Γεώργιος Δορμπαράκης
(Όρθρος Μ. Δευτέρας)
Στηριγμένο το μεσονυκτικό τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…» στην παραβολή του Κυρίου των δέκα παρθένων, δίνει το στίγμα της απαρχής της Μεγάλης Εβδομάδας: ο Κύριος, ο νυμφίος κάθε ανθρώπινης ψυχής, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός.
ὁ Νυμφίος ἔρχεται
1. Αυτό σημαίνει καταρχάς ότι το κύριο γνώρισμα της σχέσης του Χριστού με εμάς είναι η αγάπη. Κι όχι απλώς μια αγάπη κινούμενη μέσα σε συμβατικά τυπικά πλαίσια, αλλά μια αγάπη χωρίς όρια, την οποία ακροθιγώς μπορούμε να ψηλαφήσουμε στη σχέση του ερωτευμένου απέναντι στην ερωμένη του. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…». Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο Κύριος μας απεκάλυψε -«Ἐκείνος ἐξηγήσατο»- ότι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ο Θεός μας λοιπόν που ενανθρώπησε εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι Εκείνος που γίνεται ο νυμφίος μας, γιατί μέσα στην άπειρη αγάπη Του προς εμάς, τους αμαρτωλούς ανθρώπους, μας προσλαμβάνει στον εαυτό Του και μας κάνει ένα μ’ Εκείνον: ανθρωποπαθώς μιλώντας, η σκέψη Του, η καρδιά Του, η επιθυμία Του είναι σε μας, όπως του ερωτευμένου είναι στην ερωμένη του.
2. Κι έπειτα, μας επισημαίνει ο υμνογράφος, έρχεται «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Έρχεται δηλαδή:
(α) με τρόπο που δεν μπορούμε εμείς να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε. Ο ερχομός Του πάντοτε είναι αποτέλεσμα της απόλυτα ελεύθερης αγάπης Του, καρπός της δικής Του πρωτοβουλίας, που σημαίνει ότι εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν Τον περιμένει και με τρόπο που ίσως ποτέ δεν μπορεί να υποψιαστεί: μέσα από ένα ατύχημα κάποια φορά, από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια άλλη, από μια θλίψη και δοκιμασία άλλοτε, κυρίως όμως από τη συνάντησή μας με τους πιο παραπεταμένους ελαχίστους συνανθρώπους μας. «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε».
(β) Έρχεται συνεπώς κι εκεί που «αντικειμενικά» δεν θα έπρεπε να είναι, μέσα δηλ. και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Την ώρα που επιτελεί κανείς την αμαρτία, εκείνη την ώρα μπορεί να κληθεί από τον ερχόμενο Κύριο. Σαν τον απόστολο Παύλο, που κλήθηκε την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς, σαν τον απόστολο Ματθαίο, που κλήθηκε την ώρα του «τελωνείου». Με άλλα λόγια, η κάθε ώρα για τον καθένα μας, μπορεί να είναι η ώρα της χάρης μας, της κλήσης μας από τον νυμφίο Χριστό.
Αλλά και (γ) έρχεται και καλεί τον άνθρωπο χωρίς τις περισσότερες φορές να παίρνει κανείς από τους άλλους συνανθρώπους είδηση για την κλήση αυτή. Σαν την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον αυτή εμποδιζόταν να μπει στο Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της να νιώθει το τι γινόταν στην ψυχή της. Ο Κύριος πάντοτε είναι ο ερχόμενος και κρούων τη θύρα της ψυχής μας. «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω». Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Κύριο γίνεται στα μυστικά βάθη της καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνον Εκείνος. Στην καρδιά «παίζεται» το όλο παιχνίδι της σωτηρίας του ανθρώπου.
3. Κι αυτός ο ποικίλος ερχομός σε μας του γεμάτου αγάπη νυμφίου Χριστού συναντά συνήθως δύο καταστάσεις: την κατάσταση της εγρήγορσης και την κατάσταση της ραθυμίας. Εγρήγορση σημαίνει ν’ ανταποκριθώ στην αγάπη Του και να ζήσω μαζί Του τη χαρά της παρουσίας Του, ψυχικά και σωματικά, και εδώ και αιώνια. «Ἡμείς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ραθυμία σημαίνει να είμαι τόσο προσκολλημένος στα πάθη μου -στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία μου- ώστε να μην καταλάβω καν τον ερχομό και την κλήση Του, κι ακόμη: να Τον καταλάβω μεν, αλλά ν’ αναβάλω την ανταπόκρισή μου. Η εκτίμηση για τις δύο καταστάσεις, όπως μας τη δίνει ο υμνογράφος, είναι σαφής: μακαριότητα η πρώτη, αναξιότητα η δεύτερη. Με τα αντίστοιχα βεβαίως αποτελέσματα. Η επιλογή πιά είναι στην απόλυτη ευθύνη μας: «Βλέπε οὖν ψυχή μου…»!
Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου