Κούρκουλας Κωνσταντίνος
«Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί,
ὅτι ἠγάπησεν πολύ».
(Λουκ. ζ΄, 47)
Το σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου έχει αναστατωθεί. Ο Ιησούς βρισκόταν εκεί! Όλοι είχαν τρέξει να ιδούν και ν’ ακούσουν Εκείνον πούδινε την υγεία στους αρρώστους, την ανάστασι στους νεκρούς, τη συγχώρεσι στους αμαρτωλούς.
Είχαν τελειώσει το φαγητό πια, και μέσα στη γαλήνια εκείνη γωνιά δεν ακουγόταν παρά μόνο η υπερκόσμια φωνή του Ραββί…
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της αυλής. Μια νέα γυναίκα στάθηκε δισταχτική στο άνοιγμα της εξώθυρας. Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά ένα αλαβάστρινο βάζο. Τα μεγάλα μάτια της έτρεξαν γοργά πάνω στα ξαφνιασμένα πρόσωπα των καλεσμένων, ώσπου συνάντησαν το γαλήνιο βλέμμα του Ιησού.
Το πρόσωπό της χλωμό και ταραγμένο. Τα μάτια της χαμηλωμένα, ντροπαλά. Μια ανείπωτη συγκίνησι φουσκώνει τα στήθη της και μια ανατριχίλα περνάει το κορμί της.
Μα να, η γυναίκα προχωρεί…
Ανάλαφρα ακούγονται τα σάνδαλά της στ’ αστραφτερό πλακόστρωτο.
Γονατίζει μπροστά στα πόδια του Ιησού. Απιθώνει το γυαλιστερό βάζο, κι ενώ οι λυγμοί τραντάζουν το κορμί της, αδειάζει το πολύτιμο νάρδο πάνω στα πόδια Του. Χίλιων λουλουδιών μύρα ξεχύθηκαν γύρω. Πλένει απαλά, γλυκά, στοργικά τα κουρασμένα πόδια του Διδασκάλου. Βρύσες έχουν γίνει τα μάτια της. Πνιγμένα ακούγονται τα αναφιλητά της. Σκύβει ευλαβικά το κεφάλι κι ακουμπά τα ξέθωρα χείλη στα μυρωμένα πόδια. Ξεπλέκει τους βοστρύχους των πυκνών μαλλιών της και σπογγίζει τα πόδια εκείνα, που τ’ άκουσε η Εύα το δειλινό και κρύφθηκε φοβισμένη. Και με αλάλητους στεναγμούς εκλιπαρεί την άφεσι.
Δάκρυα και μύρα
Δέξαι μου…
Ναι, δέξου το μύρο τούτο, που άλλοτε τόχα δόλωμα για να ζαλίζω και εμπλέκω στα δίχτυα της αμαρτίας τα θύματά μου.
Δέξου το σπόγγισμα από τ’ αμαρτωλά τούτα μαλλιά, που κάθε τους βόστρυχος στάθηκε βρόχος για τόσες ψυχές.
Δέξου τα φιλήματα, που τα ωχρά μου χείλη θέτουν σαν σφραγίδα της βαθειάς μου μετάνοιας.
Δέξου τα καφτά δάκρυά μου. Ρέουν από κείνα τα μάτια, που παιχνίδιζαν σαγηνευτικά, φλογισμένα από οίστρο ακολασίας.
«Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησεν πολύ» τονίζει στο σκανδαλισμένο Σίμωνα το Φαρισαίο ο Κύριος.
Ανασηκώθηκε η γυναίκα. Τα μαλλιά της μουσκεμένα απ’ το πολύτιμο νάρδο, χύνονται αστραφτερά στους ώμους της.
Μια απέραντη γαλήνη απλώθηκε στην τρικυμισμένη ψυχή της. Πισωπάτησε ευλαβικά κ’ έφυγε…
«Πορεύου εἰς εἰρήνην» ήσαν τα λόγια του Διδασκάλου, που τη συντρόφεψαν.
Κούρκουλας Κωνσταντίνος, Σκηνές από το πάθος, Αθήνα, 1968
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου