Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανὰς πήγαινε γιὰ ἁγιασμὸ σὲ σπίτια χριστιανῶν. Κάποια φορὰ βρέθηκε στὸ Κολωνάκι μὲ τὸν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη πού τοῦ ἔκανε τὸν ψάλτη) τὸν εἴχανε μάθει οἱ Κολωνακιώτες πού ἦταν εὐλαβὴς καὶ τὸν καλούσανε. Καὶ κατεβαίνει ἀπὸ ἕνα ἀρχοντικὸ σπίτι - οἱ ζητιάνοι μεταξὺ τοὺς τὸ λέγανε: "Ποῦ πάει ὁ παπάς; Πάει ἐκεῖ. Πᾶμε καὶ μεῖς". Καὶ ἤτανε στὴν οὐρὰ, μπῆκε λοιπὸν ἕνας ζητιάνος πού ἦταν πιὸ τσίφτης καὶ πηγαίνει κούτσα-κούτσα καὶ τοῦ λέει, παπὰ δῶσε μου. Καὶ ὅτι εἶχε στὴ τσέπη του ὁ Ἅγιος τὰ ἔβγαλε καὶ τὰ ἔδωσε. Ἤτανε δίπλα του ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τοῦ λέει,
– Παπὰ πρόσεξὲ τόν, γιατὶ αὐτὸν τὸν βλέπω στὴν πιάτσα.
– Ναί, ναὶ, ναὶ, δὲν πειράζει, δὲν πειράζει.
Καὶ περπατώντας τὸ τετράγωνο, αὐτὸς κάνει τὸ γύρο τοῦ τετραγώνου ἀπὸ τὴν πολυκατοικία τὴν ἑπόμενη καὶ πάει στὸ δεύτερο στενό, καὶ...
κουτσαίνει πάλι καὶ ξαναπάει μπροστὰ στὸν Ἅγιο. Καὶ ξαναβγάζει ἀπὸ τὴν ἄλλη τσέπη ὁ παπὰς καὶ τὰ δίνει. Θύμωσε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τοῦ λέει,
– Παπὰ !!
– Ναί, ναὶ, τὸ ἔχω ὑπόψη μου, τὸ ἔχω ὑπόψη μου.
Στην τρίτη φορὰ κάνει τὸ ἴδιο. Ἐκεῖ, τὰ ‘χασε, ἔχασε τὸν ἔλεγχο ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τοῦ λέει, – Καλὰ δὲν βλέπεις βρὲ παπὰ μου; Σήκωσε τὸ κεφάλι σου νὰ τὸν δεις. Ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος, φοράει τὰ ἴδια ροῦχα, τὰ ἴδια σκέρτσα κάνει.
Καὶ λέει,
– Σώπα εὐλογημένε, εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς δοκιμάζει.
Ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ὅλων, τὸ εἶπε ξεκάθαρα: «Ο,τι κάνατε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἀδελφοὺς μου, τὸ κάνατε σὲ μένα» (Ματθ. 25, 40). Εἶναι ἀψευδὴς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου