Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης ‐ ένας εκπρόσωπος ενός ιδιότυπου νηπτικού «ενοριακού μυστικισμού».

 Μεταξύ των αγιασμένων μορφών του 20ου αιώνα εξέχουσα θέση κατέχει ο ευλαβέστατος και όσιος εφημέριος του χωριού Πλάτανος παπα‐Δημήτρης Γκαγκαστάθης.


Πρόκειται για μια οσιακή μορφή, καίτοι έζησε ως έγγαμος στον κόσμο.


Υπήρξε προικισμένος με πολλά χαρίσματα, με πολλή επιμέλεια, καθαρότητα συνειδήσεως, άλαλο πίστη, βαθειά ταπείνωση και με πληρότητα αγάπης στο Θεό και τον πλησίον.


Γεννήθηκε στις αρχές του αιώνος μας, και συγκεκριμένα γεννήθηκε το 1902 στο χωριό Πλάτανος, όπου αργότερα, επί 42 συναπτά έτη,εχρημάτισε ο καλός ποιμήν των λογικών προβάτων.


Εκοιμήθη το 1975, στις 29 Ιανουαρίου εν ειρήνη.


Ο Πλάτανος είναι μια μικρή κωμόπολη, ένα μεγάλο χωριό,15 χιλιόμετραδεξιά από την πόλη των Τρικάλων, στη Θεσσαλία.


Ο πατήρ Δημήτριος είχε σημεία θαυμαστά από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κι αυτά που παρέλαβε από το Θεό τα καλλιέργησε με φιλότιμο, τα αύξησε και πάντοτε ταπεινά και για τη δόξα του Θεού και μόνον.


Όταν ο Θεός βρει τέτοια σκεύη τα αξιοποιεί, τα πλουτίζει και χαριτώνεται η ζωή τους και κοντά σ’ αυτούς και όσοι πλησιάζουν σ’ αυτές τις πνευματικές θερμάστρες, σ’ αυτά τα λιμάνια.


Ο παπα-Δημήτρης δεν έτυχε σπουδών. Με δυσκολίες τελείωσε το δημοτικό στο χωριό του. Ήταν βοσκός προβάτων. Όπου κι αν βρισκόταν είχε μνήμη Θεού, μνήμη θανάτου και έκλεινε τα πρόβατα στη στάνη και πήγαινε με δάκρυα και εκκλησιαζόταν. Όταν αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, γονάτιζε εκεί που ήταν στα βουνά και έκλαιγε, ζητώντας το έλεος του Θεού, διότι βρισκόταν μακράν του οίκου του Θεού. Διάβαζε με πολλή κατάνυξη βίους αγίων και τους αισθανόταν φύλακες, ευεργέτες και προστάτες. Είχε αίσθηση ζώσα της παρουσίας των. Τους κρατούσε κοντά του η καθαρότητα του βίου του. Και όπως τόνιζε η εργασία φέρνει την αξία. Αισθανόταν πώς θα πρέπει να τον προστατεύουν οι άγιοι και δεν έκανε τίποτε εάν δεν ξεκινούσε από το Θεό κι εάν δεν κατέληγε στο Θεό. Δηλαδή, αν έφευγε το πρωί για να φυλάξει τα πρόβατα, θα περνούσε πρώτα από τους Ταξιάρχες, ένα ναό του 1600, κατανυκτικό, με τοιχογραφίες, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του.


Εκεί, έμαθε για το Θεό και από την ευλαβέστατη γιαγιά του και τους ευσεβείς γονείς του τα ιερά γράμματα .


Έλεγε: «να με προστατεύετε, να με φυλάξετε, να γυρίσω και πάλιν στον οίκο σας, να σας πω το ευχαριστώ». Πρώτα στον οίκο του Θεού και μετά στις δουλειές και πάλιν στον οίκο του Θεού και μετά στο σπίτι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της ζωής του.


Βασικός σταθμός στην ζωή του παπα-Δημήτρη ήταν η γνωριμία του με τον Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη.


Ο σεβάσμιος λευίτης αποτελούσε πρόσωπο αξιοσέβαστο και ιερό για τον Γέροντα αλλά και για την αδελφότητα του Μεγάλου Μετεώρου και κατόπιν της Σιμωνόπετρας και της Ορμύλιας.


Η γνωριμία των δύο πατέρων ξεκινά από την εγκαταβίωση του π.Αιμιλιανού στα Μετέωρα ,έναν χώρο οικείο για τον π.Δημήτριο ,καθώς εκεί εξομολογούνταν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της πολυκύμαντης και περιπετειώδους ζωής του.


Τον νεαρό ιερομόναχο Αιμιλιανό εντυπωσίασε βαθύτατα η ευλάβεια του παπα Δημήτρη προς τους Ταξιάρχες ,προστάτες αγίους του χωριού του, η απλότητα, η οικείωσή του προς τα «ιερώς τελούμενα»,η άσκηση και η ταπείνωσή του. 

 Όταν μετά από λίγο αυτός ο ενάρετος ιερέας άρχισε να εξομολογείται στον Γέροντα,διατηρώντας αυτόν τον πνευματικό δεσμό μέχρι το οσιακό του τέλος ,αποκάλυψε σε εκείνον τα εσώτατα των νηπτικών,προσευχητικών και λατρευτικών βιωμάτων του.


Η ζωή του ,όπως γράφει ο ίδιος ο Γέροντας γι΄αυτόν ,ήταν μια χειραγωγία από την Θεία Χάρη ,ώστε να αναδεικνύεται όργανο έκφρασης του Αγίου Πνεύματος. (Κατηχήσεις Τόμος 1ος)


Ο παπα‐Δημήτρης εκφράζει απόλυτα έναν νηπτικό εγκόσμιο ασκητισμό αν καί έγγαμος εφημέριος με πλείστες ενοριακές και οικογενειακές υποχρεώσεις.


Πρόκειται για μια πνευματικότητα με κέντρο την μικρή ενορία ,η οποία δεν εμποδίζει την εσωτερική –μυστική εμπειρία και κινείται σε δύο επίπεδα,


Το πρώτο αφορά την συνεπή και ακριβέστατη λειτουργική ζωή ,παράλληλα με μια κοινωνικότητα που αποδείκνυαν τα έργα φιλανθρωπίας ( οἰκονομικές ἐνισχύσεις,ἐνοριακή βιβλιοθήκη κ.τ.τ. ),η μέριμνα για το ποίμνιό του και η ενασχόλησή του για την λύση των ποικίλων προβλημάτων των ενοριτών


Το δεύτερο αφορά στην προσωπική του πνευματική καλλιέργεια μέσω της πολύωρης και ολονύκτιας προσευχής και της άσκησης .


Ο Γέροντας δέ διστάζει να χαρακτηρίσει τον παπα‐Δημήτρη σαν ζωντανό καί ενεργό μυστήριο ,σάν νέο Μωϋσή ,που ζούσε μέσα στο θειο γνόφο, πάντοτε «ἀκέραιος, ἀνέλικτος, ἀσυγκατάβατος, σταθερός».(Kατηχήσεις –Τόμος 1ος)


Σημαντικό επίσης στοιχείο της προσωπικότητας του π.Δημητρίου Γκαγκαστάθη ,πέρα από την προσωπική βίωση των μυστηρίων του Θεού, ήταν και οι σχέσεις φιλίας και αδελφοσύνης που ανέπτυξε με σπουδαίες και εξέχουσες προσωπικότητες ,όπως οι « ὁσίως βιώσαντες» π. Φιλόθεος Ζερβάκος, π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί π. Ιουστῖνος Πόποβιτς(μέσω των πνευματικών του τέκνων π. Ἀθανασίου και π. Ἀμφιλοχίου) με τους οποίους διατηρούσε επαφή είτε επισκεπτόμενος, είτε δι’ αλληλογραφίας, ζητώντας συμβουλές , πνευματική ενίσχυση ακόμα και έλεγχο των πνευματικῶν του εμπειριῶν.


Ιδιαιτέρως αγαπούσε τα ιερά προσκυνήματα και τις ιεραποδημίες, εμπέδωνε γνωριμίες με πρόσωπα ιεραποστολικής δράσης, και ενίσχυε κάθε προσπάθεια διαδόσεως του θελήματος του Θεού.


Θά έλεγε κανείς πως με τον τρόπο του συγκροτοῦσε ένα πνευματικό δίκτυο μεταδόσεως βιωμάτων και αλληλοενισχύσεως, διαβλέποντας προφητικά τή ματαιότητα , τή σύγχυση καί τα αδιέξοδα τῆς σύγχρονης κοινωνίας.


Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΕ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΖΩΑ, ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ...

 Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου



   Η προσευχή της Εκκλησίας έχει τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε και αν ακόμη είμαστε πιο άφωνοι και από τις πέτρες, θα μπορούσε να κάνει τη γλώσσα μας πιο ελαφρά από το φτερό. Διότι, όπως ο ζέφυρος όταν φυσάει στα πανιά του πλοίου το κάνει να τρέχει πιο γρήγορα από το βέλος, έτσι και η προσευχή της Εκκλησίας όταν πέσει στη γλώσσα αυτού που την λέει, κινεί τον λόγο δυνατότερο από τον ζέφυρο.

Πόση τιμή δε έχει το πράγμα, να είναι κάποιος άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, όλοι το γνωρίζουν, αλλά να δείξουν με λόγια το μέγεθός της δεν μπορούν οι πολλοί, διότι αυτή η τιμή ξεπερνά και των Αγγέλων τη μεγαλοπρέπεια. Αυτό το γνωρίζουν οι ίδιοι οι Άγγελοι, αφού φαίνονται πως έφερναν τις δεήσεις των Προφητών στο Θεό, τους ύμνους και τις λατρείες στο Δεσπότη με φόβο πολύ, έχοντας και τα πόδια σκεπασμένα από την μεγάλη ευλάβεια.

    Αλλά αν εκείνοι που πετούν και δεν ησυχάζουν καθόλου δείχνουν το φόβο που έχουν, τούτο μου φαίνεται ότι το κάνουν για να εκπαιδεύουν εμάς στον καιρό της προσευχής να λησμονούμε την ανθρώπινη φύση· και με την προθυμία και τον φόβο που έχουμε, να μη βλέπουμε, ούτε να φανταζόμαστε κανένα πράγμα τούτου του κόσμου, αλλά να μας φαίνεται πως είμαστε μεταξύ των Αγγέλων και προσφέρουμε τη λατρεία που προσφέρουν κι εκείνοι. Διότι όλα τα άλλα, τα δικά μας, είναι πολύ χωρισμένα από τα δικά τους· και η φύση και ο τρόπος ζωής και η σοφία και η φροντίδα και ο,τι άλλο· η προσευχή όμως είναι κοινό έργο των Αγγέλων και των ανθρώπων.


    Αυτή η προσευχή σε ξεχωρίζει από τα άλογα ζώα, αυτή η προσευχή σε κάνει σύντροφο των Αγγέλων αυτή μπορεί γρήγορα να σε ανεβάσει στη δική τους πολιτεία, στη ζωή, στη δίαιτα, και την τιμή και την συγγένεια, και τη σύνεση και τη σοφία, και να σε κάνει να φροντίζεις όλη σου τη ζωή να βρίσκεσαι σε προσευχές και στη λατρεία του Θεού.

Άγιος Ιούλιος ο Πρεσβύτερος εξ Αιγίνης

 Όπως αναφέρεται στο Συναξάρι του, ο Άγιος Ιούλιος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Αίγινα από εύπορους και ευσεβείς γονείς που τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Έμαθε τα εγκύκλια γράμματα στην Αίγινα και στην συνέχεια σπούδασε στην Αθήνα, μαζί με τους Αγίους Βασίλειο  και Γρηγόριο . Αφού επανέκαμψε στην Αίγινα, αποφάσισε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, να μιμηθεί τον Απόστολο των εθνών Παύλο και να κηρύξει τον Χριστό. Έτσι οι δύο Άγιοι πήραν αποστολικές ράβδους και παρέδωσαν τον εαυτό τους στον Κύριο. Ο Επίσκοπος των Αθηνών χειροτόνησε τον Ιούλιο Πρεσβύτερο. Κοσμημένος με την χάρη της ιεροσύνης εξήλθε μαζί με τον διάκονο Ιουλιανό, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και να βαπτίσει πολλούς Εθνικούς.


Στα τέλη του βίου του αναχώρησε στο Κούσιον της λίμνης Όρτα, όπου μετά από άσκηση και προσευχή κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 401 μ.Χ., σε ηλικία 71 ετών.

Άγιος Aed από το Ferns

 Ο Άγιος Aed γεννήθηκε στο Inisbrefny (ένα νησί στη λίμνη Templeport) περί το 550 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Setna και η μητέρα του Eithne.


Ο Άγιος Aed ήταν ένας από τους πρώτους επίσκοπους της πόλης Ferns στην Ιρλανδία και ίδρυσε μοναστήρια στο Drumlane, κοντά στο Milltown, στο Ferns, στο Disert-Nairbre και στο Rossinver.


Κοιμήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 632 μ.Χ.

Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου Δακρυρροούσης

 Η εικόνα της Παναγίας της Δακρυροούσας ή Κορωνιώτισσας φυλάσσεται στην ομώνυμη μονή του Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας. Η Παναγία κατά την ημέρα αυτή διέσωσε τη μονή από τον ισχυρό σεισμό του έτους 1867 μ.Χ.

Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας ο Αρδούνης

 Ο Άγιος Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Έκανε το επάγγελμα του κουρέα και είχε μεγάλη υπόληψη από τους προεστούς της Καλαμάτας.


Μιλώντας κάποτε σ' αυτούς, τους προέτρεψε να ενεργήσουν για να ελαφρυνθούν οι φόροι που επιβάλλουν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, διότι αλλιώς κινδυνεύουν να αρνηθούν την πίστη των πατέρων τους. Οι προεστοί διαφωνούσαν μαζί του λέγοντας ότι οι Χριστιανοί δεν κινδυνεύουν ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Τότε εκείνος τους λέει, εμένα αν κάποιος μου δώσει ένα φέσι γυρίζω το φύλλο. Τότε ένας προεστός, για αστείο, έστειλε και του αγόρασε ένα φέσι. Εκείνος πήγε αμέσως στον δικαστή και έγινε μουσουλμάνος, γεγονός που λύπησε όλους τους Χριστιανούς.


Μετά από λίγο καιρό συναισθάνθηκε το σφάλμα του, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί εξωμολογήθηκε με μεγάλη συντριβή το λάθος του, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε με το Άγιο Μύρο. Έγινε μάλιστα και μοναχός στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια, ασκούμενος στην αρετή, την προσευχή και την προετοιμασία για το μαρτύριο.


Επανήλθε λοιπόν στην Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στον κριτή και ομολόγησε μπροστά του τη χριστιανική πίστη. Παρά τις κολακείες και τα φρικτά βασανιστήρια, ο Ηλίας έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Ο δικαστής τότε διέταξε να τον κάψουν με χλωρά ξύλα. Τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον οδηγούσαν στον τόπο της καταδίκης.


Στο δρόμο κάποιος του κατέβασε κυριολεκτικά την πλάτη με μια σπαθιά. Ο άγιος χωρίς να δειλιάσει, χαρούμενος, με περισσότερο θάρρος, προχωρούσε ψάλλοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ. Όταν έφθασαν στον τόπο της καταδίκης, τον έριξαν στη φωτιά. Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ παρέδωσε την αγία του ψυχή μέσα στην πυρά, όταν έσβησε η φωτιά το άγιο λείψανό του είχε μείνει άθικτο. Δεν είχαν καεί ούτε τα ράσα του ούτε τα γένια ούτε τα μαλλιά του. Τη νύχτα, οι φρουροί έβλεπαν το ουράνιο φως που κατέβαινε και περικύκλωνε το τίμιο λείψανο του μάρτυρος και έλεγαν επειδή δεν τον έκαψε η φωτιά, έστειλε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό για να τον κάψει.


Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο του μάρτυρος και το έθαψαν δίνοντας πολλά χρήματα. Όταν, αργότερα, έκαναν την ανακομιδή μια καταπληκτική ευωδία γέμιζε τον τόπο.


Η τίμια κάρα του νεομάρτυρα αυτού, είναι θησαυρισμένη στην Ιερά Μονή Βουλκάνου της Μεσσηνίας.


Να σημειώσουμε τέλος ότι το έτος μαρτυρίου του Αγίου μάλλον δεν είναι το 1686 μ.Χ., όπως πρώτος αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και επαναλαμβάνουν λανθασμένα όλοι οι Συναξαριστές. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. με την βοήθεια των Βενετών, οι οποίοι παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1715 μ.Χ. Συνεπώς, ο Άγιος Ηλίας μαρτύρησε πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 1685 μ.Χ. όταν ήταν οι Τούρκοι στην Καλαμάτα. Δηλαδή, το πιθανότερο, στις 31 Ιανουαρίου 1685 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Καλαμῶν θεῖος γόνος καὶ ἐγκαλλώπισμα, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἀξιοθαύμαστε, ἀνεδείχθης ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὃν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.


Αγία Τρυφαίνη

 Η Αγία Τρυφαίνη καταγόταν από την Κύζικο και από ευσεβείς γονείς, τον συγκλητικό Αναστάσιο και την ενάρετη Σωκρατία που ήταν χριστιανή.


Η χριστιανική της ανατροφή και η γενναιότητά της φάνηκαν σ’ έναν διωγμό όπου για να ενδυναμώσει τους ασθενέστερους και λιπόψυχους ομολόγησε με παρρησία τη πίστη της στο Χριστό και το βέβαιο θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Μόλις άκουσε αυτά ο ηγεμόνας Καισάριος, εξοργίσθηκε και διέταξε να συλλάβουν την Αγία. Η διαταγή εκτελέσθηκε και άρχισαν τα βασανιστήρια. Πρώτα την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, η Αγία όμως διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο και στην συνέχεια την κρέμασαν ψηλά και την άφησαν να πέσει πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα θηρία. Ένας άγριος ταύρος όρμησε και διαμέλισε το σώμα αυτής. Έτσι η Αγία έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.


Λένε ότι στον τόπο που χύθηκε το αίμα της, ανέβλυσε μία πηγή με καθαρό νερό. Από το νερό αυτό έπαιρναν και έπιναν οι γυναίκες που μετά τον τοκετό τους δεν είχαν γάλα. Έτσι, αμέσως, ο οργανισμός τους δημιουργούσε το γάλα που χρειάζονταν, για να θρέψουν τα νεογέννητα παιδιά τους.

Άγιοι Ουικτωρίνος, Ουίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίνος και Παπίας

 Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.


Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σαραπίνου και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα.


Πιθανώς να είναι οι ίδιοι με αυτούς της 5ης Απριλίου.

Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

 Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 μ.Χ. και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.


Το έτος 1815 μ.Χ. ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.


Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μ.Χ. μέχρι το 1840 μ.Χ.


Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.


Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.


Όταν το 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.


Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877 μ.Χ. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 μ.Χ. και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

 Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.


Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.


Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.


Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.


Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.

Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.


Ὁ Οἶκος

Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Παράκληση στους Τρεις Ιεράρχες

Το μέτρο, η διάκριση και οι Τρεις Ιεράρχες (Πρωτοπρ. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη)

 α) Οι άνθρωποι του Πνεύματος αναζητούν, σε κάθε εποχή, το μέτρο. Όμως, το μέτρο δεν έχει σχέση με τη μετριότητα, αλλά με την άριστη ποιότητα. Χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη φιλοσοφία, την τέχνη, αλλά και άλλες επιστήμες. Στην παρούσα συνάφεια ενδιαφέρει περισσότερο η φιλοσοφική και θεολογική διάσταση του θέματος, που μπορεί να επηρεάσει την πολιτική σκέψη και ευρύτερα την κοινωνία.


β) Ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα. Εννοεί τη μεσότητα, όχι με τη μαθηματική έννοια του όρου -δηλαδή, το μισό του 100 είναι το 50- αλλά την πρακτική φιλοσοφία. Μεσότητα είναι η ισορροπία, που βρίσκεται ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Λ.χ. η αλαζονεία και η μικροπρέπεια -ως ακρότητες- είναι κακίες, ενώ η μετριοφροσύνη είναι μεσότητα, δηλαδή αρετή. Ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία βρίσκεται το θάρρος και η ανδρεία. Ανάμεσα στην παρόρμηση και την αδράνεια βρίσκεται η σύνεση.


γ) Η μεσότητα υιοθετείται από την αγιοπατερική παράδοση της Εκκλησίας ως αρετή και τελειότητα. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Ανάμεσα στις κακίες βρίσκεται η αρετή, όπως το τριαντάφυλλο μεταξύ στυγερών και οξύτατων αγκαθιών.. Ενώ αλλού τονίζει: “Μεσότητα όταν είπω, αλήθειαν λέγω”. Ο Μ. Βασίλειος επίσης, ακολουθώντας την αριστοτελική σκέψη διδάσκει: “Η μεσότης και συμμετρία είναι αρετή, οι υπερβολές και ελλείψεις καταντούν αμετρία και αίσχος”. Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος, που θεωρούταν “ακραίος”, υπολόγιζε πάντοτε χωρίς “ίδιον όφελος” και απέβλεπε στη σωτηρία ακόμη και των διωκτών του, διακρινόμενος από υπερβολή αγάπης και έλλειψη εκδικητικότητας!


δ) Συναφής όρος στη θεολογία και θεμελιώδης ποιμαντική αρχή είναι η “θεαυγεστάτη διάκρισις”, η οποία ως διαυγής οφθαλμός της ψυχής συνδυάζει άριστα προσωπική και κοινωνική ευθύνη. Το ότι χάθηκε το μέτρο σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνεται εύκολα από τις ετήσιες εκθέσεις Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, όπου περιγράφονται τα δεινά της ανθρωπότητας. Και μπορεί στη χώρα μας να βιώνουμε έντονα την κρίση,  αλλού όμως τα παιδιά πεθαίνουν από έλλειψη πόσιμου νερού, εμβολίων και γάλακτος!


ε) Είναι επίσης εμφανέστατο, ότι το μέτρο χάθηκε και σε εθνικό επίπεδο. Με τις ακρότητες που παρατηρούνται στο δημόσιο βίο και την εύκολη αναπαραγωγή τους από τα λεγόμενα Μέσα Ενημέρωσης, είναι δύσκολο να επικρατήσει η νηφαλιότητα, η κοινή λογική και το μέτρο. Αμετρία και ακρότητες παντού. Ακόμη και στον εκκλησιαστικό χώρο. Κι αυτό συμβαίνει, διότι ο ακραίος λόγος διεγείρει το θυμικό του ανθρώπου και θέλει να εντυπωσιάσει. Προκαλεί πρόσκαιρο ενδιαφέρον και δημιουργεί οπαδούς. Δεν έχει ουσία και δεν λειτουργεί παιδευτικά, αλλά ωφελιμιστικά και καταχρηστικά.


στ) Όταν το 1842 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών όριζε την τριακοστή Ιανουαρίου ως εορτή των γραμμάτων και της παιδείας, ήθελε προφανώς να αποτρέψει τις ακρότητες των νεότερων χρόνων. Διότι, στη συνέχεια και κάτω από δυσχερείς ιστορικές συγκυρίες, ο ελληνικός λαός βίωνε έναν ιδιότυπο πολιτιστικό διχασμό και αιωρούταν ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τη βυζαντινή Ελλάδα.


ζ) Κι επειδή -κατά κανόνα- η άρχουσα τάξη, αλλά και μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης θέλησαν, αν όχι να διαγράψουν, αλλά να υποβαθμίσουν τη βαθιά ριζωμένη στο λαό μας χριστιανική παράδοση από την παιδεία και να θεωρήσουν τους Νεοέλληνες ως κατευθείαν απόγονους των αρχαίων Ελλήνων, οδηγηθήκαμε σε πολλά από τα σημερινά αδιέξοδα. Άραγε, σε ποια σχολεία μαθήτευσαν όσοι επαγγέλλονται σήμερα τον νεοπαγανισμό, το δωδεκαθεϊσμό και την τυφλή βία; Σε ποια σχολεία διδάχτηκαν ιστορία, όσοι πρεσβεύουν το νεο-μηδενισμό και απαξιώνουν τη χριστιανική παράδοση, που είναι συνυφασμένη με τη ζωή του λαού μας; Μήπως, τελικά, χρειάζεται να αναστοχασθούμε το μήνυμα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για να βρούμε το μέτρο;


(Δημοσιεύτηκε Στη “Μακεδονία Της Κυριακής” στις 27 Ιανουαρίου 2013)

Η κοινωνική προσφορά των Τριών Ιεραρχών μέσα στον κόσμο

 Δημητρίου Καραμάτσκου


Φιλανθρωπία


Εάν κάνουμε μια γενική θεώρηση της εποχής των Τριών Ιεραρχών, θα διαπιστώσουμε ότι, τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής ήταν η αλλαγή της πολιτικής νοοτροπίας, που προήλθε απ’ την κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ανάπτυξη της Ανατολής. Με την συνεχή μετακίνηση και τους πολέμους των διάφορων βάρβαρων φύλων έχουμε μια κοινωνική ανησυχία και αστάθεια που έφερε και την οικονομική αταξία. Η άνιση κατανομή των αγαθών, η εκμετάλλευση των φτωχών απ’ τους ισχυρούς -κύρια θέματα στα έργα του Χρυσοστόμου, αλλά και του Βασιλείου- η δουλεία, η μετακίνηση πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα, είχαν ως αποτέλεσμα τη φτώχεια, τη δυστυχία και την κοινωνική ακαταστασία.


Μια εικόνα της κατάστασης αυτής μας δίνουν οι ίδιοι οι τρεις Ιεράρχες. Ο Μ. Βασίλειος μιλάει για «λιμό αγάπης». «Χάθηκε, λέγει, η δικαιοσύνη και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, και πνίγεται στη μονότητα και την ατομικότητά του».


Το κοινωνικό «πιστεύω» τους είναι κήρυγμα ισότητας και δικαιοσύνης. Είναι αδιανόητο για τη χριστιανική σκέψη των τριών Πατέρων να υπάρχουν πλούσιοι που χαίρονται τα αγαθά της γης, την ώρα που κάποιοι φτωχοί στερούνται τα πιο απαραίτητα αγαθά για τη συντήρησή τους. Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει «να μην επιδιώκουμε την υπεροχή, να γνωρίσουμε την ισοτιμία της φύσεως και να αγαπήσουμε την ισοτιμία προς αυτούς που νομίζουν ότι υστερούν σε κάποια πράγματα» (P. G. 31, 1225).


Η ηθική διδασκαλία του Βασιλείου είναι εξόχως κοινωνική. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το έτερον, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να γνωρίσει τον εαυτό του. Τα υλικά αγαθά του ανθρώπου, ο πλούτος, δεν έχουν απόλυτη αξία. Ο σκοπός του πλούτου είναι κοινωνικός και πρέπει να κατανέμεται σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη. Η εργασία είναι ευλογημένη, αλλά η εκμετάλλευση του κόπου του άλλου είναι ανεπίτρεπτη. «Κανένας δεν είναι δούλος εκ φύσεως. Διότι ή αφού καταδυναστεύθηκαν, οδηγήθηκαν στον ζυγό της δουλείας όπως συμβαίνει κατά την αιχμαλωσία ή έγιναν δούλοι εξαιτίας της φτώχειας». (Περί Αγ. Πνεύματος P.G. 32, 161-162)


Γράφει ο Μ. Βασίλειος (P. G. 31, 277). «Το ψωμί που κρατάς κρυμμένο ανήκει σ’ εκείνον που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του γυμνού. Τα υποδήματα που έχεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου. Τα λεφτά που τα καταχωνιάζεις είναι εκείνου που δεν έχει».


Σε άλλο σημείο λέει: «Μη φανούμε οι λογικοί άνθρωποι σκληρότεροι από τα ζώα. Γιατί εκείνα χρησιμοποιούν αυτά που από τη φύση της βλαστάνει η γη, από κοινού… Εμείς όμως παίρνουμε για δικά μας αυτά που ανήκουν σε όλους, κρατάμε μόνο για μας αυτά που ανήκουν στους πολλούς… Ας μιμηθούμε την πρώτη ζωή των χριστιανών, που τα είχαν όλα κοινά, τη ζωή, την ψυχή, τη συμφωνία, το τραπέζι κοινό και ήταν αδιαίρετη αδελφότητα, αγάπη ανυπόκριτη, που έκανε τα πολλά σώματα ένα» (P. G. 31, 324/5).


Στο έργο του Ομιλία προς τους πλουτούντας γράφει: «Γνωρίζω ότι πολλοί νηστεύουν, προσεύχονται, στε­νάζουν, φανερώνουν όλη την ανέξοδη ευλάβεια, δεν α­φήνουν όμως ένα οβολό σ’ αυτούς που θλίβονται. Ποιο το όφελος τους από την λοιπήν αρετή; Διότι δεν τους δέ­χεται η βασιλεία των ουρανών, καθώς είναι ευκολότερο, να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στην βασιλεία των ουρα­νών». (P.G. 31, 288A)


Για τον Γρηγόριο το Θεολόγο η ισότητα και η δίκαιη κατανομή των αγαθών ξεκινάει από τη μίμηση της δικαιοσύνης και ισότητας του Τριαδικού Θεού. Γράφει: «Να ντραπείτε σεις που κρατάτε όσα ανήκουν στους άλλους και να μιμηθείτε την ισότητα του Θεού και δε θα μείνει κανένας φτωχός. Ας μη καταβάλλουμε κόπους για να θησαυρίζουμε, ενώ άλλοι καταβάλλονται από τη φτώχεια» (P. G. 35, 889).


Μπροστά στη γέννηση και το θάνατο βλέπει ο Γρηγόριος την εξίσωση των ανθρώπων: «Μίαν καί τήν αύτήν γῆν μητέρα ἔχομεν καί τόπον… μηδέν πλέον ἀλλήλων ἔχοντες» (P. G. 36, 225)


Η φιλοπτωχία αποτέλεσε το αντικείμενο μιας ομιλίας του Γρηγορίου, στην οποία γράφει: «Σε όλους τους πτωχούς πρέπει να ανοίξουμε τα σπλάχνα μας και σε όσους κακοπαθούν για οποιαδήποτε αιτία, σύμφωνα με την εντολή «χαίρειν μετὰ χαιρόντων, καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» και να προσφέρουμε τον έρανο της χρηστότητάς μας είτε τη χρειάζονται εξαιτίας της χηρείας, είτε εξαιτίας της ορφάνιας, είτε εξαιτίας της αποξένωσης από την πατρίδα τους, είτε εξαιτίας της ωμότητας των δεσποτών και το θράσος των αρχόντων είτε εξαιτίας της απανθρωπίας των εφοριακών είτε εξαιτίας των ληστών και την απληστία των κλεπτών, είτε τη δήμευση είτε το ναυάγιο». (P.G. 35, 864, 1-865, 2).


Το παράδειγμα της φιλανθρωπίας του Χριστού, που μας αγάπησε και έδωσε τη ζωή του για μας είναι αυτό που προβάλλει ο Γρηγόριος, για να παροτρύνει τους πιστούς να μην βδελύσσονται τους λεπρούς, που ήταν αποκρουστικοί και φόβητρο για τους ανθρώπους. Γράφει στο ίδιο έργο «Περί φιλοπτωχείας»: «Εμείς λοιπόν που έχουμε λάβει τέτοιο υπόδειγμα ευσπλαχνίας και συμπαθείας τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς; Θα τους παραβλέψουμε; Θα τους προσπεράσουμε; Θα τους εγκαταλείψουμε σαν νεκρούς, σαν βδελυγμένους, σαν τα ερπετά και τα θηρία; Καθόλου αδελφοί μου. Δεν είναι αυτή η συμπεριφορά για μας, που είμαστε θρέμματα του Χριστού, του αγαθού ποιμένος».


Ο Χρυσόστομος θεωρώντας ότι όλα τα επίγεια αγαθά είναι του Θεού αρνείται ουσιαστικά την ιδιοκτησία και φέρνει στο προσκήνιο την έννοια της χρήσης του πλούτου. Γράφει: «Το δικό μου και το δικό σου είναι απλά λόγια. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, γιατί δεν έχουμε τίποτε δικό μας, όλα είναι του Θεού» (P. G. 61, 85).


«Γι’ αυτό κλαίω και πονώ – λέγει ο Χρυσόστομος – βλέποντας να σπανίζει τόσο η αρετή ανάμεσά μας, κάθε μέρα να αυξάνει η κακία και η φιλαυτία εκείνων που δεν έχουν φόβο Θεού. Κλαίμε για την ορφάνια και για το ότι οι φτωχοί είναι απροστάτευτοι (από την εκμετάλλευση των πλουσίων)».


Πιστεύει ακόμη ο Χρυσόστομος ότι για ν’ αποκτήσει κάποιος πλούτη θα περάσει αναγκαστικά απ’ το δρόμο της αδικίας. Γράφει λοιπόν: «Πες μου από πού έχεις τον πλούτο σου; από πού τον πήρες; και ο άλλος από πού; από τον παππού του, λέει, από τον πατέρα του. Θα μπορέσεις άραγε, ανεβαίνοντας πολύ πίσω στη γενιά σου, ν’ αποδείξεις ότι η απόκτηση του πλούτου είναι δίκαιη; Δε θα μπορέσεις όμως, αλλά αναγκαστικά η αρχή και η ρίζα της θα ξεκινούν από κάποια αδικία. Από πού το συμπεραίνω; Γιατί ο Θεός από την αρχή δεν έκανε τον ένα πλούσιο και τον άλλο φτωχό… αλλά έδωσε σ’ όλους την ίδια γη» (P. G. 62, 562/3).


Μια γνώμη του Χρυσοστόμου δείχνει πόσο προωθημένος ήταν ο κοινωνικός προβληματισμός των Πατέρων της Εκκλησίας. Ελέγχει με δριμύτητα την ασπλαχνία των πλουσίων και δικαιολογεί τη χρήση βίας από εκείνον που πεινά και θεωρεί αυτή τη βία σαν πράξη άμυνας εναντίον του καταπιεστή. Γράφει: «Δε φρίττεις, άνθρωπε, δεν κοκκινίζεις από ντροπή, όταν χαρακτηρίζεις επιτιθέμενον αυτόν που παλεύει για το ψωμί του; Αυτός αν και φέρεται επιθετικά, ωστόσο δικαιούται τη συμπάθειά μας, γιατί τόσο πολύ πιέζεται από την πείνα, ώστε αναγκάζεται να φορέσει το προσωπείο της επιθετικότητας… Και πρέπει να σου πω ακόμα πως αυτός που επιτίθεται στην πραγματικότητα είσαι συ, γιατί αν και έρχεσαι τακτικά στην Εκκλησία και ακούς τα κηρύγματά μου, στην αγορά εν τούτοις προτιμάς και το χρυσάφι και τις επιθυμίες και τις ανθρώπινες φιλίες σου, παρά τις δικές μου προτροπές». (Ερμηνεία στην προς Ρωμαίους Επιστολή, P. G. 60, 535-538).


Το κήρυγμά του δεν περιείχε αφηρημένες έννοιες ευσέβειας, αλλά σαφή και συγκεκριμένα χριστιανικά παραγγέλματα: «Ποιος μπορεί να είναι περισσότερο άδικος από τους γαιοκτήμονες και από αυτούς που καρπώνονται τον πλούτο της γης; Αν εξετάσει κάποιος πώς συμπεριφέρονται προς τους άθλιους και ταλαίπωρους γεωργούς, θα διαπιστώσει ότι είναι περισσότερο άγριοι και από τους βαρβάρους… Τους χρησιμοποιούν σαν όνους και ημιόνους, μάλλον δε σαν λίθους χρησιμοποιούν τα σώματά τους, μη επιτρέποντας ούτε να αναπνεύσουν για λίγο και όταν η γη προσφέρει και όταν δεν προσφέρει το ίδιο τους καταπιέζουν και δεν τους συγχωρούν τίποτε. Τι χειρότερο υπάρχει από αυτό, όταν ενώ κοπιάζουν ολόκληρο χειμώνα και εξαντλούνται στο κρύο και τη βροχή, αναχωρούν με άδεια χέρια και επιπλέον είναι και οφειλέτες… Με ποια λόγια μπορεί να αφηγηθεί κανείς τον τρόπον με τον οποίον μεταχειρίζονται τους ανθρώπους προς ίδιον όφελος, αυτούς που με κόπους και ιδρώτες γεμίζουν τους ληνούς (πατητήρια κρασιού) και τα ελαιοτριβεία και δεν τους επιτρέπουν να πάρουν για το σπίτι τους ούτε ένα μικρό μέρος, αλλά τοποθετούν ολόκληρο τον καρπό στα πιθάρια της παρανομίας τους και γι’ αυτό τον κόπο τους δίνουν λίγα αργύρια;»[2]. (Εδώ έχουμε ήδη την αναφορά στην έννοια της υπεραξίας, που αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Όπως βλέπουμε οι μεγάλοι πατέρες προηγήθηκαν του Μαρξισμού στην ανάλυση της κοινωνικής αδικίας).


Δεν ήταν κατά του πλούτου, αλλά κατά της εκμετάλλευσης και της κακής χρήσης του πλούτου, ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση της αρετής. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο πλούτος θεωρείται μεν από πολλούς ότι είναι καλό πράγμα, αλλά δεν είναι καλό απλώς, αν δεν τον χρησιμοποιήσει κάποιος όπως πρέπει. Γιατί αν ο πλούτος ήταν απλώς καλός, θα έπρεπε και αυτοί που τον κατέχουν να είναι καλοί. Αν όμως όλοι οι πλούσιο δεν είναι ενάρετοι αλλά μόνο αυτοί που τον χρησιμοποιούν καλά, ο πλούτος δεν είναι καλός αυτός καθ’ αυτόν αλλά είναι ένα υλικό που βρίσκεται μπροστά μας για την άσκηση της αρετής».[3]


Ενώπιον Θεού οι ενάρετοι είναι οι πραγματικά πλούσιοι, διότι οι άνθρωποι στην επόμενη ζωή το μόνο που μπορούν να πάρουν μαζί τους είναι οι καλές πράξεις και όχι τα υλικά αγαθά. Οι πλούσιοι στη ζωή αυτή, θα κριθούν από το Θεό με αυστηρότερα κριτήρια από ό,τι οι φτωχοί.


Με μια τέτοια θεώρηση της ζωής σαν αφετηρία οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας γίνονται οι πραγματικοί κοινωνικοί εργάτες, χωριστά απ’ το θεολογικό τους έργο και την προσφορά τους στα Γράμματα. Και αυτή η θεώρηση δεν έμεινε μια απλή θεωρία σε φιλοσοφικό επίπεδο, αλλά έγινε πράξη και ζωή, αγώνας για μια κοινωνία ανθρώπινη, δίκαιη, χριστιανική.


Ο Μ. Βασίλειος άρχισε την ιερατική του σταδιοδρομία με μια θεαματική, όπως θα λέγαμε σήμερα, χειρονομία. Μόλις χειροτονήθηκε διάκονος μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής του περιουσίας στους φτωχούς και κατόπιν αποσύρθηκε στον Πόντο μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο για μια βαθιά προετοιμασία για το έργο που τον καλούσε ο Θεός κι ο λαός του Θεού ν’ αναλάβει.


Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του την Καισάρεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και άρχισε αμέσως ένα ευρύ κοινωνικό έργο, που είχε ως αποτέλεσμα αφενός την αντιζηλία του επισκόπου της Καισαρείας Ευσεβίου και αφετέρου τη βαθιά εκτίμηση κι αγάπη του λαού. Γι’ αυτό όταν πέθανε ο Ευσέβιος, όλος ο λαός της Καππαδοκίας στράφηκε μ’ εμπιστοσύνη στον Βασίλειο.


Την περιουσία που του είχε απομείνει τη διέθεσε στα έργα της αγάπης. Ένα τεράστιο κοινωνικό έργο ορθώνεται με τις προσπάθειες του Βασιλείου. Ιδρύει ένα ολόκληρο συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, που περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνες και νοσοκομείο.


Μέχρι τότε κανένας κρατικός φορέας δεν είχε ενδιαφερθεί για τον πόνο και τις ανάγκες των μαζών, για το φτωχό λαό. Τώρα αρχίζει η κοινωνική μέριμνα και συστηματοποιείται. Ολόκληρη πόλη αποτελούσαν τα ιδρύματα αυτά, που ονομάστηκαν «Βασιλειάδα». Ο ίδιος συχνά υπηρετούσε στα ιδρύματα δίνοντας το παράδειγμα σ’ όσους είχαν επιφορτισθεί με τη λειτουργία τους.


Στα κηρύγματά του κήρυσσε πάντα την κοινωνική ισότητα, που επιτυγχάνεται μόνο με την αγάπη, την έμπρακτη αγάπη, που ο ίδιος εφάρμοσε.


Ο Βασίλειος ευεργετούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις θρησκεύματος και εθνικότητας, ενώ σε δογματικά θέματα στάθηκε ακέραιος. Έτσι σ’ ένα λιμό, που το 368 μ.Χ. ξέσπασε στην Καισάρεια, ο Βασίλειος ευεργέτησε με τη Βασιλειάδα τους πάντες, Ορθοδόξους και Αρειανούς, Εθνικούς και Ιουδαίους.


Οι βαριές κοινωνικές και εκκλησιαστικές φροντίδες ήταν δυσβάστακτες για τον ασθενικό Ιεράρχη κι έτσι σε ηλικία μόλις 49 ετών πέθανε αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο κοινωνικό και ηθικό έργο. Στην κηδεία του τόση ήταν η συρροή του κόσμου και ο συνωστισμός, ώστε πέθαναν μερικοί και μακαρίστηκαν απ’ τους συγχρόνους τους, γιατί συναπέθαναν με τέτοιον άνδρα. Ο Βασίλειος ίσως είναι ο μοναδικός στην ιστορία του κόσμου που ονομάστηκε, όταν ζούσε, απ’ τους συγχρόνους του «Μέγας».


Ένας απ’ τους ευγενέστερους χαρακτήρες του χριστιανικού Ελληνισμού, όπως πολύ εύστοχα ονομάστηκε, είναι ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Εκ φύσεως ήταν χαρακτήρας ευαίσθητος, επιεικής και φιλήσυχος. Όπως όλοι οι Μεγάλοι Πατέρες προσπάθειά του μόνιμη ήταν να συνδυάσει τη διδασκαλία με την πράξη, τη θεωρία με τη ζωή. Επιστρέφοντας από τον Πόντο, όπου ασκήτεψε με τον φίλο του Βασίλειο, βοήθησε τον πατέρα του Γρηγόριο, που ήταν επίσκοπος Ναζιανζού, στο κοινωνικό του έργο. Επίσης, σ’ όλη του την ιερατική σταδιοδρομία, και ως διάκονος, ως πρεσβύτερος και ως επίσκοπος, ενδιαφέρεται άμεσα για το λαό του Θεού σαν πραγματικός ποιμένας και αφιερώνεται πέρα απ’ το διδακτικό έργο σε μια κοινωνική μάχη για τα δίκαια του λαού, βοηθώντας το ποίμνιό του και τους φτωχούς γενικότερα σε κάθε ανάγκη ως πραγματικός ποιμένας.


Στην πατρίδα του τη Ναζιανζό υπερασπίζει το λαό απ’ τις καταπιέσεις και αυθαιρεσίες των πολιτικών αρχών. Η παντοδυναμία των αυτοκρατόρων και των επιτρόπων στις επαρχίες ήταν ανεξέλεγκτη. Σαν πραγματικός ποιμένας ύψωσε το ανάστημά του υπέρ των φτωχών και αδικουμένων, ζητώντας επιείκεια και δικαιοσύνη. Η επέμβαση του Γρηγορίου ήταν απαραίτητη, γιατί η κοινωνία ήταν παραδομένη στη διάθεση της απόλυτης μοναρχίας και των οργάνων της.


Η ζωή του ήταν απλή και φτωχή και κατά την περίοδο που ήταν επίσκοπος. Αυτό δυσαρέστησε τους αυλικούς και τους πλούσιους, γιατί ήλεγχε τη δική τους πολυτέλεια και την κενοδοξία, καθώς και τους ψευδοζηλωτές ιερωμένους και λαϊκούς, γιατί έδειχνε επιείκεια και συμπάθεια στους αδύνατους και σε όσους έσφαλλαν.


Όσον καιρό ήταν Αρχιεπίσκοπος, αλλά και αργότερα, οργάνωσε το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας φροντίζοντας πέρα απ’ τις πνευματικές και για τις υλικές ανάγκες του λαού. Με διαθήκη του άφηνε όλη την περιουσία του στους φτωχούς της Εκκλησίας. Σίγουρα ήταν ένα πνεύμα περισσότερο θεωρητικό, με θεολογικό και ποιητικό έργο τεράστιο, χωρίς όμως να παραμελεί και το κοινωνικό έργο, όπως είπαμε.


Τέλος ο Ιωάννης, που ονομάστηκε Χρυσόστομος για τη ρητορική του δεινότητα, εργάστηκε ένα τεράστιο κοινωνικό έργο και άφησε κληρονομιά σε μας ένα παράδειγμα έξοχου διδασκάλου, πραγματικού Επισκόπου και ποιμένα. Ήταν ο αγαθότερος, ο πραότερος, ο επιεικέστερος των ανθρώπων, όταν επρόκειτο να σωφρονίσει, να συμβουλεύσει, συγκαταβατικός προς τους αδύνατους, αλλά αδυσώπητος προς την κακία και ασυνθηκολόγητος. Ως Αρχιεπίσκοπος περιόδευσε τη Λυκία και τη Φρυγία και πραγματοποίησε ένα πραγματικό ξεκαθάρισμα στις τάξεις του κλήρου. Καθαίρεσε δεκατρείς (13) Επισκόπους λέγοντας απροκάλυπτα, ότι το δηλητήριο της ακολασίας και της Σιμωνίας, της εξαγοράς δηλαδή με χρήματα των εκκλησιαστικών αξιωμάτων, είχε εισχωρήσει στις τάξεις του κλήρου. 


Κεραυνοβόλησε τη μαλθακότητα και την ακόλαστη ζωή των μεγιστάνων και των διεφθαρμένων κληρικών. Δεν κατονόμαζε τους διεφθαρμένους, για να μην κηλιδώνονται ονόματα, αλλά στηλίτευε τις ακόλαστες πράξεις τους. Είχε όλο το λαό με το μέρος του, έγινε το ίνδαλμα για τους κατατρεγμένους αλλά ήταν αδύνατο, αργά ή γρήγορα, να μην έρθει σε ρήξη με τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, το μεγαλύτερο μέρος τους κλήρου, που τα κηρύγματά του τους ήταν αφόρητα, και την ίδια την κυβέρνηση. Η Κωνσταντινούπολη έγινε δυο στρατόπεδα. Ο λαός με το μέρος του και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις εναντίον του. Εναντίον του στράφηκαν και ορισμένες κυρίες της βασιλικής αυλής, των οποίων τις αδυναμίες και την έκλυτη ζωή σατίριζε ο Χρυσόστομος. Επίσης η αυτοκράτειρα Ευδοξία στράφηκε εναντίον του και τον απομάκρυνε από την Κωνσταντινούπολη σαν ενοχλητικό ελεγκτή.


Όπως και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και ο Χρυσόστομος έστρεψε την προσοχή του στην άσκηση της φιλανθρωπίας περιθάλποντας στους κόλπους της Εκκλησίας όσους είχαν ανάγκη. Όταν ήταν στην Αντιόχεια, υπήρχε πλήθος ζητιάνων και τα 8/10 των κατοίκων της Αντιόχειας πεινούσε. Έτσι ίδρυσε ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιέρωσε το συσσίτιο για τους φτωχούς. Η Εκκλησία υπό την καθοδήγηση και φροντίδα του είχε αναλάβει τη διατροφή των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων και των φυλακισμένων. Διέτρεφε τρεις χιλιάδες (3.000) χήρες και ορφανά και κοπέλες που ήταν άπορες. Στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσε μια πλειάδα ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργάνωσε και εκεί, όπως στην πατρίδα του το ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο έτρεφε τους απόρους της Πόλης. Εφτά χιλιάδες (7.000) χήρες και ορφανά βρήκαν προστασία κοντά του. Όχι μόνο με το ζωντανό παράδειγμα, αλλά και με τα κηρύγματά του χτυπούσε τη πλουτομανία και τη φοβερή επίδειξη πλούτου. Κατήργησε κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, ενώ περιόρισε στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, συγκέντρωσε και πούλησε διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή των ναών, που δεν ήταν απαραίτητα και τα χρήματα αυτά τα αξιοποίησε για έργα αγάπης.


Μεγάλο υπήρξε το ενδιαφέρον του Χρυσοστόμου για την Ιεραποστολή και τον εκπολιτισμό διάφορων βάρβαρων φυλών. Οργάνωσε ιεραποστολές στους Σκύθες, τους Γότθους, τους Πέρσες και τους Αρμενίους, τους Σύρους, τους Φοίνικες και τους Άραβες. Ακόμα και εξόριστος παρακολουθούσε το ιεραποστολικό έργο με ενδιαφέρον και βοηθούσε οικονομικά προσφέροντας όσα δώρα και χρήματα του χάριζαν οι φίλοι του από την Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη. Με τα χρήματα αυτά έτρεφε τους φτωχούς της περιοχής, όπου ήταν εξόριστος και εξαγόραζε αιχμαλώτους και δούλους ολοκληρώνοντας το κοινωνικό και φιλανθρωπικό του έργο. Φρόντισε ακόμη οι Γότθοι του Βυζαντίου ν’ αποκτήσουν λατρεία στη δική του γλώσσα, τη γοτθική, ενώ ως τότε χρησιμοποιούσαν την ελληνική που τους ήταν ακατανόητη.


Αυτούς τους πραγματικά μεγάλους Πατέρες τιμά κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας, αλλά και η Παιδεία, γιατί και στα ελληνικά γράμματα και την εν γένει Παιδεία η συμβολή τους ήταν πρωτοποριακή. Δόξασαν το Θεό και λάμπρυναν την Εκκλησία με λόγια και έργα. Στάθηκαν κοντά στον άνθρωπο, τον πονεμένο και καταφρονεμένο από την εξουσία και τους δυνατούς.


Αυτούς, όπως λέγει ένα τροπάριο του Εσπερινού, αφού συγκεντρωθήκαμε, ας τους ευφημήσουμε. Οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι ιερείς τους ποιμένες, οι αμαρτωλοί τους προστάτες, τους συνοδοιπόρους οι οδοιπόροι, όσοι ταξιδεύουν στη θάλασσα τους κυβερνήτες, οι πάντες ας εγκωμιάσουμε τους θείους Ιεράρχες, «Βασίλειον τόν Μέγαν καί τόν θεολόγον Γρηγόριον σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ τῷ τήν γλῶτταν χρυσορρήμονι».

Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

 Διάκονος  Χαρίτων Θεοδώρου


Η ιερωσύνη  έχει ως βασική αποστολή της και σκοπό της, να αγιάσει και να και να οδηγήσει τον κόσμο εις την σωτηρία, την αγιότητα, την κατά χάριν θέωση, λαμβάνει την ύψιστη θέση των ενεργειών εν τω κόσμω και καθίσταται το μυστήριο των μυστηρίων της Εκκλησίας.


Πρόκειται για ένα εκ των μυστηρίων της Εκκλησίας κατά το οποίο ο χειροτονών επίσκοπος επιθέτει τα χέρια του στην κεφαλή του υποψηφίου ιερέως μεταδίδοντάς του έτσι την θεία χάρη και εξουσιοδοτώντας τον κατ’ αυτόν τον τρόπο να τελεί το κατ’ εξοχήν μυστήριο, την Θεία Ευχαριστία αλλά και τις υπόλοιπες ιερουργίες μέσω των οποίων αγιάζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας. Συνεπώς στη συνείδηση της Εκκλησίας η ιερωσύνη είναι η συνέχιση της παρουσίας και του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο εκκλησιαστικό σώμα και κατά προέκτασιν σε όλον τον κόσμο.


Η αρχή της Ιερωσύνης ανάγεται στον ίδιο τον Κύριό μας όπως εντοπίζουμε στο κατα Ιωάννην Ευαγγέλιο. “οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν.”(15,16) και “εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.” (20,21-22).


Αρχικά έλαβαν την ιερωσύνη οι άγιοι απόστολοι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν εν είδη πυρός το Πανάγιο Πνεύμα τους επεσκίασε μεταδίδοντάς τους τα μυριάριθμα χαρίσματά του, μεταξύ των οποίων και την ιερωσύνη. Στη συνέχεια οι απόστολοι “διά προσευχής και επιθέσεως των χειρών” μετέδιδαν το χάρισμα της ιερωσύνης σε πιστούς εγνωσμένης αρετής και πίστεως προκειμένου να εξασφαλίσουν την διαδοχή τους στη διαποίμανση της Εκκλησίας. Η επίθεση των χειρών του επισκόπου στην κεφαλή του εισερχομένου εις τα ενδότερα του καταπετάσματος (πρακτική από την οποία έλαβε το όνομά της και η ιερολογία του μυστηρίου) προκειμένου να του χορηγήσει το Άγιο Πνεύμα είναι δηλωτική της καθαρά μυστηριακής και υπερφυσικής θέσεως του υπουργήματος της ιερωσύνης καθώς και της ανυπέρβλητης πνευματικής εξουσίας της. “τελείται επί της γης, τάξη έχει επουρανίων πραγμάτων” μας βεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος.


Τονίζεται δε ότι ο Ιερέας πρέπει να συνειδητοποιεί στο κάθε δευτερόλεπτο της επίγειας ζωής του την ύψιστη αποστολή του. Έχει δηλαδή την πνευματική ευθύνη του ποιμνίου το οποίο του έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία. Αυτός είναι ο διδάσκαλος της αληθείας ως κήρυκας που διασαφινίζει στα ευήκοα ότα των Χριστιανών του τα υψιπετή νοήματα του Ευαγγελίου και των λογίων των αγίων πατέρων. Επίσης είναι αυτός που έχει το γενικό πρόσταγμα σε όποια άλλη εξωλατρευτική δραστηριότητα της ενορίας του, π. χ. Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο. Ο ιερέας είναι αυτός που δια του μυστηρίου της Μετανοίας παραδίδει τα αμαρτήματά μας στον αρχιποίμενα Χριστό ,και κάνοντας χρήση ενώς μεγάλου προνομίου, αυτού της αφέσεως των αμαρτιών, αν διακρίνει ειλικρινή μετάνοια, μας αποδίδει ακιλήδοτους στην κοινωνία των αγίων. Το κυριώτερο όμως, ο ιερέας είναι αυτός που ίσταται κατενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου, και εκ μέρους του λαού τον οποίο και εκπροσωπεί προσφέρει την αναίμακτη θυσία, με τα ίδια του τα χέρια μελίζει και διαμερίζει τον αμνό του Θεού προκειμένου κάθε μέλος της εκκλησίας να γεύεται σώμα και αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον.


Μελετώντας κανείς τους «περί Ιερωσύνης» λόγους του ιερού Χρυσοστόμου θα διαβάσει πως η ιερωσύνη είναι μεγίστη απόδειξη της αγάπης στο Χριστό. Οι κληρικοί είναι διάκονοι μεγίστων δωρεών του Θεού. ο Απόστολος Παύλος, προσβλέποντας στο μέγεθος της αρχής του μυστηρίου, αισθάνεται περιδεής. Η ψυχή του κληρικού πρέπει να φωτίζει την οικουμένη με προβολή θείου φωτός. Γι αυτό πρέπει να είναι καθαρότερη και από αυτές τις ηλιακές ακτίνες. Πρέπει να απαστράπτει, για να ευχαριστεί και να φωτί­ζει τις ψυχές εκείνες που μπορούν να δουν. «Ω πόσον φρικτόν είναι το μυστήριον της Ιερωσύνης! Φάρος λαμπρός και πύργος ασάλευτος είναι ο κληρικός, είναι αμετακίνητο θεμέλιο, πού, από τη γη αγγίζει τον ουρανό. Και τι λέγω; Καθάπτεται τα υψηλότατα μέρη τον ουρανού, αφού ανεμπόδιστα έρχεται στους ουρανούς των ουρανών και «ιχνοβατεί» λαμπρά και εύκολα, εν μέσω των αγγελικών δυνάμεων. Η δωρεά του βαθμού της Ιερωσύνης ξε­περνά και λόγο και έννοια. Η Ίερωσύνη υψηλοπατεί στον ουρανό, όπου και μεταφέρει τα δάκρυα και τους στεναγμούς των ανθρώπων και τα προσφέρει στο Δεσπότη Χριστό. Επίσης παρακαλεί για συγχώρηση και έλεος και ευσπλαχνία από το Βα­σιλέα Κύριο. Είδες βαθμόν ιερόν πώς ευκόλως καθαιρεί τας κηλίδας των ψυχών; Ω τί μέγα βαθμόν έχει η φρικτή Ιερωσύνη. Το αξίωμα των κληρικών είναι μεγάλο, είναι μέγιστο. Το αξίωμα του ιερέως είναι μέγα και θαυμαστόν. Τό έργο τους είναι η θεραπεία της ψυχής. Ο πνευματικός ιατρός διορθώνει και θεραπεύει τον πληγωμένον. Το έργο τους είναι ο σταυ­ρός».


 Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει, χωρίς τη σεμνή Ιερωσύνη δεν δίνεται στους ανθρώπους συγχώρηση αμαρ­τιών. Ο Σωτήρας έδωκε τους Αποστόλους και εκείνοι στους Επισκόπους την εξουσία και ποινής και συγχωρήσεως, αλλά και για τον κληρικό γράφει, Ο κληρικός πρέπει να είναι α­διάβλητος, σεμνός, φιλόξενος», να είναι ταπεινός, προση­νής, κοινωνικός, δίκαιος, θεραπευτικός, αδούλωτος, ήμερος, να είναι ζηλωτής, σαν τον Ηλία, κηδεμόνας, σαν τον Ιερεμία, σώφρων, σαν τον Ιωσήφ, άγιος, σαν τον Ιησού του Ναυή, φιλό­ξενος, σαν τον Αβραάμ, φιλόστοργος, σαν τον Δαυίδ, πράος, σαν τον Μωυσή. Για όλα αυτά, ας αγαπάμε τους Ιερείς είναι φίλοι του Θεού. Και πάντοτε πρεσβεύουσιν υπέρ ημών. Εάν κάποιος είναι ανάξιος, μη τον παραβλέψεις. Ο χρυσός δεν βλά­πτεται, όταν με τον πηλό συνυπάρχει. Έτσι ούτε η ιερωσύνη αμαυρώνεται, εκ τίνος καν ανάξιος. Εμείς οι ιερείς είμαστε ζυμωμένοι με αμαρ­τίες, ο Θεός δεν εμπιστεύεται ιερατικά καθήκοντα σε άγγελο, ούτε σε αρχάγγελο, γιατί αυτοί είναι αναμάρτητοι. Ο άνθρωπος παίρνει το ιερατικό αξίωμα από άλλο άνθρωπο, ώστε, όταν δει κάποιο να αμαρτάνει, να είναι περισσότερο φιλάνθρωπος προς τον αμαρτωλό άνθρωπο.

Η ελληνική και η κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τους τρεις Ιεράρχας

 † Αρχ. Γεώργιος Καψάνης


Ομιλία εκφωνηθείσα εις την εν Αγίω Όρει Αθωνιάδα Σχολήν τη 30η Ιανουαρίου 2001, εορτή των Τριών Ιεραρχών.


Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Των τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος.


Οι άμβωνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Αντιοχείας, της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Ναζιανζού έγιναν αιώνιοι άμβωνες της Εκκλησίας, από τους οποίους οι τρεις Ιεράρχαι κηρύττουν την Ορθόδοξο Θεολογία και πίστι μας και μας υποδεικνύουν την γνησία Χριστιανική ζωή.


Γι’ αυτό και σε κάθε ακολουθία και Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ο μακαρισμός και έπαινός τους στην Εκκλησία του Θεού είναι πολύς, αδιάκοπος και αιώνιος.


Τιμώνται ιδιαίτερα ο καθένας την ημέρα της μνήμης του και όλοι μαζί σήμερα, ώστε οι Χριστιανοί να τους θεωρούν ισαξίους και ισοτίμους.


Μετά την απελευθέρωσι του Γένους από την φοβερή τουρκική σκλαβιά, η νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε η σημερινή εορτή τους να εορτάζεται και ως εορτή της Παιδείας.


Η καθιέρωσις της εορτής αυτής ως εορτής των Γραμμάτων και της Παιδείας ήταν επιβεβλημένη. Είναι αλήθεια ότι μετά την απελευθέρωσι οι ηγεσίες του Ελληνικού Κράτους, επηρεασμένες από τα δυτικά ρεύματα και πρότυπα και μάλιστα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας των Βαυαρών, δεν ετίμησαν και δεν αξιοποίησαν δεόντως την Παράδοσι του Γένους και κάποτε ασέβησαν απέναντι της, εκτός εξαιρέσεων.


Όμως η ανακήρυξις των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Ελληνορθοδόξου Παιδείας ήταν πράξις αξία της Παραδόσεως του Γένους, αφού οι Τρείς Ιεράρχαι συνδυάζουν την Χριστιανική διδασκαλία με την θύραθεν και μάλιστα την Ελληνική μόρφωσι.


Τον 4ον αιώνα που έζησαν οι τρεις Ιεράρχαι, υπήρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Υπήρχαν δύο αντίθετα άκρα. Το ένα εκ μέρους Χριστιανών που απέρριπταν τελείως την Ελληνική σοφία, λόγω του φόβου της ειδωλολατρείας. Το άλλο εκ μέρους των φανατικών ελληνολατρών-ειδωλολατρών, που οχι μόνο απέρριπταν την Χριστιανική πίστι αλλά και θεωρούσαν τους Χριστιανούς αναξίους να σπουδάζουν τα Ελληνικά Γράμματα. Κύριος εκπρόσωπός των ήταν ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης, συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου στην Αθήνα, που όταν έγινε αυτοκράτωρ εξέδωκε διάταγμα κατά των Χριστιανών διδασκάλων, να μη διδάσκουν την Ελληνική φιλοσοφία.


Οι Τρεις Ιεράρχαι δεν παρασύρθηκαν από αυτά τα άκρα, αλλά προχώρησαν σε ένα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμού και Ελληνικής σοφίας.


Γράφει σχετικώς ο άγιος Γρηγόριος: «Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει, οτι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοδοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις την οποίαν πολλοί Χριστιανοί από κακήν εκτίμησιν απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν». (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).


Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως.


Πρώτον, ότι η Εκκλησία δεν ημπορεί να αδιαφορήση για τον κόσμο και εν προκειμένω για τον προχριστιανικό Ελληνισμό. Πρέπει να τον προσλάβη στο Σώμα Της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, για να τον θεραπεύση, γιατί όπως είχε διδάξει ο Μ. Αθανάσιος (τον οποίο ο Μ. Βασίλειος είχε προσωπικά γνωρίσει) «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον».


Και δεύτερον, ότι αυτή η πρόσληψις έπρεπε να γίνη με διάκρισι, σύμφωνα με το αποστολικόν τα «πάντα δοκιμάζετε το καλόν κατέχετε» (Α’ Θεσ. 5, 21). Θα έπρεπε λοιπόν να γίνη δεκτόν ό,τι καλόν είχε η αρχαία σοφία και να απορριφθή ως άχρηστο και επικίνδυνο για την ψυχή ό,τι αντίθετο προς την χριστιανική πίστι και ηθική υπήρχε σ’ αυτήν. Αν και από τα αρνητικά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι Χριστιανοί, αφού από την σύγκρισί τους με τα καθ’ ημάς θα φανερωνόταν η αλήθεια και ανωτερότης της πίστεώς μας, όπως π.χ. από τις διηγήσεις περί των ερώτων και των αντιζηλιών των θεών.


Δεν θα μπορούσαν οι Τρείς Ιεράρχαι να κάνουν αυτή την κάθαρσι και πρόσληψι της Ελληνικής σοφίας, εάν οι ίδιοι δεν την είχαν σπουδάσει ή δεν είχαν αντιμετωπίσει κατά τρόπον όχι μόνο διανοητικό αλλά και υπαρξιακό το πρόβλημα. Οι δύο κόσμοι αντιπάλαιαν και αυτή η αντιπαλότης ζητούσε να λάβουν οι ίδιοι μία υπεύθυνη στάσι.


Είναι γνωστό ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έλαβαν ανωτέρα πανεπιστημιακή μόρφωσι. Ο Μ. Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος σε διάφορα μορφωτικά κέντρα της εποχής των και τελικά εις τας “χρυσάς Αθήνας”, όπου υπήρχαν οι ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές.


Ήσαν ακόμη κατηχούμενοι. Αλλά διεκρίνοντο για το ήθος τους. Δεν συμμετείχαν σε διασκεδάσεις και άλλες εκδηλώσεις των συμφοιτητών τους. Δύο δρόμους εγνώριζαν: τον ένα προς την χριστιανική Εκκλησία και τον άλλο προς την Σχολή.


Έδειξαν έτσι από τότε ότι, ενώ ήσαν πιστοί Χριστιανοί νέοι, εκτιμούσαν και την Ελληνική σοφία. Πόσο καλά την έμαθαν, φαίνεται και από τα συγγράμματα που κατόπιν έγραψαν. Μάλιστα τον άγιο Γρηγόριο, όταν τελείωσε τις σπουδές του, δεν τον άφησαν να αναχωρήση από την Αθήνα μαζί με τον Μ. Βασίλειο, όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά οι φοιτητικοί σύλλογοι τον κράτησαν και τον ανεβίβασαν στο καθηγητικό αξίωμα, όπου μόλις μετά δύο χρόνια ημπόρεσε να αναχωρήση.


Είναι γνωστό ακόμη οτι ο άγιος Χρυσόστομος εμαθήτευσε και στον περίφημο Λιβάνιο στην Αντιόχεια, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του, απήντησε: τον Ιωάννη, εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί.


Ο άγιος Γρηγόριος ήταν άριστος φιλόλογος. Εχειρίζετο θαυμάσια προφορικά και γραπτά την αττική διάλεκτο και έγραφε ποιήματα στο γλωσσικό ιδίωμα και στα μέτρα των αρχαίων ποιητών. Συνολικά έγραψε 19.000 στίχους.


Ο Μ. Βασίλειος εσπούδασε και εγνώριζε όχι μόνο την φιλοσοφία και ρητορική αλλά και την αστρονομία και την ιατρική και φυσική. Αυτή η γνώσις του φαίνεται και στην γνωστή Εξαήμερο, δηλαδή την ερμηνεία των εξ ημερών της Δημιουργίας του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως.


Ομιλών ο άγιος Γρηγόριος για την μόρφωσι του Μεγ. Βασιλείου γράφει:


«Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την ρητορικήν που πνέει φλόγα, αν και ο τρόπος του δεν είναι ρητορικός; Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την γραμματικήν ή εξελλήνιζε την γλώσσαν; Ποίος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ήτο κάτοχος της στιχουργικής και έθετε νόμους εις την ποίησιν; Ποίος ήτο τόσον ικανός εις την φιλοσοφίαν αυτήν, που είναι υψηλή πράγματι και τείνει εις τα άνω, ειτε αναφέρεται εις πρακτικά και επιστημονικά θέματα είτε ασχολείται με λογικάς αποδείξεις και αντιθέσεις και αμφισβητήσεις και έχει ως γνωστόν το όνομα διαλεκτική; Έτσι είναι ευκολώτερον να περάσης μέσα από λαβυρίνθους παρά να διαφύγης εάν εχρειάζετο, από τα δίκτυα των λόγων εκείνου. Από την Αστρονομίαν, την γεωμετρίαν και τας σχέσεις της αριθμητικής επήρε τόσην μόρφωσιν, ώστε να μη κλονίζεται από τα παράδοξα των Επιστημών αυτών. Περιεφρόνησε το περισσόν ως άχρηστον δι’ όσους επιδιώκουν την ευσέβειαν.


Ωστε ημπορεί να θαυμάση κάποιος αυτό που επροτιμήθη περισσότερον από εκείνο που επεριφρονήθη και εκείνο που επεριφρονήθη περισσότερον από αυτό που επροτιμήθη. Την ιατρικήν που είναι καρπός της φιλοσοφίας και της φιλοπονίας του, την έκαμαν απαραίτητον και η ασθένεια του σώματός του και η περιποίησις των ασθενών. Από αυτά ήρχισε και επέτυχε την κατοχήν της τέχνης, κατοχήν που δεν περιορίζεται εις την επιφάνειαν και το χαμηλότερον επίπεδον, αλλά υψώνεται εις τας αρχάς και την επιστήμην. Τι σημασίαν όμως έχουν όλα αυτά, και ας είναι τόσον αξιόλογα, διά την διάπλασιν του χαρακτήρος του;» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, 23, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 169-171).


Τις απόψεις του Μ. Βασιλείου για την Ελληνική σοφία βρίσκουμε στον λόγο του «Προς τους νέους, Οπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Τον λόγο αυτό έγραψε σαν απάντησι στην απαγόρευσι που επέβαλε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στους Χριστιανούς νέους, να μη σπουδάζουν τα Ελληνικά γράμματα, αλλά και για καθοδήγησι των Χριστιανών νέων πως να σπουδάζουν αυτά.


Δεν είναι υπερβολή να ειπούμε, ότι οι Τρεις Ιεράρχαι ήσαν όσο ολίγοι άνθρωποι της εποχής των μορφωμένοι. Παρ’ όλα αυτά στην θύραθεν, την κοσμική, μόρφωσι έδιναν σχετική μόνο σημασία και αξία.


Κατά τον άγιο Γρηγόριο, η σοφία του Θεού είναι «κυρία», ενώ η σοφία του κόσμου «θεραπαινίς» (Γ. Σωτηρίου, Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σελ. 48).


Κατά δε τον Μέγα Βασίλειο, η Χριστιανική παιδεία είναι «ο καρπός», ενώ η Ελληνική παιδεία είναι «τα φύλλα», που όμως και αυτά χρειάζονται γιατί προσδίδουν ωραιότητα στον καρπό (Μ. Βασιλείου, Λόγος προς τους νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 323).


Εγνώριζαν οι Τρεις Ιεράρχαι ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού και ότι με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και όλων των ανθρώπων το κατ «εικόνα αρρώστησε, εφθάρη, έχασε την αρχική του ωραιότητα και λαμπρότητα και έτσι δεν ημπορεί να επιτύχη τον τελικό του σκοπό, που είναι το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή να ομοιάση με τον Θεό και έτσι να γίνη Θεός κατά Χάριν.


Τώρα ο άνθρωπος δεν εχει την ευμορφίαν του κατ’ εικόνα. Είναι παραμορφωμένος από τα πάθη. Όσο και αν μορφωθή με ανθρωπίνη σοφία, η παραμόρφωσις δεν θεραπεύεται. Πρέπει να ξαναβρή την αληθινή εικόνα του Θεού που είναι ο Χριστός, ώστε παίρνοντας την μορφή του Χριστού να θεραπευθή από τις παραμορφώσεις των παθών και της αμαρτίας, να επιτύχη τον ύψιστο προορισμό του, το καθ’ όμοίωσιν, την θέωσι.


Πράγματι τα πάθη, ο εγωισμός, η αμαρτία, η απιστία, παραμορφώνουν και ασχημίζουν τον άνθρωπο.


Αυτό είχαν πάθει και οι Γαλάται, που αν και είχαν πιστεύσει με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, εξέπεσαν και γι’ αυτό ο Απόστολος πονούσε μέχρις ότου με την μετάνοια λάβουν πάλι την μορφή του Χριστού: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. 4,19). Γράφει σχετικώς ο ιερός Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε… την εικόνα, απωλέσατε την συγγένειαν, την μορφήν ηλλοιώσατε˙ αναγεννήσεως ετέρας υμίν δει και αναπλάσεως» (Ομιλία εις την προς Γαλατάς, κεφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σελ. 332).


Αυτή την μόρφωσι ποθούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι. Να λάβουν την μόρφωσι του Χριστού. Να γίνουν Χριστοειδείς. Αυτή, κατά τους Τρείς Ιεράρχας, είναι η ανωτέρα μόρφωσις, η αληθινή φιλοσοφία, η σώζουσα μόρφωσις.


Αυτή την μόρφωσι αποκτά ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία.


Η Εκκλησία, μας λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, είναι ιατρείον, όπου μπαίνουμε οι παραμορφωμένοι και άρρωστοι άνθρωποι για να ιαθούμε.


Στην Εκκλησία τα άγρια θηρία ημερώνονται. Οι λύκοι γίνονται αμνοί (βλ. Ομιλία εις το ρητόν «Ουδέποτε άφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…», Ε.Π.Ε. τ. 27, σελ. 590).


Η Εκκλησία μας θεραπεύει από την παραμόρφωσι με την διδασκαλία Της, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, την άσκησι, τα ιερά Της Μυστήρια, με το ποιμαντικό έργο των ποιμένων Της.


Στο άγιο Βάπτισμα εγκεντριζόμεθα στον Χριστό, στο άγιο Χρίσμα λαμβάνουμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Στην Θ. Ευχαριστία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Με την μετάνοια όλο και περισσότερο πάσχουμε την καλήν αλλοίωσιν και ομοιάζουμε με τον Χριστό.


Κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι δυνατόν και μετά την αμαρτία μας να μορφωθή ο Χριστός εν ημίν, εφ’ όσον «μόνον αφώμεθα της μετανοίας» (Ομιλία θ’ εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σελ. 438).


Οι Τρεις Ιεράρχαι τονίζουν ότι πολύ μας βοηθεί η προσευχή και η μελέτη των θείων Γραφών. Με όλα αυτά τα μέσα της αγάπης του Θεού οι ταπεινές και δεκτικές ψυχές μορφώνονται, λαμβάνουν την μορφή του Χριστού. Αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο είναι και η λαμπρότης του γένους, «η της εικόνος τήρησις και η προς το αρχέτυπον εξομοίωσις, όσον εφικτόν της σαρκός δεσμίοις» (Εις τον άγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 118).


Αυτή η εν Χριστώ μόρφωσις του Χριστιανού δεν γίνεται από την μία ώρα στην άλλη. Χρειάζεται ισόβιος αγώνας. Στον αγώνα αυτό βοηθεί και η μίμησις του Χριστού. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διά τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ανάστασις˙ ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον διά μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν.


Αναγκαία τοίνυν εστί προς τελείωσιν η Χριστού μίμησις» (Περί του Αγιου Πνεύματος, κεφ. ιε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σελ. 366).


Η μίμησις του Χριστού, που δεν γίνεται με πνεύμα ηθικιστικό αλλά με φρόνημα ταπεινό, βοηθεί τον αγωνιζόμενο Χριστιανό να αποκτά τις αρετές του Χριστού. Την αγάπη, την ταπείνωσι, την πραότητα, την συγχωρητικότητα, την αγνότητα, ώστε να μορφώνη στον εαυτό του τον Χριστό. Έτσι γίνεται αυτό που λέγει ο θείος Παύλος: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).


Ο Χριστιανός αλλάζει τον παραμορφωμένο νουν με νουν Χριστού, την παραμορφωμένη καρδιά του με καρδίαν και ευσπλαγχνίαν Χριστού, το παραμορφωμένο ήθος του με ήθος Χριστού.


Ο πιστός ενδύεται τον Χριστόν και γίνεται άλλος Χριστός. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διότι, αν δι’ ημάς η ζωή είναι ο Χριστός, κατά συνέπειαν και ο λόγος μας πρέπει να είναι περί Χριστού και η σκέψις μας και κάθε πράξις μας να έχουν άμεσον σχέσιν με τας εντολάς Του, καθώς και η ψυχή μας να έχη λάβει μορφήν ανάλογον προς Αυτόν» (Έπιστ. 309, Προς Ευπατέριον και την θυγατέρα αυτού, Ε.Π.Ε. τ. 3, σελ. 507).


Όμως αυτή η διά του Χριστού αποκατάστασις της εικόνος του Θεού στον παραμορφωμένο άνθρωπο δεν θα εγίνετο, εάν ο Χριστός δεν ελάμβανε δούλου μορφήν, όπως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος στην αγία Αναφορά της Θ. Λειτουργίας του, ακολουθών τον θείον Παύλον, και δεν εγίνετο «σύμμορφος τω σώματι της ταπεινώσεως ημών, ίνα ημάς συμμόρφους ποιήση της εικόνος της δόξης αυτού».


Είναι φανερό από όσα ελέχθησαν, ότι η εν Χριστώ μόρφωσις προϋποθέτει ένωσι και κοινωνία με τον Χριστό. Σ’ αυτή την κοινωνία καλεί ο Χριστός τον πιστό, όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλης εγώ˙ μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ και δουλεύσω˙ ήλθον γάρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος, και μέλος, και κεφαλή, και αδελφός, και αδελφή, και μήτηρ, πάντα εγώ˙ μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε˙ και αλήτης διά σε’ επί σταυρού διά σε’ επί τάφου διά σε• άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής γέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι συ, και αδελφός, και συγκληρονόμος, και φίλος, και μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ομιλία οστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σελ. 34).


***


Η σύζευξις Ελληνισμού και Χριστιανισμού που επραγματοποίησαν οι Τρεις Ιεράρχαι όχι μόνο δεν έβλαψε τα δύο αυτά μεγέθη, αλλά αντιθέτως και τα ωφέλησε.


Τον μέν Ελληνισμό, όπως δέχεται ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ενώ τον βρήκε ο Χριστιανισμός ημιθανή, τον εζωοποίησε και ανέστησε.


Την δε Εκκλησία, διότι η Ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία της έδωσε την δυνατότητα να εκθέση κατά τρόπο αριστοτεχνικό την πίστι και θεολογία της, χωρίς να αρνηθή τίποτε από την ευαγγελική διδασκαλία.


Η άποψις του μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, οτι ο Ελληνισμός κατέστη μόνιμος κατηγορία του Χριστιανισμού, είναι τολμηρή αλλά αληθινή. Μπορεί κανείς να φαντασθή την Ορθοδοξία χωρίς την Ελληνική της έκφρασι;


Αυτός είναι ο λόγος που και τα άλλα Ορθόδοξα έθνη, που παρέλαβαν την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο, εθεώρησαν οτι καθόλου δεν μειώνονται από την συνεργασία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, αλλά αντιθέτως και εμπλουτίζονται. Οι Τρείς Ιεράρχαι έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνορθοδοξίας. Έγιναν οι πρωτεργάται της ιστορικής πορείας του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας.


Αυτός ο πολιτισμός δοκιμάσθηκε έκτοτε μέσα στους αιώνας και άντεξε. Και είναι ζωντανός και δημιουργικός μέχρι σήμερα.


Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και αυτοί που τον επιβουλεύονται και θέλουν να χωρίσουν τον Ελληνισμό από την Ορθοδοξία, γιατί θέλουν να διώξουν τον Χριστό από την Πατρίδα μας. Και το ακόμη χειρότερο, να επαναφέρουν την αθεΐα ή την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία με τους ψευδείς Ολυμπίους θεούς, τις θυσίες και τις τελετές της.


Θέλουν δηλαδή να επαναφέρουν αυτά, από τα οποία ο Χριστός μας ελύτρωσε και αυτά που με αγώνες πολλούς οι Τρεις Ιεράρχαι και το μέγα νέφος των Χριστιανών Μαρτύρων με το αίμα τους εκαθάρισε.


Η Εκκλησία προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον εβάπτισε, τον εκαθάρισε, τον εφώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο Έλληνα να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.


Απορεί κανείς για το τόλμημα.


Ο σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ότι ο άνθρωπος (προφανώς ο άπιστος) είναι πρόθυμος να πιστεύση την οιανδήποτε ανοησία εκτός από την προφανή αλήθεια του Ευαγγελίου.


Σε όλους αυτούς που διά των αιώνων προσπάθησαν να γκρεμίσουν την Εκκλησία και τον έξ αυτής πηγάσαντα Ελληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ο άγιος Χρυσότομος: «Η Εκκλησία πολεμουμένη νικά˙ επιβουλευομένη περιγίνεται˙ υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, και ου καταπίπτει υπό των ελκών κλυδωνίζεται, άλλ’ ου καταποντίζεται˙ χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένεί˙ παλαίει, άλλ’ ουχ ηττάται˙ πυκτεύει, άλλ’ ου νικάται» (Ομιλία Β’ προς Ευτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σελ 110).


Ευχαριστούμε τους Τρεις Ιεράρχας για το πολύτιμο δώρο που μας παρέδωσαν, την αγία Ελληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητούμε την ευλογία τους, να μη φάνουμε αχάριστοι στην προσφορά τους, αλλά να την κρατήσουμε, να την αξιοποιήσουμε και να την παραδώσουμε στους μεταγενεστέρους ως πολύτιμο κληρονομιά.




(Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 27ο, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2002)

Οι Τρεις Ιεράρχες στον 20ο αιώνα

 † Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης


Συνήθως, όταν πρόκειται να ομιλήσωμεν διά τους Αγίους της Εκκλησίας, συμβαίνει να μεταφερώμεθα εις την εποχήν των. Και, παρασυρόμενοι από το κλίμα του παρελθόντος, να νομίζωμεν, ότι ανήκουν μόνον εις τον αιώνα των.


Παρ’ ότι και τώρα τους τιμώμεν, έχομεν την εντύπωσιν, ότι ο βίος των, τα έργα των, η διδαχή των, ισχύουν μόνον διά την εποχήν των.


Εν τούτοις, οι άγιοι «εις τον αιώνα ζώσι». Διότι η ζωή των και η διδαχή των περιέχει την αιωνίαν αλήθειαν του Θεού. Και ως τοιαύτη παραμένει άφθαρτος από τον χρόνον και τας μεταβολάς του κόσμου.


Αυτό έχει εφαρμογήν εις την πληρότητά του διά τους «Τρεις Ιεράρχας». Ό,τι τους έκαμε μεγάλους εις την εποχήν των, το ίδιον τους καθιστά μεγάλους ύστερα από δέκα πέντε αιώνας και μέχρι συντελείας του κόσμου. Καμμία εγκοσμία μεταλλαγή, δεν ημπορεί να ανατρέψη την θέσιν που κατέχουν οι «Τρεις Ιεράρχαι» εν τη Εκκλησία…


* * *


Η λογοκρατούμενη εποχή μας, η δώσασα «βιβλίον αποστασίου» εις την μυστικήν ζωήν, θέλει να βλέπη εις τους «Τρεις Ιεράρχας» τους ανθρώπους των γραμμάτων, τους εραστάς της κλασσικής σοφίας, τους συνδυάσαντας ή συμφιλιώσαντας τον Χριστιανισμόν με τα Ελληνικά γράμματα.


Και ναι μεν η κλασσική τους παιδεία είναι σημαντικωτάτη. Και ο ελληνικός λόγο, ολολαμπής από τας αστραπάς της μεγαλοφυΐας των, ακτινοβολεί εις τα συγγράμματά των.


Εκείνο όμως, που τους καθιστά «τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», δεν είναι τα γράμματα, αλλά η αγιότης των. Αυτή, που ελάμπρυνε τον ελληνικόν λόγον. Και από διανοητικόν τον μετουσίωσεν εις πνευματικόν διό και θέλγοντα τας καρδίας των πιστευόντων.


Και πρέπει να είπωμεν αμέσως, ότι χωρίς την αγιότητα της ψυχής, δεν θα ήσαν παρά φιλόσοφοι ή θεολογούντες, ανίκανοι να ανέλθουν εις τας κορυφάς της «γνώσεως», όπου έφθασαν. Και η θεολογία των, δεν θα διετήρει μέχρι σήμερον το κύρος της, εάν δεν κατηυγάζετο από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος.


Ακριβώς διά τούτο, ο μεν εις ονομάζεται υπό της Εκκλησίας Θεολόγος. Οδέ έτερος αναγνωρίζεται Ουρανοφάντωρ. Και εις τον τρίτον, αποδίδεται ο τίτλος του Χρυσοστόμου. Ονόματα μεγάλα, μοναδικά, ανεπανάληπτα.


* * *


Αλλ’ ας ίδωμεν την κλασσικήν παιδείαν εις τας συγκεκριμένας μορφάς της. Ο κλασσικισμός, φρονούμεν, δύναται εις πέντε τομείς να υποδιαιρεθή. Εις την μεταφυσικήν, την ηθικήν, την Τέχνην, την γνωσιολογίαν, τας πολιτικάς επιστήμας.


Εάν αντιπαραθέσωμεν εις τα ανωτέρω, τα ενδιαφέροντα των «Τριών Ιεραρχών», θα διαπιστώσωμεν ότι περί μεταφυσικής μεν, ουδείς λόγος δύναται γίνη. Εκεί ειδωλολατρία, εδώ Αποκάλυψις. Περί δε ηθικής, πέραν φυσικών τινων στοιχείων ηθικής, δεν ήτο δυνατόν να δώση ο Κλασσικισμός. Ο Χριστιανισμός εκόμισεν υπεφυσικήν ηθικήν, διδασκαλίαν εν αγίω Πνεύματι.


Αλλά και η Τέχνη, ως καλλιτεχνία εκπορευομένη από την διεφθαρμένην, διά της προπατορικής αμαρτίας, καρδίαν, εκινήθη εις τα φυσικά της όρια, ως αισθητική μόνον.


Οι «Τρεις Ιεράρχαι», ανελθόντες εις τους κόσμους του Πνεύματος, ανεχώνευσαν εις τας ψυχάς των την φυσικήν αισθητικήν και εβίωσαν το πνευματικόν κάλλος. Η λάμψις και το πνευματικόν θέλγητρον του θείου κάλλους, αναδίδονται πυκνώς από την διδασκαλίαν των.


Ως προς την γνωσιολογίαν, ποίαν σχέσιν δύναται να έχη ο «σπερματικός λόγος», ο λόγος όπου αναβλύζει από εσκοτισμένας ψυχάς, τας οποίας «άγριός τις δαίμων ενήχησε», με τον λόγον του Αγίου Πνεύματος, τον λόγον της Αποκαλύψεως;


Περί δε των πολιτικών επιστημών, είναι περιττόν να ομιλήση τις, εφ’ όσον ο Χριστιανισμός μετέφερε τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου εις τον ουρανόν. «Ημείς ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»…


* * *


Καταφαίνεται, λοιπόν, ότι η αποδιδομένη εις τους «Τρεις Ιεράρχας»… ενοχή, ότι συνέζευξαν τον κλασσικισμόν με τον Χριστιανισμόν, είναι εντελώς αστήρικτος. Διατί; Απλούστατα, τον ξεπέρασαν!


Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη άλλως. Μόνον εστερημένοι ορθοδόξων κριτηρίων, ημπορούν να ισχυρίζωνται, ότι δεν βλέπουν μεγάλην διαφοράν μεταξύ του θείου φωτός, εντός του οποίου κατελάμφθησαν οι θείοι αυτοί Πατέρες, και των πυγολαμπίδων της κλασσικής φιλοσοφίας.


Βεβαίως, προκειμένου περί του Δυτικού, λεγομένου Χριστιανισμού, το πράγμα διαφέρει. Και τούτο, διότι ενώ οι άγιοι Πατέρες της Ανατολής, ζώντες την μυστικήν εν Χριστώ ζωήν, εδέχοντο τας ενεργείας του αγίου Πνεύματος, εις την Δύσιν η Θεολογία από του ενδεκάτου αιώνος είχε μεταβληθή εις φιλοσοφίαν.


Άριστα, επομένως, δύναται να ομιλή κανείς περί μίξεως του κλασσικισμού μετά του Χριστιανισμού, όταν έχη υπ’ όψιν του την Λατινικήν και τας λατινογενείς εκκλησίας, ένθα ομιλεί, διά λογαριασμόν της αποκεκαλυμμένης θρησκείας, ο «άγιος Αριστοτέλης»!


Εις την Ορθόδοξον όμως Εκκλησίαν, από της Αποστολικής εποχής μέχρι σήμερον, -ως εικός και διά των Τριών Ιεραρχών- λαλεί αυτό το Πανάγιο Πνεύμα. Ούτω εξηγείται διατί η εσπερία Δύσις περιέπεσεν εις τόσας απιθάνους αιρέσεις, ενώ η Εώα Ορθοδοξία μας παρέμεινεν Ορθο-δοξία…


* * *


Αλλά τι ήτο εκείνο ώστε, παρά τον μέγαν πειρασμόν εκ της πλουσίας παγανιστικής μορφώσεώς των, να καταστούν δοχεία του Αγίου Πνεύματος και η διδασκαλία των να αποβή κανών θεολογίας της Εκκλησίας και αυτοί να γεραίρωνται εις τους αιώνας «ως μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας».


Ήτο, η έκτακτος καταβολή της φύσεως, η εύροια και το βάθος της μαθήσεως και η άφθονος θεία χάρις. Αλλά η θεία χάρις δεν δίδεται, αν δεν ζητηθή. Και αν δεν έχη τόπον να αναπαυθή. Ό,τι δε έδωσαν οι μεγάλοι Ιεράρχαι, από την πλευράν της ανθρωπίνης προσφοράς των, ήτο ο προσωπικός αγών, η ασκητικότης, το πνευματικόν πένθος, το καρδιακόν δάκρυον, η αδιάλειπτος προσευχή των, η πίστις, η ελπίς, η αγάπη των.


Χωρίς τον αγώνα των προς κάθαρσιν από των ψεκτών παθών, ούτε η μεγαλόνοιά των, ούτε η μεγάλη παιδεία των, ούτε τα χρηστά, κατά οικογενειακήν χριστιανικήν Παράδοσιν ήθη των, θα τους ανεδείκνυον μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.


Αυτόν τον ασκητικόν αγώνα των διετήρησαν εις όλον τον βίον των, διά να μη προσκρούσουν εις την πλουσίως ενεργούσαν εις τας ψυχάς των Θ. Χάριν. Διά τούτο και πας λόγος των αποτελεί όρον και δόγμα και κανόνα της Εκκλησίας, της οποίας την φύσιν και την ουσίαν έμαθον διά πράξεως και θεωρίας, διά της Γραφής και των εν Αγίω Πνεύματι εμπειριών των.


Ολόκληρος δε η διδασκαλία των, ουδέν άλλο είναι, ειμή η ακτινοβολία των ενεργημάτων της Θείας Χάριτος εις τας κεκαθαρμένας, διά θείου πυρός, ψυχάς των. Όσοι έχουν οφθαλμούς πνευματικούς και ακοήν μυστικήν, αυτοί βλέπουν και ακούουν την παρουσίαν του Παρακλήτου εις τους «την οικουμένην ακτίσι θείων δογμάτων πυρσεύσαντας»…


* * *


Και ως αιώνιοι Διδάσκαλοι και Ποιμένες, είναι παρόντες εις την αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν και σήμερον. Και διδάσκουν και Ποιμένας και Λαόν. Και πρόκεινται ως τύποι και υποδείγματα διά τους Ποιμένας και διδασκάλους μας, εν τη πίστει, τη καθαρότητι, τω ήθει, τη εμμονή εν τη Ορθοδοξία.


Βεβαίως, δεν αξιούμεν να ίδωμεν Βασιλείους, Χρυσοστόμους, Γρηγορίους. Τα χαρίσματα είναι «αμεταμέλητα». Θέλομεν όμως Βασιλειανούς, Χρυσοστομικούς, Γρηγοριανούς τους Ποιμένας μας. Να ακολουθούν τα ίχνη των, κατά δύναμιν, εις την αδοξίαν των, εις την ελευθερίαν της ψυχής των, εις την αγάπην του Θεού, εις την εγρήγορσίν των διά την σωτηρίαν της ψυχής, εις την Πατερικήν πνευματικότητα, ώστε να μη απομακρύνωνται από την Ορθόδοξον διδασκαλίαν.


Εάν οι Ποιμένες μας δεν οικειωθούν τον νουν των αγίων Πατέρων, δεν θα υπάρξη παύλα των κακών εν τη Εκκλησία.


Σήμερον διατί συνταράσσεται η ποίμνη του Χριστού; Διότι Ποιμένες τινές, διατελούντες από πολλού εν διαστάσει με το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, εφευρίσκουν, εν τη συγχύσει των, νέας οδούς διά την Εκκλησίαν, εκ των προτέρων καταδεδικασμένας.


Η ευχή μας είναι όπως, πρεσβείαις των αγίων Τριών Ιεραρχών, οι μεν σεβαστοί Ποιμένες της Εκκλησίας μας ακολουθήσουν εν παντί τα ίχνη των. Ο δε Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας, διά την αγάπην του Χριστού και την ομόνοιαν της Εκκλησίας, εναρμονισθή εν παντί με την ζωήν, τα φρονήματα και τους αγώνας, των δύο εκ των τριών αγίων προ αυτού Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, ίνα «εν ομονοία ομολογήσωμεν…».




(“Ορθόδοξος Τύπος”, Έτος Θ’, Αριθ. Φυλ. 96, 20 Ιανουαρίου 1969)

Η πρόταση των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία της Ευρώπης

 Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών


1. Η αποκτηθείσα εμπειρία από την προενταξιακή διαδικασία (από το 1958) και την μετέπειτα ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη, οδήγησε σε κάποιες α­ξιωματικές αρχές, ως σταθερές της πορείας μας μέσα σ’ αυτήν. Η πρώτη αρχή είναι, ότι το πρόβλημα δεν είναι η Ευρώπη, όπως δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα κά­θε αναγκαστικός αναπροσανατολισμός της εθνικής μας πολιτικής σ’ όλη την ιστορική μας διάρκεια. Το πρόβλημα είμαστε εμείς, η δική μας δηλαδή παρου­σία μέσα στην Ευρώπη. Η δεύτερη αρχή είναι, ότι το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι πρώτιστα πολιτικό ή οικονομικό, αλλά πνευματικό και πολιτιστικό.


Διό­τι το αμείλικτο ερώτημα είναι, ποιον άνθρωπο και ποια κοινωνία μπορεί να παραγάγει η Ενωμένη Ευ­ρώπη, και τελικά ποιον πολιτισμό. Είναι πράγματι γεγονός, ότι μέσα στην νέα μεγά­λη μας Πατρίδα κρίνεται η ταυτότητά μας, αλλά και η ιστορική μας συνέχεια και συνεπώς η ιστορική (με ό,τι σημαίνει αυτό) επιβίωσή μας. Η αποτίμηση όμως της Ευρώπης, ως μητέρας του Δυτικού Κόσμου, είναι θέμα προοπτικής. Υπάρχουν δύο προοπτικές: η ελλη­νορθόδοξη και η ουνιτίζουσα των ευρωπαϊστών μας. Οι πρώτοι διαπιστώνουν στον πολιτισμό διαφοροποι­ήσεις και αποστασιοποίηση. Οι δεύτεροι, συμπτώσεις και ταύτιση. Το tertium comparationis, το σημείο ανα­φοράς, είναι ο πολιτισμός. Και είναι γνωστό, ότι καρ­διά του πολιτισμού είναι η παιδεία, ως καλλιέργεια και διάπλαση του όλου ανθρώπου, ο οποίος στην συλ­λογική πραγμάτωσή του παράγει τον πολιτισμό, ως οργάνωση και διευθέτηση του κοινωνικού χώρου, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ψυχής του. Διότι, ό­πως είπε ο γνωστός ιστορικός των πολιτισμών και διακεκριμένος διπλωμάτης Arnold Toynbee «ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής»! Ακρι­βώς το περιεχόμενο της ψυχής διαμορφώνεται με την Παιδεία, την όλη αγωγή δηλαδή του ανθρώπου.

2. Η Ευρώπη, της προκαρλομάγνειας περιόδου, ξεκίνησε με τρία βασικά θεμέλια: τον Ρωμαϊκό Κρατι­κό φορέα, που βαθμιαία εκχριστιανίσθηκε (όσο μπο­ρεί να εκχριστιανισθεί το Κράτος). τον ελληνικό πο­λιτισμό, με σταθερό φορέα του την ελληνική γλώσσα. και τον Χριστιανισμό, ως αποστολικοπατερική Ορθοδοξία. Οι παράγοντες αυτοί, με την σύνθεσή τους, παρήγαγαν τον πολιτισμό της Ενωμένης Ευρώπης της πρώτης χιλιετίας. Η Ευρώπη, στην οποία ζούμε και κινούμεθα σήμερα, προήλθε από την διαλεκτική διαφόρων ιδεολογικοφιλοσοφικών συστημάτων, που διαμορφώθηκαν στον δυτικό μεσαίωνα: α) του σχολα­στικισμού, της εκφιλοσόφησης και εκκοσμίκευσης του Χριστιανισμού και της μετατροπής του σε σύστη­μα επιστημονικό. β) του νομιναλισμού, που εκφράζε­ται ως δυαλισμός (φιλοσοφικά) και ατομισμός (ωφελιμισμός) κοινωνικά και είναι το DΝΑ της ευρωπαϊ­κής ατομικής και συλλογικής συνείδησης. γ) του ουμανισμού της Αναγέννησης και δ) του διαφωτισμού, της αυτοθεοποίησης δηλαδή του ανθρώπου με όλες τις σχετικές συνέπειες. Από το «credo, ut intelligam» (πιστεύω, για να κατανοήσω) του ιερού Αυγουστίνου, έφθασε η Δυτική Ευρώπη στο «cogito, ergo sum» του Καρτεσίου, την απολυτοποίηση της διάνοιας και της λογικής, ως απόλυτου κριτηρίου των ανθρωπίνων. Η ολοκλήρωση της διαφωτιστικής συγκρότησης της Ευρώπης εκφράσθηκε με μια συμβολική πράξη του Ροβεσπιέρου: Μία κοινή γυναίκα τοποθετήθηκε γυ­μνή στην «αγία Τράπεζα» της Παναγίας των Παρι­σίων και λατρεύθηκε ως Θεά Λογική (Raison). Η ελληνορθόδοξη Ανατολή και ως ένα σημείο ό­λη η αρχαία Ενωμένη Ευρώπη, με εντελώς διαφορετι­κές παιδευτικές προϋποθέσεις, έφθασαν σε έναν πολι­τισμό, που βιώνεται ως σήμερα στους υπαρκτικούς θύ­λακες της παράδοσής μας, κυρίως στα μοναστήρια.


3. Θεμελιακά συστατικά του ενιαίου αυτού ευρω­παϊκού πολιτισμού είναι:


α) Η ισορροπία των σχέσε­ων με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, σε ένα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικής αναφοράς, που συνιστά την ακεραιότητα και ενότητα του ανθρω­πίνου προσώπου, όπως φαίνεται στην περίπτωση του «Αγίου», που είναι το βιοκοινωνικό πρότυπο της ορ­θοδοξίας. Οι λειτουργικές φράσεις «άνω σχώμεν τας καρδίας», «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», ή «αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν. Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα…», είναι οι συντεταγμένες αυτής της συνείδησης, που οδηγεί σε ανάλογο ήθος.


β) Η υπέρβαση της θρησκείας και της θρησκειοποίησης της πίστεως, ως τρόπου υπάρξεως και αναφοράς όλου του ανθρώπου στον Θεό με συνεχή ζήτηση της Χάρης Του. Όχι φυσικά με την θρησκευτική έννοια της δοσοληψίας, (do ut des), αλλά ως βίωση και έκ­φραση της συνειδήσεως, ότι «εν αυτώ ζώμεν και κι­νούμεθα και εσμέν» (Πράξ. 17, 28) και ότι «χωρίς Αυ­τού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (Ιω. 15, 5).


γ) Η προτεραιότητα της καρδιάς, όχι μόνο ως πηγής των συ­ναισθημάτων, αλλά ως κέντρου της υπάρξεως, στο οποίο συντελείται η κοινωνία με την θεϊκή Χάρη, που παράγει το Χριστοειδές ήθος. Η κάθαρση της καρ­διάς από τα πάθη δεν είναι μόνο η αφετηρία του αγώ­να για την θέωση, τον απόλυτο σκοπό της ύπαρξης, αλλά και για την δυνατότητα σχέσης ανιδιοτέλειας με τους συνανθρώπους. Στο πανηγύρι ή το γλέντι του ο Έλληνας εύχεται: «καλή καρδιά», που παραπέμπει στον αναστάσιμο ύμνο «εν καθαρά καρδία Σε δοξάζειν». Χωρίς «καθαρή»-«καλή»-φιλόθεη δηλαδή και φιλάνθρωπη καρδία, δεν είναι δυνατόν να συγκροτη­θεί αυθεντική διανθρώπινη κοινωνία. Το πνεύμα της ανιδιοτέλειας εκφράζει η μοναδική στον κόσμο ελληνική παροιμία: «κάμε το καλό και ρίξ’ το στον γυαλό», που δεν είναι παρά νεώτερη από­δοση του ευαγγελικού λόγου: «μακάριόν εστιν διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 25). Αυτή είναι η πνευματική μήτρα, που γεννά στους αιώνες το ελληνορθόδοξο ολοκαύτωμα, ως εκούσια αυτοθυσία για τους άλλους. Θερμοπύλες, Αλαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Αρκάδι είναι οριακές στιγμές του ελλη­νικού ολοκαυτώματος. Αυθεντικός άνθρωπος στην κοινή ευρωπαϊκή παράδοση είναι ο Άγιος, ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος, το αρχετυπικό πρότυπο της αρχαίας Ενωμένης Ευρώπης. Είναι ο άνθρω­πος, που ζει χαρισματικά τον λόγο του Χριστού προ του πάθους Του: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. 15, 13).


4. Αυτό το φρόνημα καλλιεργούσαν οι Άγιοι της προσχισματικής Ευρώπης και αυτός ήταν ο καρπός της παιδείας και αγωγής, που προσφερόταν από τους αγίους της Ανατολής και Δύσεως, με πρωτοπόρους τους τιμώμενους σήμερα Τρεις Ιεράρχες. Η επιλογή και κοινή εορταστική τιμή τους την 30η Ιανουαρίου από τον 11ο αιώνα, συνιστά αναγνώρισή τους ως αυ­θεντικών μαρτύρων της σώζουσας πίστης και προβολέ­ων της γνήσιας ελληνοχριστιανικής αγωγής, αλλά προπάντων της παιδείας της παράδοσής μας. Το ίδιο νόημα είχε και η συνέχιση της σημερινής Εορτής στα Ανώτατα Πνευματικά μας Ιδρύματα, ήδη από το 1826 στο πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο, την περίλαμπρη «Ιόνιο Ακαδημία» (Κέρκυρα) και από το 1842 στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Ο λόγος και η πράξη των τριών Ιεραρχών είναι το παιδευτικό και παιδαγωγικό Εγκόλπιο, όχι μόνο του Έθνους μας, αλλά και σύνολης της Ορθοδοξίας, που τιμά εξ ίσου με μας σήμερα τους Μεγάλους αυτούς Πατέρες και Διδασκάλους.


5. Το πρόβλημα της παιδείας επικεντρώνεται στην νοηματοδότηση των ανθρωπίνων και του προορισμού του ανθρώπου. Έτσι προβάλλεται στον λόγο και την ποιμαντική διακονία των τριών Ιεραρχών, που συνο­ψίζονται στα ακόλουθα σημεία:


α) Δεν είναι απλή εκπαίδευση, μύηση δηλαδή του ανθρώπου σε μία αναπαραγόμενη γνώση, που τον καθιστά γρανάζι της κρατικής μηχανής (ον παραγωγι­κό). Στην περίπτωση αυτή το κύριο ενδιαφέρον είναι για την τελειοποίηση των μηχανών και ΟΧΙ του αν­θρώπου. Η χριστιανική παιδεία είναι αγωγή του αν­θρώπου με μορφωτικό πρότυπο όχι τον καλόν καγαθόν άνθρωπο, αλλά τον Θεάνθρωπο. Αυτό είχε κατά νουν ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έλεγε: «Πάντα δεύτε­ρα έστω της προνοίας των παίδων» (ΡG 62, 151). Αυ­τή η παιδεία συνδέεται άμεσα πρώτα με τον χώρο της οικογένειας. Οι Τρεις Ιεράρχες γνώρισαν στα πρόσω­πα των γονέων τους, και μάλιστα των μητέρων τους, απαράμιλλα πρότυπα αγωγής. Ο Μέγας Βασίλειος ο­μολογεί, ότι η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του δεν ήταν παρά εποικοδομή στις καταβολές, που έθε­σαν η μητέρα του Εμμέλεια και η γιαγιά του Μακρίνα: «ην εκ παιδός, γράφει, έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου και της μάμμης μου Μακρίνης, ταύτην αυξηθείσαν έσχον εν εμαυτώ» (32, 825). Στο σημείο αυτό συναντώνται οι Πατέρες μας με τον τραγικό Ευριπίδη: «αν κρηπίς μη καταβληθή γέ­νους ορθώς, ανάγκη δυστυχείν τους εκγόνους» (Ηρα­κλής μαινόμενος, 1261). Η διαχρονικότητα δε αυτής της νοηματοδότησης της παιδείας στην ελληνική πα­ράδοσή μας φαίνεται από τον λόγο του Πατροκοσμά του Αιτωλού προς τους γονείς: «Αμαρτάνετε πολύ να τα αφήνετε (δηλ. τα παιδιά σας) αγράμματα και τυ­φλά, και μη μόνον φροντίζετε να τους αφήνετε πλού­τη και υποστατικά, και μετά τον θάνατόν σας να τα τρων και να σας πισολογούν (να σας τα ψέλνουν) κι όλας. Καλύτερα να τα αφήνετε πτωχά και γραμματι­σμένα, παρά πλούσια και αγράμματα»!


β) Η παιδεία συνδέεται όμως και με το πρόσωπο του διδασκάλου. Στο σημείο αυτό γίνεται ταύτιση ποιμαντικής και παιδαγωγίας. Το δυαδικό σχήμα της πνευματικής μας παράδοσης: πνευματικός πατέρας – πνευματικό τέκνο εκφράζεται εξ ίσου και με την δυάδα: Διδάσκαλος – Μαθητής. Ναός και σχολείο στον πολιτισμό μας βρίσκονται σε σχέση αμοιβαιότητας και συμπληρωματικότητας, ως χώροι διαποίμανσης και διαμόρφωσης του ανθρώπου. Το βάρος πέφτει ό­μως στο ήθος και το παράδειγμα του διδάσκοντος. «Ο γαρ μη ποιών και διδάσκων (πρβλ. Ματθ. 6, 19) α­ναξιόπιστός εστιν εις ωφέλειαν», κατά τον Μ. Βασί­λειο (ΡG 30, 497), ο οποίος δεν παραλείπει να διατυ­πώσει τον σκεπτικισμό του για τους διδασκάλους της εποχής του: «Πολλών μεν ακήκοα λόγων ψυχωφελών, πλην παρ’ ουδενί (!) των διδασκάλων εύρον αξίαν των λόγων την αρετήν» (ΡG 32, 358).


γ) Είναι παιδεία θεοκεντρική. O σκοπός της παι­δευτικής λειτουργίας είναι κατά τoν Μ. Βασίλειο «oμοιωθήναι Θεώ κατά τo δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός διδαγμάτων» (ΡG 32, 69). Σ’ αυτό το σημείο αναδύεται η προβληματική της στοχοθεσίας των εκπαιδευτικών προγραμματισμών. Η προτεραιότητα του οικονομι­σμού και μιας ενδοκοσμικής εσχατολογίας, μέσα σε χιλιαστικά οράματα ευημερίας, οδηγεί στο ανθρωποείδωλο του «homo oeconomicus». Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών πρωταρχικά αποβλέπει στην εν Χρι­στώ τελείωση του ανθρώπου. Προεκτείνοντας τον λό­γο του Μενάνδρου («ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άν­θρωπος η») ο Χρυσόστομος διακηρύσσει: «άνθρωπον γαρ εκείνον αν καλέσαιμι τον την εικόνα του Θεού διασώζοντα… Το ταις εντολαίς του Δεσπότου κατακολουθείν, τούτο άνθρωπος» (ΡG 53, 201). Κάθε άνθρω­πος, κατά τον Μ. Βασίλειο είναι «Θεός κεκελευσμένος», έχει δηλαδή μέσα του την εντολή να γίνει Θεός κατά χάρη. Η αξία, συνεπώς, ή απαξία του αν­θρώπου ορίζεται από την σχέση του με τον Θεό. «Ψυχής δε ανθρωπίνης ουδέν ούτω τεκμήριον ως των θείων εράν λογίων» (Ιω. Χρυσοστόμου, ΡG 51, 113). Σ’ αυτή την πραγματικότητα ζούμε μόνιμα οι Έλλη­νες, όταν, αξιολογώντας τον άνθρωπο, διερωτώμεθα «αν έχει Θεό μέσα του» και δεν είναι «αθεόφοβος» ή «θεομπαίχτης». Κατά τον Χρυσόστομο, «ει τους παίδας επαιδεύομεν φίλους είναι τω Θεώ, πάντα αν ανεπήδησε τα λυπηρά και μυρίων απηλλάγη κακών ο βίος ο παρών» (ΡG 51, 327).


δ) Σκοπός της παιδείας δεν είναι η πολυμάθεια, αλλά η εν Χριστώ μόρφωση του νέου ανθρώπου. Αυ­τό βέβαια δεν οδηγεί στην αμάθεια. Με το να σας προτρέπω, λέγει ο Χρυσόστομος, να διδάσκετε στα παιδιά σας την Αγία Γραφή, «μη νομιζέτω με νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι. Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν» (ΡG 47, 368). Στον Πλάτωνα, άλλωστε, αποδίδε­ται ο παράλληλος λόγος: «επιστήμη χωριζομένη αρε­τής, πανουργία ου σοφία».


ε) Η παιδεία των τριών Ιεραρχών βοηθεί στην ιε­ράρχηση των ανθρωπίνων και την δημιουργία ρεαλι­στικής φιλοσοφίας ζωής. Αρχή γίνεται με την αυτο­γνωσία. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Μικρός ειμί και μέ­γας, ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επί­γειος και ουράνιος» (ΡG 35, 785). Ο άνθρωπος με την μετοχή του στο Άκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος εν μικρώ» (ΡG 36, 524). Τότε μόνο ακολουθεί η εύστοχη ιεράρχηση των ανθρωπίνων: «Υπεροράν μεν σαρκός -προτρέπει ο Μ. Βασίλειος- παρέρχεται γαρ. επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου» (ΡG 31, 204). Και ο Χρυσόστομος συχνά επαναλαμβάνει: «Αποδη­μία ο παρών βίος… οδίτης ει… Πανδοχείον εστιν ο παρών βίος» (ΡG 52, 401). Είναι η συνείδηση, που φθάνει μέχρι τους νεώτερους Πατέρες μας, όπως ο Πατροκοσμάς: «Ημείς, Χριστιανοί μου, έλεγε, δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλε τον νουν μας εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρί­δα μας».


ς) Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες ονομάζονταν «βάναυσοι», θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλ­λά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» (ΡG 51, 193). Προτρέπει μάλιστα, να θαυμάζουμε τον λασπω­μένο και μουτζουρωμένο εργάτη (ΡG 61, 1017). Εντροπή πρέπει να προκαλούν μόνο «οι εική τρεφόμενοι και αργούντες», όσοι χρησιμοποιούν υπηρέτες και ζουν με τον κόπο των άλλων (ΡG 61, 47).


ζ) Η παιδεία κατά τους Τρεις Ιεράρχες είναι ζή­τηση της Αλήθειας και μύηση σ’ αυτήν. Αυτό σημαί­νει και ο ελληνικός όρος φιλοσοφία. Η ζητούμενη δε σοφία είναι κατ’ αυτούς ο Ιησούς Χριστός ως ένσαρκη Παναλήθεια. Η επιστήμη θεραπεύεται ως λειτουρ­γία ψηλάφησης των θείων ενεργειών μέσα στην Κτί­ση. Οι τέχνες ασκούνται ως πραγμάτωση της ψυχής του ανθρώπου και αλληλοδιακονία. Η ζήτηση της Αλήθειας (φιλοσοφία), η αγάπη για το ωραίο (φιλο-καλία), η θεραπεία του δικαίου, αστασίαστα συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης, καταφάσκονται από τους Πατέρες μας και κυρίως από τον Μ. Βασίλειο, που κατείχε σε υπέρτατο βαθμό όλες τις επιστήμες στην ε­ποχή του (ΡG 31, 389-392. 416).


η) Ο απώτερος όμως σκοπός της παιδείας είναι κατά τους Πατέρες μας η ολοτελής ένταξη του ανθρώ­που στο συλλογικό-κοινωνικό σώμα. Είναι, συνεπώς, παιδεία κοινωνική, ανατρεπτική κάθε πραγματικής ή υποθετικής σύγκρουσης προσώπου και κοινωνίας. Ο Μ. Βασίλειος είναι ο οργανωτής του κοινοβίου, ως συνέχειας των αρχαίων ελληνικών «κοινών», τα οποία εθαύμαζε («αιδεσθώμεν τα των Ελλήνων κοινά», έλεγε). Η παιδεία που ενσάρκωσαν και υπηρέτησαν οι Τρεις Ιεράρχες θεμελιώνει και υποστασιώνει ένα πο­λιτισμό, που βρίσκεται στα πνευματικοκοινωνικά θε­μέλια της αρχαίας Ευρώπης. Το ερώτημα όμως, που προκύπτει είναι, ποια σχέση έχει η σημερινή Ευρώ­πη, σ’ όλο το φάσμα της, με την πολιτιστική αυτή πα­ράδοση. Φοβούμαι ότι, ενώ εμείς οι ορθόδοξοι διασώ­ζουμε ακόμη απτά ίχνη αυτού του ήθους, στον δυτικό κόσμο η Παιδεία αυτή έχει πια χαθεί.


6. Η Ευρώπη, σχεδόν στο σύνολό της, έχει χάσει τον Θεό των πατέρων της. Ο Θεός είναι το πρόβλημα της Ευρώπης. Εντασσόμενος μέσα σε δικανικά και φιλοσοφικά σχήματα, έγινε αγνώριστος. Μετά την έ­ξωση του Θεού από τον κόσμο (Deismus), έφθασε ο δυτικός κόσμος τον 20ο αιώνα στην «θεολογία του θανάτου του Θεού» (του νεκρού Θεού), ενός Θεού που δεν έχει πια σχέση με τον άνθρωπο και τον κόσμο. Μαζί όμως με τον Θεό χάθηκε και ο άνθρωπος και η δυνατότητα σύμπηξης αδελφικής κοινωνίας, παρά την καύχηση για την ανάπτυξη της επιστήμης, που καταν­τά επιστημοπληξία. Διότι, όπως παρατήρησε ο Μα­κρυγιάννης: «Αυτείνοι ( = οι Ευρωπαίοι) είναι άνθρω­ποι χωρίς ηθική και πίστη, και κρίμα στα φώτα τους. ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα και όχι τα φώτα τον άνθρωπο»! Όπως ευστοχότατα έχει επισημάνει και ο μακαρι­στός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος ορθόδοξος Θεο­λόγος και πρώην Καθηγητής του Πανεπιστημίου Βε­λιγραδίου: «Ιδού εις τι μετεβάλλετο και τελικώς μετε­βλήθη από την Αναγέννησιν έως σήμερον η Ευρώπη. εις εργαστήριον ρομπότ. Το δε ρομπότ είναι ο αθλιώτερος τύπος ανθρώπου. Όστις έχει οφθαλμούς δια να βλέπη, ας ίδη. δεν υπήρξεν επί του πλανήτου αθλιώτερος, ασχημότερος και απανθρωπότερος άνθρωπος από το ευρωπαϊκό ρομπότ… Άνθρωπος χωρίς Θεό και χω­ρίς ψυχήν… Αφού εφόνευσε τον Θεόν και την ψυχήν μέσα του ο τύπος κάθε ευρωπαίου ανθρώπου… βαθμηδόν αυτοκτονεί. Διότι η αυτοκτονία είναι ο αναπόφευ­κτος ακόλουθος της Θεοκτονίας». Ο άνθρωπος αυτός διεκτραγωδήθηκε από τον μεγάλο Charly Chaplin, ως ο «ανθρωπάκος του εργοστασίου» στην πρωτοπορια­κή ταινία του «Modern Times» (Μοντέρνοι καιροί). Μετά την αυτοϋποδούλωσή του στην τεχνολογία του ο δυτικός άνθρωπος, αυτοϋποδουλώνεται σήμερα και στην επιστήμη του (λ.χ. την Βιοτεχνολογία ή την Γε­νετική Μηχανική). Έτσι όμως φθάσαμε στον «ανθρωπισμό» της Pax Americana και του ΝΑΤΟ και την «ανθρωπιστική βοήθεια» των Νεοεποχιτών. Αυτός είναι ο δρόμος, που πέρασε από την φραγκική φεουδαρχία, την κρατικοποίηση του Χριστιανισμού, την Ιερά Εξέταση, τους Σταυροφόρους, τον Ναπολέοντα, τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Είναι το παράγωγο μιας παιδείας, που έ­χασε την πνευματική λειτουργία της καθαρής καρ­διάς, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στον κατ’ επί­φαση «ορθό λόγο» (την Raison), που παρουσιάζει την σχιζοφρένεια να διανοείται μεν βαθυστόχαστα ή να δημιουργεί στην Τέχνη, αλλά παράλληλα να κατεργά­ζεται την εξόντωση αθώων, όπως συνέβαινε με τους χιτλερικούς στρατιωτικούς-καλλιτέχνες και όπως συμβαίνει σήμερα με τις ληστρικές επεμβάσεις στο Κόσοβο, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και όπου αλλού.


7. Τα συστατικά της αγωγής των τριών Ιεραρχών, που συνοπτικά εξεθέσαμε παραπάνω, ήταν κοινή κλη­ρονομιά Ανατολής και Δύσης την πρώτη χιλιετία. Η Ανατολή επί αιώνες ήταν η πνευματική μητέρα και τροφοδότρια της δυτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας (ex Oriente lux). Με την αρχή όμως της «μετακένωσης» του Αδαμαντίου Κοραή μάθαμε στους τελευταίους αιώνες να θαυμάζουμε τα «φώτα της Ευρώπης» (ex Occidente lux). Η μανία του εξευρωπαϊσμού, μάλιστα, μας μετέβαλε σε αξιοθρήνητους ουραγούς της Ευρώπης, όχι μόνο πολιτικά και στρατιωτικά, αλλά και πνευματικά και πολιτιστικά. Η παιδεία, συνεπώς, των τριών Ιεραρχών, που σώζει την πεμπτουσία της ελληνικής και της ορθόδο­ξης κληρονομιάς, είναι η παιδεία, που χρειάζεται η Ε­νωμένη Ευρώπη σήμερα, για να ξαναβρεί τα υπαρκτικά και πνευματικά θεμέλιά της. Ο νομπελίστας του 2002 Ίμρε Κέρτες, ο συγγραφέας του «μυθιστορήμα­τος ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο», ο άνθρωπος που επέζησε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Ναζί, αλλά πιστεύει ότι τραγωδίες σαν αυτές του ολοκαυτώματος και των γκουλάκ μπορούν να επαναλη­φθούν, υπεστήριξε πρόσφατα ότι «πρέπει να δημιουρ­γήσουμε νέες αξίες, ένα νέο σύστημα, για να υπερα­σπιστούμε την Ευρώπη και τις ευρωπαϊκές ιδέες (εφημ. «Ελευθεροτυπία» 9.1.2008). Η σκέψη όμως ότι ευρωπαϊκές ιδεολογικές συλλήψεις ήταν και οι τρα­γωδίες, που αυτός δίκαια καταδικάζει, με κάνει να πι­στεύω, ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη, δεν είναι νέες ιδέες, αλλά επανανακάλυψη του πα­λαιού εαυτού της, με βάση την παλαιά πνευματική και πολιτιστική ενότητά της. Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι, αν χωρά σήμερα η παιδευτική πρόταση των Τριών Ιεραρχών στο αξιο­λογικό σύστημα του ενωμένου ευρωπαϊκού χώρου. Διότι υπάρχουν δύο ουσιαστικές παρακωλύσεις, που προέρχονται από τις ομάδες, που εξουσιάζουν την Ευ­ρώπη και κατευθύνουν την παιδεία, αλλά και σύνολη τη ζωή της:




Α) Είναι οι Ευρωπαίοι φορείς του καρλομάγνειου επεκτατικού και εξουσιαστικού πνεύματος και της σχετικής με αυτό νοοτροπίας. Από τα ευρωπαϊκά κεί­μενα, που αναφέρονται σε θέματα παιδείας, διαπιστώ­νεται η επιδίωξη βαθμιαίας καθολικής ενιαιοποίησης, για την δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής, πολιτισμικής και ιστορικής συνείδησης. Αυτό επιβε­βαιώνεται από τα υποστηριζόμενα από τον εκφραστή της Νέας Εποχής καθηγητή Samuel Hantington και την κυρίαρχη θέση για νέα ανάγνωση, κατανόηση και γραφή της Ιστορίας. (Εδώ ακριβώς ανήκει και ο βα­θύτερος προβληματισμός του διαβόητου εγχειριδίου της ΣΤ’ Δημοτικού). Η πολιτιστική πρόταση, συνεπώς, των Τριών Ιεραρχών, που ταυτίζεται με τον πο­λιτισμό της αρχαίας Ευρώπης, δεν γίνεται ευχάριστα δεκτή, διότι αναιρεί και ανατρέπει αυτόχρημα όλες τις ευρωπαϊκές πραγματώσεις κατά την β’ χιλιετία. Γι’ αυτό η Ορθοδοξία της Ανατολής μόνον ως ουνιτίζουσα γίνεται δεκτή στον διαχριστιανικό Διάλογο με την «Δύση», πρόθυμη δηλαδή να αναγνωρίσει τον δυτικό πολιτισμό σ’ όλο το φάσμα του και να υποταχθεί σ’ αυτόν, αυτοαναιρούμενη φυσικά. Ο προβληματισμός αυτός δεν είναι θεωρητικός, όπως δείχνουν τα ίδια τα πράγματα. Το 1996 τέθηκε το θέμα δημιουργίας του «Μουσείου» της Ευρώπης της μετακαρλομάγνειας περιόδου και αποκλείσθηκε σ’ αυτό όχι μόνον η Ορθοδοξία, αλλά και η Ελληνι­κή αρχαιότητα. Αλλά και ο Hantington μας συγκατατάσσει με το Ισλάμ, αρνούμενος την σχέση μας με τον δυτικό πολιτισμό. Και ναι μεν σ’ αυτό έχει δίκιο, το τραγικό όμως είναι, ότι φθάσαμε σε σημείο να λυπούμεθα για την στάση αυτή της Ευρώπης απέναντί μας και να διαμαρτυρόμεθα κι’ όλας. Η απάντηση ό­μως, σε ανάλογη στιγμή, του Μακρυγιάννη προς τον Γάλλο Μαλέρμπ, δείχνει την επιβίωση του πνεύματος των Τριών Ιεραρχών: Όταν ο ευρωπαίος Μαλέρμπ του είπε: «Ένα θα σας βλάψη εσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, όπου είναι αυτήνη η ιδέα σ’ εσάς πολύ τυ­πωμένη», εκείνος απάντησε: «Πράγμα τζιβαϊρικόν πο­λυτίμητο, οπού το βαστήξαμεν εις την τυραννία του Τούρκου, δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμε οι Έλληνες… Και τί έχεις εσύ δια μένα τί δοξάζω ε­γώ; …Και όχι του λόγου σου να μου το ειπής, δεν σ’ ακούγω, αλλά κι ο Θεός ο δικός σου να μου το ειπή, δεν σαλεύει το μάτι μου»…


Β) Η δεύτερη παρακώλυση προέρχεται από τους δικούς μας αθεράπευτα ευρωπαϊστές. Οι ευρωπαϊστές, συνεχίζοντας την παράδοση των Ενωτικών της ύστε­ρης βυζαντινής περιόδου και της δουλείας, θεωρούν την απόλυτη ταύτιση (και την πολιτιστική) με την δυ­τική Ευρώπη ως σωτηρία. Σ’ αυτούς όμως απάντησε ήδη ο αείμνηστος ελληνομαθής και ελληνολάτρης, αυστριακός διανοούμενος Λαυρέντιος Γκεμερέϋ (†1992), που βλέποντας την ελλαδική υστερία για την ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη, έγραψε: «Νομίζω πως τώρα, που η Ελλάδα θα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μπορεί να είναι χρήσιμο για τον Έλληνα να δει τον περίφημο Ευρωπαϊκό πολιτισμό με πιο κρι­τικό μάτι, για να χάσει λίγο από τον σεβασμό του προς αυτόν τον πολιτισμό, που ακόμα του λείπει. Ε­γώ εύχομαι να τον γλυτώσει…» (Λ. Γκεμερέϋ, Η δύση της Δύσης – η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελ­ληνισμός, Αθήνα 1977, σ. 12).Βέβαια υπάρχει και μια άλλη Ευρώπη, που έχει συνειδητοποιήσει τα παραπάνω και αναγνωρίζει την σημασία γι’ αυτήν του πολιτισμού της ορθόδοξης Α­νατολής. Όταν το 1981 έγινε η επίσημη ένταξη της Χώρας μας στην Ενωμένη Ευρώπη, η έγκριτη γαλλι­κή εφημερίδα Le Monde έγραφε με πηχυαία γράμμα­τα: «Η Χώρα της Φιλοκαλίας εισήλθε στην Ευρώ­πη». Φιλοκαλία είναι η πεμπτουσία της ελληνορθόδο­ξης παράδοσης. Πιστεύω ότι το έλεγαν ειλικρινά και για να μας τιμήσουν.Προς αυτή την Ευρώπη οφείλουμε πρωταρχικά να στραφούμε ως Έθνος για την πολιτιστική ολοκλήρω­ση του ευρωπαϊκού χώρου, και αυτό είναι ευκολότερο σήμερα, όταν χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, με ζωντανή την παράδοση των Τριών Ιεραρχών, ανήκουν πλέον στα τακτικά μέλη της. Αυ­τή η Ευρώπη, που νοσταλγεί την αρχαία ταυτότητά της, μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα πολιτιστική για μια τελεσφόρα και γόνιμη συνάντηση όλων των Κρατών-Μελών της στο έδαφος της κοινής κληρονο­μιάς και ενότητας.


 * * * 


Βιβλιογραφική επισημείωση:


Διεύρυνση της παραπάνω θεματικής βλέπε στις α­κόλουθες μελέτες του ιδίου συγγραφέως:


1. Ελληνορθόδοξη παιδεία και πολιτισμική ταυ­τότητα στους Τρεις Ιεράρχες, στο: Ιχνηλασία πνευ­ματικής σχοινοβασίας (ψηλάφηση καίριων στιγμών στην πορεία του Χριστιανικού Ελληνισμού), Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 23-44.


2. Για την Ευρώπη μας με αγάπη, Ακρίτας, Αθή­να 2003. («ΟΦΕΙΛΗ ΑΓΑΠΗΣ», π. Γ. Δ. Μεταλληνού ομοτ. Καθ. Πανεπ. Αθηνών, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)