Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Όσιος Αμφιλόχιος της Πάτμου και το επιτίμιο...

 «Κάποτε επισκέφτηκε την Πάτμο ένας δημόσιος υπάλληλος. Αφού περάτωσε τις εργασίες του, επισκέφτηκε τον Ευαγγελισμό προκειμένου να προσφέρει και εκεί τις υπηρεσίες του. Εδώ γνώρισε το Γέροντα Αμφιλόχιο και εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητά του.


  Σε κάποια ευκαιρία ζήτησε να εξομολογηθεί. Μετά την εξομολόγηση, ο Γέροντας τον συμβούλεψε να κάνει ορισμένο επιτίμιο και να κοινωνήσει το επόμενο Πάσχα.

Αυτά έγιναν το Σάββατο βράδυ.


  Το πρωί της Κυριακής, κατά τη Θεια Λειτουργία, ο αγαπητός μας εξομολογούμενος περιέπεσε σε θλίψη και απελπισία. Ο Γέροντας με τη διορατικότητά του αντιλήφθηκε την ψυχική του κατάσταση, τον πλησιάζει, τον χαϊδεύει απαλά στην πλάτη και του λέει:

– Έχεις ευλογία να μεταλάβεις σήμερα. Πράγμα το οποίο και έγινε.

Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας αυτός, πλήρης ευγνωμοσύνης και βαθειάς συγκινήσεως, πλησιάζει τον Γέροντα και του λέει:

– Σ’ ευχαριστώ, Γέροντα, για το δώρο. Σκεπτόμουν να φύγω και να μην επανέλθω πλέον πίσω. Είχα αποφασίσει να θέσω τέρμα στη ζωή μου. Τώρα είμαι πρόθυμος να κάμω όσα επιτίμια θέλετε.

Έκτοτε έγινε ο πιο πιστός υποτακτικός»


 Όσιος Αμφιλόχιος Μακρής  της Πάτμου

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Αναρτήθηκε από Σαλπίσματα Ορθοδοξίας Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2022 ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΤΩΡΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΥΠΗΡΧΑΜΕ ΠΡΟ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.

 Η Εκκλησία είναι άναρχη, ατελεύτητη, αιώνια, όπως ο ιδρυτής της, ο Τριαδικός Θεός, είναι άναρχος, ατελεύτητος, αιώνιος.


Η Εκκλησία είναι άκτιστη, όπως και ο Θεός είναι άκτιστος. Υπήρχε προ των αιώνων, προ των αγγέλων, προ της δημιουργίας του κόσμου. «Προ καταβολής κόσμου», λέγει ο Απόστολος Παύλος. Είναι θείο καθίδρυμα και σ’ αυτήν «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος». Είναι έκφραση της πολυποίκιλης σοφίας του Θεού. 


Είναι το μυστήριο των μυστηρίων. Υπήρξε αφανέρωτο και εφανερώθη «επ’ εσχάτων των χρόνων». Η Εκκλησία παραμένει απαρασάλευτη, γιατί είναι ριζωμένη στην αγάπη και στη σοφή πρόνοια του Θεού. Την αιώνια Εκκλησία αποτελούν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στη σκέψη και στην αγάπη του Τριαδικού Θεού υπήρχαν απ” αρχής και οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Εμείς οι άνθρωποι δεν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στην παντογνωσία του Θεού υπήρχαμε προ των αιώνων.


Την αιώνια Εκκλησία αποτελούν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.


Η αγάπη του Θεού μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Μας συμπεριέλαβε στην Εκκλησία παρ’ ότι εγνώριζε την αποστασία μας. Μας έδωσε τα πάντα, για να μας κάνει κι εμάς θεούς κατά χάριν και δωρεάν. Εν τούτοις εμείς, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας μας, εχάσαμε το αρχέγονον κάλλος, την αρχέγονη δικαιοσύνη και αποκοπήκαμε απ’ την Εκκλησία. Έξω απ’ την Εκκλησία, μακριά απ’ την Αγία Τριάδα, εχάσαμε τον Παράδεισο, το παν. Έξω, όμως, απ’ την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει ζωή. Γι’ αυτό η σπλαχνική καρδιά του Θεού Πατέρα μας δεν μας άφησε έξω απ’ την αγάπη Του. Άνοιξε για μας πάλι τις πύλες του Παραδείσου, επ’ εσχάτων των χρόνων και εφανερώθη εν σαρκί.


Με τη θεία σάρκωση του μονογενούς Υιού του Θεού φανερώθηκε πάλι στους ανθρώπους το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.


Ο Θεός εν τη απείρω αγάπη Του μας ένωσε πάλι με την Εκκλησία Του στο πρόσωπο του Χριστού. Μπαίνοντας στην άκτιστη Εκκλησία, ερχόμαστε στον Χριστό, μπαίνομε στο άκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή κι εμείς οι πιστοί να γίνομε άκτιστοι κατά χάριν, να γίνομε μέτοχοι των θείων ενεργειών του Θεού, να μπούμε μέσα στο μυστήριο της θεότητος, να ξεπεράσομε το κοσμικό μας φρόνημα, να αποθάνομε κατά «τον παλαιό άνθρωπον» και να γίνομε ένθεοι. Όταν ζούμε στην Εκκλησία, ζούμε τον Χριστό. Αυτό είναι πολύ λεπτό θέμα, δεν μπορούμε να το καταλάβομε. Μόνο το Άγιον Πνεύμα μπορεί να μας το διδάξει.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, σελ. 193. Έκδοση 6η

Άγιες Ριψιμιά, Γαϊάνη και Άλλες Τριακονταδύο Παρθενομάρτυρες

 Η Αγία Ριψιμία (ή Ριψίμη) μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304 μ.Χ.) και συγκεκριμένα το 292 μ.Χ. Ήταν όμορφη στο σώμα και σεμνή στο ήθος (κατ΄ άλλους και μοναχή). Επειδή δεν δέχτηκε την πρόταση του Διοκλητιανού να γίνει γυναίκα του, κατέφυγε μαζί με την γερόντισσα Γαϊανή, που λέγεται ότι ήταν καθηγουμένη της Ριψιμίας, στην Αρμενία. Ο βασιλιάς όμως της Αρμενίας Τηριδάτης, άκουσε για την ομορφιά της Ριψιμίας και θέλησε και αυτός να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η αγνή Ριψιμία αρνήθηκε και έτσι κίνησε την οργή του Τηριδάτη, ο όποιος διέταξε να τη βρουν και να τη συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι του τη βρήκαν γύρω από τα μέρη του Αραράτ, όπου κρυβόταν. Εκεί λοιπόν, οι βάρβαροι, της έβγαλαν τα μάτια, κατόπιν έκοψαν τη γλώσσα της και στο τέλος έκοψαν το σώμα της σε μικρά κομμάτια. Έτσι η Αγία Ριψιμία, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον στεφανοδότη Χριστό. Μαζί όμως με τη Ριψιμία, μαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια και η γερόντισσα Γαΐανή, καθώς και 32 Παρθενομάρτυρες. Τέλος, μαζί με τις Αγίες αυτές μαρτύρησαν και 70 άνδρες, που κρύβονταν σ' εκείνα τα μέρη.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Γρηγόριος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας

 Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν γιος του Ανάκ, που ήταν συγγενής του βασιλιά της Μεγάλης Αρμενίας, Κουσαρώ (290 μ.Χ.). Ο Ανάκ, λοιπόν, σε συνεργασία με το βασιλιά των Περσών Αρτασείρα, σκότωσε τον Κουσαρώ. Αλλά οι σατράπες της Αρμενίας εκδικήθηκαν το φόνο του, σκοτώνοντας τον Ανάκ και όλη του την οικογένεια. Διασώθηκαν μόνο δύο παιδιά του, που ένας ήταν ο Γρηγόριος.


Στην Καισαρεία συνέβη να συναντηθούν ο γιος του φονιά Ανάκ, Γρηγόριος, και ο γιος του θύματος Τηριδάτης. Τότε ο Γρηγόριος σπούδαζε με ζήλο τα Ιερά γράμματα, (στην Καισαρεία της Καππαδοκίας από τον εκεί αρχιεπίσκοπο Λεόντιο), που μεταξύ άλλων λένε: «τελείων δὲ ἐστὶν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Εβραίους, ε' 14.1). Δηλαδή, η στερεά και υψηλότερη πνευματική τροφή είναι για τους τέλειους χριστιανούς, που από την άσκηση έχουν τα πνευματικά αισθητήρια γυμνασμένα στο να διακρίνουν εύκολα μεταξύ του καλού και κακού. Γυμνασμένος, λοιπόν, και ο Γρηγόριος στη διάκριση, όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον Τηριδάτη, αλλά τον πλησίασε με αγάπη, αποδοκίμασε την πράξη του πατέρα του και τον βοήθησε σε κάποια ασθένεια του.


Όταν αργότερα ο Τηριδάτης έγινε βασιλιάς Αρμενίας, βασάνισε φρικτά τον Γρηγόριο (που τότε ήταν επίσκοπος Αρμενίας). Διέταξε μάλιστα, να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά επέζησε για 15 χρόνια τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Ο Θεός, όμως, επέτρεψε να γίνει ο Τηριδάτης σχιζοφρενής. Αλλά δια των προσευχών του Γρηγορίου θεραπεύθηκε, μετανόησε και βαπτίσθηκε χριστιανός με όλο του το έθνος.






Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τὴ γεωργία, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεῖς μαρτυρίου τοὶς στίγμασιν, ἱεραρχία Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ἄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, τὸν γρήγορον Γρηγόριον ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ ὑπέρμαχον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.


Ὁ Οἶκος

Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν ἀθλοφόροις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον, Ἀρμενίας πιστοὶ ποιμένα τε καὶ πρόμαχον, ἐν ὑμνῳδίαις εὐφημοῦμεν, καὶ ᾄσμασιν ἐνθέοις αὐτοῦ τὴν μνήμην· τὴν γὰρ ἀχλὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠφάνισε, σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους ὑπήνεγκε, σταθερᾷ διανοίᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύει Χριστῷ τοῦ σωθῆναι ἡμάς.


Κάθισμα

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Βλέμμα γρήγορον τῆς διανοίας, Μάρτυς ἔνδοξε προκεκτημένος, ὁμωνύμως καὶ καταλλήλως διέπρεψας, ὑπὲρ Χριστοῦ τῇ ἀθλήσει στρεβλούμενος, ἐν προσευχαῖς ἀνενδότως ἠγρύπνησες ὅθεν εἴληφας, ἱεραρχικῶς δι' αἵματος, βραβεῖον κατ' ἄμφω παμμάκαρ Γρηγόριε.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΩ;

 π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν


Γιατί πιστεύω ; Κοιτάζω μέσα μου , μέσα στὶς ἐμπειρίες καὶ στὰ αἰσθήματά μου καὶ μολοταύτα δὲν βρίσκω καμία ἀπάντηση.

Τί σημαίνει ὁ Θεὸς γιὰ μένα ; Ἕνας τρόπος νὰ ἑρμηνεύσω τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή; ΟΧΙ!

Πρώτον μου εἶναι ξεκάθαρο πὼς αὐτὴ ἡ ἐξήγηση δὲν εἶναι ἡ πηγὴ τῆς πίστεώς μου σ` αὐτὸν καὶ δεύτερον πὼς ἡ πίστη μου στὸν Θεὸ δὲν «ἐξηγεῖ» ὀρθολογιστικὰ ὅλα τα μυστήρια καὶ τὰ αἰνίγματα τοῦ κόσμου.

Ὄχι μιὰ καὶ δύο φορὲς στὴ ζωή μου ἔπρεπε νὰ σταθῶ στὸ πλευρὸ ἑνὸς ἑτοιμοθάνατου παιδιοῦ ποὺ ἔπασχε φρικτά. Καὶ λοιπὸν τί ; Θὰ μποροῦσα νὰ ὑπερασπιστῶ ἢ νὰ διακαιολογήσω αὐτοὺς τοὺς πόνους καὶ τὸν ἴδιο το θάνατο «θρησκευτικὰ» καθὼς λένε; ΟΧΙ! Μποροῦσα μονάχα νὰ πῶ ( Ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ , ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Μποροῦσα μονάχα νὰ ὁμολογήσω πόσο ἀδύνατον εἶναι νὰ μετρήσουμε αὐτὴ τὴν παρουσία μὲ τὶς γεμάτες θλίψη γήινες ἐρωτήσεις μας .

Ὄχι φυσικὰ ἡ πίστη δὲν εἶναι προιὸν τῆς ἀνάγκης μου γιὰ ἐξηγήσεις .

Τότε ἀπὸ ποῦ προέρχεται ; ἢ μήπως προέρχεται ἀπὸ τὸν φόβο μου γιὰ τὴν τελικὴ ἐκμηδένιση, ἀπὸ ἐκείνη τὴν παράφορη καὶ κατ` οὐσίαν ἐγωιστικὴ ἐσωτερικὴ ἐπιθυμία νὰ μὴν ἐκμηδενισθῶ ; Ὄχι αὐτὸ δὲν ἐξηγεῖ τὸ γιατί πιστεύω γιατί φαίνεται πὼς οἱ ὑποθέσεις γιὰ τὴν μετὰ θάνατο ζωὴ καὶ τὴν ἀθανασία – ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ εὐφυεῖς φιλοσοφικὲς ὑποθέσεις – εἶναι παιδιάστικες φλυαρίες .

Δὲν εἶναι ὅτι ἐπιθυμῶ τὴν αἰώνια ζωὴ μετὰ θάνατο ὁ λόγος ποὺ πιστεύω στὸν Θεὸ , τὸ ἀντίθετο , πιστεύω στὴν αἰώνια ζωὴ γιατί πιστεύω στὸν Θεό.

ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ, ΑΦΟΥ ΞΕΡΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ; (ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ)

 Γέροντα, γιατί πρέπει να ζητάμε από τον Θεό να μας βοηθάει ,αφού ξέρει τις ανάγκες μας;

Γιατί υπάρχει ελευθερία. Και μάλιστα, όταν πονάμε για τον πλησίον μας και Τον παρακαλούμε να τον βοηθήση, πολύ συγκινείται ο Θεός ,γιατί τότε επεμβαίνει, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο. Ο Θεός έχει όλη την καλή διάθεση να βοηθήση τους ανθρώπους που υποφέρουν. Για να τους βοηθήση όμως, πρέπει κάποιος να Τον παρακαλέση

Γιατί, αν βοηθήση κάποιον ,χωρίς κανείς να Τον παρακαλέση, τότε ο διάβολος θα διαμαρτυρηθεί και θα πη:

 « Γιατί τον βοηθάς και παραβιάζεις το αυτεξούσιο; Αφού είναι αμαρτωλός, ανήκει σε εμένα » . Εδώ βλέπει κανείς και την μεγάλη πνευματική αρχοντιά του Θεού, που ούτε στον διάβολο δίνει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί. Για αυτό θέλει να Τον παρακαλούμε, για να επεμβαίνη – και θέλει ο Θεός να επεμβαίνη αμέσως, αν είναι για το καλό μας – και να βοηθάη τα πλάσματά Του ανάλογα με τις ανάγκες τους. Για τον κάθε άνθρωπο ενεργεί ξεχωριστά, όπως συμφέρει στον καθέναν καλύτερα.

Ο Θεός λοιπόν αλλά και οι Άγιοι για να βοηθήσουν ,πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να το θέλη και να το ζητά ,αλλιώς δεν επεμβαίνουν. Ο Χριστός ρώτησε τον παράλυτο: 

« Θέλεις υγιής γενέσθαι; ».Αν δεν θέλη ο άνθρωπος ,το σέβεται ο Θεός. Αν κάποιος δεν θέλη να πάη στον παράδεισο, ο Θεός δεν τον παίρνει. Εκτός αν ήταν αδικημένος και είχε άγνοια, οπότε δικαιούται την θεία βοήθεια. Διαφορετικά , δεν θέλει να επέμβη ο Θεός. Ζητά κανείς βοήθεια και ο Θεός και οι Άγιοι την δίνουν. Μέχρι να ανοιγοκλείσης τα μάτια σου,έχουν κιόλας βοηθήσει. Μερικές φορές δεν προλαβαίνεις ούτε να τα ανοιγοκλείσης .Τόσο γρήγορα βρίσκεται ο Θεός δίπλα σου.

« Αιτείτε και δοθήσεται » , λέει η Γραφή. Αν δεν ζητάμε βοήθεια από τον Θεό , θα σπάζουμε τα μούτρα μας. Ενώ, όταν ζητάμε την θεία βοήθεια , ο Χριστός μας δένει με ένα σχοινάκι και μας συγκρατεί. Φυσάει ο αέρας από εδώ-εκεί ,αλλά, επειδή είμαστε δεμένοι, δεν κινδυνεύουμε. Όταν όμως ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει ότι ο Χριστός είναι που τον κρατάει, λύνεται πλέον από το σχοινάκι και τον χτυπούν οι άνεμοι από δω κι από κει και ταλαιπωρείται.

Να ξέρετε, μόνον τα πάθη και οι αμαρτίες είναι δικές μας . Ο,τι καλό κάνουμε είναι από τον Θεό, ο,τι ανοησίες κάνουμε είναι δικές μας. Λίγο η Χάρις του Θεού να μας αφήση, τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Όπως στην φυσική ζωή , λίγο το οξυγόνο να μας πάρη ο Θεός ,αμέσως θα πεθάνουμε, έτσι και στην πνευματική ζωή , λίγο αν μας αφαιρέση την θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε.

 Μια φορά ένιωθα στην προσευχή μια αγαλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν ένιωθα καθόλου κούραση .Όσο προσευχόμουν, ένιωθα μια γλυκιά ξεκούραση ,κάτι που δεν μπορώ να το εκφράσω. Ύστερά μου πέρασε ένας λογισμός ανθρώπινος : Επειδή μου λείπουν δυό πλευρά και εύκολα κρυώνω, σκέφθηκα, για να μην χάσω αυτήν την κατάσταση και να προχωρήσω όσο πάει, να πάρω ένα σάλι, να τυλιχθώ, μήπως αργότερα κρυώσω. Μόλις δέχθηκα αυτόν τον λογισμό, αμέσως σωριάστηκα κάτω. Έμεινα πεσμένος κάτω μισή ώρα περίπου και μετά μπόρεσα να σηκωθώ να πάω στο κελλί να ξαπλώσω. Προηγουμένως ,όσο προχωρούσα στην προσευχή , ένιωθα σαν ένα πούπουλο,ένα ελάφρωμα μια αγαλίαση, που δεν εκφράζεται.

Μόλις όμως δέχθηκα αυτόν τον λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Αν έφερνα έναν υπερήφανο λογισμό και έλεγα λ.χ.« ζήτημα είναι , αν υπάρχουν δύο-τρεις σε τέτοια κατάσταση » , τότε είναι που θα πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ανθρώπινα ,όπως σκέφτεται ο κουτσός να πάρει τα δεκανίκια του , όχι δαιμονικά. Ήταν ένας φυσικός λογισμός , αλλά και πάλι είδες τι έπαθα.


Το μόνο που έχει ο άνθρωπος είναι μια διάθεση και ανάλογα με αυτήν τον βοηθάει ο Θεός. Για αυτό λέω, όσα αγαθά έχουμε είναι δώρα του Θεού. Τα έργα μας είναι μηδέν και οι αρετές μας είναι μια συνέχεια από μηδενικά. Εμείς θα προσπαθούμε να προσθέτουμε συνέχεια μηδενικά και να παρακαλούμε τον Χριστό να βάλη την μονάδα στην αρχή, για να γίνουμε πλούσιοι. Εάν δεν βάλη τη μονάδα ο Χριστός στην αρχή, χαμένος ο κόπος.

Μετακομιδή του Ιερού λειψάνου του Αγίου Δονάτου Επισκόπου Ευροίας Ηπείρου

 Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την μετακομιδή του Ιερού του λειψάνου από την Εκκλησία της Παναγίας του Murano της Βενετίας στην Παραμυθία και εναποτέθηκε μετά πάσης ευλαβείας και λαμπρότητας στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό.

Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος από την Γάζα

 Ο Όσιος Θεοφάνης ο Φιλεύσπλαχνος καταγόταν από την συριακή πόλη της Γάζας. Ήταν πολύ ευγενικός και ελεήμων. Χάρισε όλη του την περιουσία στους φτωχούς και ο ίδιος ζούσε στην ένδεια.


Προς το τέλος της ζωής του αρρώστησε από υδρωπικία που του προκαλούσε μεγάλο πόνο. Το σώμα του άρχισε να πρήζεται, να σαπίζει και να αναδύει μια δυσωδία. Παρόλα αυτά, ο Όσιος Θεοφάνης υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία καρτερικά και ευχαριστούσε τον Θεό.


Μια σφοδρή καταιγίδα μαινόταν ενώ πέθαινε, και η σύζυγός του φοβόταν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τον κηδεύσει όπως πρέπει. Ο Όσιος Θεοφάνης όμως την παρηγόρησε και της προφήτευσε ότι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, θα σταματήσει την καταιγίδα. Πράγματι, όταν ο Όσιος Θεοφάνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, επικράτησε ηρεμία.


Μετά το θάνατο του Οσίου, το σώμα του αφού καθαρίστηκε από τις πληγές και την φθορά, άρχισε να αναβλύζει μύρο ως απόδειξη της αγιότητάς του.

Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες»

 Οι Άγιοι Μάρτυρες «Οἱ ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες» μαρτύρησαν το 1530 μ.Χ. (ή 1537 μ.Χ.).


Για τους Αγίους αυτούς, μαθαίνουμε από την Ακολουθία τους, ποίημα του Παχωμίου Ρουσσάνου, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντος τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».


Επίσης, από τον Μπανατιώτη ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη δημοσιεύτηκε «μικρά χρονική σημείωσις σωζομένη εν ταις χερσί των καλογήρων», κατά την οποία «....εστάθηκε το άνωθεν Μοναστήριον εις την κατάστασίν του έως εις τους 1537 Ιουλίου 29. Εις τον οποίον καιρόν απέρασεν η αρμάδα των Τούρκων από την Ζάκυνθον, και δεν έκαμε βλάψιμον. Και γυρίζοντας έπειτα εις τα Στροφάδια η αυτή αρμάδα τα έκαψε, και τα ερήμωσεν....».



Ἀπολυτίκιον

Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.

Εν μονή των Στροφάδων θεαρέστως βιώσαντες και της εν Χριστώ απαθείας εποφθέντες κειμήλια υπέστητε βαρβάρων την ορμήν, Πατέρες, και μαρτύρων κοινωνοί ανεδείχθητε ως άρνες στυγνώς σφαγιασθέντες, οσιόαθλοι. Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω δι' υμών πιστοίς τα κρείττονα.


Κοντάκιον

Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.

Των αρετών τα τιμαλφέστατα κειμήλια και τα λαμπρότατα αθλήσεως αλάβαστρα, εν τη νήσω της Στροφάδος χειρί βιαία τους κτανθέντας ασκητάς ανευφημήσωμεν ως Πατέρων ιερόν και θείον σύλλογον ανακράζοντες: Χαίροις, Άγιον άθροισμα.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις, των Πατέρων σεπτός χορός, των αναιρεθέντων εν Στροφάσιν ανηλεώς, χαίροις, συστοιχία λαμπρέ οσιοάθλων, οφρύν η των βαρβάρων καταπατήσασα.


Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου

 Οι Άγιοι Τρεις Νεομάρτυρες εν τω Βραχωρίω Αγρινίου ήταν Πελοποννήσιοι και πραγματεύονταν στα μέρη των Ιωαννίνων, όπου έμαθαν να μιλούν και τα τούρκικα. Το 1786 μ.Χ. αποφάσισαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους τον Μωρία.


Στο δρόμο, όταν έφτασαν στο Βραχώρι της Αιτωλίας, υπήρχαν φοροεισπράκτορες Τούρκοι, πού εισέπρατταν τον φόρο. Οι τρεις Μάρτυρες για ν' αποφύγουν το χαράτσι τους χαιρέτισαν τούρκικα και πέρασαν ελεύθερα στην πόλη, διότι τους πέρασαν για Τούρκους.


Κατόπιν όμως τους ανακάλυψαν, τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν για ν' αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως, έμειναν σταθεροί στην πίστη τους και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου με απαγχονισμό.

Άγιοι Γοβδέλαος, Δάδας, Κάσδοος και Κασδόα

 Ο Γοβδέλαος ήταν γιος του βασιλιά Σαβωρίου και έγινε χριστιανός από έναν αξιωματικό του πατέρα του τον Δάδα. Όταν το έμαθε αυτό ο Σαβώρ διέταξε και συνελήφθησαν και οι δύο. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να θυσιάσουν στους Θεούς, το μεν Δάδα τον τεμάχισε ζωντανό, το γιο του Γοβδέλαου τον υπέβαλε σε βασανιστήρια, και έγδαρε το κεφάλι του, έκοψε τα μέλη του και κέντησε το σώμα του με καλάμια.


Ο Κάσδοος (ή Κασδίος) ήταν συγγενής του βασιλιά και επειδή έγινε χριστιανός τον έγδαρε ζωντανό.


Η Κασδόα ήταν κόρη του βασιλιά, και αδελφή του Αγίου Γοβδέλαου. Αυτή είχε επισκεφθεί τον αδελφό της στην φυλακή, ο οποίος την έκανε χριστιανή. Όταν μαθεύτηκε αυτό ο βασιλιάς την συνέλαβε, και επειδή δεν μπόρεσε να αλλάξει την πίστη της την βασάνισε σκληρά μέχρι θανάτου.





Λειτουργικά κείμενα

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.

Αγία Γουδελία

 Η Αγία Γουδελία (ή Γοβδελία) ήταν Περσίδα χριστιανή απόστολος, που κατάφερε να φέρει πολλούς απίστους στο δρόμο της δια Χριστού σωτηρίας. Έζησε τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ (περί το 340 μ.Χ.). Επειδή δυναμικά εκτελούσε το Ιεραποστολικό της έργο, τη συνέλαβαν και την έκλεισαν για πολλά χρόνια στη φυλακή. Οι εκεί κακοπάθειές της υπήρξαν φοβερές. Μόνο η θεία χάρη την ενίσχυσε, ώστε να κατανικήσει την υγρασία, το σκοτάδι και τις συχνές στερήσεις και αυτού του νερού. Αλλά όλα αυτά τα μακροχρόνια βάσανα, δεν ελάττωσαν καθόλου τη φωτιά της πίστης και τη φλόγα της γενναιότητάς της. Κατόπιν της έγδαραν το κεφάλι, χωρίς να υποκύψει η καρτερία της. Τελικά πέθανε με σταυρικό θάνατο.


Ίσως, με την πάροδο του χρόνου, να έγινε σύγχυση μεταξύ των Συναξαριακών πηγών και ο Άγιος Γοβδελαάς που τιμούμε την ίδια μέρα έγινε, από λάθος αντιγραφές, Γουδελία ή Γοβδελία με πανομοιότυπη βιογραφία. Άλλες όμως πηγές αναφέρουν, ότι πράγματι υπήρξε μάρτυς Γουδελία, που μαρτύρησε δια ξίφους χωρίς άλλα βιογραφικά στοιχεία, που είναι περισσότερο πιθανό και αποδεκτό.

Άγιος Μαλαχίας ο Νέος Οσιομάρτυρας από τη Ρόδο

 Ο Άγιος Μαλαχίας ήταν γιος Ιερέα από τη Ρόδο. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους, ότι έβρισε τον Μωάμεθ. Αμέσως συλλήφθηκε και οδηγήθηκε στις αρχές, που τον εκβίαζαν να εξωμόσει. Ο Μαλαχίας έδειξε μεγάλο θάρρος, με το όποιο εξήγειρε την οργή των Τούρκων, οι όποιοι αφού τον μαστίγωσαν, τρύπησαν τους αστραγάλους του και τον έδεσαν πίσω από ένα άγριο άλογο. Μετά από μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, οδηγήθηκε ο μάρτυρας έξω από την πόλη, όπου σουβλίστηκε και κάηκε πάνω σε αναμμένη φωτιά. Έτσι παρέδωσε την Αγία του ψυχή στις 29 Σεπτεμβρίου 1500 μ.Χ.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

 Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 11). Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.


Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου.


Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριακός, έφυγε κι από εκεί και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Προς Τίτον, γ' 2). Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους.






Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .

Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.

Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ' ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.


Μεγαλυνάριον

Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.


Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ

 Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐνῶ ἀποτελεῖ βασικό καί σημαντικό ἔργο γιά κάθε πιστό, εἰδικά στίς μέρες μας, γιά πολλούς δέν ὑφίσταται. Γιά τούς μέν ἀδιάφορους θεωρεῖται δεδομένη ἡ μή ἐνασχόλησή τους μέ τό ἱερό αὐτό βιβλίο, γιά δέ τούς ἔχοντας ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική ζωή παρατηροῦμε παραγκώνισή της, λόγῳ προτεραιότητας γιά ἀνάγνωση ἄλλων πνευματικῶν βιβλίων. Ὅμως ἡ μελέτη τῆς Βίβλου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνα παραγέμισμα στήν πνευματική μας ζωή ἀλλά βασικό μέλημα αὐτῆς. Ἄς σκεφτοῦμε ἕναν ἀθλητή τοῦ στίβου, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ καί προσπαθεῖ νά καταφέρει ἕνα δυνατό ἅλμα στό ἄθλημα «ἅλμα ἐπί κοντῷ». Προπονεῖται καθημερινά γιά πολλές ὤρες, προσέχει τήν διατροφή του, δέν ξενυχτᾶ κ.ἄ. Αὐτός ὁ ἀθλητής εἶναι πολύ πιθανό νά καταφέρει ἕνα καλό ἀποτέλεσμα. Παράλληλα τώρα, γιά τόν χριστιανό, πού εἶναι ἕνας ἀθλητής τοῦ πνευματικοῦ στίβου, ἡ καλή διατροφή, θά λέμαμε οἱ βιταμίνες, εἶναι ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄν δέν τραφεῖς μέ τίς ἀπαραίτητες αὐτές βυταμίνες δέν θά μπορέσεις νά σταθεῖς ὄρθιος, οὔτε θά πετύχεις τούς πνευματικούς σου στόχους. Ἀφορμή γιά τό κείμενο αὐτό ἀπετέλεσαν τά κείμενα ἑνός σπουδαίου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου.[1]

Ὁ ἅγιος αὐτός ἀπευθυνόμενος στόν Μαρκελλῖνο, τόν ἐπαινεῖ, διότι ἔμαθε τήν ἀγάπη του γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκεται ἀποθησαυρισμένος στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἀναφερόμενος σ᾽αὐτόν λέγει χαρακτηριστικά: «πρός πᾶσαν τήν θείαν γραφήν ἔχειν τήν σχολήν» καί συμπληρώνει λέγοντας γιά τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ὅτι «πολύν ἔχων εἰς αὐτήν τήν βίβλον κἀγώ πόθον, ὥσπερ καί εἰς πᾶσαν τήν γραφήν».[2]

Ὁμολογεῖ λοιπόν εὐθαρσῶς τόν πόθο του γιά τήν μελέτη τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Στό ἴδιο ἔργο του, «πρός Μαρκελλῖνον», ἀναφέρεται στά ὀφέλη τῆς βιβλικῆς μελέτης λέγοντας: «εἰ γάρ δεῖ καί πιθανώτερον εἰπεῖν, πᾶσα μέν ἡ θεία γραφή διδάσκαλός ἐστιν ἀρετῆς και πίστεως ἀληθοῦς».[3]

Ἡ Ἁγία Γραφῆ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καταγεγραμμένος, καί μέ ἁπλά λόγια μέσῳ αὐτῆς μιλᾶ ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. Τοῦς ἀναφέρει τί νά κάνουν γιά νά ἐνωθοῦν μαζί Του. Ὁ Ἀθανάσιος ἀναφερόμενος στήν θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐπιτυχημένη εἰκόνα γιά τήν ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάγνωσή της. Λέγει: «δεῖ τῶν ἐντυγχανόντων ἕκαστον ταύτῃ τῇ βίβλῳ ἐντυγχάνειν μέν ἄπασι γνησίως τοῖς ἐν αὐτῇ θεοπνεύστοις οὔσι, λαμβάνειν δέ λοιπόν ἀπ᾽αὐτῶν ὡς ἐκ παραδείσου καρπῶν ὠφελείας, πρός ὅ τήν χρείαν ἑαυτόν ἔχοντα συνορᾶ».[4]

Εἶναι δηλαδή ὅταν μελετᾶς τό ἱερό κείμενο σάν νά ἔχεις μπεῖ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ καί μαζεύεις καρπούς. Τέλος, ὁ ἅγιος κάνει μιά ἀναφορά στόν πνευματικό του πατέρα, τόν Μέγα Ἀντώνιο, γιά τόν ὁποῖο λέγει ὅτι ἐπειδή δέν γνώριζε γράμματα προσπαθοῦσε νά ἀποστηθήσει ὅλη τήν Ἁγία Γραφή στό νοῦ του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Καί γάρ προσεῖχεν οὕτως τῆ ἀναγνώσει, ὡς μηδέν τῶν γεγραμμένων ἀπ᾽αὐτοῦ πίπτειν χαμαί, πάντα δέ κατέχειν, καί λοιπόν αὐτῶ τήν μνήμην ἀντί βιβλίων γίνεσθαι».[5]

Ἀπό τά παραπάνω γίνεται ἀντιληπτή ἡ βαρύτητα καί προτεραιότητα πού ἔδιναν οἱ ἅγιοι στήν μελέτη τῆς Βίβλου καί ἡ ἀναφορά τους στά ὀφέλη ἐξ αὐτῆς στούς χριστιανούς. Δέν ἔχουμε παρά νά ἀκολουθοῦμε τά ἴχνη τῶν Πατέρων μας.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: «ΑΝ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΕ ΜΟΙΡΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ΘΑ ΜΟΙΡΑΣΤΟΥΝ ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ»

 Μία φορά σκανδαλισμένος με έναν πνευματικό που ήθελε να επιβάλει τις πολιτικές του πεποιθήσεις σ’ ένα πνευματικοπαίδι του, πήγα να ρωτήσω σχετικά το γέροντα. 

Για μένα χέρι που δεν κάνει το σταυρό, είτε «δεξιό» είτε  «αριστερό»… το ΙΔΙΟ είναι. Δεν έχουν καμία διαφορά.

Να κοιτάτε να μαθαίνετε ποιοί είναι τίμιοι άνθρωποι, δίκαιοι και αυτούς να ψηφίζετε. Σήμερα έχουμε ανάγκη όχι από έξυπνους αλλά από τίμιους ανθρώπους.

Εγώ, αν οι κομμουνιστές δεν ήταν άθεοι, και δεν κυνηγούσαν τον Χριστό, θα συμφωνούσα μαζί τους.Καλό είναι τα χωράφια, τα εργοστάσια να ανήκουν σε όλους…

Όχι κάποιος να πεινάει και κάποιος να πετάει.

Αν τα υλικά πράγματα δε μοιράζονται με το Ευαγγέλιο, στο τέλος θα μοιραστούν με το μαχαίρι.



Απόσπασμα από το βιβλίο:  «Ο πατήρ Παϊσιός μου είπε» του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ.  84 – 89

Σύναξη των Οσιομαρτύρων και Οσίων των εν τη Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής

 Οι Όσιοι αυτοί διέλαμψαν στην Ιερά Μονή Καλυβιανής, κατά τούς δυσχειμέρους καιρούς της Ενετικής και Οθωμανικής κατοχής της Κρήτης. Εμφανίστηκαν σε πολλούς διηγούμενοι τον βίο και την εν Χριστώ τελείωσή τους.


Το 1993 μ.Χ. στον αύλειο χώρο της Ιεράς Μονής ξεράθηκε ένα κυπαρίσσι το οποίο έπρεπε να κοπεί για λόγους ασφαλείας. Όταν έγινε η εκρίζωση του δένδρου βρέθηκαν τάφοι και λείψανα τα οποία απέπνεαν ευωδία. Τότε πλήθυναν τα σημεία της εμφανείας τους σε μοναχές, ευσεβείς χριστιανούς, εργάτες, τεχνίτες και προσκυνητές από την Κρήτη και εκτός αυτής.


Στις 28 Σεπτεμβρίου 2008 μ.Χ. ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριος καθαγίασε κατά την Θεία Λειτουργία την Ιερά Εικόνα των Οσιομαρτύρων και Μαρτύρων και καθιέρωσε την εορτή της συνάξεώς των. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2012 μ.Χ. εγκαινίασε τον Ιερό Ναό των Οσιομαρτύρων και Μαρτύρων και του Οσίου Χαραλάμπη, δίπλα στον οποίο βρέθηκαν οι τάφοι.


Τα λείψανά τους, βρύουν ιάσεις.

Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και λοιπές Παρθένες και Παιδιά

 Οι Άγιοι Μάρκος ο ποιμένας, Αλέξανδρος, Αλφειός και Ζώσιμος τα αδέλφια, Νίκων, Νέων, Ηλιόδωρος και οι λοιπές Παρθένες και Παιδιά έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού και ηγεμόνα της Πισιδίας Μάγνου (290 μ.Χ.).


Ο Μάρκος ήταν βοσκός προβάτων και γέροντας. Επειδή ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτά και στάλθηκε στην Κλαυδιούπολη. Εκεί κάλεσαν τρία αδέλφια, τον Αλέξανδρο, τον Αλφειό και τον Ζώσιμο, από το χωριό Κατάλυτο, για να κατασκευάσουν χάλκινα δεσμά για τον Μάρκο. Όταν όμως άρχισαν να τα κατασκευάζουν, ένιωσαν τα χέρια τους να παραλύουν. Θαύμασαν για το γεγονός και αμέσως ομολόγησαν τον Χριστό. Τότε μαρτύρησαν με φρικτό τρόπο, αφού έριξαν στο στόμα τους βραστό μολύβι και έπειτα τους κάρφωσαν επάνω σε πέτρα. Τον δε Μάρκο, αφού συνέχισαν να τον βασανίζουν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.


Τον ίδιο θάνατο είχαν και οι υπόλοιποι Μάρτυρες, Ηλιόδωρος, Νικών και Νέων, μαζί με πολλές Παρθένες και Παιδιά. Όλοι αποκεφαλίστηκαν στην τοποθεσία Μωρομίλιο.

Όσιος Ισαάκ ο Σύρος

 Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.


Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.


Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.


Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.


Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:


Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.


Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.


Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.


Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.


Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.


Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.


Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.


Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.


Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.


Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.



Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.

Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.


Κοντάκιον

Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.

Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.


Μεγαλυνάριον

Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.


Όσιος Αυξέντιος ο Μοναχός, που ασκήτευσε στην Κύπρο

 Άγνωστος στους Συναξαριστές, γνωστός όμως και θαυματουργός στην εκκλησία της Κύπρου. Ο Όσιος αυτός ήταν Γερμανός στην καταγωγή και κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν οι σταυροφόροι πλησίασαν την Κύπρο, αυτός έγινε μοναχός μαζί με άλλους 300 στρατιώτες (Άγιοι Αλαμανοί). Αφού περιήλθε το νησί, κατέληξε σε μια σπηλιά στην περιοχή της Καρπασίας μεταξύ των χωριών Κώμης Κεπήρ και Επτακώμης όπου έζησε θεοφιλώς.


Ακολουθία του Οσίου αυτού, εξέδωσε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.





Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’.

Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἠμᾶς τοὺς πιστῶς σοὶ κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Προφήτης Βαρούχ ο Δίκαιος

 Φιλαλήθης και θαρραλέος ο Βαρούχ (δηλαδή «ευλογημένος»), έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν γιος του Νηρίου και υπήρξε αφοσιωμένος ακόλουθος και γραμματέας του προφήτη Ιερεμία .


Όταν ήταν φυλακισμένος ο Ιερεμίας, ο Βαρούχ έγραψε με υπαγόρευσή του προφητείες, με την εντολή να τις αναγνώσει στο λαό σε ήμερα νηστείας. Αλλά ο βασιλιάς Ιωακείμ, όταν το πληροφορήθηκε, αντί να επωφεληθεί από τις νουθεσίες του προφήτη, έριξε το βιβλίο του στη φωτιά. Οι προφητείες όμως εκείνες, γράφηκαν και πάλι. Ο Βαρούχ υπέστη και φυλάκιση, διότι οι Ιουδαίοι τον μισούσαν για τη φιλαλήθη και θαρραλέα του γλώσσα. Τον κατηγορούσαν μάλιστα, ότι αυτός παρακινούσε εναντίον τους τον προφήτη Ιερεμία. Όταν οι Ιουδαίοι κατέφυγαν φοβισμένοι στην Αίγυπτο για τη στάση τους κατά του βασιλιά της Βαβυλώνας, μαζί με τον Ιερεμία πήγε εκεί και ο Βαρούχ.


Ραβινιστική παράδοση αναφέρει, ότι αυτός μετά το θάνατο του Ιερεμία επανήλθε στη Βαβυλώνα.


Ο Βαρούχ στο ομώνυμό του βιβλίο μέσα στην Αγία Γραφή, προλέγει καθαρά για την ενανθρώπηση του Κυρίου Ιησού Χριστού.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνας, Ἱερεμία τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτω ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ, ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττη, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου, ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμεν σε.


Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.


Μεγαλυνάριον

Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.


Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής

 Ο Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής καταγόταν από το Ικόνιο και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270 - 275 μ.Χ.). Ήταν γνωστός για το χριστιανικό του ήθος, γι αυτό και όταν εξεδώθηκε διάταγμα κατά των Χριστιανών, ήταν από τους πρώτους που συνέλαβε ο Έπαρχος της πόλης. Υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά ενώ ακόμη βρισκόταν στη φυλακή ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός δολοφονήθηκε. Ο Πρόβος που τον διαδέχθηκε στο θρόνο ακύρωσε το διάταγμα κι έτσι ο Χαρίτων αφέθηκε ελεύθερος. Αποφάσισε να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα και να ζήσει ως αναχωρητής σε σπηλιές της περιοχής. Η φήμη του διαδόθηκε πολύ γρήγορα και ήρθαν στο πλευρό του πολλοί μαθητευόμενοι. Έτσι έκτισε στη Φαρά μεγάλη Λαύρα. Ποθώντας όμως την ερημία, αναχώρησε και πάλι για τα ενδότερα της ερήμου, όπου στην περιοχή Σουκά, έκτισε νέα Λαύρα. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του εν Κυρίω.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς ταὶς αὐγαίς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε, σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοὶς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σέ, Πάτερ μνημόνευε.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Χαρίτων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τῆς σαρκός σου τὰς ὀρέξεις χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει αὐξανόμενος· καὶ ὡς ζωῆς ἐν μέσῳ, ξύλον Ἐδὲμ ἐξήνθησας, Χαρίτων παμμάκαρ ἱερώτατε.


Ὁ Οἶκος

Τοῦτον τὸν μέγαν ἐν τοῖς Ὁσίοις, τὸν φωστῆρα τὸν θεῖον Ἰκονίου πιστοί, Χαρίτωνα τὸν μακάριον, ἐν ὑμνῳδίαις ἀνευφημήσωμεν, καὶ ἐν ᾄσμασι θείοις, αὐτοῦ τὴν κάραν στέψωμεν· τὴν γὰρ ὀφρὺν τῶν ματαίων εἰδώλων ἠδάφισε, σὺν τούτοις καὶ τῶν δαιμόνων τὴν ἐνέργειαν πᾶσαν ἐνέκρωσε· διὸ τοὺς πόνους μὲν ἤνεγκε, τῶν βραβείων δὲ ἔτυχεν ἀληθῶς· Αὐτὸν οὖν ἐπαινοῦντες γεραίρομεν, τοῦ κόσμου φωστῆρα τὸν παγκόσμιον.


Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τῆς ἀθλήσεως πόνοις δοκιμασθείς, τῆς ἀσκήσεως ἄθλοις βεβαιωθείς, χρυσίου λαμπρότερον, εὐσεβείᾳ ἀπήστραψας, καὶ καθαρὸν δοχεῖον ὑπάρξας τοῦ Πνεύματος, πονηρῶν πνευμάτων τὸ σκότος ἐμείωσας· ὅθεν συναθροίσας, μοναζόντων ἀγέλας, ποιμὴν τούτων γέγονας, καὶ φωστὴρ διαυγέστατος· Ὦ Χαρίτων μακάριε, πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Έτερον Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτίμησας, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ, Χαρίτων μακάριε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χαρίτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτουσα πίστει· διὸ καὶ ἑορτάζομεν, πόθῳ τὴν μνήμην σου.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Πριν αφήσεις την πόρτα του σπιτιού σου κάνε τον σταυρό σου και πες:

 Πριν αφήσεις την πόρτα του σπιτιού σου κάνε τον σταυρό σου και πες:

«Αποτάσσομαι σοι σατανά, και τη πομπή σου, και τη λατρεία σου και συντάσσομαι σοι Χριστέ».

Ποτέ μη βγεις από το σπίτι σου χωρίς αυτά τα λόγια. Αυτά θα είναι για σένα ράβδος, όπλο, πύργος ακαταμάχητος. Έτσι: Όχι μόνο άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να σε βλάψουν, άλλ' ούτε κι' αυτός ο διάβολος!


Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (εις Ανδριάντας, λόγος ΚΑ').

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ: Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ

 «Σε κανέναν μην παραδώσετε τον Χριστό! Ας είναι ο μοναδικός βασιλιάς της καρδιάς σας! Η πίστη στον Χριστό είναι πραγματική ζωή, η ζωή του Ίδιου του Χριστού. Με την αγάπη μας προς τον Χριστό, θα παραμείνουμε ασάλευτοι. Κάθε παρεξήγηση, κάθε θλίψη μας, να την υπομένετε ως ζωή του Χριστού. Υπάρχουν πολλές οδοί προς το “απολυτο” της ανθρωπότητος, αλλά δεν υπάρχει καμμία που θα μπορούσε να συγκριθεί με την οδό του Χριστού, παρά τις οποιεσδήποτε δυσκολίες. Αν ο Κύριος όρισε να πεθάνουμε, θα πεθάνουμε με την συνείδηση της αγάπης Του, η οποία Τον οδήγησε στον Σταυρό. Ελπίζω ότι ενεργούν αληθινά μέσα μας τα λόγια του Χριστού: “Εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε” (Ιωάν. ιδ  19). Κάθε λόγος του Χριστού, είναι η ίδια η Θεία αιωνιότητα. Όπως Εκείνος έπασχε για όλη την κτίση και για όλο τον κόσμο, έτσι και εμείς θα προσευχόμαστε στον Θεό. Και στις δύσκολες στιγμές, ας μας κυριεύει ο θρήνος της Γεθσημανή. Γιατί και σ’ εμάς συμβαίνει, όταν η προσευχή μας ομοιάσει κάπως με εκείνον τον θρήνο, όταν μας εγγίζει το Αιώνιο Πνεύμα, να ζούμε αληθινά. Τότε αρχίζει η αθάνατη ζωή μας. Και τότε παρουσιάζεται μπροστά μας ο Απόλυτος Θεός, με εντελώς άλλη μορφή. Η χριστιανική μας πίστη είναι η έσχατη τελειότητα, και κανένας ας μη μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού! –Όπως έλεγε ο μέγας Παύλος (Ρωμ. η  35). Αυτά είναι δικά μου λόγια, αλλά βλέπετε μιλούμε με την ίδια γλώσσα για την ίδια ζωή, όπως οι Απόστολοι και πάντες οι Άγιοι μαρτυρούσαν για την θεότητα του Χριστού. Παρακαλώ, όπως πάντα, τον Θεό να μου δώσει λόγο. Τότε τα λόγια συνωθούνται όλα μαζί και θα ήθελα να επιλέξω εκείνα που από την φύση τους είναι φορείς αιώνιας ζωής. Όταν αρχίζουμε να πάσχουμε όπως ο Χριστός για όλη την κτίση, τότε, “εν Χριστώ” και με τον Χριστό, ζούμε την αιώνια ζωή. Δεν είναι εύκολη η ζωή μας. Όποιος δεν την γνωρίζει, εκείνος δεν γνωρίζει τον πόνο του Χριστού. Τελειώνω λοιπόν τον λόγο μου μαζί σας, με τα λόγια: Να παραδώσουμε την ζωή μας, για να ζήσουν οι άλλοι· να παρηγορούμε όλους όσοι έρχονται· τους φτωχούς που δεν έχουν άλλον παρηγορητή στον κόσμο αυτόν. Και έτσι, υπηρετώντας τον Θεό στα πρόσωπα των αδελφών μας που πάσχουν, ενωνόμαστε μέσα στην αγάπη αυτήν με τον Χριστό για όλη την αιωνιότητα…».



 [Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας», τομ. γ , Ομιλία 115η, σελ. 349–351, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2014.]

Άγιοι Δεκαπέντε Μάρτυρες

 Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες, μαρτύρησαν με τον έξης τρόπο: Αφού τους έβαλαν μέσα σ' ένα πλοίο και ξανοίχτηκαν στη θάλασσα, κατόπιν οι ειδωλολάτρες τρύπησαν το πλοίο με αποτέλεσμα να πνίγουν όλοι οι Άγιοι αυτοί.

Όσιος Ιγνάτιος ηγούμενος της Μονής Σωτήρος Χριστού της επιλεγόμενης του Βαθέος Ρύακος

 Ο Όσιος Ιγνάτιος καταγόταν από την δεύτερη επαρχία των Καππαδοκών και έζησε στα χρόνια των βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκά (963 - 969 μ.Χ.) και Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969 - 976 μ.Χ.).


Από μικρός αφιερώθηκε στον Θεό και πήγε στο Μοναστήρι του Βαθέος Ρύακος (η Μονή αυτή βρισκόταν στην Τρίγλια κοντά στα σημερινά Μουδανιά της Μικράς Ασίας). Εκεί έμαθε όλη την ασκητική ακρίβεια από τον Όσιο Βασίλειο , ηγούμενο και κτήτορα της Μονής αυτής. Ο Ιγνάτιος, επειδή έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, χειροτονήθηκε Αναγνώστης, κατόπιν Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Έπειτα έγινε ηγούμενος της εν λόγω Μονής και επέφερε μεγάλη πρόοδο σ' αυτή, τόσο υλική όσο και πνευματική.


Όταν κάποτε οι πολιτικοί άρχοντες θέλησαν να μεταχειριστούν τα χρήματα της Μονής, ο Ιγνάτιος με την αποφασιστική του στάση, προστάτευσε την μοναστηριακή περιουσία. Απεβίωσε στο δρόμο κοντά στο Αμόριο (κατ' άλλους, που είναι και το πιθανότερο, στο Αρμουτλή), όταν κάποτε επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Μετά ένα χρόνο το λείψανο του ανακομίστηκε στην αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο είχε μοχθήσει.

Αγία Επίχαρις

 Η Αγία Επίχαρις ήταν από τη Ρώμη και έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Συνελήφθη επειδή ήταν χριστιανή από τον έπαρχο Καισάριο και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Βασανίστηκε σκληρά και αφού της συνέτριψαν τα μέλη με μολύβδινη σφαίρα, στο τέλος την αποκεφάλισαν.

Αγία Ακυλίνα

 Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.


Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.


Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.


Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.


Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα και την Άργυρη.


Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.


Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.


Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον

Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Μάρκος, Αρίσταρχος και Ζήνων οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

 Ο Άγιος Αρίσταρχος, είχε τη μεγάλη τιμή να χρηματίσει συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, (προς Φιλήμ. α’, 23) και συναιχμάλωτός του (Κολοσσ. δ’, 10). Κατόπιν διέπρεψε και σαν επίσκοπος Απαμείας στη Συρία.


Ο Μάρκος (ο και Ιωάννης), που δεν είναι βέβαια ο Ευαγγελιστής, χειροτονήθηκε επίσκοπος Βύβλου και έδρασε αποστολικά. Όπως μάλιστα του Πέτρου (Πράξ. ε’, 15), έτσι και αυτού η σκιά μόνη όταν έπεφτε στους ασθενείς τους θεράπευε.


Ο Ζήνων, είναι ο ίδιος με τον νομικό Ζηνά, που σα γνήσιος και ευδόκιμος εργάτης του Ευαγγελίου, βοήθησε γι' αυτό και στην Κρήτη μαζί με τον Απολλώ. Γι' αυτό και ο Απόστολος Παύλος τόσο συγκινητικά και φιλόστοργα συνιστά στον Τίτο, να τους φροντίσει τόσο πολύ, ώστε να μη τους λείψει τίποτα (Τίτ. γ’. 13). Ο Ζήνων, διέπρεψε και σαν επίσκοπος Διοσπόλεως.


Σημείωση: Η μνήμη του Αγίου Αρίσταρχου επαναλαμβάνεται στις 14 Απριλίου.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Καλλίστρατος και οι μαζί μ' αυτόν Σαράντα εννέα Μάρτυρες

 Ο Άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί.


Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σαν νεοσύλλεκτος αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν η βραδυνή προσευχή. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο.


Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με θαυματουργό τρόπο ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο. Σαράντα εννέα στρατιώτες που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε εξοργισθείς διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολῶν τὸν δυσμενῆ, σοφία τῶν σῶν ἀγώνων ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοί, μεθ' ὧν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σὲ ἐν ὕμνοις.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὥσπερ ἄστρον μέγιστον, ἔλαμψας κόσμω, τᾶς ἀκτῖνας ἄπασι, τῶν σῶν ἀγώνων ἐφαπλῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τοὶς κράζουσι, Χαίροις Μαρτύρων, τὸ κλέος Καλλίστρατε.


Ὁ Οἶκος

Τὸν τοῦ Κυρίου ἀθλητήν, καὶ μέγαν στρατιώτην, καὶ φίλον τῆς Τριάδος, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, καὶ μιμητὴν τοῦ Ἰησοῦ, ᾄσμασιν ἐν πίστει συνελθόντες οἱ πιστοὶ χαρμονικῶς ὑμνήσωμεν, γεραίροντες αὐτοῦ τὰ παλαίσματα καὶ τάς ἀριστείας, τοὺς πόνους, οὓς ὑπέστη διὰ Χριστὸν τὸν παμβασιλέα, αἰτούμενοι τυχεῖν αὐτοῦ ταῖς πρεσβείαις, τῆς ἀμείνονος ζωῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα οἱ χοροὶ εὐφραίνονται τῶν κραζόντων· Χαίροις Μαρτύρων τὸ κλέος Καλλίστρατε.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΟ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ:EΞΟΜΟΛΟΓΩ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ!

 Κάποτε περνούσε κάποιος μοναχός έξω από το κελί του γέροντος Παϊσίου και τον είδε να βρίσκεται στον κήπο του.

-Τι κάνεις γέροντα; Ρώτησε.

- Τι να κάνω; Εξομολογώ τον κήπο μου…

- Μα τι λες γέροντα; Θέλει ο κήπος εξομολόγηση;


- Πως δεν θέλει… εάν δεν βγάλεις όλα τα τριβόλια και τα αγριόχορτα από μέσα του δεν θα μπορέσει να καρποφορήσει ότι και να βάλεις μέσα. Θα το πνίξουν τα αγκάθια. Δεν θα πάρεις σοδιά.

Ότι είναι (ζιζάνια) το ξεριζώνω, μια και καλή, δεν τα κόβω γιατί θα ξαναβγούν με την πρώτη ευκαιρία….εξομολόγησή σου λέω...


Ο μοναχός ενώ πήγε να κοροϊδέψει τον γέροντα Παΐσιο στην αρχή, τώρα γεμάτος κατάνυξη έβαλε μετάνοια στον γέροντα και συνέχισε τον δρόμο του…

ΑΓΑΠΩ ΤΟ ΘΕΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ…

 Του Ιερομονάχου Σάββα, του Αγιορείτου


 Αγαπώ το Θεό σημαίνει: Αρνούμαι το θέλημά μου κάθε στιγμή και αναζητώ το δικό Του. Αρνούμαι τη φιλαυτία μου και τα πάθη μου και τηρώ τις εντολές Του. Αρνούμαι την καλοπέραση που τρέφει τα πάθη και κάνω άσκηση, νηστεύω, κακοπαθώ για χάρη του Κυρίου.Αρνούμαι τον εγωισμό, την οίηση, την υπερηφάνεια που συνιστούν το εύκρατο κλίμα όλων των αμαρτιών και των παθών.

Εγκολπώνομαι την ταπείνωση, την ταπεινοφροσύνη στους λογισμούς, την ευτέλεια σ’ όλες μου τις κτήσεις, την έσχατη θέση κάθε στιγμή, την ατιμία και την περιφρόνηση του κόσμου για χάρη του Χριστού. Προσεύχομαι αδιάλειπτα και δίνω κάθε σκέψη μου σ’ Αυτόν τον Λατρευτό της καρδιάς μου. Ζητώ να βασιλεύει Αυτός σ’ όλη μου την ύπαρξη. Επιθυμώ ο Κύριος να κυβερνά τα συναισθήματα, το θυμό, τις επιθυμίες και τα διανοήματά μου, το σώμα μου και την ψυχή μου.

Προσπαθώ κάθε μου βλέμμα να είναι γι’ Αυτόν, κάθε μου άκουσμα, κάθε μου λόγος, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ενέργεια, κάθε κίνηση της ψυχής μου να είναι όλα για τον Κύριο και μόνο γι’ Αυτόν. Προσπαθώ να έχω ενεργό το Άγιο Πνεύμα μέσα μου διότι μόνο δι’ Αυτού θα μπορέσω να κατορθώσω και να ζήσω όλα όσα ανέφερα προηγουμένως. Η αγάπη προς τον Θεό δεν είναι απλώς μία αρετή, δεν είναι ένα ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά ένα θεανθρώπινο επίτευγμα !

Είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας της Θείας Χάρης με την ανθρώπινη θέληση

«Όταν λέμε αγάπη» μας διδάσκει ο Γέρων Πορφύριος «δεν είναι οι αρετές που θ  ἀποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδία προς τον Χριστό και τους άλλους.

Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα να έχει το παιδάκι της αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει τ ἀγγελούδι της;

Όλ’αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: «Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στον Θεό μου, στον Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!». Να, έτσι πρέπει ν  ἀγαπήσομε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με τη χάρη του Θεού».

Όσιος Ιωάννης ο Σπηλεώτης ο εν της κώμης Σιάς ασκήσας

 Περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Σιάς της επαρχίας Λευκωσίας προς το χωριό Αλάμπρα, ευρίσκεται μια ερειπωμένη εκκλησία δίπλα σε ένα χείμαρο, η οποία λέγεται «Άης Γιάννης» (Άγιος Ιωάννης). Βορειότερα αυτής της ερειπωμένης εκκλησίας έχει κτιστεί τελευταίως καινούργια εκκλησία πάλι του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι την αφιέρωσαν στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.


Η αρχική όμως εκκλησία που κτίστηκε κάποτε στον τόπο της ερειπωμένης εκκλησίας, κτίστηκε στο όνομα τοπικού αγίου, του Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη (γνωστού και ως Ποταμίτη). Με την πάροδο του χρόνου αυτή η εκκλησία γκρεμίστηκε και οι κάτοικοι των γύρω χωριών ξανάκτισαν αυτή που σώζεται ερειπωμένη μέχρι σήμερα. Η εκκλησία κτίστηκε το 1870 μ.Χ. με απλό πετρόκτιστο κτίσμα, τετράγωνης κατασκευής, κι ήταν κεραμιδοσκέπαστη. Εσωτερικά στο κέντρο του ναού, υπάρχει χαρακτηριστικά μια καμάρα, που πιθανόν να υπήρχαν κάποτε τα λείψανα του τοπικού αυτού οσίου τα οποία εφυλόσονταν εκεί και τα προσκυνούσαν οι πιστοί. Σήμερα αυτή η εκκλησία έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργείται.


Επι ονόματι λοιπόν του τοπικού Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη είχε κτιστεί η πρώτη εκκλησία και όχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα ανατολικά της εκκλησίας, γύρω στα δέκα μέτρα, υπάρχει λαξευτή σπηλιά μέσα σε βράχο, κοντά στον μικρό χείμαρο. Μέσα στην μικρή αυτή σπηλιά που είναι σαν καταφύγιο, στα αριστερά της, υπάρχει πεζούλα η οποία εχρησιμοποιείτο από τον οικήτορα της ασκητή σαν κρεβάτι, λαξευμένο στη πέτρα. Στα δεξιά της σπηλιάς υπάρχει στενόμακρο μικρό κάθισμα. Την σπηλιά αυτή, την χρησιμοποιούσε ο Ασκητής Ιωάννης Σπηλεώτης σαν καταφύγιο και προστασία από τις βροχές και κυρίως εκεί κατέφευγε τον καιρό του χειμώνα. Μέχρι και σήμερα σαν επισκεφθείτε την σπηλιά, θα δείτε να διατηρούνται το πέτρινο κρεβάτι του αγίου, ακόμη και το μαχαιράκι με το οποίο έσκαψε την σπηλιά.


Στην περιοχή τότε μόνασαν πέντε όσιοι. Οι τρεις αποκαλύφθηκαν. Ο Θεράπων, ο Ευτύχιος, και ο Ιωάννης Σπηλεώτης. Το 700 μ.χ. στην περιοχή υπήρχε ένας Ρωμαϊκός συνοικισμός, η λεγόμενη Παμπουλιά. Εκεί έφθασαν αλαμάνοι αγίοι από από την Παλαιστίνη, μεταξύ αυτών και οι πέντε όσιοι. Ο Ιωάννης Σπηλεώτης πέρασε από το χωριό Σια, έσκαψε την σπηλιά του, στην οποία έζησε και πήρε το όνομα Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης.


Το 2002 μ.Χ., μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη περιοχή, τρεις ιερείς έτρεξαν να κοιτάξουν κατά πόσο επηρεάσθηκαν τα εκκλησάκια από την πυρκαγιά. Επισκεπτόμενοι τον χώρο και ιδιαίτερα το σπήλαιο, κάπου εκεί μέσα σε μια γωνιά, βρήκαν μια σανίδα όχι πεταμένη αλλά ξεχασμένη. Την μάζεψαν και την πήγαν σε συντηρητή αγιογράφο. Όταν την καθάρισαν αρκετά καλά έμειναν έκπληκτοι από το εικόνισμα που αντίκρισαν. Η σανίδα αυτή ήταν παλιά εικόνα μεγάλης αξίας του Άγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Θεωρείται δεσπόζουσας σημασίας η εικόνα αυτή, γι’ αυτό και την έχουν φυλαγμένη. Μονάχα την μέρα της γιορτής του Aγίου, εκτίθεται σε προσκύνημα. Στο ειλατάριο που κρατεί ο Όσιος αναγράφεται «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».


Τα τελευταία χρόνια ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης έχει κάνει διάφορα θαύματα, μερικά από τα οποία παραθέτονται πιο κάτω:


α) Ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης θεράπευσε δεκαπεντάχρονο παιδί από το χωριό Κόρνος το οποίο έπασχε από λευχαιμία, όταν προσέτρεξαν οι γονείς του προς τον Άγιο και ζήτησαν τη βοήθεια του.


β) Νέος από τα Κοκκινοχώρια, ο οποίος έπεσε από σκαλωσιά έμεινε παράλυτος εξ αιτίας βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Ακολούθως είδε τον Άγιο Ιωάννη Σπηλεώτη στον ύπνο του και του είπε: «Έλα στο σπήλαιό μου και ξάπλωσε στο κρεβάτι μου και θα γιατρευτείς». και έτσι πήγε στην Σιά και αφού προσκύνησε στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου, ακολούθως πήγε στο σπήλαιο και όταν ξάπλωσε στο πέτρινο κρεβάτι του Οσίου και επικαλέστηκε την βοήθεια του, σηκώθηκε υγιής δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.


γ) Κάποιος χριστιανός από το χωριό Λύμπια, έπαθε δυστύχημα στον παλαιό δρόμο Μοσφιλωτής - Αλάμπρας κοντά στο γεφύρι που οδηγεί ο δρόμος στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Είχε μαζί του και τα δύο του παιδιά που ήταν ακόμη βρέφη και τα οποία έπαθαν κατάγματα και ευρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Την ώρα του δυστυχήματος ο άνθρωπος αυτός είδε ένα λαμπερό γέροντα με λευκή στολή που άρπαξε τα δυο του παιδιά και τα σήκωσε πάνω και έτσι δεν έπαθαν περισσότερη βλάβη. Μετά έμαθε ότι εκεί κοντά ευρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη, όπου πήγε και προσκύνησε και ακολούθως πήγε και είδε και το σπήλαιο του.


Επίσης στην Μονή Κύκκου ανακαλύφθηκε η Κάρα του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Ο επίσκοπος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, παραχώρησε τεμάχιο λειψάνων του Αγίου στην κοινότητα της Σιάς. Το τεμάχιο αυτό φυλάγεται σε ειδική λειψανοθήκη στην Κεντρική εκκλησία του Χωριού της Παναγίας Χρυσελεούσας, και μεταφέρεται μόνο κατά τον συνεορτασμό των Αγίων Ιωάννη Θεολόγου και Σπηλεώτη στις 26 Σεπτεμβρίου.

Ανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέου

 Η Ανακομιδή των λειψάνων του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέα, έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. από την πόλη της Ρώμης στην πόλη του μαρτυρίου του, την Πάτρα.

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία

 Ο Όσιος Νείλος ο Νέος γεννήθηκε στο Ροσσάνο της Κάτω Ιταλίας το έτος 910 μ.Χ. και θεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» από τους γονείς του, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ως παιδί μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της ερήμου, ζητώντας από τους γονείς του να του εξηγήσουν το νόημα των δύσκολων εδαφίων. Ήταν ακόμα νεαρό παιδί, όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, και την ανατροφή του την ανέλαβε η ευσεβής αδελφή του, η οποία μερίμνησε για τη μόρφωσή του και τον καθοδήγησε με το σωστό τρόπο. Όμως ο Νείλος, ως ένας ευπαρουσίαστος, ευφυής και εύγλωττος νέος, είναι περιζήτητος από τις νεαρές κοπέλες της πόλεως, και σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, μία από αυτές τον κατακτά. Ενώνεται μαζί της και αποκτούν ένα παιδί. Ο Νείλος όμως δεν παραμένει κοντά τους για πολύ. Σε μία κρίση υψηλού πυρετού, ο Νείλος βλέπει ένα όραμα θανάτου και αιώνιας καταδίκης, το οποίο είναι τόσο ζωηρό, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Έτσι μία ημέρα, χωρίς να μιλήσει σε κανένα, φεύγει για τις μονές του Μερκουρείου. Οι μοναχοί εκεί φοβούνται όμως να τον δεχθούν στα μοναστήρια τους, καθ' ότι ο κυβερνήτης της περιοχής είχε αποστείλει επιστολές σε όλα τα μοναστήρια, απειλώντας τους μοναχούς και τη μονή που θα δεχθεί τον Όσιο Νείλο. Έτσι, έστειλαν τον Όσιο σε μοναστήρι που βρισκόταν σε ξένη, Λομβαρδική επαρχία.


Καθ' οδόν προς το μοναστήρι, ο Νείλος εμποδίσθηκε δύο φορές, τη μία από Σαρακηνό και τη δεύτερη από ιππότη. Και οι δύο του υπέδειξαν να γυρίσει πίσω. Παρά ταύτα, ο Νείλος πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ναζαρίου, όπου παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό. Ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, με τον όρο να του επιτραπεί η επιστροφή στο Μερκούρειο μετά από σαράντα ημέρες. Ο ηγούμενος της μονής ήθελε να κάνει τον Νείλο ηγούμενο σε μία κοντινή μονή, αλλά εκείνος ορκίσθηκε πως δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να δεχθεί οποιεσδήποτε τιμές ή υψηλές θέσεις.


Κατόπιν αυτού, ένας από τους πρώην υπηρέτες τον επισκέπτεται, για να τον ενθαρρύνει στη νέα του ζωή. Ο Νείλος ζητά από τον υπηρέτη του να μείνει μαζί του και του δίδει τα ρούχα και το χιτώνα του, αφού ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το ένδυμα που φορούν οι μοναχοί. Στην συνέχεια, ο Νείλος ζητά να του δώσουν ένα δέρμα προβάτου, για να το φορά ως μανδύα. Συγχρόνως, αναγγέλλει την πρώτη του προφητεία, προβλέποντας το θάνατο ενός κακού ευγενούς, ο οποίος διέμενε κοντά στη μονή. Αμέσως μετά, αναχωρεί για το Μερκούρειο.


Ο Όσιος Νείλος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τον Άγιο Φαντίνο και αναπτύσσεται ένας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Αγίων. Τους περιστοιχίζουν μοναχοί, για να παρακολουθούν τα αναγνώσματα των Γραφών καθώς και τις συζητήσεις τους. Όταν κάποιοι μοναχοί πήγαν σε ένα γέροντα που τον έλεγαν Ιωάννη και ύμνησαν την αρετή του Οσίου Νείλου, ο Ιωάννης πεθύμησε να τον υποβάλλει σε δοκιμασία. Όταν έτυχε να συναντήσει ο Ιωάννης τον Νείλο, του προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι που ο Όσιος δεν έπινε ποτέ. Όμως πήρε το ποτήρι, ζήτησε την ευλογία του Ιωάννου και άδειασε ολόκληρο το ποτήρι. Το έκανε αυτό σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς το γέροντα.


Μετά από λίγο καιρό, δέχθηκε δριμύτατη επίπληξη από τον Ιωάννη, όταν προσπάθησε να διορθώσει την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωάννης σε ένα εδάφιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Νείλος δέχθηκε την επίπληξη με σεβασμό, αλλά βασανιζόταν από τη σκέψη μήπως ο Ιωάννης σκέπτεται αιρετικά. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ο σατανάς στον Όσιο Νείλο, με τη μορφή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προκειμένου να τον πειράξει. Του δίδουν μία ερμηνεία του εδαφίου και εξαφανίζονται. Αργότερα την ίδια ημέρα, αντιλαμβανόμενος πως η ερμηνεία αυτή ήταν αιρετική, σπεύδει ο Όσιος Νείλος στον Ιωάννη και του λέγει όσα έγιναν. Ο Ιωάννης τον αναπαύει και τον ενθαρρύνει.


Μια έντονη επιθυμία γιγαντώνεται μέσα στην καρδιά του Οσίου για ησυχία, και με την ευλογία των εκεί Πατέρων πηγαίνει να μείνει μέσα σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στη μονή.


Ένας από τους συνεχείς πειρασμούς του Οσίου Νείλου είναι η σκέψη πως μπορεί να δει ένα Άγγελο, η μια φλόγα ή φωτιά, ή το Άγιο Πνεύμα, επάνω στην Αγία Τράπεζα που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στη σπηλιά του. Πολεμά αυτόν τον πειρασμό καλύπτοντας τους οφθαλμούς του με ποταμούς δακρύων και κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει όμως να πολεμήσει και σαρκικούς πειρασμούς. Για να τους πολεμήσει, ρίχνει τον εαυτό του επάνω σε αγκάθια και μέσα από τον πόνο κατασβήνει την επιθυμία αυτή.


Κάποτε που ήταν στη Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλή και επιβλητική γυναίκα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από τη μορφή της, που ότι και αν έκανε, δεν μπορούσε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Βλέποντας πως χάνει τη μάχη με αυτή την αδυναμία, στρέφεται προς τον Κύριο με αδιάλειπτη προσευχή. Από τον Εσταυρωμένο που έχει απέναντί του, βλέπει τη μορφή του Χριστού να υψώνει το δεξί Του χέρι και να τον ευλογεί τρείς φορές. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, όπως αναφέρεται στο Βίο, παύει κάθε πόλεμος και ακάθαρτο ερέθισμα στη ζωή του, ώστε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τις πολλές νηστείες και αγρυπνίες του, το απέκτησε διά της ομολογίας της δικής του αδυναμίας.


Κάποτε πλησίασε τον Όσιο ένας μοναχός, ζητώντας να γίνει μαθητής του. Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός κουράσθηκε από τον τρόπο ζωής του Οσίου και άρχισε να φιλονικεί μαζί του. Ο Όσιος αποφάσισε να τον διώξει, αλλά εκείνος του υπενθύμισε πως πρέπει να του δοθούν πίσω τα τρία νομίσματα που του είχε δώσει όταν πρωτοπήγε, τα οποία ήταν να δοθούν στους πτωχούς. Αν και ο Όσιος δεν είχε πλέον τα χρήματα αυτά, πήγε σε ένα κοντινό μοναστήρι και ζήτησε να του τα δανείσουν, τα οποία και εξόφλησε στο μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία αντίγραφα του Ψαλτηρίου.


Ο Όσιος αρχίζει να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όγκου στο λαιμό του, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ομιλία και επίπονη την κατάποση. Ο Όσιος Φαντίνος του ζητά να επιστρέψει στο μοναστήρι, προκειμένου να τον περιποιηθούν. Στο μοναστήρι, ο Νείλος βασανίζεται από τη σκέψη πως αν φάει ψάρια ίσως θεραπευθεί, αλλά η επιθυμία να φάει ψάρι ίσως να προέρχεται από το διάβολο. Ένας άνθρωπος του έφερε λίγα ψάρια, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να τα φάει. Ο Κύριος ανταμείβει την υπομονή και τη γενναιοψυχία του Οσίου και τον απαλλάσσει από τον όγκο διαλύοντάς τον μέσα στο λάρυγγά του. Μετά από αυτό, ο Όσιος επέστρεψε στο σπήλαιό του.


Ο διάβολος εμφανίζεται στον Όσιο, με τη μορφή Αιθίοπα, ο οποίος τον κτυπά στο κεφάλι με ένα μεγάλο ρόπαλο. Ο Νείλος μένει αναίσθητος στη γη και όταν ανασηκώνεται, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπό του είναι πολύ πρησμένο και με πολύ κόπο μπορεί να χρησιμοποιήσει το βραχίονά του. Μένει στην κατάσταση αυτή επί σχεδόν ένα χρόνο, πεπεισμένος πως καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν μπορεί να γιατρέψει πληγές που έχουν προξενηθεί από δαίμονα. Θεραπεύεται, όταν επιστρέφοντας στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του ζητήθηκε να αναγνώσει το Εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ο Όσιος προοδευτικά θεραπευόταν.


Μετά από λίγο καιρό, ο Όσιος Φαντίνος βλέπει ένα εκστατικό όραμα, το οποίο προμηνύει την καταστροφή του Μερκουρείου από τους Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα βιβλία τους πρόκειται όλα να καταστραφούν. Αρνείται να μείνει μέσα στο μοναστήρι και αντ' αυτού περιφέρεται στους γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο με άγρια βότανα. Στη συνέχεια αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μερκούρειο. Οι μοναχοί της μονής του, έρχονται στον Όσιο Νείλο, παρακαλώντας τον να τους αναλάβει και να τους ορίσει κάποιον ηγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμούν για ηγούμενο, αλλά αφήνουν την εκλογή στον Όσιο Νείλο. Ο Όσιος επιστρέφει μαζί τους στη μονή και εκεί επιλέγει ως ηγούμενο τον αδελφό του Οσίου Φαντίνου, τον Λουκά. Ο Λουκάς αρνείται την τιμή, αλλά ο Νείλος τον αναγκάζει να τη δεχθεί.


Μετά την αναχώρηση του Γέροντος Φαντίνου, ο πρώτος πραγματικός μαθητής του, ο μακάριος Στέφανος, έρχεται κοντά του. Ο Στέφανος είναι νεαρός, περίπου είκοσι ετών, αγρότης από πτωχή οικογένεια, που φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι γνωστός για την αθωότητα και την απλότητά του. Πηγαίνει στον Όσιο Νείλο, κάθεται δίπλα του, και περιμένει να του πει ο Όσιος τι επιθυμεί. Όταν ερωτάται, απαντά πως επιθυμεί να γίνει μοναχός. Ο Νείλος προσφέρεται να του δείξει το δρόμο προς τα μοναστήρια, όμως ο Στέφανος του απαντά πως τα γνωρίζει και δεν τον αναπαύουν εσωτερικά. Προτιμά να μείνει με τον Όσιο Νείλο και επιμένει να μαθητεύσει κοντά του. Ο Όσιος τελικά δέχεται να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό και αρχίζει να τον δοκιμάζει, καθώς διαπιστώνει πως ο Στέφανος από τη φύση του είναι μάλλον τεμπέλης. Ο Όσιος προσπαθεί αρχικά να τον διορθώσει και να τον κάνει πιο ευγενή και ανδρείο. Μετά από τριετή προσπάθεια να το επιτύχει αυτό διά της υπομονής και λογικής, ο Όσιος στη συνέχεια αποφασίζει να παιδαγωγήσει πολύ πιο σκληρά τον Στέφανο. Μερικές φορές τον κτυπά στην προσπάθειά του να τον αναγκάσει να αποστηθίσει τις απλές προσευχές και το Ψαλτήρι. Ο Στέφανος υπομένει όλη αυτή τη σκληρή συμπεριφορά με καρτερία και προσπαθεί να υπακούσει. Μέχρι που λέγει στον Όσιο πως δεν ενοχλείται από προσβολές του διαβόλου, αλλά πως το μοναδικό του βάσανο είναι οι συνεχείς προσβολές της ασυγκράτητης επιθυμίας για ύπνο. Ο Όσιος Νείλος του κατασκευάζει ένα σκαμνί με ένα μόνο πόδι, ώστε κάθε φορά που θα τον παίρνει ο ύπνος να πέφτει κάτω. Ο Στέφανος πέφτει κάτω άπειρες φορές τραυματίζοντας ακόμα τα χέρια και το πρόσωπό του.


Ο Όσιος φέρεται πολύ αυστηρά στον Στέφανο. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η τιμωρία που επέβαλε ο Όσιος, όταν ο Στέφανος έσπασε ένα πήλινο δοχείο. Ο Στέφανος πηγαίνει στον Όσιο και του δείχνει τα κομμάτια. Ο Όσιος τότε δένει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους και τα κρεμάει γύρω από το λαιμό του Στεφάνου, κάνοντας τον Στέφανο να στέκεται όρθιος μέσα στην τραπεζαρία ενώ οι άλλοι μοναχοί έτρωγαν, προκειμένου να τους επιδεικνύει το σφάλμα του.


Όμως, ο Όσιος επιδεικνύει μεγάλη ελεημοσύνη στον ευλογημένο Στέφανο. Ρωτά για την κατάσταση της οικογένειας του Στεφάνου στέλνοντας την ηγουμένη Θεοδώρα, μια σεβαστή μοναχή που ζούσε ασκητικά σε ένα κοντινό μοναστήρι με μοναχές, να τους επισκεφθεί. Ο Όσιος μάλιστα της ζητά να φιλοξενήσει τη μητέρα και την αδελφή του ευλογημένου Στεφάνου. Η Θεοδώρα έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρόταση αυτή, έτσι η μητέρα και η αδελφή του Στεφάνου έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους υπηρετώντας πιστά και ειλικρινά τον Θεό μέσα στο μοναστήρι αυτό.


Ήλθε κάποτε μία περίοδος με πολλές εισβολές Σαρακηνών. Όταν οι Σαρακηνοί πλησίασαν την περιοχή του Μερκουρείου, οι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω οχυρά. Ο μακάριος Στέφανος, ο οποίος ευρισκόταν την εποχή εκείνη στη μονή του Αγίου Φαντίνου, κατέφυγε σε ένα οχυρό, χωρίς να επιστρέψει στο σπήλαιο όπου βρισκόταν ο Όσιος Νείλος. Ο Όσιος αρχίζει να ανησυχεί για το μαθητή του Στέφανο. Όταν, πηγαίνοντας στο μοναστήρι του Αγίου Φαντίνου το βρίσκει λεηλατημένο και εγκαταλελειμμένο, νομίζει πως ο Στέφανος είναι αιχμάλωτος των Σαρακηνών και αρχίζει να λέγει στον εαυτό του πως εάν ο Στέφανος ήταν αιχμάλωτος, τότε και ο ίδιος θέλει να μοιρασθεί την αιχμαλωσία του. Αν και φοβάται τη σκληρότητα των Σαρακηνών, νοιώθει την υποχρέωση ως Χριστιανός να δώσει τη ζωή του για το φίλο του. Έτσι, αναχωρεί προς αναζήτηση των Σαρακηνών. Μόλις όμως κατάλαβε πως τους βρήκε, όλοι τους φαίνεται να τον αναγνώρισαν και πέφτουν στα γόνατα μπροστά του, βγάζοντας από τα κεφάλια τους τα τουρμπάνια τους. Ο Όσιος τότε αναγνωρίζει πως είναι άνδρες του οχυρού που έχουν μεταμφιεσθεί σε Σαρακηνούς, προκειμένου να προφυλάξουν την περιοχή. Από αυτούς μαθαίνει πως όλοι είναι ασφαλείς, ακόμα και ο Στέφανος.


Όσο έμενε ο Στέφανος στο μοναστήρι, για να βοηθήσει στη συγκομιδή, διδάχθηκε από ένα γέροντα πως να φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ένα τέτοιο καλάθι στον Όσιο Νείλο στο σπήλαιό του, πιστεύοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε. Όμως ο Όσιος του δίδει εντολή να το καταστρέψει αμέσως, επειδή το έφτιαξε χωρίς την ευλογία του. Ο ίδιος γέροντας πηγαίνει αργότερα στον Όσιο Νείλο και τον ρωτά εάν ο Στέφανος μπορεί να τον βοηθήσει να μαζέψει άχυρο. Ο Όσιος δίδει τη συγκατάθεσή του. Όταν επιστρέφουν, ο γέροντας του λέγει με έντονο παράπονο πως έχασε το Ψαλτήρι του. Ο Νείλος επιπλήττει τον Στέφανο που επέτρεψε να συμβεί αυτό, καθώς και για την απροσεξία του να μην έχει παρατηρήσει που είχε αφεθεί το Ψαλτήρι. Τότε του λέγει πως οφείλει να δώσει στον ηλικιωμένο μοναχό το δικό του Ψαλτήρι.


Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον Στέφανο στο Ροσσάνο, για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος.


Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.


Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.


Το μοναστήρι συνεχώς μεγάλωνε, όμως ο Όσιος Νείλος, λόγῳ της βαθιάς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωρούσε τον τίτλο του ηγούμενου σε άλλον. Ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο αυτό ήταν ο μοναχός Πρόκλος, ένας άνδρας ευρείας μορφώσεως, που πριν ακόμα γίνει μοναχός, νήστευε στα νιάτα του, μελετούσε το Ψαλτήρι καθημερινά και έκανε πολλές μετάνοιες ημερησίως. Ως μοναχός, ζούσε αυστηρά ασκητικό βίο, όμως έπρεπε να μάχεται εναντίον πολλών ασθενειών.


Την εποχή ενός τρομερού σεισμού, τον οποίο ακολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ο Όσιος Νείλος πήγε στο Ροσσάνο. Το μόνο κτήριο πού έμεινε όρθιο ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη. Το μεγαλύτερο θαύμα όμως ήταν πως δεν είχε πάθει κακό κανένας άνθρωπος ή ζώο. Όταν έμαθε γι' αυτό ο Όσιος Νείλος, κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκεί, βρήκε στο δρόμο ένα παλαιό δέρμα λύκου, το οποίο φόρεσε, για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Τα παιδιά της πόλεως έτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες και φωνάζοντας «Εσύ, Βούλγαρε!», ενώ άλλοι τον αποκαλούσαν «Φράγκο» ή «Αρμένιο» . Ο Όσιος Νείλος προχώρησε σιωπηλά προς τον καθεδρικό ναό, όπου έβγαλε το δέρμα του λύκου και εισήλθε μέσα στο ναό, για να κλάψει μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ήταν οδηγός και προστάτιδά του. Εκεί, ο φύλακας του ναού, ονόματι Κανίσκας, ο οποίος είναι ο πρώην διδάσκαλος του Οσίου Νείλου, μαζί με μερικούς άλλους ιερείς εκπλήσσονται με την επίσκεψή του στο Ροσσάνο. Ο Όσιος Νείλος απηύθυνε κάποιο λόγο στους παριστάμενους και, αφού τους είπε να αποχωρήσουν, έμεινε με τον Κανίσκα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την απληστία του. Όμως ο Κανίσκας συνεχώς πρόβαλε δικαιολογίες για τις αμαρτίες του. Τελικά, ο Όσιος Νείλος του είπε πως κάποτε θα επιθυμήσει να μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ αργά να το κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ο Όσιος Νείλος ασθένησε και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι του. Τότε έλαβε επιστολή από τον Κανίσκα, ο οποίος τον εκλιπαρούσε να πάει κοντά του και να του αφαιρέσει τα πλούτη του, πριν τον κρατήσει δέσμιο ο διάβολος τη στιγμή του θανάτου. Ο Όσιος Νείλος αμέσως θεραπεύθηκε από την ασθένειά του και η μόνη αντίδρασή του ήταν να υμνήσει τον Θεό, ο Οποίος στην άμετρή Του πρόνοια δεν επέτρεψε να κάνει αυτό πού το θείο θέλημα δεν επιθυμούσε.


Μετά από αυτό το γεγονός, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Όσιο, ο οποίος αμέσως πήγε κοντά στους μοναχούς του, καθ' ότι ο διάβολος τριγυρνούσε ανάμεσά τους αναζητώντας να καταβροχθίσει κάποιον. Ο Όσιος Νείλος περπατούσε ανάμεσα στους αδελφούς του ακατάπαυστα ολόκληρη την ημέρα προτρέποντάς τους να επικαλούνται το Όνομα του Ιησού Χριστού, για να διώξουν μακριά το διάβολο. Τελικά, τη δεκάτη ώρα, ο διάβολος έριξε στο έδαφος ένα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ένα σκυλί. Ο Βίος σχολιάζει πως ο διάβολος στην πραγματικότητα είχε σκοπό να το κάνει αυτό σε έναν από τους μοναχούς, αλλά εμποδίσθηκε από τον Όσιο, ο οποίος ήταν ως Άγγελος Κυρίου που τειχίζει αυτούς που έχουν φόβο Θεού και τους λυτρώνει.


Ο Όσιος Νείλος δυσφορούσε καθώς διαπίστωνε πως οι μοναχοί δεν πρόκοπταν στην αρετή. Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την υπακοή των μοναχών του, για να διαπιστώσει εάν πρέπει να συνεχίσει να ζει μαζί τους ή όχι. Γι' αυτό το σκοπό πρόσταξε τους μοναχούς να κόψουν τα πλεονάζοντα κλήματα της μονής, αφήνοντας μόνο όσα χρειάζονται. Οι μοναχοί δεν απάντησαν, μόνο βγήκαν έξω και προχώρησαν να κάνουν αυτό που τους πρόσταξε ο Όσιος Νείλος. Όταν ο Όσιος είδε την υπακοή τους, έδωσε υπόσχεση στον Θεό πως δεν θα προτιμήσει τίποτε επάνω από αυτούς.


Κοντά στο Ροσσάνο υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αναστασία, το οποίο είχε οικοδομηθεί από τον Ευπράξιο, ένα Βυζαντινό αξιωματικό, ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η φροντίδα του παρεκκλησίου είχε ανατεθεί στο μοναχό Αντώνιο, ο οποίος, πριν το θάνατό του, το παρέδωσε στον Όσιο Νείλο. Εκεί ο Όσιος οικοδόμησε μοναστήρι, για τις μοναχές που ζούσαν στα διάφορα μέρη της περιοχής εκείνης.


Ο Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ο δομέστικος Λέων, μαζί με τους ηγέτες του Ροσσάνο και πολλοί εκ του κλήρου και των λαϊκών πήγαν κάποτε στον Όσιο. Είχαν συζητήσει καθ' οδόν τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να θέσουν στον Όσιο Νείλο, για να τον δοκιμάσουν. Όταν τους αντιλήφθηκε ο Όσιος, προσευχήθηκε στον Χριστό, λέγοντας πως γνωρίζει ότι έρχονται για μάταιους λόγους να τον επισκεφθούν, και συνεπώς χρειάζεται θεία βοήθεια να πει αυτά πού είναι απαραίτητα, αλλά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Όσιος τελικά προχώρησε σε μία μακροσκελή ομιλία περί της ανάγκης για αρετή και την εγκατάλειψη πονηρών ατραπών. Η ομιλία αυτή βοήθησε τους ανθρώπους να ζητήσουν μεγαλόφωνα το έλεος του Θεού. Μετά από αυτό, έθεσαν πολλά ερωτήματα στον Όσιο, αλλά εκείνος χειριζόταν τα ερωτήματά τους με τρόπο ώστε οι ερωτούντες να αναγκάζονται να εξετάσουν τις δικές τους ζωές.


Κάποτε μερικοί από το Ροσσάνο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσαν ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Οσίου Νείλου ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστού Ευπραξίου, λέγοντας πως ο Όσιος είχε πάρει τιμαλφή από το μοναστήρι του, μαζί με όλα τα αντικείμενα του μοναχού Αντωνίου. Ο Ευπράξιος ήλθε στο Ροσσάνο μετά από το διορισμό του ως αυτοκρατορικού δικαστού για την Ιταλία και την Καλαβρία. Όλοι οι ηγούμενοι της περιοχής ήλθαν να τον υποδεχθούν κατά την άφιξή του, όμως ο Όσιος Νείλος έμεινε σε απόσταση, επιθυμώντας να μην παγιδευτεί σε όλη την πομπώδη αυτή επίδειξη κολακείας. Παρέμεινε μέσα στο μοναστήρι του, προσευχόμενος για τη σωτηρία όλου του κόσμου και την ψυχή εκείνου του αξιωματικού. Νοιώθοντας περιφρονημένος από αυτή τη σκόπιμη απουσία του Οσίου Νείλου, ο δικαστής άρχισε να σκέπτεται πως θα τον τιμωρήσει. Όμως γρήγορα αρρώστησε από γάγγραινα. Παρέμεινε άρρωστος επί τρία χρόνια. Ο Όσιος Νείλος τον επισκέφθηκε και ο δικαστής φίλησε τα πόδια Οσίου και του εζήτησε να τον κείρει μοναχό. Αφού έγινε μοναχός, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και παρέδωσε το πνεύμα.


Ο στρατηγός του Θέματος της Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στον Όσιο Νείλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν, το οποίο απέκτησε όταν τα στρατεύματά του κατέκτησαν την Κρήτη. Ο Όσιος αρνήθηκε να δεχθεί το παραμικρό μέρος αυτού του ποσού και συμβούλευσε το στρατηγό να δώσει τα χρήματα στον καθεδρικό ναό της πόλεως. Ο Βασίλειος ερώτησε τον Όσιο εάν μπορεί τουλάχιστον να κτίσει ένα παρεκκλήσι για το μοναστήρι, το οποίο διέθετε μόνο ένα μικρό ναό φτιαγμένο από λάσπη. Η απάντηση του Οσίου Νείλου όμως τους ξαφνιάζει, καθ' ότι τους λέγει πως δεν χρειάζεται να κτίσουν τίποτε, εφ' όσον η Καλαβρία σύντομα θα πέσει ολόκληρη στα χέρια των Σαρακηνών. Έτσι ο Όσιος αποφασίζει να φύγει από την Καλαβρία και πηγαίνει στην Κάπουα. Αργότερα φθάνει στη Ρώμη και μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται από τον Θεό στον τόπο που πρόκειται να ενταφιασθεί. Φθάνει στην πόλη του Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά από τη Ρώμη, και πηγαίνει στη μονή της Αγίας Αγάθης, όπου υπάρχουν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο πρίγκηπας του Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστός για την τυραννικότητα και την αδικία του, έρχεται στον Όσιο και, βάζοντας εδαφιαία μετάνοια στα πόδια του Οσίου, του λέγει πως δεν είναι άξιος, λόγῳ των πολλών του αμαρτιών, να δεχθεί τον Όσιο κάτω από την στέγη του, αλλά διαπιστώνει πως ο Όσιος, όπως ο Κύριος, προτιμά τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Ο πρίγκηπας τότε προσφέρει το σπίτι του, όλες τις εκτάσεις του και το οχυρό του. Ο Όσιος Νείλος όμως του δηλώνει πως χρειάζεται μόνο ένα μικρό μέρος της εκτάσεως, όπου μπορεί να ζήσει σε ησυχία και όπου οι μοναχοί του μπορούν να εξιλεωθούν ενώπιον Θεού για τις αμαρτίες τους και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.


Ενώ η πλειοψηφία των μοναχών παρέμεινε σε απόσταση από τον τόπο της ασκήσεως του Οσίου Νείλου, ο Όσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Παύλος. Ο Όσιος του παρέδωσε τα μοναδικά του επίγεια υπάρχοντα, που ήταν λίγα κουρέλια, και ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού. Μετά από αυτό, ο Όσιος Νείλος τους ευλόγησε και οι μοναχοί τον μετέφεραν μέσα στο ναό, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, το έτος 1003 μ.Χ., ένας από τους μοναχούς τον άκουσε να προφέρει τα εξής λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».


Ο Όσιος Νείλος συνέθεσε ύμνους στον Όσιο Βενέδικτο, τους οποίους έμελψε μετά μελωδικής ψαλμωδίας σε παννυχίδα και μετά εξηκονταμελούς χορού.

Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

 


Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (Μετάσταση)

 Αρκετοί είχαν την άποψη ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε, αλλά μετατέθηκε στην άλλη ζωή, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Αφορμή γι' αυτή την άποψη έδωσε το γνωστό ευαγγελικό χωρίο, Ιωάννου κα’ 22. Όμως, ο αμέσως επόμενος στίχος κα' 23 διευκρινίζει τα πράγματα.


Η παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι η έξης: Ο Ιωάννης σε βαθειά γεράματα πέθανε στην Έφεσο και τάφηκε έξω απ' αυτή. Αλλά μετά από μερικές ήμερες, όταν οι μαθητές του επισκέφθηκαν τον τάφο, βρήκαν αυτόν κενό. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβη ότι και με την Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ο Ιωάννης ναι μεν πέθανε και ετάφη, αλλά μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή, για την οποία ο ίδιος, να τί λέει σχετικά: «Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει» (Α' επιστολή Ιωάννου, ε' 12). Εκείνος, δηλαδή, που είναι ενωμένος μέσω της πίστης με το Χριστό και τον έχει δικό του, έχει την αληθινή και αιώνια ζωή. Εκείνος, όμως, που δεν έχει τον Υιό του Θεού, να έχει υπ’ όψιν του πως δεν έχει και την αληθινή και αιώνια ζωή.



Ἀπολυτίκιον  

Ἦχος β’.

Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.

Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε, τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.


Ὁ Οἶκος

Ὕψη οὐράνια ἐκμανθάνειν, καὶ θαλάσσης τὰ βάθη ἔρευναν, τολμηρὸν ὑπάρχει καὶ ἀκατάληπτον, ὥσπερ οὖν ἄστρα ἑξαριθμῆσαι, καὶ παράλιον ψάμμον οὐκ ἔστιν ὅλως, οὕτως οὔτε τὰ τοῦ Θεολόγου εἰπεῖν ἱκανόν, τοσούτοις αὐτὸν στεφάνοις ὁ Χριστός, ὃν ἠγάπησεν ἔστεψεν! οὗ τῷ στήθει ἀνέπεσε, καὶ ἐν τῷ μυστικῷ δείπνῳ συνειστιάθη, ὡς Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ-Ἡ ψυχὴ πού εἶναι ἐρωτευμένη μέ τόν Χριστό, εἶναι πάντα χαρούμενη κι εὐτυχισμένη,

 Πῶς πείστηκαν οἱ ἀπόστολοι μὲ μιὰ κουβέντα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἀκολούθησαν;


Γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀναπάντητη ἡ πρώτη του κλήση, ὁ Χριστὸς φρόντισε νὰ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος. Εἶχε μιὰ πρώτη γνωριμία μαζί τους. Μερικοὶ ἦταν ἤδη μαθητὲς τοῦ Προδρόμου. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης τοὺς εἶχε σπρώξει πρὸς τὸν Χριστό. Τὸν βρῆκαν, τοῦ μίλησαν, πῆγαν στὸ σπίτι του, ἔμειναν καὶ λίγο μαζί του. Τὸν ἄκουσαν νὰ μιλάει στὰ πλήθη, εἶδαν τὰ πρῶτα του θαύματα στὴν Κανᾶ καὶ τὴν Καπερναούμ. Καὶ τέλος, εἶδαν νὰ γίνεται καὶ σ’ αὐτοὺς μεγάλο θαῦμα μὲ τὴν ἀνέλπιστη ἁλιεία καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἰχθύων. Ἤξεραν λοιπὸν μὲ ποιὸν εἶχαν νὰ κάνουν. Ἔτσι, στὴν πρώτη κλήση τοῦ Χριστοῦ ἄφησαν τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν (Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ).


Τί ἀκριβῶς μέτρησε στὴ σχέση τους μὲ τὸν Χριστό; Κάποιο συμφέρον; Ἀσφαλῶς ὄχι! Δὲν σκέφτηκαν νὰ τὸν ἐκμεταλλευτοῦν γιὰ νὰ κάνουν τὴ ζωή τους. Δὲν ἦταν ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ χόρτασαν μὲ τοὺς πέντε ἄρτους κι ἔτρεχαν νὰ κάνουν τὸν Χριστὸ βασιλιά τους, γιὰ νὰ τοὺς λυθοῦν ὁριστικὰ τὰ βιοποριστικά τους προβλήματα. Ἄλλωστε, τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ τὴν ἀπροσδόκητη ψαριὰ ἔπιασαν τὴν καλή, ἄκουσαν ἀμέσως ἀπ’ τὸν Χριστό: «Παρατῆστε τα ὅλα κι ἐλᾶτε μαζί μου». Οὔτε τοὺς δόθηκε κάποια δελεαστικὴ ὑπόσχεση. Ἀντιθέτως! Ἀντὶ γιὰ εὔκολη ζωὴ καὶ τιμές, ὁ Χριστὸς τοὺς ὑποσχέθηκε «ποτήριον θανάτου». Γιατί τότε ἔτρεξαν ξοπίσω του σὰν τρελοί;


Κατάλαβαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ ὄντως ἐφετόν». Ὁ μόνος ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπηθεῖ. Ἀντιλήφθηκαν ὅτι μόνο κοντά του θὰ νιώσουν ζωή. Ὅτι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ εἶναι ἡ ὑπέρτατη σχέση. Ἀδιαπραγμάτευτη. Ὅποιος τὸ νιώσει αὐτό, γίνεται «μανικὸς ἐραστής» του. Καὶ δὲν θέλεις δάσκαλο γιὰ νὰ μάθεις νὰ ἀγαπᾶς. Ξέρεις πότε ἀγαπᾶς καὶ πότε ὄχι. «Οὕτως ἐπὶ σωμάτων, οὕτως ἐπὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι». Συμβαίνει στὸν πνευματικὸ ἔρωτα ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ στὸν σαρκικὸ (ἅγ. Ἰωάννης Κλίμακος). Ἔτσι, ὄχι μόνο ὁ Παῦλος φτάνει νὰ λέει «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἀλλὰ καὶ ἡ πόρνη. Σκουπίζει μὲ τὰ μαλλιά της τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ λαμβάνει ἄφεση, ἐπειδὴ «ἠγάπησε πολύ». Ὅποιος ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνει αὐτό, φτιάχνει μόνο κανόνες γιὰ τὸ πῶς νὰ φέρεται στὸν Θεό. Καὶ πασχίζει μιὰ ζωή, περιδεής, νὰ τοὺς τηρεῖ, ἀκόμα κι ἂν τοὺς μισεῖ, ἀκόμα καὶ ἂν κάνει ἀγγαρεία. Μίζερος Χριστιανός! Ἔκτρωμα! Πῶς τὸ λέει (στὸν διάλογο δυὸ φίλων) ἡ παροιμία; 

«Καὶ παπᾶς, ρὲ Λάμπρο;

 -Ἔτσι τό ’φερε ἡ κατάρα»!!!


Ὅμως, «ἐμεῖς ἔχουμε φλόγα γιὰ τὸν Χριστό; Τρέχουμε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι νὰ ξεκουραστοῦμε στὴν προσευχή, στὸν Ἀγαπημένο, ἢ τὸ κάνουμε ἀγγαρεία καὶ λέμε: “Ὤχ! Τώρα ἔχω νὰ κάνω καὶ προσευχὴ καὶ κανόνα”; Τί λείπει καὶ νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δὲν ἔχει ἀξία μιὰ τέτοια προσευχή. Ἴσως μάλιστα κάνει καὶ κακό… Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι ἐρωτευμένη μὲ τὸν Χριστό, εἶναι πάντα χαρούμενη κι εὐτυχισμένη, ὅσους κόπους καὶ θυσίες κι ἂν τῆς κοστίσει αὐτό… Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, αὐτὸς ὁ ἔρωτας, αὐτὸς ὁ ἐνθουσιασμὸς σὲ φέρνει καὶ στὸ μαρτύριο ἀκόμη. Σὲ κάνει νὰ μὴ λογαριάζεις τίποτα» (ἅγ. Πορφύριος). Ἐμεῖς; Τὸ ἔχουμε αὐτό;

«ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

 Στὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς «Δι' ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» πλέκονται δύο πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ πείρα. Τὸ δεύτερο ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό. Πείρα καὶ πίστη συναντῶνται μέσα στὴν ἴδια καρδιά.


Τί νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος; Ὅ,τι τοῦ λέει ἡ πείρα τῆς ζωῆς γιὰ ὡρισμένα ζητήματα ἢ ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύει ἡ πίστη στὸν Χριστό; Μὲ δύο λέξεις, θὰ μπορούσαμε νὰ προσδιορίσουμε τὴν πείρα σὰν καταστάλαγμα ζωῆς. Συσσωρεύεται μὲ ὅσα ζήσαμε, εἴδαμε, ἀκούσαμε, πάθαμε, μάθαμε, χρησιμοποιώντας τὴ λογική μας, παρατηρώντας γύρω μας καὶ ἐμβαθύνοντας στοὺς νόμους ποὺ δεσπόζουν στὸν κόσμο.


Οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς σημερινῆς περικοπῆς ἦταν ψαράδες. Εἶχαν μιὰ ἀξιόλογη ἐμπειρία πάνω στὴ δουλειά τους. Ἡ ἐντολὴ ποὺ τοὺς δόθηκε νὰ ψαρέψουν, ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν πείρα τους. Ὅλη τὴ νύχτα κοπίασαν, ἀγρύπνησαν, καὶ τίποτε δὲν ἔπιασαν. Τὸ νὰ ξαναπᾶνε γιὰ ψάρεμα τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη, καὶ μάλιστα ὕστερα ἀπὸ τόσο μόχθο, ἦταν -   ἔτσι τοὺς ἔλεγε ἡ πεῖρα τους - ἄδικος κόπος.


Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει γενικότερα καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη πείρα, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ μεγάλα καὶ σοβαρὰ πνευματικὰ ζητήματα. Προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰ καινούργια ζωή, μετανοίας, ἀγάπης, ἀλήθειας∙ ὁμιλεῖ περὶ βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ∙ περὶ ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν σὲ ἕνα σῶμα.


Ἀλλὰ πολλοί, ποὺ στηρίζονται μόνο στὴν ἐμπειρία τους, στὴν πείρα τῆς ζωῆς διαφωνοῦν: Αὐτὰ δὲν γίνονται! Πῶς μπορῶ νὰ ἀλλάξω, ὅταν ἔχω συνηθίσει νὰ ζῶ ὅπως ζῶ; Πῶς νὰ ἀγαπήσω αὐτοὺς ποὺ μόνο μῖσος ἐμπνέουν; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς καὶ δίκαιος σὲ μιὰ κοινωνία διεφθαρμένη; Δὲ γίνεται τίποτε! Ἡ πείρα τῶν Ἀποστόλων ψαράδων διαβεβαίωνε ὅτι ἦταν περιττὴ κάθε ἀπόπειρα, διότι τίποτε δὲ θὰ ἔπιαναν. Γιατί νὰ κοπιάσουν λοιπόν; Ἡ ἐμπιστοσύνη ὅμως στὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ἄλλα ἐπιβάλλει. Καὶ ὁ Πέτρος ὑπακούει στὸν Χριστό, κι ὄχι στὸ μυαλό του.


«Ἐπὶ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον». Καὶ τὰ πράγματα ἔδειξαν, ὅτι παρὰ τὴν ἀντίθετη πείρα, παρὰ τὶς δυσμενεῖς προοπτικές, μπόρεσαν καὶ ἔπιασαν πλῆθος ψαριῶν. Στὴ ζωὴ τὸν τελευταῖο λόγο δὲν τὸν ἔχει οὔτε ἡ ἀνθρώπινη λογική, οὔτε οἱ ἀνθρώπινες προβλέψεις, οὔτε ἡ ἀνθρώπινη τέχνη, οὔτε ἀκόμη οἱ φυσικὲς συνθῆκες. Ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν Θεὸ τελικὰ ἀνατρέπουν τὸ κατεστημένο τῆς ἀνθρώπινης πείρας καί δημιουργοῦν νέες, εὐλογημένες καταστάσεις.                     




  Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως





«Πήγαινε στὰ βαθιὰ»

 Δυνατὸς καὶ ἀνεπανάληπτος εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Εἶναι γνωστὸ πὼς ὅλη τὴν νύχτα ὁ Ἀπόστολος ψάρευε μὲ τοὺς συνεταίρους του στὴν λίμνη Γενησαρὲτ χωρὶς νὰ πιάσουν οὔτε ἕνα ψάρι. Ὅμως, ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πήγαινε πιὸ βαθιὰ καὶ ρίξε πάλι τὰ δίχτυα σου» καὶ, παρὰ τὴν ἀμηχανία του, ὑπάκουσε. Γέμισαν τότε τὰ δίχτυα τους ἀπὸ πλῆθος ἰχθύων. Τὸ θαῦμα εἶναι φανερό. Δείχνει τὶ ἀποτελέσματα ἔχει ἡ ὑπακοὴ στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.


Ἀλλὰ τὶ ἔχει νὰ πεῖ ὁ σύντομος αὐτὸς λόγος τοῦ Κυρίου μας σὲ κάθε ἄνθρωπο, καὶ μάλιστα σήμερα, στὴν ἐπιφανειακὴ καὶ χωρὶς βάθος ἐποχή μας; Σήμερα τρέχουμε νὰ προλάβουμε μιὰ ἔξαλλη καὶ μανιασμένη πορεία πρὸς τὸ ἀβέβαιο, πρὸς μία ἄβυσσο ἄγνωστη, ἴσως καὶ καταστρεπτική. Αὐτὸ τὸ τρέξιμο ἀνάμεσα σὲ τόσους κουρασμένους ἀνθρώπους κάνει ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη τὴν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς μας. Τρέχουμε ὅλοι «κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», χωρὶς φανερὴ αἰτία, ἀλλὰ καὶ χωρὶς δικαίωση. Δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸν ἀληθινὸ προορισμό μας. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία του ὁ ἄνθρωπος δὲν κουράστηκε περισσότερο. Μὲ τὴν πολυπραγμοσύνη, γιὰ τὴν ὁποία συχνὰ καυχιόμαστε, σκορπίζουμε ὅ,τι ἱερὸ ἔχουμε μέσα μας. Ἔτσι, ἐνῶ χάνουμε τὰ πνευματικὰ ποὺ ἰσορροποῦν τὴν σχεδία μας στὴν θάλασσα τοῦ κόσμου τούτου, γεμίζουμε τὴν πορεία μας μὲ μέριμνες καὶ βάρη μόνο γιὰ ὑλικὰ καὶ γήινα πράγματα, ὥστε νὰ κινδυνεύουμε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ βυθιστοῦμε στὸ τρικυμισμένο πέλαγος τῆς ζωῆς.


Ἐδῶ ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νὰ σταματήσει αὐτὴν τὴν ξέφρενη πορεία πρὸς τὸ ἀβέβαιο, τὸ πρόσκαιρο καὶ τὸ παροδικὸ καὶ νὰ πεῖ στὸν καθένα μας: «ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος». «Ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. 17, 21). Μέσα μας θὰ βροῦμε - ὅταν γρηγορήσουμε – τὴν εἰρήνη, τὴν γαλήνη καὶ τὴν ζωὴ ποὺ χάσαμε. Τὸ «ἐντὸς ἡμῶν ζῆν» εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωή μας, γιατὶ στὴν καρδιά, στὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας βρίσκεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως μᾶς φανερώνει ὁ μυστικὸς λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Ἡ καρδιὰ εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, ὁ ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖ, στὸ ἱερό μας, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Βαπτίσματος ἔγινε θρόνος τῆς θείας Χάριτος, πρέπει νὰ συγκεντρώσουμε εὐλαβικὸ προσκυνητή τὸν νοῦ μας, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ δοξολογήσουμε τὸν Δημιουργὸ Θεό μας. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς ὅταν λέγει: «μνημεῖον δεσποτικὸν ἡ ἑκάστου τῶν πιστῶν καρδία». Ὁ δὲ ἅγιος Ἡσύχιος τονίζει: «Ὅπως αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸν ἥλιο εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ φωτισθεῖ, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ πάντοτε σκύβει στὴν καρδιά του δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φωτισθεῖ. Ἐδῶ εἶναι ὁ καλὸς καὶ ἴσιος δρόμος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ παίρνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὴν ἀνέβαζει στὰ οὐράνια».


Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος διδάσκει: «Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει ἐν Θεῷ ἔχει περιβληθεῖ τὸ ἄφθαρτο κάλλος‧ ἡ δὲ ψυχική του ὡραιότητα μένει στὸ διηνεκές. Αὐτὸς καὶ ὅταν μιλάει σαγηνεύει καὶ ὅταν σωπαίνει διδάσκει. Συμβουλεύοντας πείθει, ἐλέγχοντας ἐπανορθώνει, διδάσκοντας εἰσακούεται, ἀπολαμβάνει τὸν σεβασμὸ καὶ σὲ ὅλους εἶναι συμπαθής. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου τοῦ δίνει συνεχεῖς ἀφορμὲς νὰ ὑμνεῖ τὸν θεῖο Δημιουργό. Σ’ αὐτὴν ἀνακαλύπτει τὴν εἰκόνα Του, χαραγμένη ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν ἀνακαλύπτει τὴν δημιουργικὴ θεία σοφία, τὴν θεία δύναμη ποὺ συνέχει τὰ πάντα, τὴν θεία πρόνοια ποὺ διαχέεται στὰ πάντα, τὴν θεία ἀγαθότητα ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ, τὴν θεία δικαιοσύνη ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ ὅλα, τὸν θεῖον νοῦ ποὺ ἐποπτεύει τὰ πάντα. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει ἐν Θεῷ βρίσκει παντοῦ τὸν Θεό. Τὸ πνεῦμα του σὰν νὰ τὸ παρασύρει ἡ λεπτὴ αὔρα τῆς θείας Χάρης, ἀνυψώνεται σὰν ἀνάλαφρο φτερὸ καὶ βιάζεται νὰ φτάσει τὸν Θεό, τὸν Ποιητή καὶ Πλάστη του. Ἡ καρδιά του ἔχει γίνει Παράδεισος, ὅπου βλάστησε τὸ δέντρο τῆς ζωῆς. Ἡ γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καρδιά του ἀναβλύζει σὰν ζωντανὸ νερὸ καὶ ἐκδηλώνεται μὲ τὶς ποικίλες μορφὲς τῆς εὐεργεσίας καὶ τῆς ἀγαθοεργίας. Μακάριος ἄνθρωπος, διότι κατανόησε τὴν ἀποστολή του καὶ πολιτεύθηκε στὴν ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν κλήση του. Μακάριος ἄνθρωπος, διότι ἔλαβε ἤδη τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς δόξας. Μακάριος ἄνθρωπος, διότι ὁ Κύριος ἑτοίμασε γι’ αὐτὸν κληρονομιὰ στὴν ἐπουράνια Βασιλεία».


Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὑπογραμμίζει: «Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἔχει τὴν ἔννοια καταναγκαστικῶν ἔργων, ἀλλὰ ὐπαγορεύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ‘‘κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ’’. Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸν Χριστό. Ὅλα αὐτὰ μυστικὰ σὰν τοὺς ἀσκητές‧ ὅπως τὸ ἀηδονάκι ποὺ κελαηδάει μέσα στὸ δάσος, στὴ σιγή. Χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ ἀκούει, νὰ τὸ ἐπαινεῖ. Πόσο ὡραῖο τὸ κελάηδημα μές στὴν ἐρημιά. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα Χριστοῦ. Εἶναι μέσα μας ὅλα αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας».


Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἐδίδασκε τὶς ἱερὲς μονάστριες τῆς Παναγίας Βοηθείας: «Πρέπει, ἀδελφές, νὰ φροντίσωμεν νὰ γίνωμεν πνευματικοί. Ὁ δὲ πνευματικὸς ἄνθρωπος ζητεῖ ὅλο τὰ τοῦ πνεύματος, πῶς δηλαδὴ νὰ ἀρέσει εἰς τὸν Χριστόν. Κοπιάζει, μοχθεῖ, εἶναι ταπεινός, εἰρηνικός, ὑπομένει ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ κάνουν, εἶναι ὑπάκουος, φιλάδελφος. ἡ ἀκοή του εἶναι ἕτοιμη νὰ ἀκούει τὰ καλά, ἡ γλῶσσα του εἶναι πρόθυμη πρὸς δοξολογία Θεοῦ. Ζητεῖ ὅλο τὰ τοῦ Πνεύματος. Μέρα-νύχτα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸν ἐπισκιάζει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ποτὲ νὰ πεῖ ψεῦδος ἢ νὰ κάμει παρακοὴν ἢ νὰ κατακρίνει ἢ ἄλλο τίποτα. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ πέσει εἰς κανένα ἀπὸ αὐτά, τὸ κελί του τὰ ξεύρει ὕστερα: τὰ δάκρυα ρέουν ποταμός… τὸ κελί του γίνεται τάφος γι’ αὐτόν. Πάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του σὰν ἕνα γεράκι γυρίζει πάντοτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ τὸν φωτίζει, τὸν δροσίζει, τὸν δυναμώνει… Ποῦ τότε νὰ ἀγγίξει ὁ σατανᾶς;»


Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης ἔλεγε: «Μέσα στὴν ἐκκλησία βρίσκουμε τὴν ὑγεία, τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς». Στοὺς μοναχούς του ἔλεγε: «Ἐμένα εἶναι περιβόλι ἡ καρδιά μου κι ἂς ἔχω πολλὲς ἀσθένειες».


Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης συμβουλεύει: «Πρέπει νὰ αὐξήσουμε τὸ φῶς γιὰ νὰ διώξουμε τὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς περιβάλλει. Πλέουμε μέσα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν χάρη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται νὰ φέρουμε τὸ φῶς στὴν ψυχή μας. Ὁ Θεὸς μᾶς τὸ χορηγεῖ πλουσιοπάροχα. Κλαίω ὅταν σκέφτομαι τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ. Οἱ πνευματικὲς χαρὲς δὲν φεύγουν, μένουν παντοτινά. Ἐνῶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ὅποια  κι ἂν εἶναι, λίγα λεπτὰ μόνο μένει καὶ μετὰ χάνεται καὶ ξεχνιέται. Ἡ χαρὰ ἡ πνευματικὴ σὲ κάνει νὰ πετᾶς».


Ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ἔλεγε σὲ πνευματικό του παιδί: «Μὴ παύσεις νὰ πηγαίνεις πλησίον τῆς πνευματικῆς πηγῆς τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ἱερὰ πρόσωπα ποὺ τὴν παρουσιάζουν στὴν πραγματικότητα. Διότι ὁ Χριστιανός, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁμοιάζει μὲ τὸ σφουγγάρι ποὺ ἔχει πάντοτε νερό. Καὶ γιὰ νὰ ἔχει νερό, πρέπει νὰ εἶναι ἢ στὴν βρύση ἢ σὲ δοχεῖο μὲ νερό. Ὅταν εἶναι μακριὰ θὰ ξεραθεῖ, ὅπως ὅταν εἶναι κοντὰ στὴν φωτιὰ τῶν πειρασμῶν, ὄχι μόνο θὰ ξεραθεῖ, ἀλλὰ καὶ θὰ καεῖ».


Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἐπισημαίνει: «Νὰ τὸ πάρουμε στὰ ζεστὰ καὶ νὰ ζήσουμε πνευματικά. Εἶναι πολὺ δύσκολα τὰ χρόνια. Ἔχει πέσει πολλὴ στάχτη, σαβούρα, ἀδιαφορία. Θέλει πολὺ φύσημα γιὰ νὰ φύγει. Οἱ παλιοὶ ἔλεγαν ὅτι θὰ ἔρθει ὥρα ποὺ θὰ κλωτσήσουν οἱ ἄνθρωποι. Πρῶτα ἔλεγαν: ‘‘πρὸς Θεοῦ’’ ἢ ‘‘τὸν ἀθεόφοβο, δὲν τὸν φοβᾶται τὸν Θεό;’’ ἢ ‘‘ἂν θέλει ὁ Θεός’’. Ἔνοιωθαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ παντοῦ, εἶχαν συνέχεια μπροστά τους τὸν Θεὸ καὶ πρόσεχαν. Ζοῦσαν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ψαλμωδός: «Προωρώμην τὸν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διὰ παντὸς ἵνα μὴ σαλευθῶ» (Ψαλμ. 15, 8). Ἡ ἐπαφὴ μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους πολὺ βοηθάει καὶ δίνει ὄρεξη μεγάλη γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι γιὰ βόλεμα. Θὰ πεθάνουμε ποὺ θὰ πεθάνουμε, τοὐλάχιστον νὰ πεθάνουμε σωστά».


Ἀγαπητοί μου,


Τὸ «ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος» τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μᾶς προτρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἑστία μας. Νὰ στρέψουμε τὸν νοῦ στὴν καρδιά μας καὶ νὰ ζήσουμε πνευματικὴ ζωή. Γιὰ νὰ ὑψωθεῖ ὅμως ἡ καρδιά μας πρὸς τὸν Θεό, πρέπει διαρκῶς νὰ θεωρεῖ καὶ νὰ βλέπει πρὸς τὰ ὑψηλά, νὰ εἶναι λεπτὴ καὶ ἐλαφριά. Ὅπως ἀκούσαμε, μᾶς τὸ ξεκαθάρισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τοὺς ὁποίους ἔχουμε ὡς πρότυπα καὶ ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τους. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ἐδῶ θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν οὐσία τῆς ζωῆς. Θὰ ἔχουμε γαλήνη καὶ σταθερότητα σ’ αὐτὸν τὸν παράλογο κόσμο, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐξασφαλίσουμε τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ἐμᾶς στὴν οὐράνια Βασιλεία Του.


Ἡ μυρίπνοος αὔρα τοῦ ποιητῆ Βερίτη θὰ μᾶς δώσει τὸ τελευταῖο μήνυμα γιὰ σήμερα: « ‘‘Ἰδοὺ θυσία μυστική….’’


Κι εἶν’ ἡ καρδιά μου νηστικὴ


Γιὰ φῶς, χαρὰ κι ἀλήθεια.


Ἐσὺ τὸ ξέρεις πὼς πεινῶ


Σὺ μόνο βλέπεις τὸ κενὸ


Ποὺ κλείνω μές στὰ στήθια».


Γένοιτο!