Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Λόγος στην ξηρανθείσα συκιά και στην παραβολή του αμπελώνα

 Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού


1. Με κάνει να μιλήσω ο Λόγος του Θεού και Πατέρα που έχει υπόσταση, Αυτός που ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τις Πατερικές αγκάλες και κυοφορήθηκε στα σπλάχνα της Παρθένου Μαρίας με τρόπο που δεν περιγράφεται. Αυτός που έγινε για εμένα ό,τι είμαι κι εγώ, δηλαδή άνθρωπος, Αυτός που είναι απαθής ως προς τη θεότητα και ντύθηκε ομοιοπαθές με εμένα σώμα. Αυτός που έχει για όχημα τα χερουβίμ, κι επάνω στη γη κινείται με πουλάρι όνου (Ματθ. ια΄ 7-9). Είναι ο βασιλιάς της δόξας κι Αυτός που μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα δοξολογείται από τα Σεραφίμ ως άγιος και δέχεται τα ψελλίσματα από την άκακη γλώσσα των παιδιών. Αυτός που είναι Θεός και έχει τη μορφή του δούλου και που έλαβε τη μορφή του δούλου, δηλαδή του ανθρώπου.


Αυτός που είναι άυλος και αόρατος Θεός και δέχτηκε να πάρει ορατό σώμα που ψηλαφείται. Αυτός που ήλθε με τη θέλησή Του στο πάθος, για να μου χαρίσει την απάθεια. Δηλαδή, επειδή είδε τον άνθρωπο, που τον είχε πλάσει με τα χέρια Του, να έχει σαγηνευθεί από την απάτη του φιδιού-διαβόλου, τον άνθρωπο που έπλασε σύμφωνα με την εικόνα Του ώστε να Τον μοιάσει, να έχει όμως παραβεί την εντολή Του και να βρίσκεται κάτω από τη φθορά και να είναι υπεύθυνος του θανάτου, δεν άντεξε, Αυτός που είναι όλο συμπάθεια, τη στέρηση εκείνου που αγαπούσε, αλλά τον κάλεσε με πολλούς τρόπους να επιστρέψει και να μετανοήσει, αφού τον παίδεψε σαν αχάριστο δούλο και σαν γιο που συμπεριφέρεται σαν νήπιο «σε πολλά μέρη και με πολλούς τρόπους» και επινόησε κάθε τρόπο, για να αποτινάξει τη δουλεία του τυράννου-διαβόλου και να επιστρέψει προς τον πλάστη του. Η επιστροφή του όμως ήταν αδύνατη, αφού μια φορά είχε υποδουλωθεί στην αμαρτία και είχε ενωθεί με τη θέλησή του στην επιθυμία των γηΐνων πραγμάτων. Γι’ αυτό, λοιπόν, και ο υπεράγαθος Κύριος λαβαίνει την ανθρώπινη φύση μας, επειδή είδε ότι αυτή είχε εξασθενήσει.

Δηλαδή, βλέποντας τον άνθρωπο να δείχνει απείθεια στον λόγο και τις εντολές και τα προστάγματα που τον οδηγούν στη σωτηρία, τι λέει: Πρέπει να παιδαγωγήσω αυτόν που έχει άγνοια. Πρέπει να τον βοηθήσω να πορευθεί προς τις αρετές, για να τις συνηθίσει και να τις επιτελέσει ο ίδιος. Πρέπει να γίνω ορατός και έτσι να θεραπεύσω τον άρρωστο. Πρέπει να επιστρέψω πίσω το πλανώμενο πρόβατο και να το οδηγήσω στην αρχική του διαμονή, στον παράδεισο. Πώς όμως θα το επιστρέψω χωρίς να με βλέπει; Πώς θα οδηγήσω αυτόν που δεν βλέπει τα ίχνη μου;


Γι’ αυτό έγινε άνθρωπος, ώστε με όσα έπραξε και έπαθε, με τα έργα να διδάξει αυτόν τον άνθρωπο που είχε άγνοια, τον τρόπο με τον οποίον να εργασθεί την αρετή, και βλέποντάς Τον να κατεβαίνει κατ’ οικονομία για χάρη μας στη γη, από τις Πατερικές αγκάλες, να ανεβούμε κι εμείς προς Αυτόν από την μητέρα μας γη, και για να δείξει τον αμέτρητο πλούτο της αγάπης Του προς εμάς. Διότι μεγαλύτερη αγάπη δεν μπορεί να δείξει κανείς, παρά μόνον εάν θυσιάσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του (Ιωάν. ιε΄ 13). Και πώς όποιος δεν έχει ψυχή θα δείξει την αγάπη του;


2. Για τον λόγο αυτό και αναλαμβάνει τη σάρκα, για να γίνει ορατός επάνω στη γη και να ζήσει μεταξύ των ανθρώπων (Βαρούχ γ΄ 38). Για τον λόγο αυτό αναλαμβάνει ψυχή, για να τη διαθέσει την ψυχή Του για χάρη των φίλων Του, και φίλους δεν εννοώ αυτούς που Τον αγαπούν, αλλά αυτούς που Εκείνος ποθεί. Διότι εμείς Τον μισήσαμε και Τον αποστραφήκαμε, και γίναμε δούλοι σε άλλον κύριο, ενώ Αυτός στάθηκε έχοντας αμετάβλητη την αγάπη Του προς εμάς. Γι’ αυτό έτρεξε πίσω μας. Ήλθε σ’ εμάς που Τον μισήσαμε, προσπάθησε να μας προλάβει, εμάς που φεύγαμε, κι όταν μας έφτασε, δεν μας έλεγξε με σκληρότητα, δεν μας έφερε πίσω χρησιμοποιώντας το μαστίγιο, αλλά όπως κάνει ο άριστος γιατρός, που τον βρίζει κάποιος φρενοβλαβής και τον φτύνει και τον χτυπά, κι Αυτός πρόσφερε τη θεραπεία. Το μέγεθος της θεραπείας Του φάνηκε με την προσφορά στην ανθρωπότητα της Θεότητάς Του ως φάρμακο. Ένα φάρμακο πολύ δραστήριο και παντοδύναμο. Αυτή η Θεότητα έκανε την ασθενή σάρκα μας πιο δυνατή κι από τις αόρατες δυνάμεις. Δηλαδή, όπως ο σίδηρος όταν ενωθεί με τη φωτιά και πυρακτώνεται, είναι αδύνατον να αγγιχθεί, έτσι και το χόρτο της φύσεώς μας, όταν ενώθηκε με τη φωτιά της Θεότητας, έγινε απρόσιτο από τον διάβολο. Και επειδή μια αρρώστια θεραπεύεται με τα αντίθετά της, όπως λένε και οι μαθητές των γιατρών, νικά τα πάθη με τα αντίθετά τους. Νικά, δηλαδή, την ηδονή με τους κόπους, την υπερηφάνεια με την ταπείνωση. Δεν ταπείνωσε, δηλαδή, μόνο τον εαυτό Του με το να γίνει άνθρωπος, ενώ ήταν πλούσιος στη θεότητα, αλλά ταπεινώθηκε και μεταξύ των ανθρώπων (Φιλιπ. β΄ 6-8).


Και πραγματικά, ποιος άνθρωπος υπήρξε τόσο ταπεινός; «Δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι Του» (Ματθ. η΄ 20). Δεν είχε δικό Του υποζύγιο. Δεν είχε διπλό πανωφόρι, δεν είχε δεύτερο χιτώνα. «Όταν Τον περιγελούσαν, Αυτός δεν τους το ανταπέδιδε. Όταν Τον κάναν να υποφέρει, δεν τους απειλούσε» (Α΄ Πετρ. β΄ 23). Τον οδηγούσαν σαν το άκακο αρνί για να θυσιαστεί, χωρίς να διαμαρτύρεται και χωρίς να φωνάζει (Ησ. νγ΄ 7). Όταν τον ράπιζαν, έδινε πρόθυμα τη σιαγόνα Του σ’ εκείνον που τον χτυπούσε. Δεν έστρεφε αλλού το πρόσωπό Του για να αποφύγει τα φτυσίματα της ντροπής. Όταν τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιωάν. η΄ 48), και όταν Τον καταδίωκαν, όλα αυτά τα υπέμεινε για να ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμά Του. Τα έκαμνε όλα αυτά για να ευχαριστήσει τον Πατέρα Του. Επειδή ήταν Υιός του Θεού μονογενής και ομοούσιος και γεννήθηκε από Αυτόν, έκανε γνωστή την Πατρική Του αγάπη. Διότι τόσο πολύ αγάπησε εμάς ο Θεός και Πατέρας, ώστε έδωσε ως λύτρο για χάρη μας τον μονογενή Υιό Του. Τι αξεπέραστη αγάπη! Έδωσε τον μονογενή Υιό Του, που βασίλευε μαζί Του, για χάρη των δούλων που παράκουσαν, για χάρη των εχθρών που Τον βλασφημούσαν και λάτρευαν τον εχθρό-διάβολο που τον είχαν ονομάσει θεό. Ω πόσο απέραντος είναι ο πλούτος της αγαθότητας του Θεού (Ρωμ. ια΄ 33). Δεν έφερε αντίρρηση όμως ο μονογενής Υιός, δεν αθέτησε τη βουλή του Πατέρα. Γιατί Αυτός ήταν η βουλή κι η θέληση του Πατέρα. Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή μετείχε και ήταν κοινωνός της φύσεως του Πατέρα (γιατί είναι μία η φύση του Πατέρα και του Υιού), εκτελεί το θέλημα ως δικό Του και γίνεται άνθρωπος και υπήκοος του Πατέρα μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου (Φιλ. β΄ 8) θεραπεύοντας τη δική μου παρακοή.


3. Βιάζεται, λοιπόν, να έλθει προς το πάθος, σπεύδοντας να πιει το ποτήρι του θανάτου, το οποίο έφερε τη σωτηρία σ’ όλον τον κόσμο. Έρχεται πεινώντας για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, και δεν βρίσκει σ’ αυτήν καρπό. Διότι αυτήν εννοεί μεταφορικά η συκιά, την ανθρωπότητα. Και ποιος τρώει το πρωΐ; Ο Βασιλιάς, ο Κύριος και Διδάσκαλος. Πεινώντας το πρωΐ, δεν περιορίζει την επιθυμία της πείνας. Δεν συγκρατεί τη φύση Του, αλλά σαν να είναι ακρατής και ακόλαστος, ορμά αλόγιστα στο φαγητό, σε ακατάλληλη ώρα. Και πώς παιδαγωγεί τους μαθητές Του να μη τους νικά το πάθος της επιθυμίας. Δεν είναι όμως έτσι το θέμα. Παρά, όπως μιλούσε διδάσκοντας με παραβολικά λόγια, έτσι παρουσιάζει τις παραβολές με έργο. Πλησίασε τη συκιά πεινασμένος (Ματθ. ια΄ 19). Η συκιά σήμαινε τη φύση της ανθρωπότητας. Ο καρπός της συκιάς είναι γλυκός, τα φύλλα της όμως είναι τραχειά και άχρηστα και έτοιμα για κάψιμο. Όμως και η φύση της ανθρωπότητας είχε γλυκύτατο τον καρπό της αρετής και είχε εντολή από τον Θεό να καρποφορεί. Επειδή όμως απέκτησε ακαρπία στην αρετή, έβγαλε τα τραχειά φύλλα.


ξηρανθείσα συκιά


Διότι, τι τραχύτερο υπάρχει από τις βιοτικές μέριμνες; (Γέν. β΄ 25). Κάποτε ο Αδάμ και η Εύα ήταν γυμνοί και δεν ντρέπονταν. Ήταν γυμνοί στην απλότητα και την αφρόντιστη ζωή. Ούτε τέχνη είχαν ούτε βιοτικές φροντίδες. Δεν επινοούσαν τρόπους πώς να σκεπάσουν τη γύμνια τους, δεν ντρέπονταν για την ακτημοσύνη τους, ούτε για την απλότητα της ζωής τους, αλλά, αν και ήταν γυμνοί στο σώμα, καλύπτονταν από τη θεία χάρη. Δεν είχαν φόρεμα για το σώμα, όμως φορούσαν το ρούχο της αφθαρσίας. Και όσο με την υπακοή γινόταν οικείοι του Θεού, τόσο φορούσαν και το ρούχο της αφθαρσίας. Όταν όμως παρήκουσαν, βρέθηκαν μακριά από τη χάρη που τους σκέπαζε. Απογυμνώθηκαν από την έκσταση προς τον Θεό και τη θεωρία Του. Είδαν τη γύμνωση του σώματός τους (Γέν. γ΄ 7). Πόθησαν τις ηδονές της ζωής. Βρέθηκαν μέσα στη φτωχική και στερημένη ζωή. Έραψαν φύλλα συκιάς και έφτιαξαν για τους εαυτούς τους περιζώματα. Έκαναν πολλούς λογισμούς και βρήκαν την τραχειά και όλο μέριμνες και κόπους ζωή. «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου. Θα είναι καταραμένη η γη που θα την εργάζεσαι. Θα βγάζει για εσένα αγκάθια και τριβόλια και θα καταλήξεις στη γη» (Γέν. γ΄ 17, 19).


Απέκτησες γήινο φρόνημα, γι’ αυτό η κλίση σου θα γίνει προς τη γη. Κατέληξες να είσαι δίπλα στα άλογα ζώα, γιατί δεν κατανόησες πως είχες τιμητική θέση (Ψαλμ. μη΄ 13). Ήσουν στην παρουσία του Θεού και δεν κατάλαβες την καρποφόρο αρετή, και προτίμησες την απόλαυση των γηΐνων πραγμάτων κι αγάπησες τη ζωή των αλόγων ζώων. Είσαι χώμα και θα καταλήξεις στο χώμα. Κι όπως τα άλογα ζώα θα κληρονομήσεις τον θάνατο. Αυτός είναι ο λόγος που φοράει και τους δερμάτινους χιτώνες (Γέν. γ΄ 21). Με το σώμα βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ενώ πρώτα ζούσε στον παράδεισο της τρυφής και κατοικούσε στα βασιλικά διαμερίσματα, μετά απέκτησε θνητό και παχύ σώμα, ικανό να αντέχει στους κόπους. Στ’ αλήθεια είναι τραχειά τα φύλλα της συκιάς της φύσης μας, η ανώμαλη κακία της φύσης μας. Προς αυτή τη συκιά, δηλαδή τη φύση της ανθρωπότητας, ήλθε ο Σωτήρας, πεινώντας και ζητώντας από αυτήν τον γλυκύτατο καρπό, δηλαδή την γλυκύτατη στο Θεό αρετή, με την οποία πραγματοποιείται η σωτηρία μας. Και δεν βρήκε καρπό, παρά μόνο φύλλα, δηλαδή την τραχεία και κοπιαστική αμαρτία και τα κακά που φυτρώνουν από αυτήν. Γι’ αυτό και λέει εναντίον της, «ποτέ δεν θα βγει από εσένα καρπός» (Ματθ. ια΄ 19). Διότι η σωτηρία δεν προέρχεται από τους ανθρώπους, ούτε η αρετή προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη. Εγώ θα πραγματοποιήσω τη σωτηρία, χαρίζοντάς σας την ανάσταση με το πάθος μου. Χαρίζω συγχρόνως και την απαλλαγή σας από τον τραχύτατο βίο, πράγμα βέβαια και που έκανε.


4. Μετά ο Χριστός, αφού παρουσίασε την παραβολή με έργο, μπαίνει στο ιερό, για να επισκεφθεί τον οίκο του Πατέρα Του, και βρίσκει τους κακούς γεωργούς, τους αρχιερείς, που κάθισαν στον θρόνο του Μωϋσή (Ματθ. κγ΄ 2), που έμοιαζαν με τους λύκους οι οποίοι είναι ντυμένοι με προβιά προβάτων, που μοιάζουν με την άκαρπη συκιά, και δεν έχουν τον γλυκύτατο καρπό, παρά μόνο τραχειά φύλλα. Του είπαν: «Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία;» (Ματθ. κα΄ 23). Βλέπεις την ακαρπία της ψυχής και την απιστία; Αντί να πουν «Εύγε, αγαθέ διδάσκαλε, που ανέστησες τον Λάζαρο που είχε πεθάνει πριν από τέσσερις ημέρες (Ιωάν. ια΄ 44), που δίδαξες τους κουτσούς να βαδίζουν ορθά, που χάρισες στους τυφλούς τη δύναμη να βλέπουν, που θεράπευσες τους παραλυτικούς και έδιωξες κάθε αρρώστια μικρή και μεγάλη (Ματθ. δ΄ 23), που έδειξες μακριά τους δαίμονες, που διδάσκεις τον δρόμο της σωτηρίας», αυτοί του λένε, «Με ποιο δικαίωμα τα κάνεις αυτά;» Τι αχάριστοι που είσαστε! Κι αν σας το πει, μήπως θα τον πιστέψετε; Αν δεν πιστέψατε στον Ιωάννη που τρέχατε προς αυτόν σαν να ήσασταν ρεύμα ποταμού και αφού, όπως νομίζατε, εξομολογιόσασταν, και βαπτιζόσασταν, και δεν πιστέψατε, θα πιστέψετε, αν σας πω εγώ;


Τι άπιστη και πονηρή γενιά που είσαστε! Εσείς είσαστε οι πονηροί γεωργοί, που κατατρώτε τον αμπελώνα του Κυρίου των Αγγελικών δυνάμεων. Ποιον προφήτη δεν σκοτώσατε; (Πραξ. ζ΄ 52). Σας έστειλε ο Πατέρας μου τους δούλους μου, τους προφήτες, για να ζητήσουν τη σοδειά του αμπελώνα. Τον αμπελώνα αυτόν τον μετέφερα, χρησιμοποιώντας τον Μωϋσή, από την Αίγυπτο και τον φύτεψα σε εύφορη γη (Ψαλμ. οδ΄ 9), διώχνοντας τους εθνικούς και σας τον έδωσα κληρονομιά σύμφωνα με τα μέτρα της κληρονομιάς. Τις ρίζες του τις φύτεψα με τον νόμο και με τον λόγο των προφητών, και γέμισε τη γη, τα κλήματά μου έφτασαν ως τη θάλασσα και οι παραφυάδες τους γέμισαν τα ποτάμια των εθνών. Εσείς όμως γκρεμίσατε τον φράχτη του, τη βοήθεια του νόμου, και τον τρυγούν οι δαίμονες βαδίζοντας τον δρόμο της ζωής βρίσκοντάς τον αφύλακτον. «Το αγριογούρουνο του δάσους» (Ψαλμ. ρδ΄ 11) ο ληστής «το λεηλάτησε, και το άγριο μοναχικό ζώο τον κατέφαγε» (Ψαλμ. οθ΄ 14).


Του καλού αυτού αμπελώνα που τον είχαν φυτέψει, του καρποφόρου και αληθινού, σας ζητήθηκε η σοδειά από τους δούλους μου τους προφήτες, κι εσείς άλλον προφήτη τον ραπίσατε, άλλον τον ρίξατε μέσα σε λάκκο βορβόρου και άλλον τον πετροβολήσατε. Και τώρα, έρχομαι εγώ ο Ίδιος ο Υιός και κληρονόμος. Σεβαστείτε, λοιπόν, το ότι είμαι Υιός, ντραπείτε το αξίωμά μου που είναι να έχω την αυτή φύση με τον Πατέρα. «Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα σ’ εμένα» (Ιωάν. ι΄ 38), και έρχομαι προς εσάς. Θα δείξω έλεος προς τον αμπελώνα μου. Αν και κατέβηκα στη γη, όμως παραμένω στην αγκάλη του Πατέρα μου. Αποδώστε μου την σοδειά του αμπελώνα μου. Αλλά στ’ αλήθεια εσείς ως κακοί γεωργοί θα ολοκληρώσετε το έργο των πατέρων σας. Εκείνοι ήταν προφητοκτόνοι, εσείς θα γίνετε και θεοκτόνοι. Είσαστε πλούσιοι στην κακία. Εγώ είμαι ο κληρονόμος, ο ακρογωνιαίος λίθος, τον οποίον αν και εσείς τον απορρίψατε, όμως θα συντριβείτε, ενώ εγώ θα ενώσω τους δύο λαούς, θα ενώσω τα απομακρυσμένα, τα επίγεια με τα ουράνια. Μέσω εμού θα γίνει μία Εκκλησία από τους Αγγέλους και τους ανθρώπους. Μέσω εμού, ενώ είσαστε εχθροί με τον Πατέρα μου, θα συμφιλιωθείτε μαζί Του. Θα φέρω την ειρήνη και θα κάνω το αίμα μου σπονδές της ειρήνης, το οποίο θα χυθεί για τη σωτηρία του κόσμου.


5. Αυτά τους έλεγε κάνοντας υπαινιγμούς, σε όσα είπαν οι προφήτες, όμως δεν τους έπειθε. Γιατί έκλεισαν τα μάτια τους για να μη βλέπουν και τα αυτιά τους άκουγαν βαριά. Γι’ αυτό και δεν τους φώτισε το φως του Ευαγγελίου (Ματθ. ιγ΄ 5). Τι απαράδεκτη πώρωση που είχαν οι ανίεροι ιερείς! Καταδίκαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους μη γνωρίζοντας τι λένε. Στ’ αλήθεια οι ίδιοι καταδίκαζαν τον εαυτό τους. Γιατί, όταν ρωτήθηκαν «τι θα κάνει στους γεωργούς εκείνους», χωρίς να το θέλουν είπαν την αλήθεια: «αυτούς τους κακούς θα τους εξολοθρεύσει με τον χειρότερο τρόπο» (Ματθ. κα΄ 41). Στ’ αλήθεια, είναι δίκαιο να υποφέρει όποιος έγινε κακός με τη δική τους θέληση. Τον αμπελώνα θα τον μισθώσει σε άλλους γεωργούς, που θα του αποδώσουν το εισόδημά του τότε που πρέπει. Επειδή είναι ιερείς και έχουν το αξίωμα της ιερωσύνης, και χωρίς να το γνωρίζουν, προφητεύουν τα αληθινά. Διότι δόθηκε ο αμπελώνας, ο λαός του Κυρίου, στους γεωργούς εκείνους που απέδωσαν στον Κύριο άφθονο και καλό καρπό. Γιατί «η φωνή τους αντήχησε σ’ όλη τη γη, και τα λόγια τους στα άκρα της οικουμένης» (Ψαλμ. κι΄ 5, Ρωμ. ι΄ 18). «Είναι αλήθεια ωραίος ο ερχομός εκείνων που φέρνουν την καλή αγγελία της ειρήνης, εκείνων που φέρνουν την καλή αγγελία των αγαθών» (Ησ. νβ΄ 7). Αυτοί πορεύονται όπως τα πρόβατα ανάμεσα στους λύκους, και άλλαξαν τους λύκους και τους έκαναν πρόβατα. Τους ειδωλολάτρες Έλληνες που παλαιότερα τους κατεδίωκαν, τους έκαναν πρόβατα του Χριστού και δημιούργησαν για τον Κύριο τον εκλεκτό λαό, τον ζηλωτή καλών έργων (Τίτ. β΄ 14).


6. Ελάτε λοιπόν, αδελφοί, όσοι πήραμε το όνομα της πίστης, όσοι αξιωθήκαμε να ονομαζόμαστε λαός του Χριστού, ας μην αθετήσουμε την πρόσκλησή μας, ας μη καταλερώσουμε την πίστη μας με άπρεπα έργα. Δεν είναι αρκετό μόνο να ονομάζεται κανείς πιστός, αλλά ας δείξουμε την πίστη μας με τα έργα μας. Είχε, λέει, ο Χριστός, ένας πατέρας δύο γιούς, και λέει στον ένα «πήγαινε να εργασθείς στο αμπέλι» (Ματθ. κα΄ 28). Εκείνος, βέβαια, υποσχέθηκε να πάει, όμως δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Απευθύνεται μετά ο πατέρας στον δεύτερο γιο. Αυτός, αρνήθηκε με τα λόγια, έκανε όμως πράξη την προσταγή του πατέρα του. Κι έτσι κατηγορείται ο πρώτος, όμως επαινείται ο δεύτερος γιος.


Ας θυμηθούμε κι εμείς, λοιπόν, τι απαρνούμαστε και τι αποδεχόμαστε στο βάπτισμα. Απαρνηθήκαμε τον διάβολο, και τους αγγέλους του και όλη την προσκύνησή του. Ας την τηρήσουμε αυτή την άρνηση κι ας μην επιστρέψουμε όπως ο σκύλος στον εμετό μας. Έργα του διαβόλου είναι μοιχείες, πορνείες, ακαθαρσίες, φθόνοι, έριδες, φιλονικίες, υποκρισίες, κατηγορίες, μαγείες, γητεύματα. Τα σημάδια της απιστίας είναι πράξεις ασπλαχνίας, προσκόλληση στα πάθη, αντιπάθειες, φιληδονίες, τσιγγουνιές, διασκεδάσεις και μέθες. Και η ακολουθία του διαβόλου είναι υπερηφάνειες, κενοδοξίες, οίηση, έπαρση, αλαζονεία, επίδειξη, καλλωπισμός του σώματος. Και αφού αρνηθούμε κάθε επικοινωνία μ’ αυτά όλα, όπως υποσχεθήκαμε να βρισκόμαστε στην παράταξη του Χριστού, ας επιδιώξουμε τις αντίθετες σ’ αυτά αρετές: Την αγνότητα, τη σωφροσύνη, τη φτώχεια, την υπομονή, την ειρήνη, την αγάπη, τη συμπάθεια, την ελεημοσύνη, την προσφορά σ’ όσους έχουν ανάγκη, την κόσμια εμφάνιση, το κόσμιο ντύσιμο και το κόσμιο βάδισμα, την αλήθεια στον λόγο, την ταπείνωση, και πάνω απ’ όλα τον ονειδισμό μας για χάρη του Χριστού, ώστε, αφού μετέχουμε στα παθήματά Του, να μετέχουμε και στη δόξα Του, προσφέροντας τον εαυτό μας στον Θεό και Πατέρα θυσία ζωντανή και άμωμη (Ρωμ. ιβ΄ 1, Εβρ. θ΄ 14), στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, όπου είναι η κατοικία των ευφραινομένων (Ψαλμ. πστ΄ 7).


7. Τώρα θα απευθύνω τον λόγο μου σ’ εσένα, που από παλιά είσαι η ποθητή νύφη του Χριστού. Πόθησε άξια Αυτόν που σε πόθησε. Άνοιξε διάπλατα σ’ Αυτόν τα βάθη της καρδιάς σου, για να κατοικήσει μια για πάντα σ’ εσένα ο Χριστός μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα. Τίναξε από την καρδιά σου όλο το χώμα των γηΐνων πραγμάτων, για να βρει ο Τριαδικός Θεός την είσοδο προς αυτήν. Γιατί ένα σπίτι δεν μπορεί να υποδεχθεί συγχρόνως και χώμα και πνοή του ανέμου. Όσο χώμα βάζεις μέσα της, τόση πνοή του ανέμου απομακρύνεις, και όσο βάζεις μέσα στην καρδιά σου τα γήινα πράγματα, τόσο απομακρύνεις το Άγιο Πνεύμα. Από πού οι έριδες, οι φιλονικίες, οι φθόνοι, οι φόνοι και όλο το πλήθος των κακών; Δεν προέρχονται από την επιθυμία των γηΐνων πραγμάτων; Απομάκρυνε όλη την κενοδοξία, τη μητέρα της απιστίας. Γιατί ο Χριστός λέει, «δεν μπορείτε να πιστεύετε σ’ εμένα, αφού δέχεσθε δόξα από τους ανθρώπους» (Ιωάν. ε΄ 44). Απομάκρυνε από την καρδιά σου κάθε οίηση, υπερηφάνεια και έπαρση. γιατί είναι ακάθαρτος μπροστά στον Κύριο κάθε υπερήφανος. «Ο Κύριος είναι αντίθετος στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει χάρη» (Γ΄ Παροιμ. γ΄ 34, Ιακ. δ΄ 6).


Απαρνήσου την αυθάδεια και την αυταρέσκεια, για να υποτάσσεσαι μόνο στον νόμο του Θεού, και αυτός θα σε οδηγήσει στο λιμάνι του θελήματός Του. Μη βάλεις στον νυφικό θάλαμο της καρδιάς σου άλλον νυμφίο. Γιατί είναι ζηλότυπος ο Νυμφίος σου ο Χριστός, ο γλυκύτατος, ο μόνος επιθυμητός, όλος γλυκύτητα, όλος επιθυμία. Σ’ Αυτόν μόνο άνοιξε την καρδιά σου και φώναξέ Του: «Είναι πληγωμένη η καρδιά μου» (Άσμα γ΄ 5). Ο πόθος Σου με γέμισε έκσταση. Με άλλαξε η αγάπη Σου, Κύριε. Αιχμαλωτίσθηκα από τον έρωτά Σου. Μπες μέσα στο νυφικό δωμάτιο. Θα φιλήσω τα ίχνη των ποδιών Σου. Γιατί δεν είμαι άξιος να πω, «φίλησέ με με το στόμα Σου» (Άσμα α΄ 1). Κατοίκησε και περπάτησε μέσα μου, σύμφωνα με την αληθινή Σου υπόσχεση (Λευϊτ. κστ΄ 12), και κάνε με ναό του Παναγίου Πνεύματος. Κυρίευσε ολοκληρωτικά την καρδιά μου, Δέσποτα, και κάνε με ολοδική Σου, κάνε την κατοικία Σου μέσα μου, μαζί με τον πατέρα Σου και το Πνεύμα. Πλάτυνε τη μερίδα Σου σ’ εμένα, τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος. Εσύ είσαι ο Θεός μου και θα Σε δοξάσω μαζί με τον χωρίς αρχή Πατέρα Σου, μαζί και με το αγαθό και ζωοποιό Σου Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.




Θεοφάνης ο Κεραμεύς, κ.α., Από την ανάσταση του Λαζάρου στην ανάσταση του Χριστού: Δέκα πατερικές ομιλίες, μετάφραση Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, 1η έκδ., Αθήνα, Αρμός, 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου