Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Συντρέχει λοιπόν, ιδιόμελο αίνων

Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει

Μυσταγωγῶν σου Κύριε

"Ὅτε Οἱ Ἔνδοξοι Μαθηταί..."

Πέμπτη – Γεθσημανή

 Δέλτα Πηνελόπη


Βγήκε ο Ιησούς με τους μαθητές του και τράβηξε κατά το Όρος των Ελαιών, περνώντας από το λιβάδι όπου έτρεχε, φουσκωμένος από τις ανοιξιάτικες βροχές, ο χείμαρρος των Κέδρων.


Πέρασαν το χείμαρρο, ανέβηκαν στην αντικρινή πλαγιά, και μπήκαν σ’ ένα περιβόλι κατάφυτο από ελιές, όπου συχνά πήγαινε ο Ιησούς και προσεύχουνταν. Εκεί κοντά ήταν ένα ελαιοτριβείο, όπου οι χωρικοί πήγαιναν τον καρπό των ελιών, που κατά χιλιάδες σκέπαζαν το βουνό και το μέρος εκείνο λέγουνταν Γεθσημανή, που θα πει ελαιοτριβείο.


Ήταν φεγγάρι.


Πήγαινε ο Ιησούς σιωπηλά, με την καρδιά βαριά.


Το ήξερε πως ήλθε πια η ώρα της θυσίας, του βασάνου και της αγωνίας· το ήξερε πως έπρεπε να πιει ως τον πάτο το ποτήρι της ταπεινώσεως και της οδύνης.


Γιατί όλες τις λύπες και τις απογοητεύσεις, όλους τους πόνους, τους σωματικούς και τους ψυχικούς, ήταν γραφτό να τους γνωρίσει και να τους εξαντλήσει ο Ιησούς.


Υιός του Θεού, είχε έλθει στον κόσμο με μορφή και αισθήσεις και αισθήματα ανθρώπινα, για να ζήσει σαν άνθρωπος, να γελάσει σαν άνθρωπος, να χαρεί, ν’ αγαπήσει, να λυπηθεί, να πονέσει, να πικραθεί, να γνωρίσει όλην τη μικρότητα, την αχαριστία, το φθόνο, το μίσος, την εκδίκηση, την προστυχιά των ανθρώπων, να νιώσει όλη την απογοήτευση, όλο τον καημό που μπορεί να υποφέρει μια εξαιρετικά λεπτή φύση, βλέποντας το μεγάλο της έργο παραγνωρισμένο.


Ό,τι πίκρα ήταν δυνατό να χύσει στην ψυχή του η δειλία, η μικρότης και το μίσος των ανθρώπων, έμελλε, σ’ αυτές τις τελευταίες ώρες, να τη γευθεί ο Ιησούς.


Εμπρός στο βαθύ αυτό μαρτύριο, ακόμα και η δική του γαλήνια ψυχή σκοτίστηκε.


Άρχισε να τρομάζει ο ίδιος και να θλίβεται.


Μπήκε στο περιβόλι και είπε στους μαθητές του:


– Καθίσετε εδώ ώσπου να πάγω να προσευχηθώ εκεί. Παρακαλείτε μην πέσετε σε πειρασμό.


Πέμπτη - Γεθσημανή


Ήθελε με την προσευχή να υψώσει την ψυχή του, να ησυχάσει το πνεύμα του, να δαμάσει την επανάσταση της ανθρώπινης σάρκας.


Παίρνοντας τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη παρακάτω, άρχισε να στενοχωρείται και ν’ ανησυχεί.


Και τους είπε:


– Περίλυπη είναι η ψυχή μου έως θανάτου.


Η αληθινή αγωνία άρχιζε.


– Μείνετε εδώ, τους είπε, και αγρυπνάτε μαζί μου.


Η ανθρώπινη αδυναμία του ζητούσε συντροφιά και βοήθεια. Μα και αυτούς ακόμα, τους αγαπημένους του, δεν τους θέλει πια κοντά του την ώρα αυτή της τραγικής πάλης της ψυχής του.


Πήγε πιο μακριά, και, πέφτοντας με το πρόσωπο χάμω, παρακαλούσε με αγωνία, λέγοντας:


– Αββά,[1] όλα σού είναι δυνατά. Ας περάσει από μένα το ποτήρι τούτο.


Στο χέρι του ήταν να φύγει, ν’ αφήσει το μαρτύριο που τον περίμενε· ήταν εύκολο να κρυφθεί σε κανενός φίλου σπίτι, και να παρατήσει για πάντα την Ιουδαία με τους δολοφόνους της.


Αλλά, μαζί με το μαρτυρικό θάνατο, θα παρατούσε και την αποστολή του ανεκπλήρωτη, θα ξεχνούνταν και θα χάνουνταν η θρησκεία αυτή, που για να τη διδάξει είχε έλθει στον κόσμο. Όπως είχε πει για το σπόρο του σιταριού, πως μόνο αν πεθάνει θα φέρει πολύν καρπό, έτσι κι εκείνος, μένοντας και πεθαίνοντας για τη θρησκεία του, τη στερέωνε σε θεμέλια ακλόνητα.


Και η ψυχή του δάμαζε την ανατριχίλα της σάρκας.


– Όμως όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως εσύ θέλεις.


Και πάλι τον έπιανε η αδημονία του θανάτου, και πάλι την κατέπνιγε και παραιτούνταν από τη δική του επιθυμία.


Η αγωνία του όλο και μεγάλωνε, και ο ιδρώς έσταζε από το μέτωπο του στη γη, σα θρόμβοι από αίμα πηγμένο.


Από μακριά, τον έβλεπαν οι μαθητές του που παρακαλούσε, ζητώντας βοήθεια ψυχική, πότε με τα μάτια στον ουρανό, ρίχνοντας, σε μια κραυγή πόνου και απελπισίας, την ψυχή του όλη προς τον Πλάστη, πότε στα γόνατα και πότε χάμω, με το πρόσωπο στο χώμα, αφανισμένος στη φοβερή αυτή πάλη της ψυχής και της σάρκας.


Από τη θέση τους, τον κοίταζαν οι μαθητές του, ώσπου κουράστηκαν και τους πήρε ο ύπνος.


Και ήλθε κοντά τους ο Ιησούς και τους βρήκε κοιμισμένους. Και με πονεμένο παράπονο είπε του Πέτρου:


– Σίμων, κοιμάσαι; Δεν κατόρθωσες μιαν ώρα ν’ αγρυπνήσεις μαζί μου;


Θυμήθηκε ίσως τις μεγάλες υποσχέσεις του Πέτρου, που λίγην ώρα πρωτύτερα ήταν έτοιμος και στο θάνατο να πάγει μαζί του, και πρόσθεσε:


– Ξυπνάτε και προσεύχεστε για να μην πέσετε σε πειρασμό. Το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, μα η σάρκα αδύνατη.


Έφυγε πάλι και πήγε μακρύτερα, όπου ξανάρχισε να προσεύχεται δυνατά και να λέγει:


– Πατέρα μου, αν δε γίνεται να περάσει τούτο το ποτήρι χωρίς να το πιώ, ας γίνει το θέλημά σου…


Και, σιμώνοντας τους μαθητές του, τους βρήκε πάλι που είχαν ξαναπέσει στον ύπνο γιατί ήταν βαριά τα μάτια τους, και, σαν τους μίλησε, δεν ήξεραν τι ν’ αποκριθούν.


Φίλος, παρηγοριά, υποστήριξη, τίποτα δεν του έμενε στην τραγική εκείνην ώρα.


Τους άφησε ο Ιησούς, και τρίτη φορά βυθίστηκε στην προσευχή.


Την ψυχή του τη σήκωσε κατά τον ουρανό. Από τον ουράνιο Πατέρα του τρίτη φορά ζήτησε βοήθεια, τη δύναμη να πιει το ποτήρι της οδύνης.


Και η προσευχή του εισακούστηκε, και κατέβηκε στην ψυχή του, άγγελος παρήγορος, η ποθητή γαλήνη. Το πνεύμα του αποσπάστηκε ολότελα από τ’ ανθρώπινα, και, στην επικοινωνία αυτή με τον Πλάστη, νίκησε τελειωτικά την αγωνία, την επανάσταση της σάρκας, και, ήσυχος πια, ειρηνεμένος, νικητής, σηκώθηκε και πήγε στους μαθητές του.


Τους βρήκε πάλι κοιμισμένους, και τους ξύπνησε λέγοντας:


– Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε! Φθάνει. Ήλθε η ώρα, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται σε χέρια αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πηγαίνομε· ιδού, εκείνος που θα με παραδώσει έφθασε.


Από μέσα από το φύλλωμα των ελιών, είδαν πλήθος από ανθρώπους που κατέβαιναν με δαυλούς και φανάρια αναμμένα, οπλισμένους με ξύλα, σπαθιά, λόγχες και μαχαίρια.


Ήταν μια σπείρα[2] Ρωμαίων στρατιωτών, με τον αρχηγό τους το χιλίαρχο, και μαζί ήταν οι κλητήρες των αρχιερέων και Φαρισαίων, οπλισμένοι και αυτοί.


Εμπρός προπορεύουνταν ο Ιούδας.


Ο προδότης εγνώριζε καλά την αγάπη του Ιησού για το ήσυχο περιβόλι, όπου συχνά είχε συνάξει και διδάξει τους μαθητές του, και ήξερε πως εκεί θα πήγαινε πάλι εκείνην τη νύχτα.


Τους είδε ο Ιησούς που κατάφθαναν, και, παίρνοντας τους μαθητές του, βγήκε να τους προαπαντήσει και τους ρώτησε:


– Ποιον ζητάτε;


Του αποκρίθηκαν:


– Τον Ιησού τον Ναζωραίο.


Τους λέγει ο Ιησούς:


– Εγώ είμαι!


Μεταξύ τους, στέκουνταν και ο Ιούδας ο προδότης, τρέμοντας σαν το φύλλο.


Τους είχε πει:


– Εκείνον που θα φιλήσω, εκείνος είναι· πιάσετέ τον και πηγαίνετέ τον μη σας φύγει.


Μα εμπρός στο ήρεμο μεγαλείο του Ιησού τα έχασε, το ίδιο και οι οπλισμένοι φονιάδες.


Έκαναν ένα δύο βήματα πίσω, και έπεσαν χάμω.


Πάλι τους ρώτησε ο Ιησούς:


– Ποιον ζητάτε;


Και πάλι του αποκρίθηκαν:


– Τον Ιησού τον Ναζωραίο.


Τους είπε ο Ιησούς:


– Σας είπα πως εγώ είμαι. Αν λοιπόν εμένα ζητάτε, αφήσετε τούτους να φύγουν.


Όπως το είχε πει στην προσευχή του, «Από κείνους που μου έδωσες δεν έχασα κανένα», έτσι ζητούσε και τώρα να σώσει τους μαθητές του.


Βλέποντας πως ο Ιησούς δεν αντιστέκεται, ο Ιούδας πήρε θάρρος, και, τρέχοντας κοντά του, τον καταφίλησε λέγοντας:


– Χαίρε, Ραββί.


Γύρισε και του είπε ο Ιησούς:


– Σύντροφε, με τι σκοπό ήλθες; Με φίλημα παραδίδεις τον υιό του ανθρώπου;


Καθώς είδαν οι άλλοι το σύνθημα, και πως ο Ιησούς δεν αντιστέκουνταν, σηκώθηκαν επίσης, τον κύκλωσαν και τον έπιασαν.


Ο ορμητικός όμως Πέτρος δε βάσταξε. Έβγαλε το σπαθί του λέγοντας:


– Κύριε, να χτυπήσομε με το μαχαίρι;


Και πριν να προφθάσει ο Ιησούς να τον σταματήσει, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί.


Τότε του είπε ο Ιησούς:


– Βάλε πίσω το μαχαίρι στη θήκη. Γιατί όσοι πιάσουν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν. Το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας, να μην το πιώ; Αρκεί ως εδώ.


Και αγγίζοντας το αυτί που κρέμονταν κομμένο, το γιάτρεψε.


Στο πλήθος μέσα, βρίσκουνταν και αρχιερείς και στρατηγοί της φρουράς του ναού και άλλοι μεγαλουσιάνοι, που είχαν καταφθάσει να δουν.


Τους είπε ο Ιησούς:


– Σα να ήταν για κακούργο, βγήκατε με μαχαίρια και ξύλα να με συλλάβετε. Κάθε μέρα που ήμουν μαζί σας μέσα στο ναό και δίδασκα, δεν απλώσατε τα χέρια απάνω μου να με πιάσετε. Αλλ’ αυτή είναι η δική σας ώρα, όταν εξουσιάζει το σκοτάδι.


Και στη δική του σκέψη απαντώντας, πρόσθεσε:


– Αλλά για να εκπληρωθούν οι Γραφές…


Βλέποντας πως ο Κύριος τους παραδίδουνταν χωρίς αντίσταση, και από φόβο μην ξεσπάσουν στο κεφάλι τους αντίποινα για την πράξη του Πέτρου, οι μαθητές όλοι σκόρπισαν τότε και έφυγαν.


Ένας νέος μονάχα παρέμεινε ίσως να ήταν μαθητής του Ιησού,[3] και καθώς έμαθε πως πιάνουν τον Κύριο, πετάχθηκε από το κρεβάτι γυμνός όπως ήταν, τυλίχθηκε σ’ ένα σεντόνι, και έτρεξε να τον δει.


Η παράξενή του εμφάνιση κέντησε την περιέργεια μερικών από τους νεοτέρους, και σιμώνοντας τον έπιασαν. Αυτός τρόμαξε μην μπλέξει στην υπόθεση του Ιησού, και, παρατώντας το σεντόνι του στα χέρια τους, γυμνός όπως ήταν, έφυγε τρεχάτος.


Και έμεινε ο Ιησούς μόνος, κατάμονος, στα χέρια των εχθρών του.


Τότε τον έπιασαν, τον έδεσαν και τον πήραν.




Δέλτα Πηνελόπη, Η ζωή του Χριστού, 4η έκδ., Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.





Μυστικός Δείπνος

 Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη


Ήταν Πέμπτη βράδυ και οι μαθητές του Κυρίου Τον ρώτησαν:


-Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα, Κύριε;


Κι ο Ιησούς έδωσε σε δύο μαθητές τις οδηγίες:


-Πηγαίνετε στη χώρα και θ’ ανταμώσετε έναν άνθρωπο που θα βαστά μια στάμνα με νερό. Να του πείτε πως ο Δάσκαλος ρωτά πού θα κάνει με τους μαθητές του Πάσχα. Κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο δωμάτιο στο πάνω πάτωμα, στρωμένο έτοιμο· εκεί θα ετοιμάσετε το πασχαλιάτικο δείπνο.


Πήγαν οι μαθητές στα Ιεροσόλυμα, βρήκαν τον άνθρωπο που τους πήγε στο μεγάλο το δωμάτιο, στο πάνω πάτωμα. Στρωμένο, έτοιμο ήταν το δωμάτιο.


Όταν λοιπόν εβράδιασε, ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές πήγανε στο ανώγι και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Στη μέση ο Ιησούς, στ’ αριστερά Του ο Πέτρος, στα δεξιά ο Ιωάννης.


-Πεθύμησα, είπε επίσημα ο Δάσκαλος, να φάγω τούτο το Πάσχα μαζί σας, πριν απ’ τα Πάθη μου.


Μυστικός Δείπνος


Κατά το έθιμο, άρχισαν με την προσευχή. Κι ύστερα Εκείνος που ήτανε ο σεβαστός, έπαιρνε το κρασί, δόξαζε το Θεό που έκανε τον καρπό του αμπελιού κι ύστερα το περνούσε το ποτήρι και στους άλλους.


Το ευλόγησε ο Ιησούς το ποτήρι με το κρασί και το έδωσε στους άλλους. Και τότε έγινε κάποια αναταραχή. Μαλώσανε οι μαθητές, ποιος πρώτος θα πάρει να πιει απ’ το ευλογημένο το κρασί. Πού πά’ να πει, ποιος είν’ ο πρώτος.


Αμίλητος ο Δάσκαλος σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, έβγαλε το ρούχο Του και ζώστηκε ένα πεσκίρι που βρήκε στη γωνιά. Και μια λεκάνη βρήκε, τη γιόμισε νερό κι άρχισε να πλένει τα ποδάρια των μαθητών και να τα σφουγγίζει προσεχτικά με το πεσκίρι.


Σαστισμένοι οι μαθητές, Τον άφηναν να τους πλένει τα σκονισμένα πόδια τους! Μοναχά ο Πέτρος πήγε ν’ αρνηθεί.


-Κύριε, εσύ θα μου πλύνεις τα ποδάρια; Δε γίνεται αυτό! Ποτέ δε θα μου πλύνεις τα πόδια μου, Δάσκαλε! Έτσι είπε και μαζεύτηκε και πήγε να κρύψει τα πόδια του.


Τότε ο Ιησούς τον κοίταξε στα μάτια.


-Αν δε σε πλύνω, δε θα ’χεις θέση κοντά μου, του είπε.


Τότε ταράχτηκε ο Πέτρος.


-Κύριε, είπε, αν είναι έτσι, όχι μονάχα τα ποδάρια μου μα και τα χέρια μου και το κεφάλι να μου πλύνεις.


Χαμογέλασε ο Κύριος, τους κοίταξε έναν έναν.


-Ξέρετε γιατί σας έπλυνα τα πόδια; Για να μάθετε κάτι σπουδαίο. Να, εσείς με λέτε Δάσκαλο και Κύριο και σωστά με ονομάζετε, γιατί και Δάσκαλός σας είμαι και Κύριος. Αν λοιπόν εγώ σας έπλυνα τα πόδια, εγώ ο Κύριος και Δάσκαλος, κι εσείς οφείλετε ο ένας να πλένει τα πόδια του αλλουνού. Παράδειγμα σας έδωσα να είσαστε υπηρέτες ο ένας του αλλουνού.


Όλοι κατάλαβαν το μάθημα που ο Δάσκαλος τους έδωσε. Κατέβασαν ντροπιασμένοι τα κεφάλια τους.


Μονάχα ο Ιούδας -κι ας είχε πλύνει και τα δικά του πόδια ο Κύριος- είχε το νου του ποια θα ’ταν η πιο κατάλληλη στιγμή να πάει να παραδώσει το Δάσκαλο.


Μα τώρα και ο Ιησούς σαν να ταράχτηκε και με φωνή σιγανή, θαρρείς και είχε λυγμό η φωνή, είπε:


-Αλήθεια σάς λέω, ένας από σας απόψε θα με προδώσει.


Ε! Τώρα κι αν τα ’χασαν οι μαθητές. Το ’ξεραν τόσα χρόνια δα μαζί πως ο Δάσκαλος διάβαζε το μυαλό και την καρδιά τους. Γι’ αυτό…


-Μην είμαι εγώ, Δάσκαλε;


-Μήπως και είμαι εγώ; ρωτούσανε με αγωνία.


Ο Ιούδας το άκουσε κι αυτός. Κατάλαβε πως είχε διαβάσει τη σκέψη του ο Δάσκαλος. Έκανε, όμως, τον ανήξερο.


-Μήπως, Δάσκαλε, είμαι εγώ; ρώτησε για να μην ξεχωρίσει απ’ τους άλλους.


Ο Δάσκαλος τον κοίταξε στα μάτια.


-Εσύ το είπες, ψιθύρισε μονάχα σιγανά.


Οι άλλοι δεν άκουσαν, τόσο ήταν ταραγμένοι. Ο Πέτρος, που καθότανε απ’ την αρχή στα αριστερά του Δασκάλου, έσκυψε και έκανε νόημα στον Ιωάννη που καθότανε στα δεξιά του Ιησού να τραβηχτεί λιγάκι για να ρωτήσει τον Κύριο ποιον εννοούσε.


Έπεσε ο Ιωάννης στο στήθος του Δασκάλου και παρακλητικά Τον ρώτησε κι αυτός:


-Κύριε, πες μου ποιος είναι ο προδότης!


Ο Κύριος αναστέναξε βαθιά κι απάντησε σιγανά:


-Είναι εκείνος που αφού βουτήξω στο πιάτο το κοινό μπουκιά ψωμί, θα του τη δώσω.


Έτσι είπε ο Δάσκαλος, πήρε μια μπουκιά ψωμί, τη βούτηξε στο πιάτο το κοινό που ήταν εκεί στη μέση -έθιμο ήτανε αυτό- και το ’δωσε στον Ιούδα, κι αυτός πήρε τη βούκα και την έφαγε.


Αυτό δεν έκανε εντύπωση στους άλλους μαθητές γιατί όλοι θα παίρνανε μπουκιά ψωμί απ’ το κοινό πιάτο όπου ήταν βουτηγμένη, μια κι όπως είπαμε αυτό ήταν το έθιμο. Δεν άκουσαν το Δάσκαλο που του ψιθύρισε:


-Ό,τι είναι να κάνεις, καν’ το γρήγορα.


Κι ούτε προσέξανε πως μες στη νύχτα γλίστρησε ο προδότης κι έφυγε και τον κατάπιε η σκοτεινιά. Τώρα σαν να ξαλάφρωσε η καρδιά του Δασκάλου.


-Παιδιά μου, λίγο ακόμα θα μείνω μαζί σας. Μα μια καινούρια εντολή πριν φύγω σας αφήνω. Προσέξτε, καινούρια εντολή. Παιδιά μου, μεταξύ σας να αγαπιόσαστε. Έτσι θα ξέρουν όλοι πως είσαστε δικοί μου μαθητές. Μονάχα έτσι θα το ξέρουν, αν αγάπη έχετε ο ένας για τον άλλο. Καινούρια εντολή πριν φύγω σας αφήνω: Να αγαπάει ο ένας τον άλλο.


Μετά ο Κύριος πήρε ένα κομμάτι ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε, το μοίρασε στους μαθητές.


-Πάρτε αυτό το κομμάτι το ψωμί, είναι το σώμα μου. Το σώμα μου που σας το δίνω. να το κάνετε αυτό για να με θυμάστε. Για ανάμνησή μου να το κάνετε.


Ύστερα, πήρε το ποτήρι με το κρασί που ήταν μπρος του. Εσήκωσε τα μάτια του ψηλά στον Ουρανό και το Θεό ευχαρίστησε για το ψωμί, για το κρασί, δώρο του Θεού κι αυτό.


Και είπε πάλι ο Κύριος:


-Αυτό είναι το αίμα μου. Όλοι να πιείτε απ’ αυτό. Είναι το αίμα το δικό μου που για χατίρι όλων χύνεται για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Και δε θα πιω ξανά απ’ το χυμό του αμπελιού ως την ημέρα εκείνη που όλοι μαζί θα πίνουνε ένα καινούριο, εκεί, στη Βασιλεία του Πατέρα μου.


Τα μάτια των μαθητών γιόμισαν δάκρυα. Όλο αγάπη η καρδιά τους για το Δάσκαλο. Αρχίσανε να ψέλνουν ύμνους στο Θεό. Για σκέψου, ήταν αυτοί που πρώτοι μεταλαβήκανε το σώμα και το αίμα του Ιησού. Για σκέψου, πρώτοι στο μεγάλο το μυστήριο. Μα ο Δάσκαλος, χρυσάφι σκέτο τα λόγια του, είπε κι άλλα:


-Παιδιά μου, αγαπημένα μου παιδιά, για λίγο μοναχά θα ’μαι μαζί σας. Να μην ταράζεται η καρδιά σας. Εγώ είμαι ο Δρόμος που οδηγεί στον Ουρανό, εγώ είμαι η καθαρή Αλήθεια, εγώ είμαι η Ζωή που στους πιστούς δίνει Ζωή αιώνια. Και καθετί που θα ζητήσετε στο όνομά μου, ό,τι ζητήσετε, ναι, θα το κάνω. Εγώ είμαι η αληθινή κληματαριά και ο πατέρας μου ο αμπελουργός. Όπως το κλήμα δεν μπορεί από μονάχο του καρπό να κάνει αν δε μένει με την κληματαριά ενωμένο, έτσι ούτε κι εσείς θα κάνετε έργα αρετής αν δε μένετε μαζί μου ενωμένοι. Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα. Όπως με αγάπησε εμένα ο Πατέρας έτσι κι εγώ εσάς αγάπησα. Είσαστε φίλοι μου. Αυτή την εντολή σας δίνω: Ο ένας ν’ αγαπά τον άλλο!


Πόσα είπε ο Κύριος εκεί, στο ανώγι! Σαν φύγει θα στείλει τον Παράκλητο, το Πνεύμα δηλαδή το Άγιο, και θα ’χουν χαρά και ειρήνη στην καρδιά και κανένας, μα κανένας δε θα μπορεί αυτά τα θεία δώρα να τα πάρει!


Παρηγορήθηκαν οι μαθητές και τότε ήρθε η ώρα να παρακαλέσει τον Πατέρα.


Κι άρχισε ο Κύριος να λέει την προσευχή -αρχιερατική τη λεν αυτή την προσευχή- και να παρακαλά ο Κύριος γι’ αυτούς που θα πιστέψουν στ’ όνομά Του. Κι έτσι με ψαλμουδιές κατέβηκαν απ’ το ανώγι κι όλοι μαζί τραβήξανε για το βουνό, Όρος των Ελαιών όπως το λέγανε. Εκεί θα πιάσουν το Χριστό μας οι στρατιώτες. Τα Πάθη του Κυρίου τώρα αρχίζουνε…




Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Ψυχογιός, 2005

Μεγάλη Πέμπτη

 Γεώργιος Δορμπαράκης


Τη Μεγάλη Πέμπτη οι Πατέρες μας, μάς παρέδωσαν να εορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τον ιερό Νιπτήρα, τον Μυστικό Δείπνο, την υπερφυά προσευχή και ακόμη την προδοσία του Ιούδα. Εκείνο το τροπάριο που συγκεφαλαιώνει και συνδέει τα περισσότερα από αυτά, επισημαίνοντας τις προεκτάσεις τους και στη δική μας ζωή, είναι κυρίως ο οίκος του κοντακίου του όρθρου της ημέρας: «Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. Ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσεν Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος».


(Αφού προσεγγίσαμε όλοι τη Μυστική Τράπεζα με φόβο, ας υποδεχτούμε τον άρτο με καθαρές τις ψυχές, μένοντας κοντά στον Δεσπότη, προκειμένου να δούμε πώς πλένει τα πόδια των Μαθητών και τα σκουπίζει με το λεντίο. Κι ας κάνουμε όπως ακριβώς είδαμε, με το να υποτασσόμαστε ο ένας στον άλλον και με το να πλένουμε τα πόδια ο ένας του άλλου. Διότι ο ίδιος ο Χριστός έτσι έδωσε εντολή στους μαθητές Του, όπως προείπε. Αλλά δεν άκουσε ο Ιούδας ο δούλος και δόλιος).


Μεγάλη Πέμπτη


1. «Τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα»: Ο υμνογράφος, εκφράζοντας την πίστη της Εκκλησίας, μας καλεί να προσεγγίσουμε τη μυστική Τράπεζα, προκειμένου να κοινωνήσουμε των αχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ενώπιον του κέντρου της Εκκλησίας μας, του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, το οποίο συνέστησε ο Κύριος ακριβώς την ημέρα αυτή, κατά το Μυστικό Δείπνο.


Ο Κύριος στο Δείπνο αυτό τέλεσε για πρώτη φορά επί της γης τη Θεία Λειτουργία, καλώντας τους μαθητές Του να φάνε το άγιο σώμα Του και να πιούνε το τίμιο αίμα Του. Το «λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι το σῶμά μου» και το «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου» συνιστούν τα ιδρυτικά του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας λόγια, τα οποία έκτοτε επαναλαμβάνονται σε κάθε αντίστοιχη σύναξη πιστών, κατά την εντολή του Κυρίου «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», διαιωνίζοντας ακριβώς εν Πνεύματι τον Μυστικό Δείπνο. Η Θεία Λειτουργία έτσι κατανοείται από την Εκκλησία μας: ως η συνέχεια του Μ. Δείπνου, γι’ αυτό και πάντοτε θεωρήθηκε ως το κέντρο, όπως είπαμε, της Εκκλησίας, γύρω από το οποίο «πλέχτηκαν» και όλα τα υπόλοιπα μυστήρια αυτής. Κι είναι θα λέγαμε λογικό: ο Κύριος που ερχόμενος στον κόσμο μας έσωσε, με την έννοια ότι μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του και έτσι μας συμφιλίωσε με τον Θεό -κάτι που ενεργοποιείται για τον πιστό από την ώρα που βαπτίζεται και χρίεται στο όνομα του Τριαδικού Θεού- ο Ίδιος μας τρέφει με το σώμα και το αίμα Του, για να διατηρηθεί αυτή η σχέση Του μαζί μας και να αυξηθεί «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».


Ταυτοχρόνως στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας ο Χριστιανός βιώνει αυτό που η Εκκλησία μας κατανοεί ως Παράδοσή της. Παράδοση δεν είναι αυτό που έχει επικρατήσει ή επικρατεί ως ευλογημένη ίσως συνήθεια σε κάποιους χριστιανικούς χώρους, μάλλον δεν είναι η σώζουσα Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό είναι η ίδια η Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της προσφοράς της ζωής του ίδιου του Κυρίου, το οποίο Εκείνος παρέδωσε στους μαθητές Του και οι μαθητές Του στη συνέχεια παρέδωσαν στις μετέπειτα γενιές. Το διατυπώνει έξοχα ο απ. Παύλος στην Α΄ προς Κορ. επιστολή του, όταν λέει: «ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (11, 23-26). Κι αυτή βεβαίως η Παράδοση της ζωής του Χριστού υπό τα είδη του άρτου και του οίνου γίνεται με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, που σημαίνει ότι η Παράδοση έχει αγιοπνευματικό και δυναμικό χαρακτήρα, άρα είναι ζωή και απαιτεί τη ζωή των ανθρώπων για τη συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς από την άποψη αυτή πόσο πλανεμένη και εκτός πραγματικότητας είναι η αντίληψη ορισμένων ότι η Παράδοση είναι μουσειακή κατάσταση και συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω από την αντίληψη αυτή κρύβεται η απιστία και η αθεΐα του ανθρώπου.


2. Ο υμνογράφος, λοιπόν, για να επανέλθουμε, μας καλεί να κοινωνήσουμε «τὸν ἄρτον», υπενθυμίζοντας όμως και τις προϋποθέσεις της κοινωνίας αυτής: το φόβο και την καθαρότητα της ψυχής. Η συμμετοχή στη Θ. Κοινωνία δηλαδή δεν γίνεται απροϋπόθετα. Μια συμμετοχή στα άχραντα μυστήρια «εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν», χωρίς την ενδεδειγμένη μετάνοια και χωρίς επίγνωση, δημιουργεί τις συνθήκες επανάληψης του δαιμονισμού του Ιούδα. Μη ξεχνάμε ότι και ο Ιούδας κοινώνησε, αλλά με την προδοσία εν εξελίξει, με αποτέλεσμα να δαιμονιστεί και να καταστραφεί. Και τούτο γιατί ο ευλογημένος άρτος δρα μέσα στον άνθρωπο ενεργοποιώντας ό,τι συναντά στην ψυχή του: φιλοθεΐα ή μισανθρωπία. Σαν τη βροχή που πέφτοντας στη γη θα φέρει την καρποφορία είτε των αγαθών σπερμάτων είτε των ζιζανίων. Έτσι μπορεί κανείς να κοινωνήσει και αντί να καλυτερεύσει, με την έννοια της πνευματικής προόδου του, να χειροτερεύσει. Οι προϋποθέσεις λοιπόν κατά τον υμνογράφο είναι ο φόβος του Θεού και η καθαρότητα της ψυχής. Κι αυτά τα δύο συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τη λειτουργία της μετανοίας. Θέλουμε να πούμε ότι ο φόβος του Θεού που γνώρισμα έχει την τήρηση των αγίων Του εντολών οδηγεί στην κάθαρση της ψυχής, κι αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε ετοιμότητα μετοχής στο σώμα και το αίμα του Κυρίου. Η μετοχή αυτή αυξάνει την καθαρότητα κι έτσι ο άνθρωπος θεώνεται από τις θεοποιές ενέργειες του μυστηρίου και πορεύεται «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν», δεδομένου ότι ποτέ δεν υπάρχει τέλος στη διαδικασία αυτή της μετανοίας και στην εν Θεώ αύξησή του. Στην κατάσταση αυτή ο πιστός γίνεται κατοικητήριο του Θεού και «ἐν ἑτέρᾳ μορφή» μια άλλη φανέρωση του Χριστού μέσα στον κόσμο.


3. «συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ»: ο υμνογράφος την μόλις παραπάνω αναφερθείσα αλήθεια καταγράφει με τη συγκεκριμένη φράση. Ό,τι συνέβη στον Μυστικό Δείπνο λειτουργεί αρχετυπικά, που σημαίνει ότι πολλοί ακολουθούν, όπως ήδη είπαμε, το παράδειγμα του Ιούδα: κοινώνησε εν προδοσία του Χριστού και έφυγε για να ολοκληρώσει αυτήν την προδοσία. Ο υμνογράφος λοιπόν μας προτρέπει να συμπαραμένουμε με τον Χριστό κι εκεί να Τον δούμε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει με το λέντιο, προκειμένου με τον ίδιο τρόπο να στεκόμαστε κι εμείς απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό μας: «ἀλλήλοις ὑποταγέντες καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες». Με άλλα λόγια η ορθή μετοχή στη Θ. Ευχαριστία οδηγεί σε γνήσια ακολουθία της ζωής του Χριστού, δηλ. στην ταπείνωση και την εν αγάπη διακονία των συνανθρώπων. Να το πούμε κι όπως το διατύπωσε και ο μεγάλος ρώσος μυθιστοριογράφος και βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής Φ. Ντοστογιέφκσι στο τελευταίο έργο του «Αδελφοί Καραμαζώφ»: «Μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη. Πάντα ν’ αποφασίζεις: “Θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη”. Αν αποφασίσεις πάνω σ’ αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ’ όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή». Μετοχή στη Θ. Ευχαριστία και έχθρα προς το συνάνθρωπο ή αδικία του εκ μέρους μας και «τσαλάκωμα» της προσωπικότητάς του με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ο υμνογράφος είναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει να βλέπεις και να ακολουθείς τον Χριστό, μέσα σε ευχαριστιακά, δηλ. εκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε την ταπεινή αγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει έκπτωση στη δολιότητα του Ιούδα.




Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.