Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Γέροντας Σωφρόνιος: Ὅταν περάσουν οἱ δοκιμασίες...

Ἡ ὁδὸς τοῦ χριστιανοῦ σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶναι τέτοιας λογῆς.
Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος προσελκύεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὴ δωρεὰ τῆς χάρης, κι ὅταν ἔχει πιὰ προσελκυσθεῖ, τότε ἀρχίζει μακρὰ περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸ Θεό, καὶ δοκιμάζεται «σκληρά».
Στὴν ἀρχὴ οἱ αἰτήσεις πρὸς τὸ Θεό, μικρὲς καὶ μεγάλες, ἀκόμη καὶ οἱ παρακλήσεις ποῦ μόλις ἐκφράζονται, ἐκπληρώνονται συνήθως μὲ γρήγορο καὶ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ τὸ Θεό.

  Ὅταν ὅμως ἔλθει ἡ περίοδος τῆς δοκιμασίας, τότε ὅλα ἀλλάζουν καὶ σὰν νὰ κλείνεται ὁ οὐρανὸς καὶ νὰ γίνεται κουφὸς σ’ ὅλες τὶς δεήσεις.
Ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει τὸν ἄνθρωπο;… Εἶναι δυνατὸ αὐτό;…
Κι ἐν τούτοις στὴ θέση τοῦ βιώματος τῆς ἐγγύτητας τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴν ψυχὴ τὸ αἴσθημα πῶς Ἐκεῖνος εἶναι ἀπείρως, ἀπροσίτως μακριά, πέρα ἀπὸ τοὺς ἀστρικοὺς κόσμους κι ὅλες οἱ ἐπικλήσεις πρὸς Αὐτὸν χάνονται ἀβοήθητες στὸ ἀχανές του κοσμικοῦ διαστήματος. Ἢ ψυχὴ ἐντείνει ἐσωτερικὰ τὴν κραυγή της πρὸς Αὐτόν, ἀλλὰ δὲν βλέπει ἀκόμα οὔτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Ὅλα τότε γίνονται φορτικά.
Ὅλα κατορθώνονται μὲ δυσανάλογα μεγάλο κόπο. Ή ζωή γεμίζει ἀπὸ μόχθους κι ἀναδεύει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ αἴσθημα πῶς βαραίνει πάνω του ἢ κατάρα καὶ ἢ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
   Ὅταν ὅμως περάσουν αὐτὲς οἱ δοκιμασίες, τότε θὰ δεῖ πῶς ἡ θαυμαστὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν φύλαγε προσεκτικὰ σ’ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς του.
Χιλιόχρονη πείρα, ποῦ παραδίνεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, λέει πῶς, ὅταν ὁ Θεὸς δεῖ τὴν πίστη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀγωνιστῆ γι’ Αὐτόν, ὅπως εἶδε τὴν πίστη τοῦ Ἰώβ, τότε τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἀβύσσους καὶ ὕψη ποῦ εἶναι ἀπρόσιτα σ’ ἄλλους.
  Ὅσο πληρέστερη καὶ ἰσχυρότερη εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στὸ θεό, τόσο μεγαλύτερο θὰ εἶναι καὶ τὸ μέτρο τῆς δοκιμασίας καὶ ἡ πληρότητα τῆς πείρας, ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ μεγάλο βαθμό.


   Τότε γίνεται ὁλοφάνερο πῶς ἔφτασε στὰ ὅρια, ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει ὁ ἄνθρωπος.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Αν θέλεις να είσαι μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στον Σταυρό

Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ’ όνομα της. Καρκίνο, εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό, κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία στον θρόνο της.
«Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες». Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη.
Και στο τέλος πήγε, έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο!
Και η Παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε.

Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στον Σταυρό.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Σύναξη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων

Οι Απόστολοι του Χριστού θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής. Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη. Αυτοί είναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος του Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού και ο Ματθίας, που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους. Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου. Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος
Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓ.ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΑΥΛΟΥ

Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου

Ὁ Μέγας καί κορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὑποβάλλει σέ ὅλους μας μία ἐρώτηση, τήν ὁποία σᾶς μεταέρω: Εἴμαστε χριστιανοί, πραγματικοί χριστιανοί, ναί ἤ ὄχι; Ἐάν ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί, δέν σημαίνει, ὅτι πράγματι εἴμαστε. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει, νά μή ἀγαποῦμε τόν Θεό μέ τήν γλώσσα, μέ λόγια μόνο, ἀλλά μέ ἔργα, νά ἔχουμε ἁπτές ἀποδείξεις καί μαρτυρίες.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε καί ἔδειχνε στούς Γαλάτες, πού τόν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δέν εἶναι γνήσιος Ἀπόστολος, ἔδειχνε τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τίς πληγές, πού δέχτηκε γιά τό Ὄνομά Του. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Γιά τό τί εἶμαι ἔχω μία ἀπολογία, τά στίγματα, τά παθήματα καί τούς κινδύνους, πού ὑπομένω γιά τόν Χριστό. Αὐτά μαρτυροῦν λαπρότερα ἀπό κάθε φωνή καί σάλπιγγα, ὅτι ἐγώ τά ὑπομένω γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Δέν τά ἔχω ἁπλῶς, ἀλλά τά βαστάζω, σάν στεφάνι νικητικό καί σάν παράσημα καί διάδημα βασιλικό. Γι᾿ αὐτά καυχῶμαι καί μεγαλύνομαι καί παρησιάζομαι στόν Κύριο. Τά στίγματα μαρτυροῦν ὅτι εἶμαι γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χριστιανός προσφέρει γιά τήν πίστη του, κουράζεται καί  θυσιάζεται. Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα (Β΄, πρός Κορ.) ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ ὅσα ὑπέμεινε γιά τήν πίστη του καί τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό: Ὑποβλήθηκα σέ κόπους περισσότερο ἀπό ὅ,τι θά περίμενε κανείς. Δέχτηκα χτυπήματα μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, πού μοῦ προξένησαν βαθιές πληγές. Πολλές φορές μέ ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀμέτρητες φορές κινδύνευσα νά θανατωθῶ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα. Τρεῖς φορές μέ ἐράβδισαν, μία φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα στή θάλασσα καί κινδύνεψα νά πνιγῶ. Κάποτε διαλύθηκε τό πλοῖο στά ἀνοιχτά τῆς θάλασσας καί πάλευα ἕνα μερόνυχτο μέ τά ἄγρια κύματα.
Ὑπηρέτησα τόν Κύριο πολλές φορές μέ κοπιαστικές ὁδοιπορίες. Διέτρεξα κινδύνους σέ ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου, ἀπό τό ἰουδαϊκό ἔθνος. Διέτρεξα κινδύνους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα σέ πόλεις, μέσα στή θάλασσα. Κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρινόντουσαν τούς ἀδελφούς.
Ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ κόπο καί μόχθο, μέ ἀγρυπνίες πολλές φορές, μέ πείνα καί δίψα, μέ νηστεῖες πολλές φορές, μέ ψύχος καί γυμνότητα. Ἐκτός ἀπό πολλά ἄλλα, πού παρέλειψα νά ἀπαριθμήσω, εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση καί ἐπίθεση τῶν διωκτῶν μου καθώς καί τήν ἀγωνιώδη φροντίδα μου γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες.
Στή Δαμασκό φρουροῦσαν τήν πόλη, ἐπειδή ὁ διοικητής ἐκεῖ ἤθελε νά μέ συλλάβει. Μέ κατέβασαν ὅμως ἀπό ἕνα παράθυρο τοῦ τοίχους μέσα σέ δίχτυ καί ἔτσι ξέφυγα ἀπό τά χέρια τῶν διωκτῶν μου.
Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ὄχι σέ κάποιο γερό ἄνθρωπο, ἀλλά σέ ἕνα φιλάσθενο Παῦλο. Εἶχε κάποια σωματική ἀσθένεια, πού τόν ταλαιπωροῦσε. Ὁ σατανᾶς, λέει, τόν βασάνιζε, σάν νά τόν τρυποῦσε μέ μυτερό ξύλο. Καί πάλι ὅλα αὐτά τά δέχτηκε μέ χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ πραγματικοῦ χριστιανοῦ.
Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του μᾶς ἐξιστορεῖ ὅσα ἀντιμετώπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων. Μέ τήν πίστη κατετρόπωσαν βασίλεια, ἔφραξαν στόματα λεόντων, δηλαδή τούς ἔρριξαν μέσα στά λεοντάρια, ἀλλά ἐκεῖνα δέν τούς ἔφαγαν. Ἔσβησαν τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τήν σφαγή, ἀναδείχθηκαν ἥρωες στόν πόλεμο. Ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα. Ἄλλοι βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους. Δηλαδή προτίμησαν νά θανατωθοῦν, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί ἔτσι νά ἐλευθερωθοῦν. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη δεσμά καί φυλακή. Λιθοβολήθηκαν, τούς ἔκαναν κομμάτια μέ τό πριόνι, πέρασαν δοκιμασίες φοβερές, θανατώθηκαν μέ μαχαίρι. Περιπλανήθηκαν μέσα στίς ἐρημιές ντυμένοι μέ προβιές, ἔζησαν μέ στερήσεις, καταπιέστηκαν φοβερά, ὑπέμειναν θλίψεις καί κακουχίες. Περιπλανήθηκαν στά βουνά, μέσα σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅποιος γνωρίζει ἀπό Παλαιά Διαθήκη, καταλαβαίνει πολύ εὔκολα ποιούς ὑπονοεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος.
Ἀλλά, ἄν ἀνοίξουμε τό Συναξάρι καί διαβάσουμε τούς βίους τῶν Ἁγίων, θά δοῦμε ἐκεῖ μέσα βασανιστήρια φοβερά καί πρωτάκουστα. Τί δέν ἐπεννόησε ἡ διεστραμμένη φαντασία τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν! Ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν μέ καρτερία καί γενναιότητα τά τάγματα τῶν Μαρτύρων, οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκόμη διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν μένουμε ἔκβαμβοι ἀπό τά πνευματικά ἀγωνίσματα καί τά τιτάνια παλαίσματά τους. Ἑκούσιες στερήσεις ἀναψυχῆς καί ἀνάπαυσης, νηστεῖες αὐστηρότατες, ἐξαντλητικές ἀγρυπνίες, προσευχές ἀσταμάτητες, ἀμέτρητες μετάνοιες, ἡ ταπείνωση καί ὁ ἐξευτελισμός καί ἄλλες σωματικές κακουχίες εἶχαν τήν πρώτη θέση στή ζωή τους. Ὁ  πνευματικός τους ἀγώνας ἦταν ἀσταμάτητος, γιά νά κερδίσουν τόν ποθούμενο, δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόμενος στούς Πατέρες τῆς Α΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει, ὅτι ἐκεῖ  μέσα ἦταν οἱ Ἅγοι Πατέρες ἄλλοι μέ ἕνα πόδι ἤ μέ ἕνα χέρι, χωρίς μάτια, μέ κομένη τήν μύτη ἤ τά αὐτιά, μέ ξεριζωμένα τά δόντια, μέ πολλές πληγές στά πρόσωπα, μέ σακατεμένα τά ἁγιασμένα σώματά τους. Ὅλοι εἶχαν τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί αὐτό εἶναι πίστις καί αὐτό σημαίνει χριστιανός. Ἄνθρωπος τῆς μαρτυρίας, τῆς ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου, τῆς θυσίας.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, θά τολμήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα, ἄν εἴμαστε χριστιανοί ἤ ὄχι; Πῶς καί μέ τί θά τό ἀποδείξουμε; Εἴμαστε χριστιανοί γιά νά προσφέρει σέ μᾶς ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ἤ γιά νά προσφέρουμε ἐμεῖς στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους; Μᾶς ἀρέσει ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση ἤ ἡ ἀνάπαυση καί ἡ καλοπέραση; Μέχρι σήμερα τί κάναμε γιά τήν πίστη μας, γιά νά ἀποδείξουμε, ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Ὁ χριστιανός τῶν σαλονιῶν, τοῦ καναπέ καί τῆς τηλεόρασης, ὁ χριστιανός τοῦ καφενείου, τοῦ καφέ στή γειτονειά καί τοῦ κοτσομπολιοῦ δέν εἶναι κἄν χριστιανός.
Ἡ προσευχή ἔχει κάποιο κόπο. Ἡ νηστεία ἔχει δυσκολίες. Δέν εἶναι εὔκολο πάλι νά ἀφήσεις τόν πρωϊνό σου ὕπνο καί νά ἔρθεις στή θεία Λειτουργία. Οὔτε εἶναι τόσο εὔκολο νά ξεγυμνώσεις τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου στόν πνευματικό. Τό νά συγχωρήσεις τόν ἐχθρόν σου, προϋποθέτει μεγαλεῖο ψυχῆς. Γιά νά βοηθήσεις τόν πάσχοντα ἀδελφό σου, πρέπει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά. Τό νά κόψεις τό δικό σου θέλημα, γιά νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι ἀρκετά ὀδυνηρό. Αὐτό πονάει, μᾶς στοιχίζει πολύ. Ὅταν αὐτά τά σχετικῶς ἁπλά καί ἐλάχιστα δέν μποροῦμε νά κάνουμε, πῶς θά φτάσουμε νά μαρτυρήσουμε καί νά πεθάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτό μᾶς ζητηθεῖ; Γιατί θά ἔρθει πάλι τέτοιος καιρός.
Θά τελειώσω μέ κάτι πού σᾶς τό εἶπα ἀρκετά παλαιότερα. Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευε ἐναντίον τῶν Περσῶν, παρατήρησε σέ μιά μάχη, ὅτι ἕνας στρατιώτης ὅλο καί κρυβόταν, τήν μιά πίσω ἀπό ἕνα βράχο, τήν ἄλλη πίσω ἀπό ἕνα δέντρο κλπ. Μετά τήν μάχη τόν κάλεσε ὁ βασιλιάς καί τόν ρώτησε, πῶς σέ λένε; Ἐκεῖνος ἀπάντησε συνεσταλμένα, ὅτι Ἀλέξανδρος εἶναι τό ὄνομά του. Ἀ, τοῦ εἶπε, ἐδῶ θά τά χαλάσουμε. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι γενναῖος καί ἐσύ εἶσαι δειλός. Στό ἑξῆς ἕνα ἀπό τά δύο θά γίνει. Ἤ θά ἀλλάξεις τό ὄνομά σου ἤ θά ἀλλάξεις τακτική καί θά γίνεις κι᾿ ἐσύ γενναῖος.
Αὐτό θά πρέπει νά κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς: Ἤ θά ἀγωνισθοῦμε νά γίνουμε πραγματικοί χριστιανοί ἤ ἄν παραμείνουμε στήν κατάσταση πού εἴμαστε τώρα, νά παύσουμε νά  λεγώμαστε χριστιανοί. Τέτοιους χριστιανούς δέν τούς θέλει ὁ Χριστός. Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει νά κάνουμε τό σωστό καί νά γίνουμε ὅλοι μας ἄξιοι χριστιανοί. Ἀμήν.-     

«Τας θλίψεις σου τις διηγήσεται ένδοξε Παύλε Απόστολε;»

(Ο Απόστολος Παύλος, από διώκτης της Εκκλησίας, διωκόμενος για την Εκκλησία)

Η ιερή μνήμη των αγίων Αποστόλων φέρνει στη θύμησή μας την ανεκτίμητη προσφορά τους στην αγία μας Εκκλησία και γενικότερα προς το ανθρώπινο γένος, καθ’ ότι οι πρώην απλοί, αγράμματοι, δειλοί και ασήμαντοι εκείνοι άνθρωποι, διέδωσαν «έως εσχάτου της γης» (Πράξ.1,8), το κοσμοσωτήριο μήνυμα του Χριστού και άλλαξαν κυριολεκτικά το ρου της παγκόσμιας ιστορίας.

Παράλληλα έρχεται στη θύμησή μας και ο τεράστιος αγώνας τους, οι ανείπωτες προσωπικές τους περιπέτειες, οι άγριοι διωγμοί τους από τις αντίθεες δυνάμεις, με αποκορύφωμα τη φυσική τους εξόντωση, το μαρτυρικό θάνατό τους.

Οι μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας δεν υπήρξαν αποδέκτες μόνο σεβασμού και θαυμασμού, αλλά και σκληρής πολεμικής, συκοφαντιών, απαξίωσης και φυσικής εξόντωσης.

Πρώτος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής του κόσμου, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, είναι «εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ.2,32), που σημαίνει ότι το θείο πρόσωπό Του αποτελεί σημείο διαμάχης μεταξύ αυτών που Τον θεωρούν μέγα και εκείνων οι οποίοι προσπαθούν (ανεπιτυχώς) να Τον απαξιώσουν.

Το φαινόμενο ετούτο έχει τη ρίζα του και την αιτία του, με υποκινητή τον «απ’ αρχής ανθρωποκτόνο» (Ιωάν.8,45), το διάβολο, ο οποίος τρέφει την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρει κάποτε να ματαιώσει το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού, να «αποδείξει» την σχετικότητά Του στα μάτια των ανθρώπων.

Όργανά του άνθρωποι θλιβεροί, σκοτεινοί, εμπαθείς, με ασθενή ψυχισμό. Μοιάζοντας ως «οδηγοί εισι τυφλών», αλλά όμως «τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βοθυνόν πεσούνται» (Ματθ.15,14).

Έχοντας τα μάτια τους κλειστά δε μπορούν να αντιληφτούν και να βιώσουν τη χαρά του φωτός και αρέσκονται στο σκοτάδι. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι τους οποίους ο Χριστός χαρακτήρισε ως πνευματικά τυφλούς, ρωτώντας τους: «μη και ημείς τυφλοί εσμεν;» (Ιωάν.9,40).

Αδιάψευστος μάρτυρας η ιστορία. Ουδέποτε υπήρξε εποχή κατά την οποία να μην υπήρχαν πολέμιοι του Χριστού μας.

Οι διαχρονικοί χριστιανομάχοι δεν αρκούνται στον πόλεμο κατά του Χριστού, αλλά τον εκτείνουν και στους εργάτες του έργου Του. Μετά τη θεοκτονία του Κυρίου μας και τη συκοφάντησή Του, ο πόλεμος στράφηκε κατά των αγίων Αποστόλων.

Μελετώντας το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων», αλλά και τα συναξάριά των, διαπιστώνουμε έναν αδυσώπητο πόλεμο κατ’ αυτών, ο οποίος έφτανε ως και την φυσική τους εξόντωση. Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι ο Απόστολοι, εκτός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, από τα θλιβερά όργανα του διαβόλου.

Στο σύντομο εδώ πόνημά μας θα αρκεστούμε στους διωγμούς και τα δεινοπαθήματα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος υπέστη φοβερούς διωγμούς και μαρτύρια, για τη μαρτυρία του Χριστού, δίνοντας στο τέλος και τη ζωή του, για τη μαρτυρία του για το Χριστό.

Ο κορυφαίος αυτός Απόστολος δεν είχε κληθεί από τον Κύριο και δεν ανήκε στον κύκλο των μαθητών Του. Αντίθετα μάλιστα, υπήρξε στην πρότερη ζωή του φανατικός διώκτης του Χριστού και της Εκκλησίας.

Έγραψε στους Γαλάτες Χριστιανούς: «Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ.1,13-14).

Για αυτό το ατυχές γεγονός θρηνούσε σε όλη του τη ζωή και ομολογούσε πως, «ἐγὼ γαρ εἰμι ὁ ελάχιστος τῶν αποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», αλλά, «χάριτι δὲ
Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε» (Α΄Κορ.15,9-11).

Αυτή είναι η ανεπανάληπτη συντριβή του μεγάλου ανδρός, αυτός ο οποίος διέδωσε στα πέρατα της οικουμένης το Ευαγγέλιο του Χριστού, αρνείται για τον εαυτό του τον τίτλο του αποστόλου, επικαλείται τη χάρη του Θεού για ό, τι υπήρξε και ό, τι έκανε!

Ορίζει δε την έννοια των εργατών του Θεού «ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄Κορ.4,1).

Ο ένθεος και ένθερμος αυτός Απόστολος του Χριστού, από τη στιγμή που έλαβε την αποκάλυψη του Θεού, στην οδό προς τη Δαμασκό (Πραξ.26,12) και καθ’ όλη την αποστολική του πορεία υπέστη ανείπωτους διωγμούς, τόσον από τους ομοφύλους του Ιουδαίους, όσο και από τους φανατικούς και δαιμονόπληκτους Εθνικούς.

Πουθενά, σε κανένα τόπο, δεν έγινε αποδεκτός, αλλά, τόσο ο ίδιος, όσο και οι συνεργάτες του, όπως ομολογεί, «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄Κορ.4,13). Από φανατικός διώκτης της Εκκλησίας μεταβλήθηκε σε διωκόμενο για την Εκκλησία.

Θεωρούσε το αποστολικό αξίωμα ως προσωπική θυσία, διότι γνώριζε ότι ο διάβολος, διά του πτωτικού κόσμου, θα έγειρε τρομακτική αντίσταση για να ματαιωθεί το έργο της σωτηρίας. Έγραψε στους χριστιανούς της Κορίνθου: «δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (Α΄Κορ.4,9-13).

Μέσα από τις κακοπάθειες τις δικές του και των άλλων αποστόλων ορίζει την ποιοτική διαφορά τους από τους διώκτες τους, ως έμπρακτη εφαρμογή των διδαγμάτων του Χριστού για την συμπεριφορά των αναγεννημένων εν Χριστώ, απέναντι στους εχθρούς τους. Ορίζει επίσης την βία και τις διώξεις ως πτωτικό σύμπτωμα.

Ο ίδιος διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα παθήματά του: «εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλόντως, εν φυλακαίς περισσοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις. Υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβον, τρις εραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγισα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα. Οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· […]οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ» (Β΄Κορ.11,23-27).

Ο ιερός υμνογράφος της εορτής του συμπλήρωσε: «Τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις σου τις διηγήσεται ένδοξε Παύλε απόστολε; Τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας, τας εν ψύχει και γυμνότητι, την σαργάνην, τους ραδβισμούς, τους λιθασμούς, την περίοδον, τον βυθόν, τα ναυάγια; Θέατρον εγένου και αγγέλοις και ανθρώποις». Και ο ιερός Χρυσόστομος επισήμανε: «οι μύρια δεινά δι’ αυτήν υπομείναντες, εν φυλακαίς κατακλειόμενοι, υπό Ιουδαίων βδελυττόμενοι, υπό βαρβάρων συρόμενοι, υπό βασιλέων αικιζόμενοι, οι μηδέ αναπνείν συγχωρούμενοι και παύσασθαι της διδασκαλίας μη ανεχόμενοι, οι μέλος του σώματος κινήσαι μη δυνάμενοι διά το βάρος των δεσμών και πάσαν την οικουμένην δεδεμένην τη αμαρτία, δι’ επιστολών λύοντες…».

Παρά τις περιπέτειές του και τις ανείπωτες κακοπάθειές του, δεν κάμφθηκε ποτέ το ηθικό του και δεν έπαψε ποτέ να μεριμνά για την Εκκλησία: «χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι» (Β΄Κορ.11,28-30).

Τη δύναμη να μην καταπονείται από καμιά δυσκολία την αντλούσε από το Χριστό, τον υπέρτατο νικητή του κακού. Έγραφε: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φιλ.4,13).

Την ημέρα εργαζόταν, ως σκηνοποιός, για να ζήσει, αυτός και οι συνοδοί συνεργάτες του (Α΄Κορ.4,12) και το βράδυ κατηχούσε και έγραφε τις θαυμάσιες επιστολές του προς τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει, διδάσκοντας, νουθετώντας, και διορθώνοντας τα κακώς έχοντα.

Δε λογάριασε ποτέ κόπους και ούτε ζήτησε αντάλλαγμα για τον κόπο του, «ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πραξ.20,33).

Οι κόποι του για το Ευαγγέλιο ήταν γι’ αυτόν καύχημα, ώστε, «λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, εἰς καύχημα ἐμοὶ εἰς ἡμέραν Χριστοῦ, ὅτι οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον οὐδὲ εἰς κενὸν ἐκοπίασα» (Φιλιπ.2,16).

Δεν ξεχώρισε τους ακροατές του λόγου του σε Ιουδαίους ή Εθνικούς, αλλά τους πάντες ήθελε να τύχουν της σωτηρίας, γι’ αυτό κοπίαζε εξ’ ίσου για όλους.

Έγραψε στους χριστιανούς των Κολοσσών «οἷς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστι Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης· ὃν ἡμεῖς καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· εἰς ὃ καὶ κοπιῶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἐμοὶ ἐν δυνάμει» (Κολ.1,27-29).

Ήξερε πως ο κόπος του ευαγγελισμού ήταν επιταγή του Χριστού και ως εκ τούτου έπρεπε να φτάσει σε κάθε τόπο, σε κάθε άνθρωπο και γι’ αυτό άξιζε κάθε ονειδισμός και κακοπάθεια γι’ αυτόν, «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄Τιμ.4,9-10).

Το μόνιμο άγχος του ήταν η παρεμπόδιση του ευαγγελισμού και μη καρποφορία του λόγου του. Έγραψε στους χριστιανούς της Γαλατίας πως «φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλ.4,11).

Όταν διαπίστωνε αμέλεια δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει γλώσσα σκληρή, όμως μεστή αγάπης, για να επαναφέρει τους αμελούντες.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραψε στους απείθαρχους Γαλάτες «ω, ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς ᾿Ιησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος; τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ' ὑμῶν· ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως; οὕτως ἀνόητοί ἐστε; ἐναρξάμενοι πνεύματι νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε; τοσαῦτα ἐπάθετε εἰκῆ; εἴ γε καὶ εἰκῆ» (Γαλ.3,1-4).

Έφθανε στο σημείο ακόμη και να αναθεματίζει και να παραδίδει στο σατανά όποιον δεν πείθονταν στις παρατηρήσεις του.

Αναθεμάτιζε (και φυσικά αναθεματίζει) όσους κήρυτταν (και κηρύσσουν) «έτερον ευαγγέλιον», δηλαδή ψεύδη και αιρέσεις, διότι οι κακοδοξίες οδηγούν στην απώλεια.

Έγραψε στους απείθαρχους Γαλάτες: «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ.1,6-9).

Παρ’ όλα αυτά όμως η ψυχή του ήταν γεμάτη από αγάπη για τον κάθε άνθρωπο. Το τιτάνιο έργο του και οι κακοπάθειές του ήταν ξεχείλισμα της λαχτάρας του να σωθεί «πάσα σάρξ», όλοι οι άνθρωποι, για τους οποίους ο Χριστός έχυσε το τίμιο αίμα Του.

Η άμετρη αγάπη του και η ανεξικακία του είναι αποτυπωμένη στους χαιρετισμούς και τις φιλοφρονήσεις στις επιστολές του. Δεν υπήρχε χώρος στην καρδιά του για κακία και μισαλλοδοξία.

Δεν ήταν μόνο τα εξωτερικά χτυπήματα εναντίον του. Τον βασάνιζε ένα σοβαρό χρόνιο νόσημα, «σκόλοψ τη σαρκί» του, το οποίο δεν γνωρίζουμε. Φαίνεται πως υπέφερε πολύ από αυτή την ασθένεια και γι’ αυτό προσεύχονταν στο Θεό να τον λυτρώσει.

Φανέρωσε στους χριστιανούς της Κορίνθου πως του αποκαλύφτηκε ότι η πάθησή του δόθηκε τελικά από το Θεό για να μην υπερηφανεύεται, «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι».

Γι’ αυτό «ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου» (Β΄Κορ.12,8).

Κατανόησε τελικά πως η σωματική πάθηση ήταν τελικά για το πνευματικό του συμφέρον, δηλώνοντας: «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ.12,9), δεχόμενος «ήδιστα», με ευχαρίστηση, το σωματικό του πρόβλημα.

Χτυπήματα και μάλιστα σοβαρά και ύπουλα δέχτηκε και από «ψευδαδέλφους». Άνθρωποι, με κοσμικό και συχνά δαιμονικό φρόνημα, εισήλθαν (και εισέρχονται) στην Εκκλησία για να προβάλλουν τον εαυτό τους και όχι να την υπηρετήσουν.

Φαίνεται πως οι δόλιοι αυτοί άνθρωποι υπέβαλλαν τον μεγάλο απόστολο σε μεγάλους κινδύνους και ίσως υπονόμευσαν και αυτή τη ζωή του, όπως ομολόγησε, εκτιθέμενος πολλές φορές εν «κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ» (Β΄Κορ.11,22). Είναι οι διαχρονικοί εχθροί της Εκκλησίας, οι οποίοι δημιουργούν σχίσματα, διαιρέσεις και αιρέσεις στο εκκλησιαστικό σώμα, εξυπηρετώντας τα δόλια σχέδια του διαβόλου.

Το επίγειο τέλος του μεγάλου αποστόλου επισφραγίστηκε με το μαρτύριο και το αίμα του. Περί το 66 μ. Χ. κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και τσακισμένος από τον πολυτάραχο βίο του και το τιτάνιο έργο του, έφτασε δέσμιος στη Ρώμη, όπου αυτοκράτορας ήταν έναν από τους πιο τερατώδεις εξουσιαστές της ιστορίας, ο παράφρων Νέρων, ο οποίος είχε κηρύξει τον πρώτο εξοντωτικό διωγμό κατά των χριστιανών. Συνελήφθη ως εχθρός της Ρώμης και αποκεφαλίσθηκε έξω από την πόλη.

Αλλά και μετά τον τίμιο και ηρωικό του θάνατο δεν σταμάτησαν οι επιθέσεις εναντίον του. Ο μισάνθρωπος διάβολος ήθελε να σπιλώσει το πρόσωπό του και να συκοφαντήσει το έργο του, υποβάλλοντας σε δόλιους ανθρώπους να συνεχίσουν την πολεμική εναντίον του.

Άνδρες «λαλοῦντες (και φρονούντες) διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ.20.31), προσπάθησαν να απομειώσουν το έργο του και να χαλκεύουν τη διδασκαλία του. Η πολεμική εναντίον του φτάνει και ως τις μέρες μας.

Σκοτεινοί «διαφωτιστές» «διέγνωσαν» δήθεν διαστροφή του ευαγγελίου του Χριστού από τον Παύλο, κάνοντας λόγο για «παυλιανισμό». Σφοδρή είναι τα τελευταία χρόνια η πολεμική εναντίον του από οπαδούς του νεοεποχίτικου «πνεύματος» και κύρια από τους οπαδούς του νεοπαγανιστικού φαινομένου, οι οποίοι, διαστρέφοντας κάθε γνήσιο ιστορικό στοιχείο, παρουσιάζουν το Παύλο, ως τον ολετήρα της ανθρωπότητας!

Και έχουν φυσικά το λόγο τους, αφού ο μεγάλος αυτός απόστολος εκθεμελίωσε τον δαιμονικό προχριστιανικό κόσμο και μαζί τη λατρεία του σατανά στην ειδωλολατρία. Εκείνο το απόγευμα, που μιλούσε στον Άρειο Πάγο, στην Αθήνα, έτριξαν τα σαθρά θεμέλια του αρχαίου κόσμου και σε λίγο χρόνο σωριάστηκαν οριστικά και αμετάκλητα!

Δεν έχουμε δυστυχώς το χώρο και τον χρόνο να επεκταθούμε περισσότερο στην πολυτάραχη ζωή του αποστόλου και φωτιστή των εθνών. Ο μεγάλος απόστολος απέδειξε έμπρακτα πως η δύναμη του κόσμου είναι ασήμαντη αδυναμία μπροστά στη δύναμη του Θεού.

Κατάγγειλε, με όλη τη δύναμη της ψυχής του και έπεισε, ότι ο Ιησούς Χριστός, μέσα από το πάθος Του και την κατά κόσμον «αδυναμία» Του, είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α΄Κορ.1,23).

Ότι «ο λόγος ο του σταυρού», η έσχατη αυτή έκφραση της εν τω κόσμω αδυναμίας, είναι, για όσους έχουν τη διάθεση να σωθούν «δύναμις Θεού» (Α΄Κορ.1,18).

Γι’ αυτό και ο Χριστός «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ.2,8) και έζησε στη γη ως «πράος και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ.11,29).

Προειδοποίησε τους μαθητές Του ότι «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιωάν.15,20) και ότι τους στέλνει ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ.10,16).

Ο απόστολος Παύλος, ως γνήσιος «δούλος Ιησού Χριστού» (Ρωμ.1,1), ως συνεπής «ὑπηρέτης Χριστοῦ καὶ οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄Κορ.4,1), υπόμεινε, με καρτερία όλα τα δεινοπαθήματα, θεωρώντας τα ως δείγματα της δυνάμεως και της χάριτος του Θεού στην ψυχή του και ως μέσα προσωπικής του τελείωσης.

Γι’ αυτό και διεκήρυττε αδιάκοπα και με στεντόρεια φωνή: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολ 1,24), μεταδίδοντας αυτή την ανεκλάλητη χαρά και στους αποδέκτες των επιστολών του: «χαίρετε ἐν Κυρίῳ, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ.4,4).

Επίσης συμβούλευε να τον μιμηθούν στην καρτερία και τα μαρτύρια, να αποκτήσουν πνεύμα ανδρείας, αποβάλλοντας κάθε ηττοπάθεια: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α΄Κορ.16,13) και ακόμα: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. 6, 10-12).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι

Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.

Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

«Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία» τοῦ Κυρίου. Σ᾿ αὐτὴ τὴν περικοπὴ ὁ Κύριος ἀναφέρεται σὲ μιὰ πολὺ πρακτικὴ πτυχὴ τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στὴ μέριμνα γιὰ τὴ συντήρησή μας. Καὶ τί μᾶς λέει; «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε»· μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε· ἀλλὰ πρῶτο καὶ κύριο μέλημά σας νὰ εἶναι πῶς θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀρετὴ καὶ πῶς θὰ κληρονομήσετε τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατί ὅμως;

Ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα εἶναι ἀνώφελη ἀλλὰ καὶ βλαβερὴ

Ὁ Κύριος προτρέπει νὰ μὴν καταλαμβανόμαστε ἀπὸ ἀγωνιώδη μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας, διότι αὐτὴ ἡ μέριμνα δὲν μᾶς ὠφελεῖ σὲ τίποτε. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ ἁπλὰ ἀλλὰ πολὺ δυνατὰ ἐπιχειρήματα: Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, μᾶς ἐρωτᾶ ὁ Κύριος, μὲ τὴ μέριμνά του μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημά του ἕναν πήχυ (δηλαδὴ περίπου μισὸ μέτρο); Ὁπωσδήποτε κανείς. Ἑπομένως δὲν κερδίζουμε τίποτε μὲ τὴν ἀγωνία μας. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς συντηρεῖ καὶ ὄχι τὸ δικό μας ἄγχος νὰ ἐξασφαλίσουμε τὰ πρὸς τὸ ζῆν.

Ἐπίσης προσθέτει: Ἡ ζωὴ δὲν ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ροῦχο; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε τὰ ἀνώτερα, τὴ ζωὴ καὶ τὸ σῶμα, δὲν θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή σας;

Καὶ συνεχίζει ὁ στοργικὸς Διδάσκαλος: Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ λουλούδια, πῶς τὰ τρέφει καὶ τὰ ντύνει ὁ Θεός· καὶ δὲν θὰ φροντίσει ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι, ποὺ εἶστε πολὺ ἀνώτερα πλάσματά Του;

Ἂς προσέξουμε αὐτὴ τὴ στοργικὴ ἐπίπληξη τοῦ Κυρίου: «ὀλιγόπιστοι». Ἀγωνιοῦμε ἐπειδὴ δὲν ἐλπίζουμε στὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Ξεχνοῦμε ὅτι ἔχουμε Πατέρα. Καὶ τότε σὰν νὰ μοιάζουμε μὲ ὅσους ἀγνοοῦν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ ἐπιζητοῦν μόνο τὰ ἐπίγεια.

Πρῶτος στόχος μας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ζητᾶ νὰ ἐπιδιώκουμε πρῶτα τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Γιατί; Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται ἡ εὐτυχία μας.

Τὸ ὅτι ἔχουμε σῶμα ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ συντηρηθεῖ, τὸ γνωρίζει ὁ Θεός -Αὐτὸς τὸ δημιούργησε. Θὰ μᾶς δώσει ὅ,τι χρειαζόμαστε Αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά Του. Μάλιστα, ἀκούσαμε τὸν Κύριο νὰ δεσμεύεται ἀπέναντί μας. Εἶπε: Νὰ ἐπιδιώκετε πάνω ἀπὸ ὅλα τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, καὶ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ θὰ προστεθοῦν στὰ πνευματικά. Εἶναι σὰν νὰ λέει ὁ Κύριος: Δῶστε μου τὴ ζωή σας, τὴν ὑπακοή σας, γίνετε παιδιά μου πιστά· κι Ἐγὼ θὰ γίνω Πατέρας σας, ποὺ θὰ σᾶς τὰ δώσω ὅλα, δὲν θὰ σᾶς στερήσω τίποτε.

Μὰ αὐτὸ δὲν λέει καὶ ὁ Ψαλμωδός; Ἤμουν νεότερος ἄλλοτε καὶ τώρα βέβαια γέρασα· ἀλλὰ δὲν εἶδα ποτέ μου εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετο ἄνθρωπο νὰ ζεῖ δυστυχισμένος, ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὸν Θεό, οὔτε τοὺς ἀπογόνους του νὰ ψωμοζητοῦν (Ψαλ. λς´ [36] 25).

Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ ζήσουμε μιὰ σύντομη ζωὴ πάνω στὴ γῆ, γεμάτη βάσανα καὶ μόχθο γιὰ τὴ σωματικὴ ἐπιβίωσή μας. Δὲν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζῶα, εἴμαστε προορισμένοι, ἂν τὸ θελήσουμε, νὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία Του. «Καινοὺς οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β´ Πέτρ. γ´ 13). Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ περιμένουμε καινούργιους οὐρανοὺς καὶ καινούργια γῆ, ὅπου θὰ κατοικεῖ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἁγιότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅραμα τοῦ πιστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ προοπτική του: νὰ ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὴν αἰωνιότητα, νὰ μετανοήσει, νὰ ἁγιασθεῖ, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ὁ Θεὸς μᾶς ὀνόμασε ἀετούς, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰ ὁμιλία του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἵνα οὐρανοβατῶμεν, ἵνα ὑψηλὰ πετώμεθα τοῖς πτεροῖς τοῦ πνεύματος κουφιζόμενοι»· γιὰ νὰ διασχίζουμε τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ πετᾶμε ψηλά, νὰ ὑψωνόμαστε μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅμως ἐμεῖς σὰν τὰ ἑρπετὰ σερνόμαστε στὴ γῆ καὶ τρῶμε χῶμα (PG 49, 370). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει οὐράνια ζωή, κι ἐκεῖνος δυστυχῶς συχνὰ προτιμᾶ νὰ κυνηγᾶ τὰ ἐπίγεια καὶ χωματένια. Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν εἶναι νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς μας, ἀλλὰ νὰ μὴν ξεχνιόμαστε στὰ γήινα, νὰ ἔχουμε σωστὸ προσανατολισμό: πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Νὰ τὸ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας.

ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ (ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ)

Του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

   Σε ποιόν κόσμο ζητά η πίστη να ζούμε; Ο άνθρωπος μεγαλώνει και ζει σε μία κοινωνία η οποία τον καλεί  να επιβιώνει, να δημιουργεί, να έχει αυτάρκεια και ποιότητα στη ζωή του, να απολαμβάνει την ικανοποίηση  των επιθυμιών του, να αντιστέκεται στον θάνατο, στην ταπείνωση από τους άλλους, για να μπορεί να αισθάνεται αξιοπρεπής. Όλα αυτά προϋποθέτουν εργασία, στόχο ζωής, συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους, συνύπαρξη στα πλαίσια της συνεργασίας και της αλληλεξάρτησης, ενίοτε και ρήξεις, όταν ο άνθρωπος θεωρεί ότι τα δικά του θέλω πρέπει να εκπληρωθούν υπερνικώντας τα θέλω των άλλων. Όλα αυτά συνδυάζονται με ένα άγχος, με μία μέριμνα, η οποία γίνεται αγωνία, άλλοτε τρόπος δημιουργίας, άλλοτε απογοήτευση και φόβος. Μέσα σ’ αυτές τις συντεταγμένες  τι ζητά άραγε η πίστη;
            Ο Χριστός, στην επί του όρους ομιλία, θέτει τις πνευματικές συντεταγμένες στη ζωή του ανθρώπου που πιστεύει, στο πως καλείται να ζήσει στον κόσμο της μέριμνας, του άγχους, της αγωνίας, του φόβου. «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε .  ουχί η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος;» (Ματθ. 6, 25). «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε.   Η ψυχή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο;». Οι λόγοι αυτοί , οι οποίοι πάντοτε παραμένουν επίκαιροι, ίσως στις μέρες μας πιο επίκαιροι από ποτέ, δείχνουν ότι η επιβίωση και η ευτυχία στη ζωή δεν μπορούν να έρθουν μέσα από το άγχος, τη μέριμνα, τον φόβο, αλλά μέσα από την εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του. Την εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού, ο Οποίος προνοεί για κάθε ύπαρξη του κόσμου αυτού, τον οποίον άλλωστε ο Ίδιος και δημιούργησε και συντηρεί. Αυτές οι συντεταγμένες μπορεί να φαντάζουν αδιανόητες για τον ορθολογιστή άνθρωπο, αυτόν που εμπιστεύεται τον δικό του τρόπο θέασης του κόσμου, τον εαυτό του, τις δυνάμεις του, την δική του απόφαση να επιβιώσει. Αυτόν που απολυτοποιεί, με ένα αίσθημα εξουσίας, το θέλημά του και που δεν μπορεί να αφήσει στον ουρανό την φροντίδα για τη γη. Όμως αυτές οι συντεταγμένες αποτελούν την μοναδική γνήσια απάντηση που η πίστη θέτει στο ζήτημα της μέριμνας.
             Η ψυχή είναι σπουδαιότερη από την τροφή. Ο Χριστός μετατοπίζει την προτεραιότητα της ύπαρξης από την τροφή και ο,τι αυτή καλύπτει, την επιβίωση, την απόλαυση, την αυτάρκεια, στην ψυχή, στο πνευματικό σημείο της ύπαρξης.  Η ψυχή είναι δωρεά του Θεού. Είναι ο αγαπών άνθρωπος, ο ελεύθερος από τις μέριμνες άνθρωπος, αυτός ο οποίος βρίσκει νόημα ζωής στην κοινωνία με τον Θεό. Αυτός που δεν αγωνιά για την υλική τροφή, διότι γνωρίζει ότι αυτή υπάρχει για την παράταση της ζωής και την αναστολή του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα εργαστεί, δεν θα παλέψει να την έχει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα βοηθήσει όσους δεν μπορούν να την έχουν.  Ο άνθρωπος ο οποίος δεν προσκολλάται στην τροφή και τα υλικά αγαθά, δεν έχει άγχος και μέριμνα η τα υπερνικά. Διότι βλέπει την αλήθεια του κόσμου, ότι δηλαδή ο Θεός που αγαπά τα πετεινά του ουρανού και τα συντηρεί, δεν θα τον εγκαταλείψει.  
Αυτός που θεωρεί ότι η ψυχή είναι σπουδαιότερη από την τροφή και εμπιστεύεται τον Θεό, ζει την πρόνοια του Θεού πίσω από κάθε περιστατικό, αλλά και κάθε περίσταση της ζωής του, εκεί όπου ο ίδιος δεν έχει κάνει λάθος επιλογές η δεν έχει νικηθεί από τα πάθη του εκούσια. Αλλά και όταν ακόμη διαπράττει λάθη, και πάλι έρχεται εις εαυτόν και αφήνει τον Θεό να χαράξει νέες προοπτικές. Οι άγιοί μας λένε πόσο σπουδαίο είναι σε κάθε δυσκολία της ζωής, σε κάθε άγχος για επιβίωση, να αντιτάσσουμε την εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού, χωρίς εννοείται να γινόμαστε αργοί, οκνηροί. Είναι άλλο να εργάζεται κάποιος και άλλο να γίνεται η τροφή, η ύλη, η επιβίωση η μοναδική του μέριμνα, να κυριεύουν την καρδιά του.
Το σώμα είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο. Το ντύσιμο εξασφαλίζει την επιβίωση του ανθρώπου από τις κλιματολογικές συνθήκες, αλλά και την αποδοχή του ανθρώπου σε κοινωνικό επίπεδο. Ο ντυμένος άνθρωπος μπορεί να συνάψει σχέσεις, διότι οι άλλοι δεν τον αποστρέφονται, ούτε τον περιφρονούν, ούτε τον φοβούνται. Ο άνθρωπος, βεβαίως, μετατρέπει τα ενδύματα σε στολίδια της ύπαρξής του, με αποτέλεσμα να θεοποιεί την εμφάνισή του. Να αυτοχαρακτηρίζεται και να χαρακτηρίζει τους άλλους αναλόγως με το τι φορούνε και βεβαίως η μέριμνα εγκαθίσταται στην ύπαρξη του ανθρώπου για το φαίνεσθαί του. Η ενδυμασία γίνεται επίδειξη του εσωτερικού κόσμου μας και στόχος της εργασίας μας.  Όμως και εδώ ο Χριστός ζητά από εμάς να εμπιστευθούμε τον Θεό. Κανείς από εμάς  δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την όψη του, να προσθέσει ύψος στο ανάστημά του. Η όψη μας, το σώμα μας, υπάρχει για να δίνεται στο Θεό και τον συνάνθρωπο, να γίνεται η ορατή, η αισθητή  έκφραση της ψυχής μας και ως σύνολη ύπαρξη να λειτουργεί γι’  αυτό που είναι ο άνθρωπος: πρόσωπο που κοινωνεί.
Αυτός που θεωρεί ότι το σώμα είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο, ότι η ύπαρξη που μπορεί να συναντήσει τον Θεό και τον συνάνθρωπο έχει αξία, ενώ το φαίνεσθαι καθ’  αυτό δεν δίνει νόημα στον άνθρωπο, ζει την πρόνοια του Θεού, όπως τα κρίνα του αγρού. Δοξολογεί τον Θεό για τη ζωή που του έδωσε και βλέπει την αξία του κάλλους όχι στην επίδειξη της ενδυμασίας η σε κάθε μορφή του φαίνεσθαι, αλλά στη δυνατότητα της αγάπης και της κοινωνίας, όπως αυτές εκφράζονται και σωματικά. Με το χαμόγελο. Με την τρυφερότητα. Με το κοίταγμα του άλλου. Με την προσφορά ελεημοσύνης δια των χειρών. Με το αγκάλιασμα όλων, ακόμη και των εχθρών.
Έτσι ο τελικός λόγος του Χριστού αποκτά μίαν άλλη διάσταση. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6,33). « Γι’  αυτό πρώτα απ’  όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός Του και όλα αυτά θα ακολουθήσουν». Η βασιλεία του Θεού είναι η αγάπη και η ελευθερία. Και η δικαιοσύνη, το θέλημά Του, έχει να κάνει με το μοίρασμα κάθε αγαθού, με τη νίκη της αγάπης και όχι του φαίνεσθαι, με την υπέρβαση του θανάτου και όχι απλώς με την αναστολή του. Και ο θάνατος νικιέται δια της πίστεως και της κοινωνίας με τον Θεό της αγάπης και με την κοινωνία προς πάντας.

Ζούμε σε μία εποχή μέριμνας. Αγωνίας. Φόβου. Προσανατολίσαμε τη ζωή μας στην τροφή, τα αγαθά, το φαίνεσθαι. Αγνοήσαμε τις προτεραιότητες της ψυχής και του σώματος, όπως οι πνευματικές συντεταγμένες της πίστης μας υποδεικνύουν.  Υποκαταστήσαμε την πρόνοια του Θεού με τα υλικά αγαθά και την όψη μας, με αποτέλεσμα οι εξουσίες του κόσμου τούτου να μας έχουν κυριεύσει. Και η αγωνία μας έγκειται στην επιβίωση και την αυτάρκειά μας, όχι στην κοινωνία με τον Θεό και τον πλησίον. Η αλλαγή μπορεί να έρθει στην καρδιά του καθενός, ακόμη κι αν ο κόσμος θα παραμείνει στην θεοποίηση των δικών του δυνάμεων. Και όποιος αλλάζει εντός του, αφήνοντας την πρόνοια του Θεού την αγάπη Του να ανοίξουν δρόμους, σε τίποτε δεν θα υστερήσει. Σ’  αυτόν τον κόσμο ζητά η πίστη να ζούμε. 

Σύναξη της Παναγίας Μεγαλομάτας στην Σκιάθο

Ο Ναός της Παναγίας, κτίσμα μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα μ.Χ., από τον οποίο έχει διασωθεί η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Μεγαλομάτας, την οποία και περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τα Κρούσματα», εόρταζε το Σάββατο του Ακαθίστου.

Είχε όμως την τύχη και των άλλων σαράντα παρεκκλησίων του Κάστρου. Μετά την εγκατάλειψη του Φρουρίου το 1830 μ.Χ. και την επιστροφή των Σκιαθιτών στο χώρο της πάλαι ποτέ βυζαντινής πολίχνης, όπου έχτισαν την σημερινή πόλη της Σκιάθου, ο ναΐσκος ερειπώθηκε και κατέρρευσε. Εξαίρεση βέβαια αποτελούν οι τέσσερεις ενοριακοί Ναοί που διατηρήθηκαν έως των ημερών μας.

Μόλις τον χειμώνα του 2010 μ.Χ. ο Ναός αποκαθάρθηκε από τις προσχώσεις. Κατά τις εργασίες αποκαλύφθηκε το σωζόμενο δάπεδο του ναΐσκου, η είσοδος, η διαγράμμιση του αγίου βήματος καθώς και ίχνη τοιχογραφίας και κονιάματος. Στο σημείο της εισόδου ο Ναΐσκος συγκοινωνούσε με άλλο ορθογώνιο δώμα που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως πρόναος, το οποίο γειτνίαζε με τα λουτρά. Εντοπίστηκαν ακόμη κάποια μικροαντικείμενα όπως και ένα μικρό κανόνι σε άριστη κατάσταση.

Μετά την αποκάλυψη των ερειπίων του Ναού πλήθος σκιαθιτών επισκέφτηκε το Κάστρο, και όλων η γνώμη συνηγορούσε στο να καθιερωθεί και εδώ υπαίθρια Αγρυπνια, όπως καθιερώθηκε λίγα χρόνια πιο μπροστά και στον άλλο ερειπωμένο Ναό του Κάστρου, τον αφιερωμένο στην Κοίμηση, την Παναγία την Πρέκλα, που είχε την τύχει να αποκαλυφθούν και εκείνου τα ερείπια.

Έτσι καθιερώθηκε να τελείται η εξοχική αυτή Αγρυπνία την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, ώστε να είναι αφορμή να επισκεφθεί κανείς το Κάστρο, τον Ιούνιο, που από Απρίλιο έως Αύγουστο έχει κάθε μήνα ένα τουλάχιστον πανηγύρι στις Εκκλησίες του.

Η Αγρυπνία αρχίζει με την Ακολουθία του Όρθρου του Ακαθίστου, που τελείται κατά παράβαση της Τάξεως, ιδιαιτέρως την ημέρα αυτή, καθώς ο Ναός της Παναγίας ετιμάτο στην εορτή του Ακαθίστου, και ακολούθως λαμβάνει χώρα η Θεία Λειτουργία.

Η πρώτη Αγρυπνία έγινε το 2011 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ᾿. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δῶρον ἀτίμητον ἐν τῇ σῇ νήσῳ σεπτόν, Εἰκὼν ἡ περίπυστος πηγὴ θαυματων πολλῶν, ἐν Σκιάθῳ ἀνεύρηται. Ἣν ὡς Μεγαλομάταν, μετ᾿ εὐχῶν θερμοτάτων, πίστει τε καὶ ἐλπίδι, εὐσεβῶς μελωδοῦμεν, τὴν ὄντως Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον.



Σύναξη των Αγίων Νεομαρτύρων των μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων

Την β΄ Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, δηλαδή η γ΄ Ματθαίου, τιμούμε τους Άγιους Νεομάρτυρες που μαρτύρησαν μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 μ.Χ.

Η Σύναξη των Αγίων Νεομαρτύρων είναι μη θεσπισθείσα αλλά κατ’ έθος τελούμενη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέοι Μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστρέψαντες, ὕψωσαν πίστιν, τῶν ᾽Ορθοδόξων, καί στερρῶς ἠγωνίσθησαν τήν γάρ ἀνόμων θρησκείαν ἐλέγξαντες, ἐν παρρησίᾳ Χριστόν ἀνεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύουσι, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀγάλλου μυστικῶς, ἡ Χριστοῦ ᾽Εκκλησία, ὁρῶσα σούς υἱούς, Νεομάρτυρας κύκλῳ, τραπέζης σου καί βήματος, ἱσταμένους ἐν κόνεσιν, ὡς νεόφυτα, τῶν ἐλαιῶν καί τῷ Κτίστῃ ἀνακραύγαζε· σύ τῶν Μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ τό στερέωμα.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν λειψάνων αἱ θεῖαι ὑμῶν σοροί, ἰατρεῖα ὑπάρχουσι θαυμαστά· ἀπόδειξις ἔμψυχος, τῆς ὀρθῆς ἡμῶν πίστεως· καί θησαυροί παντοίων, θαυμάτων κοσμόπλουτοι· κροκοβαφῆ καί ἄσηπτα, πυξία τοῦ πνεύματος· τῶν ἐπουρανίων, ἀρωμάτων φιάλαι, νικῶσαι κιννάμωμον, μύρον νάρδον καί κάλαμον, καί τῆς γῆς τά ἀρώματα· πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, ἡμῖν τοῖς πόθῳ τιμῶσιν, ὑμᾶς Νεομάρτυρες.

Ὁ Οἶκος
Ἀεί μέν, καί ἐν πᾶσιν ὀφείλομεν, ἀδελφοί, ἐξυμνεῖν καί θαυμάζειν τῆς περί ἡμᾶς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ προνοίας τά ἀνεξιχνίαστα κρίματα, οὐχ ἦττον δέ, καί ἐπί τῇ πολυχρονίῳ ταύτῃ τοῦ ἡμετέρου γένους τυραννικῇ αἰχμαλωσίᾳ· αὕτη καί γάρ, πλείστων τε ἄλλων κατά ψυχήν ἀγαθῶν ἡμῖν τοῖς τυραννουμένοις παραίτιος γέγονε, καί ἐξαιρέτως, δι' αὐτῆς καί ἐξ αὐτῆς ὁ εὐκλεής οὗτος, καί Χριστῷ πεφιλημένος, καί τῆς οὐρανίου ἀποθήκης ἄξιος καρπός ἀνεβλάστησεν, οἱ Νεοφανεῖς, λέγω, μάρτυρες· οἱ νῦν εἰς εὐφημίαν προκείμενοι· οὗτοι γάρ, οἱ καρτερόψυχοι, τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει θωρακισθέντες, πάντα τά τοῦ βίου τερπνά, ὡς σκύβαλα ἐλογίσαντο· καί σαρκός μηδόλως φεισάμενοι, εἰς τό στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσαντο, τήν μέν τῶν ᾽Αγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσαντες, τήν δέ τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐν παρρησίᾳ ἀνακηρύξαντες· ὑπέρ ἧς, καί πολυειδέσι βασάνοις ἀνδρείως, μέχρι τέλους ἐνεκαρτέρησαν, καί τόν τοῦ μαρτυρίου ἀνεδήσαντο στέφανον, πρός τόν στεφανίτην ἀναβοῶντες, σύ τῶν μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ, τό στερέωμα.

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων της Οσίας Θεοκτίστης

Τη πρώτη Κυριακή, μεταξύ 23ης και 30ής Ιουνίου μηνός, εν Μηθύμνη μνήμην επιτελούμεν της ανακομιδής των ιερών λειψάνων της Όσιας μητρός ημών Θεοκτίστης (1960).

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια.

Άγιος Παππίας

Υπήρξε και αυτός ολοκαύτωμα στην πολυάριθμη σειρά των επί Διοκλητιανού και Mαξιμιανού (301 μ.Χ.) μαρτυρικών θυμάτων. Μόνο δια το ότι πίστεψε στον Χριστό και δεν θέλησε ν' αρνηθεί την πίστη του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για μέρες ολόκληρες. Επειδή όμως έμεινε αμετάθετος στην πίστη του, αποκεφαλίστηκε και ανέβηκε νικηφόρος στα ουράνια.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου

Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.).

Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.

Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλὰς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, τὴ ἐνεργεῖα, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ρεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ὑμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμω ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τὲ ἔνδοξε, ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι' ὑμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες, Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἐν κόσμῳ, ἄπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη τῇ χειρουργίᾳ, τέμνετε, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι, ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Εὐαγγέλιον Κυριακής

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 22 - 33
22 Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. 25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Ερμηνευτική απόδοση

Ο λύχνος, που φωτίζει και εξυπηρετεί το σώμα, είναι το μάτι (λύχνος δε που φωτίζει την ψυχήν είναι ο νους, το λογικόν που σας έχει δώσει ο Θεός). Εάν λοιπόν το μάτι είναι γερό και καθαρό, όλον το σώμα θα φωτίζεται, θα είναι φωτεινόν (έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους και η καρδία σου δεν έχουν τυφλωθή από την προσκόλλησιν στους επιγείους θησαυρούς). 23 Εάν όμως το μάτι σου είναι κατεστραμμένον και ανίκανον να ίδη το φως, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν το φως, που σου έδωκεν ο Θεός (ο νους δηλαδή και η συνείδησις, εξ αιτίας της προσκολλήσεως εις τα υλικά αγαθά), είναι σκοτάδι, τότε το ηθικόν σκοτάδι της ψυχής σου πόσον πυκνόν και αδιαπέραστον θα είναι; 24 Κανείς δεν ημπορεί να υπηρετή συγχρόνως δύο κυρίους· διότι η θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον η θα προσκολληθή στον ένα και θα καταφρονήση τον άλλο. Και σεις δεν είναι δυνατόν να υπηρετήτε τον Θεόν και τον πλούτον· η θα αγαπήσετε τον Θεόν και θα περιφρονήσετε τους επιγείους θησαυρούς η θα υποδουλωθήτε εις αυτούς και θα καταφρονήσετε τον Θεόν. 25 Δια τούτο ακριβώς και σας λέγω, μη φροντίζετε με στενοχωρίαν και αγωνίαν δια την ζωήν σας, δηλαδή δια το τι θα φάγετε και το τι θα πίετε, ούτε και δια το σώμα σας με τι θα ενδυθήτε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερον από την τροφήν και το σώμα από το ένδυμα; (Ο Θεός, που σας έδωσε το πολυτιμότερον, δεν θα σας δώση και το κατώτερον;) 26 Παρατηρήστε τα πτηνά του ουρανού και ίδετε ότι αυτά ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν τροφάς εις αποθήκας. Και όμως ο Πατήρ σας ο ουράνιος τα τρέφει. Σεις δεν έχετε ασυγκρίτως μεγαλυτέραν αξίαν από αυτά; 27 Ποιός δε από σας, όσας πολλάς και μεγάλας φροντίδας και αν καταβάλη, ημπορεί να προσθέση στο ανάστημά του ένα πήχυν; 28 Και περί του ενδύματος διατί φροντίζετε με τόσην ανησυχίαν και αγωνίαν; Παρατηρήστε με προσοχήν τα άνθη του αγρού, πως φυτρώνουν και πως αυξάνουν. Ούτε κοπιάζουν ούτε γνέθουν. 29 Και όμως σας λέγω τούτο, ούτε και αυτός ο Σολομών με όλην του την βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν και δόξαν δεν εφόρεσε ποτέ ένα τόσον περίλαμπρον ένδυμα ωσαν αυτό, με το οποίον περιβάλλεται ένα από τα ταπεινά αυτά άνθη. 30 Εάν δε ο Θεός ενδύη με τόσην λαμπρότητα τα χορτάρια του αγρού, που σήμερα υπάρχουν και αύριον ρίπτονται στον φούρνον, δεν θα ενδύση πολύ περισσότερον σας, ολιγόπιστοι; 31 Λοιπόν μη κυριευθήτε ποτέ από την ανήσυχον μέριμναν και μη λέγετε συνεχώς, τι θα φάγωμεν η τι θα πίωμεν η τι θα ενδυθώμεν; 32 Διότι οι ειδωλολάτραι (που δεν γνωρίζουν τα αιώνια αγαθά και την στοργικήν πρόνοιαν του Θεού), επιζητούν αποκλεστικά και μόνον αυτά τα φθαρτά αγαθά. Σεις όμως μην κυριεύεσθε από τέτοιες μέριμνες, διότι ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά, και σαν πανάγαθος, που είναι, θα σας τα δώση. 33 Ζητείτε δε κατά πρώτον και κύριον λόγον την βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που θέλει από σας ο Θεός, και όλα αυτά τα επίγεια αγαθά θα σας δοθούν μαζή με τα ανεκτίμητα αγαθά της βασιλείας των ουρανών. 

Ἀπόστολος Κυριακής

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ε´ 1 - 10
1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2 δι’ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·

Ερμηνευτική απόδοση

Αφού, λοιπόν, ελάβομεν την δικαίωσιν δια της πίστεως, έχομεν ειρήνην με τον Θεόν δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 2 Αυτός δια της πίστεώς μας έχει φέρει εις την περιοχήν της χάριτος, εις την οποίαν έχομεν πλέον σταθή και εδραιωθή και καυχώμεθα με την βεβαίαν ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν την δόξαν του Θεού. 3 Δεν καυχώμεθα δε μόνον δια την χάριν, που ελάβομεν και την δόξαν που θα απολαύσωμεν, αλλά και δια τας θλίψεις, επειδή γνωρίζομεν καλά, ότι η θλίψις εργάζεται σιγά-σιγά και φέρει ως πολύτιμον αγαθόν την υπομονήν, 4 η δε υπομονήν έχει ως καρπόν της την δοκιμασμένην αρετήν, η δε δοκιμασμένη αρετή φέρει την σταθεράν ελπίδα προς τον Θεόν. 5 Αυτή δε η ελπίς, διότι δεν διαψεύδεται ποτέ, δεν εντροπιάζει και δεν απογοητεύει αυτόν που την έχει. Δεν μας εντροπιάζει δε, διότι η αγάπη του Θεού έχει πλουσία χυθή και πλημμυρίσει τας καρδίας μας με το Αγιον Πνεύμα, το οποίον μας εδόθη ως προκαταβολή και ως απαρχή των υψίστων δωρεών, τας οποίας έχομεν βεβαίαν την ελπίδα, ότι θα λάβωμεν από τον Θεόν. 6 Η άπειρος δε αυτή αγάπη και συγκατάβασις του Θεού προς ημάς εφάνη και εκ του υψίστου γεγονότος, ότι καθ' ον χρόνον ημείς ήμεθα ασθενείς πνευματικώς, αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον κατάλληλον καιρόν, που είχεν ορίσει με την πρόγνωσίν του ο Θεός, απέθανεν επί του σταυρού, δια να σώση με την λυτρωτικήν του θυσίαν τους ασεβείς. 7 Μεγίστη όντως η αγάπη του Θεού. Διότι μόλις και μετά δυσκολίας θα υπάρξη άνθρωπος να θυσιασθή δια κάποιον δίκαιον. Δια τον αγαθόν ίσως και να τολμήση κανείς να αποθάνη. 8 Ο Θεός όμως δεικνύει και επιβεβαιώνει κατά ένα τρόπον αναντίρρητον την αγάπην του προς ημάς εκ του γεγονότος ότι, ενώ ημείς ήμεθα αμαρτωλοί, ο Χριστός εθυσιάσθη προς χάριν ημών. 9 Πολύ περισσότερον, λοιπόν, τώρα που ελάβομεν την δικαίωσιν με το αίμα της θυσίας του, θα σωθώμεν ασφαλώς δι' αυτού από την μέλλουσαν οργήν. 10 Διότι εάν, ενώ ήμεθα εχθροί, εσυμφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του σταυρικού θανάτου του Υιού του, πολύ περισσότερον τώρα, που έχομεν συμφιλιωθή, θα σωθώμεν δια μέσου του ζώντος αιωνίως πλησίον του Θεού Κυρίου, αρχιερέως και μεσίτου ημών Ιησού Χριστού. 

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.

Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.

Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς , Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.

Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.

Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.

Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.

Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.

Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.

Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.

Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.

Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.

Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.

Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (βλέπε 5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Κάθισμα
῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.

Ὁ Οἶκος
῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·
χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.
Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·
χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.
Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·
χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.
Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·
χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.
Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·
χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.
Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·
χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.
Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.

Άγιος Ανεκτός

O Άγιος Ανεκτός ήταν ευσεβής και ζηλωτής άνδρας, που με τα λόγια και τα έργα του, αποτελούσε πολύτιμη δύναμη της Εκκλησίας στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Το 298 μ.Χ. ο ηγεμόνας της πόλης αυτής, Ουρβανός, αφού συνέλαβε τον Ανεκτό και δεν μπόρεσε να τον αποσπάσει από την πίστη του, κατέφυγε στην ωμή και θηριώδη βία των βασανιστηρίων. Στην αρχή τον εράβδισαν. Έπειτα του έσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, τρύπησαν τους αστραγάλους του και έκαψαν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες. Όταν είδαν ότι ακόμα ανέπνεε, τον αποκεφάλισαν, και έτσι ο γνήσιος αυτός χριστιανός πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη. Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Η μετάνοια, μας καθαρίζει από τις αμαρτίες και μας συνδέει με τον Θεό

«Λουσθήτε και καθαρισθήτε, διώξτε την πονηρία από τις ψυχές σας . μάθετε να κάνετε το καλό» ( Ησ. 1, 16-17 ).
Και ποίο είναι το καλό που προστάζεις; «Βοηθείστε τον ορφανό και δώστε στην χήρα το δίκιο της». Δεν δίνει βαρειές εντολές, αλλά διατάζει όσα και η ανθρώπινη φύσις υποδεικνύει, ότι δηλαδή η γυναίκα χρειάζεται ευσπλαχνία.
«Και ελάτε να κουβεντιάσουμε, λέγει ο Κύριος» ( Ησ. 1,18 ). Κάνετε κάτι μικρό κι εγώ θα προσθέσω το υπόλοιπο δώστε μου το λίγο κι εγώ θα σας χαρίσω το όλο. «Ελάτε».
Και που να έλθουμε; Σε μένα που ερεθίσατε, που εξωργίσατε, σε μένα που είπα? «Δεν σας ακούω», για να φοβηθήτε την απειλή μου και με την μετάνοιά σας να διώξετε την οργή μου. Ελάτε προς εμένα που δεν σας ακούω, για να σας ακούσω.
Και τι θα μου προσφέρης; Τέλεια θεραπεία, που δεν αφήνει ίχνος, δεν αφήνει σημάδι, δεν αφήνει ουλή. «Ελάτε να συζητήσουμε, λέει ο Κύριος» και προσθέτει: «Κι αν οι αμαρτίες σας είναι σαν το κόκκινο ρούχο, θα τις κάνω λευκές σαν το χιόνι» ( Ησ. 1,18 ).
Μήπως υπάρχη κάπου σημάδι; Μήπως υπάρχει κάπου ρυτίδα μαζί με άσπρο και αστραφτερό χρώμα; «Κι αν οι αμαρτίες σας είναι κατακόκκινες, θα τις ασπρίσω σαν το μαλλί των προβάτων».
Μήπως υπάρχουν κάπου μελανιές; Μήπως υπάρχει κηλίδα; Όχι! Και πως κατορθώνονται αυτά; Μήπως άλλες είναι οι υποσχέσεις; Όχι. Το αψευδές στόμα του Κυρίου τα είπε αυτά. Και είδες όχι μόνο το μέγεθος των υποσχέσεων, αλλά και το μεγαλείο Εκείνου που δώρησε αυτά. Διότι στον Θεό, που έχει τη δύναμι να καθαρίση τον αμαρτωλό από κάθε ρύπο, τα πάντα είναι δυνατά.
Λοιπόν, αφού ακούσαμε αυτά και αφού γνωρίζουμε το φάρμακο της μετανοίας, ας Τον δοξολογήσουμε, διότι σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμις στον αιώνα. Αμήν.
( Περί μετανοίας , Η , ΕΠΕ 30, 286-310. PG 49, 336- 344 )
Από το βιβλίο: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ , ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ, ΝΗΣΤΕΙΑ, ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ »
2η Έκδοσις, (Επηυξημένη και βελτιωμένη)
Έκδοσις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
 Νέα Σκήτη Αγ. Όρους, 2008

Η καρδιά και ο Θεός

Σε καρδιά φουσκωμένη από εγωισμό δεν πλησιάζει ο Κύριος. Κι έτσι αυτή καταθλίβεται, μαραζώνει και σιγολιώνει, βυθισμένη στην άγνοια, τη λύπη και το σκοτάδι.
Όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, μόλις στραφούμε με μετάνοια και πόθο προς τον Κύριο, η θύρα της καρδιάς μας ανοίγει σ’ Εκείνον. Η εσωτερική ακαθαρσία ξεχύνεται έξω, για να παραχωρήσει τη θέση της στην καθαρότητα, την αρετή, τον ίδιο το Σωτήρα, τον μεγάλο Επισκέπτη της ψυχής, τον κομιστή της χαράς, του φωτός, του ελέους.
Θείο δώρο είναι αυτή η ευλογημένη κατάσταση, όχι δικό μας κατόρθωμα. Και αφού είναι δώρο, πρέπει να ευχαριστούμε το Δωρητή με ταπείνωση.
Ταπείνωση! Η βάση κάθε αρετής και η προϋπόθεση της πνευματικής καρποφορίας! Έχετε ταπείνωση; Έχετε το Θεό. Τα έχετε όλα! Δεν έχετε ταπείνωση; Τα χάνετε όλα!
Να συντηρείτε, λοιπόν, στην καρδιά σας το αίσθημα της ταπεινοφροσύνης. Η φυσική και ομαλή σχέση μας με το Θεό προϋποθέτει καρδιά έμπονα συντριμμένη και ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σ’ Αυτόν, καρδιά που μυστικά αναφωνεί κάθε στιγμή: «Κύριε, Εσύ τα γνωρίζεις όλα, σώσε με!». Αν παραδοθούμε στα χέρια Του, η σοφή και αγία βουλή Του θα κάνει μ’ εμάς και σ’ εμάς ο,τι είναι πρόσφορο για τη σωτηρία μας…
Το έργο της αδιάλειπτης προσευχής δεν είναι μόνο για τους ησυχαστές, αλλά για όλους τους χριστιανούς, στους οποίους ο Κύριος, μέσω του αγίου αποστόλου, παραγγέλλει: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5:17). Υπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχής μέχρι την αδιάλειπτη. Όλες είναι έργο του Θεού, που παρακολουθεί τις καρδιές των ανθρώπων εξίσου, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως μοναχών η κοσμικών. Και όταν μία καρδιά, όποια κι αν είναι, στρέφεται σ’ Αυτόν, την πλησιάζει με αγάπη και ενώνεται μαζί της. Έτσι πραγματοποιείται ο λόγος του Χριστού στον Πατέρα Του: «… καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν…» (Ίω. 17:21).
«ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ»
ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ

Άγιοι Θεράπων, Μακάριος, Μάρκιος και Μαρκία

Στον Συναξαριστή του Delehaye (σ. 774, 7) κατά την 26η Ιουνίου αναφέρεται η μνήμη του μάρτυρα Θεράποντα, συνοδευμένη με τους τρεις πιο πάνω μάρτυρες. Ποιοι είναι αυτοί, μας είναι άγνωστο. Από τον Άγιο Νικόδημο δεν αναφέρεται η μνήμη τους. Μόνο, κατά την 27η Ιουνίου μνημονεύονται οι Μάρκιος και Μαρκία δια ξίφους τελειωθέντες.

Άγιος Δαβίδ ο νέος Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαβίδ καταγόταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιον Όρος, καθώς υπήρχαν δύο αγιορείτικα μετόχια στην πόλη τους, ένα της μονής Ιβήρων και ένα της μονής Παντοκράτορος. Έτσι, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και διέμενε κοντά σε κάποιον συμπατριώτη του, αδελφό της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου αργότερα εκάρη και ο ίδιος μοναχός.

Ο Όσιος Δαβίδ κατά τη διάρκεια της μοναχικής του πολιτείας, κινούμενος από θείο ζήλο, ανέλαβε την πρωτοβουλία, αφού πρώτα έλαβε την ευλογία του γέροντός του, να επισκεφθεί τη Σμύρνη, για να συλλέξει χρήματα για την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων ναών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος. Μετά την αποπεράτωση των εργασιών στους δύο ναούς, οικοδόμησε και δύο δεξαμενές νερού, καθώς και μία σειρά κελιά για τους προσκυνητές. Δεν παρέμεινε όμως άλλο στο Άγιον Όρος, αλλά φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου επισκέφθηκε τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου προκάλεσε τους Τούρκους, ονειδίζοντάς τους για τη θρησκεία τους. Αυτοί τον συνέλαβαν και, αφού τον εξυλοκόπησαν άγρια, τον απέπεμψαν από την πόλη τους. Έτσι, χωρίς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του επέστρεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου εξομολογήθηκε στο γέροντά του το διακαή πόθο του για το μαρτύριο. Ο πνευματικός του, φοβούμενος για την έκβαση μιας τέτοιας πράξεως, προσπάθησε να τον αποτρέψει, χωρίς όμως τελικά να το επιτύχει. Ο Όσιος Δαβίδ επισκέφθηκε στις Καρυές τον Επίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, από τον οποίο έλαβε την ευλογία για να προχωρήσει στο μαρτύριο, και κατόπιν ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πληροφορήθηκε για την εξώμοση ενός μοναχού από τη Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ο Όσιος Δαβίδ τον επισκέφθηκε και προσπάθησε να τον μεταπείσει· μάταια όμως, γιατί ο αρνησίθρησκος επέμενε στην πλάνη του. Οι Τούρκοι, οι οποίοι φρουρούσαν τον εξωμότη, συνέλαβαν τον Όσιο και αφού τον εκτύπησαν, τον παρέδωσαν στον κριτή, για να δικασθεί. Ο κριτής, φοβούμενος μήπως ο Όσιος Δαβίδ καταφέρει να μεταπείσει τον εξωμότη, διέταξε την άμεση θανάτωση του Οσίου. Την ίδια νύχτα λοιπόν, στις 26 Ιουνίου του 1813 μ.Χ., ο Όσιος Δαβίδ ο Κυδωνιεύς ευρήκε μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Ιδιαίτερα τιμάται ο Οσιομάρτυς Δαβίδ στη Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους.

Όσιος Ιωάννης επίσκοπος Γοτθίας

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Λέοντας ο Ίσαυρος και καταγόταν από τους τόπους της Κριμαίας. Διακρίθηκε από παιδί για την ενάρετη ζωή του και το ζήλο του για την πίστη. Οι γονείς του ονομάζονταν Λέων και Φωτεινή και την ευσέβεια τους την μετέδωσαν και στον γιο τους.

Στα χρόνια της εικονομαχίας, ο Ιωάννης είχε εκκλησιαστική επικοινωνία περισσότερο με τη Ρώμη, που δεν την επηρέαζε η πληγή αυτή της Ανατολής. Σαν επίσκοπος Γοτθίας ο Ιωάννης υπήρξε διδακτικός και φιλάνθρωπος. Παρέμεινε απλός, ταπεινόφρων, φτωχός και αφιλάργυρος, αδελφός των ιερέων και πατέρας των λαϊκών του

Κάποια αιματηρή στάση, ανάγκασε τον καλό ποιμένα να καταφύγει με πολλούς χριστιανούς στην Αμάστριδα του Ευξείνου Πόντου. Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια και πέθανε το 780 μ.Χ. ευεργετώντας, μέχρι την τελευταία του στιγμή. Κλήρος και λαός τον έθαψαν με μεγάλες τιμές.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη

Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.

Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.

Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.

Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.

Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους: Συνάντηση με το Θεό της καρδιάς…

Ρωτούν οι άνθρωποι τι λέει η Εκκλησία γι’ αυτό το θέμα και τι λέει για το άλλο. Για θέματα προσωπικά, σοβαρά. Κι είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί κανείς να απαντήσει όπως απαντά για το τι λέει ο νόμος του κράτους η το Κοράνι στο Ισλάμ. Γιατί το Ευαγγέλιο είναι το χαρούμενο μήνυμα για το συγκεκριμένο άνθρωπο, που η ελευθερία και οι ιδιαιτερότητές του καθορίζουν το βαθμό της απάντησής του.
    Ο Λόγος του Θεού, όπως αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο και στην Ιερά Παράδοση, δεν είναι ο νόμος του Θεού με την κοσμική έννοια, αλλά η ζωή του Θεού που μας καλεί εν ελευθερία να τη ζήσουμε. Ως ζωή δεν μπορεί να καλουπωθεί, γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του αδυναμίες, τα δικά του χαρίσματα, τη δική του ιδιαίτερη πορεία στη ζωή που τον κάνει να είναι το μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο.
Ως εκ τούτου, ενώ υπάρχουν το Ευαγγέλιο, οι εντολές, οι κανόνες, που καθορίζουν το πλαίσιο ζωής ώστε να είναι ζωή Χριστού, υπάρχει και το πρόσωπο – άνθρωπος που καλείται να δημιουργήσει σχέση με το πρόσωπο – Θεάνθρωπος. Μια σχέση που καθορίζεται από την αγάπη, όπως βέβαια κάθε ωραία και ουσιαστική σχέση.
     Γι’ αυτό βλέπουμε στη ζωή των αγίων ότι, ενώ η όλη βιωτή τους είναι με βάση το Ευαγγέλιο, τις εντολές, τους κανόνες, δεν διστάζουν να τα υπερβούν όλα για χάρη της σχέσης τους με το Θεό (όπως συμβαίνει με τους δια Χριστόν σαλούς και όχι μόνο) η για τη σωτηρία των ανθρώπων. Λέει ο σύγχρονος Σέρβος άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Εγώ για τη διαφύλαξη των ιερών κανόνων είμαι πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου, αλλά παράλληλα για τη σωτηρία ενός ανθρώπου θυσιάζω όλους τους ιερούς κανόνες».
      Νομίζω ότι μια από τις ουσιαστικές διαφορές της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τις Θρησκείες του νόμου (π.χ. Ισλάμ, Ιουδαϊσμός), είναι ότι ο πιστός δεν εφαρμόζει απλά ένα θρησκευτικό νόμο αλλά δημιουργεί σχέση με το Θεό, με τον οποίο συγκρούεται, συμφιλιώνεται, μιλά, ακούει, διαλέγεται, χαίρεται.
      Ασφαλώς μια τέτοια σχέση με τέτοιο ζωντανό Θεό δεν μπορεί να είναι καρπός διανοητικής η ηθικής η ψυχολογικής προσέγγισης, αλλά ταπείνωσης, καθαρότητας καρδίας, αγάπης.
        Το βασικό ερώτημα για ένα άνθρωπο που θέλει να ζήσει το Θεό και να έχει σχέση αληθινή μαζί του, δεν είναι τι λέει η Αγία Γραφή η η Ιερή Παράδοση για το α η β θέμα, αλλά πως εκείνος προσωπικά θα πετύχει, μέσα στην Εκκλησία, το στόχο του. Η απάντηση θα έλθει σε προσωπικό επίπεδο είτε από πνευματικό πατέρα, είτε από τον ίδιο το Θεό με τον τρόπο που γνωρίζει καλύτερα για τον καθένα, όταν δεν υπάρχει πράγματι πνευματικός πατέρας.

          Είναι αδύνατο ο άνθρωπος να θέλει με την καρδιά του να γνωρίσει και να συναντήσει τον Τριαδικό Θεό και Αυτός να μην ανταποκριθεί κάποια μέρα. Αυτή η ανταπόκριση είναι η ζωντανή απόδειξη της αγάπης Του, το δικό Του «άνοιγμα καρδιάς» για να συναντήσει τον άνθρωπο που Τον καλεί. Στον καρδιακό χώρο του ανθρώπου γίνεται η μεγάλη συνάντηση και βιώνεται «εδώ και τώρα» η «εντός ημών Βασιλεία του Θεού».

Ο Αγιος Παϊσιος μιλα για την απελπισια στα πνευματικα θεματα

 Ήρθε κάποιος νεαρός αναστατωμένος και μου είπε: «Γέροντα, δεν πρόκειται να διορθωθώ. Μου είπε ο πνευματικός μου: ‘’αυτά είναι και κληρονομικά…’’». Τον είχε πιάσει απελπισία. Εγώ, όταν μου πη κάποιος ότι έχει προβλήματα κ.λπ., θα του πω: «Αυτό συμβαίνει γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο· για ν’ αλλάξης, πρέπει να κάνης εκείνο κι εκείνο». Έχει λ.χ. κάποιος έναν λογισμό που τον βασανίζει και δεν κοιμάται, παίρνει χάπια για το κεφάλι, για το στομάχι και με ρωτάει: «Να κόψω τα χάπια;». «Όχι, του λέω, να μην κόψης τα χάπια. Να πετάξης τον λογισμό που σε βασανίζει και ύστερα να τα κόψης. Αν δεν πετάξης τον λογισμό, έτσι θα πας· θα ταλαιπωρήσαι». Γιατί, τι θα ωφελήση να κόψη τα χάπια, όταν κρατάη μέσα του τον λογισμό που τον βασανίζει;

Καλά είναι ο πνευματικός να μη φθάνη μέχρι του σημείου να ανάβη κόκκινο φως· να ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει και ο άλλος να δουλεύη σωστά, για να βοηθηθή. Ένας νεαρός ζόρισε κάποια φορά την αρραβωνιαστικιά του – ποιος ξέρει τι της έλεγε; – και εκείνη από την αγανάκτησή της πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε και στον δρόμο σκοτώθηκε. Μετά ο νεαρός ήθελε να αυτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα.

Όταν ήρθε και μου το είπε, αν και στην ουσία είχε κάνει έγκλημα, τον παρηγόρησα και τον έφερα σε λογαριασμό. Έπειτα όμως το έρριξε τελείως έξω, έγινε τελείως αδιάφορος, βρήκε εν τω μεταξύ και μια άλλη. Όταν ξαναήρθε μετά από δύο-τρία χρόνια, του έδωσα ένα τράνταγμα γερό, γιατί τότε δεν υπήρχε κίνδυνος να αυτοκτονήση. Χρειαζόταν το τράνταγμα, αφού δεν υπήρχε αναγνώριση. «Δεν καταλαβαίνεις, του είπα, ότι έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα;». Αν δούλευε σωστά, θα συνέχιζε να υποφέρη, αλλά θα ανταμειβόταν με θεϊκή παρηγοριά· δεν θα έφθανε σ’ αυτήν την κατάσταση την αλήτικη της αδιαφορίας.
Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα και πέφτει στην απελπισία. Εκείνη την στιγμή μπορεί να τον παρηγορήσης, αλλά, για να μη βλαφθή, χρειάζεται και το δικό του φιλότιμο. Μια φορά είχε έρθει στο Καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγή από αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δύο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβη ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει.
Το παιδί απελπίσθηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό».όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου από αυτά που δεν μπορείς να κάνης, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνης
Για να δούμε τι μπορείς να κάνης, και να αρχίσης από αυτά. Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορώ», μου λέει. «Μπορείς να νηστεύης κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς να δίνης ελεημοσύνη το ένα δέκατο από τον μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». «Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι αν αμάρτησες, και να λες ‘’Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου’’;». «Θα το κάνω, Γέροντα», μου λέει. «Άρχισε λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνης όλα αυτά που μπορείς, και ο παντοδύναμος Θεός θα κάνη το ένα που δεν μπορείς». Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.