Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Είπε γέρων



Άνθρωπος ο οποίος επαινεί τον πλησίον του και κατακρίνει τον εαυτό του, φθάνει σε μέτρα αγιότητος. Αν ζητάς εσύ από τον άλλονε, επειδή σε λύπησε, να σου βάλει μετάνοια, δεν είσαι καλά, δεν είσαι εντάξει, δεν βαδίζεις στο δρόμο της καλογερικής.
Φθάσαμε, πατέρες, σ” ένα τέτοιο σημείο, που μπορώ να πω ότι, όταν ήμασταν κοσμικοί, ήμασταν καλύτεροι. Τώρα δεν σηκώνουμε λόγο, δεν σηκώνουμε λόγο.
Τα πατερικά βιβλία λένε ότι ο αββάς Νισθερώ απέκτησε φήμη αγίου ανδρός.  Και πήγε άλλος και του λέει: «Τι αρετή έκανες, πάτερ, κι έφθασες σ” αυτά τα μέτρα;»Λέει: «Αφότου μπήκα στο μοναστήρι, είπα, εγώ και το γαϊδούρι ένα είμαστε. Όσο μιλάει το γαϊδούρι, όταν το δέρνεις, τόσο θα μιλήσω κι εγώ». Αυτό ήταν το θεμέλιο, ότι και να τον δείρουνε, «ευλόγησον». Τώρα εμείς φθάσαμε στο σημείο, δεν σηκώνουμε λόγο.
Ο άνθρωπος, εφόσον ζει, πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται. Και ο πρώτος αγώνας είναι να νικήσει τον εαυτό του. Ο πρώτος και ο κυριότερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο διάβολος, όχι. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εις τον εαυτό του επίβουλος. Και τούτο διότι δεν ακούει τον άλλον, ακούει τι τον λέει ο λογισμός του. Ενώ έχουμε τόσους αγίους Πατέρες να τους μιμηθούμε διαβάζοντας τα συγγράματά τους, εντούτοις όμως το εγώ μας κυριεύει πολλές φορές. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας και τροπαιοφόρος και νικηφόρος ενώπιον του Θεού!

παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Παύλος Α' ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και υπήρξε γραμματέας του αγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου (βλέπε 30 Αυγούστου).

Όταν απεβίωσε ο Αλέξανδρος, το 377 μ.Χ., ο Παύλος εξελέγχθηκε Πατριάρχης. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, όταν το πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, μία και ήταν οπαδός της αίρεσης των Αρειανών. Όταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο και ανακήρυξε αυθαίρετα Πατριάρχη, τον αρειανόφρονα Νικομήδειας Ευσέβιο. Τότε ο Άγιος Παύλος πήγε στη Ρώμη. Εκεί βρήκε τον Μέγα Αθανάσιο (βλέπε 18 Ιανουαρίου), τον οποίο είχε απομακρύνει από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Κωνστάντιος.

Πληροφορηθείς τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας Κώνστας, έστειλε γράμμα στον αδελφό του τον Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του. Έτσι ο Παύλος και ο Αθανάσιος επανήλθαν στο αξίωμά τους.

Δυστυχώς μετά από λίγο καιρό ο Κώνστας πέθανε. Έτσι ο Κωνστάντιος διέταξε, από την Αντιόχεια που ήταν, να απομακρύνουν τον Παύλο από τον Πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας.

Μία μέρα που τελούσε την Θεία Λειτουργία όρμησαν καταπάνω του Αρειανοί και τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι ο Άγιος ετελείωσε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Θείας πίστεως ὁμολογία, ἄλλον Παῦλόν σε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζηλωτὴν ἐν ἱερεῦσιν ἀνέδειξε· συνεκβοᾷ σοι καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον, καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀστράψας ἐν γῇ, ὡς ἄστρον οὐρανόφωτον, τὴν καθολικήν, φωτίζεις Ἐκκλησίαν νῦν, ὑπὲρ ἧς καὶ ἤθλησας, τὴν ψυχήν σου Παῦλε προθέμενος, καὶ ὡς Ζαχαρίου καὶ Ἀβελ τρανῶς, βοᾷ σου τὸ αἷμα πρὸς Κύριον.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ὡς τοῦ σκεύους ὑπάρχων τῆς ἐκλογῆς, καὶ ὁμώνυμος Πάτερ καὶ μιμητής, κινδύνους ὑπέμεινας, καὶ διωγμοὺς ὑπὲρ πίστεως, καὶ ὡς αὐτὸς τὴν Ῥώμην, κατέλαβες Ὅσιε, πανταχοῦ κηρύσσων, Τριάδος τὸ ὁμότιμον· ὅθεν καὶ τὸν δρόμον, ἐν Ἀρμενίᾳ τελέσας, ἀξίως ἀπείληφας, ἐκ Κυρίου τὸν στέφανον, καταισχύνας τὸν Ἄρειον· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ὁμολογίας στύλος ὑπάρχεις, καὶ ὁμώνυμος Παύλου τοῦ φωστῆρος τῆς γῆς, ὁμότροπός τε καὶ σύναθλος, τὰ στίγματα τοῦ Ἰησοῦ βαστάζων ἐν τῷ σώματι, Παῦλε ἰερομύστα· καὶ ἐν αὐτοὶς ἐντρυφῶν, καὶ καυχώμενος πάντοτε, ἐνώπιον βασιλέων κακοδόξων ὤφθης ἱστάμενος, καὶ μὴ πτοούμενος, μᾶλλον δὲ δυναμούμενος. Ὅθεν τρανώτερον βοᾷ σου τὸ αἷμα πρὸς Κύριον.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ - ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ

Βλασφημία! Λέξη φοβερή, λέξη που προκαλεί αποτροπιασμό, λέξη που φανερώνει ασέβεια προς το Θεό.

Η βλασφημία είναι έκφραση μίσους κατά του Θεού, είναι αποτέλεσμα βρώμικης καρδιάς και χαρακτηρίζει πονηρή ψυχή. 
Η βλασφημία προκαλείται από άνθρωπο που είναι αιχμάλωτος στους δαίμονες και στην ψυχή και στο σώμα.

Ο βλάσφημος εξουσιάζεται από τον πονηρό δαίμονα, είναι η φωνή που εξέρχεται από το βάθος της κακίας, είναι η ηχώ του Ταρτάρου.

Ο βλάσφημος αγανακτεί κατά του Θεού και βγάζει από την πονηρή καρδιά του βλάσφημες εκφράσεις, γεμάτες χολή και ασέβεια!

Ο βλάσφημος αγανακτεί και βρίζει το Θεό δημιουργό που τον έφερε στη ζωή από το μηδέν!

Αγανακτεί και βρίζει Αυτόν που τον φύλαξε κάτω από τη σκέπη της Χάριτός Του, για να μη χαθεί η ύπαρξή του!

Βλασφημεί τον χορηγό όλων των αγαθών, Αυτόν που γεμίζει τους ανθρώπους από αγάπη και φιλανθρωπία.

Βρίζει τον αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό, που προσφέρει πλούσιες τις δωρεές Του ακόμη και στον βλάσφημο.

Βρίζει Αυτόν που γεμίζει με καλοσύνη όλο τον κόσμο.

Βρίζει Αυτόν που συγκρατεί όλο το σύμπαν πάνω στο μηδέν.

Βρίζει Αυτόν που όλη η δημιουργία, η ορατή και η αόρατη, τον σέβεται, αυτόν που όλη η κτίση δοξολογεί.

Ο βλάσφημος είναι αποστάτης και εχθρός του Θεού. Απομακρύνθηκε από τον Θεό και ο Θεός απομακρύνθηκε απ᾿ αυτόν.

Ο βλάσφημος πήγε με την παράταξη του διαβόλου, γιατί αυτού τα έργα αγάπησε και στρατιώτης αυτού έγινε.

Ο βλάσφημος αγωνίζεται με τη βοήθεια των δαιμόνων εναντίον της βασιλείας του Θεού.

Ο βλάσφημος αρνείται το βάπτισμά του, αρνείται τον ίδιο τον Χριστό.

Ο βλάσφημος, ως μέλος της κοινωνίας, είναι επικίνδυνος, γιατί δεν σέβεται το Θεό και από την ασέβεια αυτή προέρχονται όλα τα κακά.

Ο βλάσφημος μπορεί να παραβαίνει κάθε ηθικό και πολιτικό νόμο χωρίς κανένα ενδοιασμό, αφού δεν σέβεται τον Θεό.

Ο βλάσφημος είναι επικίνδυνος στην κοινωνία, γιατί πορώθηκε η καρδιά του, η δε πορωμένη καρδιά έχασε την ευαισθησία της συνειδήσεως, αυτός δε που έχασε αυτή την ευαισθησία είναι ικανός να πράξει κάθε κακούργημα.

Τούς βλάσφημους η κοινωνία πρέπει να τους τιμωρεί για το δικό της συμφέρον, διότι είναι μέλη σάπια και απειλούν να μολύνουν ολόκληρη την κοινωνία.

Τούς βλάσφημους οφείλει η κοινωνία να τιμωρεί ,για να μην επισύρει την οργή του Θεού εναντίον της.

Ποιός μπορεί να εγγυηθεί για τον ηθικό χαρακτήρα του βλάσφημου, ποιός μπορεί να στηρίξει τις ελπίδες του η να στηρίξει την εμπιστοσύνη του σ᾿ αυτόν;

Πως αυτός που βλασφημεί τα ιερά πρόσωπα θα σεβαστεί τα ανθρώπινα;

Πως μπορεί να εκπληρώσει το καθήκον προς την κοινωνία, όταν για το ύψιστο των καθηκόντων του προς το Θεό ασεβεί;

Ο βλάσφημος είναι στερημένος κάθε αρετής και είναι αιχμάλωτος κάθε πάθους.

Πως μπορεί ο βλάσφημος να είναι τίμιος επαγγελματίας, τίμιος εργάτης, όταν συμπεριφέρεται άτιμα και αχάριστα προς το Θεό;

Πως μπορεί να γίνει καλός και χρήσιμος φίλος;

Πως μπορεί ο βλάσφημος να είναι συνεπής στις συναλλαγές του, όταν δεν σέβεται τον Ιησού Χριστό και Θεό μας;

Πως μπορεί να είναι καλός συνέταιρος όταν κανένα δεν σέβεται;

Τον βλάσφημο πρέπει να τον αποφεύγουμε ως επικίνδυνο και για μας και για την οικογένειά μας.

Ο βλάσφημος είναι κακός γιός. Ως αχάριστος προς το Θεό πως μπορεί να είναι ευγνώμων προς τους γονείς του; Τού βλάσφημους γιούς οι γονείς οφείλουν να τους διώχνουν από τα σπίτια τους για να μην έλθει η οργή του Θεού πάνω τους.

Ο βλάσφημος δεν μπορεί να είναι καλός σύζυγος, ούτε καλός πατέρας και κάποια στιγμή θα ξεσπάσει πάνω του η οργή του Θεού .

Φύγετε μακριά από τους βλάσφημους.Γιά τους βλάσφημους ο Θεός διατάσσει στην Αγία Γραφή (Λευ. 24, 16) να λιθοβολούνται. Θεία απόφαση, άρα και δίκαια, διότι ο προς τον Θεός ασεβής είναι ασεβέστερος των ασεβέστερων. 

Αυτός που συμπεριφέρεται με ασέβεια προς το Θεό δεν θα είναι και προς τους συνανθρώπους του ασεβής;

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας προτρέπει ούτε ένας λόγος αργός να μη βγαίνει από το στόμα μας, γιατί θα δώσουμε λόγο την ημέρα της κρίσεως.

Εάν λοιπόν θα ζητηθούν ευθύνες για ένα λόγο αργό, που μπορεί να κρυφθεί ο βλάσφημος; Στον ουρανό, αλλ᾿ ο Ουρανός είναι θρόνος του Θεού.

Στον Άδη; Ναί, στα Τάρταρα του Άδη! 

Γιατί, λέγει ο Κύριος, αυτός που οργίζεται κατά του πλησίον του είναι ένοχος στη γενεά του πυρός και εάν τέτοια ευθύνη έχει ο κατά του πλησίον οργισθείς, ποιά ευθύνη θα έχει ο κατά του Θεού, του Ιησού Χριστού και της Παναγίας βλασφήμων;

Οι Άγιοι της Εκκλησίας θεωρούν τον βλάσφημο χειρότερο και από τον δαίμονα, γιατί ο μεν σατανάς ακούγοντας το όνομα, το υπέρ παν όνομα, το Θείον του Θεού όνομα, φρίττει και τρέμει, ο δε βλάσφημος με αχαριστία και ασέβεια Αυτόν βλασφημεί.

Ο Μέγας Βασίλειος λέγει περί των βλασφήμων αυτό: Αυτός που αμαρτάνει παραβαίνει το Νόμο, ο δε βλάσφημος ασεβεί στην Θεότητα. Εάν ο παραβάτης του Νόμου του Θεού κολάζεται, πόσον μάλλον ο βλάσφημος που βρίζει τον Νομοθέτη;

Τελειώνοντας, σας παρακαλώ να βοηθήσετε τους βλάσφημους να μετανοήσουν, να πλησιάσουν στο ιερό Μυστήριο της Εξομολογήσεως και να ζητήσουν το έλεος και την συγγνώμη του αγίου Θεού και να σταματήσουν το βρόμικο αυτό πάθος, διαφορετικά απομακρυνθείτε από κοντά τους, όπως φεύγετε μακριά από μία οχιά, μήπως και διορθωθούν, πράγμα που εύχομαι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη

Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος.

Οι Έλληνες γονείς του Γαλακτίωνα, Κλειτοφών και Λευκίππη, ήταν πρώτα ειδωλολάτρες. Κάποιος, όμως, ιερομόναχος, που ονομαζόταν Ουνούφριος, τους προσείλκυσε στη χριστιανική πίστη. Από τότε διέθεταν τα πλούτη τους σε κάθε αγαθοεργία. Το δε γιο τους Γαλακτίωνα ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, με παιδαγωγία και νουθεσία, σύμφωνη με το θέλημα του Κυρίου. Και η παιδαγωγία αυτή δεν άργησε να φέρει τους θαυμαστούς καρπούς της. Ο Γαλακτίων όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μία ωραία κόρη, την Επιστήμη, την οποία ο ίδιος είλκυσε στο Χριστό.

Η ζωή τους κυλούσε αφιερωμένη στην υπηρεσία του λόγου του Θεού και στη διακονία του πλησίον, ώσπου ξέσπασε ο διωγμός του Δεκίου. Τότε, ο μεν Γαλακτίων πήγε σε μοναστήρι του όρους Σινά, η δε Επιστήμη σε γυναικείο κοινόβιο.

Αλλά η λαίλαπα του διωγμού έφθασε και στα μέρη εκείνα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Γαλακτίων από τον άρχοντα Ούρσο. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό η Επιστήμη, έτρεξε και παρακάλεσε τους διώκτες να συλλάβουν και αυτή προς ενίσχυση του συζύγου της. Ο άρχοντας Ούρσος, μη μπορώντας να τους πείσει να αλλαξοπιστήσουν, αφού τους βασάνισε σκληρά στο τέλος τους αποκεφάλισε (περί το 250 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tὴν λαμπρὰν ξυνωρίδα τῶν μαρτύρων τιμήσωμεν ὥσπερ συζυγίαν ἀρίστην καὶ κλειτὴν καὶ θεόφρονα· τὸν θεῖον Γαλακτίωνα πιστοί, ὁμοῦ σὺν Ἐπιστήμῃ τῇ σεμνῇ. Δι' ἀσκήσεως γὰρ πόνων ἀθλητικὴν ἐξήνθησαν φαιδρότητα. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι' ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων Χριστοῦ, τοῖς δήμοις ἠριθμήθητε, ἀγῶσι στεῤῥοῖς, φαιδρῶς ἀγωνισάμενοι, Γαλακτίων ἔνδοξε, σῦν συζύγῳ σεπτῇ καὶ συνάθλῳ σου, Ἐπιστήμη, τῷ μόνῳ Θεῷ, πρεσβεύοντες ἄμφω ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει λαμπρύνας σου, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, ἀκτῖσιν ἀθλήσεως, φωταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Γαλακτίων μακάριε· ὅθεν σου τὴν ἁγίαν, καὶ φωσφόρον ἡμέραν, πίστει ἐπιτελοῦμεν, εὐσεβῶς σοι βοῶντες· Ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστόν, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον ἐν Μάρτυσι Γαλακτίωνα, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, σὺν τῇ πανευκλεεῖ συζύγῳ, τῇ φερωνύμῳ Ἐπιστήμῃ· οὗτοι γὰρ καθεῖλον τοῦ ἐχθροῦ τὸ φρύαγμα, καὶ εἰδώλων τὸ ἄθεον ἤλεγξαν, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ ἀνεκήρυξαν. Διὸ περιφανῶς λαβόντες παρ' αὐτοῦ, τοὺς στεφάνους τῆς ἀφθαρσίας, ἀπαύστως πρεσβεύουσιν ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης


Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής

Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου (έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας) και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.

Έμεινε από μικρός ορφανός και μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα. Όμως, αμέσως φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Γαλουχημένος από την ευσεβέστατη μάμμη του με την παραδειγματική ποντιακή ευσέβεια, μόλις στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να μιλάει έδειξε ότι διέφερε των άλλων παιδιών και ότι ήταν αφοσιωμένος στον Θεό. Παιδί ακόμα, προσεύχονταν συνεχώς, έκανε νηστείες και επτά χρονών πήγε και προσκύνησε την Παναγιά του Σουμελά. Δόκιμος μοναχός έγινε σε ηλικία μόλις εννέα ετών.

Η κουρά του σε Μοναχό έγινε το 1919 μ.Χ. σε ηλικία 18 ετών και στην συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.

Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας από τους κομμουνιστές στην Γεωργία, ο νεαρός Ιεροδιάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικώς!

Το 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Πνευματικός, ενώ το 1929 μ.Χ. ήρθε, μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας) της Ελλάδας, όπου έζησε τα τελευταία τριάντα, από τα πενήντα οκτώ χρόνια της ζωής του.

Καταδικάσθηκε και πάλι σε θάνατο το 1941 μ.Χ. από τους εκ βορρά ομόδοξους εισβολείς και σώθηκε και πάλι θαυματουργικώς, για να συνεχίσει την Οσιακή του ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.

Ο Όσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά τονίζει ότι πρέπει να νηστεύουν σωστά, γιατί η νηστεία είναι μια άσκηση για τον χριστιανό. Είναι λάθος να νηστεύεις, έλεγε, μια εβδομάδα στην αρχή και μια εβδομάδα στο τέλος της νηστείας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ανέφερε μια μέρα και το εξής παράδειγμα: «Όταν είσαι πάνω σε μια γέφυρα και βρέχει δυνατά κι έχεις απλωμένο ένα σχοινί κι αρχίζεις να το μαζεύεις, επειδή βρέχεσαι δεν το κόβεις για να φύγεις, αλλά περιμένεις να το μαζέψεις όλο κι άς βρέχεσαι.

Τόνιζε ακόμη ο π. Γεώργιος ότι οι ανάδοχοι δεν πρέπει να μαλώνουν και ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να βαφτίσει το λιγώτερο τρία παιδιά. Το καθήκον του νουνού, έλεγε, είναι να μαθαίνει στα βαφτιστικά του από μικρά να πηγαίνουν Εκκλησία, να κοινωνούν τακτικά, να ακολουθούν το σωστό δρόμο, να γίνουν καλοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου, έγινε το 2008 μ.Χ. υπό του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στην Δράμα.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Εκ Πόντου ανέτειλας, ώσπερ αστήρ φαεινός, την Δράμαν εφώτισας, ταις διδαχαίς σου σοφέ, τη ισαγγέλω πολιτεία σου. Όθεν τοις προσιούσι, τη αγία Μονή σου, νέμεις ειρήνην, και παντοίας ιάσεις’ ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, Γεώργιε, πατήρ ημών Όσιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.

Κοντάκιον
Τον ζηλωτήν Ηλίαν.
Αργυρουπόλεως ένθεον βλάστημα, και Γεωργίας σεπτόν ενδιαίτημα, ο εν τη Δράμα ασκήσας ως άσαρκος, και αγιάσας μονήν Αναλήψεως, ημών ίσθι φύλαξ, Γεώργιε.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 26 Αυγούστου

Μτθ. ιθ´ 16-26) 
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτόν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. Λέγει αὐτῷ· Ποίας; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· Τὸ «οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα», καὶ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ῎Εφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ᾿Ακούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ᾿Ακούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ᾿Εμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.

Απόδοση στη νεοελληνική
Εκεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ κάποιος νεαρός, γονάτισε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε· «᾿Αγαθὲ Διδάσκαλε, τί καλὸ νὰ κάνω γιὰ ν᾿ ἀποκτήσω αἰώνια ζωή;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ εἶπε· «Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. ῍Αν θέλεις πάντως νὰ μπεῖς στὴ ζωή, τήρησε τὶς ἐντολές». «Ποιές;» τοῦ λέει. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Τὸ μὴ σκοτώσεις, μὴ μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα σου καὶ ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου». «῞Ολα αὐτὰ τὰ τηρῶ ἀπὸ πολὺ μικρός», τοῦ λέει ὁ νεαρός. «Σὲ τί ἀκόμα ὑστερῶ;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀπάντησε· «῍Αν θέλεις νὰ γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ κοντὰ στὸν Θεό· κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις». Μόλις ἄκουσε τὴν ἀπάντηση ὁ νεαρός, ἔφυγε λυπημένος, γιατὶ εἶχε μεγάλη περιουσία. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε στοὺς μαθητές του· «Σᾶς βεβαιώνω πὼς δύσκολα θὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς τὸ ἐπαναλαμβάνω· Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». ῞Οταν τ᾿ ἄκουσαν οἱ μαθητές του, ἔνιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι ἔλεγαν· «Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοὺς κοίταξε καὶ εἶπε· «Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· γιὰ τὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά».

Ο Απόστολος της Κυριακής 26 Αυγούστου

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. ᾿Εγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. Εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.

Απόδοση στη νεοελληνικήΑδελφοί, σᾶς θυμίζω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ποὺ σᾶς ἔφερα μὲ τὸ κήρυγμά μου. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τὸ δεχτήκατε, σ’ αὐτὸ παραμείνατε σταθεροί, μ’ αὐτὸ καὶ σώζεστε, ἂν βέβαια μένετε προσκολλημένοι σ’ αὐτό, μὲ τὸ νόημα ποὺ σᾶς τὸ κήρυξα· ἐκτὸς ἐὰν μάταια πιστέψατε. Σᾶς παρέδωσα τὴ διδασκαλία ποὺ εἶχα κι ἐγὼ παραλάβει καὶ ποὺ ἔχει πρωταρχικὴ σημασία· ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς πέθανε, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας· ὅτι ἐνταφιάστηκε καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἐμφανίστηκε στὸν Κηφᾶ, ἔπειτα στοὺς Δώδεκα. ῎Επειτα ἐμφανίστηκε σὲ περισσότερους ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφοὺς συγχρόνως, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μερικοὶ πέθαναν, οἱ περισσότεροι ὅμως εἶναι ἀκόμα στὴ ζωή. ῎Επειτα ἐμφανίστηκε στὸν ᾿Ιάκωβο, ἔπειτα σὲ ὅλους τοὺς ἀποστόλους. Τελευταῖα ἀπὸ ὅλους, ἐμφανίστηκε καὶ σ’ ἐμένα σὰν σὲ ἔκτρωμα. Γιατὶ ἐγὼ πραγματικὰ εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς ἀποστόλους· ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε νὰ ὀνομάζομαι ἀπόστολος, γιατὶ καταδίωξα τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ χάρη ὅμως τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη· ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει. Εἴτε ἐγώ, λοιπόν, εἴτε ἐκεῖνοι, αὐτὰ κηρύττουμε καὶ αὐτὰ πιστέψατε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ἅγιος Τίτος ὁ Ἀπόστολος

Ὁ Ἀπόστολος Τίτος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ συνεργάστηκε, στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸν ἀκολούθησε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ κατόπιν ἐπιφορτίστηκε νὰ πάει στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ δεῖ τὴν κατάσταση τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας.
Στὴν ἐπιστροφή του, συνάντησε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν Μακεδονία καὶ μετὰ πῆγαν μαζὶ στὴν Κρήτη, ὅπου ἐκεῖ ὁ Παῦλος τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο τοῦ νησιοῦ καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει καὶ ἱερεῖς γιὰ ὅλο τὸ νησί.
Ὁ Παῦλος τοῦ ἔστειλε καὶ τὴν γνωστὴ πρὸς Τίτον ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ὁποία γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Ἕλληνας μαθητὴς τοῦ Παύλου εἶναι «τέκνον του γνήσιον». Ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιστολὴ του μαθαίνουμε ὅτι ὁ Τίτος εἶχε λαμπροὺς συνεργάτες στὴν Κρήτη, τὸν Ζηνᾶ τὸν νομικὸ καὶ τὸν περίφημο Ἀπολλῶ.
Ἀπεβίωσε τὸ ἔτος 105 μ.χ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Προσκληθεὶς οὐρανόθεν πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τὴν ἐν σαρκὶ τοῦ Δεσπότου ἐπιδημίαν ἐν γῇ, αὐτοψεὶ ἑωρακὼς φωτὸς πεπλήρωσαι· ὅθεν τοῦ Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, τὴν Κρήτην πᾶσαν πυρσεύεις, τῆς εὐσεβείας τῇ αἴγλῃ, Τίτε Ἀπόστολε μακάριε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τοῦ Παύλου δειχθείς, συνόμιλος Ἀπόστολε, σὺν τούτῳ ἡμῖν, τὸν λόγον προκατήγγειλας, τῆς ἐνθέου χάριτος, μυστολέκτα Τίτε μακάριε· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ μαθητεύεις, ὤφθης ἐν τῇ Κρήτῃ, εὐσεβείας ὑφηγητής, Τίτε θεηγόρε, Ἀπόστολε καὶ μύστα, τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, συγκαταβάσεως.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γεννήθηκε στὸ Μονοδένδρι τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ τοῦ ἔμαθαν τὰ πάντα γύρω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Σὲ ἡλικία 20 χρόνων πῆγε στὸ Ἅγιο Ὄρος, γιὰ νὰ σπουδάσει στὸ σχολεῖο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Μονὴ Φιλοθέου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε καὶ ἱερέας.
Ὁ Κοσμᾶς ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Ἤθελε νὰ διδάξει ὅλους τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες γιὰ τὸν Χριστό. Θεωροῦσε ὅμως τὸν ἑαυτό του ἀδύνατο γιὰ νὰ τὸ κάνει. Μὲ Θεία ὅμως φώτιση πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνάντησε τὸν ἀδελφό του, Χρύσανθο, ὁ ὁποῖος ἦταν δάσκαλος. Αὐτὸς τὸν βοήθησε στὴν ρητορική, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διδάξει.
Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ πατριάρχη, γύρισε στὴν Ἑλλάδα καὶ κυριολεκτικὰ τὴν ὄργωσε ἀπὸ ἄκρη σὲ ἄκρη. Ἀπ’ ὅπου πέρναγε πλῆθος πιστῶν «ραγιάδων», τὸν ἄκουγε μὲ πολλὴ προσοχή. Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε κάποτε στὴν ὁμιλία του σ’ ἕνα χωριὸ: «Ἦρθα στὸ χωριό σας νὰ σᾶς κηρύξω τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δίκαιο λοιπὸν εἶναι νὰ μὲ πληρώσετε γιὰ τὸν κόπο μου. Ὄχι ὅμως μὲ χρήματα, γιατί τί νὰ τὰ κάνω; Ἡ πληρωμή μου εἶναι νὰ βάλετε τὰ λόγια του Θεοῦ στὴν καρδιά σας γιὰ νὰ κερδίσετε τὴν αἰώνια ζωή».
Ἀπ’ ὅπου πέρασε ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διδασκαλίες ποὺ ἔκανε, ἔκτιζε σχολεῖα, βοηθοῦσε τοὺς ἀπόρους καὶ γενικῶς ἔκανε πολλὰ καλά.
Τελικὰ ἐπειδὴ ἔκανε κακὸ στοὺς Τούρκους, συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίστηκε τὸ 1779.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, διδασκαλίᾳ, κατεκόσμησας, τὴν Ἐκκλησία, ζηλωτὴς τῶν Ἀποστόλων γενόμενος· καὶ κατασπείρας τὰ θεῖα διδάγματα, μαρτυρικῶς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Κοσμᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς φωστὴρ νεόφωτος τὴν Ἐκκλησίαν, καταυγάζεις ἅπασαν, Εὐαγγελίου διδαχαῖς, Κοσμᾶ Χριστοῦ Ἰσαπόστολε· διὸ ἀξίως γεραίρει τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ὁ μιμητής, Κοσμᾶ Θεοφόρε, εὐσεβείας ὑφηγητά, τοῦ Εὐαγγελίου ὁ θεηγόρος κῆρυξ, καὶ τῶν πιστῶν ἁπάντων, θεῖον ἀγλάϊσμα.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Λειτουργική και Ευχαριστιακή διάσταση της Εκκλησίας.

Η διαφοροποίηση κι η αμοιβαιότητα αυτή του Λόγου του Θεού και του Αγίου Πνεύματος θεμελιώνει την Εκκλησία στην ενότητά της και στην πολλαπλότητά της. Η λύτρωση είναι το θεμέλιο της ιεραρχικής ενότητας των μελών της Εκκλησίας σε σώμα μοναδικό του Χριστού. Η Πεντηκοστή είναι η βεβαίωση της πολλαπλότητας και της απόλυτης αξίας των προσώπων, που είναι ενωμένα με το Θεό «εν Αγίω Πνεύματι».
1. Η Εκκλησία του Υπερώου και της πρώτης περιόδου της Ιερουσαλήμ προσφέρει το πιο τέλειο παράδειγμα της ενότητας των πρώτων Χριστιανών. Το κέντρο αυτής της ενότητας είναι ο Χριστός, απών σωματικά απ’ την ώρα της Ανάληψης, αλλά παρών διά του αγίου Πνεύματος, το οποίο δίνει μαρτυρία γι’ Αυτόν και αρμόζει τα μέλη της Εκκλησίας στο ένα και μοναδικό σώμα. Αυτή η ενότητα των Χριστιανών είναι ευχαριστιακής φύσης. Γύρω απ’ την Ευχαριστία, στην οποία, κατά πάσα πιθανότητα, προΐστατο ο απόστολος Πέτρος, μαζεύονταν οι πρώτοι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων, πάντοτε ενωμένοι, με μια καρδιά και με μια ψυχή (Πράξ. β΄ 42-46, δ΄ 32-35). Το Άγιο Πνεύμα είναι, λοιπόν, αυτό, που ενοποιεί την Εκκλησία-Σώμα του Χριστού. Κι η Ενότητα αυτή πραγματοποιείται στην Ευχαριστία. Να μερικές αρχαίες «επικλήσεις», που δικαιώνουν καλά αυτή τήν αντίληψη.
«Σε ικετεύουμε, Κύριε, κάνε να κατεβεί το Άγιο Πνεύμα Σου στη θυσία της κοινότητας. Συγκέντρωσέ την, ένωσέ την και σύναψέ την με τους αγίους, που χαίρονται, γεμάτοι με το Πνεύμα το Άγιο»
«Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν» (Μ. Βασίλειος).
«Το Άγιο Πνεύμα έρχεται με την επίκληση των πιστών, όταν ευαρεστείται να δώσει ή να αυξήσει το δώρο της αγάπης και της ομοψυχίας. Σε αυτό του τον ρόλο, προ πάντων, είναι γνωστό το Άγιο Πνεύμα… Η αγία Εκκλησία, λοιπόν, όταν, κατά τη διάρκεια της θυσίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, παρακαλεί να της σταλεί το Άγιο Πνεύμα, ζητάει το δώρο της αγάπης, που θα της επιτρέψει να διατηρήσει την πνευματική ενότητα «εν τω συνδέσμω της ειρήνης».
2. Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας δε σημαίνει καθόλου ομοιομορφία. Αυτό το μοναδικό Σώμα της Εκκλησίας (Α’ Κορινθ. κεφ. 12. 13) με την κοινωνία, που έχουν τα μέλη του με το Πνεύμα του Χριστού, διατηρεί και θεμελιώνει την πολλαπλότητα και τον πλούτο των ανθρώπινων προσώπων, που το απαρτίζουν. Έτσι, το Άγιο Πνεύμα, μένοντας πάντα άγνωστο κι αναποκάλυπτο ως προς το πρόσωπό Του, πληθαίνει τα δώρα Του, ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, προκαλεί τις πιο διαφορετικές κλήσεις, καθορίζει τα λειτουργήματα, που σχετίζονται με την κοινότητα. Το Άγιο Πνεύμα δεν είναι μόνο υλικό ενότητας, αλλά, ταυτόχρονα, και δωρεά πληρότητας προς κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι η κάθε προσωπικότητα σφραγίζεται με «τη σφραγίδα της προσωπικής και μοναδικής σχέσης με την Τριάδα».
Αυτό, που λέχτηκε παραπάνω, για την Ευχαριστία, μας δίνει να κατανοήσουμε το ότι η Ευχαριστία αποτελεί την υπόσταση της Εκκλησίας. Όπου υπάρχει η Ευχαριστία, εκεί υπάρχει κι η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην Ευχαριστία, ώστε μόνο με την Ευχαριστιακή πράξη της κοινότητας αναδεικνύεται πραγματικά «Εκκλησία». Η Εκκλησία είναι παρούσα «εν πληρότητι», σ’ ολόκληρη την καθολικότητά της, εκεί, που πραγματοποιείται η Ευχαριστιακή θυσία. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι η Έκκλησιολογία της αρχαίας Εκκλησίας ήταν ειδικά Ευχαριστιακή».
Αυτή η Ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας καθορίζει την αποστολή της Ιεραρχίας. Η Ευχαριστία δεν είναι μόνο ένα απ’ τα πολλά λειτουργήματα της Ιεραρχίας. Ο κλήρος δε μοιράζει την Ευχαριστία, ασκώντας μια, ανάμεσα στις πολλές του υποχρεώσεις, τις ποιμαντορικές, τις λειτουργικές και τις διοικητικές. Αντίθετα, η Ευχαριστία είναι εκείνη, που καθορίζει, σαν πρωταρχική κι ουσιαστική πράξη της Εκκλησίας, την ιερατική διακονία.
Η Ευχαριστία, λέει ο π. Βου είναι μια «λειτουργία», μια κοινή πράξη, μια κοινή υπηρεσία. Σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης λειτουργίας, στο οποίο ενώνονται, συμπλέκονται κι εναλλάσσονται οι προσευχές του λειτουργού και των πιστών, το μυστήριο «τελειούται» απ’ την κοινότητα, από ολόκληρο τον λαό, μαζί με τον λειτουργό κι η δύναμη, που πραγματοποιεί τη μεταβολή, δεν ενεργεί με μια πράξη μαγική, χωρίς να το ξέρουν οι πιστοί και χωρίς τη συμμετοχή τους, γενικά, χωρίς σχέση με την Εκκλησία, αλλά σα μια «λειτουργία», σαν ένα κοινό έργο. Η Εκκλησία είναι εκείνη, που, από την πληρότητα της αδιάκοπης Πεντηκοστής της, γέννησε την Ιεραρχία, σε απόλυτη συμμόρφωση προς το Άγιο Πνεύμα του Θεού, που κατοικεί σ’ Αυτήν. Όλα τα δώρα, μαζί και τα ιερατικά, έχουν δοθεί σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, με την καθολικότητά της κι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η Εκκλησία έγινε αρμόδια ν’ αναδεικνύει τα διάφορα όργανα, για τα ποικίλα λειτουργήματα και να οργανώνει την Ιεραρχία.Το Άγιο Πνεύμα δεν έχει εκχυθεί μονάχα, αλλά κι ενεργεί. Είναι παρόν προσωπικά και δίνεται ελεύθερα και προσωπικά. Η διάκριση μέσα στις αποστολικές κοινότητες, ανάμεσα σε λειτουργούς της ιεραρχίας και χαρισματούχους, ανταποκρίνεται σε μια βαθειά και σταθερή πραγματικότητα της Εκκλησίας, που είναι Σώμα Χριστού και Ναός του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα τάξεως, αλλά δεν είναι υποταγμένο στην Ιεραρχία. Αυτό, σε ενότητα με τους πιστούς, μορφοποιεί ένα μοναδικό λαό, εκλεκτό, αγιασμένο απ’ το Πνεύμα και συναγμένο απ’ Αυτό σε Σώμα Χριστού… Ο προφητισμός είναι ένα δώρο της Πεντηκοστής, μια χρίση του Πνεύματος του Θεού σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Όταν η Ιεραρχία απομακρύνεται απ’ την προφητική κλήση της,  της εξαγγελίας του λόγου, το Πνεύμα ενεργεί και δίνει χαρίσματα έξω απ’ την Ιε­ραρχία, πάντοτε για την οικοδομή του λαού του Θεού.
Το Άγιο Πνεύμα στο Μυστήριο της Ευχαριστίας.
Όμως, αν και το Άγιο Πνεύμα αναπαύεται μ’ ένα τρόπο σταθερό στην Ευχαριστιακή κοινότητα, αν και τα ζωοπάροχα δώρα Του χύνονται σαν ένα αδιάκοπο κύμα σ’ αύτη, η κίνηση του ρεύματος δεν έχει τίποτα το αυτόματο. Πάντα, είναι ο καρπός της ικεσίας της Εκκλησίας, της φλογερής «επικλήσεώς» της, που υπάρχει σ’ όλα τα μυστήρια. Μ’ αυτή την έννοια, το Πνεύμα είναι κυρίαρχο των δώρων Του, κι ή Εκκλησία βρίσκεται πάντα σε προσμονή, όπως ακριβώς βρίσκονταν οι απόστολοι στη μοναδική περίοδο, που ε­κτεινόταν απ’ την Ανάληψη ίσαμε την Πεντηκοστή. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι «επικλητική», ικετευτική. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αντίθεση ανάμεσα στην ενέργεια της Χάρης (Ευχαριστία) και στην Ικεσία (επίκληση). Ο χωρισμός των δύο αυτών δεν είναι παρά τυπικός. Η κατάφαση κι ή ευχή αλληλοσυμπλη­ρώνονται. Η αφήγηση κι η επίκληση ενώνονται στη Λειτουργία της Εκκλησίας, η οποία προχωρεί πάντοτε απ’ την πληρότητα, που δόθηκε μια για πάντα κατά το ιστορικό Πάσχα και κατά την ιστορική Πεντηκοστή, προς τη νοσταλγημένη κι αναμενόμενη πληρότητα της τελικής Παρουσίας.
Έτσι, ολόκληρη η Ευχαριστία είναι μια πράξη Χάρης, μια προκήρυξη των ευεργεσιών, που παρέχονται απ’ τον Θεό. Κι είναι, ακόμα, όχι λιγότερο, στο σύνολό της, μια επίκληση, μια φλογερή προσευχή» της Ευχαριστιακής κοινότητας.
(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ὁ Ξενοδόχος

Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη, ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐσπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία καὶ ἰατρική. Μεταχειρίσθηκε ὅμως τὴν ἰατρικὴ ὄχι σὰν ἐπικερδὲς ἐπάγγελμα, ἀλλὰ γιὰ εὐεργετικοὺς καὶ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς. Ὁδηγὸς στὸ βίο του ἦταν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν οἰκτίρμων ἐστί». Ἔτσι ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἦταν προστάτης ἰατρὸς τῶν φτωχῶν. Τὴν οἰκία του τὴν εἶχε μετατρέψει σὲ νοσοκομεῖο καὶ περιέθαλπε πάσχοντες ἀστέγους.
Ὅταν ἀπέθαναν οἱ γονεῖς του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Σαμψὼν συνέχισε τὴν ζωή του στὴν Κωνσταντινούπολη προσευχόμενος στοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων Προφητῶν. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶς (536 – 552 μ.Χ.), βλέποντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Σαμψών, τὸν ἐχειροτόνησε ἱερέα.
Μὲ ὅση περιουσία τοῦ ἀπέμεινε, ὁ Ὅσιος ἔκτισε νοσοκομεῖο, ποὺ ἀναδείχθηκε σὲ φημισμένο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα. Ἡ φήμη του προσείλκυσε τὴν εὔνοια καὶ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (541 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ἐθεράπευσε ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀνακαίνισε τὸν ξενώνα, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαγιὰ τὸ 532 μ.Χ., δίνοντάς του τὸ ὄνομα τοῦ ἰατροῦ ποὺ τὸν ἐθεράπευσε.
Ὁ ξενώνας τοῦ Ὁσίου Σαμψὼν κατεῖχε ξεχωριστὴ θέση ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ νοσηλευτικὰ ἱδρύματα τῆς ἐποχῆς του. Εὑρισκόταν μεταξὺ τῶν ναῶν τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, σύγχρονοι δὲ μελετητὲς τὸν τοποθετοῦν στὰ βόρεια τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 536 μ.Χ. καταστράφηκε πάλι ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ξανακτίσθηκε. Ἡ «Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν» στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. ὅριζε πὼς ὅλα τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν δοθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸν ξενώνα τοῦ ἀειμνήστου Σαμψὼν πρέπει νὰ διατηρηθοῦν. Ὁ Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος γράφει στὸ ἔργο του «Περὶ Βασιλείου Τάξεως», ὅτι ὁ διευθυντὴς τοῦ ξενῶνος τοῦ Σαμψὼν ἐκρατοῦσε στὴ λιτανεία τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τὸ ἕκτο λάβαρο. Ὁ ξενώνας ἐλειτούργησε ἄριστα μέχρι τὸν 13ο αἰώνα καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Μανουὴλ Φιλῆ (1275 – 1345), ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου νὰ γίνει δεύτερος Σαμψών.Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, στὸν ξενώνα του. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐτοποθετήθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτίρμων, ἐνθέου χρηστότητος, ἀναβλυσταίνεις κρουνούς, Σαμψὼν ἱερώτατε· σὺ γὰρ θεομιμήτῳ, ἐλλαμφθεὶς συμπαθείᾳ, ὤφθης τῶν τεθλιμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἑνὶ ἑκάστῳ, ῥῶσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ λειτουργὸν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ του τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν, παρέχοντα τῶν ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ἀσθενούντων ὁ ἰατρός· χαίροις θλιβομένων, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις τῶν πενήτων, καὶ ξένων ἀντιλήπτωρ, Σαμψὼν Χριστοῦ θεράπον, ἀξιοθαύμαστε.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Η σκέψη μου είναι πολύ απλή (+Γερ. Σωφρονίου)


Αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε εμείς μένουμε στο σκοτάδι και είναι αδύνατο να δικαιώσουμε τον Θεό βλέποντας τα ατελείωτα παθήματα του κόσμου. Αν όμως πραγματικά ο Χριστός είναι Θεός, όπως εμείς αδίστακτα πιστεύουμε, τότε κανένας δεν μπορεί να μεμφθεί τον Θεό για τα κακά που διαδραματίζονται στον κόσμο. Χάρη στην εμφάνιση του Χριστού γνωρίζουμε τώρα ποιός είναι ο Θεός. Τον αγαπούμε και δεν επιρρίπτουμε σε Αυτόν καμία μομφή. Ο Χριστός μας φανέρωσε τον Θεό, ο οποίος είναι Φως «και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία».
    Ομολογούμε ταυτόχρονα τον Χριστό ως αυθεντικό άνθρωπο. Ο Πατέρας, βλέποντας έναν τέτοιο άνθρωπο, του έδωσε θέση στην αιωνιότητα, στα δεξιά Του. Τον απέδειξε τελείως ίσο με τον Εαυτό Του. Αν αυτός είναι ο άνθρωπος, τότε πια δεν χρειάζεται να μεταμεληθεί ο Θεός Πατέρας διότι δημιούργησε τον άνθρωπο, όπως έχει λε­χθεί στη Γραφή: «Μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς (δηλαδή τους ανθρώπους)». Ίσως ιδιαίτερα στις ημέρες μας η κακία των ανθρώπων είναι σαφώς αισθητή, διότι το κακό εμφανίζεται οργανωμένο περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
    Είμαι πλέον γέρος αλλά ήδη από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια δέχθηκα τις εντυπώσεις της ειρήνης και του φωτός. Από την αρχή του ρωσοϊαπωνικού πολέμου(1904­1905) ως τις ημέρες μας βλέπω όλη την ανθρωπότητα βυθισμένη σε αδελφοκτόνους πολέμους, και ακόμη δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα. Αντιθέτως μάλιστα, κάλυψαν τον ουρανό πρωτοφανή μαύρα σύννεφα, έτοιμα να προκαλέσουν αποκαλυπτική καταιγίδα… Και εγώ, βλέποντας τήν θηριώδη αυτή κατάσταση από τα νεανικά μου χρόνια, ήμουν έτοιμος να βγω στους δρόμους και τις πλατείες με αναμμένο φανάρι, όπως ο Διογένης, για να αναζητήσω άνθρωπο… Βλέποντας όμως τον Χριστό, χάρηκα για το θαυμάσιο αυτό εύρημα και ποτέ πια δεν μπορώ να ξεχάσω το γεγονός αυτό της ιστορίας του κόσμου μας. Στην πραγματικότητα μόνο Αυτός, ο Χριστός, είναι και τέλειος Άνθρωπος. Εμείς όμως όλοι διερχόμαστε την περίοδο της επίγειας περιπλανήσεώς μας με την έφεση να ομοιωθούμε προς Αυτόν. Ο άνθρωπος αρχίζει πραγματικά να υπάρχει από τη στιγμή που συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως υιό του αιωνίου Πατρός και προφέρει την προσευχή «Πάτερ ημών» με τη συνείδηση αυτή. Εμείς όμως δεν έχουμε αισθανθεί ακόμη πλήρως την αξία αυτή του ανθρώπου, και γι’ αυτό παρακάμπτουμε τον δρόμο της διαμορφώσεως μας, της αυξήσεως μας εν Πνεύματι Αγίω. Χωρίς τον Χριστό είναι αδύνατο να δικαιώσουμε την ανθρωπότητα… Και με τον τρόπο αυτό ο Χριστός, ταυτόχρονα Θεός και Άνθρωπος, δικαιώνει τον Θεό μπροστά στον κόσμο, φανερώνοντας στον κόσμο την άπειρη αγάπη του Πατέρα, ενώ δικαιώνει και τον άνθρωπο μπροστά στον Θεό, δείχνοντας στον Θεό Πατέρα τη γνήσια μορφή του ανθρώπου.  Η  δικαίωση όμως αυτή δεν είναι “νομική”, όπως πολλοί χριστιανοί τείνουν να νομίζουν, αλλά εντελώς άλλης τάξεως.
     Μετά από τόσα πολλά χρόνια αδιάκοπης σχεδόν αλληλοεξοντώσεως των ανθρώπων επάνω στη γη, για την οποία δικαιολογούνται όλοι αδιάκοπα μπροστά στον ίδιο τον εαυτό τους, είναι αδύνατο να περιμένουμε ότι αυτοί θα τολμήσουν να ατενίσουν το ύψος του Ουρανού και να ονομάσουν τον Θεό Πατέρα τους. Στις ημέρες μας η “αποκτήνωση” του κόσμου έλαβε φοβερές διαστάσεις.

 

    Η έκπτωση από την αυθεντική χριστιανική πίστη έχει γίνει καθολικό φαινόμενο. Η λέξη που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας είναι η «αποστασία». Φοβάμαι λοιπόν ότι μόνο η αύξηση των συμφορών μπορεί τώρα να οδηγήσει τους ανθρώπους στα παθήματα εκείνα που θα φανούν πραγματικά κρίσιμα, και τα οποία θα διεγείρουν σ’ αυτούς πάλι την ικανότητα να αντιληφθούν την πρωταρχική τους φύση κατ’ εικόνα Θεού. Τότε θα βασιλεύσει η ειρήνη στη γη. Όσο όμως οι άνθρωποι παραμένουν όμοιοι με τα άγρια θηρία, δεν πρέπει να αναμένουμε ειρήνη επάνω στη γη. Είναι μάταιες όλες οι προσπάθειες με τις οδούς της διπλωματίας και με άλλα παρόμοια μέσα για την αποτροπή της συμφοράς του πολέμου. Είναι πρωτίστως απαραίτητη η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, απαραίτητη η “ανθρωποποίηση” του θηριώδους αυτού κόσμου.
    Καταλαβαίνεις ότι τα γραφόμενά μου είναι μόνο μικροί υπαινιγμοί, σύντομα αποσπάσματα από την εικόνα που παρουσιάζεται στον νου μου, ιδιαίτερα κατά τις ώρες της Λειτουργίας, της αιώνιας αυτής θυσίας για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Βέβαια θα ήθελα να συνομιλώ μαζί σου επί ώρες για τα ζωτικά αυτά θέματα, άλλα να που δεν μας δόθηκε αυτό στις ημέρες μας.

(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία», εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, σ.133-136)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ἡ Μάρτυς

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Βύβλο ἢ Βίβλο τῆς Παλαιστίνης, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐπιφανοῦς ἄρχοντος Εὐτολμίου καὶ ἄθλησε, τὸ 298 μ.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν βαπτισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθαλίου, τόσον ἀφοσιώθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὥστε δωδεκαετὴς ἐδίδασκε τοὺς ὁμηλίκους της νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἔνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῆς δράσεώς της, καταγγέλθηκε στὸν ἀνθύπατο Οὐολοσιανό, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον αὐτοῦ, ὁμολόγησε τὴ Χριστιανικὴ πίστη της. Ὁ ἀνθύπατος διέταξε ἀμέσως τὴ διὰ σκληρῶν βασάνων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς καὶ τῆς ἐτρύπησαν τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένη σούβλα, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ἐτελεῖτο στὸ ἁγιώτατο αὐτῆς Μαρτύριο, ποὺ ἦταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλοξένου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντὰ στὸ Φόρο καὶ τὸ Περιτείχισμα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Τχὺ προκατάλαβε.Παρθένος ἀκήρατος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, ἐδείχθης τοῖς πέρασι, τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον, νοητὸν τεθηλυῖα, ἔπνευσας ἐν ἀθλήσει, τῆς ἁγνείας τὴν χάριν, πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθεῖσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς Νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων, ζωὴν αἰώνιον.

Μεγαλυνάριον.Μύρων αἰσθομένη τῶν νοητῶν, Μάρτυς Ἀκυλίνα, ὡς νεᾶνις πανευπρεπής, κόσμου τὸ δυσῶδες, ἐμφρόνως ὑπερεῖδες, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, Χριστῷ νενύμφευσαι.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ο Χερουβικός ύμνος

«Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες, και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον προσάδοντες, πάσαν την βιοτικήν αποθώμεβα μέριμναν, ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι, ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφόρουμενον τάξεσιν.» Αλληλούια.

(Εμείς, που εικονίζουμε μυστικά τα χερουβείμ και ψάλλουμε στη ζωοποιό Τριάδα τον τρισάγιο ύμνο, ας αφήσουμε κάθε βιοτική φροντίδα για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούια.)

Η ατμόσφαιρα όσο πάει γίνεται πνευματικά πιο πυκνή και πιο βαρειά. Μα και για μας, που επιχειρούμε να εξηγήσουμε τη Θεία Λειτουργία, το έργο γίνεται πιο δύσκολο. Είμαστε υποχρεωμένοι τώρα εδώ να σταθούμε για πολύ, γιατί πρέπει σ’ αυτό το σημείο να εξηγήσουμε πολλά πράγματα. Και πρώτα-πρώτα να τα βάλουμε σε μια σειρά, γιατί όλα μαζί δεν είναι  τρόπος να τα αναπτύξουμε καθώς πρέπει και να τα καταλάβουμε σωστά και όσο πρέπει. Είναι μερικά πράγματα εδώ, που με το πέρασμα του χρόνου έχουν χάσει τη θέση τους κι έχουν αλλάξει σειρά μέσα στη θεία Λειτουργία. Αλλά ας πούμε πρώτα  για τον Χερουβικό Ύμνο.
Ο Χερουβικός Ύμνος είναι από τους επίσημους ύμνους της θείας Λειτουργίας. Ονομάζεται έτσι, καθώς γίνεται και με άλλους ύμνους της Εκκλησίας, από τις πρώτες λέξεις με τις οποίες αρχίζει «Οι τα Χερουβείμ…». Ένας βυζαντινός εξηγητής της θείας Λειτουργίας γράφει τα εξής για τον Χερουβικό Ύμνο· «Ο δε αδόμενος χερουβικός ύμνος προτρέπεται πάντας εντεύθεν και μέχρι τέλους της ιερουργίας προσεκτικώτερον έχειν τον νουν, πάσαν βιοτικήν μέριμναν κάτωθεν αφιεμένους, ως Βασιλέα μέγαν μέλλον­τας δέχεσθαι διά της κοινωνίας». Δηλαδή, ο Χερουβικός Ύμνος προτρέπει όλους τους πιστούς που είναι στη σύναξη από τώρα ως το τέλος της ιερουργίας να προσέξουν περισσότερο και να αφήσουν κάθε βιοτική μέριμνα, γιατί με τη θεία Κοινωνία μέλλουν να υποδεχθούν τον μεγάλο Βασιλέα.
Ένας άλλος εξηγητής προσθέτει· «εν δε τω λέ­γειν τους ψάλτας τον αυτόν ύμνον άμα τω λαώ, σημαίνεται ότι και οι άγγελοι συμψάλλουσιν εν τοις υψίστοις». Δηλαδή, ο Χερουβικός Ύμνος, καθώς ψάλλεται από τους ψάλτες και από το λαό, φανερώνει πως μαζί με τους ανθρώπους ψάλλουν και οι Άγγελοι στον ουρανό.
Όταν στα προηγούμενα ο λόγος, ήταν για τη Μικρά Είσοδο, είπαμε ότι στη θεία Λετουργία προσευχόμαστε και ψάλλουμε οι άνθρωποι μαζί με τις ουράνιες Δυνάμεις. Τότε ζητήσαμε «συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι»· τώρα οι άνθρωποι μαζί με τους Αγγέλους τελούμε τη θεία Λειτουργία, εκείνη που γίνεται και στον ουρανό. Γιατί, καθώς γράφει ο άγιος Συμεών ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης, «διά του Χριστού μία γέγονεν Εκκλησία αγγέλων και ανθρώπων»· ο Ιησούς Χριστός ένωσε την ουράνια και την επίγεια Εκκλησία. Αυτό το λέμε πάντα, κι ίσως πολλοί να το ακούνε σαν παράξενο λόγο, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός δεν ίδρυσε καμμιά θρησκεία ούτε καν την Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει πριν από τον κόσμο, κι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, και το έργο του είναι ότι εφανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο της Εκκλησίας, κι όπως γράφει  ο άγιος Συμεών, ένωσε τον ουρανό και τη γη σε μια Εκκλησία· «διά γαρ του Χριστού μία γέγονεν Εκκλησία».

Ο Χερουβικός Ύμνος δεν είναι από τους ύμνους της αρχέγονης Εκκλησίας. Άρχισε να ψάλλεται πεντακόσια χρόνια υστερότερα αυτή την ώρα και σ’ αυτή τη θέση της θείας Λειτουργίας, σαν ένας εισαγωγικός ύμνος, τώρα που πλησιάζουμε και φτάνουμε όλο και πιο κοντά στις μεγάλες στιγμές του θείου Μυστηρίου. Όλα όσα προηγήθηκαν στην ιερή ακολουθία ήσαν η αρχή και σαν μια κλιμακωτή προετοιμασία, αλλά τώρα φτάσαμε πια στην τελευταία ώρα. Ο Χερουβικός Ύμνος μας φέρνει στο νου τί είμαστε τώρα, τί κάνουμε αυτή τη στιγμή και πώς και με ποιους λογισμούς πρέπει να στεκόμαστε μέσα στο ναό και στη λειτουργική σύναξη. Εικονίζουμε μυστικά τους Αγγέλους, και σαν εκείνοι κι εμείς ψάλλομε στην Αγία Τριάδα τον Τρισάγιο Ύμνο, γι’ αυτό και πρέπει να αφήσουμε κάθε σκέψη μας και έγνοια, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα Χριστό, που έρχεται με τιμητική συνοδεία τις αόρατες αγγελικές στρατιές.

Στη θέση του Χερουβικού Ύμνου είναι ακόμα άλλοι τρεις ύμνοι που ψάλλονται στη θεία
Λειτουργία σε ορισμένες ημέρες. Είναι πρώτα ο ύμνος, που ψάλλεται αντί για Χερουβικό στη Λειτουργία των Προηγιασμένων. «Νυν αι Δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν ιδού γαρ εισπορεύεται ο Βασιλεύς της δόξης· ιδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορείται. Πίστει και ττόθω ηροσέλθωμεν, ίνα μέτοχοι ζωής αιω­νίου γενώμεθα. Αλληλούια». Τώρα, μαζί μας, χωρίς να τις βλέπουμε, λειτουργούν οι ουράνιες Δυνάμεις· να, ανάμεσά μας περνάει ο Βασιλέας της δόξας· να, τελειωμένη μυστική Θυσία περιστοιχίζεται τιμητικά από Αγγέλους. Με πίστη και με πόθο ας πλησιάσουμε για να κοινωνήσουμε την αιώνια ζωή. Αλληλούια.
Αυτό που ψάλλουμε σ’ αυτό τον ύμνο είναι μια ιερή πραγματικότητα· μέσα στο άγιο Δισκοπότηρο είναι ήδη το σώμα και το αίμα του Κυρίου, πραγματικά «ο Βασιλεύς της δόξης». Αλλά δεν είναι βέβαια το ίδιο, όταν στο Χερουβικό ψάλλουμε· «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι». Τότε δεν αποδίδουμε τον τίτλο του Βασιλέα «εις τα μήπω τελειωθέντα και καθαγιασθέντα δώρα», στον άρτο δηλαδή και στον οίνο, που ακόμα δεν είναι σώμα και αίμα του Κυρίου, αλλά στον Βασιλέα που θα υποδεχθούμε ύστερα, «διά μεταλήψεως του αγίου σώματος αυτού».

Ένας δεύτερος ύμνος ψάλλεται αντί για Χερουβικό στη Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. «Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. Ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριο, είπω ου φίλημα σοι δώ­σω καθάπερ ο Ιούδας. Αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ σοι· μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Ο ύμνος, όπως βλέπομε, αναφέρεται στο μυστικό δείπνο του Κυρίου με τους Αποστόλους, στην προδοσία του Ιούδα και στην ομολογία του ληστή. Είναι ο αντιπροσωπευτικός ύμνος της Μεγάλης Πέμπτης, όπου ο Ιησούς Χριστός σύστησε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και η Εκκλησία, σαν από την αρχή ενός κύκλου για όλο το χρόνο, αρχίζει να τελεί την αναίμακτη ιερουργία Είναι ύμνος αρχαίος, της εποχής εκείνης των διωγμών, που η Εκκλησία φυλαγότανε από τους εχθρούς της και δεν τελούσε αδιάκριτα τη θεία Λειτουργία μπροστά σε όλα τα μάτια.
Ένας τρίτος ύμνος, αντί για Χερουβικό, είναι ο πολύ ποιητικός ύμνος που ψάλλεται στη Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου. Είναι ο ύμνος που εκφράζει το βαθύ μυστήριο της σιωπής και της προσδοκίας της ανάστασης. «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου, και μηδέν γήϊνον εν εαντή λογιζέσθω· ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς· προηγούνται δε τούτου οι χοροί των Αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον Αλληλούια». Αυτός ο ύμνος είναι από τους πιο ιεροτελεστικούς ύμνους της Εκκλησίας, σε αληθινά ιερή ποιητική γλώσσα, που αν επιχειρούσαμε δεν θα μπορούσαμε, μα και θα ήταν κρίμα, να τον μεταφράσουμε. Με το πρόσχημα για να το καταλάβουμε, δεν είναι σωστό να καταστρέφουμε κάθε καλό που υπάρχει.
*
      Το Χερουβικό ψάλλεται μεγαλόπρεπα και σε πολύ αργό χρόνο, που ταιριάζει στην επισημότητα του ύμνου, αλλά και γιατί πρέπει να δοθεί καιρός να ετοιμασθεί ο λειτουργός, καθώς θα δούμε στα επόμενα. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε πολλά, σχετικά με τη μουσική του Χερουβικοί Ύμνου, και μάλιστα στις ελληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά θα ήμαστε έξω από το θέμα. Γενικά δεν θα πρέπει να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από τον τρόπο, με τον οποίο ψάλλεται ο Χερου­βικός Ύμνος από τους ψάλτες ή από τις διάφορες χορωδίες. Συμβαίνει εδώ τις περισσότερες φορές η ψαλμωδία να χάνει τον ιερό της χαρακτήρα και να ξεπέφτει ή σε θεατρικό άσμα ή σε τούρκικο αμανέ.
Στα βιβλία βυζαντινής μουσικής υπάρχουν αμέτρητα Χερουβικά, όλα βέβαια πολύ νεώτερα, στα οποία μάταια προσπαθεί κανείς να ανακαλύψει κάποιο νόημα και κάποια μορφή τέχνης. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τί ακριβώς έψαλλαν στην καλή βυζαντινή εποχή, ούτε κι έχομε κάποια ένδειξη πως αυτή η μουσική μέσα στις εκατοντάδες σελίδες των μουσικών συλλογών είναι μουσική παλαιότερης εποχής. Όλα τα Χερουβικά αυτά έχουν τα ονόματα ανθρώπων πριν από διακόσια το πολύ χρόνια, και ελάχιστα από αυτά είναι κατάλληλα για να ψάλλωνται στη θεία Λειτουργία, Όταν οι πιστοί ψάλλουν μαζί με τους Αγγέλους και προτρέπονται αλλήλους,«πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν». Αμήν,

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)

Καλημέρα Χριστέ μου…


Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στο Πειραιά σε μια  παραγκούλα και εκεί  μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακάρια απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυό παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νίκαια.
     Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του. Περνούσε όμως κάθε μέρα, το πρωί, από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».
    Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα». Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να  καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας τη βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.
     Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε:
-Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει.  Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. –Και τί σου λέει, παππού; «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση. Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών.
     Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
-Μήπως είναι φαντασία σου; – Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
-Ήρθε και σήμερα; – Ήρθε. –Και τί σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρείς ημέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωί-πρωί.
     Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για τη ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωί-πρωί πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου…

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2008).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ ἐν Ἱερουσαλήμ

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐγεννήθηκε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Αἴγυτπο καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀριστικρατικὴ οἰκογένεια. Ὁ βιογράφος του, Ὅσιος Παφνούτιος, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ Ὀνουφρίου τὴν Περσία, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν μνημονεύεται οὔτε στὰ Συναξάρια, οὔτε καὶ στὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σὲ κοινόβιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Ἑρμούπολη τῶν Θηβῶν. Τὸ κοινοβιακὸ σύστημα, ποὺ εἶναι αὐστηρότερο ἀπὸ τὸ Λαυρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου ( 15 Μαΐου) τὸν 4ο αἰώνα στὴν Αἴγυπτο. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε περὶ τὸ 320 μ.Χ. στὴνΤαβεννίσιδα κοντὰ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομαζόμενο Σμαούν, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τὰ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὴν ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωὴ δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἐρημικὸ βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτὴν (=δέρμα προβάτου) καὶ ζώνην δερμάτινην περιζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» καὶ τὸ μιμητὴ αὐτοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ προετοιμαστὴ τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ Ἠλιού, φέροντας ἀσκητικὸ ἔνδυμα καὶ ἀκολουθώντας τὸν ἐρημικὸ βίο ἐκήρυξε στὸ λαὸ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας.
Μετὰ τὰ ὅσα ἄκουσε στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιὰ τὸν ἐρημικὸ βίο καὶ τὸν ἀναχωρητισμὸ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὕστερα ἀπὸ μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, ποὺ εἶχε πολλὴ πείνα καὶ κόπο, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μὲ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Ὀνούφριο τὸ βίο του καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.
Ὅταν πιὰ ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μὲ προσευχὲς καὶ θεῖες διηγήσεις, δίχως νὰ νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητὴς εἶπε στὸν Ὅσιο νὰ πάρουν τὸν δρόμο «ἐπὶ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρὸ σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νὰ καθήσουν, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καὶ ἐψήλωσε καὶ τοὺς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στὸν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο νὰ δώσει τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς μέλη» καὶ ὑπέμεινε «τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας τὸν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τὴν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τὸ ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τὸ πράγματι «ἐφετόν» διὰ τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καὶ κατόρθωσε τὴν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στὴν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καὶ εἶχε ὡς τροφὴ τὴν ἐγκράτεια καὶ ὡς πλοῦτο τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως στοὺς πειρασμούς, ὤστε τὴν ἡδυπάθεια, τὴ σκληραγωγία καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγκράτειας νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τὸν Ὅσιο στὸν πνευματικὸ καὶ ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καὶ ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικὰ ψωμὶ καὶ νερὸ κάθε ἡμέρα, καὶ ὁ φοίνικας, ποὺ εἶχε βλαστήσει μπροστὰ στὸ σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκὺ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δὲ τοῦ μετέδιδε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Ἐμελέτησε στὴν ἔρημο τὸ Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στὴν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στὴν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ ἐντρυφοῦσε στὸ ἅγιο καὶ φωτεινὸ κάλλος Του. Ἐγέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς καὶ θείας γνώσεως καὶ ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο τῆς ἀπαθείας.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεὸ καὶ ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Δημιουργό του διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μὲ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας.
Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τὴν ἀμέριστη πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὲρ Αὐτοῦ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, πρὸς τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τὸν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ φίλο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νὰ δεῖ τὴν πνευματικὴ καταξίωση τοῦ Ὁσίου καὶ νὰ μεριμνήσει καὶ ἐπιληφθεῖ τὰ τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.
Πρὸ τῆς τελευτῆς του καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τὴν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεὲ καὶ ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καὶ ἡ δόξα ἀκατανόητος καὶ ἀνέκφραστος, καὶ τὸ ἔλεος ἄπειρον καὶ ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καὶ Σοὶ ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρὸς Σὲ γὰρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μὴ ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλὰ παράλαβε αὐτὴν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καὶ κατάτακον αὐτὴν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καὶ Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καὶ ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμὸν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ στενοχωρίαν, καὶ Σὲ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διὰ πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τὴν βασιλείαν Σου, καθὼς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον  τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».
Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἔνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του.Ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ δεξιὰ τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφὰτ καὶ τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονὴ εἶναι κτισμένη στὸν ἀγρὸ τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καὶ ἀγοράσθηκε διὰ τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδὴ ἐτιμήθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπὶ τοῦ σπηλαίου, στὸ ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας
Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,
Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·
Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,
Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Νέφος Μαρτύρων » (Κυριακή των Αγίων Πάντων)


Μετά την Ανάσταση, μαζί με άλλα, ο Ιησούς Χριστός είπε στους Αποστόλους και τα εξής· «λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες έως εσχάτου της γης». Θα λάβετε δύναμη, όταν θα έλθει σ’ εσάς το Άγιο Πνεύμα και θα είσαστε μάρτυρές μου, ως την άκρη της γης. Η Εκκλησία λοιπόν, αφού εόρτασε τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, εορτάζει σήμερα τη μνήμη όλων των Αγίων της, που η αγιοσύνη τους είναι καρπός της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Για όλους λοιπόν τους Αγίους, που μαρτύρησαν «τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού», και που δεν είναι λίγοι, αλλά ένα ολόκληρο σύννεφο, θα μιλήσουμε σήμερα.
    Χριστιανός είναι ο άνθρωπος, που κάθε ημέρα δίνει «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού», για την οποία λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Αυτό βέβαια δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά γίνεται με την προαίρεση και τη θέληση του ανθρώπου και με τη χάρη και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, «δι’ ον προφήται άπαντες και Θεού Απόστολοι μετά Μαρτύρων εστέφθησαν», καθώς ψάλλομε στον ύμνο της Πεντηκοστής. Αυτή η μαρτυρία είναι στ’ αλήθεια ένας αγώνας και μια πάλη, καθώς γράφει ο Απόστολος, όχι «προς αίμα και σάρκα», εναντίον δηλαδή φυσικών έχθρων και εναντιοτήτων, αλλά «προς τας αρχάς… του σκότους», ένας αγώνας και μια πάλη πνευματική. Γι’ αυτό και τα όπλα, που μεταχειρίζεται ο Χριστιανός για τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού είναι όπλα πνευματικά. Αυτό εννοεί ο Απόστολος, όταν γράφει· «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος». Όσα υπέφεραν κι όσα κατόρθωσαν οι Άγιοι για τη μαρτυρία Ιησού Χριστού δεν ήταν και ποτέ δεν είναι άξιος να τα κατορθώσει ο κόσμος, με όλες τις φυσικές δυνάμεις και τα μέσα που μπορεί να διαθέσει. Αυτά είναι παθήματα και κατορθώματα, που ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα, και οι Άγιοι τα κατόρθωσαν μόνο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.



Έτσι, ως αποτέλεσμα της θείας δύναμης, που χορηγείται στους ανθρώπους ανάλογα με την προαίρεση και την πίστη τους, τα παθήματα και τα κατορθώματα των Αγίων αξίζουν περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο. Και πραγματικά ό,τι θα μείνει και θα σταθεί κάποτε μπροστά στο Θεό, σαν πολύτιμο και ένδοξο έργο μέσα σε όσα πράττουν οι άνθρωποι θα είναι μόνο η μαρτυρία Ιησού Χριστού, το αίμα και το δάκρυ κι ο ιδρώτας των Αγίων «εν ονόματι Ιησού Χριστού».
      Αλλά στο γεγονός της μαρτυρίας συμβαίνει μεγάλο μυστήριο του Θεού, που είναι μυστήριο αγάπης και δεσμού μεταξύ όλων των Αγίων, και εκείνων που μαρτύρησαν και εκείνων που μαρτυρούν. Εκείνοι που μαρτύρησαν και βρίσκονται τώρα «εν χειρί Θεού», «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν»· δεν είδαν να εκπληρώνεται η υπόσχεση του Θεού, δεν άκουσαν ακόμα το «Δεύτε οι ευλογημένοι», γιατί περιμένουν εκείνους που μαρτυρούν τώρα στη γη. Ο Θεός πρόβλεψε κάτι καλύτερο για μας· δεν θέλησε να είναι χωριστή η τελείωση εκείνων, που ο αγώνας τους ήταν κοινός με τον δικό μας. Όλοι μαζί θα δοξαστούν οι Άγιοι που δίνουν τη μαρτυρία Ιησού Χριστού, κι αυτό είναι το μέγα μυστήριο του Θεού, το μυστήριο της αγάπης και του δεσμού των πιστών μέσα στην Εκκλησία, την Εκκλησία που είναι τώρα στον ουρανό κι εκείνη που βρίσκεται ακόμα στη γη. Δεν θα ήσαν τέλειοι οι Άγιοι, αν δεν περίμεναν να φτάσουμε κι εμείς στη δική τους τελειότητα· «του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν». Ο Θεός κάτι καλύτερο πρόβλεψε για μας, να μας περιμένουν δηλαδή οι Άγιοι, για να λάβουμε όλοι μαζί το βραβείο.
     Το μεγάλο αυτό μυστήριο του Θεού είδε και άκουσε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, όπως το γράφει στην Αποκάλυψη. Είδα, λέγει, κάτω από το ουράνιο θυσιαστήριο τις ψυχές εκείνων που σφάχθηκαν «διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου». Και άκουσε ο Ευαγγελιστής τη φωνή των αθώων θυμάτων, που φώναζαν κι έλεγαν προς το Θεό· «έως πότε, Δέσποτα άγιε και αληθινέ, δεν κάνεις κρίση και δεν εκδικείσαι το αίμα των μαρτύρων που χύθηκε και χύνεται στη γη από τους εχθρούς σου;». Και στο δίκαιο αυτό παράπονο των αγίων Μαρτύρων δόθηκε η απάντηση του Θεού· να αναπαυθούν ακόμα και να περιμένουν λίγο, ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός των αδελφών μαρτύρων, όλων εκείνων που μέλλουν μέχρι τη συντέλεια των αιώνων να δώσουν την καλή ομολογία και τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού.
      Η φωνή των Μαρτύρων βοά προς το Θεό, καθώς βοούσε η φωνή του δικαίου Άβελ και η απάντηση του Θεού προς τους δικαίους στον ουρανό είναι να αναπαύονται και να περιμένουν. Από το άλλο μέρος η παραγγελία του Αποστόλου προς τους δικαίους στη γη είναι να αγωνίζονται και να υπομένουν να μη λησμονούν το σύννεφο των μαρτύρων, που πριν από αυτούς έδωσαν την καλή ομολογία· να πετάνε από πάνω τους κάθε μάταιο κοσμικό βάρος· να φυλάγονται από την αμαρτία, που ενεδρεύει σε κάθε περίσταση και να τρέχουν τον αγώνα του βίου τους με υπομονή· «…τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν δι’ υπομονής τρεχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» .
      Και δεν είναι μόνο το σύννεφο των μαρτύρων που πριν από μας αγωνίσθηκαν κι έδωσαν τη μαρτυρία Ιησού Χριστού, αλλά πρώτος απ’ όλους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο αρχηγός και θεμελιωτής της πίστεως μας· εκείνος που πήγε μπροστά απ’ όλους, τέλειωσε νικητής τον αγώνα και μας δείχνει τον τρόπο και μας δίνει τη δύναμη να τον τελειώσουμε κι εμείς το ίδιο. Επάνω του να είναι τα μάτια μας και στ’ αχνάρια του να περπατάμε. Ο ίδιος καλεί τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, ελεύθερα και με τη θέλησή τους, όταν λέγει· «όστις θέλει…». Κι ο ίδιος τους προτρέπει να τον μιμούνται, όταν τους διδάσκει· «…ίνα, καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε».
     Πρέπει να προσέξουμε πως αυτό, που η θεία Γραφή λέγει μαρτυρία κι αυτό, που η Εκκλησία ονομάζει μαρτύριο, είναι το ίδιο. Η μαρτυρία Ιησού Χριστού φτάνει ως το μαρτύριο·  μαρτύριο του σώματος, που σφραγίζεται με αίμα και μαρτύριο της συνειδήσεως χρονιότερο και επιπονότερο, που ποτίζεται με ιδρώτα και δάκρυ. Η πείνα και η δίψα για τη δικαιοσύνη είναι πείνα και δίψα των αγίων, εκείνων που κάθε ημέρα μαρτυρούν και δίνουν την καλή ομολογία. Γι’ αυτούς είναι γραμμένο «ώδε έστιν η υπομονή και η πίστις των αγίων», γιατί οι άγιοι δεν κάνουν επανάσταση και δεν γκρεμίζουν για να φτιάξουν τον κόσμο, αλλά εργάζονται και χτίζουν για να γίνει καλύτερος ο κόσμος. Ο κόσμος δεν γίνεται καλύτερος με τη δική μας αδικία επάνω στους άδικους, αλλά με περισσότερη δικαιοσύνη και υπομονή των αγίων. Γιατί σκοπός δεν είναι να γίνει καλύτερος ο κόσμος, αλλά να γίνει πρώτα καλύτερος ο άνθρωπος, για να μπορέσει έτσι να φτιάξει τον κόσμο. Δεν είναι τα πράγματα που φτιάχνουν τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που φτιάχνει τα πράγματα. Μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο και βρώμικο, η φωνή του Θεού λέγει· «ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι». Όλο πιό δίκαιοι κι όλο πιό άγιοι, για να μπορέσουμε να φτιάξουμε τον κόσμο. Εδώ βέβαια ο λόγος δεν έχει τελειωμό. Υπάρχει τόση αντίθεση και σύγχυση στις γνώμες των ανθρώπων, που ό,τι και να πεις κινδυνεύεις να δεχθείς σφοδρή επίθεση από κάθε πλευρά. Όμως εμείς δεν λέμε δική μας γνώμη, αλλά ό,τι λέγει ο Θεός· «ο άγιος αγιασθήτω έτι».
      Ο κόσμος παρουσιάζει την εικόνα της Αποκάλυψης· είναι η αμαρτωλή γυναίκα, που πίνει και μεθά «εκ του αίματος των αγίων και εκ του αίματος των μαρτύρων Ιησού…». Και η Εκκλησία μέσα στον κόσμο, που προσπαθεί να τον προσλάβει και να τον μεταμορφώσει, εορτάζει σήμερα τη χριστιανική αγιοσύνη· την αγιοσύνη όχι σαν μια αφηρημένη έννοια και θεωρητική ιδέα, αλλά ως ζωντανή αρετή και προσωπική πείρα όλων των Αγίων. Αυτοί οι Άγιοι, οι με κάθε τρόπο «πεπελεκισμένοι διά την μαρτυρίαν Ιησού», όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη,  είναι ένα ολόκληρο σύννεφο, μέσα στο οποίο ζούμε και αναπνέουμε. Είναι ο ιερός κόσμος της Εκκλησίας, με τη ζωή και την παράδοσή της, μέσα στην οποία γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και γινόμαστε «κατά δύναμιν Θεού» μάρτυρες των παθημάτων και της ανάστασης Ιησού Χριστού, καθώς και ελπίζουμε να γίνουμε «και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνοί». Και ο κόσμος αυτός δεν είναι διανοητικό κατασκεύασμα, φτιαχτός και ιδεολογικός, αλλά πραγματικός και ζωντανός· ένα ολόκληρο «περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων». Αμήν.

(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης +Διονυσίου, «Ο Λόγος του Θεού», τ. Β΄, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ.642-646)