Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Λόγος στα Άγια Θεοφάνεια(Του εν Αγίοις πατρός ημών Πρόκλου Πατριάρχου Κων/λεως)

Φάνηκε ὁ Χρι στός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σή κω σε πάνω Του τήν ἁ μαρ τία τοῦ κόσμου, καί κατα πάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἁγία σε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα ἀναμείχ θη καν μέ μεγαλύτερα θαύ μα τα.
Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτή ρας μας Χριστός, χωρί στηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασ σα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυ χτιᾶς.
Γιατί ἐκείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορ τά ζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραί νε ται γιατί διά μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαμβάνει μέρος καί αὐτή στήν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.
Στή γιορτή τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νιογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τή δική μας νηπιό τητα. Σήμερα ὅμως τόν βλέπουμε τέλειο ἄνθρω πο, τέλειο Υἱό, ἀπό τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τό θεῖο βρέφος τό ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπό τήν ἀνατολή, καί ἐδῶ ὁμολογεῖ γι᾿ Αὐτόν ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός Πατέρας, ἀπό Τόν ὁποῖ ον γεννήθηκε πρό τῶν αἰ ώ νων.
Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφε ραν – ὡσάν σέ βασιλιά – δῶ ρα οἱ Μάγοι, πού πεζο πόρησαν ἀπό τήν ἀνα τολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τή διακονία πού πρέπει μόνο σέ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στά σπάργανα καί ἐδῶ λύνει μέ τό βάπτισμα τίς σειρές τῶν παραπτωμάτων καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σάν βασιλική ἀλουργίδα τόν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τά ποταμίσια κύματα.
Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἰδεῖτε παράδοξα θαύμα τα. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιο σύ νης λούζεται στοῦ Ἰορ δάνη τά νερά. Ἡ φωτιά βου τάει καί σμίγει μέ τά νερά. Καί ὁ Θεός ἀπ̉ ἄν θρωπο ἁγιάζεται.
Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καί ἀνυμνεῖ:
«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!!» Σύ πού ἔρχεσαι διά τῆς Προνοίας Σου μέσα ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σύ πού συντηρεῖς τό ὕψος τοῦ στερεώματος καί ἔντεχνα ὁδηγεῖς σάν ἥμερο ἄλογο μέ χαλινάρι τήν τροχιά τοῦ Ἥλιου. Σύ πού βάζεις σέ τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ἀνακατεύονται τά πλήθη τῶν ἀστέρων καί μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιά νά ἀναπνέουμε ἀστα μά τητα ζωή.
Σύ πού ζε σταίνεις καί ζωογονεῖς τή μάννα γῆ ὥστε νά μᾶς χαρίζει τούς καρπούς της ὁλοχρονίς. Σύ πού δαμά ζεις καί σταματᾶς τήν πολυ κύμαντη θάλασσα ζώνο ντάς την ὁλοτρόγυρα μ᾿ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπό ἀμμοχάλικο. Σύ πού σπρώχνεις τά νερά ἀπό τῆς γῆς τά σπλάχνα καί φτιάχνεις τίς πηγές. Σύ πού καθοδηγεῖς τίς ποταμί σιες ὄχθες νά πορεύονται χωρίς χαμό καί περιπλά νηση ὡς τή θάλασσα.  
Τοῦτα ὅλα τά θαυ μά σια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαί νει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;
Ὁ Κύριος καί ὁ Θε ός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή.
Ἀλλά δέν τό λέει αὐ τό μόνον ὁ προφήτης Δαυ ΐδ. Τό λέει καί ὁ Ἀπό στολος Παῦλος πού συμ φωνεῖ μαζί του καί διδάσκει: «Μᾶς φανερώ θηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄν θρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας. Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χα ρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει.
Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρω τό γνωρο κατακλυ σμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖ νον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.
Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσ φαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χρι στός δυνάμωσε καί περι φρού ρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐλιᾶς προμήνυσε τήν εὐωδία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστη κε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο.
Ἀλλά μέ κατα πλήτ τει ἡ ὑπερβολική τα πεί νωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθεῖ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας. Δέν ἀρκέ στηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πα τέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ.
Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀν θρώ πους εὐεργεσία σκάν δα λο γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρό πους τό συμφέρον τῶν ψυ χῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρίσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ.
Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρι σκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν.  Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερ φοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς. Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορήσει τά ἀνέκφραστα. Γι‹ αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζο ντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά:
Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερ νάει τίς δυνάμεις μου; Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπι χειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βα πτί σω; Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι;
Πότε ἔ πλυ νε ἡ λάσπη τήν πηγή; Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νά Σέ βα πτί σω Δέσποτά μου; Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες.
Τί κάνεις Δέ σπο τά μου; 
Γιατί μ᾿ ἀνα γκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀ γα θω σύνη Σου.
Σάν δοῦ λος πιστός γεμάτος ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρι σκό μουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τή γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν. 
Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκρά τορα Θεό ἔτσι νά ἐξευ τε λίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτο βολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σο δο μίτες; Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀ πέ ριτ τα νά βαπτίζεται ἀ πό χέρι ἀνθρώπου ἁμα ρτω λοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν;
Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μο λύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπο ρος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιο λερωμένος ἀπό τήν ἁμα ρ τία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό; Θεό ἀναμάρτητο;
Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα; Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύ ριέ μου, καί δέν παράκου σα τήν ἐντολή Σου. Πρό τρεπα ὅλους πρός τό βά πτι σμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μό νος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐ στη ρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέ τρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυ μνώ ντας Τοῦ ἔλεγαν:
«Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉  ὄνομα τοῦ Κυρίου». Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέ λυ σε τό σκοτάδι τῆς ἄγ νοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐρά νιος τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παι διῶν Του τούς λύκους τοῦ  διαβόλου. Μᾶς φανερώ θηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανε ρώ θηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶ χαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.
Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνο νταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνω ση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διά πλα τα τίς πύλες τοῦ οὐ ρα νοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρί ζουνε μιά πατρική καρ διά, ἀνακράζει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγα πητός».
Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα – ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτι στής ἤ ὁ Χριστός- ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτι ζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του.
Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σή μερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώ νων. Ἀμήν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου