κεκολλημένη Θεώ.
Ένατος όρος της αγάπης: Αύξησις φιλίας προς τους υβρίζοντας.
Δέκατος όρος της τελείας αλλοιώσεως: Εν τρυφή Θεού χαράν ηγείσθαι το στυγνόν του θανάτου

Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)

Οι Άγιοι Ιωνάς και Βαραχήσιος ήταν ασκητές και μαρτύρησαν περίπου το 330 μ.Χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Σαβώριος και των Βυζαντινών ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Αναχώρησαν από τη Μονή που μόναζαν και πήγαν σε κάποια κωμόπολη, πού ονομαζόταν Μαρβιαβώχ (ή Μαρμιαβώχ). Εκεί επισκέφθηκαν εννιά κρατούμενους Μάρτυρες στην φυλακή, τον Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ηλία, Μάρη, Άβίβο, Σιμιάθη και Σάβα (ή Σώβα) και τους ενθάρρυναν στο μαρτύριο. Αμέσως τότε τους συνέλαβαν και αυτούς και τους οδήγησαν μπροστά σε τρεις άρχοντες των Περσών, τον Μασδράθ, τον Σιρώ και Μαρμισή. Αυτοί συμβούλευσαν τους Ιωνά και Βαραχήσιο ν' αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνήσουν τη φωτιά, το νερό και τον ήλιο.

Οι Άγιου δεν υπάκουσαν και αφού τους έδεσαν, άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα. Στην συνέχεια τους έσυραν με τραχιά ραβδιά και τους άφησαν έξω στην παγωνιά όλη τη νύχτα. Κατρόπιν, έκοψαν τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών του Αγίου Ιωνά και τον έδεσαν σφικτά σε δένδρο. Εκεί τον πριόνισαν στη μέση και τον έριξαν σε λάκκο. Τον Άγιο Βαραχήσιο, αφού τον έσυραν γυμνό στα αγκάθια, τον έριξαν σε λάκκο και έχυσαν βραστή πίσσα επάνω στον φάρυγγά του, και έτσι τελειώθηκε ο βίος του.

Το ίδιο σκληρά βασανίσθηκαν και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι θανατώθηκαν με πικρότατο θάνατο.

Τα ιερά λείψανα αυτών αγοράστηκαν από κάποιον ευσεβή Χριστιανό ονόματι Aυδηισώτην προς πεντακόσια μιλιαρίσια (περσικά νομίσματα), ο οποίος τα ενταφίασε με ευλάβεια.

Οι μεν ανωτέρω εννέα Mάρτυρες, τελειώθησαν την εικοστή εβδόμη Mαρτίου, οι δε Άγιοι Iωνάς και Bαραχήσιος τελειώθησαν την εικοστή ενάτη Mαρτίου.

Σημείωση: Τα λείψανα του Aγίου Mάρτυρα Λαζάρου, ενός εκ των εννέα Mαρτύρων αποθησαυρίσθηκαν στον Nαό των Aγίων Aποστόλων των Mεγάλων στην Κωνσταντινούπολη στις 20 Ιουνίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορόν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητών, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμῖν καὶ ἔλεος

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μαρτύρων την δυάδα ἐπαξίως τιμήσωμεν, θεῖον Ἰωνᾶν και σεπτόν Βαραχήσιον, ἀσκήσαντας μεν πρότερον καλῶς, ἀθλήσαντας δε ἔπειτα στερρῶς. Διά τοῦτο και ὀ Ἀθλοθέτης Χριστός ἔστεψεν αὐτῶν τας κάρας: Δόξα τῷ δυναμώσαντι αὐτοῦς, δόξα τῷ καταστέψαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ αὐτῶν πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία, την λαμπράν πανήγυριν τῶν ἀηττήτων Ἀθλητῶν, Βαραχησίου και Ἰωνᾶ. Διό και χαίρει τον Κτίστην δοξάζουσα.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μαρτύρων ἑνδεκάριθμος φάλαγξ, ἀνευφημείσθω μελῳδίαις ᾀσμάτων, σὺν Ἰωνᾷ ἡ θεῖος Βαραχήσιος, Ἄβιβος καὶ Λάζαρος, καὶ Ναρσῆς καὶ Ἠλίας, Μάρης Σιμεήθης τε, Μαρουθᾶς ὁ θεόφρων, καὶ Ζανιθᾶς καὶ Σάββας ὁ στερρός· ὑπὲρ ἡμῶν γάρ, Χριστὸν ἱκετεύουσι.

Κάθισμα
Ἦχος γ᾿. Την ὡραιότητα.
Τους ἐκνικήσαντας ἀσκήσει πρότερον, ἐχθρόν τον κάκιστον, εἶτα αἰσχύναντας τύραννον ἄθεον καλῶς, Μάρτυρας τους ἔνδοξους, θεῖον Βαραχήσιον, Ἰωνᾶν θεορρήμονα σήμερον ὑμνήσωμεν, ἐν ἐνθέοις τοῖς ἄσμασιν, προς οὕς και εἴπωμεν πιστοί πάντες, :Χαίροις ὦ δυάς μακαρία.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ' . Την Σοφίαν και Λόγον.
Ἀθλήσεως καύχημα, καὶ στεφάνων ἀξίωμα, οἱ ἔνδοξοι Ἀθλοφόροι περιβέβληνταί σε Κύριε· καρτερίᾳ γὰρ αἰκισμῶν, τοὺς ἀνόμους ἐτροπώσαντο, καὶ δυνάμει θεϊκῇ, ἐξ οὐρανοῦ τὴν νίκην ἐδέξατο. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸ μέγα σου ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Τους ὁμοζήλους Μάρτυρας, τους νικήσαντας τους Βασιλεῖς, οὖν οἰ πιστοί ἐπαινέσωμεν διηνεκῶς. Οὗτοι γαρ, τας τῶν τρυφῶν τοῦ βίου καταφρονήσαντες, εἰς τας οὐρανίους σκηνάς μετεστάθησαν, και ἡ κτίσις θεωροῦσα ἔχαιρε, τον Κύριον δοξάζουσα.

Μεγαλυνάριον
Στῖφος ἑνδεκάριθμον Ἀθλητῶν, ἐχθρῶν μυριάδας, ἐτροπώσαντο νοητῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, αἰνοῦντες χαρμοσύνως, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην, ὑπερδοξάσωμεν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Μάρκος επίσκοπος Αρεθουσίων, Κύριλλος διάκονος, και των εν Ασκάλωνι και Γάζη παρθένων γυναικών και ιερωμένων ανδρών

Ο Άγιος Μάρκος ήταν επίσκοπος Αρεθουσίων (Η Αρέθουσα είναι οικισμός στα ανατολικά του Νομού Θεσσαλονίκης) και ήκμασε στα χρόνια του Μέγα Κωνσταντίνου, του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).

Το 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά μάλιστα αυτής, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η οποία μετέβη στα Τρέβηρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κώνσταντα. Το 343 μ.Χ. έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Φιλιππουπόλεως και το 351 μ.Χ. στην Σύνοδο του Σιρμίου, η οποία καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου, ως οπαδό του αιρετικού Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της Σελευκείας της Ισαυρίας, το 358 μ.Χ.

Μια μέρα, κινούμενος από θείο ζήλο, γκρέμισε ένα ναό των ειδώλων και τον έκανε εκκλησία. Όταν όμως ανέλαβε αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, συνέλαβε το Μάρκο (363 μ.Χ.), διότι γκρέμισε τον ειδωλολατρικό ναό. Τότε οι στρατιώτες, αφού τον γύμνωσαν και τον μαστίγωσαν αλύπητα, τον έριξαν μέσα σε χαντάκια με βρώμικο νερό. Μετά τον έβγαλαν από 'κει, και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά, να τον τρυπούν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη. Κατόπιν τον άλειψαν με μέλι και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και πολλή υπομονή. Οπότε, βλέποντας οι ειδωλολάτρες αυτή την ανδρεία και μεγαλοψυχία του γέροντα Μάρκου, έγινε στις ψυχές τους μέγα θαύμα. Αφού τον κατέβασαν από 'κει που τον είχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, έγινε διδάσκαλος τους και έμαθαν απ' αυτόν την αληθινή πίστη.

Ο Άγιος Μάρκος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Επί Ιουλιανού του Παραβάτη (363 μ.Χ.) έλαμψε και ο Διάκονος Κύριλλος, καύχημα της Εκκλησίας της Φοινίκης. Επειδή στάθηκε αμετακίνητος στη χριστιανική ομολογία και κήρυττε κατά των ειδώλων, κίνησε τη μανία των ειδωλολατρών, οι όποιοι με ξίφη άνοιξαν την κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του.

Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ήμερα αυτή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τὴ Φοινίκη δὲ ὢ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τὴ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν, οὖς ὡς ὀπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι' ἐγκρατείας τῶν παθῶν τᾶς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμᾷς καὶ τᾶς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τᾶς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργείν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα, Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ποιμὴν ἱερώτατος Ἀρεθουσίων ὀφθείς, ἐνθέως ἐποίμανας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, Μᾶρκε Ἱερομάρτυς, τοῦ Σωτῆρος θεράπων, ᾧπερ ἀκαταπαύστως, μὴ ἐλλίπῃς πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν ἐκτελούντων τὴν πάντιμον μνήμην σου.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ θείῳ φωτί, τὸν νοῦν σου λαμπρυνόμενος, φωστὴρ φαεινός, καὶ Ἱεράρχης Ὅσιος, ὦ Μᾶρκε ἐχρημάτισας, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἤθλησας, ὑπὲρ αὐτῆς ἀνδρείᾳ ψυχῆς, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὴν ζωὴν κατευθύνων θεοπρεπῶς, Ἱεράρχης ἐδείχθης θεοειδής, καὶ πόνοις ἀθλήσεως, ἀνενδότως ὡμίλησας, καὶ ἔδειξας τοῖς πᾶσι, τὴν χάριν τῆς πίστεως, ἐκλάμπουσιν ἐν ἄθλοις, και πάντας ἐκπλήττουσαν, ὅθεν διπλοῦν στέφος, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, ἐδέξω λαμπρότατα, ἐπαξίως τῶν πόνων, Πάτερ Μᾶρκε θεόσοφε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ἀνατεθεὶς ὀλικῶς τῷ Κυρίῳ, τῶν ἐν κόσμῳ τερπνῶν κατεφρόνησας, καὶ καθάρας σαὐτὸν θείαις πράξεσιν, ἐπιπνοίας τῆς θείας κειμήλιον, καὶ ὄργανον χωρητικόν, τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐγένου Μᾶρκε Ὅσιε, καὶ τὴν θείαν στολὴν κληρωσάμενος, ἀρχιερεὺς θεοφόρος ἐδείχθης, μεσιτεύων Πλάστῃ καὶ πλάσματι, ἐν τῷ προσφέρειν Αὐτῷ, τὰς μυστικὰς προσφοράς, πόνων δὲ μαρτυρικῶν ὑπελθὼν τὸν ἀγῶνα, τὴν τῶν εἰδώλων πλάνην κατήσχυνας, καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ ἤθλησας στεῤῥότατα, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἱεράρχα Μᾶρκε σοφέ, τῶν Ἀρεθουσίων ποιμενάρχης ὁ ἱερός, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ὁμότροπος ἐν ἄθλοις, καὶ πρέσβυς καὶ μεσίτης ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.


Δ΄ Κυριακή των Νηστειών - Ιωάννου της Κλίμακος

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας γεννήθηκε πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».
Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:
1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Εὐαγγέλιον Κυριακής Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 17 - 31
17 οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολλοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται. 18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν καὶ ζήσεται. 19 καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 20 Καὶ ἰδοὺ γυνὴ, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· 21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ, Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. 22 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· Θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 23 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον θορυβούμενον λέγει αὐτοῖς· 24 Ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον ἀλλὰ καθεύδει· καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 25 ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον. 26 καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην. 27 Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ. 28 ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. 29 τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. 30 καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. 31 οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ.

Ερμηνευτική απόδοση

Ούτε πάλιν βάζουν οι συνετοί άνθρωποι νέον κρασί, που βράζει ακόμη, εις παλαιά ασκία, που δεν αντέχουν. Εάν δε και κάμουν αυτό, τα ασκιά σπάζουν και σχίζονται και έτσι το κρασί χύνεται και τα ασκιά αχρηστεύονται. Αλλά βάζουν τον νέον οίνον μέσα εις νέους ασκούς και έτσι διατηρούνται και τα δύο. (Την νέαν διδασκαλίαν μου δεν θα την βάλω στους παλαιούς τύπους και στους ανθρώπους των παλαιών τύπων, όπως είναι οι Φαρισαίοι, αλλά την μεταδίδω στους νέους ανθρώπους, όπως είναι οι μαθηταί μου, και την βάζω εις νέους τύπους και σχήματα)”. 18 Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Ιησούς, ιδού ένας άρχων της συναγωγής ήλθε προς αυτόν, έσκυψεν έως το έδαφος, τον προσκύνησε με βαθύτατον σεβασμόν και του είπεν ότι “η κόρη μου προ ολίγου απέθανεν, αλλά έλα, βάλε το χέρι σου επάνω εις αυτήν και θα ζήση”. 19 Εσηκώθη ο Ιησούς και τον ηκολούθησε, καθώς και οι μαθηταί του. 20 Και ιδού, καθώς επροχωρούσαν, μία γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα έτη, επλησίασε από πίσω και ήγγισε με πίστιν την άκρη από το ένδυμα αυτού. 21 Διότι, έλεγε από μέσα της, και μόνον εάν εγγίσω το ένδυμα αυτού θα σωθώ από την ασθένειάν μου. 22 Ο δε Ιησούς εγύρισε, την είδε και της είπε· “θάρρος, κόρη μου· η πίστις, με την οποίαν ήγγισες το ένδυμά μου, σε έχει σώσει”. Και πράγματι από την ώραν εκείνην εθεραπεύθη η γυναίκα και έγινε τελείως υγιής. 23 Οταν δε ήλθε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντος και είδε αυτούς, που με τους αυλούς των έπαιζαν πένθιμα και νεκρικά τραγούδια, και τον όχλον να θρηνή και να ολοφύρεται και να δημιουργή θόρυβον, είπε προς αυτούς. 24 “Πηγαίνετε· διότι η μικρή κόρη δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν πολύ καλά ότι η κόρη είχεν πεθάνει. 25 Οταν δε εδιώχθη ο όχλος έξω από την αίθουσαν, που ευρίσκετο η νεκρά, εισήλθεν ο Ιησούς, επιασε το χέρι της και αμέσως εκείνη ανεστήθη. 26 Και διεδόθη η φήμη περί της αναστάσεως της νεκράς κόρης εις όλην την χώραν εκείνην. 27 Και ενώ ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν και έλεγαν· “σπλαγχνίσου μας, υιέ Δαυΐδ, και δος μας το φως των οφθαλμών μας”. 28 Οταν δε έφθασε στο σπίτι, τον επλησίασαν οι τυφλοί και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “πιστεύετε πράγματι, ότι ημπορώ εγώ να κάμω αυτό, που ζητείτε;” Λεγουν προς αυτόν· “ναι, Κυριε”. 29 Τοτε ήγγισε τα μάτια των, λέγων· “σύμφωνα με την πίστιν σας ας γίνη αυτό προς χάριν σας”. 30 Και αμέσως άνοιξαν οι οφθαλμοί των. Ο δε Ιησούς συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα και είπε· “προσέχετε, κανείς να μη μάθη το θαύμα”. 31 Αλλά εκείνοι εξελθόντες διέδωσαν το θαύμα και την φήμη του Ιησού εις όλην εκείνην την χώραν.


Ἀπόστολος Κυριακής Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20
13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· 16 ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

Ερμηνευτική απόδοση

 Εις δε τον Αβραάμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας μεγάλας υποσχέσεις, επειδή δεν είχε κανένα μεγαλύτερόν του-εφ' όσον αυτός είναι ο μόνος απειροτέλειος-δια να ορκισθή και να βεβαιώση έτσι κατά τον απόλυτον τρόπον τον Αβραάμ, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα τας εκπληρώση, ωρκίσθη στον εαυτόν του 14 λέγων· “αληθώς και βεβαίως θα σε ευλογήσω πλουσίως και θα αυξήσω εις πλήθος πολύ και αναρίθμητον τους απογόνους σου”. 15 Και έτσι ο Αβραάμ επίστευσεν στον Θεόν, επερίμενε με ακλόνητον αναμονήν, και επέτυχε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, (διότι αφ' ενός μεν απέκτησε υιόν εκ της Σαρρας, τον Ισαάκ, γενάρχην και αρχηγόν έθνους, εφ' ετέρου δε από την χώραν των πνευμάτων είδε την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, του ευλογημένου Σωτήρος των ανθρώπων). 16 Διότι οι άνθρωποι ορκίζονται συνήθως στον Θεόν, τον μεγαλύτερον από όλους, και δίδεται όρκος, δια να σταματήση κάθε αντιλογία μεταξύ των και δια να επιβεβαιωθούν επισήμως τα λεγόμενα. 17 Δι' αυτό και ο Θεός, επειδή ήθελε με μεγαλυτέραν βεβαιότητα να δείξη στους κληρονόμους των υποσχέσεών του το αμετάκλητον και αμετακίνητον της αποφάσεως του, συγκατέβη να χρησιμοποιήση ως μέσον επιβεβαιώσεως τον όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσίν του και τον όρκον του, εις τα οποία είναι εντελώς αδύνατον να ψευσθή ποτέ ο Θεός, να έχωμεν την βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσωμεν την ελπίδα, η οποία μας έχει προσφερθή. 19 Αυτήν δε την ελπίδα την έχομεν σαν άγκυραν της ψυχής ασφαλή και σταθεράν, η οποία εισέρχεται και μας κρατεί σταθερά ηνωμένους προς τον ουρανόν, τον οποίον ουρανόν εσυμβόλιζε το εκείθεν από το παραπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου τμήμα, τα Αγια των Αγίων. 20 Εις τον ουρανόν δε πρωτοπόρος χάρις ημών εισήλθεν ο Ιησούς, γενόμενος αρχιερεύς κατά τον τύπον του Μελχισεδεκ, όχι προσωρινός, αλλά αιώνιος.

Όσιος Διονύσιος ο Ελεήμων

Για τον Άγιο Διονύσιο τον Ελεήμονα, Μητροπολίτη Λαρίσης και κτίτορα της μονής του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά των Μετεώρων, δεν διασώζονται αγιολογικά κείμενα, ακολουθίες, συναξάρια ή βίος.

Ο Άγιος Διονύσιος εικονίζεται σε τοιχογραφία του 1627 μ.Χ. στο αριστερό κλίτος του ναού των Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, όπου κατά χρονολογική σειρά από αριστερά προς δεξιά τοιχογραφούνται επτά «Άγιοι Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης». Ο Άγιος Θωμάς ο Γοριανίτης, ο Άγιος Κυπριανός ο Θαυματουργός, ο Άγιος Αντώνιος ο Λογιώτατος και Νέος Θεολόγος, ο Άγιος Βησσαρίων, ο Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων, ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής και ο Άγιος Βησσαρίων του Σωτήρος.

Η επιγραφή της τοιχογραφίας (ο Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων Αρχιεπίσκοπος [λαρίσης]), μαρτυρεί ότι ο Άγιος καταξιώθηκε στη συνείδηση του πιστού ποιμνίου του και συγκαταριθμήθηκε στην τιμητική χορεία των τοπικών Αγίων της περιοχής. Ακόμη, η επωνυμία Ελεήμων που του αποδόθηκε, αποδεικνύει αναντίρρητα την πλούσια προσφορά του, τόσο στον Εκκλησιαστικό όσο και στον κοινωνικό τομέα, ως φιλεύσπλαχνου διακόνου σε όσους βρίσκονταν σε χαμηλή κοινωνική κατάσταση και ως παρηγορητή σε εκείνους που έπασχαν.

Με βάση την χρονολογική σειρά των παραπάνω επτά Αγίων Μητροπολιτών της Λάρισας, η αρχιερατεία του Αγίου Διονυσίου του Ελεήμονος, πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1489 - 1490 μ.Χ. και πριν το 1499 μ.Χ. και οπωσδήποτε θα ήταν μικρής διάρκειας. Περί το έτος 1499 μ.Χ. ο Άγιος Διονύσιος παραιτήθηκε από το αξίωμά του και την θέση του κατέλαβε ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής. Μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε και μόνασε στη μονή Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, της οποία υπήρξε και ο νεότερος κτίτορας.

Επίσης ο Άγιος Διονύσιος Λαρίσης μνημονεύεται πολλές φορές στο «Σύγγραμμα Ἱστορικόν» ή «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», το οποίο πρέπει να γράφτηκε λίγο μετά το έτος 1529 μ.Χ. Σύμφωνα λοιπόν, με το κείμενο αυτό, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εκείνος που πρώτος έδωσε τον τίτλο του ηγουμένου στον «πατέρα» της μονής Μεταμορφώσεως του Μετεώρου, ιερομόναχο Ιωάσαφ, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση προς τον ομώνυμο κτίτορα της μονής βασιλέα Ιωάννη Ούρεση Παλαιολόγο - Ιωάσαφ μοναχό, και κατόπιν τον χειροτόνησε Επίσκοπο Φαναρίου.

Ο Όσιος Διονύσιος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, την Μεγάλη Πέμπτη του έτους 1510 μ.Χ.

Άγιος Boyan ο επονομαζόμενος Enravota πρίγκιπας των Βουλγάρων

Ο Άγιος Boyan (Μποϋάν) ο επονομαζόμενος Enravota (Ενραβωτά) ήταν υιός του βασιλέως της Βουλγαρίας Ομουρτάγ (816 - 831 μ.Χ.), την εποχή κατά την οποία οι Βούλγαροι ήταν ακόμη στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Ενώ ήταν πρωτότοκος, μετά τον θάνατο του πατέρα του, δεν έγινε βασιλέας, αλλά η εξουσία πέρασε στον μικρότερο αδελφό του Μαλαμίρ.

Από την αρχή του 9ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή από τότε που άρχισε η βασιλεία του φιλοπόλεμου Κρούμμου (803 - 814 μ.Χ.), οι Χριστιανοί διώκονταν, ιδιαίτερα στις περιοχές που είχαν αποσπασθεί από τους Βυζαντινούς.

Όταν ο αδελφός του Αγίου ανέκτησε την εξουσία, θέλησε να βεβαιωθεί ότι ο Boyan δεν είχε ασπασθεί την χριστιανική πίστη. Γι' αυτό του πρότεινε να συμμετάσχει σε ένα ειδωλολατρικό θυσιαστικό συμπόσιο. Στην άρνηση του Αγίου να θυσιάσει στα είδωλα, ο βασιλέας διέταξε τον διά αποκεφαλισμού θάνατό του. Ήταν περί το έτος 833 μ.Χ.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεοφύλακτου, Αρχιεπισκόπου Αχρίδος (1090 - 1126 μ.Χ.), ο πρίγκιπας Boyan κατά την στιγμή του μαρτυρίου του προφήτευσε τα ακόλουθα: «Αυτή η πίστη, για την οποία σήμερα πεθαίνω, θα διαδοθεί στην χώρα των Βουλγάρων. Εσείς μάταια προσπαθείτε να την καταστρέψετε με τον θάνατό μου. Το σημείο του Σταυρού θα υπάρχει παντού. Θα ανεγερθούν ναοί καθαροί και αγνοί προς τιμήν του αληθινού Θεού και ιερείς καθαροί και αγνοί θα Τον διακονήσουν. Τα είδωλα και οι βωμοί σας θα καταστραφούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ».

Τρία χρόνια αργότερα ο βασιλέας Μαλαμίρ πέθανε. Ο απόγονος του Αγίου Boyan βαπτίσθηκε Χριστιανός, το έτος 865 μ.Χ., και ανακήρυξε την ορθόδοξη πίστη ως πίστη του κράτους.

Όσιος Ησύχιος ο Ιεροσολυμίτης

Ο Όσιος Ησύχιος έζησε και ασκήτεψε στην Παλαιστίνη κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. και διακρίθηκε στην συγγραφή πνευματικών κειμένων. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα των Ιεροσολύμων. Αφού μελέτησε σε βάθος την Αγία Γραφή, πλούτισε σε γνώσεις για τον Θεό. Ακολούθως, αφού αναχώρησε και έγινε μοναχός, ζούσε στην έρημο επισκεπτόμενος τους Οσίους Πατέρες που ευρίσκονταν εκεί και συλλέγοντας από τον καθένα τα άνθη της αρετής ως φιλόπονη μέλισσα. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής, τόση αρετή, αφού εξαναγκάστηκε από τον τότε Αρχιερέα των Ιεροσολύμων, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Και προσμένοντας επάνω στον Τάφο του Κυρίου και στους άλλους τόπους, στους οποίους ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός υπέμεινε τα Άγια Πάθη για χάρη μας, άντλησε πηγές γνώσεως και σοφίας. Γι' αυτό ερμήνευσε και διασαφήνισε κάθε Γραφή και προέβη σε ωφέλεια πολλών.

Στα στοιχεία αυτά του Συναξαρίου, ο Θεοφάνης στη Χρονογραφία του προσθέτει την πληροφορία ότι η χειροτονία του Οσίου Ησυχίου σε πρεσβύτερο, τελέσθηκε αμέσως μόλις αναδείχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας ο Άγιος Κύριλλος (412 μ.Χ.). Ο δε Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα από την τοπική παράδοση, πλην των χαρακτηρισμών για τον Όσιο, «πρεσβύτερος και της Εκκλησίας διδάσκαλος», «πεφωτισμένος», «θεολόγος», «φωστήρ», παρέχει και την είδηση, ότι κατά τον εγκαινιασμό του ναού της μονής του Ευθυμίου από τον Πατριάρχη Ιουβενάλιο (422 - 458 μ.Χ.), το 428 ή 429 μ.Χ., στην συνοδεία αυτού παρίστατο και ο Όσιος Ησύχιος προς μεγάλη χαρά του Αγίου Ευθυμίου.

Ο Όσιος αναμείχθηκε ενεργά στους δογματικούς αγώνες της εποχής κοντά στο πλευρό του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του οποίου την αντινεστοριακή πολιτική ακολούθησε, όπως συνάγεται και από το τμήμα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του, το οποίο παρατίθεται στα Πρακτικά της Ε' Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.).

Ο Όσιος, αφού έγινε σε όλους γνωστός και αξιοθαύμαστος και υπηρετούσε τον Θεό με κάθε τρόπο, κοιμήθηκε με ειρήνη και ανέβηκε με χαρά προς τον Κύριο. Ο τάφος του εδεικνύετο ακόμη περί το έτος 570 μ.Χ. στην ανατολική πύλη των Ιεροσολύμων, όπου υπήρχε παρεκκλήσι προς τιμήν του, γίνονταν λατρευτικές συνάξεις και διανέμονταν στους πτωχούς δώρα.

Ως έργα του Οσίου Ησυχίου θεωρούνται τα: «Ὑπόμνημα εἰς τὸ Λευιτικόν», «Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰώβ», «Ἑρμηνεία Ψαλμῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἠσαΐαν», «Στιχηρὸν τῶν Ἰβ' Προφητῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τᾶς ὠδᾶς», «Συναγωγὴ ἀποριῶν καὶ ἐπιλύσεων», «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», «Ὁμιλίαι».

Άγιος Ευστράτιος ο Νηστευτής ο Οσιομάρτυρας

Ο Όσιος Ευστράτιος, απόγονος μιας πλούσιας οικογένειας του Κιέβου, διέθεσε στους πτωχούς όλα τα πλούτη του και εγκαταβίωσε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση και τη νηστεία. Στις εικόνες περιγράφεται με ανοιχτού χρώματος μαλλιά, αραιή γενειάδα, ντυμένος με το μοναχικό ράσο και ανυπόδητος.

Μόλις ο Όσιος έγινε μοναχός, άρχισε να αγωνίζεται κατά των σαρκικών παθών και του διαβόλου με τα όπλα του φωτός, την αγρυπνία, την προσευχή και προπαντός την χριστομίμητη νηστεία. Με τον αγώνα και την σκληρή εγκράτεια, ταπείνωσε τους δαίμονες και εξουδετέρωνε τις προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ότι ο Κύριός του, ο Ιησούς Χριστός, με την σαρανταήμερη νηστεία και την προσευχή Του κατέβαλε τον πονηρό, ενώ αντίθετα ο πρωτόπλαστος Αδάμ, λόγω της αποτυχίας του στο να φανεί εγκρατής, έπεσε και εξορίσθηκε από τον Παράδεισο. Έτσι ο γενναίος Ευστράτιος έλιωσε πραγματικά το σώμα του με την αυστηρή νηστεία, αλλά μαζί με αυτό έλιωσε και τα πάθη και διέλυσε τις δαιμονικές πλεκτάνες. Γι' αυτό επονομάσθηκε Νηστευτής.

Ο Βίος του Οσίου Ευστρατίου περιγράφει, με ιδιαίτερη επιμέλεια, τις περιστάσεις του μαρτυρίου του. Στις 20 Ιουλίου του έτους 1096 μ.Χ., η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, έγινε ξαφνικά στόχος επιθέσεως των Πολόφσκυ, οι οποίοι καθοδηγούμενοι από τον Μπονγιάκ τον Φιλάργυρο, λεηλάτησαν τη μονή και αιχμαλώτισαν μοναχούς και εργάτες αυτής και τους πούλησαν ως σκλάβους στην Βυζαντινή πόλη Χερσόνησο, στην Ταυρίδα.

Ο Όσιος Ευστράτιος και άλλοι πενήντα αιχμάλωτοι αγοράστηκαν από ένα Εβραίο της Χερσονήσου, ο οποίος, για να τους εξαναγκάσει να ασπασθούν την ιουδαϊκή πίστη τους άφησε να υποφέρουν από την πείνα και τη δίψα. Καθώς η αποδοχή του Ιουδαϊσμού σήμαινε απελευθέρωση από την σκλαβιά, μετά από έξι χρόνια σκληρής δουλείας, οι αιχμάλωτοι ήταν έτοιμοι να αρνηθούν τον Χριστό. Ο Όσιος Ευστράτιος, όμως, τους έπεισε να μην αρνηθούν την υπόσχεση που έδωσαν με το βάπτισμα. Μετά από δέκα τέσσερις ημέρες όλοι πέθαναν από πείνα και δίψα, εκτός από τον Όσιο Ευστράτιο, που είχε συνηθίσει στις πολυήμερες νηστείες. Ο ιδιοκτήτης λοιπόν, οργισμένος, τον κατηγόρησε για τον θάνατο των συντρόφων του και διέταξε να σταυρωθεί ανήμερα του Χριστιανικού Πάσχα. Σύμφωνα με τον Βίο, ο Όσιος Ευστράτιος έζησε για δεκαπέντε ακόμα ημέρες επάνω στον σταυρό και βρήκε την δύναμη να συζητήσει με τον Εβραίο ιδιοκτήτη εάν ο σταυρικός θάνατος ήταν ατιμία ή προνόμιο και να προφητέψει για τους δουλοκτήτες του μία επικείμενη θεομηνία. Μόλις το είπε αυτό, μαχαιρώθηκε.

Οι ανόσιοι σταυρωτές κατέβασαν το ιερό λείψανο από τον σταυρό και το έριξαν στην θάλασσα. Η ανεξερεύνητη οικονομία του Θεού μετέφερε το τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση, στα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Εκεί το βρήκαν με κατάπληξη και δέος οι μοναχοί, εκείνοι που είχαν σωθεί και είχαν επιστρέψει στη μονή μετά από το πέρασμα των Πολόφσκυ και το ενταφίασαν με τιμές και δοξολογίες. Στον τόπο αυτό παραμένει μέχρι σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, επιτελώντας αναρίθμητα θαύματα στους πιστούς.