Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Ύμνοι Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του πρωτοκλήτου

ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ… ΠΟΙΟΤΗΤΑ!

 «Εμείς σαν ατελείς, εκτός από την ποιότητα, έχουμε ανάγκη και από την ποσότητα της προσευχής. Το δεύτερο άλλωστε είναι πρόξενο του πρώτου. «Ο Θεός – λέγει η Γραφή – δίνει προσευχή καθαρή σ’ εκείνον που προσεύχεται, έστω και ρυπαρά, αλλά χωρίς να υπολογίζει κόπο και πόνο (πρβλ. Α΄ Βασ. β΄9)» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κη΄ 23).


  Δεν αναιρεί τον εαυτό του ο όσιος. Γιατί ο ίδιος λέει κάπου αλλού «μη ζητάς να λες πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθεί ο νους σου, αναζητώντας λόγια…. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές δημιούργησε στον νου φαντασίες και διάχυση, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου». Και δεν τον αναιρεί, γιατί κάνει τη διάκριση μεταξύ των αρχαρίων, όλων ημών δηλαδή που είμαστε στις απαρχές της πνευματικής ζωής, και των προχωρημένων και τελείων. Για τους τελείους, για εκείνους που πράγματι έχουν αφιερώσει πλήρως και ολοκληρωτικώς τον εαυτό τους στον Θεό, τα πολλά λόγια… βλάπτουν: τους φέρνουν φαντασίες και διάχυση· εκείνο που έχουν ανάγκη είναι η μονολόγιστη κυρίως ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», γιατί έχουν ουσιαστικά ανακραθεί με τον Θεό, έχουν γίνει ένα μαζί Του, συνεπώς ολόκληρη η ζωή τους είναι μία προσευχή. Δηλαδή έχουν φτάσει στο σημείο να μη λένε προσευχές, αλλά να έχουν γίνει οι ίδιοι προσευχή – και η αναπνοή τους και το βλέμμα τους και η στάση τους όλη φανερώνουν Ουρανό.


Για εμάς όμως τους αρχαρίους και ατελείς ισχύουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά. Είμαστε προσανατολισμένοι προς την κορυφή, αλλά βλέπουμε ότι πατάμε ακόμη πολλή… γη κι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας! 

 Σαν την καλόγρια εκείνη που μνημόνευε ο άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης, η οποία σαν σε όραμα έβλεπε μεν τους αγίους στην κορυφή ενός βουνού, αλλά όταν θέλησε να τους φτάσει, πιστεύοντας ότι είναι σχεδόν δίπλα της, είδε ότι ο δρόμος της είναι μέσα σε αγκάθια και τριβόλια! Κι έπρεπε να «φτύσει αίμα» κατά τη λαϊκή έκφραση, για να μπορέσει λίγο να προχωρήσει και να ανέβει. Λοιπόν, λέει ο όσιος ότι για εμάς είναι απαραίτητη και η ποσότητα: να επιμένουμε σε πολλές προσευχές και να κοπιάζουμε σ’ αυτές, ξέροντας ότι πολύ συχνά το μυαλό μας θα ξεφύγει. Κι όταν θα έχουμε προχωρήσει με τον τρόπο αυτόν, τότε θα δούμε ότι η ποιότητα θα γίνει και η δική μας αναζήτηση: τα πέντε λόγια που λέει και ο απόστολος (Α΄ Κορ. 14, 19), που θα’ ναι όμως ικανά να ανάψουν το πυρ του Θεού στην ψυχή μας.


Είναι λοιπόν μονόδρομος η ορθή ένταξή μας στην εκκλησιαστική ζωή. Το να προσευχόμαστε κατά τον τρόπο της Εκκλησίας σημαίνει ότι προσευχόμαστε με εκείνην την ποσότητα που μας εκβάλλει στην ποιότητα!


π.Γεώργιος Δορμπαράκης

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: "ΟΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟΙ ΕΧΟΥΝ ΛΕΠΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΒΟΗΘΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ"!

 - Γέροντα, όποιος έχει φιλότιμο το καταλαβαίνει ο ίδιος;

- Εσύ έχεις; Αυτό φαίνεται, ευλογημένη!

Λίγο-πολύ καταλαβαίνει κανείς τον εαυτό του, πληροφορείται γιατί έχει εσωτερική ανάπαυση και ειρήνη. Αλλά και όποιος έχει φιλότιμο δεν καυχάται, δεν λέει: «εγώ έχω φιλότιμο», γιατί πάντα σκέφτεται: «Πρέπει να κινούμαι με περισσότερο φιλότιμο».

Ο φιλότιμος άνθρωπος έχει ειλικρίνεια, δεν υπολογίζει τον εαυτό του, είναι απλός, έχει ταπείνωση. Όλα αυτά δίνουν ανάπαυση και στον ίδιο, αλλά είναι αισθητά και στον άλλον• έχει και επικοινωνία εσωτερική με τον άλλον και τον καταλαβαίνει. Και να του λες, ενώ πονάς , «είμαι πολύ καλά», για να μη στενοχωρηθή, εκείνος καταλαβαίνει ότι πονάς και προσπαθεί να μη σε κουράση. Και άλλος, ενώ σε βλέπει να μην έχης κουράγιο, να ζαλίζεσαι, επειδή θέλει να σε απασχολήση, σου λέει: «Σε βλέπω, Γέροντα, πιο καλά από κάθε άλλη φορά, σε βλέπω υγιέστατο!». Και να έχει τουλάχιστον κανένα σοβαρό πρόβλημα, θα ήταν κάπως δικαιολογημένος.

Αντιθέτως ο φιλότιμος, και να έχη ανάγκη, λέει: «Γέροντα, μόνο την ευχή σου να μου δώσης, να μην σε απασχολώ». Τον κρατώ και βουρκώνουν τα μάτια του. «Να φύγω, Γέροντα, λέει, να φύγω, κουρασμένο σε βλέπω». Ε, αυτός πώς να μη δεχθή θεία βοήθεια;

Υπάρχουν άνθρωποι που από το φιλότιμο π[ου έχουν αμέσως καταλαβαίνουν τι βοηθάει και τι ευχαριστεί τον άλλον, με την καλή έννοια, γιατί σκέφτονται συνέχεια τον άλλον και όχι τον εαυτό τους. Μερικοί, ενώ δεν με γνωρίζουν, καταλαβαίνουν από τι έχω ανάγκη• μου στέλνουν κανένα δεματάκι και έχουν μέσα ακριβώς ό,τι μου χρειάζεται. Το δέμα τους σου δίνει να καταλάβης όλον τον εσωτερικό τους κόσμο. Βλέπεις την λεπτή τους συνείδηση να είναι απλωμένη στο κάθε πράγμα.

- Γέροντα, στο Καλύβι σας μερικές φορές καταφέρνουν και σας βλέπουν αυτοί που είναι λίγο αναιδείς και επιμένουν.

- Ναι, αλλά ανταμείβονται οι φιλότιμοι που από λεπτότητα δεν θέλουν να με ανησυχήσουν. Την άλλη φορά ήρθε εδώ να με δη ένας οικογενειάρχης. Τον είδα και χωριστά, τον είδα και με την γυναίκα του και με τα παιδιά του. Μετά από δυό-τρεις μέρες ξαναήρθε.

Εκείνη την ώρα έβλεπα κάποιον άλλον και έξω περίμενε μια κοπέλα που είχε έρθει αεροπορικώς από την Αθήνα, για να με ρωτήση για ένα θέμα που την απασχολούσε. «Μπορώ να απασχολήσω τον Γέροντα για πέντε λεπτά;», της είπε, κι εκείνη του έδωσε την σειρά της. Περίμενε μιάμιση ώρα, για να βγη ο κύριος που της ζήτησε να του δώση την σειρά της μόνο για .. πέντε λεπτά. Όταν βγήκε, είχε έρθει η ώρα να φύγη για το αεροδρόμιο, οπότε η καημένη μου είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, Πάτερ, ήρθα από την Αθήνα, να σε συμβουλευτώ για ένα πρόβλημα που έχω, αλλά τώρα δεν προλαβαίνω• είχα πάρει άδεια από την δουλειά μου για λίγες ώρες και πρέπει να φύγω, για να μη χάσω το αεροπλάνο». Ε, πώς να την ξεχάσω αυτήν την ψυχή! Τελικά μόνο με τον αρχοντικό τρόπο βοηθιέται ο άνθρωπος από τον Θεό.

- Γέροντα, όταν ο φιλότιμος ζη με δύσκολους ανθρώπους, δεν ταλαιπωρείται;

- Σκοπός είναι να δείξη το φιλότιμό του στους ανάποδους ανθρώπους. Το Ευαγγέλιο λέει: «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;».

Οι φιλότιμοι και ευαίσθητοι αδικούνται εκουσίως από τις παραχωρήσεις που κάνουν από αγάπη στους άλλους ή από την πονηρία των άλλων, αλλά ποτέ δεν περιμένουν ούτε επιδιώκουν να δικαιωθούν σ’ αυτήν την μάταιη ζωή. Σε τούτη την ζωή οι φιλότιμοι τα πληρώνουν όλα, αλλά λαμβάνουν και την βοήθεια του Θεού, και στην άλλη ζωή θα έχουν μεγάλο μισθό.

«Γέροντος Παϊσίου Αγιορείοτυ, Λόγοι Ε', Πάθη και Αρετές»


Άγιος Φρουμέντιος αρχιεπίσκοπος Αβησσυνίας

 Στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330 μ.Χ.), κάποιος φιλόσοφος από την Τύρο, που ονομαζόταν Φρουμέντιος, πήγε στην Αβησσυνία (Αιθιοπία) για να συλλέξει ιστορικά στοιχεία γι' αυτή τη χώρα. Έγινε γνωστός στη βασιλική αυλή για τη λογιότητά του και διορίστηκε σε ανώτερη διοικητική θέση.


Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης

 Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.


Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:


+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ

A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω

ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ

ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ


Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.


Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.


Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».


Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.






Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.



Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

 Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.


Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.


Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ  κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.


Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.


Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.


Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.


Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.


Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.


Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.


Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.


Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!


Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.


Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.






Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.


Μεγαλυνάριον

Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.


Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: "ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΑΓΚΩΝΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

 Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, «Τιμώρησε τον εχθρό μου», έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό.

Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πως μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.

  Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέτυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δικές σου αμαρτίες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακάθαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Άνθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου.

  Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντολή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διάβολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλογίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου; «Μα αδικήθηκα», λες, «και είμαι πικραμένος». Τότε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ.

  Ο συνάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι’ αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του. Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύχουμε τη βασιλεία των ουρανών.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ: " ΟΧΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ..."

 Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο, αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω από αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο, όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού. Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά.

Άγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως

Άγιος Άβιβος επίσκοπος Γεωργίας, Ιερομάρτυρας

 Η πυρολατρία

Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. ο σάχης της Περσίας Χοσρόης Α’ (531 - 579 μ.Χ.), γιος και διάδοχος του Καβάλη Α’ (488 – 531 μ.Χ.), εισβάλλοντας στην Καχέτη, που βρισκόταν τότε σε εσωτερική αναστάτωση, κατέκτησε τις περιοχές Ράνι, Μοβακάν και Αλαζάν. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Κάρτλης, υποτάσσοντας και τη χώρα αυτή. Τη διοίκηση των επαρχιών την ανέθεσε σε σατράπες (Σατράπης (περσ. Χσαδράπ) λεγόταν ο διοικητής επαρχίας (σατραπείας) του αρχαίου περσικού κράτους). Στους κατοίκους επέβαλε φόρο υποτέλειας. Το χειρότερο όμως είναι ότι θέλησε να εξαφανίσει το χριστιανισμό και να επιβάλει το μαζδαϊσμό. Πρόσταξε, λοιπόν, να χτιστούν σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά πυρολατρικοί ναοί, στους οποίους στήθηκαν βωμοί με άσβεστη φωτιά. Πολλοί χριστιανοί, είτε αναγκασμένοι είτε παρασυρμένοι, αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και δέχτηκαν την περσική πλάνη.


Θείος ζήλος

Ναός πυρολατρικός χτίστηκε και στην πόλη Νεκρέσι, της οποίας επίσκοπος ήταν ο μακάριος Άβιβος, όπως είδαμε στο βίο του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι. Ο καλός ποιμενάρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη λατρεία των δαιμόνων στην ίδια του την έδρα. Οπλισμένος, λοιπόν, με θείο ζήλο, πήγε μια μέρα στο ναό, προχώρησε θαρρετά ως το θυσιαστήριο και, ρίχνοντας νερό πάνω στην φλόγα, την έσβησε.


Η γενναία πράξη του επισκόπου έκανε τους χριστιανούς να ενθουσιαστούν και τους πυρολάτρες να μουδιάσουν. Πολλοί Γεωργιανοί, που είχαν πλανηθεί, γύρισαν πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.


Από την ημέρα εκείνη ο φιλόθεος ιεράρχης, με το σταυρό στο χέρι, άρχισε να οργώνει την επαρχία του. Περιοδεύοντας ακούραστα σε πόλεις και χωριά, κήρυσσε την αλήθεια, ξερίζωνε την πλάνη, έκανε θαυμαστά σημεία και έσβηνε τους πυρολατρικούς βωμούς. Όλοι οι βουνίσιοι κάτοικοι του Καυκάσου, που είχαν μεταστραφεί στο μαζδαϊσμό, ξανάγιναν χριστιανοί χάρη στα κηρύγματα και τα θαύματά του.


Σε μικρό χρονικό διάστημα ο άγιος επίσκοπος κατόρθωσε όχι μόνο το ποίμνιό του να στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη, μα και πολλούς Πέρσες να οδηγήσει στο Χριστό. Αυτό όμως εξαγρίωσε τους κατακτητές.


Σύλληψη

Τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν αλύπητα και τον έριξαν σε μια σκοτεινή φυλακή. Ύστερα έστειλαν αναφορά στο σατράπη, που έμενε στην πόλη Ρέχη, με την οποία τον ενημέρωσαν για όλα όσα έκανε εναντίον της θρησκείας τους ο άγιος.


Ο σατράπης έστειλε αμέσως στη Νεκρέσι οπλισμένους στρατιώτες με την εντολή να τον φέρουν δεμένο μπροστά του. Έτσι κι έκαναν. Ήρθαν, τον έδεσαν κι έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τους χριστιανούς να κλαίνε και να στενάζουν απαρηγόρητα.


Πηγαίνοντας προς τη Ρέχη, πέρασαν από το χωριό Ικάλτο της ορεινής Καχέτης. Εκεί τους πρόλαβε ένας απεσταλμένος του οσίου Συμεών του Θαυμαστορείτη . Ο Όσιος Συμεών και ο επίσκοπος Άβιβος είχαν παλαιό πνευματικό σύνδεσμο και συχνά αλληλογραφούσαν. Τώρα ο χαρισματούχος Όσιος, γνωρίζοντας τη σύλληψη και προγνωρίζοντας το μαρτύριο του φίλου του, θέλησε να του συμπαρασταθεί. Έστελνε, λοιπόν, στον ιερομάρτυρα το ραβδί του, ως συμβολική ευλογία, κι ένα θερμό γράμμα, παρηγορητικό και ενθαρρυντικό. Διαβάζοντάς το ο μακάριος, ξέσπασε σε δάκρυα. Ουράνια δύναμη και ιερός ενθουσιασμός πλημμύρισαν την ψυχή του.


Φεύγοντας από το Ικάλτο ο άγιος αποχαιρέτησε κλαίγοντας τους κληρικούς του, που είχαν συναχθεί εκεί απ’ όλα τα χωριά της περιοχής για να πάρουν την ευχή του, και τους νουθέτησε κατάλληλα, προτρέποντάς τους να μένουν πιστοί ως το θάνατο στην Ορθοδοξία και να ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα του Χριστού με αυτοθυσία.


Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, τη Μτσχέτα, και αντικρίζοντας τον καθεδρικό της ναό, τον «Σβετιτσχόβελ», ένιωσε μιαν απέραντη ψυχική ευφροσύνη και αναφώνησε:


- Κοίτα, μητέρα μου Εκκλησία, το παιδί σου, που το οδηγούν δεμένο στο μαρτύριο!


Και πρόσθεσε μονολογώντας:


- Ετοιμάσου, Άβιβε, να δεχθείς το στεφάνι, που σου ετοιμάζει ο Χριστός, και προχώρα σταθερά στον αθλητικό σου δρόμο.


Στον άγιο Σίω

Στη Μτσχέτα ο άγιος παρακάλεσε τους στρατιώτες να τον οδηγήσουν ως την κοντινή μονή Μγβίμε, για να δει τον Όσιο Σίω , που ζούσε τότε έγκλειστος σ’ ένα σπήλαιο. Οι στρατιώτες, που είχαν εντυπωσιαστεί από την ακτινοβόλα αρετή του, σεβάστηκαν την επιθυμία του.


Σε λίγο οι δύο άγιοι συναντήθηκαν με χαρά και συγκίνηση. Μετά τον αδελφικό τους ασπασμό, άρχισαν να συζητούν πνευματικά. Τέλος, ο ιερός Άβιβος είπε:


- Προσευχήσου, πάτερ Σιώ, στο Θεό για το λαό μας, που τον καταπιέζουν οι άνομοι Πέρσες. Όσοι, μάλιστα, Γεωργιανοί είναι αστερέωτοι στην ορθή πίστη, σαγηνεύονται από την πυρολατρία. Μα και οι κατακτητές αναγκάζουν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς να προσκυνούν την άλογη φωτιά. Όπως, λοιπόν, κάποτε οι άγιοι Τρεις Παίδες, ριγμένοι μέσα στο χαλδαϊκό καμίνι, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς με την προσευχή τους, έτσι και τώρα εξουδετέρωσε, διάλυσε και αφάνισε με τη δική σου θεόδεκτη προσευχή τους δαιμονικούς λογισμούς και τις θεομίσητες πράξεις των διωκτών του χριστιανισμού.


- Γνωρίζω, τίμιε δέσποτα, αποκρίθηκε ο Σίω, ότι με ένθεο ζήλο και άγια τόλμη έσβησες τις φωτιές των περσικών βωμών. Εύχομαι να σε δυναμώσει ο Κύριος με τη χάρη Του, ώστε να σβήσεις κι εκείνη την αόρατη φωτιά, που θ’ ανάψει ο διάβολος για να σε κάψει. Ως σοφός ιεράρχης, ξέρεις ότι «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Μη φοβάσαι όμως! Η θλίψη που σε περιμένει, θα σου εξασφαλίσει το θείο έλεος και την ουράνια μακαριότητα. Ο Θεός βοηθός σου!


Οι δύο άγιοι αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν με δάκρυα. Δεν θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο στην παρούσα ζωή.


Στο σατράπη

Από τη Μτσχέτα πήγαν κατευθείαν στη Ρέχη. Ο μακάριος Άβιβος παρουσιάστηκε δεμένος στο σατράπη, που είχε αποφασίσει να τον ανακρίνει δημόσια. Έτσι, είχε μαζέψει πολλούς επισκόπους, ιερείς, τοπάρχες και πλήθος λαού. Μπροστά σ’ όλους αυτούς, λοιπόν, ρώτησε τον ιερομάρτυρα:


- Γιατί περιφρόνησες το σάχη μας Χοσρόη, το βασιλιά των βασιλιάδων; Και γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας;


-Βασιλιά των βασιλιάδων δεν γνωρίζω άλλον από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αποκρίθηκε άφοβα ο επίσκοπος. Όσο για τη φωτιά, που τη λατρεύετε σαν θεότητα, την έσβησα για να διαλύσω τη δαιμονική σας πλάνη. Αφήστε αυτή την πλάνη και πιστέψτε στον μοναδικό και αληθινό Θεό, που δημιούργησε τα σύμπαντα. Στο νόμο Του είναι γραμμένο: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου… Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι…». «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις».


- Εγώ σε ρώτησα γιατί θανάτωσες τη θεότητά μας, τον έκοψε ο σατράπης, κι εσύ μας λες να πιστέψουμε στον δικό σου Θεό;


- Θεότητα δεν θανάτωσα, απάντησε ο άγιος. Τη φωτιά μόνο έσβησα, που την έχετε στους ναούς σας και τη λατρεύετε. Μάθε πως η φωτιά δεν είναι θεός, αλλά δημιούργημα του Θεού και ένα από τα τέσσερα στοιχεία του θεόπλαστου κόσμου. Τ’ άλλα τρία είναι η γη, το νερό και ο αέρας (Γη, νερό, αέρας και φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου, σύμφωνα με τη διδασκαλία του πυθαγορικού φιλοσόφου του 5ου αι. π. Χ. Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, την οποία υιοθετεί και ο Μέγας Βασίλειος βλ. Εξαήμερος Α’ η’). Εσείς διατηρείτε τη φωτιά ρίχνοντάς της ξύλα, κι εγώ την έσβησα ρίχνοντάς της νερό. Πώς λοιπόν, είναι θεότητα, όταν μάλιστα υποτάσσεται στον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί στις καθημερινές του ανάγκες; Απορώ με την ανοησία και την πνευματική σας τυφλότητα....


Το μαρτύριο

Τα προσβλητικά αυτά λόγια εξόργισαν το σατράπη. Διακόπτοντας την ανάκριση, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον άγιο αλύπητα. Και όταν είδε με πόση καρτερία σήκωνε το βασανιστήριο, έδωσε εντολή να τον λιθοβολήσουν.


Η εντολή εκτελέστηκε αμέσως. Σε λίγο ο σεπτός ιεράρχης έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου σαν τον άγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο.


Το ματωμένο σώμα του το έσυραν με σκοινιά έξω από την πόλη, για να το φάνε τα θηρία και τα αρπακτικά πουλιά. Το φρουρούσαν, πάντως, από μακριά, για να μην έρθουν οι χριστιανοί και το πάρουν.


Οι μέρες περνούσαν και το τίμιο λείψανο ούτε τα άγρια ζώα το άγγιζαν ούτε η φθορά. Σαν είδαν κι απόειδαν οι τύραννοι, το παράτησαν κι έφυγαν. Τότε οι αδελφοί της μονής Σαμτάβρο (=των Αρχόντων), που είχε ιδρυθεί από τον μακάριο Ισίδωρο, μαθητή και αυτόν του οσίου Ιωάννου Ζενταζνέλι, αφού πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, το κήδεψαν και το ενταφίασαν με τιμές μέσα στο καθολικό τους.


Η Εκκλησία της Γεωργίας σύντομα συναρίθμησε τον ιερομάρτυρα στη χορεία των αγίων και καθόρισε τον εορτασμό της μνήμης του στις 29 Νοεμβρίου, ημέρα της αθλήσεώς του.


Στα χρόνια του ηγεμόνα Στεφάνου (639 - 663 m.X.), το σεπτό σκήνωμα του αγίου Αβίβου ανακομίσθηκε με επισημότητα από τη μονή Σαμτάβρο στον καθεδρικό ναό της Μτσχέτα και τοποθετήθηκε κάτω από την αγία τράπεζα, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα.

Όσιος Πιτυρούν

 Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.

Όσιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

 Χωρίς την παράθεση βιογραφικού υπομνήματος γίνεται η αναγραφή του ονόματος του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νικολάου στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, καθώς και στα μηναία και τους μεταγενεστέρους εντύπους συναξαριστές, την 29η Νοεμβρίου («Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Νι­κόλαος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται»).


Σε συγχρόνους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλονίκης, η αρχιερατεία του τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνος μ.Χ., και συγκεκριμένα στο έτος 160 μ.Χ., χρονολόγηση που πρότεινε ο μητροπολίτης Αμασείας Ανθιμος Αλεξούδης, χωρίς ωστόσο να έχει στη διάθεσή του κάποια επαρκή στοιχεία.


Η ταύτισή του με τον αρχιεπίσκοπο Νικόλαο τον ομολογητή, το όνομα του οποίου αναγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, την οποία επιχειρεί δειλά ο Μ. Γεδεών, είναι παντελώς αστήρικτη και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.

Όσιος Μάρκος

 Η μνήμη του Οσίου Μάρκου αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye με σύντομο υπόμνημα.


Ο Όσιος Μάρκος εγκατέλειψε γυναίκα, παιδιά και συγγενείς, και έγινε μοναχός. Γύριζε την έρημο, τις πόλεις και τα χωριά, για να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου βρέθηκε νεκρός σε κάποιο ναό, φέροντας επάνω του βαρεία σίδερα. Όταν το είδε αυτό ο κόσμος, θαύμασε για την ασκητικότητά του. Έτσι κατασκεύασαν ξύλινη θήκη, όπου έβαλαν μέσα το σώμα του, μαζί με τα σίδερα πού έφερε όταν ζούσε.

Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου

 Ο Άγιος Διονύσιος, ήταν επίσκοπος Κορίνθου και έζησε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (περί το 160 μ.Χ.) στην εποχή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Κατά τον Μελέτιο ο Διονύσιος αυτός, ήταν άνδρας λόγιος, πολυμαθής και θεοσεβής. Μεριμνούσε όχι μόνο για το ποίμνιό του, αλλά και για τις άλλες εκκλησίες με τις οποίες επικοινωνούσε με επιστολές. Αυτή την επικοινωνία ο ιστορικός Ευσέβιος τη χαρακτηρίζει ως θεία διδασκαλία. Λέγεται ότι μαρτύρησε δια ξίφους.





Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ Κορίνθου θεῖος ποιμήν καὶ τῆς εὐσεβείας, θεοῤῥήμων ὑφηγητὴς· Χαίροις ὁ ἐκχέας, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ αἷμα, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὢ Διονύσιε.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Φιλούμενος

 Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Φιλούμενο, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία. Ήταν έμπορος σιτηρών. Καταγγέλθηκε, το 270 μ.Χ., ως χριστιανός στον ηγεμόνα της Άγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη και τον παρουσίασαν μπροστά στον ηγεμόνα. Ο Φιλούμενος όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές που δέχθηκε και παρέμεινε πιστός στην μία και αληθινή πίστη του Χριστού. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τρυπώντας του τα άκρα με καρφιά. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν

 Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ' αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» (Προς Εφεσίους, ε' 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.





Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

ΤΙ ΠΟΙΗΣΩ ΙΝΑ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ; – ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

 Ἀθανάσιος Γιέφτιτς (Ἐπίσκοπος)




 Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:


«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.


Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.


Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.


Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.


Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»


Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.


Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.


Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.


Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.


Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.


Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.


Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)

Ὁ πλούσιος νέος

 1. Πόθος γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ


Ἕνας νέος μὲ οὐράνιους πόθους καὶ μὲ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα πλησίασε κάποτε τὸν Κύριο, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή, καὶ Τοῦ ἀπηύθυνε ἕνα ἐρώτημα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὴ νεανικὴ ψυχή του: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Πιστεύω, ἀγαθὲ Διδάσκαλε, ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωὴ καὶ θέλω νὰ τὴν κερδίσω. Τί πρέπει νὰ κάνω γι᾿ αὐτό;


Ὁ Κύριος τότε τὸν ρώτησε: «Γιατί μὲ προσφωνεῖς “ἀγαθό”, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός». Καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἀπάντησε στὸ ἐρώτημα ποὺ εἶχε θέσει ὁ νέος: «Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις: νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Ἂν τὰ ἐφαρμόσεις αὐτά, θὰ κερδίσεις τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ τόσο ἐπιθυμεῖς».


Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπηύθυνε ὁ νέος τῆς περικοπῆς στὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ἀπασχολεῖ ὅλους μας: «Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κερδίσω τὴν αἰώνια ζωή;» Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολὺ εὔκολα λησμονοῦμε οἱ ἄνθρωποι τὸν οὐράνιο προορισμό μας. Οἱ γρήγοροι ρυθμοὶ τῆς ζωῆς, οἱ ἐπείγουσες ὑποθέσεις μας, τὰ καθημερινὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες μας μᾶς κρατοῦν δέσμιους στὴ γῆ, αἰχμαλωτίζουν τὴ σκέψη μας, τὶς ἐπιθυμίες μας στὰ παροδικά, στὰ πρόσκαιρα καὶ ἀδιαφοροῦμε τελικὰ γιὰ τὰ αἰώνια.


Ἀγωνιοῦμε συχνὰ γιὰ τὴν ὑγεία μας. Κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν ἐπίγεια ζωή μας ποὺ κάποτε θὰ τελειώσει. Βέβαια ὀρθῶς πράττου­με, διότι ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὴ ζωή. Πόσο περισσότερο ὅμως θὰ ἔπρεπε νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ἄληκτη εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου, γιὰ τὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ἂς φέρνουμε κι ἐμεῖς καθημερινὰ στὴ σκέψη μας τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὸν νέο τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε ὁ πόθος γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ νὰ καθορίζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας.


2. Ἀξεπέραστες οἱ ἀδυναμίες μας;


Στὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ὁ νέος ἀ­ποκρίθηκε μὲ ἱκανοποίηση ὅτι ὅλες αὐτὲς τὶς ἐντολὲς τὶς ἐφαρμόζει ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Ὁ καρδιογνώστης Χριστὸς ὅμως γνώριζε τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε ὁ νέος στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: «Ἕνα μόνο σοῦ λείπει: Πούλησε τὴν περιουσία σου, ὅλα ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, ἀποκτώντας ἔτσι θησαυρὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις καὶ νὰ γίνεις μαθητής μου».


Αὐτὸ ἦταν. Κάπου ἐκεῖ τελείωσε ἡ συζήτηση καὶ ἡ πνευματικὴ ἀναζήτηση τοῦ νέου. Κατεβάζοντας τὸ κεφάλι του, γύρισε τὸ πρόσωπό του σκυθρωπὸ κι ἔφυγε λυπημένος. Ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποχωρισθεῖ τὰ πλούτη του. Βλέποντας ὁ Κύριος τὴν ἀντίδρασή του, εἶπε ὅτι πολὺ δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα. Εὐκολότερο εἶναι νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴ μικρὴ τρύπα ποὺ ἀνοίγει μία βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθει ἕνας πλούσιος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


«Καὶ ποιὸς μπορεῖ τότε νὰ σωθεῖ;», ρώτησαν μὲ ἀπορία οἱ ἀκροατές του. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Αὐτὰ δηλαδή, ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τὶς ἀσθενεῖς καὶ πεπερασμένες δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ τὰ πραγματοποιήσει ἡ παντοδύναμη Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γιὰ Ἐκεῖνον τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο.


Ὁ νέος μὲ τοὺς οὐράνιους πόθους καὶ τὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα δὲν μπόρεσε νὰ ξεπεράσει τὴν ἀδυναμία του κι ἔχασε τελικὰ τὴ μεγάλη εὐκαιρία νὰ γίνει μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, δέκατος τρίτος Ἀπόστολος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι μας ἔχουμε ἀδυναμίες, ποὺ κάποτε μᾶς φαίνονται ἀξεπέραστες· πάθη ποὺ ἐπὶ πολλὰ χρόνια καταδυναστεύουν τὴν ψυχή μας καί, παρόλο ποὺ πολλὲς φορὲς τὰ ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ, διαπιστώνουμε ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ τὰ ξεπεράσουμε. Δὲν ἔχουμε ἔτσι τὴ δύναμη νὰ νικήσουμε τὸν θυμό μας, νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀδίκησε, νὰ τιθασεύσουμε τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες μας, νὰ βάλουμε χαλινάρι στὴ γλώσσα μας.


Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅμως. Αὐτὰ ποὺ σ᾿ ἐμᾶς φαίνονται ἀδύνατα, γιὰ τὸν παντοκράτορα Κύριο εἶναι ἐφικτά. Μὲ τὴ δική του δύναμη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴ φύση του καὶ νὰ δεῖ θαυμαστὲς ἀλλοιώσεις στὴν ἀδύναμη ψυχή του. Πόσοι ληστές, πόσοι τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὶ μετανόησαν, ἀγωνίσθηκαν καὶ μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ ἄλλαξαν ζωὴ καὶ ξεπέρασαν τὸν ἑαυτό τους! Ἂς καταφεύγουμε λοιπὸν στὸν Κύριο κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἀδυναμία μας. Ἂς ταπεινωνόμαστε καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος καὶ τὴ βοήθειά του, κάνον­τας παράλληλα καὶ τὸν προσωπικό μας ἀγώνα. Τότε ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι μὲ τὴ δική του Χάρι θὰ μποροῦμε νὰ ὑπερνικοῦμε κάθε ἀδυναμία μας.

Σύναξη Αγιωτών Αγίων

 Η Αγιά και από την ονομασία και ετυμολογία της λέξεως παραπέμπει σε μία περιοχή («Χώρα» Αγιάς, όπου άκμασε η μοναστική πολιτείας του «Όρους των Κελλίων») όπου ζουν άγιοι άνθρωποι (Αγία (περιοχή-Αγιά), επειδή υπήρχαν πολλά Μοναστήρια και ζούσαν πολλοί Μοναχοί («άγιοι άνθρωποι»). Πράγματι, το πλήθος των Ιερών Μονών, Ιερών Ναών, εξωκκλησιών και των εκκλησιαστικών θησαυρών της Αγιάς είναι πολύ μεγάλο.


Αυτός ο τόπος έχει κάποια δικά του ιδιαίτερα πολιτιστικά και εκκλησιαστικά χαρακτηριστικά. Αξιώθηκε επίσης να βγάλει από τα σπλάγχνα του τον άγιο Συμεών τον ανυπόδητο και μονοχίτωνα, να δεχθεί στους κόλπους του τον άγιο Δαμιανό, να δεχθεί τις ιεροκηρυκτικές επισκέψεις τού ιερομάρτυρος αγίου Κοσμά τού Αιτωλού και να τιμά από αιώνες με ξεχωριστό τρόπο τους δύο οσίους Αντωνίους, τον Μέγα και τον εν Βεροία ασκήσαντα.


Η μεγαλύτερη τοπική γιορτή είναι αυτή του Αγίου Αντωνίου την 1η Σεπτεμβρίου. Η καθιέρωση τοπικής εορτής όλων των Αγιωτών Αγίων, αποτελεί μια συνολική τιμή στους μεγάλους αυτούς Αγίους, ενω΄βοηθά στην πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων.


Στο παρελθόν, όταν αρχιερατικός επίτροπος Αγιάς ήταν ο π. Ιωαννίκιος Βαρβαρέλης, είχε ιστορηθεί η εικόνα των Αγιωτών Αγίων και είχε γίνει απόπειρα συντάξεως ειδικής ακολουθίας, πού όμως δεν τελεσφόρησε. Αργότερα, όταν αρχιερατικός επίτροπος Αγιάς ανέλαβε ο π. Νεκτάριος Δρόσος, πραγματοποιήθηκε ειδική Ημερίδα(18 Μαΐου 2003) με τίτλο «ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» και με επτά σχετικές εισηγήγεις.


Αργότερα προτάθηκε από την ιερατική σύναξη περιφέρειας Αγιάς και ο Μητροπολίτης Δημητριάδος αποδέχτηκε, κάθε τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου να καθιερωθεί η εκκλησιαστική γιορτή με την ονομασία «Σύναξις Αγιωτών Αγίων». Οι άγιοι που θα τιμώνται είναι:


Συμεών ο μονοχίτων και ανυπόδυτος 

Δαμιανός ό εν Κισσάβω 

Κοσμάς ό Αιτωλός 

Αντώνιος ο μέγας 

Αντώνιος ο εν Βεροία 

Νικόλαος ο εν Βουνένοις 


και θα έχει ως κέντρο των εκκλησιαστικών τελετών και εκδηλώσεων τον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίων Αντωνίων Αγιάς.

Σύναξη των Αχαιών Αγίων

 Η Κυριακή προ της εορτής του Αγίου Ανδρέου είναι αφιερωμένη στους εν Αχαΐα διαλάμψαντας Αγίους και εορτάζεται με ξεχωριστή λαμπρότητα. Στον χορό των εν Αχαΐα ανήκουν οι:


1) Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Πολιούχος των Πατρών που μαρτύρησε στην Πάτρα περί το 62 μ.Χ. 


2) Άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής. Εκ των Ο' Αποστόλων. Κήρυξε στην Αχαΐα και σύμφωνα με διάφορες Αγιολογικές πηγές εκεί συνέγραψε το Ευαγγέλιον και τας Πράξεις των Αποστόλων .


3) Άγιος Ηρωδίων ο Απόστολος, Επίσκοπος Πατρών. Εκ των Ο' Αποστόλων .


4) Άγιος Σωσίπατρος ο Απόστολος εξ Αχαΐας. Εκ των Ο' Αποστόλων .


5) Άγιος Μύρων ιερομάρτυς εξ Αχαΐας. Μαρτύρησε στην Κύζικο επί Δεκίου .


6) Άγιος Αρτέμιος ο Μεγαλομάρτυς .


7) Άγιος Ασχόλιος (ή Αχόλιος), Επίσκοπος Θεσσαλονίκης .


8) Παύλος ο Πατρεύς, ο Οσιομάρτυς. Ηγούμενος των εν Ραϊθώ μαρτυρησάντων Αγίων Πατέρων .


9) Άγιος Αθανάσιος, Επίσκοπος Μεθώνης .


10) Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος .


11) Όσιος Ηλίας ο Σικελιώτης .


12) Όσιοι Ηλίας ο Σπηλαιώτης και Αρσένιος .


13) Όσιος Δανιήλ ο ἐν τῷ κάστρῳ των Πατρών .


14) Αγία Μάρτυς Ολυμπία .


15) Όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός .


16) Άγιος Ζαχαρίας ο Νεομάρτυς .


17) Όσιος Ιωακείμ Νοτενών .


18) Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας .


19) Άγιοι Αναστασία και Χριστόδουλος και οι συν αυτοίς Νεομάρτυρες. .

Άγιοι Μάρτυρες που συμμαρτύρησαν με τον Άγιο Στέφανο τον νέο για τις άγιες εικόνες

 Η λύσσα του Κοπρώνυμου και των γύρω του δεν περιορίστηκε μόνο σε ένα θύμα. Μετά τον Στέφανο υπέστησαν βασανισμούς και θανάτους και άλλοι ομολογητές της Ορθοδοξίας.


Έτσι ένας από αυτούς, ο Βασίλειος, τυφλώθηκε από τους δήμιους, εξακολουθώντας να διακηρύττει την Ορθόδοξη πίστη του, και στη συνέχεια τον σκότωσαν με κλωτσιές. Άλλος έπειτα, ο Ιωάννης ο από Λεγαταρίων εξορίστηκε στη Δαφνούσια, όπου και πέθανε από συνεχείς δαρμούς. Άλλοι δε πάλι με άλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν και περνούσαν συνεχή μαρτυρική ζωή.

Άγιος Πέτρος

 Ο Άγιος Πέτρος ήταν ασκητής στον Όλυμπο. Φυλακίστηκε από τον Κοπρώνυμο μαζί με τον Στέφανο τον νέο , διότι προσκυνούσε τις άγιες εικόνες. Κατόπιν τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Άγιος Ανδρέας

 Ο Άγιος Ανδρέας ήταν ασκητής και διέμενε σε κάποιο κελί κοντά στις Βλαχερνές. Επίσης ήταν συναγωνιστής του οσίου Στεφάνου του ομολογητή . Ο Ανδρέας μαρτύρησε υπέρ των αγίων εικόνων, συρόμενος στη γη από τους εικονομάχους μέχρι θανάτου.

Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες

 Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων.


Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).


Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό.


Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού.


Γι' αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.


Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 - 363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος - Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.) (βλέπε 31 Δεκεμβρίου). Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας.


Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος.


Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα.


Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον Άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578 - 582 μ.Χ.) και ο δεύτερος αργότερα (689 - 705 μ.Χ.).


Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα».


Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913 μ.Χ. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (Άγιος Θεοφύλακτος).


Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως), Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων.


Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων».


Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;».


Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα.


Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους Άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας».


Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 μ.Χ. εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη».


Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 μ.Χ. η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.


Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.


Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 μ.Χ. με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 μ.Χ. να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.


Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 μ.χ. θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989 μ.Χ., ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 μ.Χ. ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.

Τῇ ἀσκήσει τὴν σάρκα νεκρώσαντες, εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων, καὶ Χριστὸν ποθοῦντες σοφοὶ Ἀθληταί, τοῖς τυράννοις γενναιοφρόνως ἀντικατέστητε, καὶ στεφάνοις ἀθλητικοῖς κατεστέφθητε, ἰάσεις τοῖς προσιοῦσιν ἀναπηγάζετε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.

Οἱ πεντεκαίδεκα Χριστοῦ Ἀθλοφόροι, τῆς Τιβερίου οἱ στεῤῥοὶ πολιοῦχοι, ὥσπερ ἀστέρες σήμερον ἀνίσχουσι φαιδροί, Τιμόθεος Θεόδωρος, οἱ κλεινοὶ Ἱεράρχαι, Εὐσέβιος Κομάσιος, καὶ ὁ θεῖος Σωκράτης, σὺν τῇ δεκάδι τῶν συναθλητῶν, πᾶσι θαυμάτων, ἀκτίνας πυρσεύοντες.


Μεγαλυνάριον

Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πέντε καὶ δέκα, καθαιρέτας τῆς δυσσεβοῦς, πλάνης τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ παραβάτου, δοξολογοῦντες ἀνυμνήσωμεν.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Ὑμνείσθω Τιμόθεός τε σεπτῶς, Κομάσιος ἅμα, καὶ Εὐσέβιος καὶ Θωμᾶς, Δανιὴλ Χαρίτων, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, ὡς τῷ Χριστῷ συστρατευσάμενοι.


Έτερον Μεγαλυνάριον

Ὑμνείσθωσαν ἔτι πανευλαβῶς, Πέτρος καὶ Σωκράτης, καὶ Θεόδωροι οἱ σεπτοί, σὺν τῷ Βασιλείῳ, Σεργίῳ Νικηφόρῳ, καὶ Ἰωάννη οἱ θεόφρονες.


Ὁ Οἶκος

Τοὺς Ἰεράρχας τοὺς σεπτοὺς καὶ θείους ὑποφήτας, τῶν ξένων μυστηρίων Χριστοῦ τῆς παρουσίας, μέλλων ὑμνῆσαι τολμηρῶς, ὁ ἐσκοτισμένος, ἐκ πταισμάτων χαλεπῶν, ψυχήν τε καὶ διάνοιαν, τὴν ἄνωθεν αἰτοῦμαι βοήθειαν, ὅπως ἐγκωμίοις καταστέψω τοὺς Ἁγίους, οὓς ἄνωθεν ἔστεψεν ὁ Κτίστης· διττοὺς γὰρ ἀνδρικῶς ἔῤῥιψαν τοὺς τυράννους, τόν τε Ἄρειον τὸ πρίν, καὶ παραβάτην, ὑφ’ οὗ τὰς ἱερὰς ἐτμήθησαν κάρας, πᾶσι θαυμάτων ἀκτίνας πυρσεύοντες


Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν

Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἡ τριπλὴ πεντὰς θεία, αἰνέσθω παρ’ ἡμῶν, Θεοδώρῳ σὺν ἅμα, ὁ μέγας Τιβέριος, καὶ ὁ θεῖος Κομάσιος, σὺν τοῖς δώδεκα, τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρσιν, οἱ πανάριστοι, τῶν σωζομένων ποιμένες, οἱ στύλοι τῆς πίστεως.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν

Οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι, τῶν Τιβερίων, τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἔργοις καὶ λόγοις ἐπὶ γῆς, μεγαλυνέσθωσαν σήμερον, ὡς σωτηρίας ἡμῶν ὄντες πρόξενοι.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον

Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν, Πατέρες θεόσοφοι· τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι, Χριστῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ στεῤῥοὺς πολιούχους, συνέλθωμεν πιστοί, ἐπαξίως τιμῆσαι, ὡς θύματα ὁλόκληρα, ὡς θυσίας ὡς θύτας Χριστοῦ· οὗτοι Ἄρειον, καὶ παραβάτην εἰς τέλος, κατετρώπωσαν, τοῦ μαρτυρίου τὸ στέφος, λαμπρῶς ἐνδυσάμενοι.

Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες

 Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε την εποχή του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από την Σεβάστεια. Γεννήθηκε σε οικογένεια ειδωλολατρών και είχε μάθει να αισθάνεται μάλλον απέχθεια προς τους χριστιανούς. Υπηρετούσε τους βασανιστές των χριστιανών στους διωγμούς των. Όμως η συχνή προσέγγιση που είχε με τους μάρτυρες του Χριστού, φώτισε σταδιακά τον Ειρήναρχο. Έβλεπε τους ηρωικούς μάρτυρες πράους αλλά ταυτόχρονα δυνατούς και ακλόνητους εις την πίστη τους τις γυναίκες να υπομένουν τα φρικτά βασανιστήρια με καρτερικότητα και αυταπάρνηση και τους θαύμαζε για το μεγαλείο τους. Η βαθμιαία αυτή μεταβολή στην ψυχή του Ειρηνάρχου κατέληξε στην ομολογία του στο Χριστό, την ώρα που επτά χριστιανές γυναίκες υπέμεναν καρτερικότατα για την πίστη τους, όλες τις τιμωρίες και τα μαρτύρια. Η ομολογία αυτή του στοίχισε το θάνατο, τον οποίο βρήκε δια αποκεφαλισμού και τον οποίο υπέστη με πλήρη αγαλλίαση το 303 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.

Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι' ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ' ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος

 Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.


Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.


Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.


Ὁ Οἶκος

Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.


Κάθισμα

Ἦχος δ’ Ὁ ὑψωθεὶς.

Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι' ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ' ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Εὐαγγέλιον Κυριακής

 ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27



18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.



Ερμηνευτική απόδοση



Καὶ τὸν ἠρώτησε κάποιος ἄρχων τῆς συναγωγῆς καὶ εἶπε· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάμω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον; 19 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι πρὸς ἐμὲ μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος ἁπλοῦς, διατὶ μὲ ἀποκαλεῖς ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπολύτως καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἀγαθός, παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. 20 Γνωρίζεις τὰς ἐντολάς· Νὰ μὴ μοιχεύσης· νὰ μὴ φονεύσῃς· νὰ μὴ κλέψης· νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς· νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 Καὶ ἐκεῖνος εἶπεν· Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὰ χρόνια, ποὺ ἤμουν νέος. 22 Ὅταν δὲ ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπεν· Ἀκόμη ἕνα σοῦ λείπει· πώλησε ὅλα, ὅσα ἔχεις, καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς ὡς μαθητής μου, συμμορφούμενος πάντοτε πρὸς ὅσα τὸ παράδειγμά μου καὶ ἡ διδασκαλία μου θὰ σὲ διδάσκουν. 23 Αὐτὸς ὅμως, ὅταν ἤκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἐκαταλυπήθη· διότι ἦτο πολὺ πλούσιος καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἀποχωρισθῇ τὰ πλούτη του. 24 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε νὰ γίνεται καταλυπημένος, εἶπε· Πόσον δυσκόλα αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα, θὰ ἔμβουν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 Πράγματι· πολὺ δυσκόλα. Διότι εἶναι εὐκολώτερον μία καμήλα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπαν, ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθῃ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 26 Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἤκουσαν αὐτά, εἶπαν· Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ, ἀφοῦ εἶναι μέχρι τοῦ ἀδυνάτου δύσκολον νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ηὐνόησε καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὰ ἐπίγεια ἀγαθά του; 27 Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· Ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν μὲ τὴν ἀσθενῆ δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὰ εἶναι κατορθωτὰ καὶ δυνατὰ διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς δυνάμεως, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς λύει κάθε καλοπροαιρέτου πλουσίου τοὺς δεσμοὺς τῆς καρδίας του πρὸς τὸ χρῆμα καὶ τὸν καθιστᾲ ἄξιον τῆς σωτηρίας.

Ἀπόστολος Κυριακής

 ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 4 - 10



4 ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 7 ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.



Ερμηνευτική απόδοση


Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ εἶναι πλούσιος εἰς ἔλεος, ἕνεκα τῆς πολλῆς ἀγάπης του, μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς ἠγάπησε, 5 καὶ ὅταν ἀκόμη ἤμεθα ἠθικῶς νεκροὶ ἕνεκα τῶν παραβάσεων, μας ἐζωντάνευσε πνευματικῶς μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν. Ἔχετε σωθῆ διὰ χάριτος καὶ ὄχι μὲ κατορθώματα ἰδικά σας. 6 Καὶ μᾶς ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ καθήσωμεν μαζί του εἰς τὰ ἐπουράνια. Καὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ἀνύψωσίς μας αὐτὴ ἔγινε διὰ τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 7 Καὶ μᾶς εὐεργέτησε τόσον πολὺ ὁ Θεός, διὰ νὰ δείξῃ κατὰ τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας τοῦ μέλλοντος βίου τὸν ὑπερβολικὸν πλοῦτον τῆς χάριτός του μὲ τὴν ἀγαθότητα ποὺ ἐπέδειξεν εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 8 Καὶ εἶναι ὄντως ὑπερβολικὸς ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι μὲ χάριν ἔχετε σωθῇ διὰ μέσου τῆς πίστεως. Καὶ ἡ διὰ τῆς πίστεως σωτηρία σας δὲν προήλθεν ἀπὸ σᾶς· Θεοῦ δωρεὰ εἶναι τὸ δῶρον αὐτό. 9 Δὲν ἐσώθητε ἀπὸ ἔργα ἰδικά σας, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ καυχηθῇ. 10 Διότι καὶ ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ πρὸ πάντων ὡς ἀναγεννηθέντες Χριστιανοὶ εἴμεθα ἰδικόν του ποίημα, ποὺ ἐδημιουργήθημεν νὰ μένωμεν ἐνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν διὰ νὰ πράττωμεν ἔργα ἀγαθά, διὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐπροπαρασκεύασεν ὁ Θεός, διὰ νὰ πολιτευθῶμεν καὶ ζήσωμεν τὸν ὑπόλοιπον βίον μας μὲ αὐτά.

Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης

 Ο Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός είναι εξέχουσα μορφή αγίου Ιεράρχου όχι μόνον του 16ου αιώνος μ.Χ., αλλά όλων των χρόνων της δουλείας, και ως εκ τούτου αποτελεί πνευματικό φάρο που κατέλαμψε το τότε πνευματικό σκότος του Γένους, δοξάζοντας και την περίφημη Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σε αυτόν.


Γεννημένος περί το 1520 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη όπου έλαβε άριστη μόρφωση, ο άγιος μας - κατά κόσμον ίσως Δημήτριος - μετέβη νέος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πριν το 1546 μ.Χ. έγινε Μοναχός της Αδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός και την προσωνυμία «Στουδίτης»· ήδη ως υποδιάκονος, σπουδάζοντας στην περίφημη Πατριαρχική Ακαδημία, υπήρξε και περιφανής ιεροκήρυκας της Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ωφελείας, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του «Θησαυρός».


Μεταξύ των ετών 1550 μ.Χ. και 1558 μ.Χ. ο Άγιος Δαμασκηνός δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή των Τρικάλων, πιθανότατα ως Διδάσκαλος της εκεί Σχολής, και πριν το 1558 μ.Χ. έλαβε την Ιερωσύνη. Στο ίδιο διάστημα μετέβη και στην Βενετία για να τυπώσει τον δημοφιλή «Θησαυρό».


Το 1560 μ.Χ. στο Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά (τον προ του 1560 – 65 μ.Χ.· δεν πρόκειται περί του γνωστού αγίου).


Παρά το ότι ο Άγιος Δαμασκηνός ήταν μόνον Επίσκοπος, ωστόσο δεν έπαυσε να διαλάμπει με τον συνδυασμό της λαμπρής παιδείας του και της άμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ο Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546 – 1612 μ.Χ.), μολονότι εχθρικός προς την Ορθοδοξία, επιβεβαιώνει ότι ο Λητής και Ρεντίνης Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τρείς πιο μορφωμένους Ορθοδόξους Κληρικούς της εποχής του και από αυτούς ήταν ο πιο επαινετός «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».


Λόγω των χαρισμάτων του αυτών ο Άγιος απέλαυε της εμπιστοσύνης των Πατριαρχών για σημαίνουσες αποστολές ως Έξαρχος, όπως στο Άγιον Όρος (1567 μ.Χ.), αλλά και στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία), όπου στα έτη 1565 - 1572 μ.Χ. ο Δαμασκηνός συνετέλεσε αποφασιστικά στην κατανίκηση της αιρετικής ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Αργότερα, κατά την Πατριαρχία του Ιερεμίου Β΄ του Τρανού (†1595 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Αγίου, ο Δαμασκηνός έλαβε μέρος στην σύνταξη της πατριαρχικής δογματικής απαντήσεως (1572 – 73 μ.Χ.) στους Λουθηρανούς Προτεστάντες της Τυβίγγης, διετέλεσε δε και τοποτηρητής του Θρόνου στην Κωνσταντινούπολη επί αρκετούς μήνες, κατά την απουσία του Πατριάρχου.


Το 1574 μ.Χ., ο Άγιος μας προβιβάσθηκε σε «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ως Δαμασκηνός Γ’ ο Στουδίτης, θρόνο που υπηρέτησε επί δύο περίπου έτη, μέχρι το 1576 μ.Χ., όταν συγκαταλέχθηκε μεταξύ των λογίων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.


Λίγο αργότερα, το σωτήριον έτος 1577 μ.Χ., εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη στη μητροπολιτική του περιφέρεια, στη Ναύπακτο ή την Άρτα. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».


Στα συγγράμματά του, εκτός από το βιβλίο «Θησαυρός», το οποίο εκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ.) και που μαρτυρεί τα γνήσια μοναχικά του βιώματα και το σέβας στην Ορθοδοξία και τους Αγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, όπως Κανόνες προς τιμή του Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554 μ.Χ.) , ποιήματα προς τιμήν της Παναγίας σε ομηρική γλώσσα, μία Παραίνεσις προς Μοναχούς, και άλλα, όπως σύγγραμμα ζωολογίας και έτερο μετεωρολογίας, που πιστοποιούν την ευρεία παιδεία του. Ο Άγιος Δαμασκηνός πρέπει να υπήρξε διδάσκαλος και ενός από τους τελευταίους Στουδίτες, του Οσίου Διονυσίου του «Ρήτορος» (†1606 μ.Χ.) , μετέπειτα ασκητού στη Μικρά Αγία Άννα του Αγίου Όρους.


Παρά τη λιπαρή του παιδεία, χάρις στην οποία κατείχε άριστα την ομηρική και την αττική διάλεκτο, ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης, έγραφε και σε απλή και καθαρή Ελληνική γλώσσα για τον απλό λαό της εποχής του, που είχε πολλή ανάγκη της «στερεᾶς τροφῆς» του λόγου του Θεού. Ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού υπήρξε το πιο διαδεδομένο στον τομέα του βιβλίο και ενίσχυσε το δούλο Γένος στις θλίψεις και τα μαρτύρια. Η προσφορά του επεκτάθηκε όταν μεταφράσθηκε και στα τουρκικά (1731 μ.Χ.), για τους τουρκόφωνους Ρωμηούς, στα σερβικά (1580 μ.Χ.) και τα ρωσικά (1656, 1715 μ.Χ.). Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον, εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον, τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς, τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς, πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.



Άγιος Θεοδόσιος του Τυρνόβου

 Νέος εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στη μονή Αγίου Νικολάου στο Βιδύνιο. Εκεί αποστήθισε ολόκληρο το Ψαλτήρι κι επιδόθηκε στην άσκηση των αρετών. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Ιώβ, μετέβη στη μονή της Οδηγητρίας στο Τύρνοβο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Άγιον Όρος. Συχνά περιεφέρετο στα δάση του Σλίβεν, για ν' απολαύσει τη χάρη της ησυχίας. Από εκεί κατευθύνθηκε στη μονή της Θεοτόκου της Επικέρνους.


Όταν άκουσε πως ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης  ήλθε από το Άγιον Όρος με τους μαθητές του στα Παρόρια, «όπως ο μαγνήτης έλκει προς αυτόν το σίδηρον, ούτω και η είδησις περί του πατρός είλκυσε και τον ένθεον άνδρα». Μετά την κοίμηση του οσίου Γρηγορίου ήλθε στον Άθωνα με τον φίλο του Όσιο Ρωμύλο  και έζησε αρκετό χρόνο μελετώντας τη ζωή και τα έργα των πατέρων. Κατόπιν αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κωνσταντινούπολη, Παρόρια και Σλίβεν. Καταλήγει στο όρος Κελιφάρεβο, πλησίον του Τυρνόβου, όπου με τη βοήθεια του φίλου του βασιλέα Ιωάννου Αλεξάνδρου ιδρύει μονή, στην οποία συγκεντρώνονται αρκετοί μοναχοί. Η μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, που ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία.


Συχνά αναγκαζόταν ν' αφήνει την ησυχία του για να υπερασπίσει το Ορθόδοξο δόγμα, που κινδύνευε από τους ακολούθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Βογόμιλους, τους Αδαμιτιστές και τους Εβραίους. Στη Σύνοδο του 1359 μ.Χ. της Βουλγαρίας κατά των αιρετικών πρωτοστάτησε ο ίδιος κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για τη νίκη της Ορθοδοξίας.


Επί τριετία αποσύρθηκε σε σπήλαιο κι επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση. Κατά την εικοσάμηνη βαρειά ασθένεια που τον ακολούθησε παρέμεινε κλινήρης, αλλά αδιάκοπα ασχολούνταν με την προσευχή και τη μελέτη. Πριν το τέλος του επεθύμησε να επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη τον παλαιό συμμαθητή του, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Ο Πατριάρχης τον υποδέχθηκε φιλόφρονα και του παραχώρησε κελλί στο μοναστήρι του, του Αγίου Μάμαντος, για να ησυχάζει. Εκεί, σε μια επιδείνωση της ασθένειάς του, ήλθε το τέλος του. Αφού το προαισθάνθηκε, κάλεσε τους μαθητές που είχε μαζί του, για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του. Με αυστηρότητα τους μίλησε για το πόσο ακριβείς πρέπει να είναι στα δόγματα της Εκκλησίας και πόσο επίμονοι στην ενασχόλησή τους με τη θέα του Θεού και τη νοερά προσευχή. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές όταν οι μαθητές του ασπαζόταν τα χέρια του και τα πόδια του με δάκρυα. Τους ζήτησε να σταματήσουν και να τον ανασηκώσουν. Απήγγειλε το σύμβολο της πίστεως, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, δείχνοντας τους αγγέλους που παρευρίσκονταν εκεί, άφησε ένα μειδίαμα και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το κελλί γέμισε από ευωδία. Ανεπαύθη στις 27 Νοεμβρίου 1362/3 μ.Χ., την ίδια ημερομηνία που εκοιμήθη και ο διδάσκαλός του όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη και τη σύνοδο.


Ο άγιος Θεοδόσιος απέκτησε πολλούς και σπουδαίους μαθητές, που συνέχισαν το έργο του. Γνωστότεροι είναι οι άγιοι Κυπριανός Κιέβου (βλέπε 16 Σεπτεμβρίου) και Ευθύμιος Τυρνόβου και ο ασκητικότατος Ρωμύλος, ακόλουθος των πορειών του και άξιος διάδοχος της μονής του.


Ο βίος του γράφηκε «παρά του αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυρ Καλλίστου».

Όσιος Μωυσής

 Ο Όσιος Μωυσής είναι άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία. Η μνήμη του με σύντομο υπόμνημα αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621, οπού λέγεται ότι ήταν από την πόλη Φάρα. Σε μικρή ηλικία έγινε μοναχός και έζησε 85 χρόνια ασκούμενος πάνω σ' ένα όρος, μέσα σε μια σπηλιά, με αυστηρή νηστεία και προσευχή. Βάδισε με θεοπρέπεια τον ασκητικό δρόμο και απεβίωσε ειρηνικά.

Όσιος Ναθαναήλ

 Ασκητής με τον όποιο ασχολείται ο Παλλάδιος στο Λαυσαϊκό, αφηγούμενος τα παράδοξα της ζωής του. Έζησε 37 χρόνια μέσα στο κελί του, χωρίς να βγει καθόλου, παρά τις παγίδες του δαίμονα να τον αποσπάσει από την καλύβα του. Απεβίωσε ειρηνικά.

Όσιος Πινούφριος

 Ο Όσιος Πινούφριος ήταν μέγας ασκητής στην Αιγυπτιακή έρημο, Ιερέας και ηγούμενος κοινοβίου κοντά στην πόλη Πανεφώ. Επειδή δεν ήθελε τιμές, εγκατέλειψε τη Μονή του και με λαϊκή ενδυμασία κατέφυγε στη Μονή Ταβεννησιωτών και υπηρετούσε όπως ο τελευταίος υπηρέτης. Μετά τρία χρόνια όμως, τον γνώρισε κάποιος μαθητής του και επανήλθε στη Μονή του. Αλλά και πάλι για τους ίδιους λόγους την εγκατέλειψε και πήγε στην Παλαιστίνη και έπειτα ξαναγύρισε στη Μονή του, όπου με πλήρη ταπεινοφροσύνη αφού έζησε απεβίωσε ειρηνικά. Λόγοι του οσίου αυτού, σώζονται στον Ευεργετινό.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας

 Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).


Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.


Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.


Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.


Ὁ Οἶκος

Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.


Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ...

 Είπε ο αββάς Ησαϊας: «Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο, γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό ,ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει».


Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;» Του απαντά ο Γέροντας: «Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα μου (Πρβλ.Ψαλμ. 149, 6.)».


Έλεγε πάλι ότι τριάντα χρόνια έχει από τότε που αντιλαμβάνεται την παρουσία της αμαρτίας στη σκέψη του, ποτέ όμως δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του ούτε σε επιθυμία ούτε σε οργή.


Είπε ο αββάς Μακάριος:«Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους».


Είπε πάλι (ο αββάς Ποιμήν):«Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν (Ματθ. 12,37), θα προτιμάει μάλλον να σιωπά».


Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον και του απάντησε: «Καλύτερη είναι η σιωπή».



Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη: «Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;» Κι ο Γέροντας του λέει: «Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα και η κοιλιά μας;»

ΜΑΘΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ

 Π. Αντώνιος Μπλούμ (Μητροπολίτης Σουρόζ (1914- 2003))



    Αν η απελπισία μας πηγάζει από πολύ βαθιά μέσα μας, αν αυτό που ζητάμε, αυτό για το οποίο κραυγάζουμε, είναι τόσο ουσιαστικό ώστε να καλύπτει όλες τις ανάγκες της ζωής μας, τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια να προσευχηθούμε και μπορούμε να φτάσουμε στην κορυφαία στιγμή της προσευχής μας, τη συνάντηση με το Θεό.

Θα ήθελα να πω κάτι για την «κραυγή» της προσευχής. Φώναζε δυνατά ο τυφλός Βαρτίμαιος. Τι λέει όμως το Ευαγγέλιο για τους ανθρώπους γύρω του; Προσπαθούσαν, λέει, να τον κάνουν να σιωπήσει. Μπορούμε να φανταστούμε όλους εκείνους τους ευσεβείς ανθρώπους με την καλή όραση, τα γερά πόδια, την καλή υγεία που περικύκλωναν το Χριστό και μιλούσαν για υψηλά θέματα, για τη Βασιλεία του Θεού που έρχεται, για τα μυστήρια των Γραφών, να γυρίζουν προς το Βαρτίμαιο και να του λένε:«επί τέλους, δεν μπορείς να ησυχάσεις; Τα μάτια σου, τα μάτια σου, και τι σημασία έχουν αυτά ενώ μιλούμε για το Θεό;»

Ο Βαρτίμαιος φαινόταν σαν κάτι ξένο που ξαφνικά έμπαινε στη μέση και, αδιαφορώντας τελείως για τα συμβαίνοντα, ζητούσε από το Θεό κάτι που απελπιστικά το είχε ανάγκη. Και όλα αυτά τα έκανε παρά το γεγονός ότι με τις φωνές του κατέστρεψε την αρμονία των εθιμοτυπικών συζητήσεων γύρω του. Οι ενοχλημένοι θα μπορούσαν να τον απομακρύνουν και να τον κάνουν να σιωπήσει. Το Ευαγγέλιο όμως λέει πως, ενώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να τον ησυχάσουν, αυτός επέμενε, γιατί αυτό που ζητούσε είχε πολύ μεγάλη σημασία για τον ίδιο. Όσο περισσότερο προσπαθούσαν να του κλείσουν το στόμα, τόσο πιο πολύ εκείνος φώναζε.

Εδώ βρίσκεται το μήνυμά μου. Υπάρχει στην Ελλάδα ένας άγιος, ονομάζεται Μάξιμος. Ήταν νέος όταν μία μέρα πήγε στην Εκκλησία και άκουσε το ανάγνωσμα του Αποστόλου που λέει ότι πρέπει να προσευχόμαστε «αδιαλείπτως». Αυτό έκανε τόση εντύπωση στο Μάξιμο ώστε σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να προσπαθήσει να τηρήσει αυτή την εντολή.

Όταν βγήκε από το ναό σκέφτηκε να πάει στο κοντινότερο βουνό και εκεί ήσυχος να αρχίσει να προσεύχεται όπως άκουσε στο Ευαγγέλιο. Σαν Έλληνας χωρικός του τετάρτου αιώνα, ήξερε το «Πάτερ ημών» και μερικές άλλες προσευχές. Έτσι, όπως μας λέει ο ίδιος, άρχισε να τις λέει τη μία ύστερα από την άλλη, και πάλι από την αρχή, ασταμάτητα. Αισθάνθηκε, πραγματικά, πολύ όμορφα. Προσευχόταν, ήταν συντροφιά με το Θεό, ήταν χαρούμενος. Το καθετί του φαινόταν τόσο τέλειο! Μόνο που σιγά- σιγά ο ήλιος άρχισε να πέφτει, άρχισε να κάνει κρύο και να σκοτεινιάζει.

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά όταν άρχισε ν’ ακούει γύρω του θορύβους, πολλούς και παράξενους θορύβους. Άκουγε το σπάσιμο των κλαδιών κάτω από τα πόδια των ζώων, έβλεπε τα λαμπερά μάτια των άγριων θηρίων, άκουγε τις κραυγές των μικρών ζώων που τα έτρωγαν τα μεγαλύτερα. Άκουγε όλων των ειδών τους γνωστούς νυχτερινούς θορύβους του δάσους.

Τότε αισθάνθηκε πως ήταν μόνος. Πραγματικά μόνος, ένα μικρό απροστάτευτο πλάσμα μέσα στον κόσμο του κινδύνου, του θανάτου, του σπαραγμού. Ένιωσε ότι δεν είχε καμιά άλλη βοήθεια αν ο Θεός δεν του έδινε τη δική Του. Δεν συνέχισε πια να λέει το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω». Έκανε ο,τι έκανε και ο Βαρτίμαιος. Άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με». Το φώναζε αυτό όλη τη νύχτα γιατί τα ζωντανά του δάσους και τα λαμπερά τους μάτια δεν του έδιναν ευκαιρία για ύπνο.

Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, αφού όλα τα ζώα έχουν φύγει πια και πήγαν να κοιμηθούν «τώρα μπορώ και εγώ να προσευχηθώ». Αλλά τότε ένιωσε ότι πεινούσε. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να μαζέψει μερικά βατόμουρα, για να φάει. Πλησίασε ένα θάμνο, αλλά ξαφνικά του ήρθε η σκέψη ότι όλα τα αστραφτερά μάτια και άγρια νύχια θα πρέπει να είναι κρυμμένα κάπου εκεί στους θάμνους.

Έτσι άρχισε να προχωρεί πολύ προσεκτικά και σε κάθε του βήμα έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με, βοήθησε με, βοήθησε με, σώσε με. Ω Θεέ μου, βοήθησε με, προστάτεψε με». Για κάθε βατόμουρο που μάζεψε, σίγουρα, είχε προσευχηθεί πολλές φορές.

Πέρασε ο καιρός και ύστερα από πολλά χρόνια συνάντησε ένα γέροντα και έμπειρο ασκητή, ο οποίος τον ρώτησε πως είχε μάθει να προσεύχεται αδιάλειπτα. Ο Μάξιμος είπε: «Νομίζω πως ο διάβολος με δίδαξε να προσεύχομαι αδιάλειπτα». Ο γέροντας απάντησε: «Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Αλλά θα ήθελα να είμαι βέβαιος ότι σε καταλαβαίνω σωστά». Ο Μάξιμος τότε του εξήγησε πως είχε σιγά- σιγά συνηθίσει όλους τους θορύβους και τους κινδύνους της μέρας και της νύχτας. Ύστερα όμως του ήρθαν πειρασμοί σαρκικοί, πειρασμοί του νου, των αισθημάτων και αργότερα πιο ισχυρές επιθέσεις του διαβόλου. Ύστερα απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε στιγμή της μέρας και της νύχτας που να μην κραυγάζει στο Θεό: «Ελέησον, ελέησον, βοήθησε, βοήθησε, βοήθησε».

Μια μέρα, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια αδιάλειπτης προσευχής ο Κύριος του αποκαλύφτηκε. Από τη στιγμή εκείνη ησυχία, ειρήνη και γαλήνη τον πλημμύρισαν. Δεν υπήρχε πια φόβος – φόβος από το σκοτάδι, από τους θάμνους, ούτε από το διάβολο- ο Κύριος είχε επικρατήσει. «Τότε», είπε ο Μάξιμος, «έμαθα ότι αν δεν έλθει ο Κύριος, είμαι απελπιστικά αβοήθητος. Έτσι, και όταν ακόμα ήμουνα γαλήνιος, ειρηνικός και ευτυχισμένος, συνέχισα να προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με, γιατί μόνο στο θείο έλεος υπάρχει η ειρήνη της καρδιάς και του νου, η γαλήνη του σώματος και η δύναμη της θέλησης».


Έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως ο Μάξιμος έμαθε να προσεύχεται παρά την ταραχή που τον κατείχε, αλλά ακριβώς εξ αιτίας της ταραχής. Γιατί η ταραχή του ήταν ένας πραγματικός κίνδυνος. Αν μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι και μεις βρισκόμαστε σε πολύ μεγάλη ταράχη, σε κίνδυνο, ότι ο διάβολος παραφυλάει προσπαθώντας να μας πιάσει και να μας καταστρέψει, τότε θα προσευχόμαστε συνέχεια, ασταμάτητα.