Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Δοξαστικό Αίνων Γ' Κυριακής των Νηστειών

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.




  Καθώς προχωράμε τις εβδομάδες της Μ. Σαρακοστής, μπορούμε να πούμε με αυξανόμενη αίσθηση ευγνωμοσύνης και χαράς, με μια αίσθηση γαλήνης και χαράς τα λόγια του Ψαλμού «Η ψυχή μου θα ζήσει, και μ’ ευγνωμοσύνη θα δοξάζει τον Κύριο».

Την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής είδαμε την υπόσχεση της σωτηρίας δοσμένη από την Π. Διαθήκη να εκπληρώνεται: ο Θεός έγινε άνθρωπος, η σωτηρία έρχεται κι όσα ελπίζουμε είναι δυνατά. Μετά την δεύτερη εβδομάδα έχουμε την διακήρυξη από όλους τους Αγίους της Χριστιανοσύνης ότι ο Θεός όχι μόνο κατοίκησε ανάμεσα μας. αλλά και (εξεχύθη πάνω μας) μας πλημμύρισε η χάρις Του, μέσα στην Εκκλησία, αλλά και σε κάθε ανθρώπινη ψυχή έτοιμη να δεχθεί Εκείνον, την παρουσία Του, το μεταμορφωμένο σε Άγιο Πνεύμα δώρο, που μας κάνει να κοινωνούμε όλο και πιο βαθιά (ουσιαστικά) με τον ζώντα Θεό, μέχρι να γίνουμε μια μέρα μέτοχοι της θείας φύσης.

Και σήμερα, αν αναρωτηθούμε «αλλά πως; Πως θα συγχωρηθούμε, πως το κακό θα αναιρεθεί;» - ένα βήμα μας φέρνει βαθύτερα στην ευγνωμοσύνη, βαθύτερα στην χαρά, βαθύτερα στην σιγουριά, όταν σκεφτόμαστε, όταν ατενίζουμε τον Σταυρό.

Εδώ έχουμε ένα απόσπασμα του Ευαγγελίου, όπου ο Χριστός μιλά για την σωτηρία και τις προϋποθέσεις, ο Πέτρος του λέει: «Και ποιός μπορεί να σωθεί;» -και ο Χριστός του απαντά: «Τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ». Κι Εκείνος ήρθε, η πληρότητα του Θεού κατοίκησε την ανθρώπινη φύση, κι Εκείνος έχει την δύναμη να συγχωρεί γιατί Εκείνος είναι θύμα όλης της κακίας, όλης της σκληρότητας, της καταστροφικότητας στην ανθρώπινη ιστορία. Γιατί βέβαια κανείς άλλος εκτός από το θύμα δεν μπορεί να συγχωρεί αυτόν που έφερε την κακία, την αθλιότητα, την μιζέρια, την φθορά και τον θάνατο στην ζωή μας. Και ο Χριστός δεν συγχωρεί μόνο τους φονιάδες Του, όταν λέει; «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», αλλά πήγε και πέρα απ’ αυτό γιατί είπε: Ο δ’ αν ποιήσετε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» «Ο τι κάνει κανείς στον πιο μικρό αδελφό η αδελφή μου, (είναι σαν ) το κάνει σε μένα»)- όχι μόνο το καλό αλλά και το χειρότερο - γιατί στην συμπόνια, την αλληλεγγύη βρίσκεται Εκείνος, σε καθένα που υποφέρει: στον θάνατο, τον πόνο, την αγωνία του καθενός που υποφέρει, είναι Αυτός. Και ακόμα, όταν προσεύχεται «Πάτερ άφες αυτοίς! Δεν ξέρουν τι κάνουν, τι πάνε να κάνουν», Εκείνος προσεύχεται για τον καθένα από μας, όχι μόνο στο δικό Του όνομα, αλλά και στο όνομα (για λογαριασμό) όλων αυτών στους οποίους έχει επιτεθεί το κακό, εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας.

Αλλά δεν είναι μόνο ο Χριστός που συγχωρεί· καθένας που έχει πονέσει στην ψυχή, το σώμα, το πνεύμα – ο καθένας καλείται να δώσει χάρη σ’ αυτόν που τον έκανε να υποφέρει.

Κι ακόμα, μπορούμε να δούμε τον Χριστό να λέει «Συγχώρησε όπως συγχωρήθηκες» γιατί και το θύμα και ο θύτης (ένοχος) δένονται μ’ ένα δεσμό αλληλεγγύης και αμοιβαίας υπευθυνότητας. Μόνο το θύμα είναι που μπορεί να πει: «Κύριε συγχώρησέ τον, συγχώρησέ την» και ο Κύριος μπορεί να πει «ναι, θα το κάνω!».

Αλλά συνειδητοποιούμε ποιά ευθύνη βάζει στον καθένα μας, απέναντι στον άλλο; Αλλά επίσης το βάθος, το θαυμάσιο πλάτος ελπίδας που ανοίγεται μπροστά μας όταν αντικρύζουμε τον Σταυρό και βλέπουμε ότι με την συμπόνια απέναντι σ’ όλο το ανθρώπινο είδος ο Χριστός παίρνει επάνω Του όλο τον πόνο του κόσμου, δέχεται να πεθάνει έναν απίστευτο θάνατο λέγοντας εκ μέρους όλων όσων υποφέρουν «Ναι- σας συγχωρώ..!»

Αυτό είναι άλλο ένα βήμα προς την ελευθερία, ένα ακόμα βήμα προς την στιγμή που θα αντικρύσουμε τον αναστημένο Χριστό, την ανάσταση, που θα περιλάβει κι όλους εμάς, γιατί ο Χριστός αναστήθηκε και χάρισε σ’ όλους εμάς την πληρότητα της αιώνιας ζωής.

Και μπορούμε να πούμε ξανά και ξανά, ότι η Σαρακοστή είναι μια πηγή νέας ζωής, ενός νέου χρόνου, χρόνου ανανέωσης, όχι μόνο με την μετάνοια, αλλά να πιαστούμε από τον ίδιο τον Χριστό, που σαν βοσκός άρπαξε το χαμένο πρόβατο, καθώς ο ίδιος ο Χριστός σήκωσε τον Σταυρό Του, τον έβαλε στην θέση του θανάτου, και αναίρεσε τον θάνατο, αναίρεσε το κακό (την αμαρτία) με την συγχώρεση και δίνοντας την ζωή Του. Γι’ άλλη μια φορά ερχόμαστε άλλο ένα βήμα προς την ελευθερία και την ανανέωση. Ας μπούμε βαθύτερα στο μυστήριο, στο θαύμα της σωτηρίας και ευφραινόμενοι παρά Θεώ, και χαιρόμενοι βήμα με βήμα, όλο και πιο πολύ, ας εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας γι’ αυτήν την ανακαίνιση της ζωής μας. Αμήν.

Τὸ σημείο του Σταυρού στὴν καθημερινή μας ζωή

Δὲν εἶναι χωρὶς ἐξήγηση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Εκκλησία μας καὶ οἱ χριστιανοὶ περιβάλλουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴ μέγιστη τιμὴ καὶ εὐλάβεια· κάνουμε δὲ χρήση του, τόσο συχνὰ κατὰ τὶς διάφορες Ἀκολουθίες, ὅπως καὶ στὴν καθημερινή μας ζωή. Ἀναφέρουμε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ σχηματίζουμε τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ.
Ἀρχίζουμε ἡ τελειώνουμε τὴν ἡμέρα μας μ᾿ αὐτό. Πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό μας, στὴν ἔναρξη καὶ λήξη τῆς ἐργασίας μας, καθὼς περνᾶμε ἔξω ἀπὸ ἱερὸ ναό. Καὶ παντοῦ ἀντικρύζουμε τὸ ζωοποιὸ σχῆμα του: Στοὺς τρούλους τῶν ἐκκλησιῶν, στὰ κοιμητήρια, σὲ εἰκονοστάσια κατὰ μῆκος τῶν δρόμων, ἀτὸ λαιμὸ ἄντρων, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, στὰ κρεβάτια ὑγιῶν καὶ ἀσθενῶν, στὶς ἐπιγραφὲς τῶν νοσοκομείων, στὶς προσόψεις τῶν φαρμακείων, σὲ κορυφὲς λόφων...



Ὑπάρχουν βέβαια καὶ «χριστιανοὶ» ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ συμπεριφορά τους δείχνουν ἀσέβεια πρὸς τὸν ζωοποιὸ Σταυρό. Εἴτε μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ ἀνευλαβῶς, χωρὶς νὰ τὸν σχηματίζουν κανονικὰ (ἑνωμένα τὰ τρία πρῶτα δάχτυλα, ἀκουμπισμένα τὰ ἀλλὰ δύο στὴν παλάμη, καί. κινώντας ἔτσι. Τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ μέτωπο στὴν κοιλιὰ καὶ μετὰ στὸν δεξιὸ καὶ ἀριστερὸ ὦμο), εἴτε μὲ τὸ νὰ ντρέπονται νὰ κάνουν τὸν σταυρό τους δημόσια, εἴτε -χειρότερα- μὲ τὸ νὰ βλασφημοῦν τὸν πανάγιο Σταυρό!

Ὡς πρὸς τοὺς βαθύτερους συμβολισμοὺς γιὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ποὺ κάνουμε οἱ χριστιανοί, ἂς ἀκούσουμε τί ἀκριβῶς ἔλεγε, μὲ ἁπλὸ ἀλλὰ ἰδιαίτερα βαθὺ θεολογικὸ τρόπο, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ διδάχος τοῦ Γένους·στὴν Ε´ διδαχή του:
«Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον πὼς ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τί πρέπει νὰ κάμῃς καὶ ἐσύ; Σμίγεις τὰ τρία σου δάκτυλα μὲ τὸ δεξιόν σου χέρι καὶ μὴ μπορώντας νὰ ἀνεβῇς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὸ χέρι σου εἰς τὸ κεφάλι σου, διατὶ τὸ κεφάλι σου εἶναι στρογγυλὸ καὶ φανερώνει τὸν οὐρανὸν καὶ λέγεις μὲ τὸ στόμα: Καθὼς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγώ, ὡς δοῦλος ἀνάξιος, δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν Ἁγία Τριάδα. Καὶ καθὼς αὐτὰ τὰ δάκτυλα, εἶναι τρία εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καὶ μαζὶ ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα, καὶ ἕνας μόνος Θεός, Κατεβάζεις τὸ χέρι σου ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τὸ βάνεις εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ λέγεις: Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις πάλιν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὰ δεξιά σου μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλι εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον, λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλης εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς.Ἔπειτα, κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, ὅτι, καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνεις τὴν Ἀνάστασιν καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πὼς ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός».
Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἑρμηνεία, τὰ μὲν τρία ἑνωμένα δάκτυλα συμβολίζουν τὸν ἕνα Θεὸ μὲ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις ποὺ εἶναι τρία πρόσωπα ὁμοούσια καὶ ἑνωμένα, «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως», τὰ δὲ ἄλλα δύο συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις (θεία καὶ ἀνθρώπινη), τὶς δύο θελήσεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Κυρίου μας. Σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι μας στὸ μέτωπο (τὸ διανοητικό μας κέντρο), τὴν κοιλιὰ (κέντρο τῶν ἐπιθυμιῶν) καὶ τοὺς δύο ὤμους (μέσον τῶν σωματικῶν δραστηριοτήτων μας), ὁμολογοῦμε ὅτι οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες καὶ οἱ πράξεις μας ἀνήκουν στὸν Θεὸ καὶ θέλουμε νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογία του.
* * *

Ὁ σταυρός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἀνεῖλε τὴν ἁμαρτίαν, καθάρσιον τῆς οἰκουμένης ἐγένετο, καταλλαγὴ χρονίας ἔχθρας, ἀνέωξε τοῦ οὐρανοῦ τὰς πύλας, τοὺς μισουμένους φίλους ἐποίησεν, εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπανήγαγεν, ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου ἐκάθισε τὴν ἡμετέραν φύσιν, μυρία ἕτερα παρέσχεν ἡμῖν ἀγαθά» (Migne Ε.Π. 48, 867).
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ ἡ πεποίθηση τῶν χριστιανῶν θεωρεῖ τὸν τίμιο Σταυρὸ «θέλημα τοῦ Πατρός, δόξα τοῦ Μονογενοῦς, ἀγαλλίαμα τοῦ Πνεύματος, κόσμημα τῶν ἀγγέλων, ἀσφάλεια τῆς Ἐκκλησίας, καύχημα τοῦ Παύλου, τεῖχος τῶν ἁγίων, φῶς ὅλης της οἰκουμένης» (Ἱερὸς Χρυσόστομος, Ε.Π. 49, 396).
Παρόλο ὅτι στὴν ἐποχή μας φαίνεται πὼς «ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται, παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ» (Μέγας Βασίλειος, Migne Ε.Π. 32, 473), ἐντούτοις θὰ συμφωνήσουμε ἀπόλυτα μὲ τὴ διαπίστωση ἔγκυρου θεολόγου (τοῦ Βασιλείου Μουστάκη, †) ποὺ ἔγραψε:
«Ἀπὸ ὅλους τους θησαυροὺς ποὺ ἀνωρύχθηκαν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς ἢ θὰ ἀνορυχθοῦν στὸ μέλλον, δὲν ὑπάρχει ἀσφαλῶς πιὸ πολύτιμος ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἡ ἁγία αὐτοκράτειρα Ἑλένη ἀνέσυρε στὸ ψῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ καύχημα τὴκ χριστιανοσύνης. Τὸ πανάκριβο κόσμημα ποὺ ἔλαβε σὰν δῶρο καὶ σὰν ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του ἀπὸ τὸν θεῖο Νυμφίο της ἡ Ἐκκλησία... Αὐτὸ τὸ σύμβολο τῆς ἀτιμώσεως καὶ τῆς καταδίκης, ποὺ προκαλοῦσε φρίκη στοὺς ἀρχαίους λαούς, ἀπέβη, μὲ τὸν θάνατο τοῦ Σωτῆρος πάνω του, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς, τῆς δυνάμεων καὶ τῆς δόξης. Ἔγινε τὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἐξωσμένος Ἀδὰμ ξανάνοιξε τὶς πύλες τῆς Ἐδέμ... Τὸ πανίσχυρο ὅπλο, μὲ τὸ ὁποῖο κατατροπώνονται οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Ἡ καθέδρα, ἀπ᾿ ὅπου διδάχθηκε στὶς ψυχὲς ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια. Τὸ κατάρτι, πάνω στὸ ὁποῖο ἰσαρίσθηκε σὰν πανὶ ἡ περγαμηνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ γίνει κατορθωτὸς ὁ πλοῦς τῆς ἀνθρωπότητος πρὸς τὸ λιμάνι τῆς ἄνω ζωῆς... Ὁ Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἕνα τροπάριο, ἂς γίνει ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας. Αὐτὸς πράγματι εἶναι ἡ ὕλη, ποὺ πάνω της συνέθεσε ἡ θεία ἀγάπη τὸ ἀριστούργημα τῆς ἀπολυτρώσεως. Χωρὶς αὐτὸν εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ κάνει δικό του ὁ καθένας» (Θ.Η.Ε. 11, 439).
Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς ψάλλουμε: «.Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν»

Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως: Ο Σταυρός του Χριστού η Ωραιότης της Εκκλησίας!

Την τρίτη Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία μας προβάλλει στους πιστούς της τον Σταυρό του Κυρίου. Κατά το συναξάρι της ημέρας: «Επειδή με τη σαρανταήμερη νηστεία, κατά κάποιο τρόπο σταυρωνόμαστε και εμείς με τη νέκρωση από τα πάθη, κι έχουμε μια αίσθηση πικρίας με το να μας δημιουργείται ακηδία και κατάπτωση, μπαίνει μπροστά μας ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, σαν αναψυχή και στήριγμά μας, και σαν υπόμνηση του Πάθους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και παρηγοριά: αν ο Θεός μας σταυρώθηκε για μας, πόσα πρέπει να κάνουμε εμείς για χάρη Του; Ανακουφιζόμαστε λοιπόν από τους κόπους μας, με την παράθεση των δεσποτικών θλίψεων και με την υπόμνηση και ελπίδα της δόξας που ήρθε μέσα από τον Σταυρό». Κι είναι πράγματι μία επιπλέον ευκαιρία που δίνει η Εκκλησία για να προβληματιστούμε πάνω στο μέγιστο μυστήριο της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου μας.
1. Ο Σταυρός του Χριστού: ιστορικό γεγονός.
Στο Σύμβολο της Πίστεως, εκεί που αναφέρεται στον Σταυρό του Κυρίου, λέει: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου». Ο Χριστός σταυρώθηκε στην Ιουδαία επί της ηγεμονίας του Ποντίου Πιλάτου. Η σταύρωση δηλαδή έχει ιστορικές συντεταγμένες. Δεν αποτελεί ένα μύθευμα – συνέβη «μια φορά κι έναν καιρό», δηλαδή ποτέ. Ούτε πάλι κατανοείται ως πιθανή ψευδαίσθηση ορισμένων πιστών. Πρόκειται για γεγονός της ιστορίας, που προκαλεί τον οιονδήποτε, πιστό ή αμφισβητία, να ερευνήσει το γεγονός, να το ψηλαφήσει με ανθρώπινα μέσα, να το εντάξει μέσα σε ευρύτερα πλαίσια. Με άλλα λόγια, η αποδοχή της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού και των παθών Του είναι αναμφισβήτητη. Μόνον κακοπροαίρετοι και ελλειμματικοί κατά τον νου προκαλούν ερωτηματικά πάνω στα αυτονόητα. Η ίδια η ιστορία όμως τους διαψεύδει. Ο Χριστός έπαθε «επί Ποντίου Πιλάτου».
Για τους πιστούς όμως υπάρχει και η οραματική επιβεβαίωση του γεγονότος της Σταύρωσης και από πολλούς αγίους. Δεν είναι λίγοι οι άγιοι που «είδαν» με τη χάρη του Θεού τα γεγονότα του Πάθους.  Θυμόμαστε για παράδειγμα το περιστατικό του Γεροντικού με τον όσιο Ποιμένα. Σε έκσταση ευρισκόμενος αλλοιώθηκε το πρόσωπό του, ενώ δάκρυα το αυλάκωναν πυκνά. Και πιεζόμενος από τους μαθητές του ομολόγησε: «Ήμουν κάτω από τον Σταυρό του Κυρίου με την Παναγία Μητέρα Του και τον άγιο Ιωάννη. Πόσο θα ήθελα διαρκώς να κλαίω έτσι μαζί τους!» Παρόμοιο όραμα – και όχι μία μόνο φορά – έζησε και ο μεγάλος Γέροντας της εποχής μας π. Πορφύριος. Κι εκείνος Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, αλλά και άλλη φορά, «είδε» τον Εσταυρωμένο και συγκλονισμένος, τόσο που δεν μπορούσε να συνεχίσει την ακολουθία, έζησε στιγμές από το άγιο Πάθος Του.
 2. Ο Σταυρός: μυστήριον μέγα.
Αν όμως η ιστορικότητα της Σταύρωσης του Κυρίου είναι αναμφισβήτητη, εκείνο που δημιουργεί πρόβλημα αποδοχής είναι το είδος του σταυρικού μαρτυρίου του Χριστού. Το μαρτύριο του Χριστού δεν είναι κάτι το εξωτερικό: βάσανα που φαίνονται. Τέτοια βάσανα σωματικής μορφής πέρασαν άνθρωποι, προ Χριστού και μετά Χριστόν. Το μαρτύριο του Χριστού είναι ποιοτικό, έχει δηλαδή βάθος που δεν μπορεί να προσεγγιστεί παρά μόνον με την πίστη. Διότι επάνω στον Σταυρό δεν πάσχει ένας άνθρωπος, αλλ’ ο ίδιος ο Υιός του Θεού ως άνθρωπος.
Η εν πίστει προσέγγιση – δείγμα της χάρης του Θεού – διανοίγει τους οφθαλμούς της καρδιάς για να δει ο άνθρωπος την πραγματικότητα: την άρση της αμαρτίας του κόσμου από τον Χριστό. Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό «αίρει την αμαρτίαν του κόσμου», γεγονός που σημαίνει ότι καταργείται για τον άνθρωπο «το σώμα της αμαρτίας» – δεν αμαρτάνει αναγκαστικά πια ο άνθρωπος – και συμφιλιώνεται με τον Θεό. Με τον Σταυρό του Χριστού έτσι διανοίχτηκε η κλειστή θύρα της Βασιλείας των Ουρανών. Ο Ουρανός έγινε φιλικός και πάλι προς αυτόν. Ό,τι έχασε ο άνθρωπος από την ανυπακοή των πρωτοπλάστων, το κέρδισε πολύ περισσότερο τώρα, με τη μέχρι θανάτου υπακοή του Χριστού, του νέου Αδάμ. «Παρ’ ότι ήμασταν εχθροί με τον Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί Του ο σταυρικός θάνατος του Υιού Του…Κι όπως η παρακοή του ενός ανθρώπου έκανε όλη την ανθρωπότητα αμαρτωλή, έτσι και με την υπακοή του ενός θα αναγνωριστούν όλοι δίκαιοι από τον Θεό» (Ρωμ. 5, 10. 19). «Άρα ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. 2, 19).
Η άρση της αμαρτίας του κόσμου δεν σχετίζεται με ορισμένες μόνον εποχές. Ο Χριστός «αίρει την αμαρτίαν» σύμπαντος του κόσμου: του προ Αυτού, του κατά την εποχή Του και του μετά από Αυτόν. Έτσι δεν υπάρχει κανείς που να μην είναι ενταγμένος στην κίνηση αγάπης Του, ενώ, ακριβώς γι’ αυτό, δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Εκείνος που θα επικαλεστεί μετά τη σταύρωση του Κυρίου τις πολλές και μεγάλες αμαρτίες του για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον Θεό, ουσιαστικά βλασφημεί τον Σταυρό Εκείνου. Είναι ευνόητο μετά τα παραπάνω ότι οποιαδήποτε λογική προσπάθεια κατανοήσεως του μαρτυρίου του Χριστού διαστρέφει το μαρτύριο και το πάθος Του. Διότι το υποβαθμίζει σε κάτι το φυσικό και ανθρώπινο μόνο. Ο Σταυρός του Χριστού, που αποκορυφώνει το όλος πάθος της ζωής Του, είναι μυστήριο μεγάλο. Αποτελεί θέα των πιστών που κατ’ αναλογία της πίστεώς τους βιώνουν τη χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά τους.
 3. Ο Σταυρός: φανέρωση της αγάπης του Θεού.
Η αποδοχή του Σταυρού του Κυρίου ως μυστηριακού γεγονότος οδηγεί στην υπέρβαση της παγίδας των «αναλύσεων». Οι αναλύσεις σχετικοποιούν το μυστήριο του Σταυρού και το υποβιβάζουν, όπως είπαμε, στο επίπεδο της ανθρώπινης λογικής. Στην παγίδα αυτή δυστυχώς έπεσαν στο παρελθόν η Δυτική θεολογία και όσοι από τους ορθοδόξους θεολόγησαν με Δυτικά κριτήρια. Δεν ξεχνάμε για παράδειγμα την προσπάθεια του Ανσέλμου Κανταουρίας, που προβληματιζόταν πάνω στο ερώτημα «γιατί έγινε άνθρωπος ο Θεός και γιατί έπαθε». Και η απάντηση που έδινε αποκάλυπτε τη δικανική- νομική κατανόηση της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό: να εξιλεωθεί ο Θεός με το πάθος του Υιού Του.
Η ορθόδοξη Εκκλησία απέφυγε τον πειρασμό. Προβληματίστηκε μόνο πάνω στο «έδει παθείν τον Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Χριστός, που σήμαινε γι’ αυτήν κυρίως δύο πράγματα: 1. Το μέγεθος της αμαρτίας του ανθρώπου, τέτοιας που η διδασκαλία μόνη του Χριστού ή και τα θαύματά Του δεν ήταν ικανά προς σωτηρία. Έπρεπε να θυσιαστεί για να αρθεί το χάσμα που η αμαρτία είχε θέσει μεταξύ ανθρώπου και Θεού. 2. Την άπειρη αγάπη του Θεού, που δεν διστάζει να θυσιάσει και τον μονογενή Του Υιό για να σωθεί ο κόσμος. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, 16).
Ο προβληματισμός πάνω στην αγάπη του Θεού έθετε για την Ορθόδοξη Εκκλησία και το θέμα της δικαιοσύνης Του. Η δικαιοσύνη του Θεού φανερώθηκε στον Σταυρό ως αγάπη, που σήμαινε κατ’ άνθρωπον αδικία. Και τούτο γιατί ανθρώπινα δεν μπορεί να νοηθεί η καταδίκη του αθώου – του Χριστού που πάσχει υπέρ του αμαρτωλού κόσμου -  και η δικαίωση των ενόχων – των ανθρώπων που απαλλάσσονται από την καταδίκη. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη απαιτεί το αντίθετο: την καταδίκη του ενόχου και την απαλλαγή του αθώου. Έτσι με τον Σταυρό ιδίως του Χριστού διαπιστώθηκε ότι η θεία δικαιοσύνη δεν λειτουργεί με τα μέτρα τα ανθρώπινα. Αν λειτουργούσε έτσι, το ανθρώπινο γένος θα έπρεπε λόγω της αμαρτίας του να αφανιστεί. Ευτυχώς για εμάς μέτρο της δικαιοσύνης του Θεού είναι η άπειρη αγάπη Του.
 Η πατερική παράδοση επεσήμανε την αλήθεια αυτή, όπως για παράδειγμα την εκφράζει ο μεγάλος Ισαάκ ο Σύρος: «Μην ονομάζεις τον Θεό δίκαιο. Διότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν γνωρίζεται στα έργα σου… Πώς θα ονομάσεις τον Θεό δίκαιο, όταν διαβάζεις στο ευαγγέλιο για τον μισθό των εργατών; Φίλε, λέγει, δεν σε αδικώ, θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον τελευταίο όσα έδωσα και σ’ εσένα. Εάν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όμως εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς δίκαιο τον Θεό, όταν διαβάζει στο ευαγγέλιο τα περί του ασώτου υιού, που εσκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτείες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, πώς έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλον τον πλούτο…Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Διότι ήμασταν αμαρτωλοί, και ο Χριστός απέθανε για χάρη μας;»
4. Ο Σταυρός: κλήση προς μετοχή.
 Η απορροή τόσων μεγάλων δωρεών για τον άνθρωπο από τον Σταυρό του Χριστού -  κατάργηση της αμαρτίας, συμφιλίωση με τον Θεό, επανένταξη στη Βασιλεία του Θεού – είναι γνωστό ότι προϋποθέτει και την αποδοχή του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν πιστέψει στον Χριστό, αν δεν γίνει μέλος του μυστικού σώματός Του, της Εκκλησίας, οι δωρεές αυτές παραμένουν ανενέργητες γι’ αυτόν και κενές περιεχομένου. Διότι προς σωτηρία του ανθρώπου απαιτείται όχι μόνο η χάρη του Θεού, αλλά και η δική του η θέληση. Πώς λοιπόν πιο συγκεκριμένα μετέχει κανείς στο Χριστό, δηλαδή γίνεται μέτοχος των δωρεών της σταυρικής Του θυσίας;
1. Με το βάπτισμα. Το βάπτισμα αποτελεί συμμετοχή στον θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου. Όταν τριττώς καταδύεται και τριττώς αναδύεται ο άνθρωπος από την κολυμβήθρα, την «κοιλιά» της Εκκλησίας, συμμετέχει στον θάνατο και την Ανάσταση Εκείνου. Με τη συμμετοχή του αυτή καθαρίζεται, «πεθαίνει», από κάθε αναγκαστική ροπή αμαρτίας και βγαίνει νέος, αναστημένος άνθρωπος. Ο Χριστός γεννιέται μέσα του και γίνεται μέλος του σώματός Του. «Πραγματικά, το βάπτισμά μας σημαίνει πώς συμμετέχουμε στον θάνατο και στην ταφή του Χριστού. Κι όπως ο Πατέρας Θεός με τη δύναμή Του ανέστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, το ίδιο κι εμείς μπορούμε να ζήσουμε μία νέα ζωή. Όπως δηλαδή ενταχτήκαμε οργανικά στο σώμα του Χριστού με μία πράξη που συμβολίζει συμμετοχή στον θάνατό του, έτσι θα συμμετάσχουμε πραγματικά και στην ανάστασή Του» (Ρωμ. 6, 4-5).
 2. Με τη θεία Κοινωνία. Η μετοχή του ανθρώπου στον Σταυρό δεν σταματά με το βάπτισμα και το συνακόλουθο βεβαίως χρίσμα. Συνεχίζεται διαρκώς με την εν μετανοία μετοχή του πιστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Διότι η Θεία Ευχαριστία προσφέρει τη διακράτηση και την αύξηση της χάρης του Θεού, που εισήλθε στο βάθος της ψυχής διά του βαπτίσματος. Έτσι χωρίς το σώμα και το αίμα του Χριστού ο πιστός αδυνατίζει και μαραίνεται πνευματικά, που σημαίνει ότι οι δωρεές του Σταυρού με την Θεία Ευχαριστία ανανεώνονται και πολλαπλασιάζονται.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για τη Θεία Ευχαριστία τονίζει τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα αυτής: «Όταν προσίης τω φρικτώ ποτηρίω, ως απ’ αυτής πίνων της πλευράς, ούτω προσίης», όταν προσέρχεσαι δηλαδή στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι σαν να πίνεις από την ίδια την πλευρά του Σωτήρος.
 3. Με τον αγώνα για πνευματική ζωή. Ο Χριστιανός δεν γίνεται πνευματικός, μέτοχος δηλαδή των δωρεών του Πνεύματος του Θεού, μόνο με τη συμμετοχή του στα μυστήρια. Μία τέτοια θεώρηση θα έδειχνε ότι η σωτηρία είναι αποτέλεσμα μόνο της χάρης του Θεού χωρίς την ανθρώπινη συνέργεια. Γίνεται και με τον αγώνα του για τήρηση των εντολών του Χριστού. Η τήρηση των εντολών, κυρίως της πίστεως στον Χριστό και της αγάπης στον συνάνθρωπο, τον καθιστά «ανοιχτό» στη χάρη του Θεού και του δημιουργεί τις συνθήκες ορθής μετοχής του στα μυστήρια. Η τήρηση όμως αυτή δεν είναι εύκολη. Απαιτεί σκληρό αγώνα κατά των παθών και των αμαρτιών, ακόμη δε και κατά του αρχεκάκου διαβόλου, που μας πειράζει μέσω των παθών. Έτσι η πνευματική ζωή αποτελεί κυριολεκτικά «μάτωμα» της ψυχής, δόση αίματος, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα», μ’ ένα λόγο κατανοείται ως συσταύρωση με τον Χριστό. «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23).
 Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί τη σωτηρία μας. Αυτός είναι η ωραιότητα της Εκκλησίας και η καθέδρα της ορθοδόξου θεολογίας. Κατά τον υμνογράφο «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης, Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας, Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα, Σταυρός πιστών το στήριγμα, Σταυρός αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα». Δεν έχουμε παρά να Τον ζούμε καθημερινά με τον τρόπο που είπαμε. Η καθημερινή διαπίστωσή μας θα είναι η συνεχής μεταμόρφωσή μας, όχι από πλευράς ασφαλώς φύσεως, αλλά από πλευράς τρόπου ζωής. Με τον τρόπο αυτό θα ανήκουμε και εμείς σε εκείνους που χαρμονικά θα προσμένουν το «σημείον» του Υιού του ανθρώπου, τον Σταυρό, όταν ως σύμβολό Του θα εμφανιστεί κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία.
 Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

Σταυρική ζωή

1. Τὸ φρόνημα τῆς τέλειας αὐταπαρνήσεως

Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ἡ ψυχή μας σήμερα πάλλεται ἀπὸ συγ­κίνηση, καθὼς προσκυνοῦμε τὸν Τίμιο Σταυρὸ γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἀνανεωμένοι τὸν ἱερὸ ἀγώνα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ἀκούσαμε τὰ λόγια τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεώς μας: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει ὡς μαθητής μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό του “καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ” – ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του – καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου».

«Ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Σήμερα ὅταν λέμε «αὐτὸς σηκώνει σταυρό», ἐννοοῦμε ὅτι περνᾶ δοκιμασία· ἢ ὅταν λέμε «σηκώνει τὸν σταυρό του», ἐννοοῦμε ὅτι ἀντιμετωπίζει μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ τὴ δοκιμασία ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὴ ζωή του. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου «ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» ἔχει ἄλλη σημασία. Σημαίνει: ἂς σηκώνει τὸν σταυρὸ μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐκτελεσθεῖ. Διότι οἱ κατάδικοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ κουβαλοῦν τὸν σταυρὸ στὸν ὁποῖο θὰ σταυρώνον­ταν μέχρι τὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως.

Ὁ σταυρὸς ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἦταν ὄργανο φρικτῆς καταδίκης, τὸ σκληρότερο εἶδος θανατικῆς ἐκτελέσεως. Λέει λοιπὸν ὁ Κύριος: Ὅποιος θέλει νὰ γίνει μαθητής μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό του σὲ τέλειο βαθμό, ἂς εἶναι ἀποφασισμένος νὰ ὑποστεῖ κάθε θυσία, ἀκόμη καὶ τὸν πιὸ βασανιστικὸ θάνατο, τὸν σταυρικό. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρόνημα τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου.

Δηλαδὴ εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὅταν ἡ καρδιά μας λέει: «Θέλω νὰ καθαρισθῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅ,τι κι ἂν μοῦ κοστίσει» ἤ· «καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ἁμαρτήσω»! Ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ πλησιάζουμε συνεχῶς σ᾿ αὐτὸ τὸ φρόνημα.

2. Πόθος γιὰ ζωὴ

Ἀλλὰ γιατί ὁ Κύριος εἶναι τόσο ἀπόλυτος; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ἀμέσως παρακάτω: «Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο, ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι κερδίσει ὅλο αὐτὸν τὸν ὑλικὸ κόσμο, ἀλλὰ χάσει τὴν ψυχή του, ἡ ὁποία ὡς πνευματικὴ καὶ αἰώνια εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ αὐτόν; Ἢ τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του γιὰ νὰ τὴν ἐξαγοράσει ἀπὸ τὴν αἰώνια ἀπώλεια;».

Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὴ σωτηρία τῆς ψυ­χῆς του. Ἡ ψυχὴ σώζεται ὅταν εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ ποὺ τὴν χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Στὴν παρούσα σύντομη ζωὴ ὁ ἄνθρωπος διαλέγει ἂν θὰ ζήσει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ κατὰ τὸ δικό του ἐγωιστικὸ θέλημα.

Ἐπίγεια δόξα, πλοῦτος καὶ ἡδονή: Αὐτὰ ἐπιδιώκει καὶ θεοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι πρόσκαιρα, καὶ ἡ ἀπόλαυσή τους προσωρινή. Ἡ ψυχὴ ἀντίθετα εἶναι αἰώνια, καὶ ἡ ζημία της ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἔχει αἰώνιες συνέπειες. Καὶ δὲν συμφέρει νὰ βλάψουμε τὴν ψυχή μας γιὰ χάρη ὁποιουδήποτε ἀγαθοῦ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἢ καὶ ὅλων μαζί.

Ἑπομένως πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γιὰ τὸν ὁλοένα στενότερο σύνδεσμό μας μὲ τὸν Κύριο. Κι αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν τέλεια ὑπακοή μας στὸ θέλημά Του, μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα. Γι᾿ αὐτὴ τὴν ὑπακοὴ συμφέρει κάθε θυσία. Εἶναι λοιπὸν πολὺ λογικὸ καὶ ἀληθινὸ τὸ προσ­κλητήριο τῆς αὐταπαρνήσεως ποὺ μᾶς ἀπευθύνει ὁ Κύριος. Τὸ φρόνημα τῆς τέλειας αὐταπαρνήσεως, ποὺ μᾶς ζητᾶ, εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ στέρεη ἀπόφαση καὶ ὁ εἰλικρινὴς πόθος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴν αἰώνια.

3. Ἀπόφαση ὁμολογίας

Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη νὰ διαχωρίσει φανερὰ τὴ θέση του ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του· νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη του. Διότι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ἰω. ε´ 19). Ὅλος ὁ κόσμος, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἐπίδραση τοῦ πονηροῦ πνεύματος.

Ὁ πιστὸς βέβαια δὲν προκαλεῖ, δὲν κάνει ἐπίδειξη τῆς εὐσέβειάς του, ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτεῖ. Ἡ φανέρωση ὅμως τῆς εὐσεβοῦς ζωῆς του συχνὰ προκαλεῖ τὸ μίσος τοῦ κόσμου, τῶν ἀν­θρώπων ποὺ ὄχι ἀπὸ ἄγνοια ἀλλὰ συν­ειδητὰ ἀκολουθοῦν τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, διότι ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς δικῆς τους ἀσέβειας. Μόνο ὅποιος ἔχει τέλεια αὐταπάρνηση, αὐτός, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὸν Κύριο, δὲν θὰ ντραπεῖ νὰ ὁμολογήσει Ἐκεῖνον καὶ τὴ διδασκαλία Του μὲ λόγια καὶ μὲ πράξεις στὴ σύγχρονή του ἀποστατημένη γενιὰ τῶν ἀνθρώπων…

Ὁ Σταυρὸς δείχνει τὸν δρόμο τῆς ἀκριβοῦς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἀπὸ ποῦ ἀντλοῦσαν δύναμη καὶ ἄντεξαν ὅλοι αὐτοί; Ἀπὸ τὸν Σταυρό. Λοιπὸν ἂς μελετοῦμε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ἂς τὸν φέρουμε πάντοτε στὸν λαιμό μας, ἂς τὸν σημειώνουμε συχνὰ μὲ εὐλάβεια πάνω στὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ μᾶς προστατεύει καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει. Πρωτίστως ὅμως ἂς τὸν ἔχουμε ὡς φρόνημα καὶ τρόπο ζωῆς, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Άγιος Ιωάννης ο πρίγκιπας

Ο Άγιος Ιωάννης (Ντανίλοβιτς), ο αποκαλούμενος Καλιτά, ήταν υιός του Αγίου Δανιήλ, πρίγκιπα της Μόσχας (τιμάται 4 Μαρτίου) και γεννήθηκε περί το έτος 1290 μ.Χ. Το όνομά του εμφανίζεται για πρώτη φορά στα λειτουργικά Μηναία του Νόβγκοροντ μεταξύ των ετών 1296 - 1297 μ.Χ., όπου διαβάζουμε, πως όταν οι κάτοικοι της πόλεως αυτής κάλεσαν τον πρίγκιπα Δανιήλ της Μόσχας να καταλάβει τον θρόνο της, αυτός τους έστειλε τον υιό του Ιωάννη. Πιθανόν, όχι αργότερα από το 1299 μ.Χ., ο Ιωάννης εγκαταλείπει το Νόβγκοροντ και επιστρέφει στην Μόσχα.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κατά το έτος 1303 μ.Χ., ο Ιωάννης υποχρεώθηκε αρχικά να στηρίξει τον αδελφό του Γεώργιο, τον οποίο και διαδέχθηκε αργότερα ως πρίγκιπας της Μόσχας, στην διαμάχη της μελλοντικής πρωτεύουσας με την ανταγωνίστρια πόλη Τβερ. Το θετικό αποτέλεσμα της διαμάχης, αποδιδόμενο στην πολιτική επιδεξιότητα του Ιωάννου, θα καθορίσει την οριστική επικράτηση της Μόσχας. Με μια πρώτη νίκη εναντίων των στρατευμάτων της Τβερ, που είχαν καταλάβει την πόλη του Περεγιασλάβλ, ο Ιωάννης την ανακαταλαμβάνει το έτος 1304 / 1305 μ.Χ. Κατά τα έτη 1320 - 1326 μ.Χ., με αφορμή τους γάμους των θυγατέρων των ηγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες με τους πρίγκιπες του Ροστώβ, Μπελοζέρσκ και Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους εναντίων της Τβερ.

Στις 15 Αυγούστου του 1327 μ.Χ., στην Τβερ, σκοτώνεται σε μια λαϊκή εξέγερση, καθοδηγούμενη από τον Άγιο πρίγκιπα Αλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ο αντιπρόσωπος του χάνη Ουζμπέκ Κόλχαν. Ο Αλέξανδρος καταφεύγει στο Πσκωφ και η πόλη της Τβερ καταλαμβάνεται και ανατίθεται στον Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιας ανεψιάς του Ιωάννου. Το 1329 μ.Χ. ο Ιωάννης αποστέλλει τον στρατό του εναντίων του Πσκωφ, ο Μητροπολίτης Θεόγνωστος αναθεματίζει τους κατοίκους της, επειδή έδωσαν άσυλο στον πρίγκιπα Αλέξανδρο, και ο Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς εξαναγκάζεται να εγκατασταθεί αρχικά στη Λιβονία και αργότερα στη Λιθουανία.

Το έτος 1331 μ.Χ. ο Ιωάννης αποκτά από το χάνη τον τίτλο του μεγάλου πρίγκιπα. Τα πράγματα όμως δεν θα ησύχαζαν. Το έτος 1338 μ.Χ. ο Αλέξανδρος της Τβερ πέτυχε την συγγνώμη του χάνη Ουζμπέκ και επανήλθε στον θρόνο. Το 1339 μ.Χ. ο Ιωάννης πηγαίνει στην Χρυσή Ορδή και κατηγορεί τον Αλέξανδρο πως σκευωρεί εναντίον του Χάνη. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος και ο υιός του Θεόδωρος έρχονται κατηγορούμενοι στην Χρυσή Ορδή και δικάζονται. Για να ταπεινώσει την Τβερ, ο Ιωάννης αφαιρεί τις καμπάνες από τον καθεδρικό ναό του Σωτήρος και τις μεταφέρει στην Μόσχα.

Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Ιωάννου εκδίδεται ένα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστό ως Sijskoe Evangelie, στο οποίο έχει γραφεί ένας πανηγυρικός λόγος για την δικαιοσύνη και την ειρήνη στη Ρωσική γη, και πραγματοποιείται η οικοδόμηση με πέτρα ολόκληρου του αρχιτεκτονήματος του Κρεμλίνου. Στις 4 Αυγούστου του έτους 1326 μ.Χ., ακολουθώντας την συμβουλή του ηλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ο Ιωάννης θα αποτολμήσει την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με αυτόν τον τρόπο η Μόσχα θα συνεχίσει την παράδοση της προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, όπου η αφοσίωση και η τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας είχε ιδιαίτερα καλλιεργηθεί.

Ο Ιωάννης θα διατηρήσει στενούς δεσμούς με τον Μητροπολίτη Πέτρο και αμέσως μετά τον θάνατό του θα κινήσει την διαδικασία της αγιοποιήσεώς του, αποστέλλοντας στη Σύνοδο του Βλαντιμίρ, το έτος 1327 μ.Χ., μια επιστολή, που κατέγραφε τα πραγματοποιηθέντα θαύματα επάνω στον τάφο του Μητροπολίτου Πέτρου.

Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Μαρτίου 1340 ή 1341 μ.Χ., αφού ήδη είχε γίνει μοναχός παίρνοντας το όνομα Ανανίας. Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Αρχαγγέλου στο Κρεμλίνο.

Ήδη κατά την διάρκεια του βίου του είχε αναπτυχθεί θρησκευτική ευλάβεια γύρω από το πρόσωπό του. Ο Ιωάννης παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, ως ένας κυβερνήτης δίκαιος και φιλάνθρωπος. Το Πατερικόν του μοναστηριού του Βολοκολάμσκ, του 16ου αιώνος μ.Χ., μεταφέρει την αφήγηση του ηγουμένου του Μπορόφσκ, κατά τον οποίο μία μοναχή είδε σε όραμα την μορφή του Αγίου Ιωάννου μέσα στην δόξα του Παραδείσου, να βγάζει από την τσάντα του (καλιτά) θησαυρούς και να τους μοιράζει στους πτωχούς.

Όσιος Ιννοκέντιος Βενιάμινωφ Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και τη Θέκλα. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού. Σπουδάζει στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ και ένα χρόνο πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύεται την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ιδίου έτους χειροτονείται διάκονος και διορίζεται στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονείται πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, αναχωρεί με την οικογένειά του για την Αμερική. Φθάνει στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο. Μαθαίνει την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μεταφράζει λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια συντάσσει την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνεχίζει το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ένας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ο Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ. Η κουρά του έγινε από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέγεται Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δίδεται η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχής. Η έδρα του ήταν η πόλη Σίτκα. Το έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Η ίδρυση σχολείων αποτελεί κύριο μέλημά του. Γράφει γι αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο γιατί τους έχω διδάξει». Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις, υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθεί και να εγκαταβιώσει σε κάποιο μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Και από τη νέα αυτή έπαλξη εργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879 και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου

Ο Όσιος Βλάσιος καταγόταν από το Αμόριο της Μικράς Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο . Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.

Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο .

Περί το 896 μ.Χ., «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό. Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».

Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».

Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του, το έτος 909 ή 912 μ.Χ.. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.

Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 μ.Χ. από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος».

Άγιος Αυδάς επίσκοπος Περσίας, Βενιαμίν ο Διάκονος και οι μαζί μ' αυτούς εννέα Μάρτυρες και άλλοι πολλοί Άγιοι, που μαρτύρησαν στην Περσία

Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αυδάς, ο επίσκοπος της Περσίας και οι μαζί μ' αυτόν εορταζόμενοι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Θεοδοσίου του Μικρού (408-450) και Ισδιγέρδου του βασιλιά των Περσών (399-420). Το έτος 412 ο Ισδιγέρδης κίνησε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την έξης αφορμή: ο Αυδάς, που ήταν στολισμένος με πολλά είδη αρετών, από ιερή αγανάκτηση, γκρέμισε τον ναό, στον όποιο οι Πέρσες λάτρευαν τη φωτιά. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς από τους μάγους, έστειλε και έφεραν μπροστά του τον Αυδά. Στην αρχή κατηγόρησε με ηπιότητα την πράξη του και τον πρόσταξε να ξανακτίσει τον ναό. Ο Αυδάς όμως αρνήθηκε. Τότε ο Ισδιγέρδης γκρέμισε όλες τις εκκλησίες των χριστιανών και θανάτωσε τον Αυδά μαζί με άλλους εννιά προκρίτους χριστιανούς. Μετά 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμός κατά των χριστιανών, όπου πολλοί Άγιοι θυσιάστηκαν στο βωμό της αληθινής πίστης. Όπως λ.χ. ο ευγενικής καταγωγής Ορμίσδης, ο διάκονος Βενιαμίν ο μεγαλομάρτυρας κ.ά. Όλων αυτών, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν κατά τον διωγμό αυτό, όρισε μνήμη τιμητική ή αγία μας Εκκλησία μαζί μ' αύτη του Επισκόπου Αυδά, για να δείξει, ότι γνωστοί και άγνωστοι στους ανθρώπους ήρωες της πίστης, έχουν κοινή τιμή στον ουρανό και κοινά θα απολαύσουν τα στεφάνια των μεγάλων αγώνων και της αθάνατης δόξας τους.

Άγιος Θεόφιλος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες εν Κρήτη

Ο Άγιος Θεόφιλος μαρτύρησε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Στο α' στιχηρό του Εσπερινού υπάρχει πληροφορία περί του μαρτυρίου της συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…».. Στο α' τροπάριο της γ' Ωδής του Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου και των τέκνων του. Προφανώς έχουμε περίπτωση οικογενειακού μαρτυρίου ανάλογο προς εκείνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου (τιμάται 20 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Εσπέρου (τιμάται 2 Μαΐου). Πιθανότατα οι Άγιοι μαρτύρησαν κατά την εποχή των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας.

Όσιος Ακάκιος ο Ομολογητής επίσκοπος Μελιτηνής

Ο Όσιος Ακάκιος έζησε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. (γεννήθηκε περί το 431 μ.Χ.). Διακρινόταν πολύ για τις αρετές του, την παιδεία του και τον ορθόδοξο ζήλο του.

Όταν τάραξε την Εκκλησία η αίρεση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριου, ο Ακάκιος διακρίθηκε για την επιμελημένη και συστηματική εργασία του, για την προφύλαξη του ποιμνίου του απ' αυτή την αιρετική πλάνη. Επιθυμώντας μάλιστα να προσβάλει αυτή ευρύτερα και να συντελέσει στη γενική απόκρουση της από την Εκκλησία, έγραψε κατά του Νεστορίου. Ο Ακάκιος ήταν και ικανότατος ομιλητής και διδάσκάλος του λάου. Σώζεται δε μια ομιλία του, η οποία εξεφωνήθη στην Έφεσο.

Ο Σ. Εύστρατιάδης, ισχυρίζεται ότι υπήρξε και Ακάκιος Β' επίσκοπος Μελιτηνής και τοποθετεί τη γιορτή του στίς 18 Απριλίου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών

Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο, εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς πίστεως δόγματα, κρατύνων Ὅσιε, Πατρὶ συναΐδιον, καὶ ὁμοούσιον, τὸν Λόγον ἐκήρυξας· ὅθεν ὀρθοδόξως, τὴν σὴν ποίμνην ποιμάνας, ᾔσχυνας τοῦ Ἀρείου, τήν κακόφρονα γνώμην· διὸ νῦν μεταβὰς πρὸς τὸν Χριστόν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Γ΄ Κυριακή των Νηστειών - της Σταυροπροσκυνήσεως

Η άσκηση των αρετών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πέρα από την προσωπική ισχυρή θέληση, είναι απαραίτητη και η αγιαστική δύναμη της Εκκλησίας μας. Έτσι οι άγιοι Πατέρες όρισαν, καταμεσής της αγίας Τεσσαρακοστής να προσκυνείται ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, για να λαμβάνουμε οι πιστοί από αυτόν χάρη και δύναμη για να συνεχίσουμε με σθένος τον πνευματικό μας αγώνα.

Ο Σταυρός του Χριστού είναι το καύχημα της Εκκλησίας μας και το αήττητο όπλο κατά των δυνάμεων του κακού. Πάνω σε αυτόν συντρίφτηκε το κράτος του διαβόλου και εκμηδενίστηκε η δύναμή του. Από αυτόν πήγασε η απολύτρωση και η αθανασία στο ανθρώπινο γένος. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας , φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν » και «Νυν εμφανιζόμενος ο Σταυρός, δύναμιν παρέχη εν τω μέσω των νηστειών, τοις το θείον σκάμμα, ανύουσι προθύμως ΄ αυτόν μετ ' ευάβείας , κατασπαζόμεθα ».

Από φονικό και έχθιστο μέσον εκτέλεσης κακούργων μεταβλήθηκε σε μέσον αγιασμού και νοητή ασπίδα προστασίας από τις επιβουλές του Εωσφόρου και των σκοτεινών πεσόντων αγγέλων του. Άλλοι τον παρομοιάζουν με ισχυρό κυματοθραύστη κατά των κλυδωνισμών της ζωής, που προκαλεί το κακό και η αμαρτία. Η σωματική κόπωση της νηστείας και η ψυχική νωχέλεια του πνευματικού αγώνα είναι δυο βασικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αναστείλουν τη νηπτική πορεία του πιστού. Η αγιαστική δύναμη του Σταυρού είναι το αντίδοτο σ' αυτή την κατάσταση.

Ο Σταυρός του Χριστού, εκτός από θείο σύμβολο της Εκκλησίας μας, έχει και ηθική σημασία για τον κάθε πιστό. Όπως ο Κύριος έφερε το δικό Του Σταυρό στο Γολγοθά, φορτωμένος τις ανομίες ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο πιστός του Χριστού, φέρει αυτός τον προσωπικό του σταυρό, τον αγώνα για σωτηρία και τελείωση. Ο δρόμος για τη σωτηρία είναι πραγματικός Γολγοθάς και απαιτεί αυταπάρνηση σε όσους τον ανεβαίνουν. Το βεβαίωσε ο Κύριος: « όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν , απαρνησάσθω ευατόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι » (Μαρκ.8,34). Η αγία περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν σταυρική πορεία και νοητή σταύρωση των παθών μας.

Γι' αυτό η αγία μας Εκκλησία αφιέρωσε την Κυριακή αυτή στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Οι πιστοί αντλώντας χάρη από αυτόν, δυναμωμένοι πια και ανανεωμένοι, αντιπαρερχόμαστε τα εμπόδια που στήνει ο πονηρός και βαδίζουμε την ουρανοδρόμο ατραπό με οδηγό τη χαρά και τη λαχτάρα να συναντήσουμε τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό την αγία και λαμπροφόρο η ημέρα της εγέρσεώς Του.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Εὐαγγέλιον Κυριακής Γ΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 34 - 38
34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 1 - 1
1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Ερμηνευτική απόδοση

Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. 35 Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. 36 Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; 38 Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”.


1 Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”. 

Ἀπόστολος Κυριακής

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Δ´ 14 - 16
14 Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. 15 οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. 16 προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ε´ 1 - 6
1 Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, 2 μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· 3 καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. 4 καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. 5 οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· 6 καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

Ερμηνευτική απόδοση

Αφού, λοιπόν, έχομεν Αρχιερέα μέγαν, που έχει διαβή τους ουρανούς και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού, τον Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν σφικτά την ομολογίαν της πίστεώς μας. 15 Διότι δεν έχομεν Αρχιερέα, ο οποίος-λόγω αγνοίας εκείνων που συμβαίνουν εις ημάς-δεν ημπορεί να αισθανθή συμπάθειαν προς τας πνευματικάς και ηθικάς ημών ασθενείας και αδυναμίας. Τουναντίον έχομεν Αρχιερέα, ο οποίος έχει πειρασθή και δοκιμασθή εις όλα, όσα είναι δυνατόν να πειρασθή η ανθρωπίνη φύσις, ομοίως με ημάς, χωρίς όμως να παρασυρθή εις καμμίαν απολύτως αμαρτίαν. 16 Λοιπόν ας προσευχώμεθα με θάρρος και ακλόνητος πεποίθησιν στον θρόνον της χάριτος, δια να λάβωμεν έλεον και συγχώρησιν των αμαρτιών μας και δια να εύρωμεν την θείαν χάριν, που θα μας βοηθή αποτελεσματικώς εις κάθε περίστασιν πειρασμών και κινδύνων.


1 Διότι κάθε αρχιερεύς, που λαμβάνεται και ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει μεταξύ των Ιουδαίων, γίνεται και εγκαθίσταται αρχιερεύς υπέρ των ανθρώπων, δια να προσφέρη δώρα και θυσίας προς συγχώρησιν των αμαρτιών του λαού. 2 Και ημπορεί αυτός να συμπαθή και να φέρεται με μετριοπάθειαν προς αυτούς, που παρασύρονται εις την αμαρτίαν από άγνοιαν και πλάνην, διότι και αυτός σαν άνθρωπος περιβάλλεται και διαποτίζεται και φέρει την ανθρωπίνην ασθένειαν. 3 Ακριβώς δε εξ αιτίας αυτής της ασθενείας και ενόχης του ως ανθρώπου έχει καθήκον να προσφέρη θυσίας και δια τον εαυτόν του, δια την συγχώρησιν των αμαρτιών του, όπως προσφέρει υπέρ του λαού. 4 Και κανείς δεν παίρνει μόνος του και αυθαιρέτως την μεγάλην τιμήν του αρχιερατικού αξιώματος, αλλά την λαμβάνει, όταν προσκαλήται από τον Θεόν, όπως είχε προσκληθή και ο Ααρών. 5 Ετσι και ο Χριστός, ο μέγας Αρχιερεύς, δεν εδόξασε μόνος του τον εαυτόν του στον να γίνη Αρχιερεύς, δεν απέμεινε αυτός στον εαυτόν του το αξίωμα, αλλ' ο Θεός, ο οποίος ελάλησε προς αυτόν και του είπε· “συ είσαι Υιός μου, εγώ σε εγέννησα σήμερα, που σου έδωκα την ανθρωπίνην φύσιν”. 6 Καθώς και εις άλλο χωρίον της Γραφής λέγει· “συ είσαι ιερεύς στον αιώνα, έχεις αιωνίαν και ακατάλυτον την αρχιερωσύνην, σύμφωνα με τον τύπον, που προφητικώς εδόθη εν τω προσώπω του Μελχισεδέκ εις την Π. Διαθήκην”.

Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ

Ο Άγιος Σωφρόνιος, κατά κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκιυ, γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1703 μ.Χ. στην Ουκρανία, κοντά στην περιοχή του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική του ηλικία αγάπησε την Εκκλησία και το μοναχικό βίο. Ανέπτυξε σπουδαία ιεραποστολική δράση και εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Ιρκούτσκ.

Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1771 μ.Χ., κατά την Δευτέρα ημέρα του Πάσχα. Ενώ αναμενόταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου περί του ενταφιασμού του ιερού λειψάνου, η σορός του παρέμεινε άταφη επί έξι μήνες, χωρίς να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση. Το γεγονός αυτό, καθώς και η φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του Αγίου διασώθηκαν θαυματουργικά από την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ στις 18 Απριλίου 1917 μ.Χ. και επιτελούν πλήθος θαυμάτων.

Η ανακήρυξη της αγιοποιήσεώς του έγινε από τη Ρωσική Εκκλησία στις 23 Απριλίου 1918 μ.Χ.

Όσιος Ιωάννης ο εν τω φρέατι

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε στα χρόνια των διωγμών της Εκκλησίας από τους ειδωλολάτρες. Η ευσεβής μητέρα του, τον πότισε με τα νάματα της χριστιανικής θρησκείας, και αργότερα ο Ιωάννης κατέφυγε στην έρημο όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την πνευματική άσκηση. Επειδή όμως το μέρος που έμενε ήταν μια μικρή σπηλιά, αναγκάσθηκε ο ευσεβής ερημίτης να χρησιμοποιήσει σαν άσκητήριο, ένα ξεροπήγαδο. Γι' αυτό και έπωνομάστηκε: «Ιωάννης ο εν τω φρέατι». Μετά από καιρό, ήλθαν κι άλλοι στον τόπο εκείνο, όπου έκτισαν μικρά κελιά για τον εαυτό τους. Αλλά ο Ιωάννης, δεν ήθελε πλέον να φύγει από εκείνο το ξεροπήγαδο, που είχε συνδεθεί με τόσα χρόνια της ζωής του. Επικοινωνούσε όμως με τους νεοελθόντες και χρησίμευε ως πολύτιμος σύμβουλος και καθοδηγός τους. Έτσι ώστε η μικρή εκείνη αδελφότητα, καταρτιζόταν και προαγόταν κατά Χριστόν απ' αυτόν. Ο Ιωάννης πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.

Προφήτης Ιωήλ

Ο Προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ κατά την Β΄Παραλειπομένων (Θ΄29), Ιωάδ κατά μερικούς συναξαριστές) καταγώταν από τον Ιούδα (Γ΄Βασιλ. 10). Αυτός λοιπόν στάλθηκε από τον Θεό προς τον βασιλιά Ιεροβοάμ για να ελέγξει αυτόν για τις δαμάλεις (Γ΄Βασιλ. ιγ΄,2). Όταν δε άπλωσε το χέρι του ο Ιεροβοάμ για να κρατήσει τον προφήτη, ξεράθηκε το χέρι του και αποκαταστάθηκε πάλι δια της προσευχής του προφήτου. Επειδή όμως ο προφήτης πήρε εντολή από τον Θεό να μη φάει και πιει, αυτός έφαγε παραπλανηθείς από τον ψευδοπροφήτη Ενβέ. Γι' αυτό κατασπαράχθηκε, για την παρακοή του, από ένα λιοντάρι, χωρίς όμως το θηρίο να φάει το σώμα του. Τάφηκε δε κοντά στον τάφο του πλανήσαντος αυτόν ψευδοπροφήτου Ενβέ.

Να σημειώσουμε εδώ ότι, άλλος είναι ο προφήτης Ιωήλ που τη μνήμη του γιορτάζουμε την 19η Οκτωβρίου.

Άγιος Ζαχαρίας Μητροπολίτης Κορίνθου

Ο Άγιος Ζαχαρίας ήταν Επίσκοπος Κορίνθου και συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους ότι συνεργαζόταν με τους Ενετούς, κατά την εκστρατεία του Μοροζίνη στην Ελλάδα, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Συνελήφθη και αφού βασανίστηκε σκληρά οδηγήθηκε στον κριτή, ο οποίος τον προέτρεψε να αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Ζαχαρίας, με αηδία άκουσε την πρόταση αυτή του κριτή και γι' αυτό βασανίστηκε φρικτά. Καταδικάστηκε να καεί ζωντανός στη φωτιά περιστρεφόμενος! Οι χριστιανοί της Κορίνθου κατόρθωσαν, αφού πρόσφεραν μεγάλο χρηματικό ποσό στον Τούρκο έπαρχο, να μεταβληθεί ο φρικτός αυτός τρόπος της θανατικής καταδίκης. Έτσι ο νέος ιερομάρτυρας Ζαχαρίας αποκεφαλίστηκε στην Κόρινθο, 30 Μαρτίου 1684 μ.Χ., Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ιωάννης συγγραφέας της Κλίμακος

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας γεννήθηκε πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».
Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:
1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Ο Γέροντας Αιμιλιανός και οι άγιοι

Τὸ 1993 ἀκουγότανε ἔντονα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, ἀπὸ τοὺς τελευταίους μεγάλους Ρώσους Στάρετς, ἦταν στὰ τελευταῖα του.

Εἶχε τότε κυκλοφορήσει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Γέροντά του ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη καὶ τὸν εἶχα πάρει σὲ εὐλάβεια.

Ἤξερα ὅτι εἶχαν σχέσεις πνευματικὲς μὲ τὸν Γέροντα Αἰμιλιανό τὸν Σιμωνοπετρίτη, εἶχα γνωρίσει καὶ στὴ Σιμωνόπετρα τὸν πατέρα Ζαχαρία, ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι βρέθηκα στὸ ἡγουμενεῖο νὰ ζητάω εὐλογία, γιὰ νὰ πάω στὸν Γέροντα Σωφρόνιο νὰ πάρω τὴν εὐχή του…

Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς μὲ ξάφνιασε μὲ τὴν ἀπάντησή του. Δὲν μὲ εἶχε συνηθίσει σὲ τέτοιες ἀποκαλύψεις.

«Νὰ πᾶς», μοῦ εἶπε. «Δὲν ξέρω μονάχα, ἂν θὰ προλάβεις νὰ φιλήσεις τὸ χέρι του ζωντανὸ ἢ πεθαμένο.

Ἐγὼ τρεῖς φορὲς μὲ παρακάλεσε καὶ προσευχήθηκα καὶ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς παράταση, νὰ προλάβει νὰ τελειώσει τὸ κοιμητήριο.

Τώρα ὅμως τὸ κοιμητήριο τελείωσε… Πάρε καὶ τὸν φίλο σου τὸν Τύχωνα, ἀλλὰ νὰ τοῦ κάνεις ἐσὺ τὰ εἰσιτήρια».

Δὲν ρώτησα λεπτομέρειες, τί καὶ πῶς. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ποὺ σὲ ξεπερνοῦν, ἁπλὰ ἀκοῦς καὶ πειθαρχεῖς καὶ τρέχεις.

Ἔβγαλα γρήγορα-γρήγορα τὰ εἰσιτήρια, χαρὰ γιὰ μένα ἦταν πάντα ἡ παρέα τοῦ παπα-Τύχωνα.

Ἀπὸ ψαλτικὴ ἕως πρακτικὴ καὶ ἐφαρμοζόμενη θεολογία μάθαινα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του.

Ἦταν ὁ δεξιὸς ψάλτης στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου Μετεώρου, ὅταν πρωτογνώρισα τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ τὸ 1973 καὶ στὴ συνέχεια στὴ Σιμωνόπετρα γιὰ χρόνια…

Ἔψελνε ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ὅταν εἶχε κέφια σὲ ἀνέβαζε ἡ μελωδικὴ φωνή του στὸν οὐρανό. Προσπάθησε νὰ μὲ διδάξει ἐμπειρικά, μὰ δυστυχῶς δὲν τὰ κατάφερε καλά.

«Στέφο» (ἔτσι μὲ ἀποκαλεῖ πάντοτε), «ἔχεις μέταλλο, ἔχεις ντέρτι καὶ καημό. Προσπάθησε!».

Τώρα ποὺ γέρασε, θυμίζει ἔντονα τὸν διάκο Διονύσιο τὸν Φιρφιρῆ, ποὺ στὰ νειᾶτα του ἔψελνε στὸ Πρωτᾶτο.

Μορφὴ βιβλική, ὑψηλός, ἀρχοντικός, χαιρόσουν νὰ τὸν βλέπεις καὶ νὰ τὸν ἀκοῦς. Ἡ φωνή του, καμπάνα μελωδικὴ χωρὶς καθόλου μύτη, ἔβγαινε λὲς ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά του.

Θυμᾶμαι τελευταία φορὰ τὸν ἄκουσα στὴν πανήγυρι τῆς Γρηγορίου. Γειτονικὴ Μονὴ στὴ Σιμωνόπετρα, μᾶς ἔστειλε ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς μὲ τὸν πατέρα Τύχωνα ἀντιπροσώπους τῆς Μονῆς.

Ἦταν ἐκεῖ ὁ πάτερ Στέφανος ἀπ’ τοὺς Δανιηλαίους, ὁ πάτερ Θωμᾶς ἀπ’ τοὺς Θωμάδες καὶ ἄλλοι πολλοὶ ψαλτάδες, οἱ καλύτεροι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἦταν καὶ ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς, μὲ τυλιγμένο τὸν λαιμὸ σὲ ἕνα μαῦρο κασκόλ, μοῦ θύμισε τὸν συγχωρεμένο τὸν κὺρ Σπῦρο Περιστέρη, ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ἀθηνῶν στὸν Ἐπιτάφιο.

Κάποια στιγμὴ τοῦ δώσανε νὰ ψάλει τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων καὶ ξύπνησαν ὅλοι ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἀγρυπνίας.

«Κατάλαβες; Ἐμεῖς ἱδρώνουμε ὅλη νύχτα νὰ βγάλουμε τὴν ἀγρυπνία καὶ ἔρχεται ὁ διακο-Διονύσιος ξεκούραστος, νὰ κλέψει τὶς ἐντυπώσεις μὲ ἕνα τροπάριο», γκρίνιαξε κάποιος ἀπὸ τοὺς ψαλτάδες.

Ἔτσι καὶ αὐτός, τώρα ποὺ γέρασε, μοῦ θύμισε τὸν διακο-Διονύσιο τὸν Φιρφιρῆ πρὸ μηνός, ποὺ εἶχα πάει στὴ Σιμωνόπετρα.

Χάρηκα ποὺ ἄκουσα φωνὲς καινούργιων πατέρων, μελωδικές, ἀντρικές, καθαρές, λαρυγγικὲς καὶ ὄχι ἔνρινες, ἀνατολίτικες… «Συνεχίζει ἡ παράδοση τοῦ παπα-Τύχωνα καὶ τοῦ παπα-Ἀθανασίου, τοῦ ὑμνογράφου», σκεπτόμουνα». Μὰ σὰν κάτι νὰ μοῦ ἔλειπε…

Καὶ πάνω ποὺ τὰ σκεφτόμουνα, δίνουν τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν παπα-Τύχωνα καὶ σκίρτησε ἡ καρδιά μου καὶ τὰ αὐτιά μου –ποὺ τελευταῖα πάσχουν ἀπὸ πρεσβυ-ἀκοΐα– ἀναπαύτηκαν.

Θυμήθηκα στὰ τελευταῖα του παιχνίδια τὸν Πελέ. Τὸν κράταγαν ξεκούραστο οἱ προπονητὲς καὶ ἵδρωναν οἱ συμπαῖκτες του 80 λεπτὰ τῆς ὥρας.

Ὅπου στὸ τέλος ἀμολάγανε τὸν Πελέ, ἔκανε κάτι μαγικὰ καὶ ἔριχνε τὸ γκὸλ τῆς νίκης. Βουητὸ ξεσποῦσε στὸ γήπεδο, βουητὸ καὶ στὴν καρδιά μου.

Τώρα πῶς τὰ κατάφερα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ Essex σᾶς πῆγα στὸ ποδόσφαιρο, ἂς ὄψεται ἡ γεροντική μου φλυαρία.

Ὁ παπα-Ζαχαρίας μᾶς ἐνημέρωσε, ὅταν φθάσαμε, στὶς 10 Ἰουλίου, ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀκόμα ζεῖ, ἀλλὰ δὲν ἐπικοινωνεῖ καὶ θὰ μᾶς πᾶνε αὔριο νὰ πάρουμε εὐχή, ἂν ἐπανέλθει κάποια στιγμὴ στὶς αἰσθήσεις του.

Τὸ δεύτερο πρόβλημα ἦταν πὼς δυστυχῶς τὸ ἀρχονταρίκι ἦταν γεμᾶτο. Μᾶς συνόδεψε, λοιπόν, ἐκεῖ κοντὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ἀγαπημένου πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι γνωριστήκαμε μὲ τὸν σύγχρονο Μπετόβεν τῆς κλασικῆς μουσικῆς τὸν Arvo Pärt (Ἀρέθας Πέρτ).

Ὁ Ἀρέθας ἔμενε καὶ ἐργαζόταν βασικὰ στὴ Γερμανία, στὸ Βερολῖνο, ἂν θυμᾶμαι καλά.

Ἀγαποῦσε ὅμως καὶ εἶχε συνδεθεῖ τόσο πολὺ μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ποὺ εἶχε καὶ ἕνα δεύτερο σπίτι καὶ ἔμενε ἀρκετὰ χρονικὰ διαστήματα κοντὰ στὸ μοναστήρι στὸ Essex.

Ὁ ἴδιος εἶχε Ρωσική –γιὰ τὴν ἀκρίβεια Ἐσθονικὴ καταγωγή– καὶ ἡ γυναίκα του ἦταν Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ καὶ πολλοὶ συγγενεῖς της Ὀρθόδοξοι χριστιανοί.

Εἶχε καὶ δυὸ γιοὺς καὶ ὁ καημός του ἦταν ποὺ δὲν μποροῦσε μὲ τὸν μεγαλύτερο τουλάχιστον ποὺ τελείωνε Γυμνάσιο νὰ βγάλει ἄδεια νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ ρωσικὸ μοναστήρι, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Ἁγιονόρος.

Τοῦ ὑποσχέθηκα νὰ βοηθήσω, πρᾶγμα ποὺ ἔκανα μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο, ὅταν τοῦ ἔβγαλα ἄδεια καὶ ἀπὸ Πὲρτ τὸν βάφτισα Πετρόπουλο.

Τὸν περίμενε στὴν Οὐρανούπολη καὶ ἕνας φίλος μοναχός, καὶ μπῆκε τὸ παιδὶ καὶ προσκύνησε, ὄνειρο καὶ τάμα κάθε Ρώσου ὀρθόδοξου χριστιανοῦ, καὶ τύψεις γιὰ τέτοιες ἀπάτες δὲν ἔχω, οὔτε στὴν ἐξομολόγηση δὲν τὸ ἀνέφερα ποτέ μου…

Γιὰ χρόνια μοῦ ἔστελνε ὁ καημένος ὁ Ἀρέθας τὶς καινούργιες συνθέσεις του καὶ θαύμαζε ὁ Βασιλάκης μου, ὁ μουσικὸς τῆς οἰκογένειας, ποὺ ὁ πατέρας του ἔχει τόσο διάσημους φίλους. Ποῦ νὰ καταλάβει ὁ καημένος τί μᾶς συνέδεσε μὲ τὸν Ἀρέθα!

Ἀκόμα δὲν πιστεύει ὅτι παραλίγο νὰ κοιμηθῶ στὸ σπίτι του. Καὶ λέω παραλίγο, γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ γνωριζόμασταν καὶ συζητούσαμε μὲ τοὺς καλοὺς αὐτοὺς ἀνθρώπους, πῆραν τηλέφωνο ἀπὸ τὸ μοναστήρι ὅτι ἀκυρώθηκε μιὰ φιλοξενία καὶ ἔτσι γυρίσαμε καὶ μείναμε μέσα στὴ Μονή.

Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ πρωΐ, στὴ Θεία Λειτουργία, μᾶς ἀναγγέλθηκε ὁ θάνατος τοῦ Γέροντα Σωφρόνιου.

Ἔτσι βρέθηκε ὁ παπα-Τύχων νὰ ἐκπροσωπεῖ τὴ Σιμωνόπετρα καὶ ὅλο τὸ Ἁγιονόρος, διαβάζοντας πρῶτος αὐτός, τιμῆς ἕνεκεν, τὰ Εὐαγγέλια κατὰ τὴν τάξη τῆς κοιμήσεως ἱερέων καὶ ἐγώ, ποὺ ἔπρεπε νὰ φύγω γιὰ τὴν Ἀθήνα τὴν ἐπαύριο, ἤμουν ὁ πρῶτος λαϊκὸς ποὺ προσκύνησα τὴν δεξιά του χεῖρα καὶ πῆρα τὴν εὐχή του.

Τοῦ παπα-Τύχωνα, βέβαια, τοῦ ἄλλαξα τὸ εἰσιτήριο, νὰ μείνει στὴν κηδεία, νὰ ἐκπροσωπήσει τὸ Ἁγιονόρος.

Τότε θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ, ὅτι δὲν ξέρει ἂν θὰ πάρω τὴν εὐχή του, ζωντανοῦ ἢ πεθαμένου, καὶ «ἔκλαψα πικρῶς».

Ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιατὶ κατάλαβα τοῦ Γέροντά μου τὸ χάρισμα τὸ προορατικὸ καὶ τὸν λεπτὸ τρόπο ποὺ φρόντισε νὰ ἔχει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ἁγιορείτικο κατευόδιο.

Οι χαιρετισμοί της Θεοτόκου – Ερμηνεία Γ’ στάσης

Νέαν έδειξε κτίσιν, εμφανίσας ο Κτίστης, ημίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός, και φυλάξας ταύτην ώσπερ ην άφθορον, ίνα το θαύμα βλέπομεν, υμνήσωμεν αυτήν βοώντες
Ο Χριστός ανέπλασε τον κόσμο μας έδειξε καινούργια κτίση, ο Ίδιος βλάστησε από κοιλία χωρίς σπόρο και διαφύλαξε αυτήν άφθορη και μετά την γεννησή Του. Και βλέπουμε εμείς αυτό το θαύμα, υμνούμε την μητέρα Του φωνάζοντάς της.
Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας χαιρε, το στέφος της εγκρατείας.
Χαίρε Παναγία πού’σαί το άνθος που δεν το άγγιξε η φθορά.Χαίρε που είσαι εκείνη που βραβεύθηκες για την αγνότητα και την εγκράτεια.
Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα χαιρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα.
Χαίρε που είσαι η λαμπρή προεικόνιση της Θείας Αναστάσεως. Διότι όπως βγήκε από σένα στον κόσμο ο Λυτρωτής χωρίς να πάθει τίποτε η παρθενία σου, έτσι βγήκε και από τον τάφο φυλάξας τα σήμαντρα σώα. Χαίρε ακόμη διότι φανερώνεις στη ζωή σου την ζωή των αύλων Αγγέλων.
Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τρέφονται πιστοί χαιρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ, ου σκέπτονται πολλοί.
Χαίρε που είσαι δέντρο με καρπό τον Χριστό από τον οποίον τρέφονται οι πιστοί μεταλαμβάνοντας την γλυκύτητά του. Και δέντρο ακόμα με πλατύ φύλλωμα παντοδυνάμου προστασίας που δίνει ίσκιο και σκεπάζει πολλούς.
Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις χαιρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.
Χαίρε που κυοφόρησες και γέννησες τον Ιησού που μας οδηγεί από την πλάνη στην αλήθεια και μας ελευθερώνει από τα πάθη που μας είχαν αιχμαλωτίσει.
Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις χαιρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.
Είσαι εκείνη που κάνεις τον δίκαιο Κριτή, τον Υιό σου, να μας συγχωρεί και να ξεχνά τις αμαρτίες μας.
Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας χαιρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Είμαστε γυμνοί από κάθε δικαιολογία κι ελευθεροστομία δεν έχουμε απέναντί του θείου Υιού σου. Αλλά οι μεσιτείες σου που μας ντύνουν με το δικαίωμα να Του μιλάμε, δικαίωμα που δεν το αξίζουμε και το αποκτάμε χάρη σ’ εσένα. Είσαι ακόμα η στοργική εκείνη αγάπη, που κανένα άλλο αίσθημα δεν μπορεί να την ξεπεράσει.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες  διὰ τούτο γαρ ο υψηλός Θεός, επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος, τους αυτώ βοώντας Αλληλουια
Αφού είδαμε τόσο παράξενη γέννηση, ας αποξενωθούμε από τον κόσμο μεταθέτοντας το νου μας στον ουρανό. Γι’αυτό και ο απρόσιτος θεός έγινε άνθρωπος θέλοντας να μας τραβήξει στα ύψη ενώ θα του φωνάζαμε όλοι αλληλούια.
’Ολον ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως, απήν ο απερίγραπτος Λόγος συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε, και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου, ακουούσης ταύτα.
Ο Υιός και λόγος του θεού ήταν ολόκληρος πάνω στη γη και συγχρόνως δεν απουσίαζε από τον ουρανό. Διότι επρόκειτο για συγκατάβαση θεική, και όχι για τοπικό περιορισμό της θεότητας. Κι η παρθένος Μαρία δέχθηκε μέσα της τον θεό και Τον γέννησε, ακούοντας από εμάς τα εξής.
Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα χαιρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.
Χαίρε Μαρία γιατί είσαι ο τόπος που χώρεσε τον αχώρητο θεό. Είσαι η θύρα από την οποία οι λογισμοί μας περνούν για να εισέλθουν στο σεπτό μυστήριο της θείας σαρκώσεως.
Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα χαιρέ των πιστών αναμφίβολον καύχημα.
Οι άπιστοι σε ακούνε και πέφτουν σε αμφιβολίες αλλά για μας είσαι το καύχημα και η βεβαιότης μας.
Χαίρε, όχημα πανάγιόν του επί των Χερουβείμ χαιρε, οίκημα πανάριστόν του επί των Σεραφείμ.
Χαίρε γιατί είσαι ο θρόνος και το πύρινο άρμα όπου στέκεται Εκείνος ο οποίος στέκεται πάνω στα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.
Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα χαιρε, δι’ η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνούσα.
Χαίρε γιατί ένωσες δυό αντίθετα πράγματα. Έκαμες ζευγάρι αξεχώρητο, την παρθενία και την μητρότητα.
Χαίρε, δι ης ελύθη παράβασις. Χαίρε, δι ην ηνοίχθη παράδεισος.
Χαίρε διότι με σένα λύθηκε η ενοχή της Εύας και ανοίχθησαν πάλι οι πόρτες του παραδείσου.
Χαίρε, η κλεις της Χριστού βασιλείας χαιρε, ελπίς αγαθών αιωνίων. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε γιατί είσαι το κλειδί που ανοίγει για μας τη βασιλεία του Χριστού. Είσαι η ελπίδα των αιωνίων αγαθών.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Πάσα φύσιν Αγγέλων, κατεπλάγη το μέγα, της σης ενανθρωπήσεως έργον  τὸν απρόσιτον γαρ ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον, ημίν μεν συνδιάγοντα, ακούοντα δε παρά πάντων ούτως Αλληλούια.
Όλες οι τάξεις των αγγέλων έπεσαν σε μεγάλη έκπληξη μπροστά στο μεγάλο έργο της θείας ενανθρωπήσεως. Διότι έβλεπαν τον θεό που είναι απρόσιτος να γίνεται άνθρωπος και έτσι να είναι προσιτός σε όλους και να μας συναναστρέφεται, ενώ απ’όλους να ακούει Αλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους, ορώμεν επί σοι Θεοτόκε απορούσι γαρ λέγειν το πως, και παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας ημείς δε το μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν.
Ρήτορες που έχουν χειμαρρώδη γλώσσα τους βλέπουμε μπροστά σου πιο αφώνους και από ψάρια. Διότι τα χάνουν και δεν ξέρουν πως να εξηγήσουν το ότι και γέννησες και μένεις παρθένος. Κι εμείς θαυμάζοντας το μυστήριο φωνάζουμε με πίστη.
Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον χαιρε, προνοίας αυτού ταμείον.
Χαίρε γιατί είσαι εκείνη πάνω στην οποία λάμπει όλη η σοφία του θεού. Εκείνη στην οποίαν θησαυρίσθησαν όλα τα θαύματα της θείας προνοίας.
Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα χαιρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.
Τους απίστους φιλοσόφους τους αποδεικνύεις ασόφους. Και τους τεχνίτες του λόγου, που επίσης δεν πιστεύουν, τους φανερώνεις άμυαλους.
Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί χαιρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί.
Χαίρε που μπροστά σου φαίνονται μωροί οι ικανότατοι συζητητές της φιλοσοφίας. Και μπροστά στην αλήθειά σου μαράθηκαν και ξεχάστηκαν οι μυθογράφοι ποιητές της αρχαιότητας.
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα χαιρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι που είχαν μεγάλη επίδοση στο να υφαίνουν δίχτυα του λόγου, όπου πιάνονταν οι άνθρωποι τα είδανε από σένα να σχίζονται και να σπάζουν. Διότι συ είσαι η μητέρα της μόνης Αληθείας, δηλαδή του Χριστού.Και αντιθέτως συ είσαι που γεμίζεις με ψυχές νεοφωτίστων τα δίχτυα των αποστόλων.
Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα χαιρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.
Χαίρε γιατί τραβάς και ανασύρεις από τον βυθό της αγνοίας τις ψυχές. Και φωτίζεις ακόμα πολλούς στην αληθινή σοφία και γνώση.
Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι χαιρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε που είσαι το πλοίο όπου ανεβαίνουν όσοι θέλουν να σωθούν. Είσαι το λιμάνι όπου καταφεύγουν όσοι θαλασσομαχούν στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων.
Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει. Αλληλούια.

Θέλοντας να σώσει τον κόσμο Εκείνος που έφτιαξε κι εστόλισε όλα αυτά που βλέπουμε στον κόσμο, ήλθε μέσα στον κόσμο με τη θέλησή Του. Και ενώ ήταν ο ποιμένας μας και ο θεός μας παρουσιάστηκε για χάρη μας ανάμεσά μας ως άνθρωπος. Για να καλέσει όμοιος τον όμοιο, ακούοντας ως θεός Αλληλούια. 

Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ Ρωσίας

Ο Άγιος Εφραίμ κόσμησε τον αρχιερατικό θρόνο του Ροστώβ από το έτος 1427 μ.Χ. μέχρι το 1454 μ.Χ. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος από τον Μητροπολίτη Φώτιο στις 13 Απριλίου 1427 μ.Χ. Σύμφωνα με τα τοπικά Χρονικά άρχισε αμέσως την ανοικοδόμηση της μονής Βαρινίσκιυ του Πσκωφ, στον τόπο όπου βρισκόταν η οικία του ευγενούς Κυρίλλου, πατέρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Επίσκοπος Εφραίμ υπήρξε φίλος και προστάτης των μοναχών και συναντιλήπτορας του Αγίου Ασκητού Γρηγορίου της Πάλμα.

Ο Άγιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1454 μ.Χ.

Άγιος Ευστάθιος ο Ομολογητής επίσκοπος Κίου Βιθυνίας

Έζησε στα χρόνια της εικονομαχίας. Από νέος βάδισε το δρόμο της ευσέβειας, στολισμένος με βαθειά και ένθερμη πίστη. Ήταν συγχρόνως και ακριβής τηρητής των εντολών, τις όποιες δεν γνώριζε μόνο αλλά και εφάρμοζε. Τη ζωντανή αυτή ευσέβεια του, καλλιέργησε ακόμα περισσότερο, όταν έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε υστέρα Ιερέας. Η κοινή αναγνώριση των προτερημάτων αυτών, τον ανέβασε στην επισκοπή της Κίου στη Βιθυνία. Στη νέα του αυτή διακονία, έδειξε περισσότερα ποιμαντικά χαρίσματα και εργάστηκε με μεγαλύτερη αφοσίωση στη φιλανθρωπική αποστολή του. Απέναντι στους εικονομάχους, ο ειρηνικός ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικός και ακοίμητος φρουρός της Ορθοδοξίας. Ούτε πτοήθηκε, όταν είδε μπροστά του τον άγριο διωγμό. Φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε. Αλλά από παντού συμμετείχε στην άμυνα της Ορθοδοξίας. Υπέμεινε δε απερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας και άλλων κακουχιών. Τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό, του οποίου έλαμψε πιστός και γνήσιος υπηρέτης, που προτίμησε τις ταλαιπωρίες και το θάνατο από την εγωιστική διατήρηση του αξιώματος του.

Άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής

Τον Άγιο Διάδοχο, δεν τον αναφέρουν οι Συναξαριστές. Συναντάται στον Λαυριωτικό Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζί με τον πρεσβύτερο Μάρκο τον μεγάλο ασκητή (+5 Μαρτίου), όπου υπάρχει και κοινός Κανόνας των δύο μη ολοκληρωμένος.
Ο Άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου, έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, αλλά και της συναρπαστικής συγγραφής. «Τα Εκατό γνωστικά ασκητικά κεφάλαια» πού έγραψε, διαβάζονταν με απληστία από τους μοναχούς. Επίσης έγραψε και αλλά, όπως την «Όραση» και «Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου».

Στα «Εκατό γνωστικά κεφάλαια» ο Άγιος Διάδοχος στο προοίμιο του βιβλίου εκθέτει τους «δέκα όρους», που είναι κατά κάποιο τρόπο τα κύρια σημεία του βιβλίου και θα μπορούσαμε κατ' επέκταση να ισχυρισθούμε ότι είναι οι δέκα όροι της πνευματικής ζωής. Συγκεκριμένα γράφει:
Πρώτος όρος της πίστεως: Έννοια περί Θεού απαθής.
Δεύτερος όρος της ελπίδος: εκδημία του νου εν αγάπη προς τα ελπιζόμενα.
Τρίτος όρος της υπομονής: Τον αόρατον ως ορατόν ορώντα τοις της διανοίας οφθαλμοίς αδιαλείπτως καρτερείν.
Τέταρτος όρος της αφιλαργυρίας: Ούτω θέλειν το μη έχειν ως θέλειν τις το έχειν.
Πέμπτος όρος της επιγνώσεως: Αγνοείν εαυτόν εν τω εκστήναι τον Θεόν.
Έκτος όρος της ταπεινοφροσύνης: Λήθη των κατορθουμένων προσευχής.
Έβδομος όρος της αοργησίας: Επιθυμία πολλή του μη οργίζεσθαι.
Όγδοος όρος της αγνείας: Αίσθησις αεί κεκολλημένη Θεώ.
Ένατος όρος της αγάπης: Αύξησις φιλίας προς τους υβρίζοντας.
Δέκατος όρος της τελείας αλλοιώσεως: Εν τρυφή Θεού χαράν ηγείσθαι το στυγνόν του θανάτου.

Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)

Οι Άγιοι Ιωνάς και Βαραχήσιος ήταν ασκητές και μαρτύρησαν περίπου το 330 μ.Χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Σαβώριος και των Βυζαντινών ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Αναχώρησαν από τη Μονή που μόναζαν και πήγαν σε κάποια κωμόπολη, πού ονομαζόταν Μαρβιαβώχ (ή Μαρμιαβώχ). Εκεί επισκέφθηκαν εννιά κρατούμενους Μάρτυρες στην φυλακή, τον Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ηλία, Μάρη, Άβίβο, Σιμιάθη και Σάβα (ή Σώβα) και τους ενθάρρυναν στο μαρτύριο. Αμέσως τότε τους συνέλαβαν και αυτούς και τους οδήγησαν μπροστά σε τρεις άρχοντες των Περσών, τον Μασδράθ, τον Σιρώ και Μαρμισή. Αυτοί συμβούλευσαν τους Ιωνά και Βαραχήσιο ν' αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνήσουν τη φωτιά, το νερό και τον ήλιο.

Οι Άγιου δεν υπάκουσαν και αφού τους έδεσαν, άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα. Στην συνέχεια τους έσυραν με τραχιά ραβδιά και τους άφησαν έξω στην παγωνιά όλη τη νύχτα. Κατρόπιν, έκοψαν τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών του Αγίου Ιωνά και τον έδεσαν σφικτά σε δένδρο. Εκεί τον πριόνισαν στη μέση και τον έριξαν σε λάκκο. Τον Άγιο Βαραχήσιο, αφού τον έσυραν γυμνό στα αγκάθια, τον έριξαν σε λάκκο και έχυσαν βραστή πίσσα επάνω στον φάρυγγά του, και έτσι τελειώθηκε ο βίος του.

Το ίδιο σκληρά βασανίσθηκαν και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι θανατώθηκαν με πικρότατο θάνατο.

Τα ιερά λείψανα αυτών αγοράστηκαν από κάποιον ευσεβή Χριστιανό ονόματι Aυδηισώτην προς πεντακόσια μιλιαρίσια (περσικά νομίσματα), ο οποίος τα ενταφίασε με ευλάβεια.

Οι μεν ανωτέρω εννέα Mάρτυρες, τελειώθησαν την εικοστή εβδόμη Mαρτίου, οι δε Άγιοι Iωνάς και Bαραχήσιος τελειώθησαν την εικοστή ενάτη Mαρτίου.

Σημείωση: Τα λείψανα του Aγίου Mάρτυρα Λαζάρου, ενός εκ των εννέα Mαρτύρων αποθησαυρίσθηκαν στον Nαό των Aγίων Aποστόλων των Mεγάλων στην Κωνσταντινούπολη στις 20 Ιουνίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορόν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητών, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμῖν καὶ ἔλεος

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μαρτύρων την δυάδα ἐπαξίως τιμήσωμεν, θεῖον Ἰωνᾶν και σεπτόν Βαραχήσιον, ἀσκήσαντας μεν πρότερον καλῶς, ἀθλήσαντας δε ἔπειτα στερρῶς. Διά τοῦτο και ὀ Ἀθλοθέτης Χριστός ἔστεψεν αὐτῶν τας κάρας: Δόξα τῷ δυναμώσαντι αὐτοῦς, δόξα τῷ καταστέψαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ αὐτῶν πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία, την λαμπράν πανήγυριν τῶν ἀηττήτων Ἀθλητῶν, Βαραχησίου και Ἰωνᾶ. Διό και χαίρει τον Κτίστην δοξάζουσα.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μαρτύρων ἑνδεκάριθμος φάλαγξ, ἀνευφημείσθω μελῳδίαις ᾀσμάτων, σὺν Ἰωνᾷ ἡ θεῖος Βαραχήσιος, Ἄβιβος καὶ Λάζαρος, καὶ Ναρσῆς καὶ Ἠλίας, Μάρης Σιμεήθης τε, Μαρουθᾶς ὁ θεόφρων, καὶ Ζανιθᾶς καὶ Σάββας ὁ στερρός· ὑπὲρ ἡμῶν γάρ, Χριστὸν ἱκετεύουσι.

Κάθισμα
Ἦχος γ᾿. Την ὡραιότητα.
Τους ἐκνικήσαντας ἀσκήσει πρότερον, ἐχθρόν τον κάκιστον, εἶτα αἰσχύναντας τύραννον ἄθεον καλῶς, Μάρτυρας τους ἔνδοξους, θεῖον Βαραχήσιον, Ἰωνᾶν θεορρήμονα σήμερον ὑμνήσωμεν, ἐν ἐνθέοις τοῖς ἄσμασιν, προς οὕς και εἴπωμεν πιστοί πάντες, :Χαίροις ὦ δυάς μακαρία.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ' . Την Σοφίαν και Λόγον.
Ἀθλήσεως καύχημα, καὶ στεφάνων ἀξίωμα, οἱ ἔνδοξοι Ἀθλοφόροι περιβέβληνταί σε Κύριε· καρτερίᾳ γὰρ αἰκισμῶν, τοὺς ἀνόμους ἐτροπώσαντο, καὶ δυνάμει θεϊκῇ, ἐξ οὐρανοῦ τὴν νίκην ἐδέξατο. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸ μέγα σου ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Τους ὁμοζήλους Μάρτυρας, τους νικήσαντας τους Βασιλεῖς, οὖν οἰ πιστοί ἐπαινέσωμεν διηνεκῶς. Οὗτοι γαρ, τας τῶν τρυφῶν τοῦ βίου καταφρονήσαντες, εἰς τας οὐρανίους σκηνάς μετεστάθησαν, και ἡ κτίσις θεωροῦσα ἔχαιρε, τον Κύριον δοξάζουσα.

Μεγαλυνάριον
Στῖφος ἑνδεκάριθμον Ἀθλητῶν, ἐχθρῶν μυριάδας, ἐτροπώσαντο νοητῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, αἰνοῦντες χαρμοσύνως, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην, ὑπερδοξάσωμεν.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Μάρκος επίσκοπος Αρεθουσίων, Κύριλλος διάκονος, και των εν Ασκάλωνι και Γάζη παρθένων γυναικών και ιερωμένων ανδρών

Ο Άγιος Μάρκος ήταν επίσκοπος Αρεθουσίων (Η Αρέθουσα είναι οικισμός στα ανατολικά του Νομού Θεσσαλονίκης) και ήκμασε στα χρόνια του Μέγα Κωνσταντίνου, του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).

Το 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά μάλιστα αυτής, διασώζεται «Ἔκθεσις Πίστεως Μάρκου Ἀρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η οποία μετέβη στα Τρέβηρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κώνσταντα. Το 343 μ.Χ. έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Φιλιππουπόλεως και το 351 μ.Χ. στην Σύνοδο του Σιρμίου, η οποία καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου, ως οπαδό του αιρετικού Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της Σελευκείας της Ισαυρίας, το 358 μ.Χ.

Μια μέρα, κινούμενος από θείο ζήλο, γκρέμισε ένα ναό των ειδώλων και τον έκανε εκκλησία. Όταν όμως ανέλαβε αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, συνέλαβε το Μάρκο (363 μ.Χ.), διότι γκρέμισε τον ειδωλολατρικό ναό. Τότε οι στρατιώτες, αφού τον γύμνωσαν και τον μαστίγωσαν αλύπητα, τον έριξαν μέσα σε χαντάκια με βρώμικο νερό. Μετά τον έβγαλαν από 'κει, και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά, να τον τρυπούν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη. Κατόπιν τον άλειψαν με μέλι και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και πολλή υπομονή. Οπότε, βλέποντας οι ειδωλολάτρες αυτή την ανδρεία και μεγαλοψυχία του γέροντα Μάρκου, έγινε στις ψυχές τους μέγα θαύμα. Αφού τον κατέβασαν από 'κει που τον είχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, έγινε διδάσκαλος τους και έμαθαν απ' αυτόν την αληθινή πίστη.

Ο Άγιος Μάρκος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Επί Ιουλιανού του Παραβάτη (363 μ.Χ.) έλαμψε και ο Διάκονος Κύριλλος, καύχημα της Εκκλησίας της Φοινίκης. Επειδή στάθηκε αμετακίνητος στη χριστιανική ομολογία και κήρυττε κατά των ειδώλων, κίνησε τη μανία των ειδωλολατρών, οι όποιοι με ξίφη άνοιξαν την κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του.

Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ήμερα αυτή.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τὴ Φοινίκη δὲ ὢ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τὴ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν, οὖς ὡς ὀπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι' ἐγκρατείας τῶν παθῶν τᾶς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμᾷς καὶ τᾶς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τᾶς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργείν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα, Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ποιμὴν ἱερώτατος Ἀρεθουσίων ὀφθείς, ἐνθέως ἐποίμανας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, Μᾶρκε Ἱερομάρτυς, τοῦ Σωτῆρος θεράπων, ᾧπερ ἀκαταπαύστως, μὴ ἐλλίπῃς πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν ἐκτελούντων τὴν πάντιμον μνήμην σου.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ θείῳ φωτί, τὸν νοῦν σου λαμπρυνόμενος, φωστὴρ φαεινός, καὶ Ἱεράρχης Ὅσιος, ὦ Μᾶρκε ἐχρημάτισας, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἤθλησας, ὑπὲρ αὐτῆς ἀνδρείᾳ ψυχῆς, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὴν ζωὴν κατευθύνων θεοπρεπῶς, Ἱεράρχης ἐδείχθης θεοειδής, καὶ πόνοις ἀθλήσεως, ἀνενδότως ὡμίλησας, καὶ ἔδειξας τοῖς πᾶσι, τὴν χάριν τῆς πίστεως, ἐκλάμπουσιν ἐν ἄθλοις, και πάντας ἐκπλήττουσαν, ὅθεν διπλοῦν στέφος, ἐκ χειρὸς τοῦ Κυρίου, ἐδέξω λαμπρότατα, ἐπαξίως τῶν πόνων, Πάτερ Μᾶρκε θεόσοφε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ἀνατεθεὶς ὀλικῶς τῷ Κυρίῳ, τῶν ἐν κόσμῳ τερπνῶν κατεφρόνησας, καὶ καθάρας σαὐτὸν θείαις πράξεσιν, ἐπιπνοίας τῆς θείας κειμήλιον, καὶ ὄργανον χωρητικόν, τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐγένου Μᾶρκε Ὅσιε, καὶ τὴν θείαν στολὴν κληρωσάμενος, ἀρχιερεὺς θεοφόρος ἐδείχθης, μεσιτεύων Πλάστῃ καὶ πλάσματι, ἐν τῷ προσφέρειν Αὐτῷ, τὰς μυστικὰς προσφοράς, πόνων δὲ μαρτυρικῶν ὑπελθὼν τὸν ἀγῶνα, τὴν τῶν εἰδώλων πλάνην κατήσχυνας, καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ ἤθλησας στεῤῥότατα, ἡμῖν τὸν Σωτῆρα ἱλεούμενος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἱεράρχα Μᾶρκε σοφέ, τῶν Ἀρεθουσίων ποιμενάρχης ὁ ἱερός, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ὁμότροπος ἐν ἄθλοις, καὶ πρέσβυς καὶ μεσίτης ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.

Γ' Χαιρετισμοί

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Γέροντας Παΐσιος: Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται...

«Παρατηρώ τα μυρμήγκια πόσο φιλότιμα εργάζονται, χωρίς να έχουν επιστάτη.
Εγώ δεν βρήκα σε κανέναν άνθρωπο την λεπτότητα που είδα στα μυρμήγκια.
Τα νέα μυρμηγκάκια πάνε και κουβαλούν στην φωλιά ξυλάκια και ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα, επειδή ακόμη δεν ξέρουν τι πρέπει να φέρουν.
Τα παλιά μυρμήγκια τα αφήνουν να τα κουβαλήσουν, χωρίς να τους κόβουν την προθυμία, και μετά τα βγάζουν έξω από την φωλιά.
Ύστερα, σιγά-σιγά τα νέα βλέπουν τι κουβαλούν τα παλιά και μαθαίνουν τι πρέπει να φέρνουν.
Αν ήμασταν εμείς, θα λέγαμε: «Έλα εδώ εσύ, τι είναι αυτά που κουβαλάς; Πέταξέ τα γρήγορα έξω!».
Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται.

Ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος, από όλα ωφελείται.»

Aγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου: «O Χριστός είναι η αγάπη μας, ο έρωτάς μας»

Ο Χριστός είναι η χαρά, το φως το αληθινό, η ευτυχία. Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας. Η σχέση με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου. Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η αγάπη μας, Αυτός ο έρωτάς μας. Είναι έρωτας αναφαίρετος ο έρωτας του Χριστού. Από κει πηγάζει η χαρά.
Η χαρά είναι ο ίδιος ο Χριστός. Είναι μία χαρά, που σε κάνει άλλο άνθρωπο. Είναι μία πνευματική τρέλα, αλλά εν Χριστώ. Σε μεθάει σαν το κρασί το ανόθευτο, αυτό το κρασί το πνευματικό. Όπως λέγει ο Δαβίδ: «Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου και το ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον» (Ψαλ. 22, 5). Ο πνευματικός οίνος είναι άκρατος, ανόθευτος, πολύ δυνατός κι όταν τον πίνεις, σε μεθάει. Αυτή η θεία μέθη είναι δώρο του Θεού, που δίδεται στους «καθαρούς τη καρδία» (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).
Όσο μπορείτε να νηστεύετε, όσες μετάνοιες μπορείτε να κάνετε, όσες αγρυπνίες θέλετε ν’ απολαμβάνετε, αλλά να είστε χαρούμενοι. Να έχετε τη χαρά του Χριστού. Είναι η χαρά που διαρκεί αιώνια, που έχει αιώνια ευφροσύνη. Είναι χαρά του Κυρίου μας, που δίνει την ασφαλή γαλήνη, τη γαλήνια τερπνότητα και την παντερπνή ευδαιμονία. Η χαρά η πασίχαρη, που ξεπερνά κάθε χαρά. Ο Χριστός θέλει κι ευχαριστείται να σκορπάει τη χαρά, να πλουτίζει τους πιστούς Του με χαρά. Εύχομαι, «ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη» (Α’ Ιω. 1,4).
Αυτή είναι η θρησκεία μας. Εκεί πρέπει να πάμε. Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος, παιδιά μου. Τι είναι Παράδεισος; Ο Χριστός είναι. Από δω αρχίζει ο Παράδεισος. Είναι ακριβώς το ίδιο, όσοι εδώ στη γη ζουν τον Χριστό, ζουν τον Παράδεισο. Έτσι είναι, που σας το λέγω. Είναι σωστό, αληθινό αυτό, πιστέψτε με! Έργο μας είναι να προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να μπούμε μέσα στο φως του Χριστού. Δεν είναι να κάνει κανείς τα τυπικά. Η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό. Να ξυπνήσει η ψυχή και ν’ αγαπήσει τον Χριστό, να γίνει αγία. Να επιδοθεί στο θείο έρωτα. Έτσι θα μας αγαπήσει κι Εκείνος. Θα είναι τότε η χαρά αναφαίρετη. Αυτό θέλει πιο πολύ ο Χριστός, να μας γεμίζει από χαρά, διότι είναι η πηγή της χαράς. Αυτή η χαρά είναι δώρο του Χριστού. Μέσα σ’ αυτή τη χαρά θα γνωρίσομε τον Χριστό. Δεν μπορούμε να Τον γνωρίσουμε, αν Εκείνος δεν μας γνωρίσει. Πως το λέγει ο Δαβίδ; «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες, εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων» (Ψαλμ. 126, 1).
Αυτά η ψυχή μας θέλει να αποκτήσει. Αν προετοιμασθούμε ανάλογα, η χάρις θα μας τα δώσει. Δεν είναι δύσκολο. Αν αποσπάσουμε την χάρι, όλα είναι εύκολα, χαρούμενα κι ευλογία Θεού. Η θεία χάρις διαρκώς κρούει την πόρτα της ψυχής μας και περιμένει ν’ ανοίξουμε, για να έλθει στην διψώσαν καρδίαν μας και να την πληρώσει. Το πλήρωμα είναι ο Χριστός, η Παναγία μας, η Αγία Τριας. Τι ωραία πράγματα!
Άμα αγαπάεις, ζεις στην Ομόνοια και δεν ξέρεις ότι βρίσκεσαι στην Ομόνοια. Ούτε αυτοκίνητα βλέπεις, ούτε κόσμο βλέπεις, ούτε τίποτα. Είσαι μέσα σου με το πρόσωπο που αγαπάεις. Το ζεις, το ευχαριστιέσαι, σ’ εμπνέει. Δεν είναι αληθινά αυτά; Σκεφθείτε αυτό το πρόσωπο που αγαπάτε να είναι ο Χριστός. Ο Χριστός στο νου σου, ο Χριστός στην καρδιά σου, ο Χριστός σ’ όλο σου το είναι, ο Χριστός παντού.
Ο Χριστός είναι η ζωή, η πηγή της ζωής, η πηγή της χαράς, η πηγή του φωτός του αληθινού, το παν. Όποιος αγαπάει τον Χριστό και τους άλλους, αυτός ζει τη ζωή. Ζωή χωρίς Χριστό είναι θάνατος, είναι κόλαση, δεν είναι ζωή. Αυτή είναι η κόλαση, η μη αγάπη. Ζωή είναι ο Χριστός. Η αγάπη είναι η ζωή του Χριστού. Η θα είσαι στη ζωή η στο θάνατο. Από σένα εξαρτάται να διαλέξεις.
Ένας να είναι ο στόχος μας, η αγάπη στον Χριστό, στην Εκκλησία, στον πλησίον. Η αγάπη, η λατρεία προς τον Θεό, η λαχτάρα, η ένωση με τον Χριστό και με την Εκκλησία είναι ο επί γης Παράδεισος. Η αγάπη στον Χριστό είναι κι αγάπη στον πλησίον, σ’ όλους, και στους εχθρούς. Ο χριστιανός πονάει για όλους, θέλει όλοι να σωθούν, όλοι να γευθούν τη Βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι ο χριστιανισμός. Μέσω της αγάπης προς τον αδελφό θα κατορθώσουμε ν’ αγαπήσουμε τον Θεό. Ενώ το επιθυμούμε, ενώ το θέλουμε, ενώ είμαστε άξιοι, η θεία χάρις έρχεται μέσω του αδελφού. Όταν αγαπάμε τον αδελφό, αγαπάμε την Εκκλησία, άρα τον Χριστό. Μέσα στην Εκκλησία είμαστε κι εμείς. Άρα όταν αγαπάμε την Εκκλησία, αγαπάμε και τον εαυτό μας.

Από το βιβλίο Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ

Όσιος Διονύσιος ο Ελεήμων

Για τον Άγιο Διονύσιο τον Ελεήμονα, Μητροπολίτη Λαρίσης και κτίτορα της μονής του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά των Μετεώρων, δεν διασώζονται αγιολογικά κείμενα, ακολουθίες, συναξάρια ή βίος.

Ο Άγιος Διονύσιος εικονίζεται σε τοιχογραφία του 1627 μ.Χ. στο αριστερό κλίτος του ναού των Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, όπου κατά χρονολογική σειρά από αριστερά προς δεξιά τοιχογραφούνται επτά «Άγιοι Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης». Ο Άγιος Θωμάς ο Γοριανίτης, ο Άγιος Κυπριανός ο Θαυματουργός, ο Άγιος Αντώνιος ο Λογιώτατος και Νέος Θεολόγος, ο Άγιος Βησσαρίων, ο Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων, ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής και ο Άγιος Βησσαρίων του Σωτήρος.

Η επιγραφή της τοιχογραφίας (ο Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων Αρχιεπίσκοπος [λαρίσης]), μαρτυρεί ότι ο Άγιος καταξιώθηκε στη συνείδηση του πιστού ποιμνίου του και συγκαταριθμήθηκε στην τιμητική χορεία των τοπικών Αγίων της περιοχής. Ακόμη, η επωνυμία Ελεήμων που του αποδόθηκε, αποδεικνύει αναντίρρητα την πλούσια προσφορά του, τόσο στον Εκκλησιαστικό όσο και στον κοινωνικό τομέα, ως φιλεύσπλαχνου διακόνου σε όσους βρίσκονταν σε χαμηλή κοινωνική κατάσταση και ως παρηγορητή σε εκείνους που έπασχαν.

Με βάση την χρονολογική σειρά των παραπάνω επτά Αγίων Μητροπολιτών της Λάρισας, η αρχιερατεία του Αγίου Διονυσίου του Ελεήμονος, πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1489 - 1490 μ.Χ. και πριν το 1499 μ.Χ. και οπωσδήποτε θα ήταν μικρής διάρκειας. Περί το έτος 1499 μ.Χ. ο Άγιος Διονύσιος παραιτήθηκε από το αξίωμά του και την θέση του κατέλαβε ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής. Μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε και μόνασε στη μονή Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, της οποία υπήρξε και ο νεότερος κτίτορας.

Επίσης ο Άγιος Διονύσιος Λαρίσης μνημονεύεται πολλές φορές στο «Σύγγραμμα Ἱστορικόν» ή «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», το οποίο πρέπει να γράφτηκε λίγο μετά το έτος 1529 μ.Χ. Σύμφωνα λοιπόν, με το κείμενο αυτό, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εκείνος που πρώτος έδωσε τον τίτλο του ηγουμένου στον «πατέρα» της μονής Μεταμορφώσεως του Μετεώρου, ιερομόναχο Ιωάσαφ, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση προς τον ομώνυμο κτίτορα της μονής βασιλέα Ιωάννη Ούρεση Παλαιολόγο - Ιωάσαφ μοναχό, και κατόπιν τον χειροτόνησε Επίσκοπο Φαναρίου.

Ο Όσιος Διονύσιος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, την Μεγάλη Πέμπτη του έτους 1510 μ.Χ.

Άγιος Boyan ο επονομαζόμενος Enravota πρίγκιπας των Βουλγάρων

Ο Άγιος Boyan (Μποϋάν) ο επονομαζόμενος Enravota (Ενραβωτά) ήταν υιός του βασιλέως της Βουλγαρίας Ομουρτάγ (816 - 831 μ.Χ.), την εποχή κατά την οποία οι Βούλγαροι ήταν ακόμη στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Ενώ ήταν πρωτότοκος, μετά τον θάνατο του πατέρα του, δεν έγινε βασιλέας, αλλά η εξουσία πέρασε στον μικρότερο αδελφό του Μαλαμίρ.

Από την αρχή του 9ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή από τότε που άρχισε η βασιλεία του φιλοπόλεμου Κρούμμου (803 - 814 μ.Χ.), οι Χριστιανοί διώκονταν, ιδιαίτερα στις περιοχές που είχαν αποσπασθεί από τους Βυζαντινούς.

Όταν ο αδελφός του Αγίου ανέκτησε την εξουσία, θέλησε να βεβαιωθεί ότι ο Boyan δεν είχε ασπασθεί την χριστιανική πίστη. Γι' αυτό του πρότεινε να συμμετάσχει σε ένα ειδωλολατρικό θυσιαστικό συμπόσιο. Στην άρνηση του Αγίου να θυσιάσει στα είδωλα, ο βασιλέας διέταξε τον διά αποκεφαλισμού θάνατό του. Ήταν περί το έτος 833 μ.Χ.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεοφύλακτου, Αρχιεπισκόπου Αχρίδος (1090 - 1126 μ.Χ.), ο πρίγκιπας Boyan κατά την στιγμή του μαρτυρίου του προφήτευσε τα ακόλουθα: «Αυτή η πίστη, για την οποία σήμερα πεθαίνω, θα διαδοθεί στην χώρα των Βουλγάρων. Εσείς μάταια προσπαθείτε να την καταστρέψετε με τον θάνατό μου. Το σημείο του Σταυρού θα υπάρχει παντού. Θα ανεγερθούν ναοί καθαροί και αγνοί προς τιμήν του αληθινού Θεού και ιερείς καθαροί και αγνοί θα Τον διακονήσουν. Τα είδωλα και οι βωμοί σας θα καταστραφούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ».

Τρία χρόνια αργότερα ο βασιλέας Μαλαμίρ πέθανε. Ο απόγονος του Αγίου Boyan βαπτίσθηκε Χριστιανός, το έτος 865 μ.Χ., και ανακήρυξε την ορθόδοξη πίστη ως πίστη του κράτους.

Όσιος Ησύχιος ο Ιεροσολυμίτης

Ο Όσιος Ησύχιος έζησε και ασκήτεψε στην Παλαιστίνη κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. και διακρίθηκε στην συγγραφή πνευματικών κειμένων. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα των Ιεροσολύμων. Αφού μελέτησε σε βάθος την Αγία Γραφή, πλούτισε σε γνώσεις για τον Θεό. Ακολούθως, αφού αναχώρησε και έγινε μοναχός, ζούσε στην έρημο επισκεπτόμενος τους Οσίους Πατέρες που ευρίσκονταν εκεί και συλλέγοντας από τον καθένα τα άνθη της αρετής ως φιλόπονη μέλισσα. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής, τόση αρετή, αφού εξαναγκάστηκε από τον τότε Αρχιερέα των Ιεροσολύμων, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Και προσμένοντας επάνω στον Τάφο του Κυρίου και στους άλλους τόπους, στους οποίους ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός υπέμεινε τα Άγια Πάθη για χάρη μας, άντλησε πηγές γνώσεως και σοφίας. Γι' αυτό ερμήνευσε και διασαφήνισε κάθε Γραφή και προέβη σε ωφέλεια πολλών.

Στα στοιχεία αυτά του Συναξαρίου, ο Θεοφάνης στη Χρονογραφία του προσθέτει την πληροφορία ότι η χειροτονία του Οσίου Ησυχίου σε πρεσβύτερο, τελέσθηκε αμέσως μόλις αναδείχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας ο Άγιος Κύριλλος (412 μ.Χ.). Ο δε Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα από την τοπική παράδοση, πλην των χαρακτηρισμών για τον Όσιο, «πρεσβύτερος και της Εκκλησίας διδάσκαλος», «πεφωτισμένος», «θεολόγος», «φωστήρ», παρέχει και την είδηση, ότι κατά τον εγκαινιασμό του ναού της μονής του Ευθυμίου από τον Πατριάρχη Ιουβενάλιο (422 - 458 μ.Χ.), το 428 ή 429 μ.Χ., στην συνοδεία αυτού παρίστατο και ο Όσιος Ησύχιος προς μεγάλη χαρά του Αγίου Ευθυμίου.

Ο Όσιος αναμείχθηκε ενεργά στους δογματικούς αγώνες της εποχής κοντά στο πλευρό του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του οποίου την αντινεστοριακή πολιτική ακολούθησε, όπως συνάγεται και από το τμήμα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του, το οποίο παρατίθεται στα Πρακτικά της Ε' Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.).

Ο Όσιος, αφού έγινε σε όλους γνωστός και αξιοθαύμαστος και υπηρετούσε τον Θεό με κάθε τρόπο, κοιμήθηκε με ειρήνη και ανέβηκε με χαρά προς τον Κύριο. Ο τάφος του εδεικνύετο ακόμη περί το έτος 570 μ.Χ. στην ανατολική πύλη των Ιεροσολύμων, όπου υπήρχε παρεκκλήσι προς τιμήν του, γίνονταν λατρευτικές συνάξεις και διανέμονταν στους πτωχούς δώρα.

Ως έργα του Οσίου Ησυχίου θεωρούνται τα: «Ὑπόμνημα εἰς τὸ Λευιτικόν», «Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰώβ», «Ἑρμηνεία Ψαλμῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἠσαΐαν», «Στιχηρὸν τῶν Ἰβ' Προφητῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τᾶς ὠδᾶς», «Συναγωγὴ ἀποριῶν καὶ ἐπιλύσεων», «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», «Ὁμιλίαι».