Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Ύμνοι Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του πρωτοκλήτου

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟῚ ΣΤῊΝ ΘΕΊΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ (ἉΓΊΟΥ ΜΆΞΙΜΟΥ ΤΟΥ͂ ὉΜΟΛΟΓΗΤΗ͂)

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τύπος τῆς διαχρονικῆς Θείας Λειτουργίας ποὺ τελεῖται στὸν οὐράνιο κόσμο καὶ περιγράφεται μερικῶς στὸ ἱερὸ λειτουργικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου. Ὁ τύπος ποὺ τελεῖται σήμερα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία διὰ χειρῶν τῶν εἰδικῶν ἱερέων, ἐμπεριέχει πλῆθος ἀπὸ συμβολισμοὺς τοὺς ὁποίους ὀφείλει νὰ ξέρει ὁ πιστὸς ὥστε ὄχι ἁπλὰ νὰ παρακολουθεῖ ἀλλὰ νὰ μετέχει. Νὰ μυσταγωγεῖται μέσω αὐτῶν καὶ νὰ ὁδηγεῖται ὁ νοῦς του στὰ οὐράνια. Το θέμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς ἐν ἁγίω Πνεύματι λατρείας τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι τεράστιο. Ἐδῶ θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ ἐλάχιστους ἀπὸ αὐτούς, ὅπως τοὺς καταγράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.Δηλαδὴ τί συμβολίζει τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν ποὺ γίνεται μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τί ἡ εἴσοδος τῶν ἁγίων Μυστηρίων, τί ὁ θεῖος ἀσπασμός, τί τὸ θεῖο σύμβολο τῆς πίστεως, τί ἡ δοξολογία μὲ τὸν Τρισάγιο ὕμνο, καὶ τί ἡ Κυριακὴ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Τίνος σύμβολο εἶναι τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν.

Τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν κατηχουμένων, φανερώνει τὴν παροδικότητα τῶν ὑλικῶν καὶ τὴν εἴσοδο τῶν ἀξίων στὸ νοητὸ κόσμο, δηλαδὴ τὸ νυφικὸ θάλαμο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ γίνει ἔπειτα ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο χωρισμὸ καὶ τὴ φοβερότατη ἀπόφαση. Φανερώνει ἀκόμα τὴ ριζικὴ ἀπόρριψη τῆς ἀπάτης ποὺ προκαλοῦν οἱ αἰσθήσεις.

Τί σημαίνει ἡ εἴσοδος τῶν ἁγίων Μυστηρίων.

Ἡ εἴσοδος πάλι τῶν ἁγίων καὶ σεβαστῶν Μυστηρίων εἶναι ἡ ἀρχὴ κι ὁ πρόλογος, ὅπως ἔλεγε ὁ μεγάλος ἐκεῖνος γέροντας, τῆς καινούριας διδαχῆς,ποὺ θὰ γίνει στοὺς οὐρανούς, σχετικὰ μὲ τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας, ποὺ εἶναι κρυμμένο στὰ ἄδυτα τῆς θεϊκῆς μυστικότητας. «Οὐ γὰρ μὴ πίω», λέγει ὁ Θεὸς καὶ Λόγος στοὺς μαθητές Του,«ἀπ’ ἄρτι ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου, ἕως ἂν πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς Ἐμοῦ» (Ματθ. 26:29).

Τίνος σύμβολο εἶναι ὁ θεῖος ἀσπασμός.

Κι ὁ πνευματικὸς ἀσπασμός, ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ὅλους, εἶναι πρότυπο καὶ προδιαγραφήτης ὁμόνοιας, τῆς ὁμοφροσύνης ὅλων μεταξύ τους καὶ τῆς λογικῆς ταυτότητας, ποὺ θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸν καιρὸ τῆς ἀποκάλυψης τῶν μελλοντικῶν ἄρρητων ἀγαθῶν, ποὺ ἀποτελεῖ προσδοκία πίστης κι ἀγάπης. Χάρη στὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ οἰκειώνονται οἱ ἄξιοί το Λόγο καὶ Θεό. Γιατί τὸ στόμα εἶναι τοῦ λόγου σύμβολο καὶ γιὰ τοῦτο ἀκριβῶς ὅλοι ὅσοι ἔχουν κοινωνήσει τὸ λόγο, σὰν λογικοί, μετέχουν σ’ ὅλα καθὼς καὶ στὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ Λόγο τὸν αἴτιο κάθε λόγου.

Τί σημαίνει τὸ θεῖο σύμβολο τῆς πίστεως.

Ἡ ὁμολογία πάλι τοῦ θείου συμβόλου τῆς πίστεως, ποὺ γίνεται ἀπὸ ὅλους, προδηλώνει τὴ μυστικὴ εὐχαριστία, ποὺ θὰ κάνουμε στὸν μέλλοντα αἰώνα, γιὰ τοὺς θαυμαστοὺς λόγους καὶ τρόπους καὶ πάνσοφης Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Μὲ τὴν εὐχαριστία αὐτὴ οἱ ἄξιοι παρουσιάζουν τὸν ἑαυτό τους νὰ εὐγνωμονεῖ γιὰ τὴ θεία εὐεργεσία. Κι ἔξω ἀπὸ αὐτὴ δὲν ἔχουν τίποτα ἄλλο νὰ ἀντιπροσφέρουν γιὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θεία ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν δεχθεῖ.

Τί σημαίνει ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Τρισάγιο Ὕμνο.

Ἡ τριπλῆ ἀναφώνηση τοῦ «Ἅγιος», ποὺ περιέχει ἡ ἱερὴ ὁμολογία, ἀπὸ μέρους ὅλου του πιστοῦ λαοῦ, δείχνει τὴν ἕνωση καὶ τὴν ἰσοτιμία μὲ τὶς ἀσώματες καὶ νοερὲς δυνάμεις, ποὺ θὰ φανεῖ στὸ μέλλον. Μὲ αὐτήν σε συμφωνία μὲ τὶς ἄνω δυνάμεις ἐξ αἰτίας τῆς ταυτότητας τῆς σταθερῆς γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀεικινησίας, θὰ μάθει ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ ἁγιάζει μὲ τρεῖς ἁγιαστικὲς ἀναφωνήσεις τὴν τρισυπόστατη καὶ ὅμως μία θεότητα.

Τίνος σύμβολο εἶναι ἡ ἁγία προσευχὴ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Ἡ Παναγία καὶ σεβαστῆ ἐπίκληση τοῦ μεγάλου καὶ μακαρίου Θεοῦ καὶ Πατέρα ἀποτελεῖ σύμβολο τῆς ἐνυπόστατης καὶ ζωντανῆς υἱοθεσίας ποὺ θὰ μᾶς παραχωρηθεῖ κατὰ δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ θὰ ὑπερνικηθεῖ καὶ θὰ κρυφθεῖ κάθε ἀνθρώπινη ἰδιότητα μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς χάρης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι θὰ μεταβληθοῦν καὶ θὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ἀπὸ ἐδῶ κιόλας στόλισαν μὲ τὶς ἀρετὲς τὸν ἑαυτὸ τοὺς λαμπρὰ καὶ τιμημένα μὲ τὴ θεϊκὴ ὀμορφιὰ τῆς καλοσύνης.


(Ἔργα ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Τ. Φ 14, σέλ. 113- 123)

ἍΓΙΟΣ ΝΕΚΤΆΡΙΟΣ - ΟἹ ΠΕΙΡΑΣΜΟῚ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥ͂ΝΤΑΙ ΓΙᾺ ΝᾺ ΦΑΝΕΡΩΘΟΥ͂Ν ΤᾺ ΚΡΥΜΜΈΝΑ ΠΆΘ

Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Είναι καὶ αὐτοὶ δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους. Γι' αὐτὸ ἐμπιστεύσου στὸ Θεὸ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη.

Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.

    Ἐμπιστευθεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση. Μετὰ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη. Μη λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.

   Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα μὲ τὴ θέλησή σας: ὅσο δίκαιη καὶ ἂν εἶναι αὐτή. Μιὰ τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωισμοῦ. Προσέχετε τὸν ἐγωισμὸ ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη ποὺ δημιουργεῖται μετὰ ἀπὸ ἕνα δίκαιο ἔλεγχο. Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ.

Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχή μας. Όλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.



    Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιὰ σᾶς τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὴν πίκρα του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ Παράδεισος ποὺ ὑπάρχει μέσα σας μετατραπεῖ σὲ κόλαση. 


Άγιος Φρουμέντιος αρχιεπίσκοπος Αβησσυνίας

Στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330 μ.Χ.), κάποιος φιλόσοφος από την Τύρο, που ονομαζόταν Φρουμέντιος, πήγε στην Αβησσυνία (Αιθιοπία) για να συλλέξει ιστορικά στοιχεία γι' αυτή τη χώρα. Έγινε γνωστός στη βασιλική αυλή για τη λογιότητά του και διορίστηκε σε ανώτερη διοικητική θέση.


Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης

Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.


Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:


+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ

A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω

ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ

ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ


Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.


Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.


Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».


Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.


Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.


Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ  κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.


Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.


Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.


Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.


Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.


Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.


Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.


Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.


Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!


Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.


Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.




Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.


Μεγαλυνάριον

Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.


Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Ὁ πλούσιος νέος

1. ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΥΣΙΑΣ


Ὁ πλούσιος νέος εἶχε μεγάλα πνευματικά ἐνδια­φέ­ρο­ντα. Ἦταν κι ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, καί εἶχε με­ταφυσικές ἀναζητήσεις. Μόλις λοιπόν ἀντίκρυσε τόν Κύ­­ρι­ο, τόν πλησίασε καί μέ ἰσχυρό ἐνδιαφέρον τόν ρώ­τησε: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κλη­ρο­νο­μή­σω τήν αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Κύριος τοῦ ἀ­πά­ν­τησε: Γιατί μέ ὀνομάζεις «ἀγαθό», ἀφοῦ νομίζεις ὅτι εἶμαι ἕνας ἁ­πλός ἄνθρωπος; Κα­νείς δέν εἶναι ἀπο­λύ­τως ἀγαθός, πα­­­ρά μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Γνωρίζεις τίς ἐν­το­λές! Νά μή μοι­­χεύσεις· Νά μή φο­νεύ­σεις· Νά μή κλέ­ψεις· Νά μή ψευ­δομαρτυρήσεις· Νά τι­μᾶς τόν πατέρα σου καί τή μη­τέρα σου. Ἐκεῖνος ξαφνιασμένος ἀπό τήν ἀπρο­σ­δό­κητη αὐτή ἀπάντηση εἶπε μέ ἀπορία· Μά ὅλα αὐτά τά φύλαξα ἀ­πό τά παιδικά μου χρόνια! Ἕ­να σοῦ λεί­πει ἀκόμη, ἀν­τα­πάντησε ὁ Κύριος· Πούλησε τήν πε­ριουσία σου, μοί­ρασέ την στούς πτωχούς καί θά ἔχεις θη­σαυρό στόν οὐρανό· κι ἔλα νά μέ ἀκολου­θήσεις. Αὐ­τός ὅμως ὅταν τ’ ἄκου­σε αὐτό λυπή­θη­κε πολύ· Δι­ότι ἦ­ταν πολύ πλού­σιος καί δέν ἤθελε νά ἀποχω­ρι­σθεῖ τά πλούτη του. Κι ἔφυγε ἀπό τόν Χριστό.


Πῶς ὅμως ἀρνήθηκε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου ὁ νέ­ος αὐτός ὁ ὁποῖος εἶχε τόσο μεγάλες πνευματικές ἀναζη­τή­σεις; Αὐτός εἶχε με­γά­λο ἐνδια­φέ­ρον γιά τήν αἰωνιότητα, κάτι δέν ἔχουν οἱ πολ­λοί ἄν­θρω­ποι, πού ζοῦν μόνο γιά τίς ἠδονές καί τήν ὕλη. Ἤθελε νά κλη­ρο­νομήσει τήν αἰωνιο ζω­ή. Καί γι’ αὐ­τό ἀπό τά παι­δικά του χρό­νια ἀγωνιζό­ταν νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Κι ἔψαξε νά βρεῖ τόν κατάλληλο δι­δά­σκαλο γιά νά πά­ρει ἀπάντηση σ’ ἕνα τόσο σοβαρό θέ­μα. Διότι προ­σδο­κοῦ­σε ὅτι ὁ Κύ­ρι­ος θά μποροῦσε νά τόν ὁδη­γή­σει μέ ἀ­σφά­λεια στήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνιο ζωή. Πε­ρί­μενε λοιπόν ν’ ἀκού­σει κάτι τό ἰδιαί­τε­ρο καί ἀνώτερο ἀπ’ αὐτά πού ἔκανε. Ὅταν ὅμως πῆ­ρε τήν ἀπάντηση αὐ­τἠ ξαφνιάστηκε. Αὐ­τός εἶ­χε ζωή κα­θα­ρή, εἶχε πίστη, εἶχε ἀναζητήσεις, δέν εἶχε ὅμως αὐτο­γνω­­σία καί διάθε­ση θυσιαστικῆς ὑπακοῆς. Ἐπι­θυ­­μοῦσε τήν ἄλλη ζωή, ἀλλά ἦταν κυριευμένος ἀπό τό φοβερό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Κι ἐνῶ στήν ἀρχή φά­νη­κε πρό­θυ­μος νά ἀκούσει τίς ὁδη­γί­ες τοῦ Κυρίου καί νά τίς ἐφ­αρμόσει, στή συνέχεια ὅταν τοῦ τέθηκε τό δί­λημ­μα ἤ ὁ Χριστός ἤ ὁ χρυσός, προ­τί­μησε τά πλούτη του κι ἀρνήθηκε τήν αἰώνια βασιλεία.


Δέν ἀρκεῖ λοιπόν μόνο νά πιστεύουμε καί νά πο­θοῦμε τήν αἰώνιο ζωή. Δέν ἀρκεῖ νά ἔχουμε πνευ­μα­τι­κά ἐνδιαφέροντα καί νά ἀκοῦμε θρησκευτικές ὁμιλίες. Δέν μᾶς ἐξα­σφα­λί­ζει τό γεγονός ὅτι πολλοί ἔχουμε ἀπ’ τα παιδικά μας χρό­νια τηρήσει κά­ποι­ες βασικές ἐντο­λές. Μπορεῖ κά­ποιο πάθος μας νά ἀπο­βεῖ καταστροφι­κό στή σω­τη­ρία μας, ἐάν δέν ἔχουμε διά­θε­ση ὑπακοῆς και θυσίας. Γι’ αὐ­τό χρειά­ζε­ται νά μάθουμε νά ὑπ­α­κοῦ­με στίς ἐντο­λές τοῦ Θεοῦ. Σέ ὅλες κι ὄχι μόνο σ’ ἐκεῖνες πού θέ­λου­με. Ἐάν θέ­λουμε νά εἴμαστε γνή­σιοι μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ, πρέ­πει νά τόν ἀκολουθοῦμε ὅπου μᾶς καλέσει, θυσιάζον­τας τά πά­ν­τα γι’αὐτόν, ὅσο κι ἄν αὐτό μᾶς φαίνεται δύ­σκολο ἤ ἀκατόρθωτο.


2. ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Ὅταν ὁ Χριστός εἶδε τόν νέο νά φεύγει τόσο πο­λύ λυ­πη­μέ­νος, εἶπε: Πόσο δύσκολα θά μποῦν στή βα­σι­λεία τοῦ Θε­οῦ αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα! Εἶναι εὐκολότερο μία καμή­λα νά περάσει ἀπ’ τή μικρή τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βελόνα, πα­ρά να μπεῖ ἕνας πλού­σιος στή βα­σιλεία τοῦ Θε­οῦ. Ἐκεῖνοι τότε πού τ’ ἄκουσαν αὐτό, ἀπόρησαν: Μά τότε ποιός μπορεῖ νά σωθεῖ; Κι ὁ Κύριος ἀπάντησε: Ἐκεῖνα πού εἶναι ἀδύνατο νά γίνουν μέ τήν ἀσθενική δύναμη τοῦ ἀν­θρώ­που, αὐ­τά εἶναι κατορθωτά καί δυνατά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.


Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ λοιπόν κάνει δυνατά ὄχι μόνο τά δύσκολα ἀλλά καί τά ἀδύνατα. Διότι μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ὁ πλούσιος νά ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπό τήν προσκόλλησή του στά πλούτη του. Βέβαια καί γε­νι­κό­τερα ὅλες οἱ προσκολλήσεις στά διάφορα πάθη πού ἔχουν οἱ ἄν­θρω­ποι μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά ὑπερ­νι­κη­θοῦν. Ὁ Κύριος τονίζει ὅμως τήν προσκόλληση στόν πλο­ῦτο ἐπειδή αὐτή δημιουργεῖ πολλή μεγάλη ἐξάρ­τη­ση. Αἰχμαλωτίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν κυριεύει. Τόν ταυ­τίζει μέ τήν ὕλη καί τόν σκληραίνει πολύ. Γι’ αὐτό ὁ Κύ­ριος μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ἀπεξάρτηση ἀπό τά πλούτη εἶ­ναι ἀδύνατη μέ τίς φτω­χές μας ἀνθρώπινες δυνά­μεις, καί δυνατή μόνο μέ τή χάρη του.


Γενικότερα ὅμως ὅλοι μας, σ’ ὅποιο πάθος κι ἄν ἔχουμε κάποια ἀδυναμία θά πρέπει νά συνειδητοποιή­σου­με, ὅτι στό δρόμο μας πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ χρεια­ζό­μα­στε ὅλοι μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Μόνο μέ τίς δικές μας δυνάμεις τίποτε δεν μποροῦμε να κάνουμε. δέν μπο­ροῦμε νά ξεπε­ρά­σουμε κανένα πάθος. Διότι ἡ πνευ­μα­τική ζωή εἶναι ζωή ὑπερφυσική, εἶναι θαῦμα τῆς χά­ριτος τοῦ Θεοῦ. Τό νά ἀποκολληθεῖ ἡ καρδιά τοῦ ἀν­θρώπου ἀπό τήν ὕλη, τόν κόσμο καί τή σάρκα καί νά στραφεῖ πρός τόν Θεό καί τά οὐράνια ἀποτελεῖ θαῦ­μα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία χάρις μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τά πάθη μας, μᾶς κινεῖ σέ με­τά­νοια, μᾶς καθα­ρί­ζει, μᾶς ἀνα­γεν­νᾶ, μᾶς ἁγιάζει. Ἐμεῖς  κά­νου­με τό ἐλά­χιστο, προσφέ­ρου­με τή διά­θε­σή μας, καί τό μεγάλο καί ἀκατόρθωτο τό ἐργάζεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἄς κάνουμε λοιπόν ἐμεῖς τό ἐλάχιστο, γιά νά μᾶς προ­σ­φέρει ὁ Θεός τό ἄπειρο, τήν παντοδύναμη χά­ρη του.

Ἀπό τή φυλακή τῆς Ρώμης

1. Δέσμιος γιὰ τὸν Χριστὸ


Ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης μᾶς μίλησε σήμερα ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος. Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε, ἀπὸ τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του, ἀναφέρεται μὲ σεμνὴ καύχηση στὴ φυλάκιση ποὺ δέχθηκε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ», γράφει στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου. Δηλαδή, σᾶς παρακαλῶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι φυλακισμένος γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.


Γιὰ νὰ δώσει βαρύτητα στὸν λόγο του, στὰ γραφόμενά του, δὲν ἐπικαλεῖται τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἀποστόλου. Δὲν ἐπικαλεῖ­ται τὰ ὑπερφυσικὰ ὁράματα ποὺ τοῦ ἀ­πο­κάλυψε ὁ Κύριος, τὰ συγκλονιστικὰ θαύματα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἐπιτελέσει. Δὲν ὑπενθυμίζει τὸν ἀριθμὸ τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ἵδρυσε κατὰ τὶς ἀποστολικὲς περιοδεῖες του, οὔτε τὸ πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ μετεστράφησαν ἀπὸ τὰ κηρύγματά του. Δὲν προβάλλει τὶς ἐπιτυχίες του, ἀλλὰ τὴ φαινομενικὴ ταπείνωσή του. Αὐτὸ θεωρεῖ ὡς τὸν πιὸ τιμητικὸ ἔπαινό του, τὸ πιὸ πολύτιμο παράσημό του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἁλυσίδα τῶν δεσμῶν τοῦ θείου Ἀποστόλου εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο κόσμημα, ἀπὸ κάθε χρυσὴ ἁλυσίδα: «Ἡ τοῦ Παύλου ἅλυσις πάσης σειρᾶς χρυσῆς κοσμιωτέρα ἐστί» (ΕΠΕ 20, 628).


Μᾶς διδάσκει ἔτσι ὁ ἔνθεος κήρυκας τοῦ Χριστοῦ ὅτι ἡ ὑψηλότερη τιμὴ ποὺ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ κάποιος Χριστιανὸς εἶναι τὸ νὰ πάσχει γιὰ τὸν Χριστό· τὸ νὰ δέχεται γιὰ τὴν πίστη του εἰρωνικὰ σχόλια, περιφρονήσεις ἀπὸ τὸ περιβάλλον του, ἀδικίες στὴν ἐργασία του, ἴσως κάποτε καὶ τὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας του. Τότε ἀποδεικνύει μὲ ἔργα ὅτι εἶναι πρά­γματι ἀκόλουθος τοῦ Ἐσταυρωμένου.


2. Ἄξιοι τῆς κλήσεως


Κάνει ὅμως ἐντύπωση στὴ συνέχεια καὶ ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπευθύνει τὴν ἔκκλησή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε». Σᾶς παρακαλῶ, γράφει στοὺς Ἐφεσίους, νὰ πορευθεῖτε καὶ νὰ ζήσετε μὲ τρόπο ἄξιο τῆς ὑψηλῆς κλήσεως ποὺ σᾶς ἔκανε ὁ Θεός.


Ἐνῶ ἕνας συνήθης φυλακισμένος παρακαλεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμά του ἢ ζητεῖ κάποια βοήθεια, κάποια ὑλικὴ ἐνίσχυση στὶς στερήσεις του, ἀντιθέτως ὁ θεῖος Ἀπόστολος δὲν σκέπτεται τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν συνέχει κάτι πολὺ ἀνώτερο: νὰ ἀνταποκριθοῦν οἱ Ἐφέσιοι στὴν κλήση ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ Κύριος. Νὰ πορευθοῦν, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιότητά τους ὡς Χριστιανοί, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἐναρμονισμένοι μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ κι ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος τοὺς εἶχε δώσει.


Ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος ἔχει ἀπευθύνει ἀντίστοιχη ἱερὴ κλήση. Μᾶς ἔχει καλέσει νὰ γίνουμε ἅγιοι, υἱοί Του ἀγαπημένοι, κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του, αἰώνιοι πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἔχει καλέσει σὲ κάτι τόσο ὑψηλὸ καὶ σπουδαῖο. Ἂς μὴν ἀρκούμαστε, λοιπόν, σὲ μία τυπικὴ πνευματικὴ ζωή, σὲ ἕναν ἐκκλησιασμὸ τὴν Κυριακὴ καὶ στὴν ἀποφυγὴ κάποιων θανάσιμων ἁμαρτημάτων. Ἀλλὰ νὰ συμπεριφερόμαστε μὲ ταπεινοφροσύνη, μὲ πραότητα, μὲ μακροθυμία καὶ ὑπομονή. Νὰ ἀνεχόμαστε μὲ ἀγάπη ὁ ἕνας τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου, ὅπως συμβουλεύει συγκεκριμένα ὁ Ἀπόστολος. Ὅλη ἡ ζωή μας, ἡ κάθε πράξη καὶ ἐπιθυμία μας νὰ εἶναι ἄξια τῆς θείας αὐτῆς κλήσεως. Ὅλα νὰ ἀποβλέπουν στὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ.


3. Ὅλοι ἕνα


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στὴ συν­έχεια καὶ τὴν ἑνότητα ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τοὺς Χριστιανούς. «Σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης». Δηλαδή, νὰ καταβάλλετε κάθε προσπάθεια, προκειμένου νὰ διατηρεῖτε τὴ μεταξύ σας ἑνότητα, μὲ τὴν ὁποία σᾶς ἕνωσε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, χρησιμοποιώντας ὡς σύνδεσμο τὴν εἰρήνη, ἡ ὁποία θὰ σᾶς δένει ὅλους μαζὶ σὲ ἕνα.


Πόση ἀνάγκη ἔχει σήμερα ὁ κόσμος μας τὴν ἑνότητα, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος! Πόλεμοι καὶ αἱματηρὲς συρράξεις συμβαίνουν σὲ πολλὰ μέρη τοῦ πλανήτη, ἐνῶ οἱ ἁρμόδιοι ὀργανισμοὶ γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα τῶν ἐθνῶν παρακολουθοῦν ἀπαθεῖς. Διαι­ρέ­­σεις καὶ στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία μας. Τὰ κόμματα ὑπηρετοῦν τὰ συμφέροντά τους καὶ οἱ διάφορες μερίδες ἀνθρώπων ὑπερασπίζονται τὰ δικαιώματά τους. Διχόνοια ὅμως παρατηρεῖται καὶ μέσα στὶς οἰκογένειες. Καθημερινὰ φαινόμενα εἶναι οἱ ἐντάσεις, οἱ φωνές, ἀκόμη καὶ ἡ βία.


Δικαίως λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας εὔ­χεται σὲ κάθε θεία Λειτουργία «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Μέσα στὴν Ἐκκλησία διασφαλίζεται ἡ ­ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, διότι ὁ κάθε πιστὸς δὲν ἐνεργεῖ ὡς ἄτομο, ἀλλὰ ὡς μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἀποσκοπεῖ στὶς προσωπικές του ἐπιδιώξεις, ἀλλὰ στὴν εὐεργεσία τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι τὰ συστατικὰ τῆς ἑνότητας. Αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ἂς καλλιεργοῦμε κι ἐμεῖς γιὰ νὰ διατηροῦμε τὴ μεταξύ μας ἑνότητα· γιὰ νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα.

Σύναξη Αγιωτών Αγίων

Η Αγιά και από την ονομασία και ετυμολογία της λέξεως παραπέμπει σε μία περιοχή («Χώρα» Αγιάς, όπου άκμασε η μοναστική πολιτείας του «Όρους των Κελλίων») όπου ζουν άγιοι άνθρωποι (Αγία (περιοχή-Αγιά), επειδή υπήρχαν πολλά Μοναστήρια και ζούσαν πολλοί Μοναχοί («άγιοι άνθρωποι»). Πράγματι, το πλήθος των Ιερών Μονών, Ιερών Ναών, εξωκκλησιών και των εκκλησιαστικών θησαυρών της Αγιάς είναι πολύ μεγάλο.


Αυτός ο τόπος έχει κάποια δικά του ιδιαίτερα πολιτιστικά και εκκλησιαστικά χαρακτηριστικά. Αξιώθηκε επίσης να βγάλει από τα σπλάγχνα του τον άγιο Συμεών τον ανυπόδητο και μονοχίτωνα, να δεχθεί στους κόλπους του τον άγιο Δαμιανό, να δεχθεί τις ιεροκηρυκτικές επισκέψεις τού ιερομάρτυρος αγίου Κοσμά τού Αιτωλού και να τιμά από αιώνες με ξεχωριστό τρόπο τους δύο οσίους Αντωνίους, τον Μέγα και τον εν Βεροία ασκήσαντα.


Η μεγαλύτερη τοπική γιορτή είναι αυτή του Αγίου Αντωνίου την 1η Σεπτεμβρίου. Η καθιέρωση τοπικής εορτής όλων των Αγιωτών Αγίων, αποτελεί μια συνολική τιμή στους μεγάλους αυτούς Αγίους, ενω΄βοηθά στην πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων.


Στο παρελθόν, όταν αρχιερατικός επίτροπος Αγιάς ήταν ο π. Ιωαννίκιος Βαρβαρέλης, είχε ιστορηθεί η εικόνα των Αγιωτών Αγίων και είχε γίνει απόπειρα συντάξεως ειδικής ακολουθίας, πού όμως δεν τελεσφόρησε. Αργότερα, όταν αρχιερατικός επίτροπος Αγιάς ανέλαβε ο π. Νεκτάριος Δρόσος, πραγματοποιήθηκε ειδική Ημερίδα(18 Μαΐου 2003) με τίτλο «ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» και με επτά σχετικές εισηγήγεις.


Αργότερα προτάθηκε από την ιερατική σύναξη περιφέρειας Αγιάς και ο Μητροπολίτης Δημητριάδος αποδέχτηκε, κάθε τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου να καθιερωθεί η εκκλησιαστική γιορτή με την ονομασία «Σύναξις Αγιωτών Αγίων». Οι άγιοι που θα τιμώνται είναι:


Συμεών ο μονοχίτων και ανυπόδυτος ,

Δαμιανός ό εν Κισσάβω ,

Κοσμάς ό Αιτωλός ,

Αντώνιος ο μέγας ,

Αντώνιος ο εν Βεροία ,

Νικόλαος ο εν Βουνένοις 


και θα έχει ως κέντρο των εκκλησιαστικών τελετών και εκδηλώσεων τον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίων Αντωνίων Αγιάς.


Σύναξη των Αχαιών Αγίων

Η Κυριακή προ της εορτής του Αγίου Ανδρέου είναι αφιερωμένη στους εν Αχαΐα διαλάμψαντας Αγίους και εορτάζεται με ξεχωριστή λαμπρότητα. Στον χορό των εν Αχαΐα ανήκουν οι:


1) Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Πολιούχος των Πατρών που μαρτύρησε στην Πάτρα περί το 62 μ.Χ. 


2) Άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής. Εκ των Ο' Αποστόλων. Κήρυξε στην Αχαΐα και σύμφωνα με διάφορες Αγιολογικές πηγές εκεί συνέγραψε το Ευαγγέλιον και τας Πράξεις των Αποστόλων .


3) Άγιος Ηρωδίων ο Απόστολος, Επίσκοπος Πατρών. Εκ των Ο' Αποστόλων .


4) Άγιος Σωσίπατρος ο Απόστολος εξ Αχαΐας. Εκ των Ο' Αποστόλων .


5) Άγιος Μύρων ιερομάρτυς εξ Αχαΐας. Μαρτύρησε στην Κύζικο επί Δεκίου .


6) Άγιος Αρτέμιος ο Μεγαλομάρτυς .


7) Άγιος Ασχόλιος (ή Αχόλιος), Επίσκοπος Θεσσαλονίκης .


8) Παύλος ο Πατρεύς, ο Οσιομάρτυς. Ηγούμενος των εν Ραϊθώ μαρτυρησάντων Αγίων Πατέρων .


9) Άγιος Αθανάσιος, Επίσκοπος Μεθώνης .


10) Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος .


11) Όσιος Ηλίας ο Σικελιώτης .


12) Όσιοι Ηλίας ο Σπηλαιώτης και Αρσένιος .


13) Όσιος Δανιήλ ο ἐν τῷ κάστρῳ των Πατρών .


14) Αγία Μάρτυς Ολυμπία .


15) Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός .


16) Άγιος Ζαχαρίας ο Νεομάρτυς .


17) Όσιος Ιωακείμ Νοτενών .


18) Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας .


19) Άγιοι Αναστασία και Χριστόδουλος και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες. (Τρίτη Διακαινησίμου).


Άγιος Άβιβος επίσκοπος Γεωργίας, Ιερομάρτυρας

Η πυρολατρία

Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ο σάχης της Περσίας Χοσρόης Α’ (531 - 579 μ.Χ.), γιος και διάδοχος του Καβάλη Α’ (488 – 531 μ.Χ.), εισβάλλοντας στην Καχέτη, που βρισκόταν τότε σε εσωτερική αναστάτωση, κατέκτησε τις περιοχές Ράνι, Μοβακάν και Αλαζάν. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Κάρτλης, υποτάσσοντας και τη χώρα αυτή. Τη διοίκηση των επαρχιών την ανέθεσε σε σατράπες (Σατράπης (περσ. Χσαδράπ) λεγόταν ο διοικητής επαρχίας (σατραπείας) του αρχαίου περσικού κράτους). Στους κατοίκους επέβαλε φόρο υποτέλειας. Το χειρότερο όμως είναι ότι θέλησε να εξαφανίσει το χριστιανισμό και να επιβάλει το μαζδαϊσμό. Πρόσταξε, λοιπόν, να χτιστούν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά πυρολατρικοί ναοί, στους οποίους στήθηκαν βωμοί με άσβεστη φωτιά. Πολλοί χριστιανοί, είτε αναγκασμένοι είτε παρασυρμένοι, αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και δέχτηκαν την περσική πλάνη.


Θείος ζήλος

Ναός πυρολατρικός χτίστηκε και στην πόλη Νεκρέσι, της οποίας επίσκοπος ήταν ο μακάριος Άβιβος, όπως είδαμε στο βίο του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι. Ο καλός ποιμενάρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη λατρεία των δαιμόνων στην ίδια του την έδρα. Οπλισμένος, λοιπόν, με θείο ζήλο, πήγε μια μέρα στο ναό, προχώρησε θαρρετά ως το θυσιαστήριο και, ρίχνοντας νερό πάνω στην φλόγα, την έσβησε.


Η γενναία πράξη του επισκόπου έκανε τους χριστιανούς να ενθουσιαστούν και τους πυρολάτρες να μουδιάσουν. Πολλοί Γεωργιανοί, που είχαν πλανηθεί, γύρισαν πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.


Από την ημέρα εκείνη ο φιλόθεος ιεράρχης, με το σταυρό στο χέρι, άρχισε να οργώνει την επαρχία του. Περιοδεύοντας ακούραστα σε πόλεις και χωριά, κήρυσσε την αλήθεια, ξερίζωνε την πλάνη, έκανε θαυμαστά σημεία και έσβηνε τους πυρολατρικούς βωμούς. Όλοι οι βουνίσιοι κάτοικοι του Καυκάσου, που είχαν μεταστραφεί στο μαζδαϊσμό, ξανάγιναν χριστιανοί χάρη στα κηρύγματα και τα θαύματά του.


Σε μικρό χρονικό διάστημα ο άγιος επίσκοπος κατόρθωσε όχι μόνο το ποίμνιό του να στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη, μα και πολλούς Πέρσες να οδηγήσει στο Χριστό. Αυτό όμως εξαγρίωσε τους κατακτητές.


Σύλληψη

Τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν αλύπητα και τον έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή. Ύστερα έστειλαν αναφορά στο σατράπη, που έμενε στην πόλη Ρέχη, με την οποία τον ενημέρωσαν για όλα όσα έκανε εναντίον της θρησκείας τους ο άγιος.


Ο σατράπης έστειλε αμέσως στη Νεκρέσι οπλισμένους στρατιώτες με την εντολή να τον φέρουν δεμένο μπροστά του. Έτσι κι έκαναν. Ήρθαν, τον έδεσαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τους χριστιανούς να κλαίνε και να στενάζουν απαρηγόρητα.


Πηγαίνοντας προς τη Ρέχη, πέρασαν από το χωριό Ικάλτο της ορεινής Καχέτης. Εκεί τους πρόλαβε ένας απεσταλμένος του οσίου Συμεών του Θαυμαστορείτη (βλέπε 24 Μαΐου). Ο Όσιος Συμεών και ο επίσκοπος Άβιβος είχαν παλαιό πνευματικό σύνδεσμο και συχνά αλληλογραφούσαν. Τώρα ο χαρισματούχος Όσιος, γνωρίζοντας τη σύλληψη και προγνωρίζοντας το μαρτύριο του φίλου του, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Έστελνε, λοιπόν, στον ιερομάρτυρα το ραβδί του, ως συμβολική ευλογία, κι ένα θερμό γράμμα, παρηγορητικό και ενθαρρυντικό. Διαβάζοντάς το ο μακάριος, ξέσπασε σε δάκρυα. Ουράνια δύναμη και ιερός ενθουσιασμός πλημμύρισαν την ψυχή του.


Φεύγοντας από το Ικάλτο ο άγιος αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους κληρικούς του, που είχαν συναχθεί εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής για να πάρουν την ευχή του, και τους νουθέτησε κατάλληλα, προτρέποντάς τους να μένουν πιστοί ως το θάνατο στην Ορθοδοξία και να ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα του Χριστού με αυτοθυσία.


Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, τη Μτσχέτα, και αντικρίζοντας τον καθεδρικό της ναό, τον «Σβετιτσχόβελ», ένιωσε μιαν απέραντη ψυχική ευφροσύνη και αναφώνησε:


- Κοίτα, μητέρα μου Εκκλησία, το παιδί σου, που το οδηγούν δεμένο στο μαρτύριο!


Και πρόσθεσε μονολογώντας:


- Ετοιμάσου, Άβιβε, να δεχθείς το στεφάνι, που σου ετοιμάζει ο Χριστός, και προχώρα σταθερά στον αθλητικό σου δρόμο.


Στον άγιο Σίω

Στη Μτσχέτα ο άγιος παρακάλεσε τους στρατιώτες να τον οδηγήσουν ως την κοντινή μονή Μγβίμε, για να δει τον Όσιο Σίω (βλέπε 7 Μαΐου), που ζούσε τότε έγκλειστος σ’ ένα σπήλαιο. Οι στρατιώτες, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ακτινοβόλα αρετή του, σεβάστηκαν την επιθυμία του.


Σε λίγο οι δύο άγιοι συναντήθηκαν με χαρά και συγκίνηση. Μετά τον αδελφικό τους ασπασμό, άρχισαν να συζητούν πνευματικά. Τέλος, ο ιερός Άβιβος είπε:


- Προσευχήσου, πάτερ Σιώ, στο Θεό για το λαό μας, που τον καταπιέζουν οι άνομοι Πέρσες. Όσοι, μάλιστα, Γεωργιανοί είναι αστερέωτοι στην ορθή πίστη, σαγηνεύονται από την πυρολατρία. Μα και οι κατακτητές αναγκάζουν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς να προσκυνούν την άλογη φωτιά. Όπως, λοιπόν, κάποτε οι άγιοι Τρεις Παίδες, ριγμένοι μέσα στο χαλδαϊκό καμίνι, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς με την προσευχή τους, έτσι και τώρα εξουδετέρωσε, διάλυσε και αφάνισε με τη δική σου θεόδεκτη προσευχή τους δαιμονικούς λογισμούς και τις θεομίσητες πράξεις των διωκτών του χριστιανισμού.


- Γνωρίζω, τίμιε δέσποτα, αποκρίθηκε ο Σίω, ότι με ένθεο ζήλο και άγια τόλμη έσβησες τις φωτιές των περσικών βωμών. Εύχομαι να σε δυναμώσει ο Κύριος με τη χάρη Του, ώστε να σβήσεις κι εκείνη την αόρατη φωτιά, που θ’ ανάψει ο διάβολος για να σε κάψει. Ως σοφός ιεράρχης, ξέρεις ότι «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μη φοβάσαι όμως! Η θλίψη που σε περιμένει, θα σου εξασφαλίσει το θείο έλεος και την ουράνια μακαριότητα. Ο Θεός βοηθός σου!


Οι δύο άγιοι αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν με δάκρυα. Δεν θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο στην παρούσα ζωή.


Στο σατράπη

Από τη Μτσχέτα πήγαν κατευθείαν στη Ρέχη. Ο μακάριος Άβιβος παρουσιάστηκε δεμένος στο σατράπη, που είχε αποφασίσει να τον ανακρίνει δημόσια. Έτσι, είχε μαζέψει πολλούς επισκόπους, ιερείς, τοπάρχες και πλήθος λαού. Μπροστά σ’ όλους αυτούς, λοιπόν, ρώτησε τον ιερομάρτυρα:


- Γιατί περιφρόνησες το σάχη μας Χοσρόη, το βασιλιά των βασιλιάδων; Και γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας;


-Βασιλιά των βασιλιάδων δεν γνωρίζω άλλον από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αποκρίθηκε άφοβα ο επίσκοπος. Όσο για τη φωτιά, που τη λατρεύετε σαν θεότητα, την έσβησα για να διαλύσω τη δαιμονική σας πλάνη. Αφήστε αυτή την πλάνη και πιστέψτε στον μοναδικό και αληθινό Θεό, που δημιούργησε τα σύμπαντα. Στο νόμο Του είναι γραμμένο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι…». «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις».


- Εγώ σε ρώτησα γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας, τον έκοψε ο σατράπης, κι εσύ μας λες να πιστέψουμε στον δικό σου Θεό;


- Θεότητα δεν θανάτωσα, απάντησε ο άγιος. Τη φωτιά μόνο έσβησα, που την έχετε στους ναούς σας και τη λατρεύετε. Μάθε πως η φωτιά δεν είναι θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού και ένα από τα τέσσερα στοιχεία του θεόπλαστου κόσμου. Τ’ άλλα τρία είναι η γη, το νερό και ο αέρας (Γη, νερό, αέρας και φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του πυθαγορικού φιλοσόφου του 5ου αι. π. Χ. Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, την οποία υιοθετεί και ο Μέγας Βασίλειος βλ. Εξαήμερος Α’ η’). Εσείς διατηρείτε τη φωτιά ρίχνοντάς της ξύλα, κι εγώ την έσβησα ρίχνοντάς της νερό. Πώς λοιπόν, είναι θεότητα, όταν μάλιστα υποτάσσεται στον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στις καθημερινές του ανάγκες; Απορώ με την ανοησία και την πνευματική σας τυφλότητα....


Το μαρτύριο

Τα προσβλητικά αυτά λόγια εξόργισαν το σατράπη. Διακόπτοντας την ανάκριση, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον άγιο αλύπητα. Και όταν είδε με πόση καρτερία σήκωνε το βασανιστήριο, έδωσε εντολή να τον λιθοβολήσουν.


Η εντολή εκτελέστηκε αμέσως. Σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου σαν τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.


Το ματωμένο σώμα του το έσυραν με σκοινιά έξω από την πόλη, για να το φάνε τα θηρία και τα αρπακτικά πουλιά. Το φρουρούσαν, πάντως, από μακριά, για να μην έρθουν οι χριστιανοί και το πάρουν.


Οι μέρες περνούσαν και το τίμιο λείψανο ούτε τα άγρια ζώα το άγγιζαν ούτε η φθορά. Σαν είδαν κι απόειδαν οι τύραννοι, το παράτησαν κι έφυγαν. Τότε οι αδελφοί της μονής Σαμτάβρο (=των Αρχόντων), που είχε ιδρυθεί από τον μακάριο Ισίδωρο, μαθητή και αυτόν του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι, αφού πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, το κήδεψαν και το ενταφίασαν με τιμές μέσα στο καθολικό τους.


Η Εκκλησία της Γεωργίας σύντομα συναρίθμησε τον ιερομάρτυρα στη χορεία των αγίων και καθόρισε τον εορτασμό της μνήμης του στις 29 Νοεμβρίου, ημέρα της αθλήσεώς του.


Στα χρόνια του ηγεμόνα Στεφάνου (639 - 663 m.X.), το σεπτό σκήνωμα του αγίου Αβίβου ανακομίσθηκε με επισημότητα από τη μονή Σαμτάβρο στον καθεδρικό ναό της Μτσχέτα και τοποθετήθηκε κάτω από την αγία τράπεζα, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.


Όσιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Χωρίς την παράθεση βιογραφικού υπομνήματος γίνεται η αναγραφή του ονόματος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νικολάου στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, καθώς και στα μηναία και τους μεταγενεστέρους εντύπους συναξαριστές, την 29η Νοεμβρίου («Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νι­κόλαος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται»).


Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.


Η ταύτισή του με τον αρχιεπίσκοπο Νικόλαο τον ομολογητή, το όνομα του οποίου αναγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, την οποία επιχειρεί δειλά ο Μ. Γεδεών, είναι παντελώς αστήρικτη και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.


Όσιος Μάρκος

Η μνήμη του Οσίου Μάρκου αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye με σύντομο υπόμνημα.


Ο Όσιος Μάρκος εγκατέλειψε γυναίκα, παιδιά και συγγενείς, και έγινε μοναχός. Γύριζε την έρημο, τις πόλεις και τα χωριά, για να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου βρέθηκε νεκρός σε κάποιο ναό, φέροντας επάνω του βαρεία σίδερα. Όταν το είδε αυτό ο κόσμος, θαύμασε για την ασκητικότητά του. Έτσι κατασκεύασαν ξύλινη θήκη, όπου έβαλαν μέσα το σώμα του, μαζί με τα σίδερα πού έφερε όταν ζούσε.


Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου

Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν επίσκοπος Κορίνθου και έζησε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (περί το 160 μ.Χ.) στην εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Κατά τον Μελέτιο ο Διονύσιος αυτός, ήταν άνδρας λόγιος, πολυμαθής και θεοσεβής. Μεριμνούσε όχι μόνο για το ποίμνιό του, αλλά και για τις άλλες εκκλησίες με τις οποίες επικοινωνούσε με επιστολές. Αυτή την επικοινωνία ο ιστορικός Ευσέβιος τη χαρακτηρίζει ως θεία διδασκαλία. Λέγεται ότι μαρτύρησε δια ξίφους.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Φιλούμενος

Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.


Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν

Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Εὐαγγέλιον Κυριακής

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27

18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

Ερμηνευτική απόδοση

Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22 Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26 Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.


Ἀπόστολος Κυριακής

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7

1 Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, 2 μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, 3 σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. 7 Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.


Ερμηνευτική απόδοση 



1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας εξορκίζω εγώ, ο οποίος είμαι φυλακισμένος και αλυσοδεμένος δια το όναμα του Κυρίου, να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε, όπως ταιριάζει εις την υψηλήν κλήσιν, με την οποίαν έχετε προσκληθή από τον Θεόν. 2 Δηλαδή να ζήτε και να φέρεσθε με κάθε ταπεινοφροσύνην και πραότητα, με ανοχήν απέναντι των άλλων και μεγαλοκαρδίαν, ανεχόμενοι ο ένας του άλλου τας αδυναμίας με αγάπην, 3 να επιμελήσθε και να αγωνίζεσθε να διατηρήτε την ενότητα, με την οποίαν το Πνεύμα το Αγιον σας έχει συνδέσει, έχοντες ως σύνδεσμον την ειρήνην, η οποία θα βασιλεύη μεταξύ σας και θα σας ενώνη εις ένα πνευματικόν σώμα. 4 Είσθε ένα πνευματικόν σώμα και έχετε ένα και το αυτό Πνεύμα Αγιον, που σας ζωογονεί, καθώς επίσης έχετε κληθή όλοι εις μίαν και την αυτήν ελπίδα της κλήσεώς σας. 5 Ενας και μόνος είναι ο Κυριος, μία είναι η πίστις όλων των Χριστιανών, ένα το βάπτισμα που έχουν λάβει. 6 Ενας και μόνος ο Θεός και Πατήρ όλων, αυτός ο οποίος κυριαρχεί επί όλων ανεξαιρέτως και δια μέσου όλων ενεργεί και φανερώνει την αγαθήν του πρόνοιαν, και μέσα εις όλους μας κατοικεί. 7 Εις τον καθένα δε από ημάς εδόθη η χάρις, τα χαρίσματα και αι δωρεαί, σύμφωνα με το μέτρον, με το οποίον δικαίως και σαφώς μοιράζει ο Χριστός τας δωρεάς του. (Ας μη υπάρχουν, λοιπόν, ζηλοφθονίαι μεταξύ σας, διότι τα χαρίσματα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυπηρέτησιν όλων).

Άγιοι Μάρτυρες που συμμαρτύρησαν με τον Άγιο Στέφανο τον νέο για τις άγιες εικόνες

Η λύσσα του Κοπρώνυμου και των γύρω του δεν περιορίστηκε μόνο σε ένα θύμα. Μετά τον Στέφανο υπέστησαν βασανισμούς και θανάτους και άλλοι ομολογητές της Ορθοδοξίας.


Έτσι ένας από αυτούς, ο Βασίλειος, τυφλώθηκε από τους δήμιους, εξακολουθώντας να διακηρύττει την Ορθόδοξη πίστη του, και στη συνέχεια τον σκότωσαν με κλωτσιές. Άλλος έπειτα, ο Ιωάννης ο από Λεγαταρίων εξορίστηκε στη Δαφνούσια, όπου και πέθανε από συνεχείς δαρμούς. Άλλοι δε πάλι με άλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν και περνούσαν συνεχή μαρτυρική ζωή.

Άγιος Πέτρος

Ο Άγιος Πέτρος ήταν ασκητής στον Όλυμπο. Φυλακίστηκε από τον Κοπρώνυμο μαζί με τον Στέφανο τον νέο , διότι προσκυνούσε τις άγιες εικόνες. Κατόπιν τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.


Άγιος Ανδρέας

Ο Άγιος Ανδρέας ήταν ασκητής και διέμενε σε κάποιο κελί κοντά στις Βλαχερνές. Επίσης ήταν συναγωνιστής του οσίου Στεφάνου του ομολογητή (βλέπε ίδια ημέρα). Ο Ανδρέας μαρτύρησε υπέρ των αγίων εικόνων, συρόμενος στη γη από τους εικονομάχους μέχρι θανάτου.


Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες

Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων.


Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).


Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό.


Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού.


Γι' αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.


Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος - Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.) (βλέπε 31 Δεκεμβρίου). Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας.


Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος.


Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.


Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον Άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578 - 582 μ.Χ.) και ο δεύτερος αργότερα (689 - 705 μ.Χ.).


Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα».


Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913 μ.Χ. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (Άγιος Θεοφύλακτος).


Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων.


Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων».


Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;».


Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα.


Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους Άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας».


Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 μ.Χ. εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη».


Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 μ.Χ. η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.


Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.


Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 μ.Χ. με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 μ.Χ. να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.


Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 μ.Χ. ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.

Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.

Οἱ πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι, ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.


Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν

Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.


Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν

Οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.


Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον

Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι, Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.


Ἕτερον Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον, καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς ἐνδυσάμενοι.


Ὁ Οἶκος

Τοὺς Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας πυρσεύοντες


Μεγαλυνάριον

Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες ἀνυμνήσωμεν.


Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Ὑμνείσθω Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.


Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Ὑμνείσθωσαν ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.


Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες

Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε την εποχή του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από την Σεβάστεια. Γεννήθηκε σε οικογένεια ειδωλολατρών και είχε μάθει να αισθάνεται μάλλον απέχθεια προς τους χριστιανούς. Υπηρετούσε τους βασανιστές των χριστιανών στους διωγμούς των. Όμως η συχνή προσέγγιση που είχε με τους μάρτυρες του Χριστού, φώτισε σταδιακά τον Ειρήναρχο. Έβλεπε τους ηρωικούς μάρτυρες πράους αλλά ταυτόχρονα δυνατούς και ακλόνητους εις την πίστη τους τις γυναίκες να υπομένουν τα φρικτά βασανιστήρια με καρτερικότητα και αυταπάρνηση και τους θαύμαζε για το μεγαλείο τους. Η βαθμιαία αυτή μεταβολή στην ψυχή του Ειρηνάρχου κατέληξε στην ομολογία του στο Χριστό, την ώρα που επτά χριστιανές γυναίκες υπέμεναν καρτερικότατα για την πίστη τους, όλες τις τιμωρίες και τα μαρτύρια. Η ομολογία αυτή του στοίχισε το θάνατο, τον οποίο βρήκε δια αποκεφαλισμού και τον οποίο υπέστη με πλήρη αγαλλίαση το 303 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.

Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι' ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ' ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος

Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.


Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.


Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.


Κάθισμα

Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.

Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.


Ὁ Οἶκος

Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.


Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Έχουμε χρόνο;!

«Μην απατάσαι ότι με τον επόμενο χρόνο θα αναπληρώσεις τον χρόνο που έχασες. Διότι και της κάθε ημέρας ο χρόνος δεν επαρκεί ώστε να εκπληρώσουμε όπως πρέπει τις καθημερινές μας υποχρεώσεις προς τον Θεό» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).


 Ένας από τους πιο μεγάλους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε και στην ζωή και στις σχέσεις μας είναι « το έχουμε χρόνο». Δεν είναι μόνο η αναβολή για αύριο αυτού που μπορούμε να κάνουμε σήμερα. Είναι το «σ’ αγαπώ» που αναβάλαμε να πούμε στους δικούς μας ανθρώπους βάζοντας μπροστά την κούραση από τις υποχρεώσεις μας, τον λογισμό για ό,τι ο άλλος δεν έκανε ώστε να μας δώσει την χαρά που θα θέλαμε, είναι η ελλιπής κρίσης για το τι ο άλλος έχει πραγματική ανάγκη και η θέαση της ζωής μόνο από την δική μας σκοπιά. 


 Ιδίως η αίσθηση ότι «έχουμε χρόνο» έχει να κάνει και με τα παιδιά μας. Μας ενδιαφέρει να μην τους λείψει κάτι και θεωρούμε τον εαυτό μας υποχρεωμένο να εργάζεται με αυταπάρνηση και κάποτε και χωρίς ελεύθερο χρόνο μόνο και μόνο για να είναι η ποιότητα της ζωής τους σε αφθονία των όσων και αυτά και εμείς επιθυμούμε. Σκεφτόμαστε ότι είναι μικρά. Ότι προλαβαίνουμε να δείξουμε την αγάπη και αργότερα, αρκεί να μην έχουν υλικές ανάγκες που να μένουν ανεκπλήρωτες. Και αναβάλλουμε να συζητήσουμε μαζί τους όταν βρεθούν στην εφηβεία είτε γιατί μέσα μας πιστεύουμε ότι δεν δικαιούνται να έχουν παράπονα από εμάς είτε γιατί φοβόμαστε ότι η συζήτηση δεν θα βγάλει πουθενά, αλλά θα γίνει ένα κοντσέρτο εγωισμών που θόρυβο φέρνει και όχι συμφιλίωση και συνεννόηση. 


 Το «έχουμε χρόνο» περνά και από την σχέση μας με τον Θεό. Θεωρούμε ότι προλαβαίνουμε να μετανοήσουμε για λάθη που έχουμε κάνει, ιδίως όταν νιώθουμε και είμαστε νέοι. Προλαβαίνουμε να προσευχηθούμε άλλη ώρα και άλλη μέρα. Δεν πειράζει να μην εκκλησιαστούμε μια Κυριακή. Δεν υπάρχει λόγος να κοινωνούμε συχνά, αφού θα έρθουν οι γιορτές. Και θέλουμε έναν Θεό πάντοτε διαθέσιμο, χωρίς εμείς να είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε ακόμη και το ελάχιστο. Γι’ αυτό και το παράπονό μας είναι συχνά έντονο.


 Ο χρόνος που χάνουμε είναι πολύς. Μας λείπει ένα αίσθημα ησυχίας στην καρδιά μας και ένα αίσθημα αυτεπίγνωσης που φέρνει η προσευχή, η ώρα που θα αφήσουμε τον εαυτό μας να στοχαστεί και να νιώσει τι έχουμε αφήσει πίσω. Ποια διαλείμματα δημιουργικής αγάπης, κατανόησης και επικοινωνίας μπορούμε να βάλουμε στην καθημερινότητά μας, ώστε να βρούμε τις γέφυρες αυθεντικής κοινωνίας με τους ανθρώπους μας, αλλά και με τον Θεό; Να μπορούμε να νιώθουμε ότι ο χρόνος που πέρασε είχε νόημα. Ότι το παρόν μας αξίζει. Ότι κοιτάμε στα μάτια τους άλλους, ότι είμαστε κομμάτι από την ψυχή τους και εκείνοι κομμάτι από την δική μας. Και την ίδια στιγμή θέλουμε τον Θεό παρόντα στον χρόνο της ζωής μας, ώστε να παίρνουμε δύναμη και να μην αυταπατόμαστε ότι όλα έχουν να κάνουν με το μέλλον. 


 Οι άνθρωποι συχνά είμαστε αδυσώπητοι στην ποσότητα του χρόνου που ζητάμε από τους άλλος. Ο Θεός μας αγαπά όμως τόσο που ακόμη και το λίγο μας το κάνει πολύ. Αρκεί να είναι δόσιμο μετάνοιας και αγάπης.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στη «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 11 Νοεμβρίου 2020

Ἡ ΠΑΡΗΓΟΡΊΑ ΤΟΥ͂ ΘΕΟΥ͂ ΚΑῚ ΤΩ͂Ν ἈΝΘΡΏΠ

Δύο ἄνθρωποι συμφώνησαν καὶ ἔγιναν ἀσκητές. Ἔκαναν μεγάλη ἄσκηση κι ἔζησαν ἐνάρετη ζωή. Ὁ ἕνας συνέβη νὰ γίνει ἡγούμενος κοινοβίου. Ὁ ἄλλος παρέμεινε ἀναχωρητὴς καὶ φτάνοντας στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως, ἔκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, καὶ ἀρρώστους θεράπευε. Ἐκεῖνος ποῦ ἀπὸ ἀσκητὴς ἔγινε κοινοβιάρχης, ὅταν ἄκουσε ὅτι τόσα χαρίσματα ἀξιώθηκε νὰ πάρει ὁ συνασκητής του, ἀπομονώθηκε γιὰ τρεῖς βδομάδες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσευχήθηκε ἐκτενῶς στὸν θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει «πῶς ἐκεῖνος κάνει θαύματα κι ἔχει γίνει περιβόητος σ΄ὅλους, ἐγὼ ὅμως σὲ τίποτε ἂπ΄αὐτὰ δὲν μετέχω».


Παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου σ΄αὐτὸν καὶ τοῦ λέει:

«Ἐκεῖνος τὴν πνευματικὴ ἐργασία τοῦ μέσα στὸ κελὶ τὴν κάνει μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, πεινώντας καὶ διψώντας γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἐσὺ καθὼς μεριμνᾶς γιὰ πολλά, ἔχεις τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πολλούς, ε, σοῦ φτάνει ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀνθρώπων».



ἀπὸ τὸ "Μέγα Γεροντικὸ"

Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης

Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.


Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας - κατά κόσμον ίσως Δημήτριος - μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶ», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».


Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».


Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).


Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».


Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 - 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.


Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.


Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».


Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) (βλέπε 14 Φεβρουαρίου), ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) (βλέπε 9 Ιουλίου), μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.


Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.


Άγιος Θεοδόσιος του Τυρνόβου

Νέος εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στη μονή Αγίου Νικολάου στο Βιδύνιο. Εκεί αποστήθισε ολόκληρο το Ψαλτήρι κι επιδόθηκε στην άσκηση των αρετών. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Ιώβ, μετέβη στη μονή της Οδηγητρίας στο Τύρνοβο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιον Όρος. Συχνά περιεφέρετο στα δάση του Σλίβεν, για ν' απολαύσει τη χάρη της ησυχίας. Από εκεί κατευθύνθηκε στη μονή της Θεοτόκου της Επικέρνους.


Όταν άκουσε πως ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης  ήλθε από το Άγιον Όρος με τους μαθητές του στα Παρόρια, «όπως ο μαγνήτης έλκει προς αυτόν το σίδηρον, ούτω και η είδησις περί του πατρός είλκυσε και τον ένθεον άνδρα». Μετά την κοίμηση του οσίου Γρηγορίου ήλθε στον Άθωνα με τον φίλο του Όσιο Ρωμύλο  και έζησε αρκετό χρόνο μελετώντας τη ζωή και τα έργα των πατέρων. Κατόπιν αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κωνσταντινούπολη, Παρόρια και Σλίβεν. Καταλήγει στο όρος Κελιφάρεβο, πλησίον του Τυρνόβου, όπου με τη βοήθεια του φίλου του βασιλέα Ιωάννου Αλεξάνδρου ιδρύει μονή, στην οποία συγκεντρώνονται αρκετοί μοναχοί. Η μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, που ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία.


Συχνά αναγκαζόταν ν' αφήνει την ησυχία του για να υπερασπίσει το Ορθόδοξο δόγμα, που κινδύνευε από τους ακολούθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Βογόμιλους, τους Αδαμιτιστές και τους Εβραίους. Στη Σύνοδο του 1359 μ.Χ. της Βουλγαρίας κατά των αιρετικών πρωτοστάτησε ο ίδιος κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για τη νίκη της Ορθοδοξίας.


Επί τριετία αποσύρθηκε σε σπήλαιο κι επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση. Κατά την εικοσάμηνη βαρειά ασθένεια που τον ακολούθησε παρέμεινε κλινήρης, αλλά αδιάκοπα ασχολούνταν με την προσευχή και τη μελέτη. Πριν το τέλος του επεθύμησε να επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη τον παλαιό συμμαθητή του, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Ο Πατριάρχης τον υποδέχθηκε φιλόφρονα και του παραχώρησε κελλί στο μοναστήρι του, του Αγίου Μάμαντος, για να ησυχάζει. Εκεί, σε μια επιδείνωση της ασθένειάς του, ήλθε το τέλος του. Αφού το προαισθάνθηκε, κάλεσε τους μαθητές που είχε μαζί του, για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Με αυστηρότητα τους μίλησε για το πόσο ακριβείς πρέπει να είναι στα δόγματα της Εκκλησίας και πόσο επίμονοι στην ενασχόλησή τους με τη θέα του Θεού και τη νοερά προσευχή. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές όταν οι μαθητές του ασπαζόταν τα χέρια του και τα πόδια του με δάκρυα. Τους ζήτησε να σταματήσουν και να τον ανασηκώσουν. Απήγγειλε το σύμβολο της πίστεως, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, δείχνοντας τους αγγέλους που παρευρίσκονταν εκεί, άφησε ένα μειδίαμα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το κελλί γέμισε από ευωδία. Ανεπαύθη στις 27 Νοεμβρίου 1362/3 μ.Χ., την ίδια ημερομηνία που εκοιμήθη και ο διδάσκαλός του όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη και τη σύνοδο.


Ο άγιος Θεοδόσιος απέκτησε πολλούς και σπουδαίους μαθητές, που συνέχισαν το έργο του. Γνωστότεροι είναι οι άγιοι Κυπριανός Κιέβου  και Ευθύμιος Τυρνόβου  και ο ασκητικότατος Ρωμύλος, ακόλουθος των πορειών του και άξιος διάδοχος της μονής του.


Ο βίος του γράφηκε «παρά του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Καλλίστου».


Όσιος Μωυσής

Ο Όσιος Μωυσής είναι άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία. Η μνήμη του με σύντομο υπόμνημα αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621, οπού λέγεται ότι ήταν από την πόλη Φάρα. Σε μικρή ηλικία έγινε μοναχός και έζησε 85 χρόνια ασκούμενος πάνω σ' ένα όρος, μέσα σε μια σπηλιά, με αυστηρή νηστεία και προσευχή. Βάδισε με θεοπρέπεια τον ασκητικό δρόμο και απεβίωσε ειρηνικά.


Όσιος Ναθαναήλ

Ασκητής με τον όποιο ασχολείται ο Παλλάδιος στο Λαυσαϊκό, αφηγούμενος τα παράδοξα της ζωής του. Έζησε 37 χρόνια μέσα στο κελί του, χωρίς να βγει καθόλου, παρά τις παγίδες του δαίμονα να τον αποσπάσει από την καλύβα του. Απεβίωσε ειρηνικά.

Όσιος Πινούφριος

Ο Όσιος Πινούφριος ήταν μέγας ασκητής στην Αιγυπτιακή έρημο, Ιερέας και ηγούμενος κοινοβίου κοντά στην πόλη Πανεφώ. Επειδή δεν ήθελε τιμές, εγκατέλειψε τη Μονή του και με λαϊκή ενδυμασία κατέφυγε στη Μονή Ταβεννησιωτών και υπηρετούσε όπως ο τελευταίος υπηρέτης. Μετά τρία χρόνια όμως, τον γνώρισε κάποιος μαθητής του και επανήλθε στη Μονή του. Αλλά και πάλι για τους ίδιους λόγους την εγκατέλειψε και πήγε στην Παλαιστίνη και έπειτα ξαναγύρισε στη Μονή του, όπου με πλήρη ταπεινοφροσύνη αφού έζησε απεβίωσε ειρηνικά. Λόγοι του οσίου αυτού, σώζονται στον Ευεργετινό.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας

Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).


Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.


Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.


Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.


Ὁ Οἶκος

Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.


Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Ύμνοι Αγίου Στυλιανού

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ ΛΑΤΡΕΊΑ ΕΊΝΑΙ ΜΕΓΆΛΗ ΕΥΛΟΓΊΑ...

Εμείς οι ορθόδοξοι έχομε το μοναδικό προνόμιο να μπορούμε από τα λειτουργικά βιβλία να γνωρίσουμε το αγιολογικό, το δογματικό και ηθικό περιεχόμενο της κάθε εορτής.

Πράγματι, έχομε τον ουρανό και την γη μέσα στην λατρεία. Γι’ αυτό οι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν ουσιαστική σχέση με τις εκκλησιαστικές ακολουθίες συνήθως είναι πνευματικά άνικμοι, ανόρεκτοι, αδύναμοι, καχεκτικοί.


Και η ζωή τους αποτελείται από διάφορα μικρογεγονότα, τα οποία γεμίζουν τη συνείδηση και τη μνήμη τους. Το βεληνεκές τους είναι μικρό, αφού δεν έχουν εποπτεία των νοητών και ουρανίων πραγμάτων.


Για μας λοιπόν τους μοναχούς η καθημερινή λατρεία είναι μεγάλη ευλογία, διότι έχομε κάθε ημέρα κοινωνία με τους αγίους, αλλά και με τον Κύριο και την Θεοτόκο.


Οι συχνές ακολουθίες αυξάνουν τον ορίζοντά μας και κάνουν το είναι μας να ανέρχεται από την γη στον ουρανό.


Γέροντας Αιμιλιανός

Η ΠΡΟΣΕΥΧΉ ΕΊΝΑΙ ΦΩΤΙΆ ΠΟΥ ΧΡΕΙΆΖΕΤΑΙ ΛΆΔΙ. ΆΓΙΟΣ ΙΩΆΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΌΣΤΟΜΟΣ

Φωτιά είναι η προσευχή και ιδιαιτέρως όταν αναπέμπεται από νηφάλια και φλογισμένη ψυχή. Αλλά η φωτιά αυτή για ν’ αγγίξη τις ουράνιες αψίδες χρειάζεται λάδι και λάδι της φωτιάς αυτής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελεημοσύνη.

Χύνε λοιπόν το λάδι άφθονο, για να αισθάνεσαι χαρά για το κατόρθωμά σου και να κάνης τις προσευχές σου με περισσότερο θάρρος και μεγαλύτερη προθυμία .


Διότι, όπως δεν μπορούν να προσευχηθούν με θάρρος εκείνοι που δεν έκαναν κανένα καλό, έτσι και αυτοί που κατόρθωσαν κάτι και έρχονται ύστερα από την δίκαιη πράξι να προσευχηθούν, κάνουν την προσευχή τους με μεγαλύτερη προθυμία, γεμάτοι χαρά από την ανάμνησι του κατορθώματος.


Για να γίνη λοιπόν και σ’ αυτό πιο δυνατή η προσευχή μας, επαγρυπνώντας ο νους μας στις προσευχές από την ανάμνησι των κατορθωμάτων, ας ερχώμαστε στις προσευχές με την ελεημοσύνη και ας θυμώμαστε με ακρίβεια όλα αυτά που λέχθηκαν.


Και πάνω από όλα τα άλλα, σας παρακαλώ, να διατηρήτε συνέχεια στο νου σας εκείνη την εικόνα που είπα, ότι δηλαδή οι φτωχοί στέκονται μπροστά στις πόρτες των ναών αναπληρώνοντας εκείνη την ανάγκη της ψυχής, την οποία αναπληρώνει η βρύσι στο σώμα.


Αν λοιπόν θυμώμαστε συνέχεια αυτό, καθαρίζοντας συνεχώς τη σκέψι μας, θα μπορέσουμε να αναπέμπουμε καθαρές τις προσευχές μας και να αποσπάσουμε μεγάλη παρρησία από το Θεό , ώστε να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρι και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού …


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άγιος Προκόπιος ο Πέρσης

Ο Άγιος Προκόπιος ο Πέρσης είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Από την Ακολουθία του στον Παρισινό Κώδικα 259φ. 229α, μαθαίνουμε ότι ήλεγξε την πλάνη των ειδώλων και υπέστη μαρτυρικό θάνατο μετά από πολλά και διάφορα βασανιστήρια.


Όσιος Χαιρέμων

Ο Όσιος Χαιρέμων δεν αναφέρεται από τα Μηναία και τον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου. Αναφέρεται όμως την ήμερα αυτή από τον Παρισινό Κώδικα 1621 με σύντομο υπόμνημα, που λέει, ότι έζησε με αγνότητα και σωφροσύνη. Επίσης η ζωή του μέσα στην έρημο ήταν ασκητικότατη και έτσι απεβίωσε.


Όσιος Ιάκωβος ο Αναχωρητής

Για τον Όσιο Ιάκωβο αφηγείται ο Θεοδώρητος Κύρου, που γνώρισε τον όσιο προσωπικά (Φιλόθεος Ιστορία, αριθ. 21). Καταγόταν από την πόλη Κύρου και ασκήτευε στην αρχή, μέσα σ' ένα πολύ στενό κελί. Κατόπιν ανέβηκε στο κοντινό βουνό της πόλης Κύρου και εκεί ασκήτευε χωρίς να κατασκευάσει καλύβα. Έφτασε σε τόσο μεγάλα ύψη πνευματικότητας, που κάποτε ο Θεός τον αξίωσε να αναστήσει το παιδί μιας οικογένειας. Έτσι λοιπόν, αυστηρά ασκητικά αφού έζησε, απεβίωσε ειρηνικά.


Άγιος Σοφιανός επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως καί Αργυροκάστρου

Ο Άγιος Σοφιανός, υπήρξε σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα της εποχής του στην περιοχή της Ηπείρου και θεωρείται ο πρόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού . Γεννήθηκε πιθανότατα στο χωριό Πολύτσιανη (περιοχή Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου). Έμεινε γνωστός από τη στιγμή που ανέλαβε επίσκοπος Δρυινουπόλεως (περιοχή Αργυροκάστρου, Δέλβινου, Χειμάρρας).


Το 1672 μ.Χ. ίδρυσε στο τοπικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου σχολείο. Την εποχή που έζησε, οι εξισλαμισμοί ήταν ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο. Ο ίδιος θέλοντας να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση περιόδευε από χωριό σε χωριό για να πείσει τον κόσμο να διατηρήσει τις παραδόσεις και την θρησκεία του. Το 1711 μ.Χ., λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παραιτείται από τα ιερατικά καθήκοντα και γίνεται μοναχός για να αποδοθεί αποκλειστικά στο κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο.


Λόγω το χαρακτήρα του ήταν ιδιαίτερα σεβαστός ακόμη και από τους μουσουλμάνους. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας νεαρής μουσουλμάνας, που απελπισμένη προσέφυγε στον Άγιο, αδυνατώντας να βρει το κεντημένο με χρυσά φλουριά φέσι της. Εκείνος προσευχήθηκε θερμά και της αποκάλυψε ότι το φέσι της βρισκόταν στην φωλιά ενός πελαργού, υποδεικνύοντας μάλιστα το ακριβές σημείο, όπου λίγο αργότερα το βρήκε ευγνωμονώντας τον Άγιο.


Ένα ακόμη θαύμα του Αγίου μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές και οι προφορικές μαρτυρίες. Τη Μονή του Αγίου Αθανασίου επισκέφτηκε ένας διαβάτης, στον οποίο οι μοναχοί διηγήθηκαν κάποιο θαύμα. Στη διήγηση ήταν παρών και ο Άγιος Σοφιανός, που άκουγε προσεκτικά. Ο διαβάτης αρχικά φάνηκε δύσπιστος στη διήγηση των μοναχών και κατόπιν εξέφρασε έντονα την απιστία του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και διέταξε ένα νεαρό καλογέρι να πάρει από το τζάκι τρία κομμάτια ξύλου κερασιάς, που καίγονταν. Ζήτησε από τον ξένο και άπιστο διαβάτη και τον καλόγερο να τον ακολουθήσουν στην αυλή και, παίρνοντας την αξίνα, φύτεψε τα καμένα τρία κομμάτια ξύλου λέγοντας στο διαβάτη ότι αυτά θα ανθίσουν και θα καρποφορήσουν μέχρι επόμενη άνοιξη, για να του δείξει ο Θεός έμπρακτα ότι η διήγηση των μοναχών για το αναφερόμενο θαύμα ήταν πέρα για πέρα αληθινή.


Και με τις προσευχές του Αγίου το θαύμα έγινε. Τα καμένα ξύλα έπιασαν ρίζες, έβγαλαν φύλλα και καρπούς, όπως εκείνος είχε προβλέψει. Βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στον περίβολο της Ιεράς Μονής, που σήμερα φέρει πλέον και το όνομα του Αγίου και ονομάζεται Μονή Αγίων Αθανασίου και Σοφιανού.


Ο Άγιος Σοφιανός κοιμήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1711 μ.Χ. Η τιμία του κάρα καθώς και τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται σε περίτεχνες θήκες, τα οποία από την Μονή του Οσίου μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας από τον ευλαβέστατο ιερέα του χωριού π. Ευθύμιο Καλαμά και τους κατοίκους του στο κεντρικό ιερό Ναό των Ταξιαρχών της Πολύτσανης, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται για αγιασμό και ευλογία.



Ἀπολυτίκιον

Ἱεραρχίας κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεύς περιφανής ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ θεράπων ἐνθεώτατος, καί σοφῶς ἐποίμανας τόν λαόν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ ὅσιε, διά λόγων καί ἔργων۰ καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τούς σέ μακαρίζοντας.


Μεγαλυνάριον

Τῆς Δρυϊνουπόλεως ἱερός ποιμήν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν μιμητῆς ἐν πάσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.


Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι»

Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα  γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».


Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του.


Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του.


Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό.


Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία:


«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον.


Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».


«Κλίμαξ» Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου - ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Περί υπακοής

[...] Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:


«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.


» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».


» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»!


Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;


» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο». [...]



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἑώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.