Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Ὁ τέλειος νόμος τῆς ἀγάπης

1. Ἡ βάση γιὰ τὴν κοινωνικὴ συμβίωση

Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ ἱερὸς εὐ­αγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς μεταφέρει τὴν ­ἐξαίρετη διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία θεωρεῖται τμῆμα τῆς περίφημης ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας Του. Μὲ ἄ­­­­ριστη παιδαγωγικὴ μέθοδο ὁ Κύριος μᾶς ­καλεῖ νὰ ἀνέβουμε ἀπὸ τὰ χαμηλότερα στὰ ­ψηλότερα σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καὶ ­ξεκινάει μὲ μία ἐντολὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴν εἰρηνικὴ συμβίωση μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. «Κα­θὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑ­­­μεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁ­­­μοίως»· δηλαδή, ὅπως θέλετε νὰ σᾶς συμπεριφέρονται καὶ νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νὰ συμπεριφέρεσθε κι ἐσεῖς σ’ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς κάνετε τὰ ἴδια.

Εἶναι «ὁ χρυσοῦς κανών», ὁ ὁποῖος ἦταν γνω­στὸς καὶ στὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ ἀλλὰ μὲ ἀρ­νητικὴ διατύπωση: «ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς» (Τωβ. δ΄ 15). Δηλαδή, «μὴν κάνεις στοὺς ἄλλους αὐτὰ ποὺ δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάνουν». Ὁ Κύριος ὅμως ἐπαναπροσδιορίζει τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μὲ θετικὸ τρόπο: Αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ πάρεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δῶσε το πρῶτος ἐσύ. Θέλεις νὰ σὲ σέβονται, νὰ σοῦ μιλοῦν μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνεια, νὰ εἶναι δίκαιοι ἀπέναντί σου;… Πρῶτος ἐσὺ νὰ τοὺς σέβεσαι καὶ νὰ φέρεσαι ἀπέν­αντί τους μὲ ἐντιμότητα καὶ δικαιοσύνη. Πόσο διαφορετικὸς θὰ ἦταν ὁ κόσμος μας, ἂν ὅλοι ἐφαρμόζαμε αὐτὸν τὸν «χρυσὸ κανόνα» τοῦ Εὐαγγελίου! Αὐτὸς ­ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴν κοινωνικὴ ­δικαιοσύνη καὶ ἁρμονικὴ συμβίωση μεταξὺ τῶν ἀν­θρώπων.

2. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀγάπης

Ὡστόσο ὁ Κύριος προχωρεῖ καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ ὑψηλότερο σκαλοπάτι. Μᾶς δείχνει τὸ δρόμο τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, καὶ τῆς ἀγάπης ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς! Λέγει: Ἐὰν ἀγαπᾶτε μόνο ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὰ εὔνοια καὶ ποιὰ ἀμοιβὴ σᾶς ἀνήκει ἀπὸ τὸν Θεό; Καμία. Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐ­­­χθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποι­εῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀ­­πελπίζοντες». Ἐσεῖς νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε χωρὶς νὰ ἐλπίζετε σὲ καμία ἀνταπόδοση ἀπ’ αὐτούς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Δὲν ἀπευθύνεται μόνο σ’ αὐτοὺς ποὺ φέρονται καλὰ ἀπέναντί μας ἢ σ’ αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε ἀμοιβαία σχέση, ἀλλὰ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς θρησκευτικές, πολιτικές, ἐθνικές, φυλετικὲς ἢ ἄλλες διακρίσεις. Προσφέρεται ἀκόμη καὶ στοὺς ἐχθρούς! Αὐτοὺς ποὺ μᾶς πίκραναν, μᾶς ἀδίκησαν, μᾶς συκοφάντησαν, μᾶς ἔβλαψαν μὲ κάποιον τρόπο. Αὐτοὺς καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε, νὰ εὐεργετήσουμε, νὰ προσευχόμαστε μὲ θέρμη γιὰ τὸ καλό τους.

Αὐτὴν τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀγάπης ὁ Κύ­ριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν μᾶς τὴ δίδαξε μόνο μὲ αὐτὰ τὰ ἀθάνατα λόγια, ἀλλὰ τὴ φανέρωσε ὁ Ἴδιος ἐνσαρκωμένη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπῆρξε ἡ σταυρικὴ θυσία Του, τὴν ὁποία προσέφερε «ὑπὲρ πάντων» (Β΄ Κορ. ε΄ 15)· γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς. Στὸ ὄνομα αὐτῆς τῆς ἀγάπης Τὸν βλέπουμε πάνω στὸ Σταυρὸ νὰ συγχωρεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς σταυρωτές Του καὶ νὰ μᾶς ἀφήνει ἔτσι μοναδικὸ καὶ ἀξεπέραστο ὑπόδειγμα συγχωρητικότητος.

3. Ἡ τελειότητα

Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔθεσε τὴ βάση τῆς ἀγάπης, στὴ συνέχεια μᾶς φανέρωσε τὴν ὑπέρβασή της. Τώρα μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν τέλεια μορφή της. «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί». Νὰ γίνεστε λοιπὸν σπλα­χνικοὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπό σας καὶ συμπονετικοὶ στὶς δυστυχίες του καὶ στὶς ἀνάγκες του, ὅπως καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι σπλαχνικὸς σὲ ὅλους.

Αὐτὸς εἶναι ὁ τελικός μας στόχος: νὰ μοιάσουμε στὸν Θεό! Κι ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ πλέον χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅταν καλλιεργοῦμε αὐτὴν τὴν κορυφαία ἀρετή, γινόμαστε ὅμοιοι μ’ Ἐκεῖνον.

Δὲν εἶπε, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐ­­­­ὰν νηστεύετε, ἐὰν ἀσκεῖτε παρθενία ἢ ἐὰν προσεύχεσθε, θὰ γίνετε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ «γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν». Αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ­μποροῦμε νὰ ἐξισωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ εἶναι «τὸ ἐλεεῖν καὶ οἰκτίρειν» (P.G. 64,1044).

Ὅσοι λοιπὸν εἶναι ἄνθρωποι ἀγάπης, σπλαχνικοὶ καὶ ἐλεήμονες, αὐτοὶ εἶναι γνήσιοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου. Γίνονται ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, νέοι, κατὰ χάριν θεοί!

Δίνε μέ χαρά!

«Ἱλαρὸν δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς»

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φρόντιζε νὰ διενεργεῖ ἐράνους στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ὑπὲρ τῶν πτωχῶν Χριστιανῶν στὴν Ἰουδαία. Γιὰ ἕναν τέτοιον ἔρανο προέτρεψε καὶ τοὺς Κορινθίους στὴ δεύτερη ἐπιστολή του πρὸς αὐτούς. Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑνότητα τῆς ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀπόστολος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς ὄχι ἁπλῶς νὰ προσφέρουν, ἀλλὰ νὰ προσ­φέρουν μὲ χαρά. Διότι, προσθέτει, ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν «ἱλαρὸν δότην», αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ προθυμία καὶ χαρούμενο πρόσωπο.

Ἂς δοῦμε γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν «ἱλαρὸν δότην» καὶ πῶς θὰ κατορθώσουμε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς τέτοιοι.

1. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη

Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι πολὺ μεγάλη ἀρετή, στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Ὅμως γιὰ νὰ εἶναι θεάρεστη ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ κάνουμε, πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν καρδιά μας, μὲ τὴ θέλησή μας, ὅπως τὸ γράφει ἀμέσως προηγουμένως ὁ ἅγιος Ἀπόστολος: «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης».

Δὲν φθάνει μόνο νὰ κάνουμε κάτι καλό, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε καὶ μὲ θεάρεστη διάθεση. Οἱ Φαρισαῖοι π.χ. προσεύχονταν στὶς γωνίες τῶν πλατειῶν γιὰ νὰ τοὺς δοῦν καὶ νὰ τοὺς θαυμάσουν. Ἡ προσευχή τους ὄχι ἁπλῶς δὲν ἦταν θεάρεστη, δὲν ἦταν ἀρετή, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἁμαρτία, ἦταν πράξη ἐπιδείξεως, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ κάτι ποὺ ἀποστρέφεται ἔντονα ὁ Θεός. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἄλλη ἐνάρετη κατ᾿ ἀρχὴν πράξη ποὺ γίνεται μὲ ἀμφίβολα ἐλατήρια.

Προκειμένου γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ἐὰν ἐλεοῦμε «ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης», ἐλεοῦμε μὲ μισὴ καρδιά, ὄχι ἀπὸ ἀγάπη ἀλλὰ ἀπὸ καθῆκον. Ἡ ὑπακοή μας στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλλιπής· γι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἡ ἐλεημοσύνη μας ἔχει τὶς σκιές της, δὲν εἶναι τέλεια. Ἐπίσης δείχνει ἴσως ὅτι δὲν εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλεονεξίας. Ἀντίθετα, ὅταν πλημμυρίζει τὴν καρδιά μας ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τότε μετὰ χαρᾶς βοηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐαρεστεῖται στὴν ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται μὲ χαρά, διότι αὐ­τὸ μαρτυρεῖ τέλεια ὑπακοὴ στὴν ἐντολή Του, ἀληθινὴ ἀρετή, ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, πνευματικὴ ὡριμότητα.

2. Ἄλλος τρόπος σκέψεως

Ἀλλὰ πῶς θὰ φθάσουμε στὴν ἀξιοζήλευτη αὐτὴ κατάσταση, νὰ εἴμαστε «ἱλαροὶ δότες»; Μᾶς βοηθάει πολὺ σ᾿ αὐτό, τὸ νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει μεγάλη ἀνταπόδοση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Παρ. ιθ´ [19] 17). Δανείζει στὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ τὸν φτωχό· καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία δίνει, θὰ τὸν ἀνταμείψει ὁ Θεός.

Ἐπίσης μᾶς δίνουν χαρὰ παρόμοιοι λογισμοί: ὅτι μὲ τὴν προσφορά μας ἀνακουφίζεται ὁ συνάνθρωπός μας, ὅτι ἔτσι γινόμαστε χρήσιμοι στὸ περιβάλλον μας καὶ δὲν ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας…

Τελικὰ ἡ μετὰ χαρᾶς ἐλεημοσύνη στὴν τέλεια μορφή της εἶναι καρπὸς τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τοῦ ἑαυτοῦ μας, τεκμήριο ἁγιότητος. Γι᾿ αὐτὸ συστηματικὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὸν ἑαυτό μας, νὰ νεκρώνουμε τὴν πλεονεξία, τὴ φιλαυτία, τὴν ἰδιοτέλεια καὶ νὰ ἀσκοῦμε τὴ διακονία, τὴν προσφορά, τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅσο καθαριζόμαστε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, τόσο γεμίζουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Τότε ἀπὸ τὴν προσφορά μας, ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ καὶ μόνο, θὰ αἰσθανόμαστε μεγάλη χαρά, τὴν ὁποία θὰ μᾶς μεταδίδει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ποὺ θὰ κατοικεῖ μέσα μας. Τότε θὰ αἰσθανόμαστε ὅτι πιὸ πολὺ κερδίζουμε δίνοντας παρὰ παίρνοντας, διότι ἔτσι δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, γινόμαστε αἰτία νὰ ἀνακουφισθεῖ ὁ συνάνθρωπός μας στὸν πόνο καὶ στὴ δυσκολία του, κι ἐμεῖς πλουτίζουμε σὲ ἔργα ἀγάπης.

***

Ὁ πιὸ «ἱλαρὸς δότης» εἶναι ὁ Θεός! Σκορπίζει κάθε στιγμὴ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες σὲ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ πλάσματά Του, στὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα, καὶ κυρίως στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς δίκαιους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁμαρτωλούς! Ἁπλόχερα καὶ μὲ χαρά! Διότι εἶναι ἀγάπη, καὶ γνώρισμά Του εἶναι νὰ εὐεργετεῖ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας, Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ Τοῦ μοιάσουμε· νὰ Τοῦ μοιάσουμε στὴν ἀγάπη, στὴν εὐεργετικότητα, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν. Ἂς τὸ προσπαθοῦμε καὶ ἂς Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς τὸ χαρίζει, ὥστε νὰ εὐαρεστοῦμε ἐνώπιόν Του ζώντας τὴ χαρὰ καὶ ἀναπνέοντας τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀγάπης, ἐν τέλει δὲ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Του.

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.

Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.

Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.

Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Εὐαγγέλιον Κυριακής

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 31 - 36
31 Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. 32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. 33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. 36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

 Ερμηνευτική απόδοση


Και όπως θέλετε να κάνουν και να συμπεριφέρωνται απέναντι σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να πράττετε και να συμπεριφέρεσθε προς αυτούς. 32 Εάν αγαπάτε μόνον αυτούς που σας αγαπούν, ποία χάρις του Θεού και αμοιβή σας αξίζει; Διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. 33 Και εάν κάνετε το καλόν εις εκείνους μόνον που σας ευεργετούν, ποία ανταμοιβή εκ μέρους του Θεού σας ανήκει; Διότι και οι αμαρτωλοί το ίδιον κάμνουν. 34 Και εάν δανείζετε εις εκείνους, από τους οποίους περιμένετε να πάρετε πίσω τα δανεικά, ποία ευμένεια και ανταπόδοσις από τον Θεόν σας αρμόζει; Διότι και οι αμαρτωλοί δανείζουν τους αμαρτωλούς, δια να λάβουν από αυτούς ομοίας εξυπηρετήσεις εις την ανάγκην των. 35 Αλλά σεις να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευργετήτε και να δανείζετε, χωρίς να αποβλέπετε εις καμμίαν ανταπόδοσιν και θα είναι ο μισθός σας πολύς και θα είσθε εις την βασιλείαν των ουρανών παιδιά του Υψίστου, διότι και αυτός είναι αγαθός και ευργετικός και προς αυτούς ακόμη τους αχαρίστους και πονηρούς. 36 Γινεσθε λοιπόν εύσπλαχνοι στους γύρω σας ανθρώπους, όπως και ο Πατήρ σας είναι πολυεύσπλαγχνος προς όλους. 

Ἀπόστολος Κυριακής

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 6 - 11
6 Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. 7 ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ·

Ερμηνευτική απόδοση

Ας γνωρίζετε δε τούτο· ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίση και λίγο σιτάρι. Και εκείνος που σπέρνει απλόχερα, θα θερίση πολύν καρπόν. (Ο καθένας δηλαδή θα αμειφθή από τον Θεόν ανάλογα με όσα δίνει, κατά την δύναμίν του πάντοτε). 7 Ο καθένας ας δίδη σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας του, όχι με λύπην η από ανάγκην. Διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλωσύνην και γλυκύτητα”. 8 Είναι δε δυνατόν ο Θεός να σας δώση με το παραπάνω κάθε δωρεάν, ώστε πάντοτε, σε κάθε τι, να έχετε κάθε επάρκειαν εις υλικά αγαθά και έτσι να προθυμοποήσθε με το παραπάνω δια κάθε καλόν έργον. 9 Με τον τρόπον δε αυτόν θα πραγματοποιηθή και εις σας εκείνο που λέγει η Γραφή· “εσκόρπισεν αφθόνως τας ελεημοσύνας του, έδωκεν στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε”. 10 Ο δε Θεός, ο οποίος “παρέχει εν αφθονία σπόρον στον γεωργόν που σπέρνει, και ψωμί προς τροφήν όλων μας”, είθε να χορηγήση, να ευλογήση και να πληθύνη την σποράν των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήση έτσι τους καρπούς της αγάπης και της καλωσύνης σας προς τους άλλους. 11 Ετσι δε να γίνεσθε πλούσιοι εις κάθε καλόν έργον, εις κάθε γενναιοδωρίαν, η οποία συνεργεί δια μέσου ημών, που εξυπηρετούμεν αυτήν την διακονίαν, να εκφράζωνται ευχαριστίαι προς τον Θεόν. 

Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος από την Γάζα

Ο Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος καταγόταν από την συριακή πόλη της Γάζας. Ήταν πολύ ευγενικός και ελεήμων. Χάρισε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ο ίδιος ζούσε στην ένδεια.

Προς το τέλος της ζωής του αρρώστησε από υδρωπικία που του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Το σώμα του άρχισε να πρήζεται, να σαπίζει και να αναδύει μια δυσωδία. Παρόλα αυτά, ο Όσιος Θεοφάνης υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία καρτερικά και ευχαριστούσε τον Θεό.

Μια σφοδρή καταιγίδα μαινόταν ενώ πέθαινε, και η σύζυγός του φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τον κηδεύσει όπως πρέπει. Ο Όσιος Θεοφάνης όμως την παρηγόρησε και της προφήτευσε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, θα σταματήσει την καταιγίδα. Πράγματι, όταν ο Όσιος Θεοφάνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, επικράτησε ηρεμία.

Μετά το θάνατο του Οσίου, το σώμα του αφού καθαρίστηκε από τις πληγές και την φθορά, άρχισε να αναβλύζει μύρο ως απόδειξη της αγιότητάς του.

Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου

Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.

Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.

Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.

Ὁ Ἅγιος Μαλαχίας ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας

Ἦταν γιὸς ἱερέα ἀπὸ τὴ Ρόδο.
Κάποτε πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι ἔβρισε τὸν Μωάμεθ. Ἀμέσως συνελλήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὶς ἀρχές, ποὺ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἐξωμόσει. Ὁ Μαλαχίας ἔδειξε μεγάλο θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγειρε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν, τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο.
Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ὁδηγήθηκε ὁ μάρτυρας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου σουβλίστηκε καὶ κάηκε πάνω σὲ ἀναμμένη φωτιά.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1500.

Άγιοι Γοβδέλαος, Δάδας, Κάσδοος και Κασδόα

Ο Γοβδέλαος ήταν γιος του βασιλιά Σαβωρίου και έγινε χριστιανός από έναν αξιωματικό του πατέρα του τον Δάδα. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαβώρ διέταξε και συνελήφθησαν και οι δύο. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να θυσιάσουν στους Θεούς, το μεν Δάδα τον τεμάχισε ζωντανό, το γιο του Γοβδέλαου τον υπέβαλε σε βασανιστήρια, και έγδαρε το κεφάλι του, έκοψε τα μέλη του και κέντησε το σώμα του με καλάμια.

Ο Κάσδοος (ή Κασδίος) ήταν συγγενής του βασιλιά και επειδή έγινε χριστιανός τον έγδαρε ζωντανό.

Η Κασδόα ήταν κόρη του βασιλιά, και αδελφή του Αγίου Γοβδέλαου. Αυτή είχε επισκεφθεί τον αδελφό της στην φυλακή, ο οποίος την έκανε χριστιανή. Όταν μαθεύτηκε αυτό ο βασιλιάς την συνέλαβε, και επειδή δεν μπόρεσε να αλλάξει την πίστη της την βασάνισε σκληρά μέχρι θανάτου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.

Αγία Γουδελία

Η Αγία Γουδελία (ή Γοβδελία) ήταν Περσίδα χριστιανή απόστολος, που κατάφερε να φέρει πολλούς απίστους στο δρόμο της δια Χριστού σωτηρίας. Έζησε τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ (περί το 340 μ.Χ.). Επειδή δυναμικά εκτελούσε το Ιεραποστολικό της έργο, τη συνέλαβαν και την έκλεισαν για πολλά χρόνια στη φυλακή. Οι εκεί κακοπάθειές της υπήρξαν φοβερές. Μόνο η θεία χάρη την ενίσχυσε, ώστε να κατανικήσει την υγρασία, το σκοτάδι και τις συχνές στερήσεις και αυτού του νερού. Αλλά όλα αυτά τα μακροχρόνια βάσανα, δεν ελάττωσαν καθόλου τη φωτιά της πίστης και τη φλόγα της γενναιότητάς της. Κατόπιν της έγδαραν το κεφάλι, χωρίς να υποκύψει η καρτερία της. Τελικά πέθανε με σταυρικό θάνατο.

Ίσως, με την πάροδο του χρόνου, να έγινε σύγχυση μεταξύ των Συναξαριακών πηγών και ο Άγιος Γοβδελαάς που τιμούμε την ίδια μέρα έγινε, από λάθος αντιγραφές, Γουδελία ή Γοβδελία με πανομοιότυπη βιογραφία. Άλλες όμως πηγές αναφέρουν, ότι πράγματι υπήρξε μάρτυς Γουδελία, που μαρτύρησε δια ξίφους χωρίς άλλα βιογραφικά στοιχεία, που είναι περισσότερο πιθανό και αποδεκτό.

Άγιος Μαλαχίας ο Νέος Οσιομάρτυρας από τη Ρόδο

Ο Άγιος Μαλαχίας ήταν γιος Ιερέα από τη Ρόδο. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, ότι έβρισε τον Μωάμεθ. Αμέσως συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στις αρχές, που τον εκβίαζαν να εξωμόσει. Ο Μαλαχίας έδειξε μεγάλο θάρρος, με το όποιο εξήγειρε την οργή των Τούρκων, οι όποιοι αφού τον μαστίγωσαν, τρύπησαν τους αστραγάλους του και τον έδεσαν πίσω από ένα άγριο άλογο. Μετά από μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, οδηγήθηκε ο μάρτυρας έξω από την πόλη, όπου σουβλίστηκε και κάηκε πάνω σε αναμμένη φωτιά. Έτσι παρέδωσε την Αγία του ψυχή στις 29 Σεπτεμβρίου 1500 μ.Χ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 11). Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.

Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου.

Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριακός, έφυγε κι από εκεί και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Προς Τίτον, γ' 2). Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.

Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Κύριε μη με ελεήσεις...

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδυνούς και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
  Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπο κατέληξε σε ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του. Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσευχόταν ο Γέροντάς του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησον με».
  Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησον με».
 Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε, ελέησον με», «Κύριε, ελέησον με», «Κύριε, ελέησον με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.
Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντος του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.
 Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της Ευχής προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
  Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, για αυτό και δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα-νύχτα προσευχόταν με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
  Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν και ο επίσκοπός της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα κα πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
  Αντικρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητού που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».
  Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος' να προσεύχεται και να κλαίει.

  Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε, ελέησον με».
Ταράχθηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στη ψυχή του και ξέσπασε σε κλάμματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή. Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» τη γλώσσα στο να λέει «Κύριε, ελέησον με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε, ελέησον με», για να μην το ξεχάσει.
  Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε, ελέησον με».
  Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε, ελέησον με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
- Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σε αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα.! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
- Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνησι του απάντησε:
- Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου. Συγχώρεσε με και κάνε και για μένα ένα σταυρό!


Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη, διασκευή από "Το βιβλίο της ζωής", τ. Α' Πειραιάς 1987, σελ. 25 Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου "Η «Ευχή» μέσα στον κόσμο"

Στη μοναχική και άρρωστη γυναίκα για την αυτοκτονία (Άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Πριν μερικά χρόνια πέθανε o άνδρας σου. Στενοχωριόσουν το ξεπέρασες. Πάντρεψες τον μοναχογιό σου· η χαρά επέστρεψε. Έπειτα σε χαροποιούσε πάρα πολύ το εγγόνι. Όμως εκείνο που αγαπούσες εσύ αγαπούσε και ο Θεός και το πήρε. Μόλις το εγγόνι σου πέταξε στον αόρατο κόσμο, αρρώστησε και η νύφη σου. Τη στέγνωσε η στενοχώρια και η λύπη κι εκείνη ακολούθησε τον γιο.
Τελικά πίσω τ ους έφυγε κι ο μοναχογιός σου. Κι εσύ έμεινες μόνη κι έρημη.
  Προσπάθησες μία φορά να δηλητηριαστείς. Έμεινες ζωντανή. Ετοίμασες έπειτα το σχοινί για να κρεμαστείς. Όμως σε ξαφνίασε η κοπέλα από τη γειτονιά. Βλέποντάς σε κάτω από το ετοιμασμένο σχοινί εκείνη σου είπε, πως άκουσε από τους γέρους, ότι η αυτοκτονία είναι αμαρτία χωρίς συγχώρεση και στους δυό κόσμους.
Καλά σου είπε. Τούτη η κοπέλα σου έσωσε την ψυχή. Όντως, εκείνη είναι η μέγιστη ευεργέτριά σου στον κόσμο. Μόνο χάρη εκείνης μπορείς να ελπίζεις να ιδωθείς στον άλλο κόσμο με τον γιο, τη νύφη, το εγγόνι και τον άνδρα σου. Η Εκκλησία του Χριστού από την αρχή αντιστάθηκε αποφασιστικά ενάντια στην αυτοκτονία ως υπέρβαρο αμάρτημα. Ο δυτικός διδάσκαλος της Εκκλησίας ο Αυγουστίνος είπε: «Όποιος αυτοκτονήσει, τούτος σκότωσε έναν άνθρωπο».
  Ο αυτόχειρας μ’ αυτό, λοιπόν, τοποθετείται ίσα με τον δολοφόνο. Αλλά στη δική μας ανατολική Εκκλησία η αυτοκτονία κρίνεται ακόμα πιο αυστηρά. Κατά τον δέκατο τέταρτο κανόνα του πατριάρχη Τιμοθέου ο αυτόχειρας στερείται της νεκρώσιμης ακολουθίας και του εκκλησιαστικού ενταφιασμού.
   Η Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε αυστηρή τιμωρία ακόμα και για την προσπά θεία αυτοκτονίας. Σ’ εκείνον ο οποίος προσπαθήσει να αυτοκτονήσει η Εκκλησία επιβάλλει κανόνα δώδεκα χρόνια. Ξέρω πως εσύ θα σκαφθείς ότι αυτό είναι υπερβολικά αυστηρό. Όμως αυτή η αυστηρότητα κατάγεται από το έλεος. Σου λέω την αλήθεια: η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή στο θέμα της αυτοκτονίας από καθαρό έλεος απέναντι στους ανθρώπους.
  Αφού η Εκκλησία έχει στο πνευματικό της θησαυροφυλάκιο την προορατική εμπειρία, ότι οι αυτόχειρες δεν μπαίνουν στο βασίλειο της αθάνατης ζωής και του αιώνιου ελέους. Και με την αυστηρότητά της η Εκκλησία θέλει να προλάβει τους ανθρώπους από την αιώνια καταστροφή. Στην Αγία Γραφή μόνο δυό άνθρωποι αναφέρονται που πήραν τη ζωή τους από τον εαυτό τους. Ο ένας είναι ο Αχιτόφελ, ο προδότης του βασιλιά Δαβίδ, και ο δεύτερος είναι ο Ιούδας, ο προδότης του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ας είναι μακριά από σένα και μόνο η σκέψη να βρεθείς σ’ αυτήν την παρέα σ’ εκείνη την πλευρά του τάφου. «Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22), είπε ο Κύριος. Είναι πολυάριθμες και διαφορετικές δυσκολίες που ο Θεός επιτρέπει στους ανθρώπους, αλλά ο σκοπός όλων αυτών είναι ο εξής: με την πίκρα να θεραπεύσει τις ανθρώπινες ψυχές από την αμαρτία και να τις προετοιμάσει έτσι για την αιώνια σωτηρία. Όσο και να είναι καμιά φορά δύσκολο για σένα, θυμήσου δυό πράγματα, πρώτο ότι ο ίδιος ο ουράνιος Πατέρας σου ορίζει το μέτρο των παθών, και το δεύτερο ότι Αυτός γνωρίζει τη δύναμή σου. Εάν ποτέ σου έρθει η σκέψη για αυτοκτονία, διώξε την σαν ψιθύρισμα του σατανά. Το έλεος του Θεού να σε δυναμώσει.


(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, “Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…”, Ιεραποστολικές Επιστολές Α’,
Εκδ. “Εν Πλω”, σ. 181)

Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και λοιπές Παρθένες και Παιδιά

Οι Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και οι λοιπές Παρθένες και Παιδιά έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού και ηγεμόνα της Πισιδίας Μάγνου (290 μ.Χ.).

Ο Μάρκος ήταν βοσκός προβάτων και γέροντας. Επειδή ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτά και στάλθηκε στην Κλαυδιούπολη. Εκεί κάλεσαν τρία αδέλφια, τον Αλέξανδρο, τον Αλφειό και τον Ζώσιμο, από το χωριό Κατάλυτο, για να κατασκευάσουν χάλκινα δεσμά για τον Μάρκο. Όταν όμως άρχισαν να τα κατασκευάζουν, ένιωσαν τα χέρια τους να παραλύουν. Θαύμασαν για το γεγονός και αμέσως ομολόγησαν τον Χριστό. Τότε μαρτύρησαν με φρικτό τρόπο, αφού έριξαν στο στόμα τους βραστό μολύβι και έπειτα τους κάρφωσαν επάνω σε πέτρα. Τον δε Μάρκο, αφού συνέχισαν να τον βασανίζουν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.

Τον ίδιο θάνατο είχαν και οι υπόλοιποι Μάρτυρες, Ηλιόδωρος, Νικών και Νέων, μαζί με πολλές Παρθένες και Παιδιά. Όλοι αποκεφαλίστηκαν στην τοποθεσία Μωρομίλιο.

Όσιος Αυξέντιος ο Μοναχός, που ασκήτευσε στην Κύπρο

Άγνωστος στους Συναξαριστές, γνωστός όμως και θαυματουργός στην εκκλησία της Κύπρου. Ο Όσιος αυτός ήταν Γερμανός στην καταγωγή και κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν οι σταυροφόροι πλησίασαν την Κύπρο, αυτός έγινε μοναχός μαζί με άλλους 300 στρατιώτες (Άγιοι Αλαμανοί). Αφού περιήλθε το νησί, κατέληξε σε μια σπηλιά στην περιοχή της Καρπασίας μεταξύ των χωριών Κώμης Κεπήρ και Επτακώμης όπου έζησε θεοφιλώς.

Ακολουθία του Οσίου αυτού, εξέδωσε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἠμᾶς τοὺς πιστῶς σοὶ κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Προφήτης Βαρούχ ο Δίκαιος

Φιλαλήθης και θαρραλέος ο Βαρούχ (δηλαδή «ευλογημένος»), έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν γιος του Νηρίου και υπήρξε αφοσιωμένος ακόλουθος και γραμματέας του προφήτη Ιερεμία .

Όταν ήταν φυλακισμένος ο Ιερεμίας, ο Βαρούχ έγραψε με υπαγόρευσή του προφητείες, με την εντολή να τις αναγνώσει στο λαό σε ήμερα νηστείας. Αλλά ο βασιλιάς Ιωακείμ, όταν το πληροφορήθηκε, αντί να επωφεληθεί από τις νουθεσίες του προφήτη, έριξε το βιβλίο του στη φωτιά. Οι προφητείες όμως εκείνες, γράφηκαν και πάλι. Ο Βαρούχ υπέστη και φυλάκιση, διότι οι Ιουδαίοι τον μισούσαν για τη φιλαλήθη και θαρραλέα του γλώσσα. Τον κατηγορούσαν μάλιστα, ότι αυτός παρακινούσε εναντίον τους τον προφήτη Ιερεμία. Όταν οι Ιουδαίοι κατέφυγαν φοβισμένοι στην Αίγυπτο για τη στάση τους κατά του βασιλιά της Βαβυλώνας, μαζί με τον Ιερεμία πήγε εκεί και ο Βαρούχ.

Ραβινιστική παράδοση αναφέρει, ότι αυτός μετά το θάνατο του Ιερεμία επανήλθε στη Βαβυλώνα.

Ο Βαρούχ στο ομώνυμό του βιβλίο μέσα στην Αγία Γραφή, προλέγει καθαρά για την ενανθρώπηση του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνας, Ἱερεμία τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτω ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ, ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττη, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου, ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμεν σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.

Μεγαλυνάριον
Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής

Ο Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής καταγόταν από το Ικόνιο και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270 - 275 μ.Χ.). Ήταν γνωστός για το χριστιανικό του ήθος, γι αυτό και όταν εξεδώθηκε διάταγμα κατά των Χριστιανών, ήταν από τους πρώτους που συνέλαβε ο Έπαρχος της πόλης. Υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά ενώ ακόμη βρισκόταν στη φυλακή ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός δολοφονήθηκε. Ο Πρόβος που τον διαδέχθηκε στο θρόνο ακύρωσε το διάταγμα κι έτσι ο Χαρίτων αφέθηκε ελεύθερος. Αποφάσισε να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα και να ζήσει ως αναχωρητής σε σπηλιές της περιοχής. Η φήμη του διαδόθηκε πολύ γρήγορα και ήρθαν στο πλευρό του πολλοί μαθητευόμενοι. Έτσι έκτισε στη Φαρά μεγάλη Λαύρα. Ποθώντας όμως την ερημία, αναχώρησε και πάλι για τα ενδότερα της ερήμου, όπου στην περιοχή Σουκά, έκτισε νέα Λαύρα. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του εν Κυρίω.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς ταὶς αὐγαίς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε, σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοὶς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σέ, Πάτερ μνημόνευε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος· καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας· ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος· Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει· διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις, αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν· τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς· Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Όσιος Πορφύριος: «Ορθοδοξείν εστί το αεί σχοινοβατείν»

Ο π. Πορφύριος ήθελε το «ίνα ώσιν εν» με το πνεύμα του Θεού, που είναι αγνό και ανιδιοτελές, όχι με το μπερδεμένο πνεύμα του κόσμου –και βέβαια αφού έχουμε πρώτα καθαρισθεί από τα βασικά πάθη.
 Κάποτε για παράδειγμα του είπαν: «Γέροντα δυό μοναχοί ζουν στο τάδε μέρος πολύ καλά, αρμονικά». Χαμογέλασε λέγοντας: «Ταίριαξαν τα πάθη τους». Στην ιστορία του μοναχισμού όποτε υπήρχε ένα άτομο με ιδιαιτερότητες και δεν προσαρμοζόταν στο πρόγραμμα της μονής η το απομόνωναν η το έδιωχναν σαν ξένο σώμα. Αντιθέτως ο π.Πορφύριος επιδίωκε να έχει τέτοια άτομα στο περιβάλλον του, διότι προσωπικά ο ίδιος είχε μεγάλο όφελος αλλά και η συνοδεία του. Τα άτομα με τις αντιθέσεις τους καλλιεργούν σε μεγάλο βαθμό την αγία ταπείνωση. Τα αντίθετα πράγματα είναι το μεγάλο μυστικό για να αποκτήσουμε την αγία ταπείνωση.
Το πνεύμα του π. Πορφυρίου ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό της εποχής μας το οργανωσιακό και της παγκοσμιοποίησης. Η εποχή μας συνθλίβει την ελευθερία και την προσωπικότητα του ατόμου, που είναι η βασική αρχή της δημιουργίας των όντων, δηλαδή του αγγελικού κόσμου και του ανθρώπου.
Όταν ο Γέροντας έβλεπε ότι πάμε να ενωθούμε μέσα από τα πάθη μας, το αντιλαμβανόταν με το βυθοσκόπιό του και αμέσως ξεκινούσε τη δουλειά, με έναν πρωτάκουστο τρόπο για μας, αλλά πολύ γνωστό τρόπο για τον Θεό και τους αγίους Του, που ήταν πραγματικοί ιατροί των ψυχών. Προκαλούσε ο ίδιος τη σύγχυση, ώστε να διαλύσει αμέσως τη φιλία που δεν ήταν κατά Θεόν αλλά κατά κόσμον. «Η φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστί» (Ιακ.δ’4).

Απόσπασμα από το βιβλίο του αρχιμ. Αρσενίου Κωτσόπουλου

ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ. Στα ίχνη ενός σπουδαίου ανθρώπου του Θεού

Η καρδιά και ο Θεός...

Σε καρδιά φουσκωμένη από εγωισμό δεν πλησιάζει ο Κύριος. Κι έτσι αυτή καταθλίβεται, μαραζώνει και σιγολιώνει, βυθισμένη στην άγνοια, τη λύπη και το σκοτάδι.
Όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, μόλις στραφούμε με μετάνοια και πόθο προς τον Κύριο, η θύρα της καρδιάς μας ανοίγει σ’ Εκείνον. Η εσωτερική ακαθαρσία ξεχύνεται έξω, για να παραχωρήσει τη θέση της στην καθαρότητα, την αρετή, τον ίδιο το Σωτήρα, τον μεγάλο Επισκέπτη της ψυχής, τον κομιστή της χαράς, του φωτός, του ελέους.
Θείο δώρο είναι αυτή η ευλογημένη κατάσταση, όχι δικό μας κατόρθωμα. Και αφού είναι δώρο, πρέπει να ευχαριστούμε το Δωρητή με ταπείνωση.
Ταπείνωση! Η βάση κάθε αρετής και η προϋπόθεση της πνευματικής καρποφορίας! Έχετε ταπείνωση; Έχετε το Θεό. Τα έχετε όλα! Δεν έχετε ταπείνωση; Τα χάνετε όλα!
Να συντηρείτε, λοιπόν, στην καρδιά σας το αίσθημα της ταπεινοφροσύνης. Η φυσική και ομαλή σχέση μας με το Θεό προϋποθέτει καρδιά έμπονα συντριμμένη και ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σ’ Αυτόν, καρδιά που μυστικά αναφωνεί κάθε στιγμή: «Κύριε, Εσύ τα γνωρίζεις όλα, σώσε με!». Αν παραδοθούμε στα χέρια Του, η σοφή και αγία βουλή Του θα κάνει μ’ εμάς και σ’ εμάς ο,τι είναι πρόσφορο για τη σωτηρία μας…
Το έργο της αδιάλειπτης προσευχής δεν είναι μόνο για τους ησυχαστές, αλλά για όλους τους χριστιανούς, στους οποίους ο Κύριος, μέσω του αγίου αποστόλου, παραγγέλλει: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5:17). Υπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχής μέχρι την αδιάλειπτη. Όλες είναι έργο του Θεού, που παρακολουθεί τις καρδιές των ανθρώπων εξίσου, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως μοναχών η κοσμικών. Και όταν μία καρδιά, όποια κι αν είναι, στρέφεται σ’ Αυτόν, την πλησιάζει με αγάπη και ενώνεται μαζί της. Έτσι πραγματοποιείται ο λόγος του Χριστού στον Πατέρα Του: «… καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν…» (Ίω. 17:21).
«ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ»

ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ

Όσιος Ιγνάτιος ηγούμενος της Μονής Σωτήρος Χριστού της επιλεγόμενης του Βαθέος Ρύακος

Ο Όσιος Ιγνάτιος καταγόταν από την δεύτερη επαρχία των Καππαδοκών και έζησε στα χρόνια των βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκά (963 - 969 μ.Χ.) και Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.).

Από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και πήγε στο Μοναστήρι του Βαθέος Ρύακος (η Μονή αυτή βρισκόταν στην Τρίγλια κοντά στα σημερινά Μουδανιά της Μικράς Ασίας). Εκεί έμαθε όλη την ασκητική ακρίβεια από τον Όσιο Βασίλειο , ηγούμενο και κτήτορα της Μονής αυτής. Ο Ιγνάτιος, επειδή έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, χειροτονήθηκε Αναγνώστης, κατόπιν Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Έπειτα έγινε ηγούμενος της εν λόγω Μονής και επέφερε μεγάλη πρόοδο σ' αυτή, τόσο υλική όσο και πνευματική.

Όταν κάποτε οι πολιτικοί άρχοντες θέλησαν να μεταχειριστούν τα χρήματα της Μονής, ο Ιγνάτιος με την αποφασιστική του στάση, προστάτευσε την μοναστηριακή περιουσία. Απεβίωσε στο δρόμο κοντά στο Αμόριο (κατ' άλλους, που είναι και το πιθανότερο, στο Αρμουτλή), όταν κάποτε επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Μετά ένα χρόνο το λείψανο του ανακομίστηκε στην αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο είχε μοχθήσει.

Αγία Ακυλίνα

Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.

Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.

Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.

Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.

Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα  και την Άργυρη.

Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.

Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Μάρκος, Αρίσταρχος και Ζήνων οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Ο Άγιος Αρίσταρχος, είχε τη μεγάλη τιμή να χρηματίσει συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, (προς Φιλήμ. α’, 23) και συναιχμάλωτός του (Κολοσσ. δ’, 10). Κατόπιν διέπρεψε και σαν επίσκοπος Απαμείας στη Συρία.

Ο Μάρκος (ο και Ιωάννης), που δεν είναι βέβαια ο Ευαγγελιστής, χειροτονήθηκε επίσκοπος Βύβλου και έδρασε αποστολικά. Όπως μάλιστα του Πέτρου (Πράξ. ε’, 15), έτσι και αυτού η σκιά μόνη όταν έπεφτε στους ασθενείς τους θεράπευε.

Ο Ζήνων, είναι ο ίδιος με τον νομικό Ζηνά, που σα γνήσιος και ευδόκιμος εργάτης του Ευαγγελίου, βοήθησε γι' αυτό και στην Κρήτη μαζί με τον Απολλώ. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος τόσο συγκινητικά και φιλόστοργα συνιστά στον Τίτο, να τους φροντίσει τόσο πολύ, ώστε να μη τους λείψει τίποτα (Τίτ. γ’. 13). Ο Ζήνων, διέπρεψε και σαν επίσκοπος Διοσπόλεως.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Καλλίστρατος και οι μαζί μ' αυτόν Σαράντα εννέα Μάρτυρες

Ο Άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί.

Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σαν νεοσύλλεκτος αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν η βραδυνή προσευχή. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο.

Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με θαυματουργό τρόπο ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο. Σαράντα εννέα στρατιώτες που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε εξοργισθείς διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολῶν τὸν δυσμενῆ, σοφία τῶν σῶν ἀγώνων ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοί, μεθ' ὧν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σὲ ἐν ὕμνοις.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ ἄστρον μέγιστον, ἔλαμψας κόσμω, τᾶς ἀκτῖνας ἄπασι, τῶν σῶν ἀγώνων ἐφαπλῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τοὶς κράζουσι, Χαίροις Μαρτύρων, τὸ κλέος Καλλίστρατε.

Ὁ Οἶκος
Τὸν τοῦ Κυρίου ἀθλητήν, καὶ μέγαν στρατιώτην, καὶ φίλον τῆς Τριάδος, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, καὶ μιμητὴν τοῦ Ἰησοῦ, ᾄσμασιν ἐν πίστει συνελθόντες οἱ πιστοὶ χαρμονικῶς ὑμνήσωμεν, γεραίροντες αὐτοῦ τὰ παλαίσματα καὶ τάς ἀριστείας, τοὺς πόνους, οὓς ὑπέστη διὰ Χριστὸν τὸν παμβασιλέα, αἰτούμενοι τυχεῖν αὐτοῦ ταῖς πρεσβείαις, τῆς ἀμείνονος ζωῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα οἱ χοροὶ εὐφραίνονται τῶν κραζόντων· Χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Καλλίστρατε.


Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

π.Ανδρέας Κονάνος: Το αθέατο πέρασμα του Χριστού…

...(γιατί) ο Κύριος είναι πολύ ταπεινός, πολύ κρυφός, πολύ αφανής. Του αρέσει πάρα πολύ αυτό το "κρυφό". Ενώ είναι στο κέντρο των πραγμάτων και είναι η αιτία όλων των καλών, το κάνει μ'έναν τρόπο που να μην φαίνεται. Ένα αθέατο πέρασμα είναι η ζωή του Χριστού στη ζωή του κάθε ανθρώπου.

Πολλά πράγματα που είναι του Κυρίου δεν τα καταλαβαίνουμε ότι είναι του Κυρίου. Γιατί ο Κύριος περνάει, σκορπάει την υγεία, την αγάπη, το χάδι, την θεραπεία, την απαλλαγή απ'τόν πειρασμό και περιμένει από σένα να τον ψάξεις. Και να πεις από φιλότιμο, από ευαισθησία, από ανθρωπιά και ευγνωμοσύνη: "Ποιός με έκανε καλά"; (...) Να λέμε ευχαριστώ. "Ων ήσμεν και ων ουκ ήσμεν". Για όσα γνωρίζουμε και για όσα δε γνωρίζουμε. Σ'ευχαριστουμε Κύριε!


Απόσπασμα από εκπομπή του π.Ανδρέα Κονάνου

Anthony Bloom: "Εσύ είσαι η Αγάπη Μου!"

Όσο η Θυσία δεν είναι παρούσα στο μυστήριο της αγάπης, κάτι ουσιαστικό λείπει, κάτι ουσιαστικό είναι απόν από αυτή και η αγάπη είναι καταδικασμένη στην καταστροφή.
   Θυσία σημαίνει να είσαι φτιαγμένος άγια, να κομίζεις τον εαυτό σου ως μία προσφορά προκειμένου οι άλλοι να πληρωθούν μέσα σε τέλεια αμοιβαία ενατένιση. Αυτό ακριβώς πραγματώνεται μέσα στην ενδοτριαδική σχέση του Θεού μας (μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος).
    Αυτό μας δίνει ένα εκπληκτικά δυναμικό όραμα του Θεού μας, ενός Θεού που είναι ζωντανός όχι επειδή είναι φτιαγμένος κατ’ αυτόν τον τρόπο και ανίκανος για οτιδήποτε άλλο από το θριαμβικό Του Φως, αλλά ενός Θεού που είναι αγάπη, ενός Θεού θυσιαστικής αγάπης, τέτοιας που σημάδεψε τον Σταυρό, ενός Θεού που αποδέχεται, καταφάσκει και επιλέγει τον θάνατο ως μία έκφραση αγάπης, ενός Θεού στον οποίο είναι εγγενές το μυστήριο της Ανάστασης, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Όταν η αγάπη κάνει την εμφάνισή της, ο πόθος του ανθρώπου να επιβεβαιώσει τον εαυτό του παραμένει στο ξεκίνημα ακόμα δυνατός. Λέμε «εσύ είσαι η αγάπη μου» και τονίζουμε τρομερά τη λέξη «μου» εκλαμβάνοντας το «εσύ» σαν αντικείμενο και χρησιμοποιώντας τη λέξη «αγάπη» όχι ως όνομα ζωογόνου δυναμικής αλλά σαν έναν απλό και σκέτο σύνδεσμο που συνδέει το «εσύ» με το «μου».
    Όταν όμως η αγάπη προκόβει, όταν ανακαλύπτοντας τον άλλο, αυξάνεται ο θαυμασμός, η εκστατικότητα, η λατρεία και ο σεβασμός του προσώπου του, τότε το «μου» αρχίζει να συρρικνώνεται, το «εσύ» να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και η σχέση μεταξύ των δύο δεν είναι πια μία απλή σχέση συνδέσμου αλλά γίνεται μία σχέση αληθινά δυναμική. Σ’ αυτή τη σχέση ο άλλος αποκτά μία ολοένα μεγαλύτερη σημασία και ταυτόχρονα η δική μου σημασία γίνεται ολοένα και λιγότερη, έτσι ώστε σταδιακά το αγαπημένο πρόσωπο να σημαίνει τα πάντα και το «εγώ» να μη σημαίνει τίποτα πια για μένα.

Αυτό εννοούσε και ο Χριστός όταν έλεγε πως κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτόν που είναι πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του για τον αγαπημένο του, τον πλησίον του.

π. Αντώνιος Μπλούμ  Μητροπολίτης Σουρόζ Γαλλίας

Όσιος Ιωάννης ο Σπηλεώτης ο εν της κώμης Σιάς ασκήσας

Περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Σιάς της επαρχίας Λευκωσίας προς το χωριό Αλάμπρα, ευρίσκεται μια ερειπωμένη εκκλησία δίπλα σε ένα χείμαρο, η οποία λέγεται «Άης Γιάννης» (Άγιος Ιωάννης). Βορειότερα αυτής της ερειπωμένης εκκλησίας έχει κτιστεί τελευταίως καινούργια εκκλησία πάλι του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι την αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.

Η αρχική όμως εκκλησία που κτίστηκε κάποτε στον τόπο της ερειπωμένης εκκλησίας, κτίστηκε στο όνομα τοπικού αγίου, του Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη (γνωστού και ως Ποταμίτη). Με την πάροδο του χρόνου αυτή η εκκλησία γκρεμίστηκε και οι κάτοικοι των γύρω χωριών ξανάκτισαν αυτή που σώζεται ερειπωμένη μέχρι σήμερα. Η εκκλησία κτίστηκε το 1870 μ.Χ. με απλό πετρόκτιστο κτίσμα, τετράγωνης κατασκευής, κι ήταν κεραμιδοσκέπαστη. Εσωτερικά στο κέντρο του ναού, υπάρχει χαρακτηριστικά μια καμάρα, που πιθανόν να υπήρχαν κάποτε τα λείψανα του τοπικού αυτού οσίου τα οποία εφυλόσονταν εκεί και τα προσκυνούσαν οι πιστοί. Σήμερα αυτή η εκκλησία έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργείται.

Επι ονόματι λοιπόν του τοπικού Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη είχε κτιστεί η πρώτη εκκλησία και όχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα ανατολικά της εκκλησίας, γύρω στα δέκα μέτρα, υπάρχει λαξευτή σπηλιά μέσα σε βράχο, κοντά στον μικρό χείμαρο. Μέσα στην μικρή αυτή σπηλιά που είναι σαν καταφύγιο, στα αριστερά της, υπάρχει πεζούλα η οποία εχρησιμοποιείτο από τον οικήτορα της ασκητή σαν κρεβάτι, λαξευμένο στη πέτρα. Στα δεξιά της σπηλιάς υπάρχει στενόμακρο μικρό κάθισμα. Την σπηλιά αυτή, την χρησιμοποιούσε ο Ασκητής Ιωάννης Σπηλεώτης σαν καταφύγιο και προστασία από τις βροχές και κυρίως εκεί κατέφευγε τον καιρό του χειμώνα. Μέχρι και σήμερα σαν επισκεφθείτε την σπηλιά, θα δείτε να διατηρούνται το πέτρινο κρεβάτι του αγίου, ακόμη και το μαχαιράκι με το οποίο έσκαψε την σπηλιά.

Στην περιοχή τότε μόνασαν πέντε όσιοι. Οι τρεις αποκαλύφθηκαν. Ο Θεράπων, ο Ευτύχιος, και ο Ιωάννης Σπηλεώτης. Το 700 μ.χ. στην περιοχή υπήρχε ένας Ρωμαϊκός συνοικισμός, η λεγόμενη Παμπουλιά. Εκεί έφθασαν αλαμάνοι αγίοι από από την Παλαιστίνη, μεταξύ αυτών και οι πέντε όσιοι. Ο Ιωάννης Σπηλεώτης πέρασε από το χωριό Σια, έσκαψε την σπηλιά του, στην οποία έζησε και πήρε το όνομα Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης.

Το 2002 μ.Χ., μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη περιοχή, τρεις ιερείς έτρεξαν να κοιτάξουν κατά πόσο επηρεάσθηκαν τα εκκλησάκια από την πυρκαγιά. Επισκεπτόμενοι τον χώρο και ιδιαίτερα το σπήλαιο, κάπου εκεί μέσα σε μια γωνιά, βρήκαν μια σανίδα όχι πεταμένη αλλά ξεχασμένη. Την μάζεψαν και την πήγαν σε συντηρητή αγιογράφο. Όταν την καθάρισαν αρκετά καλά έμειναν έκπληκτοι από το εικόνισμα που αντίκρισαν. Η σανίδα αυτή ήταν παλιά εικόνα μεγάλης αξίας του Άγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Θεωρείται δεσπόζουσας σημασίας η εικόνα αυτή, γι’ αυτό και την έχουν φυλαγμένη. Μονάχα την μέρα της γιορτής του Aγίου, εκτίθεται σε προσκύνημα. Στο ειλατάριο που κρατεί ο Όσιος αναγράφεται «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».

Τα τελευταία χρόνια ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης έχει κάνει διάφορα θαύματα, μερικά από τα οποία παραθέτονται πιο κάτω:

α) Ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης θεράπευσε δεκαπεντάχρονο παιδί από το χωριό Κόρνος το οποίο έπασχε από λευχαιμία, όταν προσέτρεξαν οι γονείς του προς τον Άγιο και ζήτησαν τη βοήθεια του.

β) Νέος από τα Κοκκινοχώρια, ο οποίος έπεσε από σκαλωσιά έμεινε παράλυτος εξ αιτίας βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Ακολούθως είδε τον Άγιο Ιωάννη Σπηλεώτη στον ύπνο του και του είπε: «Έλα στο σπήλαιό μου και ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και θα γιατρευτείς». και έτσι πήγε στην Σιά και αφού προσκύνησε στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου, ακολούθως πήγε στο σπήλαιο και όταν ξάπλωσε στο πέτρινο κρεβάτι του Οσίου και επικαλέστηκε την βοήθεια του, σηκώθηκε υγιής δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.

γ) Κάποιος χριστιανός από το χωριό Λύμπια, έπαθε δυστύχημα στον παλαιό δρόμο Μοσφιλωτής - Αλάμπρας κοντά στο γεφύρι που οδηγεί ο δρόμος στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Είχε μαζί του και τα δύο του παιδιά που ήταν ακόμη βρέφη και τα οποία έπαθαν κατάγματα και ευρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Την ώρα του δυστυχήματος ο άνθρωπος αυτός είδε ένα λαμπερό γέροντα με λευκή στολή που άρπαξε τα δυο του παιδιά και τα σήκωσε πάνω και έτσι δεν έπαθαν περισσότερη βλάβη. Μετά έμαθε ότι εκεί κοντά ευρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη, όπου πήγε και προσκύνησε και ακολούθως πήγε και είδε και το σπήλαιο του.

Επίσης στην Μονή Κύκκου ανακαλύφθηκε η Κάρα του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Ο επίσκοπος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, παραχώρησε τεμάχιο λειψάνων του Αγίου στην κοινότητα της Σιάς. Το τεμάχιο αυτό φυλάγεται σε ειδική λειψανοθήκη στην Κεντρική εκκλησία του Χωριού της Παναγίας Χρυσελεούσας, και μεταφέρεται μόνο κατά τον συνεορτασμό των Αγίων Ιωάννη Θεολόγου και Σπηλεώτη στις 26 Σεπτεμβρίου.

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία

Ο Όσιος Νείλος ο Νέος γεννήθηκε στο Ροσσάνο της Κάτω Ιταλίας το έτος 910 μ.Χ. και θεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» από τους γονείς του, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ως παιδί μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της ερήμου, ζητώντας από τους γονείς του να του εξηγήσουν το νόημα των δύσκολων εδαφίων. Ήταν ακόμα νεαρό παιδί, όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, και την ανατροφή του την ανέλαβε η ευσεβής αδελφή του, η οποία μερίμνησε για τη μόρφωσή του και τον καθοδήγησε με το σωστό τρόπο. Όμως ο Νείλος, ως ένας ευπαρουσίαστος, ευφυής και εύγλωττος νέος, είναι περιζήτητος από τις νεαρές κοπέλες της πόλεως, και σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, μία από αυτές τον κατακτά. Ενώνεται μαζί της και αποκτούν ένα παιδί. Ο Νείλος όμως δεν παραμένει κοντά τους για πολύ. Σε μία κρίση υψηλού πυρετού, ο Νείλος βλέπει ένα όραμα θανάτου και αιώνιας καταδίκης, το οποίο είναι τόσο ζωηρό, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Έτσι μία ημέρα, χωρίς να μιλήσει σε κανένα, φεύγει για τις μονές του Μερκουρείου. Οι μοναχοί εκεί φοβούνται όμως να τον δεχθούν στα μοναστήρια τους, καθ' ότι ο κυβερνήτης της περιοχής είχε αποστείλει επιστολές σε όλα τα μοναστήρια, απειλώντας τους μοναχούς και τη μονή που θα δεχθεί τον Όσιο Νείλο. Έτσι, έστειλαν τον Όσιο σε μοναστήρι που βρισκόταν σε ξένη, Λομβαρδική επαρχία.

Καθ' οδόν προς το μοναστήρι, ο Νείλος εμποδίσθηκε δύο φορές, τη μία από Σαρακηνό και τη δεύτερη από ιππότη. Και οι δύο του υπέδειξαν να γυρίσει πίσω. Παρά ταύτα, ο Νείλος πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ναζαρίου, όπου παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό. Ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, με τον όρο να του επιτραπεί η επιστροφή στο Μερκούρειο μετά από σαράντα ημέρες. Ο ηγούμενος της μονής ήθελε να κάνει τον Νείλο ηγούμενο σε μία κοντινή μονή, αλλά εκείνος ορκίσθηκε πως δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να δεχθεί οποιεσδήποτε τιμές ή υψηλές θέσεις.

Κατόπιν αυτού, ένας από τους πρώην υπηρέτες τον επισκέπτεται, για να τον ενθαρρύνει στη νέα του ζωή. Ο Νείλος ζητά από τον υπηρέτη του να μείνει μαζί του και του δίδει τα ρούχα και το χιτώνα του, αφού ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το ένδυμα που φορούν οι μοναχοί. Στην συνέχεια, ο Νείλος ζητά να του δώσουν ένα δέρμα προβάτου, για να το φορά ως μανδύα. Συγχρόνως, αναγγέλλει την πρώτη του προφητεία, προβλέποντας το θάνατο ενός κακού ευγενούς, ο οποίος διέμενε κοντά στη μονή. Αμέσως μετά, αναχωρεί για το Μερκούρειο.

Ο Όσιος Νείλος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τον Άγιο Φαντίνο  και αναπτύσσεται ένας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Αγίων. Τους περιστοιχίζουν μοναχοί, για να παρακολουθούν τα αναγνώσματα των Γραφών καθώς και τις συζητήσεις τους. Όταν κάποιοι μοναχοί πήγαν σε ένα γέροντα που τον έλεγαν Ιωάννη και ύμνησαν την αρετή του Οσίου Νείλου, ο Ιωάννης πεθύμησε να τον υποβάλλει σε δοκιμασία. Όταν έτυχε να συναντήσει ο Ιωάννης τον Νείλο, του προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι που ο Όσιος δεν έπινε ποτέ. Όμως πήρε το ποτήρι, ζήτησε την ευλογία του Ιωάννου και άδειασε ολόκληρο το ποτήρι. Το έκανε αυτό σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς το γέροντα.

Μετά από λίγο καιρό, δέχθηκε δριμύτατη επίπληξη από τον Ιωάννη, όταν προσπάθησε να διορθώσει την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωάννης σε ένα εδάφιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Νείλος δέχθηκε την επίπληξη με σεβασμό, αλλά βασανιζόταν από τη σκέψη μήπως ο Ιωάννης σκέπτεται αιρετικά. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ο σατανάς στον Όσιο Νείλο, με τη μορφή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προκειμένου να τον πειράξει. Του δίδουν μία ερμηνεία του εδαφίου και εξαφανίζονται. Αργότερα την ίδια ημέρα, αντιλαμβανόμενος πως η ερμηνεία αυτή ήταν αιρετική, σπεύδει ο Όσιος Νείλος στον Ιωάννη και του λέγει όσα έγιναν. Ο Ιωάννης τον αναπαύει και τον ενθαρρύνει.

Μια έντονη επιθυμία γιγαντώνεται μέσα στην καρδιά του Οσίου για ησυχία, και με την ευλογία των εκεί Πατέρων πηγαίνει να μείνει μέσα σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στη μονή.

Ένας από τους συνεχείς πειρασμούς του Οσίου Νείλου είναι η σκέψη πως μπορεί να δει ένα Άγγελο, η μια φλόγα ή φωτιά, ή το Άγιο Πνεύμα, επάνω στην Αγία Τράπεζα που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στη σπηλιά του. Πολεμά αυτόν τον πειρασμό καλύπτοντας τους οφθαλμούς του με ποταμούς δακρύων και κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει όμως να πολεμήσει και σαρκικούς πειρασμούς. Για να τους πολεμήσει, ρίχνει τον εαυτό του επάνω σε αγκάθια και μέσα από τον πόνο κατασβήνει την επιθυμία αυτή.

Κάποτε που ήταν στη Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλή και επιβλητική γυναίκα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από τη μορφή της, που ότι και αν έκανε, δεν μπορούσε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Βλέποντας πως χάνει τη μάχη με αυτή την αδυναμία, στρέφεται προς τον Κύριο με αδιάλειπτη προσευχή. Από τον Εσταυρωμένο που έχει απέναντί του, βλέπει τη μορφή του Χριστού να υψώνει το δεξί Του χέρι και να τον ευλογεί τρείς φορές. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, όπως αναφέρεται στο Βίο, παύει κάθε πόλεμος και ακάθαρτο ερέθισμα στη ζωή του, ώστε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τις πολλές νηστείες και αγρυπνίες του, το απέκτησε διά της ομολογίας της δικής του αδυναμίας.

Κάποτε πλησίασε τον Όσιο ένας μοναχός, ζητώντας να γίνει μαθητής του. Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός κουράσθηκε από τον τρόπο ζωής του Οσίου και άρχισε να φιλονικεί μαζί του. Ο Όσιος αποφάσισε να τον διώξει, αλλά εκείνος του υπενθύμισε πως πρέπει να του δοθούν πίσω τα τρία νομίσματα που του είχε δώσει όταν πρωτοπήγε, τα οποία ήταν να δοθούν στους πτωχούς. Αν και ο Όσιος δεν είχε πλέον τα χρήματα αυτά, πήγε σε ένα κοντινό μοναστήρι και ζήτησε να του τα δανείσουν, τα οποία και εξόφλησε στο μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία αντίγραφα του Ψαλτηρίου.

Ο Όσιος αρχίζει να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όγκου στο λαιμό του, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ομιλία και επίπονη την κατάποση. Ο Όσιος Φαντίνος του ζητά να επιστρέψει στο μοναστήρι, προκειμένου να τον περιποιηθούν. Στο μοναστήρι, ο Νείλος βασανίζεται από τη σκέψη πως αν φάει ψάρια ίσως θεραπευθεί, αλλά η επιθυμία να φάει ψάρι ίσως να προέρχεται από το διάβολο. Ένας άνθρωπος του έφερε λίγα ψάρια, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να τα φάει. Ο Κύριος ανταμείβει την υπομονή και τη γενναιοψυχία του Οσίου και τον απαλλάσσει από τον όγκο διαλύοντάς τον μέσα στο λάρυγγά του. Μετά από αυτό, ο Όσιος επέστρεψε στο σπήλαιό του.

Ο διάβολος εμφανίζεται στον Όσιο, με τη μορφή Αιθίοπα, ο οποίος τον κτυπά στο κεφάλι με ένα μεγάλο ρόπαλο. Ο Νείλος μένει αναίσθητος στη γη και όταν ανασηκώνεται, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπό του είναι πολύ πρησμένο και με πολύ κόπο μπορεί να χρησιμοποιήσει το βραχίονά του. Μένει στην κατάσταση αυτή επί σχεδόν ένα χρόνο, πεπεισμένος πως καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν μπορεί να γιατρέψει πληγές που έχουν προξενηθεί από δαίμονα. Θεραπεύεται, όταν επιστρέφοντας στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του ζητήθηκε να αναγνώσει το Εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ο Όσιος προοδευτικά θεραπευόταν.

Μετά από λίγο καιρό, ο Όσιος Φαντίνος βλέπει ένα εκστατικό όραμα, το οποίο προμηνύει την καταστροφή του Μερκουρείου από τους Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα βιβλία τους πρόκειται όλα να καταστραφούν. Αρνείται να μείνει μέσα στο μοναστήρι και αντ' αυτού περιφέρεται στους γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο με άγρια βότανα. Στη συνέχεια αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μερκούρειο. Οι μοναχοί της μονής του, έρχονται στον Όσιο Νείλο, παρακαλώντας τον να τους αναλάβει και να τους ορίσει κάποιον ηγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμούν για ηγούμενο, αλλά αφήνουν την εκλογή στον Όσιο Νείλο. Ο Όσιος επιστρέφει μαζί τους στη μονή και εκεί επιλέγει ως ηγούμενο τον αδελφό του Οσίου Φαντίνου, τον Λουκά. Ο Λουκάς αρνείται την τιμή, αλλά ο Νείλος τον αναγκάζει να τη δεχθεί.

Μετά την αναχώρηση του Γέροντος Φαντίνου, ο πρώτος πραγματικός μαθητής του, ο μακάριος Στέφανος, έρχεται κοντά του. Ο Στέφανος είναι νεαρός, περίπου είκοσι ετών, αγρότης από πτωχή οικογένεια, που φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι γνωστός για την αθωότητα και την απλότητά του. Πηγαίνει στον Όσιο Νείλο, κάθεται δίπλα του, και περιμένει να του πει ο Όσιος τι επιθυμεί. Όταν ερωτάται, απαντά πως επιθυμεί να γίνει μοναχός. Ο Νείλος προσφέρεται να του δείξει το δρόμο προς τα μοναστήρια, όμως ο Στέφανος του απαντά πως τα γνωρίζει και δεν τον αναπαύουν εσωτερικά. Προτιμά να μείνει με τον Όσιο Νείλο και επιμένει να μαθητεύσει κοντά του. Ο Όσιος τελικά δέχεται να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό και αρχίζει να τον δοκιμάζει, καθώς διαπιστώνει πως ο Στέφανος από τη φύση του είναι μάλλον τεμπέλης. Ο Όσιος προσπαθεί αρχικά να τον διορθώσει και να τον κάνει πιο ευγενή και ανδρείο. Μετά από τριετή προσπάθεια να το επιτύχει αυτό διά της υπομονής και λογικής, ο Όσιος στη συνέχεια αποφασίζει να παιδαγωγήσει πολύ πιο σκληρά τον Στέφανο. Μερικές φορές τον κτυπά στην προσπάθειά του να τον αναγκάσει να αποστηθίσει τις απλές προσευχές και το Ψαλτήρι. Ο Στέφανος υπομένει όλη αυτή τη σκληρή συμπεριφορά με καρτερία και προσπαθεί να υπακούσει. Μέχρι που λέγει στον Όσιο πως δεν ενοχλείται από προσβολές του διαβόλου, αλλά πως το μοναδικό του βάσανο είναι οι συνεχείς προσβολές της ασυγκράτητης επιθυμίας για ύπνο. Ο Όσιος Νείλος του κατασκευάζει ένα σκαμνί με ένα μόνο πόδι, ώστε κάθε φορά που θα τον παίρνει ο ύπνος να πέφτει κάτω. Ο Στέφανος πέφτει κάτω άπειρες φορές τραυματίζοντας ακόμα τα χέρια και το πρόσωπό του.

Ο Όσιος φέρεται πολύ αυστηρά στον Στέφανο. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η τιμωρία που επέβαλε ο Όσιος, όταν ο Στέφανος έσπασε ένα πήλινο δοχείο. Ο Στέφανος πηγαίνει στον Όσιο και του δείχνει τα κομμάτια. Ο Όσιος τότε δένει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους και τα κρεμάει γύρω από το λαιμό του Στεφάνου, κάνοντας τον Στέφανο να στέκεται όρθιος μέσα στην τραπεζαρία ενώ οι άλλοι μοναχοί έτρωγαν, προκειμένου να τους επιδεικνύει το σφάλμα του.

Όμως, ο Όσιος επιδεικνύει μεγάλη ελεημοσύνη στον ευλογημένο Στέφανο. Ρωτά για την κατάσταση της οικογένειας του Στεφάνου στέλνοντας την ηγουμένη Θεοδώρα, μια σεβαστή μοναχή που ζούσε ασκητικά σε ένα κοντινό μοναστήρι με μοναχές, να τους επισκεφθεί. Ο Όσιος μάλιστα της ζητά να φιλοξενήσει τη μητέρα και την αδελφή του ευλογημένου Στεφάνου. Η Θεοδώρα έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρόταση αυτή, έτσι η μητέρα και η αδελφή του Στεφάνου έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους υπηρετώντας πιστά και ειλικρινά τον Θεό μέσα στο μοναστήρι αυτό.

Ήλθε κάποτε μία περίοδος με πολλές εισβολές Σαρακηνών. Όταν οι Σαρακηνοί πλησίασαν την περιοχή του Μερκουρείου, οι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω οχυρά. Ο μακάριος Στέφανος, ο οποίος ευρισκόταν την εποχή εκείνη στη μονή του Αγίου Φαντίνου, κατέφυγε σε ένα οχυρό, χωρίς να επιστρέψει στο σπήλαιο όπου βρισκόταν ο Όσιος Νείλος. Ο Όσιος αρχίζει να ανησυχεί για το μαθητή του Στέφανο. Όταν, πηγαίνοντας στο μοναστήρι του Αγίου Φαντίνου το βρίσκει λεηλατημένο και εγκαταλελειμμένο, νομίζει πως ο Στέφανος είναι αιχμάλωτος των Σαρακηνών και αρχίζει να λέγει στον εαυτό του πως εάν ο Στέφανος ήταν αιχμάλωτος, τότε και ο ίδιος θέλει να μοιρασθεί την αιχμαλωσία του. Αν και φοβάται τη σκληρότητα των Σαρακηνών, νοιώθει την υποχρέωση ως Χριστιανός να δώσει τη ζωή του για το φίλο του. Έτσι, αναχωρεί προς αναζήτηση των Σαρακηνών. Μόλις όμως κατάλαβε πως τους βρήκε, όλοι τους φαίνεται να τον αναγνώρισαν και πέφτουν στα γόνατα μπροστά του, βγάζοντας από τα κεφάλια τους τα τουρμπάνια τους. Ο Όσιος τότε αναγνωρίζει πως είναι άνδρες του οχυρού που έχουν μεταμφιεσθεί σε Σαρακηνούς, προκειμένου να προφυλάξουν την περιοχή. Από αυτούς μαθαίνει πως όλοι είναι ασφαλείς, ακόμα και ο Στέφανος.

Όσο έμενε ο Στέφανος στο μοναστήρι, για να βοηθήσει στη συγκομιδή, διδάχθηκε από ένα γέροντα πως να φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ένα τέτοιο καλάθι στον Όσιο Νείλο στο σπήλαιό του, πιστεύοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε. Όμως ο Όσιος του δίδει εντολή να το καταστρέψει αμέσως, επειδή το έφτιαξε χωρίς την ευλογία του. Ο ίδιος γέροντας πηγαίνει αργότερα στον Όσιο Νείλο και τον ρωτά εάν ο Στέφανος μπορεί να τον βοηθήσει να μαζέψει άχυρο. Ο Όσιος δίδει τη συγκατάθεσή του. Όταν επιστρέφουν, ο γέροντας του λέγει με έντονο παράπονο πως έχασε το Ψαλτήρι του. Ο Νείλος επιπλήττει τον Στέφανο που επέτρεψε να συμβεί αυτό, καθώς και για την απροσεξία του να μην έχει παρατηρήσει που είχε αφεθεί το Ψαλτήρι. Τότε του λέγει πως οφείλει να δώσει στον ηλικιωμένο μοναχό το δικό του Ψαλτήρι.

Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον Στέφανο στο Ροσσάνο, για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος.

Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.

Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Το μοναστήρι συνεχώς μεγάλωνε, όμως ο Όσιος Νείλος, λόγῳ της βαθιάς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωρούσε τον τίτλο του ηγούμενου σε άλλον. Ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο αυτό ήταν ο μοναχός Πρόκλος, ένας άνδρας ευρείας μορφώσεως, που πριν ακόμα γίνει μοναχός, νήστευε στα νιάτα του, μελετούσε το Ψαλτήρι καθημερινά και έκανε πολλές μετάνοιες ημερησίως. Ως μοναχός, ζούσε αυστηρά ασκητικό βίο, όμως έπρεπε να μάχεται εναντίον πολλών ασθενειών.

Την εποχή ενός τρομερού σεισμού, τον οποίο ακολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ο Όσιος Νείλος πήγε στο Ροσσάνο. Το μόνο κτήριο πού έμεινε όρθιο ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη. Το μεγαλύτερο θαύμα όμως ήταν πως δεν είχε πάθει κακό κανένας άνθρωπος ή ζώο. Όταν έμαθε γι' αυτό ο Όσιος Νείλος, κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκεί, βρήκε στο δρόμο ένα παλαιό δέρμα λύκου, το οποίο φόρεσε, για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Τα παιδιά της πόλεως έτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες και φωνάζοντας «Εσύ, Βούλγαρε!», ενώ άλλοι τον αποκαλούσαν «Φράγκο» ή «Αρμένιο» . Ο Όσιος Νείλος προχώρησε σιωπηλά προς τον καθεδρικό ναό, όπου έβγαλε το δέρμα του λύκου και εισήλθε μέσα στο ναό, για να κλάψει μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ήταν οδηγός και προστάτιδά του. Εκεί, ο φύλακας του ναού, ονόματι Κανίσκας, ο οποίος είναι ο πρώην διδάσκαλος του Οσίου Νείλου, μαζί με μερικούς άλλους ιερείς εκπλήσσονται με την επίσκεψή του στο Ροσσάνο. Ο Όσιος Νείλος απηύθυνε κάποιο λόγο στους παριστάμενους και, αφού τους είπε να αποχωρήσουν, έμεινε με τον Κανίσκα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την απληστία του. Όμως ο Κανίσκας συνεχώς πρόβαλε δικαιολογίες για τις αμαρτίες του. Τελικά, ο Όσιος Νείλος του είπε πως κάποτε θα επιθυμήσει να μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ αργά να το κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ο Όσιος Νείλος ασθένησε και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι του. Τότε έλαβε επιστολή από τον Κανίσκα, ο οποίος τον εκλιπαρούσε να πάει κοντά του και να του αφαιρέσει τα πλούτη του, πριν τον κρατήσει δέσμιο ο διάβολος τη στιγμή του θανάτου. Ο Όσιος Νείλος αμέσως θεραπεύθηκε από την ασθένειά του και η μόνη αντίδρασή του ήταν να υμνήσει τον Θεό, ο Οποίος στην άμετρή Του πρόνοια δεν επέτρεψε να κάνει αυτό πού το θείο θέλημα δεν επιθυμούσε.

Μετά από αυτό το γεγονός, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Όσιο, ο οποίος αμέσως πήγε κοντά στους μοναχούς του, καθ' ότι ο διάβολος τριγυρνούσε ανάμεσά τους αναζητώντας να καταβροχθίσει κάποιον. Ο Όσιος Νείλος περπατούσε ανάμεσα στους αδελφούς του ακατάπαυστα ολόκληρη την ημέρα προτρέποντάς τους να επικαλούνται το Όνομα του Ιησού Χριστού, για να διώξουν μακριά το διάβολο. Τελικά, τη δεκάτη ώρα, ο διάβολος έριξε στο έδαφος ένα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ένα σκυλί. Ο Βίος σχολιάζει πως ο διάβολος στην πραγματικότητα είχε σκοπό να το κάνει αυτό σε έναν από τους μοναχούς, αλλά εμποδίσθηκε από τον Όσιο, ο οποίος ήταν ως Άγγελος Κυρίου που τειχίζει αυτούς που έχουν φόβο Θεού και τους λυτρώνει.

Ο Όσιος Νείλος δυσφορούσε καθώς διαπίστωνε πως οι μοναχοί δεν πρόκοπταν στην αρετή. Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την υπακοή των μοναχών του, για να διαπιστώσει εάν πρέπει να συνεχίσει να ζει μαζί τους ή όχι. Γι' αυτό το σκοπό πρόσταξε τους μοναχούς να κόψουν τα πλεονάζοντα κλήματα της μονής, αφήνοντας μόνο όσα χρειάζονται. Οι μοναχοί δεν απάντησαν, μόνο βγήκαν έξω και προχώρησαν να κάνουν αυτό που τους πρόσταξε ο Όσιος Νείλος. Όταν ο Όσιος είδε την υπακοή τους, έδωσε υπόσχεση στον Θεό πως δεν θα προτιμήσει τίποτε επάνω από αυτούς.

Κοντά στο Ροσσάνο υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αναστασία, το οποίο είχε οικοδομηθεί από τον Ευπράξιο, ένα Βυζαντινό αξιωματικό, ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η φροντίδα του παρεκκλησίου είχε ανατεθεί στο μοναχό Αντώνιο, ο οποίος, πριν το θάνατό του, το παρέδωσε στον Όσιο Νείλο. Εκεί ο Όσιος οικοδόμησε μοναστήρι, για τις μοναχές που ζούσαν στα διάφορα μέρη της περιοχής εκείνης.

Ο Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ο δομέστικος Λέων, μαζί με τους ηγέτες του Ροσσάνο και πολλοί εκ του κλήρου και των λαϊκών πήγαν κάποτε στον Όσιο. Είχαν συζητήσει καθ' οδόν τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να θέσουν στον Όσιο Νείλο, για να τον δοκιμάσουν. Όταν τους αντιλήφθηκε ο Όσιος, προσευχήθηκε στον Χριστό, λέγοντας πως γνωρίζει ότι έρχονται για μάταιους λόγους να τον επισκεφθούν, και συνεπώς χρειάζεται θεία βοήθεια να πει αυτά πού είναι απαραίτητα, αλλά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Όσιος τελικά προχώρησε σε μία μακροσκελή ομιλία περί της ανάγκης για αρετή και την εγκατάλειψη πονηρών ατραπών. Η ομιλία αυτή βοήθησε τους ανθρώπους να ζητήσουν μεγαλόφωνα το έλεος του Θεού. Μετά από αυτό, έθεσαν πολλά ερωτήματα στον Όσιο, αλλά εκείνος χειριζόταν τα ερωτήματά τους με τρόπο ώστε οι ερωτούντες να αναγκάζονται να εξετάσουν τις δικές τους ζωές.

Κάποτε μερικοί από το Ροσσάνο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσαν ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Οσίου Νείλου ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστού Ευπραξίου, λέγοντας πως ο Όσιος είχε πάρει τιμαλφή από το μοναστήρι του, μαζί με όλα τα αντικείμενα του μοναχού Αντωνίου. Ο Ευπράξιος ήλθε στο Ροσσάνο μετά από το διορισμό του ως αυτοκρατορικού δικαστού για την Ιταλία και την Καλαβρία. Όλοι οι ηγούμενοι της περιοχής ήλθαν να τον υποδεχθούν κατά την άφιξή του, όμως ο Όσιος Νείλος έμεινε σε απόσταση, επιθυμώντας να μην παγιδευτεί σε όλη την πομπώδη αυτή επίδειξη κολακείας. Παρέμεινε μέσα στο μοναστήρι του, προσευχόμενος για τη σωτηρία όλου του κόσμου και την ψυχή εκείνου του αξιωματικού. Νοιώθοντας περιφρονημένος από αυτή τη σκόπιμη απουσία του Οσίου Νείλου, ο δικαστής άρχισε να σκέπτεται πως θα τον τιμωρήσει. Όμως γρήγορα αρρώστησε από γάγγραινα. Παρέμεινε άρρωστος επί τρία χρόνια. Ο Όσιος Νείλος τον επισκέφθηκε και ο δικαστής φίλησε τα πόδια Οσίου και του εζήτησε να τον κείρει μοναχό. Αφού έγινε μοναχός, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και παρέδωσε το πνεύμα.

Ο στρατηγός του Θέματος της Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στον Όσιο Νείλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν, το οποίο απέκτησε όταν τα στρατεύματά του κατέκτησαν την Κρήτη. Ο Όσιος αρνήθηκε να δεχθεί το παραμικρό μέρος αυτού του ποσού και συμβούλευσε το στρατηγό να δώσει τα χρήματα στον καθεδρικό ναό της πόλεως. Ο Βασίλειος ερώτησε τον Όσιο εάν μπορεί τουλάχιστον να κτίσει ένα παρεκκλήσι για το μοναστήρι, το οποίο διέθετε μόνο ένα μικρό ναό φτιαγμένο από λάσπη. Η απάντηση του Οσίου Νείλου όμως τους ξαφνιάζει, καθ' ότι τους λέγει πως δεν χρειάζεται να κτίσουν τίποτε, εφ' όσον η Καλαβρία σύντομα θα πέσει ολόκληρη στα χέρια των Σαρακηνών. Έτσι ο Όσιος αποφασίζει να φύγει από την Καλαβρία και πηγαίνει στην Κάπουα. Αργότερα φθάνει στη Ρώμη και μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται από τον Θεό στον τόπο που πρόκειται να ενταφιασθεί. Φθάνει στην πόλη του Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά από τη Ρώμη, και πηγαίνει στη μονή της Αγίας Αγάθης, όπου υπάρχουν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο πρίγκηπας του Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστός για την τυραννικότητα και την αδικία του, έρχεται στον Όσιο και, βάζοντας εδαφιαία μετάνοια στα πόδια του Οσίου, του λέγει πως δεν είναι άξιος, λόγῳ των πολλών του αμαρτιών, να δεχθεί τον Όσιο κάτω από την στέγη του, αλλά διαπιστώνει πως ο Όσιος, όπως ο Κύριος, προτιμά τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Ο πρίγκηπας τότε προσφέρει το σπίτι του, όλες τις εκτάσεις του και το οχυρό του. Ο Όσιος Νείλος όμως του δηλώνει πως χρειάζεται μόνο ένα μικρό μέρος της εκτάσεως, όπου μπορεί να ζήσει σε ησυχία και όπου οι μοναχοί του μπορούν να εξιλεωθούν ενώπιον Θεού για τις αμαρτίες τους και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.

Ενώ η πλειοψηφία των μοναχών παρέμεινε σε απόσταση από τον τόπο της ασκήσεως του Οσίου Νείλου, ο Όσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Παύλος. Ο Όσιος του παρέδωσε τα μοναδικά του επίγεια υπάρχοντα, που ήταν λίγα κουρέλια, και ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού. Μετά από αυτό, ο Όσιος Νείλος τους ευλόγησε και οι μοναχοί τον μετέφεραν μέσα στο ναό, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, το έτος 1003 μ.Χ., ένας από τους μοναχούς τον άκουσε να προφέρει τα εξής λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».

Ο Όσιος Νείλος συνέθεσε ύμνους στον Όσιο Βενέδικτο, τους οποίους έμελψε μετά μελωδικής ψαλμωδίας σε παννυχίδα και μετά εξηκονταμελούς χορού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (Μετάσταση)

Αρκετοί είχαν την άποψη ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε, αλλά μετατέθηκε στην άλλη ζωή, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Αφορμή γι' αυτή την άποψη έδωσε το γνωστό ευαγγελικό χωρίο, Ιωάννου κα’ 22. Όμως, ο αμέσως επόμενος στίχος κα' 23 διευκρινίζει τα πράγματα.

Η παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι η έξης: Ο Ιωάννης σε βαθειά γεράματα πέθανε στην Έφεσο και τάφηκε έξω απ' αυτή. Αλλά μετά από μερικές ήμερες, όταν οι μαθητές του επισκέφθηκαν τον τάφο, βρήκαν αυτόν κενό. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβη ότι και με την Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ο Ιωάννης ναι μεν πέθανε και ετάφη, αλλά μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή, για την οποία ο ίδιος, να τί λέει σχετικά: «Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει» (Α' επιστολή Ιωάννου, ε' 12). Εκείνος, δηλαδή, που είναι ενωμένος μέσω της πίστης με το Χριστό και τον έχει δικό του, έχει την αληθινή και αιώνια ζωή. Εκείνος, όμως, που δεν έχει τον Υιό του Θεού, να έχει υπ’ όψιν του πως δεν έχει και την αληθινή και αιώνια ζωή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε, τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Ὁ Οἶκος
Ὕψη οὐράνια ἐκμανθάνειν, καὶ θαλάσσης τὰ βάθη ἔρευναν, τολμηρὸν ὑπάρχει καὶ ἀκατάληπτον, ὥσπερ οὖν ἄστρα ἑξαριθμῆσαι, καὶ παράλιον ψάμμον οὐκ ἔστιν ὅλως, οὕτως οὔτε τὰ τοῦ Θεολόγου εἰπεῖν ἱκανόν, τοσούτοις αὐτὸν στεφάνοις ὁ Χριστός, ὃν ἠγάπησεν ἔστεψεν! οὗ τῷ στήθει ἀνέπεσε, καὶ ἐν τῷ μυστικῷ δείπνῳ συνειστιάθη, ὡς Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.

Ἔχεις ποτέ σκεφτεῖ ὅτι ὅλα που ἀφοροῦν ἐσένα, ἀφοροῦν καί Ἐμένα; Διότι αὐτά πού ἀφοροῦν ἐσένα ἀφοροῦν τήν κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ Μου.
Εἶσαι πολύτιμη στά μάτια Μου (ὁμιλεῖ γιά τήν ψυχή), καί σέ ἔχω ἀγαπήσει, γιά αὐτό εἶναι ἰδιαίτερη χαρά γιά Μένα νά σέ ἐκπαιδεύεω.
Ὅταν οἱ πειρασμοί ἔρχονται ἐπάνω σου καί ὁ πολέμιος, σάν τό ποτάμι, θέλω νά ξέρεις ὅτι,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι ἡ ἀδυναμία σου ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν δύναμή Μου, καί ἡ ἀσφάλειά σου βρίσκεται στό νά Μέ ἀφήσεις νά σέ προστατεύω.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι, ὅταν βρίσκεσαι σέ δύσκολες συνθῆκες, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού δέν σέ καταλαβαίνουν, δέν λογαριάζουν αὐτά πού σοῦ εἶναι εὐάρεστα, καί σέ ἀπομακρύνουν,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Εἶμαι ὁ Θεός σου, οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς εἶναι στά χέρια μου, δέν βρέθηκες τυχαῖα στή θέση σου, εἶναι ἀκριβῶς ἡ θέση πού σοῦ ἔχω ὁρίσει.
Δέν Μέ παρακαλοῦσες νά σοῦ μάθω τήν ταπείνωση; Καί νά, σέ ἔβαλα σ’αὐτο ἀκριβῶς τό περιβάλλον, στό σχολεῖο ὅπου διδάσκουν αὐτό τά μάθημα.
Τό περιβάλλον σου, καί αὐτοί πού ζοῦν γύρω σου, μόνο ἐκτελοῦν τό θέλημά Μου. Ἔχεις οἰκονομικές δυσκολίες καί μόλις τά βγάζεις πέρα, νά ξέρεις ὅτι,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι Ἐγώ διαθέτω τά χρήματά σου καί νά καταφεύγεις σέ Μένα, καί νά γνωρίζεις ὅτι ἐξαρτᾶσαι ἀπό Μένα.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι τά ἀποθέματά Μου εἶναι ἀνεξάντλητα, καί νά βεβαιωθεῖς ὅτι εἶμαι πιστός στίς ὑποσχέσεις Μου.
Νά μήν συμβεῖ ποτέ νά σοῦ ποῦν στήν ἀνάγκη σου «Μήν πιστεύεις στόν Κύριο καί Θεό σου» .
Ἔχεις περάσει ποτέ νύχτα μέσα στήν θλίψη; Εἶσαι χωρισμένος ἀπό τούς συγγενεῖς σου, τους ἀνθρώπου πού ἀγαπᾶς;
Σοῦ τό ἐπέτρεψα γιά νά στραφεῖς σέ Μένα, καί σέ Μένα νά βρεῖς τήν αἰώνια παρηγοριά καί ἀνακούφιση.
Σε ξεγέλασε ὁ φίλος σου ἤ κάποιος , πού τοῦ εἶχες ἀνοίξει τήν καρδιά σου,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Ἔγώ ἐπέτρεψα νά σέ ἀγγίξει αὐτή ἡ ἀπογοήτευση, γιά νά μάθεις ὅτι ὁ καλύτερος φίλος σου εἶναι ὁ Κύριος.
Θέλω νά τά φέρνεις ὅλα σέ Μένα καί ὅλα νά Μοῦ τά λές.
Σέ συκοφάντησε κάποιος, νά τό ἀφήσεις σέ Μένα, σέ Μένα νά προσκολληθεῖς, σέ Μένα ἡ καταφυγή σου, γιά νά κρυφτεῖς ἀπό τήν ἀντιλογία ἐθνῶν.
Θά κάνω τήν δικαιοσύνη σου νά λάμψει σάν τό φῶς καί τήν ζωή σου, σάν μέρα μεσημέρι.
Καταστράφηκαν τά σχέδιά σου, λύγισε ἡ ψυχή σου καί εἶναι ἐξαντλημένη,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Ἔκανες σχέδια καί εἶχες δικούς σου σκοπούς, Μοῦ τά ἔφερες νά τά εὐλογήσω.
Ἀλλά Ἐγώ θέλω νά ἀφήσεις σέ Μένα, νά κατευθύνω καί νά χειραγωγῶ τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς σου, διότι εἶσαι τό ὀρφανό καί ὄχι πρωταγωνιστής.
Σέ βρῆκαν ἀπροσδόκητες ἀποτυχίες, καί ἡ ἀπελπισία κατέλαβε τήν καρδιά σου, νά ξέρεις,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Διότι μ’αὐτή τήν κούραση καί τό ἄγχος δοκιμάζω πόσο ἰσχυρή εἶναι ἡ πίστη σου στίς ὑποσχέσεις Μου καί τήν παρρησία σου στήν προσευχή γιά τούς συγγενεῖς σου.
Δέν ἤσουν εσύ πού ἐμπιστεύτηκες τίς φροντίδες γι’αὐτούς στήν προνοητική ἀγάπη Μου; Δέν εἶσαι ἐσύ πού καί τώρα τούς ἀφήνεις στήν προστασία τῆς Πανάγνου Μητέρας Μου;
Σέ βρῆκε σοβαρή ἀσθένεια, πού μπορεῖ νά γιατρευτεῖ ἤ εἶναι ἀθεράπευτη, καί σέ κάρφωσε στό κρεββάτι σου,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Ἐπειδή θέλω νά Μέ γνωρίσεις πιό βαθειά, μέσω τῆς σωματικῆς ἀσθένειας καί νά μήν γογγύζεις γι’αὐτή τή δοκιμασία πού σοῦ στέλνεται,
Καί νά μήν προσπαθεῖς νά καταλάβεις τά σχέδιά Μου, τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων μέ διάφορους τρόπους, ἀλλά ἀγόγγυστα καί ταπεινά νά σκύψεις τό κεφάλι σου μπροστά στήν ἀγαθότητά Μου.
Ὁνειρευόσουν νά κάνεις κάτι ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο γιά Μένα καί ἀντί νά τό κάνεις ἔπεσες στό κρεβάτι τοῦ πόνου,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Διότι τότε θά ἤσουν βυθισμένος στά δικά σου ἔργα, καί Ἐγώ δέν θά μποροῦσα νά προσελκύσω τίς σκέψεις σου σέ Μένα,
ἀλλά Ἐγώ θέλω νά σοῦ διδάσκω τίς βαθύτατες σκέψεις καί τά μαθήματά Μου, γιά νά Μέ ὑπηρετεῖς.
Θέλω νά σέ μάθω νά συναισθάνεσαι πώς εἶσαι τίποτα χωρίς Ἐμένα.
Μερικοί ἀπό τους καλύτερους υἱούς μου εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τήν δραστική ζωή, γιά νά μάθουν νά χειρίζονται τό ὅπλο τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς.
Κλήθηκες ἀπροσδόκητα νά ἀναλάβεις μία δύσκολη καί ὑπεύθυνη θέση, στηριγμένη σέ Μένα.
Σοῦ ἐμπιστεύομαι τίς δυσκολίες αὐτές, καί γι΄ αὐτό θά σέ εὐλόγηση Κύριος ὁ Θεός σου σ’ὅλα τά ἔργα σου, σ’ὅλους τούς δρόμους σου σ’ὅλα, Καθοδηγητής καί Δάσκαλός σου θά εἶναι ὁ Κύριός σου.
Τήν ἡμέρα αὐτή, στά χέρια σου, τέκνο Μου ἔδωσα αὐτό τό δοχεῖο μέ τό θεῖο μῦρο, νά τό χρησιμοποιεῖς ἐλεύθερα.
Νά θυμᾶσαι πάντοτε ὅτι κάθε δυσκολία πού θά συναντήσεις, κάθε προκλητική λέξη, κάθε διαβολή καί κατάκριση, κάθε ἐμπόδιο στά ἔργα σου, πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει ἀγανάκτηση καί ἀπογοήτευση, κάθε φανέρωση τῆς ἀδυναμίας καί τῆς ἀνικανότητάς σου, θά χρίεται μ’αὐτό τά ἔλαιο,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Νά θυμᾶσαι πώς κάθε ἐμπόδιο εἶναι νουθεσία ἀπό τόν Θεό, καί γι’ αὐτό νά βάλεις στήν καρδιά σου αὐτόν τό λόγο, πού σοῦ ἔχω ἀποκαλύψει τήν ἡμέρα αὐτή,
Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Νά ξέρεις καί νά θυμᾶσαι –πάντα, ὅπου καί νά εἶσαι,
ὅτι ὁποιοδήποτε κεντρί, θά ἀμβλυνθεῖ μόλις θά μάθεις σέ ὅλα νά βλέπεις Ἐμένα.
Ὅλα σου στάλθηκαν ἀπό Μένα, γιά τήν τελείωση τῆς ψυχῆς σου,
Ὅλα αὐτά ἦταν ἀπό Μένα.
(Ἁγ. Σεραφείμ τῆς Βίριτσα)

“Το παιδί πρέπει να εξομολογείται πρώτα στην μητέρα και μετά στον Πνευματικό” (Οσίου Παϊσίου)

Τα παιδιά πρέπει να συζητούν με τους γονείς τους, να τους λένε τους λογισμούς τους.
Όπως ο μοναχός στο μοναστήρι έχει τον Γέροντά του, στον οποίο λέει τους λογισμούς του και βοηθιέται, έτσι και το παιδί πρέπει να έχει μια αναφορά στους γονείς.
Κανονικά το παιδί πρέπει να εξομολογείται πρώτα στην μητέρα και μετά στον Πνευματικό.
Γιατί, όπως όταν χτυπήσει το παιδί το πόδι του, οι γονείς πηγαίνουν μαζί του στο γιατρό και ρωτούν τι πρέπει να κάνουν, για να θεραπευθεί το πόδι, έτσι πρέπει να ξέρουν και τι προβλήματα έχει το παιδί για να το βοηθήσουν.
Αν το παιδί λέει τα προβλήματά του μόνο στον Πνευματικό, πώς μπορούν οι γονείς να το βοηθήσουν, αφού δεν ξέρουν τι το απασχολεί;
Από το βιβλίο: Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου Λόγοι Δ΄, σ. 130

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Ευφροσύνη Θυγατέρα Παφνουτίου του Αιγυπτίου

Η Οσία Ευφροσύνη έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του μικρού [περί το 410 μ.Χ.), ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πλουσιότερος της Αλεξάνδρειας και μαζί με τη σύζυγο του διακρίνονταν για τη θερμή πίστη τους στο Θεό.

Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε ακόμα πιο φιλόστοργα στην επιμέλεια της κόρης του. Όταν η Ευφροσύνη έφθασε στο 18ο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας της θέλησε να την παντρέψει με ένα νέο υψηλής κοινωνικής τάξης.

Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης είχε καταλάβει ο θείος έρωτας. Ο γάμος και οι κοσμικότητες θα της ήταν εμπόδιο να αφιερωθεί συστηματικά στην ελεημοσύνη και στην υπηρεσία του πλησίον. Γι’ αυτό κάποια μέρα, αφού διαμοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, έφυγε κρυφά από το σπίτι, και μετά από πολλές περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ανδρικά σε κοινόβιο ανδρικό μοναστήρι. Εκεί πήρε το όνομα Σμάραγδος και όλοι οι μοναχοί θαύμαζαν τον πνευματικό της αγώνα και τη διακονία που πρόθυμα πρόσφερε σε όλους.

Έζησε στο μοναστήρι 38 χρόνια. Στο τέλος της ζωής της συναντήθηκε και με τον πατέρα της, όταν και αυτός έγινε μοναχός στο ίδιο μοναστήρι. Έτσι, με τη ζωή της η Ευφροσύνη μας υπενθυμίζει τα λόγια της Αγίας Γραφής, που λένε: «ἀρνησάμενοι τᾶς κοσμικᾶς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι» (Προς Τίτον, Β' 12). Δηλαδή, αφού αρνηθούμε τις επιθυμίες του ματαίου και αμαρτωλού αυτού κόσμου, να ζήσουμε στον παρόντα αιώνα με εγκράτεια στη ζωή μας, με δικαιοσύνη προς τους συνανθρώπους μας και με ευσέβεια προς το Θεό.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρόνιμη καὶ ἀδιάφθορος, κοτηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες, ὅθεν ἐν μέσω τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τὴ πολιτεία σου ἀπήμβλυνας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἐν τῇ ἀσκήσει τὸ θῆλυ ἐκάλυψας, ἐν τῇ κοιμήσει τοὺς πάντας ἐξέπληξας, Εὐφροσύνη ἀνύσασα ἀνδρικῶς, νεᾶνις οὖσα λαμπρά, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς τῶν κινδύνων ἀπαλλάττεις τοὺς τιμῶντάς σε.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, τυχεῖν ἐπιποθήσασα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν ἀνέμιξας, ἀνάμεσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Ὁ Οἶκος
Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ θυμηδίᾳ, τάς ψυχὰς εὐφρανθέντες, ἀναστῶμεν σπουδῇ ἀκοῦσαι λόγον παράδοξον· ὑπερβαίνει γὰρ ἔννοιαν πᾶσαν τὸ διήγημα τοῦτο καὶ καταπλήττει, ὅτι γυνὴ ἐν μέσῳ ἀνδρῶν καταμένουσα, ἐνίκησε τὸν Βελίαρ, καὶ τὸ πῦρ κατεπάτησε τῶν ἡδονῶν, καὶ οὐκ ἐφλέχθη τὸ σύνολον· τὸν Χριστὸν γὰρ ποθοῦσα ἡ ἄσπιλος, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησε.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς μὲ τὰ λόγια σου

 Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, «Τιμώρησε τον εχθρό μου», έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό.
Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πως μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
  Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέτυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δικές σου αμαρτίες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακάθαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Άνθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου.
  Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντολή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διάβολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλογίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου; «Μα αδικήθηκα», λες, «και είμαι πικραμένος». Τότε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ.
  Ο συνάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι’ αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του. Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύχουμε τη βασιλεία των ουρανών.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος