Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου

Metropolitan Anthony Bloom



Καθὼς ὁ ἕνας χρόνος διαδέχεται τὸν ἄλλον σᾶς μιλοῦσα γιὰ τὴν νέα χρονιὰ ποὺ ἐρχόταν παρομοιάζοντάς την μὲ μιὰ πεδιάδα πού, ἀκηλίδωτη, ἁγνή, εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ χιόνι, καὶ ζητοῦσα νὰ δώσετε προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ βαδίζουμε μὲ ὑπευθυνότητα ἐκεῖ ποὺ ἁπλώνεται τὸ λευκὸ τοπίο ποὺ εἶναι ἀκόμα παρθένο, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαδίζουμε, θὰ ὑπάρχει μιὰ ὁδὸς ποὺ θὰ τὸ διασχίζει, ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ βήματα πλανεμένα ποὺ μοναχὰ θὰ λερώνουν τὴν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμαδιαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.

Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.

Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.

Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου εἰπώθηκε κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»

Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Metropolitan Anthony Bloom



Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι

Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.

Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.

Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά

Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.



Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Μελάνη η Ρωμαία

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.

Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.

Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».




Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Τι ήταν το αστέρι της Βηθλεέμ;

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

αστεριΘαυμαστά και παράδοξα πράγματα! Στην Ιουδαία -όπου προϋπήρχαν οι προφήτες, οι πατριάρχες, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης- το μήνυμα για τη γέννηση του Υιού του Θεού το έφεραν οι ειδωλολάτρες, οι μάγοι εξ ᾿Ανατολών! Έκαναν μακρινό ταξίδι για να τον δουν και να τον προσκυνήσουν και περιπλανόμενοι ρωτούν• «Πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;».


Γι᾿ αυτό ακριβώς κρύφτηκε και το αστέρι, ώστε χάνοντας τον οδηγό τους οι μάγοι να αναγκαστούν να ρωτήσουν τους ιουδαίους και μ᾿ αυτόν τον τρόπο να τούς κινήσουν κι εκείνους σε αναζήτηση του νεογέννητου Μεσσία.
Το ότι γεννήθηκε πρόσωπο υψηλό και επίσημο το ήξεραν καλά κι ήταν σίγουροι, διότι τούς το μήνυσε τ᾿ αστέρι. Ο Θεός δεν τούς έστειλε προφήτη, διότι δεν θα τον παραδέχονταν• ούτε με τις Γραφές μπορούσε να τούς μιλήσει, διότι δεν τις γνώριζαν. Τους έστειλε, λοιπόν, ένα σημάδι γνώριμο και προσιτό σ᾿ αυτούς.
Το αστέρι των μάγων δεν ήταν απ᾿ αυτά πού βλέπουμε στο στερέωμα του ουρανού τις νυχτερινές ώρες. Ήταν κάποια λογική κι αόρατη δύναμη, ένας άγγελος, που πήρε το σχήμα του άστρου.
Πώς είμαστε σίγουροι γι᾿ αυτό; Μας το αποδεικνύει η πορεία του• Δεν πηγαίνει απ᾿ την ανατολή στη δύση αλλά από βορρά προς νότο, εφόσον η Παλαιστίνη βρίσκεται στα νότια της Περσίας. Διακρίνεται επίσης κατά την ημέρα, πράγμα αφύσικο για αστέρι. Χάνεται στην περιοχή των Ιεροσολύμων και ξαναεμφανίζεται όταν βγαίνουν οι μάγοι απ᾿ αυτή. Ακόμη κι όταν τούς οδήγησε στη φάτνη, δεν φαίνεται σ᾿ αυτούς απ᾿ τον ουρανό, αλλά σταματάει εκεί ακριβώς όπου ήταν το παιδί, πάνω απ᾿ το κεφάλι Του. Αν ήταν απλώς ένα αστέρι, δεν θα μπορούσε να δείξει έναν τόσο περιορισμένο χώρο.
Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι λόγῳ του υπερβολικού ύψους δεν είναι δυνατόν ένα αστέρι να προσδιορίσει ούτε τον τόπο μιας ολόκληρης πόλης• πόσο μάλλον ένα ελάχιστο σημείο μέσα σ᾿ αυτή. Αυτό όμως το άστρο του νεογέννητου βασιλιά έδειξε τον μικρό τόπο της φάτνης κι αφού με ασφάλεια οδήγησε τούς μάγους κοντά του, απομακρύνθηκε• κι αυτό δεν είναι γνώρισμα κοινού αστεριού.

Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας) και κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα ενώ είχε άλλους τρεις αδελφούς και τέσσερις αδελφές.

Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του.

Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες της Μονής του ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχου.

Την 6η Ιουνίου 1797 μ.Χ. ο Γεδεών με την ευλογία των Πατέρων διωρίσθηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο Μετόχιο της Μεταμορφώσεως, στην περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης. Μετά από έξι έτη παραμονής στο μετόχι, επέστρεψεν στην μονή της μετανοίας του.

Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, στον τόπο που αρνήθηκε την πίστη του, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό.

Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ.

Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐναθλήσας νομίμως τὸν ἐχθρὸν καταβέβληκας, καὶ Ὁσιομάρτυς ἐδείχθης, του Σωτῆρος περίδοξος· χειρῶν γὰρ καὶ ποδῶν τὴν ἐκτομήν, ὑπέστης Γεδεὼν καρτερικῶς, διὰ τοῦτο θείαν χάριν νέμεις ἀεί, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
(Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου)
῾Ρείθροις ἔπνιξας τῶν σῶν αἱμάτων, καὶ κατῄσχυνας, τοῦ ἐπαράτου, τὴν ἀσέβειαν Βελῆ καὶ τὸ φρύαγμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλῶν γενναιότατα, ὁσιομάρτυς Γεδεὼν παναοίδιμε, πρέσβυν ἀκοίμητον, Χριστῷ σε προσάγομεν, ῥυσθῆναι ἐκ κινδύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Ὁσίοις ἐκλάμψας ἐν ὄρει Ἄθωνος, μαρτυρίου ὑπῆλθες τὸ θεῖον στάδιον, καὶ ἐδέξω πρὸς Χριστοῦ ζωῆς τὸν στέφανον, Ὁσιομάρτυς Γεδεών, καὶ συνήφθης τοῖς χοροῖς, κλεινῶν Ὁσιομαρτύρων, μεθ᾿ ὧν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ἀποφυγὼν τοῦ δυσμενοῦς, τὰς πάγας καὶ τοὺς βρόχους, ἐν μετανοίᾳ ἀληθεῖ, καὶ συντριβῇ καρδίας, προσέπεσας τῷ Λυτρωτῇ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Ἅγιε· καὶ ἄρας τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἀσκητικῇ, πολιτείᾳ διέπρεψας, πρὸς ἀθλητικοὺς προγυμναζόμενος πόνους καὶ καμάτους· καὶ τοῖς ἀσεβέσι παραστάς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, ἀνακαλεσάμενος τῂν ἧτταν, καὶ τροπωσάμενος τὸν σὲ πρῴην πτερνίσαντα βύθιον δράκοντα· στεῤῥῶς γὰρ ὑπέμεινας τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσσεβῶν, καὶ τὰς τομὰς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ὡς ἄλλου πάσχοντος, δι᾿ ὧν τῶν πάλαι Μαρτύρων ὤφθης ἰσοστάσιος· μεθ᾿ ὧν σε τιμῶμεν Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.




Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Η σφαγή τών νηπίων από τον Ηρώδη

Ο συμβολισμός τών 14.000 νηπίων.

Η εορτή προς τιμήν “τών 14.000 αναιρεθέντων νηπίων”, αποτελεί για πολλούς απίστους σκάνδαλο, καθώς ο αριθμός τών νηπίων που δολοφόνησε ο Ηρώδης για να σκοτώσει τον Χριστό, ήταν πολύ μικρότερος. Όμως οι άνθρωποι αυτοί, αγνοούν όχι μόνο τη βαθύτερη σημασία τού γεγονότος τής σφαγής τού Ηρώδη, αλλά και τις συμβολικές διαστάσεις τού αριθμού αυτού.

Τι δείχνει η ιστορία.

Υπό τους αυστηρούς όρους τής επιστημονικής ιστορικής ακρίβειας, ο αριθμός τών 14.000 θανατωθέντων νηπίων κατά την παράδοση δημουργεί – ακόμα και για τα δεδομένα τού δολοφόνου Ηρώδη- ανυπέρβλητα προβλήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές και ιδιαίτερα ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος – σύγχρονος τών Ευαγγελιστών Λουκά και Ιωάννη – και άρα καλός γνώστης τής εποχής τών ευαγγελικών γεγονότων – η κωμόπολη τής αρχαίας Βηθλεέμ και τα περίχωρά της θα πρέπει τότε να είχαν πληθυσμό ίσως λίγο μεγαλύτερο από χιλίους κατοίκους. Η σφαγή τών αρρένων νηπίων “από διετούς και κατωτέρω” δεν θα ήταν, επομένως, στην πραγματικότητα δυνατό να αφορά περισσότερα από 30 ή το ανώτατο 40, με βάση τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή κατανομή τής συγκεκριμένης περιοχής.

Ένας τέτοιος αριθμός θα καθιστούσε πολύ πιο πιθανό κατά τους ιστορικούς, ο Ηρώδης να αποτόλμησε όντως ακόμη ένα τραγικό εγχείρημα προκειμένου να διασφαλίσει την εξουσία του από την έσω και υποθετική απειλή τής εμφανίσεως ενός διεκδικητή τού θρόνου. Η “αναίρεση” μερικών δεκάδων νηπίων, άσημων αγροτικών οικογενειών μιας απομακρυσμένης και αγνοημένης περιοχής, δεν θα αποτελούσε “παρά μόνο ένα μικρό και ασήμαντο επεισόδιο” στο βίο και την πολιτεία του, όπως εύστοχα παρατηρεί ένας σύγχρονος ερευνητής, ένα πταίσμα σε σύγκριση με τα άλλα του εγκλήματα, που δεν επιβάρυνε αισθητά τον ήδη μακρύ κατάλογο τών θυμάτων τής καχυποψίας του, και δεν διαφοροποιούσε ιδιαίτερα την ούτως ή άλλως έκρυθμη τοπική κατάσταση ώστε να προκαλέσει την παρέμβαση τής Ρώμης στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι πουθενά στα ιερά κείμενα τών Ευαγγελίων δεν καταγράφεται συγκεκριμένος αριθμός “αναιρεθέντων νηπίων”. Η αναφορά στη σφαγή “χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων” αρρένων τέκνων προέρχεται αντίθετα από την ιερή παράδοση τής Εκκλησίας μας – από το εορτολογικό Συναξάρι τής συγκεκριμένης ημέρας – και μάλιστα με την επισήμανση ότι τα νήπια αυτά εντάσσονται στο χώρο τών Μαρτύρων τής Εκκλησίας και θεωρούνται ως οι πρώτοι ανώνυμοι και “αναρίθμητοι” μάρτυρες τής Χριστιανικής πίστεως. Αυτό ακριβώς το στοιχείο προσδίδει επομένως στο όλο ζήτημα παράλληλα προς την ιστορική, και μια ιδιαίτερη “συμβολική” παράμετρο, που καθιστά απαραίτητη τη θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση.

Η Θεολογική σημειολογία τού αριθμού τών “αναιρεθέντων νηπίων”.

Όπως ήδη επισημάνθηκε, τα Ευαγγέλια δεν επέχουν θέση “χρονικών” ή απλών “δημοσιογραφικών εκθέσεων” επί τών ιστορικών γεγονότων. Σκοπός τους δεν είναι η απλή ενημέρωση κάποιων αναγνωστών, αλλά η πνευματική καθοδήγηση και η θεολογική παίδευση τών πιστών στο πλαίσιο τού κατηχητικού και ποιμαντικού ρόλου τής Εκκλησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σφαγή τών νηπίων έχει ιδιαίτερο θεολογικό νόημα για τα ιερά κείμενα, και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση τής σημειολογίας τών γεγονότων στην ευαγγελική διήγηση. Στην παράδοση τού Ιουδαϊκού λαού και τη θεολογία τής Παλαιάς Διαθήκης υπήρχε το “ιστορικό” προηγούμενο ακόμη μιας δίωξης και “σφαγής”.

Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση τού βιβλίου τής Εξόδου εμφανίζει τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο Φαραώ τής Αιγύπτου να είχε διατάξει τη θανάτωση με πνιγμό στον Νείλο ποταμό τών αγοριών τών Ισραηλιτών, μια πραγματική γενοκτονία, που σκοπό είχε τη μείωση τού αριθμού τών δούλων Εβραίων οι οποίοι αυξάνονταν με ανησυχητικό ρυθμό στη χώρα. Το στοιχείο αυτό αξιοποιήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς τής Καινής Διαθήκης ως θεολογικό προηγούμενο στη γλώσσα τής ερμηνευτικής “προτύπωσης” για την παράλληλη θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία τού αντίστοιχου γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων από ένα “νέο Φαραώ”, τον αλλόθρησκο και μισητό βασιλιά τής Ιουδαίας Ηρώδη. Όπως ο παλιός Φαραώ εξέφραζε τις αντίπαλες δυνάμεις τού σκότους και τής καταπίεσης αντιδρώντας στα “σημεία” τής εφαρμογής τού σχεδίου τού Θεού για τη σωτηρία και ιστορική καταξίωση τού Ισραήλ, και όπως φόνευσε παιδιά για να μην γεννηθεί ο πρώτος προφήτης τής Εξόδου ο Μωυσής, έτσι και ο Ηρώδης ως “νέος Φαραώ” ενσαρκώνει με τις πράξεις του τις ίδιες δαιμονικές δυνάμεις. Παρεμποδίζει την έλευση τού Σωτήρα τού κόσμου και την ιστορική καταξίωση τού νέου Ισραήλ τής Εκκλησίας. Κατά το Ευαγγέλιο τού Ματθαίου, ο Ιησούς αποκαλύπτεται από τη βρεφική ήδη ηλικία ως ο Χριστός και ο Κύριος, ο απεσταλμένος τού Θεού για τη σωτηρία τού κόσμου. Και ο Ηρώδης, που κατά ένα μανιακό και παραφρόνα τρόπο “ζητεί την ψυχήν τού Παιδίου”, φανερώνεται με τις ενέργειές του ως εκπρόσωπος τών δυνάμεων τού κακού και παρουσιάζεται με τη μορφή Αντιχρίστου (Δες Αποκάλυψη κεφ. 12/ιβ΄).

Ο ισχυρός τού παρόντος, όμως, είναι ο ουσιαστικά αδύναμος, και το ευάλωτο Βρέφος θα αναδειχθεί ο τελικός νικητής. Το γεγονός τής σφαγής τών νηπίων αποκτά έτσι και μια σωτηριολογική και εσχατολογική προοπτική, εφόσον εντάσσεται παράλληλα μεταξύ τών “σημείων τών εσχάτων” που προϊδεάζουν και προετοιμάζουν για την τελική συντριβή τού κακού και την επικράτηση τού καλού.

Σε αυτή τη γραμμή τής θεολογικής σημειολογίας, η σφαγή τών νηπίων φέρνει επίσης στο νου και την προφητεία τού Ιερεμία, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε προαναγγείλει προφητικά και περιγράψει ποιητικά την ακόλουθη αποκαλυπτική σκηνή: “Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν” (Ιερεμίας 31/λα΄ 15). Ο ιστορικός ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει χρήση τής προφητικής αυτής ρήσης και θεολογεί ερμηνευτικά πάνω στο σύγχρονό του γεγονός τού “θρήνου, τού κλαυθμού και τού οδυρμού” τής Βηθλεέμ (Ματθαίος 2/β΄ 18). Η αρχαία προφητεία αναφερόταν στις θυσίες κατά την έξοδο τού παλαιού Ισραήλ από την Αίγυπτο. και όπως τότε ο Μωυσής μαζί με τον Ιησού τού Ναυή οδήγησαν το λαό τού Θεού μακριά από την Αίγυπτο και την “αιγυπτιώδη ανελευθερία”, από τον Φαραώ και τη φαραωνική δουλεία προς τη γη τής επαγγελίας και τής ελευθερίας, έτσι και τώρα ένας “νέος Μωυσής” και “νέος Ιησούς” θα οδηγήσει το λαό του σε μια νέα έξοδο προς μια νέα γη τής επαγγελίας, προς μια εσχατολογική χώρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής Ματθαίος εμπνευσμένα υπογραμμίζει σε αυτόν το θεολογικό συμβολισμό και την “προτύπωση” γεγονότων, ότι “εξ Αιγύπτου” και πάλι ο Θεός κάλεσε ηγέτη για το λαό Του και για τη μεγάλη “έξοδο” στην ιστορία τών νέων χρόνων (Ματθαίος 2/β΄ 15). Ο απόστολος Παύλος και πολλοί ερμηνευτές Πατέρες τής Εκκλησίας, κάνουν εκτεταμένη χρήση τών θεολογικών πλέον όρων “Αίγυπτος” και “Φαραώ” στην τυπολογική τους ερμηνεία με καθαρά θεολογικό χαρακτήρα. Η φυγή τού Θείου Βρέφους στην Αίγυπτο ως επακόλουθο τής σφαγής τών νηπίων τής Βηθλεέμ, αποκτά, πέρα από την ιστορική της σημασία, και εσχατολογικές προεκτάσεις ωσάν μια άλλη “κάθοδος τού Υιού τού Θεού στον Άδη”. Εκεί, στον “Άδη τής Αιγύπτου”, ο Ιησούς Χριστός ως “νέος Μωυσής” θα συναντήσει το λαό του και θα τον καλέσει σε μια νέα εσχατολογική “έξοδο” προς τη νέα γη τής επαγγελίας, τη Βασιλεία τού Θεού. (Δες Δευτερονόμιο 18/ιη΄ 15, όπου ο Μωυσής λέει: “προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε”).

Ο αριθμός 14.000.

Όσον αφορά, τέλος, τον αριθμό 14.000 που η ιερή παράδοση διασώζει για τα σφαγιασθέντα νήπια, αυτός δεν οφείλεται σε λογιστικό σφάλμα, αλλά προέρχεται από την επίδραση τής Ιουδαϊκής αποκαλυπτικής αριθμολογίας. Πρόκειται στην ουσία για πολλαπλάσιο τού ιερού αριθμού 7 τών Εβραίων, ο οποίος συμβολίζει την ολότητα και την καθολικότητα. Ομοίως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη συναντάται σημειολογική αναφορά στον έτερο ιερό αριθμό 12 και στα πολλαπλάσιά του, με την επισήμανση ότι κατά τους έσχατους χρόνους ο Ιησούς Χριστός θα συνοδεύεται και πάλι από τους μάρτυρές του, που στην ολότητα και τελειότητά τους ανέρχονται συμβολικά σε 144.000 (Αποκάλυψις 14/ιδ΄ 1 και 7/ζ΄4). Και σε αυτήν ασφαλώς την περίπτωση, δεν πρόκειται για πραγματικό αριθμό, αλλά για θεολογικό συμβολισμό τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται και εκπροσωπείται στην ιστορία από τους Μάρτυρες.

Οι ανά τους αιώνες θυσιαζόμενοι και μαρτυρούντες Άγιοι, εκφράζουν την ιστορική και εσχατολογική ενότητα τής Εκκλησίας. Όσοι προσεταιρίζονται την εξουσία και τη δύναμη, συντάσσονται με τους εκάστοτε “Φαραώ” και “Ηρώδεις” τής ιστορίας. Η αναφορά τού ευαγγελιστή στο γεγονός τής σφαγής και τής θυσίας εκφράζει κατά τον πλέον εναργή τρόπο, ότι ο Ιησούς και οι πιστοί του δεν πραγματοποιούν την ιστορική τους πορεία μέσα σε έναν κόσμο ρομαντικό και ειδυλλιακό, αλλά κυριαρχούμενο από το ρεαλισμό τής βίας, τής ανελευθερίας, τών καταπιέσεων και τών διωγμών. Οι ισχυροί “Φαραώ” και “Ηρώδεις” που διαφεντεύουν συνήθως τις τύχες τών λαών, εκπροσωπούν τις αντίθετες και δαιμονικές δυνάμεις, διαιωνίζοντας και επαυξάνοντας το κακό και την αδικία σε βάρος τών αδυνάτων. Το Θείο Βρέφος, που από την πρώτη στιγμή δοκίμασε την απειλή και τη βία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη, καθόρισε το πρότυπο τής μαρτυρικής ζωής εκείνων που θα ακολουθήσουν πιστά τα ίχνη Του, μέχρις εσχάτων τού ιστορικού χρόνου.

Η ιστορία τής Εκκλησίας με το πλήθος τών μαρτύρων επαληθεύει συνεχώς την τραγική πραγματικότητα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή στον κόσμο χωρίς τους ομολογητές τής αλήθειας και τους μάρτυρες τής ελευθερίας. Δια της αφήγησης τού περιστατικού τής σφαγής τών νηπίων υπογραμμίζεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά το μόνιμο ιστορικό ερώτημα με ποιους οφείλει κανείς τελικά να συντάσσεται, με τους ισχυρούς “Ηρώδεις” ή με τους αθώους και αδύναμους ανθρώπους που ως τέκνα τού “εσφαγμένου Αρνίου” και αθώα νήπια, γίνονται μάρτυρες τής αλήθειας “από καταβολής κόσμου”; (Αποκάλυψις 13/ιγ΄ 8). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα καίρια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση ο Χριστιανισμός δια τών ιερών του κειμένων.

—————————————————————————————————————————–

Όλα σχεδόν τα παραπάνω, λήφθηκαν από το άρθρο τού ομότιμου καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Π. Πατρώνου, με τίτλο: “Η σφαγή τών νηπίων κατά την Καινή Διαθήκη”.Σημείωση: Για λεπτομερέστερη ιστορική και θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση τού γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων βλ. Γεωργίου Π. Πατρώνου: “Η ιστορική πορεία τού Ιησού (από τη φάτνη ως τον κενό τάφο)” Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1991, σ. 580. http://www.oodegr.com

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Χριστού Γέννησιν, ευρισκόμενο μέσα στην όλη ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, αναφέρεται σε τρία γεγονότα: στη φυγή της αγίας
οικογένειας στην Αίγυπτο, κατόπιν προτροπής αγγέλου στον ύπνο του Ιωσήφ, λόγω της δαιμονιώδους οργής του Ηρώδη, στη σφαγή των νηπίων από τον παράφρονα Ηρώδη και στην επάνοδο της αγίας οικογένειας στην Ιουδαία και την εγκατάστασή της στην πόλη της Ναζαρέτ. Η σφαγή των νηπίων μάλιστα, τρομακτική και μόνον ως λέξη, αποτελεί και το περιεχόμενο της μνήμης της σημερινής ημέρας, 29 Δεκεμβρίου, γι᾽ αυτό και σ᾽ αυτήν θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας, καθοδηγούμενοι μάλιστα από το συναξάρι του όρθρου, το οποίο στοιχεί στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα.

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης όπως είπαμε των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, βρίσκεται και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Τό Εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον...ἀλλά δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽.
α. Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα, καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό
τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται στή βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου ὅτι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου πού κήρυξε στούς Γαλάτες δέν τό ἄκουσε καί δέν τό παρέλαβε ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά μέ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρός ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τήν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδή ἀπό ζηλωτής τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καί διώκτης γι᾽ αὐτό τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καί ἔγινε ὁ ἴδιος ἔνθερμος πιστός τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀπόστολός Του στά ἔθνη, κάτι πού σφραγίστηκε ἀπό τήν ἐπικοινωνία του καί μέ τούς ἀποστόλους μαθητές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τόν Πέτρο καί τόν ᾽Ιάκωβο.

β. 1. Τό Εὐαγγέλιο βεβαίως γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ δηλαδή ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο. ῾Η γέννησή Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τήν πιό χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτό τό ἴδιο τό εὐαγγέλιο. ῞Ο,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπό τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία μέ τό λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θά ἔλθει κάποια ἐποχή πού ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ- διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. ῾Ο ἐμφανισθείς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στούς ἔκθαμβους ἁπλούς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτό ἀκριβῶς μαρτυρεῖ: ῾ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ᾽. Τό εὐαγγέλιο ἔκτοτε πού κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καί ἡ ᾽Εκκλησία, κατ᾽ ἐντολήν πιά τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομός ᾽Εκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ ῾Οποῖος ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τόν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τήν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.

2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν στοιχεῖ στήν παράδοση αὐτή τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καί ἀποστόλων: κηρύσσει τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ ῎Ιδιου. Τό ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νά ἀπαντήσει καί στίς ἐνστάσεις ὁρισμένων ῾ψευδαδέλφων᾽, οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τόν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δέν ἀνῆκε στούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾽ αὐτό ἀπόλυτος: δέν ἔχει μικρότερη σημασία τό κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Τόν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστική ἐμπειρία του ἀπό τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στή ζωή του – τότε πού τοῦ ἐμφανίστηκε στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό καί τόν κάλεσε νά γίνει μαθητής καί ἀπόστολός Του. ῾Η αὐτοσυνειδησία του λοιπόν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. ῾Η ἴδια ἡ μεταστροφή του καί οἱ θλίψεις καί δοκιμασίες πού τή συνόδευσαν ἀποτελοῦν τήν ἐγγύηση γι᾽ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιά ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θά πεῖ τόν φοβερό ἐκεῖνο λόγο: κι ἄν ἄγγελος κατέβη καί σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρός αὐτά πού ἐγώ σᾶς κηρύσσω, νά εἶναι ἀνάθεμα.

῎Ετσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστό στούς Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ ἴδιου πού τούς κηρύσσει τό εὐαγγέλιο ἔρχονται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός τόν κάλεσε καί τόν ἴδιο τόν Χριστό τούς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δέν πρέπει συνεπῶς νά νιώθουν μειονεκτικά γιατί τάχα δέν εἶναι ἀποστολική ἡ θεμελίωση τῆς ᾽Εκκλησίας τους.

3. Παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐσωτερική βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπό τόν Χριστό, ὅμως θέλει καί τήν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στήν ᾽Αραβία, ἐπανέρχεται στή Δαμασκό γιά νά ἀνέβη ὅμως στή συνέχεια στά ῾Ιεροσόλυμα, προκειμένου νά συναντήσει τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἀδελφόθεο ᾽Ιάκωβο. Κι ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζί μέ τόν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τό τί τοῦ συνέβη καί πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετά κι ἀπό ἄλλο διάστημα, κατ᾽ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καί πάλι στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπως θά πεῖ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιά νά παρουσιάσει στούς ἐκεῖ χριστιανούς τό κήρυγμά του ῾μήπως εἰς κενόν τρέχει ἤ ἔδραμε᾽. ῾Απλῶς ὅμως καί μέ τόν τρόπο αὐτό σφραγίζεται γιά μία ἀκόμη φορά ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: ῾ἐμοί γάρ οἱ δοκοῦντες οὐδέν προσανέθεντο, ἀλλά τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τό εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθώς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσαν μοι, ᾽Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί ᾽Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἔδωκαν ἐμοί καί Βαρνάβᾳ κοινωνίας᾽. Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δέν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλά τοῦ ἔδωσαν καί τό δεξί τους χέρι σέ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καί ὁμόνοιας.

Κι εἶναι νά θαυμάζει κανείς τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καί τήν ταπείνωσή του. ῞Οπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιά τήν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία, γεγονός πού προσδίδει στή θεοπτία του ἀπόλυτο καί ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματική ἐμπειρία γιά νά εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νά σφραγίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παραδοχή.

4. Τήν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν ὁποία γνώρισε τόν Θεό ἐν Χριστῷ προσωπικά καί ἄμεσα, καλούμαστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. ῾Η πίστη μας ἔχει ἐμπειρικό καί ὄχι νοησιαρχικό χαρακτήρα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φανερώνεται σέ ὅλους, ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε γνήσια καί ἀληθινά. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. Καθένας πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια ἀκούει τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δέν περιμένει κανείς τήν ἔνταση καί τό βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτό εἶναι μία ἐξαιρετική εὐλογία χάρης πού ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπό τόν Θεό - ἀλλά στόν καθένα δωρίζεται ὁ Θεός κατά τό μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδή κατά τό μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή γίνεται τραγούδι πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.

Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή ἡ δωρεά τοῦ εὐαγγελίου στή ζωή μας συνιστᾶ καί ἀνάθεση ἀπό τόν Θεό κάποιας διακονίας. Τήν ὥρα δηλαδή πού ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ἀποκαλύπτεται, τήν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σέ τροχιά διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: ῾ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιά νά ἐπαναπαυτεῖ σέ μᾶς ἀλλά γιά νά ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ στόν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιά νά μοιραστεῖ. Καί μοιραζόμενη πλουτίζει καί αὐξάνει.

γ. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κλήθηκαν ἀπό τόν ῎Ιδιο, ὅπως σέ ἄλλο ἐπίπεδο κλήθηκε δι᾽ ἀποκαλύψεώς Του καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. ᾽Αντιστοίχως. Τά Χριστούγεννα εἶναι γεγονός τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί πρόκληση γιά τό ἑκάστοτε παρόν: ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐν Βηθλεέμ τῆς ᾽Ιουδαίας, ἀλλά καί γεννᾶται ἀενάως στίς καρδιές μας. Εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρών νά φανερωθεῖ σέ καθέναν πού ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τό ἔκανε στόν ἀπόστολο Παῦλο, τό ἔκανε σέ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τό κάνει καί θά τό κάνει πάντοτε καί στή δική μας ἐποχή. Τό ζητούμενο γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἡ δική Του προσφερομένη χάρη, ἀλλά ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλές φορές καλή προαίρεση.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.

Μετά την Χριστού Γέννησιν

Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου (βλέπε και 23 Οκτωβρίου), δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.

Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.

Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.

Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.

Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής - Μετά την Χριστού Γέννηση

(Ματθ. β΄ 13-23)
Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν
εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως
τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου.
Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:
 Ὅταν ἀνεχώρησαν οι μάγοι, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται εἰς τὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρον ὶ τοῦ λέγει, «Σήκω, πάρε τὸ παιδί καὶ τὴν μητέρα του καὶ φύγε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ μεῖνε ἐκεῖ, ἕως ὅτου σοῦ πῶ, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ἀναζητήσῃ τὸ παιδὶ διὰ νὰ τὸ σκοτώσῃ». Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ἐξύπνησε, ἐπῆρε νύχτα τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἡρώδη, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ τοῦ προφήτου, «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου».
Τότε ὁ Ἡρώδης, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους, ἐθύμωσε πάρα πολὺ καὶ ἔστειλε καὶ ἐσκότωσε ὅλα τὰ παιδιὰ εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ εἰς ὅλα τὰ περίχωρά της ἀπὸ δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα πρὸς τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους. Τότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἱερεμία τοῦ προφήτου, «Φωνὴ ἀκούσθηκε εἰς τὴν Ραμά, θρῆνος, κλάμα καὶ μεγάλος ὀδυρμός. Ἦτο ἡ Ραχὴλ ποὺ ἔκλαιε τὰ παιδιά της καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῇ, διότι δὲν ὑπάρχουν πλέον.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡρώδη, ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται, εἰς ὄνειρο, εἰς τὸν Ίωσήφ, ὅταν ἦτο εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τοῦ λέγει, «Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα του καὶ πήγαινε εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ, διότι ἔχουν πεθάνει ἐκείνοι, ποὺ ἐζητοῦσαν τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ». Αὐτὸς δὲ ὅταν ἐξύπνησε, ἐπῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ. Ἐπειδὴ ὅμως ἄκουσε ὅτι ὁ Ἀρχέλαος εἶναι βασιλεὺς τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νὰ μεταβῇ ἐκεῖ. Εἰς ὄνειρον καθωδηγήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἔφυγε εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας. Καὶ ὅταν ἔφθασε, ἔμεινε εἰς πόλιν, ποὺ ὠνομάζετο Ναζαρέτ, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀπὸ τοὺς προφῆτας, ὅτι δηλαδὴ θὰ ὀνομασθῇ Ναζωραῖος.

Ο Απόστολος της Κυριακής - Μετά την Χριστού Γέννηση

Αδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε
δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.
Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

Ἀπόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, σᾶς κάνω γνωστόν ὅτι τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἐκηρύχθηκε ἀπὸ ἐμέ, δὲν εἶναι ἀνθρώπινον, διότι οὔτε τὸ ἐπῆρα οὔτε τὸ ἐδιδάχθηκα ἀπὸ ἀνθρώπους ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχετε ἀκούσει, βέβαια, τὴν ἄλλοτε διαγωγήν μου εἰς τὸν Ἰουδαϊσμόν, ὅτι δηλαδὴ ὑπερβολικὰ κατεδίωκα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πολεμοῦσα. Καὶ εἶχα μεγαλύτερες προόδους εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἀπὸ πολλοὺς συνομηλίκους συμπατριώτας μου, μὲ τὸν ὑπερβολικὸν ζῆλον ποὺ ἔδειχνα διὰ τὰς πατρικάς μου παραδόσεις. Ὅταν ὅμως εὐδόκησε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του, νὰ ἀποκαλύψῃ μέσα μου τὸν Υἱόν του, διὰ νὰ κηρύττω αὐτὸν εἰς τὰ ἔθνη, ἀμέσως δὲν συμβουλεύθηκα ἀνθρώπους, οὔτε ἀνέβηκα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ἔφυγα εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς τὴν Δαμασκόν. Ἔπειτα, ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα κοντά του δέκα πέντε ἡμέρας. Ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα παρὰ τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Σίμων ο Μυροβλήτης κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας

Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης ήταν ο κτήτορας της τολμηρότερης αρχιτεκτονικά αγιορείτικης μονής, της Σιμωνόπετρας. Υπήρξε θαυμάσιος ασκητής, θαυματουργός και μυροβλύτης.

Υποτάχθηκε σε αυστηρό Γέροντα και τόσο τον αγάπησε, ώστε την ώρα πού κοιμόταν ασπαζόταν τα πόδια του και κατά την απουσία του τον τόπο της κατακλίσεως του. Πίστευε ότι δίχως αυτόν δεν θα μπορούσε ν΄ ανεβεί στον ουρανό. Η υποταγή του έδωσε την υψοποιό ταπείνωση και αυτή τη διάκριση. Με την ευλογία του Γέροντα του κατοικεί σε σπήλαιο, πού σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στη μονή του, για να δοθεί όλος στην προσευχή, δίχως να φοβάται τις συχνές επιθέσεις των δαιμόνων. Οι επισκέψεις των ανθρώπων τον σύγχυζαν και ετοιμαζόταν ν΄αναχωρήσει σ΄ ερημικότερο τόπο, όταν άκουσε προσευχόμενος ουράνια φωνή· «Σίμων, φίλε πιστέ, και λάτρη του Υϊού μου, μη αναχωρεί των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομα σου». Πιστεύοντας στην αναξιότητά του ο άξιος, θεώρησε τη φωνή τέχνασμα του πονηρού. Τη νύκτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος είδε αστέρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω στην πέτρα, όπου σήμερα η μονή, και η φωνή της Θεοτόκου να του λέγει· «Εδώ πρέπει να θεμελίωσης, ω Σίμων, το κοινόβιόν σου, και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς· μη απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου».

Θαυματουργικά προχώρησε στην ανοικοδόμηση της μονής ο όσιος. Την εκκλησία αφιέρωσε στο όνομα της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και τη μονή ονόμασε Νέα Βηθλεέμ. Με θεάρεστη πολιτεία τελείωσε τον βίο του σε προχωρημένη ηλικία στις 28 Δεκεμβρίου 1257 μ.Χ. Ανάμεσα στους τελευταίους λόγους, πού είπε στους υποτακτικούς, λίγο πριν το τέλος του, ήταν και οι εξής· «Θέλω να σας επισκέπτομαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον... να ήστε ειρηνικοί· φιλόξενοι· να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς... να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά εάν φυλάττητε και μετά τον θάνατον μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε...». Ονομάσθηκε μυροβλύτης, γιατί «τοις πάσιν εφαίνετο μύρον αναβλύζον από του τάφου αυτού». Δυστυχώς και το χαριτόβρυτο λείψανο του και ο τάφος του μένουν σήμερα κρυμμένα και άγνωστα. Ο Σέρβος δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης (+1371 μ.Χ.), ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του οσίου στη θεραπεία του τέκνου του, μεγάλωσε τη μικρή μονή και την πλούτισε με δωρεές και αφιερώματα.

Ο όσιος Ησαΐας έγραψε τον βίο του, τον όποιο μετέγραψε ο όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Οι μοναχοί Θεόφιλος και Ραφαήλ συνέθεσαν κανόνες, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης Χαιρετισμούς και Εγκώμιο, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης οκτώηχο κανόνα και εξέδωσε την ακολουθία του το 1924 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Τὸν περιλάλητον πιστοὶ Μυροβλύτην, καὶ πανυπέρτιμον Χριστοῦ μαργαρίτην, καὶ μοναζόντων ἔρεισμα, καὶ θεῖον ἀσκητήν, πάντες εὐφημήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἐκβοῶντες· Σίμων μάκαρ φύλαττε, ἐξ ἐχθρῶν ἐπηρείας· ἣν ἐδομήσω νέαν Βηθλεέμ, ὁδηγηθεὶς δι’ ἀστέρος τρισόλβιε,

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀσκήσει ἐκλάμψας ἐν Ἄθῳ Ὅσιε, ὡς καθαρθεὶς τὴν καρδίαν τῶν ἀρετῶν τῷ φωτί, ἐδοξάσθης θαυμαστῶς Σίμων μακάριε· διὸ καὶ βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εὔοσμα ἡμῖν, ἠξίωσαι μετὰ τέλος. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀνυμνοῦμέν σε ἀκρέμονα καὶ Ἀποστόλων ὀπαδόν καὶ ἰσοστάσιον καὶ τοῦ Ἄθω σεμνολόγημα καὶ φωστῆρα· Δὸς οὖν Πάτερ καὶ ἡμῖν τὴν σὴν ἀντίληψιν Ὑπέρ πάντων ἐξαιτούμενος τὸν Κύριον Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Σίμων τρισόλβιε.

Ὁ Οἶκος
Φῶς τὸ δίκην ἀστέρος, ἐξαστράψαν τῆ Πέτρᾳ, τῇ σοί κατῳκισμένῃ τρισμάκαρ, ἐν θεοπτίᾳ αὐτὸ θεωρῶν, ἐν τῆ Γεννήσει τοῦ Χριστοῦ οὐρανόφωτον, ἐξίστασο θεόληπτος ἀκούων ταῦτα·

Χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ φῶς καθορᾶται·
χαῖρε, δι᾿ οὗ τὸ σκότος γελᾶται.

Χαῖρε, τοῦ πεμφθέντος φωτὸς ἡ διάδοσις·
χαῖρε, τῶν χαρίτων Χριστοῦ ἡ ἐπίδοσις.

Χαῖρε φῶς τὸ ἀστερόμορφον, ἀναβλέψας ὀφθαλμοῖς·
χαῖρε σκότος τὸ θεήλατον, ἀπελάσας λογισμοῖς,

Χαῖρε, ὅτι κατέστης ἄστρου ξένου διόπτρα·
χαῖρε, ὅτι κατεῖδες ὑπὲρ μάγους ἀστέρα.

Χαῖρε φωστήρ, ἀστέρων λαμπρότερε·
χαῖρε λαμπτήρ, φωστήρων φανότερε.

Χαῖρε, δι’ οὗ Βηθλεὲμ νεουργεῖται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ Ἐδὲμ κατοικεῖται.

Χαίροις Σίμων τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης μυροθήκη πνευματική, Σίμων Μυροβλύτα, ἡδυπνόου ἐπιρροῆς, ὀσμαῖς σου εὐπνόοις, ὀσμὴν πρὸς ἀπαθείας, ἀπαύστως δειγείρων, τοὺς προσιόντας σοι.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Δίσμυριοι (20.000) μάρτυρες που κάηκαν στη Νικομήδεια

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα - μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών. Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ' 18). Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.

(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Η Θεοτόκος στην Χριστουγεννιάτικη υμνογραφία του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου  (εκπαιδευτικού-χημικού)
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ  (Δεκέμβριος 2007) και αποτελεί μέρος της εργασίας μας με τίτλο-
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ   ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ.
ΜΕΡΟΣ-Α
Το υμνογραφικό έργο του Ρωμανού του Μελωδού
Ο Ρωμανός ο Μελωδός  είναι μέχρι σήμερα το αντικείμενο της μελέτης και έρευνας πολλών σοφών της Εσπερίας, Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων και κυρίως Γερμανών. Ένας από αυτούς τον αποκαλεί «νέο Πίνδαρο του Βυζαντίου», και άλλος ένας «τον μέγιστο εκκλησιαστικό ποιητή του κόσμου» και «πρίγκιπα των μελωδών».
Ο διάσημος βυζαντινολόγος καθηγητής Κ. Κρουμβάχερ εξέδωσε στο Μόναχο πολλά ανέκδοτα άσματα του Ρωμανού και άλλων, από χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου. Με το όνομα «Κοντακάριον» βρέθηκε στην βιβλιοθήκη της Μόσχας ελληνική χειρόγραφη περγαμηνή, που περιέχει Κοντάκια και Οίκους για όλο τον ενιαυτό, αλλά όχι και όλα τα έργα του Ρωμανού.
Δεν γνωρίζουμε τα περισσότερα Κοντάκια του Ρωμανού, γιατί αυτά αντικαταστάθηκαν από τους Κανόνες. Σε χρήση, όμως, παρέμεινε ο περιώνυμος του Ρωμανού ύμνος στην Γέννηση του Χριστού, του οποίου η πρώτη  στροφή είναι το γνωστό Κοντάκιο των Χριστουγέννων και το οποίο μέχρι τον ΙΒ’ αιώνα ψαλλόταν κάθε χρόνο σε επίσημα γεύματα από τους ενωμένους χορούς των λεγομένων Αγιοσοφιτών και Αποστολιτών. Σύμφωνα με την συναξαριακή παράδοση, συνέθεσε πάνω από χίλιους ύμνους. Σήμερα γνωρίζουμε 85 πλήρεις ύμνους (κοντάκια) και μερικά μικρά ποιήματα (σπαράγματα).
«Ο Ρωμανός ήταν μέσα στην Χάρη και ο, τι έγραφε ήταν τέλειο», είπε κάποτε ο Γέροντας Πορφύριος.
Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού εκφράζει την ίδια την εποχή του, τους πόθους και τις ελπίδες εκείνων των ανθρώπων. Γι’ αυτό και το έργο του δεν εξετάζεται μόνο από θρησκευτική η λογοτεχνική άποψη αλλά και ιστορική και λαογραφική. Η γλώσσα του απλή, χωρίς στόμφο και όπου παρουσιάζεται ρητορική μακρολογία, επειδή έτσι επιβαλλόταν από την ανάγκη των τότε λειτουργικών πλαισίων, αυτό γίνεται χωρίς να κουράζει. Γενικά οι φράσεις του περιέχουν πλαστικότητα, μεστή νοημάτων κατά μια άψογη τεχνική, όπως παραδέχονται ειδικοί.
Οι μελετητές του έργου του εξαίρουν την ποιητική του δύναμη, την πρωτότυπη και ανεξάντλητη στιχουργική του ικανότητα, στοιχεία που γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στους ύμνους της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Ρωμανός συνέθεσε τρία Κοντάκια για το γεγονός της Θείας Ενανθρωπήσεως. (το τρίτο αναφέρεται στα Άγια Νήπια).

Το πρώτο Κοντάκιο των Χριστουγέννων
Ο πρώτος ύμνος, αληθινά αριστουργηματικός, έχει ως θέμα του την Ενανθρώπιση του Θεού. Έχει την χαρακτηριστική ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ύμνος» και ψάλλεται την ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού. Αποτελείται από το προοίμιο «Η Παρθένος σήμερον», εικοσιτέσσερις οίκους, με δέκα στίχους ο καθένας, με εφύμνιο κάθε οίκου το «..παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Στη σημερινή λειτουργική πράξη από τον ύμνο αυτό ψάλλεται μόνο το προοίμιο «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει» και αναγιγνώσκεται μετά την στ’ ωδή του κανόνος ο Α’ οίκος: «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν».
Η Θεοτόκος στην θεματολογία του Α’ Κοντακίου.
Ξεκινώντας ο Ρωμανός από την Ευαγγελική διήγηση με μία απαράμιλλη λυρικότητα και μαεστρία υπερβαίνει την θεολογία και «εξανθρωπίζει» το μυστήριο της Θείας Σαρκώσεως, διεκδικώντας, όπως έχει παρατηρηθεί, για την τέχνη του ευρύτατα περιθώρια μεταπλασμού και ελεύθερης επεξεργασίας της συγκεκριμένης ευαγγελικής παράδοσης. Το πρόσωπο, που παρουσιάζει ως κυρίαρχο στο όλο γεγονός δεν είναι ο ενανθρωπήσας Θεός-Λόγος αλλά η Πάναγνη Μητέρα Του, «η φαεινή και Αμώμητος» (αψεγάδιαστη), που είναι «φύσει άνθρωπος» και ως άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει το βάθος του Μυστηρίου, που εκούσια υπηρετεί.
Το βρέφος που μόλις γεννήθηκε είναι βέβαια Γιος της αλλά ταυτόχρονα είναι και Πατέρας Της και Θεός και Θεός των πάντων. Η παρθενική σύλληψη και Γέννηση σε αντίξοες συνθήκες είναι βέβαια γεγονότα, όμως η ίδια ως άνθρωπος βασανίζεται από ένα μεγάλο πλήθος ερωτηματικών για όλα εκείνα τα ανεξήγητα που συμβαίνουν και η ίδια συμμετέχει. Και απορημένη ερωτά.
Οίκος Β’ (απόσπασμα: στίχ. 4-10)
Ειπέ μοί, τέκνον, πώς ενεσπάρης μοι ή πως ενεφύης μοί.
Ορώ σε, σπλάγχνον και καταπλήττομαι,
ότι γαλουχώ και ου νενύμφευμαι.
Και σε βλέπω μετά σπαργάνων,
την παρθενίαν δε ακμήν εσφραγισμένην θεωρώ.
Συ γαρ ταύτην φυλάξας εγεννήθης ευδοκήσας
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Οίκος Γ’
Υψηλέ Βασιλεύ, τι σοί και τοίς πτωχεύσασαι;
Ποιητά ουρανού, τι προς γήινους ήλυθας;
Σπηλαίου ηράσθης ή φάντης ετέρφθης;
Ιδού ούκ έστι τόπος τη δούλη σου εν τω καταλύματι.
ου λέγω τόπον, αλλά ουδέ σπήλαιον,
ότι και αυτό τούτο αλλότριον. και τη μέν Σάρρα τεκούση βρέφος
εδόθη κλήρος γης πολύς, εμοί δε ούτε φωλεάν
εχρησάμην το άνδρον, ο κατώκησας βουλήσει
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Αυτό που η ίδια δεν κατανοεί, έρχονται να το επιβεβαιώσουν οι Μάγοι, που φτάνουν στο σπήλαιο για να προσκυνήσουν «παιδίον νέον» τον προαιώνιο Θεό.  Η Μητέρα ακούει την διαβεβαίωση των ξένων σοφών, ότι το γεγονός αυτό της θείας ενανθρωπήσεως προφητεύτηκε και αυτή έγινε «απάτορος υιού μήτηρ και τροφός», του Οποίου καθώς είδαμε το άστρο καταλάβαινε πως ήρθε στον κόσμο «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».

Οίκος Ε’
Ακριβώς γαρ ημίν ο Βαλαάμ παρέθετο
των ρημάτων τον νουν ωνπερ προεμαντεύσατο,
ειπών ότι μέλλει αστήρ ανατέλλειν,
αστήρ σβεννύων πάντα μαντεύματα και τα οιωνίσματα.
Αστήρ εκλύων παραβολάς σοφών,
ρήσεις τε αυτών και τα αινήγματα.
Αστήρ αστέρος του φαινομένου
υπερφαιδρότερος πολύ ως πάντων άστρων ποιητής,
περί ου προεγράφη. εκ του Ιακώβ ανατέλλει
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Τα παράξενα αυτά λόγια όταν άκουσε η Μαριάμ έσκυψε και προσκύνησε το Σπλάχνο Της και το ευχαρίστησε για τα μεγαλεία που της επεφύλαξε. «Παραδόξων ρητών η Μαριάμ ως ήκουσε τω εκ σπλάχνων αυτής κύψασα προσεκύνησε και κλαίουσα είπε:  Μεγάλα μοί, τέκνον, μεγάλα πάντα, όσα εποίησες μετά της πτωχείας μου».  Ολόκληρο το υπόλοιπο του ύμνου είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην Θεοτόκο και τους Μάγους.  Στον διάλογο αυτό αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η συνάντηση των Μάγων με τον Ιωσήφ και ο προβληματισμός τους για την παρουσία του.  Έτσι ο Ρωμανός παίρνει αφορμή να διακηρύξει με ποιητικό τρόπο την Άσπιλη Σύλληψη του Χριστού και το Αειπάρθενο της Θεοτόκου, την οποία ονομάζει «απαράνοικτο πύλη, ην ο Χριστός μόνος διώδευσεν», «Θύρα ανοιχθείσα και μηδαμώς κλαπείσα τον της αγνείας θησαυρόν».
Οίκος Θ’ (στίχ. 4-10) και Ι’
Η δε ανοίγει θύραν και δέχεται μάγων το σύστημα
ανοίγει θύρα η απαράνοικτος
πύλη, ην Χριστός μόνος διώδευσεν
ανοίγειν θύραν η ανοιχθείσα
και μη κλαπείσα μηδανώς τον της αγνείας θησαυρόν
αυτή ήνοιξε θύραν, αφ’ ης εγεννήθη θύρα,
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Ι’
Οι δε Μάγοι ευθύς ώρμησαν εις τον θάλαμον
και ιδόντες Χριστόν έφριξαν, ότι  είδοσαν
την τούτου μητέρα, τον ταύτης μνηστήρα
και φόβω είπον «Ούτος υιός εστίν αγενεαλόγητος.
και πως Παρθένε, τον μνηστευσάμενον
βλέπομεν ακμήν ένδον του οίκου Σου;
ουκ έσχε μώμον η κυησίς σου;
μη η κατοίκησις ψεχθεί συνόντος σοι του Ιωσήφ;
πλήθος έχεις φθονούντων, ερευνώντων που ετέχθη,
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Η Παναμώμητος, όμως, Θεοτόκος αποκαλύπτει τον ρόλο του Μνήστορος, ο οποίος θα γίνει «έλεγχος πάντων των καταλαλούντων», και θα είναι αυτός που θα «ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν», θα «απαγγέλει τρανώς όσα αυτός εώρακε εν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις».
Οίκοι ΙΑ’ και ΙΒ’ (στίχ. 1-6)
«Υπομνήσω υμάς», μάγοις Μαρία έφησε,
«τίνος χάριν κρατώ τον Ιωσήφ εν οίκω μου
εις έλεγχον πάντων των καταλαλούντων
αυτός γαρ λέξει άπερ ακήκοε περί του παιδίου μου.
Υπνών γαρ είδεν άγγελον άγιον
λέγοντα αυτό πόθεν συνέλαβον
πυρίνη θέα τον ακανθώδη
εκπληροφόρησε νυκτός περί των λυπούντων αυτόν.
Δι’ αυτό συνεστί μοι Ιωσήφ δηλών ως έστι
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
ΙΒ’
Ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν
απαγγέλει τρανώς όσα εώρακεν
εν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις τα των ποιμένων, πως συνανύμνησαν πηλίνοις οι πύρινοι.
Υμών των Μάγων, ότι προέδραμεν άστρον φωταυγούν και οδηγούν υμάς.
Στην συνέχεια του διαλόγου προβάλλονται τα ιστορικά γεγονότα τα σχετικά με το άστρο και την πορεία των Μάγων, τον Ηρώδη και την σφαγή των νηπίων. «Υπό των απλανών μάγων αυτά ελέγετο υπό δε της σεμνής πάντα επεσφραγίζετο κυρούντος του βρέφους τα των αμφοτέρων (=το βρέφος επικύρωνε τα λεγόμενα και από τις δύο πλευρές).  Ακολουθεί η προσκύνηση των Μάγων στο Χριστό, αφού προηγουμένως αυτοί «προσεκύνησαν το δώρο των δώρων, το μύρο των μύρων» δηλ. την Θεοτόκο, την Πηγή όλων των δώρων και όλων των αρωμάτων, λέγοντας στον νεογέννητο Χριστό: «Δέξαι δώρημα τρίυλον, ως τον Σεραφίμ ύμνον τρισάγιον μη αποστρεψης ως τα του Κάιν, αλλά εναγκάλισαι αυτά ως την του Άβελ προσφοράν δια της σε τεκούσης, δι’ ης ημίν εγεννήθης παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.»
Η Μητέρα – Θεοτόκος, η Πηγή όλων των δώρων, που δέχθηκε τα δώρα και άκουσε από το στόμα των Μάγων την αλήθεια για τον Γιό της, πρέπει να παρακαλέσει για το γένος της και θα είναι πλέον η μόνη μεσίτρια ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Γιο-Θεό της.
Οίκος ΚΒ’
Νέα νυν και φαιδρά βλέπουσα η αμώμητος
μάγους δώρα χερσί φέροντας και προσπίπτοντας,
αστέρα δηλούντα, ποιμένας υμνούντας,
τον πάντων τούτων κτίστην και Κύριον ικέτευε λέγουσα.
«Τριάδα δώρων, τέκνον δεξάμενος
τρείς αιτήσεις δος τη γεννησάση σε
Υπερ αέρων παρακαλώ σε και υπέρ των καρπών της γης και των οικούντων εν αυτή
Οίκος ΚΓ’
Ουχ απλώς γαρ ειμι μήτηρ σου, σώτερ εύσπλαχγνε
ουκ εική γαλουχώ τον χορηγόν του γάλακτος
αλλ’ υπέρ πάντων εγώ δυσωπώ σε
εποιησάς με όλου του γένους μου και στόμα και καύχημα
εμέ γαρ έχει η οικουμένη σου,
σκέπην κραταιά, τείχος και στήριγμα
εμέ ορώσιν οι εκβληθέντες
του Παραδείσου της τρυφής, ότι επιστρέψω αυτούς
λαβείν αίσθησιν πάντων δι’ εμού της σε τεκούσης
παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν.
Οίκος ΚΔ’ (απόσπασμα. στίχ: 1-3)
Σώσον κόσμον, Σωτήρ, τούτου γαρ χάριν ήλυθας
στήσον πάντα τα σα τούτου γαρ χάριν έλαμψας
εμοί και τοις μάγοις και πάση τη κτίσει.
Ιδού γαρ μάγοι, οις ενεφάνισας το φως του προσώπου σου,
προσπιπτοντές σοι δώρα προσφέρουσι
Χρήσιμα καλά λίαν ζητούμενα.
Αυτών γαρ χρήζω, επειδή μέλλω.
Επί την Αίγυπτον μολείν και φεύγειν συν σοι δια σε,
Οδηγέ μου, υιέ μου, ποιητά μου, λυτρωτά μου,
Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.

H ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ.
ΜΕΡΟΣ –Β-.
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ  ΣΤΟ –Β –ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Το δεύτερο κοντάκιο της Γεννήσεως  είναι μικρότερο από το πρώτο ,αφού περιλαμβάνει προοίμιο και  18 οίκους,έχει εφύμνιο  τον χαρακτηρισμό «η Κεχαριτωμένη» και  ακροστιχίδα την πρόταση: « Του ταπεινού Ρωμανού».
Σύμφωνα με την αρχαία τυπική διάταξη προοριζόταν για την «επαύριον της Γεννήσεως»(26 Δεκ)  κατά την οποία τιμάται κυρίως η Θεοτόκος. (Σύναξις της Θεοτόκου).
Σήμερα στην λειτουργική πράξη διαβάζεται μόνο το προοίμιο :
« Ο προ εωσφόρου εκ πατρός αμήτωρ γεννηθείς…».
Ενώ ο θεματικός άξονας του πρώτου Κοντακίου είναι ο Ουρανός και η Γή,
στο  δεύτερο  κοντάκιο  είναι το ανθρώπινο γένος, που εκπροσωπείται από τους προπάτορας Αδάμ και Εύα,  και ο Άδης σαν σύμβολο των δεσμών του «πεπτωκότος ανθρώπου». Με τον πρώτο ύμνο ο Ρωμανός κατεβάζει τον ουρανό στη γη, φέρνοντας τον Θεό κοντά στον άνθρωπο.  Mε τον δεύτερο ύμνο  το μήνυμα της ανεκλάλητης χαράς φτάνει μέχρι τον Άδη, σαν άγγελμα ελευθερίας «των απ΄αιώνος κεκοιμημένων ψυχών». Βασικό ρόλο στην μεταφορά αυτού του μηνύματος έχει η Θεοτόκος, σαν Μητέρα του Θεού –Λόγου. Αυτή φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα στην Εύα και στον Αδάμ.
Στην πορεία της ποιητικής διηγήσεως ο Ρωμανός με λυρικώτατο τρόπο τονίζει και εξαίρει το μεσιτευτικό  έργο της Θεομήτορος .
Ο ύμνος αρχίζει και μια τρυφερή σκηνή. Η Παναγία, που παρομοιάζεται σαν Άμπελος βαστάζει στην αγκαλιά της τον “αγεώργητο βότρυν “τον Χριστό .
«Τον αγεώργητον βότρυν βλαστήσασα η άμπελος ως επι κλάδων
αγκάλαις εβάσταζε » .
Και ψιθυρίζοντας στο νεογέννητο βρέφος τα λόγια της αιώνιας Μητέρας, της  αειπάρθενης Μητέρας του Θεού, της Κεχαριτωμένης,  ομολογεί το ακατάληπτο της παρθενικής γέννησης (« την σφραγίδα της παρθενίας μου ορών ακατάληπτον») και διακηρύσσει την Σάρκωση του Θεού –Λόγου («κηρύττω σε άτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον»).
ΟΙΚΟΣ Α
«Συ καρπός μου, συ ζωή μου ,
αφ΄ού έγνων ότι και ο ήμην ειμί. Σύ  μου Θεός ¨
την σφραγίδα της παρθενίας μου ορών ακατάληπτον
κηρύτω σε άτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον.
Ουκ οίδα σποράν, οίδα σε λύτην της φθοράς.
Αγνή γαρ ειμί σου προελθόντος εξ εμού¨
ως γαρ εύρες, έλιπες μήτραν, φυλάξας σώαν αυτήν.
Δια τούτο συγχορεύει πάσα κτίσις βοώσα μοι.
Η Κεχαριτωμένη.

Αναγνωρίζει την μεγάλη τιμή να γίνει Δοχείο της Χάριτος, Μητέρα Θεού και Βασίλισσα του κόσμου και συγχρόνως το πρόσωπο εκείνο που ανύψωσε το ανθρώπινο γένος.
ΟΙΚΟΣ –Β-στιχ.1-6
«Ουκ αθετώ σου την Χάριν, ης έσχον πείραν, Δέσποτα.
Ουκ αμαυρώτην αξίαν, ης έτυχον τεκούσα Σε.
Του γάρ κόσμου βασιλεύω ¨.
Επειδή κράτος το σον εβάστασα γαστρί, πάντων κρατώ.
Μετεποίησας την πτωχείαν μου τη συγκαταβάσει σου.
Σεαυτόν εταπείνωσας και το γένος μου ύψωσας».
Χαίρεται και στο ξεχείλισμα της χαράς της καλεί τα επίγεια και τα ουράνια να διώξουν την λύπη  και να χαρούν μαζί της  βλέποντας την Χαρά που κρατά στα χέρια της.
ΟΙΚΟΣ –Β-στιχ.7-11
«Ευφράνθητε μοι νυν άμα, γή και ουρανός.
Τον γαρ Ποιητήν υμών βαστάζει εν χερσί.
Γηγενείς, απόθεσθε τα λυπηρά θεώμενοι την Χαράν ,
ήν εβλάστησα εκ κόλπων αμιάντων και ήκουσα
η Κεχαριτωμένη.»
Τα τρυφερά λόγια της Θεοτόκου ακούστηκαν μέχρι τον Άδη. Τα άκουσε πρώτα η Εύα μέσα στον λήθαργό της, σαν ελπιδοφόρο κελαηδισμα εαρινής χελιδόνος. Εκείνη, που ήταν η πρόξενος της πτώσης, ακούει πρώτη το μήνυμα της σωτηρίας και γεμάτη χαρά και απορία λέει στον Αδάμ να αφήσει τον «ισοθάνατον ύπνο» και να προσπαθήσει να κατανοήσει τα θαυμαστά γεγονότα που συμβαίνουν. Ήδη άκουσε την φωνή της  Παρθένου, που βλάστησε από την ρίζα του Ιεσσαί, για την οποία μίλησε και  ο προφήτης Αμώς, «την τίκτουσαν της κατάρας την λύτρωσιν» .
ΟΙΚΟΣ –Γ-στιχ.5-11
«Τις εν τοις ωσί μου νυν ήχησεν εκείνο ο ήλπιζον,
παρθένον την τίκτουσαν της κατάρας την λύτρωσιν;
Ης μόνη φωνή έλυσέ με των δυσχερών ,
και ταύτης γονή έδησε τον τρώσαντά με.
Ταύτην, ήν προέγραψεν, ο Αμώς, η ράβδος του Ιεσσαί ,
η βλαστήσασα μοι κλάδον, ου φαγούσα, ου θνήξομαι
η Κεχαριτωμένη.
ΟΙΚΟΣ –Δ-.στιχ.1-4.
Της χελιδόνος ακούσας κατ΄’ορθρον κελαδούσης μοι
τον ισοθάνατον ύπνον, αφείς ανάστηθι.
Ακουσόν μου της συζύγου .
Εγώ η πάλαι πτώμα προξενήσας βροτοίς νυν ανιστώ..
Ο Αδάμ τινάζει από τα βλέφαρά του τον βαρύ ύπνο και τεντώνει  το αυτί του για να ακούσει το τραγούδι της χαράς. Αλλά όταν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τραγούδι γυναίκας , θυμάται το πρώτο πάθημά του και φοβάται μήπως προετοιμάζεται με δόλιο τρόπο μια δεύτερη απάτη.
ΟΙΚΟΣ –Ε-στιχ.5-11
«Λιγυρού ακούω κελαδήματος, τερπνού μινυρίσματος¨
αλλά του μελίσματος νύν ο φθόγγος ου  τέρπει με.
Γυνή γαρ εστι ης και φοβούμαι την φωνή¨
εν πείρα ειμί¨όθεν το θήλυ δειλιώ¨
ο μεν ήχος θέγλει με ως λιγυρός, το όργανον δε δονεί, μη ως πάλαι με πλανήση επιφέρουσα όνειδος τη Κεχαριτωμένη »
Έτσι αρχίζει ένας διάλογος ανάμεσα στον Αδάμ και στην Εύα. Ο πρώτος συνεχίζει να δυσπιστεί, η δεύτερη με την γυναικεία διαίσθηση, αντιλαμβάνεται ότι κοντά είναι η σωτηρία, που πνέει ως γλυκειά αύρα και δροσίζει τον αφόρητο καύσωνα της τιμωρίας.
(« το γάρ έαρ σε έφθασε¨ Ιησούς Χριστός πνέει ως αύρα γλυκερά»).
Και όταν ο Αδάμ πείθεται πηγαίνει και βρίσκει την Θεομήτορα. Πέφτει γεμάτος δάκρυα στα πόδια της και σαν εκπρόσωπος σύμπαντος του ανθρωπίνου γένους, ικετεύει:
ΟΙΚΟΣ –Η-στιχ.1-6
«Ιδού ειμί προ ποδών σου, Παρθένε Μήτερ άμωμε,
και δι΄εμού πάν το γένος τοις ίχνεσί σου πρόσκειται.
Μη παρίδης τους τεκόντας ,
επειδή τόκος ο σος ανεγέννησε νυν τους εν φθορά¨
τον εν Αδη παλαιωθέντα με Αδάμ τον πρωτόπλαστον
οικτείρησον, θύγατερ, τον πατέρα σου στένοντα….
Τα ίδια παρακαλεί και η Εύα που έχει και πρόσθετους λόγους καθώς ακούει συνεχώς τις κατηγορίες του Αδάμ γιατί αυτή είναι η αιτία της αρχαίας κατάρας του Θεού.
Η  Θεοτόκος, βλέποντας τον Αδάμ και την Εύα, με δυσκολία συγκρατεί τα δάκρυά της. Ακούει τις παρακλήσεις των προγόνων της, τους παρηγορεί και τους διαβεβαιώνει ότι θα μεσιτεύσει στον οικτίρμονα Υιό και Θεό της ,ο οποίος φροντίζει τους ανθρώπους σαν στοργικός πατέρας.
ΟΙΚΟΣ –Ι-.στιχ.7-11
«Παύσασθε των θρήνων υμών,
και πρέσβυς υμίν γίνομαι προς τον εξ εμού,
υμείς  δε απώσασθε την συμφοράν τεκούσης μου την χαράν.
Ως γαρ πάντα τα της λύπης εκπορθήσουσα ήκω νυν
η Κεχαριτωμένη.»
…ΟΙΚΟΣ –ΙΑ-στιχ.1,5-11
Υιόν οικτίρμονα έχω και λίαν ελεήμονα….
Ως πατήρ οικτείρει υιούς αυτού, οικτείρει ο γόνος μου
τους φοβουμένους αυτόν ως Δαυίδ προεφήτευσε.
Τα δάκρυα ούν στείλαντες εκδέξασθέ με
Μεσίτιν υμών γενέσθαι προς τον εξ΄εμού¨
Χαράς γαρ παραίτιος ο γεννηθείς ο προ αιώνων Θεός .
Ησυχάσατε αλύπως¨προς αυτόν γάρ εισέρχομαι
Η Κεχαριτωμένη.

Στην συνέχεια η Θεομήτωρ πλησιάζει την Φάτνη και παρακαλεί τον Υιό της να σκεπάσει με την Χάρη Του τον Αδάμ και την Εύα, που εξ αιτίας του διαβόλου-φιδιού την έχασαν και γυμνώθηκαν από κάθε τιμή.
Ο Χριστός εισακούει την μητρική παράκληση .
ΟΙΚΟΣ –ΙΓ-
«Ω Μήτερ, και δια σε και δια σου σώζω αυτούς.
Ει μη σώζειν τούτους ηθέλησα, ουκ αν εν σοί ώκησα¨
Ουκ αν εκ σου έλαμψα, ουκ  αν μήτηρ μου ήκουσας.
Την φάτνην εγώ δια το γένος σου οικώ.
Mαζών δε των σων βουλόμενος νυν γαλουχώ¨
Εν αγκάλαις φέρεις με χάριν αυτών¨ όν ουχ ορά Χερουβείμ ,
Ιδού βλέπεις και βαστάζεις και ως υιόν κολακεύεις με,
Η Κεχαριτωμένη.

Ο εν φάτνη ανακείμενος Θεός αποκαλύπτει πλέον  ο ίδιος το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Η ακατάληπτος Θεία Ενανθρώπιση έγινε «γι΄αυτούς που φόρεσαν παλιά δερμάτινους χιτώνες, μίσησαν παράδεισο και αγάπησαν την φθορά, αφού έγιναν παραβάτες της ζωηφόρου εντολής. Κατέβηκα στη γη για να λάβουν αυτοί ζωή αθάνατη. Κι αν μάθεις ακόμα Σεμνή Μητέρα πως για χάρη τους σταυρώνομαι «μετά πάντων των στοιχείων δονηθήση και θρηνήσεις η Κεχαριτωμένη». Μαζί με όλα τα στοιχεία της φύσεως θα ταραχθέις και θα κλάψεις.
ΟΙΚΟΣ –ΙΔ-
Μητέρα σε εκτησάμην ο πλαστουργός της κτίσεως,
και ώσπερ βρέφος αυξάνω ο εκ τελείου τέλειος¨
τοις σπαργάνοις ενειλούμαι(=στα σπάργανα τυλίγομαι)
δια τους πάλαι χιτώνας δερματίνους φορέσαντας,
το δε σπήλαιον μοι εράσμιον δια τους μισήσαντας
τρυφήν και παράδεισον και φθοράν αγαπήσαντας
και παραβάντας την ζωηφόρον εντολήν.
Κατέβην εις γήν ,ίνα σχώσιν άφθαρτον ζωήν.
Αν δε και σταυρούσθαι με μάθης, σεμνή,
νεκρούσθαι δε αυτούς ,
Μετά πάντων των στοιχείων δονηθήση και θρηνήσεις
η Κεχαριτωμένη.
Η συνέχεια της ομιλίας του Χριστού είναι δραματική, γιατί αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό της Σταυρικής Θυσίας, που σαν ρομφαία θα πληγώσει την καρδιά της μάννας. Ο ίδιος διστάζει να της αποκαλύψει τόσο νωρίς τον σκοπό της Ενανθρώπισής Του, αλλά στην επιμονή της Μητέρας ούτε ο Θεός μένει ασυγκίνητος.
(ΟΙΚΟΣ ΙΕ-στιχ.7-11).
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
:«….Ο μέλλεις τελείν τι εστί τούτο θέλω νυν μαθείν.
Μη κρύψης εμοί την απ΄αιώνος σου βουλήν.
Όλον(=τέλειον) σε εγέννησα ¨φράσον τον νουν ο έχεις περί ημάς
(=φανέρωσε το σχέδιο που έχεις για μας),
ίνα μάθω και εκ τούτου οίας έτυχον χάριτος
η Κεχαριτωμένη»
ΟΙΚΟΣ –ΙΣΤ-
ΧΡΙΣΤΟΣ:
«Νικώμαι δια τον πόθον (=από την αγάπη λυγίζω), όν έχω προς τον άνθρωπον
….εγώ δούλη και μήτερ μου ου λυπώ σε(=δεν θέλω να σε λυπήσω) .
….Τον εν ταις χερσί σου φερόμενον, τας χείρας ηλούμενον
(=να μου τρυπούν τα χέρια)
μετά μικρόν όψει με, ότι στέργω(=αγαπώ) το γένος σου.
Ον συ γαλουχείς, άλλοι ποτίσουσι χολήν.
Ον καταφιλείς, μέλλει πληρούσθαι εμπτυσμών.
Όν ζωήν εκάλεσας, έχεις ιδείν κρεμάμενον εν Σταυρώ,
και δακρύσεις ως θανόντα, αλλ΄ασπάση με αναστάντα,
η Κεχαριτωμένη.
Η δε Μαριάμ όταν άκουσε αυτά βαριαστέναξε και είπε.
ΟΙΚΟΣ –ΙΖ-στιχ.6-11
Θεοτόκος
« Ω βότρυς μου, μη εκθλίψωσέ σε άνομοι¨
εβλάστησά σε ¨μη όψομαι του εμού τέκνου την σφαγήν».
Και εκείνος της απάντησε με τα λόγια
Χριστός
«Παύσαι, μήτερ, κλαίουσα ο αγνοείς. Εάν γάρ μη τελεσθή
απολούνται ούτοι πάντες, υπέρ ων ικετεύεις με,
η Κεχαριτωμένη.
ΟΙΚΟΣ –ΙΗ- στιχ.1-6
Ύπνον δε νόμισον είναι τον θάνατόν μου, μήτερ μου.
Τρεις γαρ ημέρας τελέσας εν μνήματι θελήματι,
μετά ταύτα σοί ορώμαι
αναβιώσας επ΄ανακαινίσει της γης και των εκ γης.
Ταύτα, μήτερ, πάλιν ανάγγειλον,εν τούτοις πλουτίσθητι¨
Εκ τούτων βασίλευσον,δια τούτο ευφράνθητι.»
Ο ύμνος τελειώνει με την επίσκεψη της Θεοτόκου στον Αδάμ και τη Εύα,για να τους αναγγείλει το μήνυμα της μεγάλης χαράς. Ετσι ο υμνογράφος απομακρύνεται από το θέμα της Γέννησης και τελειώνει με την αιτία της Θείας Ενανθρωπήσεως, που είναι η δια του Σταυρού και της Αναστάσεως σωτηρία. Γεγονότα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την Θεομήτερα και τον Υιό της.
ΟΙΚΟΣ- ΙΗ-.στιχ.7-11.
Εξήλθεν ευθύς η Μαριάμ προς τον Αδάμ¨
ευαγγελισμόν φέρουσα, τη Εύα φησί.
«Τέως ησυχάσατε, όσον μικρόν¨ηκούσατε γαρ αυτού ,
άπερ είπεν υπομείναι δι΄ημάς τους βοώντας μοι ,
η Κεχαριτωμένη».

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟ ΣΤΕΦΑΝΟ

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ



Αναφέρουν Οι Πράξεις των Αποστόλων (7. 55-56): «Υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν. ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού». Το κείμενο αυτό σε μετάφραση έχει ως εξής: «Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού και είπε. Βλέπω τον ουρανό ανοικτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού».



Ποιο είναι λοιπόν το όραμα του Στέφανου, όπως μας το παραδίδει ο Λουκάς; Ο Στέφανος γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, είδε τη δόξα του Θεού, την Θεότητα, δηλ. την Αγία Τριάδα (πιθανότατα ως νεφέλη, χωρίς βέβαια να μπορεί να ιδεί τη φύση των τριών προσώπων της Αγ. Τριάδας, δηλ. του Πατέρα, του Υιού και του Αγ. Πνεύματος) και είδε τον Ιησού Χριστό να στέκεται στα δεξιά της Θεότητας και είπε. Βλέπω τον ουρανό ανοικτό και τον Υιό του Ανθρώπου (δηλ. την ανθρώπινη φύση του Χριστού και όχι τη θεία) να στέκεται στα δεξιά της Θεότητας.



Στην περίπτωση αυτή, ο Στέφανος βλέπει τον Θεάνθρωπο Χριστό δίπλα στη Θεότητα, δηλ. στην Αγία Τριάδα και όχι δίπλα στον Θεό Πατέρα (γιατί δεν μπορεί να ιδεί τον Θεό Πατέρα, αλλά ούτε και τον Θεό Υιό, ούτε και τον Θεό Άγιο Πνεύμα). Εδώ έχουμε εμφάνιση του Θεανθρώπου Χριστού δίπλα στη Θεότητα, ο δε Στέφανος βλέπει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και όχι τη θεία φύση, την οποία δεν μπορεί να ιδεί.



Υπενθυμίζεται, ότι η μια θεία Ουσία είναι κοινή και στις τρεις ομότιμες και αδιαίρετες θεαρχικές Υποστάσεις, χωρίς να αποτελείται εξ αυτών, διότι αυτές δεν νοούνται ως μέρη της Θεότητας. Κάθε υπέρθεη Υπόσταση υφίσταται στη μία και στην αυτή θεία Ουσία και έχει το πλήρωμα της Θεότητας, ενώ η μία θεία Ουσία διαμένει αδιαίρετη και αμέριστη.



Ο ΑΝΑΛΗΦΘΕΙΣ ΚΥΡΙΟΣ



Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι τόσο κατά την πλάση και δημιουργία του ανθρώπου, όσο και κατά την ανάπλαση και αναδημιουργία του στην Ενανθρώπηση, φανερώθηκε η θεαρχική και μακάρια αγία Τριάδα. Στην δημιουργία και τα τρία πρόσωπα της υπερούσιας Τριάδας συνεργάστηκαν, αλλά και στην αναδημιουργία πάλι παρέστη απορρήτως η αγία Τριάδα. Με την κοινή δημιουργική ενέργεια κτίσθηκε και δημιουργήθηκε το θεοσύστατο Σώμα του Κυρίου από την παρθένο Μαρία, δηλ. η ανθρώπινη φύση του. Τότε, ο Πατέρας ευδόκησε, ο Υιός αυτούργησε και το άγιο Πνεύμα τελετούργησε.



Το θεοσύστατο Σώμα του Κυρίου, δηλ. η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση από τον Θεό Λόγο δεν ήταν ούτε φύσει ούτε θέσει Θεός, αλλά θεώθηκε «εξ άκρας συλλήψεως», από αυτή την ίδια την υποστατική ένωση, δηλ. την πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση του ανθρώπου Χριστού έγιναν ταυτοχρόνως.



Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διακήρυξε, ότι η Εκκλησία ομολογεί «ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν Κύριον, Μονογενή, εν δυο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον». Η ανθρωπότητα του Κυρίου, προσληφθείσα από τη Θεότητα, με άρρητη ένωση, υπήρχε «εξ άκρας αρχής», εξακολουθεί δε να υπάρχει και θα υπάρχει αιωνίως, «εις μιαν και την αυτήν υπόστασιν του Λόγου».



Ένεκα αυτής της ασύγχυτης και αδιαίρετης και άρρητης ένωσης, η πρώην «απλή και ασύνθετος και ασώματος και άκτιστος», τώρα δε πάλι μία, αλλά «σύνθετος» πλέον υπόσταση του σαρκωμένου Θεού Λόγου, «προσκυνείται μια προσκυνήσει μετά της σαρκός αυτού», «Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς, και μετά την του Λόγου σάρκωσιν» (Ιω. Δαμασκηνός). Έτσι, στη θεαρχική και μακάρια Τριάδα, μετά την ένσαρκη Οικονομία, δεν επήλθε «τροπή», ούτε στον αριθμό των υπερθέων Υποστάσεων, ούτε στη θεία Ουσία, εφ’ όσον κατά την άρρητη ένωση θεότητας και ανθρωπότητας δεν ενώθηκαν οι δυο φύσεις, ώστε να αποτελεσθεί μια σύνθετη φύση, ούτε ενώθηκαν δυο υποστάσεις, δηλ. η ανθρώπινη φύση, ως «καθ’ εαυτήν ιδιοσύστατος υπόστασις, με την υπόσταση του Λόγου, αλλά οι δυο φύσεις ενώθηκαν «καθ’ υπόστασιν», δηλαδή η ανθρωπότητα έλαβε το είναι, μέσα στην υπόσταση του Θεού Λόγου, η οποία ως εκ τούτου είναι και λέγεται πλέον σύνθετη υπόσταση «εκ δυο τελείων φύσεων, θεότητός τε και ανθρωπότητος» (Ιω. Δαμασκηνός). Δηλαδή, η υπόσταση του Λόγου από απλή έγινε σύνθετη, μετά την ένωση των δυο φύσεων. Όταν χειροτονείται Επίσκοπος, ομολογεί για την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ότι: «συμπροσκυνείται η αγία Αυτού Σαρξ, τη Αυτού Θεότητι τιμία προσκυνήσει, ου προσθήκην δεξαμένης της Αγίας Τριάδος, μη γένοιτο! Τριάς γαρ έμεινεν η Τριάς και μετά την ένωσιν του Μονογενούς, αχωρίστου μεινάσης της αγίας Αυτού Σαρκός, και έτι μετ’ Αυτού μενούσης και εις τον αιώνα» (Μ. Ευχολόγιο).



Μετά την καθ’ υπόσταση άρρητη ένωση των δυο φύσεων του Σωτήρα και εφ’ όσον η υπέρθεη Υπόστασή του είναι πλέον σύνθετη υπόσταση, υφίσταται πράγματι μια «διαφορά» μεταξύ των θεαρχικών Προσώπων, η οποία αποτελεί το ιδιαίτατο υποστατικό ιδίωμα, του ενός της αγίας Τριάδος, του Θεού Λόγου και «διαφέρει του τε Πατρός και του Πνεύματος κατά το υπάρχειν Θεόν τε ομού και άνθρωπον τον αυτόν. Τούτο γαρ της του Χριστού υποστάσεως ιδιαίτατον ιδίωμα γινώσκομεν» (Ιω. Δαμασκηνός). Εν τούτοις η «διαφορά» αυτή δεν επιφέρει οποιαδήποτε «τροπή» ή «αλλοίωση» στην υπερούσια Τριάδα, εφ’ όσον είναι υποστατική, τα δε υποστατικά «ιδιώματα» στη Θεότητα, δηλ. «το αναίτιο και αιτιατό και το αγέννητο και γεννητό και εκπορευτό» δεν βλάπτουν τη θεία ενότητα, επειδή δεν είναι δηλωτικά της ουσίας, αλλά της σχέσης μεταξύ τους και του τρόπου ύπαρξής τους.



Σε όσα όμως αφορούν τη Σάρκωση του Λόγου, ούτε ο Πατέρας, ούτε το Πνεύμα κοινώνησαν, παρά μόνο «κατ’ ευδοκίαν» και κατά την «άρρητον θαυματουργίαν». Στην Ενανθρώπηση βέβαια μετέχει και ενεργεί η αγία Τριάδα, άλλ’ ο Πατέρας «κατ’ ευδοκίαν», ο Υιός «κατ’ αυτουργίαν» και το άγιο Πνεύμα «κατά συνέργειαν» (άγιος Μάξιμος). Οι δυο συνελθούσες φύσεις του Σωτήρα πάντοτε συνθεωρούνται και ουδέποτε διαιρούνται, έστω και εάν αριθμούνται: «ήνωνται ασυγχύτως» και «διήρηνται αδιαιρέτως» (Ιω. Δαμασκηνός). Διαίρεση έχουμε βέβαια άκτιστης και κτιστής Θεότητας, στον Θεάνθρωπο, αλλά με κάθε ευλάβεια και μόνον όταν αναφερόμαστε στον τρόπο διαφοράς των δυο φύσεων.



Μετά την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου, η «εξ άκρας αρχής» δημιουργηθείσα ανθρώπινη φύση του έγινε απαθής και άφθαρτη και απέβαλε τα αδιάβλητα πάθη, δηλ. φθορά, πείνα, δίψα, ύπνο, κάματο κ.τ.ό., διότι κατά την άρρητη Οικονομία, ο Λόγος ανέλαβε όλο τον άνθρωπο και όλα τα αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου, πλην της αμαρτίας. Εν τούτοις, η ομόθεη σάρκα του Λόγου δεν έγινε ασώματη, ούτε απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα, δηλ. το ποσόν, το ποιόν, το είναι, το περιγραπτόν και το περιοριστικόν (Νικόδημος αγιορείτης), απέβαλε όμως όλα τα αδιάβλητα πάθη, αλλά όχι τα μέρη της ανθρώπινης φύσης, δηλ. το σώμα και την ψυχή, η οποία παραμένει λογική και νοερά, θελητική και ενεργητική (Ιω. Δαμασκηνός) και έτσι «εικονίζεται ο Χριστός και εν ουρανοίς ήδη ων ως περιγραπτόν έχων σώμα» (Νικόδημος αγιορείτης). Βέβαια, η άφθαρτη και δοξασμένη θεοϋπόστατη σάρκα του Χριστού μετά την Ανάσταση, όχι μόνο δεν απορροφήθηκε από τη θεία του φύση, όχι μόνο δεν μετετράπη σε ασώματο, αλλά σαν ομόθεος και ομότιμος και ομόδοξος αναλήφθηκε και κάθισε στα δεξιά της Μεγαλοσύνης, δηλ. στα δεξιά του Θρόνου του Θεού, κυριολεκτικά δε και με ακρίβεια κάθισε «μετά του Πατρός εν τω Θρόνω Αυτού» (Απκ. 3. 21).



Οι αναφορές των κειμένων στο «θρόνο του Θεού» και το «εκ δεξιών του Θεού» πρέπει να νοούνται θεοπρεπώς και ανθρωποπρεπώς, δηλ. είναι λόγια κατά συγκατάβαση, διότι ο Θεός ούτε κάθεται για να έχει θρόνο, ούτε βρίσκεται σε τόπο, ώστε να έχει δεξιά ή αριστερά και όλα αυτά λέγονται με αυτό τον τρόπο, γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τις θείες και άυλες ενέργειες της Θεότητας. Ο θρόνος είναι σύμβολο της βασιλείας, η δεξιά δείχνει το ισότιμο, το ομότιμο και την οικείωση. και δηλώνει τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια του Θεού. Επομένως, ο Θεάνθρωπος, μετά την ένδοξη Ανάληψή του κάθισε σωματικά «εκ δεξιών του Θεού και Πατρός»  και η σάρκα του «συνδοξάσθηκε» και «συνπροσκυνείται». Είναι χαρακτηριστική η ευχή χειροτονίας Επισκόπου: «μετά το αναστήναι (τον Χριστόν) εκ νεκρών, ανελήφθη εις τον ουρανόν, και εκάθισεν εν τη δεξιά του Πατρός, δεξιάν δε του Πατρός λέγω, ου τοπικήν ή περιγραπτήν, αλλά λέγω δεξιάν του Θεού είναι, την άναρχον και προαιώνιον δόξαν, ην έχων ο Υιός προ της ενανθρωπήσεως, και μετά την ενανθρώπησιν ταύτην έσχηκε» (Μ. Ευχολόγιο).



Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ



Ο Θεάνθρωπος, πριν το σωτήριο Πάθος είχε μιλήσει ενώπιον του Συνεδρίου για μια νέα κατάσταση, η οποία θα αφορούσε τον εαυτό του και θα ίσχυε από τώρα (Μτ. 26. 64). Ο άγιος πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος ευρισκόμενος επίσης στο Συνέδριο και πλήρης Πνεύματος αγίου, είδε ό,τι είχει προείπει ο Κύριος και επομένως, ο Στέφανος εκείνη τη στιγμή βρέθηκε σε κατάσταση θεώσεως. Η κατάσταση αυτή της θεώσεως είναι η μετοχή του στην ενέργεια του Θεού και κατά την εμπειρία αυτή, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό μέσω του Θεού, το δε μέσο της γνώσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Συγκεκριμένα, δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζει με τα ανθρώπινα, εκτός από τη δοξασμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, που είναι το κέντρο της αποκάλυψης. Και βλέποντας το Χριστό, τότε βλέπει και τον Πατέρα εν Πνεύματι αγίω (Ι. Ρωμανίδη, Πατερική θεολογία).



Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το άκτιστο Φως είναι «αυτοοπτικόν και αυτονόητον», δηλαδή δεν οράται και δεν νοείται με οποιαδήποτε ενέργεια του ανθρώπινου νου, αλλά κατά την εμπειρία της θεώσεως η ενέργεια του Φωτός μεταμορφώνει και μετασκευάζει τις αισθήσεις και το νου, ώστε να αποκτήσουν ιδιότητες, κατά χάρη, άκτιστες. Έτσι, στην υπέρ την αίσθηση και την υπέρ το νου αυτή κατάσταση, δεν αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις ούτε κατανοεί ο νους, αλλά αυτό το ίδιο το Φως.



Όταν λοιπόν στις Πράξεις γράφεται ανθροποπρεπώς, ότι ο άγιος Στέφανος είδε τον Θεάνθρωπο να στέκεται «εκ δεξιών του Θεού», τούτο σημαίνει, ότι ο πρωτομάρτυρας μετέχοντας στην υπέρ αίσθηση και υπέρ νουν εμπειρία της θεώσεως, είδε το Θεό μέσω του Θεού, είδε θεοπρεπώς τον Σωτήρα Χριστό στη δόξα και την τιμή της Θεότητας και δια μέσου αυτού είδε τον Πατέρα εν Πνεύματι αγίω, δηλ. είδε την αγία Τριάδα. Μέσω των φράσεων «εκ δεξιών του Θεού» και «δόξαν Θεού» σημαίνονται άκτιστες πραγματικότητες, οι οποίες κατανοούνται μόνο θεοπρεπώς, δηλ. όταν ο άνθρωπος υπάρχει πλήρης Πνεύματος αγίου, μέσα στο άκτιστο Φως. Στην ίδια κατάσταση θα βρεθούν όσοι ακολουθούν τον Σωτήρα κατά την β΄ παρουσία, όπου θα δουν τη δόξα του Θεού Πατέρα εν αγίω Πνεύματι δια της μετοχής τους στην θέα της ανθρωπίνης φύσης του Υιού, που θα συγκάθηται και θα τιμάται ισοκλεώς με τη θεία Φύση του στο Θρόνο της θεαρχικής και μακάριας και πανακήρατης Τριάδας.