Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Τι λένε για Μένα οι άνθρωποι;

της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη

  Κύριε, πριν 2000 χρόνια ρώτησες τους μαθητές σου: Τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Ο λόγος Σου διαχρονικός κι έρχεται σήμερα να κουδουνίσει στ’ αυτιά μου. Ζητάς κι από μένα μια απάντηση: τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις που κρύβω από τους άλλους και ξέρεις –ενώπιος ενωπίω είμαστε- πως δεν θέλω να Σου πω ψέματα. Άλλωστε Εσύ γνωρίζεις τα εσώψυχά μου. Πως γίνεται το λοιπόν να σε ξεγελάσω; Μόνο που ο,τι πούμε, παρακαλώ Σε, ας μείνει μεταξύ μας.
Συγχώρα με μονάχα γιατί θα Σε πικράνω…
Κι αρχίζω. Ναι, σήμερα όσο ποτέ, ομολογούν οι άνθρωποι πως είσαι απαραίτητος. Είσαι λένε, αναντικατάστατος. Γιατί, όταν πιστεύουμε στην ύπαρξή Σου, λιγότερα Lexotanil πίνουμε για να κοιμηθούμε και να ηρεμήσουμε! Λένε πως είσαι ο Δημιουργός. Αλλά το βλέπεις, πως απόχτησα κι εγώ, ο άνθρωπος, δύναμη και δημιουργώ. Με την Επιστήμη μέχρι κλωνοποίηση κάνω!
 Λένε ακόμα οι άνθρωποι του καιρού μου πως είναι βεβαιότητα η Πρόνοιά Σου. Αλλά καλού-κακού πρέπει να εμπιστευτώ στη δικιά μου πρόνοια, για ν’ αποχτήσω το κάτι τις -όπου θέλεις το προχωράς το κάτι τις…
Τι λεν για Σένα; Πως είσαι ο Κύριός μας, λένε. Γι’ αυτό άλλωστέ σου αφιερώνουμε τη μια μέρα της εβδομάδας, την Κυριακή, και τις άλλες μέρες, το ξέρεις, τις αφιερώνουμε σε άλλους κυρίους.
Τι λένε για Σένα; Μα ότι είσαι ομπρέλα που, όταν βρέχει, τρέχουμε από κάτω της να φυλαχτούμε. Αλλά –μη προς κακοφανισμό- μπορούμε να κυβερνάμε σήμερα τα σύννεφα, να τα βομβαρδίζουμε, να φεύγουν… να ’ρχονται και τέτοια.
Ακόμα λένε πως το θέλημά Σου είναι σοφό. Κι όπως στον ουρανό έτσι κι εδώ στη γη να γίνεται ‘κείνο που θες. Μονάχα, πρόσεξε, σύμφωνα με το δικό μας θέλημα να ’ναι το θέλημά Σου.
Ναι, Κύριε, για Σένα λέμε πως είσαι ο Πατέρας μας κι όπως μας είπες, είμαστε παιδιά Σου όλοι. Γι’ αυτό υπάκουοι στην εντολή Σου πήγαμε στα πέρατα της γης και διαδώσαμε το λόγο Σου. Βέβαια σα μυαλωμένοι που είμαστε, τους δώσαμε το Ευαγγέλιο και τους πήραμε τη γη τους. Είναι θέμα προνοητικότητας –δικής μας- όπως Σου εξήγησα.
Εξακολουθούμε πάντα, πιστοί στην εντολή Σου, να διαδίδουμε το Ευαγγέλιό Σου. Και βεβαίως ΟΛΑ τα παιδιά Σου πρέπει να μάθουν τη μοναδική Αλήθεια που είσαι Εσύ και ο λόγος Σου. Να Σε προσκυνήσουν όλοι, ε, και σα δάσκαλοι εμάς να μας χειροκροτούν, να μας ειδωλοποιούν.
Λένε οι άνθρωποι πως είσαι ο Πλάστης μας και όλοι πλάσματά Σου. Φιλάνθρωπος ως είσαι –το λέμε και το πιστεύουμε αυτό– όλους τους σκέπει η αγάπη Σου. Αγάπη είσαι, έτσι Σε λένε οι άνθρωποι κι είπες πως πρέπει να Σου μοιάσουμε. Γι’ αυτό ανοίξαμε τις ντουλάπες μας και δίνουμε… και δίνουμε απλόχερα στους άλλους αδελφούς μας. Γιατί, έλα και πες μου Σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη ζακέτα που μου στένεψε; Αμ το παλιομοδίσιο το παλτό και τα παπούτσια, ξέρεις δα, κείνα που με στενεύουν; Δοξολογούν το όνομά Σου οι άνθρωποι, όπως μας ζήτησες, γιατί αλάφρωσαν κι οι βαρυφορτωμένες μας ντουλάπες!
Αλλά γενικά μας ενδιαφέρει να μάθουν όλοι το νόμο Σου. Γιατί τότε δε θα κλειδώνουμε τα σπίτια μας, δε θα κινδυνεύει η ζωή μας και τα αγαθά μας!
Ο κόσμος λέει, πως είσαι ο Σωτήρας και η Οδός. Κι εμένα με συμφέρει πολύ να είσαι η Οδός, γιατί ο άντρας μου όταν βαδίζει το δρόμο Σου δεν θα ξενοκοιτάζει, τα παιδιά μου δεν θα ξημεροβραδιάζονται σε ντισκοτέκ και ύποπτα μπαρ. Θα μπορώ να έχω έτσι ήσυχό το κεφάλι μου! Είσαι η Οδός, αυτό λένε οι άνθρωποι, Κύριε, οδός που θα μας βοηθήσει να περάσουμε καλύτερα ετούτη τη ζωή!
Οι άνθρωποι παραδέχονται πως ήρθες και σταυρώθηκες για μας και προσκυνούν τ’ Άγια Πάθη Σου. Κι είπες και το ομολογούν αυτό οι πιστοί Σου, πως αν θέλουμε να Σε ακολουθήσουμε, να σηκώσουμε το σταυρό μας. Κι εμείς, οι πιστοί Σου, πήραμε το σταυρό μας, και επειδή ήτανε –και μην το αρνηθείς- βαρύς, τον κάναμε κόσμημα και θαρρετά και υπερήφανα τον κρεμάσαμε στο στήθος μας. Ομολογούμε έτσι πως και δικοί Σου είμαστε, μα κι ελαφρύς είναι ο σταυρός. Ασε που ομορφαίνει τον κόρφο μας και το κομψό μας φουστάνι.
Και με ρωτάς: «Τι λένε οι άνθρωποι για μένα;»
Πως κι αν δεν υπήρχες έπρεπε να Σε εφεύρουμε!
Αγαπημένε φίλε, αδελφέ, Κύριε και Δημιουργέ, δικέ μου Πλάστη, Σε πίκρανα το ξέρω.
Ο,τι είπαμε, παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας. Θα εξακολουθώ ίδια, ολόιδια ο Φαρισαίος, να λέω άλλα στους άλλους κι άλλα να κάνω. Πως είπες; Μ’ αγαπάς στο χάλι που ’χω; Το άκουσα καλά αυτό που είπες; Πως μ’ αγαπάς, ναι… ναι… το είπες, κι Εσύ ψέματα δε λες ποτέ.
Σ’ ευχαριστώ!!! Κι αυτό το ευχαριστώ είναι αληθινό… αλήθεια λέω, πίστεψε με.

 Απόσπασμα από το Βιβλίο: “2000 χρόνια μετά
«Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»”

Πατρικές παραινέσεις Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινού († 2009)

• Η υπόμνηση των ειδών και μερών του παλαιού ανθρώπου που παρουσιάζεται σαν προσβολή, ας μη μας ανησυχούν. Άλλη είναι η προσβολή, άλλος ο συνδυασμός, άλλη η αποπλάνηση του νου που δεν έχει αρκετή πείρα και άλλη είναι η ήττα, αν υπάρξει.
• Εφόσον υπάρχει αγάπη και εγκράτεια, κανένα φαύλο πράγμα δεν μπορεί ποτέ να επικρατήσει, όπως επίσης και καθετί που η ψυχή αποστρέφεται και μισεί.
• Τα αβυσσαλέα κρίματα του Θεού, επιτρέπουν τις αλλοιώσεις, είτε φυσικές είτε συμβατικές, για να γυμνάζουν τους αθλητές στην μάχη του πολέμου και εδώ ακριβώς χρειάζεται το άλας, δηλ. η διάκριση.
• Καθετί που η πρόθεση του ανθρώπου το απωθεί, μην το φοβάστε· δεν μπορεί να σταθεί, είναι ολιγοχρόνιο. Ούτε πάλιν η μάχη και ο πόλεμος είναι θέμα ενοχής. Αφορμές μάλλον πίστεως ή απιστίας δίδονται.
• Καλή, ασφαλώς, είναι η ακρίβεια, αλλά μεγαλύτερη είναι η διάκριση και η μετ’ αυτής οικονομία. Ο Ιησούς μας, όταν ήλθε σ’ εμάς, μάλλον την οικονομία εφάρμοσε, αν και σαν νομοθέτης, διέταζε την ακρίβεια.
• Η παραμονή της ευκτικής χάριτος είναι δείγμα θείου ελέους, που ενθαρρύνει τη δική μας αδυναμία και αδαότητα, στον σημερινό κλύδωνα της ολοκληρωτικής ταραχής. Όταν η ταραχή που γίνεται προκύπτει από προδοσία του νου, που σημαίνει πως γνώριζε και άρα μπορούσε να αμυνθεί και όμως αμέλησε, τότε ραπίζεται από την απόγνωση αναλόγως και παύει η ευχή. Αν όμως, το σφάλμα είναι από απειρία ή αγνωσία ή αδυναμία, μάλλον η ευχή συμπαρίσταται, για να μη σκορπισθεί το θάρρος και κοπεί η ελπίδα. Όλα τα ρυθμίζει η Παναγαθότητα του Ιησού μας, που γνωρίζει ότι το πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα αδυνατεί.
• Είναι γεγονός ότι, καθετί που είναι έξω από την ανθρώπινη δυνατότητα, είναι και λέγεται υπέρ φύσιν και αυτό μόνον διά της υπέρ φύσιν θείας χάριτος επιτυγχάνεται. Εδώ επισημαίνονται δύο παράγοντες να ενεργούν. Ένας φυσικός, με ανθρώπινα μέσα και ένας υπέρ φύσιν με μόνην την θεία χάρη. Ό,τι λοιπόν καλείται να προσφέρει ο άνθρωπος στην ανάπλασή του, είναι τα φυσικά μέσα. Και αυτά όλα εκφράζουν την περιεκτική αγωνιστικότητα που σκοπό έχει, να δαμάσει την κτηνωδία του παλαιού ανθρώπου, δηλαδή, να ανασύρει τον άνθρωπο από την παρά φύσιν ζωή.
• Οι νόμοι της ηθικής, ή της αξιοπρεπείας, δεν μεταφέρουν από τον θάνατο στη ζωή. Γενόμενος ο άνθρωπος κληρονομία του θανάτου, και των συναφών δεινών, δεν απαλλάσσεται από την εξουσία τους μόνο με τον ηθικό νόμο, αλλά μόνον διά της υπέρ φύσιν θείας χάριτος και δυνάμεως, και αυτό έκανε ο Θεός Λόγος, όταν ήρθε κοντά μας. Γι’ αυτό ο Παύλος λέει: «ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη ων εποιήσαμεν, αλλά διά τον αυτού έλεον έσωσε ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου». ( Μας έσωσε, όχι για τα καλά έργα που τυχόν κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας σπλαγχνίστηκε. Μας έσωσε με το βάπτισμα της αναγεννήσεως και της ανανεώσεως που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα). Ώστε και η χάρη είναι απαραίτητος παράγοντας, και η αγωνιστικότητα του ανθρώπου επίσης. Εάν ο άνθρωπος δεν αγωνισθεί και νόμιμα και παρατεταμένα, δεν θα επαναφέρει σε ισορροπία το σύνολον του ζώου που λέγεται άνθρωπος. Και εάν η θεία χάρη δεν βρει το ζώον άνθρωπον, στη σωστή θέση της φυσικής του ισορροπίας, δεν τον επισκέπτεται. «Εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ουκ εισελεύσεται· εάν γαρ εισελεύσεται, ταχέως εξελεύσεται»(Σε σώμα γεμάτο αμαρτίες δεν εισέρχεται ο Θεός· και αν εισέλθει γρήγορα θα φύγει).

Άγιος Ιωνάς ο Λέριος

Από το «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Λεροί τους πέντε προηγούμενους αιώνες άφησαν τη Λέρο και πήγαν σττη Μονή της Πάτμου, δια να μονάσουν. Ενας από αυτούς ήταν και ο μοναχός Ιωνάς δια τον οποίον στο «ΒΡΑΒΕΙΟ» αναφέρονται:

«αφξα (1561) Φεβρουαρίου κη (28)
εφονεύθη εις την Λειψόν ο δούλος
του Θεού Ιωνάς μοναχός ο Λέριος».

Ατομικά για τον Οσιομάρτυρα αυτόν της Εκκλησίας δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Οσα ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του Αρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου, εφημερίου των Λειψών «Μακαριστοί γέροντες και πέντε οσιομάρτυρες στη νήσο Λειψώ της Δωδεκανήσου». Οι Αγιες αυτές ψυχές ανεκυρήχθησαν οσιομάρτυρες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο , εορτάζοντες και οι πέντε μαζί την Α’ Κυριακή μετά τη 10η Ιουλίου.

Ο Οσιομάρτυς Ιωνάς μαζί με άλλους ασκητές - αναχωρητές έφυγαν από το μοναστήρι της Πάτμου και έφθασαν στη νήσο Λειψώ το 1550 μ.Χ. Ζητούσαν να βρούν ένα τόπο που δεν θα τους ενοχλούσε ο κόσμος, που μόνοι θα υμνούσαν και θα συνομιλούσαν με το Θεό. Ετσι διάλεξαν ένα χώρο έρημο και αφιλόξενο για να εγκατασταθούν. Πρώτο τους μέλημα να χτισθεί ο ναός του Ησυχαστηρίου, ψηλά από τη θάλασσα σε δύσβατο σημείο, για το φόβο των πειρατών. Εκεί πάλεψαν με τους βράχους, για να φτιάξουν μονοπάτια, πάλεψαν με τη έλλειψη του νερού και της τροφής. Μα τι κι αν δεν είχαν τίποτα από αυτά; Είχαν και τους αρκούσε, η Χάρις του Θεού. Εφτιαξαν την Εκκλησία επ’ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μικρά κελιά για τους ίδιους.

Πότισαν τον άγονο χώρο του ασκηταριού περισσότερο με τον ιδρώτα τους και λιγότερο με το νερό. Σεβάστηκαν τη φύση, λάτρευσαν, εδόξασαν και υμνολόγησαν το Θεό, που επέτρεψε στο διάβολο να πειράζει τους ανθρώπους, αλλά έδωσε και στους ανθρώπους την δύναμη να τον νικούν. Εγιναν «άγγελοι τω βίω» ενώ ήταν «άνθρωποι τη φύσε » .Πολλοί από αυτούς θυσιάστηκαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία.

Οσο ψηλά όμως και αν ήταν το ασκηταριό, το επισκέπτονταν με τις άγριες διαθέσεις τους οι πειρατές. Σε μια επιδρομή εφόνευσαν το μοναχό Ιωνά από τη Λέρο. Ηταν 28 Φεβρουαρίου του 1561 μ.Χ. Ετσι ο Μοναχός Ιωνάς έγινε νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας.

Δεν ήταν ο μόνος. Πρίν από αυτόν το 1558 μ.Χ. είχαν φονεύσει το μοναχό Νεόφυτο τον Αμοργινό. Το 1609 μ.Χ. ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός εφονεύθη από τους αγαρινούς με σκεπάρνι. Το 1635 μ.Χ. ο Πεκήρ Πασάς από δαρμό εφόνευσε το μοναχό Ιωνά τον Νισύριο και το 1696 μ.Χ. ο αναχωρητής μοναχός Παρθένιος εφονεύθη με καμάκι που του τρύπησε το λαιμό. Και οι πέντε αδικοσκοτωμένοι μακαριστοί γέροντες κηδεύτηκαν με δάκρυα από τους συνασκητές τους και τους θρήνησαν οι ευσεβείς Λειψώτες και οι συμπατριώτες τους. Και όλοι μας τους διατηρούμε στη μνήμη μας με ευγνωμοσύνη και σεβασμό θεωρώντας τους καταξιωμένους οσιομάρτυρες.

Οσίες Μαράνα και Κύρα

Τον βίο των Οσίων αυτών γυναικών, συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο Ιστορία του.

Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέρροια (τωρινό Χαλέπιο) της Συρίας και έζησαν στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η καταγωγή τους ήταν επίσημη και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν τον κόσμο και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν με πηλό, για να μην εισέρχεται κανένας σε αυτόν και άφησαν μόνο μια μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα και να νικήσουν τους πειρασμούς.

Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ' όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη και αγαθοεργίες τη ζωή τους.

Έτσι, αφού έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Νυμφίο Χριστό.

Άγιος Νέστωρ ο Μάρτυρας

Ο Άγιος Νέστωρ καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας και διέδιδε θερμά τη χριστιανική πίστη. Τόσο δε τολμηρός ήταν στο έργο του, που εξακολουθούσε άφοβα να το πράττει και μετά τα διατάγματα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού κατά των χριστιανών.

Ο Διοικητής της Πέργης Ειρήναρχος, τον συνέλαβε και τον έστειλε στον έπαρχο της Παμφυλίας Πόπλιο. Αυτός μάταια προσπάθησε να τον παρασύρει στην άρνηση του Χρίστου. Όταν δε έχασε κάθε ελπίδα, διέταξε τη σταύρωση του.

Ο Νέστωρ υπέστη το μαρτύριο του με πολλή καρτερία. Και από το σταυρό, ενώ οι πόνοι τον κατακεντούσαν, αυτός υμνούσε το Χριστό.

Τον Άγιο Νέστορα ο Πατμιακός Κώδικας 266 τον καλεί επίσκοπο.

Άγιος Προτέριος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας

Ο Άγιος Προτέριος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ήταν πρεσβύτερος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας και έλαβε μέρος στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε το έτος 451 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας.

Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετά την καθαίρεση του Διοσκούρου, εξελέγη Πατριάρχης ο Άγιος Προτέριος (452 - 457 μ.Χ.), ο οποίος διέπρεψε στη Σύνοδο και έφραξε τα στόματα των δυσσεβών αιρετικών.

Όταν ο Άγιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια οι οπαδοί του Ευτυχούς και του Διοσκούρου προκαλούσαν στάσεις και ρήξεις και εμπόδιζαν να κατέρχεται το σιτάρι στην Αλεξάνδρεια μέσω του Πηλουσίου, με σκοπό να πεινάσουν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και να στραφούν κατά του Αγίου. Όμως ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως του Αγίου, διέταξε την διέλευση του σιταριού διά της Αλεξάνδρειας και έτσι σώθηκε η πόλη από την πείνα.

Μετά το θάνατο του Μαρκιανού οι αιρετικοί θρασύνθηκαν και κατέφυγαν σε σατανικές επινοήσεις, για να εκπληρώσουν τα ασεβή σχέδιά τους και αν εκθρονίσουν τον Άγιο. Επικεφαλής αυτών τέθηκε ο ιερεύς Τιμόθεος ο Αίλουρος, ο οποίος με μύρια τεχνάσματα κατόρθωσε να διεγείρει κατά του Αγίου Προτερίου τους απλοϊκούς μοναχούς της Αλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατά τη διάρκεια της νύχτας τα κελιά των μοναχών, λέγοντας ότι είναι άγγελος και προτρέποντας αυτούς να μην έχουν κοινωνία με τον Άγιο.

Οι μοναχοί παρασύρθηκαν και προκάλεσαν μεγάλη ταραχή με τους αιρετικούς, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του στρατιωτικού διοικητού της πόλεως Διονυσίου. Ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και κρύφθηκε μέσα στην κολυμβήθρα ενός ναού. Οι διώκτες του τον ανακάλυψαν και τον κατάσφαξαν με οξείς καλάμους, ενώ ανακηρύξαν Πατριάρχη τον Τιμόθεο. Το ιερό λείψανό του το έδεσαν με σχοινί και το έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Τέλος, το παρέδωσαν στα ζώα και το επίλοιπο το κατέκαψαν. Και ο νέος Πατριάρχης τολμούσε όλα αυτά κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να τελεί τις Ακολουθίες των Παθών του Κυρίου.

Όταν πληροφορήθηκε τα γενόμενα ο διάδοχος του Μαρκιανού, αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας ο Θραξ διέταξε να δικασθεί ο Τιμόθεος ο Αίλουρος κανονικά και να εξορισθεί στη Γάγγρα. Ομοίως τιμωρήθηκαν και όλοι εκείνοι που έλαβαν μέρος στο φόνο του Αγίου Προτερίου. Αντί δε του καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης εξελέγη ο Ορθόδοξος Τιμόθεος ο Σαλοφακίολος (460 - 482 μ.Χ.). Ο Λέων επέβαλε τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, εξεδίωξε τους μονοφυσίτες Επισκόπους Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και διόρισε Ορθοδόξους στη θέση αυτών.

Έτσι έζησε και μαρτύρησε ο Άγιος Προτέριος και η μνήμη αυτού ανθεί στο βίο των Αγίων της Εκκλησίας.

Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς

Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.

Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.

Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.

Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Παρθενομάρτυς Κυράννα, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον.

Κάθισμα
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Ο Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Η γνωριμία και η συναναστροφή του, από την παιδική του ηλικία, με Αγίους ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε την επιστήμη της φιλοσοφίας και της αστρονομίας και μελέτησε ιδιαίτερα τα συγγράμματα των Πατέρων και την Αγία Γραφή.

Ο Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σε μία σκήτη και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της Ασίας και της Καππαδοκίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τᾶς ἀρετᾶς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἐαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».

Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι του Οσίου Κασσιανού, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» και «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και το ορθόδοξο φρόνημά του και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο δε Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος πλεέκι δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο του.

Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγοιν Πάτερ τοὶς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα, σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ' του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.

Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 27 Φεβρουαρίου). Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία. Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.

Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.

Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι' ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Βασίλειε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τήν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καί μονάσας ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τήν ἐνέργειαν, καί τάς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν;

Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορὰ βαθιὰ τὴ σκέψη του στοῦ Θεοῦ τὴν κρίση ζήτησε νὰ μάθει:
«Κύριε, εἶπε, πῶς μερικοὶ ζοῦν λίγα χρόνια καὶ πεθαίνουν, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὰ βαθιὰ γεράματα; Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ἄδικοι νὰ πλουτίζουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι νά᾿ναι φτωχοί;»
Ἄκουσε τότε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
«Ἀντώνιε, τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτὰ εἶναι κρίματα Θεοῦ καὶ δὲν σοῦ συμφέρει νὰ τὰ μάθεις».  Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του πνοῆς.
(Από το Μέγα Γεροντικό)

Nα μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού.

Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.
Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:
– Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου.
Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος.
Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ’ ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού.
Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο γέροντας, όταν τ’ άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ’ ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος.
Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.
Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί.
Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε.
Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα.
Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν’ αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά.
Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ’ απ’ τα χωράφια.
Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.
Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του.
Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα.
Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε.
Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.
Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα άπ’ την κουφάλα και θαύμαζε.
Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον
Κύριο, έλεγε:

Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία.
Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!
Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε:
Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού.
Αλλά άπ’ αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία.
Άκουσε λοιπόν:
Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε.
Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά.
Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι’ αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά.
Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο.
Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα.
Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει:
«Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!».
Διαβάστε εδώ: Ο άνθρωπος πρέπει να προσεύχεται πάντα για να του δείξει ο Κύριος το δρόμο Του
Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του.
Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο.
Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο – όπως του το είχε ζητήσει – και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι’ αυτό του το φιλότιμο!
Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του.
Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια.
Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός;
Γι’ αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες.
Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν.
Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας:
«Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου».

Όσιος Τίτος ο Πρεσβύτερος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου

Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερατική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.

Τότε ζούσε στη Λαύρα και ένας διάκονος, που ονομαζόταν Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφθασαν τώρα να μην θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θυμίαζε ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει.

Έχοντας βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου που λέγει: «Εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίων σου, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και τότε αφού έλθεις πρόσφερε το δώρο σου».

Κάποτε ο Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχα μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά να κλαίει και να θρηνεί για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν τον Ευάγριο, για να συγχωρεθούν. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλά άρχισε να τον καταριέται. Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν διά της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις τον είδε ο Όσιος Τίτος ανασηκώθηκε με δυσκολία και τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί του ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τον λόγο του και έπεσε κάτω! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και την θαυματουργική ίαση του Αγίου.

Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190 μ.Χ.

Όσιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν

Ο Όσιος Ραφαήλ γεννήθηκε στη Συρία το έτος 1860 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ και τη Μάριαμ, θυγατέρα του ιερέως της Δαμασκού. Την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων του 1861 μ.Χ. βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Ραφαήλ.

Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος στις 8 Δεκεμβρίου του 1885 μ.Χ. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου. Με την ευλογία του Πατριάρχη Αντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντή της ακαδημίας και ένα μήνα αργότερα έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε καθήκοντα εξάρχου του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Ρωσία.

Ο ιεραποστολικός ζήλος οδήγησε τα βήματά του στην Αμερική. Έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895 μ.Χ. και ανέλαβε ως βοηθός του Επισκόπου Νικολάου. Ανέλαβε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών βιβλίων καθώς και με την ανέγερση νέων ναών.

Το έτος 1903 μ.Χ. η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον εξέλεξε Επίσκοπο Μπρούκλυν και του ανέθεσε το ιεραποστολικό έργο στη Βόρειο Αμερική.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1915 μ.Χ.

Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης

Ο Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν από βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Βησιγότθων.

Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε για την μόρφωση και τις αρετές του. Γι' αυτούς τους λόγους η Εκκλησία τον κατέστησε Επίσκοπο το έτος 579 μ.Χ. Ίδρυσε θεολογική σχολή με σκοπό τη διάδοση της Ορθοδοξίας, αλλά και την καλλιέργεια των επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι δυο βασιλόπαιδες Χερμενεγκίλντ και Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκίλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην ευσεβή σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου.

Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμός κατά των Ορθοδόξων. Ο αιρετικός Λέβεγκίλντ ήλθε σε σύγκρουση με τον Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν τέτοια η ένταση του διωγμού και της μανίας των αιρετικών, που όπως γράφεται δεν έβλεπε κανείς πουθενά ελεύθερο άνθρωπο και η ίδια η γη έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε την ημέρα του Πάσχα του 586 μ.Χ.

Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο τον Μέγα, τον Διάλογο, και συνδέθηκε μαζί του με δυνατή φιλία. Όταν ο διωγμός κατά των Ορθοδόξων έφθασε στα άκρα, ο βασιλιάς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ προς την αληθινή Ορθόδοξη πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτής της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ' αρχήν, αλλά και με τα εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο , να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι' αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της Εκκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβικῆ».

Ο Άγιος Επίσκοπος της Σεβίλλης, αφού υπέμεινε πολλές αντιξοότητες και δοκιμασίες, παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο το 600 ή 601 μ.Χ. (πιθανώς στις 13 Μαρτίου).

Άγιοι Αβουδάντιος, Αλέξανδρος, Αντίγονος, Καλανός, Ιανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός και Φουρτουνάτος

Οι Άγιοι Αβουδάντιος (ή Αβούνδιος ή Αβούδιμος), Αλέξανδρος, Αντίγονος, Καλανός, Ιανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός και Φουρτουνάτος (ή Φορτουνίων ή Φορτούνιος), μαρτύρησαν στην Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλους Χριστιανούς, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.).

Η πληροφορία αυτή καταγράφεται σε αρχαία Μαρτυρολόγια. Ο αριθμός των Μαρτύρων και τα ονόματά τους ποικίλουν από χειρόγραφο σε χειρόγραφο. Δεν υπάρχει ωστόσο κανένα επιπλέον στοιχείο για το μαρτύριό τους.

Όσιοι Ασκληπιός και Ιάκωβος

Το βίο των Οσίων Ασκληπιού και Ιακώβου συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο Ιστορία του.

Ο Όσιος Ασκληπιός ήταν μαθητής του Αγίου Πολυχρονίου (τιμάται 23 Φεβρουαρίου), που διακόνησε τον Όσιο Ζεβινά και μιμήθηκε κατά πάντα τον Γέροντα αυτού στην άσκηση.

Ο Όσιος Ιάκωβος, μετά από πολλά χρόνια ασκήσεως και ερημιτικού βίου, σε πολύ μεγάλη ηλικία κλείσθηκε σε κελί κοντά στην πόλη Νιμουζάν, χωρίς να βλέπει κανέναν και τίποτα.

Έτσι αφού έζησαν, κοιμήθηκαν οσίως με ειρήνη.

Όσιος Θαλλελαίος

Ο Όσιος Θαλλελαίος καταγόταν από την Κιλικία και ασκήτευε έξω από την πόλη Γάβαλα της Συρίας. Εκεί υπήρχε ειδωλολατρικός ναός, που συνέρρεαν πολλοί. Ο Θαλλέλαιος αυτό το εκμεταλλεύτηκε, εργαζόμενος για τη διαφώτιση και την προσέλκυση στη χριστιανική πίστη πολλών ειδωλολατρών.

Ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη και ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα πνευματικά του κατορθώματα. Ήταν όμως και φοβερά πολυμήχανος, προκειμένου να φέρει ψυχές κοντά στο Χριστό. Κάποτε μάλιστα, είχε κατασκευάσει ένα ιδιόρρυθμο κρεμαστό κρεβάτι. Αυτό διαδόθηκε σ' όλη την περιοχή, με αποτέλεσμα να τον επισκέπτονται πολλοί ειδωλολάτρες. Από 'κει ψηλά λοιπόν ο Θαλλέλαιος, άρχιζε συζήτηση μαζί τους και έτσι έριχνε τα πνευματικά του δίχτυα, που έπιαναν πολλές ψυχές και τις έσωζε. Μ' αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να εκχριστιανίσει μια ολόκληρη πόλη, τα Γάβαλα, και να γίνει πνευματικός της πατέρας με τη χάρη του Ιησού Χριστού.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης ο Ομολογητής

Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) και διακρίθηκε για την πνευματική γενναιότητά του ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Αν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι' αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.

Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ κατ' άλλους υπέμεινε μαρτυρικό θάνατο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός, μεθ' ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνούντι διὰ σοῦ, πασιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Προκόπιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τήν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα Προκόπιε ἔνδοξε.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Λίγη πίστη, περισσότερη στεναχώρια

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Όσο λιγότερη πίστη έχουμε, τόσο περισσότερη είναι η στεναχώρια μας. Μια από τις σπουδαιότερες ωφέλειες της πίστης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις πολλές στεναχώριες.
Όσο το παιδί γνωρίζει πώς υπάρχει ο πατέρας, που φροντίζει για το σπίτι και για όλες τις δουλειές του σπιτιού, κάθε στεναχώρια του τελειώνει γρήγορα με τραγούδι. Μόλις όμως χαθεί αυτή η αίσθηση, σωπαίνει το τραγούδι!
Τότε το παιδί αισθάνεται ορφανό και μόνο, περιτριγυρισμένο από στεναχώριες, αισθάνεται περιτριγυρισμένο από ένα σμήνος σφίγγες.
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσπαθεί μόνος του, με τις δικές του δυνάμεις να «ξεφορτώσει» τις στεναχώριες του, τόσο περισσότερο μπερδεύεται στα δίχτυα τους.
Η χαρά σβήνει, τα μαλλιά ασπρίζουν, το σώμα «εξατμίζεται», ο θυμός μαζεύεται, μέχρι που ο άνθρωπος καταλήγει σαν μία τσάντα ξηρού δέρματος γεμάτη θυμό, σκυμμένη πάνω από τον τάφο…

“Ἐκεῖνοι πού πάσχουν γιά τήν ἐντολή Μου, στή Βασιλεία τῶν Ουρανών θά εἶναι φίλοι Μου, ἐνῶ τούς ἄλλους μόνο θά τούς ἐλεήσω”.

Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης:
«Ἔχυσα πολλά δάκρυα μέ τή σκέψη ὅτι, ἄν ἐμεῖς οἱ μοναχοί πού ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο δέν σωζόμαστε, τότε τί γίνεται γενικότερα στόν κόσμο;

Ἔτσι βαθμηδόν μεγάλωνε ἡ θλίψη μου καί ἄρχισα νά χύνω δάκρυα ἀπογνώσεως.
Καί νά, πέρυσι ἐνῶ βρισκόμουν στήν ἀπελπισία αὐτή, ἐξαντλημένος ἀπό τό κλάμα, ξαπλωμένος καταγῆς, ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος καί μέ ρώτησε:
“Γιατί θρηνεῖς ἔτσι…” ;
Ἐγώ σιώπησα μήν μπορώντας νά ἀτενίσω Τόν ἐμφανισθέντα…
“Δέν γνωρίζεις ὅτι Ἐγώ θά κρίνω τόν κόσμο” ;…
Ἐγώ πάλι σιώπησα παραμένοντας πρηνής… Ὁ Κύριος μοῦ λέει:
“Θά ἐλεήσω κάθε ἄνθρωπο πού ἐπικαλέσθηκε τόν Θεό ἔστω καί μιά φορά στή ζωή του…”.
Μοῦ ἦρθε τότε ἡ σκέψη:
“Τότε, γιατί ἐμεῖς πάσχουμε ἔτσι καθημερινά”;
Ὁ Κύριος στήν κίνηση αὐτή τῆς σκέψεώς μου ἀπήντησε:
“Ἐκεῖνοι πού πάσχουν γιά τήν ἐντολή Μου, στή Βασιλεία τῶν Οὐρανων θά εἶναι φίλοι Μου, ἐνῶ τούς ἄλλους μόνο θά τούς ἐλεήσω”.
Καί ὁ Κύριος ἔφυγε.»

Άγιος Ιωάννης ο Κάλφας ο Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε και ανατράφηκε στον Γαλατά. Εργαζόταν σαν λεπτουργός κάλφας στο παλάτι του Σουλτάνου και συγχρόνως πρόσφερε τις υπηρεσίες του και σ' άλλους επίσημους Τούρκους.

Κάποτε προσέλαβε στην υπηρεσία του κάποιο τουρκόπουλο, ανεψιό ενός Αγά από την Ανατολή, για να του μάθει την τέχνη. Σε κάποια συζήτηση που είχε μαζί του, ο Ιωάννης εκφράστηκε όχι καλά για την μουσουλμανική θρησκεία και συγχρόνως εξήρε τη χριστιανική θρησκεία. Το τουρκόπουλο πρόδωσε το αφεντικό του, ότι του έκανε προσηλυτισμό. Όποτε ο Ιωάννης συνελήφθη και οδηγήθηκε δερόμενος στον κριτή, κατηγορούμενος για εξύβριση της μουσουλμανικής θρησκείας. Τότε ανελέητα μαστιγώθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των Τούρκων ο Ιωάννης ομολογούσε σταθερά τον Χριστό.

Με διαταγή του Βεζίρη παραδόθηκε μετά από πολλά βασανιστήρια στον έπαρχο, ο όποιος και τον οδήγησε στον τόπο της εκτέλεσης κοντά στο Δημοπρατήριο, όπου και τον αποκεφάλισε στις 26 Φεβρουαρίου 1575 μ.Χ., ήμερα Κυριακή.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ . Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (Δ' 1 - 38).

Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και εγέμιζε την στάμνα της. Εκεί, μια ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος εφανέρωσε σ' αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι « τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το «πνευματικό ὕδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία εβαπτίσθηκε Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της Σαμάρειας και ονομάσθηκε Φωτεινή.

Από τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα Νέρωνα (54 - 68), όταν αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή έκανε Χριστιανές τη θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της.

Μαζί με την Αγία Φωτεινή εμαρτύρησαν οι υιοί της και οι πέντε αδελφές της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ, τοὶς προστρέχουσι τὴ σκέπη σου τὴ σεπτή, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, χάριν ἠμὶν καὶ ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Πορφύριος επίσκοπος Γάζης

Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Αφού εγκατέλειψε και γονείς και πλούτη, στα χρόνια της βασιλείας του Αρκαδίου και Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε μοναχός σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα και κήρυσσε στους Ιουδαίους και τους Έλληνες το Ευαγγέλιο του Χριστού. Εκεί ασθένησε σοβαρά από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως και τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα από την Ασία στα Ιεροσόλυμα και από τότε συνδέθηκαν διά βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μια σοβαρή εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος ληστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα οποία ήταν πολύ πτωχά.

Εκεί χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Β' (386 - 417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου Γάζης Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος της Γάζης και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς εοδωλολάτρες και αιρετικούς στην αληθινή θεογνωσία.

Για να προστατεύσει ο Άγιος το ποίμνιό του από τις αδικίες των Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει την συνδρομή των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) και Ευδοξίας. Εκεί συνάντησε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου), ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο και στους βασιλείς και στήριξε με θέρμη το αίτημά του να καταστήσει γνωστή στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας επείσθη και χορήγησε στον Άγιο Πορφύριο βασιλικό διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική χορηγία ανήγειρε εκκλησίες εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Κατάφερε δε ο Άγιος τα κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Αδριανό το έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε για τον σκοπό αυτό στην Γάζα τον Αντιοχέα αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από καρυστινό μάρμαρο και τα εγκαίνιά του έγιναν το Πάσχα του 407 μ.Χ.

Κατά τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος του Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Το έτος 415 μ.Χ. έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Διοσπόλεως, υπό την προεδρία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β'. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που είχε στην Αφρική με τον ιερό Αυγουστίνο, Επίσκοπο Ιππώνος (τιμάται 15 Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού αμαρτήματος και της θείας χάριτος. Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῳ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ, λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας, πάσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύση δεόμενος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Πορφύριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καί ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν πέτρᾳ τῆς πίστεως, ἐρηρεισμένος σοφέ, τὴν πέτραν ἐπόθησας, ἣν εἶδε πρὶν Δανιήλ, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν· ὕψωσας τὴν φωνήν σου, καὶ τὸν νοῦν πρὸς τὸν Κτίστην, ἔβαλες τοὺς ὀχλοῦντας, τῇ σαρκὶ πολεμίους, τῇ σῇ σφενδόνῃ Γάζης ὁ σεπτός, πρόβολος Πάτερ Πορφύριε.

Ὁ Οἶκος
Ὑπεραστράπτει πλέον ἡλίου, Πορφυρίου ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ, ἀστραπαῖς θαυμάτων πᾶσαν τὴν κτίσιν φωταγωγοῦσα, καὶ διώκουσα πλάνην τὴν τῶν εἰδώλων, καὶ τοὺς πιστούς σελαγίζουσα, πάντας εὐφραίνει· Θεῷ γὰρ εὐαρεστήσας ἐπὶ γῆς, τῶν σημείων ἀπείληφε τὴν χάριν, πάντας ἰᾶσθαι, παρεστὼς τῇ Τριάδι ὁλόφωτος, καὶ πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.



Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα»

Δεν έχουμε τίποτα δικό μας για να προσφέρουμε σ’ αυτόν που τα έχει όλα.
Η φύση και οι καρποί της, το σύμπαν ολόκληρο και η ύπαρξή μας είναι δικά Του.
Εμείς πήραμε το σιτάρι και το σταφύλι, το κάναμε ψωμί και κρασί και τα προσφέραμε στον Κύριο και Θεό μας.

Από Εκείνον για Εκείνο, τα δικά Του από τα δικά Του.
Τα προσφέρουμε για να μας τα αντί-προσφέρει ως σώμα και αίμα Του. Δίνουμε και παίρνουμε, μας δίνει και παίρνει.
Μια σχέση προσφοράς, που εξελίσσεται, αναπτύσσεται, μεταμορφώνεται.
Μας δίνει τη δυνατότητα της καρποφορίας, του δίνουμε το ψωμί και το κρασί.
Μας τα επιστρέφει σώμα και αίμα Του.
Του δίνουμε τον εαυτό μας, άτσαλο και ακατάστατο, για να τον μεταμορφώσει σε σώμα άγιο δικό Του – Εκκλησία πρωτοτόκων, εκλεκτών, αγίων.
Όλα είναι εδώ, πάνω στην αγία Τράπεζα, έτοιμα για τη μετουσίωση. Όλος ο κόσμος ετοιμάζεται για την κάθοδο του Πνεύματος.
Κι εμείς απλά προχωρούμε, για να Του προσφέρουμε τα δικά Του «κατά πάντα και δια πάντα».
Από το βιβλίο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
 Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος – Μετόχι Ι. Μονής Μαχαιρά. 

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Μέχρι πότε θα είμεθα απρόσεκτοι;»

Μέχρι πότε θα είμεθα απρόσεκτοι και θα δαπανώμεν το παν εις καθημερινάς διαμάχας και φιλονεικίας και λόγους ανωφελείς, τρέφοντες την γην, παχαίνοντας το σώμα, και αδιαφορούντες δια την ψυχήν, δια μεν τα αναγκαία μη κάμνοντες κανένα λόγον, δια δε τα περιττά και ανώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα;
  Με όσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι· διότι όσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις την ελευθερίαν σου· καθ̉ όσον η μεν πλήρης ελευθερία συνίσταται εις το να μη έχωμεν καμμίαν ανάγκην, ενώ εκείνη που ακολουθεί αυτήν συνίσταται εις το να έχωμεν την ανάγκην ολίγων πραγμάτων, την οποίαν έχουν οι άγγελοι προ πάντων και οι μιμηταί αυτών, όμως το να το κατορθώσουν αυτό άνθρωποι που μένουν μέσα εις θνητόν σώμα σκέψου πόσον μεγάλον έπαινον έχει αυτό το πράγμα.

   Δια τούτο ονομάζονται χρήματα, δια να τα χρησιμοποιούμεν όπου χρειάζονται, όχι δια να τα φυλάσσωμεν και να τα κρύπτωμεν μέσα εις την γην· διότι αυτό δεν δείχνει ότι τα απεκτήσαμεν, αλλ̉ ότι αυτά απέκτησαν ημάς· καθ’ όσον εάν πρόκειται αυτό να σκεπτώμεθα, πως αυτά να τα κάνωμεν πολλά και όχι δια να τα απολαύσωμεν εις τα αναγκαία πράγματα, ανετράπη η τάξις, και εκείνα κατέκησαν ημάς και όχι ημείς εκείνα.

Άγιος Μάρκελλος Επίσκοπος Σολέας της Κύπρου

Μνεία του Αγίου Μάρκελλου γίνεται από τον χρονογράφο Κυπριανό: «Μάρκελλος ἕτερος ἐπίσκοπος τῆς Σολέας, γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κύπρου καὶ Μάρτυς. Ἑορτάζεται Φεβρουαρίου κε´». Στο Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως στις 25 Φεβρουαρίου μνημονεύεται άνευ υπομνήματος: «ἄθλησις τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου ἐπισκόπου Ἀπαμείας τῆς Κύπρου». Στην Κύπρο όμως δεν υπάρχει πόλη με το όνομα Απάμεια και μάλλον πρόκειται για τον Μάρκελλο επίσκοπο Σολέας, που στους αρχαίους χρόνους λεγόταν Αιπεία. Ίσως όμως να συγχέεται και με τον Άγιο Μάρκελλο της Απαμείας της Συρίας .

Άγιος Ρηγίνος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Σκοπέλου

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στην Λεβαδιά της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν να λάβει την θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδας.

Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος συνειδητά είχε αποδεχθεί τις αρχές του Αρειανισμού, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ' ενός με την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως συνέπεια όχι μόνο την συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος μ.Χ.

Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από τον θείο του Αχίλλειο (15 Μαΐου, πολιούχο της πόλεως της Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εξορίστους που βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Άγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ. μαζί με τον Αγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι καταδικάστηκε ομόφωνα από τους Αγίους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές κακοδοξίες τους. Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα. Τελικά οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μια νέα Σύνοδος στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι η Σύνοδος συγκλήθηκε το 343 μ.Χ. Έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος ανασκεύασε όλες τις αιρέσεις με τον λόγο και την τόλμη της γνώμης του.

Μετά την λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού εκλυδωνίσθηκε και ταράχθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

Στη διάρκεια των διωγμών που διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στην Σκόπελο ο Έπαρχος της Ελλάδος και των Σποράδων. Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Όμως ο Αγιος περιφρόνησε την υπόδειξή του και ενέμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα στην πατρώα ευσέβεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον του Επάρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση «Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του. Τη νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ταράσιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, τον Γεώργιο, κριτή και πατρίκιο και την Ευκρατία και ήταν θείος του Αγίου Φωτίου . Λόγω της μεγάλης του μορφώσεως ανυψώθηκε στο αξίωμα του πρωτασηκρίτου.

Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν αρκετά σοβαρές. Υπήρχε ακόμα ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση των Ορθοδόξων έγινε ακόμη πιο δύσκολη διά του θανάτου του Πατριάρχου Παύλου Δ' του Κυπρίου (30 Αυγούστου). H βασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία, η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο υιό της Κωνσταντίνο ΣΤ' (780 - 798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και τα προβλήματα. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους λαϊκούς ο Άγιος Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού έλαβε υπόσχεση από τους βασιλείς, ότι θα συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα αντιμετωπίσει τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά θέματα. Η χειροτονία του νέου Πατριάρχου έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.

Κατά την διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άγιος μερίμνησε για την αποκατάσταση των σχέσεων με την Δυτική Εκκλησία επί Πάπα Αδριανού Α' (771 - 795 μ.Χ.) και την σύγκλιση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο του έτους 754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού τα σχετικά συγγράμματα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (τιμάται 4 Δεκεμβρίου). Η όγδοη συνεδρία της Συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όποι οι βασιλείς Ειρήνη και Κωνσταντίνος υπέγραψαν τους Όρους της Συνόδου.

Στην ευσέβεια και το εκκλησιαστικό ήθος του Αγίου οφείλεται και η μέριμνα που έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή για την απόκτηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και διακρίθηκε για την ελεημοσύνη του προς τους πτωχούς.

Η αγάπη του προς τον μοναχισμό εκφράστηκε και με την ίδρυση Μονής στο στενό του Βοσπόρου, στην οποία και ενταφιάσθηκε μετά την οσιακή κοίμησή του την Τετάρτη της Α' εβδομάδας των Νηστειών, το έτος 806 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές (811 - 813 μ.Χ.) τον Μάρτιο του έτους 813 μ.Χ. ενέδυσε τον τάφο του Αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του Αγίου.

Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδω ἐν τὴ Ἕβδομη, προσκυνεὶν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος, διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαυμάτων λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τήν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καί Χριστοῦ μακάριε, τήν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καί προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διά τοῦτο σοι βοῶμεν, Ὦ Πάτερ χαίροις, σοφέ Ταράσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’.Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Κατὰ παθῶν βασιλεύσας τῶν τῆς σαρκός, Ἱεράρχης ἐχρίσθης θεοπρεπῶς, καὶ τὴν βασιλεύουσαν, ὀρθοδόξως ἐποίμανας, ἀπελάσας θῆρας, αἱρέσεων θεόπνευστε, τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων, τρανώσας προσκύνησιν· ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἀξίως κεκλήρωσαι, Ἱεράρχα Ταράσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὴν σκοτισθεῖσάν μου ψυχὴν τῷ σκότει τῶν πταισμάτων, φωτὶ τοῦ σοῦ ἐλέους καταύγασον Σωτήρ μου, καὶ λογισμὸν ἐπ' ἀγαθοῖς δώρησαί μοι Χριστέ μου, ἐκκαθάρας τὴν ἀχλὺν τῶν φαύλων ἐνθυμήσεων, ἵν' ὅπως κατ' ἀξίαν ἰσχύσω τὸν σὸν Ἱεράρχην ἀνυμνῆσαι, καὶ φθάσαι τὸν βίον, καὶ τὰς πράξεις τὰς λαμπράς, καὶ τὴν ἔνθεον πίστιν, καὶ τὸν ζῆλον, ὃν ὑπὲρ τῆς σῆς ἐκτήσατο, Ἐκκλησίας, ἥτις κατὰ χρέος αὐτὸν εὐφημοῦσα κραυγάζει· Οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Δοξαστικόν Αίνων Κυριακής του Ασώτου

Ομιλία στην Κυριακή του Ασώτου

π. Ιουστίνου Πόποβιτς


Ιδού ευαγγέλιο που αφορα στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορα το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήσῃ σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμενη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.


Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτου του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μεσα σ’ αυτή την τρέλλα, μεχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε πώς ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μεσα στην αμαρτία, ζωή μεσα στίς ηδονές και τα πάθη αυτου του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτου μακρὰν απέχοντος είδεν αυτον καὶ εσπλαγχνίσθη και δραμὼν επέπεσεν επὶ τον τράχηλον αυτου καὶ κατεφίλησεν αυτον», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μού έδωσες να γίνῃ αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτου, στην τρέλλα, στίς ηδονές και στα πάθη αυτου του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σάν δούλο, και ο πατέρας λέγει στούς υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιό λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιό λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιό λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μεσα στίς αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε πρός τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμενος, όλος κουρελιασμενος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμενα. Όλα εξαθλιωμενα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήσῃ τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιό λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμενα αδέλφια, τους ανθρώπους, πώς πνίγονται μεσα στίς αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτου του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ήν και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ήν και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μεσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτου.
«Εις εαυτόν δέ ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιός είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμενο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μή νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μεσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γάρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε άγιε Απόστολε; Υποδουλωμενοι στίς διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ἴδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστου στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μεσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μεσα στη συνείδηση, μεσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστουμε για το άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστουμε για την αγαθή εἴδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Κυριακή του Ασώτου: Δεν αρκεί η νοσταλγία του Παραδείσου, χρειάζεται η έμπρακτη μετάνοια

Ἄσωτος σημαίνει μὴ σωζόμενος. Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς σώθηκε. Καὶ σώθηκε, ὅταν ἐγκατέλειψε τὶς ἀσωτίες, ὅταν ἐπέστρεψε στὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν ἀγαποῦσε, ἀκόμη κι ὅταν ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά του. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πατέρα ἦταν σίγουρα μεγαλύτερο, ὅταν ὁ γιός του βρισκόταν σὲ ξένη γῆ. Ἔτσι εἶναι συχνὰ οἱ γονεῖς· χαίρονται, ὅσο τὰ παιδιά τους εἶναι κοντά, καὶ πονοῦν, ἀγωνιοῦν γι’ αὐτά, ὅταν ἐκεῖνα τοὺς ἐγκαταλείπουν. Πικραίνονται, μὰ περιμένουν...

Δὲν τὸν μάλωσε, ποὺ ζήτησε τὴ μισὴ κληρονομιά· δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀνοίξῃ τὰ φτερά του καὶ νὰ πετάξῃ· γνώριζε καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα τὸν παρορμητισμὸ καὶ ἴσως τὴν ἐπιπολαιότητα τοῦ γιοῦ του παιδιόθεν καὶ πιθανῶς νὰ ὑποψιαζόταν τὸν οἰκονομικό του καὶ κοινωνικὸ κατήφορο, ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φύγῃ, κι ἂς καταλάβαινε ὅτι ὅλα τὰ χρήματα ποὺ ἔδινε στὸν γιό του ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἦταν χαμένα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν περίμενε στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ· κι ὅταν τὸν εἶδε, ἔτρεξε νὰ τὸν καταφιλήσῃ. Δὲν ὑπολόγισε οὔτε τὰ παλιά, οὔτε τὰ καινούρια ἔξοδα. Ἦταν ὁ ἕνας γιός του, πολύτιμη περιουσία του ποὺ χάθηκε καὶ ξανακερδίθηκε.
Περιουσία τοῦ Θεοῦ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου. Καὶ αὐτὴν τὴν περιουσία ἔρχεται ὁ διάβολος νὰ κλέψῃ καὶ νὰ ἀτιμάσῃ. Περιουσία ἀνεκτίμητη, μὲ τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ, γιατὶ εἶναι αἰώνια καὶ ποτὲ δὲν χάνει τὴν ἀξία της, ἀκόμη κι ἂν βρεθῇ ἀνάμεσα σὲ ἀκαθαρσίες. Αὐτὴν τὴν περιουσία τὴν πανάκριβη ὁ Θεὸς τὴν ἀντάλλαξε μὲ τὸν μονάκριβο θησαυρό Του, τὸν Συνάναρχο καὶ μονογενῆ Υἳό Του, ἔτσι ὥστε νὰ τὴν ἀποθησαυρίσῃ στὰ μέχρι τότε ἄδεια ταμεῖα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας προσκαλεῖ σὲ πανηγύρι τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς. Παραθέτει πλούσιο τραπέζι μὲ ὀρχήστρα καὶ χορό. Τέτοιο πανηγύρι γίνεται καὶ στὸν οὐρανό, ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς ἐπιστρέφῃ στὸν Θεό Πατέρα. Καὶ τὰ πανάκριβα ῥοῦχα, τὸ πολύτιμο δαχτυλίδι, τὰ καινούρια ὑποδήματα, ἔρχονται νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ἡ πατρικὴ ἀγάπη εἶναι συνεχὴς καὶ ἀληθινή, ὅπως τέτοια εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνας παράγοντας ποὺ καθορίζει, ἂν αὐτὴ ἡ ἀγάπη θὰ μείνῃ ἀνεκμετάλλευτη ἢ ἂν θὰ ἀξιοποιηθῇ πρὸς ὄφελος τοῦ ἀγαπημένου· κι αὐτὸς ὁ παράγοντας εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀπόφαση. Ναί! ἔμπρακτη ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψουμε μὲ μετάνοια πρὸς τὸν Θεὸ χρειαζόμαστε, ἀδελφοί μου, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴν τὴν ἀγάπη· ἔμπρακτη ἀπόφαση ποὺ ξεκινᾶ, μόλις ἔλθῃ ὁ ἄσωτος ἑαυτός μας «εἰς ἑαυτόν» μέσα στὴ λάσπη τῶν χοίρων παθῶν καὶ τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἡδονῆς, καὶ φτάνει ἕως τὸν μόσχο τὸν σιτευτό.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ νοσταλγοῦμε τὸν παράδεισο· ἡ ζωή μας, ἡ σωτηρία μας, χρειάζεται κίνηση, ὤθηση, ἀνακατεύθυνση. Ὁ ἄσωτος νοσταλγοῦσε τὴν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ἀλλὰ ὅσο ἔβοσκε χοίρους, ἡ νοσταλγία δὲν τὸν χόρταζε. Βουτῆξτε, ἀδελφοί μου, τὸ παξιμάδι τῆς νοσταλγίας τοῦ παραδείσου στὸ λασπωμένο τσάϊ τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ δῆτε ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ στὸ στόμα θὰ εἶναι ἡ ἀπαίσια γεύση τῆς λάσπης. Ὅσο μένουμε στὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν μᾶς καθαρίζει ἡ λαχτάρα τοῦ παραδείσου. Θέλει ἕνα ἀποφασιστικὸ «κλίκ», ἕνα γενναῖο δευτερόλεπτο, μιὰ μεγαλειώδη στιγμὴ τοῦ χρόνου, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ καλὴ ἀρχή. Ἀπὸ‘κεῖ καὶ πέρα τὸ τέρμα εἶναι κοντά. Ὁ Θεὸς συντέμνει τὴν διαδρομή, ἁπλώνει τὰ χέρια Του, τρέχει καὶ ἀγκαλιάζει τὰ χαμένα παιδιά Του.
Ὁ ἄσωτος μᾶλλον δὲν ἤξερε καλὰ τὸν πατέρα του· δὲν περίμενε ὅτι θὰ τὸν δεχόταν ὡς υἱό, οὔτε ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ τὸν δεχόταν ὡς μίσθιο, ὡς ἔμμισθο ἐργάτη, γιατὶ δὲν εἶπε: «ὁ πατέρας μου σίγουρα θὰ μὲ δεχθῇ ὡς ἕνα τῶν μισθίων του», ἀλλὰ «θὰ τοῦ ζητήσῳ νὰ μὲ κάνῃ ἔμμισθο ἐργάτη του». Ἴσως νὰ εἶχε κατὰ νοῦ νὰ ἐπιστρέψῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἔμμισθη ἐργασία ὅσα εἶχε πρὶν ἀπαιτήσῃ, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν εἶναι βέβαια ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο θέλει νὰ γυρίσῃ σπίτι· εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἡ προσωπικὴ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης, τὸ θλιβερὸ γεγονὸς ὅτι «λιμῷ ἀπόλλυται». Οἱ χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουμε καλὰ τὸν Θεό. Ἔχουμε ἐπιφυλάξεις καὶ ἐνδοιασμοὺς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, νομίζουμε πώς, ἂν ἐπιστρέψουμε κοντά Του, θὰ μᾶς ἐπιπλήξῃ, θὰ μᾶς ζητήσῃ νὰ δουλέψουμε ὡς ἐργάτες Του, θὰ ἀπαιτήσῃ νὰ πληρώσουμε στὸ ἀκέραιο τὰ χρέη μας. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ζητᾶ τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα καὶ μόνο νὰ βρεθοῦμε κοντά Του, ὄχι γιὰ δικό Του ὄφελος, ὡς ἐκτὸς πάσης ἀνάγκης, ἀλλὰ γιὰ ὄφελος δικό μας.
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἂς ἀφήσουμε τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων ἡδονῶν, τῶν χειρόνων παθῶν, κι ἂς λάβουμε τὴν ἔμπρακτη ἀπόφαση, τὴν ἀπόφαση γιὰ ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἐπιστροφή μας πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς συγχωρεῖ, μᾶς ξαναδέχεται ὡς υἱούς Του.

Κυριακή του Ασώτου. Το μαύρο πουλί.

Κυριακή τοῦ Ἀσώτου. Τὸ μαῦρο πουλί. (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
(Λουκ. ιε΄ 11-32)
Τὸ μαῦρο πουλί.
«Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν
οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».
(σελ.224-228)

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Μόνον ὁ Κύριος, ὁ θεῖος καὶ ἀνυπέρβλητος διδάσκαλος, ἠμποροῦσεν ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ ζωγραφίσῃ μὲ τὸσον χτυπητὰ χρώματα, μὲ τέτοιες δραματικὲς φράσεις, μὲ τόσην ἀριστουργηματικὴν ἀληθινὰ πλοκὴν τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ νεωτέρου παιδιοῦ τῆς συγκλονιστικῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου.
Καθὼς ἠκούσαμεν σήμερα τὸ Ἱ. Εὑαγγέλιον, ἐνόμιζες, ὅτι ἐζωντάνευαν ἐμπρός σου τὰ πρόσωπα, ὅτι ἦταν ἕτοιμα νὰ σοῦ ὁμιλήσουν. Ὁ δυστυχὴς ἄσωτος!.....
Ἀκουμπισμένος στὸ φτωχικό του ραβδί, στὴ σκιὰ κάποιου δένδρου, μέσα στὴν παγερή του μόνωσι, βλέπει τὴ σημερινὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς του. Θλιμμένος, πονεμένος νοσταλγὸς ρίχνει τὴν καυτερή του τὴ ματιὰ στὰ περασμένα.... Τότε ἦταν ἀληθινὸς πρίγκηψ, ἐλεύθερος, χρυσοκέντητος, χορτᾶτος, ἀξιοπρεπὴς κύριος μέσα σὲ ὁλόκληρη στριὰ προθύμων ὑπερητῶν.
Τώρα ὅμως!..... Ἀλλοίμονον! Χοιροβοσκός, ἔρημος, κουρελιασμένος, πεινασμένος μέσα σὲ μιὰ ἀγέλη λασπωμένων καὶ βρωμερῶν χοίρων.

«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν»...

Ἔτσι χαρακτηρίζει ὁ Κύριος τὴν ἀλλαγή του. Τ ώ ρ α ὁ ἄνθρωπος συνῆλθε. Μέχρι σήμερα ἦταν σὲ κατάστασι παραφροσύνης, σὲ πυρετὸ καὶ πνευματικὸ παραλήρημα. Τώρα βλέπει τὴν πραγματικότητα. Τώρα καταλαβαίνει, ὅτι εἶναι ἕνα διαμάντι πεταμένο, χωμένο στὴ λάσπη. Καὶ ξυπνάει. Καὶ συνέρχεται. Βέβαια μετὰ τὴν συμφοράν. Μετὰ τὸ ἐγκληματικὸ σκόρπισμα τῶν ἀγαθῶν.
Διότι πράγματι ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεόν, εἶναι ἕνα τρομερὸ σκόρπισμα:

1.Ὑ λ ι κ ῶ ν ἀ γ α θ ῶ ν.

Κοίταξε τὸν ἄσωτον. Ἔχει χρήματα πολλά. Εἶναι ἡ πατρικὴ περιουσία, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὴ διαθέσῃ ὅπως θέλει. Καὶ ἀρχίζει τὸ «ξεφάντωμα». Διασκεδάσεις· σπατάλες· δῶρα σὲ γνωστούς· ταξίδια πολυδάπανα· σκόρπισαμ ἀφειδώλευτο χρημάτων.... «Ζῶν ἀσώτως! Μέσα στὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, πόσα ὄργια δὲν κρύπτονται, πόσα πάθη καὶ λάθη, πόσοι βόθροι ἀνθόσπαρτοι, πόσαι χυδαιότητα, ποία πτῶσις ψυχῆς! Ἀλλὰ ἡ ζωὴ ἀπαιτεῖ χρήματα. Καὶ ὁ ἄσωτος δίδει χωρὶς δυσκολίαν. Ἕως ὅτου μίαν ἡμέραν.... τελειώνουν. Καταλαμβάνεται τότε ἀπὸ ἀγωνίαν καὶ φρίκην· Ἀλλ' εἶναι πλέον, ἀργά, πολὺ ἀργά!
Το ἴδιον ὅμως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀσώτους. Πόσαι περουσίαι δὲν ἐσπαταλήσθησαν ἀπὸ ἄσωτα παιδιὰ πλουσίων γονέων! Πόσαι κληρονομίαι δὲν ἐξηνεμίσθησαν σὲ διάστημα ἐλάχιστον! Πόσα παιδιὰ μεγάλων οἰκογενειῶν, μὲ ὄνομα, μὲ ἱστορίαν, δὲν κατέληξαν πάμπτωχοι, θλιβερὰ ἀπομεινάρια μιᾶς παλαιᾶς ζωῆς λαμπρότητος καὶ μεγαλείου!.... Ἔτσι γίνεται, ἀγαπητέ μου, πάντα. Ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ρουφήχτρα ἀνικανοποίητη. Καταπίνει τοὺς κόπους ἐτῶν καὶ τὰς αἱματηρὰς προσπαθείας τιμίων γονέων, ὅταν τὰ παιδιὰ των πιασθοῦν στὸ ἀπαίασιο δίχτυ της.
Καί ὅμως, τὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μὲ τὰ χρήματα αὐτά! Πόσες πληγὲς νὰ κλείσουν! Πόσα δάκρυα νὰ στεγνώσουν. Πόσες χαρὲς νὰ δημιουργήσουν. Πόσα δράματα νὰ προλάβουν.... Πόσα...!

2. Σ κ ό ρ π ι σ μ α π ν ε υ μ α τ ι κ ω ν ἀ γ α θ ῶ ν.

Ἀλλ' ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας σκορπάει καὶ ἄλλα σοβαρώτερα ἀγαθὰ καὶ κεφάλαια.

α) Τὴν ἀτομικὴν ἀξιοπρέπειαν.

Μιὰ ματιὰ πάλις εἰς τὸν «ἄσωτο». Ἀπὸ πρίγκηψ, χοιροβοσκός. Ἀπὂ τὸ παλάτι, στὴ βοσκή. Πῶς κατήντησε! Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς συγχρόνους ἀσώτους. Πόσοι νέοι δὲν κατερράκωσαν τὸ κῦρος των ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἁμαρτωλῆς των ζωῆς; Πόσοι δὲν ἔγιναν πλαστογράφοι, κλέπται, καταχρασταί, διὰ νὰ ἡμποροῦν νὰ χαρτοπαίξουν, νὰ διασκεδάζουν εἰς πολυτελῆ κέντρα, νὰ ξοδεύουν χάριν ἐπιδείξεως; Πόσοι δὲν ἐκλείσθησαν εἰς φυλακὰς, πόσοι δὲν ἔγιναν ἐρείπια κοινωνικά, ὅλοι αὐτοὶ θύματα τῆς ἀσώτου ζωῆς;

β) Τὴν οἰκογενειακὴν τιμήν.

Οἰκουγένειαι ἔπειτα μὲ ὑπόληψιν κοινωνικὴν, μὲ «φίρμες», μὲ ὑψηλὲς γνωριμίες, ἐβυθίσθησαν εἰς τὸ πένθος καὶ τὸ ὄνειδος, διότι τὰ παιδιὰ των, ἀγόρια ἤ κοπέλλες, ἐπῆραν τὸν κατήφορον καὶ ἐσπίλωσαν τὴν τιμὴν τῆς οἰκογενείας καὶ ἐκόλλησαν στὸ σπίτι τῶν μελανὴ κηλῖδα, ποὺ δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.... Καὶ κοκκινίζει ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ ἐντροπὴν διὰ τὴν ζωὴν τοῦ «ἐξειλιγμένου» νέου τῆς οἰκογενείας ἤ τῆς «ὑπερμοντέρνας» νέας, ποὺ θεώρησαν ἀφόρτηον σκλαβιὰν τὴν ἠθικὴν τοῦ Εὐγγελίου καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς χριστιανικῆς ζῶης.

γ) Τὰ διανοητικὰ χαρίσματα.

Πόσοι νέοι μὲ ἱκανόητητες σοβαρές, μὲ ταλέντα θαυμάσια, μὲ δυνατότητες ἐξελίξεως ἐξαίρετες δὲν ἐχάθησαν ἐξ αἰτίας τῆς ἁματωλῆς των ζωῆς; Μέσα εἰς τὸ στριβίλισμα τῆς ἀνηθικότητος, ποῦ νὰ βροῦν τὴν δύναμιν καὶ τὸν καιρὸν νὰ μελετήσουν, νὰ καλλιεργήσουν τὰ προσόντα των, νὰ ἀνεβοῦν ὑψηλότερα; Ἐχάθησαν χιλιάδες νέων μέχρι σήμερα μέσα εἰς τὰ βρωμόνερεα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐμαράθηκαν ἀπὸ ἔλλειψι πνευματικῆς δροσιᾶς μπουμπούκια, ποὺ μποροῦσαν νὰ γίνουν τριαντάφυλλα.
Καὶ περίμεναν οἱ δυστυχεῖς γονεῖς νὰ ἰδοῦν τὰ παιδιὰ των εὐτυχισμένα, γιὰ νὰ χαροῦν κι' αὐτοὶ στὰ γηρατειά των, ἀφοῦ σ' ὅλην τὴν ζωὴ των ἐπόνεσαν καὶ ἔκλαψαν γι' αὐτὰ τὰ παιδιά.... Οἱ δυστυχεῖς γονεῖς! Τί τραγικὴ διάψευσις ἐλπίδων! ....

δ) Τὰ ψυχικὰ προτερήματα.

Μὲ τέτοιες συνθῆκες πῶς κατόπιν νὰ μὴ γίνῃ τὸ σκόρπισμα τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν; Νέοι καὶ νέαι, ποὺ παρουσίαζαν ψυχικὲς ἀρετὲς καὶ ἔδιδαν διὰ τὸ μέλλον χρυσὲς ἐλπίδες ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισαν τὸ κατρακύλισμα, σιγανὸ στὴν ἀρχή, γοργότερα ἀργότερα, παρουσίασαν διαστροφήν.
Ἐχάθησαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα ψυχκά των σκιρτήματα. Ἐπονηρεύθηκαν. Ἔφυγεν ἡ ἀθῳότης τῶν ματιῶν των. Ἐσκλαβώθηκαν πλέον στὸ κακό. Κουρέλια καὶ αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας, φτερὰ στὸν ἄνεμο, τρέχουν πίσω ἀπὸ κάθε ψεύτικη χαρά, γιὰ νὰ γεμίσουν τῆς ψυχῆς των τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀποσμέτρητο κενό. Νυχτωμένοι στρατοκόποι, τριγυρνᾶνε στὰ «σοκάκια» ἀχόρταγοι, ἀνικανοποίητοι, μὲ τὴν πικρία στὴν ψυχή, μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀπελπισίας στὴν καρδιά των.
Κι' ἔτσι ἀνίκανοι πιὰ νὰ ἰδοῦν τὴ ζωὴ μὲ καθαρὸ μάτι, τίς πιὸ πολλὲς φορὲς τερματίζουν βίαια τὴ ζωή τους καὶ χάνονται γιὰ πάντα, ἐνῷ θὰ μποροῦσαν νὰ κερδίσουν τὰ πάντα. Κατὰ μίαν στατιστικὴν 1200 κοπέλλες αὐτοκτονοῦν τὸν χρόνο, μόνον στὴν Ἀθήνα!
Πόσα ἔπειτα ἀγόρια... Πόσοι καὶ πόσες σ' ὅλη τὴν Ἑλλάδα!
Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι θύματα τῆς ζωῆς χωρὶς Θεόν.... Τοὺς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ γίνονται σκουλήκια, ποὺ σέρνονται καὶ γλύφουν τὸ βοῦρκο, τὴ σαπίλα.... Κρῖμα!

3. Φ ύ λ α κ ε ς, γ ρ η γ ο ρ ε ι τ ε!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὕπουλη, προκλητική, ἀπατηλή, προδοτική. Ἁπλώνει τὰ δίχτυα της μὲ μαεστρίαν. Σ' ὅλους, ἰδίως εἰς τοὺς νέους, ποὺ ἔχουν πολλὴν ὁρμήν, ἀλλὰ ὁλίγην πεῖραν.
Καὶ οἱ ταλαίπωροι παρασύρονται ἀπὸ τὴν λάμψιν της.
Θὰ ἤθελε σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας νὰ πῇ κάτι στοὺς νέους, ἀμφοτέρων τῶν φίλων.
Νέοι! Μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, ἀπὸ τὰ φανταχτερὰ θέλγητρα τῆς ἁμαρτίας. Πίσω ἀπὸ τὰ φῶτα τὰ πολλὰ, τὰ βαρύτιμα παραπετάσματα, τὶς μουσικὲς καὶ τὶς κοσμικὲς ἐμφανίσεις, κρύβονται πολλάκις δράματα μυστικὰ καὶ ἀφανέρωτα. Μὴ γοητεύεσθε σὰν τὴ φτωχὴ πεταλούδα, ποὺ τριγυρνάει διαρκῶς γύρω ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς λαμπάδας, καὶ, στὸ τέλος, βρίσκει τὸν θάνατο. Ἡ ζωὴ εἶναι ἀγών. Μιὰ φορὰ ὁ καθένας μας τὸν κάνει.
Ἤ τὸν χάνομεν ἤ τὸν κερδίζομεν. Καὶ τότε χάνομε ἤ κερδίζομεν τὸ πᾶν.... Ἀλήθεια, τὸ πᾶν!

Ἀγαπητοί,
Εἶναι σὲ κάποια χώρα ἕνα μαῦρο πουλί, ποὺ τρώγει μόνον στρείδια. Ψάχνει καὶ τὰ βρίσκει. Πῶς ὅμως νὰ τ' ἀνοίξῃ; Ἄκουσε τί κάνει. Τὰ παίρνει στὰ νύχια του. Ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ κοιτάζει ποῦ ὑπάρχουν βράχοι. Ἀφήνει τότε τὰ στρεῖδια καὶ πέφτουν. Χτυποῦν στὰ βράχια. Καὶ σπάζουν. Καὶ ἀνοίγουν. Καὶ τὸ πουλὶ ἤσυχο τρώγει τὸ περιεχόμενο. Καταλαβαίνεις τό νόημα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ πουλί αὐτό. Μᾶς παίρνει στὰ φτερὰ της καὶ πετᾶμε σὲ κόσμους ἀπατηλῆς εὐτυχίας. Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ μᾶς ρίχνει ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν φανταστικῶν κόσμων στὶς βραχώδεις ἐκτάσεις τῆς καταστροφῆς.... Καὶ γινόμεθα τότε τραγικὰ συντρίμμια.
Ἀδελφέ μου! Ἀκούω τὸ φρικιαστικὸ πλατάγισμα τοῦ μαύρου αὐτοῦ πουλιοῦ. Πετάει γύρω μας. Πρόσεξε τί παραγγέλλει ὁ Θεός·
-Παιδί μου φυλάξου, πολύ, ἀπὸ τὸ μαῦρο πουλί.

Ὁ Ἄσωτος υἱός καί ὁ εὐσπλαχνικός Πατέρας

1. Στὴ χώρα τῆς στέρησης

Δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου· ἡ Ἐκκλησία μᾶς παραθέτει πλούσια πνευματικὴ τράπεζα: τὴν περίφημη Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀπὸ τὸ 15ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου, τὸ κεφάλαιο τῆς Χάριτος καὶ τοῦ θείου ἐλέους.

Ἕνας ἄνθρωπος, λέει ὁ Κύριος στὴν Παραβολή, εἶχε δύο γιούς. Κάποτε ὁ νεότερος εἶπε στὸν Πατέρα: «Πατέρα, δῶσ᾿ μου τὸ μέρος τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει». Πράγματι, ὁ πατέρας διένειμε τὴν περιουσία στοὺς γιούς του. Κι ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεότερος τὰ μάζεψε ὅλα καὶ ἔφυγε σὲ μακρινὴ χώρα.

Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ ἄσωτη ζωὴ καὶ ξόδεψε τὰ πάντα. Ἐπιπλέον «ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός», ἔπεσε μεγάλη πείνα σ᾿ ἐκείνη τὴ χώρα, «καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι»· ἄρχισε νὰ στερεῖται. Ζήτησε δουλειὰ τὸ πρώην ἀρχοντόπουλο, καὶ βρῆκε τὴ χειρότερη καὶ πιὸ περιφρονημένη: τὸν ἔστειλαν νὰ βόσκει χοίρους. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ δὲν χόρταινε· ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔριχναν στοὺς χοίρους, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε.

Ἴσως σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ νέος αὐτὸς ὑπῆρξε ἄτυχος. Θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πέσει πείνα σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ τέλος πάντων νὰ ἔβρισκε τὰ μέσα πρὸς τὸ ζῆν. Σὲ ὁποιαδήποτε χώρα τῆς γῆς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό, στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας ὅμως ὄχι. Στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀπόλαυση ἔρχεται πάντοτε, μὰ πάντοτε, μεγάλη πείνα, στέρηση, ἐξαθλίωση. Καὶ τὸ κατάντημα τοῦ ἄσωτου υἱοῦ εἶναι τὸ κατάν­τημα ὄχι μόνο ἐκείνου ποὺ κάνει ἀσωτίες ἀλλὰ τοῦ κάθε βαριὰ ἁμαρτωλοῦ ποὺ μένει ἀμετανόητος – τὸ ὁποῖο βέβαια σὲ κάποιο βάθμο ὅλοι γευόμαστε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἁμαρτωλότητός μας.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐξυμνεῖ καὶ τραγουδάει ὁ κόσμος: λίγη ἡδονὴ στὴν ἀρχή, καὶ κατόπιν ἀπέραντη στέρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς ἁμαρτίας: ἡ στέρηση κάθε ἀγαθοῦ, τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τῆς ζωῆς. Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ· καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό.

2. Ἡ σωτήρια μετάνοια

Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦλθε κάποτε «εἰς ἑαυτόν»· ἦλθε στὰ σύγκαλά του, ἦλθε σὲ ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, καὶ εἶπε: «Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονη τροφή, ἐνῶ ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας!». Ἀναγνώρισε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἐπιλογή του ἦταν λανθασμένη, καὶ θέλησε νὰ ἐπανορθώσει. Ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ ὁμολογήσει τὸ λάθος του μπροστὰ στὸν Πατέρα ποὺ τόσο εἶχε πικράνει, καὶ νὰ ἐκφράσει τὴ σταθερὴ πλέον ἐπιθυμία του νὰ εἶναι μαζί Του ὡς ὁ τελευταῖος, νὰ γίνει μισθωτός – μόνο νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα. Τὸ ἀποφάσισε καὶ τὸ ἔπραξε, τὸ τόλμησε. Πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Ἡ μετάνοια λοιπὸν δὲν εἶναι τὸ συν­αίσθημα τῶν ἀποτυχημένων, δὲν εἶναι ἀπόγνωση, οὔτε κατάθλιψη ἢ ἄρνηση τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀν­τίθετο: νηφάλια ἀξιολόγηση τῆς ἁμαρ­­τίας, ταπεινὴ παραδοχὴ τῆς ἐνοχῆς μας, ἐπιμονὴ στὴν ἐλπίδα, ἐπιστροφὴ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ μεγάλο «ναὶ» στὴ θεία ἀγάπη.

3. Ὁ πιὸ στοργικὸς Πατέρας τοῦ κόσμου

Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Ἄσωτος, ὁ Πατέρας τὸν εἶδε, τὸν ἀ­ναγνώρισε καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Πῶς τὸν εἶδε; Ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε φύγει ὁ γιός του, κάθε μέρα παρατηροῦσε μὲ πόνο τὸν δρόμο μήπως ἐπιστρέψει. Τὸν εἶδε καὶ δὲν ἀγανάκτησε, ἀλλὰ σκίρ­τησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ παιδί του· «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔτρεξε, ἔπεσε πάνω στὸ ἄθλιο, κουρελιασμένο, βρώμικο παιδί Του ποὺ Τοῦ εἶχε δείξει τέτοια συμπεριφορά, καὶ τὸν φίλησε μὲ πολλὴ στοργή.

Ὁ γιὸς ὁμολόγησε τὴν ἐνοχή του, ἀλλὰ ὁ Πατέρας τὸν διέκοψε: «Φέρτε τὴν πρώτη στολή…». Ὄχι μισθωτός, ἀλλὰ ξανὰ γιός μου μὲ ὅλα τὰ δικαιώματα. Πλήρης ἀποκατάσταση! «Καὶ στρῶστε τραπέζι γιὰ νὰ γιορτάσουμε, διότι ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἐπανῆλθε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε».

Ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς φέρεται μὲ ἀκατανόητη στοργὴ στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ποὺ τώρα ἐπιστρέφει σ᾿ Αὐ­τὸν μετανοημένος!… Ποιὸς μπορεῖ νὰ μετρήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ χωρέσει στὴ διάνοιά του μιὰ τόσο μεγάλη ἀγάπη;

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἡ ἔσχατη κατά­πτωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἄπειρη ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ μετάνοια: ἡ ἀνεκ­τίμητη δυνατότητα ποὺ ὁ οἰκτίρμων Θεὸς ἔχει δώσει στὸν ἁμαρτωλό, νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ ἐγερθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση του, νὰ ξαναζήσει, νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. Ὁ πανάγαθος Πατέρας ὄρθιος στὸ κατώφλι τῆς πατρικῆς οἰκίας περιμένει τὸν καθένα μας νὰ ἐνεργοποιήσει αὐτὴ τὴ δυνατότητα, νὰ ἐπιστρέψει στὴν πιὸ στοργικὴ ἀγκαλιὰ τοῦ κόσμου.

Θάνατος καί Ἀνάσταση

1. ΚΛΙΜΑΚΑ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς περιγράφει μέσα σὲ λίγες γραμμὲς τὶς δοκιμασίες καὶ θλίψεις ποὺ ἀντιμετώπιζαν τότε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι, λέγει, ἀντιμετωπίζουμε καθημερινὰ θλίψεις καὶ πειρασμοὺς σὲ κάθε τόπο καὶ περίστασι, ὅμως αὐτὲς δὲν δημιουργοῦν μέσα μας ἀγωνιώδεις στενοχώριες. Φθάνουμε κάποτε σὲ ἀπορία, ὅμως δὲν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός. Μᾶς καταβάλλουν οἱ πειρασμοί, ἀλλὰ δὲν χανόμαστε.

Στὴν παρουσίασι αὐτὴ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν κινδύνων ποὺ περιγράφει ὁ θεῖος Παῦλος μπορεῖ νὰ δῆ ὁ καθένας μας ἕνα κλιμακωτὸ σχῆμα δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων ποὺ κάθε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσῃ στὴ ζωή του. Ἕνα σχῆμα σὲ τέσσερα ἐπίπεδα, τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν οἱ λέξεις: «θλιβόμενοι», «ἀπορούμενοι», «διωκόμενοι», «καταβαλλόμενοι».

Βέβαια οἱ περισσότεροι πιστοὶ συνήθως βρισκόμαστε στὸ πρῶτο ἐπίπεδο τῶν θλίψεων ἢ ἀκόμη καὶ στὸ δεύτερο τῆς ἀπορίας. Στὸ τρίτο καὶ τέταρτο ἐπίπεδο τῶν διωγμῶν καὶ τῆς ἐξουθενώσεως μόνον οἱ προωδευμένοι πνευματικῶς πιστοί, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ μάρτυρες ἀξιώνονται νὰ βρεθοῦν.

2. ΘΛΙΨΕΙΣ

Ὅλοι λοιπὸν οἱ Χριστιανοὶ στὴν πνευματική μας πορεία ὁπωσδήποτε θὰ διέλθουμε τὸ πρῶτο στάδιο τῶν θλίψεων, ποὺ εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους μας. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὸν οὐρανό, τὸ βῆμα τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, ποὺ μᾶς καλλιεργεῖ καὶ μᾶς πλουτίζει μὲ τὴν χάρι τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς πίστεως. Βέβαια ἐμεῖς δὲν ἀντιμετωπίζουμε τὶς θλίψεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως. Ὅμως ὅλοι μας ὁμολογοῦμε ὅτι πίνουμε καθημερινὰ πολλὰ πικρὰ ποτήρια θλίψεων. Θλιβόμαστε ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ξένους καὶ συγγενεῖς, περιστάσεις καὶ προβλήματα στὸ σπίτι, στὴν ἐργασία, στοὺς δρόμους, παντοῦ.

Αὐτὸ ὅμως ποὺ τονίζει ἐδῶ ὁ θεῖος Παῦλος εἶναι ὅτι οἱ Χριστιανοὶ θλιβόμαστε μὲν ἀλλὰ δὲν στενοχωρούμαστε. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνῃ αὐτό;

Συμβαίνει διότι οἱ πιστοὶ ἀντιμετωπίζουμε τὶς θλίψεις μας μόνον ὡς ἐξωτερικὲς καταστάσεις καὶ συνθῆκες. Διότι ὅταν ζοῦμε μέσα στὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, οἱ θλίψεις τῆς ζωῆς μᾶς θλίβουν βέβαια ἐξωτερικά, μᾶς πιέζουν, μᾶς περισφίγγουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἀγγίξουν ἐσωτερικά, δὲν ἔχουν τὴν δύναμι νὰ εἰσχωρήσουν βαθιὰ στὴν ψυχή μας καὶ νὰ δημιουργήσουν μέσα στὴν καρδιά μας κατάστασι στενότητος, στενοχωρίας καὶ ἀσφυξίας. Μέσα στὴν καρδιά μας ζοῦμε τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.

3. ΑΠΟΡΙΕΣ

Κάποιοι ὅμως ἀπὸ ἐμᾶς ἀντιμετωπίζουμε τόσο πολλὲς καθημερινὲς καὶ ἀδιάπτωτες θλίψεις, ὥστε νὰ φθάνουμε σὲ ἕνα δεύτερο δυσκολώτερο ἐπίπεδο δοκιμασιῶν, στὴν κατάστασι τῆς ἀπορίας καὶ ἀμηχανίας. Ἀποροῦμε καὶ σαστίζουμε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀλλεπάλληλους πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τοὺς γύρω μας. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ἐνῶ μπορεῖ νὰ βγαίνη κάποτε μέσα ἀπὸ τὰ χείλη μας ἕνα «γιατί;», ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν φθάνουμε καὶ δὲν πρέπει νὰ φθάνουμε ποτὲ στὸν βαθμὸ νὰ ἀπελπιστοῦμε καὶ νὰ ἀπογοητευθοῦμε.

Γιατί;

Διότι μᾶς σκεπάζει ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρι του. Ὁποιεσδήποτε κι ἂν εἶναι οἱ δυσκολίες μας καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ διατρέχουμε, καὶ ὁσοδήποτε κι ἂν ἐνταθοῦν, πάντοτε ὑπάρχει ἡ θαυμαστὴ ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἐνισχύει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ποὺ αἰσθανόμαστε τὸ βάρος καὶ τὸ φορτίο τῶν δοκιμασιῶν μας νὰ γίνεται ἀνυπόφορο, παρεμβαίνει ὁ Θεὸς καὶ μᾶς προστατεύει. Αὐτὸς μᾶς στηρίζει, μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους μας. Μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ. Ὁ Θεὸς δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς πόνους μας, δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει στοὺς πειρασμούς μας. Δίπλα μας εἶναι καὶ σηκώνει ὁ Ἴδιος μαζί μας τὸ φορτίο μας, σκουπίζει τὰ δάκρυά μας, μᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγῶνα μας.

4. ΠΙΣΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙ

Ἔτσι ὅμως ὅλοι οἱ πιστοί, καθὼς βλέπουμε τὴν θαυμαστὴ ἐπέμβασι τοῦ Χριστοῦ στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας, βεβαιωνόμαστε στὴν πρᾶξι γιὰ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ, τὴν δύναμι τῆς ἀναστάσεώς του. Γι’ αὐτὸ γεμίζουμε μὲ πίστι κι ἐλπίδα καὶ δὲν ἀπογοητευόμαστε στὶς δοκιμασίες μας καὶ τοὺς ἀγῶνες μας.

Αὐτὴ ἡ πίστι καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἂς πλημμυρίζῃ τὶς ψυχές μας μὲ φῶς, χαρὰ καὶ ἐλπίδα. Διότι αὐτὴ ἡ πίστι εἶναι ἡ μόνη δύναμι ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς παρηγορῇ καὶ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνῃ κατὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες καὶ ὧρες τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ ὅλοι μας ἀσφαλῶς κάποτε θὰ ἀντιμετωπίσουμε. Καὶ θὰ δοξάζουμε τότε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας τὸ ὄνομα τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Όσιος Ιωάννης ο Θεριστής ο εν Καλαβρία

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε περί τις αρχές του 10ου αιώνος μ.Χ. στο Πάνορμο της Σικελίας. Η μητέρα του ήταν αιχμάλωτη Ορθόδοξη Χριστιανή στο παλάτι του τοπικού μουσουλμάνου άρχοντος, που την είχε ως σύζυγό του και ονομαζόταν Καλλίστη.

Ο Όσιος μεγάλωνε σύμφωνα με τα ήθη των Σαρακηνών. Μόνο η μητέρα του τού μιλούσε μυστικά από την παιδική του ηλικία για τον Χριστό. Όταν έφθασε σε ηλικία 14 ετών, του φανέρωσε την αληθινή του πατρίδα, την Καλαβρία και τον προέτρεψε να μεταβεί εκεί για να βαπτισθεί Ορθόδοξος. Στη συνέχεια η ευλαβής Καλλίστη ασπάσθηκε το παιδί της και του επέδωσε τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο φύλασσε κρυφά και ήταν η μόνη της παρηγοριά στις θλίψεις της ομηρίας. Ο Όσιος διέφυγε με θαυμαστό τρόπο την καταδίωξη των Αγαρηνών και αποβιβάσθηκε στην ακτή του Στύλου, όπου και βαπτίσθηκε υπό του Ορθοδόξου Επισκόπου Ιωάννου, ο οποίος του έδωσε το όνομά του. Στη συνέχεια ακολούθησε το μοναχικό βίο και έφθασε σε υψηλά μέτρα αρετής και αγιότητος.

Ο Ιωάννης πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία, προσκυνούσε τον Τίμιο Σταυρό και ζητούσε εξηγήσεις για τις άγιες εικόνες που έβλεπε. Βλέποντας δίπλα στον Χριστό τον Άγιο Προφήτη και Βαπτιστή Ιωάννη, ερώτησε: «Ποιος είναι αυτός ο Άγιος που είναι ντυμένος με δέρμα καμήλας;». Του απάντησαν: «Είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο προφήτης που έζησε στην έρημο και τρεφόταν με ακρίδες και άγριο μέλι. Είναι εκείνος που βάπτισε τον Χριστό μας στον ποταμό Ιορδάνη. Να τον μιμηθείς, γιατί έχεις το όνομά του». Ακούγοντας τον βίο του Τιμίου Προδρόμου, ο Ιωάννης γέμισε όλος από θείο πόθο και παρακάλεσε τον Επίσκοπο να του δείξει έναν ερημικό τόπο όπου θα μπορούσε να σώσει την ψυχή του. Εκείνος τότε του υπέδειξε ένα αρχαιότατο μοναστήρι σε μια δασώδη κοιλάδα, ανάμεσα στους ποταμούς Άσση και Στύλαρο. Αυτός πήγε εκεί και βρήκε δύο Αγίους μοναχούς, τον Αμβρόσιο και το Νικόλαο. Εκείνοι στην αρχή ήταν αρνητικοί και τον άφησαν έξω από την πόρτα του μοναστηριού, μέχρι που, θαυμάζοντας την σταθερότητά του και την επιμονή του, τον δέχθηκαν κοντά τους, για να αρχίσει την αγγελική ζωή και να φθάσει σε ύψη αγιότητος.

Κάποτε στο Ροβιάνο, από τη μεριά του Μοναστεράτσε, ήταν ένας ευεργέτης που κάθε χρόνο, μετά το θερισμό, έδινε λίγο στο μοναστήρι. Τον μήνα Ιούνιο ο Ιωάννης πήγε να τον βρει, παίρνοντας μαζί του κι ένα μικρό παγούρι κρασί. Καθώς διάβαινε ανάμεσα στα χωράφια, οι χωρικοί άρχισαν να τον περιπαίζουν, αλλά ο πράος Ιωάννης τους πλησίασε και έδωσε σε όλους να φάνε και να πιούνε. Όλοι έτρωγαν το ψωμί και έπιναν κρασί, αλλά το ψωμί δεν τελείωνε, ούτε άδειαζε το παγούρι. Μόλις το είδε αυτό ο Όσιος γονατιστός ευχαριστούσε τον Θεό όταν ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός, ενώ ήταν μεσημέρι και μια μπόρα έπεσε στον κάμπο. Οι θεριστές έτρεξαν να προστατευθούν. Μόνο ο Ιωάννης έμεινε εκεί προσευχόμενος. Μόλις κόπασε η βροχή, γύρισαν οι θεριστές για την δουλειά τους και βρήκαν θερισμένα όλα τα στάχυα, δεμένα στην σειρά δεμάτια και στεγνά. Γι' αυτό και ονομάσθηκε Θεριστής.

Ο Όσιος προείπε την κοίμησή του, το δε τίμιο λείψανο αυτού κατέστη πηγή θαυμάτων και ιάσεων παντοδαπών, ώστε και αυτοί οι Φράγκοι κατακτητές, ανήγειραν μετά του πιστού Ορθόδοξου λαού μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν του. Από τότε, όμως, άρχισε ο εκλατινισμός της περιοχής και έτσι οι τελευταίοι Λατίνοι μοναχοί εγκατέλειψαν τη μονή και μετέβησαν στον Στύλο φέρνοντας εκεί μαζί τους, όπου και σώζονται μέχρι σήμερα, τα τίμια λείψανα του Οσίου και των Αγίων Αμβροσίου και Νικολάου, των διδασκάλων αυτού.

Η ιστορία δεν διέσωσε την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη και αναπαύθηκε στους κόλπους του Αβραάμ. Η παράδοση θέλει την εορτή της μνήμης του Αγίου αυτή την ημέρα, μαζί με την εορτή της ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γιατί ο Όσιος Ιωάννης ήταν ένας πρόδρομος της σωτηρίας, ένας νέος πρόδρομος της βασιλείας των ουρανών.


Ἀπολυτίκιον
Τὴν λαμπράν κατέλειψας νῆσον Σικελῶν, ἐπαρχίαν ὄλβιον πατρός, καὶ ταῖς μητρὸς πιστῆς παραινέσεσι, τὴν Καλαβρίαν δὲ ἁγίαν κατέλαβες, Ἰωάννη Πάτερ ἡμῶν, διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον.

Κάθισμα
Ἐν σκηναῖς οὐρανίαις ἡ καθαρὰ καιὶ ἄμωμος, ψυχή σου χοροβατεῖ, σὺν Ἀγγέλοις Ὅσιε, καὶ σὺν πᾶσι Ἁγίοις, καὶ ἐπὶ γῆς καὶ πάντιμος, σορὸς τῶν λειψάνων σου, ἐκτελεῖ παράδοξα, τοῖς πίστει προστρέχουσι, δόξαν ἐκομίσω, παρὰ τοῦ στεφοδότου, ἀξίαν τῶν πόνων σου, εἰληφὼς τὴν ἀντάμειψιν, Ἰωάννη μακάριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν τὴν ἄφεσιν.