Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Μιά σπλαχνική καρδιά γεμάτη προσευχή!

Αναφέρει ακόμα ο π. Επιφάνιος:

«Επισκέφθηκα προ ετών μεγάλη γυναικεία Μονή.
Μεταξύ των μοναζουσών, τις οποίες γνώριζα, ήταν και μία σχεδόν αιωνόβια. Ύπαρξη ολιγογράμματη, αλλά αγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν σηκωνόταν πλέον απ’ το κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ’ αυτό.
Πήγα στο κελλί της. Κλαίγοντας μου είπε το… παράπονό της:
«Αχ, αυτή η γερόντισσα! Την παρακαλώ να μου δίνει δουλειά να κάνω εδώ πάνω στο κρεβάτι, αφού δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Μπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέει ότι δούλεψα ογδόντα χρόνια στο Μοναστήρι. (Είχε μεταβεί εκεί σε ηλικία 16 ετών.) Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες και ταϊζουν εμένα.
Τί να κάνω, όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στεναχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω. Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι και αναπαύθηκα.
Σκέφθηκα να κάνω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σα να δουλεύω κι εγώ. Βλέπεις αυτό το κομποσχοίνι;
(Μου έδειξε ένα κομποσχοίνι που είχε πολύ μεγάλους κόμπους.)
Δεν το αφήνω καθόλου απ’ τα χέρια μου μέρα-νύκτα, εκτός από δύο-τρεις ώρες κατά τις οποίες κοιμάμαι.
Κάνω συνέχεια προσευχή για τη Γερόντισσα και για τις Καλόγριες που δουλεύουν για να τρώω εγώ.
Αλλά κάνω και για άλλους. Για το Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για το Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τους Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ.
Έτσι αισθάνομαι λιγότερο βάρος στη ψυχή μου που τρώω δίχως να δουλεύω…». Δακρύζω όσες φορές φέρνω στη μνήμη μου τη σκηνή αυτή. Έκτοτε δεν ξαναείδα την οσία εκείνη Μοναχή.
Μετά από λίγους μήνες απήλθε σε άλλους κόσμους, για να συνεχίζει εκεί τις «εκ βαθεων» προσευχές της «για όλους όσους θυμηθεί» (ελπίζω και για μένα…), αν και πλέον χωρίς το χονδρό κομποσχοίνι της, το οποίο τάφηκε μαζί με το ιερό σκήνος της…
(π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες, στο βιβλίο Το χαμόγελο του Θεού, αρχιμ Ιωάννου Κωστώφ)

Κατάκριση όχι, έλεγχος με διάκριση ναι

Συναντάμε καθημερινά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις μία πολύ εύκολη αμαρτία, όπως την αποκαλεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, την κατάκριση. Αυτή όμως η εύκολη αμαρτία είναι παράλληλα και θανάσιμη, επιφέρει κόλαση.
Όταν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, είναι σαν να χύνουμε δηλητήριο σ' αυτούς, δείχνουμε ότι δεν τους αγαπάμε. Αυτή η αθλιότητα της γλώσσας συμβαίνει και στους ανθρώπους της Εκκλησίας που πιστεύουν στο Χριστό, τηρούν τις νηστείες, εκκλησιάζονται, μα τη γλώσσα δεν τη νηστεύουν από την κατάκριση, όπως ο Φαρισαίος.


Το να συζητούν οι άνθρωποι π.χ. οι γιατροί για την ιατρική, οι τεχνίτες για την τέχνη τους δεν είναι κακό, αλλά να κατηγορούν συναδέλφους για σφάλματα είναι κατάκριση, και μάλιστα όταν γίνεται πίσω από την πλάτη τους· αυτό δεν είναι χάδι, αλλά αγκάθι που τους πληγώνει. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος παρομοιάζει την κατάκριση με παχιά βδέλλα που ρουφάει το αίμα της αγάπης. Όπως η βδέλλα κολλάει στο στόμα του ζώου που πίνει νερό και ρουφάει το αίμα του, έτσι και η κατάκριση, κρυμμένη και αφανής, ρουφάει τη Χάρη του Θεού και την αγάπη.
Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει ότι είναι προτιμότερο να τρώμε κρέας Σαρακοστή, παρά τις σάρκες των αδελφών μας με την κατάκριση. Βεβαίως δεν εννοεί να αρταινόμαστε, αλλά υπογραμμίζει ότι η κατάκριση είναι βαρύτερο αμάρτημα.
Όταν εμείς κρίνουμε σε μια παρέα, παρασύρουμε και τους συνανθρώπους μας στην κατάκριση. Για παράδειγμα στην εθνική οδό που τα αυτοκίνητα τρέχουν με 180 χλμ., αν κάποιο σταματήσει απότομα από βλάβη, πέφτουν απότομα πάνω του όσα είναι από πίσω, γίνεται καραμπόλα, αλυσίδα ατυχημάτων. Παρόμοια με την κατάκριση όποιος κάνει αρχή παρασύρονται και οι άλλοι. Αρπάζουμε όμως το δικαίωμα που ανήκει μόνο στο Θεό.
Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε(Ματθ.,ζ,1) Αυτός είναι ο ευκολότερος δρόμος για τη Βασιλεία του Θεού.
ΑΙΤΙΑ: το μίσος, ο φθόνος: π.χ. γιατί ο άλλος να έχει καλύτερα ρούχα; Και για να τον μειώσουμε ψάχνουμε ψεγάδια. Βλέπουμε το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού μας και όχι το δοκάρι στο δικό μας. Αντί να ασχοληθούμε με το δικό μας καρκίνο, κοιτάμε το συνάχι των άλλων, έχουμε φιλαυτία.
ΠΩΣ ΘΑ ΑΠΑΛΛΑΓΟΥΜΕ;
1ον: Να κατηγορούμε το διάβολο που τον έσπρωξε στην αμαρτία και όχι τον άνθρωπο που την έκανε.
2ον: Όταν βλέπουμε τον αδελφό μας να αμαρτάνει, να προσευχόμαστε. Παραδείγματος χάριν, κάποιος έπεσε σε βαλτώδες έδαφος και βούλιαξε μέχρι τη μέση και ήρθαν κάποιοι να τον βοηθήσουν και τον έχωσαν μέχρι το λαιμό· έτσι γίνεται και με την κατάκριση, σπρώχνουμε τον άλλο ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη.
3ον: Όταν ακούμε να κρίνουν να μη συμμετέχουμε, αλλά να λέμε: «εγώ είμαι χειρότερος, σήμερα αυτός αύριο εγώ, αν δεν προσέξω».
4ον: Να μην κρίνουμε, γιατί μπορεί να μην έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Ο Χριστός έχει πει: «Αν συγχωρείτε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, θα συγχωρήσει ο Ουράνιος Πατέρας και τα δικά σας αμαρτήματα» (Ματθ.,στ΄,14). Και στους μακαρισμούς αναφέρει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Όποιος είναι ελεήμων δεν κρίνει με ασπλαχνία τον πλησίον. Να κάνουμε ότι κάνει ο καλός ραγολόγος στο αμπέλι που διαλέγει τις καλές ρόγες των σταφυλιών. Έτσι και εμείς να αναφέρουμε τα θετικά που έχει κάποιος και όχι τα ελαττώματά του.
Να συνηθίσουμε να λέμε την προσευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρο: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου. Ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Θα πει όμως κάποιος ότι η κρίση είναι δώρο του Θεού, για να ξεχωρίζεις το σωστό από το άδικο. Η κρίση και ο έλεγχος ακόμα της αδικίας, της διαφθοράς για όσα γίνονται δημόσια είναι απαραίτητη και τη συναντάμε παντού στην Αγία Γραφή. Ακούμε καμιά φορά συνανθρώπους μας να λένε: «Τον βλέπω να εκτρέπεται και δεν θα προσπαθήσω να τον διορθώσω;Διόρθωσέ τον», απαντά ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά να το κάνεις όχι ως εχθρός που τον σύρει σε δίκη, αλλά ως γιατρός που παρασκευάζει το κατάλληλο φάρμακο για να θεραπεύσει τον ασθενή. Η Αγία Γραφή δεν λέει «μην παύσεις τον αμαρτάνοντα», αλλά «μην κατακρίνεις τον αμαρτάνοντα, δηλαδή μη γίνεσαι πικρός δικαστής του. Δεν απαγορεύει τη φιλάγαθη και διορθωτική κρίση, ούτε τον έλεγχο που γίνεται για την ωφέλεια του αδελφού. Απαγορεύει την κατάκριση που γίνεται με ασπλαχνία και ασυμπάθεια, για να εξουδενώσουμε τον αδελφό μας.
Δεν κατηγορούμε τον Πρόδρομο γιατί ήλεγχε τη σκανδαλώδη ζωή του Ηρώδη. Μπορεί να σταθεί μια οικογένεια αν ο πατέρας δεν ελέγχει τα παιδιά του; Ένα σχολείο, αν ο δάσκαλος δεν ελέγχει με βαθμούς και αποβολές τους μαθητές; Ο στρατός μπορεί να σταθεί αν οι αξιωματικοί δεν ελέγχουν τους στρατιώτες;
Ο Σωκράτης ήταν ο έλεγχος της αθηναϊκής κοινωνίας. Όταν έμαθε ότι κάποιος θα αναλάμβανε την κυβέρνηση του είπε πως άκουσε φωνές περνώντας από το σπίτι του και εκείνος του απάντησε: «η γυναίκα μου είναι απείθαρχη». Τότε του λέει ο Σωκράτης: «πώς λες ότι θα κυβερνήσεις ολόκληρη Αθήνα, αφού δεν μπορείς να βάλεις τάξη στο σπίτι σου;».
Ο Χριστός κατηγορούσε τους Φαρισαίους: «οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαίοι ὑποκριταί» και τους αποκαλούσε «μωρούς καὶ τυφλούς», ενώ από την άλλη λέει ότι όποιος αποκαλέσει περιφρονητικά τον αδελφό του «ῥακά», «ανόητε» είναι αξιοκατάκριτος. Στην 1η περίπτωση ο Χριστός κατηγορεί την υποκρισία, το κάνει από αγάπη, από ιερή αγανάκτηση, για να φέρει ψυχικό σεισμό μετανοίας, ενώ στη 2η περίπτωση εννοεί ότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε εναντίον του αδελφού μας, αλλά να έχουμε αγάπη και να συμφιλιωνόμαστε μαζί του.
Και οι προφήτες ήλεγχαν τους βασιλιάδες, τους ιερείς, τους δικαστές. Ο Δαυίδ, διέπραξε το φοβερό αμάρτημα της μοιχείας. Τον επισκέφτηκε ο προφήτης Νάθαν, απεσταλμένος από το Θεό και του είπε μία παραβολή: «Εδώ στην περιοχή μας ήταν ένας πλούσιος που είχε πολλά πρόβατα και ένας άλλος φτωχός είχε μία μικρή προβατίνα. Ο πλούσιος σκοτώνει τον φτωχό και του παίρνει το πρόβατο». Εξοργίζεται ο Δαυίδ και ρωτάει ποιος είναι αυτός και που είναι. Ο Νάθαν του λέει: «Βασιλιά μου αυτός δεν είναι μακριά, εδώ είναι, εσύ είσαι».
Η στιγμή είναι συγκλονιστική. Ο Δαυίδ συναισθάνεται βαθύτατα το μέγεθος της αμαρτίας του, την μεγάλη πτώση του, μετανοεί όμως και ο Θεός τον συγχωρεί. Στην Παλαιά Διαθήκη πάλι ο Δανιήλ ελέγχει τους δικαστές που συκοφάντησαν την όμορφη Σωσάννα. Οι δικαστές αυτοί ορέγονταν την Σωσάννα που ήταν παντρεμένη με τον Ιωακίμ και επειδή αυτή δεν ενέδωσε στις ορέξεις τους, την κατηγόρησαν ότι απάτησε τον άνδρα της μ' ένα νεαρό στον κήπο του σπιτιού της και την καταδίκασαν σε θάνατο.
Ο Δανιήλ από θείο φωτισμό πληροφορήθηκε ότι αυτό ήταν ψέμα και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην καταδίκη. Ζήτησε να εξετάσει έναν- έναν χωριστά τους δικαστές. Ρώτησε λοιπόν τον 1ον : «Κάτω από ποιο δέντρο είδες τη Σωσάννα να διαπράττει την αμαρτία;». «Κάτω από ένα σχίνο» απάντησε εκείνος. «Να που είπες ψέματα, γιατί ο άγγελος του Θεού έχει λάβει κιόλας εντολή από το Θεό να σε σχίσει στα δύο», του είπε ο Δανιήλ. Μετά απευθύνθηκε στον άλλο δικαστή χωριστά :
«Εσύ κάτω από ποιο δέντρο την έπιασες;». «Κάτω από ένα πουρνάρι», απάντησε εκείνος. «Νάτο, ψέμα είπες κι εσύ, ο άγγελος του Θεού σε περιμένει με το ξίφος του για να σε κόψει στα δύο», του είπε ο Δανιήλ. Και οι 2 δικαστές καταδικάστηκαν σε θάνατο από τη σύναξη σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή.
Ελέγχει και ο Πέτρος το Σίμωνα που ήθελε να γίνει ιερέας με πληρωμή. Ο Σίμων ήταν μάγος πριν, αλλά όταν άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου βαπτίστηκε και έγινε χριστιανός. Βλέποντας ο Σίμων ότι οι απόστολοι με την επίθεση των χεριών τους στους βαπτισμένους χριστιανούς, έδιδαν το Άγιο Πνεύμα, πρόσφερε χρήματα στους αποστόλους και ζήτησε να του δώσουν την εξουσία να το κάνει και αυτός. Τότε ο Πέτρος του είπε: «Το χρήμα σου να χαθεί μαζί μ'εσένα, διότι νόμισες ότι είναι δυνατό να αποκτήσεις με χρήματα τη δωρεά του Θεού». Ο έλεγχος όμως αυτός του Πέτρου είχε ως αποτέλεσμα να μετανοήσει ο Σίμων.(Πράξεις των Αποστόλων, 8,14-25)
Ήλεγξε και ο Απόστολος Παύλος το μάγο Βαριησού, όταν πήγε να κηρύξει το λόγο του Θεού στην Κύπρο. Ο μάγος αυτός ήταν μαζί με το Σέργιο Παύλο τον ανθύπατο, άνθρωπο συνετό που κάλεσε το Παύλο να του μιλήσει για το Χριστό. Ο Βαριησούς όμως ήθελε να αποτρέψει τον ανθύπατο από την αληθινή πίστη του Χριστού, γι' αυτό ο Παύλος του είπε: «Συ που είσαι γεμάτος από κάθε δόλο και ραδιουργία...να τώρα το χέρι του Κυρίου θα σε χτυπήσει, θα είσαι τυφλός και δεν θα βλέπεις τον ήλιο για ένα διάστημα». Και αμέσως τυφλώθηκε. Τότε ο ανθύπατος πίστεψε στη διδασκαλία του Χριστού (Πρ.Αποστ.,13,4-12).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή ήλεγχε την κάθε αδικία, ήλεγξε και την βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που έκανε, κυρίως επειδή με τυραννικό τρόπο αφαίρεσε τον αγρό μιας χήρας, ονομαζόμενης Καλλιτρόπης.
Σε όλες αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις ο έλεγχος γίνεται για τη διόρθωση του άλλου και την αποκατάσταση του δικαίου και όχι από ζήλεια ή μίσος. Ο έλεγχος είναι χρέος αγάπης. Μερικοί από δειλία, φιλαρέσκεια, νοσηρότητα, δεν παίρνουν θέση όταν ακούνε ότι γίνεται κάτι κακό και μ'αυτό τον τρόπο δεν συμβάλλουν στη διόρθωση της κατάστασης, αλλά αφήνουν το κακό να διαιωνίζεται.
Ερώτηση:Γιατί ο Μέγας Κωνσταντίνος είπε ότι αν έβλεπε κάποιον ιερέα να αμαρτάνει θα τον κάλυπτε; Το είπε σε περίπτωση που δεν είχε γίνει δημόσιο σκάνδαλο। Τότε πρέπει κατ' ιδίαν να συμβουλέψουμε με αγάπη, για να διορθωθεί ο αμαρτάνων. Να προσευχόμαστε να φωτίζει ο Θεός τους σκανδαλοποιούς και να τους συνετίζει.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου

Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20).

Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.



Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Το ναι και το όχι του Θεού!(Ιερομονάχου Βενεδίκτου Αγιορείτου)

A΄ ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Το ναί και το όχι

Ένα όχι ή ένα ναί μεταξύ των ανθρώπων προϋποθέτει μία συνάντηση και μία συζήτηση, μία  συνομλία. Προϋποθέτει μάλιστα και συζήτηση έντονη, μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια πάντα, που μπορεί  να καταλήξει και σε διαξιφισμούς. Που ο ένας από τους δύο μπορεί να ακούσει και τα παρακάτω: Δεν σου δίνω αυτό που θέλεις, δεν μπορεί να γίνει αυτό που ζητάς, δε σε συμφέρει να γίνει αυτό γι’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο, όχι δεν μπορεί να γίνει αυτό, υπάρχουν προβλήματα και συνέπειες.

Αυτά μπορεί να είναι τα αποτελέσματα μιάς συναντήσεως και συζητήσεως, χωρίς να αποκλείωνται βέβαια και τα θετικά σημεία πάντοτε, και μάλιστα όταν η συζήτηση γίνεται με αγάπη και κατανόηση και νηφαλιότητα.

Μία συνάντηση με τον Θεό είναι και η προσευχή. Και αυτό προϋποθέτει έναν ακούοντα, τον Θεό και έναν λέγοντα, τον άνθρωπο. Έτσι ονομάζει την προσευχή ο ι. Χρυσόστομος. Ο Ευάγριος θα μας πεί ότι είναι ανάβασις του νού και ο άγ. Ιωάννης της Κλίμακος αρπαγή του νού πρός το Θεό.

Αυτή η συνάντηση όμως, η ανάβαση και η αρπαγή σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη μπορεί να έχει πολλές φορές και πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο. Διότι είναι συνάντηση δύσκολη.

Και δεν είναι μόνο συνάντηση. Είναι και σχέση μαζί. Μία σχέση βαθειά που δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε σε μάς, ούτε στον Θεό. Το γεγονός ότι ο Θεός μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία Του ή μπορεί να μας αφήσει με την αίσθηση της απουσίας Του, είναι απόδειξη της ζωντανής αυτής και πραγματικής σχέσεως. Εάν μπορούσαμε να Τον παρασύρουμε μηχανικά σε μία συζήτηση, να Τον αναγκάσουμε δηλαδή να μας συναντήσει , απλά και μόνο επειδή εμείς διαλέξαμε τη στιγμή αυτή να Τον συναντήσουμε, δεν θα υπήρχε ούτε σχέση ούτε συνάντηση.

Είναι λοιπόν συνάντηση αλλά και σχέση μαζί η προσευχή αλλά και συνομιλία με τον Θεό. Η σνάντηση αυτή μπορεί να έχει και ως αποτέλεσμα να σκούσει κανείς, ανθρώπινα μιλώντας, αυτά που λέχθηκαν παραπάνω. Όχι με τον ίδιο τρόπο βέβαια. Με τον τρόπο που γνωρίζει ο Θεός και που είναι διαφορετικος στον καθένα μας.

Μερικές φορές έχουμε εμείς οι ίδιοι κάποια αίσθηση της απουσίας του Θεού. Στεκόμαστε μπροστά στο Θεό και φωνάζουμε δυνατά σε ένα άδειο ουρανό από τον οποίο δεν έρχεται καμμία απάντηση γυρίζουμε πρός όλες τις κατευθύνσεις και Εκείνος δεν φαίνεται πουθενά.

Έτσι ακούμε πολλές φορές από συνανθρώπους μας λόγια σαν αυτά: Προσευχήθηκα πολύ, έκλαψα πάνω στον πόνο μου, παρακάλεσα τους αγίους, την Παναγία μας, πήγα και σε προσκυνήματα διάφορα, δεν έγινε τίποτα. Η απάντηση από το Θεό ήταν αρνητική. Είπε όχι ο Θεός.

Λέει  όχι ο Θεός;

 Πότε όμως ο Θεός λέγει όχι στον άνθρωπο;

Η φράση ή το άκουσμα ακόμα ΟΧΙ από τον Θεό, είναι μία πρόκληση για όλους τους ανθρώπους. Και η πρόκληση αυτή μεταβάλεται σε σκάνδαλο μετά τις αλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του Θεού για την εκπλήρωση και χορήγηση κάθε αιτήματος εκείνου που προσεύχεται. Ποιά έννοια θα είχε η καθαρή δήλωση του Κυρίου ‘’Πάντα όσα αν αιτήσητε εν τω ονόματι μου λήψεσθε’’, ό,τι θα ζητήσετε στο όνομα μου θα το λάβετε’’, ή το ‘’αιτείτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται…’’, αν υπήρχε πιθανότητα έστω κάποιας αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του Θεού στον αγωνιώντα και προσευχόμενο άνθρωπο;

Και πώς θα μπορούσε να ερμηνευτούν αυτές οι κατηγορηματικές υποσχέσεις του Κυρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είναι μοναδική η διαβεβαίωση του Κυρίου για το θέμα αυτό;

Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει, είναι αν πραγματικά ο Θεός απαντά ή όχι στις προσευχές μας. Αν υπάρχουν αναπάντητες προσευχές εκ μέρους του Θεού. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις που χριστιανοί ζήτησαν διάφορα πράγματα στην προσευχή τους από τον Θεό και δεν έλαβαν καμμία απάντηση ή συνέβη το εντελώς αντίθετο από αυτό που περίμεναν. Δηλαδή η απάντηση του Θεού ήταν αρνητική.

Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει την εξής ερώτηση: ‘’Γνωρίζει ο Θεός την καρδιά εκείνων που προσεύχονται. Ποιά ανάγκη έχει ο Θεός της διατυπώσεως των αιτημάτων από τους πιστούς, αφού γνωρίζει εκείνα που έχουν ανάγκη και μας χορηγεί πλούσια αυτά που είναι απαραίτητα για την συντήρηση μας;’’ Και απαντά ο ίδιος. Ναι, γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες των ανθρώπων και ‘’πάντα τα σωματικά πλουσίως παρέχει ημίν, οίον την βροχήν επί δικαίους και αδίκους’’, αλλά συμπληρώνει·  ‘’την πίστη και τα κατωρθώματα της αρετής και την βασιλείαν των ουρανών , εάν μη αιτήσεις μετά καμάτου και παραμονής πολλής ου λαμβάνεις’’,  ‘’αν δεν τα ζητήσεις με κόπο και επιμονή δεν τα παίρνεις’’. (Ασκητικές διατάξεις). Εδώ έχουμε μία πιθανή αναπάντητη προσευχή, επειδή δεν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Διότι λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο άγιος: ‘’Δει γαρ πρότερον ποθήσαι, ποθήσαντα δε ζητήσαι εξ αληθείας εν πίστει και υπομονή τα παρ’ εαυτού εισφέροντα, εν μηδενί κρινόμενος υπό του ιδίου συνειδότος ως αμελώς ή ραθύμως αιτούντος, και τότε λαβείν, ότε θέλει ο Κύριος…’’. ‘’Πρέπει δηλαδή πρώτα να επιθυμήσει κανείς κάτι, κατόπιν να το ζητήσει πραγματικά με πίστη και υπομονή κάνοντας και το ίδιος ότι μπορεί, χωρίς να κατακρίνεται για τίποτε απο τη συνείδηση του ότι προσεύχεται με αμέλεια ή με ραθυμία, και τότε θα πάρει αυτό που ζήτησε, όταν θέλει ο Κύριος…’’.

Υπάρχει αίτηση και αίτηση· υπάρχει αίτηση θεοφιλής και αίτηση που δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Έτσι λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος.

Πολλές φορές οι προσευχές που αναφέρονται στα υλικά παραμένουν αναπάντητες, ενώ εισακούονται όλες οι προσευχές που αναφέρονται στα πνευματικά θέματα. ‘’Επι μεν των βιοτικών πολλάκις ζητήσαντες ούχ εύρομεν· επί δε των πνευματικών ούκ ένι τι τοιούτον, αλλά ανάγκη πάσα τον ζητούντα ευρείν…’’.

Πάντως όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι όντως υφίσταται το πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών ή της αρνήτικής απαντήσεως στην προσευχή εκ μέρους του Θεού.

Για τον αγ. Ιωάννη της Κλίμακος το ότι ‘’ο Θεός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας’’, δεν εκπληρώνει δηλαδή τα αιτήματα εκείνων που ζητούν κάτι, είναι καθαρά θέμα οικονομίας του Θεού. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ στους αιτούντας να ικανοποιηθεί το αίτημα τους και για τον λόγο αυτό ο Θεός δεν το ικανοποιεί.

Υπάρχει όμως και άλλη εξήγηση στο θέμα μας: Τονίζει ο σοφός Ωριγένης: ‘’Ει δε ο αιτών λαμβάνει’’ και τα εξής, ο μη λαμβάνων ουκ αιτεί ει και δοκεί τι αιτείν , και ο μη ευρίσκων ουκ εζήτησεν τω μη ορθώς, μωρώς δεν ζητείν και λογομαχείν επ’ ουδέν χρήσιμον, ω τε ούκ ανοίγεται , ου κρούει καν τοίχους ή τα έξω της θύρας κρούει’’. Δηλαδή · ‘’αν, αυτός που ζητεί , λαμβάνει σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, αυτός που δεν λαμβάνει δεν ζητεί, μολονότι φαίνεται ότι ζητεί, και αυτός που δεν ευρίσκει κάτι, δε ζήτησε κάτι χρήσιμο, και εκείνος που χτυπούσε την πόρτα, δεν την χτυπούσε, αν και φαινόταν ότι καθόταν έξω από την πόρτα και δίπλα στους τοίχους και χτυπούσε να τον ανοίξουν’’. Το επιχείρημα βασίζεται την υπόσχεση και την αξιοπιστία του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώσει τα αιτήματα του προσευχόμενου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι αν αυτός που προσευχήθηκε δεν έλαβε απάντηση, στην πραγματικότητα δεν ζήτησε. Απλώς είχε την αυταπάτη ότι ζητά ή κρούει την θύρα του ελέους, αλλά στην πραγματικότητα ‘’ελογομάχει μωρώς επ’ ουδενί χρήσιμον’’. Κατά τον Ωριγένη λοιπόν η αναπάντητη προσευχή δεν είναι καν προσευχή. Διότι κανένας από εκείνους που δεν έλαβαν, δεν προσευχήθηκε. Διότι δεν είναι σωστό να ισχυρισθούμε ότι ψεύδεται εκείνος που λέγει ‘’πας ο αιτών λαμβάνει’’. Δεν υπάρχει λοιπόν απάντηση στις προσευχές , που δεν είναι προσευχές, μονολότι φαίνεται ότι είναι προσευχές.

Σε ποιές προσευχές ο Θεός απαντά αρνητικά

 Οι πατερικές απόψεις υπογραμμίζουν τις εξής περιπτώσεις: α) του κακού ανθρώπου η προσευχή δεν εισακούεται, λέγει ο Ερμάς: ‘’Πως λοιπόν αυτός θα έχει την απαίτηση να εισακουσθεί από τον Κύριο χωρίς να δουλεύει για τον Κύριο;’’ Εδώ δεν εννοείται ο αμαρτωλός άνθρωπος, διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί·εννοείται ο διαστρεβλωμένος άνθρωπος και κακοήθης, ο υποκριτής και αμετανόητος. Αυτός δεν μπορεί να λάβει κάτι από τον Θεό, όταν προσεύχεται, διότι και όταν ακόμη προσεύχεται, δεν κινείται από αγάπη πρός τον Θεο ή δεν κάνει κάτι για την δόξα του Θεού ή για την σωτηρία της ψυχής του. προσεύχεται κινούμενος μόνο από το προσωπικό του συμφέρον. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άπιστο , ο οποίος  χρησιμοποιεί την προσευχή για εύκολο πορισμό. Η πράξη του δεν είναι ειλικρινής ούτε ενσυνείδητη και γι’ αυτό η απάντηση του Θεού στα αιτήματα του είναι απορριπτική , απαντάει αρνητικά ο Θεός στις προσευχές του.

β) Το ίδιο θα συμβεί και με την προσευχή των μοχθηρών ανθρώπων. Και η προσευχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα το όχι του Θεού, διότι είναι πολύ βλαβερή και γι’αυτούς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Τονίζει χαρακτηριστικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: ‘’Γιατί να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των μοχθηρών ανθρώπων, όταν και εκείνα, τα οποία θα τα λάβουν και νομίζουν ότι θα τους κάνουν ευτυχείς, θα τους βλάψουν, όταν θα τα πάρουν, διότι δε γνωρίζουν πως να χρησιμοποιήσουν τα χαρίσματα αυτά; Διότι αυτοί δεν ζητούν τα όντα, δηλαδή τα πραγματικά αγαθά, αλλά εκείνα που φαίνονται αγαθά, δίχως να είναι όμως αγαθά. Δηλαδή, ο Θεος, αν εκπλήρωνε τα αιτήματα τους, θα γινόταν συναγερμός στο κακό, το οποίο θα διέπρατταν οι άνθρωποι αυτοί και γι’ αυτό αρνείται να ικανοποιήσει τα παράλογα αιτήματα τους.

Πόσο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός χριστιανού, ο οποίος, όταν ήταν παιδί, έβλεπε τον παππού του καθημερινά να βγάζει τα δόντια του και να τα πλένει. Και παρακαλούσε το Θεό να μπορέσει και ο ίδιος να κάνει αυτό που έκανε ο παππούς του να βγάζει και αυτό τόσο ευκολα τα δόντια του να τα πλένει!

γ) Όταν η προσευχή μαρτυρεί έλλειψη συναισθήσεως του τι πράγματι ζητούμε, και τότε μένει αναπάντητη, έχει αρνητική απάντηση εκ μέρους του Θεού. Κλασσικό παράδειγμα είναι το αίτημα των υιών Ζεββεδαίου, το οποίο δεν ικανοποιήθηκε, διότι, όπως αιτιολόγησε ο ίδιος ο Κύριος δεν ήξεραν τι ζητούσαν. Αλλά και μείς πολλές φορές στις προσευχές μας λέμε· ‘’Κύριε, κατάταξε μας μαζί με τους προφήτες, με τους δίκαιους και τους πατριάρχες, να βρεθούμε και μείς μαζί με αυτούς. Όταν τα λέμε αυτά ‘’ούκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα’’.Αυτό το αίτημα είναι αγαθό, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρόπο χαριστικό. Απαιτεί ανάλογη προετοιμασία και αγιότητα του βίου του προσευχόμενου και αυτό πρωτίστως πρέπει να επιδιώκει και να παρακαλεί τον Θεό να τον αξιώσει να κατορθώσει. Όταν λείπουν οι προϋποθέσεις, ούτε και το αίτημα μας τα αγαθό μπορεί να εκπληρωθεί, διότι αυτό αποδεικνύει καθαρά ότι ‘’ούκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα’’, δηλαδή δεν καταλαβαίνουμε τι ζητούμε με την προσευχή μας. Τότε ο Θεός λέγει όχι στην προσευχή μας.

δ) Ο Μ. Βασίλειος προβάλλει και την έλλειψη ομόνοιας και συμφωνίας μεταξύ των αδελφών ως αιτία της μη ικανοποιήσεως των αιτημάτων της προσευχής, αιτία δηλαδή που θα πεί και πάλι ο Θεός όχι. Ο Κύριος είπε ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα των ανθρώπων με την προϋπόθεση ότι αυτοί θα είναι σύμφωνοι ‘’παρί παντός πράγματος’’ που θα ζητήσουν από τον Κύριο. Όταν η προϋπόθεση αυτή δεν τηρείται και η απάντηση του Θεού είναι αρνητική.

Ο Θεός δεν ικανοποιεί αιτήματα παράλογα ή άτοπα.  Απορρίπτει ακόμη και προσευχές με αγαθό περιεχόμενο, όταν το αποτέλεσμα της προσευχής μπορεί να βλάψει, όταν η βλάβη μπορεί να προέλθει απο την ασυμφωνία των αδελφών.

Για να μη σκανδαλισθεί πάντως εκείνος που προσεύχεται, σωστό είναι να έχει υπ’ όψιν του τη συμβουλή του Ευάγριου, ο οποίος αναφέρει : ‘’Προσευξάμενος ως δεί, προσδόκα, α μη δεί, και στήθι ανδρείως φυλάττων τον καρπόν σου’’. ‘’Αφού προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις εκείνα που δεν πρέπει. Τότε να περιμένεις με γενναιότητα στην προσευχή πάλι φυλάττοντας τον καρπό της προσευχής’’. Ακόμη και στην περίπτωση που ο πιστός νομίζει ότι προσεύχεται σωστά, ας περιμένει αρνητική απάντηση. Έτσι δεν θα χαθεί εντελώς η ωφέλεια από την προσευχή. Διότι όπως τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, στην προσευχή δεν υπάρχει ποτέ αποτυχία. Αφού πολλές φορές και όταν νομίζουμε ότι απέτυχε η προσευχή μας, τότε είχε καλλίτερο αποτέλεσμα. ‘’Έλαβες εν τω μη λαβείν, επέτυχες εν τω μη επιτυχείν’’.

Γιατί δεν απαντά ο Θεός στις προσευχές μας

 Η προσευχή μένει αναπάντητη, όταν το περιεχόμενο της έλθει σε αντίθεση με εκείνο που παρέδωσε ο Κύριος.

‘’Όταν ο άνθρωπος αφήσει τα θελήματα του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ο Θεός και δέχεται την παροσευχή του’’.

Και αν απαντήσει κανείς ότι μερικοί, μολονότι ζήτησαν από τον Θεό αγαθά πράγματα, δηλαδή κτήση αρετών και θείο φωτισμό, δεν έλαβαν τίποτε από εκείνα που ζήτησαν, τότε απαντούμε ‘’ότι ου αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά ηξίωσαν λαβείν, αλλ’ ένεκα του επαινείσθαι δι’ αυτά’’ δηλαδή δεν ζήτησαν αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά, αλλά η αίτηση τους ήταν γεμάτη από υπερηφάνεια. Ήθελαν να υπορηφανεύονται με τα αγαθά, τα οποία θα δέχονταν από τον Θεό’’.

Με άλλα λόγια, κι αν ακόμη το περιεχόμενο της προσευχής είναι αγαθό, η πρόθεση όμως του προσευχόμενου είναι πονηρή, τότε η απάντηση του Θεού στον προσευχόμενο είναι αρνητική, ο Θεός απαντά με το όχι.

Όταν ζητήσουμε κάτι και δεν λάβουμε, λεγει ο Μ. Βασίλειος, να σκεφθούμε τα εξής: α) Ή χρεαζόταν μεγαλύτερη επιμονή και καρτερία στην προσευχή·β) ή ότι ήταν απαραίτητο να διορθωθεί ο χαρακτήρας του προσευχόμενου και να δείξει μεγαλύτερη φροντίδα για την προσευχή· ή γ) το αίτημα της προσευχής δεν ικανοποιήθηκε λόγω αναξιότητας εκείνου που προσευχόταν.

Όταν τώρα σε μας δεν υπάρχει μόνο ένας λόγος από τους τρεις, αλλά περισσότεροι, τότε φυσικό είναι να μην δεχόμαστε κάποια απάντηση  από τον Θεό ή η απάντηση να είναι αρνητική. Τότε αισθάνεται κανείς και την απουσία του Θεού πιό έντονα.

Βέβαια αυτή αίσθηση της απουσίας του  Θεού καατά την προσευχή μας είναι εσφαλμένη ή και άδικη. Αν βλέπαμε τη σχέση μας που δημιουργείται με το Θεό κατά την ώρα της προσευχής με το πρίσμα της αμοιβαιότητας, τότε ο Θεός θα μπορούσε να παραπονεθεί για μας πολύ περισσότερο από ότι εμείς γαι Εκείνον. Παραπονούμαστε, γιατί δε μας φανερώνεται στα λίγα λεπτά που του αφιερώνουμε. Αλλά τι μπορούμε να πούμε για τις εικοσιτρείς και μισή ώρες που ο Θεός μπορεί να κτυπά την πόρτα μας και μείς απαντάμε, ‘’συγγνώμη, είμαι απασχολημένος;’’ Ή όταν δεν απαντάμε καθόλου, γιατί δεν έχουμε ακούσει το κτύπημα στην πόρτα της καρδιάς μας, του νού μας, ή της συνείδησης μας, της ζωής μας; Έτσι φθάνουμε σε μία κατάταση στην οποία δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονούμαστε για την απουσία του Θεού, γιατί εμείς είμαστε πολύ περισσότερο απόντες από όσο εκείνος υπήρξε ποτέ.

Αξιονημόνευτες είναι οι απαντήσεις που δίνει ο ιερός Χρυσόστομος στο θέμα μας. Ο Θεός απαντά αρνητικά:

α) Όταν τα αιτήματα της προσευχής είναι ασύμφορα. Εδώ είναι προτιμότερο να μην εισακουσθεί η προσευχή από το να εισακουσθεί. Να μη χαιρόμαστε μόνο όταν ακουγόμαστε, αλλά και όταν δεν ακουγόμαστε. Η αρνητική απάντηση στην προσευχή μπορεί να συμβεί ακόμη και σε αγίους, όπως συνέβη στον Μωυσή και στον Παύλο. ‘’Δεν επέτρεψε ο Θεός στο Μωυσή να εισέλθει στη γή της Επαγγελίας, και ο Παύλος παρακαλώντας για την υγεία του δεν εισακούστηκε, επειδή ζήτησε ασύμφορα πράγματα’’.

 β) Η προσευχή παραμένει αναπάντητη ‘’ όταν ραθύμως αιτούμεν’’, διότι ο Θεός σοφίζεται για μας πότε μας συμφέρει η χορήγηση των αιτημάτων μας. Αν οι άνθρωποι γνωρίζουν να δίνουν ωφέλιμα πράγματα στα παιδιά τους, πολύ περισσότερο  ο Θεός γνωρίζει το ‘’πότε να δώσει και τι να δώσει. Διότι όλα τα κάνει γαι το συμφέρον μας’’.

γ) Άλλη αιτία της μη εκπλήρωσης των αιτημάτων της προσευχής μας είναι όταν ‘’τοις αμαρτήμασιν επιμένοντες καυχόμεθα’’. Όταν δηλαδή είμαστε αμαρτωλοί και όχι απλώς επιμένουμε στην αμαρτία, αλλά και καυχώμαστε γι’ αυτήν. Τότε η απάντηση του Θεού είναι αρνητική, δεν λαμβάνουμε καμμία απάντηση στις προσευχές μας. Κλασσικό παράδειγμα είναι η παρίπτωση του προφήτου Ιερεμίου με τους Ιουδαίους. Παρακαλούσε ο προφήτης τον Θεό να λυπηθεί τον λαό αυτό και ο Θεός του απαντά: ‘’Μην προσεύχεσαι γι αυτούς, διότι δε πρόκειται να σε ακούσω. Δεν βλέπεις τι κάνουν αυτοί; Καίνε τα λίπη και κάνουν κατασκευάσματα πρός τιμήν των αστέρων και της στρατιάς του ουρανού’’. Μην προσεύχεσαι δηλαδή γι’ αυτούς που δε σταματούν την αδικία, που ζούν με τόση ασέβεια, που καταφεύγουν στη μαγεία. Διότι και σήμερα υπάρχει το φαινόμενο αυτό τρέχουν μερικοί στους αγίους, αλλά δεν εγκαταλείπουν και τα μέντιουμ ή τις χαρτορίχτρες και τους αστρολόγους. Αυτό δείχνει ότι δεν μπορούν να καταλάβουν τη νόσο από την οποία πάσχουν, αλλά ζούν με αναισθησία. ‘’Δε βλέπεις την υπερβολική παραφροσύνη’’; Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος. Για ένα πράγμα μόνο πρέπει να φροντίζει κάποιος στις περιπτώσεις αυτές. Να κάνει τους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο αυτή, να ξεπεράσουν την ασθένεια τους, να αισθανθούν τη νόσο τους, να τους ακολουθήσει και η βοήθεια του Θεού.

δ) Ανεκπλήρωτα παραμένουν τα αιτήματα μας όταν έχουμε μνησικακία, όταν προσευχόμαστε εναντίον των εχθρών μας και εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει. Τονίζει χαρακτηριστικά ο αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής: ‘Να μην έχεις έχθρα εναντίον ουδενός ανθρώπου, διότι η προσευχή σου δεν θα είναι δεκτή  απο τον Θεό. Να ειρηνεύεις με όλους, για να αποκτήσεις παρρησία στο Θεό, όταν θα προσεύχεσαι. Εκείνος που θέλει να προσεύχεται στο Θεό από τα βάθη της διάνοιας του, να είναι αληθινή και καθαρή η προσευχή του, πρέπει πρώτα να ερευνά το νού του τι σκέψεις έχει, ώστε , όταν λέγει στο Θεό ‘’ελέησον με ‘’, να έχει συγχωρήσει τον συνάνθρωπο του. Διότι, εφ’ όσον τυραννούμαστε όλοι από τη βία της αμαρτίας, δεν πρέπει ποτέ να σκεπτώμαστε κάτι εναντίον κανενός ανθρώπου.

Όταν όμως ενεργούμε αντίθετα σ’ αυτά, τότε όχι μόνο δεν εισακουόμαστε, αλλά και παροξύνουμε τον Θεό, διότι εκείνα που λέμε στην προσευχή μας για τους εχθρούς μας ‘’ούκ έστιν ανθρώπου, αλλά διαβόλου ρήματα’’. Και επί πλέον με τον τρόπο αυτό ζητά κανείς από τον Θεό να αλλάξει τον περί αγάπης νόμο τον οποίο ο ίδιος έχει θεσπίσει. Η προσευχή, λέει ο χρυσοστομικός κάλαμος, είναι φάρμακο. Αλλά το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιηθεί πρίν από την ημερομηνία λήξεώς του. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε και πώς να το χρησιμοποιήσει. Διαφορετικά η δραστική του ενέργεια δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα όφελος. ‘’Ουδέ την όνησιν αυτού καρπούμεθα’’.

Τέλος ο Άγ. Ιωάννης  της Κλίμακος βλέπει την  οικονομία του Θεού στο ότι ‘’Αυτός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας’’. Θεωρεί ότι το όχι του Θεού στα αιτήματα μας, είναι μακροθυμία του Κυρίου και γι’ αυτό ο πιστός δεν πρέπει να λυπάται.

Τα αίτια της αρνητικής απαντήσεως του Θεού, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι: Ή ότι ο προσευχόμενος είναι εντελώς ανάξιος να λάβει απάντηση στα αιτήματα του , ή β) τα αιτήματα της καρδιάς του δεν είνα σύμφωνα μα τα αιτήματα της προσευχής του, δηλαδή άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα ζητά από τον Θεό, ή γ) δεν είναι ακόμη έτοιμος να λάβει το χάρισμα, το οποίο ζητάει.



Β΄ΤΟ ΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Πότε εισακούονται οι προσευχές μας

Φυσιολογικό έρχεται τώρα το εξής θέμα: Πότε και ποιοί είναι οι όροι με τους οποίους οι προσευχές μας γίνονται ακουστές.

Εάν πράγματι επιθυμούμε να προσευχηθούμε σωστά και να έχει αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να έχουμε την βεβαιότητα ότι είμαστε αμαρτωλοί και έχουμε ανάγκη σωτηρίας· ότι είμαστε αποκομμένοι από τον Θεό, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Αυτόν και ότι το μόνο που μπορούμε να Του προσφέρουμε είναι η αγωνιώδης επιθυμία μας να μας δεχτεί  ‘’εν μετανοία’’, να μας δεχθεί με έλεος και αγάπη.

Πρίν χτυπήσουμε την πόρτα για να μας ανοίξει ο Θεός, πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από αυτήν. Αν ξοδεύουμε τον καιρό μας φανταζόμενοι ότι ήδη βρισκόμαστε στη Βασιλεία του Θεού, ασφαλώς δεν υπάρχει λόγος για να κτυπάμε κάποια πόρτα για να ανοίξει. Τότε θα πρέπει να κυττάξουμε γύρω μας να δούμε που βρίσκονται οι άγιοι και οι άγγελοι και που βρίσκεται ο τόπος που μας ανήκει και όταν δεν θα δούμε τίποτε παρά σκοτάδι, τότε δικαιολογημένα θα εκπλαγούμε διαπιστώνοντας ότι ο Παράδεισος δεν είναι καθόλου ελκυστικός!

Για να έχει αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από την Βασιλεία του Θεού. Τότε ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας: πώς πρέπει να κτυπήσω την πόρτα για να παράσω μέσα; Δεν μπορούμε να κτυπήσουμε την πόρτα αυτή- διότι κανένας δεν θα μας απαντήσει- αν δεν είμαστε ελεύθεροι από οποιασδήποτε προσκόλληση στα γήϊνα, έτσι ώστε να έχουμε χέρια ελεύθερα, μία καρδιά τελείως ανοιχτή. Όχι σαν το γεμάτο πορτοφόλι που φοβόμαστε να το έχουμε ανοιχτό, μην πέσουν τα χρήματα μας αλλά σαν ένα ανοιχτό και άδειο πορτοφόλι, και μία διάνοια τελείως ανοιχτή στο άγνωστο και το απροσδόκητο. Δηλαδή για να προσευχηθεί κάποιος σωστά και καθαρά, πρέπει να είναι ελεύθερος να δοθεί ολοκληρωτικά στον Θεό.

Ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος μας δείχνει έναν απλό τρόπο για την επιτυχία της προσευχής μας: Πρέπει, τονίζει, να έχουμε ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. ‘’Η αίσθηση αυτή θα είναι τόσο καθαρή όσο ένας ισχυρός πονόδοντος’’. Όταν κάποιος έχει πονόδοντο, δεν τον ξεχνά καθόλου. Μπορεί να κάνει οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική εργασία, ο πονόδοντος όμως είναι συνέχεια παρών και δεν μπορεί να ξεφύγει από την αίσθηση της παρουσίας του.

Έτσι πρέπει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού. Τέτοια λαχτάρα, τέτοιον πόνο να αποκτήσουμε για τον Θεό. Με τέτοια αίσθηση, όταν κάποτε χάσουμε την επαφή μας μαζί Του με την προσευχή, θα σκεπτόμαστε: ‘’Είμαι μόνος, πού είναι Εκείνος’’;

Αν έτσι βιώνουμε την παρουσία του Θεού, οι προσευχές μας εισακούονται από τον Θεό.

Ο Ωριγένης αναφέρει ότι ο Θεός ανταποκρίνεται στις προσευχές εκείνων που ακούν και εφαρμόζουν το λόγο του Θεού. ‘’Ει ήκουσας αυτού, εισακούεταί σου’’, ‘’αν τον άκουσες, θα σε ακούσει’’. Όταν ο προσευχόμενος ακούει τον Θεό, τότε η επιθυμία του να εισακουσθεί από τον Θεό έχει κάποια ηθική δικαίωση.

Ο Μ. Βασίλειος εξαρτά την δυνατότητα του να εισακουσθεί η προσευχή του πιστού από την ταπείνωση του και από το ανώτερο περιεχόμενο της προσευχής. ‘’Εαν κανείς, τονίζει, οδηγείται από το Άγιον Πνεύμα και μη έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του ταπεινώνεται για να υψώσει τους άλλους και δεν λέγει τίποτε το ταπεινό και ασήμαντο ή δεν ζητά τα κοσμικά και επίγεια, η προσευχή του ανθρώπου αυτού εισακούεται από τον Θεό’’. Εδώ η προσευχή γίνεται εισακουστή , διότι το περιεχόμενο της εγκρίνεται εκ των προτέρων από τον Θεό.

Ο αγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης υποστήρζει ότι ο Θεός ακούει την προσευχή, όταν δεν ζητούμε τα αδύνατα , αλλά τα ‘’εικότα’’. Δηλαδή το περιεχόμενο της προσευχής είναι καθοριστικό για το αποτέλεσμα της. Και το περιεχόμενο της θα είναι κατάλληλο όταν ‘’είναι συμφωνη με το δίκαιο, για να μπορέσει να επισπάσει την θεία βοήθεια σύμφωνα με την φύση της αιτήσεως· διότι σ’ εκείνους που καλούν την βοήθεια του Θεού για λόγους πλεονεξίας ή ειρωνίας, δεν επέρχονται , μολονότι σ’εκείνους που αδικούνται παρουσιάζεται αυτόκλητη’’.

Το κακό είναι το εξής: Εμείς αντί να προσευχόματε να γίνει το θέλημα του Θεού, συχνά προσπαθούμε να πείσουμε τον Θεό να κάνει τα πράγματα όπως εμείς τα θέλουμε. Πώς είναι δυνατό τέτοιες προσευχές να μην αστοχήσουν;

Στην πραγματικότητα καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη από τον Θεό. Ο Θεός απαντά με τρείς τρόπους: ΝΑΙ, ΟΧΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ.

Εκπληρώνει αμέσως τα αιτηματα της προσευχής, ΑΜΕΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ- ή αναβάλλει προσωρινά και τα εκπληρώνει αργότερα, για να ασκηθούμε στην προσευχή και την υπομονή, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, απάντηση εξ αναβολής, ή αρνείται ολοκληρωτικά να απαντήσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσευχόμενου. Λέγει δηλαδή ΟΧΙ, αρνητική απάντηση. Στις αναπάντητες προσευχές δηλαδή, έχουμε αρνητική απάντηση του Θεού.

Αυτό σημαίνει ότι όλες οι προσευχές μας εισακούονται απο τον Θεό, αλλά εκλπηρώνονται μόνο εκείνες που εκπληρούν τους όρους της προσευχής και που συμφέρουν στον προσευχόμενο. Όπως λέγει ένας σοφός θεολόγος της Εκλησίας μας: ‘’ Όπως θέλει εκείνος δίνει. Τα δίνει όλα με σοφία, αν και μείς λόγω τη περιορισμένης δυνατότητας μας δεν μπορούμε να καταλάβουμε για ποιό λόγο τα δίνει στον καθένα’’.

Υπάρχει όμως και η άποψη ότι Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΕΙ να ικανοποιήσει τα αιτήματα των προσευχόμενων, ακόμη και όταν φαίνεται ότι αργεί να τα ικανοποιήσει ή όταν ικανοποιεί μερικά μόνο από τα αιτήματα αυτά. Ο ιερός Χρυσόστομος είναι κατηγορηματικός πάνω στο θέμα αυτό: ‘’μη νομίσετε, λέγει, ότι λησμόνησε ο Θεός και γι’ αυτό δεν απάντησε στο αίτημα. Διότι γνώρισμα δικό Του είναι να χορηγεί τα αγαθά Του και χωρίς να Τον παρακαλέσει κανείς. Όταν μάλιστα αυτοί που Τον παρακαλούν είναι ταπεινοί, τότε πολύ περισσότερο θα χορήγησει τα αγαθά Του σ’ αυτούς’’.

Είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ να σκεφθούμε ότι ο Θεός λησμονεί να απαντήσει στις προσευχές των ανθρώπων, όταν είμαστε πλέον βέβαιοι από τις άγιες Γραφές και από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι ο Κύριος με πολλή ευχαρίστηση δέχεται τις προσευχές μας και τις ικανοποιεί με δαψίλεια, πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς σκεπτόμαστε ή θέλουμε.

Όταν ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ο Θεός γνωρίζει να απαντά και σε αλάλητες προσευχές ακόμη, επιτρέπεται έστω η παραμικρή αμφιβολία για την μνήμη, την αξιοπιστία και την αγάπη του Θεού, όσον αφορά στην αποδοχή της ‘’κραυγής’’ και της ‘’βοής’’ των τέκνων του; Η απάντηση βέβαια στην προσευχή έρχεται όταν θέλει ο Κύριος , διότι γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τι και πότε πρέπει να μας δώσει για να φυλάξουμε ‘’το δοθέν μετά φόβου’’.

H Πατερική δεοντολογία

Η προσευχή μας λοπόν στο Θεό είναι μία περιπέτεια. Μία ανάβαση που κάνουν οι ορειβάτες  στο υψηλότερο βουνό και που κάνουν οι χριστιανοί για να φθάσουν κοντά στο Θεό.

Για να γίνει η ανάβαση αυτή χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις. Διαφορετικά θα ακούσουμε κάποιοόχι για τους λόγους που είπαμε πιό πάνω. Για να είναι σωστή η ανάβαση, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στην προσευχή μας, για να είναι η προσευχή μας πραγματική αρπαγή πρός τον Θεό και όχι τίποτε άλλο, υπάρχει μία πατερική δεοντολογία. Όταν τηρείται αυτή δεν μπορεί να ακούσει κανείς το όχι από τον Θεό.

Αναφέρθηκαν μερικά προηγουμένως. Ας τα επαναλάβουμε πιό συγκεκριμένα και συστηματικά:

α) Χρειάζεται αυτοσυγκέντρωση: ‘’αυτός που πρόκειται να παρακαλέσει, τονίζει ο ι. Χρυσόστομος, βλέπει και παρατηρεί μόνο εκείνον στον οποίον κάνει την αίτηση. Σε διαφορετική περίπτωση αν, αφήνοντας αυτόν που παρακαλεί, περιπλανάται εδώ και εκεί θα απέλθει άπρακτος’’. Η προσοχή μας πρέπει να είναι στραμμένη μόνο πρός Εκείνον.

Δεν είναι τα λόγια που ανεβάζουν την ψυχή πρός τον Θεό, που κάνουν την προσευχή να εισακούσθεί, είναι ο έντονος πόθος και η αγάπη που έχει κάποιος για το Θεό.

β) Απαραίτητο εφόδιο, λέγει ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, είναι  η πίστη του προσευχόμενου. Αυτή ζωοποιεί την προσευχή και την κάνει άξια της αποστολής της. Διότι η πίστη δίνει φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να ανεβεί στον ουρανό.

γ) Άλλη προϋπόθεση είναι η τέλεια απόσπαση του προσευχόμενου από τα εγκόσμια και η προσήλωση του στο Θεό. Και όταν λέμε απόσπαση , δεν εννοούμε την σωματική απομάκρυνση.

Συμβαίνει βέβαια, και το έχουμε διαπιστώσει όλοι μας, την ώρα της προσευχής να έλθουν στο νού μς όλες οι υποθέσεις της βιοπάλης, είτε αυτές αναφέρονται στην οικογένεια μας, είτε στο κοινωνικό σύνολο. Μερικές φορές σωματικά είμαστε στην Εκκλησία, πνευματικά όμως απουσιάζουμε σε σημείο μάλιστα φεύγοντας να μην έχουμε ακούσει ούτε τα βασικότερα αναγνώσματα της Θείας Λειτουργίας. Είναι και αυτό ένα από τα τεχνάσματα του πονηρού για να μας απομακρύνει από την προσευχή. ‘’Ας μη γίνει ο καιρός της προσευχής σου καιρός κατά τον οποίο θα σκεφθείς όλα τα προβλήματα που έχεις’’. Τονίζει και πάλι ο της Κλίμακας Ιωάννης. Ακόμη όμως και αυτά τα απαραίτητα πράγματα για την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου στέκονται εμπόδιο στη σωστή επικοινωνία με τον Θεό, αφού γίνονται αντικείμενο μελέτης την ώρα της προσευχής.

δ) άλλη προϋπόθεση είναι η ελεημοσύνη, το έλεος το οποίο δείχνει στους πενέστερους αδερφούς.

Το έλεος αυτό, η ελεημοσύνη δηλαδή σε οποιαδήποτε μορφή, κάνει την προσευχή ως ‘’πτερόν’’ το οποίο εύκολα ανέρχεται στο Θεό. Αντίθετα η ασπλαχνία καταστρέφει τον πνευματικό καρπό, η προσευχή εξαφανίζεται, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, και μεταβάλλεται σε άκαρπη και επιζήμια απασχόληση. Γι’ αυτό και τονίζει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: ‘’Μοναχός ανελεήμων, δένδρον άκαρπον’’·κατά συνέπεια και κάθε χριστιανός που δεν εργάζεται την ελεημοσύνη, σε οποιαδήποτε μορφή και αν είναι αυτή, μοιάζει με δένδρο άκαρπο και οι προσευχές του δεν εισακούονται.

ε) δεν μπορούμε να ζούμε στην αμαρτία, να κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος και όταν βρεθούμε σε κάποια δύσκολη κατάσταση νε έχουμε την απαίτηση από τον Θεό να εισακουσθούμε.

Γι’ αυτό τονίζουν  οι Πατέρες ‘’σε καιρό είρήνης’’, όταν δηλαδή όλα πηγαίνουν καλά και δεν έχεις κανένα πειρασμό, ‘’κάνε φίλο σου τον Θεό, για να τον έχεις σύμμαχο σε καιρό πολέμου’’.

Στ) Τέλος βασικό ρόλο έχει η συμμόρφωση του πιστού πρός το θέλημα του Θεού και η αποφυγή της εναντιώσεωες πρός ό,τι απαιτεί η συνομιλία με τον Θεό.

Επομένως όταν· α) τα αιτήματα της προσευχής μας δεν μας συμφέρουν ψυχικά και είμαστα ανάξιοι να λάβουμε ό,τι ζητούμε, όπως ο Μωυσής και ο Παύλος·β) όταν ‘’ραθύμως αιτούμεν’’ γ) όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό επιμένοντας στην αμαρτία αλλά και καυχώμενοι γι’αυτήν·δ) όταν έχουμε μνησικακία και προσευχόμαστε εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει και οι προσευχές μας είναι αντίθετα στο θέλημα του  Θεού,

τότε ο Θεός λέγει ΟΧΙ στις προσευχές μας.

Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος που προσεύχεται αναγνωρίζει ότι βρίσκεται έξω από την Βασιλεία του Θεού, αισθάνεται έντονα την παρουσία του Θεού, όπως αισθάνεται έναν πονόδοντο, διαθέτει σφοδρή αγάπη προς τον Θεό, πίστη στην ύπαρξη και τις υποσχέσεις Του, επιθυμία συμμόρφωσης πρός το θέλημα Του, αγάπη πρός τον πλησίον, την οποία εκδηλώνει με την ελεημοσύνη σε οποιαδήποτε μορφή, και βίο εν γένει ακατηγόρητο, τότε ‘’έσται ως νεοσσός αετού εν ύψει αιρόμενος’’, ‘’θα είναι σαν νεαρός αετός που πετά στα ύψη’’.

Τότε δεν θα ακούσει το όχι εκ μέρους του Θεού, αλλά θα ακούσει εκείνο που λέγει ο προφήτης Ησαΐας για στον προσευχόμενο·

‘’Ετι λαλούντος σου ερώ ιδού, πάρειμι’’ δηλαδή, ‘’Ενώ ακόμη θα ομιλείς πρός εμένα, θα σου πώ· Να, είμαι κοντά σου’’ (Ησ.58,9).

Μονοπάτια στον Παράδεισο.

Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου – Φιλολόγου,

ΜΑ.,ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών

Ξεκινήσαμε πρωί από την ιερά μονή του Φιλοθέου με προορισμό το μοναστήρι του Καρακάλου. Ο καιρός φθινοπωρινός, βροχερός, σε προκαλεί και σε προτρέπει να αναδυθείς μέσα από τις φθαρτές απεικονίσεις και  να αγγίξεις τα αιώνια και άφθαρτα. Κάθε στιγμή , κάθε λεπτό στον Αγιώνυμο Άθωνα είναι συνάντηση με την αιωνιότητα, εμποτισμός και πρόγευση παραδείσου μέσα από την ζώσα επαφή σου με την παρθενική φύση και την οργιαστική βλάστηση, κυρίως δε με την αυτοθέλητη συγκαταρίθμησή σου στη χορεία των συνοδοιπόρων στα μονοπάτια και στα περάσματα του Παραδείσου.

Ακολουθούμε το πεζοπόρο μονοπάτι – για πόσο ακόμη άραγε; – για την ιερά μονή του Καρακάλου. Κοντά μια ώρας δρόμος με αργό αλλά σταθερό βηματισμό μέσα από ένα καταπράσινο δάσος με οξιές και βελανιδιές, με καθαρά τρεχούμενα νερά, μικρά και πρόχειρα γεφύρια, μυρωδιές διανθισμένες με βρόχινο νερό που βάλθηκε να απεκδυθεί στο ήδη υγρό και νωπό αγιορείτικο χώμα.

Ακούσματα πουλιών, ισχνά και μακρύβολα, μόλις που ακούγεται η μονολόγιστη ευχή των συνπροσκυνητών μου «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό», που ισοκρατεί με την περιρρέουσα αγιαστική ατμόσφαιρα και ο συννεφιασμένος ουρανός, λες και βάλθηκε να αποποιηθεί το γκρίζο του χρώματός του στις σκοτεινές ανταύγειες που στέλνει γύρω του.

Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς! Στα ακούσματά μου ηχούν ακόμη ο συγκερασμός των σημάντρων και των ταλάντων από τις ορθρινές ακολουθίες και δεσπόζει ο λόγος του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, που τόσο γλαφυρά ανέγνωσε στην τράπεζα ο αναγνώστης μοναχός: «Ταπείνωση δεν είναι να μιλάς ταπεινά για τον εαυτό σου , αλλά να μη λες τίποτα για τον εαυτό σου».

«Όσο πηγαίνομε , ο Άθως ξεδιπλώνεται. Κόκκινα στίγματα ευφραίνουν τους σμαραγδένιους του κυματισμούς – τα κελλιά. Είναι αμέτρητα. Βυθίζονται στο πράσινο, σκαρφαλώνουν στις ανηφοριές, φωλιάζουν στις λαγκαδιές, κατεβαίνουν στη θάλασσα»(Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Άγιον Όρος, Εστία, Αθήνα 1997, σελ. 47). Η περιπλάνηση στον Άθωνα δεν έχει αρχή και τέλος γιατί ωσαύτως δεν έχει τέλος η οικείωση της θείας εμπειρίας της Εκκλησίας που εδράζεται αγιοπνευματικά και χαριτωμένα στην Αποκάλυψη του Παναγίου Θεού στον κόσμο.

Αυτή η αποκάλυψη είναι εμπειρικά βεβαιωμένη μέσα στην Εκκλησία με αποτέλεσμα ο πιστός να γεύεται και να πανηγυρίζει λειτουργικά το συνεχές παρόν της ζωής του ως μετοχή και οικείωση στην Αιωνιότητα, που δεν είναι άλλη παρά η πρόγευση των υπερκοσμίων και αρρήτων και η μέθεξη του αποκαλυφθέντος από την αγαστή συνεργία της αίσθησης και της ενεργούμενης γνώσης του πιστού.

Προσκυνητάρια, πρόχειρες μα τόσο φιλόξενες απλωταριές , υπαίθρια κιόσκια υποβαστάζουν τον κόπο των προσκυνητών και σε ανεφοδιάζουν με αποθέματα υπομονής για να συνεχίσεις το μονοπάτι.

Πλησιάζουμε στο μοναστήρι του Καρακάλου. «Η μονή ησυχάζει. Το κύμα του μεγάλου του κόλπου νανουρίζει την απραξία της, σβήνοντας απάνω στα χαλίκια ρυθμικό και ήρεμο. Είμαστε μπροστά στον θολωτόν πυλώνα, που κρύβει στην κοιλότητά του ζωγραφισμένη την Παρθένο, καθώς όλοι οι πυλώνες των μοναστηριών και περιμένομε να προβάλη ο πορτάρης»( Ζ. Παπαντωνίου, Άγιον Όρος, σελ. 31).

Επιβλητικό μοναστήρι. Με συνεπαίρνει ο φρουριακός και αγέρωχος πύργος του, πάνω από την είσοδο στη νοτιοδυτική πλευρά της μονής.

Οι πυρφόρες πολεμίστρες του, το αδιάσειστο στους αιώνες περίγραμμα των αετωμάτων του, η υψωμένη κυματίζουσα με τις δαντελλωτές επάλξεις εθνική μας σημαία παρακινεί σε πνευματική εγρήγορση και διδάσκει το ¨αποίκιλον¨ και ανεπιτήδευτον του αποτελέσματος, εδώ που όλα είναι τόσα απλά, τόσο απροσποίητα μα και τόσα αληθινά και παραδείσια!

«Ουχ ο τόπος αλλά ο τρόπος» όμως διδάσκει ο Πατερικός λόγος και αναζητώ μονοπάτια στον Παράδεισο γύρω μου. Μέσα στον κόσμο, ως μέρος εγώ του κόσμου και απεχθές τμήμα του, εναρμονίζω τον άναρχο βηματισμό μου με προορισμό τα μονοπάτια που οδηγούν στον Παράδεισο.

Και διδάσκομαι την απλότητα και την απροσποίητη κατάθεση της αγάπης μου μέσα στην πνευματοκίνητη, αιώνες τώρα , παράδοση της Εκκλησίας, το ¨αποίκιλον¨ και ¨ασχημάτιστον¨ της συμπεριφοράς που υποδηλώνει ¨πείρα¨ πνευματική, που χαράσσει μονοπάτια ουράνια , που μυρίζει Παράδεισο και νωπό αγιορείτικο αγιασμένο χώμα.

Αθωνικά μονοπάτια αλησμόνητα, νοσταλγικά, λυτρωτικά! Αθωνικά μονοπάτια Παραδείσια!

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.

Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.

Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.

Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.

Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.

Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.

Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.

Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».

Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.

Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.

Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.

Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.

Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.

Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.

Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν, Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἰάσονα πιστοί, καὶ Σωσίπατρον ὕμνοις, ὡς μύστας ἱερούς, τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ κήρυκας τῆς Πίστεως, ἐπαξίως τιμήσωμεν, ὅπως λάβωμεν, ταῖς παρακλήσεσι τούτων, πάντες ἔλεος, καὶ χάριν εὕρωμεν θείαν, εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

Ὁ Οἶκος
Ἀπόστολοι θεηγόροι, καὶ κήρυκες εὐσεβείας, διδάσκαλοι καὶ προστάται εὐσεβούντων ἀεισέβαστοι, παρεστηκότες Θεῷ, καὶ φωτὸς θείου πληρούμενοι, καὶ στεφάνοις ἐγκοσμούμενοι, φωτίσατε ἡμᾶς δεόμεθα, γεραίρειν τὴν ὑμῶν πανέορτον πανήγυριν, ἐν εὐφήμοις ὑμνῳδίαις εὐσεβῶς· πάντες γὰρ ἐσμεν ποίμνιον ὑμῶν, λυτρωθέντες τῆς πλάνης ἐν χάριτι, ἀλλ' ὡς ὄντες σωτῆρες τῶν πιστῶν, σπεύσατε πρὸς τὸν Κτίστην, πρεσβεύειν παρρησίᾳ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς σεπτῆς Τριάδος, δημηγόροι καὶ ὑπουργοί, σὺν τῷ Σωσιπάτρῳ, Ἰάσων θεοφόρε· ὑμεῖς γὰρ ἀληθείας, ὤφθητε στόματα.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Λόγοι σοφίας και χάριτος του Γέροντος Παϊσίου

Τα χρόνια περνάνε γρήγορα και οι άνθρωποι γερνάνε. Μην κάθεστε λοιπόν στο σταυροδρόμι. Διαλέξτε ένα Σταυρό, ανάλογα με το φιλότιμό σας και προχωρείστε σ’ ένα δρόμο από τους δύο της Εκκλησίας μας, και μην αργοπορείτε. Ακολουθείστε τον Χριστό στη Σταύρωση, εάν θέλετε να χαρείτε Αναστάσιμα.

Το ζήτημα είναι να αγιάσουμε, να γίνουμε επίγειοι άγγελοι και να πηγαίνουμε με τις «πνευματικές φτερούγες μας» στον Παράδεισο.

Θαρθεί καιρός που κι αυτοί που δεν πιστεύουν ή πιστεύουν λίγο, θα αλλάξουν και θα παραδεχτούν ότι μόνο η Εκκλησία βοηθάει τους ανθρώπους και την κοινωνία.

Ο Θεός μπορεί να κάνει όλους τους ανθρώπους του κόσμου να μετανοήσουν μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, αν γύριζε λίγο το κουμπί και έκανε ένα σεισμό σ’ όλη τη γη. Αμέσως όλοι θα φώναζαν «ήμαρτον – ήμαρτον» και θα κάνανε παρακλήσεις και τάματα. Μετά μια εβδομάδα όμως, όλοι θα έτρεχαν πάλι να διασκεδάσουν. Σε έναν πιστό που εξομολογείται, εκκλησιάζεται, κοινωνάει, ο διάβολος δεν έχει καμμιά δύναμη. Σε έναν που δεν είναι πιστός και του δίνει δικαιώματα, έχει μεγάλη εξουσία. Μπορεί σε μια στιγμή να τον κάνει κομμάτια.

Στην γη ήρθαμε για να δώσουμε εξετάσεις. Να κοιτάξουμε να πιάσουμε έστω την πνευματική βάση, να κερδίσουμε τον Παράδεισο, τώρα, γιατί μεταξεταστέους για το Σεπτέμβρη δεν έχει.

Να αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις να κερδίσουμε τον Παράδεισο. Χωρίς αγώνα, κανένας δεν μπορεί να εισέλθει σ’ αυτόν. Πρέπει να αγαπήσουμε τον κόπο, να μην κοιτάμε τα εύκολα.

Όταν ο άνθρωπος δεν αγαπάει τον Θεό, μετά δεν αγαπάει ούτε τους γονείς του, ούτε το γείτονα του, ούτε το χωριό του, ούτε την πατρίδα του και στο τέλος ο άνθρωπος αυτός είναι τελείως άχρηστος.

Η τιμιότης του ανθρώπου είναι το ανώτερο Τίμιο ξύλο, δέχεται και τη θεία βοήθεια, ο τίμιος άνθρωπος.

Η υπομονή είναι το ισχυρότερο φάρμακο

 Γέροντα, όταν περνούμε κάποιον πειρασμό, μια μεγάλη δοκιμασία, τι να κάνουμε;

- Τι να κάνετε; Υπομονή να κάνετε. Η υπομονή είναι το ισχυρότερο φάρμακο που θεραπεύει τις μεγάλες και μακροχρόνιες δοκιμασίες. Οι περισσότερες δοκιμασίες μόνο με την υπομονή περνούν. Η μεγάλη υπομονή ξεδιαλύνει πολλά και φέρνει θεϊκά αποτελέσματα εκεί που δεν περιμένεις την λύση, δίνει ο Θεός την καλύτερη λύση.

Να ξέρετε ότι ο Θεός ευαρεστείται, όταν ο άνθρωπος περνά δοκιμασίες και υπομένει αγόγγυστα δοξάζοντας το άγιο όνομά Του. «Μακάριος ανηρ ος υπομενει πειρασμον», λέει ο Άγιος Ιάκωβος (Ιακ. α' 12). Γι’ αυτό να προσευχόμαστε να μας δίνει ο Καλός Θεός υπομονή, ώστε να τα υπομένουμε όλα αγόγγυστα και με δοξολογία.

Η ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι μια συνεχής άσκηση και ο καθένας μας ασκείται με διαφορετικό τρόπο.

Να σκέφτεσθε τι τράβηξε ο Χριστός σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια! Πόσα προβλήματα του δημιουργούσαν οι Εβραίοι και δεν μιλούσε καθόλου! Αλλά και ο Απόστολος Παύλος τι υπομονή έκανε! Ενώ είχε πληροφορία από τον Θεό ότι θα πάει στη Ρώμη, έμεινε στην φυλακή δυο χρόνια, γιατί ο ηγεμόνας καθυστερούσε την δίκη. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος πάλι τι υπέφερε! Για έναν μικρό γογγυσμό υπέστη ναυάγιο...

Βλέπετε, επιτρέπει ο Θεός να ταλαιπωρηθούν για μικρά πράγματα οι Άγιοι, για να έχουμε εμείς παραδείγματα, ώστε να αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς με υπομονή, με προσευχή, αλλά και με χαρά.


Πηγή: Από το βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Ε'

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός απο


Άγιοι Εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω

Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου δηλ. ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας καταγόταν από διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν όμως όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα επέδειξαν θαυμαστή γενναιότητα και υπερασπίσθηκαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους. για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το σθένος τους ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσευχόταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους ο οποίος τούς αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλον. Όταν ο άρχοντας από τη φυλακή και τούς ρώτησε για τελευταία φορά αν επιμένουν να πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Πλάστη και Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου. Έξαλλος από οργή ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους χαρίζοντάς τους την ουράνια δόξα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΔΟΞΑ ΜΕΘ ΗΜΕΡΑΣ ΟΚΤΩ

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος Εἰς τὴν Καινὴν Κυριακὴν καὶ εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν

Ἔρχομαι νὰ καταβάλλω χωρὶς ἄλλο τὴν ὀφειλή μου. Γιατὶ κι ἂν εἶμαι φτωχὸς ὅμως θέλω νὰ ἀποσπάσω βίαια τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Ἔδωσα τὴν ὑπόσχεση νὰ σᾶς φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω. Τὶς πρῶτες ὀφειλὲς πρῶτα βιάζομαι νὰ ἐξοφλῶ, γιὰ νὰ μὴ μὲ πνίξουν οἱ τόκοι ποὺ μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καὶ σεῖς στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους μου καὶ ἱκετέψετε τὸ Θωμᾶ, νὰ βάλῃ στὰ χείλη μου τὸ ἅγιο χέρι του, ποὺ ἄγγιξε τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, νὰ νευρώσῃ τὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ σὰς ἐξηγήσῃ ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγὼ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τὴν πρώτη του ἀπιστία καὶ τὴν ὕστερη ὁμολογία, ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας κρηπίδα καὶ θεμέλιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νὰ προξενήσῃ περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἂν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἂν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή· καὶ ἂν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε· ἂν ὅμως δὲν ψηλαφοῦσε, δὲ θὰ ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἂν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν ᾖρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας.

Έλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στὸ Θωμᾶ ὅταν ᾖρθε. Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπῃ μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέῃ «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρά, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. Ἂν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἂν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ᾿ τὸ Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μας ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τοὺς εἶπε. Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολύ. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἂν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγὼ ἂν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω». Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερός με ἐπιμονή, γιὰ νὰ δῇς ἐσὺ καὶ νὰ βεβαιωθῇ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ζητᾶτε καὶ θὰ βρῆτε». Μὴν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνώντας, ἂν δὲν εὕρῃς τὸ θησαυρὸ ποὺ ζητᾷς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονὴ τὴν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξῃ αὐτὸς ποὺ εἶπε «χτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξω». Ἀγαπῶ τὸ διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴ φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μὲ χαρὰ ἀκούω πολλὲς φορὲς τὰ λόγια σου· ἂν δὲ δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιά, δὲ θὰ πιστέψω. Γιατί σὺ ἀπιστεῖς κι ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Ἐσὺ σκάβεις μὲ τὸ δικέλλι τῆς γλώσσας τὸ θεῖο σῶμα, κι ἐγὼ θερίζω ἄκοπα τὸν καρπὸ καὶ τὸν μαζεύω γιὰ μένα. Ἂν δὲν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τὰ μάτια μέσα στ᾿ ἅγια του χέρια, τ᾿ αὐλάκια ποὺ σὰν μὲ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ συμφωνήσω μὲ τὰ λόγιά σας. Ἂν δὲ βάλω αὐτό μου τὸ δάχτυλο στὶς λακκοῦβες τῶν καρφιῶν, δὲ θὰ δεχτῶ τὸ καλὸ μήνυμά σας. Ἂν δὲν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τὸ χέρι τὴν πλευρὰ ἐκείνη, ποὺ ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τὴν ἀνάσταση, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχτῇ τὴ συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ κάθε λόγος ποὺ δὲν ἔχει τὴ μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρὶς σημασία καὶ ἀπὸ τὸ στόμα στὸν ἀέρα χάνεται. Θὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπὸν μὲ τὰ λόγια νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκα μὲ τὰ μάτια μου; Πῶς θὰ κάνω τοὺς ἄπιστους νὰ πιστέψουν, αὐτὰ ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν τἄχω παρακολουθήσει; Νὰ πῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι ἔχω δεῖ τὸν Κύριό μου νὰ τὸν σταυρώνουν. Δὲν τὸν εἶδα ὅμως νὰ ἔχει ἀναστηθῇ ἀλλὰ μόνο ἄκουσα. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ περιπαίξῃ τὰ λόγια μου; Ποιὸς δὲ θὰ δείξη περιφρόνηση στὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσῃς κάτι καὶ ἄλλο νὰ τὸ δῇς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητάς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νὰ φλογιστῇ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτόν, ποὺ τὸν ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανά, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῇ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸ Θωμᾶ. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέσῃ καὶ νὰ ἐπιτύχῃ ὅτι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴ βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος με τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου.

Ἄκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν σὰν ἄνθρωπος ἀλλὰ παρὼν σὰν Θεός, ὅ,τι εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν κοντά σας μὲ τὴ θεϊκότητά μου καὶ χώρια σας μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια ποὺ εἶπες προηγουμένως; Δὲν εἶπες, ἂν δὲ δῶ μέσα στὰ χέρια τοῦ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω; Δὲ βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη σου τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λόγια αὐτὰ δὲ ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτὸ ξαναῆλθα· γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. Γι᾿ αὐτὸ εἶμαι κοντὰ σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καὶ τώρα ᾖρθα γιὰ σένα, τὸν ἕνα, ἐγὼ ποὺ γιὰ τὸ χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χωρὶς ἐν τούτοις νὰ τοὺς ἀφήσω. Μὴ διστάσῃς λοιπὸν νὰ μάθῃς ὅ,τι ποθεῖς, μὴν ντρέπεσαι νὰ κοιτάξῃς καλὰ ὅ,τι θέλεις. Μὴν ἀποφύγῃς νὰ βάλῃς τὸ δάχτυλό σου στὰ ἴδια τὰ χέρια μου. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μὲ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ δὲν ἀγανάκτησα καὶ δὲ θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἐξέταση; Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ τραυματίστηκαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπεύουν τὰ χτυπήματα τῶν δικῶν σὰς ψυχῶν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου καὶ συλλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ σταυρώθηκε ἡ κάποιος ἄλλος. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ ἄφησα νὰ διατηροῦν τὰ σύμβολα τῆς Ἑβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μὲ τὴ συνηθισμένη ἀναίδειά τούς μοῦ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι ἐμεῖς Κύριε, δὲ σὲ σταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ πολέμησαν, τὰ χέρια μου μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ καὶ θὰ ντροπιάσω τοὺς Ἑβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσῃς πῶς εἶναι μία φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῇς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἂς μὴ σὲ ζαλίσῃ. Μὴ φοβηθῇς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἂς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατώντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρό, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσχυρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Βάλε τὸ χέρι στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μ᾿ ἀγαπᾷ ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ᾿ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσῃς νὰ τὴ δῇς ἔτσι καὶ βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσῃς τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν - καὶ μὴ φανῇς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸν νοῦ νὰ βουλιάξῃ. Ἢ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή. Ἡ πίστη σκορπᾷ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς. ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μὴ γίνῃς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου. Μὴν πῶς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μία φορά. Ἂν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲ θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια τοῦ ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ᾖρθα στὴ γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιὰ χάρη σὰς κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἂν καὶ χωρὶς αὐτὸ ᾖρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δική σας φύση, ἂν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο μου γιὰ χάρη τοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία.

Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρὰ γέμισε ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾷ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης. Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλῃ, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ᾿ τὰ βοτάνια τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαῖρι. Ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό. Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιούργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῇς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσούς τους ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεβάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ᾿ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου.

Ἀναγνώρισα τὸν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τὸν ἁλιέα καὶ φύλακά μου, ἀναγνώρισα τὸ βασιλιὰ καὶ Κύριό μου. Ὦ Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν ἀνάληψη ἀπὸ μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στὸν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στὰ παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στὸν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στὴν ἀνάστασή σου. Λοιπὸν δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω, δὲν κάνω πιὰ ἔλεγχο. Πιστεύω, δὲν στήνω πιὰ τὴ ζυγαριὰ τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου. Μὲ δίδαξαν αὐτὰ ποὺ εἶδα νὰ μὴν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νὰ προσκυνῶ ὄχι νὰ φιλονικῶ. Ἕνα Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Κύριό μου Χριστό. Ἂς εἶναι δεδοξασμένος καὶ δυνατὸς στοὺς αἰῶνες.

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Ὤ, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!᾽
Ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ καί ᾽Αντίπασχα ὀνομαζομένη, εἶναι ἀφιερωμένη στόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος γίνεται πιά τό ῾μέσον᾽ διά τῆς ἀπιστίας του, προκειμένου νά καταστεῖ βέβαιο τό γεγονός τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. ῾᾽Απιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε᾽, κατά τόν ὑμνογράφο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀπιστία αὐτή ῾προκαλεῖ᾽ τόν Κύριον νά τοῦ φανερώσει πιό ἔντονα τά σημάδια τῆς παρουσίας Του καί νά τόν ὁδηγήσει στή σωτήρια ὁμολογία: ῾ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου᾽.

1. Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔτσι γίνεται καλή ἀπιστία. Ὅσο παράδοξα κι ἄν ἠχεῖ τοῦτο, ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή: ὑπάρχει καλή, ἀλλά καί κακή ἀπιστία. Καλή ἀπιστία εἶναι αὐτή πού σέ πρώτη φάση ἐγκλωβίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἀμφισβήτηση καί τήν ἄρνηση, θέτοντάς του ὡς προτεραιότητα τήν πίστη στή λογική καί τίς αἰσθήσεις. ῾᾽Εάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω᾽. Εἶναι ὁ σκεπτικισμός πού συναντᾶμε πολλές φορές μέσα στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, σάν τήν περίπτωση γιά παράδειγμα τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν καλεῖται νά γνωρίσει τόν Μεσσία ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο - ῾ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;᾽ - ἤ σάν τήν περίπτωση τοῦ τραγικοῦ πατέρα πού προσφεύγει μέν στόν ᾽Ιησοῦ γιά νά θεραπεύσει τό παιδί του, ἀλλά γεμάτος ἐρωτηματικά καί ἀμφισβήτηση: ῾᾽Αλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽. Κι ὁ Κύριος τήν ἀμφισβήτηση καί τόν σκεπτικισμό αὐτόν δέν τά ἀπορρίπτει. Τά παίρνει ὡς τά πρῶτα ἐναύσματα τῆς πίστεως, πού θά ὁδηγήσουν στή στέρεα καί βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ὅτι ἡ ἀπιστία αὐτή πηγάζει ἀπό μιά καρδιά πού πάσχει καί ἀγωνιᾶ.

῎Ετσι τό γνώρισμα τῆς καλῆς ἀπιστίας φαίνεται νά εἶναι αὐτό: ἡ ὀδυνωμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού παλεύει μεταξύ τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας. ῾Πιστεύω, Κύριε,᾽ - γιά νά θυμηθοῦμε καί πάλι τό προαναφερθέντα πατέρα - ῾βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ᾽. Θυμᾶται κανείς ἐδῶ καί τό παρόμοιο γεγονός ἀπιστίας πού πέρασε καί ὁ Γέρων Παΐσιος στά παιδικά του χρόνια (᾽Αρσένιος τότε), ὅταν ἡ ἀπιστία ἑνός φοιτητῆ κλόνισε τίς μέχρι τότε βεβαιότητές του. Καί μᾶς περιγράφει τήν ὀδύνη τῆς καταστάσεως αὐτῆς: ῾Θόλωσε ὁ πνευματικός μου ὁρίζοντας. Γέμισα ἀπό ἀμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε τήν ψυχή μου᾽. Εἶναι ἡ παρόμοια κατάσταση πού περνάει κάθε ἄνθρωπος, μέχρις ὅτου στερεωθεῖ στήν πίστη του στόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ φάση αὐτή τῆς ἀπιστίας δέν θεωρεῖται ὡς κάτι ἀρνητικό καί παράδοξο, ἀλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στήν πορεία τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου.

2. Πότε ἡ ἀπιστία θεωρεῖται κακή; Ὅταν δέν θεωρεῖται καρπός ἐσωτερικῆς πάλης, ἀλλά ἀφορμή γιά νά ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, κάτι πού προφανῶς ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ ἀπό αὐτόν. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποφασίσει νά δουλεύει στά πάθη του, ὅταν ἡ προτεραιότητά του εἶναι ἡ ἐμπαθής προσκόλλησή του στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε ὡς φιληδονία εἴτε ὡς φιλοδοξία καί φιλαργυρία, ὅταν μέ ἄλλα λόγια τήν πρώτη θέση τήν καταλαμβάνει ὁ ἑαυτός του, τότε τήν ἀπιστία τήν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμή γιά νά δικαιώσει τίς ἐπιλογές του. Στήν περίπτωση αὐτή δέν βοηθεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κατά τρόπο θετικό, ἤ μᾶλλον βοηθεῖται, ἀλλά μέ τρόπο πού παραπέμπει στό ῾φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος᾽. Ἡ περίπτωση τοῦ προδότη μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ ᾽Ιούδα, πού καί αὐτός πέρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ἀπιστίας, εἶναι, νομίζουμε, ἐν προκειμένῳ ἐνδεικτική.



3. Ποιό φαίνεται νά εἶναι τό ἀποφασιστικό σημεῖο τοῦ περάσματος ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη; Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἔστω ἐλάχιστου ποσοστοῦ ταπείνωσης, δηλαδή ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἀπόλυτου τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν κάνει νά ἐμπιστευτεῖ τήν κοινή ἐμπειρία τῶν ἄλλων καί πού τόν ὁδηγεῖ στήν ᾽Εκκλησία. Ὁ Θωμᾶς κατορθώνει νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τήν ἀπιστία του, μόλις ἀποφασίζει νά βγεῖ ἀπό τό ῾καβούκι᾽ του. Ἡ ταπείνωση πού ἐπιδεικνύει, ὡς στροφή πρός τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του, εἶναι τό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει γιά νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἔκπληξης: τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ τοῦ φανερώνεται: στή σύναξη τῶν μαθητῶν, στήν ᾽Εκκλησία, καί ὄχι στό θολό σύννεφο τῶν λογισμῶν τῆς μοναξιᾶς του. Καί τόν καλεῖ μ᾽ ἕναν ἀπόλυτα προσωπικό τρόπο, πού διαλύει τίς ἀμφιβολίες του: ῾φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός᾽. Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ Θωμᾶ τόν ὁδηγεῖ πιά στή φυσιολογική στάση τῶν πιστῶν μαθητῶν: στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως: ῾ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου᾽.

4. ῎Ετσι ἡ πίστη στήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου διαπιστώνεται ὅτι εἶναι γεγονός βιούμενο στήν ᾽Εκκλησία καί μόνον ἐκεῖ. Μόνον ὁ ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ ζῶν καί μάλιστα αὐτός πού ἀγωνίζεται νά βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ καί νά βλέπει καί νά νιώθει τήν ἀναστημένη παρουσία ᾽Εκείνου. ῾Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες᾽. Πέραν τοῦ γεγονότος μέ τόν Θωμᾶ, ὁ Κύριος τό εἶχε προείπει στούς μαθητές Του, στήν ἐκτεταμένη διδασκαλία Του στά πλαίσια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: μετά τή Σταυρική Του θυσία θά εἶναι ὁρατός καί θά Τόν αἰσθάνονται μόνον οἱ μαθητές Του. Στήν ἔνσταση τοῦ ᾽Ιούδα, ὄχι τοῦ ᾽Ισκαριώτη, ῾Κύριε, καί τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτόν καί οὐχί τῷ κόσμῳ;᾽, στήν ἔνσταση δηλαδή τῆς κοσμικῆς λογικῆς πού ἀπαιτεῖ μιάν ἐξωτερική ἐπιβολή καί νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, ὁ Κύριος εἶναι ἀπόλυτος καί σαφής: Μόνον ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, συνεπῶς οἱ πιστοί μαθητές Του, θά Τόν ζοῦν καί θά Τόν βλέπουν. ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽.

Κι εἶναι τοῦτο καί ἡ μόνιμη ἀπάντηση, πέραν τῶν ὅσων εἴπαμε, γιά τό πῶς βεβαιώνεται κανείς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ: μόνον διά τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽, πού σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία ἀρχίζουν νά μέ ταλαιπωροῦν, ἡ ἀπάντηση εἶναι νά θερμαίνω τήν καρδιά μου ἐντονότερα γιά τόν κάθε πλησίον μου καί μάλιστα τόν θεωρούμενο ἐχθρό μου. Τήν ὥρα πού θά παλεύω ν᾽ ἀγαπῶ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά ἔχω πρόβλημα, τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή θά νιώθω καί τή χάρη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ νά εἰσρέει στήν καρδιά μου. Εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς ᾽Αναστάσεως πού βεβαίως, εἶναι αὐτονόητο, πρέπει κανείς νά πειραματιστεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό γιά νά τή νιώσει.

Σκέψεις στον Απόστολο της Κυριακής του Θωμά

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽ (Πρ. ᾽Απ. 5, 20)
α. Στά ἐγκαίνια τῆς ἀνακύκλισης τοῦ Πάσχα πού γίνεται στήν ᾽Εκκλησία μας τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ καί ἐφεξῆς, τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούγεται ἀπό τίς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων μᾶς μεταφέρει στόν πρῶτο καιρό τῆς δράσεως τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Πεντηκοστή: τό κήρυγμά τους καί τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνταν δι᾽ αὐτῶν προσέθεταν διαρκῶς καί νέα μέλη στήν ᾽Εκκλησία τόσο πού προκλήθηκαν γιά μία ἀκόμη φορά οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἀπό φθόνο κινούμενοι ἔκλεισαν στήν φυλακή τούς ἀποστόλους. Μέ παρέμβαση ὅμως ἀγγέλου τοῦ Κυρίου ἀπελευθερώθησαν, γιά νά τούς δοθεῖ ἡ ἐντολή: ῾Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽. Πηγαίνετε στόν ναό καί κηρύξτε στόν λαό τό μήνυμα γι᾽ αὐτήν την καινούργια ζωή.

β. 1. ῾Η νέα ζωή πού ἔφερε ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ζωή νίκης ἀπέναντι στήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο, ἐνεργοποιημένη στούς πιστούς ἀπό τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λειτουργεῖ πιά στόν κόσμο σάν ἕνα ποτάμι ξεχυλισμένο. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἔμπλεοι τοῦ ῎Ιδιου ἐν Πνεύματι, συνιστοῦν τούς μάρτυρες τῆς ζωῆς αὐτῆς, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου (῾ὑμεῖς δέ ἐστέ μάρτυρες τούτων᾽), πού σημαίνει ὅτι καμμία ἀνθρώπινη ἤ σατανική δύναμη δέν μπορεῖ νά τούς ἀνακόψει ἀπό τό ἱεραποστολικό αὐτό ἔργο τους. ῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦρθε ἐν δυνάμει, ὁ Χριστός δηλαδή βρίσκεται ἀδιάκοπα στόν κόσμο, παρών καί μετά τήν ᾽Ανάληψή Του μέσω τοῦ σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας, (ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας κατά τήν γνωστή πατερική ἔκφραση), λοιπόν ἡ δύναμη πού δρᾶ στόν κόσμο εἶναι ἡ δύναμη πρωτίστως τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ὅλοι οἱ μετέπειτα μαθητές Του μέ τήν δύναμη αὐτή, ὡς ῾συνεργοί Αὐτοῦ᾽, θά συνεχίζουν τό ἔργο τῆς ἐπικρατήσεως τῆς Βασιλείας Του, κυριαρχίας Του δηλαδή στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, συνεπῶς ἀφενός ἡ ἐπέκταση τῆς Βασιλείας αὐτῆς δέν θά ἔχει τέλος μέχρις ὅτου ὁ κόσμος ὅλος ῾γενήσεται μία ποίμνη᾽ μέ ἕναν Ποιμένα τόν Χριστό, ἀφετέρου ὁ χαρακτήρας τῆς ἐπικρατήσεως τῆς Βασιλείας θά εἶναι αὐτός τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως: ὅ,τι ῾κατακτᾶ᾽ τίς ἀνθρώπινες καρδιές. Καί νά ἀπαρχῆς ἡ ἀπόδειξη: ὁ ἡττημένος διάβολος, ἀπό τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, καθώς καί τά πειθήνια ὄργανά του θά ἐπιχειρήσουν νά ἀνακόψουν τήν μαρτυρία τῶν ἀποστόλων, ἀλλά εἰς μάτην: ἄγγελος Κυρίου θά τούς ἐπαναφέρει θαυματουργικά στό ἔργο τους μέ σαφή τήν ἐντολή νά συνεχίσουν ὅ,τι ἔκαναν: τό ποτάμι εἴπαμε δέν μπορεῖ νά γυρίσει πίσω.

2. Μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ λοιπόν οἱ ἀπόστολοι καλοῦνται νά συνεχίσουν νά κηρύσσουν ῾τά ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽. Κι αὐτά τά ρήματα δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του: τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του, τίς ἐντολές Του καί τά θαύματά Του. ῾Κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει᾽. Καί: ῾πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάσα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν᾽. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος ἰδίως ἀπό τούς ἀποστόλους πού μέ σαφήνεια θά προσδιορίσει τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τῶν ἀποστόλων: ῾Οὐ γάρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μή ᾽Ιησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον᾽. ῾Τοῦ γνῶναι Αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ᾽Αναστάσεως Αὐτοῦ και τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων Αὐτοῦ᾽. Καί τά ρήματα αὐτά ἦταν καί εἶναι ὅσα διοχετεύουν τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τήν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή, δίνοντάς του ταυτοχρόνως καί τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου. ῾Κύριε πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις᾽. ῾᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽.

3. Κι ἀξίζει ἰδιαιτέρως νά προσεχθῆ τό γεγονός ὅτι μιλώντας γιά τήν δύναμη τῶν ρημάτων τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος μιλᾶμε ταυτοχρόνως καί γιά τά θαύματα πού ὁ Θεός πραγματοποιοῦσε μέσω τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά διακρίνει τό κήρυγμα ἀπό τά θαύματα, μέ τήν ἔννοια ὅτι τά ῾σημεῖα καί τέρατα᾽ πού ἐπιτελοῦσαν οἱ ἀπόστολοι ἀποτελοῦσαν τήν σφραγίδα τῆς γνησιότητας τοῦ κηρύγματός τους. Τά θαύματα δηλαδή ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ κηρύγματος, ἕνας ἄλλος δραστικός τρόπος φανέρωσης τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ πού ἐπέτρεπε ᾽Εκεῖνος χάριν τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι ἡ πίστη πού ἀπαιτεῖτο γιά τήν ἀποδοχή τοῦ κηρύγματος προεκτεινόταν καί βεβαιωνόταν μέ τά ἐπιτελούμενα ἀπό τούς ἀποστόλους θαύματα. Δέν ζητοῦσαν θαῦμα ἀπό τούς ἀποστόλους οἱ ἄνθρωποι γιά νά πιστέψουν, ἀλλά πιστεύοντας στό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ἔβλεπαν τό θαῦμα νά ἐνισχύει καί νά γιγαντώνει τήν ἤδη ὑπάρχουσα πίστη τους. ῾Διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καί τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά...μᾶλλον δέ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν᾽.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό ζητούμενο γιά νά ἀκούσει κανείς τά ρήματα τοῦ εὐαγγελίου καί νά πιστέψει, ἐνισχυόμενος ἴσως καί μέ τήν χάρη τοῦ θαύματος, ἦταν καί εἶναι ἡ καλοπροαίρετη διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς καλοπροαίρετη διάθεση οὔτε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οὔτε ἀκόμη καί ἕνα θαῦμα μποροῦν νά συγκινήσουν καί νά κατανύξουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η κακή προαίρεση δηλαδή λειτουργεῖ σάν ἕνα εἶδος φράγματος πού ἀποκρούει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά κλείνεται μέσα στό ὑπερφίαλο ἐγώ του, μέ τήν ἐπιρροή ἀσφαλῶς τοῦ Πονηροῦ. Πέραν τῶν ὅσων ἀναφέραμε, ἐκεῖνο πού μέ τρόπο ἄμεσο μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τό σημερινό ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου στούς ἀπελεύθερους πιά ἀπό αὐτόν ἀποστόλους: ῾Πορευθέντες, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱ ε ρ ῷ τῷ λαῷ᾽. Τούς δίνει τήν ἐντολή νά κηρύξουν, ἀλλά στόν λαό πού συγκεντρώνεται στό ἱερό, στόν ναό, συνεπῶς φανερώνει ὁ λαός αὐτός τήν διάθεσή του νά τούς ἀκούσει καί νά τούς ἀκολουθήσει. Καί δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει διαφορετικά: ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος εἶπε νά προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἐπιθυμοῦν καί τόν ζητοῦν: ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽. ῾Μή δότε τά ἅγια τοῖς κυσί, μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων᾽. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ δηλαδή εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους. ῾Ο Θεός δέν ἀποκαλύφθηκε μέ τόν ἐρχομό Του ὡς ἄνθρωπος σέ ὅλους, ἀλλά στούς μάγους τῆς μακρινῆς Περσίας καί στούς ἁπλούς βοσκούς τῆς ᾽Ιουδαίας. Κοινός παρανομαστής καί τῶν δύο ἦταν ἡ καλή τους διάθεση καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται γιά τό ἀνθρώπινο πού ζητεῖ ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς γιά νά μᾶς φανερωθῆ καί νά μᾶς δοθῆ γιά τήν σωτηρία μας.

γ. ῾Ο δύσπιστος μαθητής Θωμᾶς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅσο παρέμενε μόνος στό σπίτι του μακριά ἀπό τήν σύναξη τῶν ἄλλων ἀποστόλων δέν δεχόταν καί τήν ῾ἐπίσκεψη᾽ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Μόλις ταπεινώθηκε καί πῆγε μέ τούς ἄλλους, πῆγε δηλαδή θά λέγαμε στήν ᾽Εκκλησία, ἐκεῖ φανερώθηκε καί σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος. Θέλουμε νά νιώθουμε κι ἐμεῖς τήν δύναμη τῆς νέας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο Του, νά λειτουργοῦμε ὡς μέλη Του μέ τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, τό θαῦμα νά συνυπάρχει μέ τήν καθημερινότητά μας; Νά ζοῦμε ἐν ᾽Εκκλησία. ῎Αν καί ἡ δική μας καλή διάθεση κατατεθῆ στόν Κύριο, τότε ὁ λόγος Του θά μᾶς τρέφει, οἱ ἀρρώστιες καί οἱ πόνοι μας θά βροῦν τήν λύση τους - ὄχι πάντοτε ὡς ἀπαλλαγή ἀλλά ὡς ὑπομονή ἀντοχῆς μας – τό δέ σπουδαιότερο: ἡ ψυχή μας θά αἰσθάνεται τά σημάδια τῆς θεραπείας της. ῾Ο Κύριος πού ἐνεργοῦσε στά πρῶτα χρόνια διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων, ὁ ῎Ιδιος ἐνεργεῖ διά τῶν μυστηρίων καί ὅλων τῶν ἁγίων Του σέ κάθε ἐποχή.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός απο


Άγιος Συμεών ο Αδελφόθεος Επίσκοπος Ιεροσολύμων

Ο Άγιος Συμεών ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του μνήστορος Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου, που έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Μετά τη δολοφονία του Ιακώβου, επίσκοπος ανέλαβε ο Συμεών. Σ' όλη τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας, υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η ανεξάντλητη αγωνιστικότητα του, η τέλεια αυταπάρνηση του, καθώς και το απαράμιλλο θάρρος του, κατέστησαν τον Συμεών φωτεινό πνευματικό αστέρι, δια του οποίου στηρίχθηκαν και οδηγήθηκαν πολλές ψυχές στη σωτηρία. Το εντυπωσιακότερο, όμως, χαρακτηριστικό του Συμεών ήταν το ακατάβλητο φρόνημα του. Αν και 120 χρονών γέροντας, δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο. Υπέστη με νεανική φλόγα το σταυρικό θάνατο το έτος 107 μ.Χ. Και η νεανική ψυχή του γέροντα Συμεών αποδήμησε κοντά στο στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, με το παράδειγμα του άφησε διδαχή στο ποίμνιο του την εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Προς Κολασσαεΐς, γ' 2). Δηλαδή, προς τα πάνω, προς το Θεό, διευθύνετε και προσηλώνετε τις σκέψεις σας, όχι στα γήινα και φθαρτά. Διότι και ο Συμεών, αν και 120 χρονών γέροντας, από τέτοιο φρόνημα εμπνεόμενος αντιμετώπισε παλικαρίσια το μαρτύριο. Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. (Ορισμένοι Συναξαριστές επαναλαμβάνουν τη μνήμη του και 18 Σεπτεμβρίου).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στεῤῥόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τήν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιών, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιών, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι· καὶ καλῶς τό ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τό θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Κυριακή του Θωμά

Ο Απόστολος Θωμάς απουσίαζε όταν ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, επισκέφθηκε τους Μαθητές Του στο υπερώον όπου ήταν συνηγμένοι. Όταν πληροφορήθηκε τα σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού, ζήτησε να Τον δη και να ψηλαφίση τις πληγές του Σταυρού στα χέρια και την πλευρά Του. Ο Χριστός όταν επισκέφθηκε και πάλι τους Μαθητές Του μετά από οκτώ ημέρες, κάλεσε τον Απόστολο Θωμά να ψηλαφήση τα σημάδια των πληγών στο Σώμα Του. Τότε ο Απόστολος Θωμάς Τον ανεγνώρισε και Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό του. Τον ανεγνώρισε από τις πληγές του Σταυρού, οι οποίες αποτελούν σημάδι της αγάπης Του, αλλά και της δυνάμεώς Του. Την ομολογία του Θωμά οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν σωτήριο. Και πραγματικά οδηγεί στην σωτηρία όλους εκείνους που την απευθύνουν στον Χριστό εκζητώντας ταπεινά το έλεός Του.

Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνη πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθή κάθε είδους αμφιβολία.

Ο Απόστολος Θωμάς, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Ινδούς και είχε μαρτυρικό τέλος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος βαρὺς.
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις, πνεῦμα εὐθὲς δι' αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά

Κατά Ιωάννην (κ΄ 19-31)
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν

φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.
Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.
Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.
Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Απόδοση στη νεοελληνική:

Κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθηταί, διότι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας».
Ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὴν πλευράν του. Οἱ μαθηταὶ ἐχάρησαν διότι εἶδαν τὸν Κύριον. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καὶ πάλιν, «Εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας. Καθὼς ἔστειλε ἐμὲ ὁ Πατέρας καὶ ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς». Ὅταν εἶπε αὐτό, ἐφύσησε εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς λέγει, «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἐὰν συγχωρέσετε τὶς ἁμαρτίες κανενὸς τοῦ εἶναι συγχωρημένες· ἂν κανενὸς δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες».
Ὁ Θωμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ ὀνομαζόμενος Δίδυμος, δὲν ἦτο μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ ἄλλοι μαθηταί, «Εἴδαμε τὸν Κύριον». Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ἐὰν δὲν ἰδῶ εἰς τὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου εἰς τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν του, δὲν θὰ πιστέψω».Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦσαν πάλιν μέσα εἰς τὸ σπίτι οἱ μαθηταί του καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπε, «Εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ἐπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμᾶν, «Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ κύτταξε τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το εἰς τὴν πλευράν μου καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ὁ Θωμᾶς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, ἐπίστεψες. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ εἶδαν καὶ ὅμως ἐπίστεψαν».Καὶ ἄλλα πολλὰ θαὐματα ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο. Αλλ’ αὐτὰ ἔχουν γραφῆ γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύοντες νὰ ἔχετε ζωὴν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ.