Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ)

 Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τύπος τῆς διαχρονικῆς Θείας Λειτουργίας ποὺ τελεῖται στὸν οὐράνιο κόσμο καὶ περιγράφεται μερικῶς στὸ ἱερὸ λειτουργικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου. Ὁ τύπος ποὺ τελεῖται σήμερα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία διὰ χειρῶν τῶν εἰδικῶν ἱερέων, ἐμπεριέχει πλῆθος ἀπὸ συμβολισμοὺς τοὺς ὁποίους ὀφείλει νὰ ξέρει ὁ πιστὸς ὥστε ὄχι ἁπλὰ νὰ παρακολουθεῖ ἀλλὰ νὰ μετέχει. Νὰ μυσταγωγεῖται μέσω αὐτῶν καὶ νὰ ὁδηγεῖται ὁ νοῦς του στὰ οὐράνια. Το θέμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς ἐν ἁγίω Πνεύματι λατρείας τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι τεράστιο. Ἐδῶ θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ ἐλάχιστους ἀπὸ αὐτούς, ὅπως τοὺς καταγράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.Δηλαδὴ τί συμβολίζει τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν ποὺ γίνεται μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τί ἡ εἴσοδος τῶν ἁγίων Μυστηρίων, τί ὁ θεῖος ἀσπασμός, τί τὸ θεῖο σύμβολο τῆς πίστεως, τί ἡ δοξολογία μὲ τὸν Τρισάγιο ὕμνο, καὶ τί ἡ Κυριακὴ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Τίνος σύμβολο εἶναι τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν.

Τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν κατηχουμένων, φανερώνει τὴν παροδικότητα τῶν ὑλικῶν καὶ τὴν εἴσοδο τῶν ἀξίων στὸ νοητὸ κόσμο, δηλαδὴ τὸ νυφικὸ θάλαμο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ γίνει ἔπειτα ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο χωρισμὸ καὶ τὴ φοβερότατη ἀπόφαση. Φανερώνει ἀκόμα τὴ ριζικὴ ἀπόρριψη τῆς ἀπάτης ποὺ προκαλοῦν οἱ αἰσθήσεις.

Τί σημαίνει ἡ εἴσοδος τῶν ἁγίων Μυστηρίων.

Ἡ εἴσοδος πάλι τῶν ἁγίων καὶ σεβαστῶν Μυστηρίων εἶναι ἡ ἀρχὴ κι ὁ πρόλογος, ὅπως ἔλεγε ὁ μεγάλος ἐκεῖνος γέροντας, τῆς καινούριας διδαχῆς,ποὺ θὰ γίνει στοὺς οὐρανούς, σχετικὰ μὲ τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας, ποὺ εἶναι κρυμμένο στὰ ἄδυτα τῆς θεϊκῆς μυστικότητας. «Οὐ γὰρ μὴ πίω», λέγει ὁ Θεὸς καὶ Λόγος στοὺς μαθητές Του,«ἀπ’ ἄρτι ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου, ἕως ἂν πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς Ἐμοῦ» (Ματθ. 26:29).

Τίνος σύμβολο εἶναι ὁ θεῖος ἀσπασμός.

Κι ὁ πνευματικὸς ἀσπασμός, ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ὅλους, εἶναι πρότυπο καὶ προδιαγραφήτης ὁμόνοιας, τῆς ὁμοφροσύνης ὅλων μεταξύ τους καὶ τῆς λογικῆς ταυτότητας, ποὺ θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸν καιρὸ τῆς ἀποκάλυψης τῶν μελλοντικῶν ἄρρητων ἀγαθῶν, ποὺ ἀποτελεῖ προσδοκία πίστης κι ἀγάπης. Χάρη στὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ οἰκειώνονται οἱ ἄξιοί το Λόγο καὶ Θεό. Γιατί τὸ στόμα εἶναι τοῦ λόγου σύμβολο καὶ γιὰ τοῦτο ἀκριβῶς ὅλοι ὅσοι ἔχουν κοινωνήσει τὸ λόγο, σὰν λογικοί, μετέχουν σ’ ὅλα καθὼς καὶ στὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ Λόγο τὸν αἴτιο κάθε λόγου.

Τί σημαίνει τὸ θεῖο σύμβολο τῆς πίστεως.

Ἡ ὁμολογία πάλι τοῦ θείου συμβόλου τῆς πίστεως, ποὺ γίνεται ἀπὸ ὅλους, προδηλώνει τὴ μυστικὴ εὐχαριστία, ποὺ θὰ κάνουμε στὸν μέλλοντα αἰώνα, γιὰ τοὺς θαυμαστοὺς λόγους καὶ τρόπους καὶ πάνσοφης Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Μὲ τὴν εὐχαριστία αὐτὴ οἱ ἄξιοι παρουσιάζουν τὸν ἑαυτό τους νὰ εὐγνωμονεῖ γιὰ τὴ θεία εὐεργεσία. Κι ἔξω ἀπὸ αὐτὴ δὲν ἔχουν τίποτα ἄλλο νὰ ἀντιπροσφέρουν γιὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θεία ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν δεχθεῖ.

Τί σημαίνει ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Τρισάγιο Ὕμνο.

Ἡ τριπλῆ ἀναφώνηση τοῦ «Ἅγιος», ποὺ περιέχει ἡ ἱερὴ ὁμολογία, ἀπὸ μέρους ὅλου του πιστοῦ λαοῦ, δείχνει τὴν ἕνωση καὶ τὴν ἰσοτιμία μὲ τὶς ἀσώματες καὶ νοερὲς δυνάμεις, ποὺ θὰ φανεῖ στὸ μέλλον. Μὲ αὐτήν σε συμφωνία μὲ τὶς ἄνω δυνάμεις ἐξ αἰτίας τῆς ταυτότητας τῆς σταθερῆς γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀεικινησίας, θὰ μάθει ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ ἁγιάζει μὲ τρεῖς ἁγιαστικὲς ἀναφωνήσεις τὴν τρισυπόστατη καὶ ὅμως μία θεότητα.

Τίνος σύμβολο εἶναι ἡ ἁγία προσευχὴ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Ἡ Παναγία καὶ σεβαστῆ ἐπίκληση τοῦ μεγάλου καὶ μακαρίου Θεοῦ καὶ Πατέρα ἀποτελεῖ σύμβολο τῆς ἐνυπόστατης καὶ ζωντανῆς υἱοθεσίας ποὺ θὰ μᾶς παραχωρηθεῖ κατὰ δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ θὰ ὑπερνικηθεῖ καὶ θὰ κρυφθεῖ κάθε ἀνθρώπινη ἰδιότητα μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς χάρης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι θὰ μεταβληθοῦν καὶ θὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ἀπὸ ἐδῶ κιόλας στόλισαν μὲ τὶς ἀρετὲς τὸν ἑαυτὸ τοὺς λαμπρὰ καὶ τιμημένα μὲ τὴ θεϊκὴ ὀμορφιὰ τῆς καλοσύνης.


(Ἔργα ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Τ. Φ 14, σέλ. 113- 123)

ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ...

 Να μη θυμώνετε. Να γλυκαίνετε με την ζάχαρη σας, δηλ. με τον καλόν σας λόγο τον άλλο.

Μη υποδεικνύεις, διότι, διδασκαλία δίχως θέλησιν του άλλου, έχθρα είναι και γίνεται αμαρτία και σε κείνον που ακούει και δεν κάνει και εσύ στεναχωρείσαι και ταράζεσαι.

Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αιτίες που θα σου φέρνουν δάκρυα.

Στον άλλο να λέγης τόσα, όσα νομίζεις ότι θα σηκώσει, όχι περισσότερα.

Όταν δίδης ελεημοσύνη, να μη εξετάζεις τι είναι το πρόσωπο που του δίδεις, αν είναι καλό ή κακό. Η ελεημοσύνη είναι σπουδαίο πράγμα, εξαλείφει πλήθος αμαρτιών.

Αποδειξις αγάπης προς τον Σωτήρα μας, είναι τα δάκρυα κατά την ώραν της προσευχής.

Εάν έχεις φόβο Κυρίου, έμαθες Θεολογίαν, Εάν δεν έχεις φόβον Κυρίου τέχνην έμαθες δια να ζήσης.

Το χτίσιμο με ξηρούς λίθους δεν είναι καλό. Χρειάζεται η λάσπη, χρειάζεται και ο ασβέστης. Έτσι και η προσευχή· χωρίς δάκρυα δεν είναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, αλλιώς ωφέλεια δεν μένει από την προσευχή.

Θα κάμης ό,τι ημπορείς διά τα παιδιά σου, διότι εις την αλλήν ζωήν ο Χριστός μας θα σου ζητήσει ή τα παιδιά σου σεσωσμένα ή τις πληγές στα γόνατά σου, από την πολλήν σου προσευχήν. Δεν γνωρίζουν δυστυχώς, οι γονείς την ευθύνην την οποίαν έχουν διά τα τέκνα των.

Κάθε άνθρωπος έχει κάποιο χάρισμα. Βρες το χάρισμά του και επαίνεσέ τον. Χρειάζεται και ο έπαινος (προς τόνωσιν) και η καλωσύνη και η αγάπη. Τότε ο άλλος και πολύ καλός να μη είναι, δια την τιμήν, τον έπαινον, την αγάπην που του εκδηλώνουν ελέγχεται και γίνεται καλύτερος.

Εις κληρικόν: Όσο μπορείς απέφευγε τα έξω. Κλείσου εις το δωμάτιόν σου. Σφίξε τον νου σου ν'ανοίξη να δης πνευματικόν φως. Να λέγης πότε να φθάσεις στο δωμάτιόν σου και να κλεισθής. Μελέτησε, προσευχήσου. Αν δεν είσαι ενισχυμένος πώς θα ενισχύσεις άλλους; Και ο κόσμος τρέχει, ζητά την δίψα της ψυχής να ικανοποιήσει από την Εκκλησίαν, από τα όργανά της, από το ράσον! Τι θα δώσεις αν δεν έχης και πώς θα έχεις αν δεν ζητήσης από τον Θεόν; Να κοπιάζης εις την προσευχήν και την μελέτην και θα ενισχύεσαι.

Ταπείνωσιν να έχεις. Όταν βρέχη το νερό δεν σταματά εις τις κορφές ή στα βουνά, αλλά κάτω εις την πεδιάδα. Οι ταπεινοί άνθρωποι έχουν χάριν, καρποφορίαν και ευλογίαν.

Είσαι ιερεύς; Να προσέχεις, δεν ανήκεις εις τον εαυτόν σου. Είσαι σαν μια βελόνα στα χέρια του Θεού. Να 'σαι καλός, να μη είσαι σα τη σκουριασμένη βελόνα που δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά της. Δια τον εαυτό σου δηλ. αδυναμίες, πάθη κλπ. να μην υπάρχης. Το ράσον, η συνθήκη σου είναι με τον Θεόν, να σε συγκλονίζει και να λες, τι θέλει τούτο; Τι μου λέγει τούτο; Ναι ν’αγαπώ τον Θεόν και να εργάζωμαι εις ό,τι με έταξε.

Να προσέχης. Ο διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται για να βλάψη τον κληρικόν, διότι από έναν μόνον άγιο κληρικόν, χιλιάδες ημπορούν να ωφεληθούν και να σωθούν, όπως και από έναν που δεν αγωνίζεται, χιλιάδες ημπορούν να αφανισθούν.

Ο κληρικός πρέπει σαν τα πολυόμματα να είναι, δηλ. παντού μάτια να έχη, να είναι ακέραιος, δυνατός εις τον νουν, σοφός, άγιος.

Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνον κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματά σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει η φωτιά, δηλ. ο πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα.

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

 Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.


Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.


Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.


Ὁ Οἶκος

Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.


Κάθισμα

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.


Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ Π.ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

 Για το μεγάλο θέμα της εξομολογήσεως στο οποίο αφιέρωσε πολλά χρόνια της ζωής του πολλά θα μπορούσαμε να πούμε. Ας αναφέρουμε τα κυριότερα.

Ήταν λοιπόν στην εξομολόγηση πολύ επιεικής χωρίς όμως και να παραβαίνει τους Κανόνες. Έλεγε: «Αν σε μία κοπέλα που έκανε, ας πούμε, έκτρωση και μόλις εξομολογηθεί την αμαρτία της εγώ ως πνευματικός της πω ότι είναι φόνισσα, ότι δολοφόνησε το παιδί της και ότι εφτά χρόνια δε θα κοινωνήσει και κατόπιν τη βγάλω από το εξομολογητήριο, τι συνέπειες θα έχουν όλα αυτά για την ψυχή της; Ενώ αν της μιλήσω με αγάπη και στοργή, λέγοντάς της «Παιδί μου, δεν είναι σωστό αυτό που έκανες, είναι αμαρτία» και δεν της βάλω αμέσως κανόνα, αλλά τη συμβουλέψω και την ξαναδώ σε δεκαπέντε ημέρες η ένα μήνα σιγά  σιγά θα τακτοποιηθεί η ψυχή της. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φεύγει από την Εκκλησία πληγωμένος αλλά θεραπευμένος. Εγώ, πάτερ μου, δε μισώ τον άνθρωπο αλλά την αμαρτία».


Ήταν επιεικής στους κανόνες που έβαζε. Το πόσο συνέπασχε με τους εξομολογούμενους αδελφούς φαίνεται από τους παρακάτω λόγους του.


«Εγώ, πάτερ μου, συμπάσχω με τον άνθρωπο που εξομολογείται. Πονάω μαζί του. Πονάω και κλαίω για τον εξομολογούμενο. Παρακάλεσα τον Άγιο Δαβίδ μετά την εξομολόγηση να ξεχνάω όσα δε χρειάζονται και να θυμάμαι αυτά που πρέπει για να προσεύχομαι. Γιατί κάνω προσευχή για τους εξομολογούμενους. Και ανησυχώ και τους περιμένω να ξανάρθουν».


Έλεγε ο Γέροντας: «Όταν εξομολογώ, πάτερ μου, τους Χριστιανούς και δε βλέπω μετάνοια σε ορισμένους από αυτούς δε διαβάζω συγχωρητική ευχή γιατί δεν έχω το δικαίωμα εφ' όσον λείπει η μετάνοια».


Ο Γέροντας, λοιπόν, ενδιαφερόταν για το «έσωθεν του ποτηριού». Όταν καμιά φορά χωρίς εσωτερική διάθεση υπακοής του λέγαμε ένα τυπικό «Νάναι ευλογημένο», έλεγε ο Γέροντας: «Πάτερ μου, θα κάνεις υπακοή η έτσι απλώς λες «νάναι ευλογημένο» χωρίς να το πιστεύεις;».


Για το θέμα της προσευχής όταν καμιά φορά του ζητούσαμε να μας μιλήσει για την «Ευχή» μας έλεγε: «Πάτερ μου, εγώ δεν ξέρω. Εγώ σαράντα χρόνια δεν έκανα ποτέ «Ευχή». Όμως εμείς πάντοτε και στο ναό και στο κελλί του και όπου τον βλέπαμε ακούγαμε την «Ευχή» αδιάλειπτη στο στόμα του. Καθαρή και κατανυκτική. «Κύριε, Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με». Δεν συμβούλευε με τα λόγια αλλά με την πράξη.


Όταν μπαίναμε στο κελλί του σχεδόν πάντα τον βλέπαμε με το πετραχήλι προσευχόμενο η με το κομποσχοίνι η κάνοντας Παράκληση. Μας απαντούσε σε ο,τι τον ρωτούσαμε με δυό λόγια και αν επιμέναμε να παραμένουμε στο κελλί του περισσότερο, έλεγε: «Να, κάθομαι, παιδί μου, εδώ και ξεκουράζομαι». Ποτέ δε μας έλεγε ότι προσεύχεται. Μόλις βγαίναμε συνέχιζε την προσευχή του. Όλα τα έκανε εν κρύπτω. Πάντα έλεγε: «τίποτα δεν κάνω».


Απόσπασμα από το βιβλίο: Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. ΙΑΚΩΒΟΣ

ΝΑ ΛΕΜΕ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΤΗΝ "ΕΥΧΗ".... ( ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ )

 Να προσέξουμε την "ευχή". Να λέμε όλο και περισσότερο την "ευχή", διότι όσο πλησιάζουν τα χρόνια προς το τέλος του κόσμου τόσο θα απομακρύνεται ο άνθρωπος από τον Θεό.


Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος έλεγε πως όσο πλησιάζουμε στα χρόνια του αντιχρίστου τόσο χειρότεροι θα γινόμαστε Μοναχοί και Κοσμικοί.


Σήμερα δεν υπάρχει οικογένεια που δεν έχει προβλήματα κυρίως από τα παιδιά της. Φοβερά προβλήματα. Φθάσαμε στην κατάσταση που ο ένας να μην θέλει να δει τον άλλον.


Ο διάβολος περιλαβαίνει και τα Μοναστήρια. Έχει μια ουρά, που είναι απεριόριστη και τυλίγεται στον καθέναν και του λέει:

«Μην κάνεις εκείνο, κάνε το άλλο, μην κάνεις προσευχή, μην κάνεις αυτό το κάνεις μεθαύριο, κοιμήσου» και φέρνει τη χαύνωση. 


Εμείς λοιπόν να κάνουμε υπακοή… Αν εμείς δεν κάνουμε υπακοή δεν θα μας σκεπάζει η Χάρις Του. Τίποτα δεν γίνεται έτσι. Και να προσεύχεται ένας άνθρωπος από το πρωί μέχρι το βράδυ για έναν άλλο άνθρωπο, αν δεν έχει εκείνος προαίρεση δεν τον βοηθάει η προσευχή.

Γι΄αυτό θέλει λοιπόν να έχουμε καλή προαίρεση, να θέλουμε τη σωτηρία μας και να θέλουμε να αγωνιστούμε.Αγώνας! Πώς είναι σε ένα γήπεδο σε ένα στάδιο που αγωνίζονται να κερδίσουν το κύπελλο, έτσι κι εμείς πρέπει να τρέχουμε να λέμε την ευχή συνέχεια. Είναι κόπος. Για να πουν οι Άγιοι Απόστολοι » Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» για να πει ο Χριστός: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» δεν το είπε τυχαία, ένας Θεός το είπε.

Γιατί το είπε; Για να αγωνιστούμε. Όταν έχει την προσευχή κανείς έχει ευκινησία στη δουλειά του, έχει χάρη και ζητά να εργαστεί τον Θεόν και δεν υπολογίζει τον εαυτό του καθόλου. Δεν υπολογίζει κόπο, θέλει τον Θεό να ευχαριστήσει. ‘Ετσι δείχνει την αγάπη του στον Θεό. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε. Τον λόγο αυτό να τον έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάνοιά μας, να μη μας φεύγει.

Οι μέρες είναι λίγες, οι ώρες είναι λίγες και πρέπει αυτά τα πράγματα να τα εμεταλλευόμαστε και να μη γυρίζουμε από το άλλο πλευρό. ‘Οταν ο διάβολος μας λέει ότι δεν μπορείς να του λέμε:''Όχι μπορώ, θα σηκωθώ''. 


Σήκω σήκω γιατί ήρθε η Δευτέρα Παρουσία. Όταν έχουμε αυτόν τον λογισμό, ότι ήρθε η Δευτέρα Παρουσία θα πεταγόμαστε μέχρι εκεί πάνω στο ντιβάνι….». 


Από το βιβλίο: Λόγια καρδιάς, Γερόντισσα Μακρίνα, 1921-1995.

Μετακομιδή του Ιερού λειψάνου του Αγίου Δονάτου Επισκόπου Ευροίας Ηπείρου

 Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την μετακομιδή του Ιερού του λειψάνου από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.


Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος από την Γάζα

 Ο Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος καταγόταν από την συριακή πόλη της Γάζας. Ήταν πολύ ευγενικός και ελεήμων. Χάρισε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ο ίδιος ζούσε στην ένδεια.


Προς το τέλος της ζωής του αρρώστησε από υδρωπικία που του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Το σώμα του άρχισε να πρήζεται, να σαπίζει και να αναδύει μια δυσωδία. Παρόλα αυτά, ο Όσιος Θεοφάνης υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία καρτερικά και ευχαριστούσε τον Θεό.


Μια σφοδρή καταιγίδα μαινόταν ενώ πέθαινε, και η σύζυγός του φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τον κηδεύσει όπως πρέπει. Ο Όσιος Θεοφάνης όμως την παρηγόρησε και της προφήτευσε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, θα σταματήσει την καταιγίδα. Πράγματι, όταν ο Όσιος Θεοφάνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, επικράτησε ηρεμία.


Μετά το θάνατο του Οσίου, το σώμα του αφού καθαρίστηκε από τις πληγές και την φθορά, άρχισε να αναβλύζει μύρο ως απόδειξη της αγιότητάς του.

Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες»

 Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).


Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».


Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».






Ἀπολυτίκιον

Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.

Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.


Κοντάκιον

Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.

Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.


Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου

 Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.


Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.


Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.

Άγιοι Γοβδέλαος, Δάδας, Κάσδοος και Κασδόα

 Ο Γοβδέλαος ήταν γιος του βασιλιά Σαβωρίου και έγινε χριστιανός από έναν αξιωματικό του πατέρα του τον Δάδα. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαβώρ διέταξε και συνελήφθησαν και οι δύο. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να θυσιάσουν στους Θεούς, το μεν Δάδα τον τεμάχισε ζωντανό, το γιο του Γοβδέλαου τον υπέβαλε σε βασανιστήρια, και έγδαρε το κεφάλι του, έκοψε τα μέλη του και κέντησε το σώμα του με καλάμια.


Ο Κάσδοος (ή Κασδίος) ήταν συγγενής του βασιλιά και επειδή έγινε χριστιανός τον έγδαρε ζωντανό.


Η Κασδόα ήταν κόρη του βασιλιά, και αδελφή του Αγίου Γοβδέλαου. Αυτή είχε επισκεφθεί τον αδελφό της στην φυλακή, ο οποίος την έκανε χριστιανή. Όταν μαθεύτηκε αυτό ο βασιλιάς την συνέλαβε, και επειδή δεν μπόρεσε να αλλάξει την πίστη της την βασάνισε σκληρά μέχρι θανάτου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.


Αγία Γουδελία

 Η Αγία Γουδελία (ή Γοβδελία) ήταν Περσίδα χριστιανή απόστολος, που κατάφερε να φέρει πολλούς απίστους στο δρόμο της δια Χριστού σωτηρίας. Έζησε τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ (περί το 340 μ.Χ.). Επειδή δυναμικά εκτελούσε το Ιεραποστολικό της έργο, τη συνέλαβαν και την έκλεισαν για πολλά χρόνια στη φυλακή. Οι εκεί κακοπάθειές της υπήρξαν φοβερές. Μόνο η θεία χάρη την ενίσχυσε, ώστε να κατανικήσει την υγρασία, το σκοτάδι και τις συχνές στερήσεις και αυτού του νερού. Αλλά όλα αυτά τα μακροχρόνια βάσανα, δεν ελάττωσαν καθόλου τη φωτιά της πίστης και τη φλόγα της γενναιότητάς της. Κατόπιν της έγδαραν το κεφάλι, χωρίς να υποκύψει η καρτερία της. Τελικά πέθανε με σταυρικό θάνατο.


Ίσως, με την πάροδο του χρόνου, να έγινε σύγχυση μεταξύ των Συναξαριακών πηγών και ο Άγιος Γοβδελαάς που τιμούμε την ίδια μέρα έγινε, από λάθος αντιγραφές, Γουδελία ή Γοβδελία με πανομοιότυπη βιογραφία. Άλλες όμως πηγές αναφέρουν, ότι πράγματι υπήρξε μάρτυς Γουδελία, που μαρτύρησε δια ξίφους χωρίς άλλα βιογραφικά στοιχεία, που είναι περισσότερο πιθανό και αποδεκτό.

Άγιος Μαλαχίας ο Νέος Οσιομάρτυρας από τη Ρόδο

 Ο Άγιος Μαλαχίας ήταν γιος Ιερέα από τη Ρόδο. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, ότι έβρισε τον Μωάμεθ. Αμέσως συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στις αρχές, που τον εκβίαζαν να εξωμόσει. Ο Μαλαχίας έδειξε μεγάλο θάρρος, με το όποιο εξήγειρε την οργή των Τούρκων, οι όποιοι αφού τον μαστίγωσαν, τρύπησαν τους αστραγάλους του και τον έδεσαν πίσω από ένα άγριο άλογο. Μετά από μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, οδηγήθηκε ο μάρτυρας έξω από την πόλη, όπου σουβλίστηκε και κάηκε πάνω σε αναμμένη φωτιά. Έτσι παρέδωσε την Αγία του ψυχή στις 29 Σεπτεμβρίου 1500 μ.Χ.




Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

 Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 11). Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.


Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου.


Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριακός, έφυγε κι από εκεί και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Προς Τίτον, γ' 2). Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.





Λειτουργικά κείμενα

Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .

Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.

Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.


Μεγαλυνάριον

Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.





Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΤΑΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΡΗ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ...

  Πολύς δαιμονισμός υπάρχει σήμερα στον κόσμο. Ο διάβολος αλωνίζει, γιατί οι σημερινοί άνθρωποι του έχουν δώσει πολλά δικαιώματα και δέχονται δαιμονικές επιδράσεις φοβερές.

Έλεγε ένας πολύ σωστά: “Ο διάβολος παλιά ασχολείτο με τους ανθρώπους, τώρα δεν ασχολείται!

Τους έβαλε στον δρόμο και τους λέει: “Ώρα καλή!” και τραβάνε οι άνθρωποι!”

Είναι φοβερό! Βλέπετε, τα δαιμόνια στην χώρα των Γαδαρηνών (1), για να πάνε στα γουρούνια, ζήτησαν άδεια από τον Χριστό, γιατί τα γουρούνια δεν είχαν δώσει δικαίωμα στον διάβολο και αυτός δεν είχε δικαίωμα να μπη σ' αυτά.

Ο Χριστός επέτρεψε να μπη, για να τιμωρηθούν οι Ισραηλίτες, επειδή απαγορευόταν να τρώνε χοιρινό κρέας.

- Γέροντα, είναι μερικοί που λένε ότι δεν υπάρχει διάβολος.

- Ναι, κι εμένα μου είπε κάποιος:

“Να βγάλης από την γαλλική μετάφραση του βιβλίου “Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης” αυτά που αναφέρονται στους δαιμονισμένους, γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα τα καταλάβουν.

Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διάβολος”!

Τα εξηγούν, βλέπεις, όλα με την ψυχολογία.

Αν πήγαιναν εκείνους τους δαιμονισμένους του Ευαγγελίου στους ψυχιάτρους, θα τους τάραζαν στα ηλεκτροσόκ!

Ο Χριστός έχει αφαιρέσει από τον διάβολο το δικαίωμα να κάνη κακό.

Μόνον αν του δώση ο άνθρωπος δικαιώματα, μπορεί να κάνη κακό.

Όταν δεν συμμετέχη κανείς στα Μυστήρια της Εκκλησίας, δίνει δικαιώματα στον πειρασμό και δέχεται μια επίδραση δαιμονική.

- Γέροντα, πώς αλλιώς δίνει κανείς δικαιώματα;

Η λογική (2), η αντιλογία, το πείσμα, το θέλημα, η ανυπακοή, η αναίδεια είναι ιδιότητες του διαβόλου.

Ανάλογα με τον βαθμό που τα έχει ο άνθρωπος, δέχεται μια εξωτερική επίδραση.

Όταν όμως η ψυχή εξαγνισθή, κατοικεί στον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα και χαριτώνεται ο άνθρωπος.

Ενώ, όταν μολυνθή με θανάσιμα αμαρτήματα, κατοικεί το ακάθαρτο πνεύμα.

Όταν πάλι δεν είναι θανάσιμα μολυσμένη, τότε βρίσκεται υπό την επίδραση του πονηρού πνεύματος.

Στην εποχή μας, δυστυχώς, δεν θέλουν οι άνθρωποι να κόψουν τα πάθη τους, το θέλημά τους, δεν δέχονται συμβουλές.

Από εκεί και πέρα, μιλούν με αναίδεια και διώχνουν την Χάρη του Θεού.

Όπου να σταθή μετά ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κάνη προκοπή, γιατί δέχεται επιδράσεις δαιμονικές.

Είναι εκτός εαυτού πια, γιατί τον κάνει κουμάντο απ' έξω ο διάβολος.

Δεν είναι μέσα -Θεός φυλάξοι!- αλλά και απ' έξω ακόμη μπορεί και τον κάνει κουμάντο.

Ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείπεται από την Χάρη, γίνεται χειρότερος από τον διάβολο.

Γιατί μερικά πράγματα ο διάβολος δεν τα κάνει, αλλά βάζει ανθρώπους να τα κάνουν.

Δεν κάνει λ.χ. Εγκλήματα, αλλά βάζει τον άνθρωπο να κάνη εγκλήματα.

Έτσι δαιμονίζονται μετά οι άνθρωποι.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ A’

«ΤΗ ΝΙΚΗ ΜΑΣ ΤΗ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΜΟΝΟ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕ»(ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ)

 Στο Υπόμνημα της Αποκάλυψης του Αγίου Ανδρέα Καισαρείας λεγεται ότι κατά τους εσχάτους καιρούς μερικοί θα αποσυρθούν στην αισθητή έρημο, άλλοι στη νοητή έρημο, ενώ άλλοι θα είναι γενναίοι, δηλαδή θα παλέψουν με την πραγματικότητα που θα υπάρχει γύρω τους και θα νικήσουν. 

     Σίγουρα όσοι θα αποσυρθούν στην αισθητή έρημο ( την τοπική έρημο) αυτό θα το κάνουν για πνευματικούς λόγους, δηλαδή «για το Θεό και τη σωτηρία τους»? αυτό θα το κάνουν σύμφωνα με το «επίπεδό τους», έχοντας συναίσθηση των αδυναμιών τους? θα αποσυρθούν σε μέρη πιο κατάλληλα για την αδυναμία τους, όπου δε θα τους ζητηθεί μία ομολογία πίστεως πάνω από τις δυνάμεις τους, πάνω από αυτό που οι ίδιοι είναι σε θέση να ομολογήσουν. 

    Αυτοί που θα αποσυρθούν στην νοητή έρημο, δηλαδή αυτοί που δεν θα εκδηλωθούν με την πίστη τους, όση έχουν, θα το κάνουν αυτό εξαιτίας της αδυναμίας τους να εκδηλωθούν ότι είναι του Χριστού, αλλά δε θα είναι δυνατόν να λεχθεί γι’ αυτούς ότι είναι προδότες της πίστεως του Χριστού. 

  Τέλος, οι γενναίοι η οι καλοί νικητές θα ομολογήσουν φανερά την πίστη τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει αυτή η ομολογία . Όμως αυτοί θα είναι ολίγοι.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο λόγος στρέφεται στα πάθη.

 Οι πατέρες συμβουλεύουν να αποφεύγουμε τις αιτίες των παθών, για να μην υποδουλωνόμαστε στα πάθη. Επίσης συμβουλεύουν να αποφεύγουμε τις ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση των παθών, για να αποφύγουμε την πτώση. Είναι γνωστή η συμβουλή:  «Αρσένιε, φεύγε τους ανθρώπους και σώζη» και «φεύγε , σιώπα, ησύχαζε». 

Όταν δεν είσαι σίγουρος για τη νίκη στη μάχη, είναι καλό να απέχεις από τη μάχη που δεν μπορείς να δώσης. Το σημαντικό είναι να μη νικηθείς , έστω και αν δεν είσαι νικητής. «Δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση να βαδίζει ένα παιδί όπως ένας μεγάλος». «Όλα του ανθρώπου βρίσκονται στο επίπεδό του ανθρώπου». Στο επίπεδό μας βρίσκεται και η μάχη και η νίκη και η πτώση, όπως και η φυγή από τις αιτίες των παθών. Έπειτα, ξέρουμε ότι « η τιμωρία για τον υπερήφανο είναι η πτώση».

Ο Θεός να μας δώσει την σοφία να γνωρίζουμε πότε να φεύγουμε και πότε να μαχόμαστε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι τη νίκη μας τη χαρίζει ο Θεός, μόνο να είμαστε ταπεινοί και να Τον υπηρετούμε.



 «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν.Χωρίς φως, φωτισμένος»

Μετάφραση- επιμέλεια:

Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης


Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και λοιπές Παρθένες και Παιδιά

 Οι Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και οι λοιπές Παρθένες και Παιδιά έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού και ηγεμόνα της Πισιδίας Μάγνου (290 μ.Χ.).


Ο Μάρκος ήταν βοσκός προβάτων και γέροντας. Επειδή ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτά και στάλθηκε στην Κλαυδιούπολη. Εκεί κάλεσαν τρία αδέλφια, τον Αλέξανδρο, τον Αλφειό και τον Ζώσιμο, από το χωριό Κατάλυτο, για να κατασκευάσουν χάλκινα δεσμά για τον Μάρκο. Όταν όμως άρχισαν να τα κατασκευάζουν, ένιωσαν τα χέρια τους να παραλύουν. Θαύμασαν για το γεγονός και αμέσως ομολόγησαν τον Χριστό. Τότε μαρτύρησαν με φρικτό τρόπο, αφού έριξαν στο στόμα τους βραστό μολύβι και έπειτα τους κάρφωσαν επάνω σε πέτρα. Τον δε Μάρκο, αφού συνέχισαν να τον βασανίζουν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.


Τον ίδιο θάνατο είχαν και οι υπόλοιποι Μάρτυρες, Ηλιόδωρος, Νικών και Νέων, μαζί με πολλές Παρθένες και Παιδιά. Όλοι αποκεφαλίστηκαν στην τοποθεσία Μωρομίλιο.

Όσιος Ισαάκ ο Σύρος

 Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.


Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.


Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.


Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.


Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:


Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.


Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.


Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.


Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.


Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.


Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.


Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.


Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.


Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.


Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.



Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.

Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.


Κοντάκιον

Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.

Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.


Όσιος Αυξέντιος ο Μοναχός, που ασκήτευσε στην Κύπρο

 Άγνωστος στους Συναξαριστές, γνωστός όμως και θαυματουργός στην εκκλησία της Κύπρου. Ο Όσιος αυτός ήταν Γερμανός στην καταγωγή και κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν οι σταυροφόροι πλησίασαν την Κύπρο, αυτός έγινε μοναχός μαζί με άλλους 300 στρατιώτες (Άγιοι Αλαμανοί). Αφού περιήλθε το νησί, κατέληξε σε μια σπηλιά στην περιοχή της Καρπασίας μεταξύ των χωριών Κώμης Κεπήρ και Επτακώμης όπου έζησε θεοφιλώς.


Ακολουθία του Οσίου αυτού, εξέδωσε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.






Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἠμᾶς τοὺς πιστῶς σοὶ κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Προφήτης Βαρούχ ο Δίκαιος

 Φιλαλήθης και θαρραλέος ο Βαρούχ (δηλαδή «ευλογημένος»), έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν γιος του Νηρίου και υπήρξε αφοσιωμένος ακόλουθος και γραμματέας του προφήτη Ιερεμία .


Όταν ήταν φυλακισμένος ο Ιερεμίας, ο Βαρούχ έγραψε με υπαγόρευσή του προφητείες, με την εντολή να τις αναγνώσει στο λαό σε ήμερα νηστείας. Αλλά ο βασιλιάς Ιωακείμ, όταν το πληροφορήθηκε, αντί να επωφεληθεί από τις νουθεσίες του προφήτη, έριξε το βιβλίο του στη φωτιά. Οι προφητείες όμως εκείνες, γράφηκαν και πάλι. Ο Βαρούχ υπέστη και φυλάκιση, διότι οι Ιουδαίοι τον μισούσαν για τη φιλαλήθη και θαρραλέα του γλώσσα. Τον κατηγορούσαν μάλιστα, ότι αυτός παρακινούσε εναντίον τους τον προφήτη Ιερεμία. Όταν οι Ιουδαίοι κατέφυγαν φοβισμένοι στην Αίγυπτο για τη στάση τους κατά του βασιλιά της Βαβυλώνας, μαζί με τον Ιερεμία πήγε εκεί και ο Βαρούχ.


Ραβινιστική παράδοση αναφέρει, ότι αυτός μετά το θάνατο του Ιερεμία επανήλθε στη Βαβυλώνα.


Ο Βαρούχ στο ομώνυμό του βιβλίο μέσα στην Αγία Γραφή, προλέγει καθαρά για την ενανθρώπηση του Κυρίου Ιησού Χριστού.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνας, Ἱερεμία τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτω ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ, ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττη, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου, ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμεν σε.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.


Μεγαλυνάριον

Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.





Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής

 Ο Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής καταγόταν από το Ικόνιο και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270 - 275 μ.Χ.). Ήταν γνωστός για το χριστιανικό του ήθος, γι αυτό και όταν εξεδώθηκε διάταγμα κατά των Χριστιανών, ήταν από τους πρώτους που συνέλαβε ο Έπαρχος της πόλης. Υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά ενώ ακόμη βρισκόταν στη φυλακή ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός δολοφονήθηκε. Ο Πρόβος που τον διαδέχθηκε στο θρόνο ακύρωσε το διάταγμα κι έτσι ο Χαρίτων αφέθηκε ελεύθερος. Αποφάσισε να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα και να ζήσει ως αναχωρητής σε σπηλιές της περιοχής. Η φήμη του διαδόθηκε πολύ γρήγορα και ήρθαν στο πλευρό του πολλοί μαθητευόμενοι. Έτσι έκτισε στη Φαρά μεγάλη Λαύρα. Ποθώντας όμως την ερημία, αναχώρησε και πάλι για τα ενδότερα της ερήμου, όπου στην περιοχή Σουκά, έκτισε νέα Λαύρα. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του εν Κυρίω.


Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς ταὶς αὐγαίς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε, σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοὶς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σέ, Πάτερ μνημόνευε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος· καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.


Ὁ Οἶκος

Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις, αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν· τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς· Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας· ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος· Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει· διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.





Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 Στή διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος γιά παιδαγωγικά θέματα, πρωτεύοντα καί κεντρικότατο ἂξονα συνιστᾶ ἀσφαλῶς ἡ χριστιανική ἀγωγή, τῆς ὁποίας τήν ἀναγκαιότητα, τούς σκοπούς, τό περιεχόμενο καί τούς καρπούς φωτίζουν ἀποσπάσματα λόγων, πού παρουσιάζονται παρακάτω.

«Θέλεις νά εἶναι πειθαρχικός ὁ γιός σου; Ἀπό τήν ἀρχή νά τόν ἀνατρέφεις μέ παιδαγωγία καί συμβουλή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου».

«Τέτοια λοιπόν ἂς προετοιμάζουμε τά παιδιά μας, ὣστε νά μποροῦν νά ἀντέχουν σ’ ὃλες τίς δοκιμασίες τοῦ βίου καί νά μήν ἐκπλήσσονται γιά τά δυσάρεστα πού ἒρχονται».

«Γιατί αὐτή ἡ πείνα ἡ πνευματική εἶναι φοβερότερη ἀπό τήν σωματική πείνα, ἀφοῦ καί καταλήγει σέ χειρότερο θάνατο καί γι’ αὐτό πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά δείχνουμε περισσότερο ζῆλο. Αὐτή εἶναι ἡ ἂριστη φροντίδα τῶν πατέρων, αὐτή εἶναι ἡ γνήσια κηδεμονία τῶν γονέων».

«Μήν προσπαθεῖς νά τό κάμεις (τό παιδί) ρήτορα, ἀλλά παιδαγώγησέ το νά φιλοσοφεῖ. Μήν ἀκονίζεις τή γλώσσα του, ἀλλά καθάρισε τήν ψυχή του. Δέν τά λέγω αὐτά γιά νά σέ ἐμποδίσω νά μορφώσεις τό παιδί σου, ἀλλά γιά νά σέ ἐμποδίσω νά προσέχεις μόνο τά κοσμικά χαρίσματα».

«Γι’ αὐτό εἶναι καλύτερα νά τό ἐφοδιάζουμε μέ ἠθικά καί πνευματικά ὃπλα ἀπό τήν πρώτη παιδική ἡλικία, πού εἶναι ἀκόμη κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐκεῖνος πού ἂρχισε τόν ἀγώνα ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, δέν ξοδεύει τόν καιρό του προσπαθώντας νά ξεπλύνει ἁμαρτήματα τοῦ παρελθόντος, οὒτε ἀσχολεῖται μέ τή θεραπεία τραυμάτων, ἀλλά παίρνει ἀπό νωρίς τά βραβεῖα…καί μένει παντοτινά σταθερός καί ἀμετακίνητος στίς ἀρχές του».

«[…]οὒτε τά ἀπομακρύνω (τά παιδιά) ἀπό τή μελέτη μή χριστιανῶν φιλοσόφων.[…] Ἐπειδή ἡ ἡλικία τους εἶναι τρυφερή, βρίσκουν ἀμέσως ἀπήχηση τά θεῖα λόγια. Ἂν λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή καί ἀπό τά πρῶτα τους βήματα τά ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν πονηρία καί τά χειραγωγήσουμε πρός τήν ἂριστη ὁδό, ἡ εὐσέβεια θά τούς γίνει ἓνα εἶδος συνήθειας καί φύσεως. Ἒτσι δέν θά μεταστρέφονται εὒκολα μέ τή θέλησή τους πρός τό κακό, γιατί ἡ συνήθεια αὐτή θά τά βοηθεῖ νά πράττουν τά καλά ἒργα».[1]

Παρατηρεῖ κανείς, κατά τόν Χρυσόστομο, ἐξόχως σημαντικές ἀνάγκες νά ἐξυπηρετεῖ ἡ χριστιανική ἀγωγή, οἱ ὁποῖες σαφῶςς στιγματίζουν τήν ὀργάνωση καί νοηματοδοτοῦν τή λειτουργία τῶν περισσότερων ἐκπαιδευτικῶν συστημάτων. Ἡ πειθαρχία, οἱ ἀνοιχτές στή μάθηση φύσεις, ἡ σφυρηλάτηση ὁλοκληρωμένων καί δυναμικῶν προσωπικοτήτων, πού θά εἶναι ἱκανές νά ἀντιμετωπίσουν τή ζωή, ἡ εἰς βάθος καλλιέργεια τοῦ κριτικοῦ καί φιλομαθοῦς παιδικοῦ πνεύματος ἦταν καί εἶναι διαρκῶς ζητούμενα, καθώς κινητοποιοῦν τούς παιδαγωγούς, ὣστε νά δράσουν ἀνάλογα.

Ἀκόμη, ἡ ἀνάγκη γιά πνευματική καθοδήγηση πρός τήν ἀρετή καί ἡ ἐνστάλαξη στέρεων ἀρχῶν καί ἀξιῶν στά παιδιά, ἀκόμη ἀπό τήν πρώτη παιδική ἡλικία, ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση ὓψιστη ἐπιδίωξη γονέων καί ἐκπαιδευτικῶν, ἰδιαίτερα σήμερα, κατά τήν ἐποχή τῆς πλήρους ἀστάθειας, ἀπερίσκεπτης καί ἀνεξέλεγκτης κατάρρευσης κάθε εἲδους παλαιοῦ ἰδεώδους, μέ ὃ,τι αὐτό- συνήθως θλιβερό- συνεπάγεται. Ὁ Ἰ. Κογκούλης ἀναφέρει εὒστοχα: «Μέ τή χριστιανική ἀγωγή θά βοηθηθεῖ ὁ ἂνθρωπος νά συνδέσει τήν πρώτη του γέννηση μέ τήν ἀναγέννηση καί τή βιολογική νεότητα μέ τήν πνευματική νεότητα, μέ τήν ἀνακαίνιση.[…] Αὐτή ἡ καινή μορφή ἀγωγῆς τελικά ἒρχεται νά καταδικάσει τή μονομερή καί ἀπαράδεκτη στάση ὁρισμένων, πού τήν ταυτίζουν ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν προετοιμασία τῶν πολιτῶν γιά τή μετά θάνατον ζωή».[2]

Τό νά μάθει κανείς τά παιδιά νά φιλοσοφοῦν τό καθετί, νά σκέπτονται καί νά ἀποφασίζουν κριτικά καί ὂχι μέ γνώμονα τόν τρόπο δράσης τῆς μάζας εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό καί ἐπίπονο καί ἡ μελέτη πολλῶν φιλοσόφων φαίνεται νά δίνει μιά διέξοδο στό θέμα αὐτό. Ἲσως πολλά ἀνεπιθύμητα στοιχεῖα στή συμπεριφορά τῶν σύγχρονων παιδιῶν στό σχολεῖο καί στήν οἰκογένεια, ὃπως ἡ παθητικότητα, οἱ ἐκδηλώσεις βίας καί ἐπιθετικότητας, ἡ θρασύτητα κ.ἂ. ἐξηγοῦνται καί ἀπό τό γεγονός, ὃτι τά παιδιά δέν ἒχουν διδαχθεῖ τήν ἀξία τῆς μελέτης ἐν γένει, δηλαδή ἀπό τό ὃτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία δέν διαβάζει τίποτε ἂλλο πέραν τῶν σχολικῶν μαθημάτων, μέ «ξηρό» καί ἀναγκαστικό τρόπο. Ἡ κλίση τοῦ Χρυσοστόμου πρός τόν Πλατωνισμό, τό ἓνα ἀπό τά δύο κυρίαρχα παιδαγωγικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητας, εἶναι ἐμφανής στό σημεῖο, ὃπου περιγράφει ὡς ἀνώτερη τή φιλοσοφία ἀπό τή ρητορική δεινότητα. Τέλος, ἡ χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἀναγκαία γιά τή διάπλαση ἀκέραιων χαρακτήρων, χρηστῶν, ἀδιάφθορων καί εὐαίσθητων πολιτῶν.

«Σκοπός τῆς διδασκαλίας μου δέν εἶναι νά δοξασθῶ ἐγώ, οὒτε νά φανῶ λαμπρός, ἀλλά νά γίνουν δεκτές ἀπό τό Θεό οἱ ψυχές τῶν μαθητῶν μου. Γιατί δέν χρειάζεται μόνον πίστη, ἀλλά καί ζωή πνευματική».

«Ἐπειδή δηλαδή πρόκειται νά τούς ὁδηγήσει (ἡ χριστιανική ἀγωγή) στό νά γνωρίσουν τό Θεό, ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό τά νοσήματα».[3]

Κύριος σκοπός τῆς ἀγωγῆς, ὃπως τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ ἱερός Πατήρ, εἶναι ἡ θεογνωσία καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά ὃποια πάθη μέσα στό πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Τά παιδιά μαθαίνουν τήν αὐτοκυριαρχία καί παίρνουν ἀληθινά μεγάλες ἀπαντήσεις στίς μεγάλες ἀπορίες τους. Γιά τήν ἀνάγκη πρόταξης τοῦ ὑψίστου σκοποῦ τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, πού εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν», μιλάει ὁ Κ. Φράγκος: «Ὁ ὑπέρτατος αὐτός σκοπός τῆς ἀγωγῆς, ὁ ὁποῖος ὃπως ἒχει λεχθεῖ, ἀφορᾶ στήν ἀληθινή χριστιανοποίηση τῶν ἀτόμων, ὂχι μόνον δέν παραβλάπτει τήν ἐπίτευξη ἂλλων σκοπῶν, ἀλλά καί ἐντελῶς ἀντίθετα εὐνοεῖ κάθε ἂλλο γήινο ἢ κοσμικό (σκοπό), μή ἀντιτιθέμενο, βεβαίως, πρός αὐτόν».[4]

«[..] Καί σκεπτόμενοι τούς βίους τῶν θαυμαστῶν ἐκείνων καί μεγάλων ἀνδρῶν (τῶν ἁγίων), νά ὁδηγούμαστε σέ ζῆλο καί νά μήν παραμελοῦμε τήν ἀρετή, ἀλλά νά ἀποφεύγουμε τήν κακία»

«Ὃσοι ἀγάπησαν μέ θερμότητα τή φιλοσοφία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἒγιναν, ὃποιοι ἒγιναν ὂχι μέ τό φόβο καί τά βασανιστήρια, οὒτε μέ τίς ἀπειλές καί τίς τιμωρίες, ἀλλά μέ τή θεία ἀγάπη καί τό φλογερό ἒρωτα πρός τό Θεό».

«Ὁ Θεός δέν συνηθίζει νά κάνει τούς ἀνθρώπους καλούς μέ τόν ἐξαναγκασμό καί τή βία».

«Ἂς διαλεγόμαστε μέ τά παιδιά μας καί ἂς τά πείθουμε ὃτι ὁ «φόβος» τοῦ Θεοῦ (ἐννοεῖ τό δέος) εἶναι μεγάλος πλοῦτος καί κληρονομιά ἀσάλευτη καί θησαυρός ἀπρόσβλητος».

«Ὃσον καιρό ἀκόμη εἶναι ἁπαλή ἡ διάνοια τοῦ παιδιοῦ, δέν πρέπει νά τή φορτώνεις μέ δύσκολες διδασκαλίες καί διηγήσεις, γιά νά μήν καταπιέσεις τό πνεῦμα του».[5]

Ἰδανικό μέσο ἀγωγῆς καί παροχῆς ὑγιῶν προτύπων στά παιδιά εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τούς βίους τῶν ἁγίων. Τρέφουν καί ἱκανοποιοῦν τή ζωηρή τους φαντασία. Βασική ἀρχή στή χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἡ σταδιακή καί ἀπόλυτα ἐλεύθερη ἐπιλογή ἑνός πειθαρχημένου ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς καί σκέψης, ὁ ὁποῖος ὃμως ἀρχικά, σέ μικρές ἡλικίες, εἶναι χρήσιμο νά διδαχθεῖ στά παιδιά μέ «ζωντανό» παράδειγμα, χωρίς βεβαίως καταπίεση ἢ ἐξαναγκασμό.

«Πρόσεξε, πόσα θά μάθει (ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰακώβ): Θά ἀσκηθεῖ νά ἐλπίζει στό Θεό, ὃταν ἒχει εὐγενή καταγωγή νά μήν περιφρονεῖ κανένα, νά μή θεωρεῖ τή φτώχεια ντροπή, νά ὑποφέρει τίς συμφορές μέ γενναιότητα».

«Ἐάν ἐκπαιδεύαμε τά παιδιά, πρίν ἀπ’ ὃλα τά ἂλλα νά ἀγαποῦν τό Θεό, καί τά διδάσκαμε τά πνευματικά μαθήματα ἀντί γιά τά ἂλλα καί πρίν ἀπό ὃλα τά ἂλλα, πού τά διδάσκουμε τώρα, θά ἐξαφανίζονταν ὃλα τά δυσάρεστα καί ἡ παρούσα ζωή θά ἀπαλλασσόταν ἀπό ἂπειρα κακά».

«Ἡ διαπαιδαγώγηση μέ βάση τίς οὐράνιες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ κάνει τήν ψυχή μεγάλη καί πνευματικά ἀνώτερη».

«Ὃταν ἐνεργεῖ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύνατον νά ἀποτύχει ὁποιαδήποτε προσπάθεια, γιά τή χριστιανική διαπαιδαγώγηση τοῦ παιδιοῦ, ἢ μᾶλλον εἶναι ἀδύνατον νά μήν φθάσει τό παιδί σέ ὓψη λαμπρότητας καί δόξας, ἀρκεῖ νά πράττουμε καί ἐμεῖς τό καθῆκον μας».[6]

Ὁ ἐνστερνισμός τῆς ἀνώτερης ἠθικῆς πού πρεσβεύει ὁ χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἀσφαλή ἐγγύηση γιά τήν πορεία κάποιου προσώπου καί γιά τή βελτίωση πολλῶν ἀρνητικῶν καταστάσεων στήν κοινωνία. Διαπιστώνει κανείς, ἐν τέλει, ὃτι ἐντοπίζονται πολλές ἐναλλακτικές προτάσεις χειρισμῶν γιά σύγχρονα ζητήματα στήν ἐκπαίδευση μέ βάση τέτοιες τόσο ἀνθρωπιστικές καί βαθεῖς σέ νοήματα ἀρχές. Καί αὐτή ἡ ἐκπαίδευση, ἡ χριστιανική, «χωρίς νά ἀποτελεῖ μιά μορφή νέας παιδαγωγικῆς, ἀλλά ἀντίθετα θέλοντας νά διαποτίσει τήν ἢδη ὑπάρχουσα ἀγωγή»[7] προσπάθησε ἀνά τούς αἰῶνες καί ἐξακολουθεῖ νά προσπαθεῖ γιά τό πραγματικά ὠφέλιμο γιά τόν ἂνθρωπο στήν πιό εὐαίσθητη καί εὒπλαστη περίοδο τῆς ζωῆς, τήν παιδική.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΣΕ ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΑΣ: "ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΣΑΣ ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΜΙΚΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ"

 Τον ρώτησαν οι τελειόφοιτοί της Αθωνιάδας τι να προσέξουν περισσότερο στην ζωή τους και απάντησε: «Προσέξτε στην ζωή σας τα καθημερινά μικρά γεγονότα. Κάθεστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και σκέφτεσθε ότι δεν είναι κακό η αμαρτία αυτό, λέτε “δεν πειράζει”.

Δεν πειράζει να φάμε κάτι παραπάνω η να ζητάμε το καλό φαγητό.

Δεν πειράζει να κοιμηθούμε λίγο περισσότερο.

Δεν πειράζει που μιλήσαμε λίγο απότομα στους γονείς η σε κάποιον άλλον.

Δεν πειράζει το ένα, δεν πειράζει το άλλο…

Όλα τα βλέπουμε μικρά σφάλματα και τα δικαιολογούμε. Μη προσέχοντας όμως στα μικρά θα κάνουμε και μεγάλα σφάλματα και πάλι θα λέμε “- δεν πειράζει”. Να μην αφήνουμε το σώμα χαλαρό γιατί επηρεάζει το πνεύμα. Να υπάρχει εγρήγορση».





Άγιοι Δεκαπέντε Μάρτυρες

 Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες, μαρτύρησαν με τον έξης τρόπο: Αφού τους έβαλαν μέσα σ' ένα πλοίο και ξανοίχτηκαν στη θάλασσα, κατόπιν οι ειδωλολάτρες τρύπησαν το πλοίο με αποτέλεσμα να πνίγουν όλοι οι Άγιοι αυτοί.

Όσιος Ιγνάτιος ηγούμενος της Μονής Σωτήρος Χριστού της επιλεγόμενης του Βαθέος Ρύακος

 Ο Όσιος Ιγνάτιος καταγόταν από την δεύτερη επαρχία των Καππαδοκών και έζησε στα χρόνια των βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκά (963 - 969 μ.Χ.) και Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.).


Από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και πήγε στο Μοναστήρι του Βαθέος Ρύακος (η Μονή αυτή βρισκόταν στην Τρίγλια κοντά στα σημερινά Μουδανιά της Μικράς Ασίας). Εκεί έμαθε όλη την ασκητική ακρίβεια από τον Όσιο Βασίλειο , ηγούμενο και κτήτορα της Μονής αυτής. Ο Ιγνάτιος, επειδή έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, χειροτονήθηκε Αναγνώστης, κατόπιν Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Έπειτα έγινε ηγούμενος της εν λόγω Μονής και επέφερε μεγάλη πρόοδο σ' αυτή, τόσο υλική όσο και πνευματική.


Όταν κάποτε οι πολιτικοί άρχοντες θέλησαν να μεταχειριστούν τα χρήματα της Μονής, ο Ιγνάτιος με την αποφασιστική του στάση, προστάτευσε την μοναστηριακή περιουσία. Απεβίωσε στο δρόμο κοντά στο Αμόριο (κατ' άλλους, που είναι και το πιθανότερο, στο Αρμουτλή), όταν κάποτε επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Μετά ένα χρόνο το λείψανο του ανακομίστηκε στην αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο είχε μοχθήσει.





Αγία Επίχαρις

 Η Αγία Επίχαρις ήταν από τη Ρώμη και έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Συνελήφθη επειδή ήταν χριστιανή από τον έπαρχο Καισάριο και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Βασανίστηκε σκληρά και αφού της συνέτριψαν τα μέλη με μολύβδινη σφαίρα, στο τέλος την αποκεφάλισαν.

Αγία Ακυλίνα

 Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.


Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.


Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.


Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.


Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα  και την Άργυρη.


Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.


Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.






Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον

Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Μάρκος, Αρίσταρχος και Ζήνων οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Ο Άγιος Αρίσταρχος, είχε τη μεγάλη τιμή να χρηματίσει συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, (προς Φιλήμ. α’, 23) και συναιχμάλωτός του (Κολοσσ. δ’, 10). Κατόπιν διέπρεψε και σαν επίσκοπος Απαμείας στη Συρία.


Ο Μάρκος (ο και Ιωάννης), που δεν είναι βέβαια ο Ευαγγελιστής, χειροτονήθηκε επίσκοπος Βύβλου και έδρασε αποστολικά. Όπως μάλιστα του Πέτρου (Πράξ. ε’, 15), έτσι και αυτού η σκιά μόνη όταν έπεφτε στους ασθενείς τους θεράπευε.


Ο Ζήνων, είναι ο ίδιος με τον νομικό Ζηνά, που σα γνήσιος και ευδόκιμος εργάτης του Ευαγγελίου, βοήθησε γι' αυτό και στην Κρήτη μαζί με τον Απολλώ. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος τόσο συγκινητικά και φιλόστοργα συνιστά στον Τίτο, να τους φροντίσει τόσο πολύ, ώστε να μη τους λείψει τίποτα (Τίτ. γ’. 13). Ο Ζήνων, διέπρεψε και σαν επίσκοπος Διοσπόλεως.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Καλλίστρατος και οι μαζί μ' αυτόν Σαράντα εννέα Μάρτυρες

 Ο Άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί.


Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σαν νεοσύλλεκτος αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν η βραδυνή προσευχή. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο.


Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με θαυματουργό τρόπο ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο. Σαράντα εννέα στρατιώτες που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε εξοργισθείς διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων.




Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολῶν τὸν δυσμενῆ, σοφία τῶν σῶν ἀγώνων ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοί, μεθ' ὧν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σὲ ἐν ὕμνοις.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὥσπερ ἄστρον μέγιστον, ἔλαμψας κόσμω, τᾶς ἀκτῖνας ἄπασι, τῶν σῶν ἀγώνων ἐφαπλῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τοὶς κράζουσι, Χαίροις Μαρτύρων, τὸ κλέος Καλλίστρατε.


Ὁ Οἶκος

Τὸν τοῦ Κυρίου ἀθλητήν, καὶ μέγαν στρατιώτην, καὶ φίλον τῆς Τριάδος, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, καὶ μιμητὴν τοῦ Ἰησοῦ, ᾄσμασιν ἐν πίστει συνελθόντες οἱ πιστοὶ χαρμονικῶς ὑμνήσωμεν, γεραίροντες αὐτοῦ τὰ παλαίσματα καὶ τάς ἀριστείας, τοὺς πόνους, οὓς ὑπέστη διὰ Χριστὸν τὸν παμβασιλέα, αἰτούμενοι τυχεῖν αὐτοῦ ταῖς πρεσβείαις, τῆς ἀμείνονος ζωῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα οἱ χοροὶ εὐφραίνονται τῶν κραζόντων· Χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Καλλίστρατε.





Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ

 Πριν ξεψυχήσει ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, κατά τις τελευταίες επώδυνες στιγμές του, έλαβε πρόνοια και για την Μητέρα του, που θα έμενε πλέον μόνη της στον κόσμο. Βλέποντάς την να χύνει πικρά δάκρυα κάτω από τα ματωμένα του πόδια, την ανέθεσε στον Ιωάννη (26 Σεπτ.), τον μόνο από τους μαθητές που του παραστάθηκε ως το τέλος. «Αυτός θα είναι ο γιος σου και αυτή θα είναι η μητέρα σου», είπε στα δυο πιο αγαπημένα του πρόσωπα, πριν κλείσει τα μάτια του. Και από τη στιγμή εκείνη ο μαθητής παρέλαβε τη Μητέρα μαζί του.


Γράφει ο άγιος Σιλουανός, που τον εορτάσαμε προχθές (24 Σεπτ.), ότι η Θεομήτωρ, αν και δεν αμάρτησε ποτέ, ούτε καν με τη σκέψη της, όμως πέρασε και αυτή μεγάλες θλίψεις.


«Όταν στεκόταν δίπλα στον Σταυρό, τότε η θλίψη της ήταν ωκεανός. Ο πόνος της ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερος από τον αδαμιαίο πόνο μετά την έξωση από τον Παράδεισο, γιατί και η αγάπη της ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ στον Παράδεισο. Και αν επέζησε, επέζησε μόνο με θεία δύναμη, με την ενίσχυση του Κυρίου, επειδή το θέλημά του ήταν να δει η μητέρα του την Ανάσταση. Και μετά την Ανάληψή του, να παραμείνει αυτή πίσω του παρηγοριά και χαρά των αποστόλων και του νέου χριστιανικού λαού.

  Εμείς δεν φτάνουμε στο πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να καταλάβουμε το βάθος της θλίψης της. Η αγάπη της ήταν τέλεια. Αγαπούσε σε άπειρο βαθμό τον Θεό και Υιό της, αλλά αγαπούσε και τον λαό με μεγάλη αγάπη. Τί αισθανόταν άραγε, όταν εκείνοι, που τόσο πολύ αγαπούσε και που τη σωτηρία τους ποθούσε πάνω απ’ όλα, σταύρωναν τον αγαπημένο της Υιό; Αδυνατούμε να το καταλάβουμε, γιατί η δική μας αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους είναι μικρή.


 Αυτή την άχραντη Μητέρα του ο Κύριος έδωσε και σε μας. Αυτή είναι η χαρά και η

ελπίδα μας. Αυτή είναι η πνευματική μας Μητέρα και είναι κοντά μας κατά φύση, ως άνθρωπος. Και κάθε χριστιανική ψυχή έλκεται προς αυτήν με αγάπη».

Ο αγαπημένος μαθητής ηγήθηκε της υιοθεσίας μας. Διά μέσου του Ιωάννη γίναμε κι εμείς όλοι υιοί της και αυτή Μητέρα μας. Ύψιστη τιμή, αλλά και μέγιστη ευλογία για μας!


«Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ - ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

 «Εκάλεσεν αυτούς»



 Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Χριστός προσκαλεί τους τέσσερις πρώτους μαθητές να Τον ακολουθήσουν, τον Πέτρο και τον Ανδρέα αλλά και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους αδελφούς. Στα ιερά Ευαγγέλια δυό φορές φαίνεται να καλεί ο Χριστός τους μαθητές αυτούς. Η πρώτη κλήση ήταν δοκιμαστική, ενώ η δεύτερη οριστική και γίνεται στο χρονικό διάστημα που ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε δολοφονηθεί από τον Ηρώδη. Η σημερινή κλήση που περιγράφεται στο ανάγνωσμα είναι η δεύτερη, που όπως είπαμε είναι και η οριστική.


Η ποιότητα ζωής των Αποστόλων


Τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι ψαράδες που κάλεσε ο Κύριος για να γίνουν μαθητές του; Ήταν άνθρωποι ταπεινοί, αγράμματοι και αφανείς κοινωνικά. Δεν ανήκαν στην τάξη των Φαρισσαίων και των νομικών. Ο Βασίλειος ο Σελευκείας παρατηρεί: «ζητώντας ο Κύριος ανθρώπους να παιδεύσουν την οικουμένη παρέβλεψε πόλεις, δήμους και βασιλείες. Απεστράφη τους ανθρώπους του πλούτου, τους ρήτορες, «εμίσησε κράτος ρητόρων»... «Ο Κύριος με τον τρόπο της κλήσεως των πρώτων είναι σαν να έλεγε στους ανθρώπους: «αλιείς, ου βασιλέας ζητώ». Ο Ματθαίος γράφει πως ο Κύριος τους βρήκε «εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών» (Ματθ. 4,21). Διόρθωναν τα δίχτυά τους «μη δυνάμενοι ωνήσασθαι έτερα», δηλ. δεν μπορούσαν να αγοράσουν άλλα, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο. Ήσαν άνθρωποι που είχαν αγάπη μεταξύ τους. Όλοι μαζί ψάρευαν, όλοι μαζί διόρθωναν τα δίχτυα. Πατέρας και παιδιά εργαζόντουσαν μαζί κι είχαν χαρακτηριστικό γνώρισμα «το από δικαίων τρέφεσθαι πόνων», να τρέφονται με τον ιδρώτα και τον κόπο τους (Χρυσόστομος). Μπορεί να μην είχαν μόρφωση αλλά τους διέκρινε η αρετή της αγάπης. Ένας σύγχρονος θεολόγος θα προσθέσει πως ο Κύριος δεν κάλεσε ανέργους στο έργο του ευαγγελισμού των λαών, αλλ’ ανθρώπους που εργάζονταν. Τα παράτησαν όλα, γιατί είχαν εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού.


Η κλήση των μαθητών δείχνει τη δύναμη του Θεού


Αυτούς που περιφρονούσε ο κόσμος, αυτούς διάλεξε για Αποστόλους Του ο Κύριος.Ο Παύλος το σημειώνει αυτό χαρακτηριστικά: «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α’ Κορ. 1,27). Αυτούς επέλεξε ο Κύριος, για να φανεί στον κόσμο πως η διάδοση του Ευαγγελίου δεν ήταν αποτέλεσμα δυνάμεως και σοφίας ανθρώπινης, αλλ’ ήταν αποτέλεσμα της δυνάμεως και της χάριτος του Θεού, «όπως μη καυχήσηται πάσα σαρξ ενώπιον του Θεού» (οπ.π. στιχ. 29). Η ανταπόκριση των μαθητών είναι αυθόρμητη και ολοκληρωτική. «Άφησαν τα δίχτυα, τα πλοία και τον πατέρα αυτών» (Ματθ. 4,22) και τον ακολούθησαν. Δεν είχαν δει από το Χριστό μεγάλα θαύματα η δεν άκουσαν σπουδαίους λόγους κι όμως αντελήφθησαν και κατανόησαν το πρόσωπο του Κυρίου και θυσίασαν τα πάντα γι’ Αυτόν.


Οι πιστοί μόνο με το Χριστό δένονται άρρηκτα


Ο Χριστιανός δεν πρέπει να δένεται με κανένα πράγμα η πρόσωπο της παρούσης ζωής τόσο, όσο με το πρόσωπο του Χριστού. Τον πρώτο λόγο στη ζωή μας τον έχει ο Κύριος. Δεν μας προτρέπει η Εκκλησία μας να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας, τα υπάρχοντά μας και τις οικογένειές μας. Θέλει όμως περισσότερο από τα υλικά και τα αγαπημένα μας πρόσωπα να αγαπάμε το Χριστό. Να έχουμε ζωντανή σχέση με το Χριστό. Ο σύνδεσμός μας με τον Ιησού να μην περιορίζεται σε μία διανοητική σχέση, σ’ ένα ιδεολόγημα. Να είναι ζωντανός και να εκφράζεται στην προσευχή, στη συμμετοχή μας στα μυστήρια και, αν παραστεί ανάγκη, στη δημόσια ομολογία και στη θυσία ορισμένων προσφιλών μας πραγμάτων.


Στις ημέρες μας ανθεί η αλιεία των ανθρώπων για διαφόρους σκοπούς. Αλιεύονται με πολλή τέχνη άνθρωποι, για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς, παραθρησκευτικούς κι ακόμα και αισχρούς σκοπούς. Ανθεί στις ημέρες μας μία στρατολόγηση που διακρίνεται για την ιδιοτέλεια και το κέρδος. Παρουσιάζονται πολλοί «μεσσίες» με αξιώσεις υποταγής σ’ αυτούς εκ μέρους των ανθρώπων. Οι προσωπικές φιλοδοξίες είναι στην ημερήσια διάταξη. Ζητάμε από τους άλλους αφοσίωση και υπακοή για να ικανοποιήσουμε τα  πάθη μας που πολλές φορές είναι και ποταπά. Μόνον η υπακοή στο Χριστό ωφελεί τον άνθρωπο πολλαπλώς. Τον κάνει ειρηνικό απέναντι στους άλλους, χωρίς μικροσυμφέροντα και υλικές απολαβές. Τον καταξιώνει ως άνθρωπο και αναδεικνύει τα χαρίσματά του και τις αρετές του. Τον προάγει στη Βασιλεία του Θεού, για να ζήσει αιώνια κοντά στο Χριστό που αγάπησε ολοκληρωτικά και εγκάρδια.

Όσιος Ιωάννης ο Σπηλεώτης ο εν της κώμης Σιάς ασκήσας

 Περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Σιάς της επαρχίας Λευκωσίας προς το χωριό Αλάμπρα, ευρίσκεται μια ερειπωμένη εκκλησία δίπλα σε ένα χείμαρο, η οποία λέγεται «Άης Γιάννης» (Άγιος Ιωάννης). Βορειότερα αυτής της ερειπωμένης εκκλησίας έχει κτιστεί τελευταίως καινούργια εκκλησία πάλι του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι την αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.


Η αρχική όμως εκκλησία που κτίστηκε κάποτε στον τόπο της ερειπωμένης εκκλησίας, κτίστηκε στο όνομα τοπικού αγίου, του Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη (γνωστού και ως Ποταμίτη). Με την πάροδο του χρόνου αυτή η εκκλησία γκρεμίστηκε και οι κάτοικοι των γύρω χωριών ξανάκτισαν αυτή που σώζεται ερειπωμένη μέχρι σήμερα. Η εκκλησία κτίστηκε το 1870 μ.Χ. με απλό πετρόκτιστο κτίσμα, τετράγωνης κατασκευής, κι ήταν κεραμιδοσκέπαστη. Εσωτερικά στο κέντρο του ναού, υπάρχει χαρακτηριστικά μια καμάρα, που πιθανόν να υπήρχαν κάποτε τα λείψανα του τοπικού αυτού οσίου τα οποία εφυλόσονταν εκεί και τα προσκυνούσαν οι πιστοί. Σήμερα αυτή η εκκλησία έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργείται.


Επι ονόματι λοιπόν του τοπικού Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη είχε κτιστεί η πρώτη εκκλησία και όχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα ανατολικά της εκκλησίας, γύρω στα δέκα μέτρα, υπάρχει λαξευτή σπηλιά μέσα σε βράχο, κοντά στον μικρό χείμαρο. Μέσα στην μικρή αυτή σπηλιά που είναι σαν καταφύγιο, στα αριστερά της, υπάρχει πεζούλα η οποία εχρησιμοποιείτο από τον οικήτορα της ασκητή σαν κρεβάτι, λαξευμένο στη πέτρα. Στα δεξιά της σπηλιάς υπάρχει στενόμακρο μικρό κάθισμα. Την σπηλιά αυτή, την χρησιμοποιούσε ο Ασκητής Ιωάννης Σπηλεώτης σαν καταφύγιο και προστασία από τις βροχές και κυρίως εκεί κατέφευγε τον καιρό του χειμώνα. Μέχρι και σήμερα σαν επισκεφθείτε την σπηλιά, θα δείτε να διατηρούνται το πέτρινο κρεβάτι του αγίου, ακόμη και το μαχαιράκι με το οποίο έσκαψε την σπηλιά.


Στην περιοχή τότε μόνασαν πέντε όσιοι. Οι τρεις αποκαλύφθηκαν. Ο Θεράπων, ο Ευτύχιος, και ο Ιωάννης Σπηλεώτης. Το 700 μ.χ. στην περιοχή υπήρχε ένας Ρωμαϊκός συνοικισμός, η λεγόμενη Παμπουλιά. Εκεί έφθασαν αλαμάνοι αγίοι από από την Παλαιστίνη, μεταξύ αυτών και οι πέντε όσιοι. Ο Ιωάννης Σπηλεώτης πέρασε από το χωριό Σια, έσκαψε την σπηλιά του, στην οποία έζησε και πήρε το όνομα Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης.


Το 2002 μ.Χ., μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη περιοχή, τρεις ιερείς έτρεξαν να κοιτάξουν κατά πόσο επηρεάσθηκαν τα εκκλησάκια από την πυρκαγιά. Επισκεπτόμενοι τον χώρο και ιδιαίτερα το σπήλαιο, κάπου εκεί μέσα σε μια γωνιά, βρήκαν μια σανίδα όχι πεταμένη αλλά ξεχασμένη. Την μάζεψαν και την πήγαν σε συντηρητή αγιογράφο. Όταν την καθάρισαν αρκετά καλά έμειναν έκπληκτοι από το εικόνισμα που αντίκρισαν. Η σανίδα αυτή ήταν παλιά εικόνα μεγάλης αξίας του Άγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Θεωρείται δεσπόζουσας σημασίας η εικόνα αυτή, γι’ αυτό και την έχουν φυλαγμένη. Μονάχα την μέρα της γιορτής του Aγίου, εκτίθεται σε προσκύνημα. Στο ειλατάριο που κρατεί ο Όσιος αναγράφεται «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».


Τα τελευταία χρόνια ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης έχει κάνει διάφορα θαύματα, μερικά από τα οποία παραθέτονται πιο κάτω:


α) Ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης θεράπευσε δεκαπεντάχρονο παιδί από το χωριό Κόρνος το οποίο έπασχε από λευχαιμία, όταν προσέτρεξαν οι γονείς του προς τον Άγιο και ζήτησαν τη βοήθεια του.


β) Νέος από τα Κοκκινοχώρια, ο οποίος έπεσε από σκαλωσιά έμεινε παράλυτος εξ αιτίας βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Ακολούθως είδε τον Άγιο Ιωάννη Σπηλεώτη στον ύπνο του και του είπε: «Έλα στο σπήλαιό μου και ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και θα γιατρευτείς». και έτσι πήγε στην Σιά και αφού προσκύνησε στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου, ακολούθως πήγε στο σπήλαιο και όταν ξάπλωσε στο πέτρινο κρεβάτι του Οσίου και επικαλέστηκε την βοήθεια του, σηκώθηκε υγιής δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.


γ) Κάποιος χριστιανός από το χωριό Λύμπια, έπαθε δυστύχημα στον παλαιό δρόμο Μοσφιλωτής - Αλάμπρας κοντά στο γεφύρι που οδηγεί ο δρόμος στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Είχε μαζί του και τα δύο του παιδιά που ήταν ακόμη βρέφη και τα οποία έπαθαν κατάγματα και ευρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Την ώρα του δυστυχήματος ο άνθρωπος αυτός είδε ένα λαμπερό γέροντα με λευκή στολή που άρπαξε τα δυο του παιδιά και τα σήκωσε πάνω και έτσι δεν έπαθαν περισσότερη βλάβη. Μετά έμαθε ότι εκεί κοντά ευρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη, όπου πήγε και προσκύνησε και ακολούθως πήγε και είδε και το σπήλαιο του.


Επίσης στην Μονή Κύκκου ανακαλύφθηκε η Κάρα του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Ο επίσκοπος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, παραχώρησε τεμάχιο λειψάνων του Αγίου στην κοινότητα της Σιάς. Το τεμάχιο αυτό φυλάγεται σε ειδική λειψανοθήκη στην Κεντρική εκκλησία του Χωριού της Παναγίας Χρυσελεούσας, και μεταφέρεται μόνο κατά τον συνεορτασμό των Αγίων Ιωάννη Θεολόγου και Σπηλεώτη στις 26 Σεπτεμβρίου.

Ανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέου

 Η Ανακομιδή των λειψάνων του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέα, έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. από την πόλη της Ρώμης στην πόλη του μαρτυρίου του, την Πάτρα.

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία

 Ο Όσιος Νείλος ο Νέος γεννήθηκε στο Ροσσάνο της Κάτω Ιταλίας το έτος 910 μ.Χ. και θεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» από τους γονείς του, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ως παιδί μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της ερήμου, ζητώντας από τους γονείς του να του εξηγήσουν το νόημα των δύσκολων εδαφίων. Ήταν ακόμα νεαρό παιδί, όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, και την ανατροφή του την ανέλαβε η ευσεβής αδελφή του, η οποία μερίμνησε για τη μόρφωσή του και τον καθοδήγησε με το σωστό τρόπο. Όμως ο Νείλος, ως ένας ευπαρουσίαστος, ευφυής και εύγλωττος νέος, είναι περιζήτητος από τις νεαρές κοπέλες της πόλεως, και σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, μία από αυτές τον κατακτά. Ενώνεται μαζί της και αποκτούν ένα παιδί. Ο Νείλος όμως δεν παραμένει κοντά τους για πολύ. Σε μία κρίση υψηλού πυρετού, ο Νείλος βλέπει ένα όραμα θανάτου και αιώνιας καταδίκης, το οποίο είναι τόσο ζωηρό, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Έτσι μία ημέρα, χωρίς να μιλήσει σε κανένα, φεύγει για τις μονές του Μερκουρείου. Οι μοναχοί εκεί φοβούνται όμως να τον δεχθούν στα μοναστήρια τους, καθ' ότι ο κυβερνήτης της περιοχής είχε αποστείλει επιστολές σε όλα τα μοναστήρια, απειλώντας τους μοναχούς και τη μονή που θα δεχθεί τον Όσιο Νείλο. Έτσι, έστειλαν τον Όσιο σε μοναστήρι που βρισκόταν σε ξένη, Λομβαρδική επαρχία.


Καθ' οδόν προς το μοναστήρι, ο Νείλος εμποδίσθηκε δύο φορές, τη μία από Σαρακηνό και τη δεύτερη από ιππότη. Και οι δύο του υπέδειξαν να γυρίσει πίσω. Παρά ταύτα, ο Νείλος πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ναζαρίου, όπου παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό. Ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, με τον όρο να του επιτραπεί η επιστροφή στο Μερκούρειο μετά από σαράντα ημέρες. Ο ηγούμενος της μονής ήθελε να κάνει τον Νείλο ηγούμενο σε μία κοντινή μονή, αλλά εκείνος ορκίσθηκε πως δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να δεχθεί οποιεσδήποτε τιμές ή υψηλές θέσεις.


Κατόπιν αυτού, ένας από τους πρώην υπηρέτες τον επισκέπτεται, για να τον ενθαρρύνει στη νέα του ζωή. Ο Νείλος ζητά από τον υπηρέτη του να μείνει μαζί του και του δίδει τα ρούχα και το χιτώνα του, αφού ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το ένδυμα που φορούν οι μοναχοί. Στην συνέχεια, ο Νείλος ζητά να του δώσουν ένα δέρμα προβάτου, για να το φορά ως μανδύα. Συγχρόνως, αναγγέλλει την πρώτη του προφητεία, προβλέποντας το θάνατο ενός κακού ευγενούς, ο οποίος διέμενε κοντά στη μονή. Αμέσως μετά, αναχωρεί για το Μερκούρειο.


Ο Όσιος Νείλος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τον Άγιο Φαντίνο (βλέπε 30 Αυγούστου) και αναπτύσσεται ένας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Αγίων. Τους περιστοιχίζουν μοναχοί, για να παρακολουθούν τα αναγνώσματα των Γραφών καθώς και τις συζητήσεις τους. Όταν κάποιοι μοναχοί πήγαν σε ένα γέροντα που τον έλεγαν Ιωάννη και ύμνησαν την αρετή του Οσίου Νείλου, ο Ιωάννης πεθύμησε να τον υποβάλλει σε δοκιμασία. Όταν έτυχε να συναντήσει ο Ιωάννης τον Νείλο, του προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι που ο Όσιος δεν έπινε ποτέ. Όμως πήρε το ποτήρι, ζήτησε την ευλογία του Ιωάννου και άδειασε ολόκληρο το ποτήρι. Το έκανε αυτό σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς το γέροντα.


Μετά από λίγο καιρό, δέχθηκε δριμύτατη επίπληξη από τον Ιωάννη, όταν προσπάθησε να διορθώσει την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωάννης σε ένα εδάφιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Νείλος δέχθηκε την επίπληξη με σεβασμό, αλλά βασανιζόταν από τη σκέψη μήπως ο Ιωάννης σκέπτεται αιρετικά. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ο σατανάς στον Όσιο Νείλο, με τη μορφή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προκειμένου να τον πειράξει. Του δίδουν μία ερμηνεία του εδαφίου και εξαφανίζονται. Αργότερα την ίδια ημέρα, αντιλαμβανόμενος πως η ερμηνεία αυτή ήταν αιρετική, σπεύδει ο Όσιος Νείλος στον Ιωάννη και του λέγει όσα έγιναν. Ο Ιωάννης τον αναπαύει και τον ενθαρρύνει.


Μια έντονη επιθυμία γιγαντώνεται μέσα στην καρδιά του Οσίου για ησυχία, και με την ευλογία των εκεί Πατέρων πηγαίνει να μείνει μέσα σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στη μονή.


Ένας από τους συνεχείς πειρασμούς του Οσίου Νείλου είναι η σκέψη πως μπορεί να δει ένα Άγγελο, η μια φλόγα ή φωτιά, ή το Άγιο Πνεύμα, επάνω στην Αγία Τράπεζα που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στη σπηλιά του. Πολεμά αυτόν τον πειρασμό καλύπτοντας τους οφθαλμούς του με ποταμούς δακρύων και κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει όμως να πολεμήσει και σαρκικούς πειρασμούς. Για να τους πολεμήσει, ρίχνει τον εαυτό του επάνω σε αγκάθια και μέσα από τον πόνο κατασβήνει την επιθυμία αυτή.


Κάποτε που ήταν στη Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλή και επιβλητική γυναίκα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από τη μορφή της, που ότι και αν έκανε, δεν μπορούσε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Βλέποντας πως χάνει τη μάχη με αυτή την αδυναμία, στρέφεται προς τον Κύριο με αδιάλειπτη προσευχή. Από τον Εσταυρωμένο που έχει απέναντί του, βλέπει τη μορφή του Χριστού να υψώνει το δεξί Του χέρι και να τον ευλογεί τρείς φορές. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, όπως αναφέρεται στο Βίο, παύει κάθε πόλεμος και ακάθαρτο ερέθισμα στη ζωή του, ώστε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τις πολλές νηστείες και αγρυπνίες του, το απέκτησε διά της ομολογίας της δικής του αδυναμίας.


Κάποτε πλησίασε τον Όσιο ένας μοναχός, ζητώντας να γίνει μαθητής του. Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός κουράσθηκε από τον τρόπο ζωής του Οσίου και άρχισε να φιλονικεί μαζί του. Ο Όσιος αποφάσισε να τον διώξει, αλλά εκείνος του υπενθύμισε πως πρέπει να του δοθούν πίσω τα τρία νομίσματα που του είχε δώσει όταν πρωτοπήγε, τα οποία ήταν να δοθούν στους πτωχούς. Αν και ο Όσιος δεν είχε πλέον τα χρήματα αυτά, πήγε σε ένα κοντινό μοναστήρι και ζήτησε να του τα δανείσουν, τα οποία και εξόφλησε στο μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία αντίγραφα του Ψαλτηρίου.


Ο Όσιος αρχίζει να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όγκου στο λαιμό του, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ομιλία και επίπονη την κατάποση. Ο Όσιος Φαντίνος του ζητά να επιστρέψει στο μοναστήρι, προκειμένου να τον περιποιηθούν. Στο μοναστήρι, ο Νείλος βασανίζεται από τη σκέψη πως αν φάει ψάρια ίσως θεραπευθεί, αλλά η επιθυμία να φάει ψάρι ίσως να προέρχεται από το διάβολο. Ένας άνθρωπος του έφερε λίγα ψάρια, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να τα φάει. Ο Κύριος ανταμείβει την υπομονή και τη γενναιοψυχία του Οσίου και τον απαλλάσσει από τον όγκο διαλύοντάς τον μέσα στο λάρυγγά του. Μετά από αυτό, ο Όσιος επέστρεψε στο σπήλαιό του.


Ο διάβολος εμφανίζεται στον Όσιο, με τη μορφή Αιθίοπα, ο οποίος τον κτυπά στο κεφάλι με ένα μεγάλο ρόπαλο. Ο Νείλος μένει αναίσθητος στη γη και όταν ανασηκώνεται, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπό του είναι πολύ πρησμένο και με πολύ κόπο μπορεί να χρησιμοποιήσει το βραχίονά του. Μένει στην κατάσταση αυτή επί σχεδόν ένα χρόνο, πεπεισμένος πως καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν μπορεί να γιατρέψει πληγές που έχουν προξενηθεί από δαίμονα. Θεραπεύεται, όταν επιστρέφοντας στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του ζητήθηκε να αναγνώσει το Εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ο Όσιος προοδευτικά θεραπευόταν.


Μετά από λίγο καιρό, ο Όσιος Φαντίνος βλέπει ένα εκστατικό όραμα, το οποίο προμηνύει την καταστροφή του Μερκουρείου από τους Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα βιβλία τους πρόκειται όλα να καταστραφούν. Αρνείται να μείνει μέσα στο μοναστήρι και αντ' αυτού περιφέρεται στους γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο με άγρια βότανα. Στη συνέχεια αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μερκούρειο. Οι μοναχοί της μονής του, έρχονται στον Όσιο Νείλο, παρακαλώντας τον να τους αναλάβει και να τους ορίσει κάποιον ηγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμούν για ηγούμενο, αλλά αφήνουν την εκλογή στον Όσιο Νείλο. Ο Όσιος επιστρέφει μαζί τους στη μονή και εκεί επιλέγει ως ηγούμενο τον αδελφό του Οσίου Φαντίνου, τον Λουκά. Ο Λουκάς αρνείται την τιμή, αλλά ο Νείλος τον αναγκάζει να τη δεχθεί.


Μετά την αναχώρηση του Γέροντος Φαντίνου, ο πρώτος πραγματικός μαθητής του, ο μακάριος Στέφανος, έρχεται κοντά του. Ο Στέφανος είναι νεαρός, περίπου είκοσι ετών, αγρότης από πτωχή οικογένεια, που φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι γνωστός για την αθωότητα και την απλότητά του. Πηγαίνει στον Όσιο Νείλο, κάθεται δίπλα του, και περιμένει να του πει ο Όσιος τι επιθυμεί. Όταν ερωτάται, απαντά πως επιθυμεί να γίνει μοναχός. Ο Νείλος προσφέρεται να του δείξει το δρόμο προς τα μοναστήρια, όμως ο Στέφανος του απαντά πως τα γνωρίζει και δεν τον αναπαύουν εσωτερικά. Προτιμά να μείνει με τον Όσιο Νείλο και επιμένει να μαθητεύσει κοντά του. Ο Όσιος τελικά δέχεται να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό και αρχίζει να τον δοκιμάζει, καθώς διαπιστώνει πως ο Στέφανος από τη φύση του είναι μάλλον τεμπέλης. Ο Όσιος προσπαθεί αρχικά να τον διορθώσει και να τον κάνει πιο ευγενή και ανδρείο. Μετά από τριετή προσπάθεια να το επιτύχει αυτό διά της υπομονής και λογικής, ο Όσιος στη συνέχεια αποφασίζει να παιδαγωγήσει πολύ πιο σκληρά τον Στέφανο. Μερικές φορές τον κτυπά στην προσπάθειά του να τον αναγκάσει να αποστηθίσει τις απλές προσευχές και το Ψαλτήρι. Ο Στέφανος υπομένει όλη αυτή τη σκληρή συμπεριφορά με καρτερία και προσπαθεί να υπακούσει. Μέχρι που λέγει στον Όσιο πως δεν ενοχλείται από προσβολές του διαβόλου, αλλά πως το μοναδικό του βάσανο είναι οι συνεχείς προσβολές της ασυγκράτητης επιθυμίας για ύπνο. Ο Όσιος Νείλος του κατασκευάζει ένα σκαμνί με ένα μόνο πόδι, ώστε κάθε φορά που θα τον παίρνει ο ύπνος να πέφτει κάτω. Ο Στέφανος πέφτει κάτω άπειρες φορές τραυματίζοντας ακόμα τα χέρια και το πρόσωπό του.


Ο Όσιος φέρεται πολύ αυστηρά στον Στέφανο. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η τιμωρία που επέβαλε ο Όσιος, όταν ο Στέφανος έσπασε ένα πήλινο δοχείο. Ο Στέφανος πηγαίνει στον Όσιο και του δείχνει τα κομμάτια. Ο Όσιος τότε δένει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους και τα κρεμάει γύρω από το λαιμό του Στεφάνου, κάνοντας τον Στέφανο να στέκεται όρθιος μέσα στην τραπεζαρία ενώ οι άλλοι μοναχοί έτρωγαν, προκειμένου να τους επιδεικνύει το σφάλμα του.


Όμως, ο Όσιος επιδεικνύει μεγάλη ελεημοσύνη στον ευλογημένο Στέφανο. Ρωτά για την κατάσταση της οικογένειας του Στεφάνου στέλνοντας την ηγουμένη Θεοδώρα, μια σεβαστή μοναχή που ζούσε ασκητικά σε ένα κοντινό μοναστήρι με μοναχές, να τους επισκεφθεί. Ο Όσιος μάλιστα της ζητά να φιλοξενήσει τη μητέρα και την αδελφή του ευλογημένου Στεφάνου. Η Θεοδώρα έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρόταση αυτή, έτσι η μητέρα και η αδελφή του Στεφάνου έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους υπηρετώντας πιστά και ειλικρινά τον Θεό μέσα στο μοναστήρι αυτό.


Ήλθε κάποτε μία περίοδος με πολλές εισβολές Σαρακηνών. Όταν οι Σαρακηνοί πλησίασαν την περιοχή του Μερκουρείου, οι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω οχυρά. Ο μακάριος Στέφανος, ο οποίος ευρισκόταν την εποχή εκείνη στη μονή του Αγίου Φαντίνου, κατέφυγε σε ένα οχυρό, χωρίς να επιστρέψει στο σπήλαιο όπου βρισκόταν ο Όσιος Νείλος. Ο Όσιος αρχίζει να ανησυχεί για το μαθητή του Στέφανο. Όταν, πηγαίνοντας στο μοναστήρι του Αγίου Φαντίνου το βρίσκει λεηλατημένο και εγκαταλελειμμένο, νομίζει πως ο Στέφανος είναι αιχμάλωτος των Σαρακηνών και αρχίζει να λέγει στον εαυτό του πως εάν ο Στέφανος ήταν αιχμάλωτος, τότε και ο ίδιος θέλει να μοιρασθεί την αιχμαλωσία του. Αν και φοβάται τη σκληρότητα των Σαρακηνών, νοιώθει την υποχρέωση ως Χριστιανός να δώσει τη ζωή του για το φίλο του. Έτσι, αναχωρεί προς αναζήτηση των Σαρακηνών. Μόλις όμως κατάλαβε πως τους βρήκε, όλοι τους φαίνεται να τον αναγνώρισαν και πέφτουν στα γόνατα μπροστά του, βγάζοντας από τα κεφάλια τους τα τουρμπάνια τους. Ο Όσιος τότε αναγνωρίζει πως είναι άνδρες του οχυρού που έχουν μεταμφιεσθεί σε Σαρακηνούς, προκειμένου να προφυλάξουν την περιοχή. Από αυτούς μαθαίνει πως όλοι είναι ασφαλείς, ακόμα και ο Στέφανος.


Όσο έμενε ο Στέφανος στο μοναστήρι, για να βοηθήσει στη συγκομιδή, διδάχθηκε από ένα γέροντα πως να φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ένα τέτοιο καλάθι στον Όσιο Νείλο στο σπήλαιό του, πιστεύοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε. Όμως ο Όσιος του δίδει εντολή να το καταστρέψει αμέσως, επειδή το έφτιαξε χωρίς την ευλογία του. Ο ίδιος γέροντας πηγαίνει αργότερα στον Όσιο Νείλο και τον ρωτά εάν ο Στέφανος μπορεί να τον βοηθήσει να μαζέψει άχυρο. Ο Όσιος δίδει τη συγκατάθεσή του. Όταν επιστρέφουν, ο γέροντας του λέγει με έντονο παράπονο πως έχασε το Ψαλτήρι του. Ο Νείλος επιπλήττει τον Στέφανο που επέτρεψε να συμβεί αυτό, καθώς και για την απροσεξία του να μην έχει παρατηρήσει που είχε αφεθεί το Ψαλτήρι. Τότε του λέγει πως οφείλει να δώσει στον ηλικιωμένο μοναχό το δικό του Ψαλτήρι.


Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον Στέφανο στο Ροσσάνο, για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος.


Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.


Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.


Το μοναστήρι συνεχώς μεγάλωνε, όμως ο Όσιος Νείλος, λόγῳ της βαθιάς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωρούσε τον τίτλο του ηγούμενου σε άλλον. Ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο αυτό ήταν ο μοναχός Πρόκλος, ένας άνδρας ευρείας μορφώσεως, που πριν ακόμα γίνει μοναχός, νήστευε στα νιάτα του, μελετούσε το Ψαλτήρι καθημερινά και έκανε πολλές μετάνοιες ημερησίως. Ως μοναχός, ζούσε αυστηρά ασκητικό βίο, όμως έπρεπε να μάχεται εναντίον πολλών ασθενειών.


Την εποχή ενός τρομερού σεισμού, τον οποίο ακολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ο Όσιος Νείλος πήγε στο Ροσσάνο. Το μόνο κτήριο πού έμεινε όρθιο ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη. Το μεγαλύτερο θαύμα όμως ήταν πως δεν είχε πάθει κακό κανένας άνθρωπος ή ζώο. Όταν έμαθε γι' αυτό ο Όσιος Νείλος, κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκεί, βρήκε στο δρόμο ένα παλαιό δέρμα λύκου, το οποίο φόρεσε, για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Τα παιδιά της πόλεως έτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες και φωνάζοντας «Εσύ, Βούλγαρε!», ενώ άλλοι τον αποκαλούσαν «Φράγκο» ή «Αρμένιο» . Ο Όσιος Νείλος προχώρησε σιωπηλά προς τον καθεδρικό ναό, όπου έβγαλε το δέρμα του λύκου και εισήλθε μέσα στο ναό, για να κλάψει μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ήταν οδηγός και προστάτιδά του. Εκεί, ο φύλακας του ναού, ονόματι Κανίσκας, ο οποίος είναι ο πρώην διδάσκαλος του Οσίου Νείλου, μαζί με μερικούς άλλους ιερείς εκπλήσσονται με την επίσκεψή του στο Ροσσάνο. Ο Όσιος Νείλος απηύθυνε κάποιο λόγο στους παριστάμενους και, αφού τους είπε να αποχωρήσουν, έμεινε με τον Κανίσκα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την απληστία του. Όμως ο Κανίσκας συνεχώς πρόβαλε δικαιολογίες για τις αμαρτίες του. Τελικά, ο Όσιος Νείλος του είπε πως κάποτε θα επιθυμήσει να μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ αργά να το κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ο Όσιος Νείλος ασθένησε και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι του. Τότε έλαβε επιστολή από τον Κανίσκα, ο οποίος τον εκλιπαρούσε να πάει κοντά του και να του αφαιρέσει τα πλούτη του, πριν τον κρατήσει δέσμιο ο διάβολος τη στιγμή του θανάτου. Ο Όσιος Νείλος αμέσως θεραπεύθηκε από την ασθένειά του και η μόνη αντίδρασή του ήταν να υμνήσει τον Θεό, ο Οποίος στην άμετρή Του πρόνοια δεν επέτρεψε να κάνει αυτό πού το θείο θέλημα δεν επιθυμούσε.


Μετά από αυτό το γεγονός, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Όσιο, ο οποίος αμέσως πήγε κοντά στους μοναχούς του, καθ' ότι ο διάβολος τριγυρνούσε ανάμεσά τους αναζητώντας να καταβροχθίσει κάποιον. Ο Όσιος Νείλος περπατούσε ανάμεσα στους αδελφούς του ακατάπαυστα ολόκληρη την ημέρα προτρέποντάς τους να επικαλούνται το Όνομα του Ιησού Χριστού, για να διώξουν μακριά το διάβολο. Τελικά, τη δεκάτη ώρα, ο διάβολος έριξε στο έδαφος ένα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ένα σκυλί. Ο Βίος σχολιάζει πως ο διάβολος στην πραγματικότητα είχε σκοπό να το κάνει αυτό σε έναν από τους μοναχούς, αλλά εμποδίσθηκε από τον Όσιο, ο οποίος ήταν ως Άγγελος Κυρίου που τειχίζει αυτούς που έχουν φόβο Θεού και τους λυτρώνει.


Ο Όσιος Νείλος δυσφορούσε καθώς διαπίστωνε πως οι μοναχοί δεν πρόκοπταν στην αρετή. Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την υπακοή των μοναχών του, για να διαπιστώσει εάν πρέπει να συνεχίσει να ζει μαζί τους ή όχι. Γι' αυτό το σκοπό πρόσταξε τους μοναχούς να κόψουν τα πλεονάζοντα κλήματα της μονής, αφήνοντας μόνο όσα χρειάζονται. Οι μοναχοί δεν απάντησαν, μόνο βγήκαν έξω και προχώρησαν να κάνουν αυτό που τους πρόσταξε ο Όσιος Νείλος. Όταν ο Όσιος είδε την υπακοή τους, έδωσε υπόσχεση στον Θεό πως δεν θα προτιμήσει τίποτε επάνω από αυτούς.


Κοντά στο Ροσσάνο υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αναστασία, το οποίο είχε οικοδομηθεί από τον Ευπράξιο, ένα Βυζαντινό αξιωματικό, ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η φροντίδα του παρεκκλησίου είχε ανατεθεί στο μοναχό Αντώνιο, ο οποίος, πριν το θάνατό του, το παρέδωσε στον Όσιο Νείλο. Εκεί ο Όσιος οικοδόμησε μοναστήρι, για τις μοναχές που ζούσαν στα διάφορα μέρη της περιοχής εκείνης.


Ο Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ο δομέστικος Λέων, μαζί με τους ηγέτες του Ροσσάνο και πολλοί εκ του κλήρου και των λαϊκών πήγαν κάποτε στον Όσιο. Είχαν συζητήσει καθ' οδόν τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να θέσουν στον Όσιο Νείλο, για να τον δοκιμάσουν. Όταν τους αντιλήφθηκε ο Όσιος, προσευχήθηκε στον Χριστό, λέγοντας πως γνωρίζει ότι έρχονται για μάταιους λόγους να τον επισκεφθούν, και συνεπώς χρειάζεται θεία βοήθεια να πει αυτά πού είναι απαραίτητα, αλλά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Όσιος τελικά προχώρησε σε μία μακροσκελή ομιλία περί της ανάγκης για αρετή και την εγκατάλειψη πονηρών ατραπών. Η ομιλία αυτή βοήθησε τους ανθρώπους να ζητήσουν μεγαλόφωνα το έλεος του Θεού. Μετά από αυτό, έθεσαν πολλά ερωτήματα στον Όσιο, αλλά εκείνος χειριζόταν τα ερωτήματά τους με τρόπο ώστε οι ερωτούντες να αναγκάζονται να εξετάσουν τις δικές τους ζωές.


Κάποτε μερικοί από το Ροσσάνο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσαν ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Οσίου Νείλου ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστού Ευπραξίου, λέγοντας πως ο Όσιος είχε πάρει τιμαλφή από το μοναστήρι του, μαζί με όλα τα αντικείμενα του μοναχού Αντωνίου. Ο Ευπράξιος ήλθε στο Ροσσάνο μετά από το διορισμό του ως αυτοκρατορικού δικαστού για την Ιταλία και την Καλαβρία. Όλοι οι ηγούμενοι της περιοχής ήλθαν να τον υποδεχθούν κατά την άφιξή του, όμως ο Όσιος Νείλος έμεινε σε απόσταση, επιθυμώντας να μην παγιδευτεί σε όλη την πομπώδη αυτή επίδειξη κολακείας. Παρέμεινε μέσα στο μοναστήρι του, προσευχόμενος για τη σωτηρία όλου του κόσμου και την ψυχή εκείνου του αξιωματικού. Νοιώθοντας περιφρονημένος από αυτή τη σκόπιμη απουσία του Οσίου Νείλου, ο δικαστής άρχισε να σκέπτεται πως θα τον τιμωρήσει. Όμως γρήγορα αρρώστησε από γάγγραινα. Παρέμεινε άρρωστος επί τρία χρόνια. Ο Όσιος Νείλος τον επισκέφθηκε και ο δικαστής φίλησε τα πόδια Οσίου και του εζήτησε να τον κείρει μοναχό. Αφού έγινε μοναχός, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και παρέδωσε το πνεύμα.


Ο στρατηγός του Θέματος της Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στον Όσιο Νείλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν, το οποίο απέκτησε όταν τα στρατεύματά του κατέκτησαν την Κρήτη. Ο Όσιος αρνήθηκε να δεχθεί το παραμικρό μέρος αυτού του ποσού και συμβούλευσε το στρατηγό να δώσει τα χρήματα στον καθεδρικό ναό της πόλεως. Ο Βασίλειος ερώτησε τον Όσιο εάν μπορεί τουλάχιστον να κτίσει ένα παρεκκλήσι για το μοναστήρι, το οποίο διέθετε μόνο ένα μικρό ναό φτιαγμένο από λάσπη. Η απάντηση του Οσίου Νείλου όμως τους ξαφνιάζει, καθ' ότι τους λέγει πως δεν χρειάζεται να κτίσουν τίποτε, εφ' όσον η Καλαβρία σύντομα θα πέσει ολόκληρη στα χέρια των Σαρακηνών. Έτσι ο Όσιος αποφασίζει να φύγει από την Καλαβρία και πηγαίνει στην Κάπουα. Αργότερα φθάνει στη Ρώμη και μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται από τον Θεό στον τόπο που πρόκειται να ενταφιασθεί. Φθάνει στην πόλη του Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά από τη Ρώμη, και πηγαίνει στη μονή της Αγίας Αγάθης, όπου υπάρχουν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο πρίγκηπας του Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστός για την τυραννικότητα και την αδικία του, έρχεται στον Όσιο και, βάζοντας εδαφιαία μετάνοια στα πόδια του Οσίου, του λέγει πως δεν είναι άξιος, λόγῳ των πολλών του αμαρτιών, να δεχθεί τον Όσιο κάτω από την στέγη του, αλλά διαπιστώνει πως ο Όσιος, όπως ο Κύριος, προτιμά τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Ο πρίγκηπας τότε προσφέρει το σπίτι του, όλες τις εκτάσεις του και το οχυρό του. Ο Όσιος Νείλος όμως του δηλώνει πως χρειάζεται μόνο ένα μικρό μέρος της εκτάσεως, όπου μπορεί να ζήσει σε ησυχία και όπου οι μοναχοί του μπορούν να εξιλεωθούν ενώπιον Θεού για τις αμαρτίες τους και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.


Ενώ η πλειοψηφία των μοναχών παρέμεινε σε απόσταση από τον τόπο της ασκήσεως του Οσίου Νείλου, ο Όσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Παύλος. Ο Όσιος του παρέδωσε τα μοναδικά του επίγεια υπάρχοντα, που ήταν λίγα κουρέλια, και ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού. Μετά από αυτό, ο Όσιος Νείλος τους ευλόγησε και οι μοναχοί τον μετέφεραν μέσα στο ναό, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, το έτος 1003 μ.Χ., ένας από τους μοναχούς τον άκουσε να προφέρει τα εξής λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».


Ο Όσιος Νείλος συνέθεσε ύμνους στον Όσιο Βενέδικτο, τους οποίους έμελψε μετά μελωδικής ψαλμωδίας σε παννυχίδα και μετά εξηκονταμελούς χορού.