Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Σήμερα μαύρος ουρανός - Χρόνης Αηδονίδης

Ι. Μ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ ΕΓΚΩΜΙΑ ΣΤΑΣΗ Γ'

Ι. Μ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ ΕΓΚΩΜΙΑ ΣΤΑΣΗ Β'

Ι.Μ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ - ΕΓΚΩΜΙΑ ΣΤΑΣΗ Α'

Δος μοι τούτον τον ξένον

Μεγάλη Παρασκευή Βράδυ: «Ώσπερ Πελεκάν»

 Αυγουστίνου Καντιώτη


«Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας  παῖδας ἐζώωσας ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς» (Ἐγκώμ. β΄ στάσις)

Στὴν ὑπέροχη ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου, ἀγαπητοί μου, ποὺ ψάλλεται στὸν ὄρθρο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἰδιαίτερη θέσι κατέχουν τὰ Ἐγκώμια. Τί εἶνε τὰ Ἐγκώμια; Εἶνε μία ὡραία συλλογὴ τροπαρίων, ποὺ ἔχει ὡς θέμα τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ὅλος ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος εἶνε γλυκυτάτη ἀκολουθία. Ἀρχίζει μὲ τὸ ἀπολυτίκιο «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών…» ,προχωρεῖ μὲ τὸν ἀνεπανάληπτο κανόνα «Κύματι θαλάσσης…» , κορυφώνεται μὲ τὰ ἐγκώμια, τὰ εὐλογητάρια καὶ τοὺς αἴνους, καὶ τέλος κλείνει μὲ τὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίουκαὶ τὰ ἀναγνώσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων διακρίνεται ἡ σπουδαία προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ.

Τὰ Ἐγκώμια, παρ᾽ ὅλο ὅτι ἡ Ἐκκλησία πενθεῖ, δὲν μεταδίδουν φρίκη καὶ σπαραγμό· ἀποπνέουν τὴ γαλήνη καὶ τὸ θρίαμβο τοῦ Νικητοῦ τοῦ ᾅδου. Εἶνε μᾶλλον ἕνας παιὰν δόξης, ἕνα ἐμβατήριο νίκης, μὲ τὸ ὁποῖο συνοδεύουμε στὸν τάφο τὸν μεγάλο μας Νεκρὸ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο, τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. «Στῶμεν καλῶς» λοιπόν.Ὁ ἐμπνευσμένος αὐτὸς ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπὸ διακόσα περίπου τροπάρια.

Στὶς ἐνορίες μας βέβαια δὲν ψάλλονται ὅλα· χάριν συντομίας λέγονται τὰ μισὰ περίπου. Ὅλα τὰ τροπάρια μπορεῖ νὰ τ᾽ ἀκούσῃ κανεὶς κατανυκτικὰ στὸ Ἅγιο Ὄρος ἢ σὲ ἄλλα μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχοὶ ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτὴ μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες χωρὶς περικοπὲς καὶ παραλείψεις. Ἐμεῖς οἱ κοσμικοὶ εἴμαστε βιαστικοί· θέλουμε νὰ τελειώσουμε τὸ συντομώτερο. Ἔτσι γίνονται δυστυχῶς ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμοί.Τὰ Ἐγκώμια διαιροῦνται σὲ τρεῖς στάσεις ἢ ὁμάδες· ἡ πρώτη ἀρχίζει μὲ τὸ τροπάριο «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ…» , ἡ δευτέρα μὲ τὸ «Ἄξιόν ἐστι…» ,καὶ ἡ τρίτη μὲ τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι…» .Ποιός νά ᾽νε ἆραγε ὁ ποιητὴς τῶν Ἐγκωμίων; Δὲν γνωρίζουμε· εἶνε ἄγνωστος. Ἴσως καὶ νὰ εἶ νε ὄχι ἕνας μόνο ἀλλὰ περισσότεροι.Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Δὲν ἔχουμε πάντως κάτι βέβαιο, ὅπως τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου.

Ὁ ποιητὴς τῶν Ἐγκωμίων καλεῖ ὅλη τὴ φύσι νὰ δοξάσῃ τὸ Χριστό· καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ πεδιάδεςκαὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ λίμνες καὶ τὰ ἄστρα καὶἡ σελήνη καὶ ὁ ἥλιος, ὅλα καλοῦνται νὰ τὸν ὑμνήσουν σὲ μία παναρμόνια συμφωνία.Ὅλα συγκινοῦνται σήμερα· καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος μένει δυστυχῶς ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς σταυρωτάς του τότε ἦταν ἀναμενόμενο νὰ μένουν ἀσυγκίνητοι ἢ νὰ στέκωνται ἐχθρικοὶ ἀπέναντί του· ἀλλὰ καὶ οἱ λεγόμενοι «χριστιανοὶ» σήμερα; Μιὰ φορὰ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι, μὰ ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε συνεχῶς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.

Εἴμαστε ἀλήθεια χριστιανοί; Αὐτὰ τὰ πλήθη ποὺ ὀνομάζονται χριστιανοί,ποιά οὐσιαστικὴ σχέσι ἔχουν μὲ τὸ Χριστό; Ἂν γινόταν χωρισμὸς κράτους καὶ ἐκκλησίας, πόσοι ἆραγε θὰ ἔμεναν μὲ τὴν Ἐκκλησία;Λίγοι ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ προτιμότερο λίγοι ποὺ νὰ λατρεύουν ἀληθινὰ τὸν Κύριο στὸ ναό, παρὰ ἕνα πλῆθος μέσα στὸ ὁποῖο ἄλλος νὰ μιλάῃ, ἄλλος νὰ γελάῃ, ἄλλος νὰ χαζεύῃ, ἄλλος νὰ βγαίνῃ ἔξω… Θά ᾽ρθῃ μέρα, ποὺ θὰ πέσῃ κόσκινο, θὰ κοσκινιστῇ αὐτὸς ὁ λαός, καὶ θὰ μείνουμε ἐλάχιστοι. Τί νὰ τὴν κάνῃς τὴν ποσότητα; Ἡ ἀξία ἑνὸς στρατοῦ δὲν βρίσκεται στὸπλῆθος ἀλλὰ στὴ γενναιότητα τῶν στρατιωτῶν καὶ ἀξιωματικῶν· ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει ν᾽ ἀποβλέπῃ στὴν ἁγιότητα τῶν μελῶν της. Σήμερα στὸν Ἐπιτάφιο ποιός προσεύχεται; ποιός δακρύζει; ποιός συγκινεῖται;

Ἀπὸ τὴ συλλογὴ τῶν Ἐγκωμίων ἂς πάρου-με ἕνα μόνο, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο λέει· «Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε,σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς» (Ἐγκωμ. στάσις β΄).

Τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ μιλάει γιὰ τὸν πελεκᾶνο. Τί σχέσι ἔχει ὁ πελεκᾶνος μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἡμέρας; Εἴπαμε, ὅτι ὅλη ἡ φύσις καλεῖται νὰ τιμήσῃ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ μας· καλεῖ λοιπὸν ὁ ποιητὴς καὶ τὸν πελεκᾶνο.

Τί εἶνε ὁ πελεκᾶνος; Εἶνε ἕνα πουλὶ ὑδρόβιο. Ζῇ συνήθως κοντὰ σὲ λίμνες καὶ ποτάμια.Οἱ πελεκᾶνοι εἶνε κυνηγοί, ψαρᾶδες καὶ ἄριστοι κολυμβηταί· κολυμποῦν θαυμάσια μέσ᾽στὶς λίμνες καὶ ψαρεύουν μὲ τόση ἐπιτυχίαμὲ ὅση κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στὴν περιφέρεια τῆς Φλωρίνης τὸ θέαμα πελεκάνων εἶνε συνηθισμένο. Ἔχουμε μάλιστα τὸπρονόμιο νὰ ζῇ στὴ λίμνη τῶν Πρεσπῶν ἕναεἶδος μικρῶν πελεκάνων.Τί λέει λοιπὸν τὸ ἐγκώμιο γιὰ τὸν πελεκᾶ-νο; Ὁ πελεκᾶνος εἶνε φιλόστοργο πουλί. Λένε ὅτι, ὅταν λείπει ἀπὸ τὴ φωλιά του, τὸ φίδι βρίσκει τὴν εὐκαιρία καὶ σέρνεται ὣς ἐκεῖ,βρίσκει τὰ μικρὰ τοῦ πελεκάνου μόνα τους,τὰ δαγκώνει, καὶ τὰ πουλάκια δηλητηριασμένα ἀπὸ τὸ φαρμάκι ναρκώνονται κ᾽ εἶνε ἕτοιμα νὰ πεθάνουν . Ὅταν ὁ πελεκᾶνος ἐπιστρέφει στὴ φωλιά, τὸ φίδι ἔχει φύγει, καὶ βρίσκει τὰ παιδιά του ἑτοιμοθάνατα. Τότε μὲ μία πρᾶξι συγκινητική, μία ἐνέργεια θεοκίνητη μποροῦμε νὰ ποῦμε, κάνει τὰ παιδιά του νὰ ζωογονηθοῦν.

Πῶς ζωογονοῦνται; Ὅπως γιὰ ἄλλα φαρμάκια ὑπάρχει ἀντίδοτο, ἔτσι καὶ γιὰ τὴ δηλητηρίασι τῶν πουλιῶν τοῦ πελεκάνου ἀπὸ φίδι ὑπάρχει ἀντίδοτο. Πῶς σῴζονται τὰ πουλιά; Λέει ἡ παράδοσις, ὅτι ὁ πελεκᾶνος σχίζει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ στῆθος του, παίρνει ἀπὸ τὸ αἷμα του ποὺ τρέχει, ποτίζει μ᾽ αὐτὸτὰ παιδιά του, καὶ τότε αὐτὰ ζωντανεύουν!Αὐτὸ τὸ γεγονὸς παίρνει τώρα ὁ ποιητὴς καὶ τὸ ἀναφέρει στὸ Χριστό. Πελεκᾶνος, Πελεκᾶνος ὄχι μὲ πῖ μικρὸ ἀλλὰ μὲ Πῖ κεφαλαῖο,εἶνε ὁ Χριστός. (Γιατὶ ὅλα τὰ πράγματα εἶνε σκιὰ τοῦ Θεοῦ· ἥλιος μὲ ἦτα μικρὸ εἶνε ὁ φυσικὸς ἥλιος,

Ἥλιος μὲ ἦτα κεφαλαῖο εἶνε ὁ Χριστός· δέντρο μὲ δέλτα μικρὸ εἶνε τὸ φυσικό, Δέντρο μὲ δέλτα κεφαλαῖο εἶνε ὁ Χριστός· πηγὴ μὲ πῖ μικρὸ εἶνε αὐτὴ ποὺ μᾶς δίνει τὸ φυσικὸ νερό, Πηγὴ μὲ πῖ κεφαλαῖο εἶνε ὁ Χρι-στός). Πελεκάνος λοιπὸν μὲ Πῖ κεφαλαῖο εἶνεὁ Χριστός· αὐτὸς εἶνε ὁ πατέρας. Κ᾽ ἐμεῖς εἴ μαστε τὰ πουλιά του. Καὶ τὸ φίδι ποιό εἶνε; εἶνε ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νὰ διεισ-δύσῃ μέσ᾽ στὸν παράδεισο καὶ νὰ δηλητηριάσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τότε τὸ δηλητήριο τὸἔχουμε ὅλοι μέσα μας· τὸ δηλητήριο ποὺ μᾶςφαρμακώνει εἶνε ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ εἶνε τὸ φοβερὸ φαρμάκι. Καὶ πῶς σῴζεται ὁ ἄνθρωπος;πῶς τὸ φαρμάκι αὐτὸ τῆς ἁμαρτίας ἐξουδετερώνεται καὶ φεύγει; Ἕνα εἶνε τὸ μέσο, αὐτὸ ποὺ ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας· τὸ αἷ μα τοῦ Χριστοῦ , ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πλευρά του ὅταν τὴ λόγχισε ὁ στρατιώτης. Ὅπως λοιπὸν μὲ τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ πελεκᾶνος σῴζει τὰ παιδιά του ἀπὸ τὸ φαρμάκι τοῦφιδιοῦ, ἔτσι –λέει ὁ ὕμνος μας–ὁ Χριστός, μὲτὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πλευρά του ὡς ἀντίδοτο, σῴζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.Μεγάλες οἱ ἀλήθειες αὐτές, πολὺ μεγάλες·μὰ δὲν συγκινοῦν τὴν χοιρώδη κοινωνία μας,ἡ ὁποία μὲ ἄλλα πράγματα ἀσχολεῖται τώρα.

Ἄλλοτε, ὅταν ἀκουγόταν στὶς ἐκκλησίες τὸ ἐγκώμιο «Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς» ,δὲν ἔμενε μάτι ἀδάκρυτο. Ὁ πιστὸς λέει στὸΧριστό· «Μὲ τὴν πληγὴ στὴν πλευρά σου, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ζωογόνησες σὰν πελεκᾶνος τὰ θανατωμένα παιδιά σου στάζοντάς τους (στὸ στόμα) ζωογόνους κρουνούς». Ἀκούγοντας τὸ τροπάριο αὐτό, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα, νιώθει εὐγνωμοσύνη σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε τὸ αἷματου γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς τὴν αἰώνιο ζωή.

Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ παρακολουθοῦμε μὲ ἄκρα ἡσυχία τὴν ἀκολουθία καὶ τὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίου. Χωρὶς ἄσκοπες μετακινήσεις, μὲ σιωπὴ καὶ μὲ κατάνυξι, ἂς ἀκοῦμε τὰ ἑκατὸ περίπου τροπάρια τῶν ἐγκωμίων, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶνε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ σύνολο.Ἀλλοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν βαριοῦνται καὶ δὲν φεύγουν· στὰ νυχτερινὰ κέντρα κάθονται μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες· στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔμαθαν δυστυχῶς νὰ μένουν καὶ νὰ λατρεύουν.Γιά σκεφτῆτε· Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ νά ᾽νε ἀνοιχτὰ τὰ νυχτερινὰ κέντρα! Θεέ μου Θεέ μου, ἀστροπελέκια θὰ πέσουν, σφοδροὶ ἄνεμοι καὶ τυφῶνες θὰ σαρώσουν αὐτὸ τὸ ἁμαρτωλὸ κράτος. Στοὺς ναοὺς δὲν ἔρχονται· κι ἂν ἔρθουν,δὲ βλέπουν τὴν ὥρα πότε νὰ φύγουν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκλησία συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, τὰ ψάλλει συντομώτερα, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἔξοδος τοῦ ἐπιταφίου.Παρακαλῶ, λοιπόν, νὰ ἐπικρατῇ τάξις.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης τὴν 28-4-1978.

Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου – Λόγος εἰς τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί εἰς τόν Σταυρόν.

 «Και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ο έστι Κρανίου τόπος λεγόμενος, έδωκαν αυτώ οίνον ποιείν μετά χολής μεμιγμένον. Και γευσάμενος, ουκ ήθελε πιείν. Σταυρώσαντες δε αυτόν, διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού, βάλλοντες κλήρον, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Προφήτου˙ διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. Και καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί». Και εις τα εξής.

Το μεν αναγνωσθέν ρητόν ευαγγελικόν εστί: σαφηνείας δε τούτου χάριν καλόν προς τους αγίους καταφυγείν και παρ’ αυτών την τούτου διάνοιαν εκλαβείν. Εκείνους γαρ μάλλον ή ημάς τοις Ευαγγελίοις συνίστασθαι προσήκει. Και ίνα μη περιερχόμενοι τους πάντας επιβραδύνωμεν τω λόγω, αρκεί και μόνος ο Απόστολος προς την ημών πληροφορίαν γενέσθαι διδάσκαλος.

Γράφει γαρ τοις Εβραίοις αυτός ο μακάριος Παύλος, ότι αδύνατόν εστί ψεύσασθαι τον Θεόν και αληθεύει μάλιστα λέγων και ου ψεύδεται. Των μεν γαρ γενητών η φύσις ίδιον έχει το τρέπεσθαι και κινείσθαι ποικίλαις μεταβολαίς: επειδήπερ και μη όντα ποτέ, μεταβολήν έσχεν εις το είναι, τη του πεποιηκότος χάριτι και φιλανθρωπία˙ καθώς και πάλιν ο Παύλός φησίν˙ «Ο καλών τα μη όντα ως όντα». Θεός δε ο πάντων δια του Λόγου ποιητής τυγχάνων, όντως ων, αμετάβλητον έχει συν τω Λόγω την φύσιν˙ και τούτο δια του προφήτου διδάσκει, λέγων˙ «Ίδετε, ίδετε, ότι εγώ ειμί και ουκ ηλλοίωμαι». Διο περί μεν των ανθρώπων εν Ψαλμοίς άδεται˙ «Εγώ είπα εν τη εκστάσει μου˙ Πας άνθρωπος ψεύστης»˙ περί δε του Θεού Μωσής εν τω νόμω μαρτυρεί, ότι «ο Θεός πιστός εστί και αληθινός».

Ο γουν χριστοφόρος ανήρ, ως εξ αμφοτέρων τούτων παιδευθθείς, και αυτός την του Θεού προς τα γενητά διαφοράν εξηγούμενος, γράφει˙ «Γινέσθω δε ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης». Αληθής δε εστίν ο Θεός, ουχ ως μη ψευδόμενος, ουδέν γαρ εστίν εναντίον αυτώ, ουδέ ως άνθρωπος ετέρω μαρτυρών το αληθές, ουδενί γαρ υπεύθυνός εστίν, άλλ’ ως αυτήν την αλήθειαν γεννών και Πατήρ υπάρχων του Κυρίου λέγοντος˙ «Εγώ ειμί η αλήθεια»˙ αληθείας δε φίλον το ψεύδος ουκ αν ποτέ γένοιτο…

«Και όταν ήλθαν εις ένα τόπον, που ωνομάζετο Γολγοθάς, που σημαίνει τόπος Κρανίου, του έδωκαν να πίη ξύδι ανακατεμένον με χολήν. Άλλ όταν το εγεύθη δεν ήθελε να πίη. Όταν δε τον εσταύρωσαν εμοίρασαν με κλήρον τα ενδύματά του, δια να εκπληρωθή αυτό που είπεν ο Προφήτης˙ «Εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά μου, δια τα οποία έβαλλαν κλήρον. Και εκάθησαν και τον εφύλασσαν εκεί».

Το μεν ρητόν που ανεγνώσθη είναι από το Ευαγγέλιον, δια να το διασαφήσωμεν όμως είναι καλόν να καταφύγωμεν και να ζητήσωμεν την βοήθειαν των αγίων, και να πάρωμεν από αυτούς την αληθινήν σημασίαν του. Διότι αυτοί αρμόζει, περισσότερον από ημάς, να οδηγούν κοντά εις τα Ευαγγέλια. Και δια να μη περιφερώμεθα από τον έναν εις τον άλλον, και έτσι να επιβραδύνωμεν τον λόγον, αρκεί και μόνος ο Απόστολος να γίνη διδάσκαλος, δια να μας δώση την αναγκαίαν πληροφορίαν. Διότι ο ίδιος ο μακάριος Παύλος γράφει προς τους Εβραίους, ότι είναι αδύνατον να αποδειχθή ψεύστης ο Θεός, αλλά όταν ομιλή, λέγει κατ’ εξοχήν την αλήθειαν, και δεν ψεύδεται. Διότι εις μεν την φύσιν των δημιουργημάτων προσιδιάζει το να μετατρέπωνται και να μετακινούναι δε διαφόρους μεταβολάς, επειδή βέβαια, ενώ κάποτε δεν υπήρχαν, υπέστησαν μεταβολήν και ήλθαν εις την ύπαρξιν, με την χάριν και την φιλανθρωπίαν του δημιουργού, καθώς και πάλιν λέγει ο Παύλος˙ «Αυτός που καλεί ό,τι δεν υπάρχει ωσάν να υπήρχεν». ο Θεός δε, ο οποίος είναι δημιουργός των όλων δια του Λόγου, και ο οποίος έχει πραγματικήν ύπαρξιν, έχει μαζί με τον Λόγον αμετάβλητον φύσιν˙ και τούτο διδάσκει δια του προφήτου, όταν λέγη˙ «Ίδετε, ίδετε ότι εγώ είμαι και δεν έχω μεταβληθή». Δια τούτο δια μεν τους ανθρώπους λέγεται εις τους ψαλμούς˙ «Εγώ είπα όταν ευρισκόμην εις κατάστασιν εκστάσεως ότι πας άνθρωπος είναι ψεύστης», δια δε τον Θεόν ο Μωυσής δίδει εις τον νόμον την μαρτυρίαν, ότι «Ο Θεός είναι αξιόπιστος και τηρεί την υπόσχεσίν του».

Ο άνδρας λοιπόν αυτός, ο οποίος φέρει μέσα του τον Χριστόν, ωσάν να εδιδάχθη και από τους δύο τούτους, εξηγών και αυτός την διαφοράν του Θεού από τα δημιουργήματα γράφει˙ «Ας αναγνωρισθή, ότι ο Θεός είναι αληθής, και κάθε άνθρωπος ψεύστης». Ο Θεός δε είναι αληθής, όχι επειδή δεν ψεύδεται, διότι τίποτε δεν υπάρχει αντίθετον προς αυτόν, ούτε ωσάν άνθρωπος, ο οποίος δίδει αληθινήν μαρτυρίαν δια κάποιον άλλον, διότι βέβαια δεν είναι υπεύθυνος δια κανένα, άλλ’ είναι αληθής, διότι γεννά την ιδίαν την αλήθειαν, και διότι είναι Πατήρ του Κυρίου, ο οποίος λέγει˙ «Εγώ είμαι η αλήθεια», και της αληθείας δεν είναι ποτέ δυνατόν να ευρεθή φίλος το ψεύδος…

Προσκυνούμεν τα Πάθη σου, Χριστέ

 Του παπα - Γιώργη Δορμπαράκη


1. ῾Τά ἅγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ πού ἐπιτελοῦμε τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Παρασκευή, ἀποτελοῦν τό ἀποκορύφωμα τῶν ὅλων Παθῶν τοῦ Κυρίου. Διότι ὁλόκληρη ἡ ζωή Του ἦταν ἕνα Πάθος, ἀπαρχῆς τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο - ἄς θυμηθοῦμε τά γεγονότα τῆς Γεννήσεώς Του -, ἀλλά καί μετέπειτα. Αὐτά πού συντελοῦνται ἑπομένως τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Του καί κυρίως ἡ σταυρική Του θυσία ἀποκορυφώνουν τά Πάθη Του. Κι ἀκόμη περισσότερο: ὁ ἀπ. Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος πού τονίζει καί μιά ἄλλη μυστική διάσταση τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καί μετά τήν ᾽Ανάσταση: τή συνέχεια Αὐτοῦ τοῦ Πάθους μέσα ἀπό τά παθήματα τῶν μελῶν τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του, τῶν ἐπιμέρους Χριστιανῶν, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος τελικῶς εἶναι πάντοτε στόν Σταυρό μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. ῾Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπέρ ὑμῶν καί ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ᾽Εκκλησία᾽ (Κολ. 1,24). Δηλαδή: Χαίρομαι τώρα πού ὑποφέρω γιά χάρη σας καί συντελῶ ἔτσι μέ τά σωματικά μου παθήματα, ὥστε νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ θλίψεις πού πρέπει νά ὑπομείνει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἡ ᾽Εκκλησία.


Γι᾽ αὐτό καί ἔχει διατυπωθεῖ ἡ θεολογική ἄποψη ὅτι τό Πάθος τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς πρέπει νά σχετίζεται καί μέ τά ἰδιώματά Του ὡς τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, κάτι βεβαίως πού ἑρμηνεύει καί τήν αἰτία σαρκώσεως τοῦ συγκεκριμένου Προσώπου καί ὄχι κάποιου ἄλλου.


2. Τά πάθη τοῦ Κυρίου καί μάλιστα ἡ σταυρική Του θυσία ἐκφεύγουν τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὁ Σταυρός Του συνιστᾶ μυστήριο, γιατί ἀκριβῶς Αὐτός πού πάσχει δέν εἶναι ἕνα κοινό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλ᾽ ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός. Πάσχει ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατά τό ἀνθρώπινο. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε μέ μέτρο τίς δυνάμεις μας – τή λογική μας, τά συναισθήματά μας, τή διαίσθησή μας ἀκόμη – νά κατανοήσουμε αὐτό πού διαδραματίζεται. Βλέπουμε μέν ἕναν ἄνθρωπο νά πάσχει ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά μᾶς διαφεύγει τό βάθος Του, ἡ κρυμμένη πραγματικότητα. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μπορεῖ, ἔστω καί ἐκ μέρους, νά βοηθήσει στήν προσέγγιση αὐτή τοῦ μυστηρίου; Μόνον ἡ πίστη πού φωτίζεται βεβαίως ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς φώτιζε καί δέν μεταποιοῦσε τίς ἀνθρώπινες δυνατότητές μας, ὥστε μέ ἐνδυναμωμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μάτια νά βλέπαμε τά γινόμενα, θά παραμέναμε πάντα μέσα στό σκοτάδι τῆς ὁριζόντιας διάστασης τῶν πραγμάτων, σέ νύκτα πνευματική. Κι ἐκεῖνο πού προϋποτίθεται γι᾽ αὐτόν τό φωτισμό εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πάθους Του, πού καθαρίζει τά μάτια καί ἐνεργοποιεῖ ἐν γένει τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις. ῾Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται᾽.


3. Τί μποροῦμε λοιπόν νά ψηλαφήσουμε μέ τόν πνευματικό αὐτόν τρόπο; Τί μποροῦμε ἑπομένως νά ποῦμε γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, καθοδηγούμενοι ἀπό τούς κατεξοχήν πνευματοφόρους ἀνθρώπους, τούς ἁγίους τῆς ᾽Εκκλησίας μας; ῎Οχι βεβαίως αὐτό πού ἐπιχείρησε ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσης, ἐκφρασμένη διά στόματος κυρίως τοῦ ᾽Ανσέλμου Κανταουρίας, ὅτι δηλ. τό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἐξιλέωση τῆς Θείας Δικαιοσύνης, πού ζητοῦσε ἱκανοποίηση λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου, διότι κάτι τέτοιο συνιστᾶ ὑπόκυψη ἀκριβῶς στήν παγίδα πού ἀναφέραμε: τή διά λογικῆς προσέγγιση τοῦ Σταυροῦ, ἄρα στήν οὐσία στή διαστρέβλωση καί τήν ἀλλοίωση τοῦ νοήματος καί τοῦ περιεχομένου του. Τόν Θεό στήν περίπτωση αὐτή τόν κάνει κατ᾽ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου,καί μάλιστα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων μας, σέ στάση ἄπειρου σεβασμοῦ πρός τό μυστήριο, εἶδε κυρίως δύο πράγματα καί αὐτά πρωτίστως ἐτόνισε:


      (α) τήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, τέτοιας πού ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ ἕνας Θεός, κάτι πού σημαίνει τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης λύτρωσης μέ ὁποιονδήποτε ἀνθρώπινο τρόπο, ἄρα καί τήν καταδίκη ὁποιουδήποτε μεσσιανισμοῦ, στηριγμένου σέ ἀνθρώπινα κηρύγματα καί σέ ἀνθρώπινες μόνο δυνατότητες, καί

      (β) τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ῾κενώνει᾽ τόν ἑαυτό Του, ῾κλίνει οὐρανούς καί κατέρχεται᾽, προκειμένου νά ἄρει ἐπάνω Του Αὐτός τή δική μας ἁμαρτία καί νά μᾶς προσφέρει τή γλυκύτητα τῆς θεραπείας μας καί τή δικαιοσύνη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ λειτούργησε καί λειτουργεῖ μ᾽ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ ἀνθρώπινος, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ τήν τιμωρία τοῦ ἐνόχου καί τήν ἀθώωση τοῦ ἀθώου. Βάσει τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀθῶος, ὁ Χριστός, τιμωρεῖται, ἐνῶ ὁ ἔνοχος, ὁ ἄνθρωπος, δικαιώνεται καί ἀθωώνεται, κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς ὅτι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιά τήν πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα ἦταν ἡ θεραπεία της. ῎Ετσι μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός: θεραπεύοντάς μας.


4. Τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽κυριολεκτεῖται: πάνω στόν Σταυρό σβήστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν πρό αὐτῆς καί τῶν μετά ἀπό αὐτήν. Δέν ὑπῆρξε, δέν ὑπάρχει καί δέν θά ὑπάρξει ἄνθρωπος μετά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού νά μή βρίσκεται αἰρόμενος ἐπί τοῦ Σταυροῦ, γεγονός πού εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπό τούς προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης καί μάλιστα τόν Ἡσαΐα, καί πού αὐτήν τήν πίστη στίς προφητεῖς ζητοῦσε ὁ Κύριος ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους καί μάλιστα τούς μαθητές Του. ῾῏Ω, ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ, τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐκήρυξαν οἱ προφῆται᾽! Ὁ Κύριος ῾ἔδει παθεῖν᾽ ἀκριβῶς γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε: τήν ἄρση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καί τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ ὅ,τι πιό παρήγορο ἔχει ἀκουστεῖ ποτέ στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κι αὐτό γιατί μετά τόν Σταυρό δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητη. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅλων τῶν εἰδῶν τίς ἁμαρτίες κι ἄν ἐπιτελέσει, μπροστά στήν ἐσταυρωμένη ἀγάπη σβήνει καί χάνεται. Κι ἔκτοτε θεωρεῖται βλασφημία ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀπειρίας τῆς ἀγάπης αὐτῆς. ᾽Εκεῖνος δηλ. πού θά ἐπικαλεστεῖ τίς πολλές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες του γιά νά θέσει ἐρωτηματικό στή δυνατότητα τῆς συγγνώμης του ἀπό τόν Χριστό, στήν οὐσία εὐθέως βλασφημεῖ τόν Σταυρό Του καί ἀποκαλύπτει ἁπλῶς τήν ἀπιστία καί τήν ἀθεΐα του. Τίθεται στήν περίπτωση αὐτή σέ προτεραιότητα ἡ ἀνθρώπινη λογική ἔναντι τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά τό διατυπώσουμε μέ τά λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: Ὅλη ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων ἄν μαζευτεῖ ἀπό τή μιά μεριά καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι σάν μιά σπίθα μπροστά σ᾽ ἕνα πέλαγος. Τί μπορεῖ νά κάνει ἡ σπίθα στό πέλαγος; Κι αὐτό τό παράδειγμα δέν εἶναι ἀπολύτως σωστό. Διότι τό πέλαγος ἔχει καί κάποια ὅρια, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη.


5. Ἡ μόνη στάση τοῦ πιστοῦ μπροστά στόν Σταυρό, ἔτσι, εἶναι ἡ προσκύνηση.῾Προσκυνοῦμέν Σου τά πάθη, Χριστέ᾽! Δηλαδή:


       - ἐν πίστει τά ἀποδεχόμαστε καί τά πιστεύουμε,


       - γονατίζουμε ἐν κατανύξει μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί κτυπᾶμε τό στῆθος μας, σάν τόν τελώνη, γιά τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας μας,


       - Τόν παρακαλοῦμε μέ ταπείνωση νά μᾶς ἐνισχύει γιά νά ἀκολουθοῦμε τά χνάρια τῆς ζωῆς Του, ὥστε νά Τόν νιώθουμε ἐν αἰσθήσει στήν καρδιά μας,

       - προσερχόμαστε προπάντων πάντοτε ἐν μετανοίᾳ γιά νά κοινωνήσουμε τό σῶμα καί τό αἷμα Του, ὅπως τό λέει καί πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: ὅταν προσέρχεσαι νά κοινωνήσεις, νά προσέρχεσαι μέ τήν πεποίθηση ὅτι κοινωνᾶς ἀπό τή λογχευμένη πλευρά τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, πού ἔρρευσε αἷμα καί ὕδωρ. Τελικῶς, ἡ προσκύνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ταυτίζεται ὡς διάθεση τουλάχιστον μέ τό βίωμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Στό μέτρο πού ζοῦμε τόν Σταυρό, βλέπουμε καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ζωντανή στή ζωή μας.

᾽Αλλ᾽ αὐτό σημαίνει καί τήν ὅραση τῆς ᾽Αναστάσεώς του. ῾Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου ᾽Ανάστασιν᾽

Μεγάλη Παρασκευή (Μέγα Σάββατο)«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού»(Μάρκ. ιε΄ 42-47)

 «Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού»

(Μάρκ. ιε΄ 42-47)

Ο Μέγας Διδάσκαλος είναι πια νεκρός.


Ο φόβος των Ιουδαίων βρίσκεται σφραγισμένος μέσα σ’ ένα τάφο. Όμως, οι συνειδήσεις τόσο ταράχθηκαν από το τέλμα τους με τα λόγια Εκείνου, που και νεκρό ακόμη τον φοβούνται. Το Όνομά Του προκαλεί την απέχθεια και το μίσος. Η ατμόσφαιρα είναι ικανά ηλεκτρισμένη που κανείς δημόσια δεν μπορεί χωρίς κίνδυνο να μιλά γι’ Αυτόν. Από εκείνους που στάθηκαν θαυμαστές του Ιησού, διακρίνονται δυο κατηγορίες. Εκείνοι που φανερά τον ακολουθούσαν, και εκείνοι που για τον φόβο των Ιουδαίων έμειναν κρυφοί Μαθητές Του.



Κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι τολμηρός. Αν μέσα σου ορκίζεσαι ότι αγαπάς τον Ιησού και είσαι έτοιμος να πεθάνεις γι’ Αυτόν, ο Απόστολος Πέτρος και οι άλλοι Δέκα Μαθητές σε διαψεύδουν. Αν πάλι, μέσα σου αισθάνεσαι βεβαιότητες πίστεως και αγάπης, έρχονται στιγμές που στέκεσαι πιο πάνω από τα γεγονότα. Κι αυτό το δείχνουν ο Νικόδημος, ο Ιωσήφ και οι Μυροφόρες Γυναίκες.

Η προσέγγιση του νου και της καρδιάς στο Θεό απαιτεί τόλμη. Ο νους έχει τους δισταγμούς του, η καρδιά τους λόγους της…

Η τόλμη είναι θεϊκό δώρο που δίνεται στους ταπεινούς. «Ουχ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών, … αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού» (Β΄ Κορ. γ΄ 5). Το κήρυγμα του Χριστού θέλει τόλμη. Ακόμη και η βίωση η χριστιανική απαιτεί τόλμη. Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος και πρόθυμος να αποδεχτεί το Ευαγγέλιο, γι’ αυτό και αντιτίθεται. Η φυσική κατάσταση του Χριστιανού είναι ο κίνδυνος. Πότε όμως δεν θα πρέπει να λογαριάζεται. Τρεις κινδύνους έχει ν’ αντιμετωπίσει: Τους ανθρώπους, τη ζωή και τις αντίθεες πνευματικές δυνάμεις. Η τόλμη που του δίνει ο Χριστός θα του χαρίσει την περιφανέστερη νίκη.

Τῇ Ἁγία καί Μεγάλῃ Παρασκευῇ

 Εἰς τό Σωτήριον Πάθος


Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, καί πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τόν Θεόν! Ὁ Θεός μέσα εἰς τόν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπό τῆς γῆς, τό ἔπλασε μέ τάς χεῖράς του, τό ἐμψύχωσε μέ τήν πνόην του, τό ἐτίμησε μέ τήν εἰκόνα του, καί ἐποίησε τόν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τό ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τόν Θεόν χωρίς μορφήν, χωρίς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθώς τόν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καί τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπό σελήνην κτισμάτων, εἰς τήν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθώς τόν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρίς κάλλος, χωρίς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μέ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τήν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τήν μίαν μέ τήν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδάμ εἰς τόν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν Σταυρόν, καί στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τόν ἄνθρωπον τά πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καί τί ἐλεεινόν θέαμα ἔκαμαν τόν Θεόν τά παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τήν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μέ τό ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τά ἔργα ὁ Θεός· καί γνωρίζω ἐδῶ εἰς τό πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μέ τήν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τάς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν· καί δέν ἠξεύρω ἤ τί περισσότερον νά θαυμάσω ἤ τί περισσότερον νά ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πώς ἐξίσου πρέπει νά κλαύσω καί τόν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καί τόν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγώ δέν ξεχωρίζω τόν ἕνα ἀπό τόν ἄλλον εἰς τήν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τά πάθη, ἐγώ ἀπεικάζω τήν ἀφορμήν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τάς πληγάς, ἐγώ εὑρίσκω τά χέρια ὅπου τάς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καί ἐκεῖνον, ὅπου τόν ἐσταύρωσε· καί εἰς τόν θάνατον ἑνός ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγώ ξανοίγω ἄνθρωπον τόν φονέα.


Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τά ἄλλα, τό μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τήν κεφαλήν περισσότερον ἀπό τόν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τήν πλευράν περισσότερον ἀπό τήν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τόν βασανίζει περισσότερον ἀπό τήν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τά χείλη περισσότερον ἀπό τήν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπό τόν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τόν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπό τόν θάνατον: Νά βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καί τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τό πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καί τοῦτο ἔπρεπε νά εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμή τῶν δακρύων μας, πώς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τόν Θεόν μας. Ἀνίσως καί τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλά νά πονέσωμεν, διατί ἄλλος τόσα δέν ἔπαθε· ἀλλά νά εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καί νά πονέσωμεν, καί νά ἐντραπῶμεν· πρέπει νά κλαύσωμεν καί τό πάθος του καί τήν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νά χύσωμεν διπλᾶ τά δάκρυα, διά νά εἶναι δάκρυα συμπαθείας καί συντριβῆς· καί τέτοιας λογῆς, νά θρηνήσωμεν καί τόν Χριστόν καί τόν ἑαυτόν μας.


Ὅμως ἐγώ δέν ἀνέβηκα σήμερον μέ τοιοῦτον σκοπόν ἐπάνω εἰς τοῦτον τόν ἱερόν ἄμβωνα. Ἐγώ ἠξεύρω πώς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τά πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νά ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διά νά Τόν βάλωσι πάλιν εἰς τόν Σταυρόν· καί διά τοῦτο ἐγώ δέν ἦλθα νά παρακινήσω εἰς θρῆνον τούς χριστιανούς. Ἐγώ δέν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δέν γεννῶνται ἀπό τήν καρδίαν, ὁποῦ δέν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἄς κρατοῦσι τά δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διά νά κλαίωσιν ἤ τήν ζημίαν τοῦ πράγματος ἤ τόν θάνατον τῶν συγγενῶν ἤ τό καλόν τοῦ πλησίον· δέν χρειάζεται ἀπό τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καί ἄλλοι ὅπου Τόν λυποῦνται, ἄν δέν Τόν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τόν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καί σκεπάζει μέ βαθύτατον σκότος τό γαληνόμορφον πρόσωπον· Τόν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καί κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τάς ἀκτῖνας· Τόν λυπεῖται ἡ γῆ, καί σείεται ἀπό κλώνον καί ἀνοίγει τά μνημεῖα καί σχίζει ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τόν λυποῦνται καί αὐτοί, ὅπου τόν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τά στήθη.


Ἐγώ ἦλθα, ὄχι διά νά σᾶς κάμω νά κλαύσετε, ἦλθα διά νά σᾶς κάμω ἁπλῶς νά καταλάβετε, τί εἶναι τό πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τά τρία κεφάλαια.


Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε·


Δεύτερον, τί ἔπαθε.


Τρίτον, διά ποῖον ἔπαθε.


Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καί ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δέν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονήν δέν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δέν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναί – θέλω εἰπεῖ πώς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπό ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.


Δεῦτε λοιπόν ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τήν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καί εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τό πρόσωπον, ἄς προβάλῃ, διά νά μᾶς δείξη τήν ὁδόν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τό σεβάσμιον ξύλον.


Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μέ τό ζωηρόν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τήν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορά τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καί ἐβασίλευσε κατά τῆς ἁμαρτίας ὁ νεός βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τήν ἀνάβασιν εἰς τόν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τόν περιούσιον λαόν εἰς τήν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρέ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τό στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τό καύχημα! μίαν φοράν ξύλον ἀτιμίας καί θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καί ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καί ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τήν σημερινήν θλιβεράν διήγησιν ὅπου ἔχω νά κάνω, καθώς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσέ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νά προσηλωθῇ εἰς ἐσέ ἡ καρδία μας!

ΜΕΡΟΣ Α'


Ὅλον τό θεμέλιον τῆς ὀρθοδόξου μας πίστεως εἶναι, πώς ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, ἐστάθη ἀληθῶς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἄς φαίνεται μωρία εἰς τούς ἐθνικούς, ἄς εἶναι σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους· «ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον», καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ ἐσταυρωμένος οὗτος, ἦτον ἕνας σεσαρκωμένος Θεός· καί ἀγκαλά ἔπαθεν εἰς τήν σάρκα μόνον, κατά τήν ἀνθρωπότητα μόνον, διατί ὡς Θεός ἦτον ἀπαθής, πλήν, ἐπειδή καί ὑποστατικῶς ἦτον ἡνωμένη καί ἡ σάρκα μέ τόν Θεῖον Λόγον καί ἡ ἀνθρωπότης μέ τήν θεότητα, ἡ σάρκα ἐκείνη ἦτον κυρίως τεθεωμένη, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦτον ἰδίως Θεός. Ἐκεῖνος ὁ υἱός τῆς Παρθένου ἦτον ἀληθῶς καί υἱός Θεοῦ· εἷς Ἰησοῦς Θεάνθρωπος· ὥστε ὅπου, καθώς εἶναι ἀληθινόν πώς ἐκεῖνος ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, ἔτσι ὁμοίως εἶναι ἀληθινόν πώς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ ἔπαθεν, ἦτον Θεός, Θεός ὕψιστος, βασιλεύς τῶν αἰώνων, καί μ᾽ ὅλον τοῦτο κατεδέχθη νά πάρῃ δούλου μορφήν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος». Θεός ἀναμάρτητος, καί μ᾽ ὅλον τοῦτο ἠθέλησε νά βαστάξη τάς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων καί νά φανῇ ὡσάν ἕνας ἁμαρτωλός· Θεός πλήρης δόξης, πλήρης δυνάμεως, πλήρης ἀθανασίας, καί μ᾽ ὅλον τοῦτο ἄδειασεν, ἐκένωσε (καθώς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος) τόν ἑαυτόν Του ἀπό ὅλον τόν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ θεότητος, μένοντας εἰς τήν ἀσθένειαν καί πτωχείαν μόνην τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕως νά ἀποθάνῃ· τήν ὁποίαν κένωσιν «καί ὕφεσιν τινα καί ἐλάττωσιν» ὀνομάζει ὁ θεολόγος Γρηγόριος.


Μά τάχα τί χρεία ἦτο νά πάθη, νά σταυρωθῇ νά ἀποθάνῃ ἕνας Θεός; δέν ἦτον ἄλλο μέσον, διά νά γένῃ τό μέγα ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἐδῶ θαυμάσατε τήν ἄκραν τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν. Ζάλευκος, ὁ βασιλεύς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τούς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνός μοιχοῦ νά ἐβγάνωσι καί τούς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νά χάνη τό φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τό ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τήν τιμήν, ὅπου εἶναι τό ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Πρῶτος, ὅπου παρέβη τόν νόμον τοῦτον καί ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱός καί ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεύς νά τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαός τόν βασιλέα νά γένῃ ἵλεως πρός τόν υἱόν του, τόν διάδοχον καί κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεός εἰς τήν γνώμην του καί θέλει καλλίτερα νά φυλάξη τόν νόμον του, παρά τόν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδή αἱ μεσιτεῖαι καί αἱ παρακλήσεις τόν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νά μαλακώνεται καί νά ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλά καί τήν πατρικήν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη - ἔλεγε συλλογιζόμενος μέ τόν ἑαυτόν του – ζητεῖ νά τυφλώσω τόν υἱόν μου, διατί εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρική ζητεῖ νά συμπαθήσω τόν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἄν ἐγώ παραβλέψω τήν δικαιοσύνην μου καί δέν τόν παιδεύσω καθώς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἄν παραβλέψω πάλιν τήν ἀγάπην τήν πατρικήν καί τόν τιμωρήσω καθώς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ. Ἄχ τύχη! καί ἄν ἐγώ ἔμελλον νά εἶμαι πατήρ, διά τί νά μέ κάμῃς κριτήν; ἄχ φύσις! καί ἄν ἐγώ ἔμελλον νά εἶμαι κριτής, διατί νά μέ καμῃς πατέρα; μά πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγώ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλή καί δέν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τό πρόσωπον..., μά πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγώ εἶμαι φιλότεκνος πατήρ καί ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καί δέν βλέπει τοῦ πταίστου τό πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νά παιδεύσω, μά καί ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νά συγχωρήσω· καί νά μή φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγώ ἐγέννησα; τί νά κάμω ὁ δυστυχής, καί κριτής καί πατήρ; εἶναι τάχα μέσον νά φυλάξω καί τόν νόμον μου, νά φυλάξω καί τόν υἱόν μου; Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νά ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἄς ἔβγῃ ἕνα ἀπό τά μάτια μου, ἄς ἔβγῃ καί ἄλλο τοῦ υἱόν μου· ἄς δώσῃ ἐκεῖνος τό ἕνα, διατί εἶναι πταίστης, ἄς δώσω καί ἐγώ τό ἄλλο, διατί εἶμαι πατήρ· μέ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τήν δικαιοσύνην μου καί τήν ἀγάπην μου· μέ τοῦτο θέλω φυλάξει τόν νόμον ου καί τόν υἱόν μου· μέ τοῦτο θέλω φανῇ καί κριτής δίκαιος καί πατήρ φιλότεκνος.


Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπό τό ἕνα μέρος, διά νά πληρωθῇ ὁ νόμος καί νά παιδευθῇ τό πταίσιμον, ἀπό τό ἄλλο διά νά φυλάξη ὁ κριτής πατήρ τήν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱός τό φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νά δώσῃ τό ἕνα ὁ πατήρ καί τό ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τάς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καί βασιλικῆς δικαιοσύνης καί συγκαταβάσεως πατρκῆς· πλήν εἶναι παράδειγμα ἀνθρώπινον, ὅπου δέν φθάνει νά συγκριθῇ μέ ἐκεῖνο, ὅπου ἔκαμεν ἕνας δίκαιος ὁμοῦ καί εὔσπλαγχος Θεός.

Ἀπόφασις θεϊκή ἦτον ἄνωθεν καί ἀπ᾽ ἀρχῆς μέσα εἰς τόν παράδεισον τῆς τρυφῆς, γεγραμένη εἰς τό ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι ὅποιος ἤθελε φάγει ἀπό ἐκεῖνο καί ἤθελε παρέβη τήν Θείαν ἐντολήν, νά εἶναι εὐθύς παραδομένος εἰς τόν θάνατον, «ᾗ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»· ἡμεῖς εἰς τό πρόσωπον τοῦ προπάτορος Ἀδάμ παρέβημεν· «ἐν τῷ Ἀδάμ πάντες ἥμαρτον»· ἡμάρτομεν μέ τήν προπατορικήν καί ἀκόμη μέ τήν προαιρετικήν ἁμαρτίαν, ὥστε ὅπου ὅλοι εἴμασθεν ὑποκείμενοι εἰς τήν θείαν κατάραν· ὅλοι ἄξιοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἔπρεπε λοιπόν ἡμεῖς ἤ νά λάβωμεν τήν πρέπουσαν τιμωρίαν, νά χάσωμεν, ὡσάν τά δύο μάτια, τάς δύο ζωάς ὅπου εἴχαμεν, τήν σωματικήν καί τήν ψυχικήν, μέ τήν κόλασιν ἤ νά εὑρεθῇ ὁ τρόπος τῆς ἰατρείας. Μά ποῖος τρόπος, ὅπου τό χρέος μας μέ τόν Θεόν εἶναι ἄπειρον; ἄν ἤθελον ἔλθῃ, ὡσάν ὁ Μωϋσῆς ἤ ἄλλος τις τῶν προφητῶν, χίλιοι ἄνθρωποι· ἄν ἤθελον σαρκωθῇ χίλιοι ἄγγελοι νά ἀποθάνωσι, διά νά πληρώσωσι δι᾽ ἡμᾶς τήν θείαν δικαιοσύνην, τό αἷμα, ὅπου ἤθελον χύσῃ ὅλοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, δέν ἤθελε φθάσει· ὡς αἷμα κτισμάτων, ἤθελ᾽ ἦτον πεπερασμένης, ἐλλειποῦς καί ὀλίγης τιμῆς, ἐνῷ τό χρέος μας πρός τόν Θεόν ἦτον ἄπειρον «ἔδει τοίνυν δυοῖν θάτερον – θεολογεῖ ὁ ἅγιος Πρόκλος - ἤ πᾶσιν ἐπαχθῆναι τόν ἐκ καταδίκης θάνατον, ἐπειδή πάντες ἥμαρτον· ἤ τοιοῦτον δοθῆναι πρός ἀντίδοσιν τίμημα, ᾧ τῷ χρέει ἱκανόν ὑπῆρχε δικαίωμα πρός παράτασιν. Ἄνθρωπος μέν σῶσαι οὐκ ἠδύνατο· ὑπέκειτο γάρ τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δέ ἐξαγοράσασθαι τήν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυεν, ἠμπόρει γάρ τοῦ τοιούτου λύτρου. Ἄνθρωπος ψιλός σῶσαι οὐκ ἴσχυεν, (ἀκολουθεῖ ὁ αὐτός Διδάσκαλος), Θεός γυμνός παθεῖν οὐκ ἠδύνατο». Ἐδῶ ἐχρειάζοντο δύο φύσεις, ἀνθρωπίνη καί θεία· οὐχί ἀνθρωπίνη μοναχή, διατί μέ τό νά πάθη καί ἀποθάνῃ δέν ἐδύνατο νά σώσῃ, ἀλλά καί ἀνθρωπίνη καί θεία ὁμοῦ, ἡνωμέναι εἰς ἕνα πρόσωπον. Τοῦτο τό πρόσωπον ἔπρεπε νά πάθῃ καί νά ἀποθάνῃ μέ τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὅπου εἶναι παθητή καί θνητή· ἀλλά διά τήν θείαν φύσιν, ὅπου εἶναι ἀπείρου ἀξίας, ἐκεῖνο τό πάθος, ἐκεῖνος ὁ θάνατος, ἔπρεπε να γένῃ καί ἔτσι ἔγεινεν. Ἤκουσεν ὁ Θεός ἀπό τό ἕνα μέρος τήν δικαιοσύνην του, ὅπου ἐζήτει ἐκδίκησιν ἐναντίον μας, διατί εἴμασθεν παραβάται τῆς ἐντολῆς του· «ἐξαλείψω τόν ἄνθρωπον, ὅν ἐποίησα»· μά ἤκουσε καί ἀπό τό ἄλλο μέρος τήν εὐσπλαγχνίαν του, ὅπου ἐζήτει συγχώρησιν δι᾽ ἡμᾶς, διότι εἴμασθε πλάσματα τῶν χειρῶν του. «Ζῶ ἐγώ, οὐ θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ». Ὁ Θεός, κριτής δίκαιος ὅπου θέλει νά φυλάξῃ τό πλάσμα του· τί νά κάμῃ; Κριτής καί Πατήρ, καί Θεός καί πλάστης, ηὗρεν ἡ ἄπειρός του σοφία ἕνα μέσον νά φυλάξῃ τόν νόμον του καί νά φυλάξῃ καί νά πλάσμα του.


Ἐδῶ - εἶπε – χρειάζονται δύο φύσεις· Θεία καί ἀνθρωπίνη· ἄς δώσουσιν οἱ ἄνθρωποι τήν μίαν μέ τήν θνητήν σάρκα, ἐγώ δίδω τήν ἄλλην μέ τόν Θεῖον Λόγον· ἀπ᾽ αὐτάς τάς δύο φύσεις, καί ἀνθρωπίνην καί Θείαν, ἄς γενηθῇ ἕνα πρόσωπον Θεανδρικόν· τέλειος ἄνθρωπος καί τέλειος Θεός. Τοῦτο ἄς πάθη, τοῦτο ἄς ἀποθάνῃ· ἀποθνήσκοντας ὡς ἄνθρωπος, τό αἷμα Του, ὅπου χύνεται, εἶναι ὡς τόσον πληρωμή, μά, ἐπειδή ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁμοῦ καί Θεός, τό αἷμά Του, ὅπου χύνεται, εἶναι μία πληρωμή ἄπειρος. Τέτοιας λογῆς εὐχαριστεῖται καί ἡ εὐσπλαγχνία μου, διατί μέ τό αἷμα τούτου μόνου τοῦ ἀνθρώπου, λυτρώνονται οἱ ἐπίλοιποι ἄνθρωποι· εὐχαριστεῖται καί ἡ δικαιοσύνη μου, διατί μέ τό αἷμα τούτου τοῦ ἀνθρώπου καί Θεοῦ, πληρώνεται τό ἄπειρον χρέος· καί ἐγώ θέλω φανῇ καί κριτής δίκαιος καί πλάστης φιλάνθρωπος.


Αὐτή εἶναι λοιπόν ἡ ἀφορμή, κατά τήν ὁποίαν χρείαν ἦτον νά πάθη καί νά ἀποθάνῃ ἕνας Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος, διά νά ἠμπορῇ ὡς ἄνθρωπος νά πληρώσῃ καί ὡς Θεός νά πληρωθῇ σωστά. Ἐδῶ, λέγω πάλιν, χριστιανοί μου, ἐχρειάζοντο ὡσάν δύο μάτια, δύο φύσεις· ἡμεῖς οἱ πταῖσται, οἱ παραβάται τῆς Θείας ἐντολῆς, ἐδώκαμεν, ὡσάν τό ἕνα ὀμμάτι, τήν ἀνθρωπότητα· ὁ Θεός καί Πατήρ ἔδωκεν, ὡσάν τό ἄλλο, τήν θεότητα· μᾶς ἔγγιζεν ἡ τιμωρία τοῦ θανάτου εἰς τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ εἰς τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἡ τιμωρία θανάτου ἐξηφανίσθη. Ἐπληρώσαμεν μέ τήν θείαν σάρκα, ἡνωμένην τῷ θείῳ Λόγω, καί ἐλυτρώθημεν μέ τόν θεῖον Λόγον, ἡνωμένον τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί· εἶναι ὑψηλότατον νόημα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου· «συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως, ὅτι ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καί ὁ θάνατος διά τόν συνόντα Λόγον, ἐξηφανίζετο»· ὤ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς συγκατάβα- σις! Ἀλλ᾽ ὦ Θεέ, πολυέλεε καί πολυεύσπλαγχνε, καί διά νά σώσῃς τόν ἄνθρωπον, δέν εἶχεν ἡ παντοδυναμία σου ἄλλον τρόπον, χωρίς νά παραδώσῃς εἰς θάνατον τόν μονογενῆ σου Υἱόν, τόν δεξιόν ὀφθαλμόν τοῦ θείου σου προσώπου; Χωρίς ἀμφιβολίαν ἐδύνατο ὁ Θεός, ἐνεργῶν ὡς παντοδύναμος, καθώς μέ ἕνα λόγον εἶπε καί πάντα ἐγένετο, ἔτσι ὁμοίως μέ ἕνα λόγον νά εἰπῇ καί νά γένῃ ἡ τοῦ ἀνθρώπου σωτηρία. Ἐδύνατο καί χωρίς καμμίαν πληρωμήν νά μᾶς ἀφήση τό ἄπειρον χρέος, ἐδύνατο καί χωρίς τόν θάνατον τοῦ ἰδίου του Υἱοῦ νά συγχωρήσῃ τήν ἁμαρτίαν τοῦ ἀνθρώπου· ἐδύνατο καί χωρίς τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά σβέσῃ τήν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως· ἐδύνατο, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τέτοιας λογῆς δέν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τήν ἄπειρον δύναμιν, δέν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τήν ἄπειρον συγκατάβασιν. Ὁ Θεός ἠθέλησε νά κάμῃ καί ὡς κριτής καί ὡς πατήρ· νά δείξῃ καί τήν δικαιοσύνην του καί τήν φιλανθρωπίαν του πρός τόν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἦτον ὁ παραβάτης τοῦ νόμου του, καί νά κάμῃ ὡσάν κριτής, νά δείξῃ τήν δικαιοσύνην του πρός τόν Ἰησοῦ Χριστόν, ὅπου ἦτον ὁ Υἱός του. Ἐλυπήθη περισσότερον τόν ἄνθρωπον, παρά τόν Μονογενῆ του Υἱόν διά τήν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου.


Ἀκόμη καί ὁ Ἀβραάμ ἠθέλησε νά θυσιάσῃ τόν μονογενῆ του υἱόν διά τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μά ἰδέτε τήν διαφορετικήν τοῦ πράγματος ἔκβασιν. Ἔφθασεν ὁ Ἀβραάμ εἰς τόν διατεταγ- μένον τόπον, ἑτοίμασε τό θυσιαστήριον ἔβαλεν ἐπάνω τά ξύλα, ἄναψε ὑποκάτω τήν φωτίαν καί, συμποδίζοντας τόν υἱόν του τόν Ἰσαάκ, τόν ἔρριψε ἐκεῖ· ἔπιασε τήν μάχαιραν, ἐσήκωσε τήν δεξιάν, ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἤθελε νά κατεβάσῃ τήν θανατηφόρον πληγήν, εἶδεν ὁ Θεός καί εὐσπλαγχνίσθη· καί «Ἀβραάμ, Ἀβραάμ – εἶπε –στάσου μή ἐπιβάλῃς τήν μάχαιράν σου ἐπί τό παιδάριον, μηδέ ποιήσης αὐτῷ μηδέν»· φθάνει με ἡ καλή σου προαίρεσις, ἄς ζῇ ὁ υἱός σου Ἰσαάκ, διά νά εἶναι πατήρ πολλῶν ἐθνῶν, ὅπου θέλω εὐλογήσει καί θέλω πληθύνει ὡς τούς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καί ὡς τήν ἄμμον τῆς θαλάσσης.


Καί τί παράδοξον, ἦτον, Θεέ μου, ἄν ὁ Ἀβραάμ ἤθελε θυσιάσει τόν υἱόν του διά τήν ἀγάπην σου; ἐσύ εἶσαι Θεός ὅ,τι κάμῃ διά σέ ἕνας ἄνθρωπος, τό κάνει χρεωστικῶς καί ἀξίως· μά τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος; ἕνας μικρός σκώληξ τῆς γῆς, παραβάτης τῶν ἐντολῶν σου· καί τόσον τόν ἀγαπᾷς, ὁποῦ θυσιάζεις τόν υἱόν σου διά τήν ἀγάπην του; «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν»; Δέν εἶναι ἄλλο· τόση εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ συγκατάβασις· ἐλυπήθη τόν υἱόν ἑνός ἀνθρώπου καί δέν τόν ἄφησε νά θυσιασθῇ, καί δέν ἐλυπήθη τόν ἴδιόν του υἱόν, ἀλλά ἄφησε νά ἀποθάνῃ· «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο· ἀλλ᾽ ὑπέρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν»· παρέδωκε νά τόν πωλήσωσιν οἱ μαθηταί του, νά τόν ἀρνηθῶσιν οἱ φίλοι του, νά τόν κρίνωσιν οἱ ἐχθροί του. Τόν παρέδωκεν εἰς τόν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, εἰς τήν κρίσιν τῶν ἐθνικῶν, εἰς τάς κατηγορίας τῶν ἱερέων, εἰς τούς ἐμπαιγμούς τῶν στρατιωτῶν, εἰς τό μῖσος καί εἰς τήν μανίαν ἑνός ἀχαρίστου λαοῦ, ὅπου ἐδίψα τό αἷμα του. Τόν παρέδωκεν εἰς τούς ἐμπτυσμούς, εἰς τά ραπίσματα, εἰς τάς μάστιγας, εἰς τάς ἀκάνθας, εἰς τόν σταυρόν, μέ ἕνα τρόπον, ὅπου δέν τόν ἐλογίασεν ὡσάν υἱόν, ἀλλ᾽ ὡσάν ἕνα ἁμαρτωλόν, μάλιστα ὡσάν αὐτήν τήν ἰδίαν ἁμαρτίαν, διά νά κρίνῃ ὡσάν πταίστην τόν υἱόν καί νά ἀθωώσῃ τόν πταίστην ἄνθρωπον· διά νά παιδεύσῃ τόν ἀναμάρτητον, καί νά δικαιώσῃ τόν ἁμαρτωλόν· διά νά πληρώσῃ εἰς ἐκεῖνον ὅλην του τήν θείαν δικαιοσύνην, διά νά χύσῃ εἰς τοῦτον ὅλον του τό ἄπειρον ἔλεος· εἶναι νόημα τοῦ Παύλου «τόν γάρ μή γνόντα ἁμαρτίαν, ὑπέρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ»· ὤ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς συγκατάβασις!


Τοιαύτη ἦτον ἡ διάθεσις τοῦ Πατρός πρός τόν υἱόν· ποία δέ τοῦ υἱοῦ πρός τόν Πατέρα; Μία ἄκρα ὑπακοή· «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου». Καί τῆς μέν ἄκρας ταπεινοφροσύνης δίδει τό πρῶτον σημάδι εἰς τό ἐστρωμένον ἀνώγεον· ἐδῶ τήν πρώτην φοράν φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, πλύνει μέ τά ἴδια του χέρια τούς πόδας τῶν μαθητῶν εἰς τόν νιπτῆρα καί δίδει τόν ἑαυτόν του τροφήν τοῖς μαθηταῖς εἰς τό Μυστήριον. Τῆς δέ ἄκρας ὑπακοῆς, εἰς τόν κῆπον Γεθσημανῇ· ἐδῶ, ἀγκαλά καί ὡς ἄνθρωπος δείχνων ὅλη τήν ἀσθένειαν τῆς φύσεως, λυπεῖται, μέ μίαν λύπην τόσον βαθεῖαν, ὅπου τοῦ ἤφερεν ἕως θανάτου τήν ψυχήν· ἀγωνίζεται μέ ἕναν ἀγὼνα τόσον πολύν, ὅπου τόν ἔκαμεν νά ἐβγάλῃ ἱδρῶτα ὡσάν αἷμα περισσόν, εἰς τόσον ὅπου ἔτρεχεν ἕως εἰς τήν γῆν· πίπτει μέ τό πρόσωπον κάτω καί μέ τήν ψυχήν εἰς τά χείλη παρακαλεῖ ἄν εἶναι δυνατόν νά μή δοκιμάση τό πικρόν ἐκεῖνο τοῦ θανάτου ποτήριον· μ᾽ ὅλον τοῦτο, ὑπήκοος μέχρι θανάτου εἰς τό θέλημα τοῦ πατρός. «Πάτερ – λέγει – οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ, γενηθήτω τό θέλημά σου». Στρεφόμενος πρός τούς τρεῖς μαθητάς, ὅπου ηὗρε καθεύδοντες, τούς ἐξυπνεῖ καί «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν» εἶπεν, ἐκεῖ, ὅπου μᾶς κράζει τοῦ πατρός τό θέλημα καί τοῦ ἀνθρώπου ἡ σωτηρία.


Τώρα τί περισσότερον νά θαυμάσωμεν, χριστιανοί; τόν ὁρισμόν τοῦ Πατρός, ὅπου ἀπεφάσισε τόν Υἱόν του εἰς θάνατον; ἤ τήν ὑπακοήν τοῦ Υἱοῦ, ὅπου τρέχει εἰς τόν θάνατον μέ τόσην προθυμίαν; οὐχί, καί εἰς τόν ὁρισμόν τοῦ πατρός καί εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Υἱοῦ, ἡμεῖς πρέπει νά θαυμάσωμεν τήν ἄκραν τοῦ Θεοῦ πρός ἡμᾶς συγκατάβασιν;


Ὁ Θεός, διά νά λυτρώσῃ τούς Ἑβραίους ἀπό τήν τυραννίδα τῆς Αἰγύπτου, ἔστειλεν ἕναν ἄνθρωπον, τόν Μωϋσῆν. Διά νά σγχωρῇ τάς ἁμαρτίας τῶν Ἑβραίων, ἔκαμε καί ἐχύνετο εἰς τό ὁλοκαύτωμα τό αἷμα τῶν θυσιῶν, ὅπου ἦτον αἷμα τράγων καί μόσχων· μά, διά νά λυτρώση ἡμᾶς ἀπό τήν τυραννίδα τοῦ ᾃδου, ἦλθεν αὐτός ὁ Ἴδιος προσωπικῶς· «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη, καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»·διά νά ἐξαλείψη τάς ἁμαρτίας μας, ἔχυσεν αὐτός τό Ἴδιον αἷμα· «οὐ δι᾽ αἵματος τράγων καί μόσχων, ἀλλά διά τοῦ ἰδίου αἵματος ἔσωσεν ἡμᾶς». Τόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία μας ὅπου ἀξίζει τό αἷμα ἑνός Θεοῦ. Μία μοναχή σταλαγματία τοῦ θείου αἵματος, εἶναι ὁ ἀκριβώτερος μαργαρίτης τοῦ παραδείσου· καί μία μοναχή σταλαγματία ἔφθανε, διά νά σβύσῃ ὅλας τάς φλόγας τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καί μ᾽ ὅλον τοῦτο, τόσον πλουσιοπάροχα, ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν μας, ὅπου ἐχύθη ὅλον καί δέν ἔμεινε μία σταλαγματία εἰς τήν φλέβα τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Στοχασθῆτε καλά τοῦτο τό μέγα πρᾶγμα, χριστιανοί· Τοῦτος, ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ· τοῦτος ἔχυσε, διά νά μᾶς ἐξαγοράσῃ τάς ψυχάς ὅλον τό αἷμα· καί ἡμεῖς, ἀλλοίμονον! κρατοῦμεν ἀκόμη αἰχμαλώτους τάς ψυχάς· ἡμεῖς ἀκόμη δουλεύομεν τῇ ἁμαρτία· ἡμεῖς ἀκόμη δέν ἤλθομεν εἰς ἐξομολόγησιν καί μετάνοιαν· καί λοιπόν, τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου; ἠμπορεῖ νά μᾶς εἰπῇ ὁ Σωτήρ. Τόσον αἷμα, ὅπου ἔχυσα ἀπό ὅλα τά μέλη μου· ἡ ἀγωνία, ὅπου ἔκαμα εἰς τόν κῆπον· τόσον, ὅπου ἔτρεξεν ἀπό ὅλον μου τό σῶμα εἰς τάς μάστιγας, ἀπό τήν κεφαλήν μου διά τάς ἀκάνθας, ἀπό τήν πλευράν μου διά τήν λόγχην· τόσον αἷμα ἀπό τάς πληγάς τῶν χειρῶν καί ποδῶν ἔπεσε ματαίως εἰς τήν γῆν, διά νά τό καταπατοῦσιν οἱ ἄνθρωποι; τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!


Πατήρ ἄναρχε, ἐγώ ἔκαμα τό θέλημά σου τό ἅγιον, ἔπαθα, ἐσταυρώθηκα, παρέδωκα τό πνεῦμα, ἔχυσα ὅλον τό αἷμα διά τήν σωτηρίαν τῶν χριστιανῶν, μά οἱ χριστιανοί δέν γνωρίζουσι τόν σωτῆρα τους, δέν θέλουσι τήν σωτηρίαν τους, ἀγαποῦσι τήν κόλασίν τους· λοιπόν διά τούς Ἰουδαίους, ὅπου μέ ἐσταύρωσαν, ὅπου μέ ἔκαμαν νά ἀποθάνω, ζητῶ συγχώρησιν: «ἀφες αὐτοῖς»· διά τούς χριστιανούς, ὁποῦ μέ ἔκαμαν νά ἀποθάνω δίχως ὄφελος τῶν πολλῶν, ζητῶ κρίσιν: «κρῖνον αὐτούς ὁ Θεός»· ἡ δικαιοσύνη σου μέ ἔκαμε νά χύσω τό αἷμα μου, ἡ δικαιοσύνη σου ἄς ἐκδικήσῃ τό αἷμα μου.


Καί δέν ἔχει καμμίαν ἀπολογίαν ἕνας χριστιανός ἀμετανόητος. «Ὁ τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας, καί τό αἷμα τῆς διαθήκης κοινόν ἡγησάμενος» λέγει ὁ Παῦλος· ὅσῳ τιμιωτέρα ἐστάθη ἡ ἐξαγορά του, τόσῳ βαρυτέρα θέλει εἶναι ἡ τιμωρία του.


Ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἄς δοξάσωμεν τόν Σωτῆρα· ἄς κάμωμεν μετάνοιαν· καί ἄς λάβωμεν τήν ὠφέλειαν τοῦ πολυτίμου ἐκείνου αἵματος, ὁποῦ ἐχύθη δι᾽ ἡμᾶς. Ἴδαμεν τίς εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθε, καί ἐθαυμάσαμεν μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· ἄς ἰδῶμεν τί ἔπαθε, διά νά συμπονέσωμεν εἰς μίαν ἄκραν ὑπομονήν.

ΜΕΡΟΣ Β'


Ἴδετε ποτέ, χριστιανοί, ἕνα μικρόν πλοιάριον μέσα εἰς πλατεῖαν θάλασσαν, μακράν ἀπό τήν γῆν, ἐγκαταλελειμμένον ἀπό πᾶσαν τέχνην καί βοήθειαν, πολεμούμενον ἀπό ἐναντίους καί σφοδροτάτους ἀνέμους, συχνοδαρμένον ἀπό ἄγρια κύματα, ὅπου τέλος πάντων καταποντίζεται εἰς τόν βυθόν; τέτοιας λογῆς στοχασθῆτε νά βλέπετε εἰς τήν αἱματώδη θάλασσαν τῶν πικροτάτων παθῶν, τόν μονογενῆ υἱόν τῆς Παρθένου, μακράν ἀπό τάς ἀγκάλας τῆς ἠγαπημένης του μητρός· ἐγκαταλελειμ -μένον ἀπό τόν ἄναρχον Πατέρα του, ὅπου μίαν φοράν παρέδωκεν αὐτόν· μοναχόν, χωρίς τήν βοήθειαν καί συντρο -φίαν τῶν μαθητῶν, ὅπου τόν ἀφῆκαν καί ἔφυγον.


Μά, ὄχι· ἐγώ βλέπω ἕναν του μαθητήν, ὅπου ἔρχεται μέ πλῆθος πολύ στρατιωτῶν καί ὑπηρετῶν, μέ ἅρματα, μέ φανούς, μέ λαμπάδας, πλησιάζει, τόν ἀγκαλιάζει, τόν φιλεῖ· εἰς καλήν ὥραν ἦλθες, φίλε καί πιστέ μαθητά, νά παρηγορήσης τόν λυπημένον, νά συντροφεύσης τόν ἐγκαταλελειμμένον Διδάσκαλον· μά – εἶπε μου – τί καλόν μήνυμα φέρεις ἀπό τήν αὐλήν τῶν ἀρχιερέων; «Φίλε ἐφ᾽ ᾧ πάρει»; τούς ἐκατάπεισες τάχα νά ἀφήσωσιν εἰς εἰρήνην ἕνα θειότατον ἄνθρωπον, ὅπου δέν ἔδωκε κανένα σκάνδαλον, μάλιστα ἔκαμε χιλίας εὐεργεσίας εἰς ὅλον τόν λαόν τῆς Ἱερουσαλήμ; ἤ τάχα ἐξάνοιξες πώς τοῦ μελετοῦσι κανένα μεγάλον κακόν καί ἦλθες μέ τόσην παράταξιν νά τοῦ δώσῃς βοήθειαν; Δέν ἀποκρίνεσαι; Νά σέ ἰδῶ καλύτερα ποῖος εἶσαι; Ἄχ! ἐσύ εἶσαι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης, ὁ ἀποστάτης ἀπόστολος, ὁ δόλιος μαθητής· ἐσύ εἶσαι, ὁποῦ τόν ἐφίλησες τώρα, καί ἔρχεσαι νά τόν παραδώσῃς; ὤ μεγάλη ἀχαριστία τοῦ Ἰούδα! ὤ μεγάλη συμφορά τοῦ Χριστοῦ.


Χριστιανοί, λέγουσι πώς, ὅταν Ἰούλιος ὁ Καῖσαρ εἶδε τούς φονεῖς, ὅπου ἦλθον νά τόν φονεύσουν μέσα εἰς τήν Γερουσίαν, καί ἐξάνοιξεν ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους τόν Βροῦτον, ὅπου ἠγάπα ὡς υἱόν· «καί σύ τέκνον»; τοῦ εἶπε· καί μέ τοῦτο ἐσκέπασε τό πρόσωπόν του μέ τήν χλαμμύδα του, διά νά μή βλέπῃ τόσην ἀχαριστίαν, τήν ὁποίαν ἐτρόμαξε περισσότερον ἀπό τόν θάνατον. Καί πόσην λύπην θά ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Ἰούδα; καί σύ τέκνον; θά ἔλεγε· καί σύ μαθητά μου; καί σύ, ἀπόστολέ μου, εἰς τήν συντροφίαν τῶν ἐχθρῶν μου; μάλιστα καταφυγή τῶν ἐχθρῶν μου καί μέ προδίδεις εἰς θάνατον; «Ἰούδα, φιλήματι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως»; Ἀλλά εἰς τήν μεγάλην ἀχαριστίαν τοῦ προδότου μαθητοῦ, εἶναι καί μεγάλη καταφρόνησις τοῦ προδομένου διδασκάλου. Ἐπροδόθησαν καί ἄλλοι, ἐπωλήθησαν καί ἄλλοι, ἀλλά καθώς ἐπροδόθη καί ἐπωλήθη ὁ Χριστός, ἄλλος οὐδείς. Ἐπρόδωσεν ὁ Βροῦτος τόν Καίσαρα, μά διά τήν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος· ἐπρόδωσεν ὁ Ἰούδας τόν Χριστόν, ἀλλά διά τριάκοντα ἀργύρια· τόσον ἐνομοθέτησεν ὁ Μωϋσῆς νά πληρώνεται ὁ φόνος ἑνός δούλου. Κακόν παράδειγμα, ὅπου ἄφησες, ὦ Ίούδα, νά πωλῆται διά φιλαργυρίαν ἀπό τούς ἀποστόλους ὁ Χριστός, ἀπό τούς ἱερεῖς νά πραγματεύωνται τά μυστήρια. Ἐπώλησαν οἱ ἀδελφοί τόν Ἰωσήφ, μά διά νά μή λάβῃ θάνατον· ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τόν Χριστόν, ἀλλά διά νά λάβῃ θάνατον· «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τό σταυρωθῆναι»· ἄν δέν λογίζεται ὡς υἱός Θεοῦ, ὑπομονή, δέν εἶναι ἀκόμη φανερά γνωρισμένος· μά, κἄν νά ἐλογίζεται ὡς υἱός ἑνός ἀνθρώπου! οὐδέ τοῦτο· λογίζεται ὡσάν ἕνα ἄλογον ζῶον, διωρισμένον εἰς τήν σφαγήν.


Διψοῦσι τό αἷμά του οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι καί τό Συνέδριον ὅλον, συνηγμένοι εἰς τά παλάτια Ἄννα καί Καϊάφα, ὅπου, συρμένος ἀπό ὅλην τήν σπεῖραν, παραστέκεται διά νά κριθῇ ὁ Ἰησοῦς. Οἱ κριταί ἐχθροί, οἱ μάρτυρες ψευδεῖς, ποίαν ἀπόφασιν ἀναμένομεν; «Ἔνοχος θανάτου ἐστίν»· ἔνοχος θανάτου ἐστί; καί λοιπόν ἄς πεθάνῃ μά τίς χρεία εἶναι νά τόν πτύουσι εἰς τό πρόσωπον; νά τόν κολαφίζουν, νά τόν ραπίζωσι; καί, διά περισσότερον περιγέλοιον, νά τοῦ σφαλίζωσι τά μάτια; καί, προσθέτοντες τάς ὕβρεις τῆς βλασφήμου γλώσσης εἰς τάς βαρυματίας τῆς ἱεροσύλου δεξιᾶς, ἐρωτοῦσιν εἰς κάθε ράπισμα: «προφήτευσον ἡμῖν (λέγοντες), Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; Σταθῆτε, ὦ ὑπηρέται τοληροί, καί ἐγώ θέλω νά τόν ἐρωτήσω: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, ὅπου ἐκαταστήθης καί ἔγεινες παίγνιον τῶν ἀνθρώπων, διατί τώρα ἔχεις τό πρόσωπον, ὡσάν σκεπασμένον μέ τό κάλυμμα τῆς πίστεως, «προφήτευσον ἡμῖν· τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; προφήτευσον ἡμῖν ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου συχνότερα σέ κολαφίζει, Ἰουδαῖος ἤ αἱρετικός ἤ ὀρθόδοξος; προφήτευσον ἡμῖν· τίνος εἶναι ἐκεῖνο τό χέρι, ὅπου σοῦ δίδει τό βαρύτερον ράπισμα; εἶναι χέρι σκανδαλοποιοῦ ἱερέως ἤ ἀνευλαβοῦς λαϊκοῦ; εἶναι χέρι πόρνης ἀσελγοῦς ἤ νέου ἀκολάστου; εἶναι χέρι ἀδίκου κριτοῦ ἤ πλουσίου πλεονέκτου; εἶναι χέρι φονέως αἱμοβόρου ἤ κλέπτου ἅρπαγος; προφήτευσον ἡμῖν· τί σοῦ πονεῖ περισσότερον; τά ραπίσματα τῶν Ἰουδαίων ἤ αἱ ἁμαρτίαι τῶν χριστιανῶν; Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς μου τώρα δέν ὁμιλεῖ, σιωπᾷ, καί εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄφωνος ἀμνός, ὁποῦ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας.


Ἀλλά θέλετε νά προφητεύσω ἐγώ; Περισσότερον ἀπό ὅλα τά ἀναρίθητα ραπίσματα, ὅπου τοῦ δίδουσιν οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιερέων, τοῦ κακοφαίνονται τρία, ὅπου τοῦ δίδει ἕνας του μαθητής, ὁ Πέτρος, ὅπου τρεῖς φοραῖς τόν ἀρνεῖται· «οὐκ οἷδα τόν ἄνθρωπον». Ὁ Πέτρος ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἔγεινε πέτρα σκανδάλου· αὐτή εἶναι ἡ μοναχή πέτρα, ὅπου ἐρράγη, καί πρίν νά ἀποθάνῃ ὁ Χριστός, ὅτε τρίς ἠρνήθη τόν διδασκαλον· μά πάλιν ἐρράγη εἰς τήν συντριβήν καί ἐγνώρισε τόν διδάσκαλον. Καθώς ἐκείνη ἡ πέτρα εἰς τήν ἔρημον κτυπημένη μέ τήν ράβδον τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι ἐτούτη συντετριμένη μέ ἕνα βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ· μέ ταύτην τήν διαφοράν, πώς ἀπό ἐκείνην ἔτρεξε νερόν γλυκύ ὡσάν μέλι, ἀπό ἐτούτην δέ ἔτρεξαν πικρότατα δάκρυα· «ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δίκαιον ἔχεις, ὦ Πέτρε, νά κλαίῃς ἀπαρηγόρητα, πάλιν μακάριος ἐσύ, ὁποῦ καθώς ἐστάθης γλήγορος εἰς τό νά ἀρνηθῇς, ἔτσι ἐστάθης καί γλήγορος εἰς τό νά μετανοήσῃς, μίαν ὥραν ἐστάθης εἰς τήν ἁμαρτίαν καί ἔκλαυσες ὅλην σου τήν ζωήν. Ἄθλιοι ἡμεῖς, ὁποῦ εἴμασθεν τόσον γλήγοροι εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τόσον ἀργοί εἰς τήν μετάνοιαν· ἡμεῖς ἁμαρτάνομεν ὅλην μας τήν ζωήν καί δέν κλαίομεν μίαν ὥραν.


Μά ἐγώ ἀπό τήν μετάνοιαν τοῦ Πέτρου καταλαμβάνω πώς ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε τρίς, ὅπου ἦτον τό σημάδι τῆς μετανοίας του· καί λοιπόν ἐξημέρωσεν, ἤνοιξε τό Πραιτώριον τοῦ Πιλάτου. Ἐδῶ ἀπό τό σπῆτι τοῦ Καϊάφα φέρεται δεμένος ὡσάν κατάδικος ὁ Ἰησοῦς· καί ἀνάμεσα εἰς τά χέρια τῶν ἱερωμένων, μέσα εἰς τά σπίτια τῶν ἀρχιερέων κακά, καί ἀνάμεσα εἰς τά χέρια τῶν λαϊκῶν, μέσα εἰς τά παλάτια τῶν ἀρχόντων χειρότερα. Ὤ ἀσύγκριτος δυστυχία τοῦ Ἰησοῦ! πού ποτε δέν εὑρίσκει καταφυγήν καί βοήθειαν, ὁλοῦθεν καταφρόνησιν καί τιμωρίαν. Ἱερεῖς καί λαϊκοί, Ἰουδαῖοι καί ἄρχοντες καί δοῦλοι, κριταί καί στρατιῶται, νέοι καί γέροντες, κάθε τάξις, ὅλος ὁ λαός τόν κατακρίνουσι ὡς πταίστην, ὅλοι τόν θέλουσι ἀποθαμένον, ὅλοι φωνάζουσι: «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν»· ἕνας Βαραββᾶς λῃστής ἐπίσημος, προτιμᾶται ἀπό τόν ἄπταιστον Ἰησοῦν, διά τόν ὁποῖον μία εἶναι ὁλονῶν ἡ γνώμη καί ἡ φωνή: «σταυρωθήτω»· ἐξίσταται εἰς τόσην ὁργήν ὁ ἡγεμών καί θέλει νά μάθῃ ποῖον εἶναι τό πταίσιμόν του, ὅθεν: «τό ἔθνος τό σόν – λέγει – καί οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί, τί ἐποίησας»; Οὐχί, Πιλάτε ἐσύ μόνος εἶσαι ξένος ἐδῶ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, καί δέν ἠξεύρεις τί ἔκαμεν ὁ Ναζωραῖος ἐτοῦτος; «Τί ἐποίησας»; ἐγώ νά σοῦ εἰπῶ· τυφλούς ἐφώτισε, λεπρούς ἐκαθάρισε, παραλύτους ἀνώρθωσε, νεκρούς ἀνέστησε, λαούς πεινασμένους ἐχόρτασε, ψυχάς πλανεμένας ἐδίδαξεν· αὐτό εἶναι τό πταίσιμόν του. «Τί ἐποίησας»; ἐρώτησαι τούς λαούς, ὁποῦ ἐκστατικοί ἤκουον τό θεῖον του κήρυγμα· ἐρώτησαι μίαν Σαμαρῖτιν, ὁποῦ μέ ἕνα του λόγον, ἀπό πόρνη ἔγεινε παρθένος· μίαν Μαγδαληνήν, ὁποῦ ἀπό ἁμαρτωλός ἔγεινεν ἀπόστολος· ἕνα Ζακχαῖον, ὅπου ἀπό πλεονέκτης ἔγεινεν ἐλεήμων· ἕνα Ματθαῖον, ὅπου ἀπό τελώνης ἔγεινεν εὐαγγελιστής· ἐρώτησε ἕνα Λάζαρον, ὁποῦ ἀκόμη ζῇ, τόν ὁποῖον ἕξ ἡμέρας εἶναι, ὁποῦ ἀνέστησε τεταρταῖον· ἐρώτησε τούς παῖδας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου τόν ἐπροϋπάντησαν μετά βαΐων καί κλάδων, ψάλλοντες τό Ὡσαννά. «Τί ἐποίησας»· ἄν ἦτον δυνατόν νά ὁμιλήσωσι καί ἡ θάλασσα καί οἱ ἄνεμοι, ὁποῦ τόν ὑπήκουσαν, καί οἱ ἴδιοι δαίμονες, οἱ ἐχθροί του, ὁποῦ τόν ὡμολόγησαν Υἱόν Θεοῦ. «Τί ἐποίησας»· καί τί δέν ἔκαμεν, ὦ Πιλάτε; ἄν εἶχες νοῦν νά ἐκαταλάβανες τήν ὑψηλήν μας θεολογίαν, ἐγώ σοῦ ἔλεγα: πώς τοῦτος εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ προανάρχου Πατρός, «δι᾽ οὗ τά πάντα ἐγένετο»· ὅπου ἔκαμεν ὅσα βλέπεις καί ὅσα δέν βλέπεις, τήν γῆν μέ τά φυτά καί τά ζῶα· τόν οὐρανόν μέ τά ἄστρα καί μέ τόν ἥλιον· ὁποῦ ἔκαμε τούς ἀγγέλους καί ἀνθρώπους καί ἐσέ τόν ἴδιον, ὦ Πιλάτε· ἕνα μόνον πρᾶγμα δέν ἔκαμε, τήν ἁμαρτίαν· «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Τοῦτο τό ἠξεύρει καί ὁ Πιλάτος καί τό λέγει φανερά εἰς ἐπήκοον παντός τοῦ λαοῦ: «οὐκ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· καί μ᾽ ὅλον τοῦτο... παράνομα κριτήρια τῆς γῆς, κρίσεις ἄδικοι τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων, δέν φθάνει νά εἶναι ἄπταιστος, ὅταν πέφτῃ εἰς τά χέρια ἑνός ἀδίκου κριτοῦ, ὅπου ἔχει τά ἴδια τέλη, ὁποῦ φοβεῖται μή χάσῃ τήν φιλίαν τοῦ Καίσαρος.


Ὁ ἄπταιστος Ἰησοῦς μαστιγώνεται καί, ἄν ἐρωτήσῃς τήν ἀφορμήν, ὁ ἴδιος κριτής ἀποκρίνεται· διατί «οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· ὤ ἐλεεινόν θέαμα! νά βλέπῃ τινάς ἕνα Υἱόν Θεοῦ, ὁποῦ εἰς τούς οὐρανούς ἀναβάλλεται τό φῶς ὡς ἱμάτιον, γυμνόν εἰς τά μάτια καί στρατιωτῶν, ὁποῦ ἐμπαίζουσι, καί Ἰουδαίων, ὁποῦ βλασφημοῦσιν! Αὐτοί ἁρματώνουσι τήν ἀπάνθρωπον δεξιάν μέ τάς μάστιγας· δέρνουσι, πληγώνουσι, καταξεσκλοῦσι τάς καθαρωτάτας σάρκας τοῦ θείου Ἐμμανουήλ, ὁποῦ τρέμει, ἱδρώνει, ὀλιγοψυχεῖ ἀπό τό πλῆθος τοῦ χυνομένου αἵματος. Καί τέτοια βάσανος δέν ἐτύχαινεν ἐμέ; τέτοιαι μάστιγες, δέν ἔπρεπε νά δέρνουσι τάς σάρκας μου, ὁποῦ ἔπταισαν μέ χιλίων λογιῶν ἁμαρτίας; τόσον αἷμα δέν ἔπρεπε νά τρέξῃ ἀπό τό κορμί μου, διά νά πλύνῃ τάς ἀκαθαρσίας μου; Ἄγγελοι, Σεραφίμ, δράμετε τό ὀγληγορώτερον σκεπάσατε τά ἀμώμητα ἐκεῖνα μέλη, κρύψετέ τα ἀπό τῶν ἀσεβῶν τά ἀκάθαρτα βλέμματα.


Μά ἐγώ βλέπω καί τά ἐσκέπασαν μέ κόκκινην χλαμύδα, μέ τήν ὁποίαν οἱ στρατιῶται τόν ἐνδύουσι διά παίγνιον, ὡς βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Τοῦ βάνουσιν, ὡσάν βασιλικόν διάδημα, ἕνα ἀκάνθινον στέφανον, ὁποῦ τοῦ κεντᾶ καί πληγώνει βαθεῖα τήν κεφαλή. Τοῦ δίδουσι βασιλικόν σκῆπτρον ἕνα κάλαμον, τόν ὁποῖον συχνοπαίρνουσιν ἀπό τά χέρια του, διά νά δέρνουσι τήν κεφαλήν του. Γονατίζουσιν ἐμπρός του, ἐμπαίζοντές τον ὡς ἕνα μωρόν, καί τόν χαιρετοῦσι μέ ἐμπτυσμούς καί ραπίσματα· «χαῖρε ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων». Δέν ἐσφάλετε, ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς· θέλοντες νά κάμετε ἕνα πλαστόν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων, ἐκάματε τόν ἀληθινόν βασιλέα τῶν χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ μας Χριστοῦ, δέν εἶναι, ὄχι, βασιλεία ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· τέτοιον βασιλέα καταφρονεμένον καί βασανισμένον προσκυνοῦμεν ἡμεῖς, διατί καυχώμεθα εἰς τάς καταφρονήσεις καί εἰς τά βάσανα. Μέ τέτοιαν ὀνειδιστικήν χλαμμύδα τόν θέλομεν, διατί τό ὄνειδός μας εἶναι δόξα καί τιμή· μᾶς ἀρέσει ὁ ἀκάνθινός του στέφανος διατί μᾶς ἀρέσει ἡ θλῖψις καί στενοχώρια. Δέν ἐπιθυμοῦμεν νά ἔχῃ ἄλλο σκῆπτρον, παρά ἕνα ἐλαφρόν κάλαμον, διότι δέν ὀρεγόμεθα βάρος περιουσίας βιοτικῆς. Δέν ἐσφάλετε ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς, καί μή θέλοντες ἐχειροτονήσατε τόν βασιλέα τῶν μαρτύρων μας καί ἀσκητῶν μας, πού θέλουσι πολιτεύσειν τόν οὐρανόν. Ἄχ! καί νά ἠξεύρετε πώς τέτοιον βασιλέα, ὅπου τώρα ἐμπαίζετε, θέλουσι προσκυνήσει ὅλοι οἱ βασλεῖς τῆς γῆς. Νά ἠξεύρετε πώς ὑποκάτω ἐκείνης τῆς ξεσχισμένης χλαμμύδος, ὁποῦ τοῦ ἐβάλετε, θέλουσιν ὑποταχθῇ εἰς προσκύνησιν πάντα τά ἔθνη. Νά ἠξεύρετε πώς ἐκεῖνα τά ἀκάνθια, μέ τά ὁποῖα τοῦ ἐπλέξατε στέφανον, θέλουσι γίνει βέλη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς ἁγίας μας πίστεως. Νά ἠξεύρετε, πώς μέ ἐκεῖνον τόν ἐλαφρόν κάλαμον, ὅπου τοῦ ἐδώκατε, θέλει καταβάλει καί τήν συναγωγήν τῶν Ἰουδαίων καί τούς ναούς τῶν εἰδωλολατρῶν.


Χριστιανοί, ὅπου μέ ἀκούετε, δέν εἶναι ἔτσι; τοιοῦτος σωστά εἶναι ὁ βασιλεύς, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς εἴμεσθεν δοῦλοι. Βασιλεύς τῶν πόνων καί τῆς ὑπομονῆς, καί ἰδέτε τον, ὅπου προβαίνει φορῶν τόν ἀκάνθινον στέφανον καί τό πορφυροῦν ἱμάτιον, συντροφιασμένος ἀπό τόν Πιλάτον, ὁποῦ τόν δείχνει εἰς τά μάτια ὅλης τῆς Ἱερουσαλήμ καί λέγει: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Κρατήσετε τά δάκρυά σας, δέν θέλω νά κλαύσετε· θέλω νά προσκυνήσετε τόν βασιλέα ἡμῶν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Πάτερ οὐράνιε, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ δέν ἔχει οὔτε εἶδος, οὔτε κάλλος, εἶναι ὁ μονογενῆς σου Υἱός, ὁποῦ «ἐκ γαστρός πρό ἑωσφόρου ἐγέννησας»; Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁ πολυπαθής, εἶναι ἐκεῖνος ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, τοῦ ὁποίου ψάλλετε ἀκατάπαυστα τόν ἐπινίκιον ὕμνον ἐν οὐρανοῖς; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ποῦ εἶσθε, προφῆται, νά ἰδῆτε τήν προσδοκίαν τῶν ἐθνῶν, τόν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τόν ἐπιθυμημένον Μεσσίαν; ποῦ εἶσθε, Ἀπόστολοι, νά ἰδῆτε τόν Θεόν καί διδάσκαλον; ποῦ εἶσαι, μήτηρ γλυκυτάτη Μαρία, νά ἰδῇς τόν μονάκριβόν σου υἱόν; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἴδετε, ἱερεῖς, τόν ἄκρον ἀρχιερέα σας· ἴδετε, παρθένοι, τόν νυμφίον σας· ἴδετε, ὀρφανοί, τόν πατέρα σας· ἴδετε, πλανεμένοι τόν ὁδηγόν· ἴδετε, ἀσθενησμένοι, τόν ἰατρόν· ἴδετε, ἁμαρτωλοί, τόν σωτῆρα· ἴδετε χριστιανοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί γνωρίσατε τόν βασιλέα ἡμῶν· Χαῖρε ὁ βασιλεύς, ὄχι τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά τῶν Χριστιανῶν. Ὁ θεῖος σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ὁ αἰώνιος νυμφίος τῆς ἐκκλησίας μας. Ἐσύ δέν ἔχεις εἶδος καί μορφήν ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τοῦτο τό πρόσωπον λατρεύομεν· φιλοῦμεν τά σχοινία τῶν χειρῶν σου, ὁποῦ μᾶς ἰάτρευσαν· καταφρονεμένος, πληγωμένος, αἱματωμένος, ἄς εἷσαι ὁ βασιλεύς ἡμῶν· ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· μά ὄχι, ἴδε ὁ Θεός· σέ γνωρίζομεν διά ἄνθρωπον, ὅταν βλέπωμεν τά πάθη σου· σέ γνωρίζομεν διά Θεόν, ὅταν βλέπωμεν τήν εὐεργεσίαν σου· ἄνθρωπος ὁμοῦ καί Θεός, διατί πάσχεις καί σώζεις.


Μά φθάνει, σέ παρακαλοῦμεν, ἕως ἐδῶ· ἵλεώς σοι, Κύριε, μή πάθῃς ἄλλο περισσότερον· φθάνει καί περισσεύει διά τήν σωτηρίαν μας, ὅσον αἷμα ἔχυσες ἕως τώρα. Ἰησοῦ μου, ψυχή τῆς ψυχῆς μου, διά νά μή σέ ἀφήσω νά μισεύῃς, ἄν ἦτον δυνατόν ἤθελα νά σέ κρύψω μέσα εἰς τήν καρδίαν μου. Μά, ἀλλοίμονο εἰς ἐμέ· αὐτή εἶναι ὅλη μολυσμένη ἀπό ἁμαρτίας καί φοβοῦμαι πώς ἐσύ, ὁ καθαρώτατος, παρά νά στέκῃς εἰς τήν ἀκάθαρτόν μου καρδίαν, κάλιον θέλεις νά στέκῃς εἰς τόν σταυρόν· καί πήγαινε εἰς τόν Σταυρόν, ὁποῦ ἐγώ σέ ἀκολουθῶ μέ τά δάκρυά μου καί μέ τόν λόγον μου.


Καί ὄντως Σταυρός εἶναι ὁ θάνατος, εἰς τόν ὁποῖον τόν ἀπεφάσισεν ὁ Πιλάτος· «παρέδωκεν αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Καί λοιπόν μέ φοβερούς ἀλαλαγμούς, μέ μεγάλας χαράς, μέ ἄπειρον πλῆθος λαοῦ, τόν παίρνουσιν ἀπό τό πραιτώριον τοῦ Πιλάτου οἱ Ἰουδαῖοι· καί οἱ στρατιῶται τοῦ φορτώνουσιν εἰς τούς ὤμους του τό τιμωρητικόν ξύλον τοῦ σταυροῦ· τόν περνοῦσιν ἀπό τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ καί φορτωμένον τό βάρος, ἀγωνισμένον ἀπό τόν κόπον, στάζοντα ἱδρῶτα ἀπό ὅλον τό κορμί, τόν ἀνεβάζουσιν ἐπάνω εἰς τόν Γοργοθᾶ. Ποτίζουσι τά μαραμένα του χείλη μέ ὄξος καί χολήν· καί, ἐπειδή πολλά ὀλίγη ζωή ἔμεινεν ἀκόμη εἰς ἐκεῖνα τά πολυπαθῆ μέλη, σπουδάζουσι τό γρηγορώτερον νά τελειώσωσιν τό παράνομον ἔργον. Τόν ἐκδύουσι μέ βίαν· τόν ρίπτουσι εἰς τήν γῆν, τόν ἁπλώνουσιν ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, καρφώνουσι πρῶτον τήν δεξιάν, τήν ἀριστεράν ὕστερα, καί τούς δύο πόδας, καί τέλος πάντων, μέ χίλιαις φοβεραῖς φωναῖς, συμπλεγμέναις μέ ἄλλας τόσας βλασφημίας, τόν σηκώνουσι ὑψηλά καί σταίνουσι τόν Σταυρόν ἐπί τόν καλούμενον Κρανίου τόπον. Δέν φθάνει, ἀλλ᾽ εἰς τόν ἴδιον καιρόν σταυρώνουσι καί δύο ληστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καί ἕνα ἐξ εὐωνύμων διά νά μή λείψῃ εἰς τήν ἄκραν βάσανον καί ἄκρα ἀτιμία· διά νά εἶναι διπλοῦν πάθος, καί σώματος καί ψυχῆς. Τούς πόνους τῆς σκληρᾶς ταύτης σταυρώσεως ἐκεῖνος μόνο ἔχει δύναμιν νά τούς ἐξηγήσῃ, ὅπου μόνος ἔλαβεν ὑπομονήν νά τούς δοκιμάσῃ. Λέγουσιν οἱ ἱεροί θεολόγοι, στοχαζόμενοι τό ἁγιώτατον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πώς ἦτον ὄχι ἔργον φύσεως, διατί δέν ἦτον τῆς θείας δυνάμεως ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός · διατί ἦτον ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί ἐκ τῶν καθαρῶν αἱμάτων Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου, θεότευκτον κατοικητήριον μιᾶς ὁλοφώτου ψυχῆς· ὅπου ἔχει δηλαδή καί τάς ἔξω αἰσθήσεις, καί τάς ἔσω δυνάμεις εἰς μίαν ἄκραν τελειότητα. Λέγουσι· πώς ὅλοι οἱ πόνοι ὁμοῦ, ὁποῦ ἐδοκίμασαν εἰς τάς βασάνους οἱ μάρτυρες, δέν εἶναι νά συγκριθῶσι ἕναν μόνον πόνον ἀπό ἐκείνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τά πάθη του ὁ Χριστός. Εἶναι ὅμως ἀκόμη καί τοῦτο, πώς εἰς ἐκείνους τούς πόνους τῶν μαρτύρων ἔστεκεν ἀοράτως ὁ Θεός, ὅπου τούς ἐδυνάμωσε μέ τήν θείαν του χάριν· ὅθεν ἐκεῖνοι πολλάκις ἐχόρευον μέσα εἰς τάς φλόγας, ἔχαιρον εἰς τήν σφάγήν καί ἤ ἐκεῖνοι ἦτον ὁλότελα ἀναίσθητοι εἰς τούς πόνους ἤ οἱ πόνοι ἦσαν πολλά ἐλαφροί εἰς ἐκείνην τήν αἴσθησιν· ἀλλ᾽ εἰς τούς πόνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τά πάθη του ὁ Χριστός, παρέδωκεν αὐτόν ὁ Θεός καί τρόπον τινά ὁλότελα τόν ἐγκατέλειπε· τό λέγει ὡσάν παραπονεμένος ὁ αὐτός Ἰησοῦς: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες»; Ὄχι πώς ἡ θεότης ἐγκατέλειψε κἄν μίαν στιγμήν τήν ἀνθρωπότητα, μέ τήν ὁποίαν ἦτον ἀχώριστα ἡνωμένη ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ὑποστάσεως, ἀλλ᾽ ὅσον εἰς τά πάθη, ἡ θεότης τέτοιας λογῆς ἄφησε μοναχήν τήν ἀνθρωπότητα νά πάσχῃ καί νά πονῇ, ὡσάν νά μήν ἦτον μετ᾽ αὐτήν ἡνωμένη ὁλότελα, διά νά μήν ἔχῃ εἰς τά πάθη καμμίαν βοήθειαν, εἰς τούς πόνους καμίαν παρηγορίαν· «Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες»;


Μά ἄν ὁ οὐράνιος Πατήρ ἐγκατέλιπε τόν Χριστόν, δέν τόν ἐγκατέλιπε ἡ ἀγαπημένη του Μήτηρ. Ἄχ, χριστιανοί! ἄν ἕνας σταυρός κρατῆ τόν Χριστόν ὄπισθεν ἀπό τούς ὤμους του, ἡ παρουσία τῆς γλυκυτάτης μητρός εἶναι ἄλλος ἕνας σταυρός, ὅπου ἐμπρός εἰς τά μάτια του. «Εἱστήκει παρά τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ». Αὐτή στέκει, βλέπει, δέν κλαίει, δέν παραπονεῖται, καί βαστᾶ εἰς τήν καρδίαν μέ σιωπήν ἐκείνην τήν ρομφαίαν, ὁποῦ τῆς ἐπροεῖπεν ὁ Συμεών· στέκει ἐσταυρωμένη εἰς τήν σταύρωσιν, μά εἰς τόν ἴδιον καιρόν γίνεται δεύτερος σταυρός τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐγώ δέν ἠξεύρω, ποῖος βασανίζεται περισσότερον, ὁ υἱός ἤ ἡ μητέρα; καί ποῖος υἱός ἐγνώρισε τέτοιαν μητέρα; ἐθλίβετο ἡ μητέρα, συνεθλίβετο καί ὁ υἱός. Ἐδοκίμαζεν ὁ υἱός εἰς τό πάθος του τήν θλῖψιν τῆς μητρός, ἐδοκίμαζεν ἡ μητέρα σιμά εἰς θλῖψιν της τό πάθος τοῦ υἱοῦ, καί ἐγίνετο εἰς τόν υἱόν καί εἰς τήν μητέρα διπλῆ ἡ βάσανος, ὁποῦ ἔκανεν ἀπό τόν πόνον τοῦ υἱοῦ καί ἀπό πόνον τῆς μητρός ἕνα μοναχόν πόνον. Πόνον, ὅπου ἤρχετο ἀπό τήν καρδίαν τοῦ υἱοῦ εἰς ἐκείνην τῆς μητρός καί ἐστρέφετο ἀπό τήν καρδίαν τῆς μητρός εἰς ἐκείνην τοῦ υἱοῦ· καί τέτοιας λογῆς ἐρχόμενος καί στρεφόμενος, ἐγένετο πάντα πλέον σφοδρός καί ἐξανάσπα καί τάς δύο καρδίας, διά νά τάς φέρῃ εἰς μίαν. Καί πέλος πάντων ἤ ἤθελε σύρει υἱόν εἰς τάς ἀγκάλας τῆς μητρός ἤ ἤθελε σύρει τήν μητέρα εἰς τόν σταυρόν τοῦ υἱόν, ἄν ὁ Ἰησοῦς μου, ὅπου ἤθελε νά ἀποθάνη μοναχός, χωρίς συντροφίαν εἰς τόν σταυρόν δέν ἤθελεν ἐμποδίσει· μά πῶς; Μέ ἕνα δεύτερον πόνον, ἀκόμη ἀπό τόν πρῶτον μεγαλύτερον, ἀναγκαζόμενος νά μήν τήν γνωρίσῃ, ἀλλ᾽ ὡσάν μίαν ξένην γυναῖκα, καί νά τῆς δώσῃ τόν Ἰωάννην ὡσάν ἄλλον υἱόν: «Γύναι, ἴδε, ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδού ἡ μήτηρ σου» Ἀλλ᾽ ὦ σταυρωμένε Βασιλεῦ, τί ὑπομένεις; ἐχόρτασες ἕως τώρα, πίνοντας τό πικρόν τοῦ θανάτου ποτήριον; ὄχι· διψῶ. Ἀπό ὅλα τά βασανισμένα μέλη, ἡ γλῶσσα ἔμεινεν ἀκόμη, καί ζητεῖ πάθος ξεχωριστόν· ὅθεν γεύεται ὅξος μεμιγμένον μέ ὕσσωπον, ὕστερην σταλαγματίαν τοῦ πικροῦ ποτηρίου. «Ὅτε οὖν ἔλαβε τό ὄξος ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· τετέλεσται». Καί ἐδῶ, ὡσάν φρόνιμος οἰκονόμος, γνωρίζοντας πώς ἐγγίζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, κάνει εἰς τήν καινήν διαθήκην πλήρωμα καί τέλος εἰς τήν παλαιάν. Καί ἀφίνει πρῶτον μέν τῶν ἐχθρῶν του, τῶν Ἰουδαίων, τήν συγχώρησι· «Πατέρ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ἀφίνει τῶν στρατιωτῶν, ὅπου ἐσταύρωσαν, τά ἱμάτια, τά ὁποῖα «διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, βάλλοντες κλῆρον». Ἀφίνει τοῦ καλοῦ ληστοῦ, ὅπου τόν ἐπαρακάλεσε καί εἶπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», τόν παράδεισον· «ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ». Ἀφίνει τοῦ Κεντυρίωνος, ὅπου τόν ἐγνώρισεν: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱός ἦν οὗτος», τήν θεογνωσίαν. Ἀφίνει τοῦ ἑνός μαθητοῦ, τοῦ Πέτρου, ὅπου τόν ἠρνήθη καί ἐμετανοήσε, τήν προτέραν χάριν τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Ἀφίνει τοῦ ἄλλου, τοῦ Ἰωάννου, τήν ἐπιστασίαν τῆς ἰδίας μητρός: «ἴδε ἡ μήτηρ σου». Ἀφίνει τῆς λυπημένης μητρός τήν συντροφίαν τοῦ μαθητοῦ, «ἴδε ὁ υἱός σου». Ἀφίνει τῆς νύμφης του Ἐκκλησίας τά ἑπτά μυστήρια. Ἀφίνει τῶν τέκνων του, τῶν χριστιανῶν, τόν Σταυρόν του, νά βαστῶσιν εἰς ὅλην τους τήν ζωήν· ἀφίνει τοῦ οὐρανίου Πατρός τό πνεῦμά του: «Πάτερ εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τό πνεῦμά μου»· ἀλλά καί τοῦτο μέ τήν συνηθισμένην ὑπακοήν· διατί «κλίνας τήν κεφαλήν, παρέδωκε τό πνεῦμα». Ἐσύ ἔμεινες νεκρός ἄφωνος, Θεῖε Λόγε, καί ἐγώ κρατῶ πρός ὀλίγον τόν λόγον μου, νά στοχασθῶσι τί ἔπαθες καί νά συμπονέσωσιν εἰς τήν ἄκραν σου ὑπομονήν.

ΜΕΡΟΣ Γ'


Νά ἀποθάνῃ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποίαν ἐδύνατο νά τήν ἐνεργήσῃ μέ κάθε τρόπον ὡς παντοδύναμος, αὐτό εἶναι μία ἄκρα συγκατάβασις. Νά ἀποθάνῃ μέ ἕνα θάνατον, συντροφιασμένον ἀπό τόσον ὄνειδος καί ἀπό τόσον πάθος, ἐκεῖ ὅπου ἐδύνατο νά ἀποθάνῃ μέ ἕνα θάνατον ἁπλοῦν, χωρίς τόσον ὄνειδος καί χωρίς τόσον πάθος, αὐτό εἶναι μία ἄκρα ὑπομονή. Μά τάχα διά ποῖον ἔδειξε τήν ἄκραν συγκατάβασιν; τάχα διά ποῖον ἔλαβε ταύτην τήν ἄκραν ὑπομονήν; Διά τόν ἄνθρωπον, ὅπου ἦτον ἐχθρός· καί αὐτή εἶναι μία ἄκρα ἀγάπη.


Χριστιανοί, ὅταν ὁ Θεός ἡμῶν ἔπαθεν, ἐσταυρώθη καί ἀπέθανε δι᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δέν τόν ἐγνωρίζαμεν διά Θεόν· ἡμεῖς ἐβλασφημούσαμεν τό ὄνομά του, ἡμεῖς ἐκαταπατούσαμεν τόν νόμον του, ἡμεῖς ἐλατρεύαμεν ἄλλους θεούς, καί περιπλέον ἡμεῖς δέν ἐκάναμεν καμμίαν ἀρετήν· μάλιστα ἡμεῖς ἤμασθεν βυθισμένοι εἰς πᾶσαν κακίαν· καί διά τοῦτο ἡμεῖς ἤμασθεν ἄξιοι τῆς ὀργῆς του, ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὡς ἁμαρτωλοί «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε». Νά ἀποθάνῃ ὁ πατήρ διά τόν υἱόν ἤ ὁ υἱός διά τόν πατέρα ἤ ὁ συγγενής διά τόν συγγενῆ, αὐτό εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τό ἐπιζητεῖ ἡ φύσις καί ἀνάμεσα εἰς τούς ἀνθρώπους ἔγεινε καμμίαν φοράν. Νά ἀποθάνῃ διά τόν φίλον αὐτό εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τό ἐπιζητεῖ ἡ φιλία, καί σημάδι μιᾶς ἀγάπης, τῆς ὁποίας ὁμοία δέν εὑρίσκεται, λέγει ὁ ἴδιος Χριστός· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις θῇ τήν ψυχήν αὑτοῦ ὑπέρ τῶν φίλων αὑτοῦ»· καί τοιαύτης φιλίας εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τούς ἀνθρώπους κάποια παραδείγματα. Μά νά ἀποθάνῃ τινάς διά τόν ἐχθρόν του, τοῦτο δέν ἐπιζητεῖ οὔτε ἡ φύσις, οὔτε ἡ φιλία· τοῦτο ἀνάμεσα εἰς τούς ἀνθρώπους ἀκόμη δέν ἔγεινε· τοῦτο τό παράδειγμα δέν ἠκούσθη ποτέ· μά τοῦτο γίνεται τοῦτο ἀκούεται μέσα εἰς τήν πίστιν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, διατί ὁ Θεός ἀπέθανε διά ἡμᾶς τούς ἐχθρούς του· εἶναι μία ἀγάπη ὑπέρ φύσιν, ὑπέρ λόγον, ὑπέρ ἔννοιαν· ἀγάπη ἰδία τοῦ Θεοῦ· «συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός (μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος), ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Αὐτή εἶναι μία εὐεργεσία, τήν ὁποίαν ἡμεῖς δέν ἠθέλαμεν δυνηθῇ νά εὐχαριστήσωμεν ἀξίως, ἀνίσως καί ἕνας ἀπό ἡμᾶς εἶχεν ἑκατόν ζωάς καί διά ἀγάπην Χριστοῦ παρέδιδε καί τάς ἑκατόν ζωάς εἰς θάνατον. Ἀνίσως καί ἡμεῖς ἐζούσαμεν χιλίους χρόνους καί διά ἀγάπην Χριστοῦ ἐβαστάζαμεν εἰς ὅλους τούς χιλίους χρόνους τόν Σταυρόν. Τέλος πάντων, ὅσα ἠθέλαμεν πάθη, τά ἐπάσχαμεν διά τόν εὐεργέτην μας, ἐνῷ ὅσα ἔπαθεν ὁ Χριστός, τά ἔπαθε δι᾽ ἡμᾶς, τούς ἐχθρούς του. Καί μ᾽ ὅλον τοῦτο, εἰς ἀνταμοιβήν διά τήν ζωήν, ὅπου ἔχασε, δέν ζητεῖ τήν ζωήν μας· διά τό αἶμα ὅπου ἔχυσε, δέν ζητεῖ τό αἶμά μας· ζητεῖ, διά τήν ἀγάπην ὅπου ἔδειξε, τήν ἀγάπην μας.


Καί μήτε τοῦτο ἠμπορεῖ νά ἔχῃ ἀπό τούς ἀνθρώπους ἕνας τόσον εὐεργέτης Θεός; καί λοιπόν πῶς ἔχω νά σᾶς ὀνομάσω, ὦ ἄνθρωποι; Τυφλούς, ὅπου δέν βλέπετε τόσον καλόν; ἀχαρίστους, ὅπου δέν γνωρίζετε τόσην εὐεργεσίαν; σκληροκαρδίους, ὅπου δέν μαλακώνεσθε εἰς τήν ἀγάπην ἑνός Θεοῦ;


Ἐγώ ἠξεύρω πώς οἱ δαίμονες μοναχά εἶναι τόσον στερεοί εἰς τό κακόν, ἀμετάτρεπτοι ἀπό τήν γνώμην τους, ὅπου εἶναι αἰώνιοι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καί ποτέ δέν γίνονται φίλοι. Ἐσεῖς δέν εἶσθε δαίμονες, μά πάλιν ἐσεῖς δέν εἶσθε ἄνθρωποι· πρέπει νά εἶσθε τέρατα, συνθεμένα ἀπό φύσιν ἀνθρωπίνην καί ἀπό γνώμην δαιμονικήν· ὅπου διά νά γενῆτε φίλοι τοῦ Θεοῦ πάντα ἠμπορεῖτε καί ποτέ δέν θέλετε. Ἐκεῖνος ἄς ἔγεινεν ἄνθρωπος, ἄς ἔπαθεν, ἄς ἐσταυρώθη, ἄς ἀπέθανεν, ἄς ἔχυσεν ὅλον του τό αἷμα διά ἡμᾶς, ἐσεῖς δέν τόν θέλετε· ἄλλα τόσα νά πάθῃ, ἄν ἦτο δυνατόν χίλιαις φοραῖς, πάλι νά ἀποθάνῃ, δέν σᾶς μέλει, δέν τόν θέλετε. Αὐταί δέν εἶναι αἱ ἡμέραι, εἰς τάς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τό πάθος, τόν σταυρόν, τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ; ἀλλά ποῖος εἶναι ἀπό ἐσᾶς, ὅπου νά μετανοῇ ἀληθινά καί νά κλαίῃ πικρά, ὡσάν ὁ Πέτρος; ποῖος εἶναι, ὅπου νά λέγῃ ἐκ καρδίας ὡς ὁ λῃστής: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»; καί ποῖος μάλιστα δέν εἶναι ὅπου τώρα διά φιλαργυρίαν νά μή πωλῇ τόν Χριστόν, ὡσάν ὁ Ἰούδας; ὁποῦ, μέ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν, νά μή τόν προσηλώνῃ, ὡσάν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τόν Σταυρόν; Ποῖος δέν εἶναι, ὁποῦ νά μήν ἔχῃ σκοπόν, εὐθύς ὁποῦ ἀναστηθῇ, πάλιν νά τόν σταυρώσῃ πρᾶγμα, ὁποῦ καί οἱ Ἰουδαῖοι δέν ἐτόλμησαν. Ὁ Χριστός κρεμᾶται ἐπί τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καί ἐκεῖνος ὁ χριστιανός κρεμᾶται ἀπό τάς ἀγκάλας μιᾶς πόρνης. Ἄλλος τήν ἄφησε, μά διά νά τήν ξαναπάρῃ τό γρηγορώτερον. Ἐκεῖνος οὔτε ἐγνοιάζεται νά ἐπιστρέψῃ τό ξένον πρᾶγμα· ἐτοῦτος δέν ἐσυμπάθησε τόν ἐχθρόν. Ποῖος δέν ἐμετανόησε ὁλότελα· καί ποῖος ἐμετανόησε, μέ σκοπόν νά γυρίσῃ εἰς τήν προτέραν ἁμαρτίαν· καί τό πάθος τοῦ Χριστοῦ; αὐτό δέν ὠφελεῖ· καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτό καταπατεῖται. Μά, ὁ Χριστός δέν ἀπέθανε, διά νά κάμῃ τούς ἐχθρούς του φίλους, διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς; αὐτοί δέν θέλουσι, δέν θέλουσι. Ἀμετανοήτοι, σκληροκάρδιοι ἁμαρτωλοί, καί ἄν δέν τόν θέλετε διά φίλον, ἔχετέ τον διά ἐχθρόν καί ἐγώ θέλω νά σᾶς τόν δείξω τοῦτον τόν ἐχθρόν σας, διά νά πληρώσετε τήν ἐπιθυμίαν σας: Ἰδέτε τον καί χαρῆτε, παρηγορηθῆτε, χορτάσετε· ἰδέτε τον ἄνδρες, ἰδέτε τον γυναῖκες, ἰδέτε τον ἱερεῖς καί λαϊκοί, ἄρχοντες καί πένητες· ἰδέτε τον ὅλοι σας τοῦτον σας τόν ἐχθρόν· τόν θέλετε πλέον καταφρονημένον, πλέον βασανισμένον ἀπό ὅ,τι τόν βλέπετε; Ἐσεῖς ἔπρεπε νά πάθετε τέτοιας λογῆς καί ἀκόμη νά μή πληρώσετε τήν Θείαν δικαιοσύνην, ἀκόμη νά εἶσθε ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καί αὐτός, ἔπαθεν ὅλα, διά νά μή πάθετε ἐσεῖς τίποτε· αὐτός ἐπῆρε τό χρέος σας καί ἐπλήρωσε μέ τό ἴδιον αἷμα· ἐπῆρε τούς ὑπερηφάνους σας λογισμούς εἰς τόν ἀκάνθινον στέφανον· ἐπῆρε τάς βλασφημίας σας εἰς τήν γεῦσιν τοῦ ὄξους καί τῆς χολῆς, ἐπῆρε τάς ἔχθρας σας εἰς τό κέντημα τῆς πλευρᾶς, ἐπῆρε ταῖς ἁρπαγαῖς σας εἰς τήν προσήλωσιν τῶν χειρῶν· ἐπῆρε τάς σαρκικάς ἀκαθαρσίας εἰς τάς πληγάς τῶν μαστίγων, ἐπῆρεν ὅλον τό βάρος τῆς ἁμαρτίας σας, εἰς τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ἐπῆρε τάς ἁμαρτίας, μά δέν ἐκέρδισεν ἀκόμη τούς ἁμαρτωλούς. Τόση ἀγάπη, καί τόν ἔκαμε νά ἀποθάνῃ διά τούς ἐχθρούς του; Τόση ἀχαριστία, καί οἱ ἔχθροί του δέν γίνονται φίλοι του;


Ἀμέτανόητοι, σκληρόκαρδοι ἁμαρτωλοί! μέ διαβολικήν μηχανήν οἱ λαοί τῆς Ἰαπωνίας, εἰδωλολάτραι ἕως τήν σήμερον, ἐχθροί θανάσιμοι τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν, εἰς τό κατώφλιον τῆς πύλης, ὅπου φέρει μέσα εἰς τήν πόλιν, ἔσκαψαν ἐπάνω εἰς μάρμαρον τόν τίμιον Σταυρόν, δίδοντες μέ τοῦτο εἴδησιν πρός τούς χριστιανούς, τούς ὁποίους δέν θέλουσιν οὔτε νά ἀκούουσιν, οὔτε νά ἰδοῦσι πώς, ἄν θέλουν νά εἰσέβουν εἰς τήν πόλιν τους, πρέπει πρῶτα νά πατήσωσι τόν Σταυρόν ἐκεῖνον, καί διά τοῦτο δέν τολμᾷ τινάς νά ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν τόσον ἀσεβῆ. Μά ἐγώ μέ ἔνθεον ζῆλον θέλω νά ὑπάγω, νά θέσω κάτω εἰς τήν θύραν ἐκείνης τῆς πόρνης, ἐκείνης τῆς μοιχαλίδος, τοῦτον τόν Ἐσταυρωμένον, διά νά μήν ἠμπορῆτε νά εἰσέβητε ἐκεῖ μέσα, χωρίς πρῶτα νά τόν πατήσετε· καί πατήσατέ τον, πλήν λέγω ὑμῖν; «ἀπ᾽ ἄρτι ὄψεσθε τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς Δυνάμεως, καί ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»· θέλει ἔλθει καιρός νά ἰδῆτε τοῦτον τόν νεκρόν, κριτήν φοβερόν ζώντων καί νεκρῶν, μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς εἰς τήν δευτέραν του παρουσίαν. Αὐτά τά μάτια δέν θέλουσιν εἶσθαι πάντοτε σφαλιστά, οὔτε αὐτά τά χέρια πάντοτε καρφωμένα· θέλει ἔλθει καιρός νά ἰδῆτε ἐκεῖνα ἀναμμένα μέ ὅλας τάς φλόγας τῆς θείας ὀργῆς· τοῦτα ἁρματωμένα μέ ὅλους τούς κεραυνούς τῆς θείας δικαιοσύνης· τοῦτο τό μαραμένον στόμα, ὅπου τώρα σιωπᾷ θέλει ἐβγάλει ὡσάν βροντήν τήν φωνήν καί, ἀφ᾽ οὗ ἐλέγξῃ τήν ἀχαριστίαν σας, θέλει εἶπεῖ: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον, τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».


Μά πάλιν ἐγώ ἠξεύρω, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πώς ἡ ἀγάπη σου εἶναι ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον, ὅπου δέν ἔχει ὅριον. μεγάλη ἀληθινά εἶναι ἡ ἀχαριστία μας, πλήν βάσταξε ἀκόμη ὀλίγον μέ ἐκείνην τήν συνηθιμένην ὑπομονήν, μέ τήν ὁποίαν ἐβάσταξες τόν Σταυρόν. Μακροθύμησον καί δός μοι θέλημα νά εἰπῶ διά τούτους τούς χριστιανούς ἕνα λόγον τοῦ συμπαθεστάτου σου στόματος: «ἄφες αὐτοῖς». Δός συγχώρησιν εἰς ἱερεῖς καί λαϊκούς, συγχώρησιν εἰς ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Ἄν ἕως τώρα σοῦ σταθήκαμεν ἐχθροί, πάλιν μέ τήν χάριν σου γινόμεθα φίλοι· καί μέ ταύτην τήν ἐλπίδα ἀσπαζόμενοι τούς ἀχράντους σου πόδας, Σέ παρακαλοῦμεν, ὅταν κατέβῃς ἀπό τόν Σταυρόν, νά ἔλθῃς νά προσηλωθῇς μέσα εἰς τήν καρδίαν μας, διά νά εἶσαι ἀχώριστος ἀπό ἡμᾶς, καί ἐδῶ εἰς τήν γῆν, καί εἰς τήν οὐράνιον Βασιλείαν. Ἀμήν.


Ἠλίας Μηνιάτης



Αναρτήθηκε από nick στις 1:24 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:  

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

BlogThis!

Μοιραστείτε το στο Twitter

Μοιραστείτε το στο Facebook

Κοινοποίηση στο Pinterest

Μοιρολόι της Παναγίας (σήμερα μαῦρος οὐρανός)

Τὸ εὐρύτατα διαδεδομένο σ᾿ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ χῶρο Μοιρολόϊ, ἢ Καταλόϊ τῆς Παναγιᾶς εἶναι ἕνα μεσαιωνικὸ μακροσκελὲς ὁμοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, ἀλλὰ ἐντυπωσιακὰ πλατιᾶς λαϊκῆς ἀποδοχῆς. Ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὶς σχετικὲς περικοπὲς τῶν Εὐαγγελίων καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἕναν ἀνθρωποκεντρικὸ ἀφηγηματικὸ θρῆνο γιὰ τὴ μαρτυρικὴ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν σταυρικὸ θάνατό Του, ἰδωμένη μέσα ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ συναισθήματα τῆς τραγικῆς του μάνας. Τραγουδισμένο ἀπὸ τὶς γυναῖκες γύρω ἀπὸ τὸν «τάφο» τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος τῶν οἰκείων τους κοσμικῶν μοιρολογιῶν, ἐκφράζει τὴ συμπόνοια, τὴν ταύτισή τους μὲ τὴ μητρική, ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς Παναγιᾶς. Ὡστόσο ὁ τρόπος τῆς τελετουργικῆς του ἐπιτέλεσης ἀποκαλύπτει τὶς προχριστιανικὲς ρίζες τοῦ ἐθίμου. Ἂν καὶ ὑπάρχουν κατὰ τόπους διαφορές, σὲ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τοῦ τραγουδιοῦ ἢ στὴ μελωδική του ἐκφορά, ἡ δομὴ καὶ ἡ φόρμα τοῦ Μοιρολογιοῦ καθὼς καὶ ἡ λειτουργία του παρουσιάζουν ἐντυπωσιακὲς ὁμοιότητες ἀπὸ τὴν Κάτω Ἰταλία μέχρι τὸν Πόντο καὶ τὴν Κύπρο. Ἡ συνέχεια τῆς ἀφηγηματικῆς ροῆς, ὅπως προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν ἀποσπασμάτων διαφορετικῆς προέλευσης, τὸ καθιστᾷ ἐμφανές.


Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,

σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.

Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,

οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι

γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.


Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι

νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.

Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.

Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,

τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε

καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τὸν τυραννᾶνε.


-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.

-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.

-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,

τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,

νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.

-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,

μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.


Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,

σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.

Κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ νοῦς της,

ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,

ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.

-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες

Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.

Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.

-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,

ποῦ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.


Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα

καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,

ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι

καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μές του ληστῆ τὴν πόρτα.

-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.

Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,

Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,

μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;

-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,

δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.

Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,

ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,

ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;

Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!


Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.

-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;

-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·

μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,

ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,

τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!

Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,

σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.

Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,

κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,

Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.


Κύπρος

Ἄρκοντες ἀφικρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον

πῶς κλαίει τὸν μονογενῆ εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.

Ἀδὲ μαντάτο σκοτεινὸν καὶ μέρα λυπημένη,

ποὺ ἦρτε σήμερον σ᾿ ἐμέ, τὴν πολοπικραμένη.

Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη

κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.

Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη

καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.

Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε

καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.


Μπαϊντίρι Μικρᾶς Ἀσίας

Ἡ Παναΐα τ᾿ ἄκουσε, πέφτει λιγοθυμάει

νερὸ σταμνιὰ τὴν περεχοῦν, τρία γυαλιὰ τοῦ μόσχου,

τέσσερα τὸ ροδάσταμο, ὥστε νὰ συνεφέρῃ,

κι ἀπάνω ποὺ συνέφερε τοῦτο τὸ λόγο λέγει.

- Δὲν ἔχ᾿ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου

δὲν ἔχ᾿ μαχαίρι νὰ σφαγῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου

δὲν ἔχ᾿ σκοινὶ νὰ κρεμαστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου.

Ἀπολογιέται κι ὁ Χριστὸς τῆς μάνας του καὶ λέγει.

- Μάνα μ᾿, ἂν γκρεμιστεῖς ἐσύ, γκρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος,

μάνα μου ἂν σφαγεῖς ἐσύ, σφάζετ᾿ ὅλος ὁ κόσμος,

μάνα μ᾿ ἂν κρεμαστεῖς ἐσύ, κρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος.

Πάρτο μάνα μου ὑπομονή, νὰ πάρ᾿ ὅλος ὁ κόσμος.

Ἄντε μάνα μου στὸ καλὸ καὶ διάφορο δὲν ἔχεις,

μόν᾿ τὸ μεγάλο Σάββατο κάτσε νὰ μ᾿ ἀπαντέχῃς.


Μυτιλήνη

Πηγαίνει στὸ σπιτάκι της καὶ στρώνει τὸ τραπέζι

κι ἔκατσε καὶ περίμενε τὸν ἐρχομὸ τοῦ γιοῦ της.

Πέρασε καὶ ἡ ἁγιὰ Καλὴ καὶ τὴν καλησπερίζει.

- Ποιὸς εἶδε γιὸ εἰς τὸ σταυρὸ καὶ μάνα στὸ τραπέζι.

- Ἄντε καὶ σὺ ἁγιὰ Καλή, νὰ 'σαι καταραμένη,

παπὰς νὰ μὴ σὲ λειτουργά, διάκος νὰ μὴ σὲ ψέλνει,

μόνο στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ κύμα νὰ σὲ δέρνει.

Τὸ λόγο δὲν τελείωσε κι ἀνοῖξαν τὰ οὐράνια,

βλέπει τὸ γιό της κι ἔρχεται σᾶ φῶς καὶ σὰ λαμπάδα.


Κρήτη

Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο

κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.

Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.

Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;

Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;

Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω

δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.

Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;

Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.

Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,

ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.

Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,

καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι

καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.

Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι

καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.

Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν

θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.

Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη

κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.

Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.

- Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.

- Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·

σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,

μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,

ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,

ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.

-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·

ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.

- Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,

καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.


Πήγαινε μάνα σπίτι μας νὰ στρώσεις τὸν σοφρᾶ σου,

νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,

νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.

Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,

κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,

παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,

ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.


Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Κύπρος)


Πηγή: Παλαιὸ χειρόγραφο ἀπὸ τὸ χωριὸ Καπούτι τῆς Κύπρου.


Ὁ θρῆνος τῆς Παναγίας τραγουδιόταν τὴ νύχτα τῆς Μ. Παρασκευῆς μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, μέσα ἢ στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Τὸν τραγουδοῦσαν μέσα ἀπὸ χειρόγραφα τετράδια δύο-τρία ἄτομα (συνήθως πάντα τὰ ἴδια) ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον μὲ θρηνῶδες ὕφος, παρασέρνοντας σὲ δάκρυα τοὺς πιστοὺς ποὺ συμμετεῖχαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸν πόνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο τῆς μάνας Μαρίας.


Ἄρκοντες ἀφιγκρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον

ποὺ κλαίει τὸν μονογενὴν εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.


Ἀδὲ μαντάτον σκοτεινὸν τζιαὶ μέρα λυπημένη

ποὺ ἦρτεν σήμερον σ᾿ ἐμέν᾿ τὴν πολλοπικραμένην.


Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη

κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.


Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη

καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.


Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε

καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.


Ἀδὲ χαρὰν ποὺ δκιάβασα τζιαὶ ἐγέννησα τὸν ἥλιον,

τὸν φόβον ποὺ ἐπέρασα στῆς γέννησης τὸν σπήλιον,

γιὰ τὸν Ἡρώδην τὸν πικρὸν μὲν χάσει τὸ βασίλειον.


Γρυσὸν δεντρὸν ἐβλάστησεν ὁ εὔσπλαγχνος υἱός μου,

τζ᾿ ἔβκαλεν κλώνους δώδεκα γιὰ σιεπασμὸν τοῦ κόσμου.


Τώρα οἱ κλῶνοι κόπηκαν τὰ φύλλα μαραθῆκαν

τζι᾿ ἡ βρύση ἐσταμάτησεν, ὅλα ἐξερανθῆκαν.


Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν ἀργύρια τριάντα

τζι᾿ ἐνόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔσιει πάντα.


Τζι᾿ ὁ κωμοδρόμος ἄνομος ἀποὺ νὰ δκιακονήσει,

μήτε ψουμὶν νά ῾βρῃ νὰ φά᾿, μὲ ροῦχον νὰ φορήσῃ.


Εἶπαν του κόψε τέσσερα, τζιαὶ τζιεῖνος κόφκει πέντε,

νῆεν κοποῦν τὰ γρόνια του, νὰ μείνουν μέρες πέντε.


Πέντε καρ(φ)κιὰ ἐβάλασιν ἐπάνω στὸν υἱόν μου,

τζι᾿ ἐκάμαν Τον τζι᾿ ἐφύρτηκεν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου.


Ὦ! Πανσεβάσμιε Σταυρέ, ξύλον εὐλογημένον

ὁποὺ βαστάζῃς τὸν Θεὸν πάνω σου κρεμασμένον.


Σκύψε Σταυρὲ νὰ δυνηθῶ, νὰ τὸν καταφιλήσω

τὸν Ποιητήν μου καὶ Θεὸν νὰ τὸν ποσιαιρετήσω.


Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ραγιστεῖτε

Καὶ ζωντανοὶ τὲς λύπες μου κλάψετε καὶ θρηνεῖτε.


Κλάψετε χῆρες κι ὀρφανά, ὅλοι τὴν συντροφιά σας,

κλάψετε τὸν διδάσκαλον καὶ τὴν παρηγοριάν σας.


Τζιαὶ ποὺ μασιέριν νὰ σφαῶ, τζιαὶ ποὺ κρεμὸν νὰ δώσω,

τζιαὶ ποὺ ποτάμιν σύθθολον νὰ μπῶ νὰ παραδώσω.


Τζι᾿ ἡ Δέσποινα ποὺ τό ῾βκαλεν προφήτισσα λοᾶτε,

τζιείνης πρέπει ἡ δόξασις τζι᾿ ἐμέναν τ᾿ ὡς πολλά ῾τε.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (ἕτερον)


Ἀδὲ μαντᾶτο σκοτεινὸ καὶ μέρα λυπημένη

ποὺ ἦλθεν σήμερα σὲ μέν᾿ τὴν πολλοπικραμένη

ἔπιασαν τὸν υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη.


Ἄρχοντες ἀγρικήσατε ὅσ᾿ εἶστε συναγμένοι

νὰ σᾶς εἰπῶ μίαν γραφὴ τὴν ἔχουσιν θεσμένη.

Ἀκούσατε μετὰ χαρᾶς Ἁγίας ἱστορίας

τὰ πάθη τοῦ Κυρίου μας, θρῆνον τῆς Παναγίας

καὶ πρῶτον πῶς ἐστάθηκε καὶ πῶς ἐμελετήθη,

πῶς ἐπροδόθη ὁ Χριστὸς καὶ πῶς ἐκατακρίθη.


Πρῶτον ἐσυμβουλεύθηκαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι

οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ σοφοὶ αὐτοὶ οἱ Φαρισαῖοι

κατὰ Χριστοῦ ἐφρίαξαν καὶ νὰ ἐμελετῆσαν

γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστὸν τὴν γνώμη τους ἐστῆσαν

ὅσοι προδώνουν τὸν Χριστὸν ἀργύρια νὰ τάξουν

κ᾿ ὅσοι γυρεύουν τὸν Χριστὸν νὰ πᾶν νὰ τὸν ἁρπάξουν.


Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του ἐδόθην ἡ αἰτία

καὶ ἐπροδόθην ὁ Χριστὸς μὲ τὴν φιλαργυρία.

Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν καθὼς εἶναι γραμμένον

καὶ ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν τὸ πάλαιγεγραμμενον.


Τρέχει ὁ τρισκατάρατος καὶ πάγει στοὺς Ἑβραίους

καὶ λέγει τους μιὰν ἀφορμὴ αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους

τί ἔχετε νὰ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω

Ἐκεῖνον ποὺ γυρεύετε νὰ σᾶς τὸν παραδώσω.


Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασιν ἀργύρια τριάντα

καὶ νόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔχει πάντα.

Τότε εὐχαριστήθηκε καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσει

ἔκαμεν ὅρκον φοβερὸν νὰ τοὺς τὸν παραδώσει

ἐγὼ πηγαίνω ἔμπροσθεν κι ἐσεῖς λοιπὸν κοπιάστε

ὅποιον φιλήσω λέγει τοὺς αὐτὸς ἐστὶ τὸν πιάστε.


Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθύς, ὡσὰν οἱ διαβόλοι

καὶ πῆγαν κ᾿ ηὗραν τὸν Χριστὸν μέσα στὸ περιβόλι

Ἰούδας τρέχει πιὸ μπροστὰ χαῖρε Ραββί, τοῦ λέγει

τάχα πὼς ἐλυπήθηκε κι ἀρχίνησεν νὰ κλαίει

τὰ βρομερὰ τὰ χείλη του τὸν Ἰησοῦ φιλῆσαν

καὶ στρατιῶτες παρευθὺς ὅλοι τους τὸν ἐστῆσαν


ὡσὰν φονιὰ τὸν πιάνουσιν κ᾿ ὡσὰν ληστὴ τὸν δίνουν

καὶ στοῦ Πιλάτου πῆραν τον κι ἐμπρός του τόνε στήνουν

ὁ δὲ Πιλᾶτος λέγει τους: ἔχετε μαρτυρία

κατ᾿ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ νὰ γράψω τὴν αἰτία.


Ὅλοι του ἀποκρίθηκαν ὅτι τὸ μαρτυροῦμε

πὼς εἶναι ἔνοχος σταυροῦ γιὰ τοῦτον τὸν διοῦμεν

ἐμπρός του τρεῖς ἐστάθησαν καθεὶς νὰ μαρτυρήσει

Γιατὶ εἶπε ὅτι τὸν Ναὸν θέλει τὸν καταλύσει

καὶ τρεῖς ἡμέρες ὕστερα θέλει τὸν ἀναστήσει.

Εἶπεν ὅτι εἶναι Υἱὸς Θεὸς κ᾿ ἐποίησεν τὴν χτίσην.


Ὁ δὲ Πιλάτος λέγει τους δὲν τοῦ ῾βρηκα αἰτίαν

οὔτε κανένα φταίξιμο οὔτε κἂν ἁμαρτίαν

ἀλλ᾿ ὅμως τοῦ ἐφώναξαν ἂν δὲν τόνε σταυρώσεις

ὅτ᾿ ἔλθη ποὺ τὸν Καίσαρα νὰ μὴν τὸ μετανιώσεις


καὶ ὁ Πιλάτος φοβηθεὶς ῾στάθη καὶ συλλογίσθη

καὶ πρόσταξε καὶ φέραν του εὐθὺς νερὸ καὶ νίφθη

κι ἔδωσεν τὴν ἀπόφασιν γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν

ἀδίκως τὸν κατέκρινεν γιὰ νὰ τὸν ἠσταυρώσουν.


Πάλιν σᾶς λέγω ἄρχοντες νὰ πῶ στὴν ἀφεντιά σας

τὸ κρίμαν του, τὸ αἷμα του, ἂς τό ῾βρουν τὰ παιδιά σας

γιατὶ κακὸν δὲν ἔκαμεν πὼς νὰ τὸν κατακρίνω

ἀλλὰ σὰν μὲ βιάσατε στὴν γνώμη σας νὰ κλίνω

καὶ σεῖς ὅλοι σας ὄψεσθε ὡς λέγει ἡ γραφή σας

ἐπάρτε τον, σταυρῶστε τον, ὡς θέλετε ἀτοί σας.


Ἁρπάξαν τον οἱ ἄνομοι στὰ βρομερά τους χέρια

καὶ πίπταν του στὸ πρόσωπο μὲ βέργιες μὲ μαχαίρια

ἐδίνασιν τὰ μάτια του κι ὅλοι τὸν ἐραπίζαν

ἐφτύναν του στὸ πρόσωπο κι ὀμπρός του γονατίζαν

κι ἐλέγαν του: προφήτεψε ἡμᾶς Χριστὲ νὰ δοῦμεν

ἂν βρεῖς ποῖος σὲ ράπισε τώρα νὰ πιστευτοῦμε.


Πολλὰ κακὰ τοῦ κάμασιν καθένας ὅτ᾿ ἐμπόρεν

ὕστερα τοῦ ἐβγάλασιν τὰ ροῦχα ποὺ ἐφόρεν

ἔπιασαν καὶ φορήσαν του χλαμύδα τὴν κοκκίνη

καὶ τὸν ἐπεριπέζασιν μὲ τόση κατασχύνη

ἔπλεξαν καὶ φορήσαν του στέφανον ἀκανθένον

τὸ γένος τὸ ἀχάριστον τὸ τρὶς καταραμένον.


Ἐπιάσαν τον καὶ πῆραν τον γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν

ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶ γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν

τὸν Κυρηναῖο Σίμωνα ἠγγάρευσαν νὰ ἄρει

τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ, Σταυρὸν γιὰ νὰ τοῦ πάρει

ἐπῆραν τον στὸν Γολγοθᾶ, ἐκεῖ καὶ σταύρωσάν τον

καὶ διορίσαν φύλακες ἐκεῖ καὶ ἔβλεπάν τον


πέντε καρφιὰ τοῦ βάλασιν, μεγάλα σιδερένια

στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του ἐπίτηδες κομμένα·

ἕνα καρφὶ πυρούμενο ἔμπηξαν στὴν καρδιά του

ἔκρουσαν καὶ καήκασιν μέσα στὰ σωθικά του.


Βάλλει φωνή, ζητᾶ νερό, διψᾶ νὰ τὸν ποτίσουν

κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι δὲν θέ᾿ νὰ καηλίσουν.

Μὰ τῆς καρδιᾶς τὸ καρφὶ δὲν μπόρα νὰ ὑποφέρει

κι ὅταν τὸν ἐσταυρώσασιν ἤτανε μεσημέρι

ἐβάλαν ξύδι μὲ χολὴ σὲ σπόγγο στὸ καλάμι

κι ἐδῶσαν του το νὰ τὸ πιεῖ τὴν δίψα ν᾿ ἀποκάμει.


Ὅταν τοῦ τὰ ἐπότισαν τοῦτον τὸν λόγο εἶπε:

«Τώρα ἐτελειώθησαν τὰ λόγια τοὺς προφῆτες»

καὶ μὲ τὰ ταῦτα πάραυτα, ἔγειρε καὶ λιγώθη

Θεὲ Θεὸν ἐφώναξε τὸ πνεῦμα παρεδόθη

τότε ἐγίνηκε σεισμὸς ὡς τὴν ἐνάτην ὥρα

ὥστε πολλοὶ ἐλέγασιν θὲ νὰ χαλάσει ἡ χώρα

ἡ γῆ ὅλη ἐσίστηκεν τὰ μνήματα ἀνοιχτήκαν

οἱ πέτρες ἐραγίστησαν κομμάτια ἐγινήκαν

ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι γῆ χαμαὶ βρυχάτου

κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι κανεὶς δὲν ἐλυπάτουν.


Οἱ ἄγγελοι ἐτρόμαξαν τὸ θαῦμα ποὺ ἐγίνη

καὶ ὁ Ναὸς ἐσχίσθηκε δυὸ μερτικὰ ἐγίνη

Ὅλον τὸ καταπέτασμα τὸ τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη

ὅλη ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς σὰν δέντρον ἐμποσείσθη.


Τότε ἡ Παναγία μου ἐστέκετουν κλαμμένη,

θλιμμένη καὶ περίλυπη, χαμαὶ στὴ γῆ φυρμένη,

ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐχτύπαν

οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε, οὔτε φωνὲς ἀγρίκαν.


Ἔκλαιε καὶ ἐφώναζε: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου,

τί εἶναι ταῦτα ποὺ θωρῶ ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.»

«Ἂχ τέκνον μου τί ἔπαθες καὶ εἶσαι τόσον θλιμένον

θλιμμένον καὶ περίλυπον, καταδεδικασμένον».


Υἱέ μου κανακάρη μου κ᾿ ἀκριβαναγιωμένον

Ποιὸς μοῦ τὸ λάλεν νὰ σὲ δῶ στὸ ξύλο σταυρωμένον

ὅπου μαχαίρι νὰ σφαγῶ, κι ὅπου γκρεμὸς νὰ δώσω

κι ὅπου ποτάμι σὰν θολὸ νὰ μπῶ νὰ παραδώσω


εἰδὲ μαχαίρι κοφτερὸ ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου

ἐμπῆκε καὶ κατέκοψε μέσα στὰ σωθικά μου

ὅπου τρομάρα τρέμουσιν, τὰ μέλη μου σπαράζουν,

τὰ σωθικά μου τρέμουσιν, τὰ σπλάχνα μου ταράσσουν.


Τί ἔκανες, τί ἔπταισες Υἱέ μου τῶν Ἑβραίων

καὶ τώρα μὲ ἐκάνασιν ἀληθινὰ νὰ κλαίω

τόσα καλὰ ποὺ ἔκανες τοῦ ἀχαρίστου γένους

τοὺς παραλύτους γιάτρεψες καὶ τοὺς ἀρρωστημένους


κουφούς, χωλοὺς ἐγιάτρεψες ὁμοῦ καὶ λεπρωμένους

τυφλοὺς τὸ φῶς ἐχάρισες, τοὺς ὄντως λαβωμένους

ἀνάστησες δὲ καὶ νεκροὺς μόνο μὲ τὴν φωνή σου

καὶ φεύγασιν οἱ δαίμονες μόνο μὲ τὴν βουλή σου.


Σαράντα χρόνια ἔτρωγαν στὴν ἔρημο τὸ μάννα

καὶ τώρα οἱ ἀχάριστοι εἰδὲ ἴντα σοῦ κάμαν.

Ἀντὶ τοῦ μάννα τὴν χολὴ καὶ ξύδι σὲ ποτίσαν

κι ἀντὶ τῆς πέτρας τὸ νερὸ μὲ ἅλυσον σ᾿ ἐδείσαν

ἀντὶ π᾿ ἀνάστησες νεκροὺς καὶ εἶδαν καὶ θαυμάσαν

τώρα οἱ σκύλοι οἱ ἄνομοι στὸ ξύλο σὲ κρεμάσαν.


Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ἔλεγεν ἡ Κυρία

Ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἡ ταπεινὴ Μαρία.


«Υἱέ μου, τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου

Εἰδέ την καὶ λυπήθου την, εἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.»


Τοῦτο τὸν λόγο εἶπε τὸν κι ἔγειρε καὶ λιγώθη


ἐφύρτην κι ἔπεσε χαμαὶ πάνω στὴ γῆ φυρμένη,

φυρμένη μαύρη σκοτεινὴ ὡσὰν ἀποθαμένη

κι ὅταν τὴν ἐποφύρασιν ἀρχίνησεν νὰ κλαίει

Τὸν Γιόν της τὸν Μονογενῆ καὶ πάλι νὰ τὸν λέγει:


Ἂχ τέκνον μου, γλυκύτατο καὶ φῶς τῶν ἀμαθκιῶν μου

καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου, οἱ ἑβδομήντα θκυό μου,

καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου ἡ πρώτη δωδεκάδα

καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικράδα

καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικρία

μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα τὴν ταπεινὴ Μαρία

καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ μείνω

τίνος τὸ σπίτι ἡ φτωχὴ τὴν κεφαλὴ νὰ κλίνω

ποίον νὰ ἔχω σύντροφο νὰ κάθομαι νὰ κλαίω,

τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα καὶ τίνος νὰ τὰ λέω

πότε νὰ ἔρθεις τέκνον μου ὥστε νὰ σὲ κατέχω

κλαίω ἀπαρηγόρητα, παρηγοριὰ δὲν ἔχω.


Τὶς βοῦκες της κατέσχισε, τὰ αἵματα ἐτρέχαν

τὰ δάκρυά τῆς ἔτρεχαν, χαμαὶ τὴ γῆ ἐβρέχαν

ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐκτύπαν

οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἐγρίκαν

δυὸ βρύσες ἐγινήκασιν τὰ δύο της ἀμάτια

τὸ στῆθος της τὲς βοῦκες της ἐκάμεν τες κομμάτια.


Υἱέ μου ὅταν σὲ γέννησα δὲν εἶχα τέτοιους πόνους

καὶ τώρα πόνοι τετραπλοὶ τὰ σωθικά μου σπρώχνουν

ὅταν σὲ γαλακτότρεφα εἶχες Θεοῦ τὴν χάρη

ἐθώρουν σε καὶ χαιρόμουν καὶ βαστοῦν σὲ καμάρι

ὅταν σὲ ῾ποσαράντονα τότε στὸν Ἱερέα

τὸν Συμεὼν τὸν θαυμαστὸ τότ᾿ ἔτσι τὸν ἐλέγαν

αὐτὸς μοῦ ἐπροφήτευσεν αὐτὴ τὴν προφητεία

πῶς μέλλει διελεύθουσα ῥομφαία στὴν καρδιά.


Αὐτὰ μοῦ ἐπροφήτευσεν ὁ Συμεὼν Θεόπτης.

Ἰδοὺ ῥομφαίαν καὶ σπαθὶν τὰ σωθικά μου κόπτει

ἰδοὺ θωρῶ τὸ τέκνο μου στὸ ξύλο σταυρωμένο

καὶ μέσα στὴν καρδίαν του ἔχουν το καρφωμένο,

ξύλο ὅπου σταυρώθηκε ὁ Πλάστης καὶ Θεός μου

Ὁ ποιητὴς τοῦ Οὐρανοῦ τῆς γῆς κι ὅλου τοῦ κόσμου

ἐποίησε τὸν Οὐρανὸ ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι

τὴ γῆν ὁμοῦ τὴν θάλασσα μὲ κάθε λογῆς ψάρι.


Σταυρέ μου, ξύλο Ἅγιο ξύλο εὐλογημένο

ξύλο πανυπερθαύμαστο κι ὑπερδεδοξασμένο

ξύλο ὅπου ἐβλάστησες τὸ εἶδος τριῶν ξύλων

πεῦκος, κέδρος, κυπάρισσος τοῦ παραδείσου φύλλο.


Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου

ἰδέ την καὶ λυπήθου την ἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.

Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδὲ καὶ μίλησέ της

συντῆχε της δυὸ λόγια καὶ παρηγόρησέ την.

Εἰς ποίον μὲ παρέδωσες κ᾿ εἰς ποίον θὰ μ᾿ ἀφήσεις

καὶ ἀπεκρίθη ὁ Χριστὸς τῆς Δέσποινας καὶ λέγει:


Μητέρα μου, μητέρα μου, σιώπησε μὴν κλαίεις

τὸν Ἰωάννη φίλο μου ἐγὼ σοῦ παραδίδω

νὰ σ᾿ ἔχει σὰν μητέρα του καὶ σὺ υἱὸν ἐκεῖνον.


Ὢ Ἰωάννη φίλε μου, ἔφθασε ἡ τιμή σου

ἔπαρε τὴν μητέρα μου καὶ ἔχε την μαζί σου.


Τότε τὴν ἐπαράλαβε, στὸ σπίτι του τὴν παίρνει

καὶ δὲν εἶχε παρηγοριὰν ἡ πολλοπικραμένη.


Πάλιν δευτεροφίρτηκεν φιρμένη δυὸ ὧρες

ῥαντίζαν την ῥοδόσταμμαν οἱ τότε μυροφόρες

Μάρθα, Μαρία ἤτανε ὁμοῦ καὶ ἡ Σωσσάνα

κι ἄλλη Μαρία τοῦ Κλωπᾶ ὁμοῦ καὶ Ἰωάννα.

Τοῦτες οἱ πέντε ἤτανε ποὺ τὴν παραμυθοῦσαν

καὶ βλέπαν την μὴν σκοτωθεῖ καὶ τὴν παρηγοροῦσαν.


Ἔτρεξαν εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθίας


καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν νὰ πάει στοῦ Πιλάτου

γιατὶ αὐτοῦ τοῦ Ἰωσὴφ ἐπαίρναν ἡ ῥιτζιά του.


Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθὺς στοῦ ἡγεμόν᾿ νὰ φτάσουν

τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν.

Ἐπήγαινε κι ἡ Δέσποινα μετὰ τοῦ Νικοδήμου

Τοῦ Μαθητοῦ τοῦ Ἰησοῦ, κείνου τοῦ περιφήμου.


Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ πηγαίνουν στοῦ Πιλάτου

κι ἡ Δέσποινα γονατιστὴ ἔκλαιε μπροστά του.


Νὰ σὲ παρακαλέσουμε ἀφέντη μου Πιλᾶτε

γιατί τὴν ἐξουσία σου ὁ κόσμος τὴν φοβᾶται

γιὰ νὰ μᾶς δώσεις τὸν Χριστό, κεῖνον τὸν σταυρωμένο

κεῖνο ποὺ πάνω στὸν σταυρό, Χριστὸ τὸν πεθαμένο

ἐκεῖνον ποὺ σταυρώσατε ἐχτὲς πάνω στὸ ξύλο

γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς οὔτε κανένα φίλο

δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε, καθὼς εἶναι ἡ τάξη

γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς τώρα νὰ τὸν κοιτάξει.


Πιλᾶτε, τί σὲ ὠφελεῖ κι ἂν εἶναι σταυρωμένος

κι ἂν εἶναι πάνω στὸ σταυρὸ τόσ᾿ ὧρες κρεμασμένος

νεκρὸς χλωμὸς κατάντησε νεκρὸς καὶ πεθαμένος.

Δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε κι εἶναι φτωχὸς καὶ ξένος

ἐχόρτασε ἡ δίψα τους τοὺς ἄνομους Ἑβραίους

τέλειωσε τὸ ἔργο τους αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους.


Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ὁ Ἰωσὴφ ἐλάλεν

εἰς τὸν Πιλᾶτον τὸν κριτὴν καὶ τὸν ἐπαρακάλεν

καὶ ὁ Πιλᾶτος λέγει του: ποίον ἔχεις νὰ πέψεις

νὰ στείλει ἑκατόνταρχον γιὰ νὰ τὸν κονταρέψει,

ἂν ἴσως καὶ ἀπέθανε χαπάριν νὰ τοῦ πέψει.


Εὐθὺς ἐπῆγαν στὸν Χριστὸν καὶ ἐκονταρέψαν τον

ποὺ τὴν δεξιά του τὴν πλευρὰ αὐτοὶ ἐλόγχεψάν τον

ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐλόγχεψεν βγῆκε νερὸ καὶ αἷμα·

ἰδὼν ὁ ἑκατοντάρχος καὶ ὅλοι τους ἐτρέμαν,

ἐπιστεῦσαν πὼς εἶν᾿ Θεὸς κι ἤθελε ἑκουσίως

νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ σὰν θέλει αὐτεξουσίως.


Αὐτὸν τὸν ἑκατόνταρχον ἐλέγαν τον Λογγῖνο,

ἐπίστεψε στὰ χέρια του καὶ πίστεψε σ᾿ ἐκεῖνον

καὶ στὸν Πιλᾶτο ἔτρεξε διὰ νὰ τὸν προλάβει

πὼς εἶν᾿ νεκρὸς καὶ πέθανε νὰ μὴν ἀμφιβάλλει.


Καὶ ὁ Πιλᾶτος παρευθὺς τοῦ Ἰωσὴφ δανείζει

τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστό, χάρη μας τὸν χαρίζει

τότε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ ἔτρεξε νὰ προφθάσει

τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσει.


Πάνω στὸν Τίμιο Σταυρὸ ἔτρεξαν καθὼς ἦσαν

καὶ κατεβάσαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἐπροσκυνῆσαν

ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἦταν τοῦ πανωθκιόν του

καὶ ἔσκιπτεν καὶ φίλαν το συχνὰ τὸ πρόσωπόν του

ἔκλαιεν καὶ ἐφώναζεν σὰν κλαῖσιν κι ἄλλες μάνες

καὶ τρεχασιν τὰ μάτια της σὰν τρέχουν οἱ φουντάνες.


Ὦ Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε, ποῦ τοὖν᾿ ὁ Λογισμός σου

κι εἶπες μου: Χαῖρε Δέσποινα ἐπιάσαν τὸν Υἱό σου

καλύτερα εἶχες μου πεῖ: δέχθου τὸν θάνατόν σου

ἔχει τρία μερόνυχτα ὅπου τὸν τυραννίζουν

ὁλόγυμνο τὸν γιούλην μου τὲς στράτες τὸν γυρίζουν

φορεῖ στεφάνι ἀγκαθὸ πάνω στὴν κεφαλή του

καὶ δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄνομοι πὼς -ε- μὲ τὴν βουλή του


Ἔβαλαν λίτρες ἑκατὸν σμύρναν μὲ τὸ λοβάρι

κι ἄλλα μυρωδικὰ πολλὰ στὸν τάφο γιὰ νὰ πάρει

ἐπῆραν τον καὶ θάψαν τον τὸν δίκαιο ἐκεῖνον

κι ἡ Παναγία ταπισὸν κάμνει μεγάλο θρῆνο.


Ἀλίμονο, ἀλίμονο Υἱέ μου καὶ Θεέ μου

τί εἶναι τοῦτα ποὺ θωρῶ, ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.

Ἀλίμονο, ἀλίμονο Θεέ μου καὶ Πατέρα

καὶ πῶς μὲ παλλησμόνισες ἐτούτην τὴν ἡμέρα

ὅποιος διαβάζει τὴν γραφὴ ἐτούτη τοῦ Υἱοῦ μου

ἐρώτησιν νὰ μὴν ἔχει στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ μου

κι ἡ Δέσποινα ποὺ τὸ ἔβγαλεν πρέπει νὰ τὴν ὑμνᾶτε

πρέπει νὰ τὴν δοξάζετε καὶ νὰ τὴν προσκυνᾶτε

αὐτῆς πρέπει ἡ δόξαση κι ἐμένα τὸ σπολλᾶτε.


Τέλος καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δόξα.

Άγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας

 Ο Άγιος Σίμων ήταν μοναχός στη μονή της Αγίας Τριάδος του Οσίου Σεργίου και τον Σεπτέμβριο του έτους 1495 μ.Χ. εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1511 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Κρεμλίνου.

Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Αγίου Νικήτα Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ

 Την μνήμη του Αγίου Νικήτα Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τιμάται από την Εκκλησία στις 14 Μαΐου.


Τα ιερά λείψανα του Αγίου Νικήτα, ανεκομίσθηκαν το έτος 1558 μ.Χ.

Άγιος Αφροδίσιος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ τριάντα Μάρτυρες

 Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Αφροδίσιος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας και μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια μαζί με άλλους τριάντα Χριστιανούς.

Άγιοι Ισίδωρος, Ηλίας και Παύλος οι Μάρτυρες

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Ισίδωρος, Ηλίας και Παύλος μαρτύρησαν στην Κορδούη της Ισπανίας.