Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια το σύνολο των χωρών του δυτικού κόσμου, γενικότερα, αλλά και την πατρίδα μας, ειδικότερα, αποτελεί, αναμφισβήτητα, το πιο επίκαιρο θέμα των ημερών μας. Αυτή η παγκόσμια οικονομική κρίση μονοπωλεί καθημερινά το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων και αποτελεί την κεντρική είδηση στα δελτία των ειδήσεων και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Βασανίζει τη σκέψη των ειδικών οικονομολόγων και τεχνοκρατών, που αναζητούν την οριστική της λύση. Εξωθεί τις εθνικές κυβερνήσεις στη λήψη επώδυνων μέτρων, που ανατρέπουν βίαια τα οικονομικά κεκτημένα και τα εργασιακά δικαιώματα των λαών τους. Γεμίζει με φόβο και αγωνία τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Δοκιμάζει ανάλγητα τα όρια και τις αντοχές των σύγχρονων κοινωνιών. Παίρνοντας, λοιπόν, αφορμή από τη σημερινή εορτή, νομίζουμε, ότι θα άξιζε τον κόπο, να επιχειρήσουμε μια ιδιότυπη προσέγγιση του επίκαιρου ζητήματος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από την πλευρά της χριστιανικής διδασκαλίας, εκφραστές της οποίας υπήρξαν οι σήμερα τιμώμενοι Τρεις Ιεράρχες.
Η ιδέα της ισότητας των ανθρώπων αποτελεί ένα από τα βαθύτερα και οντολογικά ανώτερα αιτήματα της ανθρώπινης σκέψης. Το όραμα ενός κόσμου απόλυτης δικαιοσύνης, αλληλεγγύης, ειρήνης και ευτυχίας, που θεμελιώνεται στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισότητα των ανθρώπων, σημάδεψε ανεξίτηλα την πορεία της ιστορίας. Χάριν αυτού του οράματος διατυπώθηκαν, κατά το πέρασμα των αιώνων, πολλές φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρίες, ξέσπασαν αιματηροί πόλεμοι και επαναστάσεις, χύθηκαν ποτάμια δακρύων, ανθρώπινες ζωές θυσιάστηκαν. Παρόλα αυτά, όμως, η πείρα που αποκτήθηκε αποδεικνύει με κατηγορηματικό τρόπο ότι ποτέ και πουθενά δεν υλοποιήθηκε το όραμα αυτής της ιδανικής κοινωνίας, ότι ποτέ και πουθενά δεν κατέστη δυνατή η πραγματοποίηση της ισότητας των ανθρώπων, ότι η ίδια η φύση επιβάλλει παντού και πάντα, ως απαράβατο φυσικό νόμο, την ανισότητα των όντων, όχι μόνο στην κοινωνική μας ζωή, αλλά και σε κάθε μορφή ύπαρξης του φυσικού κόσμου.
Αποτέλεσμα αυτής της οδυνηρής και άδικης για την ανθρώπινη λογική πραγματικότητας είναι η ιεραρχική διαίρεση των ανθρώπινων κοινωνιών σε ανώτερα και κατώτερα επίπεδα, η επιβολή μιας ιεραρχικής τάξης, που, συνήθως, αποκαλείται «κοινωνική πυραμίδα». Έτσι, οι άνθρωποι χωρίζονται σε κοινωνικές ομάδες, που ενωμένες συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία, αλλά, ταυτόχρονα, διακρίνονται μεταξύ τους ως προς τη θέση τους μέσα σε μια ευρύτερη κοινωνική πυραμίδα. Οι πιο αδύνατες κοινωνικές ομάδες είναι πάντα οι πολυπληθέστερες και βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας. Οι ομάδες αυτές δέχονται την πίεση και των βάρος όλων των άλλων ομάδων, που βρίσκονται σε ιεραρχικά ανώτερη θέση, ενώ οι ίδιες δεν πιέζουν καμία ομάδα. Όσο πορεύεται κανείς από τη βάση προς την κορυφή της πυραμίδας διαπιστώνει ότι οι κοινωνικές ομάδες συρρικνώνονται όλο και περισσότερο αριθμητικά, και, αφενός μεν, δέχονται λιγότερη πίεση από τις ιεραρχικά ανώτερες ομάδες, αφετέρου δε, πιέζουν οι ίδιες, όλο και περισσότερο, τις ιεραρχικά κατώτερες, σε σχέση με αυτές. Στη κορυφή, τέλος, της πυραμίδας συναντάμε μία μικρή αριθμητικά ομάδα, που ενώ στηρίζεται σε όλες τις άλλες, ασκώντας τους πίεση, η ίδια δεν πιέζεται από πουθενά, αλλά, λόγω θέσεως και ισχύος, εξουσιάζει το σύνολο των ομάδων, που συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία. Η ύπαρξη της κοινωνικής πυραμίδας –παρά την πολυμορφία που παρουσιάζει ανάλογα με τις εποχές και τις κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις των ανθρώπων– αποτελεί καθολικό και πανανθρώπινο φαινόμενο και αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο την οντολογικά αναπόφευκτη ανισότητα, που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Μας αποδεικνύει, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι δεν θα είναι ποτέ ίσοι, αλλά πάντα θα διακρίνονται σε δυνατούς και αδύνατους, σε πλούσιους και πτωχούς, σε περισσότερο ή λιγότερο έξυπνους, σε περισσότερο ή λιγότερο ικανούς. Όπως, φυσικά, θα διακρίνονται πάντοτε σε ψηλούς και κοντούς, σε όμορφους και άσχημους, σε χονδρούς και λιγνούς, σε καλλίφωνους και παράφωνους.
Μπροστά σε αυτό το οδυνηρό αδιέξοδο προβάλλουν, εκ πρώτης όψεως, δύο πιθανές λύσεις. Η πρώτη είναι ο συμβιβασμός με την πραγματικότητα και η παραίτηση από το αίτημα της ισότητας των ανθρώπων. Η δεύτερη είναι η μετάθεση του αιτήματος της ισότητας έξω από τα όρια του ιστορικού χρόνου (η πίστη, δηλαδή, ότι σε έναν άλλο κόσμο, σε κάποια άλλη ζωή, θα επικρατήσει η ισότητα, που αδυνατεί να επικρατήσει στις ιστορικές κοινωνίες). Η διδασκαλία, όμως, της Εκκλησίας απορρίπτει και τις δύο αυτές λύσεις, υποδεικνύοντας έναν άλλο δρόμο προς αντιμετώπιση του ζητήματος. Κατ' αρχήν, η Εκκλησία δεν αρνείται την πραγματικότητα της ανισότητας των ανθρώπων και, ως εκ τούτου, δεν θεωρεί την ιδέα της ισότητας ως την ενδεικνυόμενη απάντηση στο αίτημα της οικοδόμησης ενός κόσμου δικαιοσύνης και ευτυχίας. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία θεμελιώδης αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ελευθερία, δηλαδή, η δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέγει την πραγματοποίηση του κακού, ακόμα και όταν έχει πλήρη συνείδηση του λανθασμένου και αδιέξοδου χαρακτήρα της επιλογής του. Συνεπώς, για την Εκκλησία η πραγματική αιτία της κοινωνικής αδικίας και δυστυχίας, αλλά και όλων των μορφών του λεγόμενου «κοινωνικού κακού», δεν βρίσκεται στην ανισότητα των ανθρώπων, αλλά στην κακή χρήση της ανθρώπινης ελευθερίας. Είναι, άραγε, ποτέ δυνατόν να επικρατήσει η δικαιοσύνη και η ευτυχία στις ιστορικές κοινωνίες, όσο οι άνθρωποι θα ασκούν την ελευθερία τους με αρνητικό τρόπο; Η πείρα των αιώνων επιβάλλει αμείλικτα μία και μόνη απάντηση: όχι. Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι πονηροί και κακοπροαίρετοι, φιλάργυροι και φιλόδοξοι, φίλαρχοι και εγωιστές, δόλιοι και απατεώνες, όσο, δηλαδή, οι άνθρωποι θα κυριαρχούνται από τα πάθη τους, η κοινωνική αδικία και δυστυχία θα αναπαράγεται αέναα, και καμιά πολιτική και κοινωνική θεωρία, κανένα κόμμα και καμία οικονομική μεταρρύθμιση, κανένας πόλεμος και καμία επανάσταση, δεν θα μπορέσουν, να χαρίσουν στην πολύπαθη ανθρωπότητα την ποθούμενη δικαιοσύνη και ευτυχία. Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει; Μπορούν, τελικά, να ικανοποιηθούν τα πανανθρώπινα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και ευτυχίας; Και, αν ναι, με ποιο τρόπο;
Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο υποδεικνύει, ως λύση του προβλήματος, όχι την ισοπέδωση της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά την πλήρη αντιστροφή της. Ο Κύριος δεν αρνείται την ανισότητα και την ιεράρχηση των ανθρώπων, δεν αρνείται τη συγκρότηση της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά, ανατρέποντας την πυραμίδα αυτή, και τοποθετώντας την κορυφή της προς τα κάτω, μας διδάσκει την έσχατη και απόλυτη τελειότητα. Ο ίδιος ο Χριστός βρίσκεται στην κορυφή αυτής της αντεστραμμένης πυραμίδας και εκούσια δέχεται επάνω Του το βάρος όλης της ανθρωπότητας. Είναι, κατά τη μαρτυρία του Τιμίου Προδρόμου, «…ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου…» (Ιωάννου 1,29). Όσοι ακολουθούν το Χριστό πορεύονται –μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης πυραμίδας– προς Αυτόν. Όσο, όμως, περισσότερο πλησιάζουν προς το Χριστό, τόσο λιγοστεύουν οι άνθρωποι, που βρίσκονται δίπλα τους, και τόσο μεγαλώνει η πίεση, που δέχονται από τα κοινωνικά στρώματα, που βρίσκονται πάνω από αυτούς. Έτσι, στο ποσοστό που πλησιάζουν το Χριστό στην κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, εξομοιώνονται με Αυτόν, σηκώνοντας τα βάρη των αδελφών τους, κατά το λόγο του Απόστολου Παύλου: «…Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν και μη εαυτοίς αρέσκειν…» (Ρωμαίους 15,1). Ο Κύριος, αναφερόμενος στην ανατροπή της κοινωνικής πυραμίδας και στην ιδιαίτερη θέση Του στην κορυφή της, είπε για τον Εαυτό Του: «…μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού…» (Ιωάννου 15,13) και «…ο Υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν Αυτού λύτρον αντί πολλών…» (Ματθαίου 20,28). Έδωσε, μάλιστα, εντολή στους μαθητές Του, να ακολουθήσουν το παράδειγμά Του: «…οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος…» (Ματθαίου 20,25-27).
Σε αυτήν, ακριβώς, την αντιστροφή της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκεται, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η λύση όχι μόνο της σημερινής οικονομικής κρίσης, αλλά και όλων των κοινωνικών προβλημάτων. Θεμελιώδης αρχή αυτής της ιδιότυπης κοινωνικοπολιτικής θεώρησης είναι η μετατροπή κάθε μορφής δύναμης από «εξουσία», που καταπιέζει τον άνθρωπο, σε «διακονία», που τον υπηρετεί. Μόνο αν ασκήσουν οι άνθρωποι με θετικό τρόπο την ελευθερία τους, ως αγάπη, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, όλες οι μορφές του κοινωνικού κακού θα εξαφανιστούν από τη ζωή μας. Μόνο τότε η δικαιοσύνη και η ευτυχία θα επικρατήσουν στις ιστορικές κοινωνίες. Μόνο τότε η ακόρεστη επιθυμία των ισχυρών για χρήμα και εξουσία θα αντικατασταθεί ειρηνικά και αναίμακτα από μία νέα οικονομική και πολιτική αντίληψη, που θα θεωρεί κέρδος όχι τη συσσώρευση του πλούτου, αλλά την καλή του διαχείριση με ύψιστο κριτήριο τις ανάγκες όλων των ανθρώπων. Μόνο τότε θα εξαφανιστούν από τη ζωή μας η πείνα και η φτώχεια, η αδικία και η εκμετάλλευση, η εξαθλίωση και ο αναλφαβητισμός, το ψέμα και ο δόλος, ο φόβος του πολέμου και, τελικά, ο ίδιος ο πόλεμος. Μόνο τότε θα δημιουργηθούν νόμοι και θεσμοί, διεθνείς οργανισμοί και διακρατικές συμμαχίες που θα εξυπηρετούν όχι το εγωκεντρικό συμφέρον των ολίγων, αλλά το συλλογικό συμφέρον των πολλών. Αυτός είναι ο δρόμος του Χριστού και των Αγίων Του.
Αυτό το δρόμο ακολούθησαν οι σήμερα εορταζόμενοι Τρεις Ιεράρχες και αυτό το δρόμο μας δίδαξαν με το πολύπλευρο έργο τους, ως οδό απόλυτης τελειότητας. Και οι Τρεις κατάγονταν από αρχοντικές και πλούσιες οικογένειες. Αρνήθηκαν, όμως, εκούσια τον πλούτο και, ακολουθώντας το παράδειγμα και την εντολή του Χριστού, μοίρασαν την περιουσία τους στους πτωχούς. Και οι Τρεις διέθεσαν όλες τις ψυχοσωματικές τους δυνάμεις, όλες τις επιστημονικές τους γνώσεις, όλα τους τα ταλέντα, και όλα τα πλούσια χαρίσματά τους στην ανιδιοτελή διακονία των ανθρώπων. Και οι Τρεις έλεγξαν με αυστηρότατη γλώσσα τους ισχυρούς της εποχής τους. Άσκησαν, έτσι, δριμύτατη κριτική στους ανάξιους βασιλιάδες, καταδικάζοντας την ιδιοτελή άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Κατήγγειλαν δημόσια τους διεφθαρμένους πολιτικούς και θρησκευτικούς άρχοντες για την προσωποληψία τους κατά την απόδοση της δικαιοσύνης και για τον παράνομο χρηματισμό τους. Στηλίτευσαν ανελέητα τους πλούσιους για την κακή χρήση του πλούτου, απαιτώντας επιτακτικά την άσκηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που, κατά την εντολή του Χριστού, υποχρεούνται να επιδεικνύουν οι δυνατοί προς τους αδύνατους. Αγωνίστηκαν, τέλος, με όλες τους τις δυνάμεις για την έμπρακτη εφαρμογή της αγάπης στις ανθρώπινες κοινωνίες και μας άφησαν, ως πολύτιμη παρακαταθήκη, τόσο το προσωπικό τους παράδειγμα, όσο και τη θεόπνευστη διδασκαλία τους. Ο Μέγας Βασίλειος, για παράδειγμα, απαίτησε από τους πλούσιους της εποχής του, να μοιράσουν στους πτωχούς τα αγαθά που είχαν φυλαγμένα στις αποθήκες τους και, οπλισμένος με το κύρος που του προσέδιδε το προσωπικό του παράδειγμα, τους έπεισε, τελικά, να ενεργήσουν κατά τις εντολές του. Έσωσε, έτσι, κατά το λιμό του 367 μ.Χ. τους πτωχούς της Καισάρειας, χωρίς να τους διακρίνει σε χριστιανούς, εθνικούς και εβραίους. Λίγο αργότερα, ως αρχιεπίσκοπος, πλέον, Καισαρείας, με χρήματα που συγκέντρωσε από δωρεές πλουσίων και με την ανιδιοτελή εργασία των μοναχών έκτισε την περίφημη Βασιλειάδα. Ένα κοινωφελές ίδρυμα, που περιελάμβανε νοσοκομείο, πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο και σχολείο για τα πτωχά παιδιά.
Στο δρόμο της έμπρακτης εφαρμογής της αγάπης βρίσκεται –και κατά την ταπεινή μας άποψη– η λύση της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που είθε, με τις θεόδεκτες πρεσβείαις των Τριών Ιεραρχών, να ξεπεραστεί το συντομότερο δυνατό για το καλό όλου του κόσμου και, κυρίως, για το καλό της πατρίδας και του λαού μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου