Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Ὃ διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται γιά νά βλάψει τόν κληρικό(Γέροντας Ιερώνυμος)

 Λόγος τοῦ  Γέροντος Ἱερωνύμου Αἰγίνης είς κληρικό:




 Ὅσο μπορεῖς ἀπόφευγε τὰ ἔξω. Κλείσου στὸ δωμάτιό σου. Σφίξε τὸν νοῦν σου ν' ἀνοίξει νὰ δεῖς πνευματικὸν φῶς. Νὰ λέγεις πότε νὰ φθάσεις στὸ δωμάτιό σου καὶ νὰ κλειστεῖς. Μελέτησε, προσευχήσου. Ἂν δὲν θὰ εἶσαι ἐνισχυμένος, πῶς θὰ...ἐνισχύσεις ἄλλους; Καὶ ὃ κόσμος τρέχει, ζητᾶ τὴν δίψα τῆς ψυχῆς νὰ ἱκανοποίηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὰ ὄργανά της, ἀπὸ τὸ ράσο. Τί θὰ δώσεις ἂν δὲν ἔχεις καὶ πῶς θὰ ἔχεις ἂν δὲν ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεόν; Νὰ κοπιάζης στὴν προσευχὴ καὶ μελέτη καὶ θὰ ἐνισχύεσαι.

Ὃ κληρικὸς πρέπει σὰν τὰ πολυόμματα νὰ εἶναι, δὴλ. ἀπὸ παντοῦ μάτια νὰ ἔχει, νὰ εἶναι ἀκέραιος, δυνατὸς στὸν νοῦν, σοφός, ἅγιος.


  Ἕνας εὐλογημένος (Ἱερέας) ἄρχιζε τὸ βράδυ προσευχὴ καὶ μέχρι τὸ πρωὶ δὲν χόρταινε. Στὴν ἐκκλησία, στὰ «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν» ἔκλαιγε τόσο πολύ, πού δὲν συνέχιζε γιὰ ὥρα καὶ ὅταν τὸν ρωτούσαμε, μᾶς ἔλεγε: Πῶς νὰ συνεχίσω πού βλέπω τόσους ἀγγέλους γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ μέσα στὸ Ποτήριο τὸν Κύριό μας νὰ λάμπει.


 Ὃ Γέροντάς μου, ὃ Μισαήλ, πρὶν νὰ ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἀνέβαινε στὸ βουνό. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἡλίου σήκωνε τὰ χέρια του καὶ ἔτσι ἔμενε μέχρι ποῦ βασίλευε. Οὔτε ἐκάθητο, Οὔτε τὸ ἕνα, Οὔτε τὸ ἄλλο. Καὶ τὸ βράδυ τὰ ροῦχα τοῦ Ἔσταζαν ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα. Εἶχε ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια.

Ποτὲ μὴ κοινωνήσεις ἄνθρωπον, ἂν δὲν ἀκούσης τὸ ὄνομά του. Ἐπίσης νὰ προσέχεις νὰ παίρνεις ὀλίγον Μαργαρίτη, ὄχι μεγάλον τεμάχιο.


Τὸν Ἱεροκήρυκα νὰ τὸν ἀκοῦτε, ἀλλὰ μὴ ζυγώνετε πολύ. Ὅλοι ἄνθρωποι εἴμεθα. Πιθανὸν νὰ διαπιστώσετε ἀδυναμίες καὶ νὰ πεῖτε ἄλλα λέει καὶ ἄλλα πράττει.

Ἢ ἐλεεινὴ ἀσθένεια τῶν ἱερέων εἶναι ἢ φιλαργυρία.

Ἀλλοίμονον!Ὅταν ὃ ἱερεὺς εἶναι φιλάργυρος, τότε θὰ πέσει καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.

Νὰ προσέχεις.

Ὃ διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται γιὰ νὰ βλάψει τὸν κληρικό, διότι ἀπὸ ἕναν ἅγιον κληρικό, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ὅπως καὶ ἀπὸ ἕναν πού δὲν ἀγωνίζεται, χιλιάδες νὰ ζημιωθοῦν καὶ ἀφανισθοῦν.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΘΥΜΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΝΑΟ!

 Ένας Γέροντας Λαυριώτης μοναχός διηγείται την ακόλουθη εντυπωσιακή οπτασία, την οποία είδε ένας απλός Βηματάρης μοναχός:

Ο μοναχός Ηλιοδωρος, της μονής Μεγίστης Λαύρας, σε μια αγρυπνία προετοίμαζε τα θυμιατά ως Βηματάρης, για να θυμιάσουν οι διάκονοι την ώρα του θυμιάματος στην Θ  (ενάτη) ωδή, κατά το τυπικό, στην «Τιμιωτέρα».  Είναι η μεγάλη στιγμή, η αφιερωμένη στην Παναγία, στην οποία η Παναγία αναπαύεται, όταν ακούει να της ψάλλουν αυτόν τον ύμνο και στον οποίο ιδιαίτερα ευχαριστείται.

Αυτός ο ύμνος: «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν», είναι ο Ειρμός, η αρχή της Θ  ὠδῆς του Τριωδίου κανόνα της Μεγάλης Παρασκευής, τον οποίο συνέθεσε ο άγιος ιεράρχης Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά, κατόπιν θείας φωτίσεως, σ’  Αυτήν, που Της αξίζει κάθε ύμνος Αγγέλων και ανθρώπων και κάθε έπαινος.  Ο ύμνος αυτός συντάχθηκε από τον Ιεράρχη σκόπιμα με τόσο υψηλά νοήματα και θεοπρεπείς έννοιες, για να παρηγορήσει και αναψύξει την άλγουσα καρδία της Μητέρας του Θεού, όταν βρισκόταν κάτω από το Σταυρό, με αιμάσσουσα την καρδία, κατά την ώρα που το αίμα του Υιού Της ράντιζε το πρόσωπο, τα χέρια και τα ρούχα της, και στις παλάμες Της ένιωθε τα τρυπήματα του δικού Της Σταυρού.

Κάποια μέρα παρουσιάσθηκε εύχαρις η Κυρία Θεοτόκος στον Πατέρα και ιεράρχη της Εκκλησίας μας Κοσμά και του εξέφρασε την ευαρέσκειά Της γι’  αυτόν τον ύμνο του, όταν τον ακούει να Της τον απευθύνουν τα πλήθη των χριστιανών και τα ιερά πρόσωπα «παρατάξεως Κυρίου», οι μοναχοί, πολύ την αναπαύει, πιο πολύ από κάθε άλλον ύμνο, και ότι συμπαραστέκεται και ευλογεί και αμείβει όλους εκείνους που την δοξολογούν και την υμνολογούν, ψάλλοντες αυτόν τον ύμνον.


Και αληθινά, πολλοί αξιώθηκαν να δουν τη Θεοτόκο να τους ευλογεί η να τους αμείβει με ουράνια χρήματα η να δέχονται τους επαίνους Της.  Γι  αὐτὸ και κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, όταν ψάλλουμε αυτόν τον ύμνο, πρέπει να είμαστε ασκεπείς σε ένδειξη σεβασμού και τιμής στην Παναγία.


Ο μοναχός Ηλιοδωρος, λοιπόν, όταν ετοίμαζε τα θυμιατά, είδε μια μαυροφορούσα μεγαλόπρεπη Γυναίκα, την Οποία συνόδευαν δύο Άγγελοι, να θυμιάζει στο ναό με ολόχρυσο θυμιατό.  Διερχόταν από τα στασίδια των μοναχών και τους θυμίαζε, σαν απλή και ταπεινή γυναίκα, Αυτή που είναι «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ».

Όλα έδειχναν, και η καρδιά του Γέροντα Ηλιοδώρου έτσι πληροφορούσε, «πως η Γυναίκα εκείνη δεν ήταν άλλη από την Έφορο και Προστάτιδα των μοναχών και του Αγίου Όρους, την Υπεραγία Θεοτόκο».  Κάθε φορά που ο ψάλτης έδειχνε τις ψαλτικές του ικανότητες και τα ύψη του και έκανε αυτοπροβολή, ξεχνώντας ότι υμνολογούσε την Κυρία Θεοτόκο, στην Οποία ήταν αφιερωμένος ο ύμνος, η Παναγία δεν εμφανιζόταν, διότι οι ψηλές βάσεις δεν αρέσουν στην Παναγία και δε δείχνουν ευλάβεια και κατάνυξη στον ιερό χώρο του ναού, ούτε και η ιερότητα της στιγμής το επιτρέπει.

Ο ευλαβέστατος Γέροντας Ηλιοδωρος είχε αξιωθεί πολλές φορές να δει την Παναγία στο ναό.  Με αυτό τον τρόπο και τις οπτασίες η Παναγία άμειβε την ευλάβεια του απλού και ταπεινού Ηλιοδώρου.


Από το βιβλίο «Γεροντικό της Παναγίας»


Αρχ. Θεοφύλακτος Μαρινάκης


Σύναξη της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας στην Σκουτερά Αγρινίου

 Η Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας Λυκούρισσης περιλαμβάνει ορισμένα πολύ εντυπωσιακά συμβάντα όπως η σύμπτωση ότι και η εικόνα της Παναγίας που τη χαρακτηρίζει αλλά και τα λείψανα των Αγίων, βρέθηκαν από κυνηγούς.


Στην πρώτη περίπτωση ένας κυνηγός βρήκε την εικόνα της Μονής να τη φυλάει ένας ρίσσος, δηλαδή ένα τρομακτικό άγριο σκυλί, το οποίο μόλις βρέθηκε η εικόνα άφησε την τελευταία του πνοή. Άλλωστε το όνομα «Λυκούρισση» προέρχεται από το συνδυασμό των λέξεων «λύκος» και «ρίσσος», που παραπέμπουν μαζί σε ένα εξαιρετικά άγριο ζώο.


Οι εικόνες των Αγίων, δε, βρέθηκαν από τον Μπάρμπα-Χαράλαμπο, φύλακα και εφημέριο του μοναστηριού,που ήταν κυνηγός και είδε σε όραμα μια μαυροντυμένη εκδοχή της Παναγίας να του υποδεικνύει το μέρος όπου θα έβρισκε τα λείψανα. Αυτό έγινε με μεγάλη λεπτομέρεια στο σημείο που θα άκουγε ένα χτύπο από το αυτοκίνητο με το οποίο θα πήγαινε για κυνήγι την επόμενη! Κάτι που συνέβη και το παρατήρησε μόνο ο ίδιος, ανακαλώντας το όραμα που είχε δει, για να βρει, αφού έσκαψε, αρχικά ένα μικρό μεταλλικό κάλυμμα κάτω από ένα άλλο ξύλινο και στη συνέχεια το θησαυρό της Μονής.

Άγιος Αϊδανός

 Ο Άγιος Αϊδανός κοιμήθηκε το 651 μ.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του φίλου του και διαδόχου του Αγίου Οσβάλδου , αγίου βασιλέως Οσγουΐνου . Κηδεύθηκε στην μονή του Λίντισφαρν.


Την στιγμή του θανάτου του ένας αθώος νεαρός βοσκός, ο μετέπειτα επίσκοπος Λίντισφαρν Κουθβέρτος , ευρισκόμενος στους λόφους πάνω από την μονή, είδε την μακαρία ψυχή του αγίου Αϊδανού να ανέρχεται στον ουρανό συνοδευόμενη από υπερκόσμιο φως. Το όραμα αυτό τον παρεκίνησε να αφιερωθεί και ο ίδιος στον Θεό ως μοναχός.

Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες από την Πέργη της Παμφυλίας

 Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες από την Πέργη της Παμφυλίας μαρτύρησαν αφού τους ανάγκασαν να τρέξουν μέσα στη φωτιά.


Σημείωση

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του σημειώνει για το δίστιχο ότι «Ήτοι επείσθησαν οι δαίμονες θέλοντες και μη θέλοντες ότι ενικήθησαν. Πεισίον γαρ λέγεται η πειθώ. Eν δε τω Συναξαριστή της του Διονυσίου Mονής γράφεται, τα πυρεία».

Ανακαίνιση του Ναού της Θεοτόκου «ἐν τῷ Νεωρίῳ»

 Ο ανακαινισθείς ναός της Θεοτόκου στο Νεώριο, ήταν κτήμα του πατρικίου Αντωνίου, που βρισκόταν μέσα στην αυλή του σπιτιού του. Κατά την αναπαλαίωση ο ναός έλαβε θαυματουργική χάρη και έκανε πολλά θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν σ' αυτόν με πίστη. Όταν πέθανε ο πατρίκιος Αντώνιος, ο ναός εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε. Όταν δε ο βασιλιάς Ρωμανός Α' Λεκαπηνός ετοιμαζόταν να τον γκρεμίσει, ο επιστάτης της κατεδαφίσεως του ναού εμποδίστηκε με οπτασία της Θεοτόκου. Τότε αποφασίστηκε να ανακαινισθεί ο ναός και με χρυσόβουλο εξασφαλίστηκε ετήσια χορήγηση για τη συντήρηση του.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου

 Η ανακομιδή της τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου, άλλοι λένε ότι έγινε από το βασιλιά Αρκάδιο και άλλοι από το γιο του Θεοδόσιο τον Β'. Η μεταφορά έγινε από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησαν σε μια χρυσή θήκη, που ονομάσθηκε αγία Σωρός. Όταν πέρασαν 410 χρόνια, ο βασιλιάς Λέων ο Σοφός άνοιξε την αγία αυτή Σωρό για τη βασίλισσα σύζυγο του Ζωή, που την διακατείχε πνεύμα ακάθαρτο. Όταν λοιπόν άνοιξε την αγία Σωρό, βρήκε την τίμια Ζώνη της Θεοτόκου να ακτινοβολεί υπερφυσικά. Και είχε μια χρυσή βούλα, που φανέρωνε το χρόνο και την ήμερα που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού λοιπόν την προσκύνησαν, ο Πατριάρχης άπλωσε την τιμία Ζώνη επάνω στη βασίλισσα, και αμέσως αυτή ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο. Όποτε όλοι δόξασαν το Σωτήρα Χριστό και ευχαρίστησαν την πανάχραντη Μητέρα Του, η οποία είναι για τους πιστούς φρουρός, φύλαξ, προστάτις, καταφυγή, βοηθός, σκέπη, σε κάθε καιρό και τόπο, ήμερα και νύκτα.


Στη συνέχεια η Αγία Ζώνη τεμαχίστηκε και τεμάχιά της μεταφέρθηκαν σε διάφορους ναούς της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση της Πόλης από τούς Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τους βάρβαρους και απολίτιστους κατακτητές και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ένα μέρος όμως διασώθηκε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στον ιερό ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών. Η τελευταία αναφορά για το άγιο λείψανο είναι ενός ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1424 και 1453 μ.Χ.


Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους το 1453 μ.Χ., είναι άγνωστο τι απέγινε το υπόλοιπο μέρος της Αγίας Ζώνης στη συνέχεια. Έτσι το μοναδικό σωζόμενο τμήμα είναι αυτό που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου· με εξαιρετικά περιπετειώδη τρόπο έφτασε εκεί.


Ο Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει έναν χρυσό σταυρό για να τον προστατεύει στις εκστρατείες. Στη μέση του σταυρού είχε τοποθετηθεί τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· ο σταυρός έφερε επίσης θήκες με άγια λείψανα Μαρτύρων, και ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης. Όλοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιρναν αυτόν τον σταυρό στις εκστρατείες. Το ίδιο έπραξε και ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β Ἄγγελος (1185-1195) σε μία εκστρατεία εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν. Νικήθηκε όμως και μέσα στον πανικό ένας ιερέας τον πέταξε στο ποτάμι για να μην τον βεβηλώσουν οι εχθροί. Μετά από μερικές μέρες όμως οι Βούλγαροι τον βρήκαν· έτσι πέρασε στα χέρια του Ασάν.


Οι Βούλγαροι ηγεμόνες μιμούμενοι τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες έπαιρναν μαζί τους στις εκστρατείες το σταυρό. Σε μία μάχη όμως εναντίον των Σέρβων ο βουλγαρικός στρατός νικήθηκε από τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ο Λάζαρος αργότερα δώρισε το σταυρό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου μαζί με το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης.


Οι Άγιοι Πατέρες της Ιεράς Μονής διασώζουν και μία παράδοση σύμφωνα με την οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου αφιερώθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αξίωμα, εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου.


Τα θαύματα που πραγματοποίησε και πραγματοποιεί η Τιμία Ζώνη είναι πολλά. Βοηθά ειδικά τις στείρες γυναίκες να αποκτήσουν παιδί. Αν ζητήσουν με ευλάβεια τη βοήθειά της Παναγίας, τούς δίδεται τεμάχιο κορδέλας που έχει ευλογηθεί στην λειψανοθήκη της Αγίας Ζώνης· αν έχουν πίστη, καθίστανται έγκυες.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος πλ. δ’.

Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Zώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὴν θεοδόχον γαστέρα σου Θεοτόκε, περιλαβοῦσα ἡ Zώνη σου ἡ τιμία, κράτος τῇ πόλει σου ἀπροσμάχητον, καὶ θησαυρὸς ὑπάρχει, τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτος, ἡ μόνη τεκοῦσα ἀειπάρθενος.


Ὁ Οἶκος

Τὶς γηγενῶν τὰ σὰ μεγαλεῖα διηγήσεται λόγος; ποία γλῶσσα βροτῶν; νοῦς γὰρ οὐδὲ οὐράνιος, ἀλλ' ἡ τεκοῦσα τῆς συμπαθείας τὸ ἀμέτρητον πέλαγος, δέξαι καὶ νῦν ἐξ ἀκάρπων χειλέων τὰ ᾄσματα, καὶ δίδου μοι θείαν χάριν, εὐφημῆσαι τὴν σὴν Ζώνην Δέσποινα, δι' ἧς κόσμος ἀγάλλεται, σὺν Ἀγγέλοις ὑμνῶν σου τὰ θαύματα, ἡ μόνη τεκοῦσα ἀειπάρθενος.


Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Τὴν Ζώνην τὴν σεπτήν, τοῦ ἀχράντου σου σκήνους, ὑμνοῦμεν οἱ πιστοί, Παναγία Παρθένε, ἐξ ἧς ἀρυόμεθα νοσημάτων τὴν ἴασιν, καὶ κραυγάζομεν· Μῆτερ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σὺ ἡ λύτρωσις, τῶν σὲ τιμώντων ὑπάρχεις, Μαρία Θεόκλητε.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῆς τιμίας Ζώνης σου τῇ καταθέσει, ἑορτάζει σήμερον, ὁ σὸς πανύμνητε λαός, καὶ ἐκτενῶς ἀνακράζει σοι· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὰ καταθέσια τῆς σῆς θείας Ζώνης, ἡ Ἐκκλησία σου φαιδρῶς ἑορτάζει, καὶ ἐκτενῶς κραυγάζει σοι Παρθένε Ἁγνή· Ἅπαντας περίσῳζε, τῆς ἐχθρῶν δυναστείας· θραῦσον τὰ φρυάγματα, τῶν ἀθέων βαρβάρων, καὶ τὴν ἡμῶν κυβέρνησον ζωήν, πράττειν Κυρίου τὰ θεῖα θελήματα.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ: ΠΩΣ Ή ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;

 ...Επειδή οι γυναίκες της εποχής μας έχασαν την υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν να γεννούν προπαντός κατά σάρκα. Τα παιδιά μας έγιναν ανίκανα για την πίστη. Συχνά αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι εικόνα του Αιωνίου Θεού.

 Η μεγαλύτερη αμαρτία στις ήμερές μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην Ανάσταση. Ο θάνατος του ανθρώπου εκλαμβάνεται από αυτούς ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ πρέπει να θεωρείται ως στιγμή αλλαγής της μορφής της υπάρξεώς μας ως ημέρα γεννήσεώς μας στην ανώτερη ζωή, σε ολόκληρο πλέον το πλήρωμα της ζωής που ανήκει στο Θεό. Αλήθεια, το Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. 3,36). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι… ο πιστεύων τω πέμψαντι με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν εκφράσεις μπορούμε να αναφέρουμε πολλές.

Συχνά ακούω από τους ανθρώπους: Πως η γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων έχασε την ικανότητα να πιστεύει; Δεν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια της ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό που λέει η Γραφή γίνεται μύθος, απραγματοποίητο όνειρο;

Η πίστη, η ικανότητα για την πίστη, δεν εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό μορφώσεως του ανθρώπου. Πράγματι παρατηρούμε ότι στην εποχή μας, κατά την οποία διαδίδεται η μόρφωση, η πίστη ελαττώνεται, ενώ θα έπρεπε ουσιαστικά να συμβαίνει το αντίθετο όσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οι γνώσεις του ανθρώπου, τόσο περισσότερες αφορμές έχει για να αναγνωρίζει τη μεγάλη σοφία της δημιουργίας του κόσμου. Σε τι λοιπόν συνίσταται η ρίζα της απιστίας;

Πριν απ’ όλα οφείλουμε να πούμε ότι το θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο των γονέων, των πατέρων και των μητέρων. Αν οι γονείς φέρονται προς την πράξη της γεννήσεως του νέου άνθρωπου με σοβαρότητα, με τη συνείδηση ότι το γεννώμενο βρέφος μπορεί να είναι αληθινά «υιός άνθρωπου» κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Χριστού, τότε προετοιμάζονται για την πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό. Να ένα υπέροχο παράδειγμα ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ προσεύχονταν για πολύ καιρό να τους χαρισθεί τέκνο… Και τι συνέβη λοιπόν; «Ώφθη δε αιτώ (τω Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, και φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν. Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος μη φοβού, Ζαχαρία διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην και έσται χαρά σοι και αγγαλίασις, και πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται. Έσται γαρ μέγας ενώπιόν του Κυρίου… και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και πολλούς των υιών Ισραήλ επιστρέψει έπι Κύριον τον Θεόν αυτών» (Λουκ. 1,11-16).

Βλέπουμε μάλιστα στη συνέχεια ότι ο Ιωάννης, ευρισκόμενος ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του, αναγνώρισε την επίσκεψη της μητέρας του Χριστού, σκίρτησε από χαρά και η χαρά του μεταδόθηκε στη μητέρα του. Τότε εκείνη γέμισε με προφητικό πνεύμα. Άλλο παράδειγμα είναι η προφήτιδα Άννα.

Έτσι και τώρα αν οι πατέρες και οι μητέρες θα γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι την άκρα σπουδαιότητα του έργου αυτού, τότε τα παιδιά τους θα γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από την κοιλιά της μητέρας και η πίστη στον Θεό, τον Δημιουργό των απάντων, ως προς τον Πατέρα τους, θα γίνει γι’ αυτά φυσική, και καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει να κλονίσει την πίστη αυτή, γιατί «το γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα έστιν». Η ύπαρξη λοιπόν του Θεού και η εγγύτητά του σε μας είναι για μια τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός. Και η απιστία των πολυμαθών η των αμαθών στα μάτια των τέκνων αυτών του Θεού θα είναι απλώς απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν γεννήθηκαν ακόμη Άνωθεν, και ακριβώς εξαιτίας του γεγονό¬τος αυτού δεν πιστεύουν στον Θεό, διότι είναι εξολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι από σάρκα.

Εκείνο όμως που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για την Εκκλησία, τον προορισμό της, είναι το πως να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα και θυγατέρες του αιωνίου Πατρός πως να δείξει στον κόσμο τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής, όμοιας προς τη ζωή του ιδίου του Χριστού, η τη ζωή των προφητών και των αγίων. Η Εκκλησία οφείλει να φέρει στον κόσμο όχι μόνο την πίστη στην ανάσταση, αλλά και τη βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση για οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.

  

αποσπάσματα από: Αρχιμ. Σωφρονίου, Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής. 

Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ 2010

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ. ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ.

 Τα απρόοπτα στη ζωή μας


...Διαρκῶς συμβαίνουν στὴν ζωὴ μας ἀπρόοπτα.

Ἔρχεσαι στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ βρὴς πνευματικὴ ζωή, καὶ συναντᾶς κακούς. Εἶναι ἀπρόοπτο....

Ζητὰς κελλὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ δὲν ἔχει ὑγρασία, τὸ ἀποκτᾶς, διαπιστώνεις ὅμως ὅτι ἡ θάλασσα σοῦ προκαλεῖ ἀλλεργία, ὁπότε δὲν μπορεῖς νὰ χαρῆς οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν νύχτα. Ἀμέσως θὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμός, σήκω νὰ φύγης. Εἶναι ἀπρόοπτο....

Σὲ πλησιάζω μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος καὶ βλέπω ὅτι εἶσαι ἀνάποδος. Ἀπρόοπτο.

Παρουσιάζονται συνεχῶς ἀπρόοπτα ἐνώπιόν μας, διότι ἔχομε θέλημα καὶ ἐπιθυμίες.

Τὰ ἀπρόοπτα εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς φαίνονται ἀπρόοπτα, στὴν οὐσία ὅμως δὲν εἶναι.

Διότι ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν προσδοκᾶ τὰ πάντα καὶ λέγει πάντοτε «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου».

Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».

Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι' αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα.

Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται.

Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο.

Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.

Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Άγιος Φιλωνίδης ο Ιερομάρτυρας

 Ο Ιερομάρτυρας Φιλωνίδης (ή Φιλονείδης) γεννήθηκε στην Κύπρο γύρω στο 250 μ.Χ. Σε νεαρή ηλικία κλήθηκε να υπηρετήσει την Εκκλησία του Χριστού στο Κούριο, μια πόλη μεγάλη και περιώνυμη για τη λατρεία του Απόλλωνα, στην αρχή ως αναγνώστης, ύστερα ως διάκονος και πρεσβύτερος και μετά τον θάνατο του επισκόπου του Κουρίου ως επίσκοπος.


Όταν ξέσπασε ο τρομερός διωγμός του Διοκλητιανού, ο τότε ηγεμόνας της Κύπρου Μάξιμος, συνέλαβε τον Άγιο Φιλωνίδη και τον έριξε στη φυλακή μαζί με τα τρία πνευματικά παιδιά του, τον ιερέα Αριστοκλή, τον διάκονο Δημητριανό κι τον αναγνώστη Αθανάσιο. Ένα πρωί, μόλις η αγία συντροφιά τέλειωσε την κατανυκτική της προσευχή τρεις δήμιοι μπήκαν μέσα στο κελί κι έσυραν έξω τον ιερέα Αριστοκλή, τον διάκονο Δημήτριο και τον αναγνώστη Αθανάσιο και τους θανάτωσαν με βίαιο τρόπο. Στον Άγιο Φιλωνίδη, είπαν να θυσιάσει στα είδωλα, αλλιώς θα τον ξεγύμνωναν και μεθυσμένοι σάτυροι θα ασελγούσαν στο σώμα του.


Ο ιερομάρτυρας πάγωσε κυριολεκτικά, όταν το έμαθε και αφού προσευχήθηκε για πολλή ώρα με δάκρυα, σηκώθηκε, κάλεσε κοντά του μερικούς απ' τους κρατουμένους αδελφούς και τους φανέρωσε τις διαθέσεις του άρχοντα και την απόφαση του για αυτοθυσία. Ήθελε να μη σκανδαλισθεί κανένας από τον τρόπο που θα πέθαινε. Μετά σύρθηκε σιγά - σιγά σ' ένα διάδρομο κι από μια μυστική θυρίδα ανέβηκε σ' ένα ψηλό γκρεμό. Εκεί σκέπασε το πρόσωπο του με τον επενδύτη του, έκαμε τρεις φορές το σημείο του σταυρού κι ύστερα ρίχτηκε κάτω. Προτού το σώμα αγγίσει τη γη, η αγία ψυχή του ιερομάρτυρα λεύτερη πέταξε στον ουρανό.

Όσιος Αλέξανδρος ηγεμόνας της Ρωσίας

 Ο Όσιος Αλέξανδρος υπήρξε άρχοντας Βλαδημηρίας και Νεαπόλεως της Ρωσίας και έγινε μοναχός με το όνομα Αλέξιος. Απεβίωσε ειρηνικά το 1263 μ.Χ. Ακολουθία του Οσίου αυτού συνέταξε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος.

Όσιος Φύλαξ

 Άγνωστος στους Συναξαριστές. Αναφέρεται στον Ιεροσολυμιτικό Κώδικα 1096 φ. 123 ως έξης: «Μνήμη των οσίων πατριαρχών Αλεξάνδρου, Ιωάννου και Παύλου του νέου και του οσίου Φύλακος» (6λ. Δημητριεύσκη, τυπικά Β' σελ. 55).

Οσία Βρυαίνη

 Η Οσία Βρυαίνη ίσως να είναι η μητέρα του Οσίου Φαντίνου . και απεβίωσε ειρηνικά.





Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.

Ἐν τῇ ἀσκήσει σου, πάσας ἐξέπληξας, τῇ ταπεινώσει δέ, καὶ τῇ πρᾳότητα, καὶ τῇ ἀγάπῃ πρὸς Θεόν, ἀνῆλθες τῶν ἐπιγείων· ὅθεν σε ὁ Κύριος, ἡγουμένην κατέστησε, βόσκων τὰ ἀρνία του, τοῖς λογίοις τοῦ Πνεύματος· διὸ Ὁσία Μῆτερ Βρυαίνη, πρέσβευε ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.


Κοντάκιον

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Χριστὸν τὸν δι’ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου Μαρίας, τεχθέντα ὑπὲρ νοῦν, ἀγαπήσασα Μῆτερ, τὰ πάντα ἐγκατέλιπες, καὶ Αὐτῷ ἠκολούθησας, καὶ ἐξήσκησας, τῶν ἀρετῶν τὴν χορείαν, ἐκ τῆς πράξεως, πρὸς θεωρίαν ἀχθεῖσα, Βρυαίνη ἀοίδιμε.


Ὁ Οἶκος

Φυτεία πνευματικὴ τῆς διακόνου Πλατωνίδος ὑπάρχουσα, ἐβλάστησας ὡσεὶ δένδρον πολυστέλεχον καὶ ἐκαρποφόρησας εἰς ἑκατὸν τὰς θείας ἀρετάς σου, τήν τε πρᾶξιν καὶ θεωρίαν καὶ τὴν θείαν διδασκαλίαν· δι’ ἧς προσήγαγες πολλὰς ψυχὰς παρθένων τῷ Χριστῷ σεσωσμένας, ὡς μῦρον εὐῶδες καὶ θυμίαμα, καὶ τὴν Ὁσιομεγαλοπαρθενομάρτυρα Φεβρωνίαν, μεθ’ ὧν καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανοῖς, πρεσβεύουσα ὑπὲρ ἡμῶν, Βρυαίνη ἀοίδιμε.


Κάθισμα

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.

Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν,

Βρυαίνην τὴν σοφήν, εὐφημήσωμεν πόθῳ, αὕτη γὰρ ἐκτενῶς, δυσωπεῖ τὸν Σωτῆρα, ῥυσθῆναι ἐκ θλίψεων, καὶ κινδύνων τοὺς μέλποντας, τὴν σεβάσμιον, καὶ ἱερὰν αὐτῆς μνήμην, καὶ δοξάζοντας, τὸν τοῦ παντὸς εὐεργέτην, Χριστὸν τὸν φιλάνθρωπον.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν,

Τῆς στεῤῥᾶς ἀσκήσεως, τοὺς σοὺς ἀγῶνας, ἀνυμνοῦμεν ἔνδοξε, καὶ τὰς λοιπάς σου ἀρετάς, μεθ’ ὧν ἀνῆλθες πρὸς Κύριον, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, πρεσβεύουσα πάντοτε.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τὰ τοῦ κόσμου λιποῦσα ὡς νουνεχής, καὶ ζυγῷ ὑπαχθεῖσα τῷ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔφεσιν ἅπασαν, τῆς καρδίας σου πάνσοφε, μετοχετεύσας Τούτῳ, ἐξῆψας τὸν ἔρωτα, τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦτον, εἰς τέλος ἠγάπησας· ὅθεν χαρισμάτων, τῶν Αὐτοῦ ἐμπιπλᾷ σε, διώκειν τὰ πνεύματα, καὶ ἰᾶσθαι νοσήματα, Βρυαίνη ἀοίδιμε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Όσιος Σαρματάς

 Ο Όσιος Σαρματάς ήταν ασκητής της ερήμου και απεβίωσε ειρηνικά.


Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει στον Συναξαριστή του:


O Όσιος ούτος Σαρματάς αναφέρεται παρά τω Eυεργετινώ, σελ. 381, ότι νηστεύων πάντοτε και εγκρατευόμενος, τόσον πολλά ενίκησε τον ύπνον, ώστε οπού εάν έλεγεν εις αυτόν, ύπαγε από λόγου μου, επήγαινεν· εάν δε πάλιν έλεγεν αυτώ, ελθέ, ήρχετο. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφεται περί του Σαρματά τούτου, ότι είς καθήμενος εν τη ησυχία, ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Oι λογισμοί λέγουσί μοι, ύπαγε έξω και παράβαλε τοις αδελφοίς». O δε Σαρματάς απεκρίθη· «Mη ακούσης αυτών· αλλ’ ειπέ, ιδού ήκουσά σου το πρώτον, νυν δε, ου δύναμαί σου ακούειν». Kαι πάλιν άλλος ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Oι λογισμοί λέγουσί μοι, μη εργάζου, αλλά φάγε, πίε, κοιμώ». O δε γέρων είπεν αυτώ· «Όταν πεινάς (ήγουν με υπερβολήν και αποκάμης) τότε φάγε. Kαι όταν διψάς (μέ υπερβολήν, ώστε οπού να μη δύνασαι πλέον να υποφέρης) τότε πίε. Kαι όταν αγρυπνήσης (πολλά, ώστε να μη ημπορής να υπομείνης) τότε κοιμώ».

Όσιος Φαντίνος θαυματουργός

 Ο Όσιος Φαντίνος καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος, η δε μητέρα του Βρυαίνη. Από μικρός αφοσιώθηκε στην υπηρεσία της πίστης και ήταν τόσο ενάρετος και μορφωμένος, ώστε να τον παρακολουθούν και πολλοί μαθητές, που τους δίδασκε την έμπρακτη ευσέβεια. Σε ηλικία 60 χρονών, αφού πήρε δύο από τους μαθητές του, τον Βιτάλιο και τον Νικηφόρο, πήγε στην Πελοπόννησο, οπού εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό στην Κόρινθο και έφερε πολλές ψυχές στη Σωτηρία. Κατόπιν επισκέφθηκε την Αθήνα, όπου προσκύνησε στον ναό της Θεοτόκου. Έπειτα πήγε στη Λάρισα και από κει στη Θεσσαλονίκη. Εδώ έμεινε οκτώ ολόκληρα χρόνια υπηρετώντας το Ευαγγέλιο και απεβίωσε ειρηνικά υπέργηρος το 974 μ.Χ.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιοι Αλέξανδρος, Ιωάννης και Παύλος ο νέος, Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης

 Άγιος Αλέξανδρος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ήταν, όπως λέγουν, «ἀποστολικοῖς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σαν πρεσβύτερος ακόμα, διακρινόταν για τη μεγάλη του ευσέβεια, την αρετή και την αγαθότητα του. Στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο τότε Πατριάρχης τον εξέλεξε αντιπρόσωπο του. Και όταν στη Σύνοδο αυτή καταδικάστηκε ο Άρειος, ο Αλέξανδρος, αν και γέροντας 70 χρονών, δέχθηκε να περιοδεύσει στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να διδάξει και να γνωστοποιήσει τα ορθά δόγματα των αποφάσεων της Συνόδου της Νικαίας. Αλλά ενώ βρισκόταν στην περιοδεία αυτή, ο πατριάρχης Μητροφάνης απεβίωσε. Όρισε όμως διάδοχο του τον Αλέξανδρο, διότι, παρά το γήρας του, είχε τα κατάλληλα εφόδια για τη διακυβέρνηση της αρχιεπισκοπής της πρωτεύουσας. Πράγματι, σαν Πατριάρχης ο Αλέξανδρος ανταποκρίθηκε σωστά στις δύσκολες περιστάσεις των καιρών. Τότε ο Άρειος είχε εξαπατήσει το βασιλιά Κωνσταντίνο ότι δήθεν πιστεύει ορθά. Και ο βασιλιάς διέταξε τον Αλέξανδρο να αφήσει τον Άρειο να μετέχει της Θείας Κοινωνίας. Ο Αλέξανδρος, λυπημένος, προσευχήθηκε στο Θεό και ζήτησε τη βοήθεια Του. Η δέηση του Ιεράρχη εισακούσθηκε. Και το πρωί που ο Άρειος με πομπή θα πήγαινε στην εκκλησία, βρέθηκε το σώμα του σχισμένο και σκωληκόβρωτο! Ο Άγιος Αλέξανδρος απεβίωσε ειρηνικά το 337 μ.Χ.


Άγιος Ιωάννης Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Πρόκειται μάλλον για τον Ιωάννη τον ονομαζόμενο Ξιφιλίνο, που διαδέχτηκε τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Γ'. Γεννήθηκε το 1006 μ.Χ. στην Τραπεζούντα και διακρίθηκε για τη μεγάλη του παιδεία και τα μεγάλα πολιτικά αξιώματα που είχε καταλάβει. Κατόπιν όμως αποσύρθηκε σε κάποια μονή της Βιθυνίας, όπου μόνασε 10 χρόνια. Από κει προσκλήθηκε για να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο. Χειροτονήθηκε ιερέας, και μετά μια εβδομάδα - την 1η Ιανουαρίου 1064 μ.Χ. - επίσκοπος. Ο Ιωάννης λειτουργούσε και κήρυττε κάθε μέρα στους ναούς της πρωτεύουσας, επισκεύασε τις εικόνες της Αγίας Σοφίας, και μοίραζε δωρεάν ψωμί και σιτάρι στους φτωχούς. Πέθανε το 1075 μ.Χ., και να πως τον περιγράφει ένας από τους συγχρόνους του: «ἀνεφάνη ἀνὴρ πρώτον μὲν καθαρώτατος καὶ ἁγνότατος καὶ πρὸ παντὸς ρύπου σωματικοῦ καθάπαξ ἀπεχόμενος. Ἔπειτα δὲ τὰ εἰς καταφρόνησιν χρημάτων καὶ ἀκτημοσύνην τελείαν καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας φιλανθρωπίαν καὶ μετάδοσιν κατ᾿ οὐδὲν ἐλάττων τοῦ περιβόητου ἐκείνου Ἐλεήμονος, καὶ ταῖς ἄλλοις δὲ ἀρεταῖς πάσαις συλλήβδην εἰπεῖν ἀφθόνως κοσμούμενος, ἀλλὰ καὶ τῷ λόγῳ πολύς, καὶ παιδεύσεως πάσης μετειληχῶς καὶ νομομαθείς ἐξαίρετος».


Άγιος Παύλος ο νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Για τον Πατριάρχη Παύλο δεν έχουμε σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες. Μερικοί νομίζουν ότι πρόκειται για τον Παύλο τον Γ'. Αυτός πατριάρχευσε το 687 - 693 μ.Χ. Προήδρευσε της Πανθέκτης λεγομένης Συνόδου. Άλλοι νομίζουν, ότι πρόκειται για τον Πατριάρχη Παύλο τον Δ'. Αυτός καταγόταν από την Κύπρο και έλαμψε, κατά τον Θεοφάνη, στα λόγια και στα έργα. Ανέβηκε στον θρόνο το 780 μ.Χ. παραιτήθηκε δε στα τέλη Αυγούστου του 784 μ.Χ. και αποσύρθηκε στη Μονή Φλώρου, όπου έζησε σαν απλός μοναχός μόνο δύο ή τρεις μήνες από την παραίτηση του. Ανήκε στους ζηλωτές της Ορθοδοξίας και διακρίθηκε για της ελεημοσύνες του. (Προ του 12ου αιώνα μ.Χ., η μνήμη του εορταζόταν στις 2 Σεπτεμβρίου).



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης, ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ

Ο μαρτυρικός θάνατος του Προδρόμου συγκινεί και διδάσκει όλους μας

 Ο μαρτυρικός θάνατος του Προδρόμου συγκινεί και διδάσκει όλους μας


† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη


Δεκάτη Τρίτη Κυριακή του Ματθαίου σήμερα, αγαπητοί, και μνήμη της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, δηλαδή του μαρτυρικού του θανάτου. Το Ευαγγέλιο είναι από τη Θεία Λειτουργία του μεγάλου Προδρόμου. Η Εκκλησία κάνει τιμή και αφιερώνει το Ευαγγέλιο της Κυριακής στη μνήμη του αγίου Ιωάννου και αναφέρεται στον μαρτυρικό του θάνατο από τον Ηρώδη Αντίπα, τον Τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας, που ήταν τέκνο του μεγάλου Ηρώδου, που εσφαγίασε τα νήπια κατά τη Γέννηση του Χριστού μας.


Έμαθε ο Ηρώδης για τον Χριστό και παραξενεύτηκε. Και είπε πως «ο Χριστός είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα, και τώρα αναστήθηκε από τους νεκρούς – δεν έχουμε μετεμψύχωση, που λέν’ οι διάφοροι – και με νέες δυνάμεις κάμει πολλά και μεγάλα». Και τά ’πε αυτά ο Ηρώδης, διότι εκείνος, όταν ζούσε ο Ιωάννης, τον συνέλαβε και τον έριξε στη φυλακή, ένεκα της Ηρωδιάδας της συζύγου του, που παράνομα την πήρε από τον Φίλιππο τον αδελφό του και την έκαμε γυναίκα του. Και ο Ιωάννης τόν επιτιμούσε με θάρρος και ειλικρίνεια και αγάπη. Η Ηρωδιάδα επέμενε και τόν έβαλε στη φυλακή και δεν τον εφόνευσε, παρότι η Ηρωδιάδα επέμενε, αλλά πήγαινε στη φυλακή, που ήταν κοντά στο παλάτι του στη Μαχαιρούντα, και τον έβλεπε τον Ιωάννη – τη φυλακισμένη αλήθεια – και τον άκουγε με ευχαρίστηση, και έκαμε πολλά από αυτά που του έλεγε. Τι φοβερό, αλλά και τι υπέροχο! Ο εγκληματίας Ηρώδης να τιμά τον άγιο Ιωάννη, γιατί είχε αντιληφθεί πως ήταν άνδρας άγιος απέναντι στον Θεό και δίκαιος απέναντι στους ανθρώπους.


Ήρθε, όμως, η ευκαιρία όταν εόρταζε τα γενέθλιά του κι είχε καλέσει το αρχοντολόι της περιοχής. Και άρχισε το φαγητό και το γλέντι και το ποτό. Και στην κορυφαία στιγμή αυτού του «συμποσίου του μισητού», όπως το λέει η υμνολογία της Εκκλησίας, μπήκε μέσα η κόρη της Ηρωδιάδας, η Σαλώμη, και χόρεψε τόσο καλά και τόσο κολασμένα, που ο Ηρώδης και οι υπόλοιποι ενθουσιάστηκαν. Κι ο βασιλιάς τής είπε με όρκο να του ζητήσει ό,τι θέλει, μέχρι το μισό της βασιλείας, και θα το δώσει. Και κείνη πάει στη μάνα της και λέει: «Τι να ζητήσω;». Κι αυτή αμέσως βρήκε την ευκαιρία και είπε: «το κεφάλι του Ιωάννου μέσα σε πιάτο».


Και λυπήθηκε ο βασιλιάς, αλλά επειδή ορκίστηκε – τι μάταιοι όρκοι! – ήθελε να πραγματοποιήσει αυτό που έταξε. Και έστειλε τον σωματοφύλακά του στη φυλακή κι έκοψε το κεφάλι του αγίου Ιωάννου και το έφερε στο πιάτο, το έδωσε στο κορίτσι, κι αυτό στη μητέρα του. Τι κι αν έκοψαν την κεφαλή του αγίου Ιωάννου; Ο λόγος του Θεού δεν δένεται και η αλήθεια δεν υποκύπτει σε καμμία βία και σε καμμία δυναστεία.


Ήλθαν οι Μαθηταί του αγίου Ιωάννου, πήραν το λείψανό του και το έθαψαν. Και ανήγγειλαν στον Ιησού αυτό που έγινε. Ήλθαν και οι Απόστολοι, που ήσαν περιοδεία και είπαν στον Ιησού «ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο δρόμος του αγίου Ιωάννου ετελείωσε και άρχισε ο δρόμος του Χριστού.


Ο Πρόδρομός Του, όμως, διά του μαρτυρικού θανάτου, κατέβηκε χαρούμενος στον Άδη και προετοίμασε και εκεί, ως Πρόδρομος γνήσιος του Κυρίου, τον δρόμο του Χριστού. Προπορεύτηκε προ του θανάτου του Χριστού και στον Άδη ο άγιος Ιωάννης και Τον περίμενε. Και στην εικόνα της Αναστάσεως που έχουμε, την Ορθόδοξη, η κάθοδος δηλαδή του Ιησού Χριστού στον Άδη, ανάμεσα στους εκεί, πρώτος ο άγιος Ιωάννης, ο οποίος κηρύττει πλέον τον Χριστό παρόντα, και έλεγε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».


Ένα τροπάριο του Όρθρου της ημέρας του αγίου Ιωάννου μάς λέει μια ωραία ευχή, και μ’ αυτήν τελειώνουμε: «Κύριε, με τις πρεσβείες του Βαπτιστού σου, χάρισε ειρήνη στις ψυχές μας». Αμήν.


† Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Το Κήρυγμα της Κυριακής, τόμος: Γ΄, Ακίνητες εορτές και μνήμες αγίων που συμπίπτουν Κυριακή, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2009, σελ.140-143.





Μνήμη της αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


[Ματθ. 14, 1-12]


«Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ (: εκείνον τον καιρό άκουσε ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, τη φήμη του Ιησού)» [Ματθ. 14, 1]· διότι ο βασιλιάς Ηρώδης, ο πατέρας του, που είχε φονεύσει τα νήπια της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, είχε πεθάνει.


Ο ευαγγελιστής δεν σημειώνει απλώς και χωρίς αιτία τον καιρό, αλλά για να πληροφορηθείς την αλαζονεία και την αδιαφορία του τυράννου· διότι δεν πληροφορήθηκε από νωρίς τα σχετικά με Αυτόν, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Τέτοιοι δηλαδή είναι αυτοί που κυβερνούν και περιβάλλονται από πολύ μεγάλη υλική δύναμη.


Τα πληροφορούνται αυτά πολύ αργά, επειδή δεν ασχολούνται και πολύ με αυτά. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η αρετή· διότι μολονότι είχε πλέον πεθάνει ο ενάρετος Ιωάννης, τον φοβάται, και από τον φόβο φιλοσοφεί και για την ανάσταση· διότι λέγει ο ευαγγελιστής παρακάτω: «καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ (: και είπε στους αυλικούς του: “Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής˙ αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς με νέα αποστολή από τον Θεό. Και γι’ αυτό οι υπερφυσικές δυνάμεις ενεργούν μέσα απ’ αυτόν”)» [Ματθ. 14, 2].

Είδες την έκταση που έλαβε ο φόβος; Διότι ούτε και τότε τόλμησε να πει κάτι στον έξω κόσμο, αλλά και τότε το λέγει μόνο στους αυλικούς του. Και αυτή όμως η σκέψη του είναι στρατιωτική και παράλογη. Καθόσον και πολλοί άλλοι αναστήθηκαν από τους νεκρούς και κανείς δεν έκανε κανένα παρόμοιο θαυματουργικό σημείο. Εγώ νομίζω ότι τα λόγια αυτά περιέχουν και φιλοτιμία και φόβο· διότι παρόμοιο πράγμα παθαίνουν οι παράλογοι άνθρωποι, οι οποίοι δέχονται πολλές φορές μέσα τους αντίθετα πάθη.


Ο Λουκάς όμως λέγει ότι το πλήθος έλεγε για τον Ιησού: «Ἤκουσε δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλίας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη (: όταν άκουσε όμως ο τετράρχης Ηρώδης όλα τα θαυμαστά που γίνονταν από τον Ιησού, βρισκόταν σε μεγάλη απορία· διότι μερικοί έλεγαν ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς και ότι αυτός έκανε τα θαύματα. Μερικοί άλλοι πάλι ταύτιζαν τον Ιησού με κάποιον απ’ τους άλλους προφήτες και έλεγαν ότι εμφανίστηκε πάλι ο Ηλίας, ο οποίος δεν είχε πεθάνει αλλά είχε αναληφθεί. Κι άλλοι πάλι έλεγαν ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες)» [Λουκά 9, 7-8]. Ο Ηρώδης όμως σαν να έλεγε κάτι πιο σοφό από τους άλλους είπε αυτό. Καταρχήν λοιπόν αυτός κατά πολύ φυσικό λόγο, όταν οι άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης (διότι πολλοί το ισχυρίζονταν και αυτό), το αρνιόταν και έλεγε με υπερηφάνεια και αλαζονεία ότι «εγώ τον φόνευσα τον Ιωάννη» [βλ. Μάρκ. 6, 16: «ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν (: όταν λοιπόν άκουσε ο Ηρώδης αυτά που έλεγαν όλοι αυτοί για τον Ιησού, είπε ότι αυτός είναι ο Ιωάννης που εγώ τον αποκεφάλισα. Αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς)» και Λουκά 9, 9: «Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; (: εγώ τον Ιωάννη τον αποκεφάλισα και απαλλάχθηκα οριστικά απ’ αυτόν. Ποιος όμως να είναι αυτός για τον οποίο εγώ ακούω ότι ενεργεί τέτοια παράδοξα έργα; Και ζητούσε να δει τον Ιησού)»]. Όταν όμως η φήμη αυτή έπαψε, τότε πλέον και αυτός στο εξής λέγει τα ίδια με τον πολύ κόσμο. Ακολούθως ο ευαγγελιστής μάς διηγείται και την ιστορία.


Και γιατί λοιπόν δεν την ανέφερε προηγουμένως; Επειδή όλη η συγγραφική δράση των ευαγγελιστών απέβλεπε στο να εκθέσει την ιστορία του Χριστού· και δεν έκαναν τίποτε άλλο που ήταν άσχετο με αυτό, εκτός βέβαια εάν και αυτό επρόκειτο να συμβάλλει στον σκοπό τους αυτό. Συνεπώς ούτε τώρα θα μνημόνευαν την ιστορία του Ιωάννη, εάν δεν επρόκειτο για τον Χριστό, αλλά και επειδή έλεγε ο Ηρώδης ότι αναστήθηκε ο Ιωάννης. Ο Μάρκος πάλι λέγει ότι ο Ηρώδης τιμούσε πάρα πολύ τον άνδρα, παρά το γεγονός ότι ελεγχόταν από αυτόν [Μάρκ. 6, 20: «ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε (: και δεν μπορούσε η Ηρωδιάδα να σκοτώσει τον Ιωάννη, διότι ο Ηρώδης τον φοβόταν επειδή τον σεβόταν ο λαός, αλλά και επιπλέον επειδή ήξερε ότι είναι άνθρωπος δίκαιος και άγιος. Και γι’ αυτό τον κρατούσε στη ζωή. Και όταν κάποτε τον άκουσε στη φυλακή, έκανε πολλά από εκείνα που τον συμβούλευσε ο Ιωάννης. Και κάθε φορά που τον συναντούσε, τον άκουγε με ευχαρίστηση)»]. Τόσο μεγάλο πράγμα είναι η αρετή.


Στη συνέχεια, προχωρώντας στη διήγηση ο Ματθαίος λέγει τα εξής: «ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον (: και το είπε αυτό ο Ηρώδης για τον Ιωάννη, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς, διότι ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει. Αφού δηλαδή συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, η οποία ήταν σύζυγος του Φιλίππου, του αδελφού του, και συζούσε τώρα με τον Ηρώδη· διότι του έλεγε ο Ιωάννης: “Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμο του Θεού να την έχεις σύζυγο”. Και ενώ αρχικά, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε τα πλήθη του λαού, διότι τον θεωρούσαν και τον σέβονταν ως προφήτη)» [Ματθ. 14, 3-5].


Και γιατί δεν λέγει τίποτε στην Ηρωδιάδα, αλλά απευθύνεται στον άνδρα; Επειδή αυτός ήταν πιο κατάλληλος. Και πρόσεξε πόσο προσεκτικά εκθέτει την κατηγορία, ώστε να διηγείται ιστορία μάλλον, παρά να περιγράφει κατηγορία. Λέγει: «Γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδη (: την ημέρα όμως που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε στο μέσο αυτών που ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι· και ο χορός της άρεσε στον Ηρώδη)» [Ματθ. 14, 6]. Ω διαβολικό συμπόσιο· ω θέατρο σατανικό· ω παράνομος χορός και ακόμη πιο παράνομη η αμοιβή του χορού· διότι επιχειρείτο ο πιο βδελυρός φόνος απ΄όλους τους φόνους, και αυτός που ήταν άξιος να στεφανωθεί και να ανακηρυχθεί η αρετή του κατασφαζόταν παρουσία όλων, ενώ το τρόπαιο των δαιμόνων ήταν τοποθετημένο επάνω στην τράπεζα.


Άξιος επίσης ήταν και ο τρόπος της νίκης αυτών που συνέβησαν· διότι λέγει: «ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδη·  ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε επὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ (: η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε στο μέσο αυτών που ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι· και ο χορός της άρεσε στον Ηρώδη. Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει οτιδήποτε θα ζητούσε. Αυτή όμως, καθοδηγημένη από τη μητέρα της, είπε: “Δώσε μου εδώ πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή”)» [Ματθ. 14, 6-8].


Το έγκλημα είναι διπλό· και επειδή χόρεψε και επειδή άρεσε και μάλιστα άρεσε τόσο πολύ ώστε να λάβει ως μισθό έναν φόνο. Είδες πόσο ωμός ήταν; Πόσο αναίσθητος; Πόσο ανόητος; Καθόσον τον μεν εαυτό του τον καθιστά υπεύθυνο να κρατήσει τον όρκο του, ενώ σε εκείνη παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει ό,τι θέλει. Επειδή όμως είδε ότι διαπράχθηκε το κακό, λυπήθηκε, λέγει· μολονότι βέβαια από την πρώτη στιγμή τον φυλάκισε. Για ποιο λόγο όμως λυπάται; Τέτοια είναι η αρετή· θαυμάζεται και επαινείται και από τους κακούς ακόμη. Αλλά ω την μανιακή Ηρωδιάδα! Ενώ έπρεπε και αυτή να τον θαυμάζει τον Ιωάννη, ενώ έπρεπε να τον προσκυνεί, επειδή την υπερασπιζόταν που την ατίμαζε ο Ηρώδης, αυτή όμως αντιθέτως βοηθεί στο δράμα και τοποθετεί παγίδα και ζητεί χάρη σατανική.


«Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι (: και ο βασιλιάς λυπήθηκε˙ για τους όρκους όμως και για εκείνους που κάθονταν μαζί εκεί στο τραπέζι, στους οποίους ήταν εκτεθειμένος, δεν ήθελε να δείξει ότι αθετούσε τον λόγο του και τον όρκο του. Γι’ αυτό έδωσε διαταγή να της δοθεί το κεφάλι του Ιωάννη)» [Ματθ. 14, 9]. Και πώς δεν φοβήθηκες το φοβερότερο, Ηρώδη; Διότι εάν φοβήθηκες επειδή θα είχες μάρτυρες της επιορκίας σου, έπρεπε πολύ περισσότερο να φοβηθείς που θα είχες τόσους μάρτυρες για μια τόσο παράνομη σφαγή.


Αλλά επειδή έχω την εντύπωση, ότι πολλοί δεν γνωρίζουν την υπόθεση του εγκλήματος, εξαιτίας της οποίας διαπράχθηκε ο φόνος, για τον λόγο αυτόν πρέπει να την αναφέρουμε και αυτήν για να κατανοήσετε τη σύνεση του νομοθέτη. Ποιος λοιπόν ήταν ο παλαιός νόμος, τον οποίο ο μεν Ηρώδης τον καταπάτησε, ο δε Ιωάννης τον υπερασπίστηκε; Ο νόμος αυτός έλεγε ότι έπρεπε η γυναίκα αυτού που πέθαινε χωρίς παιδιά να δοθεί στον αδελφό του [Δευτ. 25, 5-6: «Ἐὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ εἷς ἐξ αὐτῶν, σπέρμα δὲ μὴ ᾖ αὐτῷ, οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει αὐτῇ. καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν τέκῃ, κατασταθήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ τετελευτηκότος, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξ Ἰσραήλ (:εάν δύο αδελφοί κατοικούν μαζί και συμβεί να πεθάνει ο ένας από αυτούς, χωρίς να αφήσει παιδί, η χήρα του αποθανόντος δεν θα παντρευτεί άλλον άνδρα έξω από την συγγένεια του ανδρός της, αλλά ο αδελφός του άντρα της θα εισέλθει προς αυτήν, θα την λάβει σύζυγο και θα συγκατοικήσει μαζί της. Το δε πρώτο παιδί, το οποίο αυτή θα γεννήσει, θα λάβει την θέση και το όνομα του αποθανόντος και έτσι δεν θα εξαλειφθεί εκ μέσου των Ισραηλιτών το όνομα του αποθανόντος)»].


Επειδή δηλαδή ο θάνατος ήταν κακό απαρηγόρητο και επιδεικνυόταν πολύ μεγάλη φροντίδα για τη ζωή, θέσπισε ο νομοθέτης νόμο ο εν ζωή αδελφός να την παίρνει ως γυναίκα του τη σύζυγο του αποθανόντος και να δίνει όνομα στο παιδί που θα γεννιόταν το όνομα του αποθανόντος, ώστε να μη διαλυθεί η οικία εκείνου· διότι εάν ο αποθανών δεν άφηνε παιδιά, πράγμα που είναι η μέγιστη παρηγορία για τον θάνατο, θα καθίστατο το πένθος αθεράπευτο. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν ο νομοθέτης επινόησε αυτήν την παρηγορία για εκείνους που η φύση τούς στέρησε τα παιδιά, και έδωσε εντολή το νεογέννητο να θεωρείται τέκνο του αποθανόντος. Εφόσον όμως υπήρχε παιδί δεν επιτρεπόταν αυτός ο γάμος. «Και για ποιο λόγο;» θα ρωτούσε κάποιος· διότι εάν με άλλον επιτρεπόταν να συνάψει γάμο, πολύ περισσότερο με τον αδελφό του. Κάθε άλλο· διότι ο νομοθέτης επιθυμεί να συνεχιστεί η συγγένεια και να υπάρχουν πολλές αφορμές στις μεταξύ τους σχέσεις.


Γιατί λοιπόν και όταν κανείς πέθαινε χωρίς παιδί, δεν έπαιρνε άλλος τη χήρα ως γυναίκα του; Επειδή έτσι δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί το παιδί ότι ήταν του αποθανόντος. Ενώ τώρα που το έσπερνε ο αδελφός, γινόταν πειστικό το σόφισμα. Εξάλλου δεν ήταν υποχρεωμένος κανείς άλλος να αναστήσει την οικογένεια του αποθανόντος· ενώ αυτός αποκτούσε το δικαίωμα αυτό λόγω της συγγένειάς του με αυτόν. Επειδή λοιπόν ο Ηρώδης έλαβε ως γυναίκα του τη γυναίκα του αποθανόντος αδελφού του, μολονότι αυτή είχε παιδί, για τον λόγο αυτόν ο Ιωάννης τον κατηγορεί, η κατηγορία του όμως γίνεται κατά πολύ ήπιο τρόπο, δείχνοντας μαζί με την αυστηρότητά του και την επιείκειά του.


Εσύ, όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε ότι ήταν η όλη σκηνοθεσία σατανική· διότι κατά πρώτον τη σύστασή της την οφείλει στη μέθη και την απόλαυση, από όπου δεν ήταν δυνατόν να προέλθει κανένα καλό. Δεύτερο, οι θεατές ήσαν διεφθαρμένοι και αυτός που τους προσκάλεσε προς συνεστίαση ήταν ο πιο παράνομος από όλους. Τρίτον η παράλογη ευχαρίστηση. Τέταρτο, η κοπέλα για την οποία ήταν παράνομος ο γάμος και η οποία έπρεπε να κρύβεται επειδή διασυρόταν η τιμή της μητέρας της εισέρχεται με πολλή αδιαντροπιά στο χώρο της διασκεδάσεως και ξεπερνά, μολονότι ήταν παρθένα, όλες τις πόρνες. Και ο καιρός επίσης συντελεί τα μέγιστα προς κατηγορία αυτής της παρανομίας· διότι κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο Ηρώδης έπρεπε να ευχαριστεί τον Θεό, επειδή κατά την ημέρα εκείνη τον έφερε στο φως, τότε επιχειρεί εκείνα τα παράνομα. Τότε που έπρεπε να τον βγάλει από τη φυλακή, τότε προσθέτει στα δεσμά και τη σφαγή.


Ακούστε όσες από τις παρθένους, πολύ περισσότερο μάλιστα και από τις παντρεμένες γυναίκες όσες καταδέχεστε να διαπράττετε παρόμοιες ασχημίες στους γάμους άλλων, που με τους χορούς και τα σκιρτήματα καταντροπιάζετε την ανθρώπινη φύση. Ακούστε και οι άντρες, όσοι επιδιώκετε τα πολυτελή συμπόσια που είναι γεμάτα από μέθη, και φοβηθείτε το βάραθρο του διαβόλου. Καθόσον κατά τέτοιο τρόπο τότε κατανίκησε η Σαλώμη τον άθλιο εκείνον Ηρώδη, ώστε να ορκιστεί ότι θα έδινε και τα μισά της βασιλείας του· διότι αυτό το επιβεβαιώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος, λέγοντας: «καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου (: και της ορκίστηκε ότι “θα σου δώσω ό,τι κι αν μου ζητήσεις, μέχρι και το μισό βασίλειό μου”)» [Μάρκ. 6, 23]. Τόσο πολύ αγαπούσε την εξουσία του, ώστε να την παραχωρήσει, έχοντας αιχμαλωτιστεί από το πάθος του, για έναν και μόνο χορό της. 


Και γιατί θαυμάζεις, αν τότε συνέβαιναν αυτά, κατά τη στιγμή που και τώρα ακόμη, μετά από τόσο ανώτερη διδασκαλία, πολλοί από αυτούς τους αποχαυνωμένους νέους και τις ψυχές τους προσφέρουν χάριν του χορού, μην έχοντας ούτε καν ανάγκη από όρκο; Διότι έχοντας καταστεί αιχμάλωτοι της ηδονής, οδηγούνται όπου ήθελε να τους σύρει ο λύκος. Και ακριβώς αυτό έπαθε εκείνος ο παράφρονας ο Ηρώδης, ο οποίος επέδειξε παραφροσύνη για δύο περιπτώσεις από τις πλέον χειρότερες· και με το ότι έδωσε εξουσία σε εκείνη που είχε κυριευτεί από τόση τρέλα και μέθη εξαιτίας του πάθους της να θανατωθεί ο Ιωάννης και δεν έκανε καμία υποχώρηση, και με το να κατοχυρώσει την υπόσχεση που έδωσε εξαναγκασμένος από τον όρκο του. Αν όμως εκείνος πράγματι υπήρξε τόσο παράνομος, πιο παράνομη από όλους υπήρξε η άθλια εκείνη γυναίκα, η Ηρωδιάδα, και από την κόρη και από τον τύραννο· καθόσον αυτή ήταν η αρχιτεκτόνας όλων των κακών και αυτή εξύφανε ολόκληρο το δράμα, η οποία μάλιστα έπρεπε να χρωστά χάρη στον προφήτη· διότι πράγματι η θυγατέρα της από αυτήν πείστηκε και διέπραξε αυτές τις ασχημίες και χόρεψε και ζήτησε τον φόνο, αλλά και ο Ηρώδης από αυτήν σαγηνεύτηκε.


Βλέπεις ότι ο Χριστός είχε δίκιο όταν έλεγε: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος (: εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή την μητέρα του περισσότερο από Εμένα, και με αρνείται για να μη χωριστεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από Εμένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου)» [Ματθ. 10, 37]; Διότι αν αυτή τηρούσε αυτόν τον νόμο δεν θα παρέβαινε τόσους άλλους νόμους, δεν θα διέπραττε αυτόν τον μιαρό φόνο· διότι πράγματι, τι θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από αυτήν τη θηριωδία; Φόνο που τον ζητεί στη θέση της χάριτος, φόνο παράνομο, φόνο σε ώρα δείπνου, φόνο που διαπράττεται δημόσια και κατά τρόπο αναίσχυντο· διότι δεν πήγε στον Ηρώδη για να συζητήσει για αυτά μαζί του ιδιαιτέρως, αλλά ενώπιον όλων, και αφού απέβαλε το προσωπείο και έμεινε με γυμνή την κεφαλή, λαμβάνοντας ως συνήγορο τον διάβολο, λέγει κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτά που λέγει.


Καθόσον ο διάβολος είναι εκείνος που και αυτήν έκανε να επιτύχει στον χορό και τον Ηρώδη να τον αιχμαλωτίσει τότε· διότι όπου υπάρχει χορός, εκεί είναι και ο διάβολος. Ούτε βέβαια ο Θεός μάς έδωσε τα πόδια για τον σκοπό αυτόν, αλλά για να βαδίζουμε όπως και όπου πρέπει· όχι για να διαπράττουμε ασχημίες, όχι για να πηδούμε σαν τις καμήλες (καθόσον και εκείνες όταν χορεύουν προκαλούν αηδία, χωρίς βέβαια να είναι γυναίκες), αλλά για να χορεύουμε μαζί με τους αγγέλους. Εάν λοιπόν το σώμα είναι αισχρό όταν διαπράττει παρόμοιες ασχημίες, πολύ περισσότερο είναι η ψυχή. Τέτοιους χορούς κάνουν οι δαίμονες, παρόμοιες ασχημοσύνες διαπράττουν οι υπηρέτες των δαιμόνων.


Πρόσεξε επίσης και την αίτησή της: «Δός μοι ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ (: δώσε μου εδώ πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή)» [Ματθ. 14, 8]. Είδες την αδιάντροπη που δεν κοκκινίζει από ντροπή, που δόθηκε εξ ολοκλήρου στον διάβολο; Και το αξίωμα του Ιωάννη ενθυμείται, αλλά και ούτε έτσι ντρέπεται, αλλά σαν να μιλάει για κάποιο φαγητό, κατά τον ίδιο τρόπο ζητεί να της φέρουν επάνω σε πιάτο την ιερά εκείνη και μακαρία κεφαλή. Και δεν εξηγεί την αιτία της επιθυμίας, ούτε βέβαια είχε και τίποτε να πει· αλλά απλώς και μόνο επιθυμεί να τιμηθεί με τις συμφορές των άλλων.


Και δεν είπε: «Φέρε τον αυτόν εδώ και κατάσφαξέ τον»· διότι δεν είχε τη δύναμη να αντικρύσει την παρρησία του, ούτε και όταν ακόμη επρόκειτο να πεθάνει. Καθόσον φοβόταν ότι θα άκουγε τη φωνή του και τη στιγμή ακόμη εκείνη που θα κατασφαζόταν· διότι δεν ήταν δυνατόν να σιωπήσει ο Ιωάννης ούτε και όταν ακόμη επρόκειτο να αποκεφαλιστεί. Για τον λόγο  αυτόν λέγει: «Δώσε μου την κεφαλή του εδώ πάνω στο πιάτο»· «διότι επιθυμώ να δω εκείνη τη γλώσσα να σιωπά». Και δεν ενδιαφερόταν βέβαια απλώς και μόνο να απαλλαγεί από τους ελέγχους, αλλά ακόμη και να τον ποδοπατήσει και να περιπαίξει νεκρό. Ο Θεός όμως επεδείκνυε μακροθυμία και δεν έριξε κεραυνό από τον ουρανό και ούτε κατάκαψε το αναίσχυντο πρόσωπό της, αλλά και ούτε πρόσταξε τη γη να ανοίξει και να καταπιεί εκείνο το αμαρτωλό συμπόσιο· και έτσι και τον δίκαιο στεφανώνει με τον μεγαλύτερο στέφανο και παράλληλα άφησε μεγάλη παρηγορία για όλους εκείνους που μελλοντικά θα πάσχουν κάτι άδικα.


Ας τα ακούσουμε λοιπόν όλοι όσοι ζούμε ενάρετα και υφιστάμεθα κακά από πονηρούς ανθρώπους. Καθόσον και τότε ο Θεός έδειχνε μακροθυμία γι’ αυτόν που ζούσε στην έρημο, που φορούσε ζώνη δερμάτινη, που φορούσε το τρίχινο ένδυμα, που ήταν προφήτης, που ήταν μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες, που μεγαλύτερός του δεν υπήρξε κανείς μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν από γυναίκες, και να κατασφαγεί και μάλιστα από ακόλαστη κόρη και διεφθαρμένη πόρνη, και όλα αυτά κατά τη στιγμή που υπεραμυνόταν τους θείους νόμους.


Αναλογιζόμενοι λοιπόν όλα αυτά, ας υποφέρουμε με γενναιότητα όλα όσα υποφέρουμε. Καθόσον και τότε η μιαιφόνος αυτή και παράνομη Ηρωδιάδα, όσο περισσότερο επιθύμησε να αμυνθεί έναντι αυτού που την είχε λυπήσει, τόσο περισσότερο υπερίσχυσε και ικανοποίησε όλο τον θυμό της, και παρά ταύτα όμως ο Θεός έδειχνε μακροθυμία. Μολονότι βέβαια ο Ιωάννης προς αυτήν δεν είπε τίποτε, ούτε την κατηγόρησε, αλλά κατηγορούσε μόνον τον άντρα της. Η συνείδησή της όμως της έγινε πικρή κατήγορος. Για τον λόγο αυτόν και οδηγήθηκε με μεγάλο παραλογισμό σε μεγαλύτερα κακά, υποφέροντας και καταδαγκωμένη από τη μανία της και καταντρόπιαζε όλους μαζί, τον εαυτό της, τη θυγατέρα της, τον αποθανόντα άνδρα της, τον μοιχό που ήταν εν ζωή, και κατέβαλε προσπάθεια να ξεπεράσει τους προηγούμενους.


Ακούστε όσοι επιδεικνύετε αδυναμία προς τις γυναίκες μεγαλύτερη από όσο πρέπει. Ακούστε όσοι βιάζεστε να ορκιστείτε για μη φανερά πράγματα και κάνετε άλλους κυρίους της απωλείας σας και σκάπτετε βάραθρο για τον εαυτό σας· διότι και ο Ηρώδης κατ’ αυτόν τον τρόπο χάθηκε. Καθόσον δηλαδή περίμενε ότι αυτή θα ζητούσε κάτι που είχε σχέση με το δείπνο και επειδή ήταν κόρη και βρισκόταν σε εορτή και συμπόσιο και πανήγυρη θα ζητούσε κάποια χάρη χαρούμενη και ευχάριστη, και όχι ότι θα ζητούσε την κεφαλή του Ιωάννη· και όμως εξαπατήθηκε. Παρά ταύτα όμως τίποτε από αυτά δεν θα τον δικαιολογήσει· διότι εάν εκείνη είχε αποκτήσει ψυχή θηριομάχων ανδρών, όμως αυτός δεν έπρεπε να παραλογιστεί, ούτε να γίνει έτσι εκτελεστής παρομοίων τυραννικών διαταγών.


Και πρώτα-πρώτα, ποιος θα ήταν δυνατόν να μη φρίξει βλέποντας την ιερή εκείνη κεφαλή, που έσταζε από αίμα, να είναι τοποθετημένη στο δείπνο; Δεν συνέβη όμως κάτι παρόμοιο με τον παράνομο Ηρώδη, ούτε με την πιο αμαρτωλή από αυτόν, γυναίκα· διότι τέτοιες είναι οι γυναίκες που ασκούν την πορνεία· είναι οι πιο αναίσχυντες και σκληρές από όλους· διότι εάν εμείς φρίττουμε ακούγοντας αυτά, τι έπρεπε, κατά φυσική αναλογία, να νιώσει εκείνος τότε που τα έβλεπε αυτά; Τι έπρεπε να νιώσουν οι συνδαιτυμόνες εκείνοι βλέποντας στο μέσο του συμποσίου μια νεοσφαγείσα κεφαλή που έσταζε αίμα; Δεν έπαθε όμως τίποτε από αυτό το θέαμα η αιμοβόρος εκείνη γυναίκα που ήταν αγριότερη και από τις Ερινύες [: μυθολογικές θεότητες που καταδίωκαν τους φονιάδες], αλλά αντίθετα και υπερηφανευόταν· μολονότι βέβαια θα έπρεπε και αν από τίποτε άλλο, τουλάχιστον από το θέαμα και μόνο να παραλύσει. Τίποτε όμως παρόμοιο δεν έπαθε η μιαιφόνος, που διψούσε για τα προφητικά αίματα.


Διότι τέτοια είναι η πορνεία· δεν καθιστά τους ανθρώπους μόνο ασελγείς, αλλά και φονιάδες. Βέβαια αυτές που επιθυμούν να διαπράξουν και τη μοιχεία είναι προετοιμασμένες να σφάξουν ακόμη και τους αδικημένους συζύγους τους· και είναι έτοιμες όχι μόνον ένα, ούτε δύο, αλλά απείρους φόνους να διαπράξουν. Και υπάρχουν πολλοί μάρτυρες αυτών των δραμάτων· πράγμα που και εκείνη τότε το έκανε, με την ελπίδα να λησμονηθεί στη συνέχεια το τόλμημά της και να το αποκρύψει. Αλλά όμως συνέβη τελείως το αντίθετο, καθόσον ο Ιωάννης φώναξε μετά από αυτά πολύ πιο ισχυρότερα.


Όμως η κακία βλέπει μόνο προς το παρόν, όπως ακριβώς αυτοί που έχουν πυρετό, όταν ζητούν σε χρόνο ακατάλληλο κάτι το ψυχρό· καθότι αν δεν έσφαζε τον κατήγορο, δεν θα αποκαλυπτόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο το τόλμημά της. Και πράγματι οι μαθητές του δεν είπαν τίποτε σχετικό, όταν τον έβαλε στη φυλακή, όταν όμως τον φόνευσε τότε αναγκάστηκαν να φανερώσουν και την αιτία· διότι ήθελαν να αποκρύψουν την μοιχαλίδα και δεν ήθελαν να διαπομπεύουν τις συμφορές των πλησίον τους· όταν όμως εξαναγκάστηκαν από τα ίδια τα γεγονότα, τότε αποκαλύπτουν ολόκληρο το τόλμημα· διότι για να μην εκλάβει κανείς ως πονηρή την αιτία της σφαγής [: προφανώς ο άγιος εδώ εννοεί την υποψία προετοιμασίας εξέγερσης ενάντια στον Ηρώδη από τον Ιωάννη και τους μαθητές του], όπως ακριβώς συνέβη επί Θευδά και Ιούδα [Πράξ. 5, 36-37: «Πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν. μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν (: διότι πριν από λίγο καιρό εμφανίστηκε ο Θευδάς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Κοντά του προσκολλήθηκαν ως οπαδοί του ένας αριθμός περίπου τετρακοσίων ανδρών. Ο ίδιος όμως δολοφονήθηκε, και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν διαλύθηκαν και το κίνημά του εκμηδενίστηκε. Ύστερα απ’  αυτόν εμφανίστηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος, τις μέρες που έγινε από τους Ρωμαίους η απογραφή για να επιβληθεί ο κεφαλικός φόρος. Και παρέσυρε σε επανάσταση πολύ λαό, ο οποίος τον ακολούθησε. Αλλά και εκείνος θανατώθηκε και χάθηκε, και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν διασκορπίσθηκαν με τη βία των όπλων)»], αναγκάζονται να πουν και την αιτία του φόνου. Ώστε και αν θελήσεις να καλύψεις μία αμαρτία με αυτόν τον τρόπο, τόσο περισσότερο τη διαπομπεύεις· διότι η αμαρτία δεν κρύβεται με τη διάπραξη άλλης αμαρτίας, αλλά με την μετάνοια και την εξομολόγηση.


Πρόσεξε επίσης τον ευαγγελιστή, ότι όλα τα διηγείται κατά τρόπο μη ενοχλητικό και κάνει όσο του είναι δυνατόν και απολογία· διότι υπέρ του Ηρώδη λέγει: «εξαιτίας των όρκων και των προσκεκλημένων» και ότι λυπήθηκε· για την κόρη δε ότι «καθοδηγήθηκε από τη μητέρα της» και ότι «έφερε την κεφαλή στη μητέρα της», σαν να έλεγε δηλαδή ότι ξεπλήρωνε το πρόσταγμα εκείνης· διότι όλοι οι δίκαιοι δεν λυπούνται για αυτούς που υφίστανται κακά, αλλά για αυτούς που διαπράττουν κακά· διότι ούτε και ο Ιωάννης είχε αδικηθεί, αλλά αυτοί που διέπραξαν αυτά κατ’ αυτόν τον τρόπο.


Ας μιμούμαστε λοιπόν και εμείς αυτούς και ας μην επεμβαίνουμε στις αμαρτίες των πλησίον μας, αλλά όσο μας είναι δυνατό, να τις καλύπτουμε. Ας αποκτήσουμε ευσεβή ψυχή· καθόσον και ο ευαγγελιστής μιλώντας για πόρνη και φόνισσα γυναίκα, μίλησε όσο του ήταν δυνατόν ηπιότερα· διότι δεν είπε «καθοδηγημένη από τη μιαίφονο και μυσαρή γυναίκα», αλλά «προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς (: καθοδηγημένη από τη μητέρα της)», ονομάζοντάς τις με τις πλέον εύφημες στην ακοή λέξεις. Ενώ εσύ και υβρίζεις και κακολογείς τον συνάνθρωπό σου, και δεν θα σου είναι δυνατόν να ανεχτείς ποτέ και να ενθυμηθείς κάποιον αδελφό σου που σε λύπησε, κατά τον τρόπο αυτό που ο ευαγγελιστής ομίλησε για την πόρνη, αλλά θα το έκανες αυτό με πολλή θηριωδία και χλευασμούς, και θα τον αποκαλούσες πονηρό, κακούργο, ύπουλο, ανόητο και με πολλά άλλα χειρότερα από αυτά· καθόσον πράγματι γινόμαστε θηρία και μιλούμε σαν να είναι κάποιος άνθρωπος διαφορετικού φύλου, τον κατηγορούμε, τον κακολογούμε και τον υβρίζουμε. Δεν είναι όμως παρόμοια η συμπεριφορά των αγίων, αλλά αυτοί μάλλον θρηνούν για όσους αμαρτάνουν παρά τους καταρώνται.


Αυτό λοιπόν ας πράττουμε και εμείς και ας θρηνούμε για την Ηρωδιάδα και για όλους εκείνους που τη μιμούνται·  καθόσον πολλά παρόμοια συμπόσια γίνονται και σήμερα, και αν δεν είναι ο Ιωάννης αυτός που κατασφάζεται, είναι όμως τα μέλη του Χριστού, και μάλιστα κατά πολύ χειρότερο τρόπο· καθόσον αυτοί που χορεύουν σήμερα δεν ζητούν κεφαλή επάνω σε πιάτο, αλλά τις ψυχές των συνδαιτυμόνων τους· διότι όταν τους μεταβάλλουν σε δούλους και τους οδηγούν σε παράνομους έρωτες και υπερασπίζονται πόρνες, δεν αποκόπτουν την κεφαλή, αλλά κατασφάζουν την ψυχή, κάνοντάς τους μοιχούς και θηλυπρεπείς και πόρνους· διότι βέβαια μη μου πεις ότι πίνοντας και μεθώντας και βλέποντας γυναίκα να χορεύει και να αισχρολογεί, ότι δεν καταλαμβάνεσαι από κάποια αισχρή επιθυμία γι’ αυτήν, ούτε ότι δεν παρασύρεσαι προς την ασωτία, νικώμενος από ηδονή. Και παθαίνεις εκείνο το φρικτό· μεταβάλλεις τα μέλη του Χριστού σε πόρνης μέλη [Α΄Κορ. 6, 15]· διότι και αν ακόμη δεν είναι παρούσα η κόρη της Ηρωδιάδος, παρευρίσκεται όμως ο διάβολος, ο οποίος τότε χόρεψε διαμέσου εκείνης, και χορεύει τώρα μέσω αυτών και αναχωρεί αφού αιχμαλωτίσει τις ψυχές των συνδαιτυμόνων.


Αλλά και αν εσείς μπορείτε να αποφύγετε τη μέθη, αλλά όμως γίνεστε κοινωνοί άλλης πολύ πιο φοβερής αμαρτίας· καθόσον τα συμπόσια αυτά είναι γεμάτα από πολλές αρπαγές· διότι, σε παρακαλώ, μη βλέπεις μόνο τα κρέατα που βρίσκονται μπροστά σου, ούτε και τα γλυκίσματα, αλλά αναλογίσου από πού έχουν συγκεντρωθεί, και τότε θα διαπιστώσεις ότι προέρχονται από αισχρές πράξεις, από πλεονεξία, βία και αρπαγή. Μα θα πει κάποιος: «Αυτά τα συμπόσια δεν προέρχονται από παρόμοιες ενέργειες. Μη γένοιτο· διότι ούτε και εγώ το επιθυμώ». Πλην όμως και αν ακόμη είναι καθαρά από αυτά, ούτε και έτσι είναι απαλλαγμένα τα πολυτελή δείπνα από εγκλήματα. Άκουσε λοιπόν τις κατηγορίες του προφήτη για τα συμπόσια αυτά που είναι απαλλαγμένα από όλα αυτά: «οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον καὶ τὰ πρῶτα μῦρα χριόμενοι καὶ οὐκ ἔπασχον οὐδὲν ἐπὶ τῇ συντριβῇ Ἰωσήφ (: εσείς, πίνετε εκλεκτό διυλισμένο οίνο, χρίεστε με τα πανάκριβα μύρα και δεν πονάτε καθόλου για την επικειμένη καταστροφή του ισραηλιτικού λαού εξαιτίας της διαφθοράς του)» [Αμώς, 6, 6]. Βλέπεις ότι κατηγορεί και την τρυφηλή ζωή; Διότι βέβαια στην περίπτωση αυτήν δεν κατακρίνει την πλεονεξία, αλλά την ασωτία μόνο.


Και εσύ μεν τρως χωρίς μέτρο, ο Χριστός όμως δεν έτρωγε ούτε το προς το ζην· εσύ μεν τρως γλυκίσματα διάφορα, ενώ εκείνος ούτε ξερό άρτο· εσύ πίνεις οίνο από τη Θάσο, σε εκείνον όμως που διψά δεν έδωσες ούτε ένα ποτήρι κρύο νερό· εσύ μεν κοιμάσαι σε απαλό και ποικιλόχρωμο στρώμα, ενώ εκείνος πεθαίνει από το ψύχος. Για τον λόγο αυτόν και αν ακόμη είναι καθαρά τα δείπνα από πλεονεξία, παρά ταύτα είναι και πολύ αμαρτωλά, καθόσον εσύ μεν τα κάνεις όλα χωρίς να τα έχεις ανάγκη, σε Εκείνον όμως δεν δίνεις ούτε τα αναγκαία, και όλα αυτά κατά τη στιγμή που απολαμβάνεις όλες τις δωρεές Του. Αλλά όμως, αν ήσουν επίτροπος ανήλικου παιδιού και αφού έπαιρνες όλα τα υπάρχοντά του, το άφηνες να δυστυχεί, θα ήταν δυνατόν να έχεις άπειρους κατήγορους και θα λάμβανες τιμωρία σύμφωνα με τους νόμους, ενώ τώρα που έλαβες τις δωρεές του Χριστού και τις ξοδεύεις έτσι χωρίς κανένα σκοπό, δεν νομίζεις ότι θα δώσεις λόγο; Και αυτά δεν τα λέω γι΄αυτούς που προσκαλούν πόρνες στα τραπέζια (διότι σε αυτούς ο λόγος δεν έχει καμία θέση, όπως ακριβώς και στους σκύλους)· ούτε τα λέω για τους άρπαγες που κατατρώνε τους άλλους με απληστία (διότι ούτε και με αυτούς έχω τίποτε το κοινό, όπως ακριβώς δεν έχω με τους χοίρους και τους λύκους), αλλά τα λέω για εκείνους που απολαμβάνουν μεν την παρουσία τους, αλλά όμως δεν δίνουν στους άλλους, δηλαδή τα λέω απλώς και μόνο γι΄αυτούς που κατασπαταλούν την πατρική τους περιουσία· διότι ούτε και αυτοί απαλλάσσονται από την κατηγορία.


Διότι, πες μου, πώς θα διαφύγεις την κατηγορία και τις αφορμές για κατηγορία όταν ο μεν ομοτράπεζός σου τρώει με υπεραφθονία καθώς και ο σκύλος που βρίσκεται δίπλα σου, ενώ ο Χριστός δεν σου φαίνεται άξιος ακόμη και γι’ αυτά; Όταν ο μεν γελωτοποιός λαμβάνει τόσο μεγάλη αμοιβή για τα γέλια του, ενώ ο Χριστός που σου χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών δεν λαμβάνει μέσω των φτωχών ούτε το πολλοστημόριο από αυτά; Και ο μεν γελωτοποιός επειδή μάς είπε κάτι το αστείο έφυγε χορτάτος, ο Χριστός όμως, που μας δίδαξε αυτά, που αν δεν τα μαθαίναμε δεν θα διαφέραμε ως προς τίποτε από τους σκύλους, δεν αξίζει να λάβει ούτε εκείνα που λαμβάνει αυτός; Φρίττεις που τα ακούς αυτά; Φρίξε λοιπόν και για τις πράξεις σου. Εκδίωξε αυτούς που κάθονται στο τραπέζι σου ως παράσιτα και προσπάθησε να έχεις ομοτράπεζό σου τον Χριστό.  Εάν Τον καταστήσεις κοινωνό στα γεύματά σου και στο τραπέζι σου, θα είναι επιεικής όταν θα σε δικάζει· γνωρίζει να σέβεται τη φιλοξενία· διότι εάν αυτό το γνωρίζουν οι ληστές, πολύ περισσότερο το γνωρίζει ο Κύριος.


Αναλογίσου λοιπόν την πόρνη εκείνη, πώς τη δικαίωσε όταν προσκλήθηκε σε τραπέζι, και πώς κατηγορεί τον Σίμωνα λέγοντας: «φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας (: εσύ δεν μου έδωσες φίλημα ούτε στο πρόσωπο, όπως συνηθίζουν για τον κάθε φιλοξενούμενο˙ αυτή όμως απ’ την ώρα που μπήκα δεν σταμάτησε με πολλή ταπείνωση να μου καταφιλεί τα πόδια)» [Λουκά 7, 45]· διότι εάν ο Κύριος σε τρέφει χωρίς να τα κάνεις αυτά, πολύ μεγαλύτερη θα είναι η αμοιβή σου όταν τα κάνεις. Μη βλέπεις τον φτωχό που σε πλησιάζει λερωμένος και απεριποίητος, αλλά σκέψου ότι ο Χριστός διαμέσου εκείνου εισέρχεται στην οικία σου και πάψε να είσαι απάνθρωπος και να λες σκληρά λόγια, με τα οποία συνήθως περιλούζεις αυτούς που ζητούν τη βοήθειά σου, αποκαλώντας τους απατεώνες, οκνηρούς και με άλλα λόγια φοβερότερα από αυτά.


Και να σκέφτεσαι όταν λες αυτά: «Ποια είναι τα έργα αυτών που ζουν κοντά μου σαν παράσιτα; Σε τι ωφελούν την οικία μου; Κάνουν κατά κάποιον τρόπο ευχάριστο το φαγητό μου;». Μα πώς είναι δυνατόν να είναι ευχάριστο, κατά τη στιγμή που αλληλοχτυπιούνται και αισχρολογούν; Και τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο δυσάρεστο από αυτό, όταν χτυπάς αυτόν που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού και νιώθεις ευχαρίστηση από τις ύβρεις σου προς αυτόν, μεταβάλλοντας την οικία σου σε θέατρο, γεμίζοντας το συμπόσιο με θεατρίνους και μιμούμενος αυτούς που παρουσιάζονται επάνω στη σκηνή ξυρισμένοι, εσύ ο ευγενής και ελεύθερος; Καθόσον και στη σκηνή υπάρχουν γέλια και χτυπήματα. Πες μου, λοιπόν, αυτά τα ονομάζεις ηδονή, αυτά που είναι άξια πολλών δακρύων, αυτά που είναι άξια πολλών θρήνων και οδυρμών; Και ενώ πρέπει να τους εμπνεύσεις μία σπουδαία ζωή, ενώ πρέπει να τους προτρέψεις για μια καθόλα πρέπουσα ζωή, εσύ αντιθέτως τους οδηγείς σε επιορκίες και σε λόγια απρεπή, και αυτό το πράγμα το ονομάζεις ευχαρίστηση, και αυτό που είναι πρόξενος της γεένης, αυτό εσύ το θεωρείς υπόθεση ηδονής; Καθόσον όταν τελειώσουν οι αστεϊσμοί τους, διαλύονται με όρκους και επιορκίες. Αυτά λοιπόν είναι άξια γέλωτος και δεν είναι άξια οδυρμών και δακρύων; Και ποιος λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να τα πει όλα αυτά;


Και αυτά τα λέω όχι για να εμποδίσω να τρέφονται και αυτοί, αλλά να μη τρέφονται για παρόμοια αιτία. Ας έχει δηλαδή η διατροφή ως αιτία της τη φιλανθρωπία και όχι τη σκληρότητα· την αγάπη και όχι την ύβρη. Θρέψε τον επειδή είναι φτωχός, θρέψε τον επειδή μέσω αυτού τρέφεται ο Χριστός, και όχι επειδή παρουσιάζει σατανικά λόγια και καταντροπιάζει τη ζωή του. Μη βλέπεις εξωτερικά που είναι γελαστός, αλλά εξέτασε τη συνείδησή του και τότε θα τον δεις να καταριέται αμέτρητες φορές τον εαυτό του και να αναστενάζει και να οδύρεται. Εάν όμως δεν το φανερώνει και αυτό γίνεται εξαιτίας σου.


Ας είναι λοιπόν αυτοί που τρώνε με εσένα άνθρωποι φτωχοί και ελεύθεροι, όχι όμως επίορκοι και γελωτοποιοί. Εάν πάλι θέλεις να ζητήσεις αμοιβή από αυτούς για την τροφή που τους παρέχεις, δώσε εντολή, εάν δουν να συμβαίνει τίποτε το άτοπο, να επιπλήξουν, να συμβουλέψουν, να βοηθήσουν στη φροντίδα της οικίας, στην προστασία των υπηρετών. Έχεις παιδιά; Ας γίνουν μαζί με σένα πατέρες τους, ας μοιραστούν μαζί με εσένα την προστασία τους, και ας σου φέρουν κέρδη που είναι αγαπητά στον Θεό.


Κάνε επίσης τους φίλους σου να ασχοληθούν με πνευματικό εμπόριο. Και αν δεις κάποιον που έχει ανάγκη προστασίας, δώσε εντολή να τον βοηθήσουν, διάταξε να τον εξυπηρετήσουν. Μέσω αυτών να ψάχνεις και να βρίσκεις τους ξένους, με αυτούς να ντύνεις τους γυμνούς, με αυτούς να στέλνεις αγαθά στις φυλακές και να δίνεις λύση στις ξένες ανάγκες. Αυτήν την αμοιβή ας σου δίνουν έναντι της τροφής τους, που και εσένα ωφελεί και δεν έχει καμία κατηγορία. Με όλες αυτές τις πράξεις σφίγγεται περισσότερο και η φιλία.


Διότι και τώρα και αν ακόμη νομίζουν ότι αγαπώνται, αλλά όμως ντρέπονται, επειδή βρίσκονται πλησίον σου χωρίς σκοπό· αν όμως εκτελούν όλα αυτά και οι ίδιοι θα μένουν κοντά σου με μεγαλύτερη άνεση και εσύ θα τους διαθρέψεις με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, επειδή δεν θα δαπανάς άσκοπα, και εκείνοι θα διαμένουν κοντά σου με το θάρρος και την πρέπουσα ελευθερία, και η οικία σου θα καταστεί, αντί θεάτρου, εκκλησία, και ο διάβολος θα δραπετεύσει και ο Χριστός θα εισέλθει και μαζί με αυτόν και ο χορός των αγγέλων· διότι όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί βρίσκονται και οι άγγελοι· και όπου βρίσκονται ο Χριστός και οι άγγελοι, εκεί υπάρχει ο ουρανός, εκεί φως που είναι λαμπρότερο και από το φως του ηλίου. Εάν λοιπόν θέλεις να έχεις και άλλη βοήθεια εκ μέρους τους, δώσε εντολή όταν ξεκουράζεσαι, να πάρουν βιβλία και να διαβάζουν τον θείο νόμο. Με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα κάνουν αυτά, παρά εκείνα· διότι αυτά καθιστούν και εσένα και εκείνους σεμνότερους, ενώ εκείνα σας καταντροπιάζουν όλους μαζί· εσένα μεν ως υβριστή και μέθυσο, ενώ εκείνους ως άθλιους και γαστρίμαργους· διότι εάν τους τρέφεις για να τους υβρίζεις, είναι φοβερότερο από το εάν τους σκότωνες· εάν όμως για ωφέλεια και κέρδος, τότε η προσφορά σου είναι περισσότερο χρήσιμη, παρά εάν τους επέστρεφες ενώ οδηγούνταν προς τον θάνατο. Και τώρα μεν τους καταντροπιάζεις περισσότερο και από τους υπηρέτες, καθόσον οι υπηρέτες σου έχουν περισσότερο θάρρος και πιο ελεύθερη συνείδηση από αυτούς, ενώ τότε θα τους κάνεις ίσους με τους αγγέλους.


Απάλλαξε λοιπόν και αυτούς και τον εαυτό σου και αφού τους απαλλάξεις από το όνομα των παρασίτων, ονόμαζέ τους ομοτράπεζους, και αφού απορρίψεις την ονομασία των κολάκων να τους αποκαλείς φίλους σου.  Γι΄αυτόν τον σκοπό και ο Θεός έκανε τις φιλίες, όχι για το κακό όσων αγαπώνται και όσων αγαπούν, αλλά με σκοπό το καλό και το χρήσιμο. Παρόμοιες όμως φιλίες είναι φοβερότερες από κάθε άλλη έχθρα· διότι από μεν τους εχθρούς, αν θέλουμε, μπορούμε να έχουμε και κέρδος, από αυτούς όμως οπωσδήποτε είμαστε αναγκασμένοι να ζημιωνόμαστε.


Επομένως μην κρατάς πλησίον σου φίλους που σου είναι διδάσκαλοι βλάβης· μην κρατάς φίλους που είναι περισσότερο εραστές του τραπεζιού και του φαγοποτιού, παρά της φιλίας· διότι όλοι οι παρόμοιοι φίλοι, αν θέσεις τέρμα στις απολαύσεις, θα διαλύσουν και τη φιλία· αντιθέτως, όμως, εκείνοι που σε συναναστρέφονται εξαιτίας της αρετής σου, μένουν πλησίον σου συνεχώς, υπομένοντας κάθε δυστυχία σου. Όμως το γένος των παρασίτων πολλές φορές και σε καταπολεμούν και σου προσάπτουν φήμη πονηρή. Εξαιτίας αυτού γνωρίζω πολλούς από τους ελεύθερους που απέκτησαν κακή φήμη, και άλλοι μεν συκοφαντήθηκαν για μαγείες, άλλοι πάλι για μοιχείες και διαφθορά παιδιών· διότι όταν δεν ασχολούνται με τίποτε και ζουν χωρίς κανένα σκοπό στη ζωή τους, δημιουργούν σε πάρα πολλούς υποψίες, δεχόμενοι τις περιποιήσεις τους, σαν να είναι παιδιά.


Απαλλάσσοντας λοιπόν τους εαυτούς μας από κακή φήμη και προπάντων από τη μέλλουσα γέενα και  πράττοντας αυτά που είναι αρεστά στον Θεό, ας θέσουμε τέρμα στη διαβολική αυτή συνήθεια, ώστε όλα να τα κάνουμε προς δόξαν του Θεού, και να τρώμε και να πίνουμε, για να απολαύσουμε και την δόξα από Αυτόν, την οποία δόξα εύχομαι όλοι να επιτύχουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.



Στήν ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου

 Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης


Τόν εἶπαν καί «Ἠλία». «Καί ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας πού πρόκειται νά ἔρθει» (Ματθ. 11, 14). «Καί αὐτός θά πορευτεῖ πρίν ἀπό τόν Κύριο μέ τή δύναμη καί τό πνεῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία» (Λουκ. 1, 17).

Πολλοί τόν ἀποκάλεσαν καί «διδάσκαλο». «Ἦρθαν δέ καί τελῶνες νά βαφτιστοῦν καί τοῦ εἶπαν, δάσκαλε τί νά κάνουμε»; (Λουκ. 3, 12).

Ἀκόμη ὀνομάστηκε «ἑτοιμαστής». «Γιατί θά πορευτεῖς πιό μπροστά ἀπό τόν Κύριο, νά ἑτοιμάσεις στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τό δρόμο τοῦ Θεοῦ»(Λουκ. 1, 76).

Καί «κήρυκας» ὀνομάστηκε. «Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε στήν ἔρημο καί κήρυττε βάπτισμα μετανοίας γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν καί κήρυττε λέγοντας. Ἔρχεται πίσω ἀπό μένα αὐτός πού εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό μένα». (Μάρκ. 1, 4-7).

Ὁ ἴδιος χαρακτήρισε τόν ἑαυτό του σάν φωνή. «Ποιός εἶσαι, πές μας. Ποιός εἶσαι γιά νά δώσουμε καί ἐμεῖς ἀπάντηση σ’ αὐτούς πού μᾶς ἔστειλαν. Πῶς θεωρεῖς ἐσύ τόν ἑαυτό σου; Καί ἐκεῖνος εἶπε. Ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή ἐκείνου πού φωνάζει στήν ἔρημο» (Ἰωάν. 1, 22).

Εἶναι καί λέγεται καί «Βαπτιστής». «Φτάνει ὁ Ἰησοῦς στόν Ἰορδάνη ἀπό τή Γαλιλαία γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη» (Ματθ. 3, 13). «Ὁ δέ Ἰωάννης βρισκόταν ἐκεῖ καί βάπτιζε καί ἔρχονταν ὅλοι νά βαπτιστοῦν» (Μάρκ. 1, 4).

Πῆρε καί τό ὄνομα «ὁμολογητής». «Καί ὁμολόγησε καί δέν ἀρνήθηκε. Καί ὁμολόγησε ἐπίμονα καί εἶπε: Ἐγώ δέν εἶμαι ὁ Χριστός» (Ἰωάν. 1, 20).

Ἀναμφισβήτητα εἶναι καί «Μάρτυς». «Ἐκεῖνος δέν ἦταν τό φῶς, ἀλλά εἶχε σκοπό νά μαρτυρήσει, γιά τό φῶς» (Ἰωάν. 1, 8).

Αὐτός ἀκόμα ἀξιώθηκε νά ὑπογράψει τήν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά ὀνομαστεῖ γι’ αὐτό «ὑπογραφεύς τῆς Τριάδος». «Ἐκεῖνος ὅμως πού μέ ἔστειλε νά βαπτίζω στό νερό, Ἐκεῖνος μου εἶπε: Σ’ ὅποιον θά δεῖς νά κατεβαίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά μένει ἐπάνω του, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού θά βαπτίζει μέ Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἐγώ τόν εἶδα Αὐτόν καί ἔδωσα τή μαρτυρία μου γι’ αὐτόν ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ». (Ἰωάν. 1, 33-34).

Ὀνομάστηκε ἀκόμα «Δίκαιος καί Ἅγιος». «Ὁ Ἡρώδης φοβόταν τόν Ἰωάννη, γιατί γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἦταν δίκαιος καί ἅγιος ἄνθρωπος» (Μάρκ. 6, 20).

Τόν ἀποκάλεσαν καί «Ἀπόστολο». «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι τό παραδέχεστε καί τό λέτε πώς σᾶς εἶπα ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι ὁ Χριστός καί ὅτι ἐγώ ἔχω σταλεῖ, νά πορευτῶ πρίν ἀπό Ἐκεῖνον» (Ἰωάν. 3, 28).

Ἕνα ἄλλο ὀνομά του εἶναι «Εὐαγγελιστής». «Παρηγοροῦσε τό λαό μέ πολλά καί διάφορα ἄλλα, ἀλλά συγχρόνως τοῦ χάριζε καί τό χαρούμενο μήνυμα, τό Εὐαγγέλιο» (Λουκ. 3, 18).

Ἀκόμα ἔχει καί τό ὄνομα «Νυμφαγωγός». «Αὐτός πού ἔχει τή νύφη εἶναι Νυμφίος. Ἐκεῖνος πού εἶναι φίλος τοῦ Νυμφίου εἶναι αὐτός πού στέκεται στό πλάι του, τόν ἀκούει καί χαίρεται μέ βαθιά χαρά τή φωνή Του. Ἀπ’ αὐτή τή χαρά γέμισε καί ἡ δική μου ψυχή, γιατί ἀξιώθηκα νά σταθῶ πλάι στόν Νυμφίο Χριστό» (Ἰωάν. 3, 29-30).

Λέγεται καί «Λύχνος». «Ἐκεῖνος ἦταν τό λυχνάρι πού ἔκαιγε καί φώτιζε, ἐσεῖς δέ γιά μιά στιγμή θελήσατε νά κάνετε ἱλαρά τά πρόσωπά σας μέ τό δικό Του φῶς». (Ἰωάν. 5, 35).

Πῆρε καί τόν τίτλο «Ἔλεγχος τοῦ Ἡρώδη». «Γιατί ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στόν Ἡρώδη. Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου τοῦ Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). «Ὁ Ἡρώδης ἐπειδή ἐλεγχόταν ἀπό τον Ἰωάννη γιά τήν Ἡρωδιάδα τόν ἔκλεισε στή φυλακή». (Λουκ. 3, 19).

Αὐτά τά τόσο μεγάλα καί τόσο σπουδαῖα ὀνόματα πῆρε ὁ Ἰωάννης. Μ’ αὐτά ἔχει τιμηθεῖ, γι’ αὐτό καί οἱ πράξεις του ἦταν σύμφωνες μέ τούς τίτλους του. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἐκεῖνος«πού δέ γεννήθηκε ἄνθρωπος μεγαλύτερός του στόν κόσμο» (Ματθ. 6, 11). Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο πραγματικά ὁ προφήτης Δαυίδ ψάλλει, σάν νά δανείζεται τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα καί λέει: «Ἑτοίμασα λυχνάρι γιά τόν Χριστό μου. Πάνω σ’ αὐτό δέ, θά φανερωθεῖ καί θά λάμψει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά τόν χρίσει Μεσσία καί βασιλιά» (Ψαλμ. 131, 17-18).

Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος Ἠλίας, ὄχι ὁ Θεσβίτης, ἀλλά αὐτός πού στάθηκε ἀνάμεσα στό νόμο καί στή Χάρη καί ἔγινε πρόδρομος τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἱστορικά, ἔζησε μετά τόν Ἠλία τό Θεσβίτη, ἐκεῖνος πού εἶχε ὅμοια μ’ αὐτόν ἔμπνευση καί δύναμη, ὅπως προεῖπε ὁ ἀρχάγγελος στόν πατέρα του Ζαχαρία (Λουκ. 1, 17).

Καί σέ ποιόν Ζαχαρία τά εἶπε αὐτά ὁ ἄγγελος; Στό Ζαχαρία πού τό αἷμα του φωνάζει πιό δυνατά ἀπό τό αἷμα τοῦ δίκαιου Ἄβελ (Ματθ. 23, 35).

Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού σκίρτησε στήν κοιλιά τῆς μάνας του, πρίν ἀκόμα δεῖ τό φῶς τῆς ἡμέρας, γιατί πληροφορήθηκε τήν παρουσία τοῦ κυοφορούμενου Δεσπότη του. Αὐτός χρησιμοποίησε τή γλώσσα τῆς μάνας του καί, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα στήν κοιλιά της, προανάγγειλε τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τή Θεοτόκο Μαρία, λέγοντας:«Καί πῶς ἔγινε σέ μένα αὐτό τό πράγμα νά ἔρθει στό σπίτι μου ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου;» (Λουκ. 1, 43).

Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας θά μαλακώσει τίς καρδιές τῶν γονιῶν καί θά τίς ξαναφερει κοντά στά παιδιά τους καί «θά κάνει τούς παραστρατημένους νά ἀποκτήσουν φρόνηση ἁγίων καί δικαίων ἀνθρώπων καί ἔτσι θά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά δεχτοῦν τόν Κύριο καί νά γίνουν λαός Του» (Λουκ. 1, 17).

Αὐτός ὑπῆρξε καρπός θεϊκῆς ὑποσχέσεως, τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ Γαβριήλ, τό τρυφερό κλωνάρι πού χαρίστηκε ἀπό τόν Θεό, στό ξεραμένο ἀπό τήν ἡλικία δέντρο. Τό καρπερό λουλούδι τῆς στείρας. Ὁ προφήτης πού εἶναι γιός προφήτη. Ὁ τρόφιμος τῆς ἐρήμου. Αὐτός πού ἑτοίμασε καί ἑτοιμάζει τούς ἀνθρώπους ὅλης τῆς οἰκουμένης στούς πνευματικούς ἀγῶνες καί στό καλοδέξιμο τοῦ Κυρίου. Ὁ λαμπερός δορυφόρος τοῦ Ἡλίου, πού λάμπει παντοτινά. Τό λυχνάρι τοῦ θεϊκοῦ Φωτός. Ὁ στρατιώτης τοῦ αἰώνιου βασιλιᾶ. Ὁ Νυμφαγωγός τοῦ Νυμφίου. Ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότη. Ἡ φωνή τοῦ Λόγου, πού ἱεράτευσε σάν τόν Μελχισεδέκ αἰώνια, ὡς ἀπάτορας, ἀμήτορας καί ἀγεννεαλόγητος. Ὁ ἱερέας πού ἀξιώθηκε νά ἱερουργήσει ἀκόμα καί τή Βάπτιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἄκουσε μέ τά ἴδια του τ’ ἀφτιά τόν Θεό Πατέρα νά μιλάει. Αὐτός πού βάπτισε τόν Υἱό καί Αὐτός πού εἶδε τόἍγιο Πνεῦμα.

Αὐτός πού ὑπῆρξε τό τέλος τοῦ νόμου· Αὐτός πού μεσολάβησε ἀνάμεσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στούς ἀνθρώπους. Αὐτός πού ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες καί στοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐξαντλεῖται κάθε προφητική διακονία. Ὁ κήρυκας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια. Ἡ θύρα ἀπό τήν ὁποία μπαίνουμε στό χῶρο τῆς μετάνοιας. Αὐτός πού ὑπῆρξε τό κόσμημα καί ἡ λαμπρότητα τῶν παρθένων, Αὐτός πού ἑτοίμασε τή σωτηρία μας. Αὐτός πού νομοθέτησε τή σωφροσύνη καί ἔγινε χαλινάρι στούς παράνομους καί φαύλους καί ἀκόμη Αὐτός πού χειραγώγησε ὅσους σεβάστηκαν τό θεϊκό νόμο.

Αὐτός εἶναι ὁ μεγάλος Ἰωάννης. Τό ὄνομα πού βγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί μεταφέρθηκε ἀπό τούς οὐρανούς στό Ζαχαρία μέ τήν ἀρχαγγελική φωνή. Αὐτός εἶναι ἡ φωνή πού γεννήθηκε ἀπό τόν κωφάλαλο πατέρα. Αὐτός πού μέ τή σιωπή τοῦ πατέρα του κατάργησε τή στειρότητα τῆς μάνας του. Αὐτός φανέρωσε τόν «Ἀμνό τοῦ Θεοῦ» μέ τό δάχτυλό του, δίνοντας σ’ αὐτό δύναμη πιό μεγάλη καί ἀπό τόν καλύτερο ρήτορα. Αὐτός πού στό πρόσωπό του ἔχει δικαίωμα νά καυχιέται ἡ ἐγκράτεια. Αὐτός πού ἔζησε σάν ἄσαρκος τήν ἐπίγεια ζωή του, πού βρέθηκε σάν πολύτιμος μαργαρίτης μέσα στή λάσπη. Αὐτός πού σάν πολύτιμος θησαυρός βρέθηκε σέ εὔθραυστο καί φτηνό θησαυροφυλάκιο. Αὐτός πού ἀπείλησε τίς ἄκαρπες ψυχές μέ τό ξινάρι τῆς Θείας δικαιοσύνης, ἡ φιλέρημη τρυγόνα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἀσταμάτητο στόμα, ἡ φωνή ἐκείνου πού φωνάζει στήν ἔρημο καί ἀντηχεῖ βροντερά στά πέρατα τοῦ κόσμου, λέγοντας «ἑτοιμάστε τό δρόμο τοῦ Κυρίου, κάνετε ἴσια τά μονοπάτια ἀπ’ ὅπου θά περάσει ὁ Κύριος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 3, 3 -Ἰωάν. 1, 23).

Αὐτός εἶναι ἡ γλῶσσα πού μέ τά θεϊκά της λόγια καί μέ τήν ἁγνή φωνή της, ἀκόμα καί μετά τό θάνατό του, ἐλέγχει τόν Ἡρώδη καί κηρύττει τόν Χριστό, λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2).

Στόν Θεό ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ μεγαλωσύνη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν


Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»

Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα




Ἐγκώμιο στήν ἀποκεφάλιση τοῦ μεγάλου Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ

 Ἁγίου  Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου


Λαμπρή καί θεοχαρμόσυνη εἶναι, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἡ πανήγυρη πού μᾶς συγκέντρωσε σήμερα γιά νά γιορτάσουμε πνευματικά. Πολύ σωστά χαρακτηρίζεται λαμπρή, γιατί φεγγοβολάει καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό ὄνομα ἐκείνου πού σήμερα τιμᾶμε, ἐπειδή αὐτός καί εἶναι καί ὀνομάζεται λυχνάρι τοῦ φωτός. Δέν εἶναι βέβαια λυχνάρι πού μᾶς περιλούζει μέ ὑλικό φῶς, γιατί τότε δέν θά ἦταν διαρκής καί ἀδιάκοπη ἡ λάμψη του καί θά χανόταν κάθε φορά πού θά ’μπαινε μπροστά του κάποιο ἐμπόδιο. Ἀλλ’ εἶναι φῶς πού δείχνει τήν ἀστραφτερή λαμπρότητα τῆς θείας χάριτος στά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων πού ἔχουν συγκεντρωθεῖ γιά νά γιορτάσουν τή μνήμη του καί ἀνεβάζει τό νοῦ στό νά στοχάζεται τά παθήματα τοῦ δικαίου ἄνδρα, ὥστε βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τό μακάριο ἐκεῖνο μαρτύριο, νά γεμίσουμε μέ πνευματική εὐφροσύνη.


Σέ καμία περίπτωσι βέβαια, ἡ θέα τοῦ χυμένου καταγῆς αἵματος κάποιου ἄλλου ἀποκεφαλισμένου ἀνθρώπου, δέν θά ’φερνε εὐχαρίστηση. Οὔτε τό ἄκουσμα μιᾶς τέτοιας εἴδησης θά προκαλοῦσε σεβασμό στή μνήμη τοῦ ἀποθαμένου. Γιατί πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπό φυσικοῦ του ἀγαπάει τή ζωή, νά χαρεῖ μία αἱμορραγία πού ὁδηγεῖ στό θάνατο; Ἀντίθετα, πολύ περισσότερο, τό θέαμα αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀπέχθεια, οἶκτο καί κακολογία τῆς πράξεως, ἐκτός ἄν παραλογιζόταν καί ἀποθηριωνόταν, μή μπορώντας νά ἀντιδράσει λογικά σ’ αὐτά πού βλέπει, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν τά διάφορα ζῶα πού δέν ἔχουν λογική. Χαίρονται δηλαδή, κακαρίζουν καί χοροπηδᾶνε οἱ πετεινοί ὅταν βλέπουν νά σφάζουν ἕνα ἄλλο κοκόρι, ἀπολαμβάνοντας μόνο τό θέαμα, χωρίς νά σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει καί αὐτούς τό ἴδιο πάθημα. Χαίρονται ὅμως τά μάτια μας νά βλέπουν τό αἷμα κάθε ἁγίου, εὐφραίνονται τ’ ἀφτιά μας ν’ ἀκοῦν τά σωτήρια μηνύματά του καί τά χείλη μας τό προσκυνοῦν. Γιατί ἡ ἀφαίρεσή του χαρίζει τέλεια συμμετοχή στήν ἀθάνατη καί ἀληθινή ζωή. Δέν ἐννοῶ βέβαια μόνο τή σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλά καί ὁτιδήποτε ἀπό τά ἅγια μέλη του -ἤ μιά τρίχα καί καθετί πού φοροῦσε ἤ ἔπιαναν τά χέρια του- εἶναι περιζήτητο καί πολύτιμο γιά κεῖνον πού ἔχει ἀποφασίσει νά πιστεύει καί νά λατρεύει σωστά τόν Θεό.


Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει κάτι τέτοιο στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία -δηλαδή τό ὁλόκληρο λείψανο ἤ ἕνα μέρος του, ἀκόμα καί τό ἐλάχιστο κομματάκι- τό θεωρεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί καυχιέται γι’ αὐτό, σάν νά ’χει θησαυρό πού ὑποβοηθάει τόν ἁγιασμό του καί ἐξασφαλίζει τή σωτηρία του. Ἔτσι προσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια στή λειψανοθήκη μέ τήν ἱερή σκόνη καί ἐγγίζει μέ δέος τά ἀνέγγιχτα, λόγω τῆς ἱερότητάς τους, ἱερά λείψανα.


Τέτοιο εἶναι γιά μᾶς τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἄν καί γιά τούς γονεῖς του ὑπῆρξε αἰτία τοῦ πιό παραδόξου καί τοῦ πιό πονεμένου θρήνου. Πῶς μποροῦσαν νά μήν καταπλαγοῦν μέ τό σφάξιμο τοῦ παιδιοῦ τους -ἀφοῦ μέχρι τότε δέν εἶχαν ἀντικρύσει νεκρό- νά μή θρηνήσουν, νά μήν ξεσπάσουν σέ γοερές κραυγές, βλέποντάς το ἔτσι ξαφνικά ριγμένο καταγῆς, βουτηγμένο στά αἵματα, νεκρό ἀπό τό φονικό μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του;


Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ δικαίου προφήτη Ἀμώς, τόν ὁποῖο, ἀφοῦ πρῶτα ξυλοκόπησε ἄγρια ὁ βασιλιάς Ἀμασίας, τόν θανάτωσε μέ ξίφος. Ἐπειδή τόν κτυποῦσαν σάν βόλια οἱ προφητεῖες του, τόν χτύπησε καί αὐτός στό κεφάλι μέ ρόπαλο καί τόν παρέδωσε στό θάνατο.


Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Μιχαία τόν ὁποῖο γκρεμίζοντας σκότωσε ὁ Ἰωράμ, ὁ γιός τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τόν ἔλεγχε, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, γιά τίς ἀσέβειες τῶν προγόνων του.


Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πού τόν ἔκοψε μέ πριόνι στά δυό ὁ Μανασσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασύρει στήν εἰδωλολατρεία τόν ἐπιπόλαιο καί εὐμετάβλητο Ἰσραηλιτικό λαό -πού ἀλλαξοπιστοῦσε τόσο εὔκολα- γιατί δέν ὑπέφερε νά ἀκούει τά ὅσα τοῦ φανέρωνε ὁ προφήτης.


Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, τῶν ξἑπτά παίδωνο καί τῆς θεοφοβούμενης μητέρας τους, πού ἔχυσε ὁ Ἀντίοχος, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, γιατί δέν ἀνέχθηκε τή σθεναρή ἀντίσταση πού τοῦ πρόβαλαν οἱ ἀήττητοι γιά χάρη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί πού τούς βρῆκε ὁ θάνατος μέ τέλεια καί ἀκέραιη τήν πίστη τους.


Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού ἔχυσε μπροστά στό θυσιαστήριο τό μαχαίρι τῆς ἀφηνιασμένης ὠμότητας τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τό ἄκουσμα τῶν προφητικῶν ἀποκαλύψεων.


Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἀπό τό νά ἀναφέρω γενικά ὅλων τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν τό ἅγιο αἷμα, τό ὁποῖο μέ πολλούς τρόπους ἔχυσαν διάφοροι αἱματοβαμμένοι δολοφόνοι καί πού τώρα κυκλώνει τή γῆ σάν πλούσιος ποταμός καί σβήνει τήν ἀσέβεια;


Τέτοιο ἦταν καί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα καί τό ὁποῖο ἔχυσε ἀπό τόν ἱερό του τράχηλο σάν πολύτιμο μύρο πού εὐωδιάζει τήν οἰκουμένη. Τό αἷμα αὐτό δέν τό ἔφτιαξε ἡ ἡδονική πολυφαγία, οὔτε τό κρασί, οὔτε κάποια ἀπό τίς ἄλλες τροφές πού συνήθως παχαίνουν καί εὐχαριστοῦν τούς λαίμαργους.


Ἀλλά τό δημιούργησε ἡ Χάρη τῆς ἐγκράτειας, πού ὁ Ἅγιος τήν ἀσκοῦσε ἀπό τά σπάργανά του μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὁ Ἰωάννης, πού οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε… (Ματθ. 11, 18-19).


Τό αἷμα αὐτό χύθηκε πρίν ἀπό τό αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καί ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατί ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος τοῦ Φωτός, πού μέ τό λαμπρό ἐρχομό του ἀπό στείρα μάνα φώτισε ὅσους βρίσκονταν πάνω στή γῆ, νά γίνει ἀκτινοβόλος κήρυκας καί σ’ αὐτούς πού ἦταν κάτω ἀπό αὐτήν, δηλαδή στόν Ἅδη.


Τό αἷμα αὐτό ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορα Κυρίου, περισσότερο ἀπ’ ὅτι εἶχε τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ. Γιατί κάθε ἔργο περιέχει μέσα του μιά μυστική φωνή πού δέν παράγεται ἀπό ἠχητικά ὄργανα, ἀλλά πού γίνεται φανερή ἀπό τή δύναμι πού ἔχει βάλει μέσα σ’ αὐτό ὁ ποιητής τοῦ ἔργου.


Τό αἷμα αὐτό εἶναι πιό ἀξιοσέβαστο ἀπό τό αἷμα τῶν Πατριαρχῶν (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, κ.τ.λ.), πιό πολύτιμο ἀπό τό αἷμα τῶν προφητῶν καί πιό ἁγιασμένο ἀπό τό αἷμα ὅλων τῶν δικαίων. Γιατί εἶναι πιό ὑπέροχο καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό αἷμα τῶν Ἀποστόλων καί πιό ἔνδοξο καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά εἶναι λόγια τοῦ Μεγάλου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει δώσει τή σχετική μαρτυρία γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο.


Εἶναι αἷμα πού στολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πιό ὄμορφα ἀπό κάθε στολισμό πού θά τῆς γινόταν μέ πολύχρωμα καί σπάνια λουλούδια. Χύθηκε γιά τήν δικαιοσύνη στό τέλος τῆς ἐποχῆς πού ἴσχυε ὁ παλαιός νόμος καί ἔγινε λούλουδο πού παραστέκει στήν εἴσοδο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.


Ἀλλά ἄς συνεχίσουμε τώρα νά ποῦμε, μέ βάση τά ἱερά Εὐαγγέλια, πῶς αὐτό τό αἷμα χύθηκε, ἀπό ποιόν καί γιά ποιά ὑπόθεση. Ὁ Ἡρώδης λοιπόν, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ξσυνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν φυλάκισε, ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ αὐτήν. Ἤθελε τότε λοιπόν νά τόν θανατώσει, ἀλλά φοβήθηκε τό λαό, γιατί ὅλοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη προφήτη (Ματθ. 14, 3-5).


Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα ποιός ἦταν αὐτός ὁ Ἡρώδης, γιατί ἡ συνωνυμία συγχέει τά πράγματα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφερόμαστε στό σωστό πρόσωπο. Πρόκειται γιά τόν Ἡρώδη τόν τετράρχη. Γιατί ὁ πατέρας του Ἡρώδης, ὁ φονιάς τῶν νηπίων, εἶχε πρό πολλοῦ πεθάνει.


Γιατί ὅμως τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατί ἔδιωξε τή νόμιμη γυναίκα του, τήν κόρη τοῦ βασιλιά Ἀρέτα, καί συζοῦσε παράνομα μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου. Θά μποροῦσε βέβαια νά τήν παντρευτεῖ νόμιμα στήν περίπτωση πού αὐτή δέν εἶχε παιδιά ἀπό τόν ἀδερφό του, ὥστε νά τοῦ χαρίσει κληρονόμους, ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκός νόμος. Ἀλλά ἀφοῦ δέν ἦταν ἄτεκνη δέν μποροῦσε. Εἶχε μιά κόρη πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Ἡρωδιάδα, τό γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τό διαβολικό ὄργανο τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς της. Γιά αὐτό λοιπόν δίκαια τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης. Ὁ ἔλεγχος ὅμως δέν ἦταν ὑβριστικός καί δέν γινόταν γιά νά τραυματίσει τήν ψυχή καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἡρώδη, ἀλλά ἦταν ὑπόμνηση, πού εἶχε σκοπό τή θεραπεία.


Τί τοῦ ἔλεγε λοιπόν τοῦ Ἡρώδη; Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μ’ αὐτήν. Τοῦ θυμίζει τή θεία νομοθεσία σάν νά τοῦ λέει: “Κύτταξε καί μάθε τί σοῦ παραγγέλλει ὁ Νόμος: Ἄν μένουν μαζί δυό ἀδερφοί καί πεθάνει ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, χωρίς νά ἔχει ἀποκτήσει παιδιά, δέν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα νά παντρευτεῖ ξένο ἄνθρωπο. Θά τήν παντρευτεῖ ὁ ἀδερφός τοῦ πεθαμένου συζύγου της καί τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά πάρει τό ὄνομα τοῦ πεθαμένου καί ἔτσι δέν θά χαθεῖ μέσα ἀπό τό Ἰσραήλ τό ὄνομά τουï (Δευτ. 15, 5).


Αὐτά σοῦ λέει ὁ νόμος. Ἐσύ ὅμως πῆρες τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου πού ἔχει παιδί. Νά μήν παραβεῖς λοιπόν τόν ὅρο πού ἔβαλε ὁ νομοθέτης. Οὔτε τή βασιλική σου πορφύρα νά μολύνεις μέ ἀνεπίτρεπτη αἱμομιξία. Οὔτε πάλι νά φανεῖς αἴτιος παρανομίας ἐσύ πού πρέπει νά δίνεις στούς ὑπηκόους σου τό παράδειγμα τῆς πρόθυμης καί εὐχάριστης ὑποταγῆς στούς νόμους. Καί ἄν πέσεις σ’ αὐτό τό λάθος θά τιμωρηθεῖς, γιατί τιμωροῦνται πολύ πιό αὐστηρά ὅσοι βρίσκονται σέ μεγάλα ἀξιώματα.


Αὐτός ὅμως ἐπειδή, μόλις πῆρε τήν ἐξουσία, ξέχασε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὀργίστηκε, ἄναψε ἀπό θυμό καί δέν δέχθηκε τόν ἔλεγχο. Δέν μιμήθηκε τό Δαυίδ, ὁ ὁποῖος τότε πού ἐλέγχθηκε ἀπό τόν προφήτη Νάθαν γιά τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, εἶπε ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό:  Ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου” (Β’ Βασ. 12-13). Καί ὁ Κύριος γιά τήν ταπείνωσή του τοῦ συγχώρεσε τό ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὁ Ἡρώδης ἀφοῦ συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν ἔδεσε καί τόν ἔριξε στή φυλακή (Ματθ. 14, 3).


Συνέλαβε ἐκεῖνον πού ζοῦσε τήν ὕψιστη ἐλευθερία μέ τήν ἅγια ζωή του, αὐτός πού ἦταν αἰχμαλωτισμένος στό πάθος τῆς ἀσέλγειας. Ἔβαλε δεσμά σ’ ἐκεῖνον πού ἦταν ἀπελευθερωμένος ἀπό ὅλα, ζώντας ἔξω ἀπό κάθε ἐμπαθή σχέση, αὐτός πού ἦταν δεμένος μέ τά μαγικά δεσμά τῆς ἀκολασίας.


Ἔβαλε στή φυλακή τόν φύλακα καί κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός πού στήν πράξη ἦταν βουτηγμένος στήν ἀκαθαρσία. Ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου (Ματθ. 14,9).


Γιά τήν Ἡρωδιάδα, πού ἦταν ὅμοια στό ἦθος μέ τή Δαλιδά, πραγματικό ὄργανο τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή παρότρυνε αὐτόν πού μοιραζόταν μαζί του τό κρεββάτι -καλύτερα θά λέγαμε τόν παράνομο ἔρωτα- νά μανιάσει κατά τοῦ Ἰωάννη. Δέν μπορῶ, τοῦ λέει, βασίλισσα ἐγώ, νά γελοιοποιοῦμαι ἀπό τό γιό τοῦ Ζαχαρία. Φυλάκισε τή γλώσσα πού μοῦ τσακίζει τά κόκκαλα. Μαχαίρωσε ἀμέσως αὐτόν πού τά λόγια του σάν βέλη μοῦ πληγώνουν τήν ψυχή. Κι ἐνῶ ἤθελε νά τόν θανατώσει, δέν τό ἔκανε, γιατί φοβότανε τό λαό, πού θεωροῦσε καί σεβόταν τόν Ἰωάννη ὡς προφήτη (Ματθ. 14, 5). Γιατί δέν μποροῦν οἱ κυβερνῆτες, ὅταν θέλουν νά κάνουν κάτι παράνομο νά τό ἐπιτελέσουν ἀμέσως μόλις τό ἐπιθυμήσουν γιά δυό λόγους:


Πρῶτον γιατί ντρέπονται καί φοβοῦνται τούς ὑπηκόους τους, καί δεύτερον γιατί περιμένουν μέχρι νά βροῦν τήν κατάλληλη περίσταση γιά νά κάνουν ἀκίνδυνα πράξη τό μίσος τῆς ψυχῆς τους.


Ἐνῶ λοιπόν γιορτάζανε τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, βγῆκε στή μέση καί χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας.  Ἄρεσε πολύ στόν Ἡρώδη, γι’ αὐτό καί ὁ Ἡρώδης ὁρκίστηκε νά τῆς χαρίσει, ὅ, τι τοῦ ζητήσει (Ματθ. 14,6).


Τήν ἡμέρα πού ἔπρεπε νά δοξάσει τό Θεό γιατί τόν ἔφερε στό φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, τότε προτίμησε τά ἔργα τοῦ σκότους. Αὐτή ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφορμή γιά πνευματική εὐφροσύνη καί ὄχι γιά χορούς καί μάλιστα γυναικείους μπροστά σέ ἄνδρες. Τί γεννήθηκε ἀπ’ αὐτόν τό χορό; Ὁ ὅρκος. Καί ἀπ’ αὐτόν; Ὁ φόνος.


Ξερίζωσε τήν κακία καί δέν θά βλαστήσει ἀνομία. Ἄν ὅμως ριζώσει ἡ κακία ἀσφαλῶς θά καρπίσει, δηλαδή θά φθάσει μέχρι τήν πράξη. Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας στή μέση τῶν καλεσμένων καί ἄρεσε στόν Ἡρώδη. Τί ἄλλο θά μάθαινε ἀπό τή μάνα της ἡ πορνοδασκαλεμένη κόρη, παρά τό νά χορεύει προκλητικά, καί νά ’ναι τόσο ἀσκημένη στό χορό ὥστε νά ἀρέσει πολύ στόν Ἡρώδη; Γι’ αὐτό καί ἐκεῖνος τῆς ὑποσχέθηκε μέ ὅρκο ὅτι θά τῆς ἔδινε ὅ, τι τοῦ ζητοῦσε.


Τόσο ἀπερίσκεπτα τρέχει ἡ γλώσσα αὐτῶν πού ἔχουν ξωκείλει στά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε ξεστομίζουν ἐναντίον ὁποιουδήποτε, χωρίς σκέψη, ὅ, τι τούς ἔρθει στό μυαλό. Αὐτή, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πέτυχε τόν ἀποτρόπαιο ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη, πού ἀπό καιρό πάσχιζε νά πετύχει ἡ φιδογέννα Ἡρωδιάδα. Καί ὅπως φαντάζομαι θά εἶπε, ἀφοῦ πρῶτα καλόπιασε τήν κόρη της:


Νά παιδάκι μου, ἡ εὐκαιρία πού ζητάγαμε. Κατάφερες μέ τά πόδια σου νά μοῦ προσφέρεις ἐκεῖνο πού ποθοῦσα. Σταμάτησες τόν πόνο μου μέ τό περίτεχνο τραγούδι σου. Ἄς θάψουμε στή γῆ αὐτόν πού μᾶς ἐλέγχει. Πήγαινε γρήγορα νά πεῖς στόν Ἡρώδη: Δῶσε μου τώρα ἀμέσως, στό πιάτο, τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ (Ματθ. 14,8).


Ὤ παθιασμένη καί φονική ἀπαίτηση! Ἐνῶ δέν εἶχε κάν τό δικαίωμα νά σκεπτεται καί νά ἀπολαμβάνει τό φονικό θέαμα ξεπέρασε κάθε ἄλλον σέ σκληρότητα.


Ὤ μανιασμένη φόνισσα! Δέν ἀρκέστηκες μόνο στήν καρατόμηση ἀλλά διαπραγματεύτηκες νά σοῦ φέρουν τήν ἅγια κεφαλή σέ πιατέλα. Ὤ ἀνόσια καί ἀκόλαστη! Ἡ θηριωδία σου ξεπερνάει καί τήν αἱμοχαρή Ἰεζάβελ.


 “Λυπήθηκε”, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ὁρκιστεῖ καί εἶχε ὑποσχεθεῖ μπροστά στούς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Ἔστειλε τότε στή φυλακή καί ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή πάνω στήν πιατέλα καί τήν πρόσφεραν στήν κόρη καί αὐτή στή μάνα της (Ματθ. 14,11).


Ὤ κακό τέλος διαβολικῆς προετοιμασίας! Ποιός ἔμπηξε τό θανατερό ξίφος στήν ἱερή Κεφαλή; Ἕνας ἄνομος ὑπηρέτης, πού σάν ἄλλος Δωήκ δέν μιμήθηκε ἐκείνους τούς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι μέ φρόνηση καί ἀνδρεία ἀντιστάθηκαν στόν βασιλιά Σαούλ, τότε πού τούς διέταξε νά φονέψουν τούς προφήτες τοῦ Θεοῦ. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή τοῦ Ἰωάννη πάνω στήν πιατέλα…


Τί νά τό ὀνομάσουμε αὐτό τό φαγοπότι, συμπόσιο ἤ φονευτήριο; Τί νά ἀποκαλέσουμε τούς κρασοκυβέρνητους προσκαλεσμένους, ὁμοτράπεζους ἤ αἱματοβαμμένους;


Ὤ πρωτόγνωρο θέαμα! Ὤ ἁμαρτωλό ὅραμα! Ἀπό τό ἕνα μέρος προσφέρονταν κοτόπουλα καί ἀπό τό ἄλλο φέρνανε τό προφητικό κεφάλι. Ἀπό τή μιά μεριά κερνοῦσαν πλούσια καθαρό κρασί καί ἀπό τήν ἄλλη ἔρεε μέ ὁρμή τοῦ δικαίου τό αἷμα.


Ὤ πόσο φοβερό εἶναι νά τό πῶ καί πόσο φρικτό νά τό ἐκφράσω!


Καί τό ’δωσαν στό κορίτσι καί τό πῆγε στή μάνα του!


Ἀλίμονο! Πόσο τρομερή ἀλλοκοτιά!


Χαρίστηκε ἡ ἀτίμητη Κεφαλή γιά μιά ἄτιμη πράξη, στήν καταραμένη καί βέβηλη, ἡ ἁγνή καί ἀνέγγιχτη καί ἀπ’ τούς ἀγγέλους ἀξιοσέβαστη Κεφαλή.


Καί τήν ἔδωσε στήν μάνα της σάν νά τῆς πρσφερε καλομαγειρεμένο φαγητό σέ κείνη πού ὀργιαστικά σκηνοθέτησε τό θάνατο, σά νά τῆς ἔλεγε: Φάε, μανούλα μου, κρέας ἀπό τίς σάρκες ἐκείνου μού ἔζησε στή γῆ σάν ἄσαρκος. Πιέ αἷμα ἀπό τόν νηστευτή. Τώρα πιά κλείσαμε μιά γιά πάντα τό στόμα ἐκείνου πού μᾶς ἔλεγχε.


Καί ἦρθαν οἱ μαθητές του, συνεχίζει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, πῆραν τό σῶμα του καί τό ἔθαψαν (Ματθ. 14,13).


Πρόσεξε ἐσύ πού ἀγαπᾶς τήν ἱστορία, πῶς εἰκονίζεται ὁ ἐνταφιασμός τοῦ δικαίου καί ἀποστόμωσε τούς ἐχθρούς τῶν ἁγίων εἰκόνων σάν ἐχθρούς τῆς Ἀλήθειας. Βάλε καλά στό νοῦ σου τήν ἱστορία καί βγάλε ὠφέλιμο συμπέρασμα.


Πῶς παίρνουν τό δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες ἅγιο ἀπό τήν φυλακή. Πῶς ὁ δήμιος σηκώνει σάν ἄγριο θηρίο τό ξίφος ἐνάντια τῆς ἱερῆς Κεφαλῆς.


Πῶς μετά τόν ἀποκεφαλισμό προσφέρεται ἡ μυρόβλητη Κεφαλή στήν ἔξαλλη Ἡρωδιάδα.


Πῶς ἀκόμα θάβεται τό ἱερό σῶμα ἀπό τά χέρια τῶν μαθητῶν του, πού ὁλόγυρα παραστέκουν δακρυσμένοι μέ πόνο πού σκίζει τήν ψυχή τους.


Πῶς ἄλλος ἀγκαλιάζει τά πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νά συνταιριάσει τήν ἅγια Κεφαλή στό ἀκίνητο σῶμα καί ἄλλος θυμιάζοντας ψέλνει ἐπικήδειες ὑμνωδίες.


Τώρα βρίσκομαι ἐκεῖ μέ τό νοῦ, ἀκροατές μου, καί βλέπω τήν ταφή τοῦ δικαίου νά γίνεται μέσα σέ ἀτμόσφαιρα εἰρήνης, ὅπως ἀναφέρεται στόν Προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 57, 2).


Ὁραματίζομαι τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι λαμπεροί καί πού μέσα σ’  αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά.


Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης.


Ἀσπάζομαι τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.


Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.


Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπό ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή. Ἀκόμα ἄν ἔβρισκα δέν θά ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.


Μακαριστέ τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί μαργαριτάρια σῶμα.


Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία. Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα.


Τέτοια λοιπόν ὅπως περιγράψαμε, εἰρηνική ἦταν ἡ ταφή τοῦ δικαίου, πρόξενος καί ἀγαλλίασης καί σωτηρίας, σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.


Ἄραγε ὁ παράφρονας Ἡρώδης κατάφερε νά ξεφύγει τήν τιμωρία γιά τό ἀνουσιούργημά του στήν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά ὅπως λέει ἡ παράδοση, γι’ αὐτό τό ἀνόμημά του, ἀφοῦ ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του, τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τό θρόνο του καί τόν κατέσφαξαν.


Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Θεός θέλησε νά φοβίσει καί νά νουθετήσει τούς μεταγενέστερους βασιλεῖς ὥστε νά μή διαπράξουν τέτοια ἐγκλήματα. Ἀλλά ξαναγυρίζοντας στό θέμα μας ἄς ἀναφωνήσουμε ὅπως ταιριάζει στήν παρούσα ἡμέρα.


Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μακαρίζεται γιατί θυσιάζει τό κεφάλι του γιά τήν ἀλήθεια καί ὁ παράνομος Ἡρώδης γελοιοποιεῖται καί ἐξευτελίζεται.


Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπ’ ὅλους ἐγκωμιάζεται γιά τό σθεναρό ἔλεγχο καί ὁ παράφρονας Ἡρώδης θεωρεῖται ἄτιμος γιά τήν μοιχεία του. Σήμερα ἡ κεφαλή τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου προσφέρεται σφαχτάρι ἱερό πάνω στήν πιατέλα καί ἡ μοιχαλίδα Ἡρωδιάδα, παρά τή θέλησή της, δέχεται τήν αἰώνια καταδίκη.


Σήμερα τό αἷμα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου χύνεται γιά τήν τήρηση τοῦ θείου νόμου καί αὐτός πού ἐναντιώθηκε στόν Πρόδρομο μέ τήν παρανομία δικαιολογημένα διαπομπεύεται.


Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του πρός τόν Ἡρώδη ἀποκεφαλίζεται, γιά τήν τήρηση τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι μαθαίνουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά μή χωρίζουν τίς νόμιμες συζύγους τους καί ἀποδοκιμάζουν αὐτόν πού χώρισε τή γυναίκα του.


Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει πάνω στή γῆ πνευματικό ὁρόσημο καί προτρέπει ὅλους τούς ἄνδρες νά ἀρκοῦνται στή νόμιμη γυναῖκα τους καί νά μήν προχωροῦν παραπέρα.


Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατεβαίνει στόν Ἅδη καί οἱ νεκροί μαθαίνουν τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ οὐρανοί εὐφράνθηκαν μέ τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, πού θυσιάστηκε γιά τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ γιορτάζουνε μέ εὐχαριστήριους ὕμνους.


Καί ἔχω τή γνώμη ὅτι καί ἐμᾶς τώρα παρακολουθεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί μᾶς ἀμείβει ὡς ὑμνητές του μέ θεία χαρίσματα. Ἀνάμεσα στό χορό τῶν προφητῶν, σάν πρωινό ἀστέρι μεσουρανεῖ καί φωτίζει τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί πρίν ἀπ’ αὐτούς καί περισσότερο ἀπ’ αὐτούς λάμπει σάν ἥλιος μέσα στούς ἥλιους. Μέσα στούς μάρτυρες ξεχωρίζει μέ τά θαύματά του, σάν ὁλοστόλιστος μ’ ἀστέρια οὐρανός. Ἀνάμεσα στούς δικαίους στέκει περίτρανα γιά τά πολλά παθήματα πού ὑπέφερε, γιά χάρη τῆς δικαιοσύνης καί ὑψώνεται πιό ψηλά ἀπό τούς κέδρους τοῦ Λιβάνου, αὐτός πού σκόρπισε σήμερα χαρά στήν οἰκουμένη.


Γιατί, ἄν θά χαροῦν πολλοί κατά τή γέννησή του, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Λουκ. 2,10), πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη καί ἡ εὐφροσύνη τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους, τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, δηλαδή οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐρημίτες καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ λαϊκοί, γιατί ὅλοι ἔχουν μέρος στή χαρά πού δίνει ἡ μνήμη του. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς πού ἐγκαταβιώνουμε σ’ αὐτό τό ἱερό μοναστήρι, ἄς ἔχουμε ἀκόμα περισσότερο τίς πρεσβεῖες του, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.


Σ’ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.