Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

«Νὰ προσεύχεσαι ὅπως μπορεῖς,γιὰ νὰ φτάσεις νὰ προσεύχεσαι ὅπως πρέπει»

-Πῶς νὰ προσευχόμαστε;
-Ὁ γέροντας Θεόφιλος ἀπὸ τὴν μονὴ Σίμπατα ἔλεγε στοὺς χριστιανούς: «Νὰ προσεύχεσαι ὅπως μπορεῖς, γιὰ νὰ φτάσεις νὰ προσεύχεσαι ὅπως πρέπει». Ὁ καλύτερος δάσκαλος τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἴδια ἡ προσευχή. Σοῦ λέει πὼς νὰ προσεύχεσαι. Ἐσὺ προσευχήσου καὶ θὰ σοῦ πεῖ ἐκείνη πὼς νὰ προσευχηθεῖς. Μόνο νὰ τὴν ὑπακοῦς.

Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:

«Ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ τὴν ἀκούσει ὁ Θεός»;
   Ἐὰν ἐμεῖς δὲν ἀκοῦμε τὶς ἴδιες μας τὶς προσευχές,ἐὰν δὲν εἴμαστε παρόντες,ἐὰν τὶς λέμε τυπικὰ καὶ τὸ μυαλό μας καὶ οἱ αἰσθήσεις μᾶς βρίσκονται ἀλλοῦ,τότε πῶς θ'ἀκούσει ὁ Θεὸς αὐτὸ ποῦ τοῦ ζητάς;Πρέπει νὰ τὴν ζεῖς μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὴν  ψυχή.Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ ἐσένα γιὰ νὰ φτάσει στὸ Θεό.Ἡ ἀναρρίχηση πρὸς τὸν Θεὸ γίνεται ξεκινώντας ἀπὸ μέσα μας.Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ νὰ φτάσει ἡ προσευχὴ στὸν Θεό.

....ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνας διάλογος μὲ τὸν Θεό.Ἀνοίγεις τὴν καρδιά σου μπροστά Του.Γίνεστε φίλοι καὶ συνοδοιπόροι.Δὲν πρέπει μὲ τὸ ποὺ ἀρχίζει ἡ προσευχὴ νὰ ζητᾶς.Πρῶτα πρέπει νὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεό.Ἂν τὸ σκέφτεις ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι νὰ τὸ κάνεις.Ἕνας ἄλλος κανόνας εἶναι πὼς πρέπει νὰ ἀναγνωρίσεις τὸ λάθος σου.Δὲν μπορεῖς νὰ φορτώσεις τὸν Θεὸ μὲ τὰ προβλήματά σου,μὲ τὶς ἀνάγκες σου,ἐὰν δὲν ἀναλάβεις τὶς εὐθύνες σου.Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσεις τὰ λάθη σου.Καθημερινὰ φορτώνομαστε μὲ πράγματα καλὰ καὶ ἄσχημα.'Ὅταν φορτώνουμε πολὺ καὶ δὲν ἀντέχουμε πιὰ τὸ βάρος,τότε μὲ τὴν προσευχὴ παίρνουμε αὐτὸ τὸ βάρος καὶ τὸ ἐναποθέτουμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ἐσὺ μένεις ἀδιάφορος,πὼς δὲν σ'ἐνδιαφέρει πιὰ-ἀντιθέτως-ἡ σχέση σου μαζί Του γίνεται πιὸ οὐσιώδης καὶ πιὸ σωστή.


π. Ἰουστίνος Μίρον, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ὀάσα-Ρουμανία

Γέροντας Πορφύριος: «Μέσα στὴν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μὲ κάθε δυστυχισμένο καὶ πονεμένο κι ἁμαρτωλὸ»

Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ μποῦμε στὴν Ἐκκλησία. Νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, μὲ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες ὅλων. Νὰ τοὺς νιώθουμε δικούς μας, νὰ προσευχόμαστε γιὰ ὅλους, νὰ πονᾶμε γιὰ τὴν σωτηρία τους, νὰ ξεχνᾶμε τοὺς ἑαυτούς μας. Νὰ κάνομε τὸ πᾶν γι' αὐτούς, ὅπως ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μὲ κάθε δυστυχισμένο καὶ πονεμένο κι ἁμαρτωλό. Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ θέλει νὰ σωθεῖ μόνος του, χωρὶς νὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι.
Εἶναι λάθος νὰ προσεύχεται κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε νὰ μὴ χαθεῖ κανείς· νὰ μποῦν ὅλοι στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἔχει ἀξία.


Καὶ μ' αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία πρέπει νὰ φύγει κανεὶς ἀπ' τὸν κόσμο, γιὰ νὰ πάει στὸ μοναστήρι ἡ στὴν ἔρημο.

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.

Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.

Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.

Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Εἶναι πολὺ ἀργά;

 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ λέει ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε, ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ζοῦμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας σὰν νὰ γράφουμε βιαστικά, ἀπρόσεχτα, ἕνα πρόχειρο γραφτὸ ποὺ μιὰ μέρα θὰ καθαρογραφεῖ.
  Εἶναι σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κτίσουμε καὶ μαζεύουμε ὅλα τα χρειώδη ποὺ ἀργότερα θὰ ὀργανωθοῦν σὲ ὀμορφιά, ἁρμονία καὶ νόημα. Ζοῦμε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, δίχως νὰ ὁλοκληρώνουμε ἢ νὰ τελειοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστά μας.
Λέμε στὸν ἑαυτό μας: ἀργότερα θὰ κάνω κάτι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀργότερα, κάποια μέρα θὰ κάνω τὸ καθαρογράψιμο. Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ δὲν κάνουμε τίποτε.

  Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε ὅσα ἡ προηγούμενη περίοδος μᾶς ἔχει ἐπιτρέψει νὰ κάνουμε.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μιὰ ὄμορφη καὶ γεμάτη νεότητα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ὅπως δὲν μποροῦμε, σὲ μεγάλη ἡλικία, νὰ ἀποκαλύψουμε στὸν Θεὸ καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἤμασταν στὰ χρόνια της ὡριμότητας.
  Ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ ὅλα τα πράγματα, ἀλλά, μόλις περάσει, δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ γίνουν αὐτά.
Ὁ Βίκτωρ Οὐγκῶ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει φωτιὰ στὰ μάτια τῶν νέων, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει καὶ φῶς στὰ μάτια τῶν γερόντων.
  Ὁ καιρὸς τῆς δυνατῆς φωτιᾶς περνᾶ, ὁ καιρὸς τοῦ φωτὸς πλησιάζει, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ γίνουμε φῶς, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν γίνει τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμασταν φωτιά.
Ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός.
Ὅταν μᾶς λένε ὅτι πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δώσουν φόβο γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ ζήσουμε μὲ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ θὰ εἴχαμε ἂν συνειδητοποιούσαμε ὅτι κάθε στιγμὴ εἶναι μόνο ἡ στιγμὴ ποῦ κατέχουμε, καὶ ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς πρέπει νὰ εἶναι τέλεια: μᾶς ὑποδεικνύεται ὄχι τὸ βάθος ἀλλὰ ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ὄχι μιὰ ἥττα ἀλλὰ ἕνας θρίαμβος.
Ἔτσι, ἡ μνήμη θανάτου φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ κάνει τελικὰ τὴ ζωὴ ἔντονη.

Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσουν γιὰ κάποια περίοδο μ' ἕναν ἑτοιμοθάνατο, μ' ἕνα πρόσωπο ποὺ γνωρίζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἔχουν συνειδητοποιήσει κι αὐτοὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουν τὸ τί μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ σχέση ἡ παρουσία τοῦ θανάτου.
Σημαίνει πὼς κάθε λέξη ὀφείλει νὰ περιλαμβάνει ὅλο το σεβασμό, ὅλη τὴν ὀμορφιά, ὅλη τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πιθανῶς νὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση νάρκης σ' αὐτὴν τὴ σχέση.
Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀσήμαντο, ἐπειδὴ ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι κάτι, μπορεῖ νὰ γίνει εἴτε ἔκφραση ἀγάπης ἢ ἀκόμη καὶ ἄρνησή της.
Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ σημαντικό, ἐπειδὴ χρωματίζει ὅλη μας τὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ μεγάλη πρόκληση, σὲ κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ πλῆρες μέτρο τῆς ἡλικίας καὶ στὸ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ εἴμαστε ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ γίνουμε, χωρὶς ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦμε ἀργότερα ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ εἴμαστε σωστοὶ ἀπὸ σήμερα.
Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στοὺς "Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ", μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση.
Λέει πὼς ἡ κόλαση μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ δύο λέξεις: «πολὺ ἀργά!»
Μόνο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῆς τῆς φοβερῆς συνειδητοποίησης: εἶναι πολὺ ἀργά.

"Θάνατος καὶ Ἀπώλεια"
π. Ἀντώνιος Μπλοὺμ

«…Θυμόν κινήσαντες τον δικαιότατον…»

– Γέροντα, λέει σε κάποιον ψαλμό: «Θυμόν κινήσαντες τον δικαιότατον». Ποιος θυμός είναι δικαιότατος;


– Όταν αδικούνται άλλοι και φωνάζη κανείς και θυμώνη από πόνο πραγματικό, τότε είναι «δικαιότατος ο θυμός». Όταν αδικείται ο ίδιος και θυμώνη, τότε δεν είναι καθαρός ο θυμός.

Όταν βλέπης έναν να υποφέρη για ιερά πράγματα, αυτός έχει θείο ζήλο. Από αυτό μπορείς να καταλάβης και τον δια τον Χριστόν σαλό. Αν πάρης λ.χ. μια εικόνα και την βάλης μπροστά του ανάποδα, θα τιναχθή επάνω ο δια Χριστόν σαλός: έτσι του κάνεις τεστ. Υπάρχει δηλαδή και δικαία, θεία αγανάκτηση, και μόνον αυτή η αγανάκτηση δικαιολογείται στον άνθρωπο.

Ο Μωυσής, όταν είδε το λαό να θυσιάζη στο χρυσό μοσχάρι, αγανάκτησε και πέταξε κάτω τις πλάκες με τις εντολές που του έδωσε ο Θεός, και έσπασαν. Ο Φινεές, ο εγγονός του αρχιερέα Ααρών, δύο φόνους έκανε και ο Θεός έδωσε εντολή από την γενιά του να βγαίνουν οι ιερείς του Ισραήλ!
Όταν είδε τον Ισραηλίτη Ζαμβρί να αμαρτάνη με την Μαδιανίτιδα Χασβί μπροστά στον Μωυσή και σε όλους τους Ισραηλίτες, δεν κρατήθηκε∙ σηκώθηκε από την συναγωγή και τους φόνευσε, και έτσι σταμάτησε η οργή του Θεού. Αν δεν τους σκότωνε και τους δύο, θα έπεφτε οργή του Θεού σε όλον τον λαό του Ισραήλ. Φοβερό!


Εγώ, όταν διαβάζω στο Ψαλτήρι τον στίχο: «Και έστη Φινεές και εξιλάσατο, και εκόπασεν η θραύσις», ασπάζομαι πολλές φορές το όνομά του. Αλλά και ο Χριστός, όταν είδε να πουλούν μέσα στον περίβολο του Ναού βόδια, πρόβατα, περιστέρια, και τους κερματιστές να ανταλλάσσουν χρήματα, πήρε το φραγγέλιο και τους έδιωξε.
Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν πάη με αγανάκτηση να υπερασπίση τον εαυτό του για ένα ατομικό του θέμα, αυτό είναι καθαρά εγωιστικό, είναι ενέργεια του πειρασμού. Δέχεται επιδράσεις δαιμονικές εξωτερικές. Αν κάποιοι τον αδικούν ή τον κοροϊδεύουν, αυτόν πρέπει οι άλλοι να τον υπερασπίζωνται, για το δίκιο, όχι για προσωπικό τους συμφέρον.

Δεν ταιριάζει να μαλώνης για τον εαυτό σου. Άλλο το να αντιδράσης, για να υπερασπιστής σοβαρά πνευματικά θέματα, που αφορούν την πίστη μας, την Ορθοδοξία. Αυτό είναι καθήκον σου. Όταν σκέφτεσαι τους άλλους και αντιδράς, για να τους βοηθήσης, τότε αυτό είναι καθαρό, γιατί γίνεται από αγάπη…
Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου: «Πνευματική αφύπνιση», Λόγοι Γ”

Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες»

Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).

Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».

Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».


Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.


Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου

Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.

Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.

Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.

Άγιος Μαλαχίας ο Νέος Οσιομάρτυρας από τη Ρόδο

Ο Άγιος Μαλαχίας ήταν γιος Ιερέα από τη Ρόδο. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, ότι έβρισε τον Μωάμεθ. Αμέσως συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στις αρχές, που τον εκβίαζαν να εξωμόσει. Ο Μαλαχίας έδειξε μεγάλο θάρρος, με το όποιο εξήγειρε την οργή των Τούρκων, οι όποιοι αφού τον μαστίγωσαν, τρύπησαν τους αστραγάλους του και τον έδεσαν πίσω από ένα άγριο άλογο. Μετά από μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, οδηγήθηκε ο μάρτυρας έξω από την πόλη, όπου σουβλίστηκε και κάηκε πάνω σε αναμμένη φωτιά. Έτσι παρέδωσε την Αγία του ψυχή στις 29 Σεπτεμβρίου 1500 μ.Χ.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 11). Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.

Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου.

Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριακός, έφυγε κι από εκεί και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Προς Τίτον, γ' 2). Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.

Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Ἁγίου Νεκταρίου - Γιατί ἀλλάζει τὸ ὄνομά του κάποιος ὅταν γίνεται μοναχός;

Στοὺς ὀσιότατους μοναχοὺς ποὺ ὑπόσχονται νὰ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ ἐπικράτησε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματός τους. Αὐτὸ γίνεται γιὰ δύο σπουδαιότατους λόγους. Πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἀπάρνηση ὁλοκληρωτικά της προηγούμενης ζωῆς καὶ ἡ συνεχὴς ἐνθύμηση τῆς μεταβολῆς της, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἔχουμε παράδειγμα τὸν ἅγιο στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τοῦ ὁποίου φέρουμε τὸ ὄνομα. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος, μᾶς βοηθᾶ νὰ ξεχνοῦμε τὸ παρελθὸν καὶ συνεχῶς ὑπενθυμίζει τὴν μεταβολὴ ποὺ ἔγινε σ’ αὐτὸν ποὺ ἄλλαξε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του καὶ τὶς ἀνειλημμένες ὑποχρεώσεις, ποὺ ὀφείλει νὰ ἐκπληρώνει μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ προθυμία. Τὸ ὄνομα εἶναι τόσο πολὺ συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν προσωπικότητά μας ἀπὸ αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἑνὸς φέρνει στὴν μνήμη τὸ ἄλλο καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ ἕνα γίνεται ταυτόχρονα καὶ πρὸς τὸ ἄλλο. Ἐφόσον ἔχουμε τὸ παλιὸ ὄνομα ὑπάρχει ἀναπόσπαστη ἡ μνήμη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἀντίθετα ὅταν ἀκοῦμε τὸ νέο ὄνομα ὑπάρχει μνήμη τοῦ νέου ἀνθρώπου.
  Ἐπικράτησε νὰ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος, γιὰ τὴν ἠθικὴ δύναμη ποὺ ἔχει. Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως χάνει τὴ δύναμή της, ὅταν ἡ θέλησή μας ἀδρανεῖ νὰ ἐκτελεῖ καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ ὑπενθυμίζει τὸ νέο ὄνομα στοὺς μοναχούς. Αὐτὸ δὲ συμβαίνει, διότι ζεῖ μέσα τους ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ ἀγαποῦν περισσότερο αὐτὸν ἀπὸ τὸν νέο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφοροῦν στὶς συνεχεῖς ὑπομνήσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτοὺς ὅταν τοὺς καλοῦν μὲ τὸ νέο ὄνομα.
   Ἡ ἀδιαφορία αὐτὴ πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις, τὶς ὁποῖες ὑπενθυμίζει στοὺς μοναχούς το ὄνομα, μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἄλλου κακοῦ, τὴν ἀθέτηση τῆς φωνῆς τῆς συνειδήσεως. Διότι σὲ κάθε ἀθέτηση τοῦ καθήκοντος τῆς νέας ζωῆς, ποὺ ὑπενθυμίζει πάντοτε τὸ νέο ὄνομα, ἡ συνείδηση ἐπαναστατεῖ καὶ διαμαρτύρεται, ἀλλὰ δὲν εἰσακούεται, διότι κυριαρχεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος περιφρονεῖ τὶς ἀξιώσεις τοῦ νέου ἀνθρώπου, ποὺ ἐκφράζονται ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως.
 Η περιφρόνηση αὐτὴ φθάνει μέχρι τέτοιο σημεῖο, ὥστε καὶ νὰ ἀποδοκιμάζει τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ὅτι ἀξιώνει ἀνόητα καὶ παράλογα, καὶ στὸ τέλος τῆς ἐπιβάλλει τὴ σιωπή. Ἡ κατάσταση αὐτὴ μοιάζει μὲ τὴν πώρωση τῆς συνειδήσεως. Ὁ δὲ μοναχὸς ποὺ περιφρόνησε τὴ φωνὴ γιὰ τὴν τήρηση τῶν ὑποχρεώσεών του, αὐτὸς ἔπαθε, ὅ,τι ὑποφέρουν ὅσοι ἔχουν πώρωση συνειδήσεως καὶ ἀλλοίμονο σ’ αὐτόν. Αὐτὸς θὰ κατακριθεῖ, διότι δὲν ἔζησε κατὰ Θεόν, καὶ ἔβαλε τὸ ἐγώ του καὶ τὴ δική του γνώση πάνω ἀπὸ τὴ γνώση τῶν Ὁσίων Πατέρων, καὶ διότι δὲν ἔκανε καλὴ προσφορά.
  Πρόσφεραν στὸν Θεὸ θυσίες οἱ ἀδελφοὶ Κάιν καὶ Ἄβελ, ἀλλὰ ὁ Κάιν δὲν ἔκανε καλὴ προσφορὰ καὶ ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Πρόσφερε ὁ Ὀζίας θυμίαμα στὸ Θεὸ μὲ χρυσὸ θυμιατήριο, ἀλλὰ κατακρίθηκε, γιατί δὲν ἔκανε καλὴ προσφορά. Καὶ ὁ Σαοὺλ πρόσφερε θυσίες στὸ Θεὸ ἀλλὰ κατακρίθηκε καὶ ἀποδοκιμάστηκε αὐτὸς καὶ ὁ οἶκος του, γιατί δὲν ἔκανε καλὴ προσφορά. Πρόσφεραν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι θυσίες, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὶς ἀποδοκίμασε καὶ ἔλεγε «μισεῖ αὐτᾶς ἡ ψυχή μου»· ὥστε δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ εὐαρεστήσει κάποιος τὸ Θεὸ νὰ προσφέρει μόνο θυσίες, δῶρα καὶ προσευχές, ἀλλὰ νὰ κάνει καλὴ προσφορὰ δηλαδὴ νὰ ἔχει συναίσθηση τῆς ἀτέλειας καὶ τῆς ἀναξιότητάς του. Ἀλλὰ γιὰ -νὰ ὑπάρχει τέτοια συναίσθηση ἀπαιτεῖται τέλεια αὐταπάρνηση καὶ ὑποταγὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ ταπείνωση καὶ ἀδιάλειπτη πνευματικὴ ἐργασία.
Ἐὰν λοιπὸν μόνον ἔτσι προσφέρουμε ἐπάξια θυσίες στὸ Θεό, πρώτη δὲ καὶ μέγιστη θυσία τοῦ προσφέρουμε τὴν καρδιά μας, πῶς ἡ θυσία καὶ ἡ προσφορά μας θὰ γίνουν εὐπρόσδεκτες στὸν Θεό, ὅταν δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ προσφέρουμε θυσία εὐάρεστη, οὔτε τὰ προσφερόμενα εἶναι ὡς προσφορὰ ἄξια γιὰ τὸν Θεό; Γι’ αὐτὸ μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὶς δεήσεις καὶ προσφορές μας, ἐὰν προηγουμένως δὲν φροντίσουμε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια νὰ κάνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἄξιους πιστοὺς καὶ τὶς θυσίες μᾶς εὐπρόσδεκτες στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ βρίσκονται σὲ μεγάλη πλάνη ὅσοι νομίζουν ὅτι κάθε λατρεία καὶ θυσία εἶναι εὐάρεστες στὸ Θεό.
Λατρεία εὐάρεστη καὶ θυσία εὐπρόσδεκτη στὸ Θεὸ εἶναι «πνεῦμα συντετριμμένο καὶ καρδία συντετριμμένη», καὶ ὄχι πνεῦμα ὑπερήφανο καὶ ἀλαζονικὸ καὶ καρδία ἄτεγκτη καὶ ἐμπαθής.
Αὐτὰ λοιπὸν ἐπιζητεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος κατὰ πρῶτο λόγο. Κατὰ δὲ τὸν δεύτερο λόγο ἐπιζητεῖ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἔχει ὑπόδειγμα ἀρετῆς καὶ τελειότητας τὸν βίο καὶ τὸ πολίτευμα τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα φέρουμε, καὶ σ’ ὅλη μας τὴ ζωὴ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ γίνουμε τέλειοι ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά του. Τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἀρετῆς τοῦ ἁγίου ἐνισχύει πάρα πολὺ τὸν ἀγωνιζόμενο. Ἀπ’ αὐτὸ διδάσκεται, νὰ ταπεινώνεται ἀκόμα καὶ ἐὰν κατάγεται ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια· μαθαίνει νὰ ὑπομένει καὶ ἐὰν τὰ δεινὰ εἶναι ἀφόρητα· μαθαίνει ν’ ἀγαπᾶ καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν· μαθαίνει νὰ τιμᾶ καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν προσβάλουν· μαθαίνει νὰ ζεῖ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ ν’ ἀποθνήσκει ὑπὲρ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θείων ἐντολῶν του· μαθαίνει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἔσχατη θέση καὶ χαίρεται στὴν ἀφάνεια. Καὶ τί δὲν μαθαίνει; Ἐὰν ἀπαριθμήσω ἕνα-ἕνα ὅσα μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τὸν ἁγίων, δὲν θὰ μὲ φθάσει οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε τὸ χαρτὶ γιὰ νὰ τὰ ἀναφέρω.

 Αγ. Νεκταρίου, «35 Ποιμαντικὲς ἐπιστολές»,σ. 87-91, ἔκδ. Ὑπακοή

Ἀγαπῶ τὸ Θεὸ σημαίνει…

Ἀγαπῶ τὸ Θεὸ σημαίνει: Ἀρνοῦμαι τὸ θέλημά μου κάθε στιγμὴ καὶ ἀναζητῶ τὸ δικό Του. Ἀρνοῦμαι τὴ φιλαυτία μου καὶ τὰ πάθη μου καὶ τηρῶ τὶς ἐντολές Του. Ἀρνοῦμαι τὴν καλοπέραση ποῦ τρέφει τὰ πάθη καὶ κάνω ἄσκηση, νηστεύω, κακοπαθῶ γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου.Ἀρνοῦμαι τὸν ἐγωισμό, τὴν οἴηση, τὴν ὑπερηφάνεια ποῦ συνιστοῦν τὸ εὔκρατο κλίμα ὅλων των ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν.
Ἐγκολπώνομαι τὴν ταπείνωση, τὴν ταπεινοφροσύνη στοὺς λογισμούς, τὴν εὐτέλεια σ’ ὅλες μου τὶς κτήσεις, τὴν ἔσχατη θέση κάθε στιγμή, τὴν ἀτιμία καὶ τὴν περιφρόνηση τοῦ κόσμου γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Προσεύχομαι ἀδιάλειπτα καὶ δίνω κάθε σκέψη μου σ’ Αὐτὸν τὸν Λατρευτό της καρδιᾶς μου. Ζητῶ νὰ βασιλεύει Αὐτὸς σ’ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. Ἐπιθυμῶ ὁ Κύριος νὰ κυβερνᾶ τὰ συναισθήματα, τὸ θυμό, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ διανοήματά μου, τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχή μου.
Προσπαθῶ κάθε μου βλέμμα νὰ εἶναι γι’ Αὐτόν, κάθε μου ἄκουσμα, κάθε μου λόγος, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ἐνέργεια, κάθε κίνηση τῆς ψυχῆς μου νὰ εἶναι ὅλα γιὰ τὸν Κύριο καὶ μόνο γι’ Αὐτόν. Προσπαθῶ νὰ ἔχω ἐνεργό το Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μου διότι μόνο δὶ’ Αὐτοῦ θὰ μπορέσω νὰ κατορθώσω καὶ νὰ ζήσω ὅλα ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή, δὲν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ ἕνα θεανθρώπινο ἐπίτευγμα !
Εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τῆς Θείας Χάρης μὲ τὴν ἀνθρώπινη θέληση
«Ὅταν λέμε ἀγάπη» μᾶς διδάσκει ὁ Γέρων Πορφύριος «δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ποῦ θ΄ ἀποκτήσουμε ἀλλὰ ἡ ἀγαπώσα καρδία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους.
Τὸ καθετὶ ἐκεῖ νὰ τὸ στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα νὰ ἔχει τὸ παιδάκι τῆς ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ λαχταράει ἡ ψυχούλα της; Βλέπουμε νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό της, ποῦ κρατάει τ΄ἀγγελούδι της;
Ὂλ’αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ βλέπει, τοῦ κάνουν ἐντύπωση καὶ μὲ δίψα λέει: «Νὰ εἶχα κι ἐγὼ αὐτὴ τὴ λαχτάρα στὸν Θεό μου, στὸν Χριστό μου, στὴν Παναγίτσα μου, στοὺς ἁγίους μας!». Νά, ἔτσι πρέπει ν΄ ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, τὸν Θεό. Τὸ ἐπιθυμεῖς, τὸ θέλεις καὶ τὸ ἀποκτᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

Όσιος Ισαάκ ο Σύρος

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.

Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.

Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.

Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.

Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:

Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.

Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.

Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.

Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.

Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.

Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.

Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.

Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.

Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.

Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.



Όσιος Αυξέντιος ο Μοναχός, που ασκήτευσε στην Κύπρο

Άγνωστος στους Συναξαριστές, γνωστός όμως και θαυματουργός στην εκκλησία της Κύπρου. Ο Όσιος αυτός ήταν Γερμανός στην καταγωγή και κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν οι σταυροφόροι πλησίασαν την Κύπρο, αυτός έγινε μοναχός μαζί με άλλους 300 στρατιώτες (Άγιοι Αλαμανοί). Αφού περιήλθε το νησί, κατέληξε σε μια σπηλιά στην περιοχή της Καρπασίας μεταξύ των χωριών Κώμης Κεπήρ και Επτακώμης όπου έζησε θεοφιλώς.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἠμᾶς τοὺς πιστῶς σοὶ κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Προφήτης Βαρούχ ο Δίκαιος

Φιλαλήθης και θαρραλέος ο Βαρούχ (δηλαδή «ευλογημένος»), έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν γιος του Νηρίου και υπήρξε αφοσιωμένος ακόλουθος και γραμματέας του προφήτη Ιερεμία.

Όταν ήταν φυλακισμένος ο Ιερεμίας, ο Βαρούχ έγραψε με υπαγόρευσή του προφητείες, με την εντολή να τις αναγνώσει στο λαό σε ήμερα νηστείας. Αλλά ο βασιλιάς Ιωακείμ, όταν το πληροφορήθηκε, αντί να επωφεληθεί από τις νουθεσίες του προφήτη, έριξε το βιβλίο του στη φωτιά. Οι προφητείες όμως εκείνες, γράφηκαν και πάλι. Ο Βαρούχ υπέστη και φυλάκιση, διότι οι Ιουδαίοι τον μισούσαν για τη φιλαλήθη και θαρραλέα του γλώσσα. Τον κατηγορούσαν μάλιστα, ότι αυτός παρακινούσε εναντίον τους τον προφήτη Ιερεμία. Όταν οι Ιουδαίοι κατέφυγαν φοβισμένοι στην Αίγυπτο για τη στάση τους κατά του βασιλιά της Βαβυλώνας, μαζί με τον Ιερεμία πήγε εκεί και ο Βαρούχ.

Ραβινιστική παράδοση αναφέρει, ότι αυτός μετά το θάνατο του Ιερεμία επανήλθε στη Βαβυλώνα.

Ο Βαρούχ στο ομώνυμό του βιβλίο μέσα στην Αγία Γραφή, προλέγει καθαρά για την ενανθρώπηση του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνας, Ἱερεμία τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτω ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ, ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττη, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου, ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμεν σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.

Μεγαλυνάριον
Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.



Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής

Ο Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής καταγόταν από το Ικόνιο και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270 - 275 μ.Χ.). Ήταν γνωστός για το χριστιανικό του ήθος, γι αυτό και όταν εξεδώθηκε διάταγμα κατά των Χριστιανών, ήταν από τους πρώτους που συνέλαβε ο Έπαρχος της πόλης. Υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά ενώ ακόμη βρισκόταν στη φυλακή ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός δολοφονήθηκε. Ο Πρόβος που τον διαδέχθηκε στο θρόνο ακύρωσε το διάταγμα κι έτσι ο Χαρίτων αφέθηκε ελεύθερος. Αποφάσισε να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα και να ζήσει ως αναχωρητής σε σπηλιές της περιοχής. Η φήμη του διαδόθηκε πολύ γρήγορα και ήρθαν στο πλευρό του πολλοί μαθητευόμενοι. Έτσι έκτισε στη Φαρά μεγάλη Λαύρα. Ποθώντας όμως την ερημία, αναχώρησε και πάλι για τα ενδότερα της ερήμου, όπου στην περιοχή Σουκά, έκτισε νέα Λαύρα. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του εν Κυρίω.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς ταὶς αὐγαίς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε, σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοὶς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σέ, Πάτερ μνημόνευε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος· καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας· ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος· Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει· διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις, αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν· τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς· Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Άγιος Παΐσιος - Η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο

Άγιος Παΐσιος - Η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Γέροντα, τί είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να γίνη γνωστό στους άλλους ό,τι καλό κάνουμε, ενώ έχει τόση γλυκύτητα, τόση απαλάδα, το να ζη και να εργάζεται κανείς στην αφάνεια;

Το πιο σπουδαίο είναι ότι, όταν ο άνθρωπος έχη εσωτερικότητα και προσπαθή να μη γίνεται γνωστό το καλό που κάνει, είναι αισθητό στους άλλους∙ όλοι τον ευλαβούνται και τον αγαπούν, χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνη.

Πόσο συμπαθής είναι ο ταπεινός άνθρωπος και πόσο αποκρουστικός ο υπερήφανος! Τον υπερήφανο κανείς δεν τον αγαπάει, ακόμη και ο Θεός τον αποστρέφεται. Βλέπεις, και τα μικρά παιδιά, αν δουν κανένα παιδί λίγο υπερήφανο, το κοροϊδεύουν , ενώ ένα παιδί σιωπηλό , συνετό, πόσο το εκτιμούν! Ή, αν δουν κανέναν να περπατάη καμαρωτός-καμαρωτός, τον παίρνουν μυρωδιά και τον κοροϊδεύουν.Θυμάμαι κάποιον στην Κόνιτσα που, ενώ πέθαινε από την πείνα, φορούσε κάθε μέρα κοστούμι, γραβάτα και ρεπούμπλικο και έβγαινε στην πλατεία καμαρωτός. Τα παιδάκια, μόλις τον έβλεπαν, πήγαιναν από πίσω του και παρίσταναν πώς περπατούσε.

Μικρούτσικα παιδάκια τώρα! Πόσο μάλλον οι μεγάλοι καταλαβαίνουν τον υπερήφανο άνθρωπο! Μη βλέπης που δεν μιλούν, για να μην τον εκθέσουν ∙ από μέσα τους όμως αηδιάζουν.

Όποιος θέλει να προβάλλη τον εαυτό του, τελικά γελοιοποιείται. Θυμάμαι, όταν ήμουν στο Σινά, είχε έρθει ένας παπάς που τον έλεγαν Σάββα. Ήταν λίγο κενόδοξος, είχε και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Μια μέρα οι Βεδουίνοι ανέβαζαν στο μοναστήρι ένα βαρύ πράγμα με το βίντσι και, καθώς το σήκωναν, φώναζαν, για να συγχρονισθούν, «σάουα-σάουα», δηλαδή «όλοι μαζί». Τους άκουσε ο παπα-Σάββας κι έτρεξε αμέσως έξω.

«Βρε, ακόμη δεν ήρθα, λέει, και “Σάββα” φωνάζουν! Και εδώ όλοι με έμαθαν!». Νόμιζε ότι οι Βεδουίνοι φώναζαν «Σάββα, Σάββα»! Μόλις το άκουσα ,με έπιασαν τα γέλια! Είναι να μη γελάσης; Όπως δουλεύει το μυαλό του ανθρώπου, έτσι τα ερμηνεύει όλα… Άμα ο άνθρωπος είναι λίγο φαντασμένος, όλα φαντασμένα τα ερμηνεύει.

- Γέροντα, από υπερηφάνεια το κάνει;

Είναι αιχμάλωτος στην κενοδοξία ,τον κλέβει και η φαντασία και φθάνει μετά… Μου έλεγε ένας μοναχός πως, όταν ήταν λαϊκός, είχε δώσει σε κάποιον ένα επίσημο επανωφόρι. Μια μέρα που βρέθηκαν μαζί σε μια συντροφιά, εκείνος το φορούσε, οπότε κάποια στιγμή λέει: «Αυτό το παλτό ξέρετε από πού το έχω; Από το Παρίσι! Αν ξέρατε και πόσο το αγόρασα!». Και να είναι εκεί μπροστά και ο άλλος που του έδωσε το επανωφόρι ευλογία!

Καλά, Γέροντα, ανόητος ήταν;

Μα πιο ανόητος από τον υπερήφανο υπάρχει; Τελικά η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο.

Πώς πρέπει να προσευχόμαστε όταν βαριόμαστε

Η προσευχή είναι μία εσωτερική κίνηση τής ψυχής για επικοινωνία μέ τον Θεό…
Αν κάποιος δεν έχει όρεξη για προσευχή και δεν είναι αποδεδειγμένα κουρασμένος, αυτός μπορεί να ξεκινήσει τον προσωπικό του διάλογο με τον Θεό προσευχόμενος για τους άλλους, έτσι ώστε σιγά – σιγά «να ξεπαγώσουν τα λάδια της ψυχής του» και μετά να αρχίσει να προσεύχεται και για τον εαυτό του.

Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο Ρώσος, (+24.9.1938) που έζησε στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος (Ρώσικο), μας είπε ότι οι πιο ευπρόσδεκτες προσευχές για τους άλλους είναι οι εξής:
Πρώτα πρέπει να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας, γιατί μή ξεχνάμε ότι και ο Χριστός προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του πάνω από το Σταυρό…
Δεύτερον πρέπει να προσευχόμαστε για τους νεκρούς μας, γιατί αυτοί από μας τους ζωντανούς περιμένουν μέχρι τη Β΄ Παρουσία, για να τους βοηθήσουμε με τις ευχές, προσευχές, μνημόσυνα και ελεημοσύνες μας υπέρ συγχωρήσεως και αναπαύσεως της ψυχής τους.Και τρίτον πρέπει να προσευχόμαστε για τους λαούς της γης που δεν πίστεψαν ακόμη στην Ορθοδοξία ώστε να γνωρίσουν εν Πνεύματι Αγίω τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας Χριστό.
Μάλιστα άλλος Γέροντας είπε ότι «όποιος προσεύχεται πρώτα για τους εχθρούς του και τους συγχωρεί από την καρδιά του, αυτού ο Θεός δεν συγχωρεί μόνο τις αμαρτίες του, αλλά και εισακούει και όλη την υπόλοιπη προσωπική προσευχή του”. Φοβερό! «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τῆς χαρές».

Ακόμη κάτι για την προσευχή. Αν κάποιος δεν ξέρει τι να πεί στην προσευχή του, θα αρχίσει να προσεύχεται για τους άλλους, όπως προείπαμε. Αυτό εμπεριέχει αγάπη και ενδιαφέρον και είναι λιγάκι πιο προσιτό στους περισσότερους. Πέστε όμως ότι δεν ξέρουμε πολλές προσευχές. Λέγει λοιπόν ο ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ ότι όποιος ζει μέσα στον κόσμο και λέγει τρείς φορές το «Πάτερ ημών», τρείς φορές το «Θεοτόκε Παρθένε» και μια φορά το «Πιστεύω» σώζεται. Αλλά όλα αυτά όμως κάθε μέρα. Με την Κυριακή προσευχή συμπροσεύχεται με αυτόν τον Χριστό που μας δίδαξε πως να προσευχόμαστε.
Με το «Θεοτόκε Παρθένε» συμπροσεύχεται με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ που προσφώνησε στον Ευαγγελισμό τη Θεοτόκο με αυτά τα άγια λόγια.

Και με το Σύμβολο της Πίστεως συμπροσεύχεται και συνομολογεί την Πίστη της Εκκλησίας με τους Άγιους Πατέρες που συνέθεσαν αυτό το «Πιστεύω» στις δύο πρώτες Άγιες Οικουμενικές Συνόδους. Κι ένα τελευταίο.
Αν μ΄ αυτά και μ΄ αυτά δεν ξεκινήσει το χάρισμα της προσευχής μέσα μας, ασφαλώς τότε πρέπει να ανησυχήσουμε θετικά, αλλά μπορούμε και κάτι άλλο να κάνουμε σύμφωνα με τη συμβουλή του μακαριστού Μητροπολίτη Αντωνίου του Σουρόζ. Δηλ. μπορούμε να πάμε σε μια εκκλησία μόνοι μας και μέσα στη σιωπή να μη μιλήσουμε εμείς στο Θεό, αλλά να περιμένουμε Αυτός νά «μιλήσει» σε μάς μέσα στην ευλαβική κατάνυξη του ναού. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε και στο σπίτι μας μπροστά στα εικονίσματα.

Άνθρωπος που δεν προσεύχεται ή δεν έμαθε, ή δεν προσπάθησε ή… χρειάζεται άμεσα Εξομολόγηση .»

Μετά την εξομολόγηση έλεγε ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, η προσευχή τρέχει σα νεράκι». Καλή είναι και η μελέτη πριν από την προσευχή πνευματικών βιβλίων, καθαρίζει το μυαλό μας.

Ο διάβολος δεν θέλει να προσευχόμαστε και κατά την ώρα της προσευχής εγείρει πειρασμούς, λογισμούς και περισπασμούς. Πλήν όμως, όπως και όλα τα καλά και το μέγιστο καλό της προσευχής θέλει βία. «Όσοι εκβιάζουν τον εαυτό τους στο καλό, αυτοί αρπάζουν τη Βασιλεία των Ουρανών», μας λέγει ο Κύριος.

Όσιος Ιγνάτιος ηγούμενος της Μονής Σωτήρος Χριστού της επιλεγόμενης του Βαθέος Ρύακος

Ο Όσιος Ιγνάτιος καταγόταν από την δεύτερη επαρχία των Καππαδοκών και έζησε στα χρόνια των βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκά (963 - 969 μ.Χ.) και Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.).

Από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και πήγε στο Μοναστήρι του Βαθέος Ρύακος (η Μονή αυτή βρισκόταν στην Τρίγλια κοντά στα σημερινά Μουδανιά της Μικράς Ασίας). Εκεί έμαθε όλη την ασκητική ακρίβεια από τον Όσιο Βασίλειο, ηγούμενο και κτήτορα της Μονής αυτής. Ο Ιγνάτιος, επειδή έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, χειροτονήθηκε Αναγνώστης, κατόπιν Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Έπειτα έγινε ηγούμενος της εν λόγω Μονής και επέφερε μεγάλη πρόοδο σ' αυτή, τόσο υλική όσο και πνευματική.

Όταν κάποτε οι πολιτικοί άρχοντες θέλησαν να μεταχειριστούν τα χρήματα της Μονής, ο Ιγνάτιος με την αποφασιστική του στάση, προστάτευσε την μοναστηριακή περιουσία. Απεβίωσε στο δρόμο κοντά στο Αμόριο (κατ' άλλους, που είναι και το πιθανότερο, στο Αρμουτλή), όταν κάποτε επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Μετά ένα χρόνο το λείψανο του ανακομίστηκε στην αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο είχε μοχθήσει.

Αγία Ακυλίνα

Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.

Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.

Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.

Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.

Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα (βλέπε 28 Φεβρουαρίου) και την Άργυρη.

Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.

Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Μάρκος, Αρίσταρχος και Ζήνων οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Ο Άγιος Αρίσταρχος, είχε τη μεγάλη τιμή να χρηματίσει συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, (προς Φιλήμ. α’, 23) και συναιχμάλωτός του (Κολοσσ. δ’, 10). Κατόπιν διέπρεψε και σαν επίσκοπος Απαμείας στη Συρία.

Ο Μάρκος (ο και Ιωάννης), που δεν είναι βέβαια ο Ευαγγελιστής, χειροτονήθηκε επίσκοπος Βύβλου και έδρασε αποστολικά. Όπως μάλιστα του Πέτρου (Πράξ. ε’, 15), έτσι και αυτού η σκιά μόνη όταν έπεφτε στους ασθενείς τους θεράπευε.

Ο Ζήνων, είναι ο ίδιος με τον νομικό Ζηνά, που σα γνήσιος και ευδόκιμος εργάτης του Ευαγγελίου, βοήθησε γι' αυτό και στην Κρήτη μαζί με τον Απολλώ. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος τόσο συγκινητικά και φιλόστοργα συνιστά στον Τίτο, να τους φροντίσει τόσο πολύ, ώστε να μη τους λείψει τίποτα (Τίτ. γ’. 13). Ο Ζήνων, διέπρεψε και σαν επίσκοπος Διοσπόλεως.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Καλλίστρατος και οι μαζί μ' αυτόν Σαράντα εννέα Μάρτυρες

Ο Άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί.

Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σαν νεοσύλλεκτος αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν η βραδυνή προσευχή. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο.

Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με θαυματουργό τρόπο ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο. Σαράντα εννέα στρατιώτες που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε εξοργισθείς διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολῶν τὸν δυσμενῆ, σοφία τῶν σῶν ἀγώνων ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοί, μεθ' ὧν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σὲ ἐν ὕμνοις.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ ἄστρον μέγιστον, ἔλαμψας κόσμω, τᾶς ἀκτῖνας ἄπασι, τῶν σῶν ἀγώνων ἐφαπλῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τοὶς κράζουσι, Χαίροις Μαρτύρων, τὸ κλέος Καλλίστρατε.

Ὁ Οἶκος
Τὸν τοῦ Κυρίου ἀθλητήν, καὶ μέγαν στρατιώτην, καὶ φίλον τῆς Τριάδος, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, καὶ μιμητὴν τοῦ Ἰησοῦ, ᾄσμασιν ἐν πίστει συνελθόντες οἱ πιστοὶ χαρμονικῶς ὑμνήσωμεν, γεραίροντες αὐτοῦ τὰ παλαίσματα καὶ τάς ἀριστείας, τοὺς πόνους, οὓς ὑπέστη διὰ Χριστὸν τὸν παμβασιλέα, αἰτούμενοι τυχεῖν αὐτοῦ ταῖς πρεσβείαις, τῆς ἀμείνονος ζωῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα οἱ χοροὶ εὐφραίνονται τῶν κραζόντων· Χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Καλλίστρατε.




Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Anthony Bloom: Ἐσὺ εἶσαι ἡ Ἀγάπη Μου!

Ὅσο ἡ Θυσία δὲν εἶναι παροῦσα στὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης, κάτι οὐσιαστικὸ λείπει, κάτι οὐσιαστικὸ εἶναι ἀπὸν ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι καταδικασμένη στὴν καταστροφή.
   Θυσία σημαίνει νὰ εἶσαι φτιαγμένος ἅγια, νὰ κομίζεις τὸν ἑαυτό σου ὡς μία προσφορὰ προκειμένου οἱ ἄλλοι νὰ πληρωθοῦν μέσα σὲ τέλεια ἀμοιβαία ἐνατένιση. Αὐτὸ ἀκριβῶς πραγματώνεται μέσα στὴν ἐνδοτριαδικὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μᾶς (μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος).
    Αὐτὸ μας δίνει ἕνα ἐκπληκτικὰ δυναμικὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ μας, ἑνὸς Θεοῦ ποὺ εἶναι ζωντανὸς ὄχι ἐπειδὴ εἶναι φτιαγμένος κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀνίκανος γιὰ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ θριαμβικό Του Φῶς, ἀλλὰ ἑνὸς Θεοῦ ποὺ εἶναι ἀγάπη, ἑνὸς Θεοῦ θυσιαστικῆς ἀγάπης, τέτοιας ποὺ σημάδεψε τὸν Σταυρό, ἑνὸς Θεοῦ ποὺ ἀποδέχεται, καταφάσκει καὶ ἐπιλέγει τὸν θάνατο ὡς μία ἔκφραση ἀγάπης, ἑνὸς Θεοῦ στὸν ὁποῖο εἶναι ἐγγενές το μυστήριο τῆς Ἀνάστασης, τῆς νίκης καταπάνω στὸν θάνατο.
Ὅταν ἡ ἀγάπη κάνει τὴν ἐμφάνισή της, ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ παραμένει στὸ ξεκίνημα ἀκόμα δυνατός. Λέμε «ἐσὺ εἶσαι ἡ ἀγάπη μου» καὶ τονίζουμε τρομερὰ τὴ λέξη «μου» ἐκλαμβάνοντας τὸ «ἐσὺ» σὰν ἀντικείμενο καὶ χρησιμοποιώντας τὴ λέξη «ἀγάπη» ὄχι ὡς ὄνομα ζωογόνου δυναμικῆς ἀλλὰ σὰν ἕναν ἁπλὸ καὶ σκέτο σύνδεσμο ποὺ συνδέει τὸ «ἐσὺ» μὲ τό «μου».
    Ὅταν ὅμως ἡ ἀγάπη προκόβει, ὅταν ἀνακαλύπτοντας τὸν ἄλλο, αὐξάνεται ὁ θαυμασμός, ἡ ἐκστατικότητα, ἡ λατρεία καὶ ὁ σεβασμὸς τοῦ προσώπου του, τότε τό «μου» ἀρχίζει νὰ συρρικνώνεται, τὸ «ἐσὺ» νὰ ἀποκτᾶ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη σημασία καὶ ἡ σχέση μεταξύ των δύο δὲν εἶναι πιὰ μία ἁπλὴ σχέση συνδέσμου ἀλλὰ γίνεται μία σχέση ἀληθινὰ δυναμική. Σ’ αὐτὴ τὴ σχέση ὁ ἄλλος ἀποκτᾶ μία ὁλοένα μεγαλύτερη σημασία καὶ ταυτόχρονα ἡ δική μου σημασία γίνεται ὁλοένα καὶ λιγότερη, ἔτσι ὥστε σταδιακά το ἀγαπημένο πρόσωπο νὰ σημαίνει τὰ πάντα καὶ τὸ «ἐγὼ» νὰ μὴ σημαίνει τίποτα πιὰ γιὰ μένα.
Αὐτὸ ἐννοοῦσε καὶ ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλεγε πὼς κανεὶς δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶναι πρόθυμος νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του γιὰ τὸν ἀγαπημένο του, τὸν πλησίον του.

π. Αντώνιος Μπλούμ  Μητροπολίτης Σουρόζ Γαλλίας

π.Ἀνδρέας Κονάνος: Τὸ ἀθέατο πέρασμα τοῦ Χριστοῦ…

...(γιατί) ὁ Κύριος εἶναι πολὺ ταπεινός, πολὺ κρυφός, πολὺ ἀφανής. Τοῦ ἀρέσει πάρα πολὺ αὐτὸ τὸ "κρυφό". Ἐνῶ εἶναι στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων καὶ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων των καλῶν, τὸ κάνει μ'ἕναν τρόπο ποὺ νὰ μὴν φαίνεται. Ἕνα ἀθέατο πέρασμα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Πολλὰ πράγματα ποὺ εἶναι τοῦ Κυρίου δὲν τὰ καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι τοῦ Κυρίου. Γιατί ὁ Κύριος περνάει, σκορπάει τὴν ὑγεία, τὴν ἀγάπη, τὸ χάδι, τὴν θεραπεία, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπ'τὸν πειρασμὸ καὶ περιμένει ἀπὸ σένα νὰ τὸν ψάξεις. Καὶ νὰ πεῖς ἀπὸ φιλότιμο, ἀπὸ εὐαισθησία, ἀπὸ ἀνθρωπιὰ καὶ εὐγνωμοσύνη: "Ποιὸς μὲ ἔκανε καλά"; (...) Νὰ λέμε εὐχαριστῶ. "Ὧν ἦσμεν καὶ ὧν οὐκ ἦσμεν". Γιὰ ὅσα γνωρίζουμε καὶ γιὰ ὅσα δὲ γνωρίζουμε. Σ'εὐχαριστοῦμε Κύριε!

Όσιος Ιωάννης ο Σπηλεώτης ο εν της κώμης Σιάς ασκήσας

Περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Σιάς της επαρχίας Λευκωσίας προς το χωριό Αλάμπρα, ευρίσκεται μια ερειπωμένη εκκλησία δίπλα σε ένα χείμαρο, η οποία λέγεται «Άης Γιάννης» (Άγιος Ιωάννης). Βορειότερα αυτής της ερειπωμένης εκκλησίας έχει κτιστεί τελευταίως καινούργια εκκλησία πάλι του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι την αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.

Η αρχική όμως εκκλησία που κτίστηκε κάποτε στον τόπο της ερειπωμένης εκκλησίας, κτίστηκε στο όνομα τοπικού αγίου, του Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη (γνωστού και ως Ποταμίτη). Με την πάροδο του χρόνου αυτή η εκκλησία γκρεμίστηκε και οι κάτοικοι των γύρω χωριών ξανάκτισαν αυτή που σώζεται ερειπωμένη μέχρι σήμερα. Η εκκλησία κτίστηκε το 1870 μ.Χ. με απλό πετρόκτιστο κτίσμα, τετράγωνης κατασκευής, κι ήταν κεραμιδοσκέπαστη. Εσωτερικά στο κέντρο του ναού, υπάρχει χαρακτηριστικά μια καμάρα, που πιθανόν να υπήρχαν κάποτε τα λείψανα του τοπικού αυτού οσίου τα οποία εφυλόσονταν εκεί και τα προσκυνούσαν οι πιστοί. Σήμερα αυτή η εκκλησία έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργείται.

Επι ονόματι λοιπόν του τοπικού Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη είχε κτιστεί η πρώτη εκκλησία και όχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα ανατολικά της εκκλησίας, γύρω στα δέκα μέτρα, υπάρχει λαξευτή σπηλιά μέσα σε βράχο, κοντά στον μικρό χείμαρο. Μέσα στην μικρή αυτή σπηλιά που είναι σαν καταφύγιο, στα αριστερά της, υπάρχει πεζούλα η οποία εχρησιμοποιείτο από τον οικήτορα της ασκητή σαν κρεβάτι, λαξευμένο στη πέτρα. Στα δεξιά της σπηλιάς υπάρχει στενόμακρο μικρό κάθισμα. Την σπηλιά αυτή, την χρησιμοποιούσε ο Ασκητής Ιωάννης Σπηλεώτης σαν καταφύγιο και προστασία από τις βροχές και κυρίως εκεί κατέφευγε τον καιρό του χειμώνα. Μέχρι και σήμερα σαν επισκεφθείτε την σπηλιά, θα δείτε να διατηρούνται το πέτρινο κρεβάτι του αγίου, ακόμη και το μαχαιράκι με το οποίο έσκαψε την σπηλιά.

Στην περιοχή τότε μόνασαν πέντε όσιοι. Οι τρεις αποκαλύφθηκαν. Ο Θεράπων, ο Ευτύχιος, και ο Ιωάννης Σπηλεώτης. Το 700 μ.χ. στην περιοχή υπήρχε ένας Ρωμαϊκός συνοικισμός, η λεγόμενη Παμπουλιά. Εκεί έφθασαν αλαμάνοι αγίοι από από την Παλαιστίνη, μεταξύ αυτών και οι πέντε όσιοι. Ο Ιωάννης Σπηλεώτης πέρασε από το χωριό Σια, έσκαψε την σπηλιά του, στην οποία έζησε και πήρε το όνομα Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης.

Το 2002 μ.Χ., μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη περιοχή, τρεις ιερείς έτρεξαν να κοιτάξουν κατά πόσο επηρεάσθηκαν τα εκκλησάκια από την πυρκαγιά. Επισκεπτόμενοι τον χώρο και ιδιαίτερα το σπήλαιο, κάπου εκεί μέσα σε μια γωνιά, βρήκαν μια σανίδα όχι πεταμένη αλλά ξεχασμένη. Την μάζεψαν και την πήγαν σε συντηρητή αγιογράφο. Όταν την καθάρισαν αρκετά καλά έμειναν έκπληκτοι από το εικόνισμα που αντίκρισαν. Η σανίδα αυτή ήταν παλιά εικόνα μεγάλης αξίας του Άγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Θεωρείται δεσπόζουσας σημασίας η εικόνα αυτή, γι’ αυτό και την έχουν φυλαγμένη. Μονάχα την μέρα της γιορτής του Aγίου, εκτίθεται σε προσκύνημα. Στο ειλατάριο που κρατεί ο Όσιος αναγράφεται «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».

Τα τελευταία χρόνια ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης έχει κάνει διάφορα θαύματα, μερικά από τα οποία παραθέτονται πιο κάτω:

α) Ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης θεράπευσε δεκαπεντάχρονο παιδί από το χωριό Κόρνος το οποίο έπασχε από λευχαιμία, όταν προσέτρεξαν οι γονείς του προς τον Άγιο και ζήτησαν τη βοήθεια του.

β) Νέος από τα Κοκκινοχώρια, ο οποίος έπεσε από σκαλωσιά έμεινε παράλυτος εξ αιτίας βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Ακολούθως είδε τον Άγιο Ιωάννη Σπηλεώτη στον ύπνο του και του είπε: «Έλα στο σπήλαιό μου και ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και θα γιατρευτείς». και έτσι πήγε στην Σιά και αφού προσκύνησε στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου, ακολούθως πήγε στο σπήλαιο και όταν ξάπλωσε στο πέτρινο κρεβάτι του Οσίου και επικαλέστηκε την βοήθεια του, σηκώθηκε υγιής δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.

γ) Κάποιος χριστιανός από το χωριό Λύμπια, έπαθε δυστύχημα στον παλαιό δρόμο Μοσφιλωτής - Αλάμπρας κοντά στο γεφύρι που οδηγεί ο δρόμος στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Είχε μαζί του και τα δύο του παιδιά που ήταν ακόμη βρέφη και τα οποία έπαθαν κατάγματα και ευρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Την ώρα του δυστυχήματος ο άνθρωπος αυτός είδε ένα λαμπερό γέροντα με λευκή στολή που άρπαξε τα δυο του παιδιά και τα σήκωσε πάνω και έτσι δεν έπαθαν περισσότερη βλάβη. Μετά έμαθε ότι εκεί κοντά ευρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη, όπου πήγε και προσκύνησε και ακολούθως πήγε και είδε και το σπήλαιο του.

Επίσης στην Μονή Κύκκου ανακαλύφθηκε η Κάρα του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Ο επίσκοπος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, παραχώρησε τεμάχιο λειψάνων του Αγίου στην κοινότητα της Σιάς. Το τεμάχιο αυτό φυλάγεται σε ειδική λειψανοθήκη στην Κεντρική εκκλησία του Χωριού της Παναγίας Χρυσελεούσας, και μεταφέρεται μόνο κατά τον συνεορτασμό των Αγίων Ιωάννη Θεολόγου και Σπηλεώτη στις 26 Σεπτεμβρίου.

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία

Ο Όσιος Νείλος ο Νέος γεννήθηκε στο Ροσσάνο της Κάτω Ιταλίας το έτος 910 μ.Χ. και θεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» από τους γονείς του, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ως παιδί μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της ερήμου, ζητώντας από τους γονείς του να του εξηγήσουν το νόημα των δύσκολων εδαφίων. Ήταν ακόμα νεαρό παιδί, όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, και την ανατροφή του την ανέλαβε η ευσεβής αδελφή του, η οποία μερίμνησε για τη μόρφωσή του και τον καθοδήγησε με το σωστό τρόπο. Όμως ο Νείλος, ως ένας ευπαρουσίαστος, ευφυής και εύγλωττος νέος, είναι περιζήτητος από τις νεαρές κοπέλες της πόλεως, και σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, μία από αυτές τον κατακτά. Ενώνεται μαζί της και αποκτούν ένα παιδί. Ο Νείλος όμως δεν παραμένει κοντά τους για πολύ. Σε μία κρίση υψηλού πυρετού, ο Νείλος βλέπει ένα όραμα θανάτου και αιώνιας καταδίκης, το οποίο είναι τόσο ζωηρό, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Έτσι μία ημέρα, χωρίς να μιλήσει σε κανένα, φεύγει για τις μονές του Μερκουρείου. Οι μοναχοί εκεί φοβούνται όμως να τον δεχθούν στα μοναστήρια τους, καθ' ότι ο κυβερνήτης της περιοχής είχε αποστείλει επιστολές σε όλα τα μοναστήρια, απειλώντας τους μοναχούς και τη μονή που θα δεχθεί τον Όσιο Νείλο. Έτσι, έστειλαν τον Όσιο σε μοναστήρι που βρισκόταν σε ξένη, Λομβαρδική επαρχία.

Καθ' οδόν προς το μοναστήρι, ο Νείλος εμποδίσθηκε δύο φορές, τη μία από Σαρακηνό και τη δεύτερη από ιππότη. Και οι δύο του υπέδειξαν να γυρίσει πίσω. Παρά ταύτα, ο Νείλος πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ναζαρίου, όπου παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό. Ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, με τον όρο να του επιτραπεί η επιστροφή στο Μερκούρειο μετά από σαράντα ημέρες. Ο ηγούμενος της μονής ήθελε να κάνει τον Νείλο ηγούμενο σε μία κοντινή μονή, αλλά εκείνος ορκίσθηκε πως δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να δεχθεί οποιεσδήποτε τιμές ή υψηλές θέσεις.

Κατόπιν αυτού, ένας από τους πρώην υπηρέτες τον επισκέπτεται, για να τον ενθαρρύνει στη νέα του ζωή. Ο Νείλος ζητά από τον υπηρέτη του να μείνει μαζί του και του δίδει τα ρούχα και το χιτώνα του, αφού ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το ένδυμα που φορούν οι μοναχοί. Στην συνέχεια, ο Νείλος ζητά να του δώσουν ένα δέρμα προβάτου, για να το φορά ως μανδύα. Συγχρόνως, αναγγέλλει την πρώτη του προφητεία, προβλέποντας το θάνατο ενός κακού ευγενούς, ο οποίος διέμενε κοντά στη μονή. Αμέσως μετά, αναχωρεί για το Μερκούρειο.

Ο Όσιος Νείλος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τον Άγιο Φαντίνο και αναπτύσσεται ένας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Αγίων. Τους περιστοιχίζουν μοναχοί, για να παρακολουθούν τα αναγνώσματα των Γραφών καθώς και τις συζητήσεις τους. Όταν κάποιοι μοναχοί πήγαν σε ένα γέροντα που τον έλεγαν Ιωάννη και ύμνησαν την αρετή του Οσίου Νείλου, ο Ιωάννης πεθύμησε να τον υποβάλλει σε δοκιμασία. Όταν έτυχε να συναντήσει ο Ιωάννης τον Νείλο, του προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι που ο Όσιος δεν έπινε ποτέ. Όμως πήρε το ποτήρι, ζήτησε την ευλογία του Ιωάννου και άδειασε ολόκληρο το ποτήρι. Το έκανε αυτό σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς το γέροντα.

Μετά από λίγο καιρό, δέχθηκε δριμύτατη επίπληξη από τον Ιωάννη, όταν προσπάθησε να διορθώσει την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωάννης σε ένα εδάφιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Νείλος δέχθηκε την επίπληξη με σεβασμό, αλλά βασανιζόταν από τη σκέψη μήπως ο Ιωάννης σκέπτεται αιρετικά. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ο σατανάς στον Όσιο Νείλο, με τη μορφή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προκειμένου να τον πειράξει. Του δίδουν μία ερμηνεία του εδαφίου και εξαφανίζονται. Αργότερα την ίδια ημέρα, αντιλαμβανόμενος πως η ερμηνεία αυτή ήταν αιρετική, σπεύδει ο Όσιος Νείλος στον Ιωάννη και του λέγει όσα έγιναν. Ο Ιωάννης τον αναπαύει και τον ενθαρρύνει.

Μια έντονη επιθυμία γιγαντώνεται μέσα στην καρδιά του Οσίου για ησυχία, και με την ευλογία των εκεί Πατέρων πηγαίνει να μείνει μέσα σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στη μονή.

Ένας από τους συνεχείς πειρασμούς του Οσίου Νείλου είναι η σκέψη πως μπορεί να δει ένα Άγγελο, η μια φλόγα ή φωτιά, ή το Άγιο Πνεύμα, επάνω στην Αγία Τράπεζα που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στη σπηλιά του. Πολεμά αυτόν τον πειρασμό καλύπτοντας τους οφθαλμούς του με ποταμούς δακρύων και κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει όμως να πολεμήσει και σαρκικούς πειρασμούς. Για να τους πολεμήσει, ρίχνει τον εαυτό του επάνω σε αγκάθια και μέσα από τον πόνο κατασβήνει την επιθυμία αυτή.

Κάποτε που ήταν στη Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλή και επιβλητική γυναίκα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από τη μορφή της, που ότι και αν έκανε, δεν μπορούσε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Βλέποντας πως χάνει τη μάχη με αυτή την αδυναμία, στρέφεται προς τον Κύριο με αδιάλειπτη προσευχή. Από τον Εσταυρωμένο που έχει απέναντί του, βλέπει τη μορφή του Χριστού να υψώνει το δεξί Του χέρι και να τον ευλογεί τρείς φορές. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, όπως αναφέρεται στο Βίο, παύει κάθε πόλεμος και ακάθαρτο ερέθισμα στη ζωή του, ώστε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τις πολλές νηστείες και αγρυπνίες του, το απέκτησε διά της ομολογίας της δικής του αδυναμίας.

Κάποτε πλησίασε τον Όσιο ένας μοναχός, ζητώντας να γίνει μαθητής του. Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός κουράσθηκε από τον τρόπο ζωής του Οσίου και άρχισε να φιλονικεί μαζί του. Ο Όσιος αποφάσισε να τον διώξει, αλλά εκείνος του υπενθύμισε πως πρέπει να του δοθούν πίσω τα τρία νομίσματα που του είχε δώσει όταν πρωτοπήγε, τα οποία ήταν να δοθούν στους πτωχούς. Αν και ο Όσιος δεν είχε πλέον τα χρήματα αυτά, πήγε σε ένα κοντινό μοναστήρι και ζήτησε να του τα δανείσουν, τα οποία και εξόφλησε στο μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία αντίγραφα του Ψαλτηρίου.

Ο Όσιος αρχίζει να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όγκου στο λαιμό του, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ομιλία και επίπονη την κατάποση. Ο Όσιος Φαντίνος του ζητά να επιστρέψει στο μοναστήρι, προκειμένου να τον περιποιηθούν. Στο μοναστήρι, ο Νείλος βασανίζεται από τη σκέψη πως αν φάει ψάρια ίσως θεραπευθεί, αλλά η επιθυμία να φάει ψάρι ίσως να προέρχεται από το διάβολο. Ένας άνθρωπος του έφερε λίγα ψάρια, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να τα φάει. Ο Κύριος ανταμείβει την υπομονή και τη γενναιοψυχία του Οσίου και τον απαλλάσσει από τον όγκο διαλύοντάς τον μέσα στο λάρυγγά του. Μετά από αυτό, ο Όσιος επέστρεψε στο σπήλαιό του.

Ο διάβολος εμφανίζεται στον Όσιο, με τη μορφή Αιθίοπα, ο οποίος τον κτυπά στο κεφάλι με ένα μεγάλο ρόπαλο. Ο Νείλος μένει αναίσθητος στη γη και όταν ανασηκώνεται, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπό του είναι πολύ πρησμένο και με πολύ κόπο μπορεί να χρησιμοποιήσει το βραχίονά του. Μένει στην κατάσταση αυτή επί σχεδόν ένα χρόνο, πεπεισμένος πως καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν μπορεί να γιατρέψει πληγές που έχουν προξενηθεί από δαίμονα. Θεραπεύεται, όταν επιστρέφοντας στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του ζητήθηκε να αναγνώσει το Εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ο Όσιος προοδευτικά θεραπευόταν.

Μετά από λίγο καιρό, ο Όσιος Φαντίνος βλέπει ένα εκστατικό όραμα, το οποίο προμηνύει την καταστροφή του Μερκουρείου από τους Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα βιβλία τους πρόκειται όλα να καταστραφούν. Αρνείται να μείνει μέσα στο μοναστήρι και αντ' αυτού περιφέρεται στους γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο με άγρια βότανα. Στη συνέχεια αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μερκούρειο. Οι μοναχοί της μονής του, έρχονται στον Όσιο Νείλο, παρακαλώντας τον να τους αναλάβει και να τους ορίσει κάποιον ηγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμούν για ηγούμενο, αλλά αφήνουν την εκλογή στον Όσιο Νείλο. Ο Όσιος επιστρέφει μαζί τους στη μονή και εκεί επιλέγει ως ηγούμενο τον αδελφό του Οσίου Φαντίνου, τον Λουκά. Ο Λουκάς αρνείται την τιμή, αλλά ο Νείλος τον αναγκάζει να τη δεχθεί.

Μετά την αναχώρηση του Γέροντος Φαντίνου, ο πρώτος πραγματικός μαθητής του, ο μακάριος Στέφανος, έρχεται κοντά του. Ο Στέφανος είναι νεαρός, περίπου είκοσι ετών, αγρότης από πτωχή οικογένεια, που φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι γνωστός για την αθωότητα και την απλότητά του. Πηγαίνει στον Όσιο Νείλο, κάθεται δίπλα του, και περιμένει να του πει ο Όσιος τι επιθυμεί. Όταν ερωτάται, απαντά πως επιθυμεί να γίνει μοναχός. Ο Νείλος προσφέρεται να του δείξει το δρόμο προς τα μοναστήρια, όμως ο Στέφανος του απαντά πως τα γνωρίζει και δεν τον αναπαύουν εσωτερικά. Προτιμά να μείνει με τον Όσιο Νείλο και επιμένει να μαθητεύσει κοντά του. Ο Όσιος τελικά δέχεται να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό και αρχίζει να τον δοκιμάζει, καθώς διαπιστώνει πως ο Στέφανος από τη φύση του είναι μάλλον τεμπέλης. Ο Όσιος προσπαθεί αρχικά να τον διορθώσει και να τον κάνει πιο ευγενή και ανδρείο. Μετά από τριετή προσπάθεια να το επιτύχει αυτό διά της υπομονής και λογικής, ο Όσιος στη συνέχεια αποφασίζει να παιδαγωγήσει πολύ πιο σκληρά τον Στέφανο. Μερικές φορές τον κτυπά στην προσπάθειά του να τον αναγκάσει να αποστηθίσει τις απλές προσευχές και το Ψαλτήρι. Ο Στέφανος υπομένει όλη αυτή τη σκληρή συμπεριφορά με καρτερία και προσπαθεί να υπακούσει. Μέχρι που λέγει στον Όσιο πως δεν ενοχλείται από προσβολές του διαβόλου, αλλά πως το μοναδικό του βάσανο είναι οι συνεχείς προσβολές της ασυγκράτητης επιθυμίας για ύπνο. Ο Όσιος Νείλος του κατασκευάζει ένα σκαμνί με ένα μόνο πόδι, ώστε κάθε φορά που θα τον παίρνει ο ύπνος να πέφτει κάτω. Ο Στέφανος πέφτει κάτω άπειρες φορές τραυματίζοντας ακόμα τα χέρια και το πρόσωπό του.

Ο Όσιος φέρεται πολύ αυστηρά στον Στέφανο. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η τιμωρία που επέβαλε ο Όσιος, όταν ο Στέφανος έσπασε ένα πήλινο δοχείο. Ο Στέφανος πηγαίνει στον Όσιο και του δείχνει τα κομμάτια. Ο Όσιος τότε δένει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους και τα κρεμάει γύρω από το λαιμό του Στεφάνου, κάνοντας τον Στέφανο να στέκεται όρθιος μέσα στην τραπεζαρία ενώ οι άλλοι μοναχοί έτρωγαν, προκειμένου να τους επιδεικνύει το σφάλμα του.

Όμως, ο Όσιος επιδεικνύει μεγάλη ελεημοσύνη στον ευλογημένο Στέφανο. Ρωτά για την κατάσταση της οικογένειας του Στεφάνου στέλνοντας την ηγουμένη Θεοδώρα, μια σεβαστή μοναχή που ζούσε ασκητικά σε ένα κοντινό μοναστήρι με μοναχές, να τους επισκεφθεί. Ο Όσιος μάλιστα της ζητά να φιλοξενήσει τη μητέρα και την αδελφή του ευλογημένου Στεφάνου. Η Θεοδώρα έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρόταση αυτή, έτσι η μητέρα και η αδελφή του Στεφάνου έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους υπηρετώντας πιστά και ειλικρινά τον Θεό μέσα στο μοναστήρι αυτό.

Ήλθε κάποτε μία περίοδος με πολλές εισβολές Σαρακηνών. Όταν οι Σαρακηνοί πλησίασαν την περιοχή του Μερκουρείου, οι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω οχυρά. Ο μακάριος Στέφανος, ο οποίος ευρισκόταν την εποχή εκείνη στη μονή του Αγίου Φαντίνου, κατέφυγε σε ένα οχυρό, χωρίς να επιστρέψει στο σπήλαιο όπου βρισκόταν ο Όσιος Νείλος. Ο Όσιος αρχίζει να ανησυχεί για το μαθητή του Στέφανο. Όταν, πηγαίνοντας στο μοναστήρι του Αγίου Φαντίνου το βρίσκει λεηλατημένο και εγκαταλελειμμένο, νομίζει πως ο Στέφανος είναι αιχμάλωτος των Σαρακηνών και αρχίζει να λέγει στον εαυτό του πως εάν ο Στέφανος ήταν αιχμάλωτος, τότε και ο ίδιος θέλει να μοιρασθεί την αιχμαλωσία του. Αν και φοβάται τη σκληρότητα των Σαρακηνών, νοιώθει την υποχρέωση ως Χριστιανός να δώσει τη ζωή του για το φίλο του. Έτσι, αναχωρεί προς αναζήτηση των Σαρακηνών. Μόλις όμως κατάλαβε πως τους βρήκε, όλοι τους φαίνεται να τον αναγνώρισαν και πέφτουν στα γόνατα μπροστά του, βγάζοντας από τα κεφάλια τους τα τουρμπάνια τους. Ο Όσιος τότε αναγνωρίζει πως είναι άνδρες του οχυρού που έχουν μεταμφιεσθεί σε Σαρακηνούς, προκειμένου να προφυλάξουν την περιοχή. Από αυτούς μαθαίνει πως όλοι είναι ασφαλείς, ακόμα και ο Στέφανος.

Όσο έμενε ο Στέφανος στο μοναστήρι, για να βοηθήσει στη συγκομιδή, διδάχθηκε από ένα γέροντα πως να φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ένα τέτοιο καλάθι στον Όσιο Νείλο στο σπήλαιό του, πιστεύοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε. Όμως ο Όσιος του δίδει εντολή να το καταστρέψει αμέσως, επειδή το έφτιαξε χωρίς την ευλογία του. Ο ίδιος γέροντας πηγαίνει αργότερα στον Όσιο Νείλο και τον ρωτά εάν ο Στέφανος μπορεί να τον βοηθήσει να μαζέψει άχυρο. Ο Όσιος δίδει τη συγκατάθεσή του. Όταν επιστρέφουν, ο γέροντας του λέγει με έντονο παράπονο πως έχασε το Ψαλτήρι του. Ο Νείλος επιπλήττει τον Στέφανο που επέτρεψε να συμβεί αυτό, καθώς και για την απροσεξία του να μην έχει παρατηρήσει που είχε αφεθεί το Ψαλτήρι. Τότε του λέγει πως οφείλει να δώσει στον ηλικιωμένο μοναχό το δικό του Ψαλτήρι.

Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον Στέφανο στο Ροσσάνο, για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος.

Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.

Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Το μοναστήρι συνεχώς μεγάλωνε, όμως ο Όσιος Νείλος, λόγῳ της βαθιάς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωρούσε τον τίτλο του ηγούμενου σε άλλον. Ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο αυτό ήταν ο μοναχός Πρόκλος, ένας άνδρας ευρείας μορφώσεως, που πριν ακόμα γίνει μοναχός, νήστευε στα νιάτα του, μελετούσε το Ψαλτήρι καθημερινά και έκανε πολλές μετάνοιες ημερησίως. Ως μοναχός, ζούσε αυστηρά ασκητικό βίο, όμως έπρεπε να μάχεται εναντίον πολλών ασθενειών.

Την εποχή ενός τρομερού σεισμού, τον οποίο ακολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ο Όσιος Νείλος πήγε στο Ροσσάνο. Το μόνο κτήριο πού έμεινε όρθιο ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη. Το μεγαλύτερο θαύμα όμως ήταν πως δεν είχε πάθει κακό κανένας άνθρωπος ή ζώο. Όταν έμαθε γι' αυτό ο Όσιος Νείλος, κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκεί, βρήκε στο δρόμο ένα παλαιό δέρμα λύκου, το οποίο φόρεσε, για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Τα παιδιά της πόλεως έτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες και φωνάζοντας «Εσύ, Βούλγαρε!», ενώ άλλοι τον αποκαλούσαν «Φράγκο» ή «Αρμένιο» . Ο Όσιος Νείλος προχώρησε σιωπηλά προς τον καθεδρικό ναό, όπου έβγαλε το δέρμα του λύκου και εισήλθε μέσα στο ναό, για να κλάψει μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ήταν οδηγός και προστάτιδά του. Εκεί, ο φύλακας του ναού, ονόματι Κανίσκας, ο οποίος είναι ο πρώην διδάσκαλος του Οσίου Νείλου, μαζί με μερικούς άλλους ιερείς εκπλήσσονται με την επίσκεψή του στο Ροσσάνο. Ο Όσιος Νείλος απηύθυνε κάποιο λόγο στους παριστάμενους και, αφού τους είπε να αποχωρήσουν, έμεινε με τον Κανίσκα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την απληστία του. Όμως ο Κανίσκας συνεχώς πρόβαλε δικαιολογίες για τις αμαρτίες του. Τελικά, ο Όσιος Νείλος του είπε πως κάποτε θα επιθυμήσει να μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ αργά να το κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ο Όσιος Νείλος ασθένησε και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι του. Τότε έλαβε επιστολή από τον Κανίσκα, ο οποίος τον εκλιπαρούσε να πάει κοντά του και να του αφαιρέσει τα πλούτη του, πριν τον κρατήσει δέσμιο ο διάβολος τη στιγμή του θανάτου. Ο Όσιος Νείλος αμέσως θεραπεύθηκε από την ασθένειά του και η μόνη αντίδρασή του ήταν να υμνήσει τον Θεό, ο Οποίος στην άμετρή Του πρόνοια δεν επέτρεψε να κάνει αυτό πού το θείο θέλημα δεν επιθυμούσε.

Μετά από αυτό το γεγονός, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Όσιο, ο οποίος αμέσως πήγε κοντά στους μοναχούς του, καθ' ότι ο διάβολος τριγυρνούσε ανάμεσά τους αναζητώντας να καταβροχθίσει κάποιον. Ο Όσιος Νείλος περπατούσε ανάμεσα στους αδελφούς του ακατάπαυστα ολόκληρη την ημέρα προτρέποντάς τους να επικαλούνται το Όνομα του Ιησού Χριστού, για να διώξουν μακριά το διάβολο. Τελικά, τη δεκάτη ώρα, ο διάβολος έριξε στο έδαφος ένα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ένα σκυλί. Ο Βίος σχολιάζει πως ο διάβολος στην πραγματικότητα είχε σκοπό να το κάνει αυτό σε έναν από τους μοναχούς, αλλά εμποδίσθηκε από τον Όσιο, ο οποίος ήταν ως Άγγελος Κυρίου που τειχίζει αυτούς που έχουν φόβο Θεού και τους λυτρώνει.

Ο Όσιος Νείλος δυσφορούσε καθώς διαπίστωνε πως οι μοναχοί δεν πρόκοπταν στην αρετή. Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την υπακοή των μοναχών του, για να διαπιστώσει εάν πρέπει να συνεχίσει να ζει μαζί τους ή όχι. Γι' αυτό το σκοπό πρόσταξε τους μοναχούς να κόψουν τα πλεονάζοντα κλήματα της μονής, αφήνοντας μόνο όσα χρειάζονται. Οι μοναχοί δεν απάντησαν, μόνο βγήκαν έξω και προχώρησαν να κάνουν αυτό που τους πρόσταξε ο Όσιος Νείλος. Όταν ο Όσιος είδε την υπακοή τους, έδωσε υπόσχεση στον Θεό πως δεν θα προτιμήσει τίποτε επάνω από αυτούς.

Κοντά στο Ροσσάνο υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αναστασία, το οποίο είχε οικοδομηθεί από τον Ευπράξιο, ένα Βυζαντινό αξιωματικό, ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η φροντίδα του παρεκκλησίου είχε ανατεθεί στο μοναχό Αντώνιο, ο οποίος, πριν το θάνατό του, το παρέδωσε στον Όσιο Νείλο. Εκεί ο Όσιος οικοδόμησε μοναστήρι, για τις μοναχές που ζούσαν στα διάφορα μέρη της περιοχής εκείνης.

Ο Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ο δομέστικος Λέων, μαζί με τους ηγέτες του Ροσσάνο και πολλοί εκ του κλήρου και των λαϊκών πήγαν κάποτε στον Όσιο. Είχαν συζητήσει καθ' οδόν τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να θέσουν στον Όσιο Νείλο, για να τον δοκιμάσουν. Όταν τους αντιλήφθηκε ο Όσιος, προσευχήθηκε στον Χριστό, λέγοντας πως γνωρίζει ότι έρχονται για μάταιους λόγους να τον επισκεφθούν, και συνεπώς χρειάζεται θεία βοήθεια να πει αυτά πού είναι απαραίτητα, αλλά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Όσιος τελικά προχώρησε σε μία μακροσκελή ομιλία περί της ανάγκης για αρετή και την εγκατάλειψη πονηρών ατραπών. Η ομιλία αυτή βοήθησε τους ανθρώπους να ζητήσουν μεγαλόφωνα το έλεος του Θεού. Μετά από αυτό, έθεσαν πολλά ερωτήματα στον Όσιο, αλλά εκείνος χειριζόταν τα ερωτήματά τους με τρόπο ώστε οι ερωτούντες να αναγκάζονται να εξετάσουν τις δικές τους ζωές.

Κάποτε μερικοί από το Ροσσάνο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσαν ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Οσίου Νείλου ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστού Ευπραξίου, λέγοντας πως ο Όσιος είχε πάρει τιμαλφή από το μοναστήρι του, μαζί με όλα τα αντικείμενα του μοναχού Αντωνίου. Ο Ευπράξιος ήλθε στο Ροσσάνο μετά από το διορισμό του ως αυτοκρατορικού δικαστού για την Ιταλία και την Καλαβρία. Όλοι οι ηγούμενοι της περιοχής ήλθαν να τον υποδεχθούν κατά την άφιξή του, όμως ο Όσιος Νείλος έμεινε σε απόσταση, επιθυμώντας να μην παγιδευτεί σε όλη την πομπώδη αυτή επίδειξη κολακείας. Παρέμεινε μέσα στο μοναστήρι του, προσευχόμενος για τη σωτηρία όλου του κόσμου και την ψυχή εκείνου του αξιωματικού. Νοιώθοντας περιφρονημένος από αυτή τη σκόπιμη απουσία του Οσίου Νείλου, ο δικαστής άρχισε να σκέπτεται πως θα τον τιμωρήσει. Όμως γρήγορα αρρώστησε από γάγγραινα. Παρέμεινε άρρωστος επί τρία χρόνια. Ο Όσιος Νείλος τον επισκέφθηκε και ο δικαστής φίλησε τα πόδια Οσίου και του εζήτησε να τον κείρει μοναχό. Αφού έγινε μοναχός, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και παρέδωσε το πνεύμα.

Ο στρατηγός του Θέματος της Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στον Όσιο Νείλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν, το οποίο απέκτησε όταν τα στρατεύματά του κατέκτησαν την Κρήτη. Ο Όσιος αρνήθηκε να δεχθεί το παραμικρό μέρος αυτού του ποσού και συμβούλευσε το στρατηγό να δώσει τα χρήματα στον καθεδρικό ναό της πόλεως. Ο Βασίλειος ερώτησε τον Όσιο εάν μπορεί τουλάχιστον να κτίσει ένα παρεκκλήσι για το μοναστήρι, το οποίο διέθετε μόνο ένα μικρό ναό φτιαγμένο από λάσπη. Η απάντηση του Οσίου Νείλου όμως τους ξαφνιάζει, καθ' ότι τους λέγει πως δεν χρειάζεται να κτίσουν τίποτε, εφ' όσον η Καλαβρία σύντομα θα πέσει ολόκληρη στα χέρια των Σαρακηνών. Έτσι ο Όσιος αποφασίζει να φύγει από την Καλαβρία και πηγαίνει στην Κάπουα. Αργότερα φθάνει στη Ρώμη και μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται από τον Θεό στον τόπο που πρόκειται να ενταφιασθεί. Φθάνει στην πόλη του Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά από τη Ρώμη, και πηγαίνει στη μονή της Αγίας Αγάθης, όπου υπάρχουν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο πρίγκηπας του Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστός για την τυραννικότητα και την αδικία του, έρχεται στον Όσιο και, βάζοντας εδαφιαία μετάνοια στα πόδια του Οσίου, του λέγει πως δεν είναι άξιος, λόγῳ των πολλών του αμαρτιών, να δεχθεί τον Όσιο κάτω από την στέγη του, αλλά διαπιστώνει πως ο Όσιος, όπως ο Κύριος, προτιμά τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Ο πρίγκηπας τότε προσφέρει το σπίτι του, όλες τις εκτάσεις του και το οχυρό του. Ο Όσιος Νείλος όμως του δηλώνει πως χρειάζεται μόνο ένα μικρό μέρος της εκτάσεως, όπου μπορεί να ζήσει σε ησυχία και όπου οι μοναχοί του μπορούν να εξιλεωθούν ενώπιον Θεού για τις αμαρτίες τους και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.

Ενώ η πλειοψηφία των μοναχών παρέμεινε σε απόσταση από τον τόπο της ασκήσεως του Οσίου Νείλου, ο Όσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Παύλος. Ο Όσιος του παρέδωσε τα μοναδικά του επίγεια υπάρχοντα, που ήταν λίγα κουρέλια, και ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού. Μετά από αυτό, ο Όσιος Νείλος τους ευλόγησε και οι μοναχοί τον μετέφεραν μέσα στο ναό, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, το έτος 1003 μ.Χ., ένας από τους μοναχούς τον άκουσε να προφέρει τα εξής λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».

Ο Όσιος Νείλος συνέθεσε ύμνους στον Όσιο Βενέδικτο, τους οποίους έμελψε μετά μελωδικής ψαλμωδίας σε παννυχίδα και μετά εξηκονταμελούς χορού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (Μετάσταση)

Αρκετοί είχαν την άποψη ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε, αλλά μετατέθηκε στην άλλη ζωή, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Αφορμή γι' αυτή την άποψη έδωσε το γνωστό ευαγγελικό χωρίο, Ιωάννου κα’ 22. Όμως, ο αμέσως επόμενος στίχος κα' 23 διευκρινίζει τα πράγματα.

Η παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι η έξης: Ο Ιωάννης σε βαθειά γεράματα πέθανε στην Έφεσο και τάφηκε έξω απ' αυτή. Αλλά μετά από μερικές ήμερες, όταν οι μαθητές του επισκέφθηκαν τον τάφο, βρήκαν αυτόν κενό. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβη ότι και με την Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ο Ιωάννης ναι μεν πέθανε και ετάφη, αλλά μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή, για την οποία ο ίδιος, να τί λέει σχετικά: «Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει» (Α' επιστολή Ιωάννου, ε' 12). Εκείνος, δηλαδή, που είναι ενωμένος μέσω της πίστης με το Χριστό και τον έχει δικό του, έχει την αληθινή και αιώνια ζωή. Εκείνος, όμως, που δεν έχει τον Υιό του Θεού, να έχει υπ’ όψιν του πως δεν έχει και την αληθινή και αιώνια ζωή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε, τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Ὁ Οἶκος
Ὕψη οὐράνια ἐκμανθάνειν, καὶ θαλάσσης τὰ βάθη ἔρευναν, τολμηρὸν ὑπάρχει καὶ ἀκατάληπτον, ὥσπερ οὖν ἄστρα ἑξαριθμῆσαι, καὶ παράλιον ψάμμον οὐκ ἔστιν ὅλως, οὕτως οὔτε τὰ τοῦ Θεολόγου εἰπεῖν ἱκανόν, τοσούτοις αὐτὸν στεφάνοις ὁ Χριστός, ὃν ἠγάπησεν ἔστεψεν! οὗ τῷ στήθει ἀνέπεσε, καὶ ἐν τῷ μυστικῷ δείπνῳ συνειστιάθη, ὡς Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Μαθητές του Χριστού

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος
«αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ»
Η κλήση των πρώτων μαθητών από το μεγάλο διδάσκαλο Χριστό, είναι το θέμα που ξεδιπλώνει μπροστά μας η σημερινή ευαγγελική περικοπή με σκηνικά που αναδεικνύουν βαθύτερα μηνύματα και νοήματα. Στο βάθος της διήγησης του Ευαγγελίου μπορεί κάποιος ν’ αντλήσει μεγάλες αλήθειες. Ο Μονογενής και Λόγος του Θεού είναι εκείνος που καλεί πρώτα όλους τους ανθρώπους από την ανυπαρξία στη ζωή. Γι’ αυτό και στην ευχαριστιακή σύναξη ομολογούμε: «Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες».
Ο άνθρωπος όμως καλείται από τον Χριστό όχι απλώς να παραμείνει στο «είναι», δηλαδή να περιορίζεται στο να συντηρεί την ύπαρξή του, αλλά να καταστεί ικανός ν’ ατενίσει τις κορυφογραμμές του «εύ είναι». Να γίνει με άλλα λόγια μέτοχος της θείας ζωής, να φθάσει στη θέωση, να υποστεί την καλή αλλοίωση, σύμφωνα με την πατερική γραμματεία. Μάς προσκαλεί να γίνουμε κοινωνοί της θεανθρώπινης ζωής της Εκκλησίας, διά μέσου των θεμελίων της, που είναι οι άγιοι Απόστολοι, οι μαθητές που ο ίδιος προσκάλεσε για να τον ακολουθήσουν.
Σε μια πολύ ζωηρή εικόνα, ο Λουκάς εμφανίζει τον Χριστό να διδάσκει στο πλήθος πριν να καλέσει τους πρώτους τέσσερεις μαθητές του. Την επικοινωνία που απορρέει από τη θεϊκή αγάπη χαρακτηρίζει η αυθεντικότητα. Κοιτούσε πάντοτε τους ανθρώπους πρόσωπο προς πρόσωπο. Στη διάσταση εκείνη που η κοινωνία αγάπης αναδεικνύεται το κυρίαρχο στοιχείο της Βασιλείας του και της καταξίωσης του ανθρώπου στους πιο ψηλούς αναβαθμούς πνευματικότητας. Εκεί στην ακρογιαλιά της Γεννησαρέτ που ήταν κατάμεστη από κόσμο, επέλεξε ένα από τα δύο πλοιάρια των μετέπειτα μαθητών του για να διδάσκει το πλήθος. Ακριβώς, μέσα από την ταπείνωση παρατηρούμε πώς αναδύεται η θεϊκή μεγαλοπρέπεια.
Η ευλογημένη πρόσκληση
Τη διδαχή του πλήθους διαδέχεται το σκηνικό της ευλογημένης πρόσκλησης που απευθύνει ο Κύριος προς τους μαθητές του. Οι συνθήκες μπορεί να μην ήταν και τόσο ευνοϊκές, αφού εκτός από το ακατάλληλο της ώρας, η κοπιώδης εργασία που προηγήθηκε από τους μαθητές ολόκληρη τη νύχτα συνοδευόταν και από την απογοήτευση της δυστοκίας που χαρακτήριζε την προσπάθεια τους. Ωστόσο, η μεγάλη πρόσκληση μπορεί να καρποφορήσει και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, κάτι που επιβεβαιώνουν τα ίδια τα γεγονότα.
Παρακαλεί το Σίμωνα ο Κύριος: «επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών προς άγραν». Ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνεύει επιφανειακά και με το δικό του τρόπο πράγματα και γεγονότα, να απογοητεύεται και να απελπίζεται. Ωστόσο, η αγάπη του Θεού αποφέρει την πιο ευλογημένη καρποφορία, ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες περιστάσεις και αντίξοες συνθήκες. Αρκεί ο άνθρωπος να αφήσει την καρδιά του να γίνει δεκτική της θεϊκής αγάπης και παρουσίας, να ανοίξει την ύπαρξή του για να δεχθεί το θείο φωτισμό.
Η ανταπόκριση ακριβώς τού Πέτρου, παρά την όποια απογοήτευσή του που εκφράζεται με το «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν», δείχνει το δρόμο της πορείας του κάθε ανθρώπου που ενδείκνυται ν’ ακολουθεί προκειμένου ν’ ανήκει στους μαθητές του Χριστού. Θυσίασε τους όποιους εγωισμούς και παρέκαμψε πρόσκαιρα βολέματα, προφάσεις και φτηνές δικαιολογίες. Η αγάπη του Χριστού ήταν ότι πιο πολύτιμο, χάρη της οποίας άξιζε να θυσιάσει τα πάντα. Η υπακοή στο θέλημα του Χριστού συνιστά την πιο ασφαλή πορεία στη ζωή: «επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον».
Αγαπητοί αδελφοί, ο Πέτρος εισερχόμενος πλέον στο χώρο της θαυματουργίας του Κυρίου βιώνει το μεγαλείο της ολοκληρωμένης αγάπης. Ο άνθρωπος που δέχεται στην καρδιά του την αγάπη του Χριστού ανυψώνεται στο «αρχαίο κάλλος της εικόνος του Θεού». Σ’ αυτήν ακριβώς τη μεταμορφωτική και ανυψωτική δυναμική, όπως ο Πέτρος μεταποιείται από απλό ψαρά σε «αλιέα ανθρώπινων ψυχών», έτσι και ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να ακολουθήσει το δικό του παράδειγμα. Η ακολουθία όμως του Χριστού προϋποθέτει την απάρνηση όλων εκείνων των ψεύτικων στηριγμάτων, τα οποία αφήνουν τον άνθρωπο να κλυδωνίζεται στα κύματα κρίσεων και απαιτεί τη μίμηση του παραδείγματος των αποστόλων, οι οποίοι «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ». Μορφές που ακολούθησαν ακριβώς αυτή την πορεία και την μνήμη των οποίων τιμά σήμερα η Εκκλησία, είναι του Αυξεντίου του οσίου, του Χαρίτωνος του ομολογητή και του συμπατριώτη μας Νεοφύτου του Εγκλείστου, του οποίου θυμούμαστε την εύρεση και την ανακομιδή του λειψάνου του. Αυτές, λοιπόν, οι μορφές με την όλη βιωτή τους αναδείχθηκαν αστέρες πολύφωτοι του ουράνιου στερεώματος και με τις πρεσβείες τους ρίχνουν άπλετο φως και στη δική μας πορεία. «Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών των αμαρτωλών».

Ανθρώπους από δω και πέρα θα αλιεύεις…

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Αναρωτιόμαστε συχνά γιατί ο πολιτισμός μας να αγωνίζεται να ελκύσει στα δίχτυα του τους ανθρώπους όχι με την προοπτική να χτίσουν μεταξύ τους γνήσιες σχέσεις, αλλά για να αποδεχτούν τα προϊόντα που αυτός προσφέρει, μόνο και μόνο για να γίνουν καταναλωτές τους και να ενταχθούν στην κατηγορία των χρηστών ή των θαυμαστών τους. Κάποτε και οι άνθρωποι γίνονται προϊόντα. Αντικείμενα. Αρκεί να σκεφθεί κάποιος πόσοι εικονικά δολοφονούνται σε σειρές, ταινίες και ηλεκτρονικά παιχνίδια βίας. Πόσοι καταναλώνονται ηδονιστικά στην εικονική πραγματικότητα. Και σε πόσους ο πολιτισμός εγείρει την επιθυμία, αληθινά δαιμονικά, να χρησιμοποιούν τους άλλους, όχι ως πρόσωπα, αλλά ως σώματα προς απόλαυσιν.
Η απάντηση έγκειται στην άρνησή μας να καταλάβουμε τι ζητά από τους ανθρώπους ο Θεός, Τον Οποίο εύκολα απορρίπτουμε ή περιθωριοποιούμε. «Από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» (Λουκ. 1,10), λέει ο Χριστός στον Απόστολο Πέτρο, αφού έχει ανεβεί στο καΐκι του για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και αφού έκανε να γεμίσουν τα δίχτυα των μαθητών με ψάρια, ύστερα από μία κοπιαστική, αλλά αποτυχημένη νύχτα, στην οποία δεν είχαν πιάσει ούτε ένα. «Ανθρώπους από δω και πέρα θα αλιεύεις», λέει ο Χριστός στον Πέτρο, βάζοντάς τον στο να δει την ζωή του από κει και πέρα αναλογικά, με άλλη προοπτική. Τώρα δε θα αλιεύει για την επιβίωσή του. Θα αλιεύει για να δώσει στους ανθρώπους την όντως ζωή που είναι η πίστη στον Χριστό. Δε θα αλιεύει γιατί ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται. Θα αλιεύει κάνοντας μια άλλους είδους εργασία, την πνευματική. Δε θα αλιεύει στη μοναξιά της θάλασσας και της νύχτας, αλλά θα αλιεύει στο φως και με γνώμονα τη σχέση του με τους ανθρώπους. Δε θα αλιεύει μόνο με την ικανότητα και την μαστοριά του, αλλά με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού.
«Ανθρώπους έση ζωγρών». Ο κόσμος μας μάς αλιεύει για να γίνουμε καταναλωτές. Η Εκκλησία, συνεχίζοντας το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου και των αποστόλων, μάς αλιεύει για να οδηγηθούμε στο καθ’ ομοίωσιν Θεού. Να ενεργοποιήσουμε τα χαρίσματά μας, την εικόνα του Θεού, αλλά και κάθε ιδιαίτερο γνώρισμα που έχουμε λάβει από το Άγιο Πνεύμα. Και δεν μας αφήνει στη χρήση μας από τον πολιτισμό, αλλά ζητά από εμάς να γίνουμε ελεύθεροι από κάθε εξάρτηση και ανάγκη. Δεν ας αφήνει να γίνουμε βρώματα ενός τρόπου ζωής που δεν αφήνει περιθώριο για αγάπη και αληθινή χαρά, αλλά ζητά από εμάς να γευθούμε την βρώση που δεν είναι απολλυμένη, αλλά αιώνια, δηλαδή τον Χριστό στο μυστήριο της Ευχαριστίας και στην αγάπη. Το αγκίστρι του πολιτισμού είναι το θέλημα και η ηδονή της αμαρτίας. Το αγκίστρι της Εκκλησίας είναι η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και η ηδονή της κοινωνίας εν αγάπη τόσο με Εκείνον όσο και με τον συνάνθρωπό μας. Τα δίχτυα του πολιτισμού μας οδηγούν στην έξοδο από το νερό, δηλαδή στην έξοδο από εκεί που αναπνέουμε και ζούμε και στην είσοδό μας σε έναν κόσμο που εύκολα μας κάνει να ασφυκτιούμε, παρότι ισχυρίζεται ότι μας δίνει φως στο νου και τους ορίζοντές μας και ελευθερία. Τα δίχτυα της Εκκλησίας μας οδηγούν στην κάθαρσή μας από τα πάθη και την ίδια στιγμή μας αναγεννούν συνεχώς μέσα από τη σχέση με τον Θεό που πέθανε για χάρη μας και μας έδειξε την οδό της Ανάστασης και της αιώνιας ζωής. Μας ξεδιψούν από το ψεύτικο και μας οδηγούν στην όντως Αλήθεια της πίστης. Ο κόσμος τελικά μας αφήνει να παλεύουμε στο σκοτάδι της πνευματικής άγνοιας, να ματαιοπονούμε διότι ο θάνατος είναι πιο ισχυρός και να απελπιζόμαστε, διότι βλέπουμε πως κατά βάθος το νόημα που βρίσκουμε δεν μας δίνει ευτυχία. Η Εκκλησία μας βοηθά πάνω στο ανέλπιστο να βρίσκουμε καρπό. Να γεμίζει η ψυχή μας χαρά. Να μπορούμε να μην αισθανόμαστε μόνοι. Ενώ ετοιμαζόμαστε να κρυφτούμε στην ήττα μας, να ξαναρίξουμε τα δίχτυα μας υπακούοντας στην προτροπή του Χριστού ότι δεν είμαστε μόνοι και ότι η ζωή κοντά Του έχει νόημα.
Ο Χριστός δεν αρνήθηκε στους μαθητές Του τη δυνατότητα να ασκούν το επάγγελμά τους όταν χρειάστηκε. Γι’ αυτό και θα τους συναντήσει μετά την Ανάσταση στη Γαλιλαία, εκεί όπου τους γνώρισε, πάλι να ψαρεύουν. Και θα τους ξαναγεμίσει τα δίχτυα με ψάρια, για να τους δείξει ότι όταν πιστεύουν σ’ Εκείνον μπορούν να κάνουν μια νέα αρχή συνεχώς στη ζωή τους, αλλά δεν είναι το κλειδί η επιβίωση. Το κέρδος. Ο εαυτός. Νόημα έχει η ζωή όταν χαιρόμαστε την κοινωνία μαζί Του. Όταν μπορούμε να αφήνουμε στην άκρη το άγχος μας για το εδώ και τώρα και όταν μπορούμε να προτάξουμε την σχέση μας με τους ανθρώπους. Σχέση όμως στην οποία ο Ίδιος είναι παρών. Για να είναι η τροφή μας καρπός της κοινωνίας μαζί Του και την ίδια στιγμή να έχουμε επίγνωση του αληθινού σκοπού της ζωής μας.
Ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνο για τους Αποστόλους. Είναι για τον καθέναν από εμάς. Μαζί με τον Χριστό να συναντούμε τους άλλους ανθρώπους. Να μοιραζόμαστε μαζί τους το νόημα που παίρνουμε από τη σχέση μας με την Εκκλησία και, χωρίς να παύουμε να ανήκουμε στον παρόντα κόσμο και πολιτισμό, να κομίζουμε το μήνυμα της Βασιλείας των ουρανών. Το μήνυμα που περνά μέσα από την αγάπη στο Πρόσωπο του Χριστού. Αυτού που λείπει από τις καρδιές και τη ζωή μας και Αυτού που θα μας συνδράμει ώστε να είμαστε καταναλωτές της ζωής αλλά ο καθένας επικεφαλής ενός μικρού ή μεγάλου αγώνα, κατά το χάρισμά του, για να έχουμε και να έχουν όσοι μας συναντούν νόημα Εκκλησίας, νόημα αιωνιότητας.