Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Προσευχή

Ο Ευτύχης γεννήθηκε το Φθινόπωρο. Πέρασαν οι μέρες, έγινε κανονικό μωράκι, αν και όχι ιδιαίτερα παχουλό, γιατί από μωρό κιόλας ήταν πάρα πολύ ζωηρός και αεικίνητος. Οι μήνες έρχονταν και έφευγαν και κάθε μέρα έκανε και κάτι καινούργιο, που ξετρέλαινε όλους.
Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά, ο Ευτύχης άρχισε να κλαίει. Να κλαίει πολύ και χωρίς λόγο, κυρίως μόλις έτρωγε. Υπήρχε φυσικά η πολύ απλή εξήγηση των κωλικών, που σας έχω εξηγήσει προηγουμένως, αλλά οι γονείς του κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το κλάμα.
Έτσι, άρχισε ο Ευτύχης να παίρνει βόλτα τους γιατρούς πριν καν κλείσει τον πρώτο του χρόνο σ’ αυτή τη γη. Οι γιατροί τον εξέταζαν, κουνούσαν το κεφάλι τους, τον κοίταζαν από δω, τον έπιαναν από κει, δεν ήταν βλέπετε και πολύ μεγαλύτερος από το χέρι του μπαμπά του σε μέγεθος, δεν είχαν και πολύ πράγμα να εξετάσουν. Ο Ευτύχης πάντα έκλαιγε. Ή μάλλον ούρλιαζε, θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Είχαν κάποια ιδέα για το τι μπορεί να ήταν το πρόβλημά του, και σίγουρα είχε σχέση με το έντερο, όμως δεν μπορούσαν να σιγουρευτούν εάν δεν τον άνοιγαν. Μια εγχείρηση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για ένα τόσο μικρό μωράκι, κι έτσι είπαν να του δίνετε ένα ειδικό γάλα (δεν ξέρω πώς το έπινε αυτό το πράγμα, ήταν απαίσιο, αλλά σου λέει, γιατροί είναι, κάτι θα ξέρουν) και να τον παρακολουθείτε μήπως του περάσει από μόνο του.
Πράγματι, με το καινούργιο γάλα ο Ευτύχης σαν να μείωσε λίγο το κλάμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα συνεχιζόταν. Οι γιατροί είπαν πως θα πρέπει να γίνει επέμβαση τελικά, αν και δεν ήταν σίγουρο πως κι αυτή θα έλυνε το πρόβλημα. Όρισαν και ημερομηνία, που όμως ευτυχώς ήταν κάνα μήνα μακριά προς το παρόν.
Η Ελίζα και η Ρόδη είχαν μείνει βουβές μπροστά σε όλο αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Τον κουνούσαν ώρες ατέλειωτες στην αγκαλιά τους, μπας και κοιμηθεί, και σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε να ήταν έτσι τα πράγματα. Έπρεπε ο αδερφός τους να γελάει, να βγάζει μωρουδίστικους ήχους και σιγά-σιγά να ξεπεράσει αυτά τα ενοχλητικά τα πάμπερ. Όχι όμως να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς. Ήταν δυνατόν ο Θεός να τους τον έφερε μόνο για να τους τον ξαναπάρει;
Δεν ήταν πια ο Ευτύχης το παιχνιδάκι τους, αλλά ήταν το πρόβλημα, η απορία ενώπιον του Θεού.
Και αυτό μας φέρνει στο λόγο που σας λέω αυτή την ιστορία.

Οι γονείς της Ελίζας και της Ρόδης, κάθε νέο που είχαν για τον Ευτύχη, το μοιράζονταν αμέσως με την εκκλησία, με τους αδερφούς. Οι οποίοι ήξεραν από την πρώτη στιγμή και προσεύχονταν για το πρόβλημα. Αυτό έδινε στην Ελίζα και τη Ρόδη μια αίσθηση ασφάλειας. Ο Θεός σίγουρα θα άκουγε τόσες πολλές προσευχές. Όμως είχαν αρχίσει να σκέφτονται ότι η προσευχή μάλλον είναι κάτι σαν τα παραμύθια, που όλοι τα λένε, αλλά κανείς δεν τα πιστεύει. Γιατί ο Ευτύχης συνέχιζε να κλαίει και όλο και πλησίαζε η μέρα της επέμβασης.
Οι γονείς το είπαν κι αυτό στους αδελφούς. Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους με συμπόνια και είπαν για άλλη μια φορά ότι θα προσευχηθούν. Η Ρόδη ένωθε βέβαια ευγνωμοσύνη για τις προσευχές τους, αλλά ήθελε να τους πει ότι δεν ήταν αρκετές, δεν γινόταν τίποτα με αυτές.
Τότε έγινε κάτι που της άλλαξε τη γνώμη.
Στην εκκλησία υπήρχε μια κυρία, που είχε μετακομίσει πρόσφατα με την οικογένειά της από την Αυστραλία. Αυτή η αδελφή, λοιπόν, έπιασε όλη την οικογένεια της Ελίζας και της Ρόδης πριν φύγουν από την εκκλησία και τους είπε:
«Κάθε βράδυ στις 10, θα μαζευόμαστε εμείς στο σπίτι μας και εσείς στο δικό σας και θα κάνουμε ειδική προσευχή για τον Ευτύχη, ταυτόχρονα, κι ας είμαστε μακριά. Και ο Θεός σίγουρα θα μας απαντήσει. Μην το ξεχάσετε. Ξεκινάμε από σήμερα.»
Καθώς απομακρύνθηκε, η Ρόδη είδε δάκρυα στα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε την Ελίζα. Το είχε δει κι αυτή.
Πήγαν λοιπόν σπίτι και κατά τις 10 η ώρα μαζεύτηκαν και προσευχήθηκαν. Όμως αυτή η προσευχή δεν έμοιαζε με τις άλλες. Γιατί ήξεραν, ότι κάποια χιλιόμετρα πιο κει, μια άλλη οικογένεια είχε γονατίσει και προσευχόντουσαν κι εκείνοι.
Και κάτι ακόμα.
Η Ρόδη και η Ελίζα ήξεραν ότι τους ένοιαζε κι εκείνους για τον αδερφούλη τους, γιατί την είχαν δει την αδελφή που είχε δακρύσει, σαν να επρόκειτο για το δικό της το παιδί.
Η αλήθεια είναι πως δεν έγινε κάποιο θεαματικό θαύμα για τον Ευτύχη μετά από κείνη την πρώτη προσευχή, ούτε μετά από τη δεύτερη. Όμως σιγά-σιγά ο Ευτύχης έγινε καλά και ούτε που χρειάστηκε να πάει στο χειρουργείο. Η Ελίζα και η Ρόδη το ήξεραν ότι ο Κύριος τον είχε κάνει καλά, πως είχε ακούσει κάθε μία προσευχή. Αλλά είχε γίνει και κάτι άλλο μέσα στην καρδιά τους.
Στα υγρά μάτια αυτής της γυναίκας είχαν δει την αγάπη. Και είχαν καταλάβει ότι πολλές φορές ο Κύριος δεν απαντάει την προσευχή μας ακριβώς όπως και όταν το θέλουμε. Πάντα όμως φροντίζει να μας περιβάλλει με την αγάπη Του και δεν μας αφήνει ποτέ μόνους.
Καθώς πέρασαν οι μήνες και έπειτα τα χρόνια, ο Ευτύχης μεγάλωσε, έκανε πιο πολλές σκανταλιές από κάθε άλλο παιδάκι (ίσως) και τώρα πια σπάνια θυμάται κανείς την περιπέτεια που είχε περάσει τότε. Κι όταν τη θυμούνται, είναι μόνο για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη φροντίδα Του.
Και όσον αφορά την Ελίζα και τη Ρόδη, αυτό ήταν ένα από τα βήματα που τις οδήγησαν, ξεχωριστά την κάθε μία, να δώσουν τη ζωή τους στον Θεό. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια αγάπη;

Ομολογία πίστεως...

Μιλώντας κάποτε στο αρχονταρίκι αγιορείτικης Μονής, ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος Ράντοβιτς (γνωστός για την σχέση που είχε με τον Αγ. Παΐσιο όταν ασκήτευαν σε γειτονικά κελιά στο Αγ. Όρος) αναφέρθηκε στην αγιασμένη μορφή του πατέρα του.
Θυμήθηκε ότι στα χρόνια της αθεϊστικής Γιουγκοσλαβίας, τότε που κανείς δεν τολμούσε να πάει στην Εκκλησία, ο πατέρας του τούς έπαιρνε και τους πήγαινε τακτικά για να κοινωνούν. Στο χωριό, του είχαν προτείνει να γίνει δάσκαλος, επειδή είχε τελειώσει Λύκειο. Κι εκείνος απάντησε: «Δεν θέλω να αναλάβω, γιατί θα αναγκαστώ να διδάσκω αθεΐα».
«Ένα βραδάκι», διηγείται ο επίσκοπος Αμφιλόχιος, «μετά τις αγροτικές δουλειές, είχαμε μαζευτεί όλα τα αδέλφια μου, επτά παλληκάρια, και συζητούσαμε περί ομολογίας της πίστεως.
Ο μακαρίτης ο μεγαλύτερος αδελφός μου έλεγε ότι δεν πρέπει να εξωτερικεύουμε την πίστη μας. Εγώ, τεταρτοετής της Θεολογικής Σχολής τότε, έλεγα το αντίθετο.
Ο πατέρας άκουγε τη συζήτηση και σε μία στιγμή λέει:
Ακούστε, παιδιά μου. Έχω εσάς, επτά γιους, και είμαι έτοιμος να χύσω και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για σας.
Όμως να θυμάστε αυτό που σας λέω: Αν ερχόταν κάποιος να μου πει: «Διάλεξε. Ή θα αρνηθείς το Χριστό, ή θα σου σκοτώσουμε τους επτά γιους», εγώ θα έλεγα (και τον πιάσανε τα κλάματα τον καημένο): «Ο Θεός τα έδωσε. Ο Θεός τα πήρε (*). Δεν είναι δικά μου. Του Θεού είναι. Το Χριστό δεν Τον αρνούμαι».
«Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μου έχει μείνει ακόμα», έλεγε ο επίσκοπος Αμφιλόχιος.
Ο αγιασμένος Σέρβος πατέρας δεν είπε κάτι καινούργιο. Με την ομολογία του (έστω κι αν δεν βρέθηκε στη δύσκολη θέση να την εφαρμόσει) προστέθηκε στη μεγάλη χορεία των αγίων γονέων, που ενθάρρυναν και ήταν παρόντες στο μαρτυρικό θάνατο των παιδιών τους και οι περισσότεροι τους ακολούθησαν στο μαρτύριο: Αγία Σολομονή (μάνα των αγίων Επτά Μακκαβαίων), η μητέρα του αγίου Μελίτωνα (ενός από τους Σαράντα Μάρτυρες), Αγία Ανθία (μάνα του αγίου Ελευθερίου), Αγία Σοφία με τις τρεις θυγατέρες της και πολλοί άλλοι.
Τα συγκλονιστικά λόγια του πατέρα που αναφέραμε, ουσιαστικά θέλουν να δηλώσουν το εξής απλό:
«Αν αρνηθώ το Χριστό, τότε παύω να είμαι Πατέρας σας (το Π με κεφαλαίο). Και αντί για την ανάμνηση της ζωογόνου πατρικής αγκαλιάς, σας αφήνω μία θανατηφόρα κληρονομιά.
Σας τραβάω, με το παράδειγμά μου, σε ένα δρόμο αιώνιου θανάτου και καταστροφής. Κι εγώ δεν σας γέννησα για να καταστραφείτε και να χαθείτε για πάντα. Σας γέννησα για να σωθείτε και για να ζείτε για πάντα Ζωή Αληθινή. Γι’ αυτό καλύτερα να σας καμαρώνω - Αιώνια Ζωντανούς - Μάρτυρες της Αλήθειας, παρά εσείς να επιβιώσετε με το στίγμα:
“Τα παιδιά του αρνησίχριστου” και εγώ να είμαι αναπολόγητος στο φοβερό βήμα του Χριστού»!
Με τις ευχές και τις πρεσβείες όλων των αγίων γονέων της Εκκλησίας μας, ας ανοίγουμε σωστά τις αγκαλιές μας για τα παιδιά μας, δίνοντάς τους αγάπη, που τα τρέφει και τα σώζει.
Και αυτό θα γίνεται πραγματικότητα, μόνο όταν εμείς αγωνιζόμαστε σταθερά να ζούμε μέσα στην Αγκαλιά του Θεού, στην Εκκλησία Του.
(*) Η απάντηση του δικαίου Ιώβ όταν τον πληροφόρησαν ότι σκοτώθηκαν τα παιδιά του.
Περιοδικό Λυχνία Νικοπόλεως - Τεύχος Απριλίου - π. Β. Λ.

Άγιος Ανώνυμος Κρητικός Νεομάρτυρας

Ο Νεομάρτυρας αυτός ήταν από την Κρήτη και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς. Είκοσι χρονών βρέθηκε στη δούλεψη ενός Τούρκου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Κάποια νύκτα, ο Τούρκος αυτός, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον νεαρό. Τότε ο ευσεβής νέος αρνήθηκε και πάνω στην απελπισία του μαχαίρωσε τον Τούρκο με αποτέλεσμα αυτός να πεθάνει.

Την επομένη μέρα οι φίλοι του σκοτωμένου Τούρκου, μόλις άκουσαν το γεγονός, συνέλαβαν τον νεαρό χριστιανό και τον πήγαν στον δικαστή. Αλλά επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία σε βάρος του τον άφησαν ελεύθερο.

Μετά δύο μέρες όμως, τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον βασάνισαν σκληρά, ομολόγησε όλη την αλήθεια. Τότε ο δικαστής του πρότεινε, για να σώσει τη ζωή του, ν' αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Νεομάρτυρας απέρριψε την πρόταση του δικαστή και με θάρρος ομολόγησε πως γεννήθηκε, είναι και θέλει να πεθάνει χριστιανός. Τότε μια από τις μέρες του Ιουλίου το 1811 μ.Χ., τον θανάτωσαν με απαγχονισμό. Δύο μέρες έμεινε το τίμιο λείψανο του στην κρεμάλα, κατόπιν το κατέβασαν και το έχωσαν στην άμμο.

Ανάμνηση Εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου στις Βλαχερναίς και Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυρού

Ο Σ. Ευστρατιάδης για το γεγονός αυτό γράφει τα έξης: «Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος σταυρός, περιήγετο ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναοὺς πρὸς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν καὶ πάλιν ἀπετίθετο εἰς τὸ σκευοφυλάκιον.

Εἰς τοὺς κώδικας τὰ τοῦ τιμίου σταυροῦ προεόρτια ἀναγράφονται καὶ ἄρχονται ἀπὸ τῆς πρώτης Αὐγούστου, ἡ δὲ κατὰ τὴν προεόρτιον ταύτην ἀνάμνησιν ὑμνογραφία εἶναι πλούσια καὶ κεῖται ἀνέκδοτος εἰς πολλοὺς Κώδικας καὶ ἶνα μόνον εἰς τοὺς κατ' αὐτὴν συντεθέντας Κανόνας περιορισθῶ, σημειῶ Κανόνα τοῦ Θεοφάνους (ἐν τοὶς Κώδ. 368 φ. 3636,1568 φ. 3α Παρισίων καὶ Ω 147 Λαύρας), τοῦ Γεωργίου Νικομήδειας (ἐν τοὶς Κωδ. 1567 φ. 240 6,13φ 351 α’ Παρισίων καὶ Θ 32 φ. 344α, Δ 12 φ. 273α, 1135 φ. 333α καὶ Ω 147 φ. 368α Λαύρας), ἕτερον τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Νικομήδειας φέροντα ἀκροστιχίδα "Σταυρῶ γεγηθῶς ἐξάδω θεῖον μέλος Γεώργιος" (ἐν τῷ Παρισινῷ Κωδ. 13 φ. 352 6 καὶ τῷ τῆς Λαύρας Θ 33 φ. 5). Εἰς τοὺς αὐτοὺς δὲ Κώδικας καὶ ἄλλους Στιχηρὰ πολλά, Ἰδιόμελα, Καθίσματα κλπ.».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρὰ διανοί, προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, διὰ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.


Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας

Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου της Ιερουσαλήμ (βουλευτής), φίλος και κρυφός μαθητής του Ιησού Χριστού ο οποίος καταγόταν από την Αριμαθαία, μια μικρή πόλη ΒΔ΄ της Ιερουσαλήμ.

Ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε να κηδέψει το σώμα του Ιησού Χριστού. Αφού έλαβε την άδεια του, μαζί με τον Νικόδημο το κατέβασαν από το σταυρό το σώμα του Κυρίου, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου (Ματθ. κζ' 57 - 60, Μαρ. ιε' 42 - 46, Λουκ. κγ' 50 - 53 και Ιω. ιθ' 38 - 42).

Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας απεβίωσε ειρηνικά (κατά πάσα πιθανότητα στην Αγγλία).

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος

Ο Όσιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στη Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 - 842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Η ορθόδοξη οικογένειά του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του.

Ο ηθικός βίος του και η φιλάνθρωπη δράση του εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την τέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δεν σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του.

Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στο Κύριο, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε σε θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.

Κατά την Ανακομιδή το Ιερό Λείψανο του Οσίου Ευδοκίμου βρέθηκε «φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την 6η Ιουλίου 831 μ.Χ. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο διαλύθηκε.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς αἰωνίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου, Ἅγιε, σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Εὐδοκιμήσας ἀγαθαῖς ἐργασίαις, ἐδοκιμάσθης ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, τοῖς πειρασμοῖς Εὐδόκιμε ἀοίδιμε· ὅθεν μετὰ θάνατον, ἀναβλύζεις πλουσίως, θαύματα ὡς νάματα, καὶ νοσήματα παύεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ ἐκδυσωπῶν, ὅπως πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Ποιοὺς χορταίνει ὁ Θεὸς

«Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν»

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀ­κούσαμε ὅτι ὁ Κύριος μὲ πέν­τε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια ἔθρεψε πλῆθος ἀνθρώπων, ἀ­πὸ τοὺς ὁποίους μόνο οἱ ἄνδρες ἦταν πέν­τε χιλιάδες! Ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν καὶ μάλιστα περίσσεψαν δώδεκα κοφίνι­α γεμάτα μέχρι πάνω! Ἡ περικοπὴ αὐτὴ εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπίκαιρη στὴν ἐποχή μας, ἐποχὴ οἰκονομικῆς κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία πολλοὶ συνάνθρωποί μας στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὰ ἀναγκαῖα. Ὡστόσο, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ θαῦμα, θὰ πρέπει νὰ δοῦμε ποιὰ ἦταν ἡ περίσταση στὴν ὁποία ὁ Κύριος τὸ ἐνήργησε, καὶ κατόπιν τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωή μας.

1. Προνοεῖ ἰδιαιτέρως γιὰ ὅσους ἐπίμονα Τὸν ἀναζητοῦν

Ὁ Κύριος καὶ οἱ μαθητές Του εἶχαν ἀποσυρθεῖ σὲ ἔρημο τόπο γιὰ λίγη ξεκούραση. Τὸν ἀντιλήφθηκαν ὅμως τὰ πλήθη καὶ πῆγαν σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος. Ἐκεῖνος τοὺς σπλαχνίσθηκε, θεράπευσε τοὺς ἀσθενεῖς τους καὶ δίδαξε ἐπὶ πολλὴ ὥρα, μέχρι ποὺ ἄρχισε νὰ βραδιάζει. Τότε τοὺς ἔθρεψε μὲ αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ θαῦμα.

Αὐτοὺς ἔθρεψε. Αὐτοὺς ποὺ εἶχαν δείξει τέτοιο ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὸν Κύριο. Δὲν τοὺς βρῆκε Ἐκεῖνος· αὐτοὶ Τὸν βρῆκαν, περπατώντας ὧρες, καὶ μάλιστα κουβαλώντας τοὺς ἀρρώστους τους. Δὲν πῆγαν μόνο γιὰ νὰ θεραπευθοῦν, ἀλλὰ ἔδειξαν ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία Του. Κάθισαν καὶ Τὸν ἄκουγαν ὧρες, χωρὶς νὰ δυσανασχετήσουν καὶ νὰ παραπονεθοῦν. Τόσο τοὺς εἵλκυσε ἡ θεία διδασκαλία Του, ὥστε ξέχασαν τὴν κούρασή τους καὶ δὲν τοὺς ἀπασχόλησε καθόλου οὔτε ποῦ θὰ κοιμηθοῦν οὔτε τί θὰ φᾶνε. Αὐτοὺς ἔθρεψε ὁ Κύριος· τοὺς ἐπίμονους ἀναζητητές Του καὶ φιλόπονους ἀκροατές Του, οἱ ὁποῖοι γιὰ χάρη τῶν πνευματικῶν λησμόνησαν τὰ σωματικά.

Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ γιὰ τὴ ζωή μας;

2. Πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ ψυχή!

Ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων διδασκόμαστε ὅτι ὅ­ταν φροντίζουμε περισσότερο ἀπὸ ὅλα γιὰ τὸν ἐξαγιασμό μας, τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς στερήσει τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Νὰ ζητᾶτε πρῶτα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα, τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωματική σας συντήρηση, θὰ σᾶς δοθοῦν (Ματθ. ς´ 33).

Εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ψαλμικοῦ χωρίου ποὺ ψάλλουμε στὴν ἱερὴ Ἀ­κολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Πλούσιοι ποὺ ἐξάρτησαν τὴν εὐτυχία τους ἀπὸ τὰ πλούτη τους, κατάντησαν φτωχοὶ καὶ πείνασαν· ἐνῶ ὅσοι στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Κύριο καὶ Τὸν ἀναζητοῦν μὲ πόθο, δὲν θὰ στερηθοῦν κανένα ἀγαθό (Ψαλ. λγ´ [33] 11).

Τὸ ζητούμενο λοιπὸν εἶναι νὰ βάλουμε σωστὲς προτεραιότητες: πρῶτα νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ μετὰ γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ σώματός μας. Νὰ μὴ μᾶς ἀπορροφοῦν οἱ δουλειές μας καὶ παραμελοῦμε τὰ πνευματικά – τὴν καθημερινὴ προσ­ευχὴ καὶ μελέτη, τὸν ἐκκλησιασμὸ κάθε Κυριακή, τὴν τακτικὴ Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία. Νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ πάνω ἀπὸ ὅλα πῶς θὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ εὐλογεῖ τὴν ἐργασία μας καὶ δὲν θὰ μᾶς λείπει τίποτε.

Νὰ φυλάττουμε ἀκόμη τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, ποὺ δυστυχῶς στὶς μέρες μας καταπατεῖται. Νὰ μὴν ἐργαζόμαστε τὴν Κυριακή, ὅση ἀνάγκη κι ἂν ἔχουμε, καὶ δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός. «Τὸ κέρδος τῆς Κυριακῆς εἶναι καταραμένο», ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα στὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογία», ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος. Τὴν Κυριακὴ νὰ τὴν ἀφιερώνουμε στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σὲ πνευματικὴ μελέτη, σὲ ἀγαθοεργίες…

***

Εἶναι πραγματικὰ παράδοξο ὅτι ἕνα τόσο «ὑλικὸ» θαῦμα, ὁ χορτασμὸς τῶν πεντακισχιλίων, δίνει ἕνα τόσο πνευμα­τικὸ μήνυμα. Τὸ μήνυμα νὰ στρέψουμε τὸ ἐνδιαφέρον, τὴν προσοχή, τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὰ γήινα στὰ οὐράνια· νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, νὰ ἐμπιστευθοῦμε σ᾿ Αὐτὸν ὁλόκληρη τὴ ζωή μας· καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ φροντίσει γιὰ ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη λύση στὴν κρίση τῆς ἐποχῆς μας: νὰ σταματήσουμε νὰ δίνουμε τὶς δικές μας ἀν­θρώπινες λύσεις στὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, καὶ νὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἕνα κυρίως ζήτημα: πῶς θὰ βροῦμε τὸν Θεό. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ δίνει τὶς δικές Του θαυμαστὲς θεϊκὲς λύσεις σὲ ὅλα τὰ προβλήματά μας.

Πληγὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας

«Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί... ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα»

Εἶχαν χωριστεῖ σὲ φατρίες οἱ Χριστια­νοὶ τῆς Κορίνθου καὶ βρίσκονταν σὲ διαρκὴ διαμάχη καὶ διαφωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ πόνο ψυ­χῆς τοὺς γράφει: «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀ­­­­δελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ­Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα». Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁμολογεῖτε ὅλοι τὴν ἴδια πίστη καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ σας διαφωνίες καὶ διαιρέσεις.

Αὐτὴ ἡ ἔντονη προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν γιὰ ἑνότητα μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ ὑπογραμμίσουμε, πρῶτον, πόσο μεγάλη πληγὴ ἀποτελεῖ ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητος μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ, δεύτερον, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποφευχθεῖ μία τέτοια θλιβερὴ κατάσταση.

1. «Μεμέρισται ὁ Χριστός;»

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅταν τὰ μέλη της δὲν εἶναι ἑ­­νωμένα, τότε παρουσιάζεται ὁ Χριστὸς κομματιασμένος! Εἶναι τραγικό, ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια: Κάθε διαίρεση μεταξὺ τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ πρωτίστως καίριο πλῆγμα καὶ προσβολὴ ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ διαμαρτύρεται ἔντονα ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Μεμέρισται ὁ Χριστός;». Κομματιάστηκε λοιπὸν ὁ Χριστός; Εἶναι δυνατὸν νὰ κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἅγιο Ποτήριο καὶ νὰ εἴμαστε διασπασμένοι; «Εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» (Α΄ Κορ. ι΄ 17). Ἕνας εἶναι ὁ οὐράνιος ἄρτος, γι’ αὐτὸ ἕνα σῶμα εἴμαστε οἱ πολλοί.

Ἂς θυμηθοῦμε πῶς ζοῦσαν ἐκεῖνοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων: «Τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία», ἀναφέρουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (δ΄ 32), κάνοντας φανερὸ ὅτι ὅλοι οἱ πιστοὶ εἶχαν ἁρμονικὴ καὶ ἀδιάσπαστη ὁμοφροσύνη‧ ἦταν μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιά!

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ διάσπαση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οἱ διαιρέσεις καὶ δια­φωνίες μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἔχουν ἀρ­νητικὸ ἀντίκτυπο καὶ στοὺς ­ἀν­θρώπους ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς νὰ πιστέψουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Θε­ὸς εἶναι ἀγάπη, ὅταν βλέπουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ βρίσκονται σὲ διαμάχη καὶ ἀν­­­τίθεση; Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ ­Κύριος ­Ἰη­σοῦς προέτρεψε τοὺς μαθητές του νὰ δι­α­τηρήσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ­ἑνότητα μεταξύ τους λέγοντας: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀ­­γάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»· δηλαδή, ἀπ’ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ἀπὸ τὸ ἂν ἔχετε ἀ­­γάπη μεταξύ σας (Ἰω. ιγ΄ 35).

2. Ἡ θεραπεία τῆς πληγῆς

Εἶναι ὁλοφάνερη καὶ ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ καλλιεργοῦμε τὴν ὁμοφροσύνη καὶ τὴν ἑνότητα μεταξύ μας καὶ νὰ ἀποφεύγουμε καθετὶ ποὺ δημιουργεῖ διαιρέσεις καὶ ἀντιπαλότητες μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς ὅμως θὰ γίνει αὐτό;

Πρῶτον μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἂν ἐξετάσουμε τὸν βαθύτερο λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ μας, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι λείπει ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἀντὶ αὐτῆς παρουσιάζεται ὁ ἐγωισμός, ὁ ὁποῖος σὰν δυναμίτης τινάζει στὸν ἀέρα τὸ οἰκοδόμημα τοῦ νηφάλιου διαλόγου καὶ τῆς ἁρμονικῆς συν­εργασίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος μᾶς παρακινεῖ νὰ ἐγκολπωθοῦμε τὴν ἀρετὴ αὐτὴ ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Πάντες ἀλλήλοις ὑποτασσόμενοι τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 5).

Κι ἕνα δεύτερο σημεῖο ἀπαραίτητο γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ὑπακοή μας στὸν Κύριο καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἑνότητα ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ αὐτοσχεδιάζουμε σὲ ζητήματα Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς. «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. δ΄ 5), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὴν τὴν «μίαν πίστιν» καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς παραδόθηκε καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ ἀκολουθήσουμε. Ἂν αὐτὴ τὴν πίστη ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος καὶ μᾶς δίδαξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἔχουμε ὡς βάση στερεὴ καὶ ἀκλόνητη, τότε πράγματι θὰ λέγουμε «τὸ αὐτὸ πάντες» καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν μεταξὺ μας διαφωνίες καὶ ἀντεγκλήσεις.

❁ ❁ ❁

Δὲν ὑπάρχει πιὸ πολύτιμο ­πράγμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῶν μελῶν της. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, λίγο πρὶν ἀκολουθή­σει τὴν πορεία τῆς ­σταυρικῆς του ­θυσίας, προσευχήθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν μαθη­τῶν του καὶ μάλιστα προέβαλε ὡς πρότυπο ­ἑνότητος τὴν κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅπως εἶναι ἑνωμένοι ὁ ­Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα σὲ μιὰ ἄρρηκτη ἑνότητα καὶ ἀγαπητικὴ κοινωνία, ἔτσι καλούμαστε νὰ ζοῦμε καὶ οἱ πιστοὶ Χριστιανοί. Ἂς ἐξαφανίσουμε λοιπὸν κάθε αἰτία διαμάχης καὶ χωρισμοῦ κι ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς χαρίζει τὴν ὕψιστη δωρεὰ τῆς ­ἑνότητος γιὰ νὰ οἰκοδομοῦνται οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ δοξάζεται τὸ πανάγιον ὄ­­νομά του.

Αγία Ιουλίττη από την Καισαρεία

Η Αγία Ιουλίττη έζησε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου  , ο όποιος έτρεφε μεγάλη υπόληψη προς αυτή, λόγω της ευσέβειας και των πολλών αρετών της.

Η Ιουλίττη είχε μεγάλη περιουσία και πολεμήθηκε από κάποιο πλεονέκτη και άρπαγα ισχυρό, που την έμπλεξε σε δίκες και κίνησε εναντίον της ψευδομάρτυρες. Η Ιουλίττη, παρακάλεσε τον Μέγα Βασίλειο να την προστατέψει. Αυτός, γνωρίζοντας το δίκιο της, δέχτηκε και έγραψε στον Παλλάδιο, άνδρα χρηστό και θεοφοβούμενο, να συνηγορήσει υπέρ της Ιουλίττης στον έπαρχο. Στην ίδια δε γράφει, για να την ενδυναμώσει, ότι «δυνατὸς δὲ ὁ ἅγιος (θεός) διαγαγεὶν σὲ πάσης θλίψεως, μόνον ἐὰν ἀληθινὴ καὶ γνησία καρδία ἐλπίσωμεν ἐπ’ αὐτόν».

Τελικά ο αντίδικος της Ιουλίττης, την κατάγγειλε ότι έβριζε τα - υπέρ της ειδωλολατρίας - διατάγματα του Ιουλιανού. Όταν ρωτήθηκε γι' αυτό η Ιουλίττη, απάντησε ότι καταδικάζει την ειδωλολατρία και καθήκον της είναι να ενισχύει τους χριστιανούς στην αληθινή πίστη. Για την ομολογία της αυτή, καταδικάστηκε και ρίχτηκε στη φωτιά. Το σώμα της ωστόσο, έμεινε ακέραιο και έβρισκαν σε αυτό παρηγοριά και ίαση οι πιστοί Χριστιανοί.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος οι Απόστολοι

ούς εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου. Όλοι υπηρέτησαν το Ευαγγέλιο του Χριστού «ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι» (Β' προς Κορινθίους, ια - 27). Δηλαδή, υπηρέτησαν τον Κύριο με κόπο και μόχθο, με αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα στις μακρινές οδοιπορίες, με νηστείες, με ψύχος και γυμνότητα.

Ο Σίλας φυλακίστηκε μαζί με τον Παύλο στους Φιλίππους της Μακεδονίας (Πραξ. ιστ 25-39). Μετά από πολλούς μόχθους και αφού ακολούθησε τον Παύλο σε πολλές περιοδείες του, έγινε επίσκοπος Κορίνθου.

Ο Σιλουανός, από το αξίωμα του επισκόπου Θεσσαλονίκης, αγωνίσθηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στον Κύριο.

Ο Επαινετός, από το αξίωμα του επισκόπου Καρθαγένης, αγωνίσθηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στον Κύριο.

Ο Ανδρόνικος αγωνίστηκε και βασανίστηκε για την πίστη του στο Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ο Κρήσκης, τέλος, έγινε επίσκοπος Καρχιδονίας και από την θέση αυτή μόχθησε και υπηρέτησε το Θείο Ευαγγέλιο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Ανδρόνικος, εορτάζεται μαζί με την Αγία Ιουνία και στις 17 Mαΐου, ενώ η εύρεση των τιμίων λειψάνων του εορτάζεται στις 22 Φεβρουαρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ὡς οὐρανοὶ λογικοί, τὴν δόξαν ἀστράψαντες, τοῦ κενωθέντος ἐν γῇ, συμφώνως ὑμνείσθωσαν, Κρήσκης Σιλουναὸς τέ, καὶ ὁ ἔνθεος Σίλας, ἅμα σὺν Ἀνδρονίκω, Ἐπαινετὸς ὁ θεόφρων Χριστὸν γὰρ ἰκετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνοδίτης τοῦ Παύλου γεγονὼς καὶ συνέκδημος, τὴν Νεάπολιν μάκαρ καὶ Φιλίππους ἐφώτισας, τῆς θείας ἐπιγνώσεως φωτί, Ἀπόστολε Σίλα ἱερέ. Ἀλλὰ φύλαττε καὶ σκέπε πάντας ἡμᾶς, ἐν πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε· καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐορτάζει σήμερον ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκβοᾷ σοι Ἀπόστολε· χαῖρε ὦ Σίλα τοῦ Παύλου συνόμιλε.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστέρες μέγιστοι τὴν οἰκουμένην, εὐσεβείας λάμψεσι, φωταγωγοῦντες εὐσεβῶς, εἰς τὸν αἰῶνα δοξάζεσθε, θαυματοφόροι Κυρίου Ἀπόστολοι.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Ἀνδρόνικε Σίλα, καὶ θεόφρον Σιλουανέ, σὺν Ἐπαινετῷ τε, καὶ Κρήσκεντι τῷ θείῳ, τῆς ἀληθοῦς σοφίας ἐνδιαιτήματα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας θεῖος πυρσός, Ἀπόστολε Σίλα, καὶ τῆς χάριτος θησαυρός· χαίροις ὁ τῷ Παύλῳ, πιστῶς διακονήσας, αἰτούμενος δὲ πᾶσιν, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής

(Μτθ. ιδ´ 14-22)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. ᾿Οψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῎Ερημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄ-χλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ  ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. ῾Ο δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν κόσμο καὶ τοὺς σπλαχνίστηκε, καὶ γιάτρεψε τοὺς ἀρρώστους των.῞Οταν ἔπεσε τὸ δειλινό, τὸν πλησίασαν οἱ μαθητές του καὶ τοῦ εἶπαν· «῾Ο τόπος εἶναι ἐρημικός, καὶ ἡ ὥρα πιὰ περασμένη. Διῶξε τὸν κόσμο νὰ πᾶνε στὰ χωριὰ γιὰ ν᾿ ἀγοράσουν φαγητὰ νὰ φᾶνε». ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φύγουν, δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε». «Δὲν ἔχουμε ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια», τοῦ ἀπαντοῦν. «Φέρτε μοῦ τα ἐδῶ», τοὺς λέει. Κι ἀφοῦ πρόσταξε τὸν κόσμο νὰ καθίσει γιὰ φαγητὸ πάνω στὸ χορτάρι, πῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, τὰ εὐλόγησε, ἔκοψε τὰ ψωμιὰ σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητές, καὶ οἱ μαθητὲς στὸ πλῆθος. ῎Εφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν. Καὶ μάζεψαν τὰ περισσεύματα ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. Αὐτοὶ ποὺ ἔφαγαν ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.  ᾿Αμέσως ὕστερα ὁ ᾿Ιησοῦς ὑποχρέωσε τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ καΐκι καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸν περιμένουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Α´ Κορ. α´ 10-17)
Αδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ͺᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. ᾿Εδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ᾿Εγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ ᾿Απολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ῍Η εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. ᾿Εβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Αδελφοί, σᾶς ζητῶ, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶστε ὅλοι σύμφωνοι μεταξύ σας καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἑνωμένοι, μὲ μία σκέψη καὶ μὲ ἕνα φρόνημα. Αὐτὸ τὸ γράφω, ἀδελφοί μου, γιατὶ μὲ πληροφόρησαν γιὰ σᾶς ἄνθρωποι τῆς Χλόης ὅτι ἔρχεστε σὲ προστριβὲς μεταξύ σας. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ καθένας σας λέει κάτι διαφορετικό. ῾Ο ἕνας λέει· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου», ὁ ἄλλος· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ ᾿Απολλώ», ἕνας ἄλλος· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ» καὶ κάποιος ἄλλος· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ». Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Μήπως εἶναι ὁ Παῦλος ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ νὰ σᾶς σώσει; ῍Η μήπως στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου ἔχετε βαφτιστεῖ; Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βάφτισα κανένα σας ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κρίσπο καὶ τὸν Γάϊο. ῎Ετσι δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς τὸν βάφτισα στὸ δικό μου ὄνομα. Ναί, βέβαια, βάφτισα καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ. ᾿Εκτὸς ἀπ’ αὐτούς, ὅμως, δὲν θυμᾶμαι νὰ βάφτισα κανέναν ἄλλο. ῾Η ἀποστολὴ ποὺ μοῦ ὅρισε ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν νὰ βαφτίζω, ἀλλὰ νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς σοφὰ καὶ περίτεχνα λόγια, ὥστε ὁ θάνατος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στὸν σταυρὸ νὰ μὴ χάσει τὸ περιεχόμενό του.

Άγιος Κωνσταντίνος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Πρόκειται για τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Α', που διαδέχτηκε τον Ιωάννη τον Ε' το έτος 674. Είχε κάνει προηγούμενα διάκονος και σκευοφύλακας. Πατριάρχευσε δύο χρόνια και τρεις μήνες. Δεν έχουμε πολλά βιογραφικά του στοιχεία. Βέβαιο είναι όμως, ότι διακρινόταν για το αυστηρά Ορθόδοξο φρόνημα του, τον ζήλο για την υπεράσπιση της Εκκλησίας κατά των κακοδόξων, των μονοθελητών, επίσης για τον άφιλοχρήματο και φιλόπτωχο χαρακτήρα του.

Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, έχει άλλη άποψη περί του Αγίου αυτού και εικάζει ότι πρόκειται περί του Αγίου Κωνσταντίνου Γ' του Λειχούδη, γράφοντας περί αυτού τα έξης: «Ο Νικόδημος και κατ' αυτόν και ο Γεδεών αποδέχονται ότι ούτος είναι ο Κωνσταντίνος Α' ο πατριαρχεύσας από του 674-676 ο από διακόνου και σκευοφύλακος της μεγάλης εκκλησίας εις τον πατριαρχικόν θρόνον αναβάς εις διαδοχήν Ιωάννου του Ε'. Αλλά εν τω Συναξαριστή Delehaye "μνήμη Κωνσταντίνου του νέου πατριάρχου Κωνσταντιπόλεως"· γίνεται λοιπόν διάκρισις μεταξύ παλαιοτέρου ομωνύμου πατριάρχου και νεωτέρου και ως τοιούτον θα δεχθώμεν Κωνσταντίνον τον Γ' (ο Β' ην εικονομάχος) τον Λειχούδην, Ιερατεύσαντα από του 1059-1063, τον άλλοτε πρωτοβεστιάριον και πρόεδρον της συγκλήτου, και είτα εύνούχον και μοναχόν, τον διαδεχθέντα Μιχαήλ τον Κηρουλλάριον. Υπήρξεν ενάρετος και Ιδρυτής μονής της Θεοτόκου εν Κωνσταντινοπόλει, ως μαρτυρεί ο Ψελλός εν τω προς τον πατριάρχην επιταφίω αυτού λόγω (ιδ. Σάθα, Μεσαίων. Βιβλ. Δ', σ. 445} και επομένως δικαιολογείται η μετά των οσίων κατάταξις αυτού».

Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πρόκειται για τον Άγιο Κωνσταντίνο Γ' τον Λειχούδη. Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Α' εορτάζεται στις 9 Αυγούστου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Θεοδότη και τα τρία παιδιά της

Η Αγία Θεοδότη καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Από μικρή τηρούσε στην ζωή της με μεγάλη συνέπεια τις εντολές του Θεού κάτι το οποίο προσπαθούσε να περάσει και στα παιδιά της. Λόγω της χριστιανικής της πίστης συνελήφθη από τον άρχοντα Λευκάδιο, (ο οποίος την είχε ζητήσει σε γάμο, αλλά εκείνη του το είχε αρνηθεί) και αυτός την παρέδωσε στον άρχοντα της Βιθυνίας, Νικήτιο. Εκείνος, σκληρός και κακεντρεχής όπως ήταν, έριξε την Θεοδότη και τα τρία παιδιά της μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου παρέδωσαν την ψυχή τους στον Θεό, για να λάβουν το στέφανο της αιωνίου ζωής.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὡς δῶρον ἐκλεκτόν, Θεοδότη θεόφρον, προσήγαγες Θεῶ, τοὺς ἐνθέους βλαστούς σου, σὺν τούτοις γὰρ ἠγώνισαι, ἱερῶς ἐναθλήσασα, μεθ' ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἠμῶν τῷ Κυρίῳ, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἠμὶν πάσι, καὶ βίου διόρθωσιν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Καλλίνικος

Ο Άγιος Καλλίνικος κατάγονταν από την Κιλικία. Ήταν ευσεβής και ενάρετος και είχε σαν έργο ζωής την κατήχηση των εθνικών με σκοπό τη σωτηρία τους. Όταν έφθασε στην Αίγυπτο, φανατικοί ειδωλολάτρες εξεγέρθηκαν εναντίον του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον ηγεμόνα Σακέρδωνα. Αυτός, υποκρινόμενος, έδειξε ότι λυπάται, και για να κάμψει το φρόνημα του Καλλινίκου, ανέφερε δήθεν περιστατικά πρώην γενναίων χριστιανών, που όταν αντίκρισαν τα σκληρά βάσανα, αρνήθηκαν την πίστη τους. Ο Καλλίνικος, αντιλαμβανόμενος την υποκρισία του ηγεμόνα, μειδίασε και του είπε: «Μην αναβάλλεις, έπαρχε, να λάβεις πείρα της δύναμης με την οποία ο Χριστός οπλίζει τους γνήσιους πιστούς Του. Γρήγορα ετοίμασε όλα σου τα κολαστήρια όργανα, φωτιά, ξίφη, τροχούς, μαχαίρια, μαστίγια και ό,τι άλλο σκληρό μαρτύριο έχεις. Όλα αυτά και άλλα περισσότερα και σκληρότερα βασανιστήρια ποθώ για την αγάπη του Χριστού». Πράγματι, ο έπαρχος τον μαστίγωσε σκληρά. Του φόρεσε παπούτσια, τα οποία είχαν καρφιά και τον ανάγκασε να τρέχει μέχρι την πόλη της Γάγγρας σε απόσταση ογδόντα στάδια. Έσκισε τις σάρκες του με σιδερένια νύχια και όπως ήταν μισοπεθαμένος, τον έδεσε πίσω από ένα άγριο άλογο, που τον έσυρε για πολλά χιλιόμετρα. Τόση ήταν η λύσσα του έπαρχου, που πρίν ο Καλλίνικος αφήσει την τελευταία του πνοή, τον έριξε μέσα στη φωτιά. Έτσι ένδοξα πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου. Η δε σύναξη του γινόταν κοντά στην γέφυρα του Iουστινιανού, και κοντά σε κάποιο μέρος που λεγόταν Πετρίον.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλῆσιν σύνδρομον, ἔχων τῷ βίῳ, νίκος καλλίστον, ἤρας ἐν ἄθλοις, καταλλήλως γεγονῶς ὁ προκέκλησαι, σὺ γὰρ καλῶς τὸν ἀγῶνα τελέσας σου, ὡς νικητὴς ἐδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω τερπνά, ἀξίως νῦν κεκλήρωσαι· Χριστοῦ γὰρ σφοδρῶς, τῷ πόθῳ πυρακτούμενος, τοῦ πυρὸς Καλλίνικε, δι᾽ αὐτοῦ ἀνδρείως κατετόλμησας· ᾧ καὶ νῦν παριστάμενος, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πάντων ἡμῶν.


Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ Σινὰ καὶ τὸ θαῦμα στὴν Θεία Λειτουργία...

 Ἀφηγήθηκαν κάποτε οἱ πατέρες γιὰ ἕναν ἀδελφὸ ὅτι «Ὅταν μιὰ Κυριακὴ γινόταν ἀκολουθία ξεκίνησε νὰ ἔλθει στὴν ἐκκλησία σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια ἀλλὰ τὸν κορόιδεψε ὃ διάβολος λέγοντας τοῦ- « Πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ μεταλάβεις ἄρτο καὶ οἶνο καὶ γιὰ νὰ σοῦ ποῦν ὅτι αὐτὰ εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ; Μὴν κοροϊδεύεσαι».
   Ὃ ἀδελφὸς ὑπάκουσε στὸν λογισμό του καὶ δὲν πῆγε σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια στὴν ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί του τὸν περίμεναν γιατί ἔτσι εἶναι ἢ συνήθεια σὲ κείνη τὴν ἔρημο, νὰ μὴν τελοῦν τὴν ἀκολουθία μέχρις ὅτου ἔλθουν ὅλοι. Ἀφοῦ τὸν περίμεναν ἀρκετὰ καὶ κεῖνος δὲν ἐρχόταν, μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς πῆγαν στὸ κελὶ τοῦ σκεπτόμενοι- « Μήπως εἶναι ἄρρωστος ἢ πέθανε ὃ ἀδελφός;».
   Ὅταν ἦλθαν στὸ κελὶ τὸν ρωτοῦσαν « Γιατί ἀδελφὲ δὲν ἦλθες στὴν ἐκκλησία;»  Αὐτὸς ντρεπόταν νὰ τοὺς ἀπαντήσει. Ὅταν ὅμως ἀντιλήφτηκαν τὸ φαῦλο τέχνασμα τοῦ διαβόλου, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ τοὺς ὁμολογήσει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ διαβόλου. Αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε•
   - Συγχωρῆστε μέ, ἀδελφοί, γιατί ἐνῶ ξεκινοῦσα ὅπως πάντα νὰ ἔλθω στὴν ἐκκλησία, ὃ λογισμός μου, μοῦ λέγει ὅτι δὲν εἶναι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ποῦ πᾶς νὰ μεταλάβεις, ἂλλ’ εἶναι ἁπλῶς ἄρτος καὶ οἶνος.
Ἂν λοιπὸν θέλετε νὰ ἔλθω μαζί σας, διορθῶστε μου τὸν λογισμὸ γιὰ τὴ θεία λειτουργία «. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν «Σήκω, ἔλα μαζί μας καὶ θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ δείξει ζωντανὰ τὴν θεϊκὴ δύναμη». Αὐτὸς πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἐκεῖ ἀφοῦ ἱκέτευσαν πάρα πολὺ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ἀδελφό, δηλαδὴ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἢ δύναμη τῶν μυστηρίων, ἄρχισαν ἀμέσως τὴ θεία λειτουργία, ἀφοῦ τοποθέτησαν τὸν ἀδελφὸ στὴ μέση της ἐκκλησίας, ἐνῶ αὐτὸς ὡς τὴν ἀπόλυση δὲν σταμάτησε νὰ βρέχει μὲ τὰ δάκρυα τοῦ τὸ πρόσωπό του.
   Μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας παρακάλεσαν οἱ πατέρες τὸν ἀδελφὸ νὰ τοὺς ἀπαντήσει- «Πὲς μᾶς ἄν σου ἔδειξε κάτι ὃ Θεὸς γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε καὶ μεῖς». Αὐτὸς κλαίγοντας ἄρχισε νὰ λέγει- «Ὅταν τέλειωσε ὃ κανόνας τῆς ψαλμωδίας καὶ ἀναγνώστηκε ἢ διδαχὴ τῶν ἀποστόλων καὶ ἑτοιμάστηκε ὃ διάκονος νὰ ἀναγνώσει τὸ εὐαγγέλιο, τότε εἶδα νὰ ἀνοίγει ἢ στέγη τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ φαίνεται ὃ οὐρανὸς καὶ κάθε λόγος τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου νὰ γίνεται φωτιὰ μέχρι τὸν οὐρανό. Ὅταν τελείωσε ἢ ἀνάγνωση τοῦ εὐαγγελίου, ἦλθαν οἱ κληρικοὶ ἀπὸ τὸ διακονικὸ κρατώντας τὴν μετάληψη τῶν ἁγίων μυστηρίων.
   Τότε εἶδα νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ κατεβαίνει φωτιὰ καὶ μαζί της ἕνα πλῆθος ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ πάνω ἀπ’ αὐτοὺς δύο πρόσωπα ἐνάρετά των ὁποίων τὴν ὀμορφιὰ δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω — γιατί ἢ φεγγοβολῆ τοὺς ἦταν σὰν ἀστραπὴ — καὶ ἀνάμεσά τους ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ παιδί. Τότε οἱ ἄγγελοι παρατάχτηκαν γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τὸ παιδὶ βρισκόταν ἀνάμεσά τους. Ὅταν τελείωσαν οἱ θεϊκὲς εὐχὲς καὶ ἄρχισαν οἱ κληρικοὶ νὰ τεμαχίζουν τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, εἶδα τὰ δύο πρόσωπα πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα νὰ κρατοῦν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ παιδιοῦ, ποῦ ἦταν πάνω στὴν ἅγια Τράπεζα, καὶ μὲ τὸ μαχαίρι ποῦ κρατοῦσαν ἔσφαξαν τὸ παιδὶ καὶ ἄδειασαν τὸ αἷμα του στὸ Ποτήριο ποῦ βρίσκονταν πάνω στὴν ἅγια Τράπεζα. Ἀφοῦ ἔκοψαν σὲ μικρὰ τεμάχια τὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ τὰ τοποθέτησαν πάνω ἀπὸ τοὺς ἄρτους καὶ ἔγιναν καὶ οἱ ἄρτοι σῶμα. Τότε ἦρθε στὸ μυαλό μου ὃ Ἀπόστολος ποῦ λέει- Γιατί ἢ δική μας γιορτὴ τοῦ Πάσχα συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι ὃ Χριστὸς θυσιάστηκε γιὰ χάρη μας. Ὅταν ὅμως πλησίασαν οἱ ἀδελφοὶ νὰ μεταλάβουν τὴν ἁγία προσφορά, τοὺς προσφέρονταν ζωντανὸ σῶμα.
   Μόλις ὅμως χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐπίκληση ἀμὴν γινότανε ἄρτος στὰ χέρια τους. Ὅταν ὅμως πῆγα καὶ ἐγὼ νὰ μεταλάβω μου δόθηκε σῶμα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ μεταλάβω. Τότε ἄκουσα μιὰ φωνὴ στὰ αὐτιά μου νὰ μοῦ λέει- Ἄνθρωπε γιατί δὲν μεταλαβαίνεις, αὐτὸ δὲν εἶναι αὐτὸ ποῦ ζήτησες; Τότε εἶπα- Λυπήσου μέ, Κύριε, δὲν μπορῶ νὰ μεταλάβω σῶμα. Πάλι μου εἶπε Ἂν μποροῦσε ὃ ἄνθρωπος νὰ μεταλάβει σῶμα, σῶμα θὰ ὑπῆρχε ὅπως τὸ βρῆκες. Κανεὶς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ φάγει σῶμα, γι’ αὐτὸ ὅρισε ὃ Κύριος τους ἄρτους τῆς προθέσεως.
   Γιατί ὅπως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὃ Ἀδὰμ μὲ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἔγινε σάρκα καὶ μετὰ τῆς ἔδωσε πνεῦμα ζωῆς ὃ Θεός, κατόπιν ἢ σάρκα χωρίστηκε στὴ γῆ, τὸ πνεῦμα ὅμως παρέμεινε, ἔτσι καὶ τώρα ὃ Χριστὸς προσφέρει τὴ σάρκα τοῦ μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἢ σάρκα δὲν εἶναι τέλεια στὸν ἄνθρωπο, τὸ πνεῦμα ὅμως ἐγκαθίσταται στὴν καρδιά. Ἂν λοιπὸν πίστεψες, μετάλαβε αὐτὸ ποῦ ἔχεις στὸ χέρι σου. Καὶ μόλις εἶπα- Πιστεύω Κύριε, ἔγινε τὸ σῶμα ποῦ εἶχα στὸ χέρι μου ἄρτος. Ἀφοῦ εὐχαρίστησα λοιπὸν τὸν Θεὸ μετέλαβα τὴν ἁγία προσφορά. Ὅταν προχώρησε ἢ λειτουργία καὶ ξαναγύρισαν οἱ κληρικοὶ εἶδα πάλι τὸ μικρὸ παιδὶ ἀνάμεσα στὰ δύο πρόσωπα καὶ ἐνῶ οἱ κληρικοὶ συμμάζευαν τὰ δῶρα, εἶδα πάλι τὴ στέγη νὰ ἀνοίγει καὶ οἱ θεῖες δυνάμεις νὰ ἀνυψώνονται στὸν οὐρανό»».
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἀφοῦ ἔνιωσαν βαθιὰ κατάνυξη, ἀναχώρησαν στὰ κελιά τους.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι .Μ. ΤΟΥ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ.

«Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσης Κύριε, Κύριε, τὶς ὑποστήσεται;»

«Ἂν Κύριε, ἐξετάσης τὶς ἀνομίες μας, ποιὸς θὰ μπορέση νὰ σταθῆ μπροστά σου;». Γιὰ νὰ μὴ λέγη λοιπὸν κάποιος ὅτι, ἐπειδὴ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ γεμάτος ἀπὸ ἀμέτρητα κακά, δὲν μπορῶ νὰ προσέλθω καὶ νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Θεό, ἀφαιρώντας τὴν δικαιολογία αὐτὴ λέγει: «Ἂν ἐξετάσης τὶς ἀνομίες μᾶς Κύριε, Κύριε, ποιὸς θὰ μπορέση νὰ σταθῆ μπροστά σου;»; Τὸ «ποιός», ἐδῶ σημαίνει κανένας. Διότι δὲν εἶναι δυνατό, δὲν μπορεῖ κανένας ποτὲ νὰ ἐπιτύχη τὴν εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἂν ἐξετασθοῦν μὲ λεπτομέρεια οἱ εὐθύνες τῶν πράξεών του.
        Καὶ αὐτὰ τὰ λέγω ὄχι γιὰ νὰ ὁδηγήσω τὶς ψυχές σας σὲ ἀδιαφορία, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρηγορήσω ἐκείνους ποὺ πέφτουν σὲ ἀπόγνωσι. Διότι ποιὸς θὰ μπορέση νὰ καυχηθῆ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά; ἢ ποιὸς θὰ ἔχη τὸ θάρρος νὰ πῆ ὅτι εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίες;Καὶ γιατί ἀναφέρω τοὺς ἄλλους; Διότι καὶ ἂν ἀκόμη παρουσιάσω στὴ μέση τὸν Παῦλο καὶ θελήσω νὰ κάνω ἀκριβῆ ἐξέτασι τῶν πράξεών του, δὲν θὰ μπορέση νὰ σταθῆ ἀπέναντί Του. Πράγματι, τί θὰ μποροῦσε νὰ πῆ; Μελέτησε προφῆτες μὲ πολὺ ζῆλο ὑπῆρξε ζηλωτὴς τῶν πατρώων παραδόσεων, εἶδε νὰ γίνωνται θαύματα, καὶ ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ καταδιώκη τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν μεταστράφηκε παρὰ μόνον ὅταν εἶδε ἐκεῖνο τὸ παράξενο ὅραμα καὶ ἄκουσε ἐκείνη τὴ φρικτὴ φωνή, πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ὅμως ὅλα τα ἀνακάτωνε καὶ τὰ συνέχεε. Ἀλλ’ ὅμως παραβλέποντας ὁ Θεὸς ὅλα ἐκεῖνα, καὶ τὸν προσκάλεσε καὶ τὸν ἔκανε ἄξιο μεγάλης χάριτος.
        Τί συνέβη πάλι μὲ τὸν κορυφαῖο ἐκεῖνον, τὸν Πέτρο; δὲν τὸν ἔλεγξε, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀμέτρητα σημεῖα καὶ θαύματα καὶ τόσο μεγάλη παραίνεσι καὶ συμβουλή, ἔπεσε στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο παράπτωμα; Ἀλλ’ ὅμως καὶ ἐκεῖνο τὸ παρέβλεψε καὶ τὸν κατέστησε πρῶτο ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: « Σίμων, Σίμων, ὁ σατανᾶς θέλησε νὰ σᾶς κοσκινήση σὰν τὸ σιτάρι, ἐγὼ ὅμως προσευχήθηκα γιὰ σένα, ὥστε νὰ μὴ σὲ ἐγκαταλείψη ἡ πίστις σου» ( Λουκ. 22, 31-33 ). Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν ἔλθη νὰ κρίνη τοὺς ἀνθρώπους μὲ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, ἀλλὰ κρίνη μὲ ἀκρίβεια καὶ λεπτομέρεια , ὁπωσδήποτε ὅλους θὰ μᾶς βρῆ ὑπεύθυνους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: «Δὲν αἰσθάνομαι καμμία ἐνοχὴ ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ μου, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ κάνει νὰ θεωρῶ τὸν ἐαυτοῦ μου δικαιωμένο» ( Ἃ΄ Κορ. 4,4 ) (Εἰς τὸν ΡΚΘ΄ Ψαλμὸν , ΕΠΕ 7, 68-76. PG 55, 373-376 )

Χρυσοστομικὸς Ἄμβων Ε΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
 " Τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς "
Ἔκδοσις Συνοδια Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου Νεα Σκήτη Ἄγ. Ὅρους 

Όσιος Παύλος ο Ξηροποταμινός

Ο Όσιος Παύλος έζησε τον 10ο αιώνα μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών βυζαντινών αρχόντων, κατά τον βίο του «ύπατος των φιλοσόφων», που από νωρίς ασπάσθηκε την αρετή.

Ως επαίτης αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη κι έρχεται αγνώριστος στο αγιώνυμο Όρος. Κοντά στη σημερινή μονή του Ξηροποτάμου, της οποίας υπήρξε κτήτορας, έστησε την ασκητική του καλύβη, έχοντας για στρώμα τη γη και για προσκέφαλο μια πέτρα. Η αρετή του τον έκανε θαυμαστό και οι άνθρωποι έρχονταν από παντού να τον γνωρίσουν. Στην πατρίδα του, όπου για λίγο επιστρέφει, γίνεται πηγή ωφέλειας μεγάλης.

Ο πόθος μεγαλύτερης ησυχίας τον απομακρύνει από τη μονή του Ξηροποτάμου και τον φέρνει στους πρόποδες του Άθω, όπου και αναγκάζεται από τους πολλούς μαθητές του να κτίσει νέα μονή, προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, γνωστή σήμερα ως του Αγίου Παύλου. Προγνώρισε το τέλος του πριν από αρκετό καιρό και ετοιμάσθηκε για την αναχώρηση διδάσκοντας τους μαθητές του: «έχετε, τέκνα και αδελφοί, την αγάπην, την ευχήν, την ταπείνωσιν και την υπακοήν διότι όποιος μοναχός δεν έχη αυτάς τας αρετάς, δεν πρέπει να λέγεται μοναχός, αλλά κοσμικός».

Κείμενα του Οσίου Παύλου, σώζονται στη Μονή Ξηροποτάμου, εκ των οποίων έξι Κανόνες στους Αγίους 40 μάρτυρες, κανόνας ιαμβικός στον τίμιο σταυρό και λόγος στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Νεώτερη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου ἀξία ἀνταλλαξάμενος, τὸν θεούφαντον τρίβωνα τῆς ὅσιας ζωῆς, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καὶ ὁδηγεῖς φωτιστικῶς, Μοναζόντων τοὺς χορούς, πρὸς κτῆσιν τὴν τῶν κρειττόνων, Παῦλε Πατέρων ἄκρατης, καὶ πρεσβευτὰ ἠμῶν πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καὶ υἱὸς ὤφθης εὐκλεής, τοῦ οὐρανίου Παντάνακτος, δι’ ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σὺ γὰρ Πάτερ Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς ὑπὲρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.

Άγιος Ακάκιος

Ο Άγιος Ακάκιος, καταγόταν από την Απολλωνία και μαρτύρησε στα χρόνια του βασιλιά Λικίνιου. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Ευαγγελίου και δεινός κήρυκάς του. Λόγω του έργου του καταγγέλθηκε και βασανίστηκε. όμως με τη θεία επέμβαση, βγήκε αλάβωτος από τα βασανιστήρια. Έτσι δεν έπαθε τίποτα όταν τον έριξαν μέσα σε καζάνι με βραστό νερό και διασώθηκε από την αγριότητα πεινασμένου λιονταριού. Βλέποντας αυτά τα θαύματα ο έπαρχος Τερέντιος, τον άφησε ελεύθερο.

Στη συνέχεια ο Άγιος μετέβη στην Μίλητο, όπου και συνέχισε το κήρυγμα του Ευαγγελίου και της μιας αληθινής πίστης του Κυρίου. Εκεί ο Άγιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στον ναό των ειδώλων και με την απειλή των βασανιστηρίων, θέλησαν οι ειδωλολάτρες να τον κάνουν να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος Ακάκιος όμως με την δύναμη της προσευχής του και μόνο, μπόρεσε να συντρίψει τα αγάλματα των ειδώλων. Για αυτή του την πράξη αποκεφαλίστηκε.

Το άγιο λείψανό του, το παρέλαβε ο Πρεσβύτερος Λεόντιος και αφού το άλειψε με μύρα, το εναπόθεσε στην πόλη των Συνάδων.

Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμένας οι Απόστολοι και Διάκονοι

«Ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ἠμὶν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος» (Ευαγγέλιο Ματθαίου, κ' 26). Όποιος, δηλαδή, θέλει να γίνει μέγας μεταξύ σας, είπε ο Κύριος, ας είναι υπηρέτης σας και ας μαθαίνει να γίνεται εξυπηρετικός στους άλλους. Σ' αυτή την κατηγορία ανθρώπων άνηκαν και οι απόστολοι - από τους 70 μαθητές του Κυρίου - Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμένος. Αυτοί ήταν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων (Πράξ. στ' 5). Το έργο τους ήταν να υπηρετούν και να επιστατούν στη διατροφή των απόρων μελών της Εκκλησίας, ιδιαίτερα των ορφανών και των χηρών. Αλλά υπηρετούσαν και στη διάδοση του θείου λόγου.

Έτσι αργότερα, ο μεν Πρόχορος ακολούθησε τον ευαγγελιστή Ιωάννη στη Μικρά Ασία, όπου έγινε επίσκοπος Νικομήδειας και αναδείχθηκε τέλειος διάκονος του επισκοπικού καθήκοντος. Ο δε Τίμων υπέστη μαρτυρικό θάνατο στη Βόστρα της Αραβίας, όπου είχε σταλεί να υπηρετήσει το Ευαγγέλιο. Οι άλλοι δύο, ο Νικάνωρ και ο Παρμένος, πέθαναν στην Ιερουσαλήμ, εκτελώντας το διακονικό τους έργο. Κηδεύθηκαν από τους ίδιους τους Αποστόλους, κάτω από το πένθος όλης της Εκκλησίας, την οποία υπηρέτησαν με τόσο ζήλο και επιτυχία. Έτσι, ο καθένας χωριστά, αναδείχθηκε «πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» (Επιστολή προς Έφεσίους, στ' 21). Δηλαδή πιστός διάκονος στο έργο του Κυρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι συνέκδημοι, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, θεόθεν ἐκρίθητε διακονεὶν εὐσεβῶς, τῷ θείῳ πληρώματι, Πρόχορε θεηγόρε, σὺν Νικάνορι ἅμα, Τίμων ὁ θεοκήρυξ. Παρμένος τὲ ὁ θεῖος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Διάκονοι σεπτοί, καὶ αὐτόπται τοῦ Λόγου, καὶ σκεύη ἐκλογῆς, ἀνεδείχθητε πίστει, Νικάνορ καὶ Πρόχορε, Παρμενᾶ, Τίμων ἔνδοξε· ὅθεν σήμερον, τὴν ἱερὰν ἡμῶν μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, ὑμᾶς μακαρίζοντες.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου

Η Οσία Ειρήνη έζησε στα χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις άγιες εικόνες.

Η Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία και διακρινόταν όχι μόνο για την ευσέβεια της, αλλά και για την σωματική ωραιότητα της και για την ευγενή ανατροφή της. Είχε ζητηθεί λοιπόν σε γάμο, από διακεκριμένο άνδρα του παλατιού και ξεκίνησε για το Βυζάντιο. Στη διαδρομή όμως, πέρασε από τη Μονή του Χρυσοβαλάντου και τόσο ελκύστηκε από τη συναναστροφή των καλογριών, ώστε πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμείνει μαζί τους. Έτσι απέρριψε τις κοσμικές δόξες, γύρισε στην πατρίδα της, πούλησε τα υπάρχοντα της, βοηθώντας πολλούς φτωχούς και τα υπόλοιπα χρήματα τα εναπόθεσε στη Μονή. Έγινε μοναχή και η ζωή της μέσα στο μοναστήρι υπήρξε πολύ ασκητική και αγία.

Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα. Έτσι δια της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ' ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Άγιος Νικόλαος Πλανάς : "Εμφάνιση των αγ. Ιωάννου και Παντελεήμονος"

Κατά το έτος 1923 ένα πνευματικοπαίδι του εξαιρετικώς αγαπημένο από τον γέροντα, άνθρωπος γεμάτος από υγεία και δράση, έπαθε διάρρηξη σκωληκοειδίτιδος και έζησε οκτώ ημέρες. Μέσα σ’ αυτές τις λίγες ημέρες ο αγ. Νικόλαος «κατέβασε» τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη και εγκάρδια προσευχή για να ζήσει το αγαπημένο του παιδί. Το βράδυ, όταν πήγε στο σπίτι του, λέει καταλυπημένος στους δικούς του: «Ο Ηλίας θα πεθάνει, μου το είπαν ο αγ. Ιωάννης και ο αγ. Παντελεήμων».
Πέρασαν τρεις μήνες, ώσπου να μπορέσει η αδελφή του θανόντος -λόγω του πένθους- να τον ρωτήσει πως ακριβώς είδε την οπτασία. Της λέγει, λοιπόν, ότι «την ώρα που λειτουργούσα, είδα απέναντι, όπισθέν της αγ. Τραπέζης, τον αγ. Ιωάννη και τον αγ. Παντελεήμονα και μου είπανε: “Διαβιβάσαμε την αίτησή σου στον Δεσπότη Χριστό, ο Οποίος μας είπε ότι θα πεθάνει”. Ανωτέρα διαταγή, μου είπανε».


Με την μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε, διηγόταν: “Μια βραδυά χειμωνιάτικη, που καθόμασταν στο τζάκι είπα στον πατέρα μου: “Πατέρα, αυτή την στιγμή εβυθίσθη το καΐκι μας το “Ευαγγελίστρια” έξω από την Πόλη”. Έντρομος ο πατέρας μας, λέγει στην μητέρα μου: “Γυναίκα, τι λέγει το παιδί”; Και όντως, αυτή τη στιγμή επνίγη το καΐκι μας…”. Και για να αποφύγη τον θαυμασμό των άλλων, αλλά και τον πειρασμό της υπερηφανείας έλεγε, ότι “όλα τα παιδιά είναι προορατικά”.

Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου: «Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του»

Κύριε Ελέησον ...
Σε στέλνει ο Γέροντάς σου σε κάποιους επισκέπτες και σου ξεφεύγει μια κουβέντα. Αργότερά σου λέγει ένας αδελφός σου:
-«Πως σου ξέφυγε αυτή η κουβέντα; Αλλά τέτοιος είσαι πάντα».
Καλύτερα να φας την γλώσσα σου, παρά να του μιλήσεις έτσι.

Ουδέποτε προσβάλλομε η λυπούμε άνθρωπο, ουδέποτε τον κάνομε να νοιώση στερημένος, ελαττωμένος, να νοιώση κατωτερότητα, διότι του σκοτώνομε την ψυχή.
Αυτός ο άνθρωπος θα τραυματισθή και δεν θα μπορή να επιτύχη στην ζωή του.

Αναθέτεις σε κάποιον να ψάλη, και εκείνος κάνει λάθος τον ήχο, και τότε του λες: «Πάλι πήρες στραβά το τροπάριο».
Κάθε φορά που θα πηγαίνη να ψάλη, θα το θυμάται και θα λέη: Πρέπει να προσέξω μην το πάρω στραβά. Και θα το παίρνη πάλι στραβά. Ποιός θα φταίη; Αυτός που του έκανε την παρατήρησι.

Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του, το πρόβλημά του. Ποτέ δεν του υπενθυμίζουμε την κακία του, την αμαρτία του. Μόνον τον έπαινο χρησιμοποιούμε, αλλά τον ευγενή έπαινο, όχι τον αφελή.

Διότι ο άνθρωπος ουδέποτε διορθώνεται με ονειδισμό, όπως και με παρατήρηση.Πρέπει να είναι πολύ άγιος, για να δεχθή να διορθωθή με τον ονειδισμό, την υπόδειξη η την παρατήρησή σου. Αλλά, εάν ήταν τόσο άγιος, δεν θα είχε αυτό το ελάττωμα, για το οποίο χρειάσθηκε να του κάνης παρατήρηση εσύ.
Αφού λοιπόν το έχει, το μόνο που χρειάζεται, είναι ο άκρος σεβασμός σου, για να μπορέση κάποτε να ταπεινωθή και να διορθωθή, βλέποντας την δική σου ειρήνη, πραότητα, ταπείνωσι, αγάπη, μακροθυμία, χρηστότητα, επιείκεια, γλυκύτητα… Μόνον όποιος έχει αυτές τις αρετές μπορεί να διορθώση κάποιον άλλον….


Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου«Νηπτική ζωή και ασκητικοί κανόνες», ερμηνεία κανόνων Μ.Αντωνίου

Άγιος Χριστόδουλος ο εκ Kασσάνδρας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη

Ο νεομάρτυρας Χριστόδουλος γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Κασσάνδρας, που ονομαζόταν Βαλτά. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε το επάγγελμα του ράφτη.

Όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιος χριστιανός Βούλγαρος, ετοιμαζόταν ν' αρνηθεί τον Χριστό προμηθεύτηκε έναν μικρό σταυρό και πήγε στο καφενείο, όπου θα γινόταν η περιτομή του αρνησίχριστου. Διέσχισε το πλήθος των γενιτσάρων, και ενώ χτυπούσαν τα τύμπανα, πλησίασε τον αρνησίχριστο, παρουσίασε τον σταυρό και του είπε: «Αδελφέ τι έπαθες, να η πίστη μας, να ο Χριστός, που σταυρώθηκε για την αγάπη μας, συ γιατί αφήνεις τον Χριστό τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος;». Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι, όρμησαν και συνέλαβαν τον Χριστόδουλο και με χτυπήματα τον οδήγησαν στον κριτή, όπου απαίτησαν τον θάνατο του. Στην προτροπή του κριτή ν' αρνηθεί τον Χριστό, ο Μάρτυρας με θάρρος απάντησε: «... και συ άφησε τον μωαμεθανισμό και γίνε Χριστιανός». Αποδεικνύοντας έτσι την ακλόνητη πίστη του, παραδόθηκε στους δήμιους, οι οποίοι τον κρέμασαν κοντά στον ναό του Αγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη. Το λείψανο του αγίου με καρφωμένο τον σταυρό στην πλάτη του, παρέμεινε γυμνό κρεμασμένο για δύο μέρες. Κατόπιν οι Χριστιανοί, αγόρασαν το λείψανο του αντί 600 γροσιών και το έθαψαν με τιμές.

Οσία Ανθούσα η ομολογήτρια

Η Οσία Ανθούσα η ομολογήτρια έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου (741 μ. Χ.). Οι γονείς της, Στρατήγιος και Φεβρωνία, διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και με όμοιο τρόπο ανέθρεψαν και τη θυγατέρα τους.

Η Ανθούσα παρ' όλες τις προτάσεις για γάμο που είχε, έμεινε παρθένος. Και όταν πέθαναν οι γονείς της, δεν μετέβαλλε την απόφαση της και αφιέρωσε την πατρική περιουσία της σε φιλανθρωπικούς και ιερούς σκοπούς. Στην Ανθούσα, οφείλεται η ανέγερση δύο μονών. Αυτή του Μαντινέου με ναό αφιερωμένο στην Αγία Άννα, και αυτή των αγίων Αποστόλων, που χρησιμοποιήθηκε σα γυναικεία Μονή.

Όταν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Κοπρώνυμο διατάχθηκε σκληρός διωγμός κατά των αγίων εικόνων και των υποστηρικτών τους, το μοναστήρι της Όσιας Ανθούσας, υπήρξε από τα πιο ένθερμα κέντρα της Ορθοδοξίας. Γι' αυτό και η Οσία στην αρχή βασανίστηκε. Αλλά όταν προέβλεψε ότι η άρρωστη βασίλισσα θα διέφευγε το θάνατο και θα γεννούσε δίδυμα, τότε αγαπήθηκε πολύ απ' αυτή και υποστήριξε ποικιλοτρόπως το μοναστήρι της Οσίας Ανθούσας, η οποία αδιατάρακτη πλέον έπειτα, πέθανε ειρηνικά.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Παντελεήμων ο Μεγαλομάρτυς και Ιαματικός

Ο Άγιος Παντελεήμων (Παντελέων το πρότερον όνομα) καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε στα χρόνια του Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.). Πατέρας του ήταν ο Ευστόργιος, ο οποίος ήταν εθνικός και μετά τις νουθεσίες του γιου του έγινε χριστιανός. Μητέρα του ήταν η Ευβούλη, η οποία προερχόταν από χριστιανική οικογένεια . Εκπαιδεύτηκε στην ιατρική από τον Ευφρόσυνο και κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη και βαπτίσθηκε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο  που ήταν ιερέας της Εκκλησίας της Νικομήδειας.

Κάποια στιγμή όταν οχιά δάγκωσε έναν νεαρό και ουσιαστικά τον θανάτωσε ο Άγιος Παντελεήμονας επικαλούμενος τον Χριστό τον ανάστησε.

Αφορμή του μαρτυρίου του στάθηκε ένα ακόμα θαύμα του Αγίου. Κάποτε είχε θεραπεύσει έναν τυφλό, ο οποίος και ανέφερε το γεγονός της θεραπείας του στον βασιλιά, λέγοντάς του ότι τον θεράπευσε ο Παντελέων στο όνομα του Χριστού, στον οποίο και ο ίδιος πλέον πίστευε. Ο βασιλιάς αφού τον άκουσε, αμέσως διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Ο ίδιος ο Παντελέων προσήχθη στον βασιλιά, ο οποίος διέταξε τον βασανισμό του με σκοπό την άρνηση της πίστεώς του.

Ο Άγιος βασανίσθηκε σκληρά με διάφορους τρόπους, όμως δεν υπέκυψε στις πιέσεις αφού ο Κύριος εμφανίσθηκε μπροστά του με τη μορφή του πνευματικού του Ερμόλαου και του έδωσε θάρρος. Τέλος διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του και τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που τον καλούσε όχι ως Παντελέοντα αλλά ως Παντελεήμονα. Μόλις όμως ο δήμιος άπλωσε το χέρι του για να κόψει με το σπαθί του το κεφάλι του Αγίου, το σπαθί λύγισε και το σίδερο έλιωσε σαν κερί. Μπροστά σε τέτοιο θαύμα και οι παραβρισκόμενοι στρατιώτες έγιναν χριστιανοί. Τότε ο Άγιος εκουσίως παραδόθηκε στο μαρτύριο. Λέγεται ότι από τη πληγή του δεν έτρεξε αίμα αλλά γάλα και το δέντρο της ελιάς, στο οποίο τον είχαν δέσει καρποφόρησε ξαφνικά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. α’.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ᾽αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου τὰς ψυχικὰς ἡμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεί, πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μαρτυρήσας γενναίως ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ τὴν πίστιν κηρύξας τῷ σῷ πατρί, ἀνείλκυσας πανεύφημε, τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνοίας, καὶ τυράννων μὴ πτήξας, τὸ ἄθεον φρόνημα, τῶν δαιμόνων κατῄσχυνας, τὸ ἀνίσχυρον θράσος· ὅθεν καὶ τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, Παντελεῆμον πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τοῦ Ἀναργύρου τὴν μνήμην, τοῦ γενναίου τὴν ἄθλησιν, τοῦ πιστοῦ τὰς ἰατρείας, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν φιλόχριστοι, ἵνα λάβωμεν ἔλεος, μάλιστα οἱ βορβορώσαντες, ὡς κἀγώ, τοὺς ἑαυτῶν ναούς· ψυχῶν γὰρ καὶ σωμάτων ὁμοῦ τὴν θεραπείαν περέχει. Σπουδάσωμεν οὖν, ἀδελφοί, ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἔχειν τοῦτον ἀσφαλῶς, τόν ῥυόμενον ἐκ πλάνης τοὺς βοῶντας ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον
Ῥεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρῄζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες δεῦτε ἀρύσασθε σε.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

“Η στενοχώρια δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον Χριστό”

όσιος Πορφύριος

Όλα τα δυσάρεστα, που μένουν μέσα στην ψυχή σας και φέρνουν άγχος, μπορούν να γίνουν αφορμή για τη λατρεία του Θεού και να παύσουν να σας καταπονούν. Να έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό.

Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεσθε. Όλη σας η προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, να δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.

Η στενοχώρια δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον Χριστό.


Η επικοινωνία με τον Χριστό, όταν γίνεται απλά, απαλά, χωρίς πίεση, κάνει τον διάβολο να φεύγει. Ο σατανάς δεν φεύγει με πίεση, με σφίξιμο. Απομακρύνεται με την πραότητα και την προσευχή. Υποχωρεί, όταν δει την ψυχή να τον περιφρονεί και να στρέφεται με αγάπη προς τον Χριστό. Την περιφρόνηση δεν μπορεί να τη υποφέρει, διότι είναι υπερόπτης.

Όταν, όμως, πιέζεσθε, το κακό πνεύμα σας παίρνει είδηση και σας πολεμάει. Μην ασχολείσθε με τον διάβολο, ούτε να παρακαλείτε να φύγει. Όσο παρακαλείτε να φύγει, τόσο σας αγκαλιάζει. Τον διάβολο να τον περιφρονείτε. Να μην τον πολεμάτε κατά μέτωπον

Όταν πολεμάς με πείσμα κατά του διαβόλου, επιτίθεται κι εκείνος σαν τίγρης, σαν αγριόγατα. Όταν του ρίχνεις σφαίρες, αυτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Όταν του ρίχνεις βόμβα, σου ρίχνει πύραυλο.

Μη κοιτάζετε το κακό. Να κοιτάζετε την αγκαλιά του Θεού και να πέφτετε στην αγκαλιά Του και να προχωρείτε.

Ἀπὸ τὴν σοφία τοῦ Ἀββᾶ Ποιμὴν

Ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα κάποιος ἀδελφός: «Τί σημαίνει το μὴ ἀποδώσεις κακὸν ἀντὶ κακοῦ»; Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντας: «Τοῦτο τὸ πάθος φανερώνεται κατὰ τέσσερις τρόπους: πρώτον ἀπὸ τὴν καρδιά, δεύτερον ἀπὸ τὸ προσωπι, τρίτον ἀπὸ τὴν γλώσσα καὶ τέταρτο ἔρχεταί το νὰ μὴν ἀποδώσεις κακὸ στὸ κακό.
Ἐὰν μπορέσεις νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, δὲν ἀνεβαίνει τὸ πάθος στὸ πρόσωπο. Ἐὰν ὅμως ἀνέβει στὸ πρόσωπό σου, φύλαξε τὴν γλώσσα σου, νὰ μὴν μιλήσεις. Ἀλλὰ ἐὰν μιλήσεις κόψε τὸ πάθος γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν ἀποδώσεις κακὸ στὸ κακό».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, ὅτι: «ὅπως ἀκριβῶς γιὰ νὰ μαζέψεις τὸ μέλι διώχνεις τὶς μέλισσες μὲ τὸν καπνό, ἔτσι καὶ ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση διώχνει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τῆς ἐξαφανίζει κάθε κατόρθωμα».
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «ἐὰν δῶ κάτι, ἐπιτρέπεται νὰ τὸ ἀναφέρω»; Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντας: «εἶναι γραμμένο: ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκούσια, ἀφροσύνη αὐτῶ ἐστι καὶ ὄνειδος». Ἂν σὲ ρωτήσουν μίλα, ἀλλιῶς σιώπα».
Εἶπε πάλι ὅτι ὁ ἀββᾶς Θεωνᾶς ἔλεγε: « Ἂν κάποιος κατορθώσει μία ἀρετή, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ δίνει τὴν χάρη του, γιατί ξέρει πὼς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὴν κρατήσει. Ἀλλά, ἂν δείξει ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό του, τότε τοῦ δίνει τὴν χάρη νὰ παραμείνει μαζί του».

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ὅτι: «Τὴν πορνεία καὶ τὴν καταλαλιὰ εἰ δυνατόν, ὁ ἄνθρωπος, οὔτε νὰ συζητήσει ἀλλὰ οὔτε καν νὰ σκεφτεῖ γι’ αὐτές. Διότι ἂν θελήσει νὰ συζητήσει μ’ αὐτὲς θὰ βγεῖ ζημιωμένος, ἐνῶ ὅταν ἀποξενωθεῖ ἀπ’ αὐτὲς θὰ βρεῖ ἀνάπαυση».
Εἶπε πάλι ὅτι: «ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, περισσότερο κι ἀπὸ τὸ νὰ ἀναπνέει».
Εἶπε πάλι: «Ἡ κακία δὲν ἀναιρεῖ τὴν κακία, ἀλλὰ ἂν κάποιος σου κάνει κακό, ἀνταπόδωσέ του καλό, καὶ μ’αὐτὴ τὴν καλή σου πράξη καταργεῖς τὴν κακία του».

ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν
ἔκδ.: Ι.Μ. Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας
ἀρχιμ. Ἀγαθονίκου Νικολαΐδου

Όσιος Γερόντιος ο Αγιορείτης

Ο Όσιος Γερόντιος ήταν ηγούμενος της παλιάς Μονής των Βουλευτηρίων του Αγίου Όρους. Αλλά επειδή η Μονή αυτή ήταν παραλιακή και δεχόταν πολλές επιδρομές βαρβάρων, εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς, που πήγαν σ' άλλα δυσπρόσιτα μέρη του Αγίου Όρους. Έτσι και ο όσιος Γερόντιος, μαζί με έναν υποτακτικό του, εγκαταστάθηκε στο πάνω μέρος της Σκήτης της Αγίας Άννας, όπου έκτισε ησυχαστήριο με εκκλησία στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονα. Έτσι ο Όσιος Γερόντιος είναι ο πρώτος, που δημιούργησε τη Σκήτη της Αγίας Άννας. Εκεί κοντά μάλιστα, ο Όσιος δια αποκαλύψεως της Παναγίας, βρήκε νερό (ενώ ο τόπος εκεί ήταν εντελώς άνυδρος), που και σήμερα αναβλύζει και οι μοναχοί το χρησιμοποιούν σαν άγιασμα.

Ο Όσιος Γερόντιος έζησε μια υπερθαύμαστη ζωή και κοιμήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Συνδέονταν με πνευματική φιλία με τον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη , καθώς φαίνεται στον βίο του. Η σκήτη που ίδρυσε ανέδειξε περί τους δεκαπέντε γνωστούς αγίους και πολλούς μεγάλης αρετής πατέρες. Ασματική ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γέρας πέφηνας τῆς ἐγκράτειας, γέρας εἴληφας, τῆς ἀφθαρσίας, φερωνύμως θεοφόρε Γερόντιε, ἀσκητικαὶς ἀρεταὶς γὰρ κοσμούμενος, Βουλευτηρίων Μονῆς ὤφθης πρότυπον. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μοναστῶν ὑπόδειγμα ὤφθης ἐν Ἄθῳ, ὡς θεράπων ἔνθεος, τοῦ σὲ δοξάσαντος Χριστοῦ, ᾧ καὶ προσάγοις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, Γερόντιε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης ἀρχηγέτης καὶ καλλονή, τῆς ἐν Ἄθῳ Σκήτης, τῆς Προμήτορος τοῦ Χριστοῦ, ὡς Βουλευτηρίων, Μονῆς κανὼν καὶ τύπος, Γερόντιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.


Αγία Ωραιοζήλη

Η Αγία Ωραιοζήλη έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Είχε πατρίδα το Βυζάντιο και οι γονείς της ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες. Στην αρχή ήταν και αυτή ειδωλολάτρισσα, κατόπιν όμως έγινε χριστιανή από το κήρυγμα του Αποστόλου Ανδρέα. Επειδή η Ωραιοζήλη ήταν μορφωμένη γυναίκα, μπόρεσε και έμαθε σωστά όλες τις αλήθειες του Ευαγγελίου, έτσι ώστε να τις διδάσκει και σ' άλλες γυναίκες και κατόρθωσε να ελκύσει πολλές απ' αυτές στον Χριστό.

Όταν επί αυτοκράτορα Δομιτιανού κινήθηκε διωγμός κατά των Χριστιανών, η Αγία Ωραιοζήλη συνελήφθη και επειδή έμεινε πιστή στην αγάπη του Χριστού, αποκεφαλίστηκε και κατατάχθηκε στο σεμνό χορό των Μαρτύρων. Το δε νεκρό της σώμα το έριξαν στη φωτιά.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης

Άνηκαν και οι τρεις στον Ιερό κλήρο της εκκλησίας, στη Νικομήδεια.

Όταν ο Άγιος Παντελεήμων  ανακρινόταν, και ρωτήθηκε από ποιόν διδάχτηκε την χριστιανική πίστη, απάντησε, ότι την διδάχτηκε από τον Ιερέα Ερμόλαο. Αυτό ήταν αρκετό, για να σταλούν αμέσως στρατιώτες και να συλλάβουν τον Ερμόλαο. Με τη θέληση τους, ακολούθησαν αυτόν μπροστά στον κριτή της Νικομήδειας, οι φίλοι και συνεργάτες του Ιερείς Έρμιππος και Ερμοκράτης.

Ο δικαστής, αφού εξέτασε πρώτα τον Ερμόλαο, ρώτησε έπειτα τους άλλους δύο τι ζητούσαν και ήλθαν σ' αυτόν. Εκείνοι αποκρίθηκαν, ότι ήταν στρατιώτες του Ερμολάου κάτω από τη σημαία του Χριστού, και ότι τον παρακαλούσαν να έχουν όλοι κοινό θάνατο, όπως είχαν και κοινή αδελφική ζωή. Η απάντηση αυτή, αντί να κινήσει το θαυμασμό του δικαστή, άναψε περισσότερο το θυμό του. Καταδίκασε λοιπόν και τους τρεις σε θάνατο. Έτσι με τη θυσία των κεφαλών τους, κέρδισαν τα αθάνατα βραβεία των αθλητών της πίστης και της αγάπης του Χρίστου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἱερατεύσαντες, γνησίως Ἅγιοι, τῷ πρυτανεύσαντι, ἠμὶν τὰ κρείττονα, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν, ἠνύσατε γηθοσύνως, Ἱερὲ Ἐρμόλαε, σὺν Ἐρμίππω Ἐρμόκρατες, τρίστυλον ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενοι, διὸ ἐκδυσωπεῖτε ἀπαύστως, σώζεσθαι πάντας πάσης βλάβης.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς

Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138 - 160 μ.Χ.). Ήταν κόρη των ευσεβών Χριστιανών, Αγάθωνα και Πολιτείας, οι οποίοι φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, όπως είχαν υποσχεθεί στο Θεό στην περίπτωση που θα τους έδινε ένα παιδί. Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα.

Μετά το θάνατο των γονέων της, η Παρασκευή μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα στην Ρώμη και στα περίχωρα της πόλης, κηρύσσοντας το λόγο του Χριστού. Η δράση της προκάλεσε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Αντωνίνο, ο οποίος την συνέλαβε και της υποσχέθηκε υλικά αγαθά στην περίπτωση που θα θυσίαζε στα είδωλα. Βλέποντας όμως πως η Αγία παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα. Τότε ο Αντωνίνος διέταξε και την έβαλαν σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Επειδή όμως είδε την Αγία άθικτη, πλησίασε το πρόσωπο του στον λέβητα - καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η αγία είχε μείνει ανέπαφη - για να δοκιμάσει αν πράγματι είναι καυτό, και αμέσως τυφλώθηκε. Η Αγία με προσευχή έδωσε στον Αντωνίνο το φως του, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό ή κατ' άλλους να σταματήσει τους διωγμούς εναντίον τους. Ελευθέρωσε πάντως την Αγία Παρασκευή, η οποία συνέχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε άλλα μέρη, μέχρι που έφτασε στην Ελλάδα.

Στα Τέμπη ένας ειδωλολάτρης άρχοντας την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμεινε καρτερικά, για να τελειωθεί με δια αποκεφαλισμού θάνατο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν ναόν σου πάνσεμνε, ὡς ἱατρεῖον ψυχικὸν εὑράμενοι, ἐν τούτῳ πάντες οἱ πιστοί, μεγαλοφώνως τιμῶμέν σε, Ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ ἀοίδιμε.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Τι μεγάλο δώρο απ’ το Θεό να ακούς κατηγορίες και να μη σε αγγίζει τίποτε!

Είπε Γέρων : Τι μεγάλο δώρο απ’ το Θεό να ακούς κατηγορίες
και να μη σε αγγίζει τίποτε! Όχι επειδή κάνεις κάποιο αγώνα
ή πιέζεσαι ή παρακαλάς ή προσεύχεσαι. Μα επειδή ζεις αλλού, είσαι σε άλλο κλίμα και άλλη ατμόσφαιρα. Κατανοείς καλά ότι ο άλλος, αν δεν είναι συντονισμένος με το Θεό και την αγάπη Του, είναι φυσικό να κάνει λάθος εκτιμήσεις, και να λέει λόγια που δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια.

Στη Φιλοκαλία διαρκώς τονίζεται, ότι η άγνοια των ανθρώπων θολώνει το νου, και δημιουργεί μπερδεμένους λογισμούς. Το πιο μεγάλο μυστικό για να κατανοείς τους άλλους, να ερμηνεύεις τις πράξεις τους, και κυρίως να μη διαλύεσαι, είναι :

1. Να ζεις εσύ αλλού. Στο ¨αλλού¨ της θείας Παρουσίας. και
2. Να έχεις επίγνωση της ανθρώπινης άγνοιας που ταλαιπωρεί όλους μας.

Αγιος Γέροντας Πορφύριος: Οταν λέμε «Βλέπει ο Θεός», τι εννοούμε;

Γέροντας Πορφύριος

Ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή.

Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας.
Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη αυτά να μεταδίδομε.
Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.
Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.
Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;».
Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος.Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.
Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός.
Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο Θεός», η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.
Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσομε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.
Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».

Όσιος Γρηγόριος Καλλίδης

Ο Όσιος Γρηγόριος (ο Καλλίδης) γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1844 μ.Χ. από ευλαβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Ευφροσύνη, στο Κούμβαο της επαρχίας Ηρακλείας, της Ανατολικής Θράκης. Από μικρός έδειξε κλίση προς την ιερωσύνη και έτσι προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας και μετά Σερρών Μελετίου Θεοφιλίδη του Θεσσαλονικέως, από το οποίο έλαβε τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης στις 26 Φεβρουαρίου του 1862 μ.Χ. Μαθήτευσε με επιμέλεια στα λαμπρά εκπαιδευτήρια των Σερρών, με Διευθυντή τον Ι. Πανταζίδη, τον μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος (1862 - 1873 μ.Χ.) τον προεχείρισε σε Αρχιδιάκονό του, εκτιμώντας την προσωπικότητα και τα σπάνια προσόντα του. Έτσι έλαβε μέρος στη δοξολογία για την άφιξη της νύμφης τότε βασίλισσας Όλγας και αργότερα στη βάπτιση του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Κατά το έτος 1873 μ.Χ. βρίσκουμε τον Γρηγόριο Σχολάρχη στη Ραιδεστό, το 1874 μ.Χ. πρωτοσύγκελλο του Μητροπολίτου Ηρακλείας Παναρέτου και ιεροκήρυκα, μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού στις 24 Μαρτίου του έτους 1875 μ.Χ. Ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτου Ηρακλείας, με πολλή σύνεση, μαζί με τους προκρίτους, διαφύλαξε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή 45 χιλιάδων Κιρκασίων κατά τον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο, μέχρι να υποδεχθεί τους Ρώσσους.

Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχείας, απεστάλη από το Πατριαρχείο στην Ανδριανούπολη ως έξαρχος, μετά τις εκεί βιαιότητες κατά του Μητροπολίτου Διονυσίου του Ε', του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου (1887 - 1891 μ.Χ.) για να τον αντιπροσωπεύσει μια και αυτός θα απουσίαζε νοσηλευόμενος στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από τρίμηνη παραμονή στην Ανδριανούπολη, εξελέγη στις 12 Μαίου του 1879 μ.Χ. Μητροπολίτης Τραπεζούντος από τον Πατριάρχη Ιωακείμ το Γ' τον μεγαλοπρεπή κατά την πρώτη πατριαρχεία του.

Την επαρχία της Τραπεζούντος ο Γρηγόριος Καλλίδης εποίμανε για πέντε χρόνια και αναδείχθηκε άξιος διάδοχος των αειμνήστων προκατόχων του, που λάμπρυναν τον μητροπολιτικό αυτό θρόνο των Κομνηνών και της Τραπεζούντος. Από την ημέρα της ενθρονίσεως του επιμελήθηκε του έργου της περιφρουρήσεως του ποιμνίου του από τις επιθέσεις των περιοίκων μεταναστών Τούρκων.

Ομοίως μερίμνησε και περί της ελαττώσεως της βαριάς φορολογία των χριστιανών. Αποκατέστησε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ του ποιμνίου του και ανασυνέταξε τους κοινοτικούς κανονισμούς της ορθόδοξης κοινότητας των Ρωμηών. Με την βοήθεια των μεγάλων ευεργετών Θεοφυλάκτου και Φωκίωνος Κιούση, δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα από τα έσοδα των οποίων να καλύπτεται ο προϋπολογισμός των σχολείων. Γι' αυτή μάλιστα την ενέργειά του τον συνεχάρη το Πατριαρχείο με προσωπική επιστολή στις 13 Ιουνίου 1880 μ.Χ.

Επί της αρχιερατείας του στην Τραπεζούντα το 1879 μ.Χ., η Μεγάλη Εκκλησία, αφού απέσπασε τις εξαρχίες των τριών Σταυροπηγιακών Μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, τις υπήγαγε στην άμεση διοίκηση της μητροπόλεως Τραπεζούντος, με την ελπίδα της καλύτερης συγκροτήσεως και προκοπής των Χριστιανών.

Εις τον Τραπεζούντος Γρηγόριον Καλλίδην ανετέθη από τη Μεγάλη Εκκλησία με συνοδικό γράμμα στις 22 Οκτωβρίου 1879 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' και το καθήκον της εποπτείας των τριών αυτών Σταυροπηγιακών Μονών, οπότε και ανέλαβε την υποχρέωση να τις επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από τον Απρίλιον όμως του 1886 μ.Χ., η εποπτεία των χριστιανών της περιοχής περιήλθε και πάλι στην Ιερά Μονή Σουμελά.

Τον Τραπεζούντος Γρηγόριο Καλλίδη, ο οποίος εξελέγη στο θρόνο της αγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, διαδέχθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1884 μ.Χ. ο από Φιλιππουπόλεως μετατεθείς Γρηγόριος ο Γ' ο Λέσβιος.

Η ενθρόνιση του Μητροπολίτου Γρηγορίου στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 20 Μαρτίου του 1885 μ.Χ. μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού.

Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου Καλλίδη, βρισκόταν σε κορύφωση το κοινοτικό ζήτημα της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις που είχαν να κάνουν με την εκλογή των τοπικών αρχόντων της πόλης. Εκείνη την εποχή άρχισαν να αποδυναμώνονται οι εύποροι συντεχνίτες που διεκδικούσαν μια αδιαφιλονίκητη εκλογή στη δημογεροντία και την αντιπροσωπεία της κοινότητας. Τα ισχυρά μέλη των κοινοτικών οργάνων της περιοχής, ήταν έμποροι, κτηματίες, δικηγόροι και γιατροί. Οι ηγέτες του συντεχνιακού κόσμου ζητούσαν επίμονα να αλλάξουν τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού, που πια δεν τους ευνοούσε. Ξέσπασαν έτσι οι γνωστές διαμάχες της δεκαετίας του 1880 μ.Χ. που κατέληξαν στη μετάθεση του Μητροπολίτου Γρηγορίου Καλλίδου. Ωστόσο οι κοινοτικές διενέξεις που είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου, αλλά διήρκησαν και αρκετά μετά, έγιναν αιτία να μετατεθούν ακόμη δύο Μητροπολίτες, ο Καλλίνικος Φωτιάδης (1878 - 1883 μ.Χ.) και ο Αθανάσιος Μεγακλής (1893 - 1900 μ.Χ.).

Οι Στ. Ιωαννίδης, Δ. Βλάτσης και Κ. Σφήκας ήταν οι εκπρόσωποι των συντεχνιών, των ασθενεστέρων πλέον τάξεων της πόλης, που υποστήριξε ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, με αποτέλεσμα να συκοφαντηθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να κυκλοφορήσει το 1888 μ.Χ. από τις αντίπαλες μερίδες, ρυπαρογραφικός ανώνυμος λίβελος ανόσιας κατηγορίας κατά του Μητρ. Γρηγορίου, λίγο πριν την δίκη που θα γινόταν στην Κωνσταντινούπολη για να διαλευκάνει την υπόθεση.

Στις 29 Απριλίου του 1889 μ.Χ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αθώωσε πανηγυρικά τον ανεξίκακο Μητροπολίτη Γρηγόριο. Οι κατήγοροί του δεν προσήλθαν καθόλου στη δίκη. Οι εκπρόσωποι κατήγοροι του ήταν οι Θ. Γεωργιάδης, Γ. Γράβαρης, Τ. Παπαγεωργίου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, ο Αλφρέδος Άμποττ, γόνος παλιάς και πλούσιας οικογένειας, όπως και ο Σταύρος Χατζηλαζάρου, είχαν ταχθεί μαζί με τον Μητροπολίτη τους υπέρ της φτωχής μερίδας των συντεχνιών.

Μετά την αθώωσή του, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος δικαιωμένος παραμένει στην Κωνσταντινούπολη, μη θέλοντας να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και παραιτούμενος θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της Μεγάλης Εκκλησίας, οπότε και εκλέγεται Μητροπολίτης Ιωαννίνων στις 28 Σεπτεμβρίου του 1889 μ.Χ.

Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων κλήθηκε αριστίνδην συνοδικό μέλος και έρχεται πάλι στην Κωνσταντινούπολη το 1892 μ.Χ. Στη θέση του αφήνει τον πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, που στη συνέχεια εκλέγεται διαδοχικά, επίσκοπος Ναζιανζού και χωρεπίσκοπος Ταταούλων.

Στη Βασιλεύουσα Πόλη, ο Γρηγόριος διετέλεσε πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής του πατριαρχικού τυπογραφείου, πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της Εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπήρξε η δράση του ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου των Πατριαρχείων. Στα Ιωάννινα επέστρεψε και πάλι τον Μάιο του 1894 μ.Χ.

Κατά τον πόλεμο του 1897 μ.Χ. μαζί με τους γενικούς προξένους προφύλαξε την πόλη των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, οπότε και τιμήθηκε παρά του Αντιβασιλεύοντος Διαδόχου Κωνσταντίνου με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού, λαμβάνοντας συγχρόνως από τον Αυτοκράτορα της Ρωσσίας τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και από τον ηγεμόνα του Μαυροβουνίου τον μεγαλόσταυρο Δανιήλου. Ας σημειωθεί εδώ και η αναγνώριση της αξίας του Ιεράρχου και από την Τουρκική πλευρά ενωρίτερα, όταν τιμήθηκε από τον Σουλτάνο το Νοέμβριο του 1885 μ.Χ., με το επίσημο παράσημο Οσμανιέ Β' τάξεως. Διετέλεσε συνοδικός επί των Πατριαρχών Νεοφύτου του Η', Κωνσταντίνου Ε' και Ιωακείμ του Γ' και έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου, οπότε και έλαβε τον σερβικό μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα.

Στις 22 Μαίου του έτους 1902 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', προεβίβασε τον Γρηγόριο στη γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού, στη θέση του Ιερωνύμου για να εκλεγεί στα Ιωάννινα ο Νικαίας Σωφρόνιος. Οι άλλοι συνυποψήφιοι για την Μητρόπολη Ηρακλείας ήταν ο Αμασείας Άνθιμος και ο Βερροίας Κωνσταντίνος. Ο πρώην Ηρακλείας Ιερώνυμος κατεστάθη και πάλιν Μητροπολίτης Νικαίας.

Στη διοίκηση της επαρχίας του, εκτός των περιοχών Ραιδεστού και Χαριουπόλεως διώρισε επισκόπους, τον επίσκοπο Ναζιανζού Γερμανό στα τμήματα Ηρακλείας και Τυρολόης και τον επίσκοπο Χαριουπόλεως Φιλόθεο στα τμήματα Κεσσάνης, Μαλγάρων και Μακράς Γέφυρας.

Η Εκκλησία της Ηρακλείας που ιδρύθηκε από τον πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα, υπήρξε η πρωτεύουσα Μητρόπολη στη Θράκη και σ' αυτήν υπαγόταν και η επισκοπή Βυζαντίου, η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη. Στην Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ., η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ανυψώθηκε σε Νέα Ρώμη. Ο Μητροπολίτης Ηρακλείας όμως διατηρούσε το δικαίωμα, να εγχειρίζει στον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη την πατριαρχική ράβδο.

Στα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του στην Μητρόπολη Ηρακλείας ανεκόμισε και παρέδωσε σε Ουγγρική αντιπροσωπεία, τα οστά του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου του Β', του Ρακότση και άλλων Ούγγρων εξορίστων, κατά τις αρχές του ΙΗ αιώνος μ.Χ. μετά την ειρήνη του Κάρλοβιτς, που ήταν θαμμένα στον περίβολο του ναού της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας. Τότε τιμήθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση με τον μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ.

Στην πενταετία 1902 - 1907 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος με την βοήθεια Ελλήνων διπλωματών, κατάφερε να προφυλάξει την επαρχία του από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα μ.Χ. είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι απο την δράση των Βουλγάρων εξαρχικών.

Στη Ραιδεστό κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο του κτιρίου του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1873 μ.Χ., του κεντρικού παρθεναγωγείου «τα Θεοδωρίδεια», του κεντρικού Αρρεναγωγείου «Γεωργιάδειον», του Νηπιαγωγείου Κουρνάλειος «Γεωργιάδειον» και της μεγάλης αποθήκης στην αποβάθρα της πόλης.

Αγόρασε και επισκεύασε την οικία Γιάγκου και τη δώρησε ως Μητροπολιτικό μέγαρο στην κοινότητα Ραιδεστού, υπό τον όρο να δίνει ο εκάστοτε Μητροπολίτης στο σχολικό ταμείο 35 χρυσές λίρες κάθε χρόνο. Γι' αυτό η ελληνική κοινότητα της Ραιδεστού είχε αναγράψει το όνομά του στον επίσημο κώδικά της και τον ανακήρυξε Μεγάλο Ευεργέτη της.

Επίσης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος κατέθεσε χρήματα στην Εθνική Τράπεζα, προς συντήρηση του δασκάλου της πατρίδας του Κουμβάου, η οποία ονόμασε τη δημοτική σχολή της «Καλλίδειον». Στη Ραιδεστό μετά από πολυώδυνο και μαρτυρικό βίο, είδε απελαυνομένους τους περισσότερους χριστιανούς της Θράκης.

Συνεργάστηκε με τους ομογενείς Αρμένιους, Τούρκους και Ιουδαίους για να μη δεινοπαθήσει η Ραιδεστός και αξιώθηκε να υποδεχθεί στις 7 Ιουλίου του 1920 μ.Χ. τον Ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό της μεραρχίας της Σμύρνης και τήν επόμενη μέρα τον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο. Διετέλεσε πρώτο μέλος της θρακικής επιτροπής Ορθοδόξων, Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ιουδαίων, η οποία υπέβαλε την ευγνωμοσύνη της στον βασιλιά Αλέξανδρο και στην Κυβέρνηση Βενιζέλου και έλαβε μέρος στον εορτασμό των Εθνικών Επινικείων.

Μετέβη για δεύτερη φορά στην Αθήνα μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου με τους πνευματικούς Αρχηγούς και Αντιπροσώπους των κοινοτήτων της Θράκης, για την υποδοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Περιήλθε τη Θεσσαλία και την Μακεδονία παροτρύνοντας και ενθαρρύνοντας την επάνοδο των εκεί προσφύγων Θρακών στις πατρίδες τους, σε συνεννόηση με τον υπουργό περιθάλψεως. Πήρε μέρος στη Σύνοδο Ιεραρχών Παλαιών και Νέων Χωρών το 1921 μ.Χ. στην οποία προήδρευσε έχοντας τα πρεσβεία, έναντι όλων των Συνέδρων.

Τέλος, παρά την προχωρημένη ηλικία του, συνέχισε εργαζόμενος ακούραστα στη θρακική έπαλξη για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του συναπολαμβάνοντας με αυτό τη δωρηθείσα ελευθερία της Θράκης.

Τις δόξες όμως αυτές και τις τιμές, ήλθε να αφανίσει η μαύρη συμφορά, ο χαλασμός του 1922 μ.Χ. που ξερίζωσε τον προαιώνιον ελληνισμόν της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης απο τις πατρογονικές εστίες. Έτσι ο Μητροπολίτης Γρηγόριος με την προσφυγική ράβδο σαν άλλος Μωϋσής, μεγαλόψυχος παρήγορος του εκτοπιζομένου ποιμνίου του, τους οδήγησε με ασφάλεια στην Ελλάδα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη σχολάζων χωρίς να θελήσει να αναλάβει νέα Μητρόπολη.

Στις 12 Απριλίου (Κυριακή των Βαίων) του 1925 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η κοινότητα της Θεσσαλονίκης τίμησαν τον Μητροπολίτην Γρηγόριο με αφορμή την συμπλήρωση πενήντα ετών θεοφιλούς και εθνωφελούς αρχιερατείας. Μετά από πανηγυρική Θεία Λειτουργία ακολούθησε αυτή η σεμνή τελετή στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου, Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, εκπροσώπων του Αγίου Όρους και του ελληνικού κράτους, στρατιωτικών και τοπικών αρχόντων.

Το περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς» αφιέρωσε τον θ' τόμο του (1925 μ.Χ.) στον Μητροπολίτη Γρηγόριο Καλλίδη με αφορμή τη συμπλήρωση του Ιωβηλαίου της αρχιερατείας του.

Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Ηρακλείας και Ραιδεστού, μετά από σύντομη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 23 Ιουλίου του 1925 μ.Χ. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε με περισσή μεγαλοπρέπεια από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, τον Καμπανίας Διόδωρο, τον Απολλωνιάδος Ιωακείμ και τον Κασσανδρείας Ειρηναίο στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Παρέστησαν επίσης οι Μητροπολίτες Σερρών Κωνσταντίνος και Σιδηροκάστρου Νεόφυτος, ο Αρμένιος επίσκοπος, εκπρόσωπος της Αρχιρραβινείας, πλήθος επισήμων και ο πιστός του Θεού λαός. Η σορός του με πομπή, κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας όπου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Στις 20 Οκτωβρίου 1979 μ.Χ. ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β', έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του τα οποία βρέθηκαν να ευωδιάζουν και να επιτελούν από τότε πλήθος θαυμάτων.

Μετά από ενέργειες του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος του Β', στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαίου 2003 μ.Χ., η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας και ορίστηκε ημέρα μνήμης του η 25η Ιουλίου (ημέρα κοιμήσεώς του) και η 20η Οκτωβρίου (επέτειος της ανακομιδής του) ως δεύτερη εορτή του.

Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, εκόμισε ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ο Α' με πατριαρχική συνοδεία, ο οποίος προέστη και στην ακολουθία – δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαίου 2003 μ.Χ.

Άγιος Ηλίας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ηλίας διεδραμάτισε ενεργό ρόλο στα εκκλησιαστικά δρώμενα που προηγήθηκαν της Ε' Οικουμενικής Συνόδου.

Στις 6 Ιανουαρίου του 553 μ.Χ. συνυπογράφει με τους Απολινάριο Αλεξανδρείας και Δομνίνο Αντιοχείας την επιστολή που απέστειλε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, ο οποίος κινήθηκε δραστήρια και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου, προς τον πάπα Βιγίλιο. Στην επιστολή αυτή εκφραζόταν η επιτακτική ανάγκη για διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητος και παρετίθετο ομολογία πίστεως στις τέσσερις Οικουμενικές Συνόδους που είχαν προηγηθεί και στις παπικές επιστολές.

Για άγνωστους λόγους ο Ηλίας απουσίαζε από τις εργασίες της Ε' Οικουμενικής Συνόδου που συνήλθε το ίδιο έτος (5 Μαΐου - 2 Ιουνίου 553 μ.Χ.)· γι αυτό το λόγο εκπροσωπήθηκε από τον τιτουλάριό του επίσκοπο Ηρακλείας της Μακεδονίας Βενίγνο, ο οποίος υπογράφει στα σωζόμενα σε λατινική μετάφραση πρακτικά της Συνόδου ως «Benignus misericordia Dei episcopus Heracleotanae civitatis, quae est primae Macedoniae, agens vicem Elia sanctissimi archiepiscopi Thessalonicensium civitatis, tam pro illo etiam pro me». Αξιοσημείωτο είναι πως στους επισκοπικούς καταλόγους ο τοποτηρητής του απουσιάζοντος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ηλία, κατέχει την 7η θέση, αμέσως μετά τους πατριάρχες.

Τέλος, το όνομα του αρχιεπισκόπου Ηλία, ως συμμετασχόντος στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο, αναγράφεται στο έργο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α', Περί των αγίων συνόδων: «καὶ σύνοδος ἐνταῦθα συνεκροτεῖτο τῶν ρξε' ἁγίων πατέρων, ὄντος ἐν αὐτῇ Εὐτυχίου τοῦ τῆς πόλεως ἡμῶν προέδρου, ᾿Απολλιναρίου τοῦ ᾿Αλεξανδρείας,... ᾿Ηλία τε τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ ἑτέρων πλείστων». Εαν δεν πρόκειται για ιστορική παρερμηνεία, αποσκοπεί στον τονισμό του πρωτεύοντος ρόλου του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ηλία στις προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη σύγκληση της Συνόδου.

Άγιοι Εκατόν εξήντα πέντε Πατέρες της Ε' Οικουμενικής Συνόδου

Στα χρόνια του Βασιλιά Ιουστινιανού Α' το έτος 535 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης ήταν ο Άνθιμος ο Τραπεζούντιος, που υποστήριζε τις αιρετικές θεωρίες του Ευτυχούς (μονοφυσίτης). Έτσι απομακρύνθηκε από τον Πατριαρχικό θρόνο και αντ' αυτού χειροτονήθηκε Πατριάρχης, από τον τότε Πάπα Ρώμης Αγαπητό, ο Πρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη Μηνάς.

Με την αφορμή λοιπόν αυτή, επαναστάτησαν οι Σεβήρος και Πέτρος ο Απαμείας, που ήταν άνθρωποι αιρετικοί και συνιστούσαν τα βλάσφημα δόγματα του Ωριγένη. Οπότε επικράτησε μεγάλη ταραχή στην Εκκλησία.

Έτσι ο βασιλιάς Ιουστινιανός συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη το 553 μ.Χ. Σύνοδο από 165 Αγίους Πατέρες, με την προεδρία του Πατριάρχη Μηνά και αναθεμάτισαν τους προαναφερθέντες αιρετικούς, καθώς και τους οπαδούς τους.

Το νομοθετικό έργο (την έκδοση ιερών Κανόνων) της Ε', καθώς και της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου συμπλήρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 691 μ.Χ.).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, θεῖος ὅμιλος, σεπτῶν Πατέρων, ἐν τῇ Πέμπτῃ Συνόδῳ καθείλετε, αἱρετικῶν τὰ ὀθνεῖα διδάγματα, καὶ Ὀρθοδόξοις τὸ κράτος δεδώκατε· ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, τὴν Πέμπτην Σύνοδον ἐν Πνεύματι θείῳ, θεοειδεῖς Πατέρας συγκροτήσαντας, ὕμνοις εὐφημήσωμεν, Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, τὴν Ἐκκλησίαν ῥύσασθε Χριστοῦ, ὑμῶν πρεσβείαις, Πατέρες θεόληπτοι.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, τῆς Πέμπτης Συνόδου, οἱ φωστῆρες καὶ συνεργοί· χαίρετε προστάται, Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν αἱρετιζόντων, ἧττα καὶ ὄλεθρος.



Οσία Ευπραξία

Η Οσία Ευπραξία ήταν κόρη του συγκλητικού Αντίγονου και της Ευπραξίας (η Αγία είχε το ίδιο όνομα με τη μητέρα της), που ήταν συγγενής του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Αντιγόνου, η μητέρα της την παρέδωσε στον βασιλιά Θεοδόσιο για να την αποκαταστήσει. Αυτός την αρραβώνιασε πολύ μικρή με κάποιον συγκλητικό.

Αλλά κατά τη διάρκεια κάποιας περιήγησης της στην Αίγυπτο, με τη συνοδεία της μητέρας της, η Ευπραξία επισκέφθηκε κάποια γυναικεία Μονή στη Θήβα της Άνω Αιγύπτου (όπου ηγουμένη ήταν μια αγία γυναίκα, που λεγόταν Μαρίνα) και τόσο της άρεσε η ζωή των εκεί ασκουμένων, ώστε αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί μ' αυτές.

Η δε μητέρα της δεν έφερε αντίρρηση, επέστρεψε στην Ανατολή, πούλησε την κτηματική της περιουσία και επανήλθε στη Μονή. Εκεί αφού κατέθεσε όλα τα χρήματα από την πώληση της περιουσίας της, απεβίωσε ειρηνικά.

Η δε κόρη της Ευπραξία, μοίρασε τα χρήματα αυτά στις εκκλησίες και στους φτωχούς και επιδόθηκε σε αυστηρότατη άσκηση για 45 ολόκληρα χρόνια. Έτσι ασκητικά και άγια αφού έζησε, παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Θεό, επιτελώντας πολλά θαύματα.

Οσία Ολυμπιάδα η Διακόνισσα

Η Ολυμπιάδα έζησε στα χρόνια των Πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ο πατέρας της Ακούνδος είχε το αξίωμα του κόμητος. Κατ' άλλους όμως ονομαζόταν Σέλευκος.

Η Ολυμπιάδα είχε μεγάλη σωματική ωραιότητα, ευφυΐα, παιδεία, και πολλά πλούτη. Παντρεύτηκε τον έπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, αλλά αυτός μετά από λίγο χρόνο πέθανε και έτσι η Ολυμπιάδα έμεινε χήρα σε πολύ μικρή ηλικία. Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε να την πείσει να πάρει δεύτερο άνδρα, κάποιο αξιωματούχο Ελπίδιο. Αυτή όμως, τιμώντας τη μνήμη του άντρα της και φλεγόμενη από τον πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία με τα πλούτη της, απέρριψε το δεύτερο γάμο. Αφοσιώθηκε λοιπόν στο μέγα αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ιωάννη το Χρυσόστομο και γεμάτη ενθουσιασμό έδωσε στην αρχιεπισκοπή του χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κτήματα.

Μέσα στην Εκκλησία είχε τον τίτλο της Διακόνισσας. Ίδρυσε μάλιστα και μοναστήρι, κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης. Αργότερα, όταν ο Χρυσόστομος εξορίστηκε, η Ολυμπιάδα έπεσε σε βαθύ πένθος. Για να την παρηγορήσει ο μέγας ιεράρχης, της έστειλε αρκετές επιστολές (σώζονται 17).

Πέθανε εξορισμένη στη Νικομήδεια, μόλις 50 ετών, λίγο μετά από το θάνατο του ιερού Χρυσοστόμου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου

Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία.

Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.

Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε' 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.

Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας, ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ᾽ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Να λέμε όλο και περισσότερο την "Ευχή".... ( Γερόντισσα Μακρίνα )

Να προσέξουμε την "ευχή". Να λέμε όλο και περισσότερο την "ευχή", διότι όσο πλησιάζουν τα χρόνια προς το τέλος του κόσμου τόσο θα απομακρύνεται ο άνθρωπος από τον Θεό.

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος έλεγε πως όσο πλησιάζουμε στα χρόνια του αντιχρίστου τόσο χειρότεροι θα γινόμαστε Μοναχοί και Κοσμικοί.
Σήμερα δεν υπάρχει οικογένεια που δεν έχει προβλήματα κυρίως από τα παιδιά της. Φοβερά προβλήματα. Φθάσαμε στην κατάσταση που ο ένας να μην θέλει να δει τον άλλον.
Ο διάβολος περιλαβαίνει και τα Μοναστήρια. Έχει μια ουρά, που είναι απεριόριστη και τυλίγεται στον καθέναν και του λέει:
«Μην κάνεις εκείνο, κάνε το άλλο, μην κάνεις προσευχή, μην κάνεις αυτό το κάνεις μεθαύριο, κοιμήσου» και φέρνει τη χαύνωση.

Εμείς λοιπόν να κάνουμε υπακοή… Αν εμείς δεν κάνουμε υπακοή δεν θα μας σκεπάζει η Χάρις Του. Τίποτα δεν γίνεται έτσι. Και να προσεύχεται ένας άνθρωπος από το πρωί μέχρι το βράδυ για έναν άλλο άνθρωπο, αν δεν έχει εκείνος προαίρεση δεν τον βοηθάει η προσευχή.
Γι΄αυτό θέλει λοιπόν να έχουμε καλή προαίρεση, να θέλουμε τη σωτηρία μας και να θέλουμε να αγωνιστούμε.Αγώνας! Πώς είναι σε ένα γήπεδο σε ένα στάδιο που αγωνίζονται να κερδίσουν το κύπελλο, έτσι κι εμείς πρέπει να τρέχουμε να λέμε την ευχή συνέχεια. Είναι κόπος. Για να πουν οι Άγιοι Απόστολοι » Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» για να πει ο Χριστός: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» δεν το είπε τυχαία, ένας Θεός το είπε.
Γιατί το είπε; Για να αγωνιστούμε. Όταν έχει την προσευχή κανείς έχει ευκινησία στη δουλειά του, έχει χάρη και ζητά να εργαστεί τον Θεόν και δεν υπολογίζει τον εαυτό του καθόλου. Δεν υπολογίζει κόπο, θέλει τον Θεό να ευχαριστήσει. ‘Ετσι δείχνει την αγάπη του στον Θεό. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε. Τον λόγο αυτό να τον έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάνοιά μας, να μη μας φεύγει.
Οι μέρες είναι λίγες, οι ώρες είναι λίγες και πρέπει αυτά τα πράγματα να τα εμεταλλευόμαστε και να μη γυρίζουμε από το άλλο πλευρό. ‘Οταν ο διάβολος μας λέει ότι δεν μπορείς να του λέμε:''Όχι μπορώ, θα σηκωθώ''.

Σήκω σήκω γιατί ήρθε η Δευτέρα Παρουσία. Όταν έχουμε αυτόν τον λογισμό, ότι ήρθε η Δευτέρα Παρουσία θα πεταγόμαστε μέχρι εκεί πάνω στο ντιβάνι….».

Από το βιβλίο: Λόγια καρδιάς, Γερόντισσα Μακρίνα, 1921-1995.