Δέλτα Πηνελόπη
Η τελευταία ώρα του Ιησού έφθανε, και το ήξερε. Η αποστολή του τελείωνε. Παρατώντας κάθε προφύλαξη, αδιαφορώντας πια για κάθε συνέπεια, σηκώνεται μέσα στο ιερό, και, εμπρός στους αρχηγούς της Θρησκείας, αποτείνει το λόγο στους μαθητές του και στο λαό, κεραυνοβολεί τους αρχιερείς και Σαδδουκαίους, Φαρισαίους, νομικούς και διαβασμένους, αναθεματίζοντας και στιγματίζοντας στην αιωνιότητα την υποκρισία τους, το μικρόψυχο φθόνο τους, τις αμέτρητες αμαρτίες τους. Και λέγει ο Ιησούς:
– Στην καθέδρα του Μωυσή κάθισαν οι γραμματισμένοι και οι Φαρισαίοι όσα λοιπόν σας πουν να κάνετε, κάνετέ τα. Κατά τα έργα τους όμως μην κάνετε, γιατί αυτοί λέγουν και δεν κάνουν. Δένουν φορτία βαριά και δυσκολοβάσταχτα, και τα φορτώνουν στους ώμους των ανθρώπων, και οι ίδιοι δε θέλουν ούτε με το δάχτυλο τους να τα κουνήσουν.
Όλα τους τα έργα τα κάνουν για να φαίνονται στους ανθρώπους. Πλαταίνουν τα φυλαχτάρια και μακραίνουν τα κρόσια στους ποδογύρους τους, αλλά και γυρεύουν τις πρώτες θέσεις στα γεύματα, και τις πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές, και τις τιμές στις αγορές, και θέλουν να τους λέγει ο κόσμος: «Ραββί, Ραββί…»
Τρίτη - Ανάθεμα
Και προστάζει ο Ιησούς:
– Εσάς όμως να μη σας φωνάζουν Ραββί, γιατί ένας είναι ο δάσκαλος σας, ο Χριστός, και σεις όλοι αδέλφια είστε. Και πατέρα σας μην κράζετε κανένα στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας, εκείνος που είναι στους ουρανούς. Και μη σας λέγουν οδηγούς, γιατί ένας είναι ο οδηγός σας, ο Χριστός. Ο μεγαλύτερος σας να γίνει υπηρέτης σας, γιατί όποιος θέλει να υψώσει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, και ο ταπεινός θα υψωθεί.
Ήταν συμβουλές ακριβώς αντίθετες με τα καμώματα των αρχιερέων και Φαρισαίων. Και αφού ένα ένα είπε στο λαό αυτά όλα, στράφηκε στους Φαρισαίους και, ξεσπάζοντας, φώναξε:
– Αλίμονο σας όμως, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που κατατρώγετε της χήρας το σπίτι, απατώντας την με τις μακριές σας προσευχές.[1] Γι’ αυτό η καταδίκη σας θα είναι βαρύτερη.
«Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που κλείετε τη Βασιλεία των Ουρανών εμπρός στους ανθρώπους, και σεις ούτε μπαίνετε ούτε άλλους αφήνετε να μπουν.
«Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που γυρίζετε θάλασσα και στεριά, για να κάνετε έναν προσήλυτο· και όταν επιτύχετε, τον κάνετε υιό της Γέεννας, χειρότερο από σας.
«Αλίμονο σας, οδηγοί τυφλοί, που λέτε: Όποιος ορκιστεί στο ναό, ο όρκος του δε μετρά, μα όποιος ορκιστεί στο χρυσάφι του ναού, χρεωστεί να βαστάξει τον όρκο του! Ανόητοι και τυφλοί! Γιατί τι είναι μεγαλύτερο, το χρυσάφι ή ο ναός που αγιάζει το χρυσάφι; Και: Όποιος ορκιστεί στο θυσιαστήριο δεν υποχρεώνεται, μα όποιος ορκιστεί στην προσφορά που είναι απάνω στο θυσιαστήριο υποχρεώνεται! Ανόητοι και τυφλοί! Γιατί τι είναι μεγαλύτερο, η προσφορά ή το θυσιαστήριο που αγιάζει την προσφορά; Όποιος λοιπόν ορκιστεί στο θυσιαστήριο, ορκίζεται σ’ αυτό και σε ό,τι είναι απάνω του· και όποιος ορκιστεί στο ναό, ορκίζεται σ’ αυτόν και στο Θεό που τον κατοικεί. Και όποιος ορκιστεί στον ουρανό, ορκίζεται στο θρόνο του Θεού και σ’ εκείνον που κάθεται στο θρόνο.
«Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που πληρώνετε το δέκατο του δυόσμου, του άνηθου και του κύμινου, και παραμελήσατε τα σημαντικότερα του νόμου, τη δικαιοσύνη, το έλεος και την πίστη. «Και αυτά να τα κάνετε έπρεπε, μα κι εκείνα να μην τ’ αμελήσετε. Οδηγοί τυφλοί, διυλίζετε το κουνούπι, και καταπίνετε την καμήλα.
«Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που καθαρίζετε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, και μέσα είναι γεμάτο αρπαγή και αδικία. Αυτό το έλεγε ο Ιησούς, για να χτυπήσει τις παραλυσίες των Φαρισαίων και των αρχιερέων, που μεθούσαν και ξεφάντωναν σε ατέλειωτα γεύματα, πληρωμένα με αργυρολογίες και κλεψίματα.
Και τους λέγει ο Ιησούς:
– Φαρισαίε τυφλέ, πάστρεψε πρώτα το μέσα του ποτηριού και του πιάτου -δηλαδή όσα με αδικίες απέκτησες και χαίρεσαι- για να είναι το έξω καθαρό.
Και εξακολούθησε αναθεματίζοντας την ασχήμια της ψυχής τους, που κρύβουνταν πίσω από υποκριτική θεοσέβεια.
– Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που μοιάζετε με τάφους ασπρισμένους, που απέξω φαίνονται ωραίοι, και μέσα είναι γεμάτοι κόκαλα πεθαμένων και κάθε ακαρθασία. Έτσι κι εσείς, απέξω φαίνεστε άγιοι στα μάτια των ανθρώπων, και μέσα είστε γεμάτοι από υποκρισία και ανομία.
«Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, που χτίζετε των προφητών τους τάφους και στολίζετε τα μνήματα των αγίων, και λέτε: «Αν ζούσαμε τον καιρό που ζούσαν οι πατέρες μας, δε θα γινόμαστε συνένοχοι τους, χύνοντας το αίμα των προφητών.» Ώστε μαρτυρείτε οι ίδιοι πως είστε γιοι εκείνων που σκότωσαν τους προφήτες. Και, ξέροντας πως μετρημένες είναι πια οι ώρες του, πως κι εκείνη τη στιγμή ακόμα που τους μιλούσε, αυτοί σχεδίαζαν πώς να τον θανατώσουν, με άπειρη πίκρα, προκλητικά τους λέγει:
– Κι εσείς συμπληρώσετε λοιπόν το μέτρο των πατέρων σας.
Και τους φωνάζει:
– Φίδια, από οχιές γεννήματα! Πώς θα ξεφύγετε από της Γέεννας την καταδίκη;
Τους θύμισε τους προφήτες που τους έστειλε ο Θεός στη γη, και που άλλους σκότωσαν, άλλους ξύλισαν και έβγαλαν από τις συναγωγές, και τους είπε πως θα πέσει απάνω τους όλο το αθώο αυτό αίμα, το χυμένο από τον Άβελ ως τον Ζαχαρία, που τον σκότωσαν στο ναό μέσα, μεταξύ του ιερού και του θυσιαστηρίου.
– Αλήθεια σας λέγω, όλα αυτά θα πέσουν σε τούτη τη γενεά απάνω.
Και προβλέποντας την καταστροφή, που ήταν να γίνει λίγα χρόνια αργότερα στην ιερή πόλη των Εβραίων, συγκινήθηκε η ψυχή του και θρήνησε και είπε: – Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, συ που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς όσους στέλνονται σε σένα! Πόσες φορές θέλησα να περιμαζέψω τα παιδιά σου, σαν που μαζεύει η όρνιθα τα κλωσσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της. Κι εσείς δε θελήσατε! Και να, θα μείνει το σπίτι σας έρημο· γιατί, σας το λέγω, δε θα με ξαναϊδείτε πια ώσπου να πείτε, «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.»
Ήταν η τελευταία ειδοποίηση που φώναζε στους αμαρτωλούς ψευτόπιστους· ήταν προμήνυμα, για την ανήκουστη συμφορά που θα ξεσπούσε σε λίγα χρόνια, και θα σκορπούσε στην οικουμένη τα άστεγα περιπλανώμενα παιδιά του Ισραήλ.
Και αφήνοντας τους άρχοντες μεγαλουσιάνους με τη λύσσα τους, που δεν τολμούσε και να εκδηλωθεί από φόβο του λαού που ήταν εκεί μαζεμένος, βγήκε ο Ιησούς από το ιερό, όπου τελευταία φορά είχε διδάξει, και, κουρασμένος, λυπημένος, πήγε και κάθισε στην Αυλή των Γυναικών, άντικρυ από το «γαζοφυλάκιο», το ταμείο του ναού, με τα δεκατρία κουτιά, όπου έριχναν οι Ιουδαίοι την προσφορά τους.
Σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια, και κοίταζε το πήγαινε κι έλα των προσκυνητών, καθώς και τους πλουσίους που επιδεικτικά έριχναν τις δωρεές τους στο ταμείο. Εκείνη την ώρα ζύγωσε και μια φτωχή χήρα, και ντροπαλά έριξε στο γαζοφυλάκιο δυο λεπτά. Ήταν το μικρότερο ποσό του υποχρεωτικού φόρου στο ναό και ο φτωχότερος Εβραίος χρεωστούσε να δώσει τουλάχιστον το ποσό αυτό.
Ο Ιησούς φώναξε τους μαθητές του, και, δείχνοντας τη χήρα που ταπεινή απομακρύνουνταν, τους είπε:
– Αλήθεια σας λέγω, απ’ όλους που έβαλαν στο ταμείο την προσφορά τους, αυτή η φτωχή χήρα έβαλε τα περισσότερα. Γιατί οι άλλοι όλοι έβαλαν από τα περισσέματά τους στα δώρα του Θεού, ενώ αυτή έδωσε από το στέρημά της ό,τι έχει, όλη της την περιουσία.
Σηκώθηκε και βγήκε από το ναό.
Οι μαθητές του το ήξεραν πως, ύστερα από το ανάθεμα που είχε ρίξει ο Κύριος τους απάνω στους ιερείς και στους μεγαλουσιάνους Ιουδαίους, ο ναός πια θα έμενε κλειστός γι’ αυτόν. Φεύγοντας, κοίταξαν με κάποια λαχτάρα, τελευταία φορά, το λαμπρό έργο που είχε δημιουργήσει η εβραίικη αρχιτεκτονική, και ένας τους, θαυμάζοντας, είπε του Ιησού:
– Δάσκαλε, κοίταξε μάρμαρα, κοίταξε χτίρια!
Κοίταζαν οι άλλοι, και σχολίαζαν και καμάρωναν την πολυτέλειά του, τα πλούσια αφιερώματα, τη μεγάλη πύλη του ναού, στολισμένη με κληματαριά χρυσή, που κάθε της τσαμπί ήταν μεγάλο ίσα με το ένα μπόι αντρός, και θαύμαζαν τόση ομορφιά.
Μα η καρδιά του Ιησού ήταν γεμάτη λύπη για την κακία που βασίλευε μέσα στο χτίριο αυτό, στον οίκο του Θεού.
Μια στιγμή, το βλέμμα του πλανήθηκε από το ολόλαμπρο ιερό, με τα μεγαλόπρεπα άσπρα του μάρμαρα και τη χρυσή του στέγη, στη μακριά κέδρινη στοά του Σολομώντος, με τις τρεις σειρές από στύλους μαρμαρένιους, και, από κει, στις χρυσές και μπρούτζινες πύλες που γυαλοκοπούσαν στον ήλιο. Είδε όλα εκείνα τα πλούτη, το αριστούργημα της εβραίικης τέχνης, που πενήντα χρόνια το έχτιζαν και ακόμα έστεκε ατέλειωτο, και γυρνώντας στο μαθητή του που τα θαύμαζε είπε:
– Βλέπεις τα μεγάλα αυτά χτίρια; Δε θα αφεθεί εδώ πέτρα απάνω σε πέτρα που να μην γκρεμιστεί.
Τα λόγια του Ιησού τους πάγωσαν. Χωρίς άλλο λόγο, ακολούθησαν τον Κύριό τους που ανέβαινε στο Όρος των Ελαιών.
Σαν έφθασαν στην κορυφή, κάθισε ο Ιησούς ν’ αναπαυθεί, και σιωπηλά κοίταζε τα πράσινα λιβάδια, την αμαρτωλή μεγάλη χώρα που απλώνουνταν στα πόδια του σα ζωγραφιά, με τους άσπρους κύβους των σπιτιών της και τα ιερά χτίρια. Το βλέμμα του πήγαινε στα βουνά της Ιουδαίας πέρα, και πάλι γύριζε στο ναό, που του είχε προφητέψει τέτοια καταστροφή, και που, υπερήφανος, άστραφτε στην αναλαμπή του βασιλέματος.
Βλέποντάς τον συλλογισμένο, σίμωσαν οι αγαπημένοι του μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, που είχαν πιο θάρρος μαζί του, και ρώτησαν: – Δάσκαλε, πες μας, πότε θα γίνουν αυτά, και τι θα είναι το σημείο της παρουσίας σου και του τέλους του κόσμου; Ο Ιησούς δεν αποκρίθηκε στο ρώτημά τους.
Ο νους του ήταν ολόκληρος, στο μέγεθος της αποστολής του και της καινούριας θρησκείας που είχε έλθει ν’ αποκαλύψει στον κόσμο· το πνεύμα του είχε ξεκολλήσει από τις μικρότητες και τις κακίες που φώλιαζαν στην Ιερή Πόλη, είχε υψωθεί σε άλλες σκέψεις. Με τα μάτια γυρισμένα στο ναό μπροστά του, κοίταζε ο Ιησούς στο μέλλον μέσα, αναπολούσε τη δύσκολη εργασία και τη δράση εκείνων που θα δίδασκαν και θα διαλαλούσαν το ευαγγέλιο του, τους κινδύνους που έμελλαν ν’ αντιμετωπίσουν, τις ταλαιπωρίες, τα βάσανα, τους διωγμούς.
Και τους είπε ο Ιησούς:
– Κοιτάξετε μη σας πλανέσει κανένας γιατί πολλοί θα έλθουν με το όνομά μου, λέγοντας: «Εγώ είμαι ο Χριστός», και πολλούς θα πλανέσουν. Μην τους ακολουθήσετε σεις.
Η δυνατή του ψυχή δυνάμωνε με τις δυσκολίες και τον αγώνα που πρόβλεπε, ανέβαινε όλο ψηλότερα, συνάρπαζε και παρέσερνε τους Αποστόλους που τον άκουαν, τους δυνάμωνε και αυτούς.
Στην πίστη τους, πρώτα, ζητούσε να στηριχθεί. Με τ’ όνομά του μονάχα, μπορούσαν να νικήσουν στον αγώνα για την αλήθεια.
Τους προείπε πως θ’ ακούσουν πολέμους και μάχες, ταραχές και επαναστάσεις μα να κοιτάξουν να μη φοβηθούν, γιατί όλα αυτά είναι αναπόφευκτα, όσο η κακία και η αγριότης υπάρχει στους ανθρώπους μα δε θα έλθει ακόμα το τέλος του κόσμου.
Τους είπε πως έθνος θα χτυπήσει έθνος, και βασίλειο θα χτυπήσει βασίλειο, πως θα πέσουν πείνες και αρρώστιες, και θα γίνουν σεισμοί, τρομάρες και μεγάλα σημάδια μα αυτοί να μην τρομάξουν, γιατί δε θα είναι ακόμα το τέλος του κόσμου.
Τους είπε πως και αυτούς θα τους πιάσουν, θα τους παραδώσουν, θα τους δικάσουν, θα τους φυλακίσουν, θα τους κακοποιήσουν και μερικούς θα τους θανατώσουν. – Μα δε θα χάσετε ούτε τρίχα από το κεφάλι σας. Με την υπομονή σας θα κερδίσετε τη ζωή σας.
Το πνεύμα του Ιησού αντικρίζει την αιωνιότητα τα λόγια του στους μαθητές του είναι λόγια της αιωνιότητος. Τη ζωή τους μπορούν οι εχθροί τους να την πάρουν, μα «μια τρίχα της κεφαλής τους δε θα χαθεί», αφού την αιώνια ζωή, την ψυχή τους, δεν την ορίζει κανένας.
Σκοπός της αποστολής του στον κόσμο ήταν η διδαχή της αλήθειας. Γι’ αυτήν έμελλε να μαρτυρήσει και να πεθάνει, και, το ίδιο, ύστερ’ από κείνον, οι Απόστολοι του. Μα η ζωή τους, όσο και η δική του, δεν είχε αξία, παρά όσο ξοδεύουνταν για την εκπλήρωση της αποστολής του.
Και αφού τους προφήτεψε τις δυσκολίες και τους διωγμούς και τις αδικίες, αφού τους προείπε να μη σκοτίζουνται για το πώς θ’ απολογηθούν στους εχθρούς την ώρα του κατατρεγμού, γιατί το Άγιο Πνεύμα θα τους εμπνεύσει εκείνο που θα πουν σε κάθε περίσταση, αφού τους προανήγγειλε την έλλειψη πίστεως μερικών, και, στο τέλος, την πλατιά διάδοση του νικητήριου ευαγγέλιου, τότε τους μίλησε για την καταστροφή των Ιουδαίων και το τέλος της Ιερουσαλήμ.
– Όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατούς, τότε να ξέρετε πως ήλθε η ώρα που θα ρημάξει.
Τους προείπε τα απαίσια δράματα που θα τελείωναν με το χαλασμό του Ισραήλ, την πείνα, τη σφαγή, τη σκλαβιά, το ρήγμα της χώρας, το σκόρπισμα των Εβραίων σε όλα τα σημεία της γης, όλη δηλαδή εκείνην τη φοβερή καταστροφή που πλάκωσε στην Ιουδαία σαράντα περίπου χρόνια αργότερα, στα 70 μ.Χ., όταν πήρε ο Τίτος την Ιερουσαλήμ, και δεν άφησε πέτρα απάνω σε πέτρα.
Ειδοποίησε τους μαθητές του, όταν από τα πρώτα σημεία δουν να καταφθάνει «το βδέλυγμα της ερημώσεως», όπως το είπε ο Δανιήλ ο Προφήτης, να φύγουν στα βουνά, μακριά, για να σωθούν από την καταστροφή που θα έπεφτε στη φυλή τους.
– Προσεύχεστε, τους λέγει, να μη γίνει η φυγή σας το χειμώνα, γιατί θα έλθει συμφορά τέτοια όπως δεν έγινε από την αρχή του κόσμου, που τον έπλασε ο Θεός, ως τώρα, και ούτε θα ξαναγίνει.
Και προσθέτει:
– Ιδού σας τα προείπα όλα!
Και τους είπε μια παραβολή:
– Δείτε τη συκιά και όλα τα δέντρα όταν πια το κλαδί γίνεται απαλό και πετά τα φύλλα, ξέρετε πως πλησιάζει το καλοκαίρι. Έτσι κι εσείς, όταν δείτε όλα αυτά, να ξέρετε πως κοντά είναι η Βασιλεία του Θεού.
Και, επιστρέφοντας πάλι στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ, πρόσθεσε:
– Αλήθεια σας λέγω, δε θα περάσει αυτή η γενεά, και όλα αυτά θα γίνουν. Ο ουρανός και η γη θα περάσουν, μα τα λόγια μου δε θα περάσουν.
Και πάλι διδάσκει ο Ιησούς, και τους λέγει να είναι λιτοί στη ζωή, και να κρατούν την ψυχή τους έτοιμη πάντα για την τελευταία ώρα.
– Προσέχετε μη βαρύνει η καρδιά σας από την κραιπάλη και το μεθύσι και τις φροντίδες τις κοσμικές, και έξαφνα βρεθεί μπροστά σας η ημέρα αυτή. Γιατί σαν παγίδα θα πέσει σε όλους που κάθονται στο πρόσωπο της γης.
»Ας είναι ζωσμένη η μέση σας και αναμμένα τα φανάρια σας. Να είστε σαν τους δούλους που περιμένουν τον αφέντη τους να γυρίσει από γάμο, και, σα χτυπήσει την πόρτα, του ανοίγουν αμέσως.
»Να το ξέρετε και να το θυμάστε τούτο· αν ήξερε ο νοικοκύρης τι ώρα θα έλθει ο κλέφτης, θ’ αγρυπνούσε και δε θ’ άφηνε να του τρυπήσει το σπίτι· έτσι να είστε κι εσείς έτοιμοι πάντα, γιατί την ώρα που δεν περιμένετε μπορεί να έλθει ο υιός του ανθρώπου.
– Κύριε, ρώτησε ο Πέτρος, που ήταν πιο κοντά του, με τους τρεις αγαπημένους του. Για μας τη λες την παραβολή αυτή, ή για όλους;
Του αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε:
– Ποιος άραγε είναι ο επιστάτης ο πιστός και φρόνιμος, που θα τον βάλει ο Κύριος του αρχηγό των δούλων, για να τους μοιράζει το ψωμί στην ώρα τους; Χαρά στο δούλο αυτόν, που, όταν γυρίσει ο Κύριος, τον βρίσκει να το κάνει. Αλήθεια σας λέγω, αυτόν θα βάλει διευθυντή όλης της περιουσίας του. Αν όμως πει μέσα του ο δούλος αυτός: «Αργεί να έλθει ο κύριος», και αρχίσει να δέρνει τους δούλους και τις δούλες, και να τρώγει και να πίνει και να μεθά, την ώρα που δεν τον περιμένει θα έλθει ο κύριος του, και θα τον κάμει δυο κομμάτια και θα τον βάλει στη σειρά των απίστων. Ο δούλος που ξέρει το θέλημα του κυρίου του και που δεν ετοίμασε και δεν έκανε τίποτα κατά το θέλημά του, θα δαρθεί πολύ· μα εκείνος που δεν ξέρει, και έκανε πράματα άξια τιμωρίας, θα δαρθεί λίγο. Γιατί σε όποιον δόθηκε πολύ, πολύ θα του ζητηθεί και σε όποιον επρόσφεραν πολλά, πολλά θα του απαιτήσουν.
Και προβλέποντας την τρομερή μέρα της μεγάλης κρίσεως, όπου κάθε άνθρωπος θα έχει να δώσει λογαριασμό των πράξεών του, λύπη μεγάλη κατέλαβε τον Ιησού, και τους είπε πως το πέρασμά του στη γη θα φέρει διατάραξη πολλή· πως πολλές οικογένειες θα χωριστούν, γιατί οι μισοί θα πιστέψουν και οι άλλοι μισοί θα τους κατατρέξουν πως ήλθε βάπτισμα να δώσει, δηλαδή με τη θυσία της δικής του ζωής να ξεπλύνει τις αμαρτίες των ανθρώπων, και πως βιάζεται να τη δει να έλθει, η ώρα αυτή του λυτρωμού. Και λέγει:
– Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη! Μακάρι να ήταν κιόλα αναμμένη!
Γιατί η φωτιά αυτή είναι οι πειρασμοί και οι διωγμοί από τους οποίους θα περάσουν όσοι έχουν την πίστη και την αγάπη του Θεού. Και, αφού τους είπε όλα αυτά, αποκρίνεται στο πρώτο τους ρώτημα που είχε μείνει χωρίς απάντηση, πότε θα γίνουν όλα αυτά. Ούτε σ’ αυτόν τον ίδιο, λέγει, όσο έχει την ανθρώπινη υπόσταση, δε θέλει ο Θεός ν’ αποκαλύψει το μυστήριο αυτό.
Και λέγει ο Ιησούς:
– Για τη μέρα εκείνη και την ώρα, κανένας δεν ξέρει, ούτε οι άγγελοι του ουρανού, ούτε ο Υιός, παρά μόνο ο Πατέρας. Βλέπετε και αγρυπνάτε και προσεύχεστε, γιατί δεν ξέρετε πότε θα έλθει αυτός ο καιρός. Θα είναι σαν άνθρωπος που έφυγε και άφησε το σπίτι του, και έδωσε στους δούλους την εξουσία, μοιράζοντας στον καθένα τη δουλειά του, και πρόσταξε το θυρωρό ν’ αγρυπνά. Αγρυπνάτε λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε πότε επιστρέφει ο νοικοκύρης του σπιτιού, ή αργά ή τα μεσάνυχτα, ή με του πετεινού το λάλημα, ή το πρωί· μην τύχει και φθάσει ξαφνικά και σας βρει κοιμισμένους.
– Εκείνο που σας λέγω, σε όλους το λέγω. Αγρυπνάτε!
Και πάλι για την ψυχή μιλούσε ο Ιησούς, σαν πάντα, γιατί, σε όλη του τη διδαχή, αυτή και μόνη τον ενδιαφέρει. Η ζωή του ανθρώπου είναι στα χέρια του Θεού. Εκείνος που την έδωσε, κάθε στιγμή μπορεί να την ξαναπάρει. Την ψυχή του, όμως, ο άνθρωπος πρέπει να τη φροντίζει αδιάκοπα, να την καλλιεργεί και να είναι πάντα έτοιμος ν’ αντικρίσει τον Πλάστη.
Και τους είπε ο Ιησούς μιαν όμορφη παραβολή, παίρνοντας και πάλι το παράδειγμά του από τη ζωή τους την απλοϊκή.
– Η βασιλεία των Ουρανών, τους είπε, μοιάζει με δέκα παρθένες που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν ν’ απαντήσουν το γαμπρό.
Κατά τα έθιμα των Εβραίων, ο γαμπρός πήγαινε με τους παράνυφους και φίλους του στης νύφης το σπίτι για να τη στεφανωθεί, και, μετά το γάμο, την έπαιρνε στο δικό του σπίτι ή στου πατέρα του, και οι φίλες της και παράνυφες τη συνόδευαν ως εκεί με φώτα και τραγούδια και ευχές. Στην παραβολή όμως τούτη, ο γαμπρός φαίνεται να έρχεται από μακριά, και η συνοδεία βγαίνει να τον υποδεχθεί και να τον φέρει στο σπίτι της νύφης. Συνήθως, στις νυφικές πομπές, δέκα έπρεπε να είναι οι αναμμένοι λύχνοι. Παίρνοντας λοιπόν το παράδειγμά του από την όμορφη συνήθεια του τόπου, εξακολούθησε ο Ιησούς την παραβολή λέγοντας:
– Πέντε παρθένες απ’ αυτές ήταν φρόνιμες, και οι πέντε αστόχαστες. Και αυτές οι αστόχαστες, σαν πήραν τα λυχνάρια τους, δεν εφοδιάστηκαν άλλο λάδι· οι φρόνιμες όμως πήραν λάδι στα ροϊά τους, μαζί με τα λυχνάρια τους. Επειδή αργούσε ο γαμπρός, νύσταξαν όλες και αποκοιμήθηκαν. Στα μέσα της νύχτας, φωνή ακούστηκε: «Ιδού ο νυμφίος έρχεται, βγήτε να τον απαντήσετε.» Τότε σηκώθηκαν όλες οι παρθένες αυτές, και διόρθωσαν τα λυχνάρια τους. Και είπαν οι αστόχαστες στις φρόνιμες: «Δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν.» Μα τις αποκρίθηκαν οι φρόνιμες: «Μήπως δε φθάσει και για σας και για μας· πάτε καλύτερα σ’ εκείνους που πουλούν και αγοράσετε για σας.» Και ενώ πήγαιναν αυτές ν’ αγοράσουν, έφθασε ο γαμπρός, κι εκείνες που ήταν έτοιμες μπήκαν μαζί του στο γάμο και έκλεισε η πόρτα. Ύστερα, έρχονται οι υπόλοιπες παρθένες και λέγουν: «Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας!» Μα εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Αλήθεια σας λέγω, δε σας γνωρίζω.»
Και πρόσθεσε ο Ιησούς:
– Αγρυπνάτε λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε ούτε τη μέρα ούτε την ώρα που θα έλθει ο υιός του ανθρώπου.
Και τους είπε:
— Όταν έλθει ο υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα του, και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθίσει στο θρόνο της δόξας του, και όλα τα έθνη θα συναχθούν μπροστά του, και θα χωρίσει τους ανθρώπους όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια, και θα στήσει τα πρόβατα δεξιά του και τα κατσίκια αριστερά. Τότε θα πει ο Βασιλέας σ’ εκείνους που είναι δεξιά του: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήσετε τη Βασιλεία που ετοιμάστηκε για σας από την αρχή του κόσμου γιατί πείνασα και μου δώσατε και έφαγα· δίψασα και με ποτίσατε· ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε· γυμνός και με ντύσατε· αρρώστησα και με φροντίσατε· στη φυλακή ήμουν και ήλθατε σε μένα.» Τότε θα αποκριθούν οι δίκαιοι λέγοντας: «Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο και σε θρέψαμε ή διψασμένο και σε ποτίσαμε; Και πότε σε είδαμε ξένο και σε δεχθήκαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστο ή στη φυλακή, και ήλθαμε σε σένα;» Και θ’ απαντήσει ο Βασιλέας λέγοντας: «Αλήθεια σας λέγω, ενόσω το κάνατε για έναν από τούτους τους αδελφούς μου τους πιο ασήμαντους, σ’ εμένα το κάνατε.» Και τότε θα πει σ’ εκείνους που θα στέκουν αριστερά του: «Πηγαίνετε από μένα οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, την ετοιμασμένη από το διάβολο και τους αγγέλους του· γιατί επείνασα και δε μου δώσατε να φάγω· εδίψασα και δε με ποτίσατε· ξένος ήμουν και δε με δεχθήκατε· γυμνός ήμουν και δε με ντύσατε· άρρωστος και στη φυλακή ήμουν, και δε με φροντίσατε.» Τότε θα του αποκριθούν και αυτοί λέγοντας: «Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο ή διψασμένο ή γυμνό ή άρρωστο ή στη φυλακή, και δε σε φροντίσαμε;» Κι εκείνος θα τους αποκριθεί: «Αλήθεια σας λέγω, ενόσω δεν το κάνατε για έναν από τούτους τους πιο ασήμαντους, ούτε σε μένα δεν το κάνατε.» Αυτοί θα πάνε στην κόλαση την αιώνια, ενώ οι δίκαιοι θα πάνε σε ζωή αιώνια.
Με αυτά τα λόγια τελείωσε ο Ιησούς τη διδαχή του στο Όρος των Ελαιών.
Ο ήλιος είχε βασιλέψει, και η μελαγχολία της βραδινής ώρας ήταν στην ψυχή του. Και είπε στους μαθητές του:
– Ξέρετε πως σε δύο μέρες το Πάσχα γίνεται, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται για να σταυρωθεί.
Ήσυχη και ήρεμη ήταν η λύπη του, όμορφη σαν τη ζωή του όλη.
Άλλη ήταν ωστόσο η ατμόσφαιρα στην Ιερουσαλήμ. Ενόσω, τελευταία φορά, δίδασκε ο Ιησούς στο Όρος των Ελαιών, στην Ιερή Χώρα αρχιερείς και δημογέροντες, νομικοί και Φαρισαίοι μαζεύουνταν πάλι στην αυλή του σπιτιού του Καϊάφα, σε μυστική συνεδρίαση, γυρεύοντας με τι τρόπο θα πιάσουν τον Ιησού να τον θανατώσουν. Ανάμεσα όμως σε τόσον κόσμο που τον αγαπούσε, πώς να τον πιάσουν; Αν ήθελε ο Ιησούς να σηκώσει τα πλήθη, του ήταν εύκολο· και το ήξεραν οι μεγαλουσιάνοι πως σε μια τέτοια επανάσταση, οι πρώτοι που θα έπεφταν θύματα της οργής των Ρωμαίων ήταν αυτοί οι αρχηγοί. Συζητούσαν λοιπόν, και έλεγαν να μην τον πιάσουν στην εορτή, μην τύχει και γίνει θόρυβος στο λαό. Ήταν απλή αναβολή· η απόφασή τους όμως να τον θανατώσουν έμενε η ίδια, άπονη, αμείλικτη.
Ο Ιούδας έμελλε να τους σηκώσει τις τελευταίες δυσκολίες, για να εκτελεστεί η απόφαση.
Δέλτα Πηνελόπη, Η ζωή του Χριστού, 4η έκδ., Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου